ADS

click to open

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Erotiki Mythoplassia II: (Part.. 1)

«Δει των προειρημένων μνημονεύειν και μηδέν οίεσθαι τούτων λέγεσθαι γεγονός ούτω και πεπραγμένον.»
Δηλαδή αυτά που είπαμε και εξιστορούμε, να μη νομίζουμε ότι επειδή τα αναφέραμε, ότι έτσι και έγιναν.  (Πλούταρχος)
...... «Οι μύθοι είναι ένα παραμορφωμένο υπόλειμμα φαντασιώσεων που αφορούν στην επιθυμία». (Freud, 1930b)
........Με τον τρόπο αυτό αποτελούν ένα ψυχολογικό ξεδίπλωμα όλων όσων αρχετυπικά κατοικούν μέσα μας και η μυθοπλασία είναι ένας συναρπαστικός κόσμος που γοητεύει όλους τους ανθρώπους.... 
«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες και τα περιστατικά είτε είναι προϊόν της φαντασίας είτε χρησιμοποιούνται κατά τρόπο μυθιστορηματικό για να αποδώσουν τα όσα φαντάστηκε ο συγγραφέας. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, εν ζωή ή όχι, γεγονότα, τοποθεσίες, επαγγέλματα των Ηρώων, είναι εντελώς συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.»....
..... Μια βουβή μύθο-πλαστική ιστορία που ζωντάνευε ολόιδια στο μυαλό του Νικηφόρου στους μακρινούς ωκεανούς όπου ταξίδευε....
Τα πρόσωπα: Νικηφόρος… Εριφύλη... Νέαρχος... Ελπινίκη…. Αδάμας..... Αλεξάνδρα… Μιλτιάδης… Ναταλία… Κλεοπάτρα…. Θρασύβουλος... Αντιγόνη.... Άλκηστις… Πανωραία.... Κλεομένης.... Νικολέτα...  Φαίδρα... Δανάη.... Ηρώ..... Λέανδρος... Παυσανίας..... Νεφέλη....
....  Παρασκευή σήμερα, παγκόσμια ημέρα της γυναίκας. Η Εριφύλη αναμένει την πολύ κολλητή της φίλη την Ελπινίκη με το αυτοκίνητο να περάσει από το σπίτι της να την πάρει και με αφορμή την γιορτινή ήμερα να επισκεφτούν το μεγάλο εμπορικό κέντρο στην έξοδο της πόλις να κάνουν τα ψώνια τους στα καταστήματα και να περάσουν και λίγες ώρες χαλάρωσης και ξενοιασιάς με απόλυτο shopping therapy στις μοναδικές προσφορές της ημέρας! Το εμπορικό κέντρο στην κυριολεξία είναι μια πόλη μέσα στην πόλη, προσφέροντας την απόλυτη εμπειρία shopping και διασκέδασης ... Ένας ολόκληρος κόσμος αγορών και ψυχαγωγίας σας περιμένει! Και ναι είναι σημείο αναφοράς για ψυχαγωγία αλλά για αρκετούς ακόμη είναι και ένας τόπος για «τσάρκα» προς αναζήτηση γνωριμίας και ερωτικού συντρόφου. Η «τσάρκα» συνεχίζει να γοητεύει τον κόσμο ακόμη και σήμερα. Η Αλήθεια είναι πως την έξοδο αυτή την είχαν προγραμματίσει εδώ και μια εβδομάδα. Η Ελπινίκη έκλεισε αισίως τα τριάντα της χρόνια και αποφάσισε να πάρει την φιλενάδα της και να το γιορτάσουν δεόντως παρέα. Γι' αυτό είναι και κολλητές άλλωστε. Πρότεινε λοιπόν την έξοδο στην φίλη της την Εριφύλη, και αυτή με μεγάλη χαρά δέχτηκε την πρόσκληση.
«Είναι και προτροπή του Νεάρχου. Να βγεις κοπέλα μου! Να βγεις και να το γιορτάσεις. Πάρε και την κολλητή σου την Εριφύλη να το γιορτάσετε παρέα.»
Ο Νέαρχος ο σύζυγος της Ελπινίκης είναι ναυτικός και αυτή την εποχή ταξιδεύει  στις μακρινές θάλασσες της Άπω Ανατολής. Ευφυής άνθρωπος, και σαν στέλεχος σε μεγάλη ναυτιλιακή εταιρεία, κερδίζει αρκετά χρήματα, και καμαρώνει για τη σύζυγο του που τον ερεθίζει ερωτικά. Σαν άντρας ο Νέαρχος ήταν όμορφος, ψηλός, λεπτός, καλοβαλμένος και η Ελπινίκη τον αγαπούσε. Ήταν τρυφερή μαζί του και ικανοποιούσε όλες τις ερωτικές του επιθυμίες όταν γύριζε από τα ταξίδια του.
Οι δύο γυναίκες με τις άψογες σιλουέτες και τα καλλίγραμμα κορμιά, ντύθηκαν, στολίστηκαν, χτενίστηκαν, βάφτηκαν, αρωματίστηκαν και βουρ για τσάρκα στην κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα του μεγάλου εμπορικού κέντρου.
Η Ελπινίκη όμορφη κομψή, καλοντυμένη, γοητευτική γυναίκα και αυτό αποτυπώνεται στον περίγυρο της. Σήμερα περιποιημένη με τις καστανόξανθες ανταύγειες που της φωτίζουν το πρόσωπο της χαρίζουν μια φρέσκια εμφάνιση που σαγηνεύει.
Είναι κοκέτα και αυτό φαίνεται! Ντυμένη με σινιέ ταγιέρ αρκετά εφαρμοστό αποδεικνύει το όμορφο κορμί της και υποστηρίζει ταυτόχρονα την κλασική έννοια της κομψότητας. Το γυναικείο κοστούμι αποτελεί μία από τις διαχρονικές επιλογές της Ελπινίκης για κομψό και δυναμικό ντύσιμο. Είναι από τις γυναίκες που φροντίζουν πολύ την εμφάνισή τους και παρακολουθεί τη μόδα.
Για την γιορτινή της έξοδο επέλεξε ένα κλασικό στις αποχρώσεις του μαύρου χρώματος ταγιέρ και το συνδύασε με κόκκινο πουκάμισο, το οποίο της πήγαινε πολύ. Το σινιέ ταγέρ το συνδυάζει με μεταξωτό φουλάρι και κλασική γόβα σε μαύρο.
Η Εριφύλη στα είκοσι οκτώ της χρόνια, είναι παρομοίως μία όμορφη και σέξι γυναίκα και αυτό αποτυπώνεται σε κάθε της εμφάνιση. Είναι σέξι, όμως με έναν τρόπο που δε σου βγάζει τίποτα το φθηνό ή το πρόστυχο. Τα καστανοκόκκινα μαλλιά της τονίζουν απίστευτα το βλέμμα της, ταιριάζουν με τις γήινες αποχρώσεις του δέρματος και το συνολικό αποτέλεσμα παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα και πολύ ωραία αισθητική εμφάνιση! Μορφωμένη, σοβαρή και με ήθος.  Δείχνει απρόσιτη και σνομπ αλλά της αρέσει πολύ το φλερτ και είναι ανοιχτή σε όλα στο σεξ, χωρίς ταμπού.
Σήμερα εμφανίστηκε φορώντας ένα Μίντι κόκκινο πουκάμισο-φόρεμα με χρυσά κουμπιά, με τα μαλλιά της ελεύθερα σε καλό-σχηματισμένα κύματα ενώ το μακιγιάζ της είναι λιτό φυσικό και κομψό, αποδεικνύοντας ότι αυτό που κυρίως μετράει σ’ ένα σέξι θηλυκό, είναι ότι ακόμα και ντυμένη προκαλεί αίσθηση και αναδεικνύει τον καλύτερο, τον πιο γοητευτικό εαυτό της.
Βγάζει έναν ιδιαίτερο ερωτισμό σε όλο της το σώμα που σε κάνουν να ταξιδεύεις για αλλού! Από μέσα σίγουρα η γκαρνταρόμπα της περιέχει δαντελωτά εσώρουχα, μια μικρή περιουσία σε κολόνιες και όλα αυτά τα συνδυάζει με επώνυμες δεκάποντες γόβες. Παραμένει πάντα φινετσάτη και στιλάτη, χωρίς όμως να φτάνει στο άλλο άκρο. Η αστραφτερή της ομορφιά και το εντυπωσιακό κορμί της αναστατώνουν, ξέρει όμως να βάζει τα όρια της και δεν πατάει ποτέ τις κόκκινες γραμμές.
Δυο σύγχρονες γυναίκες νοικοκυρές εξαιρετικά κομψές, λαμπερές και «καλοπαντρεμένες» που καλούνται να ανταποκριθούν σε πολλαπλούς ρόλους της συζύγου, της μητέρας, της νοικοκυράς κλπ.. Οι δυο γυναίκες τους άνδρες τους τους αγαπούν, άλλωστε από επιλογή καρδιάς αγάπησαν ο ένας τον άλλον και από έρωτα τους είχαν παντρευτεί. Ενώ λοιπόν νιώθουν ικανοποιημένες με τον ρόλο της νοικοκυράς και της φροντίδας των παιδιών σαν γυναίκες ναυτικών πάντα στη καθημερινότητα τους υπάρχει ένα «αλλά», που πονάει.  Ένα «αλλά» που πονάει στο κεφάλαιο που παραμένει ταμπού ακόμα και για ανθρώπους που έχουν εξελίξει τα επικοινωνιακά τους προσόντα κι έχουν μάθει να εξωτερικεύουν τις σκέψεις και τις επιθυμίες τους.
Εάν τις ρωτήσεις χωρίς πρόθεση αποδοκιμασίας ή κηρύγματος να δηλώσουν.
«Εσείς κυρία μου μια σημερινή νέα γυναίκα, παντρεμένη είστε απόλυτα ικανοποιημένη στον σεξουαλικό τομέα, με τον σύντροφο σας;» δεν ντρέπονται να ομολογήσουν, σε απλές κατ' ιδίαν συζητήσεις, όταν μιλάνε χωρίς ταμπού για σεξ μεταξύ τυρού και αχλαδίου, ότι όσο ικανοποιημένες και να είναι από την ερωτική παύλα σεξουαλική τους ζωή πάντα υπάρχει ένα μεγάλο κενό από την μακρόχρονη απουσία των συζύγων που επίμονα αναζητά να αναπληρωθεί όταν πίσω από κλειδωμένες πόρτες τις διεγείρουν καυτές ορέξεις και είναι μια γυναίκα που δεν μπορεί να κρύψει τις ορμές της όταν το πάθος της αρχίζει να φουντώνει.. 
«Και με το σεξ τι κάνεις κυρία μου; Όταν μόνη εδώ και καιρό, δίχως την απαραίτητη συντροφιά του συζύγου στο κρεβάτι νιώθεις μια απέραντη ερημιά να σε τυλίγει σαν σύννεφο βαρύ;
Τι κάνεις τις μέρες και τι τις νύχτες όταν στριφογυρίζεις στο κρεβάτι σου και δεν μπορείς να κοιμηθείς. 
Τι κάνεις; Όταν μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις ...η καύλα... έρχεται εκείνες τις στιγμές και σου κτυπά την πόρτα και βιώνεις την έντονη επιθυμία να σε αγκαλιάσει κάποιος ερωτικά;
Τι κάνεις; όταν αρχίζει να στάζει ο ιδρώτας και νιώθεις αυτό το «κάτι» που λέμε εκεί ανάμεσα στα πόδια σου;» τη στοιχειώνει μια φωνούλα. 
«Θα έπρεπε να κάνω κάτι;» Ίσως να αναρωτιέται.
«Ξέρω γω; Πώς μπορείς, βρε παιδί μου;» ηχεί πάλι μέσα στο κεφάλι της εκείνη η επίμονη ενοχλητική φωνούλα μέσα της. 
«Να κάνω τι; Σεξ από δω κι από κει. Δεν θέλω.» απαντάει η συνείδηση της όχι και τόσο πειστικά..
«Και καλά να είναι επιλογή σου να απέχεις. Όταν θέλεις και δεν… τι γίνεται;! Είναι φυσιολογικό να θέλεις να κάνεις σεξ.» συνεχίζει η φωνούλα που εισχωρεί στη σκέψη σαν πειρασμός και της λέει ότι έχει φτάσει η στιγμή να ξεπεράσει τους ηθικούς φραγμούς γιατί η αποχή οδηγεί σε επιπτώσεις.
Τι κάνεις λοιπόν; τη στιγμή που νιώθεις εκείνο το ρίγος να σε διαπερνάει και κάθε κύτταρο του κορμιού σου να ξυπνάει και να παίρνει φωτιά σε δευτερόλεπτα. Και κάπου εκεί, αφού η επιθυμία σου για σεξ έχει φτάσει να ξεπεράσει κάθε όριο, καταλαβαίνεις πως δεν έχεις κάποιον άνδρα δίπλα σου, όταν το κορμί σου νιώθει μια δίψα που εκλιπαρεί να ξεδιψάσει. Μια πείνα που εκλιπαρεί για να χορτάσει και συνεπώς να ψάξει να βρει άλλη πηγή ηδονής που θα την ηρεμήσει. 
Η πραγματικότητα είναι αφού δεν υπάρχει ο άνδρας δίπλα τους, αυτόν που χρειάζεται ο έρωτας να χορτάσει τη δίψα τους τότε πολύ απλά τον φαντασιώνονται όπως ακριβώς τον επιθυμούν χωρίς ρίσκα και προβλήματα, που τις ταξιδεύει να ζήσουν τις πιο ακραίες ερωτικές τους φαντασιώσεις εκτονώνοντας τις ερωτικές τους επιθυμίες.
 Πίσω από την κλειστή πόρτα ενός σπιτιού με θηλυκό ένοικο που για μεγάλα χρονικά διαστήματα στερείται την παρουσία του συντρόφου της τότε πολλά θα μπορούσαν να συμβούν όταν η ένοικος κάθεται και προβληματίζεται εδώ και καιρό, ότι το να ικανοποιείται σεξουαλικά και να «τελειώνει» χωρίς να της χώσει ένα ζωντανό πούτσο μέσα στο μουνί της ένας ερωτεύσιμος άνδρας, ένα πλάσμα δυναμικό, ανεξάρτητο, δραστήριο, είναι κάπως σα να χώνει το κεφάλι της στο χώμα όπως κάνει η στρουθοκάμηλος. Και τη μιζέρια δεν την ερωτεύτηκε ποτέ κανείς.
…  Μπορεί συνήθως να μην το λένε ανοιχτά αλλά η αλήθεια είναι ότι πολλοί άνθρωποι έχουν το μύθο στο μυαλό τους ότι η γυναίκα του ναυτικού δεν έχει μια ικανοποιητική σεξουαλική ζωή, λόγω της απουσίας του ναυτικού για μεγάλο χρονικό διάστημα και το κερασάκι στην τούρτα είναι ότι αυτή η γυναίκα θα έχει να αντιμετωπίσει τα κυρίαρχα στερεότυπα των μη ναυτικών σχετικά με το ποιόν της, στερεότυπα που πηγάζουν ακριβώς από αυτήν την συνθήκη και την κοινή πεποίθηση ότι οι γυναίκες των ναυτικών δεν είναι ιδιαίτερα πιστές στους συζύγους τους και πηγαίνουν και με άλλους άντρες.
Βέβαια αυτό ισχύει για κάποιο ποσοστό γυναικών. Έχουμε όμως αναρωτηθεί μήπως συμβαίνει το ίδιο με τις συζύγους και των μη ναυτικών ακόμη και όταν οι πολυαγαπημένοι σύζυγοι τους δεν πλέουν σε μακρινούς ωκεανούς; Έχουμε αναρωτηθεί μήπως παρόμοιες ερωτικές ιστορίες μπορούν να συμβούν στον καθένα;
 Η ρίζα της κάθε σχέσης είναι η εμπιστοσύνη. Χωρίς εμπιστοσύνη καμιά σχέση δεν μπορεί να λειτουργήσει. Όταν κάποιος είναι πραγματικά αφοσιωμένος στο άλλο του μισό, δεν του περνά η σκέψη να τον «κερατώσει», ανεξάρτητα του πόσο μακριά είναι. Θα είναι πάντα πιστή, γιατί ξέρει ότι είναι στη θάλασσα, ρισκάροντας για την οικογένειά τους και την καλή ζωή τους. Δεν χρειάζεται κανένα άλλο άντρα να την ικανοποιήσει, το μόνο που την ανησυχεί είναι αν είναι καλά ο καλός της και είναι ευχαριστημένες με τη σεξουαλική τους ζωή. Κι αυτό γιατί όταν ο ναυτικός επιστρέφει στο σπίτι, οι δύο τους μοιράζονται ευχάριστες στιγμές μαζί και κάθε φορά ο ενθουσιασμός τους είναι διπλάσιος και ειλικρινής.
Όπως και να έχει καλοί και χρυσοί οι άνδρες τους, αλλά με τη δουλειά που διάλεξαν να κάνουν η πολύμηνη και υποχρεωτική απουσία τους στα στο καράβια επιφέρει ατέλειωτες μέρες και νύχτες που τις αγγίζουν η μοναξιά, η θλίψη, και η νοσταλγία για τον αγαπημένο τους.
Και είναι κάποιες εποχές που η καύλα είναι αφόρητη κόλαση. Βλέπεις ο έρωτας περνάει, αλλά η καύλα ποτέ. Σε ακολουθεί πάντα. Σε κάθε υποψία γυμνού δέρματος που διακρίνεται ανάμεσα απ’ τα ρούχα, στο παραμικρό φύσημα του αέρα που αναστατώνει τα μαλλιά ή τη φούστα μιας περαστικής, μια ιδιαίτερη βραχνάδα στη φωνή, ένα ορατό φούσκωμα μες στο στενό παντελόνι, ένα τυχαίο άγγιγμα στο μετρό ή στον κινηματογράφο, είναι αρκετά για να τινάξουν σπινθήρες μες στο μυαλό του ερεθισμένου παρατηρητή και να πυροδοτήσουν εκρήξεις στο σώμα του. Πόσο μάλλον ένα φιλί ή η λεπτή μυρωδιά ενός ιδρωμένου κορμιού, και τότε αισθάνεσαι μέσα σου να αναπτύσσεται μια έντονη επιθυμία να ακολουθείσεις την καύλα σου, τη φουσκοδεντριά σου, τη λίμπιντο σου και τη σεξουαλική επιθυμία να συνευρεθείς σαρκικά μαζί με κάποιο άλλο άτομο και να ικανοποιηθείς σεξουαλικά από αυτό....
Αυτό το να ικανοποιηθείς σεξουαλικά είναι που λείπει βασανιστικά τούτο τον καιρό και από τις δυο φιλενάδες μας.
……. Σήμερα αφήνοντας τα παιδιά τους στην φροντίδα και τη φύλαξη στους παππούδες και στις γιαγιάδες έχουν ελεύθερο χρόνο για τον εαυτό τους.
Η Εριφύλη πληροφορεί τον πατέρα της το Θρασύβουλο ότι ίσως αργήσει να γυρίσει. Έχει να κάνει αρκετά ψώνια με την Ελπινίκη και αργά το απόγευμα εάν έχει χρόνο θα επισκεφτεί και τον γυναικολόγο της. Του Θρασύβουλου του πατέρα της του προκαλούν δυσφορία και δυσαρέσκεια οι τσάρκες της κόρης του και δε έχανε ευκαιρία να την νουθετεί, ως ώφειλεν, προκειμένου να την προστατεύσει από κακόβουλες παγίδες που ελλοχεύουν απανταχού δια την όμορφη κόρη του και δη παντρεμένη με ναυτικό που απουσιάζει τακτικά από το σπίτι του.
«Έτσι που πας εσύ, κόρη μου, θα την φας την κεφαλήν σου μίαν ημέρα των ημερών.» Της έλεγε χαριτολογώντας με πατρική συμβουλή. Δια να λάβει την απάντηση με ξένοιαστο αυθόρμητο γέλιο από τη νουθετούμενη κόρη του. «Έννοια σου, πατέρα, κι έχουν γνώση οι φύλακες.»
«Τέλος πάντων ναι μεν οι φύλακες ενδέχεται όντως να έχουν γνώσιν, εσύ όμως αμφιβάλλω.» Μουρμούριζε μέσα από τα δόντια ο πατέρας της και λατρεμένος παππούς των παιδιών της. Όντως τα εγγόνια του τον λάτρευαν. Και η Εριφύλη σημειωτέον, υπεραγαπούσε τον πατέρα της και δεν παρέλειπε να τον συμβουλεύεται όταν τούτο το έκρινε αναγκαίο.
Η Ελπινίκη έφτασε στην ώρα της και όταν η Εριφύλη την είδε να έρχεται οδηγώντας μια τζιπάρα μεγάλης αξίας ..... την κοιτούσε έκπληκτη!
«Έλα, τι έπαθες και με κοιτάς λες και δεν έχεις ξαναδεί αμάξι;» Τη ρώτησε γελώντας η Ελπινίκη.
«Δικό σου είναι και αυτό;» Τη ρώτησε με έκπληξη γιατί γνώριζε πολύ καλά ότι μέχρι χθες είχε ένα γερμανικό σεντάν, για το τζιπ της φιλενάδας ιδέα δεν είχε.
«Ε, για να το οδηγώ, μάλλον δικό μου θα 'ναι. Λες να το έκλεψα;.»
«Μα... Άπλα δεν το είχα ξαναδεί!»
«Το πήραμε από έναν συγγενή του Νεάρχου. Το είχε πάρει στη Γερμανία. Τα φέραμε από εκεί.»
«Καινούργιο; Θα πρέπει να κόστισε μια περιουσία.»
«Όχι, καθόλου! Μεταχειρισμένο. Το πήραμε πολύ πιο φτηνά από την αξία του και μάλιστα με ελάχιστα χιλιόμετρα. Μα με τα ποσά που δώσαμε για λαδώματα, καλύτερα να πληρώναμε τους δασμούς και να ξεμπερδεύαμε»
«Για κοίτα ρε παιδί μου τι μπορεί να σου τύχει αν έχεις γαλαντόμους συγγενείς!»
«Όντως κοπέλα μου! Αυτό είναι σίγουρο. Πολλά μπορεί να σου τύχουν αν έχεις μεγαλόκαρδους συγγενείς.» Της απαντάει μ' έναν παιχνιδιάρικο και χιουμοριστικό τρόπο η Ελπινίκη.
«Το γκάζι θέλει πάτημα και η γκόμενα περπάτημα! Μπράβο Νέαρχε! Την ανεβάζεις σε άλλο επίπεδο τη φιλενάδα.» Σκέφτηκε διακριτικά η Εριφύλη.
Ταυτόχρονα η Ελπινίκη χαιρετά εγκάρδια τον παππού Θρασύβουλο πριν ξεκινήσουν για το εμπορικό κέντρο. Στο δρόμο η Ελπινίκη της μεταφέρει την προτροπή του Νεάρχου. Να βγουν να διασκεδάσουν τα γενέθλια της.
«Μου το τόνισε με την Εριφύλη μόνο… όχι ατασθαλίες. Θα πάρω τηλέφωνο το Νικηφόρο και θα μάθω.» Ο Νικηφόρος είναι συνάδελφος ναυτικός και αυτός και σύζυγος της αξιότιμης κυρίας Εριφύλης.
«Αχ βρε Ελπινίκη! Πόσο εύκολα τα τρως αυτά τα αυθεντικά και λιμανίσια.» Της λέει η Εριφύλη χαμογελώντας πονηρά. «Νομίζω ότι ήθελε τις δίκες του ατασθαλίες να σου κρύψει. 
Να σαν να τον βλέπω τον δικό σου σε χλιδάτη σουίτα σχεδιασμένη και φτιαγμένη κατάλληλα για δημιουργία ονειρικών περιπτύξεων, αναμένοντας επί της αμαρτωλής κλίνης σε κατάσταση στύσης μια μικρή κινεζούλα ένα γκομενάκι πρόσχαρο, με απαλά και ντελικάτα άκρα, με φιλντισένια επιδερμίδα με ανταύγειες ροδοπέταλου και με ηδονιστικό χαμόγελο που του λέει ότι τον αγαπάει και του κάνει γούτσου-γούτσου. Και της λέει όλη την ώρα κι αυτός ότι την αγαπάει, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι έτσι. Απλώς ικανοποιεί την χρόνια έξη του στην ασιατική λαγνεία.»
Η Ελπινίκη την κοιτούσε δύσπιστα, δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που άκουγε με τ' αυτιά της.
«Ηρέμησε μωρό μου. Δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου.» Της τονίζει η Εριφύλη.
«Και μην έχεις αυταπάτες. Στην αρχή είσαι η καύλα τους, μετά το μωρό τους, μετά η γυναίκα της ζωής τους και στο τέλος τι θα φάμε πάλι σήμερα.»
«Εριφύλη! Καλά, άσε τις αμπελοφιλοσοφίες για αργότερα. Τώρα πάμε να γιορτάσουμε γι' αυτό μην γκρινιάζεις.»
Ρε, φιλενάδα!… ένα απόγευμα τα δυο μας είπαμε να περάσουμε και να χαλαρώσουμε που το βλέπεις ότι γκρινιάζω. Και δεν το ξέχασα ότι γιορτάζεις. Με όλη την αγάπη μου λοιπόν, φιλιά πολλά και σου εύχομαι τα φετινά γενέθλια σου να είναι απ' τα καλύτερα. Με τις θερμότερες ευχές μου να τα εκατοστίσεις και του χρόνου να 'ναι μαζί σου και ο Νέαρχος. Μα σήμερα τέτοια μέρα μονάζουσες! Σαν καλαμιές στον κάμπο; 
Ψύχη εμείς δεν έχουμε;. Τα μουνάκια μας αν και φλογισμένα σαν τα ρόδα, νιώθουν παραμελημένα, απότιστα και αράχνιασαν. Δεν θέλουν κι αυτά την περιποίηση τους. Σκάλισμα πότισμα να συνέλθουν. Αφού μας δίνουν την αδεία να την δώσουν πλήρη και ειδικού σκοπού. Να μας κάνουν ένα εκκεντρικό δώρο για τα φετινά γενέθλιά σου! Δεν δικαιούμαστε μια μικρή παρεκτροπή στη φιλήσυχη ζωή μας τώρα που η αδρεναλίνη μας έχει ήδη αρχίσει να εκτοξεύεται στα ύψη, να βρούμε δυο αρσενικά βαρβάτα με εχεμύθεια και γοητεία και με τα απαραίτητα προσόντα, να τα κεράσουμε ποτά, τα σφηνάκια να ρέουν να γίνει κέφι, μέσα σε κλίμα αρκετά ερωτικό και είναι λογικό στο τέλος με τέτοιες παρουσίες διπλά τους θελκτικές, ελκυστικές,  με τα θέλγητρα του Κυρίου, θα καυλώνουν για μας αφάνταστα και πολύ θα ήθελαν να συνάψουν ερωτική σχέση μαζί μας. Αυτό δεν είναι που ζητάμε κι εμείς; 
Μια σύντομη, εφήμερη περιπέτεια, ίσα για να νιώσουμε ζωντανές, για να πιστέψουμε πως ο εαυτός μας ανήκει και μπορούμε να τον διαθέσουμε όπου και όπως θέλουμε; Για να ξεφύγουμε για λίγο από τη ρουτίνα του γάμου μας και την ανία της ζωής μας;. 
Πως το λένε λαϊκά «χρυσή μου» που δεν ορίζεται από ένα ροζ πρίσμα ωραιοποίησης! Όπως σφόδρα θα ήθελαν να μας γαμήσουν!! Εεε! Το λέω σωστά; Αυτό δεν είναι που ζητάμε κι εμείς;  Έναν ξεχωριστό άντρα, με σεξουαλικές ικανότητες και όρεξη για σεξ  ανεξάντλητη.
Το ξέρω! Δεν αμφιβάλλω διόλου ότι εσύ είσαι πολύ διστακτική να ξεκινήσεις σχέση εκτός γάμου το σκέπτεσαι, δυσκολεύεσαι, αν δεν το σκέφτεσαι αρνητικά.
«Μα εμείς από καλή οικογένεια, μεγαλωμένες με αρχές, και σαν καλές κοπέλες, που δεν ξεφεύγουν από τα τετριμμένα και τα κλισέ της εποχής δεν είναι πρέπον να τους καθίσουμε, διότι η δημιουργία σχέσης έξω από το γάμο θεωρείται κοινωνικά και ηθικά λάθος. Η ζωή είναι μικρή Ελπινίκη το μυαλό μπορεί να αντιστέκεται μα έχουμε κι ένα κορμί που απελπισμένα ζητάει και οι άνδρες μας λείπουν, καιρός δεν είναι να κάνουμε και εμείς μια παράνομη σχέση να ικανοποιήσουμε τη φλόγα στο κορμί μας. Έχω άδικο; Πες μου σε παρακαλώ έχω άδικο;» Την Ρωτά η Εριφύλη.
«Μωρή φιλενάδα γι αυτό φόρεσες αυτό το καημένο το φόρεμα; Πως να κρύψει τα κάλλη σου; Έτσι και ξεκουμπώσεις ένα κουμπί πάνω και ένα κουμπί κάτω έτοιμη είσαι για κανονική μπουρδελότσαρκα. Στη Φυλής πρέπει να πάμε για ψώνια τότε και όχι στο εμπορικό κέντρο..»
«Εσύ τι λες να μην τα ξεκουμπώσω; Θα 'ναι κομμάτι τολμηρό; Και εγώ λες να δείχνω κοινώς ξέκωλο;»
«Η μαμά μου έλεγε «η γυναίκα η αρχοντική και ένα σακί να της ρίξεις πάνω θα λάμψει.» Φόρας και αυτό το φόρεμα. Αν κρίνω από τα επιδοκιμαστικά σχόλια που ακούς συνήθως, αναρωτιέμαι πόσους άνδρες έχεις να κάνεις ηφαίστειο σήμερα!».
«Τι ηφαίστειο μου λες αγάπη μου που αυτή την εποχή έχουμε καταντήσει γεροντοκόρες. Γι αυτό λέω να βρούμε κανένα άνδρα να μας βατέψει μπας και ξαραχνιάσει το μουνί μας. Να ξαναμπεί ο ήλιος και η αύρα στα σκέλια μας.!»
Η Ελπινίκη ανοιγοκλείνει το στόμα από έκπληξη. 
Κι η Εριφύλη απτόητη συνεχίζει να λέει και δεν εξαντλείται η φαντασία της.
Η Κίνηση στους δρόμους της πόλις ήταν και πάλι αφόρητη. Χιλιόμετρα ουράς αυτοκινήτων να κινούνται αργά και νωχελικά σήμερα λες και είχαν βαλθεί όλοι να δημιουργήσουν καθυστέρηση. Η Εριφύλη ρίχνοντας το αντίστοιχα γεμάτο ενδιαφέρον βλέμμα της ρωτά την Ελπινίκη.
«Να σε ρωτήσω ρε φιλενάδα! Δεν μου λες με αυτόν τον «ηλίθιο» το δάσκαλο στο σχολείο των παιδιών σου, που μου έλεγες ότι σου την έπεφτε και στα ρίχνει χωρίς προσχήματα το τελευταίο καιρό πως τα καταφέρνεις.»....
«Πως και τον θυμήθηκες; Είναι ένας βλάκας παντρεμένος με παιδί που θεωρεί τον εαυτό του μεγάλο εραστή.  Μα ψιθυρίζεται στο σχολείο πως και η σχέση του αυτή με την γυναίκα του είναι τελειωμένη. 
Τα γελάκια του και τα δήθεν αθώα πειράγματα του αρχικά δεν ήταν αισθητά. Έτσι δεν μπορούσα να κατανοήσω αν όντως με φλερτάρει η απλώς είναι το ενδιαφέρον του σχολικού δάσκαλου που θέλει να βοηθήσει τα παιδιά μου που πηγαίνουν στο σχολείο του. Και να σου πω την αλήθεια μου, το εκτιμούσα πολύ το ενδιαφέρον του για τα παιδιά και με ευχαριστούσε. Όλα άλλαξαν όταν άρχισε να με πλησιάζει με άλλον τρόπο και να απαιτεί πολύ περισσότερα πράγματα από εμένα.  Τελικά αποδείχθηκε ότι, ο απώτερος σκοπός του ήταν να γίνει εραστής μου γιατί το ενδιαφέρον του εξελίχθηκε να μου την πέσει ερωτικά μα και το πέσιμο του ήταν άγαρμπο και η παρενόχληση του άρχισε να γίνεται με ανεπιθύμητες και δυσάρεστες σεξουαλικές κρούσεις. Σου λέει γυναίκα ναυτικού η νεαρή κυρία στην πιο ενεργή σεξουαλικά ηλικία, της λείπει ο άνδρας, έχει να κάνει σεξ μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι αγάμητη πολύ καιρό, είμαι σίγουρη ότι πίστευε πως αυτό με κάνει εύκολη σε ερωτικές περιπέτειες και ερωτική συνεύρεση, χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις. Αυτό το εύκολη είναι που μου την δίνει και δεν ήθελα και πολύ να του φέρω καμιά τσάντα των παιδιών στο κεφάλι. Το κατάλαβε ότι υπάρχει πολύ μεγάλος και αδιαπέραστος φράκτης και συμμαζεύτηκε! Κατά βάθος τον λυπάμαι.»
«Δεν βλέπω γιατί να τον λυπάσαι. Πρέπει να πω ότι δεν συμφωνώ μαζί σου καθόλου και δεν βλέπω γιατί πρέπει να λυπάσαι τέτοιους πολύ γελοίους τύπους.»
«Μωρέ ένα δίκιο το έχεις. Μου προκαλούσε προσβολή και δυσφορία. Μα ευτυχώς μαζεύτηκε και έτσι τελείωσε χωρίς παρενέργειες το ανεπιθύμητο φλερτάρισμα του. Αλλά φιλενάδα, εδώ που τα λέμε μπορεί οι περισσότεροι να μην το λένε ανοιχτά λόγω ευγένειας, αλλά η αλήθεια είναι ότι ο κοινωνικός περίγυρος μας αυτό έχει στο μυαλό του ότι σα  γυναίκες  ναυτικών δεν έχουμε μια ικανοποιητική σεξουαλική ζωή, λόγω της απουσίας των ανδρών μας για μεγάλο χρονικό διάστημα και και εμείς αναζητούμε έναν τρόπο να αποδράσουμε από τη μοναξιά μας αναζητώντας ερωτική ικανοποίηση σε άλλη ανδρική αγκαλιά.
Να σου πω και το τελευταίο ανέκδοτο που κυκλοφορεί για τις γυναίκες των ναυτικών στην ενορία μας του Αγίου Φανουρίου.
Ήταν μία γυναίκα που ο άνδρας της ήταν ναυτικός και τον κεράτωνε με όλους. Έλειπε, λοιπόν, ο άνδρας της σε ταξίδι, χτυπάει η πόρτα, ανοίγει η γυναίκα, ήταν ο γείτονας με κάτι σοκολατάκια. Πηγαίνουν στο κρεβάτι, αλλά μετά από λίγο ξαναχτυπάει η πόρτα.
«Γρήγορα κρύψου, ο άνδρας μου,» λέει η γυναίκα. «Στην ντουλάπα, στην ντουλάπα!»
Ανοίγει την πόρτα και βλέπει έναν άλλο γείτονα με ένα μπουκέτο λουλούδια. Τον παίρνει στο δωμάτιο και κάνουν σεξ. Χτυπάει ξανά το κουδούνι.
«Γρήγορα κρύψου, ο άνδρας μου! Κάτω από το κρεβάτι!» Ανοίγει την πόρτα, και βλέπει έναν παλιό γκόμενο που δεν της είχε φέρει τίποτε. Πηγαίνουν στην κρεβατοκάμαρα και αρχίζουν πάλι το σεξ. Ξαναχτυπάει το κουδούνι.
«Γρήγορα κρύψου, θα είναι ο άνδρας μου,» λέει η γυναίκα. «Στο μπαλκόνι, στο μπαλκόνι!»
Ανοίγει την πόρτα και βλέπει τον άνδρα της. Τον παίρνει και πηγαίνουν στην κρεβατοκάμαρα και αρχίζουν τα προκαταρκτικά. Μετά από λίγο η γυναίκα σκέφτεται πώς να βγάλει έξω τους γκόμενους.
«Αγάπη μου, τόσο καιρό έλειπες, και ούτε ένα κουτί σοκολατάκια δεν μου έφερες.» Σηκώνεται ο άνδρας και λέει: «Έχεις δίκιο... Αχ... Άγιε Φανούριε, φανέρωσε μου ένα κουτί σοκολατάκια.»
Τότε βγαίνει ο γκόμενος από την ντουλάπα: «Εκ μέρους του Αγίου Φανουρίου, τα σοκολατάκια που ζητήσατε.» Τα δίνει και φεύγει. Κόκκαλο ο σύζυγος!
«Αγάπη μου, λέει πάλι η γυναίκα. Τόσο καιρό έλειπες και ούτε ένα μπουκέτο λουλούδια δεν μου έφερες.» Σηκώνεται ο άνδρας και λέει:
«Άγιε Φανούριε, φανέρωσε μου ένα μπουκέτο λουλούδια!»
Βγαίνει ο γκόμενος κάτω από το κρεβάτι και λέει:«Εκ μέρους του Αγίου Φανουρίου, τα λουλούδια που ζητήσατε.» Τα δίνει και φεύγει. Ξαναμένει άγαλμα ο σύζυγος.
Ο τρίτος δεν αντέχει, έχει παγώσει από το κρύο στο μπαλκόνι και αποφασίζει να μπει στο δωμάτιο:
«Συγγνώμη... Εκ μέρους του Αγίου Φανουρίου έρχομαι. Επειδή κλείνουμε στις 19:00, μήπως θέλετε τίποτε άλλο;»
«Κακίες! Ιστορίες που βασίζονται σε ζηλοφθονία είναι αυτές!» αντιδρά η Εριφύλη. 
« Εσύ για πες μου;» Ρωτά η Ελπινίκη
«Τι Εγώ; Τι θέλεις να σου πω;» (Σαστισμένη! η Εριφύλη)
«Έλα τώρα. Για πες μου εσύ πώς τα καταφέρνεις με τον γείτονα σου τον ταξιτζή που το γνωρίζουν και τα πεζοδρόμια ότι το παίζει γκόμενος. Μην μου πεις ότι δεν στα ‘χει ρίξει..»
«Ααα λες γι' αυτόν τον Λιγούρη; Αυτός φιλενάδα το μάτι του διαθέτει ραντάρ, το οποίο πιάνει ό,τι σε θηλυκό κινείται εντός του οπτικού του πεδίου. Φλερτάρει απροκάλυπτα και ρίχνει δίχτυα ακόμη και σε φωτογραφίες που απεικονίζουν γυναικεία κάλλη. Αυτός πιστεύει ότι όλες γυναίκες γράφουν «γάμησε με» στο κούτελο και στο δικό του έχει πάρει ανεξίτηλο μαρκαδόρο και έχει γράψει «θέλω να σε πηδήξω.»
 Τώρα είναι σοβαρός λόγος να συζητάμε για έναν τέτοιο «γλίτσα» Όλα έχουν ένα κάποιο μέτρο.»
«Δηλαδή θες να πιστέψω ότι δεν στα έχει ρίξει κανένας. Δηλαδή για σένα δεν ισχύει ότι είσαι γυναίκα ναυτικού και το κέρατο οι γυναίκες των ναυτικών το’χουν για σπορ! Και στ΄ αλήθεια πιστεύεις ότι το «γάμησε με» στο κούτελο σβήστηκε ρε γαμώτο και σε προσεγγίζουν πάντα φιλικά και όχι γκομενικά γιατί πιστεύουν ότι στο σινάφι μας  κέρατο πάει σύννεφο;»
«Ο Άνδρας ο σωστός αγάπη μου, είναι αθόρυβος. Μέσα από το χαμογελαστό πρόσωπο και την ευγενική ομιλία του, αναδύεται ένα πλάσμα με μάτια γεμάτα ενδιαφέρον να λέει : «Πως ήταν η μέρα σου;» Όχι όμως με τρόπο που θα καρφωθεί. Με τρόπο αγνό και έξυπνο χτίζει ύπουλα μια μυστική υπόγεια σχέση οικειότητας. Κερδίζει έδαφος σιγά σιγά. Με εχεμύθεια, σοβαρότητα που ξέρει τι θέλει μια γυναίκα παντρεμένη,  αλλά συνήθως μόνη που στερείται το σεξ  και αυτός χαλαρός κι ακομπλεξάριστος, ξέρει να ελίσσεται ανάλογα με τις περιστάσεις ώστε να σε κάνει να νιώσεις άνετα και πως μαζί του δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα. Δε θα σου πει «εμπιστεύσου με», άλλωστε το έχεις ακούσει τόσες φορές που δε θα είχε καμία αξία. Θα σου δείξει όμως με τη συμπεριφορά και τις πράξεις του πως είναι άξιος εμπιστοσύνης. Τα λέω σωστά;» Της λέει σκασμένη στα γέλια η Εριφύλη σαν τσίχλα που κελαηδούσε στ’ αμπέλια. 
«Φιλενάδα πέτυχες ένα τέτοιο κελεπούρι, με τέτοια αμέτρητα χαρίσματα και τον άφησες να τον χαίρεται άλλη; Είσαι με τα σωστά σου;» κακάρισε σαν κότα η Ελπινίκη. 
«Ε, πια εσύ με τις ερωτήσεις. Δεν θεωρώ απαραίτητη μια ανδρική παρουσία στη ζωή μου όταν απουσιάζει ο κούκλος μου.»
«Έλα τώρα δεν είναι ανάγκη να κρύβεσαι και από εμένα!» Της λέει γελώντας η Ελπινίκη.
«Εγώ θυμάμαι τον περασμένο μήνα που πήγαμε κολυμβητήριο να προσκομίσουμε τα’ απαραίτητα ιατρικά χαρτιά υγείας των μικρών παιδιών μας. 
Φορούσες στενό παντελόνι που αναδείκνυε τον στρογγυλό πισινό σου και τα στήθια σου φούσκωναν μέσα από το ανοιχτό ντεκολτέ σου και άφηναν σε κοινή θέα τη βυζοχαράδρα σου. 
Ο αθλητίατρος που ήταν όντως ένας κούκλος σε κοίταζε και σε εξερευνούσε προσεκτικά με κάποιο θαυμασμό, και εντυπωσιασμένος. Ε λοιπόν απ’ αυτά που έβλεπε δεν άργησε στο καβάλο στο παντελόνι του το ορθωμένο μέλος του να διαγράφεται ξεκάθαρα από μέσα, έτοιμο να σκίσει το καβάλο και να πεταχτεί έξω, εξ αιτίας σου. Η στύση του ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή.»
«Τι θες και το σκαλίζεις το θέμα; Αφού δεν είχε το θάρρος να με καλέσει στο γραφείο του για να το συζητήσουμε το πρόβλημα του, τι το συζητάμε τώρα που πέρασε.»
«Μάλλον δεν ήταν η τυχερή σου μέρα αγάπη μου.  Ειδικά οι δουλειές αυτές θέλουν διακριτικότητα τακτ και υπομονή αγάπη μου.»»
«Έχεις δίκιο Ελπινίκη μου, αλλά άμα είσαι γκαντέμης... Σ’ αφήνει η ζωή να σηκώσεις κεφάλι; Όχι ! Γι αυτό σου λέω άστο να πάει να γαμηθεί. Πότε ήμουν τυχερή εγώ ρε γαμώτο!;» 
«Όχι, άστο να πάει! Όχι, δα! Τα ήθελε κι εσένα ο κώλος σου. Το κατάλαβα ότι με την άκρη του ματιού είχες καρφωθεί μ' ευχαρίστηση στη θέα με τις «φουσκοθαλασσιές» ανάμεσα στα πόδια του. 
Κάποια στιγμή μάλιστα, σου έπεσαν τα κλειδιά που έπαιζες στα δάχτυλα σου, έσκυψες τουρλώνοντας τον υπέροχο καυτό και σέξι πισινό σου εκεί μπροστά του με τέχνη για να τα πιάσεις προβάλλοντας σε εκείνον την ωραιότατη όψιν των οπισθίων προτερημάτων σου. Τον τύφλωσες!
Και καλώντας τον ερωτικά με το κορμί σου τα μαζεύεις αργά νωχελικά, και δήθεν διακριτικά ώστε να έχει το χρόνο να απολαύσει το θέαμα, τα έβαλες στην τσάντα σου. Όπως καταλαβαίνεις ο αθλητίατρος έπαθε σοκ, τα έχασε εντελώς, σε κοίταγε αποσβολωμένος. Τα δε βυζιά έτσι σκυμμένη είχαν σχεδόν ξεχυθεί έξω από το ντεκολτέ σου! Απορώ πως μπόρεσε να ελέγξει τον εαυτό του.»
«Με παίζει το πουτανάκι» Θα σκέφτηκε.
«Γιατί κι εγώ, τι νομίζεις; Δεν έγινε μούσκεμα το μουνί μου;»
«Τώρα που το σκέφτομαι, δεν αντέδρασες επειδή περίμενες να δεις πώς θα εξελισσόταν η κατάσταση έτσι που τον είχες καυλώσει. Αυτό σκέφτηκες, έτσι δεν είναι, «πουτανάκι;» που συνέχιζες να παίζεις θέατρο μέχρι να τον ξεσηκώσεις;»
«Φιλενάδα βρίσκεις πως έχω ταλέντο δηλαδή ακόμη και ντυμένη να προκαλώ και να καυλώνω τους άντρες;»
«Έχεις γενικότερα ταλέντα. Το αναγνωρίζω. Έχεις αυτό το κάτι που κάνει τους άντρες να σε προσέξουν. Καιρός λοιπόν να αποκαλύψεις τα ταλέντα και τις κρυμμένες σου δεξιότητες που έχεις. Και καλά θα κάνεις να μην διστάζεις να δείχνεις τα πλούσια ελέη του κορμιού σου. Πρέπει να μην είσαι μαγκωμένη, να δείχνεις άνετη.»
«Πόσο άνετη να δείχνω πια; !.»
«Να νιώθεις άνεση με το σώμα σου και να σου αρέσει να το δείχνεις.»
«Δηλαδή συμφωνείς! Να τα ξεκουμπώσω τα κουμπιά;»
«Εριφύλη, συμμαζέψου. Δεν είπαμε ν' ανοίξουμε το μαγαζί στο κοινό.»
Αφήνοντας το όχημα στο πάρκινγκ του εμπορικού κέντρου οι δυο όμορφες κυρίες χαλαρές σαν έφηβες πιάστηκαν αγκαζέ και ιδιαίτερα χαμογελαστές και ευδιάθετες περπάτησαν στους χώρους του εμπορικού κέντρου και απόλαυσαν τον περίπατό τους χαζεύοντας στις βιτρίνες και την βόλτα τους στα μαγαζιά.  Τελειώνοντας τα απαραίτητα ψώνια τους κάθισαν να απολαύσουν ένα όμορφο μεσημεριανό γεύμα, μετά τη κοπιαστική βόλτα τους σ’ ένα εξαιρετικά δημοφιλές μπαρ εστιατόριο, ειδικότερα δημοφιλές σε νέους ανθρώπους. Η ατμόσφαιρα ήσυχη και λόγο ότι ήδη είναι προχωρημένη απογευματινή ώρα υπάρχουν λιγοστοί πελάτες στο κατάστημα.
Το ρεστοράν ήταν σχεδόν άδειο, αν εξαιρούσε κανείς τρία-τέσσερα ζευγάρια που κάθονταν στη μπροστινή σάλα του μαγαζιού, οπότε δεν δυσκολεύθηκαν να βρουν τραπέζι. Κάθισαν σε μια ήσυχη γωνία στο βάθος του εστιατορίου ήταν μόνες τους, δεν υπήρχαν πελάτες τριγύρω τους απολαμβάνοντας το γεύμα τους σε στιγμές χαλάρωσης και ιδιωτικότητας. Έχοντας απολαύσει ένα ελαφρύ αλλά πολύ γευστικό γεύμα με ένα εξαίρετο ελαφρό ροζέ κρασί συνοδεία τώρα απολαμβάνουν χαλαρά τη γεύση απ’ ένα δροσιστικό κοκτέιλ. Είχαν χαρούμενη διάθεση, τους λύθηκε η γλώσσα (όχι πως μέχρι τότε ήταν δεμένη) και φλυαρούσαν ακατάπαυστα σαν πρωινές τσίχλες μες σ' ασημένια φυλλώματα.
«Άπαπα! πανάθεμα σε! Τι χουνέρι έκανες στο υπάλληλο εκεί στο κατάστημα με τις γόβες.» Λέει η Ελπινίκη στην Εριφύλη.
«Εγώ! Τι του έκανα;»
«Τι έκανες χρυσή μου η τι έδειξες, όταν δοκίμαζες τις γόβες; Ο υπάλληλος είχε γονατίσει μπροστά σου να σε βοηθήσει και εσύ όταν άνοιξες ελαφρά τα πόδια σου για να έχεις ευκολία στη δοκιμή, χαλαρή και άνετη του δείχνεις ίδια την επίμαχη σκηνή στο «Βασικό ένστικτο». Αυτός παρατηρούσε με λαίμαργο ερωτικό βλέμμα και κόντευε να σκάσει σαν λάστιχο Michelin που πατάει πρόκα στο δρόμο, κάθε φορά που εσύ έκλεινες και άνοιγες τα πόδια σου δοκιμάζοντας τις γόβες. Από σαράντα κύματα τον πέρασες και εξήντα καρδιακές προσβολές έπαθε μέχρι να τελειώσεις τις δοκιμές και να σηκωθείς από το κάθισμα. Τον φουκαρά, τον λυπήθηκα λιγάκι όταν εσύ έφερες τα μάτια σου στο πρόσωπό του, δείχνοντας ότι είχες προσέξει το πού κοίταγε προηγουμένως και το βλέμμα σου είχε εκείνο το πουτανίστικο ύφος του ξέρω ότι με παίρνεις μάτι και γουστάρω.  Με μπαλτά του ‘κοψες την καρδιά.»
«Τουλάχιστον, τις αγόρασα..... οπότε συνδυάσαμε αμφότεροι το τερπνόν μετά του ωφελίμου.» 
Εκείνη την ώρα έκανε την είσοδο στο μπιστρό ο γοητευτικός άνδρας με πολύ στυλ στο εκρηκτικό σεξ απίλ του. Η Ελπινίκη καθώς είχε θέα στην είσοδο τον είδε πρώτη.
«Φιλενάδα έρχεται στο διπλανό τραπέζι! Ακριβώς διπλά σου!.»
Η Εριφύλη μεμιάς  ξαφνιασμένη έστρεψε προς το άλλο μέρος.
«Τι είναι; Έρχεται; Ποιος έρχεται;»  Ρωτάει η Εριφύλη με απορία. Και ξαφνικά βλέπει τον ομορφάντρα απέναντί της.
«Δεν θα το πιστέψεις. Ίδιος μ’ αυτόν τον ηθοποιό που είχε ξεσπάσει ντόρος σχετικά με τα πλούσια ελέη του.» Της ψιθύρισε σκύβοντας κοντά της η Ελπινίκη.
Η Εριφύλη τον παρατηρεί όταν ήταν σχεδόν διπλά της.
«Ρε Ελπινίκη! Φτυστός ίδιος αν λέμε τον ίδιο ηθοποιό. Πως τον έλεγαν να δεις, που έπαιζε σε μια ταινία έναν επιτυχημένο, γοητευτικό τριαντάρη με μια σχεδόν ακόρεστη σεξουαλική όρεξη, όπου εμφανιζόταν και ολόγυμνος.»
«Έχεις δίκιο. Ίδιος αυτός ο εργένης ηθοποιός που δηλώνει ότι αναζήτα να βρει τον έρωτα της ζωής του. Λες και τούτος ο ομορφάντρας να ψάχνει κι αυτός τον έρωτα της ζωής του; Και να 'χει τα ίδια προσόντα; Ξέρεις τι λένε για τον ηθοποιό. Μπορεί να παίξει γκολφ με τα χέρια του δεμένα πίσω από την πλάτη του» Ψιθύρισε το τελευταίο η Ελπινίκη.
«Μωρή φιλενάδα; Πως;!» Ρώτησε η Εριφύλη με απορία.
«Μ' αυτό που του κρέμεται ανάμεσα στα σκέλια!» Εξήγησε σκασμένη στα γέλια η Ελπινίκη.
«Και πώς το έμαθες εσύ;!»
«Θα σου πω!» Της απάντησε, και την κοίταξε με ύφος μυστηριώδες.
«Λοιπόν;»
«Τον είδα γυμνό στο μπάνιο να τη χαϊδεύει κι αυτή μεγάλωνε, μάτια μου.»
«Ανάθεμά σε! Σήμερα δεν παίζεσαι Ελπινίκη! Να 'σαι καλά μ' έκανες και γέλασα!» Και της γέλασε πονηρά η Εριφύλη.
«Του έγινε τόοοση!. Θεέ μου συγχωράμε!» Συνέχισε η Ελπινίκη κι έδειξε με τα χέρια της το μέγεθος.
Ο γοητευτικός άνδρας πέρασε δίπλα τους σε ελάχιστη απόσταση. Τα μάτια της Εριφύλης παρασυρμένη από τη γοητεία της παραστατικής αφήγησης της Ελπινίκης με τα προσόντα του ιδιαίτερα προικισμένου ηθοποιού, ενστικτωδώς στράφηκαν στο καβάλο του άνδρα. Φανταζόταν τη στύση του να φουσκώνει και να γεμίζει το καβάλο του. Ξαφνικό ρίγος διαπέρασε την επιδερμίδα της. Λάγνες επιθυμίες αγκαλιάζουν τις σκέψεις της και πλημμυρίζει τα μέσα της. Ένιωθε να αναψοκοκκινίζει και να πλημμυρίζει χυμούς.
«Τι ηθοποιούς και πράσινα άλογα μου λες ρε φιλενάδα. Αυτός είναι πιο όμορφος από τον Θεό Απόλλωνα που έχουμε στο Μουσείο μας. Τυχερή η κοπέλα που τον αγκαλιάζει.»
Κοίταξαν συνωμοτικά η μία την άλλη, κατόπιν στράφηκαν προς τα διπλανά τραπέζια και τότε διαπίστωσαν πως οι παρέες είχανε φύγει. Ήταν μοναχές τους στην άκρη της παραλληλόγραμμης αίθουσας του καταστήματος.
Ο άνδρας τις είδε! Ένα πλατύ χαμόγελο ευχαρίστησης ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του. Επέλεξε και κάθισε στον γωνιακό καναπέ δίπλα τους. Ήταν το πιο απόμακρο και ήσυχο σημείο του μαγαζιού. Ακριβώς δίπλα και απέναντι από τις δυο μας φίλες. Τόσο η Ελπινίκη όσο και η Εριφύλη τον κοιτούσαν διακριτικά.
Όντως ήταν κούκλος. Κούκλος, όμως. Από αυτούς με τα επιθυμητά χαρακτηριστικά που όλες οι γυναίκες θέλουν. 
Γύρω στα τριάντα του χρόνια με πλούσια ανάκατα μαλλιά μια φιγούρα μοναχικού γοητευτικού τριαντάρη που τραβούσε τα βλέμματα των θηλυκών που προσπερνούσε και μ' ένα γλυκό χαμόγελο που του χαρίζει τη γοητεία εκείνη που δύσκολα μπορεί μία γυναίκα να αντισταθεί.  Με πέντε λέξεις, αρσενικό που δεν περνάει απαρατήρητο και προφανώς, θα είχε πολλές επιτυχίες με τις γυναίκες.
Ακούμπησε απαλά την χρυσό-καστανή ματιά του στις δύο τόσο γοητευτικά λαμπερές γυναικείες σιλουέτες και άφησε τις στιγμές να χαλαρώσουν. Στα χείλη του γεννήθηκε ένα στοχαστικό χαμόγελο. Παρατηρώντας τις το πρόσωπο του ρόδισε και χαμογέλασε. Σκέψεις τον πλημμύρισαν αυθόρμητα. Πραγματοποίησε μια νοητή περιπλάνηση χαρτογραφώντας με ενδιαφέρον τις δυο όμορφες γυναίκες εκεί δίπλα του. Είχε μεγάλη αδυναμία στις όμορφες, προσεγμένες γυναίκες. Θεωρούσε πραγματικό Θηλυκό όποια ήξερε με μαεστρία ν' αναδεικνύει τα δυνατά σημεία που της χάρισε η φύση.
Πρώτα νοερά περιπλανήθηκε στην Ελπινίκη. 
«Αυτή με το σινιέ ταγιέρ. Ομορφιά κλασσική. Απόλυτη κοκέτα  πάντα στην τρίχα. Κομψή γυναίκα που ακόμη και το αιδοίο της  σίγουρα είναι απαλό, όμορφο και περιποιημένο.»
Δεν πρόλαβε να αποσώσει το συλλογισμό του και το βλέμμα του πέφτει γυρνώντας στην Εριφύλη και όταν τα βλέμματα τους συναντήθηκαν ένιωσε εκείνο τον ηλεκτρισμό, αυτό το πρωτόγνωρο συναίσθημα. Ήταν έλξη με την πρώτη ματιά. Kαθώς την κοιτάζει, απολαμβάνει με γρήγορες ματιές τις λεπτές κινήσεις και την αριστοκρατική της φιγούρα, μια κλασική εικόνα κομψοντυμένης ομορφιάς στο ρεστοράν. Tα κατσαρά καστανοκκοκινα μαλλιά της κατεβαίνουν με τέλειο κυματισμό και τονίζουν το σταρένιο της δέρμα, ίδιο με τη χλομάδα των γυναικών της Mεσογείου. Tα τοξωτά φρύδια κι οι μακριές βλεφαρίδες της, μια νυχτερίδα. Tα μάτια της, λαμπυριζουν κάτω απ᾽ τα φρύδια της σαν πολύτιμο πετράδι μέσα σε χρυσό πλαίσιο. Η συμμετρία των χαρακτηριστικών του προσώπου της χαρίζει, χωρίς αμφιβολία, αυτοπεποίθηση! Καλοσχηματισμένη μύτη και χείλη συνθέτουν ένα αρμονικό πρόσωπο, που προσθέτει στο σοβαρό της προφίλ μια πινελιά, μια υποψία για κάτι που μένει ανομολόγητο.
Ήταν η σεξουαλική ένταση που τον απογειώνει. Το σώμα του αυτόματα ποθούσε αυτό που έβλεπε. «Γυναίκα αγριόμουνο» άφησε να φύγει από τα χείλη του ένας άτονος ψίθυρος: «Πολύ όμορφη γυναίκα σαν ατίθασο άτι που ξυπνάει μέσα σου το ζώο. Επίσης, γυναίκα που γουστάρει άγρια κόλπα. Γυναίκα που φέρεται στο σεξ ως αφέντρα» μουρμουρίζει ενώ το ακριβό της άρωμα αναμειγμένο με τη μυρωδιά απ’ το σώμα της τον μεθάει, θα ’θελε να το μαζέψει στην παλάμη του όπως αιωρείται και τον περιβάλλει με τη γοητεία της. Σαν χείμαρρος τον παρέσυρε η σεξουαλική αύρα που ακτινοβολούσε αυτή η γυναίκα. Ένιωσε κύματα καύλας να τον διαπερνούν. Όλα τα κύτταρά του, του έλεγαν ότι αυτή τη γυναίκα επιθυμούν να είναι το άλλο του μισό. 
Η Εριφύλη συνειδητοποίησε ότι ο άντρας που καθόταν απέναντι ακουμπώντας τις παλάμες του διπλωμένες στο τραπέζι είχε ρίξει το βλέμμα του πάνω της. Τα χρυσαφιά του μάτια βυθίστηκαν στα δικά της, αιχμαλωτίζοντας τα για μερικά ατέλειωτα δευτερόλεπτα, κι εκείνη ένιωσε να την αξιολογεί άμεσα και να την κοιτάζει με στιγμιαία περιέργεια. Είχε την άβολη αίσθηση πως αυτός ο άντρας μπορούσε να δει περισσότερα απ’ όσα θα ήθελε η ίδια να δείξει. Έμεινε να τον κοιτάζει σαν χαζή, με την καρδιά να βροντοχτυπάει στο στήθος της, και με μια σκέψη να σκάει σαν βεγγαλικά στο μυαλό της: Θεέ μου, τι άντρας που είναι. Κι ήταν τόσο κοντά της. Ήταν ο πιο επιθυμητός άντρας που είχε ποτέ συναντήσει.
Θυμήθηκε τις ξεχασμένες συμβουλές της γιαγιάς της. Την συμβούλευε πως οι αληθινές γυναίκες πρέπει να είναι εκπληκτικές ηθοποιοί. Από τα χρόνια της πρώιμης εφηβείας τους να κάνουν ώρες πρόβας μπροστά στο ανδρικό κοινό ώστε να εκτοξεύουν την υποκριτική τους. Η γιαγιά της θεωρούσε πάντα τον έρωτα σαν μια Θεατρική σκηνή, όπου οι γυναίκες ζουν την κάθε τους μέρα σαν πρεμιέρα. Γυναίκα είναι εκείνη τη συμβούλευε πως δεν κοιτάζεις ποτέ έναν άγνωστο άνδρα στα μάτια. Αφήνεις να κυλήσει ικανό διάστημα, μέχρις ότου εκείνος προσηλωθεί πάνω σου επίμονα και διεκδικητικά. Επιλέγεις από ένστικτο, τη στιγμή που Θα του ρίξεις μία και μοναδική θανατηφόρα ματιά, λίγο πριν αποχωρήσεις απ' το σκηνικό. Ο άνδρας, έχοντας περάσει τη βασανιστική δοκιμασία της αδιαφορίας, νιώθει το ακαριαίο κοίταγμα σου να καρφώνεται σαν κεντρί στην καρδιά του. Αποχωρώντας αυτοκρατορικά, έχεις ήδη Θέσει τους κανόνες σου. Εσύ βασίλισσα στον Θρόνο, εκείνος πιστός ιππότης αφιερωμένος στη γοητεία σου. Το παιχνίδι συνεχίζεται με απανωτές πολλαπλές δοκιμασίες, μέχρι ν' αποφασίσεις εσύ να δώσεις το οριστικό τέλος.  
Ξεροκατάπιε. Το αίμα κύλησε πιο έντονα στις φλέβες της. Ξαφνικά, μια αίσθηση φόβου την κυρίευσε. Είχε αρχίσει να φοβάται ότι ο άνδρας δεν θα σταματούσε εκεί. Αισθανόταν ευάλωτη και αυτό φαινόταν. Ο άνδρας της χαμογέλασε εγκάρδια με το που κατάλαβε ότι η Εριφύλη αισθανόταν άβολα. Σήκωσε το βλέμμα του αναζητώντας το σερβιτόρο. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν και πάλι και τα μάτια του βυθίζονταν αλύπητα στα βάθη της ψυχής της, και τα έλεγαν όλα! Η Εριφύλη είχε αρχίσει να νοιώθει αυτή την γλυκιά ζέστη να την κυριεύει να την ζαλίζει και να νιώθει μια αμοιβαία σεξουαλική έλξη. Ένιωσε και αυτή κύματα καύλας να την διαπερνούν.
Από εκείνη τη στιγμή, άρχισαν να επικοινωνούν νοερά. Τα νοητά μηνύματα που αντάλλαζαν ήταν ανοιχτό βιβλίο και για τους δύο. Είναι ζωγραφισμένα στα πρόσωπα τους, κάθε στιγμή, κάθε λεπτό! Χωρίς υποθέσεις. Χωρίς αμφιβολίες. Ξεκάθαρα της έλεγαν ότι ήθελε να τη γνωρίσει. Και μαζί με τα μηνύματα, άρχισαν απλόχερα να γεννιούνται, συναισθήματα πρωτόγνωρα και να την «πλημμυρίζουν». Προσπαθούσε να κρατήσει αποστάσεις, καθώς συλλογιζόταν τις συνέπειες. 
Με κάθε λεπτό που περνούσε, οι χτύποι της καρδιάς της επιταχύνονταν. Η ταραχή της φούντωνε, κι άρχισε να νιώθει φριχτά, καθώς ένταση πλημμύρισε ξαφνικά το χώρο, τόσο απτή και χαρακτηριστική, που θα ταν αδύνατο να ξεγελάσει τον οποιονδήποτε: μια τόσο ωμή, απροκάλυπτη και βίαιη σεξουαλικότητα, που η Εριφύλη ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. Σαν ηλεκτρικό ρεύμα τη διαπέρασε το μήνυμα, κι ένιωσε τα γόνατά της να κόβονται.
«Τον θέλω,» σκέφτηκε πανικόβλητη.
Δεν είχε ιδέα πώς της είχε συμβεί αυτό.
«Τον θέλω! Ακόμη ακόμη και όταν σκέφτομαι ότι αυτή την στιγμή, μπορεί και να μην έρθει ποτέ.»
Ασυναίσθητα, το κορμί της έγειρε προς το μέρος του, τα χείλια της μισάνοιξαν, η επιδερμίδα της ρίγησε σαν να τη φυσούσε δυνατός αέρας. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια, κοντανασαίνοντας.
Να τη πάλι αυτή η αίσθηση φόβου ζωγραφισμένη στο πρόσωπο να την κυριεύει. Το ερωτικό παιγνίδι τους και η συνειδητοποίηση των πραγματικών συναισθημάτων της αποκαλύπτει καλά κρυμμένες πτυχές του εσωτερικού της κόσμου την τρομάζουν... και την κάνουν να τρέμει σαν παρθένα νύφη. Άρχισε να παρουσιάζει σημάδια υπέρ-διέγερσης και να αισθάνεται πολύ άβολα. Είναι παντρεμένη μ' έναν όμορφο και ευγενικό σύντροφο, κι όμως παρασύρεται από μια σεξουαλική έλξη προς αυτόν τον άγνωστο άνδρα και η έλξη αυτή μπορεί να την οδηγήσει στην προσωπική της δυστυχία.
Αποφάσισε ότι έπρεπε ν’ αντισταθεί, έπρεπε ν’ αντισταθεί τώρα και να απομακρυνθεί. Ένα λεπτό ακόμα μαζί του, και το κακό θα γινόταν, αναπόφευκτα και αμετάκλητα. Επιστράτευσε όλη της τη θέληση για να τραβήξει τα μάτια της απ’ τα δικά του, της ξέφυγε ένας βαθύς στεναγμός, σαν να συνερχόταν μόλις από ένα όνειρο.  
Λέει στην Ελπινίκη ότι νοιώθει την ανάγκη να φρεσκαριστεί. Σηκώθηκε όρθια. Για μια στιγμή ένιωσε να φεύγει η γη κάτω από τα πόδια της και προσπάθησε για να σταθεί όρθια. Τα νύχια της χώθηκαν στις παλάμες της, στην προσπάθειά της να ισορροπήσει. Η καρδιά της χτυπούσε ακανόνιστα, και το κορμί της αδημονούσε για να βρεθεί πλάι στο δικό του έστω για μια στιγμή.
«Θεέ μου», έκανε ο Εριφύλη, ξεροκαταπίνοντας.
Μια ανεξέλεγκτη φουρτούνα είχε ξεσηκωθεί μέσα της, και δεν είχε ιδέα πώς θα τα κατάφερνε να τη συγκρατήσει.
Πάγωσε, δεν ήθελε να δείξει τι πραγματικά ένιωθε. Ήπιε μια βιαστική γουλιά απ' το ποτό της Φύλαξε το πορτοφόλι της στην τσάντα της κι έβγαλε το κινητό της, πιέζοντας νευρικά τα πλήκτρα. Η απόσταση δεν του επέτρεπε του άνδρα ν' ακούσει τη φωνή της, αν και Θα το ήθελε πολύ για να συμπληρώσει τη μαγική εικόνα της. Κλείνοντας το τηλέφωνό της σηκώθηκε κάνοντας νόημα στην Ελπινίκη να πληρώσει. Ο Άνδρας κοιτάζοντάς την όρθια, κύκλωσε νοητά το κορμί της και θαύμασε τις ιδανικές της αναλογίες που ταυτίζονταν μοναδικά με τα πρότυπα της αισθητικής του.
Τον κοίταξε. Το πρόσωπο της συσπάστηκε, κάτι σαν χαμόγελο, μάλλον χαμόγελο ήταν. Ναι! Του χαμογέλασε! Χλεύασε τον εαυτό της για αυτού τον τύπο τη συμπεριφορά. Ίσιωσε την πλάτη της και έφυγε, έτρεξε μακριά  πριν καν ξεκινήσει κάτι.
Βλέποντάς την έτοιμη να φύγει, σκέφτηκε να σηκωθεί να της μιλήσει πριν εξατμιστεί, ξέροντας εξαρχής πως οι πιθανότητες ήταν εναντίον του. Αμφιταλαντεύτηκε για μερικά δεύτερα χρόνος ικανός για να χαθεί εκείνη με μερικά βήματα στο πλήθος. Απογοητευμένος από τα μουδιασμένα του αντανακλαστικά, μισόκλεισε τα μάτια κι αναστέναξε ζαλισμένος από το ονειρικό του ταξίδι.
«Πάει, χάθηκε η πριγκίπισσα! Μια τέτοια γυναίκα θέλω δώρο για τα γενέθλιά μου, βάλε θεούλη το χέρι», μουρμούρισε με παράπονο.  Έτρεξε μακριά πριν την αγγίξει με τις παλάμες του καν. Μόνο τα μάτια του την άγγιξαν, την έψαξαν, την αναγνώρισαν, την ξεγύμνωσαν.
Η αντίδρασή της τους έχει αφήσει με το στόμα ανοιχτό! Η Ελπινίκη μπορούσε να καταλάβει το γιατί, αλλά και πάλι ήταν μεγάλη η έκπληξη της. Την φιλενάδα της την ήξερε για δυναμική γυναίκα που μπορεί να αντεπεξέλθει σε δύσκολες καταστάσεις και αντιμετώπιζε αυτά τα θέματα με αυτοκυριαρχία. Δεν είχε ανάγκη από δεκανίκια για να νιώθει δυνατή και να αισθάνεται ικανή! Διέθετε δυναμισμό και θηλυκότητα που ήταν το κομμάτι της γυναικείας της φύσης.
Βλέποντας ο άνδρας την Εριφύλη να φεύγει σαν κυνηγημένη και την Ελπινίκη να μένει μονάχη σχεδόν δίπλα του δεν έχασε χρόνο.
Μετακινήθηκε με εύσημο τρόπο στο τραπέζι του ώστε να βρεθεί πιο κοντά της και την παρακάλεσε να του δανείσει την αλατιέρα από το τραπέζι τους, διότι η δική του ήταν προβληματική.
«Ευχαριστώ! Την ωραία και θελκτικότατη κυρία!» Της λέει με άκρατο θαυμασμό. Η φωνή του έσταζε μέλι και δροσιά.
«Ω, είμαι βεβαία ότι τα ίδια λέτε σε όλες τις γυναίκες που τυγχάνουν της αρεσκείας σας.» Του απήντησε χαμογελώντας η Ελπινίκη.
«Μόνον στις  πολύ όμορφες κυρία μου όπως εσείς.»  Της απαντά χαμογελώντας ευχάριστα ο άνδρας.
Η Ελπινίκη γέλασε με  ικανοποίηση από την φιλοφρόνηση και ως συμβαίνει συχνά εις τις περιπτώσεις αυτές, έμειναν και οι δυο μ ένα χαμόγελο στα χείλη και έπιασαν την κουβέντα.
«Αδάμας Αδαμαντίου». Συστήθηκε
«Ελπινίκη Ζαχαροπούλου»
«Δυο καλλονές όπως εσείς και η φίλη σας που το 'σκασε. Πως και ασυνόδευτες;»
«Πόσο συχνά λέτε τέτοια ψέματα; Για το καλλονές.».
Ο Αδάμας δεν προσεβλήθη ούτε και απογοητεύθηκε. «Μα γιατί; διαμαρτυρήθηκε. Την καθαρά αλήθεια λέγω.»
«Είσθε ένας εσείς!» Του απήντησε χαμογελώντας η Ελπινίκη.
«Αν μια γυναίκα είναι μοναχή, εμείς, όλοι οι άντρες, φταίμε. Όλοι θα ’χουμε στην κρίση του Θεού, να δώσουμε λόγο.»
«Εμείς οι γυναίκες τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό;.» Ρωτά δήθεν με απορία η Ελπινίκη.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Αδάμας δεν λέει να συνέλθει από την ανεξέλεγκτη σεξουαλική έλξη που του είχε προκαλέσει η κορμοστασιά της άκρως φιλήδονης Εριφύλης. Την είχε κοιτάξει, και κάτι είχε συμβεί βαθιά μέσα του, κάποιο φράγμα είχε σπάσει, κι ένα τρομαχτικό βουνό πόθου έσκασε θαρρείς στα σωθικά του, ελευθερώνοντας ένα ηφαίστειο επιθυμίας. Όχι οποιασδήποτε επιθυμίας, αλλά αυτό το υπέροχο, ζεστό και μυρωδάτο σώμα, αυτό το συγκεκριμένο πρόσωπο, αυτά τα μάτια κι αυτά τα χείλια, μ’ αυτά τα μαλλιά και μ’ αυτή τη φωνή, και με το δειλό χαμόγελο που ήταν τόσο σπάνιο, και γι’ αυτό ακόμα πιο μαγευτικό. Σαν κεραυνός που χτυπά εν αιθρία έδρασε η μορφή αυτής της γυναίκας επάνω του. Τον κεραυνοβόλησε ξαφνικά και απρόβλεπτα το ερωτικό της βλέμμα!
Ρωτάει χωρίς περιστροφές την Ελπινίκη για την Εριφύλη! Αναζητά να μάθει περισσότερα  για εκείνη, προσπαθεί να μάθει όσες περισσότερες προσωπικές πληροφορίες μπορεί, για αυτή την γυναίκα που του κίνησε το έντονο ενδιαφέρον. Αναρωτιέται προβληματισμένος γιατί έφυγε έτσι απρόσμενα, βιαστικά, σαν κάτι να της συνέβηκε ξαφνικά.! Ελπίζει και ευχόταν ότι και να της είχε συμβεί να μην της ήταν κάτι δυσάρεστο.
Τότε ήταν που κτύπησε και το τηλέφωνο της Ελπινίκης. Η Εριφύλη την πληροφορούσε ότι κατεβαίνει στο παρκινγκ του εμπορικού κέντρου και την περιμένει.
«Εμένα με συγχωρείται!» απολογείται στον άνδρα η Ελπινίκη «Πρέπει να πηγαίνω, έχω ήδη αργήσει.»
«Η φίλη σας ε; Κυρία μου χάρηκα για την γνωριμία. Τα έφερε τώρα τοιουτοτρόπως η τύχη ώστε σήμερα να συναντήσω δυο ωραιότατες και θελκτικότατες γυναίκες. Ελπίζω και εύχομαι σύντομα να ξανασυναντηθούμε τόσο με ‘σας και την με την φιλενάδα σας και να γνωριστούμε καλύτερα.
Όπως γλιστράει με χάρη να σηκωθεί από το κάθισμα της η Ελπινίκη παρασέρνει τις τσάντες με τα ψώνια που σκορπούν στο δάπεδο.
Με αργές κινήσεις σκύβει με δυσκολία να τις μαζέψει. Ο άνδρας χωρίς να χάσει χρόνο σηκώνεται και γρήγορος σαν αίλουρος την πιάνει και την συγκρατεί απ’ τον αγκώνα .
«Ζητώ συγνώμη για ο θάρρος μου αλλά το θεωρώ απαράδεκτο, μια νεαρή κυρία τόσο όμορφη, και τόσο κομψά ντυμένη να γονατίζει με δυσκολία στο δάπεδο και εγώ απλώς να κοιτώ την ταλαιπωρία της. Και δεν θα θέλατε πιστεύω να σας παρουσιαστεί και κάποιο απρόσμενο ατύχημα.»
«Ααα! Εκτός από τζέντλεμαν είσθε πλάνος και κόλακας.» Απάντησε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο η Ελπινίκη.
«Όμως μ' ευχαρίστηση θα σας επιτρέψω να με συνδράμετε να μαζέψουμε τις ατασθαλίες μου. Ειλικρινά δεν έχω λόγια.... Σας Ευχαριστώ πάρα πάρα πάρα πολύ...»
Όπως την κρατούσε απ' το γυμνό της αγκώνα μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου η αφή τους χαίρεται την άλλη σάρκα. Το άγγιγμα τους μιλούσε σιωπηλά, δεν χρειάζεται λέξεις. Κι όλα έλεγαν σιωπηλά ηλεκτρισμένα πως τα σώματα τους μιλούν την αλήθεια ακόμα κι όταν δεν χρησιμοποιούν λέξεις. Μένουν για λίγο σιωπηλοί κι ακίνητοι. Τα χείλη αναστενάζουν.
«Κυρία μου επιτρέψτε μου.» Και γονατίζει αυτός μαζεύοντας τις τσάντες και το περιεχόμενο τους από το δάπεδο.
«Ωωω! και πάλι σας ευχαριστώ. Ειλικρινά λυπούμε που φεύγουμε τόσο απροσδόκητα. Όμως μια φωνή την ακούω πως μου λέει ότι είναι γραπτό μας πολύ σύντομα να τα ξαναπούμε. Σας χαιρετώ και εκ μέρους της φιλενάδας μου. Δεν ξεχνά το χαμόγελο σου. Την σκλάβωσε. Τα φιλιά μου στο γοητευτικό Μπαγάσα, μου είπε να σας μεταφέρω.»
«Αα! Ώστε εγώ είμαι ο Μπαγάσας, τότε η φίλη σας είναι μια πονηρή κατεργάρα. Μετέφερε της ότι λατρεύω τις κατεργάρες γυναίκες. Είναι ανεξάρτητες, πανέξυπνες, και απρόβλεπτες. Πονηρά θηλυκά. Είναι γάτες. »
«Ευχαρίστως θα μεταφέρω το μήνυμά σας! Γιατί να ψάχνεις, όταν ξέρεις τι θα βρεις; Για σας! του λέει με εκείνο το πονηρό βλέμμα που εννοούσε. «Μωρέ τι μας λες. Τι νομίζεις ότι κι εγώ δεν ξέρω να σε τρελάνω με τα κόλπα μου στο κρεβάτι.
«Αμ δεν ξέρεις τι σε περιμένει.» και με ένα σαγηνευτικό περπάτημα πέρασε μπροστά του, τον προσπερνά με βήμα λικνιστό κι μ' αυτό το απαλό κούνημα των γοφών της που κράτησε τα μάτια του κολλημένα πάνω της.
«Τι γυναικά Θεέ μου! Ο Θεός ήξερε καλά τη δουλειά του.»
Η Ελπινίκη το άκουσε το σχόλιο και της προκαλεί ένα εσωτερικό αίσθημα χαράς και ευφορίας. Γύρισε, του χαμογέλασε αυτάρεσκα, και συνέχισε το δρόμο της, κουνώντας τώρα τα καπούλια της πιο ζωηρά.  Αυτά είναι τα κολακευτικά λόγια που κάθε γυναίκα θέλει να της λες ! Αν είχε ουρά θα είχε τρελαθεί στο κούνημα.
Ο Αδάμας την κοίταζε λαίμαργα κι αδιάντροπα, καθώς απομακρυνόταν.
Στη συνέχεια έμεινε σκεφτικός και λίγο μπερδεμένος.
Πιάνει τον εαυτό του να αναρωτιέται για ποια το είπε το σχόλιο. «Εντάξει δε λέω όμορφη κομψή και προκλητική κοκέτα η Ελπινίκη. Άλλα η άλλη; (Εριφύλη έμαθα ότι τη λένε). 
Πω-πω, φίλε. Τι να λέμε. Αγριόμουνο. Φιλήδονη γυναίκα. Τι να σου λέω και σε ποιόν τα λέω, μια φωτιά μ' άναψε και καίω. Γυναίκα να την γαμήσεις και να τρίξει η ραχοκοκαλιά σου!». Η ανάμνηση από υπέροχα, πλούσια στήθη, μια χαίτη από καστανό-κόκκινες μπούκλες κι ένα στόμα πλασμένο για αμαρτίες όντως έφερνε μαζί της και ένα κύμα θλίψης. 
Η άγνωστη ήταν απ' τα ωραιότερα πλάσματα που είχε δει. Ήταν μια μοντέρνα γυναίκα με όλη τη σημασία της λέξης. Ήταν εξαιρετικής ομορφιάς, που την έκανε να ξεχωρίζει ανάμεσα σε πολλές άλλες γυναίκες. Αναρωτιέται αν τώρα βρισκόταν στο κρεβάτι μαζί της, θα αναστάτωνε τις αισθήσεις του όσο καμιά άλλη γυναίκα μέχρι τότε; Ήταν ψηλή και γεμάτη καμπύλες, καμωμένη ακριβώς έτσι όπως του άρεσαν οι γυναίκες, ιδανικό ταίρι του σε ό,τι αφορούσε τις γυναίκες. Δεν του άρεσε να νιώθει ότι μπορεί να συνέθλιβε κάποια μικροκαμωμένη κοπέλα.
Κι είχε ένα χαμόγελο που του έφερνε στον νου αθωότητα και αμαρτία την ίδια στιγμή. Τα μάτια της δήλωναν, «εγώ θα σου πω, μωρό μου, τι θα μου κάνεις, όχι εσύ.»
Η συνάντηση τους ήταν εντελώς τυχαία, θα μπορούσε πολύ εύκολα να μην είχε πραγματοποιηθεί και να μην την είχε αντικρίσει ποτέ.
Αυτός όμως όχι, δεν πιστεύει στο τυχαίο, πιστεύει στο καθορισμένο από τη μοίρα και ναι ήταν γραμμένο να βρεθούν στον ίδιο χώρο εκείνη την ημέρα.
Δεν γνωρίζει πως ένιωσε αυτή και αν της τράβηξε τη προσοχή μόλις τον είδε, το μόνο σίγουρο από τη πλευρά του είναι πως από το πρώτο δευτερόλεπτο που την αντίκρισε γοητεύτηκε από την εξωτερική ομορφιά της. Κατά τη διάρκεια που βρισκόταν στον ίδιο χώρο δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί και να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
Πόσο τυχαίο ήταν να βρεθούν  στο ίδιο μέρος; Τους είχε ενώσει μια τυχαία συγκυρία, που δεν είχε καταλήξει πουθενά.
Είχε αρνηθεί να του πει το όνομά της…
Αρνήθηκε να ακούσει και το δικό του…
Και τα μάτια του ποτέ δεν είχαν δει μάτια σαν και τα δικά της. Μελιά και φωτεινά, ακριβώς πάνω στα όρια του πράσινου. Είχε περάσει πολλή ώρα κοιτάζοντας εκείνα τα μάτια, που τον είχαν σαγηνεύσει, ορθάνοιχτα, φιλικά κι ευχάριστα.
Είχε ξεγλιστρήσει από την θέση της με τα πλούσια υπέροχα μαλλιά της να χαϊδεύουν το πρόσωπο της σε κυματισμούς τον νερού και των σταχυών και έφυγε σαν να την κυνηγούσαν αφήνοντας πίσω την όμορφη φίλη της και έκτοτε δεν ξαναγύρισε. Αυτά ήταν τα μόνα που θυμόταν για εκείνη.  Προσπάθησε να την αποκλείσει απ’ το μυαλό του. Δεν τα κατάφερε.
Θεέ μου!. Έπρεπε να είχε προλάβει να την σταματήσει....
..........Όταν έφτασε η Ελπινίκη στο αυτοκίνητο η Εριφύλη είχε πληρώσει το πάρκινγκ και είχε ήδη καθίσει στη θέση του συνοδηγού. Είχε αυτή τα κλειδιά του αυτοκινήτου στην τσάντα της.
«Τι έγινε;» Με πολύ μεγάλη περιέργεια και ανυπομονησία περίμενε την απάντηση.
«Τι ήθελες να γίνει;»
«Γιατί άργησες;» Τη ρώτησε με έκδηλη αγωνία.
«Με παίδεψε, δεν ήθελε στην αρχή, να μου δώσει το τηλέφωνο του. Τον παρακάλεσα τόσο πολύ τον πρόστυχο πού στο τέλος κατάφερα να του το πάρω.» Απάντησε σκασμένη στα γέλια η Ελπινίκη.
«Γιατί με πειράζεις; Γιατί;»
«Μωρέ φιλενάδα εσύ γιατί εξαφανίστηκες έτσι ξαφνικά και λαχτάρισα.»
«Ε όχι και λαχτάρισες με τέτοια εκλεκτή παρέα. Μάλλον καύλωσες ήθελες να πεις.».
«Όπα νευράκια; Ζήλιες;»
«Ζήλιες; Γιατί;»
«Έλα τ ώρα! Εριφύλη, βγάλ’ το από μέσα σου», την τσίγκλησε η Ελπινίκη ενώ βολευόταν τεμπέλικα στο κάθισμα του οδηγού. «Δεν σε βλέπω, λες, πως το ’χεις στην άκρη της γλώσσας να με ρωτήσεις για το τι συνέβει όταν έφυγες σα σίφουνας.»
Η Εριφύλη ανακατεύει αμήχανα τα μαλλιά της χωρίς να της αποκρίνεται. 
«Γιατί έφυγες έτσι ξαφνικά;!»
«Η αλήθεια είναι ότι φέρθηκα ανόητα. Λησμόνησε το και συγχώρεσε με. Συγνώμη που σ’ έκανα να φύγουμε άρον-άρον..»
«Έλα βρε κουτό. Άκου συγγνώμη. Τι φιλενάδες είμαστε.»
Η Εριφύλη στράφηκε με έξαψη προς το μέρος της Ελπινίκης. «Ε, λοιπόν, αν θες να μάθεις, αυτός ο μπαγάσας που ήλθε διπλά μας φταίει. Αυτός φταίει που μ' έκανε νευρική.»
«Δεν τον λένε Μπαγασα, Αδάμαντα τον λένε», τη διόρθωσε με στόμφο η Ελπινίκη, χαρούμενη που βρήκε ευκαιρία να πάρει το πάνω χέρι για λίγο. «Α-δα-μα-ντα», συλλάβισε. «Δηλαδή! Τι έκανε ο μπαγάσας σου.»
«Ήταν! Να ήταν. Διάβολε πώς να στο πω.» Έκανε τάχα πως αναρωτιόταν μόνη της, αλλά στην πραγματικότητα περίμενε την απάντησή της Ελπινίκης χωρίς να καταδεχτεί να τη ζητήσει ευθέως.
«Καλά μην το λες. Είναι μυστικό, δεν πρέπει να μαθευτεί παραέξω!», έκανε συνωμοτικά η Ελπινίκη. 
Η Εριφύλη στραβομουτσούνιασε για δεύτερη φορά τούτη τη ημέρα.«Ουφ, παράτα με, δεν ξέρω πως να στο πω!»
«Γι’ αυτό σου λέω! Ζωγράφισε το αφού είναι δύσκολο να το πεις. Μην το κουράζεις! Άντε να στο πω εγώ. Κούκλος ήταν! Μια ζωγραφιά  ήταν.»
«Αχ! δε με νιώθεις! Εγώ λέω τον πόνο μου και η φιλενάδα μου με δουλεύει.»
«Ποιον πόνο μου λες. Τίποτα δεν λες. Με το τσιγκέλι προσπαθώ να στα βγάλω.»
«Μιλήσατε;»
«Να που αρχίζεις να έχεις λογοδιάρροια. Κορίτσι μου δεν σε αναγνωρίζω. Γλώσσα δεν βάζεις μέσα σου. Ρε Εριφύλη με δουλεύεις. Μονόπρακτο παίζουμε; Πάμε στο θέμα.»
«Δεν μου απάντησες.»
«Να σου πω τι. Ότι τον Μπαγάσα –όπως τον λες- είχες βαλθεί να τον τρελάνεις.»
«Τι σου είπε;»
«Τι μου είπε; Αυτό δεν υπάρχει. Όλο για σένα ρωτούσε. Νοιαζόταν για σένα. Ήθελε να μάθει τα πάντα.»
«Όταν λες νοιαζόταν. Εννοεί αυτό που εννοείς κι εσύ; Σεξουαλικά;.»
«Όχι εννοώ να παίξετε μπιρίμπα. Ο άνθρωπος σε κοιτούσε και έλιωνε από τις καύλες.»
«Εγώ τι νομίζεις. Μούσκεμα είναι ακόμη το βρακί μου, από τα ερωτικά ερεθίσματα που μου προκαλούσε αυτός ο Μπαγάσας. Δε μπορούσα να το καταλάβω πως μου είχε συμβεί κάτι τέτοιο.»
«Να που μας τα βγάζει σιγά-σιγά. Είναι  βέβαια λίγο ντροπαλό και συνεσταλμένο το κορίτσι μας.  Άλλωστε μικρή πήγαινε και στο Κατηχητικό Σχολείο. Εμ πέστο ντε ότι το μουνί σου είχε πάρει φωτιά.»
«Ναι ήμουν για τα καλά ξαναμμένη. Το μουνί είχε πάρει φωτιά, είχε πρηστεί, και ζητούσε ένα γλειφομούνι για να ‘ρθει στα ίσια του.  Τέτοια φωτιά που αναρωτιέμαι γιατί ο Θεός μας έδωσε γεννητικά όργανα αν ήθελε να σκεφτόμαστε λογικά;»
«Ωραία!  Τι κάνουμε;»
«Πολύ ωραία! Και τώρα τι κάνουμε;;»
«Δεν ξέρω κοπέλα μου! Έχω κλονιστεί και μόνο που το σκέπτομαι να μπω στον πειρασμό και να πω ναι σε κάτι έξω από τη συζυγική μου σχέση.»
«Φιλενάδα ακόμα και εάν έχει ακλόνητη πίστη ένας άνθρωπος στη σχέση του, μπορεί να εμπλακεί στη γοητεία μιας εφήμερης ηδονικής σχέσης.»
«Που σημαίνει Ελπινίκη ότι εάν σκεφτόμουν με την λογική του μουνιού μου, θα τον είχα σχολάσει το γάμο μου από καιρό.»
«Όπερ θα πρέπει να βρούμε τρόπο που να σκεφτόμαστε και με το μυαλό και με το μουνί. Συμφωνείς;»
«Αγάπη μου πότε διαφώνησα εγώ μαζί σου; Να διαφωνήσω και να μαλώσουμε τώρα που έχω καύλες.»
«Αλήθεια είναι! Χαμογέλασε με καύλα και δε θα μαλώσεις ποτέ. Μου το ‘λεγε και μια θεία μου, μια πολύ ωραία και γοητευτική γυναίκα της εποχής»
«Ελπινίκη δεν μου είπες. Τελικά αφέθηκες στα χάδια του «Μπαγάσα μου» ανάμεσα στα πόδια σου όταν έφυγα και σας άφησα τα δυο σας;»
«Ντροπή σου.»
«Μην μου το αρνείσαι. Το είδα καθαρά ότι τον γουστάρεις και συ τον Μπαγάσα. Μη κρύβεσαι και μη προσποιείσαι, δεν τρώω κουτόχορτο.»
«Γιατί καλέ; Για δες κορμί! Ψύχη αυτό δεν έχει; Για δες κορμί! Καύλα να νιώσει και αυτό δεν θέλει;» Και της έδειχνε το κορμί της.
Η Εριφύλη κοιτάζοντας την Ελπινίκη που της έδειχνε με όλο σκέρτσο το κορμί της, ρίχνει ένα χαμόγελο που φώτισε τη καμπίνα του αυτοκινήτου. Η Ελπινίκη την κοιτά με απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο και την ρωτάει τι συμβαίνει.
«Κάτι σκεπτόμουν. Ξέχασε το. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να το πω.  Άστο δεν κάνει.»
Την Ελπινίκη  την «τρώει» η περιέργεια να μάθει τι συμβαίνει. «Τι είναι αυτό που δεν κάνει να μάθω;»
«Δεν ξέρω, γιατί αλλά μου βγάζεις κάτι! Τώρα αυτό πως να σ' το πω! Δυσκολεύομαι να το εκφράσω ανοιχτά .»
«Γιατί δυσκολεύεσαι να το πεις; Ρε Εριφύλη στη φιλενάδα σου δυσκολεύεσαι να μιλήσεις; Δε μπορεί, δεν μιλάς σοβαρά.»
«Αφού επιμένεις θα σου πω μια ιστορία, που σαν την ακούσεις δεν ξέρω αν θα σου αρέσει. Να πως φαντάζομαι ότι λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα που επιμένεις να σου πω.»
....... Η ώρα περασμένη καθώς το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από το σπίτι στα νότια προάστια. Στη διαδρομή δεν είπαν κουβέντα. Εκείνη γύρισε, άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου, έβγαλε το ένα πόδι της σηκώνοντας το λίγο πιο ψηλά με ένα αισθησιακό τρόπο. Βγήκε έξω από το αμάξι προβάλλοντας σε εκείνον όλα της τα κάλλη.
Η γυναίκα ήταν η κυρία με το σινιέ ταγέρ και το μεταξωτό φουλάρι. Αυτός πάρκαρε, και με γοργό βήμα την έφτασε στην είσοδο. 
Ήταν ο Μπαγάσας μου. Την πρόλαβε στην είσοδο.  Έπιασε τα χέρια της, την κόλλησε στον τοίχο. Τη φίλησε πρόστυχα. Ένα κύμα φωτιάς την πλημμύρισε. 
Προχώρησαν και μπήκαν στο ασανσέρ. Εδώ δεν είχαν χρόνο. Κόλλησε πάνω του, έπιασε με το χέρι της τον ερεθισμένο πέος του, τον έσφιξε στα δάχτυλα της. Έφτασαν στον όροφο με ένα παθιασμένο βαθύ φιλί που δεν σταμάτησε. Έσκυψε, έπιασε τη φούστα της με τα δυο του χέρια. Την τράβηξε απότομα από τη σχισμή σκίζοντάς τη. Ήξερε ότι της άρεσε και ήταν ακριβή. 
Εκείνη δεν κουνήθηκε. Μέσα της μόνο ένιωσε ένα σκίρτημα για το πληρωμένο ύφασμα. Όμως ήταν ήδη πολύ πιο παρασυρμένη σε ένα πάθος για να ασχοληθεί. Έπιασε το καλσόν της και το εσώρουχο της. Της τα έβγαλε. Ήταν έτοιμη να την πάρει. Περίμενε…
«Ντροπή σου. Ειλικρινά απορώ μ’ αυτά που λες για την φίλη σου;  Πες μου δεν ντρέπεσαι καθόλου. Και μου έσκισες και την φούστα τη σινιέ απ’ το ακριβό μου ταγιέρ.»
«Σιγά τώρα ρε οσία Παρθενόπη τι είπα για να ντρέπομαι; Μη μου πει πως δεν είναι έτσι και πως εσύ «ουδέποτε»...»
«Μπορεί να μην μ' αρέσουν αυτές οι ιστορίες γενικώς.» 
«Έλα μην μου κάνεις σαν ανώριμη κορασίδα στα καλά καθούμενα. Θίχτηκε η κυρία. Την αγκύλωσε τ’ αυγό. Η φούστα που σκίστηκε σε μάρανε.  Εμ αφού φόρεσες στενή φούστα τι περίμενες να μην σκιστεί. Θα του έχει πέσει το εργαλείο του φουκαρά ώσπου να καταφέρει να στη βγάλει.  
Και δε μου λες εσύ είναι σωστό αυτό που κανείς στη φιλενάδα σου; Να μου γαμάς την ιστορία και δεν μ’ αφήνεις να τελειώσω τα γαμήσια. Όχι πες μου σε παρακαλώ έχω άδικο;»
«Δηλαδή έχει και συνέχεια; Σεναριογράφος με φαντασία η φιλενάδα. Πρόβες για σενάρια του Χόλιγουντ κανείς; Μωρή 'συ κουζουλή, σαν την βλογιοκομμένη την Κλεοπάτρα μου τα λες. Και άντε εσύ έχεις το ψώνιο του σεναριογράφου και καλά κάνεις. Η φιλενάδα σου τι σου φταίει που την παρουσιάζεις ανερχόμενη πρωταγωνίστρια σε σενάρια ερωτικού περιεχόμενου με αληθινές ιστορίες, που αποδίδονται με αφοπλιστικό ρεαλισμό. Έτσι και το πάρουν είδηση οι λεβέντες μας θα γίνουμε ρεζίλι και θα μας γδάρουν ζωντανές. Ούτε ο Ειρηνικός ωκεανός που ταξιδεύουν δεν θα μας ξεπλένει από τις πομπές μας.»
«Δεν είπαμε θα βρούμε τρόπο να σκεφτόμαστε πρώτα με το μυαλό και μετά με το μουνί. Τι λέγαμε πριν, το  ξέχασες ότι το συμφωνήσαμε;»
«Σοβαρά το λέγαμε;»  Αναρωτιέται η Ελπινίκη και κουνάει δήθεν ντροπαλά το κεφάλι. «Αχ, εδώ που φτάσαμε άντε να μαζέψουμε το μυαλό μας. Και άντε συμφωνήσαμε. Δεν μου λες πως ξεχωρίζουμε ποιο σκέπτεται Πρώτο!.»
«Εννοείται το μουνί μωρή χαζοχαρούμενη αλλά είμαστε σοβαρές και δεν το λέμε. Όσο για τη φούστα μην μου κλαις. Θα πληρώσουν για την αντικατάσταση της μια φούστα ο Μπαγάσας και μια φούστα ο Νέαρχος.»
«Καλά ο Νέαρχος τι φταίει να πληρώσει;»
«Κοκέτα γκόμενα δεν ήθελε να αγαπήσει και να παντρευτεί. Ας πρόσεχε. Ε αφού δεν πρόσεχε ας πληρώσει την απροσεξία του. 
Πως το λέει ο αμανές «εγώ πληρώνω κούκλα μου τα πιάτα που θα σπάσεις. Τι σπάω πιάτα τι σκίζω τα ρούχα μου πάνω στις καύλες μου.»
......«Εριφύλη πιάσαμε το μπλα μπλα και λόγο στο λόγο ξεχαστήκαμε! Το ξέρεις ότι είμαστε ακόμη στο πάρκινγκ;»
«Το βλέπω δεν είμαι στραβή. Γι' αυτό λοιπόν προσδέσου και ξεκίνα, εσύ οδηγείς. Προσοχή στους δρόμους είναι επικίνδυνοι! Να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα και το νου σου να μην τρέχει αλλού και στουκάρουμε σε κανένα μαντρότοιχο.
Και μόνο τ' αυτιά σου έχε ανοιχτά για να απολαύσεις καλύτερα την συνέχεια της ιστορίας μου.»
Η Ελπινίκη απλά κούνησε το κεφάλι της και κάθισε στη θέση της παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και μετά από λίγο αποκρίθηκε 
«Μάλιστα φιλενάδα μου. Είμαι πάρα πολύ υποχρεωμένη για τις ανησυχίες σου πως οδηγώ! Πανάθεμα σε! Άρχισε και μ’ αρέσει η ιστορία σου. Λειτουργεί  σαν φυσικό αφροδισιακό! Με ξεσηκώνει, μου ανεβάζει τη σεξουαλική διάθεση και επιθυμία. Με φούντωσες με τις ερωτικές φαντασιώσεις σου και νοιώθω την καύλα στο μυαλό και στο κορμί μου. Περιμένω ανυπόμονα τη συνέχεια! ... Για λέγε... για λέγε. ...Περιμένω με ανυπομονησία τη συνέχεια της ιστορίας σου. Περιττό να σου πω ότι το μουνάκι μου έχει αρχίσει να πλημμυρίζει από υγρά.»
«Και πότε πρόλαβες παρακαλώ αγνό μου κορίτσι, να σου φταίει το σενάριο μου που το μουνάκι σου στάζει απ' την καύλα και ζητάει  έναν πούτσο να παίξει μαζί του. Άστα αυτά σε μένα μιλάς που μου παριστάνεις την αθώα περιστερά. Ο Μπαγάσας ο ομορφάντρας φταίει. Φταίω και εγώ που σ’ άφησα μονάχη και δεν έχασες ευκαιρία να μου τον αρπάξεις «σκρόφα». 
Πες μου ένα λόγο που σ’ αγαπώ παρ' όλα αυτά. Φιλιά πολλά και απόλαυσε τη συνέχεια.»
..... «Ρε Εριφύλη είσαι αληθινά ένα δημιουργικό ταλέντο σεναριογράφος που παρουσιάζει τα εφήμερα όνειρά μας σαν πραγματικότητα!»
«Παραμύθια είναι Ελπινίκη μου και φαντασιώσεις αλλά να ξέρεις όλες οι μυθοπλαστικές ερωτικές ιστορίες βασίζονται σε αληθινά γεγονότα.» Της λέει η Εριφύλη. «Η ιστορία μου σίγουρα έχει συμβεί σε κάποιους γύρω μας. Είναι αληθινές, πραγματικές ιστορίες ενός αδελφού, μιας μακρινής εξαδέλφης, μιας θείας μας κλπ. Κοντολογίς μυθοπλασίες που έχουν γίνει στ' αλήθεια όταν βάλεις τον έρωτα στην εξίσωση! Όταν μια νέα γυναίκα βλέπει μια φορά στη χάση και στη φέξη  αντρική ζεστασιά και ερωτικό χάδι Ελπινίκη μου κι’ αυτά με τα χίλια ζόρια; Αυτό δεν είναι που της λείπει; Κι αφού ο κάθε κύριος δεν το καταλαβαίνει, το καταλαβαίνει κάποιος  άλλος! Αρκεί να βρεθεί η ευκαιρία και αργά η γρήγορα τη βρίσκουν τη λύση. Τι το παράξενο;  Αν μάλιστα η γυναίκα είναι καυλιάρα και στερημένη!»
Και κάπου εδώ τελειώνει η αφήγηση της Εριφύλης.
Η Αλεξάνδρα….
Για να ελαφρύνουν το κλίμα που κακά τα ψέματα είχε φορτιστεί από τις επιθυμίες τους και τα σεξουαλικά σενάρια, άρχισαν να βάζουν στη συζήτηση τα κουτσομπολιά της γειτονιάς. Και ως γνωστόν τα κουτσομπολιά διαδίδονται σαν γρίπη. Είπαν πολλά και διάφορα οικογενειακά και μη. Επειδή όμως η Ελπινίκη διακατέχεται από σκανδαλοθηρική περιέργεια σύντομα οδήγησε την κουβέντα με το μαλακό και αφού πρώτα την γλύκανε, σε θέματα που αφορούσαν την γειτόνισσα και φίλη της Εριφύλης την Αλεξάνδρα. Την τρώει η έντονη περιέργεια να μάθει λεπτομέρειες για το πώς κατέληξε απρόσμενα τόσο σύντομα και άδοξα ο γάμος της..
Η Αλεξάνδρα είχε ένα πολύ άτυχο γάμο και πολύ σύντομα έμεινε ζωντοχήρα επάνω στον ανθό της ηλικίας της. Ήταν στην ηλικία της Εριφύλης και συνήθως οι γυναίκες έχουν δυο ηλικίες, τις ανέραστες που γεννήθηκαν γριές και τις ερωτιάρες που είναι και μένουν πάντα νέες. Μια τέτοια ερωτιάρα γυναίκα είναι και η Αλεξάνδρα. Πριν δύο χρόνια έζησε μια δραματική ιστορία ενός γάμου όταν παντρεύτηκε έναν άνδρα που της τον έστειλαν με προξενιό κάποιοι συγγενείς της από την μακρινή Αυστραλία. Την πρώτη της νύχτα η νύφη βρέθηκε αντιμέτωπη με μία συνθήκη από τις χειρότερες της ζωής της. Ο άντρας που της προξένεψαν αντιμετώπιζε σοβαρά σεξουαλικά προβλήματα, είχε πολύ μικρό μόριο και ήταν ανίκανος να κάνει «κανονικό σεξ». Το ζεύγος δεν ευτύχησε ποτέ να έχει την εμπειρία μιας κανονικής συνουσίας, το «εις σάρκα μίαν» έμεινε γράμμα κενό εξαιτίας της ανικανότητας του ανδρός να «ολοκληρώσει την γαμήλια ένωση» με το έτερον του ήμισυ. Ο γάμος της αποδείχθηκε ένα φιάσκο και ακυρώθηκε με την συγκατάθεση των δυο πλευρών ως μη γινόμενος. Καταλαβαίνεις το τραυματικό σοκ της κοπέλας και αντίστοιχο σούσουρο από τα κουτσομπολιά στη γειτονιά μας. Για να πνίξει τον πόνο της η Αλεξάνδρα και να ηρεμήσει και τις σεξουαλικές ορμές της βρήκε σύντομα εραστή. Τον Μιλτιάδη τον γείτονα της. Έναν τριαντάρη παντρεμένο με παιδιά... Αυτό ήταν αρκετό για να ανάψει η περιέργεια της Ελπινίκης, που κάτι τέτοια τα κυνηγάει με το ντουφέκι.
Ο Μιλτιάδης….
....Πάνω στον πρώτο μήνα λοιπόν του διαζυγίου αποφασίζει να επενδύσει το δάπεδο των εξωτερικών χώρων του σπιτιού. Απευθύνεται στο γείτονα της το Μιλτιάδη και του ζητά να αναλάβει τις εργασίες αυτές στο σπίτι της. Ο Μιλτιάδης είναι οικοδόμος τεχνίτης που αναλαμβάνει την εσωτερική και εξωτερική επένδυση διαφόρων επιφανειών με μάρμαρο... (Μαρμαράδες.... Έτσι δεν τους λένε Ελπινίκη μου).
Στην δεύτερη επίσκεψη στο σπίτι της Αλεξάνδρας το Μιλτιάδη το περίμενε μια έκπληξη. Του άνοιξε σχεδόν μισόγυμνη αφού την έβγαλε από το μπάνιο.
«Μπες μέσα.» Του είπε «Μη με δει κανείς έτσι γυμνή.»
Μπήκε και ετοίμασε τα σύνεργα του για να φρεσκάρει τα μάρμαρα στο μπαλκόνι του καθιστικού του σπιτιού. Όσο αυτός ετοίμαζε τα εργαλεία του έφερε καφέ όπως ήταν ακόμη με την πετσέτα. Σκύβοντας, έγινε το θαύμα η πετσέτα ξελασκάρισε από πάνω της, και έπεσε κάτω αφήνοντας την, γυμνή στα μάτια του. Ζήτησε συγνώμη και πήρε την πετσέτα για να τυλιχθεί. Ο Μιλτιάδη είχε μείνει στήλη άλατος και την κοιτούσε, ο πούτσος του στη θέα του κορμιού της έγινε σκληρός σαν σιδερό.
«Άστο ρε Αλεξάνδρα να θαυμάσω το κορμί σου.» Της είπε.
«Δηλαδή σου αρέσω σαν γυναίκα;» Τον ρώτησε.
«Τι 'ναι αυτά που λες ρε κούκλα μου!. Άκου αν μου αρέσεις. Και πως να μην με τρελαίνεις με τέτοια κορμάρα! Σαν μαγνήτης με τραβάει το κορμί σου.»
Και όντως είναι κορμάρα η Αλεξάνδρα, με τα πιασίματα της. Οι άνδρες δεν μένουν ασυγκίνητοι από την ωραία εξωτερική εμφάνιση της. Μια ωραία λαμπερή φιγούρα, με ωραίο χαμόγελο. Ο Μιλτιάδης δεν άργησε να βρεθεί στην αγκαλιά της και να καταλήξουν στο κρεβάτι. Το πρώτο που κοίταξε η Αλεξάνδρα ήταν η πουτσα του.
«Αα, βλέπω την έχεις αρκετά μεγάλη έτσι;»
Ένα χαμόγελο ικανοποίησης εμφανίστηκε στα χείλη του και καθώς ξάπλωσε κοντά της μόλις την αγκάλιασε της είπε,
«Τέσσερα γαμήσια θα σου ρίξω τώρα.»
Έτσι, η Αλεξάνδρα πήρε μια κάπως ακριβέστερη αντίληψη για το σεξ, αρκετά πιο ολοκληρωμένη από εκείνη των εφηβικών παιχνιδιών τους. Αφού λοιπόν συνευρέθηκαν ερωτικά και ο Μιλτιάδης περιποιήθηκε το διψασμένο μουνί της Αλεξάνδρας με τον πούτσο του, χορτασμένοι και οι δύο, πήρε τα εργαλεία του να περιποιηθεί και το μπαλκόνι του σπιτιού. 
Έτσι όταν κάποια στιγμή και αφού η ώρα είχε πάει  έξι το απόγευμα, ο Μιλτιάδης ετοιμάστηκε να φύγει. «Αν θέλεις του είπε καθώς στεκόταν πίσω από την πόρτα στο σαλόνι της μπορείς να έρχεσαι οπότε θέλεις αλλά όταν ξεκινάς να με παίρνεις τηλέφωνο, οπότε θα σε περιμένω, και όπως είπαμε, δεν θέλω να το μάθουν! Εντάξει;,» έσκυψε αυτή και τον φίλησε «Στο καλό άντρα μου» του είπε,
Καθώς τον είδε να απομακρύνεται μουρμούρισε «πω, πω τι γαμήσια ήταν αυτά, μας άρεσε Αλεξάνδρα και ας μην είναι και πολύ ωραίος.»
Από κείνη την μέρα δεν τον έχει όσο θα ήθελε και νιώθει ότι είναι ένα ευχάριστο διάλειμμα της διπλής ζωής του, αλλά βρίσκουν τον τρόπο να περνάνε λίγες ώρες μαζί, ώστε να ξεδίνουν, στο μέτρο του δυνατού πάντα, γιατί o «άτακτος» είναι παντρεμένος που δεν μπορεί μεν να κρατήσει τις καύλες του, αλλά δεν είναι ο άνδρας που θα «έκλεινε την πόρτα» του γάμου πίσω του, αφήνοντας τη γυναίκα και τα παιδιά τους.
 Μάλιστα αυτό τον καιρό της περιποιείται τα μερεμέτια στο μπροστινό μέρος της αυλής και του σπιτιού και όταν τελειώσει τα μπροστινά μερεμέτια της έχει υποσχεθεί ότι θα της περιποιηθεί και τα πίσω.
«Ενδιαφέρον μου ακούγεται! Αν κατάλαβα της κυρία της αρέσει να ανοίγει και την πίσω πόρτα..» Λέει η Ελπινίκη.  
Ο Μιλτιάδης ήταν η κόλαση και ο παράδεισος για την Αλεξάνδρα, Ελπινίκη μου γιατί την πρώτη φορά που το κάνανε είχε πάνω από δέκα μήνες να πηδηχτεί με άνδρα και ο Μιλτιάδης δεν την άφηνε να πάρει ανάσα, και χύνοντας η Αλεξάνδρα δεν μπόρεσε να ελέγξει την κατάσταση και αυτός έχυσε μέσα της, όταν συνήλθε από την ερωτική καταιγίδα του είπε. «Όταν είσαι έτοιμος άλλη φορά να χύσεις να μου το λες για να μου τον βγάζεις και να χύνεις στα βυζιά μου.!»
«Μα αυτό που μου λες να κάνω πριν φτάσω να χύσω, εγώ προτιμώ να στον βάζω από πίσω.»,
«Ένταξη, ένταξη, όπως σου αρέσει να με γαμάς, εγώ χατίρι δεν θα σου χαλάω!»
«Το σεξ για να διατηρηθεί καλό θέλει προσπάθεια και φαντασία Ελπινίκη μου. Έχω ακούσει ότι η κοπέλα κάνει αχαλίνωτο σεξ. Η φάση της θυμίζει λίγο την αχόρταγη χήρα που θελει να γαμηθεί απελπισμένα. Τον ξεζουμίζει και τον στραγγίζει το «μαρμαρά» η αχόρταγη.
Αλλά και εκείνος όταν φεύγει έχει ένα χαμόγελο ικανοποίησης και ευτυχίας ζωγραφισμένο πάντοτε στο πρόσωπο του.» Την πληροφορεί η Εριφύλη.
«Δεν μου λες ο τύπος από εμφάνιση τι λέει; Καλός;»
«Από εμφάνιση καλός είναι, αλλά όχι τόσο ιδιαίτερα ωραίος άνδρας. Ένας ευπαρουσίαστος τριαντάρης με καλοφτιαγμένο σώμα. Τώρα για αλλά προσόντα τι να σου πω. Μπορείς να ρωτήσεις την Αλεξάνδρα. Είναι δυο τρία χρόνια μεγαλύτερος μου. Πιτσιρίκια όλο και προσπαθούσε στα παιγνίδια μας στην γειτονιά μας να βάλει το χέρι του στο βρακί μου. Χωρίς πότε να τα καταφέρει.»
«Ένα-ένα μας τα λέει το κορίτσι μας. Γιατί αγκάθια αχινού είχε το μουνάκι σου και τον αγκύλωναν;»
«Μπορεί να φαίνεται παράξενο αλλά μικρή δε μου άρεσαν αυτές οι επαφές, αγανακτούσα, αντιδρούσα και θύμωνα αν άπλωναν χέρι επάνω μου.»
«Ρε Εριφύλη τώρα που το σκέφτομαι, μου έβαλες ιδέες στο μυαλό, θέλω και εγώ λίγο σενιάρισμα και περιποίηση στις αυλές του σπιτιού μου. Λείπει τόσο καιρό ο Νέαρχος μου που είχε αναλάβει ανελλιπώς τα συγκεκριμένα καθήκοντα ως προς τη φροντίδα τους, και εγώ αισθανόμουν υπέροχα. Εγώ αυτό τον καιρό είμαι πολύ χάλια ψυχολογικά και σωματικά δεν έχω την απαραίτητη διάθεση και οι αυλές μου μοιάζουν εγκαταλελειμμένες, απεριποίητες και μαραζωμένες, το φωνάζουν ότι χρειάζονται μάστορα που μπορεί να μου φτιάξει τη διάθεση.» Είπε με ένα βλέμμα όλο υπονοούμενα η Ελπινίκη.
«Δηλαδή χρειάζεσαι μάστορα για να περιποιηθεί τις απεριποίητες αυλές σου;»
«Ναι! Αν είναι κάλος μάστορας να τον φωνάξω και εγώ να με εξυπηρετήσει με το αζημίωτο Είναι καιρός τώρα παρατημένες και χρειάζονται ένα φρεσκάρισμα μια περιποίηση στα προβλήματα στεγανοποίησης όλων των αρμών στα μάρμαρα, στα σοβατεπιά και το εμπρός και το πίσω μέρος της αυλής μου.»
«Δε μου λες κορίτσι μου. Για τα προβλήματα στεγανοποίησης των αρμών στα μάρμαρα, στα σοβατεπιά, και αδιαβροχοποίηση στις στέγες του σπιτιού σου χρειάζεσαι το μάστορα η και για να σου περιποιηθεί και το μουνί σου, που έχει μείνει καιρό απεριποίητο και έχει πιάσει αράχνες;»
«Ένα Μάστορα πολύ υπεύθυνο, με εχεμύθεια πάνω από όλα, νεαρό κατά προτίμηση για να αντέχει το φόρτο εργασίας, με σχετική εμπειρία και τα κατάλληλα εργαλεία που θα καλύπτει τις ανάγκες μου, όπου και όταν τον χρειάζομαι. Και εαν μου παρέχει ολοκληρωμένες υπηρεσίες, υψηλής ποιότητας και αξιόπιστες, γιατί οι περισσότεροι μάστοροι σήμερα δουλεύουν με τσαπατσουλιά και είναι και άτεχνοι, να του επισημανω, ότι υπάρχει δυνατότητα συνέχισης της συνεργασίας μας, εάν μείνουμε αμφότεροι πολύ ικανοποιημένοι.».
«Και εγώ για ολοκληρωμένες υπηρεσίες, λέω ότι τον θέλεις τον μάστορα Ελπινίκη μου. Αυτές τις υπηρεσίες που χρειάζονται μάστορα εύρωστο, στιβαρό, νταβραντισμένο και με αξιόπιστα εργαλεία. Μην μου κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις.»
«Αλήθεια! Να σε ρωτήσω! Αυτό που λένε ότι οι «Μαστόροι» κάνουν το καλύτερο γλειφομούνι με την σπάτουλα τους ισχύει; Το έχεις ακούσει και εσύ;»
«Τι να σου πω! Γι αυτό υπάρχουν πολλοί μύθοι, προκαταλήψεις και ψευδείς αλήθειες μεταξύ άλλων γύρω από το θέμα.»
«Η γυναίκα του Μαρμαρά δεν έχει πάρει χαμπάρι τα ξένο-πηδήματα του άνδρα της με τη γειτόνισσα;» Ρωτάει η Ελπινίκη με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο.
...Η Ναταλία; Τι να σου πω. Όλα είναι πιθανά μ’ αυτή τη γυναίκα. Κατάγεται από κάποιο νησί. Πιτσιρίκα είχε έλθει στην Αθήνα. Ο Μιλτιάδης και η Ναταλία γνωρίστηκαν όπως γνωρίζεται όλος ο κόσμος, σ’ ένα coffee shop όπου σύχναζαν. Ένα λεπτοκαμωμένο μελανούρι έφηβη ακόμη. Κάπως αόριστα την θυμάμαι όταν την πρώτο-έφερε στη γειτονιά. Ένα όμορφο προσωπάκι μιας εύθραυστης κοπέλας που έδειχνε πιο μικρή από τα δεκαέξι της χρόνια. Ένα όμορφο, μα επιπόλαιο κοριτσόπουλο που ήλθε να μπλέξει σε μια δύσκολη οικογένεια. 
Τα σπίτια μας το δικό μας, του Μιλτιάδη και της Αλεξάνδρας, είναι το ένα διπλά στο άλλο.  Η οικογένεια του Μιλτιάδη ήταν τότε μια πολύ δύσκολη οικογένεια. Και η άγουρη Ναταλία μπήκε να ζήσει, μέσα σ’ ένα σπίτι, μαζί με τα πεθερικά της όπου κυριαρχούσαν οι εντάσεις, οι καυγάδες και οι τσακωμοί. Ο γάμος τους έγινε πολύ σύντομα και σύντομα απέκτησαν παιδιά. Ο Μιλτιάδης ποτέ του δεν ήταν και ιδιαίτερα προκομμένος και εύκολος οικογενειάρχης αναγκάζοντας την Ναταλία να πέσει βαθιά στις δυσκολίες της ζωής. Τελικά η Ναταλία αποδείχθηκε σκληρό καρύδι. Όχι μόνο επέζησε μέσα στην δύσκολη οικογένεια, αλλά με το πέρασμα του χρόνου έβαλε τάξη. Δεν μάσησε καθόλου. Δεν της φαινόταν ότι έχει τέτοιο τσαμπουκά μέσα της. Έδειχνε ένα χαριτωμένο, ένα γλυκό και τρυφερό κοριτσάκι. Μέσα της όμως έκρυβε ένα θηρίο. Είχε τσαγανό και θέληση αυτό το κορίτσι. Έχει μία ακούραστη μαχητικότητα που παρά τις δυσκολίες κατέληξε να πετύχει ένα εντυπωσιακό συμμάζεμα της οικογένειας. Αντιμετώπισε με θάρρος τις δυσκολίες και απέδειξε ότι είναι μια ατίθαση γυναίκα με πολύ τσαμπουκά μέσα της. Με τον καιρό έγινε πιο ρεαλιστική, πιο ώριμη και έκανε και άλμα προς τα εμπρός. Παράλληλα με την ανατροφή των παιδιών της έπιασε δουλειά σε δημοσίου συμφέροντος εταιρεία αφήνοντας της εργασίες του σπιτιού στην πεθερά της. Με τις γνωριμίες που απέκτησε έβαλε και τον Μιλτιάδη σε μόνιμη εργασία. 
Μια αξιέπαινη εργαζομένη μητέρα που μεγάλωνε με κόπο τα παιδιά της. Ταυτόχρονα ήταν ένα αληθινό πουτανάκι. Είναι εξακριβωμένο ότι είχε πάρει στα σκέλια της  ευχαρίστηση και από άλλους άνδρες μετά το γάμο της εκτός από τον Μιλτιάδη. Είχα μάθει ότι πριν δυο με τρία χρόνια, τη γαμούσε ένας ξάδελφος του άνδρα της, στρατιωτικός ο όποιος είχε μετατεθεί από την επαρχία στην Αθήνα. Τελευταία εδώ και αρκετό καιρό φημολογείται ότι διατηρεί ερωτική σχέση με ευκατάστατο εργένη μακρινό συγγενή της. Ταυτόχρονα αφήνει ήσυχο την Μιλτιάδη να ικανοποιεί την ερωτομανή Αλεξάνδρα. Σε μια εκμυστήρευση της πριν λίγα χρόνια που ήταν πιεσμένη ψυχολογικά μου παραπονέθηκε ότι τα πρώτα χρόνια είχε συνεχείς καυγάδες με τον σύζυγο και δεν τον αποδεχόταν ερωτικά. 
Θυμάμαι ποσό απλοϊκά μου είπε τον πόνο της. «Μου κάνει την ζωή δύσκολη ο ανεπρόκοπος με τους καυγάδες του και θέλει να του κάτσω και στο κρεβάτι. Εριφύλη μου δεν τον μπορώ ας κόψει το λαιμό του.» Βέβαια καθώς περνάν τα χρόνια ο Μιλτιάδης έχει γίνει πιο ήρεμος και εργατικός ο Μιλτιάδης.
Η Αλεξάνδρα δεν άργησε να παντρευτεί και πάλι. Η αδελφή της εργαζόταν στη γραμματεία μεγάλης βιομηχανίας τροφίμων. Ένα παλικάρι, εξωτερικός συνεργάτης της εταιρείας την πολιορκούσε εκδηλώνοντας της τις ερωτικές του διαθέσεις με πρόθεση τη σύναψη ερωτικών σχέσεων μαζί της και να την παντρευτεί,  αλλά εκείνη αντιστεκόταν στην ερωτική πολιορκία του. Μάλλον το μυαλό της ήταν αλλού. Είμαι σίγουρη ότι ο Νικηφόρος ήταν ο άνδρας που την ξεσήκωνε και τον ονειρευόταν και απογοητεύτηκε όταν έμαθε τη σοβαρή μου σχέση μαζί του. Έχουμε μια καλή φιλική σχέση και είναι ακόμη ελεύθερη και πολύ αφοσιωμένη στην δουλειά της.
Όταν τον νεαρό άντρα θέλησε να τον ξεφορτωθεί, βρήκε τον τρόπο, το  κουβέντιασε με την αδελφή της και της τον σύστησε για γαμπρό.
Αρχικά ο νεαρός έμεινε έκπληκτος. «Σοβαρά μου μιλάς τώρα; Πραγματικά επιμένεις σοβαρά να συναντηθώ με την αδελφή σου;» της λέει. 
«Σοβαρότατα! Είναι Όμορφη, έξυπνη, νοικοκυρά. Βέβαια είναι λίγο τσαούσα, αλλά θα στρώσει όταν παντρευτείται.»
«Και εσύ έχεις την εντύπωση ότι μόλις με δει η αδελφή σου θα πέσει ξερή από έρωτα και θα πει αμέσως το ναι, έτσι;. Και αν η κοπέλα έχει αντίρρηση; αν αγαπάει άλλον, ρε κορίτσι μου;» την ξαναρώτησε ο νεαρός.
«Εσείς οι δύο θα τα πάτε μαζί πολύ καλά, δεδομένου ότι υπάρχουν πολλά κοινά σημεία μεταξύ σας. Και οι δύο είστε γεμάτοι ενέργεια, ζωντάνια και ενθουσιασμό..»
Το σκέφτεται αυτός και το αποφάσισε να συναντηθεί με την Αλεξάνδρα, εντυπωσιάστηκε αυτή από την λεβέντικη φτιαξιά του, τον ερωτεύτηκε, την ερωτεύτηκε κι αυτός γιατί ήταν όμορφη και τσαπερδόνα και πολύ σύντομα  έγινε ο γάμος τους και είναι ένα πολύ ταιριαστό ζευγάρι.
«Δηλαδή η αδελφή της Αλεξάνδρας από σεξ δεν. Δεν το τοποθετεί στις προτεραιότητες σαν νέα κοπέλα;»
«Κατά καιρούς όταν νοιώθει μόνη στο κόσμο και το μόνο που της λείπει και χρειάζεται είναι μια αντρική αγκαλιά το δουλεύει το μουνάκι της, όλο και κάνει καμιά ξεπέτα με κάνα συνάδελφο της.»
«Οπότε παντρεύτηκε η Αλεξάνδρα και ησύχασε και ο Μιλτιάδης.»
«Μμμ ναι: Αλλά Ελπινίκη όπια και αν είναι και η Ναταλία, σίγουρα έχει τσαγανό. Και αισθάνομαι μια βεβαιότητα ότι γουστάρει τρελά και αυτή τον Νικηφόρο μου.»
«Λες ν’ χει κάνει παιγνίδι ο Νικηφόρος σου μαζί της.»
«Μπα κομματάκι δύσκολο. Του ‘χω τόσο μαζεμένα τα λουριά όταν έρχεται που δεν έχει χώρο για τέτοια. Και να δεις ο μαζόχας του αρέσει το «πρέσινγκ» που του υποβάλλω. Βέβαια η αλήθεια είναι ότι και εγώ δεν τον αφήνω να έχει παράπονα.»
«Δηλαδή ρε Εριφύλη του κάνεις όλα τα γούστα;»
«Τρελή είσαι κοπέλα μου. Κάνουμε στους άνδρες μας όλα τα γούστα;. Τι θέλεις να μας περάσουν για πουτάνες. Τι σου μάθαινε η μάνα σου κορίτσι μου.»
«Και που τα κάνουμε Εριφύλη;»
«Ξέρω ‘γω. Αυτό που ξέρω είναι ότι όλες οι λυσσάρες έχουν γκόμενο. Γιατί τον έχουν; Για να τους απλώνει τα ρούχα στα σχοινιά και να τους τινάζει το σεντόνι;  Πρέπει να ζητήσουμε συμβουλές από την γειτόνισσα σου την Κλεοπάτρα. Αλήθεια τι κάνει αυτή η ψύχη; Έχει χαθεί. Πάει καιρός να μάθω νέα της.»
«Άστη αυτή τώρα. Που τη θυμήθηκες;  Θα φταρνίζεται.
Δηλαδή κορίτσι μου εάν είχες στο κρεβάτι αυτό το λαχείο τον Μπαγάσα; Θα του έκανες όλα τα γούστα; Κώλο,πίπα κλπ. Επί τη ευκαιρία. Αδάμας τον λένε το κελεπούρι. Άκου Μπαγάσας. Πως σου κόλλησε το Μπαγάσας.»
«Όπα η χαμηλοβλεπούσα. Τι ακούω! Προχωρημένες κοινωνικές επαφές. Αδάμας ε; Τι άλλο διαπραγματευτήκατε πιτσουνάκια μου;»
«Δεν μου απάντησες για τα γούστα.»
«Ας τον είχα εγώ στο κρεβάτι και θα έκανα όσα πρέπει να κάνεις για να τον τρελάνεις. Θα γινόταν της κόλασης το πυρ απ’ όλες τις εισόδους. Μια καθώς πρέπει κυρία δίνει κώλο μόνο στον εραστή της. Εντάξει απάντησα! Ευχαριστήθηκες;»
«Δηλαδή να γίνεις κανονική πουτάνα στο κρεβάτι. Ότι ζητήσει ο γαμιάς;. Ακόμη και κώλο;»
«Η γυναίκα που ξέρει τι θέλει με τον γκόμενο τι ζητά Ελπινίκη. Να βρει μαζί του τρόπους πιο καυτούς, πιο σεξουαλικούς, για να ανάψει κορίτσι μου. Να ζήσει την ηδονή, την απόλυτη ηδονή, αυτήν την ηδονή που δεν χωρά σε υπάρχουσα λέξη, όχι, δεν είναι αρκετό το αιδοίο. Να γεμίσει ολόκληρη σεξουαλική ικανοποίηση. Και ναι ρε Ελπινίκη και κώλο. Ο Κώλος είναι ο βασιλιάς της ηδονής, είναι ένας και τον έχουμε όλοι. Ναι με τον γκόμενο να απολαύσω τις δυνατότητες του πισινού μου και να με στείλει στον ουρανό, μένοντας βορά σε επιδέξια χάδια και φιλιά του».
«Εριφύλη σε λίγο φτάνουμε σπίτι σου. Παρκάρω εδώ στο πάρκινγκ του «Super Market» για να το συζητήσουμε για τον Μπαγάσα σου.»
«Δηλαδή τι νεώτερο έχουμε να πούμε;»
«Να κανονίσουμε πως θα πληρώσουμε την εφορία! Με δουλεύεις; Εσύ δεν είπες ας τον είχα στο κρεβάτι θα γινόταν κόλαση.»
«Ε ναι το είπα. Τον έχω όμως;»
«Ε ναι λοιπόν! Για αυτόν που μπορεί να μας προσφέρει αυτή την ηδονική κόλαση θα πούμε δυο λόγια οι δυο μας.»
«Είσαι μια σουσουράδα εσύ. Κοίτα-την τη καυλιάρα φιλενάδα. Είναι έτοιμη να σκίσει τη σινιέ της φούστα στ’ αλήθεια. Και είναι και πανάκριβη ανάθεμα σε.»
Η Ελπινίκη σβήνει το αυτοκίνητο δένει χειρόφρενο και βγάζει μια κάρτα από την τσάντα της. 
«Εδώ τον έχω, με βούλα και σφραγίδα! Τα προσωπικά του δεδομένα ιδιοχείρως παραχωρημένα. Μπορώ να έχω για λίγο την προσοχή σου, σε παρακαλώ; Σε ευχαριστώ! Λοιπόν έχουμε και λέμε.»
Αδάμας Αδαμαντίου.  του…. και της… Ετών τριάντα…. Ύψος: Ένα ογδόντα οκτώ. Αξιοπρεπής άνδρας. Αρχιτέκτονας και ανύπανδρος με ιδιαίτερο χόμπι την αγάπη του στη ζωγραφική. «Αδελφή ψυχή» στα ενδιαφέροντα σας. Τώρα εάν είναι κάλος και στο κρεβάτι. Τι να πω.!  Στο πινέλο λογικά πιστεύω θα 'ναι επιστήμονας. Θα στο ζωγραφίζει με την σπάτουλα του το μουνάκι σου. Τζόκερ πέτυχες μωρή  ρουφιάνα που μου κλαιγόσουν ότι δεν έχεις τύχη. Να που ο ομορφάντρας μου έδωσε να καταλάβω ότι ανέπτυξε, στην τυχαία συνάντηση μας ασυγκράτητη επιθυμία να γνωρίσει την νεαρή μας κυρία και ότι ήθελε προκύψει..  
Έχει παρουσιάσει και κάνα δυο έργα του σε γκαλερί.. Βρήκες το Ταίρι σου που λένε. Σου κάνει όπως είναι, σαν να βρήκες το μπλουζάκι στο ιδανικό νούμερο. Σας φαντάζομαι γυμνούς στο κρεβάτι να αναλύεται εμβριθώς τα χρώματα του τελαρωμένου καμβά στον απέναντι τοίχο. Που μυαλό για γαμήσια και αλλά γήινα κάθε λογής σεξουαλικά κουσούρια. Παίζει και τένις αλλά αυτό ουδόλως μας αφορά.
«Πονηρό θηλυκό είμαι όλο αυτιά και περιμένω να ακούσω με προσοχή πως έφτασαν στα χέρια σου τα προσωπικά του δεδομένα.»
«Εσύ πως φαντάζεσαι. Με ταχυδρομικό περιστέρι; Μου τα έδωσε αυτοπροσώπως ο ίδιος με τα χεράκια του.»
«Με τι αντάλλαγμα έγινε η δοσοληψία; »
«Του υποσχέθηκα της κούκλας, την κορμάρα. Δηλαδή εσένα.»
«Μιλάς σοβαρά. Τώρα αυτό να το εισπράξω σήμερα σαν ένα πολύ ωραίο κομπλιμέντο;»
«Έχεις αντίρρηση για το κορμάρα σου; Τι δεν είσαι; Επαφή υποσχέθηκα. Δεν είπα θα σε βάλω με το ζόρι στο κρεβάτι του.»
«Όχι πως θέλω να το παινευτώ, είμαι και μεγάλο αξιοθέατο! Ρε Ελπινίκη νομίζω με δουλεύεις. Αν και αυτό στο κρεβάτι του το διαπραγματεύομαι. Δεν θέλω και πολύ ζόρι, να ενδώσω αν το γουστάρει και ο Μπαγάσας. Φιλενάδα, μια ανολοκλήρωτη σχέση είναι σχέση με πιο πολύ πάθος από μια σχέση ολοκληρωμένη. Αδάμας είπες τον λένε;»
«Απελπισμένος που του έδωσες χυλοπίτα μου την έπεσε σαν εναλλακτική. Πως λέμε αναπληρωματικός της φίρμας στο ποδόσφαιρο.»
«Δηλαδή εκείνος σε τσίγκλησε και εσύ ενέδωσες.»
«Πες το και έτσι. Αλλά σαν άτιμο θηλυκό, πήρα πρωτοβουλία για να σιγουρέψω τα σημάδια πως όντως μας γουστάρει. Μας! Το τονίζω.»
«Πως τα κατάφερες ρε θηρίο.»
«Δεν ήταν δύσκολο, Όπως σηκώθηκα να φύγω σκόρπισα με τρόπο τις τσάντες με τα ψώνια. Εκεί είχαμε επαφή των χεριών μας που μιλούσε και έλεγε πολλά. Βέβαια τον είχες κάνει εσύ ηφαίστειο τι θερμοκρασία να προσθέσω εγώ; Τουλάχιστον προσπάθησα να διατηρήσω το ενδιαφέρον. Και δώσαμε υπόσχεση ότι πολύ σύντομα το συντομότερο θα τα πούμε. Μου έδωσε λοιπόν την κάρτα του με το  τηλέφωνό του να τον πάρουμε να ξαναβρεθούμε. Θα μας αναμένει καρφωμένος στο ακουστικό του.»
«Βρε την φιλενάδα τον φλέρταρε δημόσια, ξεδιάντροπα,.»
«Δεν έκανα καλά; Τι! θα ήθελες να τον αγνοήσω όταν υποσχέθηκε πως όταν βρεθούμε θα ζήσουμε τα καλύτερα ερωτικά παιχνίδια»
«Δεν ξέρω ρε συ φιλενάδα, αλλά εγώ πολύ σε ξανά-αγάπησα.  Είχα χάσει κάθε ελπίδα ότι θα τον ξαναδώ και τώρα καυλώνω η άτιμη ακόμη και με την κάρτα του. Φαντάσου να τον ξαναδώ στα όρθια θα του καθίσω του Μπαγάσα να με πάρει.
Φαντάζομαι την σκηνή.
...... Ήμουν σαν μια ψεύτικη κούκλα στα χέρια του ενώ ήμουν καρφωμένη γερά πάνω στην πούτσα του. Έχανα τον κόσμο γύρω µου και αν δεν έχυνε γρήγορα θα λιποθυμούσα.
«Ρε την κατεργάρα πως τα κατάφερες να το κάνετε στα όρθια;»
«Είναι τόσο κλασικό αυτό το σενάριο Ελπινίκη. Φιλενάδα πολύ σ'αγαπώ και χαίρομαι.»
«Γι αυτό είναι οι φιλενάδες αγάπη μου. Γιατί εγώ νομίζεις καυλώνω λιγότερο. Παρτούζα θα μας πάρει. Το φαντάζεσαι. Θα τον στραγγίσουμε ως το μεδούλι από τις καύλες μας.»
Η Εριφύλη αποφασίζει να εκμυστηρευτεί στην Ελπινίκη ότι και αυτή τον φλέρταρε ακόμη πιο ξεδιάντροπα.
«Άκου να σου πω, καλή μου φίλη τι του ‘κανα εγώ η κατεργάρα η γυναίκα του «Μπαγάσα» όταν με άφησες να πας στην τουαλέτα να φρεσκαρισθείς. Όλα τα μαρτυρούσαν τα βλέμματα μας που συναντήθηκαν, οι ματιές μας που ενώθηκαν και οι σπίθες που πέταξαν.
Τι μαγεία! Τι αίσθηση!.
Μπαγάσας αυτός; Κατεργάρα, «καπάτσα» και πονηρό θηλυκό εγώ.
Δεν χρειάζεται και ιδιαίτερο ταλέντο να έχεις για να γοητεύσεις κάποιον όταν είναι φανερό ότι δεν του περνάς απαρατήρητη..
Χωρίς να πάρουμε τα βλέμματά μας ο ένας από τον άλλον, καθώς κοιτούσα γύρω μου ανήσυχη μετακινήθηκα λίγο προς το μέρος του για να τον φλερτάρω ξεδιάντροπα ώστε να το αντιλαμβάνεται μόνο ο κούκλος απέναντί μου κι όχι οι υπόλοιποι, αλλά ευτυχώς αυτός -το θυμάσαι;- ήταν στο τελευταίο τραπέζι στον τοίχο. Είχα παραδοθεί στη φαντασία μου και το σώμα μου ζήταγε αυτό το κάτι παραπάνω Με τρόπο  ξεκούμπωσα άλλο ένα κουμπί από το φουστάνι στο στήθος και άφησα να φανεί αμυδρά το μαύρο σατέν σουτιέν μου και ένα μέρος από το στήθος μου. Από μέσα διαγράφονταν πλέον στητά τα βυζιά μου με τις ρώγες ολόρθες και σκληρές να αποζητάν τη γλώσσα του. Όπως καθόμουν σταυροπόδι τοποθέτησα εξωτερικά δίπλα μου τις τσάντες με τα ψώνια για να αποφύγω τυχόν αδιάκριτα βλέμματα να βλέπουν αυτά που ήθελα μόνο σ' αυτόν να του δείξω..
Κοιταζόμασταν.
Σε θέλω του έλεγαν τα μάτια μου, το κορμί μου και η καρδιά μου.
Άνοιξα το τελευταίο κάτω κουμπί στο φόρεμα «σύμφωνα με τις οδηγίες σου» αφήνοντας του μηρούς ελεύθερους. Ίσιωσα και άνοιξα τα πόδια μου προς το μέρος του και με το χέρι μου άγγιζα τα πόδια μου συνέχεια προς τα πάνω, ψηλά πάνω από τη μεταξένια κάλτσα στους ζεστούς μηρούς μου για να βλέπει όσα περισσότερα γινόταν μέχρι το μουσκεμένο εσώρουχο μου. Και νομίζω τα κατάφερα. Τα είδε σχεδόν όλα! Εγώ ένιωθα έναν πρωτόγνωρο ερεθισμό, ένα λίγωμα ηδονικό ανάμεικτο με φόβο. Ήταν ένα απολαυστικό μαρτύριο που έπαιζα μαζί του και αυτός να μην μπορεί να με αγγίξει γιατί υπήρχε αυτό το διάστημα ανάμεσα σας. Μπορούσα ν' ακούω την καρδιά μου να χτυπάει σαν ταμπούρλο. 
Όμως είχα την εντύπωση ότι εκείνος ήταν πιο ψύχραιμος από μένα, λες κι αυτό το παιχνίδι να το είχε ξαναπαίξει. 
«Μου αρέσει που είπες ότι εγώ του την έπεσα ξεδιάντροπα. Μόνο πίπα δεν του πήρες μες στον κόσμο... Μπράβο Εριφύλη. Μπράβο καύλες η φιλενάδα. Τον ζητούσε για επιβήτορα να ζευγαρώσει σαν φοράδα την άνοιξη. Εριφύλη το ξέρεις ότι ο νέος ισχυρός επιβήτορας εκθρονίζει τον παλιό και οι φοράδες ξεχνούν εύκολα τον παλιό επιβήτορα και είναι πρόθυμες να ζευγαρώνουν με τον νέο ισχυρό επιβήτορα.» Παίρνει το αίμα της πίσω η Ελπινίκη.
«Μη μου λες τέτοια. Ούτε να το σκέπτομαι. Να χάσω το Νικηφόρο μου. Θεός φυλάξει. Ο Νικηφόρος μου εκτός από ιδανικός οικογενειάρχης είναι και σερνικός σε όλα του, βαρβάτος γαμιάς να ευχαριστηθείς καλό γαμήσι μαζί του και παράλληλα καλός και ντόμπρος άνδρας. Το μοναδικό του ελάττωμα είναι η παρατεταμένη απουσία του, που δεν παλεύεται.»
«Ένα δίκιο και συ και 'γω το ‘χουμε. Στο ίδιο καζάνι βράζουμε. Και στην τελική τι ζητάμε; Έναν άντρα να τιμά το κορμί μας όταν λείπουν τόσο καιρό οι δικοί μας.  Να του δώσουμε το κορμί μας και όχι να το κρατούσε κρυμμένο θησαυρό μόνο για εμάς σαν φιλάργυρες. Έχω άδικο;. Τι δηλαδή θα το φυλάμε για να το δωρίσουμε στην επιστήμη;»
«Όχι. Σωστά μιλάς. Τι χρειαζόμαστε λοιπόν.  Έναν εποχικό επιβήτορα να γεμίζει τις απουσίες και να αναπληρώνει τα κενά τους..Το να ικανοποιούμαστε σεξουαλικά και να «τελειώνουμε» χωρίς ένα πούτσο μέσα στο μουνί μας είναι κάπως σα να χώνουμε το κεφάλι μας στο χώμα όπως η στρουθοκάμηλος.»
«Αρκεί να έχεις τα κότσια και τη δύναμη να το κάνεις.» Της λέει με έμφαση η Ελπινίκη γιατί αντιλαμβάνεται μια διστακτικότητα της Εριφύλης.
«Ρωτάς αν έχω σκεφτεί να τον απατήσω; Ναι, αρκετές φορές. Μερικές φορές νιώθω πως λείπει το ερωτικό πάθος από τη ζωή μου και το έχω ανάγκη σα γυναίκα! Κάνα δυο φορές, μάλιστα, μπήκα στον πειρασμό να προχωρήσω αλλά δεν το έκανα.» 
«Και εγώ Εριφύλη μου δεν θέλω να μαραζώσω επειδή οι άντρες μας ξεχνάν να γυρίσουν. Έχω να κάνω σεξ έξι μήνες, εγώ θα φταίω αν τον απατήσω; Ολόκληρη η ζωή μου περιστρέφεται γύρω από τη οικογένειά μου και, δεν παραμέλησα ποτέ το σπίτι, τα παιδιά, τον σύζυγο. Μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, εγώ είμαι πάντα στο πόδι να καλύψω τις ανάγκες τους, να συζητήσω τα προβλήματά τους, να φροντίσω το σπίτι, να τρέξω στους γιατρούς, να προλάβω δυσκολίες, να αντεπεξέλθω σε έκτακτες καταστάσεις και να συνεισφέρω στην οικογένεια. Όλα αυτά, τα κάνω πάντα με χαμόγελο για να μην στεναχωρήσω κανέναν. Φροντίζω πάντα την ψυχική μου υγεία και προσπαθώ να είμαι δυνατή, ανθεκτική και χαρούμενη. Το μόνο που ζητάω, είναι μια ουσιαστική σχέση με τον άντρα μου και τα παιδιά μου, που ευτυχώς την έχω, αλλά, που δυστυχώς μου λείπει έντονα το σεξουαλικό!
Πριν μπω στη διαδικασία να μαραζώσω λοιπόν, πριν αρχίσω να νιώθω «άσχημη», «γριά» και «ανεπιθύμητη», έχω αποφασίσει πως, αν τελικά ενδώσω σε κάποιον άλλον, δεν θα φταίω μόνο εγώ.».
Μείνανε σιωπηλές μερικές στιγμές, απολαμβάνοντας τη συντροφιά η μια της άλλης ξέροντας ότι η σιωπή ήταν φορτισμένη. Περίμεναν και οι δυο να δώσει η άλλη τη λύση.
«Τι λες! Πως πρέπει να γίνει;» Ρώτησε η Εριφύλη
«Δεν έχεις καμιά φαεινή ιδέα;» Ρωτάει η Ελπινίκη.
«Εγώ; Που να τις βρω εγώ τις φαεινές ιδέες; Αφήνω να με παρασύρει το ρεύμα.»
«Και που μας πηγαίνει το ρεύμα;»
«Ιδού η απορία! Να μην σώσω αν ξέρω. Όταν βιώνεις την «καύλα» Βρίσκεις λύσεις δεν κολλάς σε λεπτομέρειες.».
«Ωραία βιώνουμε καύλα και ζητάμε τη λύση. Πια θα τον πάρει τηλέφωνο;» Ρωτάει ξανά την Εριφύλη η Ελπινίκη..
Άκρα σιωπή από την Εριφύλη.
«Μωρέ κότσια η δική μου. Στα λόγια κτίζει ανώγεια και κατώγια. Θέλει να ζήσει ένα ερωτικό παραμύθι και δεν έχει έντερα να πάρει ένα τηλέφωνο.»
«Μη με μαλώνεις βρε Ελπινίκη. Το μουνί μου τον ζητάει άλλα το μυαλό μου κρατάει άμυνα.»
«Μην δικαιολογείσαι. Ακόμα και η Μαφία έχει κώδικα ηθικής. Έλα, η πρώτη φορά είναι πάντα δύσκολη »
«Έχω ηθικές αναστολές αλλά είμαι και ξαναμμένη σαν φοράδα σε οίστρο και δεν μπορώ να το ελέγξω. Τι να κάνω;»
«Τι κάνει η φοράδα για να προσελκύσει τον επιβήτορα; Υψώνει και κουνάει την ουρά της»
«Την ουρά την κουνάω δεν έχω πρόβλημα. Το τηλέφωνο με δυσκολεύει να σηκώσω.»
«Δηλαδή πάλι σε μένα φορτώνεις το βαρύ φορτίο τούτο. Ας είναι θα το υποστώ.»
«Μη μου διαμαρτύρεσαι και μην είσαι και αχάριστη, θα γαμήσει  εσένα πρώτα, και θα ‘χεις και μπόνους έχτρα χρόνο που θα σου παραχωρήσω από τον δικό μου.»
«Μμμ, κρυάδες! Τσουτσούρωσα. Μωρή θα με στείλεις αδιάβαστη; Από εδώ κι εμπρός θέλω απόλυτη εμπιστοσύνη μεταξύ μας. Είσαι έτοιμη να παίξουμε παιχνίδι ή σταματάμε εδώ και ξενερώνουμε και οι δυο;»
«Όχι ρε φιλενάδα τ’ αφήνω στα χέρια σου.» Της απαντά η Εριφύλη χωρίς δεύτερη σκέψη.
«Μην αρχίσεις δικαιολογίες όταν αντιληφθείς ότι είναι δύσκολο να το τολμήσεις. Αν θέλεις το σταματάμε τώρα εδώ»
«Όχι δεν αλλάζω γνώμη. Δεν είμαι τρελή (εντάξει… είμαι λίγο). Αλλά να, έχω και εγώ τις φοβίες μου. Λες να μην απαντήσει;»
«Αυτό άφησε το πάνω μου.» Της λέει η Ελπινίκη. Ταυτόχρονα υπενθυμίζει ότι ήδη είναι αργά και έχουν και μικρά παιδιά που τις περιμένουν .
«Νομίζω ότι είναι η ώρα να τα μαζεύουμε και να γυρίσουμε σπίτια μας. Έχουμε ήδη καθυστερήσει. Άρχισε να βραδιάζει μας περιμένουν και μην εκτεθούμε και στην υγρασία της νύχτας.»
«Μην σε φοβίζει η υγρασία τα κακόβουλα κουτσομπολιά να φοβάσαι για την προσωπική μας ζωή.»
«Ο κόσμος είναι κακός κριτής Εριφύλη να το ξέρεις.»
«Να φανταστείς και ο πατέρας μου παρ’ όλο που πάνε δέκα χρόνια παντρεμένη είναι πολύ αυστηρός μαζί μου με την ώρα που γυρίζω σπίτι ακόμη και σήμερα. 
Το έχω παράπονο να γυρνάω φυσιολογικές ώρες σπίτι και αυτός δεν παύει να μου γκρινιάζει και να με συμβουλεύει.» Λέει με καημό η Εριφύλη.
«Πατέρας είναι, σ’ αγαπάει υπερβολικά και το δείχνει με τον δικό του τρόπο.
Θυμάμαι που μου έλεγες πόσο αντιδρούσε όταν έμαθε ότι η μητέρα σου κάνει προξενιά με τον Νικηφόρο. Δεν δεχόταν να σε παντρέψει γιατί ήσουν μικρή έλεγε. Το θεωρούσε βιαστικό και ανώριμο να πάρουν μια τέτοια απόφαση. 
Και όντως ρε συ μια εύθραυστη κοπελίτσα ήσουν. Δροσερή και τσαχπίνα που ακόμη δεν είχες τελειώσει το λύκειο. Μα η μητέρα σου σκληρό καρύδι. Επιβλητική γυναικά που περνούσε το δικό της. Εντάξει ωραίος άνδρας ο Νικηφόρος θα σου γυάλισε και σένα δεν λέω. Άλλα για πες μου πως τον κατάφερε τον πάτερα σου;»
«Τώρα που τα θυμήθηκες τα παλιά. Η μητέρα μου μπορεί να ήταν με καλή ανατροφή, αλλά όταν ήθελε να γίνει το δικό της κατέβαινε με μεγάλη ευκολία στο επίπεδο τσιγγάνας από τα Λιόσια. Έχει τον τρόπο της να της περνάει το δικό της και αυτό έγινε ακόμη και στο θέμα του γάμο μου.»
«Που πας ρε Κυρά και δίνεις ένα άβγαλτο και τόσο νεαρό κορίτσι αυστηρών οικογενειακών αρχών;
Και εντάξει ο Νικηφόρος αποδείχτηκε αυτό που λέμε τζέντλεμαν και καλός οικογενειάρχης. Αλλά και το άβγαλτο κορίτσι μετατράπηκε σε θηλυκό που αναλαμβάνει τις ευθύνες της, όταν τα πράγματα δυσκολεύουν.»
«Τελικά ήταν μια καλή επιλογή και για τους δυο μας. Δεν έχω κανένα σοβαρό παράπονο.» της λέει η Εριφύλη.
«Και τον πάτερα σου τον αγαπάς περισσότερο απ’ τη μαμά σου παρόλο που η μαμά σου σ’
αγαπάει περισσότερο απ’ αυτόν.» Κλίνει την παρένθεση η Ελπινίκη.
Φθάνοντας στο σπίτι, βρίσκουν τον πατέρα της Εριφύλης στην αυλή του σπιτιού….
Η Ελπινίκη τον χαιρετά με την δέουσα εγκαρδιότητα.
.…Ο Θρασύβουλος με το θάρρος που έχει και με την Ελπινίκη τις υποδέχεται χαμογελώντας περιπαικτικά και με αθώα διάθεση σχολιάζει την αργοπορία τους. «Μπα καλώς τα κορίτσια μου! Τον βρήκατε το δρόμο να γυρίσετε και εγώ που νόμιζα ότι χαθήκατε.»
«Είδες, είδες; Τι σου 'λεγα; Τα βλέπεις;.» Γυρίζει και λέει στην Ελπινίκη η Εριφύλη.
Η Ελπινίκη με το θάρρος της οικειότητας που νιώθει για την οικογένεια της Εριφύλης, αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να δικαιολογήσει την καθυστέρηση και την αργοπορία τους στον πατέρα της Εριφύλης. 
«Κύριε Θρασύβουλε ακόμη και να μας απήγαγαν θα μας ελευθέρωναν άρον-άρον από την απελπισία τους που έμπλεξαν μαζί μας. 
Γι’ αυτό μη μου στενοχωριέσαι! Αν και καθυστερήσαμε να γυρίσουμε, όπως διαπιστώνεις είμαστε σώες και αρτιμελείς.»
Κατεβαίνοντας απ’ το αυτοκίνητο η Εριφύλη της λέει. «Περιμένω νέα σου.» και καθώς απομακρύνεται, στέλνει με το χέρι πεταχτά φιλιά στην Ελπινίκη.
«Χαλάρωσε όλα θα πάνε καλά και δεν νομίζω να καθυστερήσω να στα πω. Περίμενε τηλέφωνο. Άλλωστε στη βράση κολλάει το σίδερο.» χαμογελάει και φεύγει. Τους καληνύχτισε κορνάροντας.
«Που γυρίζατε και αργήσατε; Το ξέρεις ότι ανησύχησα;» Συνέχισε την υποτιθέμενη γκρίνια ο πατέρας της.
«Συγγνώμη αν αργήσαμε λίγο.» Του απαντάει η Εριφύλη και το πρώτο που τον ρωτά είναι: «Τα παιδιά που είναι τα παιδιά και δεν τα βλέπω;»
«Ηρέμησε με την γιαγιά τους έχουν πάει επίσκεψη στην άλλη γιαγιά και με άφησαν μοναχό μου.»
«Μάλλον γιατί δεν άντεχαν τη μουρμούρα σου και την έκαναν για να γλυτώσουν.» Τον πειράζει χαϊδευτικά η Εριφύλη
«Να η κόρη μου ένα κορίτσι σκέτο μάλαμα!, πως μιλεί στον πατέρα της.»
«Έλα παραπονιάρη, πάμε μέσα γιατί θα σε πειράξει η υγρασία.» Και παίρνει τον πατέρα της αγκαζέ να μπουν στο σπίτι. Αυτοί οι δυο έχουν μια πολύ ιδιαίτερη σχέση, έχουν μια απίστευτη χημεία μεταξύ τους.
....Απόψε η Εριφύλη δεν έχει ύπνο. Δεν έχει αναπαμό. Είναι μόνη και αυτή την νύχτα με καύλες..
Στο δωμάτιό της μεσάνυχτα, αισθάνεται εξαντλημένη, αλλά o ύπνος δεν έρχεται. Ανοίγει το τηλέφωνο να ελέγξει τις αναπάντητες κλίσεις. Η ποιο ενδιαφέρουσα είναι από την ομάδα ζωγραφικής του κοινωνικού εργαστηρίου. Τι αφηρημένη που ήταν σήμερα. Ξέχασε να ειδοποιήσει την ομάδα ότι δεν θα παρευρεθεί στο μάθημα και να μην την περιμένουν. Καθώς της άρεσε η ζωγραφική, και αποτελούσε μια ευχάριστη ασχολία, μια φορά την εβδομάδα αργά το απόγευμα παρακολουθούσε τα μαθήματα στο εργαστήρι της  δημοτικής περιφέρειας.. Εκεί συναντούσε και τις φίλες σε μια μικρή διέξοδο από την καθημερινότητα.
Οι δείκτες του ρολογιού μετατοπίζονται και ο πολυπόθητος ύπνος δεν έρχεται. Ιδρώνει, μουσκεύει το μαξιλάρι, το νιώθει κρύο αλλάζοντας πλευρό. Τι και αν αλλάζει πλευρό, μάταια περιμένει να της έρθει ύπνος. Απόψε οι σκέψεις της ταξιδεύουν με επιμονή και την έχουν συνεπάρει μ’ όλα αυτά που συνέβησαν στο εμπορικό κέντρο. Μια αγωνία απροσδιόριστη την κατέχει. Ένας φόβος για τις καινούργιες εμπειρίες που έρχονται. Και σκέπτεται πως πρέπει να ξεπεράσει αυτόν το φόβο όταν οι προσωπικοί της δαίμονες συνεχίζουν να έρχονται με πολλές μεταμφιέσεις. Λαχταράει κάποιος να την πάρει αγκαλιά, να την παρηγορήσει και να την ευχαριστήσει «εκεί κάτω». Πώς το ποθούσε ένα προικισμένο ανδρικό μόριο σε στύση να την «βασανίζει». Σκέφτεται πως τη βασανίζει ακόμα πιο πολύ η έλλειψή του. Να μην έχει ένα χέρι αντρικό να την ακουμπήσει τώρα που κοιμάται μόνη, γυμνή, σε σεντόνια ζεστά, πλεγμένα ανάμεσα στα πόδια της και χτυπιέσαι στα σίδερα του κρεβατιού όπως τη χαϊδεύει μόνο το φως του φεγγαριού. Άνοιξε να δει τηλεόραση για να περάσει ώρα. Χάζεψε λίγο και μετά βρέθηκα να παρακολουθώ μια παλιά ταινία του Tony Scott το “Revenge” με την Madeleine Stowe και τον Kevin Costner. Καρφώθηκε ο αισθησιασμός της ταινίας τη συνεπήρε. Ήταν μια ταινία ερωτικού τριγώνου ανάμεσα στην γυναίκα ενός μεξικανού μεγιστάνα που παίζει ο Anthony Quinn και τον φιλοξενούμενο του Αμερικανό πιλότο. Ο πιλότος κι η νεαρή γυναίκα γίνονται εραστές κι οι ερωτικές σκηνές είτε στα παρασκήνια μιας βραδιάς χορού, είτε σε ένα ερημικό καταφύγιο, είτε σ’ ένα jeep οδηγώντας στην μεξικάνική στέπα, είναι ιδιαίτερα ερεθιστικές. Βρέθηκε να χαϊδεύεται κάτω από τα σκεπάσματα. Είχε τεντωθεί κι ανοιχτεί στα όρια της βοηθώντας το μουνί της με τα δάχτυλα της. Ήταν τέλεια αλλά η ζεστασιά του ζωντανού κορμιού, η ανάσα, η γλώσσα, το βάρος, το χάδι της έλειπαν. Σηκώνεται από το κρεβάτι, ξεκλειδώνει την μπαλκονόπορτα, και την ανοίγει διάπλατα. Δροσερή νυκτερινή αύρα μπαίνει και γεμίζει την κρεβατοκάμαρα. Κάθε ρίγος, κάθε ανατριχίλα στο κορμί της είναι μια ευχάριστη αίσθηση. Στο κορμί της που είναι ολομόναχο και πάλι απόψε. Κάθεται στο σκαμπό μπροστά στο καβαλέτο που της έχει αγοράσει o Νικηφόρος. 
Είναι πολύ αργά, περασμένα μεσάνυχτα. Η δροσιά της νύχτας τυλίγεται γύρω της τα πόδια της αναριγούν στο δρόσο. Της αρέσει o ήχος που κάνει το κάρβουνο στο χαρτί. Οι μουντζούρες, τα πασαλείμματα, σκοτίστηκε αν θα βγει καλό. Το μαύρο χρώμα στα δάχτυλά της λέει πως κάτι συμβαίνει. Έχει μέσα της μια φωτιά που τη παιδεύει. Κάτι πάει να γίνει. Κουνιέται πάνω στο σκαμπό ενώ σκιτσάρει, πίσω, μπρος, κλείνει για μια στιγμή τα μάτια, μ’ το ένα χέρι σφίγγει το κάρβουνο στα δάχτυλά της. 
 Στο μεγάλο, άδειο σπίτι βασίλευε απόλυτη σιωπή κι από το σκοτεινό κήπο δεν ακουγόταν ούτε θρόισμα φύλλων, παρ’ όλο που οι μπαλκονόπορτα του δωματίου της ήταν ανοιχτή. Ένα φρέσκο αεράκι φυσάει από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, αγκυλώνει το στήθος της, οι ρώγες σκληρές, ορθωμένες. Γέρνει στο πλάι και με το άλλο το ελεύθερο χέρι της ψάχνει να βρει τα ροδοπέταλα του αιδοίου της ανάμεσα στα σκέλια της. Χαϊδεύει την κλειτορίδα αργά και κυκλικά, Με τα δυο της δάχτυλα ανοίγει τα παχιά χείλη του αιδοίου της και τα χαϊδεύει με έντονες κινήσεις. Αριστερά, δεξιά. Πάνω κάτω. Κίνηση κυκλική. Το αιδοίο της φουσκώνει από την καύλα και τα μουνόχειλα της χωρίζονται στα δύο. Ωραία η αίσθηση πάνω στο ξύλινο σκαμνί και η ζέστη που δημιουργείται εκεί, ενώ όλο το υπόλοιπο κορμί της είναι δροσερό.
Τρίβει. Το ένα χέρι πιο δυνατά στο χαρτί.
Το άλλο χέρι πιο δυνατά πάνω στο ξύλινο σκαμνί.
Το κάρβουνο σπάει.. Όλο το αιδοίο της κολύμπησε στα ζεστά υγρά της ηδονής της. Μένει με έναν καυτό σφυγμό χαμηλά εκεί κάτω και μαύρη σκόνη στα γόνατά της.
Αυτόματα ένιωσε μία χαλάρωση και ήρθε στα πρόθυρα ενός γλυκού ύπνου. Σηκώθηκε από το ξύλινο σκαμνί έκλεισε την μπαλκονόπορτα και έπεσε στο κρεβάτι. Ας ήταν να γινόταν αυτές τις ηδονικές απολαύσεις να της ζούσε στην αγκαλιά του γοητευτικού άνδρα που οι ματιές τους  ξύπνησαν μέσα τους φλογερούς πόθους και επιθυμίες εκεί στο μπιστρό του εμπορικού κέντρου. 
Μα ταυτόχρονα φοβόταν τη κακία και τη κακογλωσσιά της κοινωνίας που καταδικάζει τις ανάγκες μια γυναίκας που της λείπει ο άνδρας. Και ξέρει πως πρέπει να ξεπεράσει το φόβο αυτόν, για να αποκτήσει αυτό ποθούσε. Να τον αποκτήσει να τον έχει εκεί στο άδειο από άνδρα κρεβάτι, εραστή φλογερό προσφέροντας ο ένας στον άλλο τους χυμούς του κορμιού τους και τον ανθό της νιότης τους.
Η μέρα ξημέρωσε. Το ξυπνητήρι δε χτύπησε καθώς το είχε απενεργοποιήσει από το βράδυ. Δεν είχε κοιμηθεί καλά. Ήταν δύσκολο βράδυ, βούλιαζε ανάμεσα στον ύπνο και το ξύπνιο. Η Εριφύλη αναστέναξε. Στριφογύρισε το καλοσχηματισμένο κορμί της άλλη μια φορά στο μεγάλο κρεβάτι της που ούτε θυμόταν πια πόσους μήνες κοιμόταν μόνη. Ο Νικηφόρος έλειπε. Βρισκόταν πολύ μακριά. Ταξίδευε στους ωκεανούς. 
Και η Εριφύλη ταξίδευε και πολεμούσε, με τους πόθους της σάρκας της. Ήταν πολύ θερμή γυναίκα η Εριφύλη αποζητούσε την ηδονή, και την απολάμβανε. 
Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου τρύπωναν από τις γρίλιες των κλειστών παντζουριών και σχεδίαζαν φωτεινές διακεκομμένες γραμμές στο πάτωμα του σκοτεινού δωματίου. Το σκουπιδιάρικο γρυλίζοντας και βογκώντας πέρασε πολύ αργά σήμερα από το στενό δρομάκι και κάλυψε τα πρωινά κελαηδήματα των σπουργιτιών στα μεγάλα δέντρα της αυλής. Μια ηλιόλουστη ημέρα ξεκινούσε ανακάθισε στο κρεβάτι και έτριψε τα μάτια της χουζουρεύοντας. 
Να που ένα ακόμα βράδυ είχε κοιμηθεί και πάλι σε άδειο κρεβάτι. Στην πραγματικότητα δεν είχε κοιμηθεί σχεδόν καθόλου. Όταν κατάφερνε να κλείσει τα μάτια της στα όνειρα της ερχότανε να τη βασανίσουν οπτασίες. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε αυτή την πίκρα. Έβλεπε συνέχεια ένα ερωτικό όνειρο, που διανθισμένο με παραλλαγές ανάλογα με τις διαθέσεις της, είχε πάντα πάνω της την ίδια επίδραση.
Ξυπνούσε με φωτιά ανάμεσα στα πόδια. Την έπιανε ένας ακαταμάχητος πόθος για χάδια και φιλιά. Με το που έφερνε στο νου της τα ερωτικά παιχνίδια του ονείρου, το σώμα της σπαρταρούσε από τη στέρηση. Το πρησμένο αιδοίο της την έτρωγε σαν να επρόκειτο να επακολουθήσει συνουσία. Έβλεπε παντού αυτό που της έλειπε περισσότερο. Ένα αρσενικό να βρει παρηγοριά στο αρρενωπό κορμί του.
Ανακάθισε στο κρεβάτι. Ο πρώτος πετεινός είχε λαλήσει από ώρα. Τώρα ξαναλαλούσε. Διαλαλούσε την κυριαρχία του στο κοτέτσι. 
«Τυχερά πουλιά οι κότες», σκέφτηκε η Εριφύλη. «Έχουν μαντρωμένο αυτόν που τους διώχνει τις επιθυμίες». 
Κατέβασε τα πόδια της από το κρεβάτι. Τα γυμνά πέλματα ακούμπησαν κάτω. Ανατρίχιασε. Δεν ήξερε τον λόγο. Ή μάλλον τον ήξερε πολύ καλά. Πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που κάποιος είχε ακουμπήσει τις πατούσες της. Πού είχε παίξει με τα δάχτυλα της.
Είναι η μέρα που συνήθως δεν έχεις πολλές υποχρεώσεις και ο ύπνος είναι μια απόλαυση που μπορεί να τη χαρίσει στον εαυτό της. Βαριόταν να σηκωθεί κι έτσι ανακάθισε λίγο στο κρεβάτι της και προσπάθησε ν' αφουγκραστεί κάποιον απ' τους γνωστούς καθημερινούς θορύβους της γειτονιάς. 
Τα χαριτωμένα και αξιαγάπητα διαβολάκια της σίγουρα κοιμόνταν ακόμη.
Το βράδυ δεν έλεγαν να κλείσουν μάτι με τις ιστορίες του παππού, που ηχούσαν και στα δικά της αυτιά.
«Παππού ακόμη μια»
«Τελευταία ήταν δεν έχει άλλη.»
«Παππού να μια μικρή.»
Τους άρεσε να ακούν ιστορίες από τη ζωή του παππού και της γιαγιάς. Ειδικά οι προσωπικές τους ιστορίες είναι αυτές που τα κάνουν να τους θαυμάζουν τόσο πολύ. Στο παιδικό τους μυαλό ο παππους και η γιαγιά ξέρουν τα πάντα!
«Ακόμη εδώ είστε εσείς;» διέλυσε τη μαγεία η κοφτή φωνή της μητέρας τους κι έκανε τον πατερα της, να τιναχτεί όρθιος ξαφνιασμενος.»
«Καλέ μου πατέρα», συνέχισε η Εριφύλη απευθυνόμενη στον ηλικιωμένο πατερα της, «Δεν πρέπει να αφήνεις την εγκονια σου να σε παρασύρουν σε νυχτέρια στην κατάστασή σου. Η υγεία σου θέλει προσοχή, ο γιατρός σου συνέστησε ηρεμία και καλό ύπνο».
«Κορη, η συντροφιά των εγκονων μου με το ονειροπόλο βλέμμα τους στα όμορφα μάτια τους είναι η καλύτερη συνταγή για όνειρα γλυκά και βελούδινα», χαμογέλασε εκείνος κοιτάζοντας τρυφερά τη κόρη του.
«Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, είσαι ένας πλανερός παραμυθάς, αλλά σε λατρεύουμε μικροί μεγάλοι εδώ μέσα σπιτι», του ανταπέδωσε το χαμόγελο η Εριφύλη και στράφηκε στα μικρα παιδια της.
«Μαμα λιγο ακόμη»
«Ύπνο γιατί θα σας διώξω διαβολάκια. Να πάτε σπίτι σας.» Τα μαλλώνει δηθεν ο παπούς.
«Ψέματα λες. Δεν μας διώχνεις.»
«Ντροπή. Λέει ποτέ ο παππούς ψέματα;»
«Όχι δε λέει. Αλλά και ποτέ δεν μας διώχνεις.»
«Φιλάκια στη γιαγιά στη μαμά και μπρος στο κρεβάτι.»
Αν μη τι άλλο, οι γονείς της αξίζουν την αγάπη των παιδιών της γιατί τα λατρεύουν χωρίς όρους σκέφτηκε μ’ ένα χαμόγελο ικανοποίησης η Εριφύλη.
«Α ρε πατέρα, έγινες παππους και ξέχασες πόσο αυστηρός πατέρας ήσουν.»
Είναι μονάχη της. Ένιωθε μια πολύ περίεργη κατάσταση. Υπάρχουν στιγμές νιώθει κάπως περίεργα αλλά δεν ξέρει και πώς. Ένιωθε εντελώς πνιγμένη μπερδεμένη με τις επιθυμίες της. Νιώθει ότι δεν είναι ο εαυτός της πλέον. Από τη μια ήθελε να μείνει μόνη της να νοιώσει νοερά την παρουσία του άνδρα που της βασάνιζε το νου από την άλλη την τρέχουν ένοχες και αποζητούσε την παρέα να αλλάξει παραστάσεις το μυαλό της. Έμεινε στο ισόγειο του σπιτιού με τους γονείς μέχρι αργά. Τα δυο αγγελούδια της τα είχε πάρει ο ύπνος λυπήθηκε να τα ξυπνήσει. Κοιμήθηκαν στους γονείς της. Άλλωστε το συνήθιζαν αυτό μερικά Σαββατοκύριακα να κοιμούνται με τον παππού και τη γιαγιά.
Θυμήθηκε τα χθεσινά. Μήπως και τα ξέχασε και καθόλου. 
Σα να μην έφταναν όλα αυτά νοιώθει μόνιμα μια υγρασία μια λαχταρά μια λιγούρα αχόρταγη στο μουνάκι της και το βρακάκι της μούσκεμα. Λες και κει που το είχε για ήσυχο, σήκωσε δική του παντιέρα, δική του κυβέρνηση  και ζητά την ανεξαρτησία του.
Ένα μισό-τελειωμένο σκίτσο είναι στερεωμένο στο καβαλέτο. Ο γοητευτικός άνδρας του εμπορικού κέντρου να την κοιτάζει ηδονικά λες και το ζωγράφισε με το μουνί της.
Ασυναίσθητα γύρισε και κοίταξε το σκίτσο. Το κοιτούσε. Αυτός ο άνδρας της είχε κατακτήσει το μυαλό. Δεν άντεχε απ' το συναίσθημα που κυρίευε το μυαλό της.
Νιώθει πολύ τσιτωμένη και έχει μια απίστευτα έντονη λαχτάρα να χαλαρώσει και να απελευθερώσει τις πρωινές σεξουαλικές ορμές της.
Επιστρατεύοντας όλο της το κουράγιο, πήγε στο μπάνιο για ένα ντους με τρεμάμενο βήμα και με το αιδοίο της πρησμένο. Έπιασε τα μαλλιά της, δοκίμασε τη θερμοκρασία του νερού και στη συνέχεια μπήκε κάτω από το ντους αφήνοντας το ζεστό νερό να ταξιδέψει επάνω στο κορμί της, χαλαρώνοντας την. Ακόμα και κάτω από το ντους, το χάδι του ζεστού νερού στην επιδερμίδα της δε βελτίωσε διόλου την κατάστασή της. Τα μέλη της είχαν ανατριχιάσει. Τα χέρια της γλίστρησαν πάνω στο σαπουνισμένο σώμα της, επιμένοντας στα ευαίσθητα σημεία. Έκλεισε τα μάτια της για να απολαύσει την ηδονή της. 
Πήρε βαθιά ανάσα. Το δωμάτιο του μπάνιου την έπνιγε. Βγήκε από το μπάνιο με δεξιοτεχνικές κινήσεις έκανε την πετσέτα σαν τουρμπάνι Μαχαραγιά και τύλιξε τα βρεγμένα μαλλιά της,  φόρεσε κατάσαρκα το βαμβακερό λευκό μπουρνούζι της αφήνοντας σταγόνες νερού να πέφτουν απ' το κορμί της και από τις άκρες των μαλλιών της. Εξουθενωμένη τώρα στεκόταν όρθια στο σαλόνι του διαμερίσματος της και συνειδητοποιεί ότι η συζυγική της πίστη προσκρούει σθεναρά στις αυξημένες σεξουαλικές της επιθυμίες που μένοντας απραγματοποίητες της ζητούν να  υπερνικήσουν τη συζυγική της αφοσίωση, σαν άλλη Αφροδίτη που αν και παντρεμένη με τον Ήφαιστο, είχε εραστές, τόσο θεούς (όπως ο Άρης) όσο και θνητούς (όπως ο Άδωνις και ο Αγχίσης, από τον οποίο η θεά γέννησε τον Αινεία, γενάρχη των Ρωμαίων).
Σκέφτηκε το Νικηφόρο. Λείπει πέντε μήνες τώρα και ίσως να λείψει ένα με δυο ακόμη. Η ναυτιλιακή εταιρεία τον έχει ανάγκη με το αζημίωτο βέβαια, στα νέας τεχνολογίας πλοία της. Και η Εριφύλη τον έχει ανάγκη μα δεν επιθυμεί να του βάλει διλήμματα. Σέβεται την σκληρή δουλειά του και τις υποχρεώσεις τους. Νοιώθει περίσσια και τρυφερή αγάπη γι' αυτόν, τον νοιάζεται, είναι ο σύντροφος της και πατέρας των παιδιών τους. Δυστυχώς έχει παρατηρήσει ότι με την πάροδο του χρόνου το σεξουαλικό τους πάθος του ενός για τον άλλο μοιραία είχε εξασθενίσει. 
Δεν εξαφανίστηκε δια μαγείας, απλώς με την πάροδο του χρόνου, σταδιακά μετουσιώθηκε σε συντροφικότητα, επικοινωνία, κατανόηση και κοινούς στόχους. Όλα αυτά σήμερα έρχονται σε σύγκρουση με τις σωματικές ανάγκες της που της υπενθυμίζουν την ύπαρξή τους κάθε ώρα και στιγμή, χωρίς να τη ρωτήσουν (είναι σαν να προσπαθείς να μη φας τίποτα για μια μέρα........ και θα καταλάβεις, αναγνώστη μου). 
Δεν της λείπει πια η τρυφερότητα και η ουσιαστική επικοινωνία με το σύντροφο της, αλλά της λείπει η σεξουαλική ανάγκη που αναζητά το κορμί της, αυτή η ανάγκη που βρίσκεται στις πρωταρχικές ανάγκες του ανθρώπου και είναι ισότιμη της πείνας και της δίψας και όλων των υπόλοιπων βιολογικών αναγκών που μπορούν να προσφέρουν στον άνθρωπο την επιβίωση.
Η καύλα του κορμιού της δεν αναγνωρίζει αυτή τη στιγμή συντροφικότητα και κοινούς στόχους. Η καύλα που αισθάνεται μέσα της στροβιλίζει το μυαλό της και χορεύει με τα εσώψυχα της. Η καύλα  κάνει το κορμί της ν' αναζητά με έντονη επιθυμία σεξουαλική συνεύρεση και ο Νικηφόρος ήταν μακριά πολύ μακριά και σαν σε ομίχλη θολή ερχόταν η εικόνα του στο μυαλό της. 
Τούτες τις ώρες στις σκέψεις της κυριαρχούσε η εικόνα του γοητευτικού άνδρα του μπιστρό. Ένας άντρας που το πιο πιθανό ήταν να μην τον ξανάβλεπε ποτέ στη ζωή της. Πώς ήταν δυνατόν αυτό; Μέχρι τώρα, όλα στη ζωή της ήταν τακτοποιημένα στην εντέλεια. Ειδικά η ερωτική της ζωή. Είχε τον Νικηφόρο, τον καλύτερο άντρα που θα μπορούσε ποτέ να ζητήσει. Ο Νικηφόρος είχε όλες τις προδιαγραφές να την κάνει ευτυχισμένη. Και το έκανε. Τόσα χρόνια που ήταν μαζί του, ούτε που είχε ποτέ διανοηθεί να σηκώσει τα μάτια της να κοιτάξει άλλο άντρα. Δεν ήταν και του χαρακτήρα της, άλλωστε. Μέχρι τώρα, πολλοί την κοίταζαν, αλλά εκείνη τους έφτυνε. Τελευταία λοιπόν δεν είναι καλά. Τι έχει πάθει τώρα ξαφνικά και τον φανταζόταν αυτόν τον άγνωστο άνδρα μ΄ ένταση, και είχε  συνεχώς τη μορφή του ολοζώντανη στο μυαλό της με την έντονα αρρενωπή ελκυστικότητα.
Κι αν μη τι άλλο, αυτές οι φαντασιώσεις έκαναν την ερωτική επιθυμία της για εκείνον τον άνδρα να φουντώνει σαν πυρκαγιά. Ένιωθε πως ξέχασε την μέχρι χθες ζωή της. Τα ξέχασε όλα, σαν να είχε φάει το γλυκό ρόδι που είχε δώσει ο Πλούτωνας στην Περσεφόνη για να ξεχάσει την προηγούμενη ζωή της. Κι όλα αυτά, επειδή ένας τύπος μέσα σ' ένα μπαρ την κοίταζε επίμονα, σταθερά, σαν να ήθελε κάτι να της πει.
Έχει περάσει ένα βασανιστικό βράδυ από εκείνη την ώρα που τον είδε και αυτά τα ερωτήματα συνεχίζουν να κατακλύζουν το μυαλό και τη καρδιά της…
Η θύμηση του Νικηφόρου δεν κάλυπτε το κενό του στο κρεβάτι η απουσία του ήταν μεγάλη, έντονη κι ορισμένες φορές επώδυνη. Πολλές φόρες κοιμότανε και οι μικροί γιοί πλάι της αλλά ο Νικηφόρος της έλειπε αφόρητα. Της έλειπε η ζεστασιά του, η οσμή του, τα χάδια του, η ορμή του, ο έρωτας του, τα χείλη του, τα φιλία του σ’ όλο το σώμα και γιατί όχι στο μουνί της. Της έλειπε η πούτσα του να τη πηδήξει, να τη σοδομήσει, να τη ξεσκίσει. Όσες φορές που γύριζε ο Νικηφόρος τις περνούσαν στο κρεβάτι για μέρες! Σπίτι και πήδημα μέχρις εσχάτων! Αυτές ήταν οι χαρούμενες μέρες γιατί οι λυπημένες μέρες πολλαπλασιαζόταν. Μιλούσαν καθημερινά με τον Νικηφόρο. Η σχέση τους ήταν δυνατή κι ο λόγος του της ζέσταινε την καρδιά αλλά η απουσία του της τάραζε το σώμα. Τον ήθελε, τον ποθούσε κι η αυτοϊκανοποίηση με διάφορα μέσα κι εργαλεία δεν της έσβηνε την κάψα.
Και να που στη θέση του Νικηφόρου, στο μυαλό της παρουσιάστηκε ξανά το πρόσωπο εκείνου του άνδρα. Άθελά της ένα τραγούδι ήρθε ξαφνικά στη μνήμη της, αν και κάπως μπερδεμένο: 
«Ήρθε μ' ένα πλοίο 
με ξένο όνομα, 
τον βρήκα στο λιμάνι το σούρουπο 
και στην πικρή φωνή του υπήρχε θλίψη 
ο πόνος και η κούραση του ακορντεόν. 
Κάπως έτσι. Θυμήθηκε τώρα πώς ξεκινούσε το τραγούδι: 
Ήταν όμορφος και καστανόξανθος σαν ώριμο στάχυ, 
στο στήθος τατουάζ μια καρδιά. 
Το τραγουδάει μια γυναίκα που έχει σαγηνευτεί από τον όμορφο ξένο. Τον όμορφο ναυτικό που πέρασε μία νύχτα, μόνο μία νύχτα, απ' τη ζωή της. Υπήρχε άραγε μια τέτοια γυναίκα στην περίπτωση του δικού της άνδρα στο μπιστρό; Σίγουρα αυτός ο τύπος διέθετε την απαραίτητη δόση μυστηρίου ώστε να γαντζωθεί μια γυναίκα από πάνω του, όπως τα πουλιά στα κλαριά των δέντρων. 
«Οι μυστηριώδεις άνδρες είναι γοητευτικοί» μονολόγησε η Εριφύλη. 
Γι' αυτό η γυναίκα τον ψάχνει σ' όλα τα λιμάνια, 
τους ναυτικούς ρωτά γ' αυτόν 
και παρότι κανείς δεν της λέει 
αν είναι νεκρός ή ζωντανός 
αυτή εξακολουθεί να τον ψάχνει πιστή.
Η Εριφύλη ξέρει μέσα της και ας μην θέλει να το αποδεχτεί πως η εικόνα του θα συνεχίζει να την βασανίζει. Η θέα εκείνου του άγνωστου άντρα στο ρεστοράν της πήρε το μυαλό της. Δεν μπορούσε να δώσει λογική εξήγηση. Μόλις τον αντίκρισε, σχεδόν άκουσε το αίμα της να κοχλάζει στις φλέβες της. 
«Και δεν μου λες, κοπέλα μου;» μίλησε μέσα της η φωνούλα. «Θα ένιωθες έτσι γι' αυτό τον άγνωστο άντρα αν δεν απουσίαζε τόσο πολύ καιρό ο Νικηφόρος; Αν δεν σου έλειπαν όλα αυτά, που σου προσφέρει η θερμή αγκαλιά του. Ε;» 
«Δεν ξέρω...» ψιθύρισε η φωνή της που έβγαινε από τα κατάβαθα τον εαυτού της. 
«Ξέρεις!» επέμεινε η φωνή. 
«Δεν ξέρω!» επέμεινε θυμωμένη η Εριφύλη. «Ξέρεις!» συνέχισε να επιμένει η φωνή-τύραννος. «Ε, ναι, λοιπόν! ναι!» φώναξε σχεδόν η Εριφύλη. Την έπιασε πανικός σ' αυτή τη συνειδητοποίηση. Το σκέφτηκε και της φαινόταν απίστευτο πως έπρεπε να φτάσει δέκα χρόνια παντρεμένη και να βρεθεί μέσα σ' ένα απόγευμα, σ' ένα δευτερόλεπτο, ένας άγνωστος άνδρας μέσα σ' ένα εστιατόριο να της πάρει τα μυαλά... Το σκεφτόταν από εδώ, το σκεφτόταν αποκεί, αλλά συμπέρασμα δεν έβγαζε. 'Ήταν, όμως, αποφασισμένη να βγάλει. Εκείνη τη στιγμή δεν λογάριαζε τις συνέπειες. Ούτε καν της πέρασε από το μυαλό ότι κάποια στιγμή θα επέστρεφε και ο Νικηφόρος και τι θα γινόταν μετά. Ξαφνικά, κατάλαβε ότι αυτό που μόλις είχε παραδεχτεί σήμαινε κίνδυνο. Κίνδυνο να δώσει μια και να διαλύσει ό,τι μέχρι σήμερα είχε φτιάξει με τόσο κόπο. Κι ας ερχόταν αυτό σε πλήρη αντίθεση με τα πιστεύω της και τις αρχές της. 'Έτσι όπως καθόταν στο μπαλκόνι και κοιτούσε τα βουνά, ξαφνικά ένιωσε έναν ανείπωτο φόβο να της πλημμυρίζει τα φυλλοκάρδια. 'Ήταν ένα προμήνυμα να κάτσει στ' αυγά της και είχε ένα έντονο προαίσθημα ότι αυτό πού ετοιμαζόταν να κάνει δεν θα της έβγαινε σε καλό. Αισθανόταν ήδη ένοχη, σαν τη διαβητική πού έβαλε χέρι στο απαγορευμένο μιλφέιγ της «Δέσποινας».
Μια δεύτερη φωνή παρακάλεσε από μέσα της να της ξαναδώσει τα λογικά της, να ξανασκεφτεί την επιθυμία της για κρυφή ερωτική σχέση. «Κορίτσι μου, είσαι με τα καλά σου; Σκέφτεσαι λες κι είσαι απόλυτα σίγουρη ότι θα τον ξανά-συναντήσεις!» μουρμούρισε στον εαυτό της. «Κι όμως, έτσι, έτσι ακριβώς είναι!» είπε η φωνούλα μέσα της, αυτή που τόσο πολύ την εκνεύριζε καμιά φορά, αλλά που χωρίς αυτή δεν θα μπορούσε να ζήσει. Θα βαριόταν αφόρητα κι έτσι, λοιπόν, άφησε το ένστικτό της να την οδηγήσει.
..... .... Η αυγή έμοιαζε να αναδύεται σαν ένας κόκκινος καπνός που σκέπαζε τις βουνοκορφές στον ορίζοντα. Μόλις πρόβαλε ο ήλιος όμως η μαγεία χάθηκε. Ησυχία επικρατούσε στην μεγάλη αυλή τους , ακόμη και τα τιτιβίσματα των πουλιών είχαν εξασθενίσει. Τα παιδιά ακόμη κοιμούνται. Ο ήχος της καμπάνας από την γειτονική εκκλησία είχε σωπάσει κ' αυτή.
Καθώς ο Ήλιος αναδύθηκε πέρα από τις βουνοκορφές της Πάρνηθας ένα αντιφέγγισμα μέσα από μια θολούρα υγρασίας έσκασε μύτη, θαμπός, για λίγο, μια στιγμιαία λάμψη, κι έπειτα μια έκρηξη φωτιάς, άστραψε ο τόπος. Είχε βρέξει από βραδύς και ο βραδινός βοριάς καθάρισε την ατμόσφαιρα. Ήταν διαυγής πεντακάθαρη. Ούτε ένα ζεστό μπάνιο κι ένα βολικό κρεβάτι δεν την είχαν απαλλάξει εντελώς από την ταλαιπωρία που είχε με τις νυχτερινές της καύλες. Πετώντας το σεντόνι στην άκρη, κατέβασε τα πόδια της στο  πάτωμα. Σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο για να τραβήξει τις κουρτίνες πίσω και να επιτρέψει στο φως του ήλιου να ξεχυθεί στο δωμάτιο. Οι ηλιαχτίδες γλίστρησαν πάνω της σαν υγρό κεχριμπάρι. Έκλεισε τα μάτια της και γύρισε το πρόσωπό της στον ήλιο, απολαμβάνοντας τη ζεστασιά με λαχτάρα. Ήταν μια όμορφη μέρα, έτσι όπως μπορεί να είναι μια ανοιξιάτικη μέρα μόνο στην Ελλάδα. Τυλιγμένη στο μπουρνούζι πήρε τον καφέ της και βγήκε στο ευρύχωρο μπαλκόνι για να δροσιστεί και να ηρεμήσει από την καύλα.
 Ξάπλωσε αναπαυτικά στα μαξιλάρια της μεγάλης καρέκλας από μπαμπού. Έκλεισε τα μάτια της για λίγα δευτερόλεπτα, μη μπορώντας ν΄ αντέξει την εκτυφλωτική λάμψη. Οι θόρυβοι της ήσυχης συνοικίας ήταν σαν το μακρινό μουρμούρισμα της θάλασσας, σαν το θρόισμα του δάσους το δειλινό. Οι λεύκες και τα άλλα μεγάλα δένδρα της αυλής άρχισαν να τρέμουν ελαφρά κι ύστερα να κυματίζουν καθώς η πρωινή αύρα χάιδευε τα φύλλα τους. Ένα διακριτικό, σχεδόν αδιάφορο αεράκι, φέρνει από την βουνοπλαγιά την πρωινή δροσιά στο γυμνό της κορμί κάτω από το μπουρνούζι της,  ένιωσε το κορμί της ν ανατριχιάζει. Οι τούφες από τα καστανό-κόκκινα μαλλιά της που ξεχύνονται έξω από την πετσέτα στο κεφάλι της έχουν φωτίσει, και χρυσίζουν στον ήλιο.  
Μα ούτε η απαλή δροσιά την ημέρεψε. Οι καύλες επιμένουν να την παιδεύουν και να βασανίζουν το κορμί της, μετά από έναν ταραγμένο ύπνο γεμάτο σεξουαλικά όνειρα. Προσπαθούσε να επεξεργαστεί και να καταλάβει πώς ένοιωθε γιατί το μόνο σίγουρο ήταν πως εκείνο που είχε καρφωθεί στο μυαλό της από την προηγούμενη ημέρα ήταν η εικόνα του όμορφου άνδρα στο εστιατόριο του εμπορικού κέντρου και το έντονο φούσκωμα που είχε ανάμεσα στα πόδια του. Και μόνο που το σκεφτόταν ασυναίσθητα έγλειφε τα χείλια της και ένοιωθε μία πίεση χαμηλά στην κοιλιά της. Ερεθιζόταν όσο περισσότερο θυμόταν τα χθεσινά γεγονότα και το κορμί της άναβε. Το απίστευτο ήταν πως μέχρι τότε, δεν είχε ποτέ διανοηθεί να δει τόσο έντονα ερωτικά άλλον άντρα πέρα από το Νικηφόρο. Το γεγονός λοιπόν ότι ένοιωθε αυτήν την αναστάτωση την τάραζε. Από τη μία καύλωνε, από την άλλη φοβόταν πολύ και δε βοηθούσε ιδιαίτερα το συντηρητικό περιβάλλον που είχε μεγαλώσει. Γενικά όλη η ψυχολογία της ήταν ένα μπέρδεμα. 
Θέλησε να μοιραστεί αυτά τα ερωτικά της όνειρα με την Ελπινίκη που είναι σε θέση να την καταλάβει γιατί βρίσκονται στην ίδια τροχιά για πράγματα όπως τα είχε ονειρευτεί.
Την παίρνει τηλέφωνο. «Καλημέρα φιλενάδα.»
Η Ελπινίκη ξυπνά κ τρίβει τα μάτια της με τα χέρια της. 
«Έι καλημέρα» λέει η Ελπινίκη αγουροξυπνημένη.
«Πως νιώθεις σήμερα;» ρωτά Εριφύλη.
«Νομίζω είμαι καλά.» λέει η Ελπινίκη.
«Ωραία.» 
«Ει-κοιμήθηκες καλά Εριφύλη, η δεν έχεις ύπνο;»
«Τρελάθηκες; Για ύπνο είμ' εγώ τώρα;!»
«Τι λες μωρή φιλενάδα;»
«Ωραίο πράμα το όνειρο. Ε, Ελπινίκη;»
«Ποιο όνειρο;»
«Χτες το βράδυ; Το όνειρο, κορίτσι μου! Ήμασταν, λέει, με το φιλαράκο μας και ξεσαλώναμε.»
«Χτες το βράδυ;»
«Ναι, όνειρο είναι, ρε Ελπινίκη, ό,τι τύχει μπροστά σου βλέπεις!»
«Ο,τι τύχει ή ό,τι γουστάρεις;»
«Ο,τι σου λείπει, ξέρω ’γώ;  Καύλες μ’ έπιασαν να με παιδεύουν και να βασανίζουν το κορμί μου.»
«Και βρεθήκαμε εσύ και εγώ με το φίλο μας;»
«Ναι, είδα ότι ήμασταν μαζί κάπου στη θάλασσα! Αα, και σε μια βίλα.» 
«Και που ήταν αυτή η βίλα κορίτσι μου.»
«Μια παλιά βίλα, ξέρω ’γώ, μια βίλα στα νότια προάστια, τι σε νοιάζει, ρε Ελπινίκη που ήταν! Εδώ λέμε, μας περίμενε πως και πως! Αν μ' έπιανες εκείνη την ώρα που φτάσαμε την καρδιά μου, πήγαινε να σπάσει!»
«Χτυποκάρδι, ε;»
«Χτυποκάρδι, καρδιοχτύπι, λέει, όπως θέλεις πάρ’ το! Ξέρεις τι είναι να ανοίγει η πόρτα και να βλέπεις να εμφανίζεται μπροστά σου ο εραστής τον ονείρων μας; Ο ένας και μοναδικός εραστής;»
«Και μετά;» 
«Μετά-μετά, δεν θυμάμαι.»
«Σα να λέμε σαν ερωτευμένη κάνεις.»
«Τι ερωτευμένη μου λες, καυλωμένη είμαι ρε Ελπινίκη, καυλωμένη!»
«Τώρα κατάλαβα. Καλημέρα λοιπόν. Κι άμα δεις τον φίλο μας ξανά στον ύπνο σου, έχει τα φιλιά μου.»
«Το βράδυ ξάπλω κι ονειρέψου τον κι εσύ.» 
«Εμένα, ρε Εριφύλη δεν με καταδέχεται ο φίλος μας στα όνειρά μου. Ρε Εριφύλη, δεν βρίσκεις τίποτε καλύτερο να δεις στον ύπνο σου απ’ τον φίλο μας;»
«Σαν τι, ρε Ελπινίκη;»
«Τον Άγιο Ονούφριο, ας πούμε.»
«Ποιος είναι αυτός ο Νούφριος; ρε Ελπινίκη;»
«Ένας άγιος στα μέρη μου, στο Νησί, στο Ακρωτήρι! Ερημίτης! Γύριζε γυμνός στην έρημο μ’ ένα κουρελάκι που σκέπαζε τ’ αχαμνά του. Έρημος στην μοναξιά ήταν κι αυτός. Να, καλή ώρα, σαν και μας που λείπουν τα ταίρια μας.» 
Όταν κλείνει το τηλέφωνο η Εριφύλη συνεχίζει την ονειροπόληση της μηρυκάζοντας τα βραδινά της όνειρα.

Click to Open
Ερωτική Μυθοπλασία II: (Μέρος.. 2)
.....
 
Web Informer Button