ADS

click to open

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022

Enas Skilos Xarismatikos

Bouboutselia (Panagitsa) 1957

Υπάρχουν κάτι στιγμές λες και ταγμένες από τη μοίρα να του υπενθυμίζουν έντονα γεγονότα περασμένα, στιγμές που διαλύουν την ομίχλη της λήθης και τον υποχρεώνουν να κάνει μια ανασκόπηση της ζωής του, μέσα απ' ένα χείμαρρο αναμνήσεων και ηχηρό χτυποκάρδι.
Με νοσταλγία θυμάται μια θλιμμένη εικόνα από εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα, και ακόμη κι αν πέρασαν τόσα χρόνια, η νοσταλγία και η θλίψη κάνουν εμφάνιση στην αναπόληση του παρελθόντος.
Καλοκαίρι του χίλια εννιακόσια πενήντα επτά, ήταν μόλις επτά χρονών. Το τοπίο στις αναμνήσεις του ήταν τόσο γνώριμο.
Στη βορειοανατολική πλευρά της αυλής του σπιτιού τους υπήρχαν δυο αιωνόβιες ελιές με πολύ μεγάλο κορμό. Τα εντυπωσιακά αυτά δένδρα στην βάση τους ήταν αγριελιές πράγμα που επιβεβαίωνε την αρχέγονη φύση τους και στην συνέχεια εξημερώθηκαν από τον άνθρωπο.
Ο κορμός της μιας ελιάς είχε  εντυπωσιακή εξωτερική όψη και ήταν κούφιος στο εσωτερικό του, το καρδιόξυλο έχει σαπίσει από τα χιλιάδες χρόνια της ηλικίας του.Είχε αποσαθρωθεί στο σύνολο σχεδόν του εγκάρσιου ξύλου κι έτσι ο κορμός ήταν ανάγλυφος και κούφιος στο εσωτερικό του. 
Μέσα εκεί λοιπόν σ' αυτό το χώρο ήταν η κατοικία του άγρυπνου φύλακα του σπιτιού ένα θαυμάσιο θηλυκό κυνηγόσκυλο ένα λευκό και κόκκινο Σέτερ. Η Μπέτι.
Απ’ όταν μικρό παιδί θυμάται τον εαυτό του, τον θυμάται να αναπτύσσεται  και να μεγαλώνει μαζί με το σκύλο τους, μαθαίνοντας να εκφράζει την αγάπη του, και να δένεται με αφοσίωση συναισθηματικά μαζί του. Υπήρχαν όλα εκείνα τα συστατικά της αληθινής σχέσης και φιλίας.
Οποιοσδήποτε έχει μεγαλώσει με την συντροφιά ενός σκύλου ξέρει ότι πολύ δύσκολα μπορεί να συγκριθεί μια τέτοια φιλία.
Μερικοί ψυχίατροι υποστηρίζουν πως ο τετράποδος σύντροφος αποτελεί τον ομφάλιο λώρο που μας συνδέει με την αθώα και άδολη ύπαρξη μας, με τον αρχέγονο εαυτό μας, τις ρίζες μας.
Κι όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τη φύση, τόσο πιο πολύ θα μας χρειάζονται τα ζώα. Για να εξισορροπούν μέσα μας την αρμονία.
Το πιο συγκινητικό περιστατικό που έχει ποτέ γραφτεί για συμπεριφορά ζώου, αναφέρεται στον Άργος το πιστό σκύλο τού Οδυσσέα που αναγνώρισε τον κύριο του ύστερα από είκοσι χρόνια. Αυτό έγινε παρά το γεγονός ότι ο Οδυσσέας ήταν μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο. Αμέσως μετά, ο Άργος πέθανε. Η αφοσίωση, του σκύλου σαν έννοια είναι τόσο αξιομνημόνευτη που βρίσκει τη θέση της μέσα στο έπος. Η αφοσίωση αυτή φαίνεται κι από τον τρόπο που περιγράφεται το γεγονός. Δεν αναγνώρισε μόνο ο Οδυσσέας τον Άργο και συγκινήθηκε, ούτε μόνο το ανάποδο... Και οι δύο αναγνώρισαν ο ένας τον άλλο παρ' όλη την διαφορά στην εμφάνισή και των δύο.

Στο χωρίο από την Οδύσσεια [17 (Ρ).290-327]
Αυτά καθώς λαλούσανε κι ανάμεσό τους λέγαν,
σκυλί που κοίτουνταν, τ' αυτιά και το κεφάλι ορθώνει,
ο Άργος, που ο αντρόψυχος Δυσσέας τον είχε θρέψει,
όμως δεν τόνε χάρηκε, γιατ' είχε φύγει εκείνος
............................................
Αυτά σαν είπε, στα λαμπρά παλάτια μέσα μπήκε,
και πήγε τους καμαρωτούς μνηστήρες ν' ανταμώση.
Όμως τον Άργο θάνατος μαύρος κι αχνός τον πήρε,
σαν είδε τον αφέντη του, στα είκοσι χρόνια απάνω.


Η Μπέτι τους ήταν ένας σκύλος με χαρισματικό, αξιαγάπητο χαρακτήρα. Πανέξυπνη, σε σημείο να μπορείς να τη χαρακτηρίσεις πανούργα, γενναία, ζωηρή, αξιόπιστη και τρυφερή.
Ένας θαυμάσιος σκύλος για τους κατοίκους της εξοχής, άριστο κυνηγόσκυλο, και τέλος ένας υπέροχος σύντροφος για την οικογένεια του. Ένα αψύ, σκληροτράχηλο και γνήσιο τέκνο της Ιρλανδίας, άγρυπνη σκοπός του σπιτιού, γάβγιζε σε κάθε ύποπτο πλησίασμα στην περίμετρο του χώρου της, αμείλικτος κυνηγός.
Αυτό το υπέροχο σκυλί γεννούσε θετικά συναισθήματα στην ψυχή του, που τον συνοδεύουν σε όλη του τη ζωή. Εκτός από τη συντροφιά της θυμάται την ασφάλεια που ένοιωθε δίπλα της. Μοιραζόταν μαζί της την επαφή με τη φύση, περπατώντας μες στ' άγρια χόρτα της Άνοιξης. Γύρω τους η φύση είχε στολιστεί, φορούσε τη φορεσιά της γιορτής και οι μυρουδιές των άγριων λουλουδιών, γεμίζανε τον αέρα. Τα χελιδόνια πετούσανε στο γαλανό χρώμα τ΄ ουρανού, μέλισσες, σφήκες, μύγες χρυσές, γυρίζανε μέσα στα χαντάκια, μ΄ ένα αρμονικό βουητό, πάνω στα λουλούδια τα πολύχρωμα, στις παπαρούνες, που πολλές, πλήθος, φύτρωναν εκεί, ανάμεσα στο μονότονο πράσινο των χωραφιών και κουνιόνταν στο σιγαλό αεράκι που φυσούσε. Ανέμελα έτρεχαν πλάι- πλάι στους διάσπαρτους μικρούς αγρούς, τους χαμένους σ’ εκείνο το περίπλοκο ανάγλυφο στις πλαγιές, τόσο μακριά από το θόρυβο του κόσμου. Ανέμελα περιδιάβαιναν το ρουμάνι στο Μεγάλο Ρέμα, μέσα από τα σκίνα και τις πουρναριές με το βαθυπράσινο χρώμα, που τα φύλλα τους ποτέ δε θρόιζαν, τις κουμαριές, τις καταπράσινες, χειμώνα, καλοκαίρι, και το φθινόπωρο τα κούμαρα τους να λάμπουν κόκκινα, έντονα ερωτικά.
 Κι όλη αυτή η επαφή μ΄αυτές τις μυρωδιές και την ανοιχτωσιά του τοπίου του έδειχναν σαν γεννήματα της φαντασίας, σαν σκιές, που τον αγκάλιαζαν και τον ανέβαζαν στους εφτά ουρανούς.
Ο χρόνος κυλούσε, προχωρούσε, ξημέρωνε. Το φως της μέρας έπαιρνε τη θέση του στους λόφους και τα ρέματα. Τ’ άστρα και η σελήνη είχαν κρυφτεί όταν τα πρωινά ξεκινούσαν παρέα για το σχολειό παίρνοντας το μονοπάτι που φιδογυρίζοντας ανάμεσα στα πλατώματα της ανατολικής πλαγιάς κατέληγε στο χαντάκι της ρεματιάς και σε μια επίπεδη αμμουδιά που τα μανιασμένα νερά των εποχικών βροχών είχαν ξεπλύνει το έδαφος και είχαν βγάλει στην επιφάνεια τα κάτασπρα χαλίκια γι’ αυτό και χρησίμευε ως πέρασμα του δρόμου στις ανηφόρες της δυτικής πλαγιάς στο Μεγάλο Ρέμα με προορισμό το χωριό. Το σκυλί σταματούσε καθόταν στα δυο πισινά του πόδια πάντα εκεί στην ανατολική πλευρά ακριβώς στη διασταύρωση της ρεματιάς . Δεν το κουνούσε ούτε χιλιοστό, απλώς κοιτούσε το σύντροφο του τρυφερά, τον κατευόδωνε μέχρι να χάνεται πίσω από την κορυφή. Είχε προσδιορίσει το σημείο αποχαιρετισμού, και το είχε αποτυπώσει με ευλαβική ακρίβεια. Τι ομορφιά. Τι μαγική ατμόσφαιρα.
Ένα χειμωνιάτικο πρωινό συνέβη κάτι πολύ ασυνήθιστο. Η Μπέτι έλειπε δεν ήταν εκεί έξω στην αυλή, να τον συνοδέψει στο δρόμο για το σχολειό. Ήταν κάτι παράξενο, περίεργο, ασυνήθιστο. 
Η νύκτα που πέρασε ήταν νύχτα βαθιά, σκοτεινή, με μια καταιγίδα που γινόταν ολοένα χειρότερη και δυνατότερη. Ο άνεμος φυσούσε άγρια στους γύρω λόφους. 
Το πρωί που ξημέρωσε ήταν μια γκρίζα παγωμένη μέρα, ο καιρός είχε αλλάξει μέσα στη νύχτα, κι ο άνεμος είχε φέρει μαζί του έναν μολυβένιο ουρανό κι ένα αδιάκοπο ψιλόβροχο, και παρόλο που δεν είχε καλά καλά ξημερώσει το χλωμό χειμωνιάτικο πρωινό έμοιαζε να πλησιάζει τους γύρω λόφους, τυλίγοντας τους στην καταχνιά. 
Μόλις είχε φέξει, ο αέρας ήταν υγρός και παγωμένος, και παρά τα σφαλισμένα παράθυρα, τρύπωνε μέσα στο σπίτι. 
Κουκουλωμένος με το αδιάβροχο ως τ’ αυτιά, σαρώνει το βλέμμα μέχρι το μονοπάτι του μπάρμπα Παναγιώτη σμίγει τα φρύδια του μήπως διακρίνει το σκύλο τους, μα ο σκύλος πουθενά. Βάζει τα χέρια στις τσέπες, ψάχνει τα αίτια της απουσίας της βηματίζει νευρικά προς το μονοπάτι το διασχίζει και βρίσκει τον μπάρμπα Παναγιώτη ήδη μπροστά στην πόρτα του αχερώνα του. Ο σεβάσμιος γέροντας είναι ψηλός και γεροδεμένος ακόμη παρά την ηλικία του, με τ’ άσπρα του μαλλιά πυκνά και χτενισμένα και τα γένια του δασιά και περιποιημένα. Τον ρωτά μήπως είδε την Μπέτι. 
«Αγόρι μου», του λέει «Όχι δεν την είδα.» 
Όταν παίρνει αρνητική απάντηση τον ευχαριστεί μ’ ένα νεύμα, το πρόσωπο του σκυθρωπιάζει, ανήσυχος κουνάει το κεφάλι του με απογοήτευση και ξεκινά το ταξίδι για το σχολείο..
Στο σχολειό ήταν φανερά αναστατωμένος, οι ώρες δεν περνούσαν εύκολα. Σα να 'ταν αιώνας.
Κι όσο η ώρα περνά, η αγωνία που αισθάνεται κορυφωνόταν, αγριεύει περισσότερο, την νοιώθει να περνά στα μέλη του, στο αίμα, στα νεύρα. 
Στο γυρισμό από το σχολειό, όταν δεν είδε την αγαπημένη του σκυλίτσα να τον περιμένει την ώρα του γυρισμού στη γνώριμη θέση της, στο πέρασμα τη ρεματιάς στο Μεγάλο Ρέμα φοβόταν ότι κάτι κακό είχε συμβεί. Τον τρομάζει περισσότερο η σκέψη.
Και οι φόβοι δεν άργησαν να επαληθευτούν μ' αυτό που αντίκρισε, όταν την βρήκε στο σπιτάκι της στην ρίζα της ελιάς, πληγωμένη θανάσιμα, με τις πληγές που αιμορραγούσαν στο κορμί της.
Στέκεται στην άκρη του διαδρόμου κι έρχεται αντιμέτωπος με το σκυλί, που τον τρομάζει η σκέψη ότι ψυχορραγεί.
Κάνει μερικά διστακτικά βήματα προς το μέρος του και μένει να το κοιτάζει: το γυαλιστερό του τρίχωμα, τα λαμπερά του μάτια, τα κλειστά του σαγόνια, το κορμί του το γεμάτο ένταση… Όσο περισσότερο το παρατηρεί, τόσο περισσότερο φοβάται για το τι πρόκειται να συμβεί. Νιώθει το στήθος του να χωλαίνει όσο το πλησιάζει, τον σφυγμό του να ταχύνει, να συγκεντρώνεται σάλιο στο στόμα του που δεν μπορεί να το καταπιεί. 
Καλύπτει την απόσταση που τον χωρίζει απ’ τη φωλιά της με μεγάλες δρασκελιές, γονατίζει κοντά στο και πιάνει μαλακά το κεφάλι της Μπέτι. Εκείνη δεν αντιδρά. Από την μια το κεφάλι τού φαίνεται ζεστό κάτω από την μαλακή γούνα, κι από την άλλη ακούει ένα αχνό ρουθούνισμα, ένα υπόκωφο γρύλισμα. Την περιεργάζεται με αγωνία, όμως κάπως ησυχάζει όταν βλέπει ν’ αναδεύεται το στήθος της από τις εύθραυστες αναπνοές της.
«Μπέτι μου;» της ψιθυρίζει, και χαϊδεύει τρυφερά τα αυτιά της. «Μπέτι μου;»
Η Μπέτι του ανοίγει τα μάτια της, όμως εκείνος ταράζεται που τα βλέπει. Δεν είναι σαν της Μπέτι που γνωρίζει. Είναι θολά, έχουν θαμπώσει, και το βλέμμα της είναι μακρινό τον κοιτάζει σαν να μην τον αναγνωρίζει.
Νιώθει το στομάχι του να βουλιάζει. 
«Εγώ είμαι.» Της ψιθυρίζει μαλακά. «Εγώ είμαι».
Μοιάζει σιγά σιγά να δείχνει πως συνέρχεται, ασθμαίνει, και προσπαθεί να σηκωθεί, αλλά δεν μπορεί. 
«Εδώ είμαι αγάπη μου», της λέει γλυκά, αποθέτοντας ένα τελευταίο χάδι στο κεφάλι της πριν σηκωθεί. 
Το τι ακριβώς είχε συμβεί;
Ανατολικά της αυλής τους μετά τις αιωνόβιες ελιές ήταν ένα ρηχό χαντάκι και στη συνέχεια ο στάβλος με τον αχερώνα του μπάρμπα Παναγιώτη, παρά δίπλα η κατοικία του κατασκευασμένη από γκρίζα πέτρα και με κεραμίδια κόκκινου χρώματος η σκεπή της. Η πρόσοψη ήταν όλη σκεπασμένη από μια μεγάλη πορφυρή μπιγκόνια και αναρριχώμενες τριανταφυλλιές, τόσο πυκνά μπερδεμένες η μια με την άλλη, που οι μπροστινοί τοίχοι του σπιτιού ούτε που φαίνονταν. Προς το νότια είχε ένα νοικοκυρεμένο κήπο, όπου κάθε καλοκαίρι φύτρωναν φράουλες, κι ένα σωρό φρούτα και λαχανικά. Σε μια γωνιά του κήπου βρίσκεται ένα μεγάλο ευρύχωρο κοτέτσι, από τοιχία ξερολιθιάς.
Τη νύχτα που ο άνεμος μανιασμένα φυσούσε μια μεγαλόσωμη κόκκινη αλεπού επιτέθηκε στο κοτέτσι.
Όσοι στα παιδικά τους χρόνια σε χωριό ζήσανε, γνωρίζουν την εξυπνάδα, την πονηριά και τη λαιμαργία της αλεπούς. Οι επιθέσεις της στα κοτέτσια, γίνονται αιφνιδιαστικά τη νύκτα, και είναι σωστό ξεκλήρισμα.
Τα σημάδια έδειξαν ότι έγινε μάχη και τραυματισμένη η αλεπού προσπαθούσε να ξεφύγει, αντιστάθηκε με το σκυλί να την καταδιώκει αλύπητα και έμοιαζε η καταδίωξη να μην είχε τέλος, τελικά η αλεπού δεν κατάφερε να ξεφύγει από τα δόντια της Μπέτι που την αποτελείωσε πέρα στη μακρινή ρεματιά σ’ εκείνη τη γωνιά την περιφραγμένη από τις φραγκοσυκιές και τα σκίνα σαν από τείχος βλάστησης, γιατί το πεπρωμένο αυτού του σκύλου ήταν να πιάνει ότι κυνηγούσε. 
Το αποτέλεσμα της άγριας αυτή μάχης ήταν οι οδυνηρές πληγές που απέκτησε από την ετοιμοθάνατη αλεπού πριν αυτή αφήσει την τελευταία της πνοή.
Απαιτείτο άμεση ιατρική βοήθεια, η αιμορραγία ήταν σοβαρή, και δέσιμο των πληγών, για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η περίθαλψη.
Ίσως κάποιες πληγές να θελαν ράψιμο, και ειδική περιποίηση σε μια εποχή που η λέξη κτηνίατρος στο χωριό παρέπεμπε τη σκέψη σε ανύπαρκτο κενό.
Η ανάρρωση της ήλθε με το πέρασμα του χρόνου αλλά ταυτόχρονα παρουσίασε απώλεια ενέργειας, ποτέ της δεν επανέκτησε την αρχική της υγεία.
Η εξάντληση και η ιδιαίτερη δυσκολία στην επούλωση των πληγών την κατέστησε ιδιαίτερα ευαίσθητη στις συχνές λοιμώξεις.
Εκείνο το μακρόσυρτο, φωτεινό απομεσήμερο, όπως το συνήθιζε, κάθισε στο πεζούλι κάτω από την ζεστή σκιά  της ελιάς. Απέναντι στεκόταν ο Άγιος Παντελεήμονας η κατάλευκη και τετράγωνη εκκλησούλα όμοια με μεγάλη αναποδογυρισμένη φωλιά στη μέση της μεγάλης αυλής της, και μια συστάδα από πεδινό πεύκα γύρω της. Ήσυχα που ήταν γύρω του, μόνο που φύσηξε μια ιδέα αγέρι και έπεσε πάλι. Θυμάται που έτριβε στις χούφτες του τα πράσινα τρυφερά φύλλα και εκείνα του γέμιζαν τα ακροδάχτυλα με ένα άρωμα. Σαν από γη και σαν από άνοιξη. Την παρακολουθούσε να έρχεται με αργές κινήσεις, με τη μύτη της κάτω και την ουρά μαζεμένη να κάθεται ήσυχα μπροστά του, κουλουριάστηκε, τακτοποίησε την ουρά της πάνω από τα πόδια της και ακούμπησε το σαγόνι της με προσοχή πάνω στα απλωμένα πόδια του. Θαμποφέγγει μια αδιόρατη απειλή. Σιγά- σιγά άρχισε να γίνεται σπαρακτικά συγκεκριμένη, ακανόνιστη πνοή της προειδοποιούσε για τον ερχομό. Στο φως του Ήλιου τρεμούλιαζε σαν να πάλευε να ζήσει πάνω στο στεγνό το χώμα. Το στήθος της δυσκολευόταν να πάρει αναπνοή, τα μάτια της ορθάνοιχτα βουβά με μαύρους κύκλους τον κοιτούσαν κατάματα, χλωμά, θλιμμένα. Τα μάτια τους συνομίλησαν, κι εκεί στα κατάβαθα της ψυχής του αισθάνθηκε μια τρεμούλα ν’ απλώνεται σ’ όλο του το σώμα. Ο χρόνος στάθηκε για λίγο αυτό το απόγευμα, λίγο πριν από την ώρα δύσης τον ηλίου ήταν.
Στεκόταν ακίνητος μαρμαρωμένος, ανείπωτη φρίκη τον κυρίευσε και μυρωδιά θανάτου τον τύλιξε, διαπεραστικά, επίμονα.
Στάθηκε ακίνητος και αφουγκράστηκε.
Και όλα γύρω του έδειχναν σιωπή. Έτσι πάντα γίνεται σε τέτοιες ώρες. Είναι, που ο Θάνατος έρχεται, χωρίς να φαίνεται. Μόνο το φευγάτο πέρασμά του ακούγεται και μετά χάνεται κι αυτό, χωρίς κανείς να θέλει να μάθει πού πάει. Έρχεται απρόσμενος και μετά φεύγει με τον άνεμο άφαντος γι' αλλού.
Δυο δάκρυα έτρεξαν πάνω απ’ την ανοιχτή μουσούδα της, μέχρι που ξαφνικά το κουρασμένο στήθος σταμάτησε ν’ ανεβοκατεβαίνει και στη λευκή μουσούδα της απλώθηκε το κίτρινο του θανάτου.
Είναι πλημμυρισμένος θλίψη τούτο το καλοκαιρινό απόγευμα, είναι βουρκωμένος απ’ αυτή την απρόοπτη βουβή λύπη που ήρθε να ταράξει την ερημιά του. Τα κλαδιά της ελιάς κύρτωσαν θλιμμένα σα να τα λύγιζε ισχυρός άνεμος και σιωπή μεγάλη απλώθηκε σαν διαμαρτυρία για τον πρόωρο χαμό της. Σουρουπώνει. Ο ήλιος πέρα από τον Κούνο έχει κατεβεί χαμηλά και χάνει σιγά σιγά τα τελευταία χρυσά του χρώματα και την κόκκινη πορφύρα του. Το τοπίο ολόγυρα αλλάζει χρώματα γίνονταν σκούρο.
Είναι ακόμη καθισμένος στο πεζούλι, κοίταζε πάντα καταγής και τα βλέφαρά του ανοιγόκλειναν σαν να ήταν έτοιμος να κλάψει. Η ώρα περνά. Μαύρα πέπλα περνούσαν συνέχεια εμπρός από τα μάτια του κι ανοιγόκλεινε το βλέφαρα για να τα διώξει. Ήταν η μόνη κίνηση που είχε κάνει εδώ και αρκετή ώρα. Έχει χαμηλώσει το κεφάλι και δυο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του και πέσανε πάνω στο άψυχο κορμί που κείτονταν στη ξερή γη.
Η κατοικία του άγρυπνου φύλακα του σπιτιού ερήμωσε, και μόνον η θλίψη πιο βαριά έπεφτε μαζί μ’ ένα κενό, ένα κενό όμως, που μέσα βρισκόταν η μορφή η αγαπητή που ’φυγε, που χάθηκε
Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από την βουνοκορφή όπως κάθε μέρα, αυστηρά και αναπόφευκτα όπως οι σκοτεινές δυνάμεις της ζωής, η μοίρα μας, ο θάνατος.

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Web Informer Button