ADS

click to open

Πέμπτη 16 Μαΐου 2019

Oi Rizes tou... Ap' Tin Paidikotita Stin Efivia! (Part.. 1)

Ι..... "Ιοκάστη" .......Η ΜΗΤΕΡΑ του....
Μία σούπερ ηρωίδα που φρόντιζε πάντα για την οικογένεια της...... Βάζοντας τον εαυτό της σε δεύτερη μοίρα......... και στη ζωή της η επιλογή της ήταν έντονα μονογαμική. 
«Η μονογαμία δεν είναι ούτε γενετική προδιάθεση, ούτε κοινωνική σύμβαση. Είναι επιλογή» 
 ΙΙ......"Κλέαρχος".... Ο Πατέρας του........... 
«Η μονογαμία δεν είναι έμφυτο χαρακτηριστικό μας. Αν ήταν, θα είχαμε στύση μόνο όταν βρίσκαμε το μονογαμικό μας ταίρι.» 
ΙΙΙ.... "Αλκιβιάδης".... «απ' την παιδικότητα στην εφηβεία!.»
..............Άτιμο πράγμα η νοσταλγία. Ο τόπος που ο άνθρωπος είδε το πρώτο φως της ημέρας κι έζησε τα παιδικά του χρόνια είναι αρκετά ριζωμένος μέσα του. Λένε ότι στα πρώτα παιδικά μας χρόνια αποθηκεύονται περισσότερες εικόνες από όσες στα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μας. Ακόμη λένε ότι τα παιδικά μας χρόνια είναι η πατρίδα μας. Το «άλγος του νόστου», η νοσταλγία, δηλαδή η οδύνη που γεννιέται από την ακατανίκητη επιθυμία για επιστροφή σε έναν παραδείσιο γενέθλιο τόπο, τον δέκατο έβδομο αιώνα θεωρούνταν μια ήπια μορφή ψυχικής ασθένειας, μια μορφή μελαγχολίας η οποία, όπως πίστευαν, μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και στον θάνατο. 
Ο νόστος για το παρελθόν του Αλκιβιάδη του ξυπνά μια δίψα στο μυαλό του που εξωραΐζει, λειάνει γωνίες και πολλές φορές μπορεί να δημιουργήσει μια όχι αντιπροσωπευτική εικόνα όσων νομίζει ότι θυμάται. Χτυπά, δίχως διάκριση, το μυαλό και την καρδιά του για κάτι που έχασε, αλλά ποτέ δεν ξέχασε. Αφουγκράζεται και νοσταλγεί τόπους, χρώματα, τον αέρα που πρώτο-ανάσανε και την παιδική ζωή που έζησε στις βουνοπλαγιές τις μυρωμένες από θυμάρι και καψαλισμένα αγκάθια.
Βλέποντας αναδρομικά ήταν φανερό ότι όλα τα σκέπαζε μια χρυσή βροχή από αναμνήσεις που έρχονται να ταράξουν τα στάσιμα νερά της λήθης.
Λες και ήταν χθες.
Δεν ήταν βέβαια.
Θυμήθηκε μια ιστορία που του ‘χε πει κάποτε ο γέρος πάππους του, που παραπονιόταν πως η ζωή του ήταν τόσο σύντομη που του φαινόταν ότι μόλις μια μέρα πριν ήταν παιδί. Ο γέρος του είχε πει. «Θυμάμαι τα καινούργια παπούτσια που φόρεσα όταν ήμουν δέκα χρονών. Μου φαίνεται σα να ‘ταν χθες. Που πήγε ο χρόνος;»
Ο χρόνος συνεχίζοντας το αιώνιο και ακούραστο ταξίδι του μας αφήνει πίσω του να ζούμε με τις νοσταλγικές αναμνήσεις μας.
Η κάθε αναδρομή σε ότι βρίσκεται θαμμένο στους απέραντους κάμπους του χρόνου, είναι συγκινητική και οι μνήμες αυτές δεν πρέπει να φθείρονται, αλλά να διατηρούν την ομορφιά και την αξία των χρόνων εκείνων. Τότε που παιδιά αμέριμνα και ξυπόλητα, ξέγνοιαστα και πεινασμένα γυρνούσαν στις γειτονιές, στους δρόμους και στα χωράφια, χωρίς τους φόβους και του κινδύνους. Τότε, που τα χρόνια ήταν τόσο πλούσια σε... φτώχεια.
Έχει περάσει καιρός από τότε. Πολύς καιρός, από τα δύσκολα χρόνια, τα χρόνια της μετανάστευσης που οι κάτοικοι της ελληνικής υπαίθρου, σαν τα πουλιά σκορπίσανε και χαθήκανε στους ορίζοντες των μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας.
Τι τους έβγαζε από τον τόπο τους, δεν ήταν και δύσκολο να το μαντέψεις.
..... Ο Αλκιβιάδης σκαλίζει τη μνήμη του και ανασύρει εικόνες φορτωμένες με απέραντη νοσταλγία, που όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν έχουν φύγει από την καρδιά και το μυαλό του. Είναι μερικές φορές που αναζητά να βγάλει μέχρι και τις τελευταίες σταγόνες της θύμησης. Να τις αποθέσει στο λευκό χαρτί εμπρός του να ξανά-φυτρώσουν. 
«Κουνάει» το μυαλό του και του ζητάει να διαλέξει στα τυφλά μια ιστορία να σας πει, από αυτές που έζησε με υλικά από τη ζωή του αλλά και από τις ζωές των άλλων γύρω του. Ίσως ο καθένας ναι βγάλει κάποιο δικό του νόημα απ' αυτήν και να διαβάσει και κάτι και από τη δικιά του ζωή σ' αυτήν.
Ένα στρώμα ομίχλης, μια λευκή κουρτίνα καλύπτει τις αναμνήσεις. Έπειτα λες και φύσηξε το βοριαδάκι που διώχνει την ομίχλη, η ατμόσφαιρα καθαρίζει και βγαίνουν στο σεργιάνι οι μορφές απ' τα πολύχρωμα απόνερα των αναμνήσεων. Θυμάται τις φτωχικές γειτονιές που μεγάλωσε. Σαν αυτές που βλέπουμε σήμερα στις παλιές μαυρόασπρες ελληνικές ταινίες. Μπορεί η ανάγκη επιβίωσης να μετατρεπόταν σε πρωτεύουσα προτεραιότητα, άλλα η αλληλεγγύη των ανθρώπων μέσα στην ανέχεια, ο έρωτας, η φιλία, και η επιθυμία της σεξουαλικότητας διατηρούσαν προνομιακό πεδίο επαφής ανάμεσα στα μέλη που απάρτιζαν τον οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο της γειτονιάς.
Συχνά το μυαλό όλων μας γυρίζει στο τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας -πολύ κοινότυπη έκφραση και νομίζω ότι θα παρεξηγηθώ. Ας το θέσω διαφορετικά. Από τότε που αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε τη ζωή μας. Το μυαλό μας λοιπόν γυρίζει στους παλιούς καιρούς και ιδιαίτερα σε στιγμές που οι σχέσεις ήταν γεμάτες πάθος και αξέχαστες ερωτικές στιγμές και οι οποίες έχουν μείνει ανεξίτηλα χαραγμένες στις μνήμες. Ο Αλκιβιάδης δεν ξέρει γιατί, αλλά οι μνήμες οι γεμάτες νοσταλγία του θυμίζουν το τέλος του καλοκαιριού και όταν πέσουν οι πρώτες σταγόνες της βροχής που αναδύεται μια μοναδική μυρωδιά. Έτσι και οι αναμνήσεις του αναδύουν τα πρώιμα παιδικά και νεανικά του χρόνια και τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα και προσπαθεί να ιστορήσει παραστάσεις που βίωσε τα χρόνια εκείνα με έμφαση τις ερωτικές σχέσεις, τα σαρκικά πάθη και τις σεξουαλικές επιθυμίες του μικρόκοσμου στο περιβάλλον όπου μεγάλωσε και ανδρώθηκε κι αυτά που τον επηρέασαν στα πρώτα του ερωτικά βήματα.
.........Το μυαλό του ξεκινάει ένα ταξίδι των αναμνήσεων με αφετηρία που ξεκινά από τις ρίζες του και τα παιδικά του χρόνια στο χωριό του και τερματικό σταθμό στο σήμερα στην ηλικία των εξήντα δυο του χρόνων τώρα στη μεγαλούπολη.  Ο νους πηγαίνει πίσω, σε ανύποπτα παιδικά χρόνια αθωότητας. και με νοσταλγία αναπολεί τις ευτυχισμένες στιγμές των παιδικών του χρόνων στο αγαπημένο χωριό του σοφού παππού του από την μητέρα του. Ήταν πριν από πενήντα σχεδόν χρόνια, που τα καλοκαιρινά απογεύματα οι δυο τους είχαν ατέλειωτες ώρες συζητήσεων και ξεγνοιασιάς, εκεί, στην  δυσπρόσιτη μα και μαγευτική περιοχή του Ζάρακα, τα Καρήκια που διατηρούσε η οικογένεια τα μαντριά της.  Να του διηγείται όπως κανένας άλλος την ιστορία του έθνους, να την ερμηνεύει, να την εξηγεί, να εμβαθύνει στις αντιθέσεις, με μια οπτική διασύνδεσης ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Πόσο του έλειπαν οι συζητήσεις τους αυτές, που τότε ευαίσθητος, παρατηρητικός, ρουφούσε τα πάντα γύρω του σαν σφουγγάρι, ακόμα και σήμερα που και ο ίδιος είναι πια παππούς, και προσπαθει αυτή τη μοναδική σχέση που είχε μαζί του να την αποκτήσει και ίδιος με τα μικρά εγγόνια του.
...Ο Παππούς του ήταν ένας αυτό-απασχολούμενος, αγρότης-κτηνοτρόφος αγωνιστής από τα ορεινά χωριά του Πάρνωνα που για την πατριωτική του στάση που τήρησε η οικογένεια του στην αντίσταση οι Χίτες του παρακράτους κατέστρεψαν όλα τα περιουσιακά του στοιχεία, με το πλιάτσικο και τη φωτιά. Ένας πραγματικός, ρομαντικός χωρικός του Ζάρακα, με αραιή γενειάδα, αρβανίτικη προφορά, βλέμμα γαλήνιο και μια ζεστή γλυκύτητα να φωτίζει τα λεπτά χαρακτηριστικά του προσώπου του. Τον άκουγε με προσοχή και ανοιχτό το στόμα που χαιρόταν να αναπολεί και να αφηγείται τις ιστορίες του, με τις μνήμες και τα βιώματα του από το μικρασιατικό πόλεμο.
Πολέμησε στη πρώτη γραμμή στη μάχη του Σαγγάριου ποταμού, πολέμησε μέχρι τέλους. Η συνέχεια είναι λίγο ή πολύ γνωστή. Το χίλια εννιακόσια είκοσι δυο ακολούθησε πορεία υποχώρησης με μία φάλαγγα, αυτή υπό τον συνταγματάρχη Γαρδίκα κατάφερε να διαφύγει την αιχμαλωσία. Οι άλλες  φάλαγγες αιχμαλωτίσθηκαν από τον εχθρό. Πώς να ξεχάσει όμως εκείνη τη φοβερή χρόνια του 1922, τον Αύγουστο εκείνο. Ο παππούς πολέμησε κι έζησε την υποχώρηση, τη θύελλα, την οδυνηρή πραγματικότητα. Την τραγωδία του ξεριζωμού με κορύφωση την καταστροφή της Σμύρνης πλάκα βαριά στην καρδιά του κάθε Έλληνα, αδιάφορο αν κατοικούσε από πριν στη Μητροπολιτική Ελλάδα ή αν έφτασε εξόριστος κι εξουθενωμένος απ τη Μικρασία. Τίποτα δεν έμεινε στην Ανατολή, που να μην έγινε στάχτη. Αίμα πολύ κοκκίνισε τα ποτάμια.
Τόσες και τόσες φορές του είχε μιλήσει για τους «ξένους» που πάντα φρόντιζαν για το «καλό» τούτου του τόπου, με σκοπό το αιματοκύλισμα του λαού. Του μιλούσε για τις χαμένες πατρίδες, εκεί που χάθηκαν και οι φίλοι του όταν ξεπουλήθηκε ο ελληνικός στρατός από τους πατριώτες που μας κυβερνούσαν, όπως έλεγε με πόνο και θυμό. Και οι «φίλοι», οι σύμμαχοι, που εξαγόραζαν συνειδήσεις και με κάθε ευκαιρία έσπερναν το θάνατο, την πείνα και την εξαθλίωση… «Και όχι μόνο σε μας, σταυραετέ μου! Και όχι μόνο σε μας! Μόνο που εμείς ξέρουμε ότι του Έλληνα ο σβέρκος δεν ανέχεται για πολύ τον ντορβά. Το έχει αποδείξει η ιστορία μας…»
Ο παππούς, όπου έμπαινε, γέμιζε ίσκιο ο τόπος. Είχε πολλά πνευματικά χαρίσματα αλλά ήταν μερικές στιγμές που δυσκολευόταν να αρθρώσει, να βρει λέξεις να καλύψουν όλα όσα θα ήθελε να πει. Με τις αναρχικές ιδέες του που αντλήθηκαν από τις εμπειρίες του. Να ηχούν στα αφτιά του Αλκιβιάδη. Να του ζητά να μην φοβάται, να παραβεί τα όρια, της κατεστημένης τάξης στη κοινωνία όταν οι επαναστατημένοι νέοι θέλουν να την ανατρέψουν, να γίνει παρέα με ανθρώπους που μάθανε να ζουν τη ζωή και όχι να τη χαζεύουν ζηλεύοντας όλους τους άλλους που τη ζουν! 
Να γνωρίζεις γιε μου! Αν κάποτε ο άνθρωπος έμοιαζε αλυσοδεμένος στα δεσμά της μοίρας και των ουράνιων σωμάτων πλέον αυτό το ρόλο τον έχουν πάρει εξίσου μαγεμένες δυνάμεις. Αν παρατηρήσουμε την ιστορία πάντα υπήρχε ένα μαγεμένο αντικείμενο του οποίου η άξια χρήσης ήταν ως κατώφλι μεταξύ του ιερού και του πραγματικού κόσμου. Αυτό μπορεί να ήταν το στέμμα, ο θρόνος η ένα στεφάνι. Το πρόσωπο είναι φθαρτό. Όπως κάποτε ο θεός ήταν κριτής της ανθρωπινής μοίρας πλέον οι αγορές ως εξίσου οι νέες θεότητες παίρνουν εγκάρδια αυτό το ρόλο ως αφηρημένες και υπερβατικές οντότητες.
Ωστόσο, όσο μιλούσε, τόσο ξεχνιόταν και το βλέμμα ξαστέρωνε, τόσο το πρόσωπο του έπαιρνε ένα παράξενο φως. Ήταν, σαν να ξαναζούσε τις αναμνήσεις του! Του διηγείται ιστορίες από την ίδια του τη ζωή και οι μνήμες του, αντιπροσωπεύουν τη συναισθηματική νοημοσύνη του κόσμου που γνώρισε, την εποχή ακόμα που οι άνθρωποι κουβέντιαζαν μεταξύ τους και κουβέντιαζαν πολύ.
«Να το ξέρεις» του έλεγε «Σε όλα τα μέρη τα πάθη είναι τα ίδια. Σε όλα τα μέρη οι άνθρωποι έχουν τις ίδιες επιθυμίες, τις ίδιες αξίες και τις ίδιες διαχρονικές αγωνίες. Πιθανώς πραγματοποιούνται ή εφαρμόζονται με διαφορετικούς τρόπους, αλλά οι αξίες είναι ίδιες. Τελικά μπορεί οι άνθρωποι να διαφέρουν σε φυσικά χαρακτηριστικά από μέρος σε μέρος, αλλά είναι ίδιοι και απαράλλαχτοι ως προς τα πάθη, τις επιθυμίες, κ' αυτή τη σχέση ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Γιατί αυτό που μας γοητεύει είναι μια ζωή χωρίς σύνορα. Αλλά στη ζωή κάθε σύνορο που περνάμε δημιουργεί το νέο σύνορο… Και έτσι συνεχίζουμε το ταξίδι… με την ίδια την ψυχή μας, την ψυχή του ανθρώπου, που καταπίνει την πίκρα κι αποζητά τη χαρά. Αν δεν ξεχνούσε ο άνθρωπος, γιε μου δεν θα υπήρχε!».
«Και όλα τα μουνιά είναι ωραία,γιε μου! Με τρίχες ή χωρίς, με σημάδια ή όχι, μικρά, μεγάλα, όπως και να΄ναι. Αν τα ποτίζεις σωστά.» Τον συμβούλευε στην εφηβεία του.
Πολλές φορές το σκερτσόζικο ακαταμάχητο χιούμορ του, με το χαριτωμένο, γεμάτο γκριμάτσες πρόσωπο του τον έστελνε.
Αν και ποτέ δεν αισθάνθηκε ούτε πολύ κοντά στις ιδέες του αναρχισμού ούτε όμως και πολύ μακριά, κάτι μέσα του του έλεγε και του λέει ακόμη. «Να μάθεις να διαβάζεις τι κρύβεται πίσω απ’ αυτά που σου λένε οι άνθρωποι, αλλά και τα βιβλία…» τον συμβούλευε.
Να μην αδικήσει την γιαγιά.  Μια νεαρή επαναστάτρια, ψηλή, στητή σαν κυπαρίσσι με αρχοντική θωριά. Μια γυναίκα λεβέντισσα, μια γυναίκα αρχόντισσα, ένα καθαρό μυαλό  που ατένιζε και ζούσε τη ζωή περήφανα, αγέρωχα. Ήταν αγράμματη, δεν είχε πάει καθόλου στο σχολείο, μα είχε τη σοφία των ανθρώπων που ζυμώνονται στον αγώνα της ζωής. Πλούσια δεν ήταν, μα είχε πλούτο ψυχικό, γεμάτη αγάπη για τους ανθρώπους, κι αυτό φαινόταν στα μάτια της, το έδειχναν τα έργα της.
Η γιαγιά του αυτή είχε μια ιδιαιτερότητα. Σε μια από τις διαδρομές της από τα Καρίκια στη Ρειχιά που ήταν στο μήνα της για να τεκνοποιήσει από ημέρα σε ημέρα δεν καθόταν στο σπίτι της. Την έπιασαν οι πόνοι στο μονοπάτι όταν έφτασε στη θέση στη «Ράχη του Μίνι», και γέννησε καταμεσής του μουλαρόδρομου τα  δίδυμα παιδιά της μονάχη της χωρίς ανθρώπου βοήθεια, έκοψε μονάχη της τους ομφάλιους λώρους, τα πήρε στην ποδιά της και έφτασε στο χωριό  διανύοντας μια απόσταση  έξι χιλιομέτρων περίπου. Πρέπει να σημειωθεί ότι και εκεί που έφτασε δεν την περίμεναν γιατροί και νοσοκόμοι, αλλά οι γειτόνισσες με τα πρακτικά βοηθήματα για την ίδια και τα νεογέννητα. 
Τi άλλο από γενναιότητα ήταν αυτή η περίπτωση αυτής της αγρότο-κτηνοτρόφισσας του Ζάρακα; 
Αυτής της σκληροτράχηλης λεβεντομάνας που αγωνιστές ανάθρεψε με τον ιδρώτα και με το αίμα της. Έζησε και αποδήμησε πλήρης ημερών στα εκατό της έτη.
........ Αναζητώντας σήμερα τις ρίζες του, την ταυτότητά του ο Αλκιβιάδης, ανατρέχει στο παρελθόν, νοιώθει μια ατομική και συλλογική συνειδητοποίηση της αναζήτησης της ρίζας του. Όπως συμβαίνει με τα δέντρα, δεν μπορεί κανείς να ανυψωθεί προς το φως, χωρίς να βυθίζει τις ρίζες του βαθιά στο χώμα. Η αναζήτηση της ρίζας παίρνει γι αυτόν την μορφή της πατρίδας  που εμπεριέχει τους πρόγονους του και οι ρίζες τους απλώνονται, διακλαδώνονται στην καταγωγή του. Η πατρική γη δίνει τόπο στις ρίζες των αναμνήσεών του, στις πιο βαθιές του, ανάγκες, σωματικές και πνευματικές. Το να μην έχεις πατρίδα ή το να ξεριζώνεσαι, όπως συνηθίζουμε να λέμε, είναι μια από τις πιο βίαιες πράξεις που μπορεί κανείς να δεχτεί. Δεν είναι τόσο εύκολο να ξεριζωθούν οι άνθρωποι. Ακόμη κι αν κάποιος γκρέμισε συθέμελα το σπίτι και τη γειτονιά των παιδικών σου αναμνήσεων, εκείνα στέκονται ανέπαφα στην ψυχή του ξεριζωμένου και κληρονομούνται ως τραύμα, αλλά και ως παρηγοριά, ως σταθερό σημείο.
«Μόχθων δ’ ουκ άλλος ύπερθεν ή γας πατρίας στέρεσθαι» (Δεν υπάρχει χειρότερος πόνος από τη στέρηση της πατρικής γης) γράφει ο Ευριπίδης στη «Μήδεια».
Βλέπε:
Στουμπαίοι Επιδαύρου Λιμηράς!.
. .....Το γενεαλογικό δέντρο του του Αλκιβιάδη από την πλευρά του πατέρα του είναι σαφές. Ο παππούς του, από την πλευρά του πατέρα του, ονομαζόταν Θεόδωρος και είχε καταγωγή από από την κοινότητα  Άγιος Μάμας του Δημοτικού Διαμερίσματος Ελίκας, κοντά στη Μονεμβασιά, που ανήκει στον ευρύτερο Δήμο Βοιών Λακωνίας. Σύμφωνα με ιστορικές προφορικής παράδοσης διηγήσεις και φήμες ως πηγές πληροφοριών για τις οικογενειακές τους ρίζες, οι πληροφορίες τον Αλκιβιάδη τον οδηγούν στο μακρινό παρελθόν, στα χρόνια της Ενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας στην Πελοπόννησο.
Ακολουθώντας ο  Αλκιβιάδης το νήμα της οικογενειακής ιστορίας που ξετυλίγεται από τον ένα σταθμό στον άλλο αποκαλύπτει την ιστορική διαδρομή οικογένειας. Η αφήγηση για ξαδέρφια που ξενιτεύτηκαν, για  θείους με συναρπαστικές ιστορίες και άλλα πολλά, γρήγορα η απλή περιέργεια για τις ρίζες του, το ιστορικό της οικογένειάς του, εξελίχθηκε σε κανονικό χόμπι. Ώρες επί ωρών κατανάλωνε μετά τη δουλειά για τη συμπλήρωση, ψηφίδα-ψηφίδα, του γενεαλογικού του δέντρου και σημερα μιλάει για τις ρίζες του, και την ανάγκη του για επιστροφή στο παρελθόν,
...... *** Η οικογένεια  του πατέρα σε βάθος χρόνων είχε καταγωγή από το παραδοσιακό χωριό Λιασσίνοβα της Καρδαμύλης στη Δυτική Μάνη, όπου και το 1956 μετονομάστηκε σε Προσήλιο και όπως μαρτυρά και το όνομά του, είναι ένα ηλιόλουστο χωριό σχεδόν όλο το χρόνο, και η οικογένεια ονομάζονταν «Μαστρογιανναίοι.» Εκεί ζούσαν άνθρωποι περήφανοι, που ήξεραν να κάνουν το δηλητήριο της ζωής φάρμακο, άνθρωποι θυμόσοφοι, που αποδείκνυαν την αγάπη στα δύσκολα, άνθρωποι συνετοί και δίκαιοι ή υπερόπτες είναι μονάχα μερικοί από τους χαρακτήρες που οι ζωές τους, μικρά ξεχωριστά ποτάμια, κυλούν ορμητικά σε πάθη, έρωτες, πλάνες, δεινά, προσδοκίες, συγκρούσεις, μέσα στη δίνη ιστορικών και πολιτικών γεγονότων στα τέλη του 17ου αιώνα. H οικογένεια σύμφωνα με την παράδοση είχε πέντε παιδιά. Τέσσερα αγόρια και μία κόρη. Μια φορά πήγε η κόρη να δει τα βόδια που έβοσκαν στο λιβάδι τους και την ενόχλησε ένας συγχωριανός της κάτι που οι δικοί της το θεώρησαν μεγάλη προσβολή σύμφωνα με τα έθιμα και τους χαρακτήρες που αποτυπώνουν την εποχή τους.
Έριξαν κλήρο για το ποιος θα σκότωνε αυτόν που προσέβαλε την υπόληψη της οικογένειας για να ξεπλύνει τη ντροπή. Κι αυτός επιτέλεσε το χρέος του! Δεν μπορούσε όμως να μείνει στο χωριό, έφυγε, πήγε και εγκαταστάθηκε στα μέρη του Ταΰγετου στη κοινότητα της Κουμουστά Λακωνίας, όπου και πήρε το επώνυμο Σκάναβης. Από την συχνή την χρήση από τον ίδιο της λέξης «στούμπος» του έμεινε το παρατσούκλι επώνυμο. Η πρώτη γραπτή ύπαρξη της οικογένειας Στούμπου στην περιοχή είναι του έτους 1754. Σε έγγραφο του μοναστηρίου της Γόλας ο Γεώργιος Κονίδης υπογράφει ως μάρτυρας μαζί με τον Στρατήγη Στούμπο και τον Δημητράκη Κροτάκη απόδειξη δανεισμού χρημάτων από τους καλόγερους του μοναστηρίου.***  
Στη συνέχεια ιστορίες και δρώμενα  που βρίσκονται θαμμένα οικογενειακά ίχνη του παρελθόντος μιλούσαν για έναν περιπλανώμενο νεαρό εργάτη της γης από τα μέρη του Ταϋγέτου που αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, εμφανίστηκε στο Φοινίκη και στην ευρύτερη περιοχή της Ελίκας. Ήταν καλοφτιαγμένος, το κορμί του έχει δουλευτεί σκληρά στους αγρούς και το μυαλό και η καρδιά του έσφυζαν από ζωή και θέληση. Η φήμη ότι ήταν μεγάλος γυναικάς μάλλον δεν ήταν ένας διαδεδομένος μύθος όταν έκλεψε μια κοπέλα της περιοχής και την μετέφερε σε σπήλαιο που ίσως ήταν το καταφύγιο του τον πρώτο καιρό για να της δείξει τα κυνηγετικά του τρόπαια, κι έπειτα τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους.  Αυτές είναι του Αλκιβιάδη οι πρώτες εξακριβωμένες ρίζες. Ο πάππους του Αλκιβιάδη γεννήθηκε το 1904 στο Άγιο Μάμα της Ελίκας. Ήταν ο μικρότερος από τα τρία παιδιά της οικογένειας.  Καθώς ήταν ψηλός, επιβλητικός και με λεβέντικη κορμοστασιά ήταν ένα απ’ τα πιο περιζήτητα παλληκάρια του περιοχής. Αναζητώντας εργασία βρέθηκε στον οικισμό Μπουμπουτσέλια στην περιοχή της Μονεμβάσιας και ασχολήθηκε με γεωργικές εργασίες στα κτήματα ενός κτηματία που είχε πέντε κόρες κι έβγαζε το μεροκάματο του. Γρήγορα κατέληξε να έχει δεσμό με τη μια κόρη του κτηματία την πραγματική γιαγιά του Αλκιβιάδη (την Ζαφείρω) και τον ανάγκασαν να την παντρευτεί -και παντρεύτηκαν τον επόμενο χρόνο. Εκείνη ήταν είκοσι τεσσάρων ετών, εκείνος είκοσι. Απέκτησε μαζί της δυο αγόρια, το 1924 τον μεγαλύτερο αδελφό του Κλέαρχου και το 1928 τον Κλέαρχο.
H μητέρα του Κλέαρχου (η γιαγιά Ζαφειρούλα) ήταν φιλάσθενη γυναίκα με εύθραυστη κι επισφαλή υγεία και ο γάμος της έγινε αμέσως άλλη μία αιτία στεναχώριας. Ο γάμος τους εξ άλλου δεν ήταν καθόλου ευτυχισμένος, τα πράγματα μέρα με τη μέρα γίνονταν όλο και πιο δυσάρεστα στη σχέση τους αφήνοντας τα σημάδια ότι ο γάμος τους έχει ήδη καταστραφεί. Πολύ σύντομα μετά το γάμο, τους ο παππούς απέκτησε ερωτική σχέση με μια νεαρή γειτόνισσα τους με συγγένεια εκ πλαγίου (παιδί ξαδέρφου) με την σύζυγο του τη Ζαφείρω. Η Ζαφείρω το έμαθε έγινε έξαλλη ξεσπούσε συχνά σε κλάματα, ενώ έλεγε ότι ποτέ πια δεν θα ξανανιώσει ευτυχισμένη. Ήταν πλέον αδύνατο για τη Ζαφείρω να προσποιείται ότι δεν ήξερε ότι ο άντρας της συναντούσε συχνά την ανιψιά της ιδιαιτέρως. Και ο γάμος της άρχισε να καταρρέει. Μολονότι έκανε ότι μπορούσε για να τον ευχαριστήσει, ο παππούς «είχε συνεχώς παράπονα, φώναζε και κραύγαζε,» ενώ την ταπείνωνε συχνά αποκαλώντας την «ηλίθια» και άλλα τέτοια, μπροστά στους φίλους του. Η δύσκολη αυτή κατάσταση συνεχίστηκε και το 1931 ο παππούς εγκατέλειψε την Ζαφείρω και τα δυο μικρά του αγόρια και κατέφυγε προς τα μέρη της Καλαμάτας αντάμα με τον νέο έρωτα του για το φόβο αντιποίνων απ' τους αδελφούς της νέας συντρόφου του. Τα αδέλφια της κοπέλας, απειλούσαν ότι θα σφάξουν την αδελφή τους που τους ντρόπιασε στο χωριό με τα καμώματα της, όταν κλέφτηκε με τον γείτονα τους  αφήνοντας πίσω τους μια μητέρα (τη θεία της) με δυο μικρά παιδιά ορφανά! Που σημαίνει πως την εποχή εκείνη σε τέτοια θέματα οι συγγενείς δεν αστειεύονταν.
Η γιαγιά η Ζαφείρω εύθραυστη και ευάλωτη από τη στιγμή που την εγκατέλειψε ο σύζυγος της αντί να παλέψει με νύχια και με δόντια να ζήσει με τα  δύο της παιδιά, τα βάσανα και της φτώχειας ο καημός μαράζωσαν τη ψυχή της. Σαν να έσερνε βασανιστικά αργά τα κουρασμένα της βήματα πάνω σε μια ατέλειωτη ανηφοριά. Το κορμί της ταλαιπωρημένο ερείπωνε, η λογική την είχε εγκαταλείψει αφήνοντας μόνη την τρομαγμένη ψυχή. Η χολή που κατάπιε της δηλητηρίασε το μυαλό κι έφτασε να κάνει φριχτές σκέψεις που τρόμαξε με τον ίδιο εαυτό της. Οι κακές οι σκέψεις της σφυρηλατούσαν το μυαλό τα βράδια. «Θεέ μου, βοήθησε μας. Είναι άδικο.» Ο πόνος της δεν περνάει ούτε από τις μεγάλες δαγκωματιές στο μαξιλάρι. Το ουρλιαχτό μπορεί να μην ακούγεται στους δρόμους του χωριού, αλλά τη χτυπάει μέσα της πολύ πιο δυνατά, πολύ πιο έντονα.. Οι μέρες διαδέχονταν η μια την άλλη ολόιδιες με τον ίδιο πόνο στα σωθικά με τους ίδιους κακούς οιωνούς να της θαμπώνουν τα μάτια. Πέρασε άγρυπνες νύχτες να σκέφτεται τα ιδία και τα ιδία, προσπαθώντας να δώσει κουράγιο και δυνάμεις στον εαυτό της. Μα η φωτιά έκαιγε τα σπλάχνα της, απ' τον καημό. Βαλάντωνε, κλονίστηκε η υγεία της δείχνει σημάδια ψυχολογικής παραίτησης. Τι να κάνει, και πώς να πορέψει η δόλια γυναίκα τις ανάγκες της φαμίλιας τώρα χωρίς την στήριξη του άντρα, με δυο ορφανά στην αγκαλιά. Αυτό έχει σοβαρές συνέπειες στη σωματική και στην ψυχική της υγεία. Άφησε την ύπαρξη της να τυλιχτεί σε μαύρο νυφικό, την καρδιά της στα χέρια μοίρας της, και η ψυχή της αναζητούσε να προσελκύσει τη συμπόνια του Θεού. Η αποτυχία του γάμου της δυσβάσταχτη και δυστυχώς γρήγορα και επώδυνα έγραψε τον επίλογο ο θάνατος. Η ψυχή της είχε ακόμη κι΄ αυτή να χλομιάσει και ο θάνατός της έμοιαζε με αυτοκτονία. Αναζήτησε το θάνατο, τον γεννήτορα της ησυχίας, που παύει νόσους, πόνους, οδύνες. Μια φορά μόνο έρχεται στους ανθρώπους, κανείς δεν τον είδε δυο φορές.
Η γιαγιά Ζαφείρω δραπέτευσε από τη ζωή και κρύφτηκε μέσα σε έναν τάφο στα τριάντα πέντε της χρόνια. Το 1935. Ίσως, ίσως αυτό αποζητούσε στην ακμαία ηλικία της. Με τη ψυχή της εξαντλημένη δυσκολευόταν να βρει γαλήνη σε αυτόν τον σκοτεινό, μπερδεμένο και δυσχερή κόσμο. Να βρει γαλήνη στην ήδη φουρτουνιασμένη ψυχή της. Να βρει ανάπαυση από τις πίκρες το στραγγισμένο της σώμα που αδιάκοπα ταλαιπωρούσε για να τα καταφέρουν να ζήσουν. Ο νους, σαν τον στομώνει ο πόνος, τέρψεις δε γυρεύει, το θάνατο γυρεύει.
Έναν Γολγοθά ανεβαίνουν τα μικρά παιδιά, από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Ο πατέρας τους έχει εξαφανιστεί και η ταλαιπωρημένη μητέρα τους πέθανε απ τον καημό της. 
Ο Κλέαρχος πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας στο σπίτι της οικογένειας της μητέρας του στα Μπουμπουτσέλια, μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του μέχρι το θάνατο της μητέρας τους. Μετά τη φυγή του πατέρα τους, αναγκάστηκαν να ζήσουν ακραία φτωχικά και δύσκολα χρόνια.
Ο παππούς του Αλκιβιάδη μετά το θάνατο της γιαγιάς Ζαφείρω, γύρισε  και πάλι στο χωριό όταν και οι αντιδράσεις είχαν απλώς κάπως καταλαγιάσει. Παντρεύτηκε επίσημα τον έρωτα του, την Διαμάντω. Αποδείχθηκε πιστός σύζυγος, και πολύ αφοσιωμένος στην νέα οικογένεια του. Απέκτησαν πέντε παιδιά, ετεροθαλή αδέλφια του Κλέαρχου. Τρία κορίτσια και δυο αγόρια. 
Στην περίοδο της Γερμανικής κατοχή, προσεβλήθη από φυματίωση. Η αρρώστια τον πλημμύρισε στα πνευμόνια του όπως η κατσιφάρα που κατεβαίνει πυκνή και σκεπάζει τις πλαγιές και μπαίνει στα στενά του χωριού του και τυλίγεται γύρω τους...
Ακούραστα αργά αλλά με σταθερό ρυθμό και το κακό είχε ήδη προχωρήσει μέσα του. Δεν υπάρχει γιατρικό τίποτα δεν μπορεί να γίνει πια. Η γιαγιά Διαμάντω ήταν η μόνη που τον φρόντιζε σ' ένα απομονωμένο παλιό χαμόσπιτο που βρισκόταν σε μια απόμακρη θέση του οικισμού, έως τον θάνατο του το 1942. Απεβίωσε στα τριάντα οκτώ του χρόνια, αφήνοντας χήρα τη νέα του σύζυγο και επτά παιδιά ορφανά, (το ένα στην αγκαλιά της μάνας) που έμειναν στους δρόμους. 
Στη διάρκεια της νοσηλείας του η γιαγιά Διαμάντω ένοιωσε ταυτόχρονα στο πετσί της και τον κοινωνικό ρατσισμό λόγω της επαφής της με τον νοσούντα σύζυγο της. Δεν παραπονιόταν. «Ο κόσμος δουλειά δεν έχει, με τους άλλους ασχολείται. Τα στόματα του κόσμου έλεγε, δεν είναι τσουβάλια να τα ράψεις.» Μέχρι που πούλησε το καλύτερο τους αγρόκτημα να συνδράμει στην αποκατάσταση της υγείας του και προσευχόταν με υπομονή κάθε μέρα και παρακαλούσε το Θεό να είναι πάντα δίπλα τους.
Σκηνές αρχαίας τραγωδίας της μάνας και των ανηλίκων παιδιών η ζωή.... που γίνεται μαρτύριο. Τ' αδέλφια της Διαμάντω έχοντας εκφράσει την οργισμένη αντίθεσή τους δεν δέχονται την επιλογή της αδελφής τους. Ακόμα και όταν είχε παντρευτεί, η ρετσινιά δεν βγήκε ποτέ από πάνω τους, ο σύζυγος της δεν ήταν ένα πρόσωπο αποδοχής τους.... Δεν της συμπαραστέκονται στα προβλήματα της, δεν δείχνουν καμία στοργή, ίχνος συμπόνιας και συγχώρεσης για την επιλογή της. Ήταν και οι καιροί δύσκολοι που αγρίευαν την καρδιά των ανθρώπων και στέγνωναν την αγάπη. Σαν Φτερό στον άνεμο η μάνα αυτή σίγουρα ήταν αληθινή ηρωίδα που έπρεπε να παλέψει, να αγωνιστεί σκληρά για να συνεχίσουν τη ζωή τους. 
Είναι περίοδος της κατοχής ακόμη στην Ελλάδα. Φτώχεια δυστυχία παντού. Στήριγμα δεν είχε μείνει στη χήρα μητέρα και τα ορφανά. Παρατημένα κι άπορα δεν μπορούν να υπολογίσουν πια καμιά υπηρεσία. Τις περισσότερες φορές τα ορφανά ζούσαν χάρη στη φροντίδα της ενορίας, αλλά συνήθως κάποιων γειτόνων όταν έβρισκαν καταφύγιο σε στάβλους και αχυρώνες ακόμη και σε σπηλιές. Περιφερόμενοι από οικισμό σε οικισμό πεινασμένοι και κακόμοιροι. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα την έβγαζε η κακομοίρα η χήρα με τα ορφανά της μέχρι που μια μέρα που έκανε κρύο πολύ εμφανίστηκε σαν από μηχανής Θεός ένας πραματευτής από τα μέρη της Κορινθίας στην εμποροπανήγυρη της Ελίκας. Βλέποντας την τραγική φιγούρα της χήρας, και μαθαίνοντας την αγωνία και τον αγώνα επιβίωσης που δίνει για να μεγαλώσει τα ορφανά παιδιά της με περιπέτειες, και βάσανα την λυπήθηκε. 
Χείρα βοηθείας για τ' αναγκαία δεν μπορούσε να τους προσφέρει. Για να επιβιώσουν τη συμβούλεψε να πάρει τα παιδιά της και να ανηφορίσει στη Σκάλα του Ευρώτα, και στην εύφορη περιοχή γύρω απ' τον ποταμό διότι εκεί θα έχουν τη δυνατότητα να αντεπεξέλθουν αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στους απέραντους ορυζώνες, θα βρίσκουν τουλάχιστον ένα πιάτο ρύζι στο τραπέζι τους για να επιβιώσουν.
Μάλλον ο πραματευτής σίγουρα είχε κατά νου την «Σταχομαζώχτρα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.» Η Γιαγιά Διαμάντω σαν την πέρδικα μαζεύει αυτά που γέννησε κάτω από τις φτερούγες της σαν καλή μητέρα, φόρτωσε την φαμίλια και άνοιξαν πανιά για μέρος απάνεμο. Καμιά φορά ο άνθρωπος πιστεύει πως θ’ αλλάξει την μοίρα του, αν αλλάξει τόπο. Απάγκιασαν σ’ ένα μικρό, φτωχικό καμαράκι, στην Σκάλα του Ευρώτα όπου στέριωσαν. Έβγαλαν ρίζες. 
Κάθε την γιορτή του Αγίου Μάμα η γιαγιά Διαμάντω μνημόνευε και προσευχόταν υπέρ υγείας για τον άγνωστο πραματευτή. Ο Μεγάλος του αδελφός και ο Κλέαρχος δεν την ακολούθησαν. Ήδη από τον καιρό που έχασαν τη μητέρα τους είχαν ξεπορτίσει από την πατρική στέγη και είχαν ανοίξει τις δικές τους ανεξάρτητες φτερούγες, περιπλανώμενοι στα χωριά προσφέροντας παιδική εργασία για να αντιμετωπίσουν την επιβίωση τους. Ουσιαστικά ο Κλέαρχος μικρό παιδί τα πρώτα σκληρά χρόνια της κατοχής απλά ακολουθούσε τον κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερο αδελφό του στις περιπλανήσεις.
**Μα και της Ιοκάστης το οικογενειακό της δέντρο με τον γενάρχη της οικογενείας της στην περιοχή του Ζάρακα είχε την δική του μυστηριώδη προσωπικότητα που πεθαίνοντας άφησε πίσω του αναπάντητα ερωτηματικά και απορίες που δημιούργησαν πλήθος φημών. Οι φήμες που κυκλοφορούν μας γυρνούν πριν από την εποχή του Ιμπραήμ Πασά και του Κολοκοτρώνη,. Κανείς δεν ξέρει ούτε θυμάμαι που και πότε είχε ακούσει να κυκλοφορούν οι φήμες που μιλούσαν για ένα στιβαρό άνδρα από τις Σπέτσες που τρέχει να φύγει, πήρε το δρόμο του μισεμού γιατί είχε ανοιχτούς λογαριασμούς στον τόπο του. Κυνηγημένος και περιπλανώμενος  προς την άγνωστη γη, εξώκειλε στην θαλάσσια περιοχή Βλυχάδα του Ζάρακα. Εξόριστος, μοναχικός, φτωχός, άγνωστος, πορευόταν με τα βρισκούμενα. Ήταν όμορφος με ξανθομάλλικο κεφάλι και σταρένιο δέρμα. Πως είναι Αλβανός λέγανε. Μα ήταν Έλληνας έτσι έλεγε. Ποτέ δεν ξεκαθάρισαν τι απ' τα δυο ήταν αληθινό μα η αλήθεια είναι πως τον τραβούσαν τα χώματα μας γιατί σαν τρελός αγάπησε μια Ζαρακοτοπούλα. 
Κοριτσόπουλα ανυπόδητα από τα Πιστάματα έπλεναν ρούχα κάποιο ηλιόλουστο απόγευμα δίπλα στην αμμουδιά, ανάμεσα στα βράχια του πανέμορφου μυχού. Από εκείνη τη στιγμή η ζωή κι η μοίρα του ενός ασυνήθιστα όμορφου κοριτσόπουλου συμπλέκεται αδιαχώριστα με τη ζωή κι τη μοίρα του άγνωστου ξένου, και σαν ήρωες ζουν και λαμβάνουν δράση πότε στον πραγματικό και πότε στον φανταστικό κόσμο, αφήνοντας πίσω τους ένα θαμπό σύννεφο στους επιγόνους που αναζητούν απαντήσεις για τις ρίζες τους. ..... 
............Με τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, την Απελευθέρωση και την έναρξη του αιματοβαμμένου εμφυλίου πολέμου με τις σκληρές ένοπλες αναμετρήσεις ανάμεσα στη «νόμιμη» κυβέρνηση και το στρατό των ανταρτών ο Κλέαρχος ο πατέρας του Αλκιβιάδη, έχει μπει στην άνοιξη των δεκαοκτώ του χρόνων. Την εποχή εκείνη περιπλανώμενος αναζητώντας εργασία και τροφή βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή του τόπου καταγωγής του, στις άγονες νότιο-δυτικές πλαγιές του Λακωνικού Πάρνωνα. Η περιοχή έχει μικρά χωριά που βρίσκονται «σκαρφαλωμένα» στις ορθοπλαγές, στο νότιο μέρος της λακωνικής χερσονήσου του ακρωτηρίου Μαλέας. Σε μία από τις πιο άγονες και φτωχές περιοχές του νότου. Μικρά χωριά που όπως όλα τα χωριά της εποχής του εμφυλίου με επισφράγιστες πόρτες των σπιτιών, τα τείχη και οι φράχτες τους που μας πάνε πίσω, σε ένα παρελθόν μιας βαθιάς διαιρεμένης κοινωνίας, τις κρυφές εσωτερικές αυλές, τα μισόκλειστα παράθυρα, οι κουρτίνες που ανεμίζουν. Όλο τον χρόνο καλοκαίρι κι η κάψα ανυπόφορη. Η φτώχεια στα παντοπωλεία, η κυρά που τρέχει φευγαλέα και κρυφά στον εραστή της, τα ξοφλημένα καφενεία όπου λείπει η χαρά και έσβησε νωρίς η φλόγα στους γέροντες που έχουν απομείνει στις καρέκλες που κάποτε γέμιζαν ζωή με ξωμάχους αγρότες. Με τους χαφιέδες χωροφύλακες του νέου κράτους που ιδρύεται. Όλο αυτό το φόντο έχει να κάνει με βιώματα για τόπους και ιστορικές στιγμές σε μια εποχή της πρόσφατης ιστορίας μας που οι άνθρωποι κλήθηκαν να επιλέξουν πώς θα επιβιώσει η κοινωνική συνοχή στις τοπικές κοινωνίες μέσα από τα τραύματα τους στην εποχή που έρχεται, και αυτή την κοινωνική οικοδόμηση δεν την έκαναν όλοι πάντα τίμια. Μία δυσπρόσιτη περιοχή που είχε παραμείνει ανόθευτη και αληθινή φωλιασμένη στα βουνά. Δεν υπήρχε εύκολος δρόμος να διαβεί, υπήρχαν όμως εκατοντάδες μονοπάτια. Δεν υπήρχαν αριστουργηματικά σπίτια, υπήρχαν όμως μια χούφτα ξωμάχοι που αντιστέκονταν στον χρόνο, άνθρωποι φιλόξενοι, ταπεινοί, καταπονημένοι, αλλά περήφανοι για την καταγωγή τους.
Στην πρώιμη εφηβική του ηλικία ο Κλέαρχος ορφανός από μητέρα και από πατέρα αποχωρίστηκε και τον μεγαλύτερο αδελφό του που έφυγε για τη Στερεά Ελλάδα αναζητώντας μια καλύτερη τύχη και για να εκπληρώσει την στρατιωτική του θητεία. Ο Κλέαρχος λοιπόν συνέχισε τις περιπλανήσεις στα διάφορα χωριά της περιοχής κάνοντας ένα σωρό δουλειές του ποδαριού για να τα φέρει βόλτα. Έζησε ως επαίτης και εργάτης. Μάζευε ό,τι έβρισκε από τα περιβόλια και άρχισε να χτυπάει πόρτες, πράγμα που δεν δίσταζε να κάνει, μερικές φορές όταν ήταν εντελώς εξαθλιωμένος μετά από μέρες περιπλάνησης. Σε μερικά σπίτια προσφερόταν να κάνει καμιά δουλειά με αντάλλαγμα ένα πιάτο φαΐ. Όπως και να 'χει, πέρασε πολλές μέρες στο χείλος της πείνας και για χρόνια θυμόταν τις περιπέτειες του. Παρά το μικρό της ηλικίας του ήταν ικανός καλλιεργητής ήξερε να αξιοποιεί τη βλαστική περίοδο της περιοχής. Η γεωργία ήταν  μια δραστηριότητα στενά συνυφασμένη με τη ζωή του. Η σχολική του μόρφωση δεν κράτησε πολύ. Δεν τον γοήτευαν τα γράμματα. Ήξερε να γράφει και να διαβάζει, να προσθέτει και να αφαιρεί κι αυτά ήταν αρκετά για να τα βγάλει πέρα, του έφταναν. Παράτησε το σχολείο στα δέκα με ένδεκα του χρόνια για να ακολουθήσει τον μεγαλύτερο αδελφό του στις άγονες περιπλανήσεις του. 
.........Βρισκόμαστε λοιπόν στα χίλια εννιακόσια σαράντα πέντε-σαράντα έξι. Την εποχή εκείνη ο Κλέαρχος ήταν ένας μελαχρινός όμορφος νεαρός μόλις στα δέκα οκτώ του χρόνια, ένας νεαρός με αθλητική κοψιά και με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των μελαχρινών ανδρών της Νότιας Ελλάδας. Ήταν απλά ένας χθεσινός έφηβος. Όμορφος και άγουρος άνδρας, αλλά στιβαρός, γεροφτιαγμένος. Και κλασσικά οι ορμόνες του ήταν στο ζενίθ. Παρά το πολύ νεαρό της ηλικίας του είχε ήδη καταφέρει να ποτίζει ξένα περιβόλια. Είχε ήδη καταφέρει να 'χει γαμήσει μερικές χωριατοπούλες, όσο ακόμη είχαν ζουμί. Η αλήθεια είναι ότι την εποχή εκείνη της εφηβείας του το είχε έτσι και αλλιώς φετίχ, με τις μεγαλύτερες του. Στο χωριά τα χρόνια μετά τον πόλεμο η ζωή ήταν ιδιαίτερα σκληρή και ο πληθυσμός αποτελείτο κυρίως τις γυναίκες τα νεαρά κορίτσια και μικρά παιδιά καθώς οι άντρες ήταν είτε ξενιτεμένοι είτε στρατευμένοι με τον εμφύλιο. Την ώρα λοιπόν που οι σε ενεργή ηλικία άνδρες πολεμούν ο ένας τον άλλο, οι γυναίκες που μένουν πίσω  προσπαθούν να ζήσουν τη ζωή τους. Ταυτόχρονα με την καλλιέργεια των αγρών αναζητούν και κάποιον να καλλιεργεί και να ποτίζει τα μουνιά τους να μην αραχνιάζουν.
Τα μουνιά αποτελούν τα λουλούδια ενός φανταστικού μποστανιού, το οποίο οι σύζυγοι ως κηπουροί τα ποτίζουν, δηλαδή τα περιποιούνται αναλόγως. Και ως γνωστόν, τα λουλούδια θέλουν πότισμα, οπότε όταν λείπουν οι κηπουροί κανονικά θα πρέπει να αφήσουν κάποιον στο πόδι τους.
Περιπλανώμενος από χωριό σε χωριό Κλέαρχος, έχει προσωρινά ριζώσει στο μικρό αγροτικό-κτηνοτροφικό χωριό του ακρωτηρίου Μαλέα και τις ημέρες εκείνες τον είχε προσλάβει μια ηλικιωμένη χήρα που ζούσε σ' ένα παλιό δίπατο σπίτι με μεγάλο κήπο. Παρουσιάστηκε στο σπίτι αναζητώντας δουλειά και φαγητό επάνω που είχε αρχίσει η χήρα να απελπίζεται με την κατάντια του κήπου και αναζητούσε τις υπηρεσίες κάποιου εργάτη. Η γειτονιά βρισκόταν στο βορειοδυτικό τμήμα του χωριού, ήταν απομονωμένη και αρκετά ήσυχη. Το σπίτι της χήρας ξεχώριζε, ήταν το μοναδικό δίπατο της περιοχής. Η χήρα είχε και μια κόρη. Άγαμη. Κάτι μεταξύ είκοσι και είκοσι πέντε ετών, σε ηλικία την υπολόγισε, με λιπόσαρκο κορμί και στεγνό πρόσωπο. Της κόρης δεν της είναι εύκολο να συνειδητοποιήσει, ότι έχουν περάσει αρκετά χρόνια που περιμένει τον καλό της να 'ρθει από την ξενιτιά. Έκλαψε μέχρι που τα δάκρυα της στέγνωσαν, μέχρι που στέγνωσε από σκέψεις και συναίσθημα, μέχρι που η καρδιά της έγινε έρημος ....  
.......Τον παρακολουθούσε αθέατη, πάνω από το δωμάτιό της κρυμμένη πίσω από τις κουρτίνες. Δυο μέρες τώρα εκείνος έσκαβε το χώμα, τακτοποιούσε τα παρτέρια, τραβούσε και ξερίζωνε τα άγρια χόρτα που είχαν πνίξει όλο τον χώρο πότιζε τους λάκκους των δέντρων, φρεζάριζε το χώμα, κι αυτή τον εξέταζε. Ήταν νέος κι όμορφος, και κείνη τη μικροκαμωμένη γυναικα. Πόσο θα ήθελε να είναι λίγο πιο μεγαλόσωμη και γεματούλα! Τα σκούρα υγρά του μάτια να σαρώνουν ολόγυρά του και τα χείλη του σκληρά και σαρκώδη ν' αποκαλύπτουν μια αρρενωπή εμφάνιση. Τον έβλεπε που έσκυβε, που σηκωνόταν, άλλαζε εργαλεία και σκούπιζε με την ανάστροφη της παλάμης το ιδρωμένο μέτωπο του. Τον είχε κρυφοκοιτάξει πολλές φορές όταν γύμνωνε το κορμί του, και ξεπλενόταν με το νερό, τον είχε κοιτάξει σα να 'ταν αυτή που του σαπούνιζε τις δυνατές του πλάτες, στράγγιζε τα μαλλιά του και έβαζε με απίστευτη οικειότητα τα χέρια της πάνω σε κάθε μέλος του κορμιού του.  
Σήκωσε το βλέμμα της στραμμένο πολύ μακριά, βυθισμένο στο άλικο χρώμα του ηλιοβασιλέματος και μέσα από μια ομίχλη είδε τον εαυτό της και τον εργάτη να κάνουν έρωτα πάνω στου Κούνου τα ψηλώματα στο σούρουπο που έσβηνε. Τα χέρια έτρεξαν αργά πάνω στο σώμα της καθώς τα δάχτυλά της διαπερνούσαν τις ρόγες της τις ένιωσε σκληρές. Τα άφησε εκεί να τις χαϊδεύει και που και που να τις τραβούν ελαφρά. Ένιωθε την υγρασία ανάμεσα στα πόδια της να μην έχει μόνο μία αιτία. Ο ιδρώτας της ανταγωνιζόταν τον εσωτερικό της κόσμο. Αυτό που ένιωθε ήταν πρωτόγνωρο. Δεν είχε ποτέ της τόσο δυνατές σεξουαλικές ορμές. Το αντίθετο θα έλεγε. Τώρα όμως ήταν παραδομένη στις σκέψεις αυτές. Ήταν πολύ ερεθισμένη και ανήμπορη να προβάλει την παραμικρή αντίσταση. Μια επιθυμία μέσα της προέτρεπε τον εαυτό της να το απολαύσει. Έτσι και έκανε. Το χέρι της κινούνταν ήρεμα και μεθοδικά πάνω κάτω μέσα από το λάστιχο της κιλότας της. Κατέβασε το χέρι της πιο χαμηλά μέχρι τα δάχτυλά να συναντήσουν το αιδοίο της. Είχε πολύ καιρό να νιώσει κάτι τέτοιο. Οι φαντασιακές εικόνες διαδέχονταν η μία την άλλη. Τον φαντάστηκε δίπλα της με τα σκούρα μάτια της εντελώς κλειστά, όταν τελικά τα άνοιξε διάπλατα τίναξε πίσω το κεφάλι της μ' ένα μισόπνιχτο λαρυγγικό ήχο. Έμεινε για λίγο ακίνητη και συνειδητοποίησε πως είχε κολλήσει στον τοίχο μέσα στο άδειο δωμάτιο της. Ο οργασμός την είχε παραλύσει.
...... Η κόρη νόμιζε πως δεν είχε αντιληφθεί τίποτα, αλλά αυτός, μόλις διέκρινε απ' την πρώτη κιόλας μέρα, να κουνιούνται οι κουρτίνες στο παράθυρο, κατάλαβε.
Χωρίς την παραμικρή αλλαγή στις κινήσεις του συνέχιζε το σκάψιμο και το ξερίζωμα των χόρτων και την άφηνε να τον παρακολουθεί με την ησυχία της.
Τότε, έτσι για να παίξει μαζί της, έχωνε, με αργές κινήσεις, τις άκρες του πουκαμίσου βαθιά μέσα στο παντελόνι του. Τέλος, άνοιγε τα πόδια και τακτοποιούσε με τη χούφτα το καβάλο. Τη φανταζόταν να τρίβει, με το αριστερό χέρι, τη ρώγα του στήθους της, με το άλλο να χαϊδεύει την κοιλιά της κοντά στον αφαλό, αφήνοντάς το στη συνέχεια να γλιστρήσει κάτω απ' τη μέση της και ερεθιζόταν περισσότερο. Με την άκρη του ματιού του παρακολουθούσε την κίνηση της κουρτίνας και περίμενε. Το μυαλό της γυναίκας είναι πραγματικά ένας τεράστιος λαβύρινθος. Ποτέ δεν είσαι σίγουρος τι θέλει. 
Ας παίξουμε το παιχνίδι με τους δικούς της κανόνες. Πόσο θ' αντέξει; αναρωτιόταν.
...... Αντιλήφθηκε την κρυψώνα μου, σκεφτόταν η γυναίκα κάθε φορά που εκείνος έστρεφε το σώμα προς την πλευρά που ήταν το παράθυρο της, άνοιγε τα πόδια του στη διάσταση και με πρόστυχες σχεδόν κινήσεις, τακτοποιούσε τα ρούχα του, χουφτώνοντας στο τέλος με τα στιβαρά του χέρια το εμφανές φούσκωμα του παντελονιού του.
..... Από κοντά του έδειχνε πάνω από είκοσι πέντε ετών. Στεγνή γυναίκα. Την νιώθει να έχει ζήσει στερημένα νιάτα. Είναι μια νέα γυναίκα στερημένη σεξουαλικά στη ζωή, της λείπουν τα απλά, σκέφτηκε και σχεδόν τη λυπήθηκε. «Μου δείχνει ότι της αρέσω κι ενώ φαίνεται να φλερτάρει μαζί μου, δεν κάνει το επόμενο βήμα, παρά είναι ντροπαλή.» Αυτή δείχνει αγχωμένη και νιώθει μια μικρή νευρικότητα, όχι δυσάρεστη, που βρίσκεται απέναντι του. Ένοιωθε πως ήταν απερισκεψία της να τον φέρει μέσα στο σπίτι. Το αίμα κυλάει ορμητικά στις φλέβες του. Της αγκαλιάζει την μέση ενώ την στριμώχνει στην γωνία. «Τι κάνεις εκεί» του λέει τσιτωμένη. «Άσε να χαρείς όσο είναι νωρίς σε παρακαλώ, μεγάλη γυναίκα είμαι για σένα.» Στην αρχή αντιστέκονταν σθεναρά θέλοντας να φωνάξει μα αυτός ήταν πιο δυνατός και την κράταγε σφιχτά ενώ την φιλούσε παθιασμένα! Η ανάσα της μύριζε καφέ ενώ το δέρμα της μύριζε κάποιο ωραίο άρωμα.  Εκείνη τον βαρούσε με τα χέρια όσο μπορούσε αλλά αυτός δεν αισθανόταν τίποτα. «Δύσκολη, ξέρει τι θέλει αλλά δεν ξέρει πώς να το κερδίσει.»
Στο μυαλό του ήρθε η εικόνα της μελαχρινής σαρανταπεντάρας με τις μακριές κατάμαυρες πλεξίδες απ' το διπλανό χωριό. Πριν καλά-καλά κλείσει τα δέκα-επτά του χρόνια έγινε...άντρας. Όμορφη δεν  ήταν, μα είχε γλύκα σε όλα της, και κάλεσμα θηλυκό. Κορμί κοντό και τροφαντό, που τον περίμενε κάθε βράδυ. Ο σύζυγος της ναυτικός, ταξίδευε με τα καράβια, έλειπε από το σπίτι τους πολύ καιρό τώρα. Η γυναίκα, άρχισε να τον «φλερτάρει» από την πρώτη μέρα που εργάτης βοτάνιζε το αμπέλι της. Ήθελε να γευτεί αυτό το μεγαλόσωμο αγόρι οπωσδήποτε. «Θα έχει ένα παλούκι τούτος δω άλλο πράμα», σκεφτόταν. Η σαρανταπεντάρα γυναίκα λοιπόν δεν άργησε να την πέσει ερωτικά στο νεαρό άνδρα, και αυτός ανταποκρινόμενος στο ερωτικό της κάλεσμα έθεσε τον εαυτό του στην διάθεσή της. Είχε τελειώσει, σχεδόν η δουλειά στο αμπέλι και η γυναίκα βλέποντας πως της φεύγει ο μικρός, τον κάλεσε την Κυριακή - η δουλειά θα τελείωνε το Σάββατο - να του προσφέρει ένα πλούσιο γεύμα. Θα ήταν μια ανταμοιβή για την καλή δουλειά που είχε κάνει. Στο κρεβάτι η γυναίκα σπαρταρούσε μέσα στα δυνατά χέρια του έφηβου ανοιγοκλείνοντας τους μηρούς της ενώ εκείνος παλινδρομούσε τη λεκάνη του με γρήγορες κινήσεις σαν έμβολα ατμομηχανής σε μεγάλη ταχύτητα ενώ το έμβολο του μπαινόβγαινε, αφρισμένο, κάνοντας ένα βαθύ θόρυβο. Ήταν αχόρταγη, είχε αδυναμία και στο σοδομισμό. Παρά τον πολύ προικισμένο φαλλό του, χανόταν ανάμεσα στα τροφαντά καπούλια της.
....... Αλαφιασμένη η  κόρη σταμάτησε να αντιστέκεται. Κατάλαβε ότι μπορεί να την παρατήσει και να φύγει. Χωρίς καν να τον κοιτάζει, αγκάλιασε το σφιχτό κορμί του, έγειρε το κεφάλι της στην αγκαλιά του, αγκιστρώθηκε πάνω του με την καρδιά της να γουργουρίζει παιχνιδιάρικα σαν αγριοπερίστερου μπροστά σε σπόρους. Βυθίστηκε πάνω του για να γίνει ένα μαζί του, για να τρυπώσει στο καταφύγιο της αγκαλιάς του που της προσφέρουν τα δικά του χέρια. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν τόσο κοντά με κάποιον. Η πρώτη φορά που το δέρμα της άγγιζε ενός άλλου και άφηνε τους χυμούς και τις ουσίες της ύπαρξής της να βγουν από τους πόρους του. Ο Κλέαρχος την υποδέχτηκε χωρίς να πει λέξη, σαν να υποδεχόταν προσκυνητή. Πήρε το ερωτικό «παιχνίδι» στα χέρια του! Τα χέρια του χαϊδεύουν τη γυμνή της πλάτη μέχρι να φτάσουν τους γλουτούς της. Τους σφίγγει με δύναμη κολλώντας την πάνω του. Τα πόδια τους έχουν ήδη σταυρωθεί και θαρρείς πως ο φαλλός δίνει το δικό του φιλί στο αιδοίο της.
...... Την τρίτη μέρα, αργά το απόγευμα έσπρωξε την πόρτα της αποθήκης ελαφρά, και την άνοιξε αργά-αργά, προσπάθησε οι κινήσεις της να είναι απαλές, να μην κάνει θόρυβο και πριν την κλείσει πίσω της σάρωσε με το βλέμμα τον περίγυρο. Τον βρήκε όρθιο, η σιλουέτα του σκυφτή πάνω από μια λεκάνη νερό να πλένεται και τα νερά να στάζουν από πάνω του, κόμπιασε, είχε παραλύσει. Όχι από φόβο. Αμέσως προχώρησε ευθεία μπροστά κι εκείνος την είδε, δεν έκανε καμία κίνηση, σαν να την περίμενε ανασήκωσε τον κορμό του και την κοίταξε όπως τα αρπακτικά το θήραμά τους. Η μάνα της δεν τη ρώτησε τι έκανε τόση ώρα και γιατί άργησε αδικαιολόγητα, μπήκε στο σπίτι, διότι δεν άντεχε τώρα να κοιτάξει τη μάνα της στα μάτια παρά χώθηκε στην κάμαρά της κι έπεσε ανάσκελα στο κρεβάτι. Φοβόταν μην τυχόν και ανοίξει την πόρτα η μάνα της και τότε θα την άρχιζε στις ερωτήσεις. Αισθάνθηκε την κιλότα της να μουλιάζει από τα υγρά ανάμεσα στα πόδια της είχε ακόμη την αίσθηση του εκεί, χαμηλά. Άκουγε ακόμη τον εαυτό της να ψιθυρίζει με μισόσβηστη και λιγωμένη φωνή. «Μη! σταμάτα σε παρακαλώ!» Μα εκείνος δεν άκουγε τίποτα, ήξερε τι έκανε και το έκανε καλά, σφιχτά όσο έπρεπε, και ήταν τόσο απαλό το χέρι του, πολύ πιο απαλό από την κόχη του κρεβατιού της όπου ξέδινε κάποια πρωινά, μόλις ξυπνούσε, διακριτικά, μην τυχόν και την πάρει είδηση η μητέρα της.
...... Έμαθε η μάνα της από «καλοθελητές» ότι η κόρη της «τραβιέται». Σε χωριά με τόσους λίγους κατοίκους δεν λείπουν οι καλοθελητές οι οποίοι χωρίς να χρειαστεί να ρωτήσεις δεν θ’ αργήσουν να ‘ρθουν όλα να στα διηγηθούν, αλλά όπως και η στάμνα που απ’ το πολύ πήγαινε-έλα στη βρύση κάποτε πέφτει και σπάει κι επειδή μια του κλέφτη δυο του κλεφτή μια ωραία βραδιά, σίγουρα αυτή που υποψιαζόταν λιγότερο, τον έκαναν τσακωτό  στο κρεβάτι της.
Κοντά στο ηλιοβασίλεμα η γριά μητέρα της είπε πως πάει εσπερινό, θ' αργήσει να γυρίσει, θέλει να προσευχηθεί και να εξομολογηθεί,το σπίτι να προσέχει. Την επισκέφθηκε και πάλι, μπαίνει στην αυλή τους. Μιλούν, γνωρίζονται καλύτερα, σιγά-σιγά ανοίγεται, έρχεται κοντά του μ' έναν τρόπο ερωτικό. Τα μάτια της έλαμπαν, όλη την είχε τυλίξει ένα βελούδινο πέπλο ηδονής που τον είχε στην αγκαλιά της. Του ζήτησε να πάνε στην  κάμαρας της. Τον ένοιωθε σαν η δροσερή πηγή που ξεπροβάλλει μέσ' από τη ξεραμένη γη, και η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε στο δωμάτιο της. Ένα διακριτικό άρωμα από τριαντάφυλλα του γαργάλησε τη μύτη. Και ξαφνικά τρεις κατσαπλιάδες οπλισμένοι έκαναν εισβολή στο σπίτι με άγριες διαθέσεις. Τα ξαδέλφια της έλεγαν ότι είναι. Μαζί και η «έννομη» τάξη του χωριού και ο γραμματέας της κοινότητας από πίσω τους ακολουθούσε.
Ο Κλέαρχος με την αμηχανία αποτυπωμένη στο πρόσωπό του, έπνιξε το κύμα πανικού που ένιωσε να φουσκώνει μέσα του, τον πνίγει η αγωνία για τις διαθέσεις των εισβολέων. Η ξερακιανή κόρη κατευθύνθηκε έξω, κλείνοντας αθόρυβα πίσω της την πόρτα. Δεν του χρειάστηκε χρόνος για να καταλάβει ότι τον απειλούσαν θανάσιμα. Έχει μένει άναυδος επειδή δεν πιστεύει όσα ακούει ή βλέπει. Στο δωμάτιο, πρόσκαιρα έπεσε μια αμήχανη σιωπή, που τη διέκοψε ο γραμματέας.
«Τι κάνουμε μ’ αυτόν;»
Ο Κλέαρχος είχε την εντύπωση ότι έβλεπε ένα κακό όνειρο, το κλίμα γινόταν βαρύ, το μούδιασμα σαν φίδι σέρνεται μέσα του και του θυμίζει ότι το φονικό, εκείνες τις ήμερες δεν ήταν κάτι δύσκολο.
«Κοιμήθηκες με ορφανό απροστάτευτο κοριτσόπουλο. Χήρας κόρη.
Είναι ζήτημα, θρησκευτικών και ηθικών επιταγών και νόμος τους, ορίζει ότι ο γάμος είναι η μόνη λύση». Του είπαν.
«Ε όχι και τόσο δροσερό και ανίδεο το κοριτσόπουλο.»  Άλλα δεν τολμούσε να το πει φωναχτά, τα χείλη του παρέμεναν ακίνητα. Ένιωθε την απειλή να σφίγγει γύρω του σαν μέγγενη. Συνειδητοποίησε ότι είχε παγιδευτεί, ότι βρισκόταν στα χέρια τους χωρίς να μπορεί να αντιδράσει και ένα συναίσθημαµα αγανάκτησης τον πνίγει. 
Χαμήλωσε το κεφάλι και δεν μίλησε. Ήξερε πολύ καλά την απάντηση. Τον είχε ακούσει πολλές φορές αυτόν τον ηθικό κανόνα. Έσκυψε το κεφάλι και κάθισε στον ξηλωμένο καναπέ πικραμένος. Είχαν δίκιο τα ξαδέλφια της. Ποιος ήταν αυτός που μπορούσε να αρνηθεί.
«Δώστε μου να υπογράψω.» Ψέλλισε χωρίς και ο ίδιος να το πιστεύει αυτό που του συμβαίνει. 
Όσο περνούσε η ώρα το μούδιασμα χανόταν και άφηνε τη θέση του ένα βραδυφλεγή θυμό να θεριεύει μέσα του που ήταν ανίκανος να αντιδράσει. Του έδωσαν τα χαρτιά και το αμυδρό χαμόγελο, που μαλάκωνε το σκληρό τους πρόσωπο, δεν έκρυβε την ικανοποίηση τους. Όλα εντάξει, δε χρειαζόταν να ανησυχεί για τίποτα θα τον αφήσουν στην ησυχία του ..
Τον καιρό εκείνο εκτυλίσσεται γύρω του, μια ανθρώπινη τραγωδία, ένας εμφύλιος σπαραγμός, συνθήκες όπου απειλείται η ζωή του καθενός με ευκολία. Και εκείνοι πού 'χαν τον πάνω λόγο (και το πάνω χέρι) στο χωριό τα τελευταία χρόνια, ήταν ο σταθμάρχης της χωροφυλακής και οι χαφιέδες που ποτέ δεν έλειψαν, όπως τώρα που το έκαναν φανερά και φυσικά φοβήθηκε για την ζωή του. 
Άγρια μεσάνυχτα συνοπτικά έγινε γάμος με παπά και κουμπάρο και με την γραμματεία της κοινότητας ανοικτή να δηλωθεί πάραυτα. Από την μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε παντρεμένος. Που να πει τον πόνο του; με μια γυναίκα μεγαλύτερη του που δεν την ήθελε.
Αξημέρωτα πήγε κρυφά σ' ένα φιλικό του σπίτι, με το γιο αχώριστοι από μικρά παιδιά. Στην ίδια γειτονιά μεγάλωσαν, τα ίδια παιχνίδια έπαιξαν.
Μέσα του έβραζε ο θυμός για την προσβολή που έπαθε και είχε το κεφάλι σκυμμένο και τα μάτια χάμω. Βρίσκει τη λύση στην σιωπή γιατί τον πνίγει η ντροπή του.
Του δάνεισαν το άλογο τους. Ο Κλέαρχος δεν έχασε λεπτό, καβάλησε το άλογο τράβηξε τα χαλινάρια και ξεκίνησε, χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Χύθηκε σαν τον άνεμο καλπάζοντας πέρα από τους λόφους πήδηξε πάνω από μια συστάδα θάμνων και χάθηκε μέσα στη βλάστηση και ανάμεσα στα ελαιόδεντρα. 
Έφθασε στους Μολάους. Αναζήτησε βοήθεια και στήριξη από τον αδελφό της θετής μητέρας του. Με τις γνωριμίες του θείου του, στρατολογήθηκε στις παραστρατιωτικές δυνάμεις της περιοχής, στα τάγματα εθνοφυλακής «ΧΙΤΕΣ». Ο Θείος του ήταν μια περίεργη υπόθεση, ένας δύσκολος άνθρωπος, μερακλής, μόρτης, παθιασμένος με τα κουμπούρια και τους τσαμπουκάδες, γνωστός στην περιοχή με το παρατσούκλι «Τσαχλαμπούρης». Μόνο σε φονικά δεν ήταν μπλεγμένος. Μετέπειτα ο «Τσαχλαμπούρης» έγινε ο νονός του Αλκιβιάδη. Ο Κλέαρχος χειρίζεται κι αυτός σαν τον θείο του με ικανότατα τα όπλα. Γενναίος, υγιής από φυσικού του, πολύ σύντομα τον εμπιστεύθηκαν σε μια ομάδα που στρατοπέδευσε στο ορεινό χωριό της οικογένειας της Ιοκάστης. Το σπίτι του παππού ήταν αρκετά μεγάλο, οι παραστρατιωτικοί επίταξαν ένα μέρος του  μαζί με τα τρόφιμα, τις προμήθειες και μερικά ζώα του. Οι παρακρατικές αυτές οργανώσεις είχαν  στρατιωτική δομή, αντίστοιχη εκπαίδευση και αυστηρή ιεραρχία. Η οργανωμένη δράση τους ασκούσε εξουσία στις περιοχές τους.  
Αργότερα όταν ο εγγονός του, ο Κλέαρχος τζούνιορ τον ρωτούσε τον παππού του. «Τι έκανες στα νιάτα σου παππού». Αυτός του απαντούσε με μία λιγόλογη και αόριστη αναφορά. «Ήμουν σε μια συμμορία αγόρι μου.» 
Η Ιοκάστη τον μάλωνε. «Σιώπα τι είναι αυτά που λες στο παιδί» Και συμπλήρωνε. «Στρατιώτης στο στρατό ξηράς ήταν καρδούλα μου.»
..... Ο επικεφαλής της οργάνωσης έστειλε μήνυμα στους συγγενείς της κοπέλας και τους απείλησαν ότι εάν τολμήσουν να πειράξουν το παλικάρι του δε θα μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα στα σπίτια τους· όλα θα γκρεμιστούν!
Έστειλαν και υστερόγραφο. Ο γραμματέας της κοινότητας και ο παπάς της ενορίας τους να κινήσουν τάχιστα διαδικασίες ακύρωσης του γάμου αυτοδικαίως ως μηδέποτε γενόμενος: να θεωρηθεί ως  «λευκός» γάμος.... και απείλησαν σοβαρά ότι θα κρεμάσουν το γραμματέα στην πλατεία του χωριού, και τον παπά στο καμπαναριό της εκκλησίας.
 Από τότε κανείς δεν τολμούσε να τον πειράξει. Τις μέρες εκείνες οι αντίπαλες  παρατάξεις  έκαψαν πολλά σπίτια στα χωριά τους. (ανταρτών, χιτών μεταξύ τους).
...... Αν είναι αλήθεια πως ο έρωτας ξεκινά με ένα βλέμμα, τότε η ιστορία τους άρχισε κάπως έτσι. Ο Κλέαρχος την πρωτοείδε μια μέρα που η Ιοκάστη κλείνοντας την αυλόπορτα πίσω της και βγαίνοντας στον ζεστό απογευματινό ήλιο, κοιτάει ψηλά τα επιβλητικά κυπαρίσσια που «σκίζουν» τον λαμπερό γαλανό ουρανό και στέκουν περήφανα εδώ κι εκατό χρόνια στην αυλή του σπιτιού της οικογένειάς της.
Θαμπώθηκε εκείνο το πρωί όταν την πρώτο-είδε. Όμορφη σαν την Άνοιξη, με τους είκοσι Απρίληδες - ρόδα στα μάγουλά της. Μια γνήσια  ζωγραφιά της γυναίκας του νότιου Πάρνωνα, από τα χωριά του Ζάρακα. Ο Ζάρακας πρόκειται για μια ακραία περιοχή στο τρίτο ποδάρι της Πελοποννήσου, στο ανατολικό κομμάτι της Λακωνικής γης, στη νοτιότερη απόληξη της ηπειρωτικής Ευρώπης, που γειτονεύει με το Μυρτώο πέλαγος. Κακοτράχαλα βουνά, που τα «χαρακώνουν» αρκετά φαράγγια, απ’ τα οποία μερικά είναι πολύ όμορφα και εντυπωσιακά και άλλα λιγότερο. Απόκρημνες ακτές, πέτρινα χωριά, διάσπαρτα δέντρα από συκιές, αμυγδαλιές και ελιές με τον πολύτιμο καρπό τους και ένας ήλιος εκτυφλωτικός και συνάμα ζωογόνος.  Άνυδρη, πετροσπαρμένη γη με ανελέητα λιοπύρια του ζεστού λακωνικού καλοκαιριού, και μόνο το τραγούδι των τζιτζικιών να ταράσσει τον τόπο! Μονάχα όποιος την έχει επισκεφτεί μπορεί να καταλάβει. Αυτή η γη είναι η ζωντανή μαρτυρία μιας πραγματικότητας. Κρύβει στις πέτρες της την ιστορία των ανθρώπων του βουνού, του μόχθου. Κρύβει το έργο των ανθρώπων της, που εξουσιάζουν μ' ακαταμέτρητο μόχθο τη φύση. Των προγόνων του.
Η Ιοκάστη πρόσωπο μοναδικό πάνω σε λυγερή κορμοστασιά με σωματικά χαρακτηριστικά αρμονικά δεμένα μεταξύ τους, χωρίς ίχνος έπαρσης. Μια ομορφιά ξεχωριστή, με βλέμμα καθρέφτη της ψυχής. Μια πανέμορφη Σπαρτιάτισσα. Μια φυσική ομορφιά δώρο θεού.
 Ψηλή, ευθυτενής, χυτό κορμί χτισμένο σε πόδια δυνατά, πρόσωπο γαλήνιο με σκούρα μελόχρυσα μαλλιά, στη χαίτη απλωμένα και τα μάγουλά της τραγανά, με ρόδινα φεγγίσματα και κερασένια χείλη . Ήταν στο ύψος του, και όπως κι αυτός, είχε περήφανο βάδισμα και ίσια πλάτη.Ο Κλέαρχος νόμισε ότι έβλεπε τον ίδιο τον ήλιο να περνά. Άγρια ομορφιά, ατίθαση κοπέλα με αμαρτωλές καμπύλες. Τα φλογερά αμυγδαλωτά της μάτια αεικίνητα, στέλνουν σινιάλα στον ορίζοντα, σαν φάροι που με πάθος καρτερούν τον ερχομό της νύχτας. Αυτός χάθηκε μέσα στα βλέφαρα της. Βυθίστηκε στο μελένιο βυθό των ματιών της, τα γεμάτα φως και ρέμβη και δεν μίλησε.
Δεν ήταν ούτε είκοσι χρονών και ο Κλέαρχος κι είχε δεθεί κόμπος η γλώσσα του μπροστά σ΄ αυτή τη ξεχωριστή ομορφιά.
Την ερωτεύτηκε. Από κείνη τη μέρα στηνόταν στο παράθυρό της και την περίμενε να βγει. Την ακολουθούσε στους δρόμους, στις αγορές και της ζήταγε να γευτεί τον έρωτά του.
Η γλώσσα του λύθηκε. Σαν κρασί από λιαστό σταφύλι ξεχείλισαν τα λόγια του.
«Τα όμορφα τα µάτια σου θάλασσα από μέλι σε μια ματιά σου να πνιγώ καθόλου δε µε μέλλει.».
Εκείνη γέλασε ευχαριστημένη με τα λόγια του. Το γέλιο της ήταν ο πιο όμορφος ήχος που είχε ακούσει στη ζωή του.
«Και γιατί να πνιγείς;» τον ρώτησε με απίστευτη γλυκύτητα, απλότητα και παιχνιδιάρικη διάθεση. «Τώρα που ήρθε η άνοιξη; Τώρα που θα πρέπει να είναι κανείς μέσα στη χαρά ;».
Την κοίταζε καταγοητευμένος, εκστασιασμένος και δίχως να πάψει να της χαμογελάει με τα γλυκά του μάτια γεμάτα από επιθυμία, αφήνοντας να φανούν ανάμεσα από τα κόκκινα χείλη τα άσπρα δόντια του λες και ήθελε να τη δαγκώσει. Και εκείνη δεν ένοιωθε ντροπή κάτω από το αδηφάγο βλέμμα του. Αντιθέτως, είχε καιρό να νοιώσει πάνω της αυτό το βλέμμα.
Ήρθε κοντά της. Την κοιτούσε βαθιά μέσα στα μάτια. Πλησίασε το πρόσωπο της, χάιδεψε απαλά τα μαλλιά της λέγοντας:  «Καλημέρα ήλιε μου!».
Εκείνο το απομεσήμερο ο ήλιος σαν να άργησε, θαρρείς, να πάει να ξαπλώσει. Οι παπαρούνες του αγρού έκαναν υπόκλιση στην αγάπη που κατέβαινε από τα μάτια στα χείλη τους.
Όμορφος και νέος ο Κλέαρχος, πανέμορφη η Ιοκάστη, ερωτεύτηκαν σφόδρα. Αγαπήθηκαν πολύ για νύχτες και νύχτες. . Ανάσαναν μαζί. Ζούσε ο ένας για τον άλλον και χίλια όνειρα ευτυχίας πλημμύριζαν τη σκέψη τους.
«Κ' όταν θα νιώθεις χαμένη και θα χρειάζεσαι καθοδήγηση, απλώς άκου τις φωνές των προγόνων σου ανάμεσα στο θρόισμα των κυπαρισσιών, να σου τραγουδούν και να σε καθοδηγούν».  Αυτή είναι η Ιοκάστη η μητέρα του Αλκιβιάδη στα είκοσι της χρόνια.
Καλοκαίρι και η οικογένεια της Ιοκάστης ήταν στα Καρίκια στα μαντριά τους. Έμεινε μονάχη στο χωριό να προσέχει το σπίτι. Το σκοτάδι της νύχτας τη βρήκε απέναντι στο χαγιάτι στο σπίτι της θείας της χωρίς φώτα να αφουγκράζονται τους ήχους, κάτω από έναν έναστρο ουρανό και να τα λένε.  Τα μικρά φανάρια στα γύρω σπίτια λάμπανε δειλά στη νύχτα και το φως τους τρεμόπαιζε στα μάτια της Ιοκάστης. Το απαλό αεράκι ανασήκωνε ελαφρά την καστανή τούφα από το μέτωπό της, ανατριχιάζοντας τη με την καλοκαιρινή εσάρπα της. Ακουμπισμένη στο πεζούλι αφήνει τα μάτια να σαλπάρουν στον έναστρο ουρανό και στα κύματα των αστεριών. Ήταν από εκείνες τις ώρες που χάζευε ανέμελη και έκανε ταξιδιάρικα όνειρα αγναντεύοντας την άγρια ομορφιά του τοπίου πέρα στο φαράγγι και στην ακτογραμμή του Μπαλογγέρι.
«Έχει υπέροχη νύχτα. Τόσο φωτεινή.» Λέει στη θεία της.
Έκλεισε νωχελικά τα μάτια της αφήνοντας την καλοκαιρινή μυρωδιά να ποτίσει τα ρουθούνια της.
Έφυγε να πάει από νωρίς για ύπνο προφασιζόμενη ισχυρό πονοκέφαλο. Αυτή όμως ήξερε πως απλά ήθελε να μείνει μόνη της. Ξάπλωσε αναπαυτικά στο κρεβάτι αφήνοντας το σώμα της να εναρμονιστεί με τις αισθήσεις της νυχτερινής αύρας που έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο.
Την προσοχή της τράβηξε το ξαφνικό άνοιγμα της κλειστής πόρτας. Λουσμένη από κρύο ιδρώτα, κάρφωσε τα μάτια της στην πόρτα και μέσα στο μισοσκόταδο διέκρινε μετά βίας μία όχι και τόσο άγνωστη αντρική φιγούρα.
Η φιγούρα του την έκανε να πεταχτεί πάνω, να την ξυπνήσει από το γλυκό λήθαργο των τριζονιών. Μπροστά της η μορφή του! 
«Εσύ!» τραύλισε ξέπνοα, «μα… μα πώς… δεν άκουσα…»
Με δυο δρασκελιές έφτασε ακριβώς δίπλα της και γονάτισε μπροστά στο κρεβάτι.
«Συγνώμη», απολογήθηκε, αγγίζοντας απαλά τα καστανά μαλλιά της.
«Πως μπήκες εδώ; Τι θέλεις;» ρώτησε με φωνή πλημμυρισμένη από αγωνία.
Την κοίταξε τόσο έντονα που και απάντηση να μην έπαιρνε δεν θα την ένοιαζε, προτιμούσε να τη κοιτάει μ΄αυτά τα γλυκά του μάτια.
«Ξυπνάω και κοιμάμαι με σένα στο μυαλό μου. Από τότε που σε είδα, δεν μπόρεσα να σε βγάλω από μέσα μου.»
Τα δάκτυλά του άγγιξαν τα σφριγηλά της μάγουλα. Η ενέργεια του έκανε να αντισταθεί το δέρμα σε πρωτόγνωρες, ανεξερεύνητες επαφές. Άφησε την ματιά της επάνω στο πέπλο της νύχτας. Η καρδιά της χτυπούσε ανεξέλεγκτα. Το κορμί της τσιτωμένο, στην αίσθηση της δικής του παρουσίας.
«Έχει θαυμάσια νύχτα. Ξέρεις, λένε ότι σε κάτι τέτοιες νύχτες; Ο Θεός στέλνει τον έρωτα στους μοναχικούς ανθρώπους.» της λέει.
Κάθισε δίπλα της. «Και εσύ ομορφαίνεις τη νύχτα.»
Με την άκρη του ματιού της τον κοίταξε. Το μελαχρινό του δέρμα, τα γεροδεμένα χέρια του, το γλυκό του χαμόγελο. Όπως τον θυμόταν από τότε που τον πρωτοείδε εκείνο το πρωινό. Η αίσθηση της ασφάλειας την έκανε να τρομάζει.
«Είναι τρελό. Ούτε καν που σε ξέρω. Τυχαία ενώθηκαν οι ματιές μας. Είσαι ξένος. Δε με γνωρίζεις. Εγώ…».
Οι άκρες των δακτύλων στα χείλη της την κάνανε να σωπάσει, κατάφεραν να ηρεμήσουν την ανασφάλεια και την άμυνα που ξεπρόβαλαν σαν ασπίδα μπροστά της.
«Μη λες τίποτα. Δεν πρέπει να χαλάσουμε αυτή τη βραδιά.»
Τα δάκρυά της άρχισαν να τρέχουν ασταμάτητα. Έγιναν λυγμοί. Δεν είχε κλάψει καθόλου όλο αυτό το διάστημα. Και τώρα μια λέξη ήταν αρκετή για να την κάνει να ξεσπάσει. Σαν αίλουρος το κορμί της αφέθηκε στην αγκαλιά του. Στην αγκαλιά ενός ξένου αλλά συνάμα τόσο οικείου. Τα χείλη του σκέπαζαν τα δικά της. Το φιλί του ήταν απαλό, υπομονετικό. Περίμενε ανταπόκριση από εκείνη. Δεν άργησε να έρθει. Λυγμοί, δάκρυα και φιλιά έγιναν ένα. Τώρα το φιλί είχε γίνει πιο έντονο, πιο απαιτητικό. Και εκείνη απλά υπάκουε. Παραδομένη σ’ αυτή την αναπάντεχη και ξαφνική ηδονή. Τα χείλη του ενώθηκαν με τα δικά της. Ο αέρας του μέσα της, οι γλώσσες τους απεγνωσμένοι εραστές που ψάχνουν τρόπους να δώσουν πνοή στο πάθος τους. Τα χέρια του χάιδευαν απαλά το πρόσωπό της, τον αυχένα της. Τα δάχτυλά του βυθίστηκαν στα πλούσια, καστανά μαλλιά της. Άγγιξε τους ώμους της και άφησε τα δάχτυλά του να ταξιδέψουν μέχρι τους καρπούς της και ξανά πάλι προς τα πάνω. Χάιδεψε την πλάτη, τη μέση και τους γοφούς της. 
«Δεν έχω ξανακάνει έρωτα. Όσο περίεργο και αν σου φαίνεται. Δεν έχω ξανακάνει. Φοβάμαι.»
Την έπιασε στοργικά από τους ώμους. Τη φίλησε γλυκά στον λαιμό ενώ την έπνιξε στην αγκαλιά του. «Είναι φυσιολογικό να φοβάσαι. Εμπιστέψου με.»
Την έσφιξε πιο πολύ πάνω του, κάνοντας το κάθε σημείο του κορμιού της να ακουμπάει πάνω στο δικό του. Ήθελε να γίνουν ένα. Το απαιτούσε, δεν το ζήταγε. Και έτσι να ήταν, εκείνη δεν έφερνε αντίρρηση. Είχε πια αφεθεί ολοκληρωτικά σε εκείνον. Ένοιωσε την έξαψη του και χαμογέλασε. Με μια αποφασιστική κίνηση την πήρε στα χέρια του και την έβαλε να ξαπλώσει. Με γρήγορες κινήσεις απαλλάχτηκε από τα ρούχα του και ξάπλωσε και ο ίδιος. Οι ματιές που αντάλλασσαν ήταν φλογερές, κατ έκαιγαν χωρίς οίκτο σώματα και ψυχές. Ήταν τόσο ευτυχισμένη εκείνη την ώρα που παρακάλαγε ο χρόνος να σταματήσει, η ανάμνηση να μείνει εκεί φωτογραφίζοντας τα γαλήνια κορμιά τους να διψάνε για επικοινωνία και ενότητα, για έρωτα και αγάπη. 
...... Χίλια εννιακόσια σαράντα εννέα. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο ηττήθηκαν και καταστράφηκαν ολοσχερώς. Η παρά στρατιωτική ομάδα τους διαλύθηκε! Ο Κλέαρχος ήταν ελεύθερος και σύντομα κατατάχθηκε στον εθνικό στρατό .
Ιούνιος του χίλια εννιακόσια σαράντα εννέα. Η νύχτα και οι ήχοι της είχαν δώσει την θέση τους στις πρώτες νότες της καινούριας μέρας όταν ήρθαν τα άσχημα μαντάτα. Όλα συνέβησαν το μοιραίο ξημέρωμα της μέρας εκείνης. Το άγριο φονικό του λατρεμένου αδελφού της.
Δράστες ήταν ντόπιοι Χίτες, πρώην συνεργάτες των Γερμανών και μετέπειτα διώκτες των κομμουνιστών που έλαβαν μέρος στην αντίσταση. Ο αδελφός της, ένας άνθρωπος «πέτρινος και αέρινος, αντάρτης και συνάμα τρυφερός» ήταν, μισητός εχθρός για τους Χίτες της περιοχής. Το χάραμα, έπεσε σε ενέδρα στον Πάρνωνα όπου και τον γάζωσαν αμέσως. Ο Λάμπρος διπλώθηκε στα δύο και κύλησε λίγο μακρύτερα. Μα τη ζητωκραυγή του για τη λευτεριά δεν την πετύχανε τα βόλια κι ο Πάρνωνας την αντιβούιζε... Ήταν νέος, πάνω στο ανθός της ηλικίας του. Μόλις είκοσι τριών ετών.
«Θεέ μου Μεγαλοδύναμε, ω Θεέ μου Μεγαλοδύναμε! Γιατί να έρθουν έτσι τα πράγματα αφού έχει λήξει ο εφιάλτης του πολέμου; Αυτό είναι νέο απάνθρωπο, βγαλμένο απ' την ίδια την κόλαση!» Μαυροφορέθηκε και έκλαψε απαρηγόρητη η Ιοκάστη το άγριο φονικό του αδελφού της. Έκλαψε τα νιάτα του και μαζί τις ελπίδες και τα όνειρα που είχαν κάνει τα αδέρφια για τη ζωή τους.
Σπαραγμός. Καρδιές ραγίζει το μοιρολόι της γιαγιάς. Ήθελε να ουρλιάζει, αλλά δεν έβγαινε ήχος. Ήθελε να πνίξει το Σύμπαν στα δάκρυα της , αλλά τα μάτια της έμειναν στεγνά. Καταράστηκε τον πόλεμο με τις συμφορές του κι εκείνους που κάνουν τους πολέμους.  
«Και πού να ρίξω το μεγάλο μου καημό
όπου θ’ ανοίξει η γης, θ’ ανοίξει η γης
και θα ραΐσει το βουνό.
Ήλιε φονιά πώς άφησες να γίνει το κακό
σκοτώσανε το σταυραετό και τον αυγερινό
κάτω στο σταυροδρόμι σκοτώσανε το νιο
Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
Και τα κορίτσια ρίξανε κάτω τα μαλλιά
για να πιαστείς αϊτέ, να πιαστείς αϊτέ,
ν’ ανέβεις απ’ τη λησμονιά.»
Αχ, πώς θα τον αντέξει τούτον τον κεραυνό; Κι όμως πρέπει! Πρέπει να γίνει ατσάλινη, όπως οι χιλιάδες μανάδες των εκτελεσμένων συντρόφων του. Πρέπει! Για να δουν τουλάχιστον δικαιωμένο το αίμα και τις θυσίες του αγώνα. Γλυκό μου αγόρι, έχε γεια.
Σαν έφυγαν καταχτητές, όλοι οι καταχτητές φεύγουν αργά ή γρήγορα, ήρθαν τα καταραμένα χρόνια του εμφύλιου που σκότωνε ο αδελφός τον αδελφό, ο γείτονας το γείτονα, ο φίλος το φίλο. Ας πάνε στον αγύριστο τέτοια χρόνια.
Σεπτέμβριος χίλια εννιακόσια σαράντα εννέα.
Σε λίγο θα χάραζε η καινούργια μέρα και εκείνη για ακόμα ένα βράδυ θα έμενε άυπνη, προσπαθώντας να κατανοήσει όλα όσα συνέβησαν το τελευταίο διάστημα, να βάλει σε τάξη τις σκέψεις τις και να επαναπροσδιορίσει τη ζωή της. Μπορούσε άραγε;
Η αφόρητη ζέστη που είχε εκείνο το βράδυ, δυσκόλευε την κατάσταση ακόμα περισσότερο. Ξαπλωμένη ανάσκελα, στη μέση του κρεβατιού, με τα χέρια περασμένα πίσω από το κεφάλι της, κοιτούσε αδιάφορα το ταβάνι. Το πρόσωπό της ήταν φρέσκο και σφριγηλό και τίποτα δεν μαρτυρούσε την τόση ταλαιπωρία από τις αϋπνίες που την βασάνιζαν όλο αυτό το διάστημα. Απόψε δεν μπορούσε να κοιμηθεί από τη ζέστη. Σιωπή επικρατούσε τριγύρω και από το ανοικτό παράθυρο έμπαιναν οι απαλοί ήχοι της νύχτας, κι άκουγε το τραγούδι ενός γρύλου, (τριζόνι) που για μια στιγμή ήρθε και σκέπασε όλους τους άλλους, το μονότονο, αλλά γλυκό και δροσερό εκείνο κουδουνισματάκι, που τόσο θέλγητρο δίνει στις καλοκαιριάτικες νύχτες. Τα τριζόνια, λένε, βρίσκουν ένα ταίρι και μένουν μαζί του για όλη τους τη ζωή.
«Μην είμαι και εγώ ένα τριζόνι;» Ψιθύρισε και σφράγισε ταυτόχρονα με τα δάχτυλά της τα χείλη.
Ένα δροσερό αεράκι μπήκε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο, αναδιπλώνοντας την κουρτίνα και παίρνοντας μακριά την βαριά ατμόσφαιρα. Τα τριζόνια είχαν από ώρα πάψει το νυχτερινό τους τραγούδι. Ένοιωθε να την αγκαλιάζει μια γλυκιά θαλπωρή σε κάθε ίνα του κορμιού της όταν η νύχτα και οι ήχοι της είχαν δώσει την θέση τους στις πρώτες νότες της καινούριας ημέρας.
..... Σαν «βόμβα έσκασε» η είδηση στο σπιτικό τους, η δήλωση της ότι θα φύγει μαζί του. Η κόρη τους και αδελφή τους άλλαξε «στρατόπεδο.» Ήρθαν τα πάνω-κάτω, η γιαγιά δεν μπορούσε να το πιστέψει. Πως να την συγχωρέσει στο καινούργιο της σφάλμα: τη φυγή της με έναν «εχθρό» που τον γνώρισε κάτω από εκείνες τις θλιβερές συνθήκες, λες και δεν της έβρισκαν γαμπρό.
Ένα μεγάλο «γιατί» έμοιαζε να πλανάται σαν μια αόρατη απειλή. «Γιατί;» όταν ο πόνος γύρω τους είναι τόσο φανερός; «Γιατί;» Η κόρη τους. Το κορίτσι που το βλέμμα της έκλεβε καρδιές κι όλα τα παλικάρια της περιοχής έλιωναν από πόθο μπροστά στην πόρτα της. «Γιατί;»
Ώσπου ανοίγει μια δύσκολη συζήτηση χωρίς τρυφερότητα και σεβασμό, με «βαριές κουβέντες» κι αμέτρητες βρισιές με λόγια βαριά, κι οι φωνές τους ακούγονται μέχρι την πλατεία του χωριού. Ο αδελφός της επιτίθεται και την κατηγορεί ότι έβαλε τον «χίτη» εραστή της στο σπιτικό τους. Ο καυγάς κορυφώθηκε το ξημέρωμα. Τα αίματα άναψαν και η κατάσταση έδειχνε να ξεφεύγει. Ο παππούς με την υπόλοιπη οικογένεια προσπαθούν να την πείσουν ότι ο άνδρας που ερωτεύτηκε δεν ήταν αντάξιός της. Η Ιοκάστη και ο παππούς κοιτάχτηκαν στα μάτια, ακολουθήσουν μερικά λεπτά σιωπής, η Ιοκάστη όμως δεν αντέδρασε. Απλά δεν αλλάζει γνώμη δεν θα την σταματήσει καμία λογική, είχε αρκετή αποφασιστικότητα ν' ακολουθήσει το συναίσθημα.
Το έμαθε και ο λεβέντης ερωτοχτυπημένος νιος, το καμάρι του Κυπαρισσιού. Έπεσε στα πόδια της την παρακάλεσε. «Μείνε εδώ μη με αρνηθείς αυτή την ώρα. Βαρύ το αντίο δεν μπορώ να το σηκώσω. Μη φύγεις μείνε, σε παρακαλώ !!! Και αν φύγεις κράτα κι εμένα στην καρδιά σου, κι εγώ, όπου και αν είμαι, όπου κι αν βρεθώ, θα σε περιμένω.»
Η Ιοκάστη ήταν διατεθειμένη την καινούργια πραγματικότητα, που την περικύκλωνε, την καταδίωκε να την διεκδικήσει με την αδάμαστη θέληση της. Είχε άλλον στην καρδιά της. Είχε βρει άλλον άνδρα στη ζωής της.
Με την ψυχή σκοτεινιασμένη από τη ζοφερή ατμόσφαιρα του αδελφοκτόνου πολέμου που μόλις τελείωσε και τις πληγές τους ακόμη ανοικτές για να μη φουντώσουν κι άλλα ανώφελα πάθη.  Για να μην έρθει σε ακόμη πιο δύσκολη θέση η κόρη του. Έδωσε αυστηρή παραγγελία. Είναι απαίτηση του παππού να μη του πειράξει κανείς την λεβέντισσα κόρη. Καλό κατευόδιο! Με την ευχή του.
Υπάρχουν άνθρωποι σαν την Ιοκάστη φτιαγμένοι από άλλο κράμα. Περίεργες υπάρξεις.
Αυθεντικοί στην αγάπη. Δεν φοβούνται να ρισκάρουν για τον έρωτά τους.
Τα ταξίδια του μυαλού τους είναι φανταστικά και τους πάνε όπου επιθυμούν και δεν φυλακίζονται ποτέ. Εκτός αν το επιθυμούν.
Ικανοί για όλα. Ευγνώμονες με τους ανθρώπους που αγαπούν και τους αγαπούν.
Αυτούς τους παθιασμένους ανθρώπους αν ποτέ τους συναντήσεις στην ζωή σου, κράτησε τους. Μη τους αφήσεις να φύγουν ποτέ.
«Τη δύναμή σου την τρανή Έρωτα, όποιος δε σε γνωρίζει μάταια ελπίζει να ιδωθεί τι μέγα κρύβουν οι ουρανοί».
Ο Αλκιβιάδης ένοιωθε ευλογημένος που ήταν η μητέρα του.
Από τι κράμα είναι πλασμένη; έχει κορμοστασιά περήφανη, λεβέντικη, και αύρα αυθεντική. Όμορφη. Λάμπει ολόκληρη. Ξεκίνησε το ταξίδι της μέρα μεσημέρι. Δεν έτρεξε, δεν κρύφτηκε, δεν κιότεψε. Περήφανη κι αγέρωχη σαν πριγκίπισσα, με αργό, αλλά σταθερό βήμα, πέρασε μέσα από τις γειτονιές του δρόμου. Η καρδιά της οδηγούσε τα βήματα.
Ποιόν κουβεντιάζει η γειτονιά κι ανανταριάζει;
Σαν τον αϊτό φτερούγαγε στη στράτα
την καμαρώνει η γειτονιά στα παραθύρια
με χαμηλά τα μαύρα της τα μάτια
λεβέντισσα εροβόλαγε.
Στα ματιά της ένα σύννεφο
μες την καρδιά της σίδερο.
Κυλάει το αίμα της, σκέπασε τον ήλιο
κι λεβέντισσα εροβόλαγε.
Η ζωή της Ιοκάστης είναι η ζωή όλων αυτών που έρχονται αντιμέτωποι µε ένα βαρύ φορτίο στους ώμους, δεν το απαρνιούνται όμως, ούτε το αφήνουν να τους λυγίσει.
Με το δείλι βρέθηκαν στην Μονεμβασία, περπατούσαν αγκαλιά οι δυο τους στην ακρογιαλιά κι ο ήλιος τους ζήλευε την ώρα που βασίλευε, η ανήσυχη θάλασσα μούνταινε, γινόταν λίμνη μελάνης μαυριδερής, πλαισιωμένη από τις αχνά σταχτογάλανες σκιαγραφίες του βράχου, και απάνωθε της ο ουρανός, ντυμένος πορφύρες, ξεπροβόδιζε τη φλεγόμενη σφαίρα του ήλιου κι αργόλειωνε σε θαμπά χρυσάφια περιπεπλεγμένα με μαβιά αντιφεγγίσματα καθώς αποτραβιέται πίσω από το βουνό.
«Θεέ µου! Μόλις συνειδητοποίησα κάτι...που τις τελευταίες βδομάδες, δεν έδωσα σημασία.» Το χαμόγελό της ήταν μυστηριώδες και ο Κλέαρχος δεν είχε ιδέα για τι πράγμα του μιλούσε.
«Τι εννοείς;»
«Δεν μαντεύεις;»
«Όχι»
«Νομίζω ότι μπορεί να είμαι έγκυος» του είπε απαλά, σαν να φοβόταν να το πει μεγαλόφωνα.
Ο Κλέαρχος έριξε μια λοξή ματιά και γύρισε ξανά το βλέμμα του στο πέλαγος.
«Σοβαρολογείς;» Ήταν εξίσου ενθουσιασμένος και ελαφρώς σοκαρισμένος.
«Νομίζω πως έγινε τη βραδιά. Έχω καθυστέρηση. Μεγάλη, πραγματικά μεγάλη καθυστέρηση. Τεσσάρων εβδομάδων. Το είχα ξεχάσει εντελώς».
Ο Κλέαρχος την άκουγε και ένιωθε ένα ρίγος να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του. Άξαφνα ήταν το ίδιο βέβαιος µε εκείνη. Θυμήθηκε το ξαφνικό πάθος τους.  Θυμήθηκε που είχε κάνει τη σκέψη πως η Ιοκάστη θα μπορούσε να είχε μείνει έγκυος εκείνο το βράδυ και ύστερα το είχε βγάλει εντελώς από το μυαλό του. Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε απαλά το μάγουλό της, και εκείνη γύρισε να τον κοιτάξει µε µάτια γεμάτα ελπίδα.
«Θα το επιβεβαιώσω τη Δευτέρα» του είπε µε φωνή ελάχιστα πιο δυνατή από ψίθυρο και έπειτα τύλιξε τα χέρια της γύρω του και τον φίλησε. Κανένας από τους δυο τους οµως δεν μπορούσε να δώσει άλλη εξήγηση για την καθυστέρηση. Δεν της είχε συμβεί ποτέ μέχρι τότε. Θα ήταν ένα μακρύ Σαββατοκύριακο.
Επιβεβαιώθηκε!. Ήταν ο σπόρος, που είχε πέσει στη μήτρα. Ο Αλκιβιάδης. Ο γιος του νεαρού «χίτη» απ' τη νότιο Λακωνία και της πανέμορφης νεαρής Ιοκάστης απ' ένα παραδοσιακό ορεινό χωριό «γαντζωμένο» στις πλαγιές του Πάρνωνα.....
Αφήνοντας πίσω τους το παρελθόν μια καινούργια ζωή έβλεπαν να ανοίγεται μπροστά τους, χωρίς περιουσιακά στοιχεία, πάμφτωχοι με αρχές κι αξιοπρέπεια ριζώνουν σ' ένα απόμερο οικισμό κοντά στη Μονεμβάσια. 
Ήταν ο μεγαλύτερος (από τ' άλλα δυο αγόρια), γιος της οικογένειας. Ένα μικρό αγόρι, ψηλό, λιπόσαρκο, σα λιγνό κυπαρισσάκι 'ταν το μπόι του, με θεληματικό πιγούνι, καστανά μαλλιά και έξυπνα ερευνητικά σκούρα μάτια. Είχε γεννηθεί στην ενδοχώρα σ’ ένα μικρό οικισμό τα Μπουμπουτσέλια μιας πάμπτωχης περιοχής του ελληνικού Νότου στις ανατολικές άγονες πλαγιές του Λακωνικού Πάρνωνα.
Μία δυσπρόσιτη περιοχή που είχε παραμείνει ανόθευτη και αληθινή στο πέρασμα του χρόνου.
Τα χωριά φωλιασμένα στα βουνά. Δεν υπήρχε εύκολος δρόμος να διαβείς, υπήρχαν όμως εκατοντάδες μονοπάτια. Δεν υπήρχαν αριστουργηματικά χωριά, υπήρχαν όμως μια χούφτα ξωμάχοι που αντιστέκονταν στον χρόνο, άνθρωποι φιλόξενοι, ταπεινοί, καταπονημένοι, αλλά περήφανοι για την καταγωγή τους.
Tο κυρίως χωριό είναι εν’ από κείνα τα βουνίσια χωριά, που σκαρφαλώνουν στη πλαγιά του βουνού κι είναι όλα τα ίδια. Όμορφα, μα φτωχά! Και ο μικρός οικισμός τους, χωμένος σε μια απόμακρη γωνιά του χωριού, μιας περιοχής, συγκροτούσε έναν απομονωμένο μικρό αγροτοκτηνοτροφικό οικισμό με δεκαπέντε σπίτια χαμηλά και ισάριθμες αιωνόβιες χαρουπιές. Οικισμός μικρός ασήμαντος, σκυφτός θα ‘λεγες από κάποια βαθιά στενοχώρια, γκρίζος και ισχνός όπως όλα τα μέρη που οι κάτοικοι τους ζουν μακριά από την εποχή τους. Απόμεροι, ξεχασμένοι.
Η ορεινή ύπαιθρος γύρω τους ήταν μια άγονη γη, γεμάτη με πέτρα που τις θερμές ημέρες του χρόνου λουζόταν από το ανελέητο εκτυφλωτικό φως του Ήλιου. Οι λιγοστοί κάτοικοι πάλευαν με κόπο και ιδρώτα να κερδίσουν την ζωή τους στις περιοχές της χέρσας γης με το γκρίζο χώμα από τα χαράματα μέχρι το βράδυ, καλλιεργώντας λίγες ελιές, λίγες συκιές, μερικά αμπέλια και ελάχιστα περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα και λαχανόκηπους. Παιδεύονταν για το ψωμί, για το καρβέλι. Δύσκολο πράμα. Όμως η γης ήτανε για κείνους πλάσμα ζωντανό, κρύωνε, πυρωνόταν, θρασομανούσε να σπαρθεί, κοιλοπονούσε. Οι βροχές πέφταν μετρημένες, κι έτσι δεν έσκαγε το χώμα για να ποτιστεί καλά η γης και τα αλέτρια όργωναν και ξαναόργωναν τα λιγοστά υγρά χωράφια για μια καλή σπορά. Οι ξωμάχοι χωρικοί έτρεχαν κάθε τόσο να τη συντρέξουν, τη μια ζευγάδες και σποριάδες, την άλλη θεριστές ή μαζωχτές. Δύσκολα χρόνια, και η γη λίγη στο μερτικό τους και φτωχή, αδυνατούσε να τους θρέψει και να τους χαρίσει μια ζωή σύμφωνη μ' εκείνη που ο καθείς φτιάχνει στα όνειρα του. Υπήρχαν ακόμη κάμποσοι προνομιούχοι νοικοκυραίοι από τα που κατείχαν τις πιο εύφορες εκτάσεις στις μικρές κοιλάδες με το κόκκινο χώμα που καλλιεργούσαν όσπρια και σιτηρά. Ιδιοκτησίες, που ανήκαν παλιότερα σε Τούρκικες φαμίλιες που κατοικούσαν στα παλιά χρόνια το χωριό.
Στενοί χωματόδρομοι και στριφογυριστά μονοπάτια που θύμιζαν λαβύρινθο από μυρμηγκοφωλιές συνέδεαν τους μικρούς οικισμούς με την καλλιεργήσιμη γη. Οι απαιτούμενες μεταφορές προσώπων και αγαθών γίνονταν με μουλάρια άλογα και γαϊδουριά. Η σταδιακή ανάπτυξη που σημειωνόταν με το πέρασμα των χρονών στα βορειότερα της Λακωνικής πεδιάδας του Ευρώτα δεν είχε ακόμη κάνει το άλμα της στις τοπικές κοινωνίες του Νότου. Στους μικρούς και απομονωμένους οικισμούς οι κάτοικοι συνήθιζαν να ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους με τη μέθοδο της αγροτικής οικονομίας και, όσο να το κάνεις, βολευόταν κάπως η κατάσταση.
Φτωχοί άνθρωποι οι περισσότεροι, είχαν την  ανάγκη ο ένας του άλλου. Έτσι όταν ήθελαν  να καλλιεργήσουν τη γη, συνήθως συνεταιριζόταν. Όταν είχε κάποιος ένα ζώο «καματερό» βόδι ή μουλάρι, το  έκανε ζευγάρι μ’ άλλον και με αυτό όργωναν και έσπερναν τα χωράφια και των δύο. Στο θέρισμα που χρειαζόταν πολλά χέρια, βοηθούσαν όλοι. Το ίδιο γινόταν και στο αλώνισμα. Δύσκολα χρόνια, και η γη λίγη στο μερτικό τους και φτωχή, αδυνατούσε να τους θρέψει και να τους χαρίσει μια ζωή σύμφωνη μ' εκείνη που ο καθείς φτιάχνει στα όνειρα του. Όμως και μ’ όλες αυτές τις ελλείψεις η ζωή τους ήταν ήσυχη και γεμάτη ανθρωπιά. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού ένιωθαν ζεστασιά στις σχέσεις τους και στις επαφές τους. Πάντα ήταν έτοιμοι να προσφέρουν με προθυμία τη βοήθειά τους σε όποιον τη χρειαζόταν. Τα συναισθήματά τους ήταν πιο έντονα. Ένιωθαν τη φιλία μεταξύ τους πιο δυνατή. Η καλοσύνη, η τιμιότητα, η χαρά υπήρχαν σε αφθονία στο χωριό. Αν και τα σπίτια ήταν μικρά, έφταναν να χωρέσουν την αγάπη, τη συμπόνια, τη φιλοξενία, την ανθρωπιά.
Όταν στο χωριό ερχόταν κάποια λύπη ή κάποια χαρά, την ένιωθαν και τη μοιράζονταν μεταξύ τους όλοι οι κάτοικοι. Στις γιορτές και στα πανηγύρια η αληθινή χαρά ήταν απλωμένη σ’ όλο το χωριό.
.. Ανηφορίζοντας από την δυτική πλευρά του λόφου με τα πόδια προς την κορφή του οικισμού αφήνεις πίσω σου μια συστάδα σπιτιών ομοιόμορφα κτισμένα το ένα διπλά στο άλλο, τα περισσότερα δίπατα, σκεπασμένα με στέγη από κατακόκκινα κεραμίδια. Η αυλές τους είναι τριγυρισμένες από πέτρινο μαντρότοιχο, βρίσκονται στην μπροστινή μεριά των σπιτιών και έχουν ξύλινες πόρτες με κεραμοσκεπή. Τα δάπεδα στις αυλές είναι πλακοστρωμένα, απευθείας πάνω στο χώμα, πράγμα που επιτρέπει να φυτρώνουν χόρτα στους αρμούς, δίνοντας έτσι μια εντελώς φυσική εικόνα. Ο φούρνος βρίσκεται έξω από το σπίτι, σε ιδιαίτερο κτίσμα και σε μια άκρη της αυλής, πίσω από το σπίτι είναι η χρεία, όπως το έλεγαν, το κοτέτσι, το χοιροστάσιο και άλλες βοηθητικές εγκαταστάσεις. Τα σπίτια αποτελούνται από ένα ενιαίο χώρο στο πάνω πάτωμα και το κατώι κάτω. Μια πέτρινη σκάλα οδηγεί στο χαγιάτι και στο πάνω σπίτι. Στο πάνω πάτωμα υπάρχουν τα δωμάτια και η σάλα υποδοχής. Στο κατώι είναι οι αποθήκες και ο αχυρώνας για τα ζώα.
Στην κορυφή του λόφου συναντάς την μικρή εκκλησία, λιτή και ολόασπρη ανάμεσα σε πεδινά πεύκα. Είναι ο Άγιος Παντελεήμονας. Κατηφορίζοντας ανατολικά φτάνεις σ’ ένα πλάτωμα εμπρός σου είναι το παλιό ελαιοτριβείο και σε μικρή απόσταση πέντε έξι σπίτια ομοιόμορφα και αυτά, κτισμένα το ένα διπλά στο άλλο.. Οι νοσταλγικές αναδρομές μυροβόλο αεράκι έρχονται να τον δροσίσουν, να τον αναζωογονήσουν και να τον τυλίξουν σαν αναρριχώμενος κισσός. Οι σκέψεις του γυρίζουν στα παλιά και νιώθει νοσταλγία, και επιθυμεί να ξαναζήσει το με ιδιαίτερη χάρη παραδοσιακό πανηγύρι του Άγιου Παντελεήμονα στην μικρή πλατεία του οικισμού. Κόσμος από όλα τα χωριά ερχόταν όταν γιόρταζε ο Άγιος, προσεύχονταν έπιναν, γλεντούσαν και οι νέοι για νύφες ψάχνανε στου Αγίου το πανηγύρι.
Ο Άγιος Παντελεήμονας ακόμη και σήμερα είναι ένα μικρό εκκλησάκι χτισμένο στο ψηλότερο σημείο ενός υψώματος προστάτης φύλακας του οικισμού, με απόλυτη θέα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, για ν’ αγναντεύει τα βουνά του τόπου, περιτριγυρισμένο απ’ τη μοναδική πλατεία του οικισμού πάνω στο λόφο. Τέτοιες μέρες ολάκερο το χωριό σηκώνεται στο ποδάρι, και βουίζει από κίνηση και ζωή και οι καμπάνες του χτυπάνε χαρούμενα και του θυμίζουν με νοσταλγία το πανηγύρι.   
Πλήθος κόσμου μαζεύετε μαζί στην γιορτή του. Τα τραπεζάκια και οι καρέκλες στήνονται από τα χαράματα στον περίβολο του ναού, όταν ακόμα ο νυχτερινός ίσκιος σέρνεται επάνω στην ολόστρωτη άπλα του λόφου, που ανατριχιάζει κάθε τόσο με τις ανάλαφρες ριπές του ανέμου στα δέντρα που θρόιζαν και παίρνει όλους τους τόνους τού γαλάζιου και του ρόδινου. Με τον ήλιο που ανηφορίζει, η πρωινή άχνα μαζεύεται στις άκρες του ορίζοντα, όσο να χαθεί ολότελα. Κι όλα αποθεώνονται μέσα στο χρυσό φως, σχήματα, όγκοι, απλωσιές και ψηλώματα, σπίτια, δέντρα, πλαγιές. Τα νερά της μικρής λίμνης αστράφτανε, οι πέτρες κι ο αέρας αστράφτανε και γύρω-γύρω στον περίβολο του ναού στριμώχνεται ένα πολύχρωμο και γραφικό πλήθος, σαν τσιγγάνοι.
Του φαίνεται πως είναι ακόμη μικρο παιδί, μια μέρα του Ιούλη και όλος ο κόσμος του μοιάζει ευτυχισμένος. Το ακορντεόν και τα βιολιά με τους χαρούμενους ήχους γεμίζουν τον προαύλιο χώρο της εκκλησιάς και οι φωτιές από τις ψησταριές φωτίζουν με την κοκκινωπή τους λάμψη και προβάλλουν επάνω στο λευκό του ασβέστη του τοίχου τις ευκίνητες φιγούρες των μουσικών και τα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα των γυναικών και των αγοριών που γελούσαν και διασκέδαζαν χορεύοντας χορούς της Πελοποννήσου. Το πανηγύρι διαρκούσε και δεν τελείωνε ακόμα κι όταν τ' αστέρια έλαμπαν πάνω από την εκκλησιά σαν να τα είχε συνεπάρει κι εκείνα ο ρυθμός του χορού.
...... Σήμερα κουρασμένος από τη ζωή στρατοκόπος, σταμάτα για λίγο στο διάβα του και θυμάται το τότε! Οι παιδικές του αναμνήσεις σαν μαγευτικές νεράιδες χορεύουν για λίγο μπροστά του στο δικό τους ρυθμό. Προσπαθεί να ξανανιώσει και να γίνει πάλι παιδί έστω με τη σκέψη. Τα πρώτα χρόνια στην ξενιτιά η άνοιξη τον αναστάτωνε και τα όνειρα της ζωής του άνθιζαν μέσα του, όπως οι μοβ περικοκλάδες ανάμεσα στις πέτρες του παλιού νεκροταφείου του χωριού του. Μια αδυναμία που του περνούσε με τις πρώτες ζέστες του καλοκαιριού και άφηνε τη φαντασία του να ταξιδεύει ολόγυρα.
Θυμάται τα πρώτα χρόνια που ένοιωθε τώρα πια τον εαυτό μου. Τότε που παιδί αμέριμνο και ξυπόλητο, ξέγνοιαστο και πεινασμένο, γυρνούσε στις γειτονιές, στους δρόμους και στα χωράφια, χωρίς τους φόβους και του κινδύνους. Τότε, που τα χρόνια ήταν τόσο πλούσια σε φτώχεια. Ήξερε πως ήταν φτωχοί, πως οι άνθρωποι έπρεπε να δουλεύουν για να ζήσουν, πως γι’ αυτό δούλευαν οι γονείς του την χέρσα γη, και πως σα μεγαλώσει θα δούλευε κι αυτός. Δηλαδή το ’ξερε, καθώς ήξερε πως κάθε βράδυ βασιλεύει ο ήλιος και χάνεται πίσω από το Μεγάλο Ρέμα. Το γιατί τους, δεν το απείκαζε. Στα παιδικά τα χρόνια τα παίρνουμε καθώς φαίνονται όλα. Ζωγραφιές μαζεύουμε, και τίποτα άλλο. Μα αυτό δεν πάει να πει και πως δεν ένοιωθε το κόσμο.
Εικόνες της εποχής  μόλις που περπάτησε καλά, και στιγμή δεν εκαθότανε. Έτρεχε μες στα πεζούλια στις πλαγιές και ήταν ελεύθερος σαν τον άνεμο, χαρούμενος σαν την Άνοιξη και ανέμελος σαν το Καλοκαίρι. Της  εποχής που πότιζε το μικρό μποστάνι τους, χαμηλά στη ρεματιά, ανάμεσα στα νεροκάλαμα, ένα λουρί χωράφι και έτρεχε ξέγνοιαστος, τσαλαβουτώντας μέσα στα νερά και στη μαγεία του βρεγμένου χορταριού και της λάσπης, με τα γυμνά του πόδια, με το κοντοβράκι του και με το μακρύ το φτυάρι στα αδύνατα χέρια του, να αλλάζει τα κανάλια του ποτιστικού νερού ανάμεσα στα παρτέρια με τα λαχανικά και τις κολοκυθιές τις φορτωμένες πορτοκαλιά λουλούδια, μεγάλα σαν χάλκινες τρουμπέτες, ευτυχισμένος όπως το πουλί απάνω στο κλαδί του. Τα μεσημέρια του καλοκαιριού, κάθονταν  στον ίσκιο κάτω από το μεγάλο πλάτανο, που πάνω στα κλαδιά του πετούσαν και κελαηδούσαν πουλιά, και τα χελιδόνια βουτούσαν χαριτωμένα πίνοντας το δροσερό νερό της λιμνούλας. Τ' ήταν ο κόσμος τότε γι' αυτόν παρά ένα περιβόλι απέραντο, καταπράσινο και μοσχοβολημένο περιβόλι, με τη φύση να βρίσκεται στ’ αποκορύφωμα της λάμψης της, απ’ του ήλιου τις χρυσές ακτίνες.
Σαν στρέφει προς τα πίσω στο παρελθόν του τα μάτια και η σκέψη τον γυρνάν στα περασμένα, και του φέρνουν στο νου εικόνες, και όλα του φαντάζουν ένα ανάγλυφο τοπίο στην ομίχλη, ό,τι απ' την ομίχλη ξεπροβάλλει και από την λησμονιά δραπετεύει. Αράθυμος ο νους περιδιαβάζει στο τοπίο και αφήνετε στον ρεμβασμό και στα «περασμένα κι αλησμόνητα» στιγμιότυπα της εφήμερης ύπαρξης του. Εικόνες παλιές, συννεφιασμένες, άλλες με πίκρα κι άλλες ωραίες, χαρωπές, ευτυχισμένες. Η γαλήνια ομορφιά του τοπίου, με τη σιλουέτα του μικρού σπιτιού τους. Το σπίτι τους να στέκεται στη δυτική πλευρά του Αγίου Παντελεήμονα και νοτιοανατολικά στην άκρη του μικρού οικισμού. Ένα μικρό ισόγειό σπίτι με δυο  κάμαρες πετρόχτιστο με τους ασβεστωμένους τοίχους με τα χρωματιστά πορτοπαράθυρα και την κόκκινη κεραμοσκεπή, σε συνδυασμό με την ομορφιά της φύσης, να δημιουργούν ένα υπέροχο τοπίο. Εμπρός νότιο-ανατολικά, στο τέλος της αυλής ήταν ένα χαντάκι. Ανάβαθο. Το χαντάκι γεμάτο γκρίζες πέτρες και βράχους. Μερικές γκορτσιές εδώ και εκεί, φραγκοσυκιές στις άνυδρες όχθες του και μερικές συστάδες από σκίνα. Η μια συστάδα σε απόσταση από την άλλη. Με τον ερχομό της άνοιξης θρασομανούν τ’ αγριάγκαθα και το χαντάκι γεμίζει γαλάζιους ίσκιους. Θάμνοι γυμνοί, αγκαθωτοί και ξερά χόρτα που δυναστεύουν το τοπίο. Και για την ανάγκη τους χρησίμευε και για το σκουπίδι. Το σπίτι ταπεινό χαμηλό, με την μεγάλη αυλή του να κοιτά στο νοτιά χωρίς μαντρότοιχο εμπρός του, και με το λίθο-χτισμένο φούρνο στο τέλος της αυλής, δίπλα στη μεγάλη γέρικη αμυγδαλιά που όταν άνθιζε την άνοιξη η αμυγδαλιά ξαναγέμιζε πουλιά. Στη συνέχεια της δυτικής πλευράς του σπιτιού ήταν ένα καλύβι χτισμένο με ξερολιθιά, για αποθήκη χρησίμευε όπου έβαζε η φαμίλια τα φτωχικά εισοδήματα τους, καρπούς, το σιτάρι, το λάδι και το κρασί που έβγαζε η άνυδρη γη τους, «τα λιγοστά χτήματα τους», οι κόποι κι ο ιδρώτας των γονιών του. Πίσω από την αποθήκη, ήταν κι ένα άλλο μεγαλύτερο καλύβι που έβαζαν τα ζωντανά τους, μερικές κότες και γαλοπούλες, δυο κατσίκες, μια γαϊδουρίτσα, το εργαλείο τους στις αγροτικές εργασίες και μεταφορικό μέσο εκείνα τα χρόνια. Αργότερα απέκτησαν κι ένα εξαίσια όμορφο κατάμαυρο άτι μ’ ένα λευκό αστέρι κόσμημα στο μέτωπο. Δυτικότερα στις αποθήκες, στο βάθος ήταν ένα ευρύχωρο και άνυδρο κτηματάκι, μια πεζούλα, περιφραγμένη με ξερολιθιά και φραγκοσυκιές όπου φύτρωναν αγκινάρες και εκεί στον υπαίθριο χώρο οι κότες και τα κοκόρια βοσκούσαν ελεύθερα.
Νοτιοανατολικά, σύνορο με την αυλή του σπιτιού είναι ο χωματόδρομος, στη συνέχεια μια αρκετά δύσκολη κατηφορική διαδρομή, ένα φιδοειδές μονοπάτι, και μετά από  τριακόσια μέτρα περίπου σταματά σ' ένα μικρο διάσελο όπου μια μικρή πηγή ανάβλυζε όλο το χρόνο λιγοστό γάργαρο νερό, διαυγές και κελαρυστό, όμοιο με διάφανο χρυσάφι, μέσα από τα βράχια που σχημάτιζαν έναν κατακόρυφο γκρεμό σαν φυσικό πέτρινο τείχος. Η πηγή αυτή ήταν το μέρος από όπου προμηθεύονταν νερό οι κάτοικοι του οικισμού δυτικά του Αγίου Παντελεήμονα. Σε περιοχές όπου το νερό ήταν δυσεύρετο, ήταν πηγή ζωής για τους ανθρώπους. Το περισσευούμενο είχαν φτιάξει μια ευρύχωρη στεγανοποιημένη τσιμεντένια στέρνα, δίπλα σε μια μεγάλη κλαίουσα ιτιά, και ήταν πολύ σημαντική για τις μικρές υπαίθριες καλλιέργειες κηπευτικών των κατοίκων στην περιοχή του της δυτικής πλευράς του οικισμού. Το έδαφος της περιοχής δεν μπορούσε να συγκρατήσει νερό, απαραίτητο για την ανάπτυξη των καλλιεργειών. Έτσι, οι κάτοικοι είχαν διαμορφώσει αυλάκια με νερό που έφταναν με κατάλληλο σχεδιασμό και με κανάλια πότιζαν τα περιβόλια και τους μπαξέδες στις μικρές πεζούλες τις κατάλληλα διαμορφωμένες για τις καλλιέργειες που απλώνονταν ως την άλλη μεριά της ρεματιάς. Με αυτό τον τρόπο, εξασφάλιζαν το απαιτούμενο πότισμα τόσο στους λαχανόκηπους και τα διάφορα μικρά μποστάνια, όσο και για το πότισμα των οικόσιτων ζώων.
(...... Ω χώματα της γης μου!
Χώμα «Μπουμπουτσελιάνικο»**
πρωτόχωμα
τιτάνια ζύμη του κορμιού μου
του ίδιου μου του ακοίμητου μυαλού!...............  Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος Γ΄ **Λευκαδίτικο)
Χάνεται σε σκέψεις και αναμνήσεις. ... και περασμένη ώρα και δεν ξέρει αν προτιμότερο θα ήταν όλα να είχαν σκεπαστεί απ' την ομίχλη και όλα να είχαν βυθιστεί μέσα στη λήθη.

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Web Informer Button