ADS

click to open

Τρίτη 28 Μαΐου 2019

Ap' Tin Paidikotita Stin Efivia! (Part.. 3)

....... 1957! Η χρονιά αυτή σημαδεύτηκε με παρ' ολίγον δυσάρεστα γεγονότα που συνέβησαν στον δεύτερο αδελφό του τον Τηλέμαχο. Μια μαρτυρία όσων βίωσε ο μικρός Τηλέμαχος! Όπως! 
...... Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και να πέφτει το φως της μέρας, καθώς ο ήλιος δύει και ένα ολόγιομο χάλκινο φεγγάρι βγαίνει από τη μεριά της Μονεμβάσιας και ο μικρός Τηλέμαχος λείπει από την αυλή τους. Με το που έπεσε το σκοτάδι αμέσως σήμανε κινητοποίηση όλος ο οικισμός και έλαβε ενεργό μέρος προς ανεύρεση του στη φεγγαρόφωτη νύχτα. Αυτός καθόταν μαζεμένος σαν το λαγό σε μια χλοερή γωνιά κουλουριασμένος σε μια τρύπα μέσα στα βάτα πέρα στη απομακρυσμένη ρεματιά με τα χαλάσματα, κρύβεται φοβισμένος που νύχτωσε, δεν ξέρει που να πάει και δεν ακούει τους συγχωριανούς του, που τον ψάχνουν, σχεδόν θαμμένος μες «στο λαγούμι» του λουφάζει, ασάλευτος, χωμένος στην κρυψώνα του.  Επιτέλους το μικρο ταλαιπωρημένο αγόρι βγάζει μικρές κραυγές στο άκουσμα της φωνή της μητέρα τους που έντρομη καλούσε τ' όνομά του μες στη νυχτιά. Περνώντας η αγωνία κι η λαχτάρα, κόντεψε να τρελαθεί απ' τη χαρά πέφτοντας μέσα στην αγκαλιά της. Γαντζώθηκε πάνω της μη μπορώντας να βγάλει λέξη, «είχε πετρώσει απ’ την χαρά του».
Η Ιοκάστη τον έσφιξε στο στήθος της, τον έπνιγε στα φιλιά με αγάπη και τρυφερότητα... «Είμ' εδώ αγόρι μου, κοντά σου είμαι, μη φοβάσαι…. να μη φοβάσαι.» Μιλούσε ακατάπαυστα από χαρά για το αίσιο τέλος που είχε η περιπέτεια του Τηλέμαχου που χάθηκε στην ρεματιά και δεν καταλάβαινε ούτε η ίδια τα ίδια της τα λόγια.
Ο μικρός αδελφός του μπήκε στη περιοχή με τη πλούσια βλάστηση της ρεματιάς και έχασε τον προσανατολισμό του όταν έπεσε το σκοτάδι. Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα, που εντοπίστηκε τελικά, καλά στην υγεία του αν και ταλαιπωρημένος. 
Ο ουρανός τώρα είχε πάρει ένα πολύ βαθύ γαλανό χρώμα. Τ' αστέρια εκεί ψηλά έμοιαζαν καρφιτσωμένα σε μια διάφανη σφαίρα. Η κορυφή του Κούνου  ξεχωρίζει πιο φωτεινή και το φεγγάρι μισό γέρνει και θα χαθεί σε λίγη ώρα.  Η ρεματιά αποτίναζε την κάψα  που της είχε προξενήσει ολημερίς ο ήλιος, το νοτισμένο χώμα αναδίνει το άρωμά του και τα φύλλα  της ιτιάς βαραίνουν στη βραδινή υγρασία.. Βαθιά μέσα στα βάτα και τα σκίνα κοιμούνται τα πουλιά και οι ελιές  στην πλαγιά στέκουν ακίνητες στην απόλυτη ησυχία ντυμένες με τα ασημένια τους φύλλα.
...... Καλοκαίρι, μεσημέρι και ντάλα ήλιος, ένα αναποφάσιστο αεράκι που έπνεε μόνο, όταν ξεκίνησαν ο Αλκιβιάδης με τον μικρό τρίχρονο αδελφό του να πάνε να φέρουν νερό διαβαίνοντας το κατηφορικό μονοπάτι που κουλουριαζόταν σαν ερπετό γύρω από τη λιπόσαρκη πλαγιά του λόφου. Ένα πέρασμα που στένευε σα κορδέλα, σα σκοινί και από κει οδηγούσε στο πλάτωμα της πηγής με το γάργαρο διάφανο νερό.   Στο πλάτωμα όπως έπαιζαν ανέμελα δίπλα στην μεγάλη ιτιά με την στέρνα, άθελα του έσπρωξε τον μικρό και τον έριξε μέσα... Μόλις είδε τον αδελφό του στο νερό, αναρίγησε τρομαγμένος, ένιωσε το αίμα να του πυρπολεί τα πόδια και τη φλόγα να ανεβαίνει από τις πατούσες και να του καίει τα σωθικά όπως μόνο τρόμος μπορεί  να κάψει. Για δευτερόλεπτα έγιναν όλα. Ο Αλκιβιάδης δαγκώθηκε νοερά. Η ιδέα ότι ο μικρός Τηλέμαχος πέφτοντας στο νερό μπορούσε  να πνιγεί είχε περάσει από την πρώτη στιγμή από το μυαλό του, αλλά ήταν ιδέα που τον έσφαζε και δεν ήθελε να τη σκέφτεται. Τον οδυνηρό τρόμο, τον ακολούθησε ένας βαθύς αναστεναγμός ανακούφισης. Πήρε κουράγιο που η στέρνα δεν ήταν γεμάτη... είχε χαμηλή στάθμη. Ένα εσωτερικό αίσθημα χαράς, και ευφορίας που μετατράπηκε σε αγκάλιασμα με απέραντη λατρεία, στοργή και αγάπη, όταν κατάφερε να τον ανασύρει ζωντανό και να τον σφίξει στην αγκαλιά του, με όση δύναμη του έμενε ακόμα από την αγωνιώδη προσπάθεια να τον βγάλει από το νερό... Βλέποντας λούτσα τον μικρο της γιο η μητέρα τους, είδε και το πρόσωπο του Αλκιβιάδη κατάλαβε την αγωνία του. Άνοιξε την πιο ζεστή της αγκαλιά, και την πρόσφερε απλόχερα. Αυτή ήταν η αντίδραση της. Ποτέ δεν πλησίαζαν ξανά σιμά στη στέρνα. Η μητέρα, τους το είχε απαγορεύσει.
...... Γλίτωσε τον πνιγμό στη στέρνα και λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του, στη βούτα του ελαιοτριβείου. Στην ανατολική πλευρά του οικισμού, έστεκε το ιπποκίνητο παραδοσιακό ελαιοτριβείο ένας ενιαίος μονώροφος χώρος, ένα ιστορικό κτίριο της περιοχής με τη κτιστή γούρνα διαχωρισμού του λαδιού στο κέντρο και και βόρεια πλευρά η δουλεμένη ξύλινη βάση του ελαιοπιεστηρίου, ο «εργάτης», όπως έλεγαν το πιεστήριο. Πάνω στην κτιστή στρώση βρίσκονταν δύο βαριές λαδόπετρες π’ αλέθονταν οι ελιές, ενώ στα πλευρά της στο δάπεδο ήταν η κτιστή γούρνα περισυλλογής της ζύμης. Το δάπεδο στο λιοτρίβι ήταν από πατημένο χώμα. Στη νοτιοδυτική πλευρά του υπήρχε μεγάλο τζάκι, πού έβραζε νερό για το θέρμισμα πού κάναν στις ελιές για να βγάλουν περισσότερο λάδι.
Ο Κλέαρχος με τον κουμπάρο του τον Γ. τον Αρώνη ήταν οι λιοτριβικάρηδες, οι υπεύθυνοι, είχαν τον έλεγχο. Το άλογο έσερνε, τα λιθάρια γύριζαν, και οι ελιές άρχιζαν να σπάνε, να συνθλίβονται και να δίνουν το πρώτο ελαιόζουμο. Έπαιρναν το σπασμένο ελαιόκαρπο και τον έβαζαν στις τσαντίλες και τον πίεζαν  στην πρέσα.  Έτρεχε το πρώτο λάδι το αξεθέρμιγο όπως το έλεγαν. Αυτό το πρώτο λάδι ήταν καλό για τις καψάλες. Καψαλιστό ψωμί με λάδι κι αλάτι. Τα κούτσουρα τρίζαν στο τζάκι και o τρίχρονος αδελφός του ο Τηλέμαχος  πήρε μια ψημένη φέτα ψωμί και όπως οπισθοχώρησε από το τζάκι σκόνταψε στη βούτα και έπεσε μέσα στο λαδί… «Πάγωσε» από τρόμο ο πατέρας μόλις είδε το γιο του να πέφτει μέσα στη βούτα με το λάδι…. «Αυτό το παιδί, ώρες-ώρες είναι  σκέτη απελπισία.» Μουρμούρισε ξέπνοα.
.........Υπάρχουν κάτι στιγμές λες και ταγμένες από τη μοίρα να του υπενθυμίζουν έντονα γεγονότα περασμένα, στιγμές που διαλύουν την ομίχλη της λήθης και τον υποχρεώνουν να κάνει μια ανασκόπηση της ζωής του, μέσα απ' ένα χείμαρρο αναμνήσεων και ηχηρό χτυποκάρδι.
Με νοσταλγία θυμάται μια θλιμμένη εικόνα από εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα, και ακόμη κι αν πέρασαν τόσα χρόνια, η νοσταλγία και η θλίψη κάνουν εμφάνιση στην αναπόληση του παρελθόντος.
Καλοκαίρι του χίλια εννιακόσια πενήντα επτά, ήταν μόλις επτά χρονών. Το τοπίο στις αναμνήσεις του ήταν τόσο γνώριμο.
Στη βορειοανατολική πλευρά της αυλής του σπιτιού τους υπήρχαν δυο αιωνόβιες ελιές με πολύ μεγάλο κορμό. Τα εντυπωσιακά αυτά δένδρα στην βάση τους ήταν αγριελιές πράγμα που επιβεβαίωνε την αρχέγονη φύση τους και στην συνέχεια εξημερώθηκαν από τον άνθρωπο. Ο κορμός της μιας ελιάς είχε  εντυπωσιακή εξωτερική όψη και ήταν κούφιος στο εσωτερικό του, το καρδιόξυλο έχει σαπίσει από τα χιλιάδες χρόνια της ηλικίας του. Είχε αποσαθρωθεί στο σύνολο σχεδόν του εγκάρσιου ξύλου κι έτσι ο κορμός ήταν ανάγλυφος και κούφιος στο εσωτερικό του. Μέσα εκεί λοιπόν σ' αυτό το χώρο ήταν η κατοικία του άγρυπνου φύλακα του σπιτιού ένα θαυμάσιο θηλυκό κυνηγόσκυλο ένα λευκό και κόκκινο Σέτερ. Η Μπέτι.
Απ’ όταν μικρό παιδί θυμάται τον εαυτό του, τον θυμάται να αναπτύσσεται  και να μεγαλώνει μαζί με το σκύλο τους, μαθαίνοντας να εκφράζει την αγάπη του, και να δένεται με αφοσίωση συναισθηματικά μαζί του. Υπήρχαν όλα εκείνα τα συστατικά της αληθινής σχέσης και φιλίας.
Οποιοσδήποτε έχει μεγαλώσει με την συντροφιά ενός σκύλου ξέρει ότι πολύ δύσκολα μπορεί να συγκριθεί μια τέτοια φιλία.
Μερικοί ψυχίατροι υποστηρίζουν πως ο τετράποδος σύντροφος αποτελεί τον ομφάλιο λώρο που μας συνδέει με την αθώα και άδολη ύπαρξη μας, με τον αρχέγονο εαυτό μας, τις ρίζες μας. Κι όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τη φύση, τόσο πιο πολύ θα μας χρειάζονται τα ζώα. Για να εξισορροπούν μέσα μας την αρμονία.
Το πιο συγκινητικό περιστατικό που έχει ποτέ γραφτεί για συμπεριφορά ζώου, αναφέρεται στον Άργος το πιστό σκύλο τού Οδυσσέα που αναγνώρισε τον κύριο του ύστερα από είκοσι χρόνια. Αυτό έγινε παρά το γεγονός ότι ο Οδυσσέας ήταν μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο. Αμέσως μετά, ο Άργος πέθανε. Η αφοσίωση, του σκύλου σαν έννοια είναι τόσο αξιομνημόνευτη που βρίσκει τη θέση της μέσα στο έπος. Η αφοσίωση αυτή φαίνεται κι από τον τρόπο που περιγράφεται το γεγονός. Δεν αναγνώρισε μόνο ο Οδυσσέας τον Άργο και συγκινήθηκε, ούτε μόνο το ανάποδο... Και οι δύο αναγνώρισαν ο ένας τον άλλο παρ' όλη την διαφορά στην εμφάνισή και των δύο.
.....Η Μπέτι τους ήταν ένας σκύλος με χαρισματικό, αξιαγάπητο χαρακτήρα. Πανέξυπνη, σε σημείο να μπορείς να τη χαρακτηρίσεις πανούργα, γενναία, ζωηρή, αξιόπιστη και τρυφερή.
Ένας θαυμάσιος σκύλος για τους κατοίκους της εξοχής, άριστο κυνηγόσκυλο, και τέλος ένας υπέροχος σύντροφος για την οικογένεια του. Ένα αψύ, σκληροτράχηλο και γνήσιο τέκνο της Ιρλανδίας, άγρυπνη σκοπός του σπιτιού, γάβγιζε σε κάθε ύποπτο πλησίασμα στην περίμετρο του χώρου της, αμείλικτος κυνηγός.
Αυτό το υπέροχο σκυλί γεννούσε θετικά συναισθήματα στην ψυχή του, που τον συνοδεύουν σε όλη του τη ζωή. Εκτός από τη συντροφιά της θυμάται την ασφάλεια που ένοιωθε δίπλα της. Μοιραζόταν μαζί της την επαφή με τη φύση, περπατώντας μες στ' άγρια χόρτα της Άνοιξης. Γύρω τους η φύση είχε στολιστεί, φορούσε τη φορεσιά της γιορτής και οι μυρουδιές των άγριων λουλουδιών, γεμίζανε τον αέρα. Τα χελιδόνια πετούσανε στο γαλανό χρώμα τ΄ ουρανού, μέλισσες, σφήκες, μύγες χρυσές, γυρίζανε μέσα στα χαντάκια, μ΄ ένα αρμονικό βουητό, πάνω στα λουλούδια τα πολύχρωμα, στις παπαρούνες, που πολλές, πλήθος, φύτρωναν εκεί, ανάμεσα στο μονότονο πράσινο των χωραφιών και κουνιόνταν στο σιγαλό αεράκι που φυσούσε. Ανέμελα έτρεχαν πλάι- πλάι στους διάσπαρτους μικρούς αγρούς, τους χαμένους σ’ εκείνο το περίπλοκο ανάγλυφο στις πλαγιές, τόσο μακριά από το θόρυβο του κόσμου. Ανέμελα περιδιάβαιναν το ρουμάνι στο Μεγάλο Ρέμα, μέσα από τα σκίνα και τις πουρναριές με το βαθυπράσινο χρώμα, που τα φύλλα τους ποτέ δε θρόιζαν, τις κουμαριές, τις καταπράσινες, χειμώνα, καλοκαίρι, και το φθινόπωρο τα κούμαρα τους να λάμπουν κόκκινα, έντονα ερωτικά.
 Κι όλη αυτή η επαφή μ΄αυτές τις μυρωδιές και την ανοιχτωσιά του τοπίου του έδειχναν σαν γεννήματα της φαντασίας, σαν σκιές, που τον αγκάλιαζαν και τον ανέβαζαν στους εφτά ουρανούς.
Ο χρόνος κυλούσε, προχωρούσε, ξημέρωνε. Το φως της μέρας έπαιρνε τη θέση του στους λόφους και τα ρέματα. Τ’ άστρα και η σελήνη είχαν κρυφτεί όταν τα πρωινά ξεκινούσαν παρέα για το σχολειό παίρνοντας το μονοπάτι που φιδογυρίζοντας ανάμεσα στα πλατώματα της ανατολικής πλαγιάς κατέληγε στο χαντάκι της ρεματιάς και σε μια επίπεδη αμμουδιά που τα μανιασμένα νερά των εποχικών βροχών είχαν ξεπλύνει το έδαφος και είχαν βγάλει στην επιφάνεια τα κάτασπρα χαλίκια γι’ αυτό και χρησίμευε ως πέρασμα του δρόμου στις ανηφόρες της δυτικής πλαγιάς στο Μεγάλο Ρέμα με προορισμό το χωριό. Το σκυλί σταματούσε καθόταν στα δυο πισινά του πόδια πάντα εκεί στην ανατολική πλευρά ακριβώς στη διασταύρωση της ρεματιάς . Δεν το κουνούσε ούτε χιλιοστό, απλώς κοιτούσε το σύντροφο του τρυφερά, τον κατευόδωνε μέχρι να χάνεται πίσω από την κορυφή. Είχε προσδιορίσει το σημείο αποχαιρετισμού, και το είχε αποτυπώσει με ευλαβική ακρίβεια. Τι ομορφιά. Τι μαγική ατμόσφαιρα.
Ένα χειμωνιάτικο πρωινό συνέβη κάτι πολύ ασυνήθιστο. Η Μπέτι έλειπε δεν ήταν εκεί έξω στην αυλή, να τον συνοδέψει στο δρόμο για το σχολειό. Ήταν κάτι παράξενο, περίεργο, ασυνήθιστο. 
Η νύκτα που πέρασε ήταν νύχτα βαθιά, σκοτεινή, με μια καταιγίδα που γινόταν ολοένα χειρότερη και δυνατότερη. Ο άνεμος φυσούσε άγρια στους γύρω λόφους. 
Το πρωί που ξημέρωσε ήταν μια γκρίζα παγωμένη μέρα, ο καιρός είχε αλλάξει μέσα στη νύχτα, κι ο άνεμος είχε φέρει μαζί του έναν μολυβένιο ουρανό κι ένα αδιάκοπο ψιλόβροχο, και παρόλο που δεν είχε καλά καλά ξημερώσει το χλωμό χειμωνιάτικο πρωινό έμοιαζε να πλησιάζει τους γύρω λόφους, τυλίγοντας τους στην καταχνιά. 
Μόλις είχε φέξει, ο αέρας ήταν υγρός και παγωμένος, και παρά τα σφαλισμένα παράθυρα, τρύπωνε μέσα στο σπίτι. 
Κουκουλωμένος με το αδιάβροχο ως τ’ αυτιά, σαρώνει το βλέμμα μέχρι το μονοπάτι του μπάρμπα Παναγιώτη σμίγει τα φρύδια του μήπως διακρίνει το σκύλο τους, μα ο σκύλος πουθενά. Βάζει τα χέρια στις τσέπες, ψάχνει τα αίτια της απουσίας της βηματίζει νευρικά προς το μονοπάτι το διασχίζει και βρίσκει τον μπάρμπα Παναγιώτη ήδη μπροστά στην πόρτα του αχερώνα του. Ο σεβάσμιος γέροντας είναι ψηλός και γεροδεμένος ακόμη παρά την ηλικία του, με τ’ άσπρα του μαλλιά πυκνά και χτενισμένα και τα γένια του δασιά και περιποιημένα. Τον ρωτά μήπως είδε την Μπέτι. 
«Αγόρι μου», του λέει «Όχι δεν την είδα.» 
Όταν παίρνει αρνητική απάντηση τον ευχαριστεί μ’ ένα νεύμα, το πρόσωπο του σκυθρωπιάζει, ανήσυχος κουνάει το κεφάλι του με απογοήτευση και ξεκινά το ταξίδι για το σχολείο..
Στο σχολειό ήταν φανερά αναστατωμένος, οι ώρες δεν περνούσαν εύκολα. Σα να 'ταν αιώνας.
Κι όσο η ώρα περνά, η αγωνία που αισθάνεται κορυφωνόταν, αγριεύει περισσότερο, την νοιώθει να περνά στα μέλη του, στο αίμα, στα νεύρα. 
Στο γυρισμό από το σχολειό, όταν δεν είδε την αγαπημένη του σκυλίτσα να τον περιμένει την ώρα του γυρισμού στη γνώριμη θέση της, στο πέρασμα τη ρεματιάς στο Μεγάλο Ρέμα φοβόταν ότι κάτι κακό είχε συμβεί. Τον τρομάζει περισσότερο η σκέψη.
Και οι φόβοι δεν άργησαν να επαληθευτούν μ' αυτό που αντίκρισε, όταν την βρήκε στο σπιτάκι της στην ρίζα της ελιάς, πληγωμένη θανάσιμα, με τις πληγές που αιμορραγούσαν στο κορμί της.
Στέκεται στην άκρη του διαδρόμου κι έρχεται αντιμέτωπος με το σκυλί, που τον τρομάζει η σκέψη ότι ψυχορραγεί.
Κάνει μερικά διστακτικά βήματα προς το μέρος του και μένει να το κοιτάζει: το γυαλιστερό του τρίχωμα, τα λαμπερά του μάτια, τα κλειστά του σαγόνια, το κορμί του το γεμάτο ένταση… Όσο περισσότερο το παρατηρεί, τόσο περισσότερο φοβάται για το τι πρόκειται να συμβεί. Νιώθει το στήθος του να χωλαίνει όσο το πλησιάζει, τον σφυγμό του να ταχύνει, να συγκεντρώνεται σάλιο στο στόμα του που δεν μπορεί να το καταπιεί. 
Καλύπτει την απόσταση που τον χωρίζει απ’ τη φωλιά της με μεγάλες δρασκελιές, γονατίζει κοντά στο και πιάνει μαλακά το κεφάλι της Μπέτι. Εκείνη δεν αντιδρά. Από την μια το κεφάλι τού φαίνεται ζεστό κάτω από την μαλακή γούνα, κι από την άλλη ακούει ένα αχνό ρουθούνισμα, ένα υπόκωφο γρύλισμα. Ο Αλκιβιάδης την περιεργάζεται με αγωνία, όμως κάπως ησυχάζει όταν βλέπει ν’ αναδεύεται το στήθος της από τις εύθραυστες αναπνοές της.
«Μπέτι μου;» της ψιθυρίζει, και χαϊδεύει τρυφερά τα αυτιά της. «Μπέτι μου;»
Η Μπέτι του ανοίγει τα μάτια της, όμως εκείνος ταράζεται που τα βλέπει. Δεν είναι σαν της Μπέτι που γνωρίζει. Είναι θολά, έχουν θαμπώσει, και το βλέμμα της είναι μακρινό τον κοιτάζει σαν να μην τον αναγνωρίζει.
Ο Αλκιβιάδης νιώθει το στομάχι του να βουλιάζει. 
«Εγώ είμαι, ο Αλκιβιάδης» της ψιθυρίζει μαλακά. «Εγώ είμαι».
Μοιάζει σιγά σιγά να δείχνει πως συνέρχεται, ασθμαίνει, και προσπαθεί να σηκωθεί, αλλά δεν μπορεί. 
«Εδώ είμαι αγάπη μου», της λέει γλυκά, αποθέτοντας ένα τελευταίο χάδι στο κεφάλι της πριν σηκωθεί. 
Το τι ακριβώς είχε συμβεί;
Στο ανατολικό σύνορο της αυλής τους μετά τις δυο αιωνόβιες ελιές στη συνέχεια ήταν ένα ρηχό χαντάκι και στη απέναντι όχθη του ο στάβλος με τον αχερώνα του γείτονα μπάρμπα Παναγιώτη του Καραστατήρη, και σε μικρή απόσταση κουρνιάζει η κατοικία του γείτονα τους κατασκευασμένη από γκρίζα πέτρα και με κεραμίδια κόκκινου χρώματος που είχαν ξεθωριάσει στα χρόνια η σκεπή της. Η πρόσοψη ήταν όλη σκεπασμένη από μια μεγάλη πορφυρή βουκαμβίλια και αναρριχώμενες τριανταφυλλιές, τόσο πυκνά μπερδεμένες η μια με την άλλη, που οι μπροστινοί τοίχοι του σπιτιού ούτε που φαίνονταν. Άσπρη μπογιά που ξεφλουδίζει, διπλά παράθυρα που προεξέχουν, ξύλινος φράχτης πνιγμένος στις αναρριχώμενες τριανταφυλλιές και τον κισσό. Οι παραφυάδες του κισσού έχουν ξεθεμελιώσει τα καφασωτά, και τώρα κρέμονται διαλυμένα ανάμεσα στους θάμνους. Το χαλικόστρωτο δρομάκι οδηγεί προς το νοτιά που είχε ένα νοικοκυρεμένο κήπο, όπου κάθε καλοκαίρι φύτρωναν φράουλες, κι ένα σωρό φρούτα και λαχανικά. Στη μέση του κήπου υπήρχε μικρο πηγάδι συλλογής ομβρίων υδάτων.  Οι κάτοικοι του οικισμού ήταν χρόνια εξοικειωμένοι με τη συλλογή του βρόχινου νερού για το πότισμα και τη λάτρα του σπιτιού. Ανέκαθεν η περιοχή αντιμετώπιζε πρόβλημα λειψυδρίας. Σε μια γωνιά του κήπου βρισκόταν ένα μεγάλο ευρύχωρο κοτέτσι, από τοιχία ξερολιθιάς .
Τη νύχτα που ο άνεμος μανιασμένα φυσούσε μια μεγαλόσωμη κόκκινη αλεπού επιτέθηκε στο κοτέτσι.
Όσοι στα παιδικά τους χρόνια σε χωριό ζήσανε, γνωρίζουν την εξυπνάδα, την πονηριά και τη λαιμαργία της αλεπούς. Οι επιθέσεις της στα κοτέτσια, γίνονται αιφνιδιαστικά τη νύκτα, και είναι σωστό ξεκλήρισμα. Τα σημάδια έδειξαν ότι έγινε μάχη και τραυματισμένη η αλεπού προσπαθούσε να ξεφύγει, αντιστάθηκε με το σκυλί να την καταδιώκει αλύπητα και έμοιαζε η καταδίωξη να μην είχε τέλος, τελικά η αλεπού δεν κατάφερε να ξεφύγει από τα δόντια της Μπέτι που την αποτελείωσε πέρα στη μακρινή ρεματιά σ’ εκείνη τη γωνιά την περιφραγμένη από τις φραγκοσυκιές και τα σκίνα σαν από τείχος βλάστησης, γιατί το πεπρωμένο αυτού του σκύλου ήταν να πιάνει ότι κυνηγούσε. 
Το αποτέλεσμα της άγριας αυτή μάχης ήταν οι οδυνηρές πληγές που απέκτησε από την ετοιμοθάνατη αλεπού πριν αυτή αφήσει την τελευταία της πνοή.
Απαιτείτο άμεση ιατρική βοήθεια, η αιμορραγία ήταν σοβαρή, και δέσιμο των πληγών, για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η περίθαλψη. Ίσως κάποιες πληγές να θελαν ράψιμο, και ειδική περιποίηση σε μια εποχή που η λέξη κτηνίατρος στο χωριό παρέπεμπε τη σκέψη σε ανύπαρκτο κενό.
Η ανάρρωση της ήλθε με το πέρασμα του χρόνου αλλά ταυτόχρονα παρουσίασε απώλεια ενέργειας, ποτέ της δεν επανέκτησε την αρχική της υγεία. Η εξάντληση και η ιδιαίτερη δυσκολία στην επούλωση των πληγών την κατέστησε ιδιαίτερα ευαίσθητη στις συχνές λοιμώξεις.
Εκείνο το μακρόσυρτο, φωτεινό απομεσήμερο, όπως το συνήθιζε, κάθισε στο πεζούλι κάτω από την ζεστή σκιά  της ελιάς. Απέναντι στεκόταν ο Άγιος Παντελεήμονας η κατάλευκη και τετράγωνη εκκλησούλα όμοια με μεγάλη αναποδογυρισμένη φωλιά στη μέση της μεγάλης αυλής της, και μια συστάδα από πεδινά πεύκα γύρω της. Ήσυχα που ήταν γύρω του, μόνο που φύσηξε μια ιδέα αγέρι και έπεσε πάλι. Θυμάται που έτριβε στις χούφτες του τα πράσινα τρυφερά φύλλα και εκείνα του γέμιζαν τα ακροδάχτυλα με ένα άρωμα. Σαν από γη και σαν από άνοιξη. 
Την παρακολουθούσε να έρχεται με αργές κινήσεις, με τη μύτη της κάτω και την ουρά μαζεμένη να κάθεται ήσυχα μπροστά του, κουλουριάστηκε, τακτοποίησε την ουρά της πάνω από τα πόδια της και ακούμπησε το σαγόνι της με προσοχή πάνω στα απλωμένα πόδια του. 
Θαμποφέγγει μια αδιόρατη απειλή. Σιγά- σιγά άρχισε να γίνεται σπαρακτικά συγκεκριμένη, ακανόνιστη πνοή της προειδοποιούσε για τον ερχομό. Στο φως του Ήλιου τρεμούλιαζε σαν να πάλευε να ζήσει πάνω στο στεγνό το χώμα. Το στήθος της δυσκολευόταν να πάρει αναπνοή, τα μάτια της ορθάνοιχτα βουβά με μαύρους κύκλους τον κοιτούσαν κατάματα, χλωμά, θλιμμένα. Τα μάτια τους συνομίλησαν, κι εκεί στα κατάβαθα της ψυχής του αισθάνθηκε μια τρεμούλα ν’ απλώνεται σ’ όλο του το σώμα. Ο χρόνος στάθηκε για λίγο αυτό το απόγευμα, λίγο πριν από την ώρα δύσης τον ηλίου ήταν.
Στεκόταν ακίνητος μαρμαρωμένος, ανείπωτη φρίκη τον κυρίευσε και μυρωδιά θανάτου τον τύλιξε, διαπεραστικά, επίμονα, στάθηκε ακίνητος και αφουγκράστηκε. Και όλα γύρω του έδειχναν σιωπή. Έτσι πάντα γίνεται σε τέτοιες ώρες. Είναι, που ο Θάνατος έρχεται, χωρίς να φαίνεται. Μόνο το φευγάτο πέρασμά του ακούγεται και μετά χάνεται κι αυτό, χωρίς κανείς να θέλει να μάθει πού πάει. Έρχεται απρόσμενος και μετά φεύγει με τον άνεμο άφαντος γι' αλλού.
Δυο δάκρυα έτρεξαν πάνω απ’ την ανοιχτή μουσούδα της, μέχρι που ξαφνικά το κουρασμένο στήθος σταμάτησε ν’ ανεβοκατεβαίνει και στη λευκή μουσούδα της απλώθηκε το κίτρινο του θανάτου.
Είναι πλημμυρισμένος θλίψη τούτο το καλοκαιρινό απόγευμα, είναι βουρκωμένος απ’ αυτή την απρόοπτη βουβή λύπη που ήρθε να ταράξει την ερημιά του. Τα κλαδιά της ελιάς κύρτωσαν θλιμμένα σα να τα λύγιζε ισχυρός άνεμος και σιωπή μεγάλη απλώθηκε σαν διαμαρτυρία για τον πρόωρο χαμό της. Σουρουπώνει. Ο ήλιος πέρα από τον Κούνο έχει κατεβεί χαμηλά και χάνει σιγά σιγά τα τελευταία χρυσά του χρώματα και την κόκκινη πορφύρα του. Το τοπίο ολόγυρα αλλάζει χρώματα γίνονταν σκούρο.
Είναι ακόμη καθισμένος στο πεζούλι, κοίταζε πάντα καταγής και τα βλέφαρά του ανοιγόκλειναν σαν να ήταν έτοιμος να κλάψει. Η ώρα περνά. Μαύρα πέπλα περνούσαν συνέχεια εμπρός από τα μάτια του κι ανοιγόκλεινε το βλέφαρα για να τα διώξει. Ήταν η μόνη κίνηση που είχε κάνει εδώ και αρκετή ώρα. Έχει χαμηλώσει το κεφάλι και δυο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του και πέσανε πάνω στο άψυχο κορμί που κείτονταν στη ξερή γη.
Η κατοικία του άγρυπνου φύλακα του σπιτιού ερήμωσε, και μόνον η θλίψη πιο βαριά έπεφτε μαζί μ’ ένα κενό, ένα κενό όμως, που μέσα βρισκόταν η μορφή η αγαπητή που ’φυγε, που χάθηκε
Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από την βουνοκορφή όπως κάθε μέρα, αυστηρά και αναπόφευκτα όπως οι σκοτεινές δυνάμεις της ζωής, η μοίρα μας, ο θάνατος
..... Ενας βαθύς κι ατέλειωτος χειμώνας, βασανιστικής μοναξιάς μέχρι να ‘ρθει η Άνοιξη του 1958 ήταν για τον μικρό Αλκιβιάδη.
..... Ήταν μια πολύ δύσκολη σχολική χρονιά!  Το  δημοτικό σχολείο του χωριού τη χρονιά αυτή παράμεινε και πάλι μονοθέσιο αλλά αποφασίστηκε συγχρόνως να γίνει διτάξιο, μ’ ένα δάσκαλο δυστυχώς. Οι τρεις μεγάλες τάξεις το πρωί, και οι τρεις μικρές το απόγευμα. Από τον οικισμό τα Μπουμπουτσέλια ο Αλκιβιάδης ήταν ο μοναδικός μαθητής που φοιτούσε στις τρεις μικρές τάξεις.
Ο δάσκαλος του συνήθως τον έδιωχνε νωρίτερα και ξεκινούσε βιαστικά να μην τον προφτάσει η νύχτα, στου γυρισμού τη στράτα στο Μεγάλο Ρέμα. Ήταν μια ήσυχη μέρα που έχει αφήσει πίσω του τη νότια ανατολική είσοδο του χωριού στον παρακαμπτήριο χωματόδρομο που οδηγεί προς τον μικρό τους οικισμό τους, αφού είχε διασχίσει τον ασβεστωμένο μαντρότοιχο στο γραφικό κατάλευκο σπίτι του νουνού του. Του «Τσαχλαμπούρη» με τους λευκοβαμμένους τοίχους και με τα γαλάζια φωτεινά παραθυρόφυλλα και πόρτες που του προσθέτουν αρχοντιά στην εμφάνιση. 
Ήταν η ώρα του ηλιοβασιλέματος! Το ρολόι του Ήλιου με το απόσκιο του για δείκτη όταν δεν ήταν κρυμμένος πίσω από παχιά μπλαβιά σύννεφα μετακινείται με γοργό ρυθμό από την κάτω στράτα του Μεγάλου Ρέματος προς την επάνω στράτα, σημάδι πως πρέπει να βιαστεί τη στράτα να μαζέψει αν δεν θέλει η αφέγγαρη νύχτα που γινόταν πιο σκοτεινή να τον προλάβει. 
Αμέσως μετά το τελευταίο  σπίτι του χωριού «της νονάς του», στην αρχή της στράτας που κατηφορίζει στο μονοπάτι που οδηγεί στο Μεγάλο Ρέμα κάνει την εμφάνιση της η δωδεκάχρονη κόρη του κουμπάρου τους του Πολυζώη του Μάρκου, μ' ένα λευκό άλογο φορτωμένο με σακιά καρπό. 
Η νεαρή κοπέλα με το ένα χέρι κρατούσε το χαλινάρι, με το άλλο κάπου-κάπου  χάιδευε το λαιμό του αλόγου. «Περίμενε-με πάω γρήγορα στο χωριό να ξεφορτώσω το ζώο και γυρίζω σύντομα να πάμε παρέα πίσω στον οικισμό. Η μέρα μεγαλώνει, φέγγει ως αργά» του είχε πει. Το κοριτσόπουλο έμενε με το γέροντα παππού της από την μητέρα της, τον γείτονα τους τον Λουκά τον Καραστατήρη, τον πρόσεχε και τον περιποιόταν που παρέμενε κλινήρης στο πατρικό τους σπίτι στο μικρό τους οικισμό.
Ο Ήλιος έπεσε στο ίδιο σημείο όπως κάθε μέρα και την ίδια εκείνη την ώρα, που ο ήλιος γεμίζει το δυτικό ουρανό με πορφυρά, χρυσά, κόκκινα, μοβ, κίτρινα, ρόδινα χρώματα. Αυτό το χρωματικό θαύμα που κάνει τον ήλιο, βασιλιά του κόσμου.
Ένα σμήνος από ψαρόνια, πετούσε πάνω από το λόφο με κατεύθυνση προς το νοτιά και τα Βάτικα.  Το φως της μέρας έσβηνε σιγά-σιγά, όχι μόνο γιατί ήταν απόβραδο αλλά κι από ένα βαρύ μολυβί ουρανό. Εκτός από το παράξενο τιτίβισμα των πουλιών δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο.
 Μια τελευταία αναλαμπή του χάθηκε και τ’ άστρα έλαμψαν ασημώνοντας τον ουράνιο θόλο πρόσκαιρα όταν ένα στρώμα από σύννεφα γκρίζα σαν σβησμένα κάρβουνα, πήγαινε μια εδώ και μια εκεί και έκρυβαν τα άστρα. Τότε, το σκοτάδι άρχισε να απλώνεται παντού γύρω, η νύχτα σιγά σιγά διώχνει το μπλε, το άσπρο, το ροζ και το πράσινο. Νύχτωσε! Η νύχτα μοιάζει πελώρια και έχει απλωθεί και τυλίξει σχεδόν τα πάντα γύρω της. Και η ώρα περνούσε. Που και που ένα θαμπό φως των αστεριών και η κοπέλα που είχε υποσχεθεί ότι θα γύριζε ακόμη να φανεί.
Ο Αλκιβιαδης κουράστηκε να περιμένει. Καθόταν αμίλητος στο πεζούλι στο πλάι του χωματόδρομου. Προσπαθούσε να μη σκέφτεται, τον έπνιγε η αγωνία καθώς αρχίζει να αφουγκράζεται τους ήχους της νύχτας και προσπαθεί να καθησυχάσει τον εαυτό του. Για κάμποσο χρόνο δεν ακουγόταν τίποτα. 
Έχει καρφωμένα τα μάτια του μπας και ξεχωρίσει τίποτα απ' τη φιγούρα της κοπέλας. Μα πια δεν φαίνεται τίποτα. Η νύχτα ρούφηξε μέσα της σχήματα και όγκους. Έπρεπε να κάνει την καρδιά του πέτρα και να το αποφασίσει όσο το δυνατό γρηγορότερα ότι έπρεπε να περπατήσει το φαράγγι μέσα στη νύχτα για να βρεθεί στον οικισμό τους, μα δεν το αποφάσιζε. Ο χρόνος κυλούσε κι αυτός έμενε πάντα εκεί περιμένοντας. Η αγωνία είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπο του, καθώς το Μεγάλο ρέμα του έμοιαζε τώρα μαύρο κι ατέλειωτο.. Κανένα φως δε φαινόταν απέναντι. Δεν ξεχώριζε, ούτε καν τους σκούρους όγκους στις πλαγιές. Όψη απογοήτευσης σκίασε το πρόσωπο του. Μια πικρία, μια βουβή στεναχώρια ανάμεικτη με μια προσωπική απογοήτευση, όσο περνούσε η ώρα και περίμενε μήπως και φανεί το άλογο με την γειτονοπούλα του. Προσπάθησε να βρει δυνάμεις να υπερνικήσει τους φόβους να ξεκινήσει τρέχοντας. Το να διαβεί επτάχρονος το Μεγάλο Ρέμα και μάλιστα νύχτα, έπρεπε να το λέει η Περδικούλα του! Δεν τολμούσε.
Άξαφνα πέρα μακριά στο βάθος απ' τη λαγκαδιά με την πυκνή βλάστηση και μες στη σιγαλιά της νύχτας της δροσάτης, τσακάλια ακούστηκαν με τ' άγρια ουρλιαχτά τους. Τρεμούλιασε αναποφάσιστος, διστακτικός. Απόστασαν τα μάτια του, τα γόνατά του τρέμουν. Τώρα ποια δεν υπήρχε άλλη λύση. Έκανε στροφή και γύρισε στο σπίτι του νονού του αποκαμωμένος. Η γλυκιά του η νονά η Αλεξάνδρα παρηγοριά του δίνει, και το δακρυσμένο πρόσωπο του στην αγκαλιά της κρύβει. 
Ο Αλκιβιάδης νιώθει βαριά τα βλέφαρα και πέφτει ν’ αποκοιμηθεί στο απαλό κρεβάτι με τη νονά του φύλακα. Ακόμη μια φορά έσκυψε τον φίλησε, τον σκέπασε να μην κρυώνει.
…Έσβησε το φανάρι της, στο μισοσκόταδο του σπιτιού, μπήκε στην κάμαρα πατώντας ελαφρά, πλησίασε η μάνα στο λιτό κρεββάτι του κοιμώμενου παιδιού της, χάιδεψε το μέτωπο και το πρόσωπο του, ενώ ένα χαμόγελο έσκαγε στο αυλακωμένο απ' την αγωνία πρόσωπο της. 
..... Στον ύπνο του τον βαθύ, του φάνηκε πως ένοιωσε το χέρι της στο μέτωπο του, πως τα μαλάκια του χάιδεψε και στο προσκέφαλο του έγειρε κι μ’ ένα γλυκό χαμόγελο στο μάγουλο απαλά τόνε φίλησε. Τον σταύρωσε τρεις φορές και την Παναγιά παρακάλεσε. «Παναγία Δέσποινα! προφύλαξε τον, σκέπασε τον με το γλυκό σου μάτι.» Και έφυγε σαν άστρο, σαν αχτίδα. «Καληνύχτα γιε μου! Καληνύχτα γλυκό μου αγοράκι. Καληνύχτα.» Ναι! ήταν η μάνα του! Η χρυσή του η μάνα του!  Άναψε πάλι το φανάρι της, τρύπησε το σκοτάδι και γύρισε πίσω στον οικισμό απελευθερωμένη από την αγωνία και την λαχτάρα της. Ήρθε το χρώμα στα μάγουλα της, η λάμψη στα μάτια και το χαμόγελο στα χείλη της, και ξανάγινε όμορφη κι ευδιάθετη μετά την κατσιφάρα που τρύπωσε στην καρδιά της.
.....Από την αρχή της άνοιξης του 1958 ο Αλκιβιάδης σαν μεγαλύτερος από τα παιδιά κάτι είχε καταλάβει ότι οι γονείς του ετοιμάζουν κάτι ξεχωριστό, ότι ετοιμάζουν την οικογένεια για ταξίδι χωρίς επιστροφή. Σαφείς οι προθέσεις του πατέρα που παρουσίαζαν τα σημάδια! Τα σημάδια του φευγιού! Μια βιασύνη, όπως γίνεται όταν ετοιμάζεσαι για ταξίδι. Ένα ασταμάτητο πήγαιν' έλα. Δεν τον χωρούσε ο τόπος. Τα κτηματάκια τους, οι κόποι και ο ιδρώτας του, επάνω που άρχισαν ν' αποδίδουν καρπούς, για την εξασφάλιση των αναγκαίων ώστε η φαμίλια τους να μη στερείται τα αναγκαία δεν τα καλλιέργησε. Χρειάστηκε πολύς κόπος, προσωπική δουλειά και ένα μικρό αγροτικό δάνειο, που ακόμη το χρωστούσε  στην αγροτική - ληστρική - τράπεζα, για να τ' αποκτήσει. Δέκα χρόνια κατοχής και εργασίας στα κτηματάκια τα είχαν κάνει δικά τους.
Μα οι ελάχιστες σοδειές ήταν εποχιακές και τα λίγα ζωντανά που είχαν δεν μπορούσαν να ταΐζουν ολόκληρο το σπιτικό, σε τακτική βάση, περισσότερο απ' ό,τι το έκαναν ήδη. Και μία μικρή επένδυση στο ελαιοτριβείο του οικισμού που εξακολουθούσε να φέρνει κάποια κέρδη κάθε χρόνο είχε και αυτή πάρει το κατήφορο. Και ο πατέρας ενώ έπαιρνε να βραδιάζει ατένιζε το έργο του από απέναντι, καθισμένος μπροστά  από τον  Άγιο Παντελεήμονα και τα αγνάντευε πέρα για το λόγο ότι τα χωράφια βρίσκονταν από την άλλη μεριά και τους ανήκαν και η φύση γύρω τους του φαινόταν πολύ θλιμμένη. Οι αιμασιές από φραγκοσυκιές τα κλείνουν από πάνω προς τα κάτω σαν γκρίζοι τοίχοι που σέρνονται από πεζούλα σε πεζούλα, και από από το λόφο μέχρι τη ρεματιά, του φαίνονταν να είναι τα σύνορα του κόσμου τους. Το καμίνι για τα ξυλοκάρβουνα ένα έργο υπομονής, που είχε κατασκευάσει ο ίδιος σιγά σιγά με τα χρόνια και με κόπο, κάτω στη τούμπα του μικρού κτήματος, στη γερτή πλαγιά της «Πάνω Λάκας» είχε ήδη διαβεί ο Μάρτης και ούτε που το έστησε για να ενισχύσει το λιγοστό εισόδημα τους.
Έρημη γη φτωχή και λίγη στο μερτικό τους, αδυνατούσε να τους θρέψει και να τους χαρίσει μια ζωή σύμφωνη μ' εκείνη που ο καθείς φτιάχνει στα όνειρα τους. Εκεί στην απομόνωση της επαρχίας, εκεί που έλειπαν τα απαραίτητα που κάνουν την ζωή του ανθρώπου ποιο ανεκτή, εκεί που ο μονός δρόμος που είχε άσφαλτο ήταν αυτός που περνούσε έξω από το χωριό, εκεί που η άνθρωποι δεν είχαν κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για κάτι που θα τους αναβάθμιση την ζωή τους, εκεί λοιπόν στην εγκατάλειψη του κράτους που μόνο οι γόνιμες περιοχές είχαν την αίγλη της ζωτικής επαρχίας, εκεί που τους είχαν ξεχασμένους, εκεί που οι άντρες ζούσαν σε μια αφιλόξενη γη και για να ζήσουν οι οικογένειες τους  έφευγαν εργάτες στις πολιτείες και στα καράβια, τα φορτηγά και τα πετρελαιοφόρα, εκεί λοιπόν 
που ο κόσμος έφευγε και πήγαινε μακριά, στην ξενιτιά, να βρει την τύχη του, σκέφτεται κι αυτός το μέλλον τους και να ελπίζει στη βοήθεια του Θεού για καλύτερες μέρες.
.. Καθώς τα πρώτα χρόνια πέρασαν η Ιοκάστη και ο Κλέαρχος άρχισαν να το συζητούν και όσο περισσότερο το συζητούσαν, τόσο περισσότερο συμφωνούσαν ότι το χωριουδάκι τους δεν μπορούσε να θρέψει ούτε εκείνους που είχαν γεννηθεί εκεί από παλιά ούτε τα παιδιά τους. Η ιδέα του Κλέαρχου να μεταναστεύσουν στριφογύριζε καιρό στο μυαλό του, όμως όλο και το ανέβαλε, το ανέβαλε, ποιος ξέρει αν από φόβο για το άγνωστο η από αναποφασιστικότητα. Πέρασε άγρυπνες νύχτες να το σκέπτεται, να δώσει κουράγιο στον εαυτό του να μην δειλιάσει όταν ορίσει τη μέρα της αναχώρησης. 
Είδε κι απόειδε ο πατέρας πως προκοπή στο χωριό δεν υπήρχε ούτε γι' αυτόν, ούτε για την φαμιλιά τους και πήρε τη μεγάλη απόφαση. «Αργά η γρήγορα όλα φτάνουν σε τούτη τη ζωή.» Σκέφτηκε.  
Στο τέλος εξέφρασε την επιθυμία στον αδελφό του, εάν έβρισκε δουλειά στην πολιτεία. Η απασχόλησή του στη χέρσα και άνυδρη γη δεν του άρεσε ήταν μια ταπεινή και  κοπιαστική δουλειά, του έτρωγε τα νιάτα χωρίς αντίκρυσμα. Όχι ότι αγαπούσε ιδιαίτερα και με ζήλο τη φιλόπονη ζωή βέβαια, μα δεν έπαυε όμως να είναι άντρας και αρκούσε η σκιά του για να προστατεύει ακόμη την οικογένεια του. 
Σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε τους φόβους του και τις αμφιβολίες του για το αν αυτή η κίνηση ήταν η καλύτερη, μα αυτούς τους φόβους τους περιόριζε η ανέχεια, οι λιγοστοί πόροι, η έλλειψη επιλογών και εργασίας στον τόπο τους. Υπήρχαν και οι φήμες που διαδίδονταν. «Οι Πολιτείες έχουν ευκαιρίες. Εκεί βρίσκεις εύκολα δουλειά. Εκεί που τρως το ψωμί σου με βούτυρο.» Και επήρε την απόφαση να ξενιτευτούν για ένα καλύτερο μέλλον που έμοιαζε δεδομένο. Υπήρχε και ο αδερφός του, πού 'ταν παντρεμένος εκεί, κάπως μια γωνία θα 'βρίσκε να τους βοηθήσει στο ξεκίνημα. Είχε ακούσει βέβαια κι από άλλους συγχωριανούς, πως στην πολιτεία χαμένος δεν έμενε κανείς. Ρώτησε o πατέρας του για περισσότερες λεπτομέρειες, ξαναρώτησε τα ζύγισε, τ' αποφάσισε. Και όταν το απεφάσισε γρήγορα σαν αστραπή έγιναν όλα.. Ξεκίνησαν ετοιμασίες για την αναχώρηση στη Λαμία. Με το όνειρο να γευτούν κι αυτοί τα αγαθά της μεγαλούπολης. Χρήματα βέβαια δεν υπήρχαν, ούτε τα χρήματα του εισιτηρίου. Αλλά αφού το αποφάσισε για όλα υπήρχε λύση. Κάποιοι θα του έδιναν το ποσό που χρειαζόταν αν τους υπέγραφε την παραχώρηση τής όποιας περιουσίας ή του σπιτιού τους στο χωριό. 
Πούλησε και την μικρή οικία τους με τον όμορφο φούρνο, κι από κοντά και το κτηματάκι δίπλα στο φούρνο με τις αγκινάρες πούλησε και το μικρό περιβολάκι πίσω από την μικρή λιμνούλα. Μιαν αγάπη βαθιά, πλατιά και απέραντη ήταν εκείνη που ένιωθε στα στήθια του ο Αλκιβιάδης γι’ αυτό το μικρό περιβόλι, με τα λίγα δέντρα στα σύνορα του. Όλα για ένα κομμάτι ψωμί βέβαια, για τα ναύλα της φαμίλιας με προορισμό τη Λαμία. Χαλάλι ας του γίνονταν του φίλου του, τ' αδερφικού, που τα παρέλαβε.
Η μέρα αναχώρησης τους έφτασε. Είχε φτάσει η στιγμή! Όλα ήταν έτοιμα. Τελικά με πόνο ψυχής πούλησαν και το τελευταίο απομεινάρι της περιουσίας τους το κτήμα με τις ελιές, εκεί στο μάτι της ρεματιάς στου Μεϊμέτ-αγά ίδιο με την καρδιά που χτυπούσε στο στήθος τους. Ζούσαν από αυτό.
...... Ακόμη και το πιο μακρινό ταξίδι αναγκαστικά αρχίζει με ένα απλό πρώτο βήμα. Είμαστε στο καλοκαίρι του χίλια εννιακόσια πενήντα οκτώ και το φαινόμενο της εσωτερικής μετανάστευσης στην Ελλάδα την περίοδο αυτή είναι στο ζενίθ. Ο ξεριζωμός από την ύπαιθρο από τα γονικά εδάφη, η αστυφιλία, εξακολουθεί να πιέζει την καρδιά κάθε Λάκωνα, αδιάφορο αν κατοικούσε σε πλούσιους κάμπους και δασωμένα βουνά, η σε πτωχή και χέρσα γη.  
Και έφευγαν με τα καράβια τα γεμάτα νέους και νέες που είχε σαν αποτέλεσμα την ερήμωση των χωριών και την υπερδιόγκωση των μεγάλων αστικών κέντρων προς αναζήτηση σταθερής και μόνιμης εργασίας καθώς και η υπόσχεση των πόλεων για μια καλύτερη ζωή.
........Σήμερα οι μνήμες των πρώτων παιδικών του χρόνων ξυπνούν, έρχονται σαν κύματα και πλημμυρίζουν τις σκέψεις του. Δεν μπορεί εύκολα να ξεχάσει, ξαναγυρίζει πάλι και πάλι o τόπος του μέσα στα όνειρά του και νοσταλγεί μελαγχολικά εκεί που περπάτησε τα πρώτα βήματα του. Ταυτόχρονα μετρά τα πεπραγμένα της ζωής του, που ακολουθούσε το δρόμο της ξενιτιάς και άνοιξε νέους ορίζοντες. 
Ο σοφός παππούς του όπως πάντα με το χαμόγελο στα χείλια, συγκαταβατικός και γαλήνιος έλεγε. «Γιε μου τα στάσιμα νερά βρομίζουν»
Η Ιοκάστη ήταν βυθισμένη σε ακαθόριστες και αφηρημένες σκέψεις το διάστημα εκείνο. Αυτό που ονειρεύεται είναι να αλλάξει τη μοίρα τους, και να χτίσει ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της.
Το τελευταίο βράδυ ήταν ορθή μπρος στο παράθυρο τους, με κουφωμένα τα σκούρα-μελιά της μάτια, και κοίταζε. Κοίταζε  ασάλευτη, ενώ το φεγγαρόφωτο έπεφτε πάνω της, κάνοντάς τη να μοιάζει με απαστράπτουσα. Τα αστέρια έλαμπαν με το ψυχρό τους φως, ενώ η ημισέληνος έλουζε τα πάντα, η Ιοκάστη έμενε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο σαν να φύτρωσε ξαφνικά εκεί έξω ένας καινούργιος κόσμος και πάσχιζε να τον μάθει. Σε ξένα μέρη, που πάμε πρόσφυγες, τι άραγες μας περιμένει; Τι μέρες είναι ν' ανατείλουν;
«Μανούλα, τι κοιτάζεις;!»
«Τίποτα αγάπη μου.! Απλά κάτι σκέφτομαι.»
Η φωνή της ήταν κάπως αλλιώτικη, αλλαγμένη, κάπως βραχνή, το πρόσωπο σφιγμένο, συννεφιασμένο ακίνητο και βουβό. Τα μάτια της βυθίστηκαν πάλι εκεί έξω στην απεραντοσύνη τ' ουρανού σαν κάτι να γρικούσε μέσα της και πάλευε να το ξεκαθαρίσει.
Ύστερα στράφηκε προς το μέρος τους, γλύκαινε το πρόσωπο της χαμογέλασε και τους κάλεσε κοντά της ...τα παιδιά της... τα φίλησε στα μάγουλα και άρχισε να τους μιλά για τον κόσμο. Να τους μιλά για τον κόσμο αυτόν που υπάρχει εκεί έξω πέρα απ’ τη θάλασσα και για τα παιδιά που έχουν ευκαιρίες να κάνουν μεγάλα πράγματα στη ζωή τους. Να τους μιλά για τους ανθρώπους που δημιουργούν καινούργιους κόσμους. Να τους εξηγεί πως κάθε στιγμή της ζωής είναι μια μάχη, μια απόφαση, μια γεμάτη νόημα επιλογή που σε κάνει να νιώθεις πως μπορείς να ονειρευτείς τη ζωή σου όπως την θέλεις.
Έπειτα τους είπε για την αναχώρηση.
Τώρα τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. Τα κοιτούσε τόσο στοργικά. Γέμισαν δάκρυα και τα δικά τους. Σύρθηκαν μέσα στα απλωμένα χέρια της, μαζεύτηκαν πάνω της κουρνιάζοντας στην αγκαλιά της, εκείνη τα έσφιξε όσο πιο κοντά της μπορούσε.
«Μανούλα μην κλαις...» Της είπε λυπημένα, με μια φωνή παράξενα συρτή ο Αλκιβιάδης.
«Σιώπα, μην κλαις… μη φοβάσαι εμείς είμαστε εδώ..»
Η Ιοκάστη δε μίλησε ξανά, τους κράτησε στην αγκαλιά της σιωπηλή, συνεχίζοντας να τους χαϊδεύει μέχρι που σιγά σιγά τα δάκρυα της αραίωσαν, δίνοντας τη θέση τους σε αναστεναγμούς. Κρατώντας σφιχτά τα παιδιά της, ότι γλυκό και ιερό έχει στη ζωή της αναστενάζει γιατί ’ναι όλα πίκρα και καημός. Σταδιακά πλάκωσε μια σιωπή, όπως η πίσσα που ρίχνεται στο χώμα. Μια σιωπή βαθιά γεμάτη νόημα, ελπίδα, δύναμη, και αυθεντικότητα. 
Ήταν που ονειρευόταν για λόγου τους μια καλύτερη τύχη: Να σηκωθούν και να πετάξουν σαν τους αετούς που έβγαλαν φτερά. Και να που μες στην κουρασμένη φαντασία της τα πράγματα αλλάζουν ξαφνικά όψη, όπως από τη νύχτα στη μέρα. Όλα γίνονται φως, μια γλύκα και όλα τριγύρω ξανανθίζουν όπως η κοιλάδα την άνοιξη.
Της Ιοκάστης τότε ένας τελευταίος βαρύς αναστεναγμός ξέφυγε από το στήθος που έλυσε την σιωπή.
Ξέσπασε. Ένα τραγούδι αντήχησε. Νοσταλγικό και πονεμένο τραγούδι του νόστου και της προσφυγιάς. Μια υπόκωφη μελωδία, σε παράπονο, σε λυγμό, γυμνή χωρίς μουσική, που είχε μόνο λίγες νότες σε ρυθμό κι ωστόσο ατέλειωτες παραλλαγές.
 Στο μυαλό του Αλκιβιάδη για χρόνια τώρα αντηχεί αυτό το τραγούδι, γλυκόλαλα και τόσο απαλά, κι αν μπορούσε να το εκφράσει, θα το έλεγε το Τραγούδι της οικογένειας τους. Έκλεινε τα μάτια του για ν' ακούσει την πλούσια, ζεστή και γλυκιά φωνή της μητέρας του, και οι σκέψεις του γέμιζαν με τα σκούρα μελιά μάτια της, που έλαμπαν σαν αστέρια.
Τη μέρα του φευγιού από τα ξημερώματα ακόμα ο Αλκιβιαδης σηκώθηκε και βγήκε έξω, κατέβηκε στο διάσελο με τη στέρνα των περιβολιών, πέρασε στο περιβόλι τους, έκανε ένα γύρο τις πεζούλες  αποχαιρέτησε στα πεταχτά  το νερό, το χώμα, τον αγέρα του τόπου του, μάζεψε μυριστικά αγριόχορτα κι οι παλάμες του μύρισαν θρούμπα, φασκόμηλο και θυμάρι. Ανέβηκε στο  ψήλωμα, στ' αλώνι κοίταξε τον τόπο τους ολόγυρα να τον χορτάσει, να τον πάρει μαζί του. Αυστηρό, σοβαρό τοπίο από σκούρα δέντρα και χρωματιστά λουλούδια που έλαμπαν στο πρωινό ήλιο. Μακριά, κατά νότου, πέρα από τα Φούτια η παραλία της Καστέλας μ΄ένα μικρο νησάκι, αμμουδερό, λαμποκοπούσαν τριανταφυλλένια και κοκκίνιζαν  στις πρώτες αχτίδες. Και πέρα δυτικά στο Μεγάλο Ρέμα, ελιές, συκιές, λίγα αμπέλια εδώ και εκεί και στα απάνεμα γούπατα ανάμεσα σε βουναλάκια, στέκονται πλατωσιές γυρμένες προς το νότο, με ξινόδεντρα και μουριές και μερικά μποστάνια. Ώρα πολλή χαιρόταν από το ψήλωμα τους απαλούς κυματισμούς της γης ζώνες ζώνες οι βαθύσκιωτες συκιές, οι ασημόφυλλες ελιές, οι ηλιοκαμένες αμυγδαλιές, οι σκουροπράσινες σκαμνιές και χαρουπιές που απλώνονταν μπροστά του. Και πέρα, κατά νότου, στραφτάλιζε η θάλασσα, απέραντη, έρημη, έφτανε ως τα Κύθηρα και τη Κρήτη. Έμοιαζε ετούτο τοπίο του χωριού του, λιγόλογο, λυτρωμένο από περιττά πλούτη, δυνατό και συγκρατημένο ξεχώριζε και μοσχοβολούσαν οι λεμονιές κι οι πορτοκαλιές, από το περιβόλι τους.
«Το χωριό μου!» Μουρμούριζε και η καρδιά του αναπετάριζε.
Κατέβηκε από το αλώνι, πήρε το μονοπάτι του Άγιου Παντελεήμονα. Ήταν Κυριακή, μα ο παππάς λειτουργούσε στα Λυρά αυτή τη βδομάδα και η εκκλησία ήταν έρημη. Στάθηκε! Ευθύς ως πήρε το μάτι του, η καρδιά του σκίρτησε οι σκέψεις του κόπηκαν. Ήταν τα παιδιά του οικισμού. Τα κορίτσια του Πολυζώη του Μάρκου, αγόρια και κορίτσια του Καραστατήρη, του Κατσουλώτου, των Αρώνη. Όταν τον συνάντησαν τα πρόσωπά τους άνοιξαν, πύκνωσε η αραιωμένη παράταξη κι όλες και όλοι μαζί τον καλημέρισαν με γάργαρες φωνές. Την ίδια στιγμή ο Παναγιώτης του Πολυζώη Αρώνη κτύπησε τη καμπάνα του Άγιου, χαρούμενος, παιχνιδιάρικος ο ήχος της, γέμισε τον αέρα ευδαιμονία.
Ο ήλιος είχε ψηλώσει, ο ουρανός ήταν κατακάθαρος. Στριμώχτηκε στις αγκαλιές τους, κοίταξε δυστυχισμένος το Μυρτώο πέλαγος. Ένιωθε το σώμα του να πλέει σε μια θάλασσα κι ο νους του, ακολουθώντας το κύμα, γίνονταν κύμα κι υποτάσσονταν κι αυτός, χωρίς αντίσταση, στο χορευτό ρυθμό της θάλασσας. Κάτι σάλευε μέσα του κυριευμένος από επιθυμίες, και ελπίδες και προσδοκούσε τη λύτρωση. Άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά του, σα να θελε να τους πάρει μέσα όλους. Τους αγκάλιασε έναν-έναν σταυρωτά τους φίλησε και τους χαιρέτησε όλους με περίσσια εγκάρδια λόγια. Καλή τύχη σε ότι κι αν κάνεις του ευχήθηκαν..
..... Το μονοπάτι από το σπιτάκι τους στον  οικισμό μέχρι τη δημόσιο χωματόδρομο ανηφορικό σκαρφάλωνε προς τα επάνω, ενισχυμένο από τοιχία ξερολιθιάς. Κατσιασμένοι πρίνοι, πικραμυγδαλιές και γκορτσιές ορθώνονταν χωρίς τάξη κατά μήκος του στενού, ελικοειδούς και σπαρμένου με λιθάρια δρόμου κι ο Αλκιβιάδης περπατούσε αργά λες και τα πόδια του αρνούνταν να τον υπακούσουν πια. Κάθε τόσο σταματούσε και γύριζε να κοιτάξει το σπιτάκι τους που ήταν χωμένο ανάμεσα στις δυο αιωνόβιες ελιές και την μυγδαλιά στο νοτιά της αυλής τους πάνω από το τοίχος από τις ξερολιθιές και πιο κάτω το χαντάκι με τις φραγκοσυκιές, το σύνορο που τους χώριζε με την ιδιοκτησία του μπάρμπα Παναγιώτη. Του φαινόταν να μοιάζει με φωλιά, μια πραγματική φωλιά. Κάθε φορά που έφευγε από τον οικισμό για το σχολείο στο χωριό το κοίταζε έτσι, τρυφερά και μελαγχολικά. Σήμερα ένιωθε σαν ένα πουλί που μεταναστεύει και αφήνει εκεί πίσω το ένα κομμάτι του εαυτού του, τη δύναμη που δίνει η πατρώα γη, το ξεμονάχιασμα από τον κόσμο του, και ανηφορίζοντας προς τη δημοσιά περνώντας ανάμεσα από ρείκια, και χαμηλά πουρνάρια, του φαινόταν πως είναι προσκυνητής, που κατευθύνεται σ’ έναν τόπο  μετάνοιας: στον μακρινό τον κόσμο. Και ενώ δούλευαν στο μυαλό του αυτά τα ονειροπολήματα, έκανε στροφή προς τα πίσω να δει τη μητέρα του που είχε μείνει ακίνητη και κοιτούσε προς το καμπαναριό της εκκλησίας του χωριού του που υψωνόταν κόντρα στην ανατολική πλευρά του ουρανού. Η μητέρα του για λίγες στιγμές, στάθηκε ακίνητη να αποθαυμάσει το χρώμα του ουρανού, να αναλογιστεί τον καθημερινό μόχθο τους για την επιβίωση και να κάνει το σταυρό της. «Καλέ μου Θεέ, βοήθησε μας, προσευχήθηκε σιωπηλά. Ο Αλκιβιαδης αναρίγησε. Αγαπούσε το χωριό του. Ήταν ένας ιδιαίτερος τόπος γι’ αυτόν: Είχε γεννηθεί εκεί. Εκεί γνώρισε τη ζωή. Εκεί βρισκόταν όλη η ευτυχία που είχε γευτεί στον κόσμο. Αλλά τώρα—τώρα ήταν ανάγκη να φύγουν. «Μπροστά στην ανάγκη, σκύβουν το κεφάλι και οι θεοί,» έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, όπως τους είχε πει ο δάσκαλός του μια μέρα στην τάξη. «Ανάγκα και θεοί πείθονται.» 
Βουβοί οι χωρικοί έβλεπαν έναν άντρα, ο πατέρας τους να πηγαίνει μπροστά με ένα μπόγο στον ώμο του. Και στο κατόπι του μια νεαρή γυναίκα η μητέρα τους με δυο μικρά αγόρια δίπλα της και ένα μικρότερο στην αγκαλιά της. Προχώρησαν προς τα εκεί που άρχιζε ο πλατύς ανηφορικός δρόμος που οδηγούσε για την πολιτεία της Μονεμβασιάς.
.......  Το απομεσήμερο έφτασαν στη Μονεμβασιά, μόλις λίγα μέτρα μπροστά τους εκτείνεται μια  θάλασσα με γαλαζοπράσινες αποχρώσεις. Ο ήλιος στα δεξιά πάνω από το Φοινίκη ετοιμάζεται να δύσει πίσω στο Λακωνικό κόλπο. Μπροστά τα μεσαιωνικά τείχη της Μονεμβασιάς και πίσω τους κρύβεται η μαγευτική καστροπολιτεία που φιλοξενεί βυζαντινές εκκλησίες, επιβλητικά αρχοντικά, γραφικά καλντερίμια και μία σειρά από ξενώνες, εστιατόρια, μπαρ και καταστήματα που βρίσκονται σε αρμονία με το αρχιτεκτονικό προφίλ της πόλης. Στον «Βράχο της Μονεμβασιάς» συνδιαλλέγεται η άγρια ομορφιά της πέτρας με το μπλε της θάλασσας και το σήμερα με την ατμόσφαιρα των μεσαιωνικών χρόνων.
Ήταν κοντά στο Ηλιοβασίλεμα τέλη του Ιούλη και έκανε μια διαβολεμένη ζέστη, αλλά εκεί στην ακροθαλασσιά που ξεκινούσε η τσιμεντένια προβλήτα του λιμένα το φρέσκο θαλασσινό αεράκι κρατούσε την θερμοκρασία σε ανεκτά επίπεδα. Παρ’ όλα αυτά είχαν λουστεί στον ιδρώτα καθώς περίμεναν να επιβιβαστούν στο μικρό επιβατικό καΐκι που θα τους μετέφερε στο μεγάλο καράβι, που φάνταζε σαν μαύρο-άσπρο κάστρο, πάμφωτο, επιβλητικό και περήφανο και είχε φουντάρει αρόδο στο αγκυροβόλιο στον ανοικτό κόρφο σε μια θάλασσα γεμάτη ρυτίδες. Κατάμαυρο το σκαρί. Άσπρη η γέφυρα. Και το όνομα του γραμμένο με άσπρη λαδομπογιά μαζί με το νηολόγιο. 
Στο τέλος της τσιμεντένιας προβλήτας της μικρής μαρίνας του λιμένα είχε πλαγιοδετήσει η «Αρτεμισία»  ένα παραδοσιακό ξύλινο καλοδιατηρημένο επιβατικό καΐκι που μόλις είχε βγει από τον ταρσανά του Γυθείου και ήταν ολόφρεσκα βαμμένη. Ένα γερό σκαρί με ευκολίες, και καθίσματα για επιβάτες.  Τα πλευρά της, φρεσκοβαμμένα, άστραφταν, λειασμένα και ξασπρισμένα. Ο καπετάνιος της, γαλήνιος στο απογευματινό μελτεμάκι καθοδηγούσε τους επιβάτες να πάρουν ασφαλείς θέσεις.
Ήταν ώρα του ηλιογέρματος, όταν ο καπετάνιος του καϊκιού με την ήρεμη φωνή του έγνεψε στον άντρα στην αποβάθρα και αυτός του έλυσε τα σχοινιά! Έβαλε εμπρός τη μηχανή, και κράτησε την τιμονιέρα σταθερά στα χέρια του, η Αρτεμισία σκαμπανέβασε ελαφρά όταν ο καπετάνιος έβαλε όπισθεν για να απομακρυνθεί από την προβλήτα, με κατεύθυνση προς τα ανατολικά, με μια επιδέξια μανούβρα. Θα μπορούσε να οδηγήσει το καΐκι και με κλειστά μάτια. Ο ίδιος είχε κάνει αυτή τη διαδρομή τόσες φορές, που είχε χάσει το λογαριασμό. Μπορεί να του είχε γίνει ρουτίνα, αλλά δεν ήταν ποτέ μονότονη. Ένιωθε ως συνήθως, την ελευθερία της θάλασσας και του γαλανού ουρανού, ενώ κρατούσε το τιμόνι και αφουγκραζόταν το βόμβο της μηχανής.
Η «Αρτεμισία» ταρακουνήθηκε καθώς αναχωρούσε από τη προβλήτα του μικρού λιμένα για να γλιστρήσει στα βαθιά νερά. 
Ο καιρός μαλακός καλοκαιρινός, πουνέντες, και το καΐκι στην απογευματινή παλίρροια γύριζε κι έπιανε να μποτζάρει απ’ τ’ αντιμάμαλο που γεννιόνταν καθώς η θάλασσα χτυπούσε στην προβλήτα και πισωγύριζε. Ο καπετάνιος τιμόνευε με μαεστρία, κάνοντας οχτάρια πάνω στα κύματα. Σιγοτραγουδούσε κιόλας.
Το απαλό αεράκι τους χάιδευε το πρόσωπο. Ήταν ζεστό και ας ήταν ήδη σούρουπο. Λευκά, ακίνδυνα σύννεφα φαίνονταν διάσπαρτα στον ορίζοντα. Τα νερά που έσκιζε το καΐκι ήταν καταγάλανα.
Όταν η «Αρτεμισία» έβαλε πλώρη το ανοικτό πέλαγος και απομακρυνόταν από την ακτή μαζί της απομακρυνόταν και αυτός και ίσως έφευγε για πάντα, αφήνοντας πίσω του το μικρό φτωχό οικισμό τους, το πετρόκτιστο ασβεστοβαμμενο σχολείο του στα Κουλέντια, τη μικρούλα καταπράσινη λίμνη στου «Μεϊμέτ αγά», με το λιγοστό τρεχούμενο νερό που άρδευε τα περιβόλια του οικισμού.
Πριν γνωρίσει την απέραντη θάλασσα γνώρισε τη μικρή τεχνητή λίμνη στα δυτικά όρια του οικισμού τους, κάτω από τη σκιά ενός γιγάντιου αιωνόβιου πλατάνου. Πυκνοί θάμνοι από βάτα, σφεντάμια, φτέρες και ένα πλήθος από ανθοφόρα φυτά πλαισίωναν τριγύρω την όμορφη, ήρεμη, ασημένια μικρή λιμνούλα με καθάρια νερά, που ξεπρόβαλε πίσω από τον αιωνόβιο πλάτανο στο τέλος μιας διχάλας από το στρατί που φιδοσερνόταν εμπρός του. Τα πανέμορφα και πολύχρωμα λουλούδια, τα υδρόβια φυτά που επέπλεαν, δημιουργούσαν μια πανδαισία χρωμάτων, και ο συνδυασμός των αρωμάτων με τις χιλιάδες ευωδιές να κατακλύζουν τα πνευμόνια σου.
Το μακρινό τους ταξίδι του ξενιτεμού μόλις είχε ξεκινήσει με το ασπρογάλανο καΐκι την «Αρτεμισία.» Ήταν το πρώτο τους βήμα.
Η φαμίλια  ....η μητέρα πρωτίστως..... είχε γυρίσει την πλάτη της στον τόπο της και σ’ αυτό που της ήταν οικείο, αλλά και αυτό το τίμημα ήταν μικρό, προκειμένου να παλέψει ώστε να μπορέσει να προσφέρει στα παιδιά της όλα όσα ονειρευόταν πως δικαιούνταν.
Ο Τηλέμαχος ο τετράχρονος αδελφός του άκουσε τον υπόκωφο παφλασμό των κυμάτων καθώς σκάνε στον καθρέφτη του καϊκιού, λικνίζοντας το, τρόμαξε. Δε σάλευε, το πρόσωπο του είχε μια έκφραση τρομαγμένη, μια παράξενη ταραχή.. Τα χέρια του τρέμανε, άρπαξε το παντελόνι του συνεπιβάτη εμπρός του και το κρατούσε σφικτά φοβισμένα, δάκρυα ξεχείλισαν απ' τα μάτια του. Ο κύριος στοργικά ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του μικρού αγοριού και του μίλησε καθησυχαστικά.
Ο Τηλέμαχος αναστέναξε άφησε το παντελόνι σήκωσε τα μάτια και τα χαμήλωσε πάλι, νιώθοντας ανίσχυρος και φοβισμένος, ...
Κάθισε χάμω στο κατάστρωμα αγκάλιασε τα γόνατα του, ακούμπησε πάνω τους, το πηγούνι του κι άρχισε να κλαίει με ένα νευρικό, καταπιεσμένο κλάμα. 
Η μητέρα τους τον πλησίασε τρομαγμένη, τον σήκωσε όρθιο, είδε το πρόσωπό του πλημμυρισμένο στα δάκρυα..... δάκρυα άφθονα. Έδωσε το μικρό δίχρονο αδελφό τους που κρατούσε στην αγκαλιά, στον άνδρα της, έβγαλε τη ζακέτα της και σκέπασε το αγόρι της, κι αυτό κούρνιασε μέσα στην αγκαλιά της μάνας του γραπώνοντας τα δάχτυλά της. 
«Ψυχή μου!» Του ψιθύριζε με τρυφερότητα. «Εδώ είμαι εγώ, δεν θα σ' αφήσω πότε!» Και τον κρατάει στο στήθος της όπως όταν ήταν μωρό να μην της κλαίει.
«Εδώ είναι η μανούλα σου», του λέει γλυκά, αποθέτοντας ένα τελευταίο χάδι στο μέτωπό του πριν σηκωθεί. Ο Τηλέμαχος αναστενάζει και τα μάτια του λάμπανε ζωηρά τώρα, μπορούσες να δεις στα μάτια του την ανακούφιση καθώς κοίταζε την μητέρα τους.
Η «Αρτεμισία» έπλεε χρησιμοποιώντας τη μισή ταχύτητά της, σκαμπανέβαζε, υστέρα από πάλεμα με την παλίρροια, κάποτε έφτασε μπροστά στο έμπα του λιμανιού δίπλα στο μεγάλο ποστάλι. Ο καπετάνιος πήρε στροφή στη στερνή μανούβρα, να καβατζάρει, για να φέρει το καΐκι στα δίπλα στην υπήνεμη πλευρά του πλοίου με ασφάλεια στο κύμα.  Μπήκανε στην απανεμιά.  «Στις Θέσεις σας παρακαλώ!» φώναξε ο καπετάνιος. «Ένας- ένας στη σκάλα, οι γυναίκες και τα παιδιά πρώτα.» Αυτό έκανε ένα σωρό δειλά πρόσωπα να στραφούν προς το μέρος του. Οι επιβάτες έσπευσαν να τον υπακούσουν. 
....Τρία κοφτά κι ένα παρατεταμένο σφύριγμα, σκόρπισαν γύρωθε τη χαρά και τον αποχαιρετισμό του καραβιού. Οι προπέλες αναδεύτηκαν μαντίλια ανέμισαν  ψηλά στο κατάστρωμα, στη γέφυρα και στην αποβάθρα. Σφύριζε το καράβι την αναχώρηση και χύθηκε λεύτερο μπροστά, μαζί σφύριζαν και τα καΐκια. Σφύριζαν το φευγιό στους ταξιδιάρηδες. Για όσους ήτανε να φεύγουνε. Να πάνε μακριά σε άλλους τόπους. Σε τόπους που τους περιμένανε, και καθώς το πλοίο αύξανε ταχύτητα οι επιβάτες κουνούσαν τα μαντίλια όσο περισσότερο μπορούσαν, συντηρώντας τον δεσμό με τα πρόσωπα που χάνονταν στην ακτή. 
Ο ήλιος τραβά δυτικά πίσω απ’ τα ψηλώματα βασιλεύοντας με τις τελευταίες του αχτίνες, να πορφυροβάφουν στρωτό γυαλί τα νερά, κι οι ίσκιοι πέφτουν βιαστικοί στα κύματα της λακωνικής ακτής. Ανατολικά βρίσκεται το Μυρτώο Πέλαγος και το πλοίο χαράζει πορεία στον ανοικτό ορίζοντα. Η Παλιά Μονεμβάσια, νότια του μεγάλου βράχου, μένει πίσω τους. Ο ουρανός ήταν καθαρός, τα πρώτα άστρα φάνηκαν στο στερέωμα.
Το σούρουπο έδωσε τη σκυτάλη στην νύχτα που μοσχοβολά την υγρή οσμή της θάλασσας και το φεγγάρι ένας χρυσαφένιος δίσκος, αναδύεται πέρα στον μακρινό ορίζοντα έτοιμο κι’ αυτό να αρχίσει το ταξίδι του στον ουρανό, φτάνοντας πέρα, στους μακρινούς ωκεανούς, στις μακρινές θάλασσες, κι αυτός συλλογιέται ακουμπισμένος στην κουπαστή την αναχώρηση, φέρνει στα μάτια του τη γη που γεννήθηκε ν’ απομακρύνεται μέσα στ' απόνερα  που αφήνει πίσω της η προπέλα του «Ποσταλιού».
Ή λάμψη της δύσης αναλήφθηκε απ' τις βουνοκορφές, το σούρουπο γέμιζε το Μυρτώο πέλαγος, και άρχισε να σκοτεινιάζει πέρα από την κορυφή της Κουλοχέρας στα χωριά του Ζάρακα. Ένα μεγάλο γλαροπούλι βούτηξε στο νερό. Τα στεφάνια πάνω στην απαλή επιφάνεια της θάλασσας πλάταιναν ολοένα. Μπροστά στον ορίζοντα πρόβαλε η βραχονησίδα Παραπόλα. Στην αρχή ήταν μια μικρή κουκκίδα στο βάθος του αστροφώτιστου ορίζοντα που άρχισε να παίρνει σχήμα και μορφή καθώς την πλησίαζαν.
Και πίσω εκεί μακριά, μια άλλη κουκκίδα, καταμεσής του Μυρτώου πελάγους ο πελώριος βράχος της Μονεμβασιάς, το πέτρινο καράβι του Ρίτσου, η αγέρωχη καστροπολιτεία ξεμακραίνει.
«Κυρά Μονοβασιά μου, πέτρινο καράβι μου. Χιλιάδες οι φλόκοι σου και τα πανιά σου. Κι όλο ασάλευτη μένεις να με αρμενίζεις μες στην οικουμένη» έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος για τον τόπο του, τη Μονεμβασιά. Για τον άγριο βράχο, την Άκρα Μινώα -όπως  ονομαζόταν κατά την αρχαιότητα- που αποκόπηκε από την Πελοπόννησο με έναν σεισμό το 375 μ.X. και πήρε τη μορφή που πήρε σήμερα.
Είχε πια σχεδόν νυχτώσει.
...... Είχανε κουρνιάσει στις στενές κουκέτες του πλοίου προσπαθώντας να βολευτούμε όσο καλύτερα μπορούσαν. Καποια στιγμη ο Τηλέμαχος γλίστρησε έξω στο κατάστρωμα διασχιζοντας την εξωτερικη πόρτα του ακκομοδεσίου του πλοίου στη δροσιά της υγρασίας που έρχοταν από τη θάλασσα.
Έμεινε στη θέση του ακίνητος σαν κεραυνόπληκτος και κοίταζε σαστισμένος τις εικόνες από το λιμάνι του Πειραια την ώρα που ξημερώνει.
Έχει καρφώσει τα μάτια του στη στεριά, και ο μικρούλης προσπαθεί να πιαστεί από πολλά πράγματα για να αισθανθεί ότι μπορεί απ' τον άγνωστο κόσμο εκεί έξω που μόλις τον αντικρίζει και είναι τεράστιος και δαιδαλώδης. Οι αισθήσεις του λαίμαργα αποτύπωναν τη θέα από το πολύβουο και ανήσυχο λιμάνι του Πειραιά, ένας γρήγορα αναπτυσσόμενος χώρος που εκτείνονταν εμπρός του, ένα περιβάλλον μιας πραγματικής μεγαλούπολης.
Οι λέξεις βγήκαν αβίαστα χωρίς δυσκολία από τα χείλη του.
«Μαμά! Μαμά, έλα, έλα να δεις.! Πω-πω! Κοίτα σπίτια! Κοίτα πλοία!»
««Κοίτα, κοίτα, Μαμά! Να-να και αυτοκίνητα! »
Πώς να περιγράψει τα συναισθήματα που ένιωθε εκείνη την ώρα ο μικρός αδελφός του που ξαφνικά από το μικρό απομονωμένο οικισμό βρέθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, μια κοσμοπολίτικη πολιτεία γεμάτη ζωή και κίνηση. Η παραλία φωτόλουστη, πλοία να πηγαινοέρχονται στο λιμάνι, ρίχνοντας ή τραβώντας την άγκυρα, να λύνονται ή να δένονται στις προβλήτες.
Το φως του ήλιου ξεχύνεται γύρω στο σκληρό γαλάζιο χρώμα του ουρανού εκτυφλωτικό, επιθετικό, σαν να θέλουν οι αχτίδες να κυνηγήσουν ότι κρύβει τον πρωτόγνωρο νέο κόσμο στα φτωχά και ανίδεα χωριατόπουλα.
Η μητέρα τους στην αρχή νόμισε πως την γελούν τα μάτια της αντικρίζοντας να ξεδιπλώνεται μπροστά της μία πολύβουη πολιτεία, ζωντανή που σφύζει από ζωή, μέσα από τους πολυσύχναστους κεντρικούς της δρόμους δημιουργώντας μια ζωντανή ατμόσφαιρα.
Όταν συνήλθε από την έκπληξη τον κοίταξε τρυφερά πήρε τα χέρια του μες στα δικά της χέρια, του χαμογέλασε και τον έσφιξε στο στήθος της.
Ο μικρός Τηλέμαχος κούρνιασε πάνω της και ένιωσε την αγκαλιά της σαν ο φρέσκος δροσερός αέρας που μπήκε στα πνευμόνια του.
Το χαμόγελο που απλώθηκε στο πρόσωπο της μητέρας του, του Αλκιβιάδη του θύμισε τα μικρά κύματα που σκάνε στην άκρη του γιαλού την ώρα που δεν φυσάει.
Αυτή ήταν η μητέρα τους.
Ήταν το δροσερό ποτήρι που εναπόθεταν την κάθε ελπίδα τους, τα βάσανα, τις χαρές τους και τους καημούς τους... 
Ήταν ένα τριαντάφυλλο, που μύριζε τόσο γλυκά.
Είναι πάντα δίπλα τους, σιωπηλά, διακριτικά, γεμάτη καταλυτική αγάπη, νιάξιμο, φροντίδα, δύναμη και προσμονή.
Είναι η γλυκιά τους μάνα. 
Αμίλητη τώρα ατένιζε την θέα απ’ αυτόν τον καινούργιο κόσμο εκεί έξω και αναρωτιόταν αν αυτή η περιπέτεια, θα αποτελούσε μια νέα καλύτερη σελίδα στη ζωή τους. Σκέφτεται  πως μια καινούργια αυγή τους είχε ξημερώσει και προσδοκούσε να καταφέρουν να κάνουν όσα αυτή είχε ονειρευτεί στην εφηβεία της σήμερα τα παιδιά της.
Ακόμα αναρωτιόταν αν η απόφαση να πάρουν τους δρόμους της ξενιτιάς με στόχο να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την μίζερη ζωή του φτωχικού χωριού ήταν η σωστή απόφαση.
Με τα μάτια μισόκλειστα φαντάζεται, ήταν ωραίο να φαντάζεται διάφορα μα δεν έβρισκε άκρη στις σκέψεις της. Ηθελε να ρωτήσει τον εαυτό της εκατομμύρια πράγματα και δεν είχε απαντήσεις να του δώσει. Πού πήγαιναν, τι έπρεπε να περιμένουν. Χιλιάδες «κι αν...», «ίσως» και τι θα γινόταν στο τέλος.
Τόσο την είχαν απορροφήσει οι σκέψεις της που δεν πήρε είδηση πότε το πλοίο πρόσδεσε στην προβλήτα και ήδη ξεκινούσε η αποβίβαση.
........Στην έναρξη της εφηβείας του ο Αλκιβιάδης μπαίνοντας στον αθέατο κόσμο της μνήμης του ανακαλύπτει τοπία ανέγγιχτα, διαβάζει στο τετράδιο του μυαλού του ιστορίες γοητευτικές, αισθάνεται να βρίσκονται τα πάντα μέσα εκεί σε μι’ αρμονική ισορροπία. Κι όμως μια γκρίζα κουκκίδα, κάτι σαν βαθιά ομίχλη, του σκεπάζει την πρόσβαση να ανακαλύψει το καράβι που τους μετέφερε στον Πειραιά.
Λίγα χρόνια αργότερα έφηβος πλέον έκανε το ίδιο ταξίδι δυο-τρία καλοκαίρια.
Τα ταξίδια ήταν πανέμορφα μια και το πλοίο παρέπλεε συνεχώς τις ακτές της Πελοποννήσου εκεί όπου οι νότιες παρυφές του Πάρνωνα βουτάνε στο Μυρτώο Πέλαγος και τα αρώματα του βουνού σμίγουν με την αύρα της θάλασσας.
Η άγρια ομορφιά αυτού του φυσικού τοπίου, αυτής της γεωγραφικής ορεινής περιοχής του Ζάρακα με τα πέντε χωριά του. Ομορφότερο όλων το παράκτιο Κυπαρίσσι, με μια φυσιογνωμία στεριανή και νησιώτικη μαζί, κτισμένο αμφιθεατρικά, κοιτάζει την ανατολή του ήλιου και σκοτεινιάζει νωρίς λόγω των κορυφών του Ζάρακα, που εμποδίζουν τον ήλιο από τη Δύση να φωτίσει τον τόπο. Όταν κοιτάζεις την περιοχή από τη θάλασσα, μοιάζει με θρόνο προς το Μυρτώο Πέλαγος.
Θυμάται το Γέρακα. Από τις πιο εντυπωσιακές γωνιές της Λακωνίας, ένα μικρό λιμάνι που αναδύεται μέσα από ένα επιβλητικό τοπίο. Άφωνος θα μείνει ο ανυποψίαστος επισκέπτης πλησιάζοντας το Λιμάνι του Γέρακα. Ένα σπανιότατο φιόρδ μοναδικής ομορφιάς ξεδιπλώνεται μπροστά του. «Ευλίμενον χωρίον» ονομάστηκε από τον Παυσανία, στο έργο του «Λακωνικά».
Μια ματιά είναι αρκετή για να αντιληφθεί κανείς πόσο συναρπαστικά πολυσχιδές είναι το τοπίο και να υποπτευθεί πόσο θεαματικά πολυτάραχη είναι η γεωλογική του ιστορία.
Η γαλήνη του τοπίου και η γραφικότητα του οικισμού συνθέτουν ένα μοναδικό σκηνικό.
 Ο ακύμαντος κόλπος του, ένα από τα μεγαλύτερα φυσικά λιμάνια της Μεσογείου, ετοιμάζεται να υποδεχτεί το σούρουπο. Το πλοίο έμπαινε με την πλώρη στον αρκετά στενό όρμο και φουντάριζε αρόδο, επικίνδυνα κοντά στα βράχια και τα αβαθή. Η αποβίβαση επιβατών και εμπορευμάτων γινόταν με καΐκια. Αναχώρηση με ανάποδα, διότι ούτε λόγος για χώρο να γυρίσει εκεί μέσα. Μετά το Γέρακα, στέκει καταμεσής του Μυρτώου πελάγους ένας πελώριος βράχος, η Μονεμβασιά. Το πέτρινο καράβι του Ρίτσου. Η αγέρωχη καστροπολιτεία.
 «Όταν η θάλασσα σμίλεψε την πέτρα... Όταν ο ήλιος γέμισε χρώματα τον ουρανό... Όταν η ακρογιαλιά καλύφθηκε από την ξανθιά άμμο... Γεννήθηκε ένα μέρος για τις πιο όμορφες και έντονες στιγμές μας.» Ατμόσφαιρα ερωτική, γεμάτη μυστήριο και μαγεία, είναι η ώρα που κυνηγούσε το καλύτερο ηλιοβασίλεμα του κάστρου.
....Ανασκαλεύοντας τη μνήμη ο Αλκιβιάδης νιώθει μια βαθιά ριζωμένη αίσθηση, ότι όλο αυτό το ταξίδι της μετανάστευσης το έζησε ακουμπισμένος στις κουπαστές του θρυλικού επιβατικού πλοίου της ακτοπλοΐας το περίφημο «Μυρτιδιώτισα.»
Η σιλουέτα του πλοίου είναι χαραγμένη στη μνήμη των ταξιδιωτών ανεξίτηλα! Ήταν το καράβι της άγονης γραμμής, που μετέφερε τις χαρές τους, τις λύπες τους, τα όνειρά τους. Είναι το καράβι που έφερε μεγάλη αλλαγή στη θαλάσσια συγκοινωνία και δεν σκιάχτηκε τις φουρτούνες του Κάβο Μαλιά, γιατί είχε στο τιμόνι του την ίδια τη Παναγία τη Μυρτιδιώτισα.
Το Μυρτιδιώτισα είχε ναυπηγηθεί στη Σκωτία το 1929 ως Lochness για την παραδοσιακή ακτοπλοϊκή εταιρία MacBrayne. Στην Ελλάδα το έφερε το 1958 ο Σ. Μπιλίνης και έγραψε την ιστορία του στη λεγόμενη «μαύρη γραμμή» (Πειραιάς- ανατολικά παράλια Πελοποννήσου, Κύθηρα) ώσπου διαλύθηκε το 1973 στο Πέραμα.
Η αφίσα εποχής ξεκινά την αναφορά της στο «νεοαγορασθέν πολυτελέστατον ατμόπλοιον Μυρτιδιώτισσα», παραθέτοντας τα βασικά του χαρακτηριστικά και την εσωτερική διαμόρφωση, προτού δημοσιεύσει το πρόγραμμα δρομολογίων του. Για το Μυρτιδιώτισα, έλεγαν πως του ήταν γραφτό να ταξιδεύει σε μυστικιστικές γραμμές, από τα ανεμοδαρμένα νησιά των Εβρίδων στις κακοτράχαλες ακρογιαλιές της Λακωνίας, από την ομίχλη των Σκωτσέζικων φιόρδ στις σφηκοφωλιές των όρμων στο Κυπαρίσσι, στο Γέρακα, στο Πόρτο Κάγιο, στο Σολοτέρι.
Το Μυρτιδιώτισσα πραγματοποίησε το παρθενικό του δρομολόγιο στην άγονη γραμμή της ανατολικής Πελοποννήσου το καλοκαίρι 1958.
Ήταν ένα πλοίο ιστορία. Μια όαση, σε μία άγονη γραμμή. Καράβι μιας άλλης εποχής, κουβαλώντας πάντα περήφανες ράτσες ανθρώπων.
Ήταν το πλοίο που η οικογένεια του ξεκίνησε το μακρινό της ταξίδι.
.....Στον Πειραιά η οικογένεια επιβιβάστηκε στην επιβατική αμαξοστοιχία του ΟΣΕ με προορισμό τη Λαμία, κουβαλώντας μαζί τους και τα λιγοστά υπάρχοντα τους, μόλις δυο μπόγους που ήταν όλη κι όλη η κινητή τους περιουσία τυλιγμένη σε σεντόνια.
......... Λαμία
Τον πρώτο καιρό την οικογένεια η ζωή στη Λαμία τους βρήκε ταλαιπωρημένους, παραζαλισμένους και σε μια καινούρια πραγματικότητα μα οπωσδήποτε με καλή διάθεση σαν πρόσφυγες που βρήκαν καταφύγιο για ένα καινούργιο ξεκίνημα, με διάθεση να ξεπεραστούν οι πρώτες πρακτικές δυσκολίες και να εξοικειωθούν με το νέο τους περιβάλλον. Ξεκίνησαν λοιπόν μια καινούργια ζωή πολύ φτωχικά, απλά και δύσκολα, σε μια πολύ φτωχική περιοχή στα περίχωρα της πόλης, μένοντας αρχικά σε ένα πολύ μικρό φτωχικό σπιτάκι, ένα κοινότυπο τούβλινο κτίσμα, μόλις μια κάμαρα δίπλα στο ρέμα που αποτελούσε τον φιλόξενο χώρο διαμονής για όλη την οικογένεια. Ήταν σε μια εργατική φτωχογειτονιά «το Αραπόρεμα» στης δυτικές παρυφές της πόλης, κάτω απ' το λόφο του Αγίου Λουκά και περνώντας τους  «Μύλους Κρόκου - Μουζέλη», μια χέρσα περιοχή που σταδιακά διαμορφώθηκε σε αστικό περιβάλλον στη μεταπολεμική περίοδο. Κατέφθαναν τριγύρω πολλοί από τα γύρω χωριά, μεταναστεύοντας, χτίζοντας τις χαμηλές κατοικίες τους και ξεκινώντας μια νέα ζωή. Λαϊκή γειτονιά, φτωχολογιά, χαμηλά σπίτια, μπακάλικα, καφενεία και ρεμπέτικα. Από εκείνες τις γειτονιές που οι γιαγιάδες βγάζουν τις καρεκλίτσες τους μπροστά από το σπίτι το απόγευμα και περιμένουν τις γειτόνισσες για λίγο κουτσομπολιό και οι άντρες συχνάζουν στα καφενεία, μετά τη δουλειά, για ένα ουζάκι και μια γρήγορη παρτίδα τάβλι.
Εκεί σ΄αυτή την συνοικία και σε αυτό το φιλόξενο περιβάλλον της λαϊκής γειτονιάς ο Αλκιβιάδης έζησε το τελείωμα της παιδικής του ζωής, και ανοίγοντας ένα καινούργιο κεφάλαιο έζησε το ξεκίνημα της της εφηβείας του, με συναισθήματα ανάμικτα, με χαρά αλλά και με φόβο περισσότερο σαν δυσκολία στην προσαρμογή στην καινούργια πραγματικότητα  που καλείται να διαχειριστεί. Ταυτόχρονα έζησε και τις πρώτες μεγάλες αλλαγές που άλλαξε τον κόσμο τους και βελτίωσε τη ζωή τους ριζικά.  Απ’ το λυχνάρι και τις λάμπες πετρελαίου που φώτιζαν τις νύχτες στο χωριό γνώρισε το ηλεκτρικό ρεύμα που δεν υπήρχε βέβαια τότε στο χωριό. Άντε ποιος να πιστέψει σήμερα ότι οι πιο πολλοί χωριανοί ούτε πού 'ξέραν τι είναι αυτό.
Η Πυροστιά που τοποθετούσαν τα μαγειρικά σκεύη και μαγείρευαν μέσα στο τζάκι ήταν παρελθόν, τα αντικατέστησαν το γκάζι οι ξυλόσομπες και δειλά-δειλία έκαναν την εμφάνιση τους και τα ηλεκτρικά σκεύη του νοικοκυριού.
Και αυτό που σημαντικά άλλαξε προς το καλύτερο ήταν το ότι το σχολείο ήταν πολύ κοντά τους και ο Αλκιβιάδης απ' το μονοτάξιο σχολείο βρέθηκε σε κανονικό εξατάξιο.
Ένοιωσε ότι αν παλέψουν πολύ όλη η οικογένεια θα τους δοθεί ο δρόμος και ο ορίζοντας της προοπτικής. να λάμψουν και να ξεφύγουν από το διαρκές άγχος και την αβεβαιότητα που τους προσέφερε ο φτωχικός οικισμός τους..
Κι όμως ανεξάρτητα από τις ελπίδες και τα όνειρα του για μια καλύτερη ζωή, εικόνες και μια νοσταλγική ανάμνηση από τους παιδικούς του τόπους του θυμίζουν πόσο βαθιά ριζωμένες είναι οι μνήμες στο μυαλό και την ψυχή του που ανακαλούν το χτες, και γίνονται μπάλσαμο παρηγοριάς στις δύσκολες ώρες του.
Στα βορειοδυτικά της γειτονιάς υπήρχαν βοσκοτόπια, μεγάλοι χέρσοι λόφοι και φαράγγια που του θύμιζαν το χωριό. Σε μια ρεματιά υπήρχε και τεχνητή λίμνη όμοια με τι μικρή λιμνούλα στα περιβόλια του χωριού του, της έλειπε ο αιωνόβιος πλάτανος και οι πολλές μοβ περικοκλάδες αλλά είχε άφθονες καλαμιώνες. Σε τούτη τη μικρή τη λίμνη, είχε φτιάξει το δικό του καταφύγιο. Το έδαφος εκτεινόταν με ελαφρούς κυματισμούς προς όλες τις κατευθύνσεις και όπου κι αν έστρεφε τη ματιά του, οι επιφάνειες τρεμόπαιζαν από την κάψα του εδάφους. Μουντάδα στα υψώματα, στον ορίζοντα, στη χέρσα γη, όταν πλάκωνε η καταχνιά και η κατσιφάρα η βουβή. Εκεί ήταν ο δικός του μικρός κόσμος όπου του άρεσε τα καλοκαίρια να απομονώνεται και με τα μάτια κλειστά, άφηνε τις αναμνήσεις από τον τόπο του να τον παρασύρουν. Ονειροπολούσε. Με τον καιρό, άρχισε να νοσταλγεί το χωριό του, θυμόταν τις ηλιόλουστες πλαγιές στο Μεγάλο Ρέμα κι αναστέναζε. Ζωντανεύει όταν του ‘ρχεται η θύμηση του ποτισμένου χώματος με την ιδιαίτερη μυρουδιά της γης που αναστάτωνε το μέσα του λες και συναντούσε κάτι δικό του. Ας ήταν μπορετό να κάθιζε, δέκα λεφτά μονάχα, κάτω απ’ το δροσό της αλαφροΐσκιωτης μουριάς στην καλοκαιρινή την κάψα, να νιώθει μια αίσθηση δροσιάς στο πλάτωμα με το μικρό μποστάνι τους πίσω στο Μεγάλο Ρέμα με την όμορφη, ήρεμη, ασημένια μικρή λιμνούλα με τα καθάρια νερά, που ξεπρόβαλαν πίσω από τον αιωνόβιο πλάτανο στο τέλος μιας διχάλας από το στρατί που φιδοσερνόταν εμπρός του. Τριγύρω πυκνοί θάμνοι από βάτα, σφεντάμια, φτέρες και ένα πλήθος από ανθοφόρα φυτά πλαισίωναν το τοπίο με τα πανέμορφα και πολύχρωμα λουλούδια τους, τα υδρόβια φυτά που επέπλεαν, δημιουργούσαν μια πανδαισία χρωμάτων, και ο συνδυασμός των αρωμάτων με τις χιλιάδες ευωδιές να κατακλύζουν τα πνευμόνια του.
Στοιβαγμένες εικόνες στα θολά διαμερίσματα της μνήμης, αβίαστα προβάλλουν εμπρός του.
«Τα σφεντάμια και οι φτέρες είναι ακόμα αδιάφθορα,
Αλλά χωρίς αμφιβολία, όταν αποκτήσουν συνείδηση
Θ’ αρχίσουν κι αυτά να καταριούνται και να βρίζουν.»
Εικόνες της εκείνης της εποχής  μόλις που περπάτησε καλά, και στιγμή δεν καθότανε. Έτρεχε μες στα πεζούλια στις πλαγιές και ήταν ελεύθερος σαν τον άνεμο, χαρούμενος σαν την Άνοιξη και ανέμελος σαν το Καλοκαίρι.
Της  εποχής που πότιζε το μικρό μποστάνι τους, χαμηλά στη ρεματιά, ανάμεσα στα νεροκάλαμα, ένα λουρί χωράφι και έτρεχε ξέγνοιαστος, τσαλαβουτώντας μέσα στα νερά  με το κοντοβράκι του και με το μακρύ το φτυάρι στα αδύνατα χέρια του, να αλλάζει τα κανάλια του ποτιστικού νερού ανάμεσα στα παρτέρια με τα λαχανικά και τις κολοκυθιές τις φορτωμένες πορτοκαλιά λουλούδια, μεγάλα σαν χάλκινες τρουμπέτες, ευτυχισμένος όπως το πουλί απάνω στο κλαδί του. Τα μεσημέρια του καλοκαιριού, κάθονταν  στον ίσκιο κάτω από το μεγάλο πλάτανο, που πάνω στα κλαδιά του πετούσαν και κελαηδούσαν πουλιά, και τα χελιδόνια βουτούσαν χαριτωμένα πίνοντας το δροσερό νερό της λιμνούλας.
Τ' ήταν ο κόσμος τότε γι' αυτόν παρά ένα περιβόλι απέραντο, καταπράσινο και μοσχοβολημένο περιβόλι, με τη φύση να βρίσκεται στ’ αποκορύφωμα της λάμψης της, απ’ του ήλιου τις χρυσές ακτίνες.
Οι τόποι του χωριού του είναι ένα κομμάτι του εαυτού του, και οι μνήμες ομφάλιος λώρος να τον συνδέει με τα μέρη των παιδικών του χρόνων.
Χωριό του στη γειρτή πλαγιά, σημείωμα της άδολης πρώτης αγάπης, κυπαρίσσια κι αγριολούλουδα, θάμνοι που πτερυγίζουν οι μέλισσες και άνεμο-δαρμένοι βράχοι, θεόρατοι με ένα λευκό στις βαθιές ρυτίδες τους που άφησε ο χρόνος στην περιφορά του οργισμένου βοριά. Και πέρα μακριά στο διάφανο σαν ακουαρέλα, μια γραμμή στο χάραγμα, στο βάθος του ορίζοντα εκεί που η θάλασσα τον ουρανό φιλούσε. Στις πλαγιές θυμάρια, φασκομηλιές και ρίγανες, μυρουδιές ευλογημένες κατρακυλούν μες στα σπαρτά σαν σκέψεις ανεκπλήρωτες, όπως ο άνεμος που σμίλευε στις πέτρες τα σχήματα των άγονων περιπλανήσεων του. Και αυτός, «κουτσούβελο» με κοντό παντελονάκι και γρατζουνισμένα γόνατα τρέχει στις αλάνες και τους δρόμους του χωριού, με σφεντόνα και λερωμένα δάκρυα, όταν ο ήλιος στέγνωνε την αλμύρα τους. Τρεχαλητά και φωνές. Κυνηγητά και παιχνίδια. Όλα της φύσης τα χρώματα είναι ζεστά. Δένονται με τους απανωτούς ήχους των ανέμων στους βράχους. Κι όταν ο θόρυβος κοπάσει, και ο ήλιος σαν μεστωμένο πορτοκάλι, βουτάει στου Κούνου την πλάτη  μαζί του χάνονται και τα χρώματα, πέφτει το σούρουπο με ασημένιες σκιές και τα παιδιά πασχίζουν να μαντέψουν από πού θα ξεπροβάλει η σελήνη. Ανέμελη ζωή, με δίχως πάθη, με πολλά οράματα.
Είναι μια ηδονή που δεν ξεχνιέται εύκολα απ' όσους την ένιωσαν. Όλα αυτά μνήμες και γεύσεις, μυρωδιές, ακοές, οράματα και αφές των παιδικών μας χρόνων που μας δυναστεύουν μιαν ολάκερη ζωή. Δεν το γνώρισε ολότελα το καημένο του το χωριό, που του γελούσε πάντα στον ύπνο του και στα όνειρα του.
«Με της σκέψης τα πλάνα φτερά
στο χωριό μου τρέχω να φτάσω.
Στης λιμνούλας τ’ ασημένια νερά»
........ Οι διακοπές του καλοκαιριού τελειώσαν, σε λίγες μέρες θα επιστρέψουν όλοι οι μαθητές στο σχολείο για μια ακόμη σχολική χρονιά. Ο Αλκιβιάδης, ακόμη θυμάται την πρώτη μέρα που πήγε στο νέο του σχολείο στη μεγάλη πολιτεία. Φέρνει στις σκέψεις εκείνο το πρωινό στις αρχές του φθινοπώρου με τις πρώτες ελαφρές ψυχρές πνοές του άνεμου, τότε που με τη λαχτάρα στα μάτια και ένα κόμπο στην ψυχή είχε ανέβει με τα πόδια τον ανηφορικό δρόμο που οδηγούσε στο Τρίτο δημοτικό σχολείο της Λαμίας. Τι ανησυχία Θεέ μου, τι αγωνία και τι ανασφάλεια που ένιωθε. Αντίο ξενοιασιά. Πρόκειται για την πρώτη του σχολική χρονιά στο μεγάλο σχολικό συγκρότημα της πόλις, έχοντας μόλις πρόσφατα μετακομίσει από το μικρό χωριό του Λακωνικού Πάρνωνα. Ένα άγνωστο μαθητούδι της τρίτης τάξης ανάμεσα στο μεγάλο πλήθος των μικρών μαθητών του σχολείου και αυτό του προκαλούσε μια διάθεση προβληματισμού και αμηχανίας. Έριξε μια τελευταία ματιά πίσω του στο δρόμο και μετά από μια στιγμή δισταγμού και νευρικότητας, καρτερικά ανέβηκε τα σκαλιά της εισόδου διέσχισε τη μεγάλη σιδερένια αυλόπορτα κ’ εισήλθε στο προαύλιο που οδηγούσε στην εσωτερική αυλή του τεράστιου κτηρίου. Τη βοή μες στ’ αυτιά του, την σκέπασε μια ασυνήθιστη για το χωριατόπαιδο βαβούρα, ένα κουβάρι φωνές ξεχύνονταν απ’ το βάθος της τεράστιας αυλής του σχολίου.
Χαμένος μέσα στο πλήθος κοίταξε γύρω του κ’ αναγνωρίζοντας δυο τρία παιδιά από τη νέα του γειτονιά γουργούρισε με ικανοποίηση, ήταν αυτό που χρειαζόταν η διάθεση του να επηρεαστεί ευχάριστα και να σβήσει κάθε δυσφορία του. Όλα γύρω του έδειχναν ιδιαίτερα θορυβώδη, χαρούμενα, τα παιδιά γελούσαν και τριγύριζαν από συντροφιά σε συντροφιά. Έτσι, μέρα με τη μέρα συνήθισε σ' αυτό το περιβάλλον και το αγάπησε αφού έγινε κομμάτι της καθημερινότητάς του. Κατάλαβε ότι κι’ αυτός πια θ’ αποτελούσε τμήμα αυτής της μεγάλης συντροφιάς. Χρειάστηκε κάποιος χρόνος να αφομοιωθεί με τους συμμαθητές του, λόγο της ιδιόμορφης λακωνικής προφοράς του, άλλα πολύ γρήγορα δημιούργησε φίλιες και ποτέ του δεν ένοιωσε ξένος από τους συμμαθητές του με τους οποίους  ζούσε τις ίδιες αγωνίες  και τις ίδιες φιλοδοξίες μαζί τους για την επιτυχία.
Δεν ήταν βέβαια καμία μαθητική μεγαλοφυΐα αλλά με την έντονη περιέργεια και διάθεση για μάθηση υπήρξε καλός μαθητής, χωρίς να είναι ιδιαίτερα επιμελής και συνεπής στις σχολικές του υποχρεώσεις, δεν δημιουργούσε προβλήματα στο σχολείο, στους δασκάλους και στους συμμαθητές του και, γενικά, έπαιρνε καλούς βαθμούς. Τα κατάφερνε όχι κι άσχημα στο σχολείο και στα μαθήματα, αλλά όχι σε βάρος της προσωπικής ευχαρίστησης, είχε ισορροπία ανάμεσα στις σχολικές επιδόσεις και στο παιχνίδι, στην παρέα με συνομηλίκους, στην τεμπελιά και στο χασομέρι της παιδικής ηλικίας.
Την πρώτη του χρονιά στο νέο του σχολείο δυο συμμαθήτριες και ένας συμμαθητής του ξεχώριζαν τόσο για το ήθος τους όσο και για την άρτια εκπαίδευσή τους.
Ποτέ του δεν ένοιωσε την ανάγκη να δοκιμάσει τις δυνατότητές του, να τους συναγωνιστεί στις διακρίσεις. Τώρα, γυρεύει να τους φέρει καλόβολα μπροστά του, να θυμηθεί όλες τις ωραίες αναμνήσεις τους, τα πρόσωπα τους, τα σουσούμια τους. Μα δε του έρχονται στο νου παρά θολές οι εικόνες τους, χαμένες.
Η Στέλλα.
Η φήμη της μεσουρανούσε στην μαθητική τη τάξη. Μάζευε τον κόσμο γύρω της όπως το φως τις πεταλούδες, το έβρισκε απίθανο να είναι μόνη της, διότι σύμφωνα με το παλιό απόφθεγμα, οι ωραίες δεν μένουν ποτέ μόνες.
Άσπρη και καστανόξανθη, εκείνο που τη ξεχώριζε περισσότερο ήταν τα μεγάλα φωτεινά της μάτια που βαστούσαν ένα ξάστερο ψιχάλισμα μέσα στην παιδιάστικη παρουσία, με αστραφτερές αναλαμπές που χαιρόσουν να τα βλέπεις.
Δεκαετίες αργότερα την είδε σε εξώφυλλα περιοδικών, ν’ αναφέρονται στην αξιόλογη καλλιτεχνική της δραστηριότητα.
Επιτυχημένη μουσικός, η Στέλλα ήταν όμορφη σαν πάντα.
Η Μαρία.
Το πλέον χαρισματικό άτομο της νεανικής τάξης, διέθετε το ευλογημένο προνόμιο του προικισμένου ατόμου, το φυσικό ταλέντο στο γράψιμο και πολύ της άρεσε να διαβάζει, ξεχώριζε για τους ευγενικούς της τρόπους και την καλοσύνη της.
Ίσιωνε με τις παλάμες τα σγουρά μαλλιά της, με τη φανταχτερή τους λάμψη, το ίσιασμα αυτό το συνήθιζε συχνά ακόμη και μέσα στο ξάναμμα του παιχνιδιού στεκόταν άξαφνα κι  έσιαζε τα μαλλιά της, την έβλεπες που μας κοίταζε με την αστραφτερή μελαχρινή ματιά της και μ' ένα γέλιο  γλυκό ευαίσθητο, που έδειχνε τα αστραφτερά της δόντια.
Ο Δημήτρης.
Ευαίσθητη, εξευγενισμένη, χαρούμενη ψυχή,  έσφυζε από ζωή.
Αν και από μεγαλοαστική οικογένεια είχε αμοιβαία φιλική σχέση μ’ όλους στην τάξη και έχαιρε εκτίμησης στις καθημερινές συντροφιές.
Στο γαλήνιο πρόσωπο του τα φωτεινά μελιά μάτια γίνονταν πελώρια κι η λάμψη τους σκιαζόταν από την αγωνία, όπως ο ήλιος από τα σύννεφα όταν κάτι του πήγαινε στραβά, γέμιζαν καταχνιά, ένιωθε παγιδευμένος.

Τρίτη 21 Μαΐου 2019

Ap' Tin Paidikotita Stin Efivia! (Part... 2)

.. Με τον τερματισμό του εμφύλιου πολέμου, ο Κλέαρχος αν και υπηρέτησε ως στρατιώτης του εθνικού στρατού, μιλούσε χωρίς μίσος για τους αντιπάλους αντάρτες. Τους σέβονταν, τους χαρακτήριζε γενναίους και τολμηρούς. Ωστόσο επιθυμούσε ολόψυχα τη νίκη των εθνικών, κυβερνητικών δυνάμεων. Να τελειώσει αυτός ο αδελφικός πόλεμος. Να πάψει η γη να ποτίζεται με διχαστικό ελληνικό αίμα. Η Ελλάδα να γίνει μια ελεύθερη, δημοκρατική χώρα. Ο λαός της να ζήσει σε καθεστώς ελευθερίας, δημοκρατίας και προόδου.
.....Μετά τις διαφωνίες, τις συγκρούσεις την οικογενειακή καταιγίδα τη γεμάτη από ένταση και διαμάχες, στην οικογενεια της Ιοκάστης επικρατησε μια μαγική ηρεμία. Έτσι είναι η ζωή! Μετά τον ανεμοστρόβιλο εκτιμάς τις επιπτώσεις και συνεχίζεις.! Πρώτα οι θυελλώδεις εντασεις και μετα ερχεται η γαλήνη προσαρμοσμένη σε ένα οικογενειακό πλαίσιο! «Μπορείς να κόψεις όλα τα λουλούδια, αλλά δεν μπορείς να εμποδίσεις την Άνοιξη να` ρθει»  είχε πει ο μεγάλος στοχαστής Pablo Neruda.
Άνοιξη! Μυρωδιές, πράσινο, φύση, θάλασσα! Έρχεται! 
«Γλυκό του Μάρτη μήνυμα
θ' ανθίσει η πασχαλιά,
θα λιώσουν τ' άσπρα χιόνια
θα 'ρθούν τα χελιδόνια».
Ήταν άνοιξη η νεότητα του έτους και η νεότητα είναι η άνοιξη της ζωής, όταν εκείνο το υπέροχο ανοιξιάτικο γαλάζιο πρωινό στα τέλη του Μάρτη (σημαδιακός μήνας) το χίλια εννιακόσια πενήντα, με τον ερχομό των γοργόφτερων χελιδονιών, η Ιοκάστη αισθάνεται πως «Ήρθε η ώρα!» ότι έφτασε η «μεγάλη στιγμή.» Ήρεμη και γαλήνια έφερε στον κόσμο το νεογέννητο μωράκι της και μαζί του έφερε την ελπίδα, να σβήσει το μαύρο και να ξανανοίξει τους κλειστούς δρόμους με την οικογένεια της. Πώς πέρασε ο καιρός! Σαν να ήταν χθες που έφυγε από το πατρικό της σπίτι.
Η γείτονες του μικρού οικισμού έχουν μαζευτεί όλοι στο μικρό τους σπίτι να γνωρίσουν το μωρό που έρχεται στον κόσμο. Μαζί με τους γονείς του βιώνουν και αυτοί την χαρούμενη αναμονή.
Άξαφνα γίνεται ένα ποδοβολητό κι αντηχούν φοβερά ξεφωνητά στη μικρή κάμαρα, κι όλος ο γυναικόκοσμος ορμά μέσα στη κάμαρα, και μια φωνή μεγάλης χαράς, από τις χαρές εκείνες, που όχι πολύ συχνά νιώθει κανείς στη ζωή του, σείεται όλο το Μικρο σπιτάκι.
«Αγόρι, ανιψιέ! αγόρι! Αρσενικό! να σας ζήσει, να το χαρείτε!» Πρώτη απ' όλους η Κυρά Γιώργαινα, του Γιώργη του Καραστατήρη η γυναίκα, το «Κιαπέ» η γειτόνισσα και θεία του Κλέαρχου ήταν εκείνη που βγήκε περιχαρής να αναγγείλει στον μικρό οικισμό ότι το μωρό που ήρθε στη ζωή ήταν αγόρι. «Είναι δώρο Θεού» τους είπε! Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό γεμάτο ήλιο στα τέλη του Μάρτη που γεννήθηκε ο Αλκιβιάδης. Η αφεντιά του.
........ Έχει αρχίσει να ξημερώνει, έλαμψε το φως της ημέρας, ενώ ο Ήλιος εισέρχεται στον αστερισμό του Καρκίνου. Μια τέτοια ηλιόλουστη μέρα η Ιοκάστη φορώντας φόρεμα λευκό όμοιο με νυφικό και λίγα φρέσκα λουλούδια στα μαλλιά. Ήταν τόσο όμορφη. Η ομορφιά της πήγαζε απ' την ψυχή της. «Λέγεται ότι η Ψυχή ήταν τόσο εκπληκτικά όμορφη που επισκίαζε ακόμη και την Αφροδίτη, την θεά της ομορφιάς και του έρωτα. Οι άνδρες συγκεντρωνόταν από παντού για να έρθουν να τη δουν και οι βωμοί της Αφροδίτης εγκαταλείφθηκαν εντελώς, καθώς όλοι λάτρευαν τώρα την ακαταμάχητη πριγκίπισσα αντί της θεάς, φέρνοντάς της προσφορές και σκορπίζοντας λουλούδια στους δρόμους όποτε έβγαινε έξω.»
Ο ήλιος τη βρίσκει να περπατά μέσα από τον ίδιο δρόμο που περήφανα είχε αναχωρήσει. Η Ιοκάστη όπως ο ήλιος δεν περιμένει παρακλήσεις και καλοπιάσματα, αλλά τους αγκαλιάζει όλους, χωρίς υστεροβουλία, χωρίς να περιμένει επαίνους υπερπηδά τους ψηλούς τοίχους της αδικίας της και ξαναγύρισε στο χωριό της, στο πατρικό της σπίτι. Πίστευε πως ήξερε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει. Αποφάσισε να επισκεφτεί τους γονείς και τα αδέλφια της. Ήταν μια περήφανη μάνα, περπατούσε και πετούσε. Δεν κατηγόρησε και δε μίσησε ποτέ κανέναν και ως καλή χριστιανή δικαιολογεί την πρόθεση της οικογενείας της να την νουθετήσουν στην επιλογή της. Είχε θάρρος...το μήνυμα που θέλει να στείλει....Με το κεφάλι ψηλά περπατούσε με καμάρι, έχοντας την χαρά να κρατά στην αγκαλιά το τεσσάρων μηνών παιδί της και χαμογελούσε. Πόσο οικεία είναι η εικόνα μιας μάνας να κρατά αγκαλιά το παιδί της. Πόσο απλή αλλά ταυτόχρονα πόσο μαγική. Την καμαρώνει η γειτονιά στα παραθύρια. Με χαμηλά, τα ήρεμα  καστανά της μάτια λεβέντισσα ροβόλαγε. Κοιτάζει μόνο μπροστά και πάντα μπροστά. Αφήνει στο χρονοντούλαπο τα χθεσινά προβλήματα, τις σκέψεις, τις περίπλοκες υποθέσεις. Αφήνει πίσω της τα σύνθετα, τα άλυτα. Αγκαλιάζει τρυφερά τον σύντροφό της και η πατρική της οικογένεια στη θέα του ευτυχισμένου ζευγαριού σκέφτεται πώς είναι καιρός να συμφιλιώσουν με την άτακτη κόρη τους και την καλωσορίζουν. 
Καμάρωναν ο παππούς και η γιαγιά με το πρώτο τους εγγόνι, που γέμιζε με φωνούλες και κατσαρά γέλια το σπιτικό τους. Ολοκληρώνοντας την επίσκεψη τους ο Κλέαρχος και η Ιοκάστη, καθώς από ολιγοήμερη κατέληξε σε πολυήμερη, ήρθε η ώρα της επιστροφής.  Ο καθένας μόνος του, αλλά και όλοι μαζί ήταν «μες στην καλή χαρά». Ο πιότερο χαρούμενος ήταν  ο παππούς, που είχε αρχίσει κιόλας να σχεδιάζει ιστορίες για τον εγγονό του. Ο παππούς μαζί με τις ευχές του τους παραχώρησε ένα γαϊδουράκι για τις ανάγκες τους, μια κατσίκα για το γάλα του εγγονού και κάποια χρήματα για να μπορούν να αντεπεξέλθουν στα έξοδα διαζυγίου του Κλέαρχου.
Σε εποχές που η φτώχεια και η πείνα ήταν τα κύρια ζητούμενα των καιρών, τα γαϊδούρια, τα όμορφα αυτά τετράποδα, είχαν συνδυαστεί με την εμφάνιση της αγροτικής ζωή στην Ελλάδα και αποτελούσε για πολλούς το μοναδικό μέσο μεταφοράς. Ήταν το μέσο μεταφοράς των κοινωνικά καταπιεσμένων, των φτωχών και των αγροτών. Μεταξύ άλλων, η εισοδηματική κατάσταση του ατόμου ήταν σε άμεση συνάρτηση με το είδος του τετράποδου που θα είχε ως μέσο μεταφοράς. Οι ποιο πλούσιοι, οι προύχοντες, είχαν τα άλογα, οι δεύτεροι σε εισοδηματική κατάσταση είχαν τα μουλάρια και ο κοινός κόσμος είχε τα γαϊδούρια. Το γαϊδούρι είναι ένα ζώο της επαρχίας και μέσα από αυτό το ζώο αποτυπώνονται η ιστορία και ο πολιτισμός της υπαίθρου. Με την ανάπτυξη των μηχανημάτων και την «άνοιξη» της οδοποιίας, το ζώο έχασε τη χρηστικότητά του, με αποτέλεσμα να έχει γίνει είδος πολυτελείας.
........Φλεβάρης του 1954! H γέννηση του δεύτερου αδελφού του.
Η γέννηση ενός δεύτερου παιδιού είναι ένα ευτυχισμένο γεγονός για όλη την οικογένεια. Μαζί με την έλευσή του, την ευτυχία και την ανείπωτη χαρά, έρχονται επίσης αυξημένες ευθύνες και νέες προκλήσεις. 
Τα γεγονότα έλαβαν χώρα ένα χειμωνιάτικο βράδυ μεταξύ μιας Τρίτης και λίγο πριν το ξημέρωμα της Τετάρτης. 
Τα φυλλοβόλα δένδρα στις χωμάτινες γερτές πλαγιές απογυμνώθηκαν, νεκρά σάπια τα φύλλα κάτω απ’ τα δέντρα, βυθίζονταν στρώνοντας φαιό χαλί στο βρεγμένο και μαλακό χώμα. Το μικρό αγροτικό σπιτάκι στου οικισμού την άκρη, πηχτό σκοτάδι το έχει κυκλώσει. Λένε ότι το σκοτάδι της νύχτας δημιουργεί ένα ιδιαίτερο, ιδιότυπο τοπίο, στο οποίο όλα μπορούν να συμβούν ξαφνικά και απροειδοποίητα. Ένα περιβάλλον μεταφυσικό, μαγικό και αυτόνομο. Μέσα στο σκοτάδι, στην ερημία, την απομόνωση και την ησυχία των μεταμεσονύκτιων ωρών, τα πρόσωπα, οι χώροι, τα πράγματα, αλλάζουν όψη, μεταμορφώνονται. Είναι ένα κενό, μια ανάπαυλα, μια τομή στις καθημερινές ασχολίες, στις υποχρεώσεις, στις συμβάσεις. Προσφέρεται για σκέψη και περίσκεψη, για αποδράσεις στο χτες, περιπλανήσεις στο παρελθόν, νοσταλγικές αναδρομές, κουβέντες χωρίς αρχή και τέλος. Είναι το εφαλτήριο για νέες εκκινήσεις και ανασυντάξεις. Μια μικρή εκεχειρία, μια ανάσα πριν το αύριο που έρχεται αμείλικτο απαιτώντας δράση.
Κρατώντας ένα ξύλο στο χέρι ο πατέρας του, με περισυλλογή σκάλιζε τη φωτιά στο τζάκι σπρώχνοντας τα αποκαΐδια που είχαν απομείνει γύρω της, και μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας γυρνούσε σιγανά το πρόσωπό του προς τα εκεί στην ορθάνοικτη ξύλινη εξώπορτα που φυσούσε ο αγέρας, προσπαθώντας να αφουγκραστεί τον καιρό, περιμένοντας τους επισκέπτες. Η φωτιά ξεπήδησε σε φλόγα ρίχνοντας φωτεινές μαχαιριές στους τοίχους της μικρής κάμαρας  κι ένα τρεμουλιαστό τετράγωνο από φως έξω από την πόρτα. Την εξώπορτα την είχε αφήσει ανοιχτή, όπως συνηθιζόταν στη χαρά και στη λύπη. Στη στέγη ο αέρας φύσηξε ακόμα πιο δυνατός, βογκούσε ο βοριάς, βγάζοντας σφυριχτούς ήχους και έπεφτε ψιλό ανεμοβρόχι. Και όσο περνούσε η ώρα ο αέρας δυνάμωνε σταθερά, δίχως ριπές χώθηκε κάτω από βράχους, σήκωσε τα παλιά φύλλα, ως και μικρά αντικείμενα, που ’δείχναν την πορεία του καθώς φυσούσε μέσ’ απ’ τους λόφους.  Και όσο βαθαίνει η νύχτα ο αέρας φύσηξε πιο δυνατός πάνω απ’ τη γη και ήταν τώρα τόσο τσουχτερός και κατέσκαψε τις ρίζες στις αγκινάρες του κήπου, και τα κυπαρίσσια πέρα στο κοιμητήριο που τον αντιπάλεψαν έγειραν αποκαμωμένα κατά τη φορά του ανέμου.
Ο πατέρας ήξερε και διέκρινε καλά τα σημάδια των καιρών, από το χρώμα του ουρανού, τις κινήσεις και τα σχέδια και τα τερτίπια που έκαναν τα σύννεφα, τις αστραπές και τις βροντές, στις ρεματιές και στις βουνοκορφές. Οι χωρικοί σ’ εκείνα τα μέρη, χιονιά λέγανε τον καιρό που το χειμώνα φύσαγε αγέρας από τα βόρεια και έκανε παγωνιά, κρύο πολύ, επειδή αλλού χιόνιζε, αλλά στο μικρό χωριό τους χιόνιζε πολύ σπάνια και συνήθως έριχνε χιονόνερο. Οι χωρικοί πάντα ξέρανε από τα σημάδια που βλέπανε, ότι άμα τον χειμώνα αστράφτει από τον Βοριά, θα φυσούσε από εκεί πολύ δυνατός αγέρας, που σήμαινε ότι για όσες μέρες θα διαρκούσε ο καιρός αυτός όχι μόνο οι τσοπαναραίοι μα και ο κάθε ξωμάχος και φρόνιμος νοικοκύρης άφηνε τις εργασίες στα περιβόλια ανενεργές και τρύπωνε στη θαλπωρή του σπιτιού του. Ο πατέρας του το βράδυ αυτό ένοιωθε μέσα του όλη εκείνη την αναστάτωση της αναμονής, ήταν υπερβολικά ανήσυχος κάτι που γι’ αυτόν ήταν εντελώς ασυνήθιστο. Βρισκόταν σε μια κατάσταση βαθιάς και έντονης αγωνίας όπως ένας άρρωστος που ελπίζει στο ερχομό του γιατρού για να θεραπευθεί.
 Από την ανοιχτή πόρτα δύο σκιές φάνηκαν έξω στο σκοτάδι της νύχτας, ο πατέρας του έριξε ακόμη μερικά ξύλα στη φωτιά και σε λίγο η φωτιά στο τζάκι δυνάμωσε, κι έκαιγε λαμπερή, έλαμψε η κάμαρα. Οι δύο σκιές,  με μισή ανάσα, λαχανιασμένες σαν δρομείς μαραθωνίου φτάνοντας στην ολάνοιχτη πόρτα του σπιτιού η ανάσα τους έβγαινε πια με δυσκολία μέχρι να τα καταφέρουν να μιλήσουν! Ήταν η μαμή του χωριού που συνοδευόταν από την μεσόκοπη γειτόνισσα τους. Η παγωνιά της νύχτας έφερνε ρίγος στο δέρμα τους. Ο πατέρας τις υποδέχτηκε σιωπηλός. Οι δυο γυναίκες προχώρησαν, μπήκαν στην κάμαρα κλίνοντας τώρα την πόρτα, ερμητικά πίσω τους. Το σκηνικό της άφιξης των δυο γυναικών τον πατέρα του τον γέμισε σαν πυκνή ομίχλη ένα αίσθημα ασφάλειας, του πήρε την ανησυχία που είχε μέσα του, ησύχασε.
Κλείνοντας την ξύλινη πόρτα η κρύα αναπνοή του βοριά έγινε απρόσιτη, κλείστηκε έξω τη νύχτα αυτή, ανεπιθύμητος επισκέπτης στις κάμαρες του σπιτιού. Δυο κάμαρες μικρές είναι το σπίτι τους όλο κι όλο. Κοντοστάθηκαν στο τζάκι για να συνέλθουν από το νυχτερινό κρύο και να χαρούν την λάμψη της φωτιάς, που σε λίγο θα τους ζεστάνει και θα τους στεγνώσει από τη νυχτερινή υγρασία.Ύστερα άφησαν το τζάκι και πλησίασαν στην απέναντι γωνιά της κάμαρας σ’ ένα ξύλινο κρεβάτι καλυμμένο με μια λευκή φλοκάτη είχε κουρνιάσει η λεχώνα μητέρα του. Μια μάλλινη κουβέρτα κάλυπτε τους ώμους της. Βρισκόταν στο μεταίχμιο μιας διαδικασίας μεταξύ ύπνου και ξύπνου. Σχεδόν αλαφιασμένη παίρνοντας είδηση τους επισκέπτες αφυπνίστηκε.
Λιγνά κύματα σαν εκλάμψεις που διασταυρώνονταν ηλεκτρισμένα προσπαθούσαν να κινηθούν, από την ζωή που κυοφορούσε εντός της, και αναδύονταν στους τοίχους του κορμιού της. Μια αίσθηση αρχέτυπα οδυνηρή και συνάμα δροσερή την παράσερναν βίαια σε έναν γλυκό ίλιγγο. Η διαίσθηση ότι κείνες οι στιγμές ήσαν εύθραυστες την έκαναν να κινείται ανάλαφρα, από φόβο μήπως κουνήσει βίαια και διαλύσει κείνο το θαύμα, την τρυφερή ύπαρξη από φως κι αέρα που προσπαθούσε να επιβιώσει μέσα της. Τα κύματα άλλαζαν αργόσυρτα ολοένα και με ψηλότερους, ξάστερους και έντονους ρυθμούς και βυθιζόταν ολοένα και βαθύτερα εντός της. Και από στιγμή σε στιγμή, με ανάσα πάλλουσα, σκέψεις λαμπερές, σαν εκλάμψεις, τη βυθίζουν ολοένα και περισσότερο μέσα στη ρευστή περιοχή, και τη γεμίζουν φόβο κι ευτυχία.
Η μαμή με γοργές κινήσεις, μ’ ατελείωτη διαύγεια, ενδελεχώς και εξαιρετικά εξέτασε προσεκτικά και παστρικά όλα τα χρειαζούμενα για την γέννα. Το σπίτι το είχαν καθαρίσει από νωρίς, τα πάντα γύρω τους μύριζαν ροδόνερο και πράσινο σαπούνι. Από το εικονοστάσι ευλαβικά κατέβασαν της Παναγιάς εικόνα, φιλώντας τη και παρακαλώντας να πάνε όλα καλά, άναψαν το καντήλι που κρεμόταν από την αλυσίδα, ρίξανε λιβάνι στο τζάκι. Η προσμονή της συνέχειας, ανυπόμονη και καρτερική, κυριαρχούσε τις ώρες εκείνες, και ο μόνος τρόπος να συγκρατήσει κανείς αυτόν τον φυσιολογικό φόβο και τη βιασύνη, ήταν πολύ σημαντικό να γίνουν ολ’ αυτά με το σωστό τρόπο.
Για τη μητέρα του ο χρόνος τριγύρω της έχει μουδιάσει. Αλλά μονάχα τριγύρω της. Μέσα της έχει στήσει τρελό πανηγύρι! Της θυμίζει με κάθε ευκαιρία ότι η μεγάλη στιγμή πλησίασε, είναι παρούσα. Κάνει κάθε της ανάσα πιο ηχηρή. Κάθε σφυγμό της δυνατότερο. Η στιγμή που η πλάση ολόκληρη θα της χαρίσει αυθόρμητα μια νέα ζωή. Η μεγάλη στιγμή της γέννησης του δεύτερου γιου της.
Την ώρα που η μαμή έκοβε τον ομφάλιο λώρο στο νεογέννητο αδελφό του, δίχως τυμπανοκρουσίες και φανφάρες, αξαφν' ακούστηκαν αλυχτήματα στην αυλή, ένα χλιμίντρισμα, σιγαλιάς φωνές έξω από το σπίτι, και την αμέσως επόμενη στιγμή βαριά πατήματα αντήχησαν στο πλατύσκαλο της πόρτας. Οι φανταστικές περιηγήσεις λένε ότι η σκοτεινότερη ώρα είναι πριν την αυγή, εκεί ανάμεσα έκανε την θορυβώδη εμφάνιση του ο νυχτερινός επισκέπτης. Τυλίγοντας το μουσκεμένο πανωφόρι γύρω από του ώμους του, διέσχισε του σπιτικού την πόρτα αφήνοντας πίσω του στο σκοτάδι τον αέρα να μουγκρίζει, τη βροχή να κοπάσει για λίγο. Είναι ο απρόβλεπτος, εκκεντρικός φίλος της οικογένειας, που έχοντας μονίμως τον σαρκασμό υπό μάλης εισέβαλε στην κάμαρα σαν χείμαρρος ορμητικός, φέρνοντας μαζί του το κλειδί της χαράς που πηγάζει απ' τα βάθη της καρδιάς του και σαρώνει τους ανέμους της αγωνίας και της προσμονής την κατασκότεινη νύχτα. Στάθηκε για λίγο σιωπηλός, τον επηρέασε η λάμψη της ζωντανής φλόγας που αντανακλούσε γύρω τους η ζωηρή φωτιά που καίει στο τζάκι, τα μάτια του έκλεισαν ξαφνικά μ’ ένα αίσθημα περιδίνησης.
Ο πατέρας του δεν έκανε καμία ερώτηση, -ήδη γνώριζε την απάντηση- τον καλοδέχτηκε χαμογελαστός, χωρίς να σχολιάσει την ώρα της επίσκεψης, και ανάβοντας το φανάρι βγήκε έξω να ταχτοποιήσει το άλογο του επισκέπτη στον πλαϊνό αχυρώνα του σπιτιού. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα.
Ο επισκέπτης ήταν ο μακρινός ξάδελφος του Κλέαρχου, ο Πολυζώης.
Ο Πολυζώης σε τραβούσε με την ανοιχτή του καρδιά και με τον εύθυμο χαραχτήρα του, γοήτευε και σκλάβωνε με τα φερσίματα του, με την καλοσύνη του, με το χιούμορ που στόλιζε και την πιο απλή κουβέντα του. Είχε κάτι ξεχωριστό αυτός ο άνθρωπος. Τον αγαπούσες, τόνε θαύμαζες, σε καταγοήτευε η συντροφιά του. Είχε έλθει μέσα στην νύκτα να συμμετάσχει στην χαρά –άλλωστε προοριζόταν για νονός- από τον οικισμό που απλώνεται στην πίσω πλευρά του λόφου την ανατολική.
Η μαμή με βαθιά συγκίνηση απέθεσε απαλά το νεογέννητο αγόρι στην αγκαλιά της μητέρας του χαϊδεύοντας στοργικά το κεφάλι του.  «Όλα γίνονται πάντα με βάση μια στρατηγική» είπε χαμογελώντας. Κύμα ενθουσιασμού πλημμύρισε την κάμαρα του σπιτιού, τα απειλητικά σύννεφα που είχαν τυλίξει τις σκέψεις του πάτερα του σκόρπισαν. Ένοιωσε το βάρος να φεύγει από επάνω του και η ζωτικότητα να τον ξανά-πλημμυρίζει.
Στη κάμαρα έγινε για λίγο σιωπή, μόνο το κλάμα του νεογέννητου αδελφού του ηχούσε και κάλυπτε το θόρυβο της φωτιάς στο τζάκι.
 Όταν ο επισκέπτης συνήλθε από το αίσθημα της περιδίνησης,  μ’ ένταση αναφώνησε χαρούμενα.
«Και η Άρτεμις απόψε γέννησε ένα πανέμορφο μαύρο πουλάρι». Και απευθυνόμενος στην μαμή ρώτησε. «Τι θα μπορούσα να κάνω για να σε βοηθήσω.»
«Είμαι ολόκληρος στη διάθεση σου». Συμπλήρωσε
«Τελείωσαν όλα ομαλά, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να κάνεις». Είπε η μαμή.
Μάλλον η μαμή πρέπει να ένοιωσε άσχημα για την πρόσκαιρη απάντηση της και γρήγορα συμπλήρωσε με παιδιάστικο ύφος. «Θα’ ήθελες πραγματικά να βοηθήσεις;».
Της είπε για άλλη μια φορά ότι ήταν ολόκληρος στη διάθεση της.
Η μαμή χαμογέλασε πλατιά και του ζήτησε να τους διηγηθεί την ιστορία του αλόγου του της «Άρτεμις». Η αλλαγή της διάθεσης στην μικρή κάμαρα ήταν τόσο μεγάλη, η έκφραση της χαράς τους συνεπήρε όλους.
 Στο τέλος του χωματόδρομου στην ανατολική πλαγιά του οικισμού δεσπόζει οίκημα με νότιο προσανατολισμό, είναι η οικία του Πολυζώη. Η διαφορά από τα υπόλοιπα σπίτια του μικρού οικισμού ήταν οι τεράστιοι από λιθοδομή ισόγειοι στάβλοι για τις αγελάδες, και τα αγαπημένα άλογα του. Η κατασκευή των στάβλων του στο ένα μέρος είναι διώροφος για να εξυπηρετηθεί η αποθήκευση των ζωοτροφών.
Για τον Πολυζώη η ενασχόληση με τα άλογα ήταν κάτι παραπάνω απ’ ένα απλό χόμπι. Με μια ματιά, μ’ ένα βλέμμα ήξερε πόσο χρονών είναι, τι χαρακτήρα έχει, και πολλά άλλα. Είχε πάθος, είχε έρωτα για τα άλογα δεν τα θεωρούσε βάρος και τα φρόντιζε μ’ αγάπη. Μιλάμε για εποχές που δεν υπήρχαν αυτοκίνητα στην περιοχή. Ότι γινόταν, γινόταν με τα μουλάρια και τα άλογα, τα κάρα και τις άμαξες. Είχε τρία άλογα. Δυο για τις αγροτικές του εργασίες, και την Άρτεμις η όποια ήταν η μεγάλη του αγάπη, η αδυναμία του από όσα άλογα είχε μέχρι σήμερα. Η Άρτεμις ήταν άλογο αγώνων. Δεν αγωνιζόταν πλέον. Ήταν ένα πολύ καλό αραβικό άλογο που σήμαινε πολλά για τον πρώην ιδιοκτήτη της, του είχε δώσει πολλές χαρές μέχρι να το αποσύρει, γιατί δυστυχώς τραυματίστηκε νωρίς. Η φοράδα η Άρτεμις τελευταία είχε ζευγαρώσει με αραβικό επιβήτορα και αυτή την κρύα νύκτα του χειμώνα γέννησε εύκολα, χωρίς επιπλοκές, χωρίς να χρειαστεί βοήθεια, μες 'του αχερώνα τη ζεστασιά, λίγες ώρες νωρίτερα από την γεννά της μητέρα του, ένα πανέμορφο αρσενικό πουλάρι.
Αυτό ο καλός φίλος της οικογένειας το θεώρησε καλόν οιωνό για το νεογέννητο αγόρι, θεωρούσε τα ωραία αρσενικά άλογα, σημάδι επιτυχίας της ζωής. Τα περισσότερα πουλάρια γεννιούνται συνήθως τους πρώτους μήνες του καλοκαιριού όταν ο καιρός είναι ζεστός και η τροφή άφθονη. Αυτό το νεογέννητο πουλάρι γεννήθηκε μέσα στη βαρυχειμωνιά. Με τον απογαλακτισμό και την αποκοπή από την μάνα του, το  κραταιό κι νιόβγαλτο πουλάρι ο Πολυζώης ανακοίνωσε ότι  προσφέρει στην οικογένεια και ιδιαίτερα στο νεογέννητο αδελφό του. «Η θεά τύχη το έφερε να γεννηθούν ταυτόχρονα είπε στους γονείς του, ας μεγαλώσουν και παρέα. Και τους ευχήθηκε.» Το παρέλαβε η μητέρα του, το περιποιόταν με πολύ τρυφερότητα και περίσσια αγάπη, όπως και το μικρό το γιο της. Μεγάλωσε γρήγορα και έγινε ένα δυνατό, πανέμορφο άλογο με κατάμαυρο τρίχωμα και ένα λευκό αστέρι στο μέτωπο του, μ’ εκπληκτική αντοχή και νοημοσύνη. Ο Κεραυνός – όπως τον ονόμασαν, και ήταν το πιο κατάλληλο όνομα για ένα τέτοιο περήφανο και ατίθασο άτι, όμοιο με τη νέα κυρά του- ήθελε δουλειά, γιατί έκανε του κεφαλιού του ήταν απείθαρχο. Η κυρά μητέρα του ήταν υπομονετική, αφοσιωμένη στον Κεραυνό, τον περιποιόταν με πολύ τρυφερότητα και αγάπη, όπως και το μικρό το γιο της. Καθώς ο χρόνος κυλούσε, σταδιακά το άλογο ανέπτυξε μεγάλη φιλία με την μητέρα τους και ήταν η μόνη που επέτρεπε να ανέβει στην πλάτη του. Λένε πως το άλογο δεν ημερεύεται. Μέσα του καίει η φλόγα του αδάμαστου, του ελεύθερου. Διατηρεί την ασυμβίβαστη φύση του και παραχωρείται μόνο σε όσους επιλέγει. Δεν υποτάσσεται παρά υποχωρεί, μόνο γι' αυτούς που η ψυχή τους το κοιτά στα μάτια. Η Ιοκάστη από τα παιδικά της χρόνια αμαζόνα, ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που μπορούσε να τιθασεύσει τον Κεραυνό στις απρόβλεπτες αντιδράσεις του. «Τα αρσενικά συνήθως παρουσιάζουν σημαντικά προβλήματα στο χειρισμό, επειδή σε ειδικές καταστάσεις, οι αντιδράσεις του αλόγου δεν είναι εύκολα ελεγχόμενες από τον αναβάτη του.» Τα άλογα δεν αγαπάνε τα αφεντικά τους με τυφλή δουλοπρέπεια. Πρέπει να παλέψεις για να κερδίσεις την εμπιστοσύνη αλλά και την εκτίμησή του, όσο παράδοξο και αν φαίνεται, και όταν το κάνεις θα έχεις όχι απλά έναν σύντροφο αλλά έναν φίλο. Αυτή ακριβώς είναι και η σχέση που μοιραζόταν η Ιοκάστη και ο Κεραυνός, αγνή, ειλικρινής, γεμάτη αγάπη, και κατανόηση. Το μαύρο άτι υπάκουε πειθήνια στις προσταγές της. Ανέβαινε στη ράχη του επάνω περήφανη κι αγέρωχη και το κατεύθυνε με το κορμί της. Δεν της χρειαζόταν ούτε χαλινάρια, ούτε μαστίγιο. Οι δυο τους επικοινωνούσαν με τα νεύματα, τις κινήσεις, και την ψυχή τους. Και κάλπαζαν σαν τον άνεμο. Τον τελευταίο χρόνο πριν την αναχώρηση από το χωριό για το αστικό κέντρο είχε απόκτηση και ο Αλκιβιάδης ιδιαίτερο δέσιμο με το άλογο τους. Φαντάζεστε την έκπληξη όλων όταν είδαν αυτό το απείθαρχο άλογο να ιππεύεται από ένα επτάχρονο μικρό αγόρι. 
Μεταναστεύοντας η οικογένεια για την πολιτεία επέστρεψε το άλογο στον Πολυζώη.
Στα χρόνια που πέρασαν η μητέρα του αραιά και που κατέβαινε στα πάτρια εδάφη.
Η επαφή της με τον Κεραυνό ήταν ημέρα χαράς και για τους δυο που η ψυχή τους είχε ανάγκη.
Όσο γερνούσε το άλογο η μητέρα του απέφευγε αυτές τις συναντήσεις, την πλήγωναν, διότι η λύπη όταν ενώνεται με τη χαρά δημιουργεί τη χαρμολύπη..
Μαθαίνοντας ότι έχει προβλήματα υγείας, αποφάσισε να το ξαναδεί .
Σταβλίζονταν στην παλιά αχερώνα.
Η ζωντανή όμως εικόνα του γερασμένου αλόγου, σε τίποτα δεν θύμιζε τις δοξασμένες στιγμές του παρελθόντος, είχε  χάσει την εκπληκτική αντοχή του, είχε χάσει την όραση του.
Την οσμίστηκε, χαρούμενα χωρίς δύναμη ψυχής χλιμίντρησε ευτυχισμένο.
Τα σκούρα συννεφιασμένα ματιά του ποταμιά δάκρυα έχυσαν, όταν η Ιοκάστη του απαλά και τρυφερά το χάιδεψε φέρνοντας τα μαγούλα της στο λιπόσαρκο μέτωπο του.
Δεν μπόρεσε να κρατήσει την θλίψη της,  δάκρυσε και η μεσόκοπη πλέον αμαζόνα.
..... Ήταν Ιούλιος μήνας του 1956 που ήρθε στον κόσμο το μικρότερο παιδί της οικογένειας το στερνοπαίδι, η τελευταία γέννα της Ιοκάστης.
Τ' αστέρια φέγγιζαν ακόμα κι η μέρα είχε τραβήξει μόνο μια αχνή πινελιά από φως χαμηλά στον ουρανό προς την ανατολή. Οι κόκορες λαλούσαν εδώ και λίγη ώρα, ένα πολύ ευχάριστο δροσερό αεράκι χάιδευε την κόμη και τα αγουροξυπνημένα πρόσωπα των χωριατών που είχαν κιόλας αρχίσει το αδιάκοπο κουβάλημα στ’ αλώνι των δεματιών από τη μεγάλη θημωνιά, για να ακολουθήσει το αλώνισμα, που γινόταν τον μήνα του Αλωνάρη στ’ αλώνι, στο ψήλωμα, στην άκρη του οικισμού.
Έξω από το αλώνι, σε μια συστάδα αγραπιδιές, ένα σμήνος μικρά πουλιά τιτίβιζαν και φτεροκοπούσαν. Ήταν ένα πρωινό σαν άλλα πρωινά.
Η Ιοκάστη, δούλευε αβίαστα κι αυτή με την κοιλιά στο στόμα, δίχως να εγκαταλείπει την προσπάθεια.
Ήταν έγκυος στον ένατο μήνα. Κοντά στις μέρες της.
Οι έγκυες γυναίκες δούλευαν ως την τελευταία στιγμή στο χωράφι, στο θέρισμα, στο αλώνισμα. Εκεί συχνά τις έβρισκαν οι πόνοι του τοκετό.
Η αυγή ήρθε γρήγορα τώρα, μια πινελιά, ένα αντιφέγγισμα, μια λάμψη, κι έπειτα μια έκρηξη φωτιάς καθώς ο ήλιος αναδύθηκε πέρα από την θάλασσα της Μονεμβάσιας.
Ο Αλκιβιάδης παρά την μικρή ηλικία του συχνά απορούσε με τη σιδερένια δύναμη που έκρυβε μέσα της η υπομονετική μητέρα του. Είχε αποδείξει ότι ήταν γενναία, δυναμική και δεν καταπονούνταν από τις κακουχίες. Που βρίσκει τόση δύναμη αναρωτιόταν.
Και τώρα έβγαλε μια φωνή αγωνίας που τους άφησε άναυδους όλους στο αλώνι.
«Τη μαμή» είπε. «Φωνάξτε τη μαμή».
Ακουμπάει την πλάτη της στον κορμό και σιγά σιγά γλιστράει και ξαπλώνει ακουμπιστά στη ρίζα της κοντινής αγραπιδιάς.
Οι γυναίκες αφήνουν το λίχνισμα και τρέχουν να δουν τι συμβαίνει.
Οι αχτίνες του καλοκαιρινού ήλιου διαπερνούσαν το αραιό φύλλωμα της γκορτσιάς και ράντιζαν με ηλιόφως το χλωμό και λουσμένο με κρύο ιδρώτα πρόσωπο, φωτίζοντας τη μορφή της Ιοκάστης της μητέρας του.
Άρχισαν οι πόνοι.
Ο  πατέρας του καβαλάει τ’ άλογο και τρέχει να φέρει απ’ το χωριό τη μαμή, που ξεγεννούσε τις γυναίκες των γύρω χωριών. Τότε δεν υπήρχαν πολυτέλειες. Μόνο πρακτικές μαμές, και πολλές φορές έλειπαν κι αυτές και ξεγεννούσαν μόνες τους κι αβοήθητες οι γυναίκες.
Με μεγάλη προσπάθεια, πολύ κόπο και αγωνία κατάφεραν να φθάσουν στην αυλή του σπιτιού κρατώντας παραμάσχαλα την λεχώνα. Θυμάται πως έκανε ζέστη το απομεσήμερο που γεννήθηκε ο μικρότερος αδελφός του.  Ήταν Ιούλιος. Στο μικρο οικισμό τους επικρατούσε ησυχία και μονάχα τα τζιτζίκια με το καλοκαιρινό «ερωτικό κάλεσμα» των αρσενικών τους ξεκουφαίνει αυτή την εποχή με το χαρακτηριστικό τους ήχο. Στη μητέρα του παραστεκόταν μια γειτόνισσα ειδική στους πόνους και στις γέννες η κυρα Γιώργαινα, με τη βοήθεια και της κουμπάρας της μητέρας του της κυρα Καλλιόπης.
Έφεραν από τον κοντινό ναό του Άγιου Παντελεήμονα ένα εικόνισμα της Παναγίας της Χρυσαφίτισσας, άναψαν ένα κερί και προσευχήθηκαν, για την αίσια έκβαση του τοκετού. Η κατάσταση είναι πάντοτε αβέβαιη σε μια γέννα και η "εξ ύψους βοήθεια" είναι απαραίτητη.
Άναψαν τον πέτρινο φούρνο έβαλαν τη σιδεριά στη φωτιά τοποθέτησαν επάνω της τη μεγάλη χύτρα του σπιτιού και έβρασαν νερό για τη γέννα.
Η κυρά Καλλιόπη έφερε μια μεγάλη πέτρα από το μπροστινό χαντάκι, την έπλυνε με καθαρό νερό και σαπούνι.
Η κυρά Γιώργαινα  χοροπηδούσε απ’ την αγωνία και το άγχος της αν τα καταφέρουν μέχρι να καταφτάσει η μαμή.»
«Κακούργα, περίμενε τη μαμή. έλεγε στη λεχώνα.
Στο πεζούλι έξω από την πόρτα του σπιτιού κάτω από τον ίσκιο της γέρικης ελιάς έστρωσαν καθαρή μαντανία, τοποθέτησαν επάνω της την καθαρή πλυμένη πέτρα, βοήθησαν την λεχώνα να καθίσει σ' αυτή και να ανοίξει τα πόδια της, για να πετάξει πιο εύκολα το παιδί. Οι γειτόνισσες γονατιστές ανάμεσα στα σκέλια της, την υποβοηθούσαν, έσφιγγαν με τα χέρια τη μέση και την κοιλιά της ετοιμόγεννης, για να πέσει γρήγορα το παιδί και να μην ανέβει επάνω το ύστερο και το πνίξει.
Όταν το παιδί έκανε την εμφάνιση του στον κόσμο η κυρά Γιώργαινα ανακουφισμένη συνέχισε να γκρινιάζει για να διώξει μακριά την αγωνία της.
«Κακούργα το έβγαλες, το έβγαλες κακούργα.» Αυτά τα λόγια μέσα στην αγωνία τους είχαν μια απίστευτη τρυφερότητα.
Δεν άργησε και ο σύζυγος να ’ρθει με τη μαμή. Η Ιοκάστη όμως είχε γεννήσει. Το παιδί είδε το φως κι άρχισε τα ουά -ουά.
«Αγόρι! Αγόρι!.» φώναξαν όλες. «Να σου ζήσει.»
Ως εκ θαύματος σώθηκε και το στερνοπαίδι, ο Ιάσονα, και τούτο χάρη στην βοήθεια απ’ τις γειτόνισσες του οικισμού.
Μια μελωδία απλώθηκε στη φτωχική αυλή τους, καθάρια και πανέμορφη, πλούσια και ζεστή και γλυκιά, αστραφτερή και θριαμβευτική.
Ήταν όλοι ευτυχισμένοι και συγκινημένοι, όλοι συμμερίζονταν τη χαρά τους
Απέναντι από το χαντάκι, πίσω απ’ την αχυρώνα του γείτονα τους του μπάρμπα Παναγιώτη, σε μια συστάδα αγριαπιδιές, και συκιές ένα σμήνος μικρά πουλιά τιτίβιζαν και φτεροκοπούσαν και αυτά χαρούμενα.
Η λεχώνα μετά την γέννα έμεινε στο δωμάτιο με το μωρό της, ήταν άγραφος νόμος να μην την ενοχλεί κανείς. Η απομόνωση αυτή κρατούσε σαράντα μέρες.
Οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες θωράκιζαν την λεχώνα και το μωρό με ένα σωρό φυλακτά της βασκανίας για να τους προφυλάξουν από το μάτι το κακό. Έτσι, ένας κόκκινος φιόγκος στη ρόμπα της μητέρας με μια σκελίδα σκόρδου, ένα φλουρί, ένα «μάτι» στο παιδί, ήταν συνήθη ως το σαράντισμα.
Σαράντα μέρες από τη γέννηση του παιδιού, η μητέρα του πήγε στην εκκλησία, για να σαραντίσει. Ταμένος ήταν στην Παναγιά την Χρυσαφίτησσα της Μονεμβασιάς.
Τ’ αλώνι πλέον αποτελεί μνημειακό αντικείμενο και παραδοσιακό τόπο του οικισμού. Παραμένει έρημο, βουβό και χωρίς ξεφωνητά. Είναι χωρίς στύλο και ερειπωμένο, γιατί η πλακόστρωση του άρχισε με την πάροδο του χρόνου και την αχρησία να αποσαθρώνεται. Πως αλλάζουν οι καιροί.
..... Και ήρθε μια μέρα στο τέλος του καλοκαιριού που οι γονείς του είπαν πως είναι καιρός ν’ αρχίσει να μαθαίνει γράμματα, καθότι «Άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο». Φθινόπωρο, ο τόπος χλοϊσμένος, ήσυχος, οι χωρικοί  ετοιμάζονταν για το όργωμα, τη σπορά και τα ξεχερσώματα, τα κοπάδια βοσκούσαν στις πλαγιές.
Με το γλυκοχάραμα της αυγής, στο πρώτο λάλημα του πετεινού στο μισοσκόταδο του μικρού σπιτιού, πλησίαζε η μάνα στο λιτό ξύλινο κρεβάτι του κοιμώμενου μικρού παιδιού της, χάιδευε το μέτωπο του, ενώ ένα χαμόγελο έσκαγε στο αυλακωμένο απ' τα βάσανα πρόσωπο της, και όσο μπορούσε πιο γλυκά, του έλεγε: «Σήκω, γιε μου. Σήκω μην και σε πάρει η μέρα και ο δρόμος είναι μακρύς.»
Σηκωνόταν, ντυνόταν, έπαιρνε το δεματάκι με το λιτό φαγητό που ετοίμαζε η μάνα του, κι έτοιμος αποχαιρετούσε τον πατέρα και η μάνα φιλώντας τον ξεπροβόδιζε:
«Άντε καλό δρόμο γιε μου, στην ευχή του Θεού, και να προσέχεις παιδί μου», και παρέα με τον πιστό σκύλο δίπλα του ξεχυνόταν στο δρόμο για το χωριό την έδρα του οικισμού πίσω από την άλλη μεριά του αντικρινού λόφου. Ανηφορίζοντας το δυτικό λόφο του οικισμού προσπερνούσε ένα μικρό δασύλλιο από χαρουπιές με πλούσιες φυλλωσιές, που τις λίκνιζε ο άνεμος.
Ένοιωθε μια δροσιά στην ψυχή του σαν ανάλαφρη πνοή, μεθυσμένος από τους χυμούς της φύσης. Το χώμα είναι παντού νοτισμένο. Ο ήλιος τραβά το πρωί απ’ τη χλόη την υγρασία που τη βλέπεις ν’ ανεβαίνει σχηματίζοντας διαφανές κουρτίνες κάτω απ’ τις φυλλωσιές. Φτάνοντας στην κορφή παρατηρούσε πως όλη η έκταση γύρω από την άλλη μεριά ήταν το Μεγάλο Ρέμα, η κοιλάδα που χωρίζει τον λόφο του οικισμού από το χωριό. Εκεί βρίσκονται σκόρπια μικρά καλλιεργήσιμα λιβάδια, πολλά δέντρα από ελιές, συκιές, αμυγδαλιές, και παράμερα, ξεχασμένο κομμάτι του Παραδείσου, δένδρα πυκνά το ένα πλάι στο άλλο, ένα δάσος από ορεινά κυπαρίσσια που βρέθηκε δω ανάμεσα στα βουνά. Οι πλευρές της κοιλάδας ορθάνοιχτες, να βλέπουν στο μακρινό ορίζοντα μια υποψία θάλασσας. Μια και μπεις σ’ αυτή τη φωλιά, σαν πουλί σπαρταράει η ψυχή σου, σε μεθάει το θυμάρι οι κουμαριές, κι η λυγαριά. Άφησε που σε κουφαίνουν τα κοπάδια τριγύρω με τα κουδούνια τους, σου δίνουν καινούργια ζωή, που σε κάνει κι ανασαίνεις πιο εύκολα.
Πολλές φορές οι νοτιάδες έφερναν σύγνεφα το ’να πίσω από τ’ άλλο στη κοιλάδα, μα όταν που άνοιγε πάλι ο ουρανός, γινόταν ξάστερος, ροδοβαμμένος και χαμογελούσε ως πέρα στα βουνά και στις ράχες και ήταν ο ήλιος όσο δεν παίρνει χρυσαφής, κάτι σα μέλι φωτεινό ξεχυνόταν στο Μεγάλο Ρέμα.
Εκεί στα μέσα στην ανηφόρα της δυτικής πλαγιάς του ρέματος που οδηγούσε από τον οικισμό στο χωριό, στο μέσον σχεδόν της διαδρομής, σ’ ένα πλάτωμα, νερό γάργαρο καθάριο ανάβλυζε στη βάση ενός βράχου. Νερό-κολοκύθες κομμένες στα δυο υπήρχαν στο πλάτωμα της μικρής πηγής για τους κουρασμένους στρατοκόπους και τους διαβάτες που βάδιζαν τα ανηφορικά μονοπάτια.
Η προνομιακή θέση αυτής της φυσικής τοποθεσίας για όσους ταξιδεύουν από τους οικισμούς στο χωριό είναι το μοναδικό πλάτωμα που συναντάει ο ταξιδιώτης ύστερα από μια κοπιαστική πορεία που προϋποθέτει το πέρασμα από τους μουλαρόδρομους, και τα λιθόστρωτα μονοπάτια.  Το πλάτωμα συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις, ώστε να ξεκουραστεί ο πεζοπόρος και να αποκαταστήσει το βιολογικό του ρυθμό που αναστατώθηκε από την κοπιαστική πορεία. Το πλάτωμα επιβάλλει την ανάπαυλα και διευκολύνει την έκφραση συναισθημάτων ανακούφισης για τον εξαντλημένο ταξιδιώτη. Στο διάβα τους οι ταξιδιώτες σταματούσαν εκεί για λίγο, κάθονταν αναπαυτικά στο πεζούλι κάτω από τον ίσκιο μιας μεγάλης φουντωτής σκαμνιάς, και έπιναν από το γάργαρο νερό να ξαποστάσουν και να μαζέψουν τη δύναμη που χρειάζονταν να συνεχίσουν το ταξίδι. Ταυτόχρονα στον δροσερό τον ίσκιο καθισμένοι, χαϊδεύοντας το μαλακό υγρό χώμα της αγαπημένης γης, και η οπτική επαφή με το απέναντι απλωμένο τοπίο, αποτελούσε την κατάλληλη στιγμή και τον κατάλληλο χώρο για την έκφραση των προσδοκιών τους, υποδαύλιζε τα όνειρα και θέρμαινε τις προσδοκίες τους. Μπορούν να κολυμπήσουν μέσα τους και να ξεκινήσουν τον εσωτερικό τους διάλογο με έντονη την αίσθηση της μεταφυσικής. Να καταδυθούν στα βάθη της και να αφεθούν να τους παρασύρει η δίνη της. Ν’ απλώσουν τα φτερά της αντίληψης και να πετάξουν στην απεραντοσύνη, στην αντανάκλαση του απερίγραπτου κενού που περιέχει τα πάντα.
Ο τόπος είναι ο πρωταγωνιστής, και η μοναξιά που δημιουργεί η άγρια ερημιά του τόπου, κυριαρχεί στο πνεύμα, μιλεί στις αισθήσεις των ανθρώπων, δείχνει το μονοπάτι της συνάντησης με μια ψιχάλα από κόκκους της γνώσης. Είναι οι στιγμές που η γαλήνη πλημμυρίζει τις κουρασμένες ψυχές, σαν το νερό που πέφτει πάνω στη χέρσα γη και την κάνει να βλαστήσει.  Μια αρχέγονη σχεδόν μεταφυσική αίσθηση τον ωθεί να ζωντανέψει με την φαντασία του, τους ανθρώπους που ζούσαν, πολεμούσαν, για την επιβίωση τους σ’ αυτό το τόπο. Σ' αυτή την σκληρή χέρσα γη κάθε πέτρα κι ένας σιωπηλός μάρτυρας του ιδρώτα τους. Παρασύρεται στα περασμένα, κατορθώνει να αισθανθεί μέσα από τις αισθήσεις του την περιγραφή του κόσμου της εποχής εκείνης.
.......... Ο δρόμος, μια κορδέλα που ξετυλίγεται κάτω απ' τα πόδια του, με τις μικρές στροφές και τα σκαλοπάτια του. Πίσω του ο πρωινός ήλιος του Σεπτεμβρίου δίνει στα σταφύλια αρωματικούς χυμούς, στα σύκα το μέλι ξεχειλίζει και βγάζει μια σταγόνα κρύσταλλο ρουμπίνι στο πίσω μέρος. Χίλια ζουζούνια πολύχρωμα πεταρίζουν τριγύρω και αγριοπούλια σηκώνονται τρομαγμένα από την καλόβολη καθισιά τους. Τα πουρνάρια, τα σκίνα, οι φασκομηλιές, το τοπίο όλο μοσχομύριζε. Μερικά φθινοπωρινά κρινάκια προβάλουν κιόλας, ποτισμένα από τις πρώτες βροχές.
Η μικρή κοιλάδα άλλαζε χρώμα καθώς ο ήλιος έδυε. Η ώχρα που την έβαφε αποκτούσε τη λάμψη τού χρυσού, οι διάσπαρτες ελιές γέμιζαν το τοπίο µε ασημένιες ανταύγειες. Οι βράχοι των απέναντι λόφων έπαιρναν το χρώμα τού στιλπνού γρανίτη, δίνοντας στα φυτρωμένα γύρω τους πεύκα το πραγματικό τους χρώμα: βαθύ πράσινο. Το πραγματικό τους σώμα. Νεανικό, φουντωτό, υγιές. Ένας ανήσυχος ψίθυρος ξεσηκωνόταν απ’ τα πεύκα τη στιγμή που ο ήλιος έπεφτε στον γκρεμό και χανόταν, βάφοντας τον ορίζοντα µε το αίμα του.
Το καλοκαίρι το τοπίο φαντάζει άνεμο-δαρμένο και η φύση μοιάζει να έχει παραμείνει αναλλοίωτη στον πέρασμα των χρόνων. Οι εικόνες είναι τόσο φευγαλέες που του διαφεύγουν οι λεπτομέρειες, στη περιγραφή μιας εποχής όπου η φυσική επικοινωνία στις κοινότητες ήταν κάτι ολότελα φυσικό να είναι δύσκολη. Ίχνος, σημάδι, δεν υπήρχε από κάποια μηχανή της σημερινής μας εποχής στα μέρη εκείνα.
Ήταν οι εποχές που κάτω απ’ την αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού πριν ακόμα ο ήλιος ξεμυτίσει βρίσκονταν όλοι στο χωράφι κι άρχιζαν την κοπιαστική διαδικασία του θερισμού με το δρεπάνι στο ένα χέρι, με την παλαμαριά στο άλλο. «Ώρα καλή κι ευλογημένη!» εύχονταν όλοι μαζί και φραπ-φραπ τα δρεπάνια άρχιζαν να κόβουν τα στάχυα. Με τι χαρά γινόταν ο θέρος το πρωί με τη δροσιά! Το μεσημέρι το λιοπύρι ήταν ανυπόφορο. Πετούσαν οι θεριστάδες τα δρεπάνια στη γη κι έπιαναν τον ίσκιο ενός δέντρου που βρισκόταν στην άκρη του χωραφιού. Εκεί έτρωγαν τα φτωχικά τους φαγητά, με γέλια, χαρές και χωρατά. Πλάγιαζαν και ξεκουράζονταν για λίγο κι όταν έπεφτε πάλι η δροσιά άρπαζαν τα δρεπάνια και συνέχιζαν τη δουλειά. Στα ψηλώματα στους λιβαδότοπους συναντούσες πέτρινα κυκλικά αλώνια, σε τοποθεσίες επιλεγμένες, σε μέρη ανοιχτά που τα έπιαναν οι καλοκαιρινοί νοτιάδες. Οι «ντραλίκοι», μεγάλες πέτρες όρθιες τοποθετημένες κυκλικά στ’ αλώνι να οριοθετούν το χώρο και να μην διασκορπίζονται τα στάχυα. Στη ντάλα του καλοκαιριού, καλότυχοι θεωρούνταν όσοι κοντά στο αλώνι τους είχαν κάποιο δεντρί με μεγάλη φούντα, στον ίσκιο του να φάμε και να ξαποστάσουν στα άχυρα μέχρι να κατέβει λίγο ο ήλιος και ύστερα να πιάσουνε πάλι δουλειά.
«Στριφογυρίζει τ’ άλογο στο στρίγερο τριγύρα, τ’ αστάχυα καλοπάτητα ξεγδύνουν τα κεφάλια και δείχνουν, του γεωργού τη χαρά, τη σιταροπλημμύρα.» (Η καλλιέργεια του σταριού και του κριθαριού ξεκινούσε το Δεκέμβριο και αποτελούσε  για το χωριό τον ουσιαστικό κύκλο ζωής του. Ο κύκλος αυτός συνεχιζόταν με τη συγκομιδή, και την άλεση.)
Σήμερα τ' αλώνια είναι κορνίζα μιας άλλης εποχής. Μον’ στις ρούγες του χωριού περιπαιχτικά την παροιμία πλάθουν.
«Μην τα πετάς τα λόγια σου σαν τ' άχερα στ' αλώνι, γιατί τα παίρνει ο άνεμος και δεν τα συμμαζώνει».
Ήταν και εποχές που καθώς το τοπίο διάνυε τα πιο ζεστά καλοκαίρια το λιοπύρι ήταν ανυπόφορο, καμίνι ολόφλογο, έπεφτε και τρυπούσε τη σάρκα σαν βροχή από βελόνες. Άνεμος δε φυσούσε, τα φύλλα των δέντρων δε σαλεύανε, τα λίγα νερά της μικρής λιμνούλας ακίνητα λαμποκοπούσαν, σαν από μέταλλο ή από λάδι, και στους γύρο λόφους τ' αμπελοχώραφα, τα λιοστάσια, οι καλαμιώνες, τα βάτα, τα σφεντάμια και οι φτέρες άτρεμα φαίνονταν πεθαμένα, τα πουλιά χωνότανε βαθύτερα, λουφάζαν μέσα στα κλαριά. H επιφάνεια της γης στους ξεροπόταμους στέγνωσε, σχηματίστηκε πάνω της μια λεπτή και σκληρή κρούστα. Τα αγριόχορτα ξεράθηκαν κι απόμειναν μονάχα οι ρίζες. Η ατμόσφαιρα γίνηκε ανάρια κι ο ουρανός πιο ξέθωρος και κάθε μέρα που περνούσε, όλο ξεθώριαζε η γης, το κοκκινόχωμα γίνηκε τριανταφυλλί και το γκρίζο χώμα γύριζε στο άσπρο. Μες στα χαντάκια, το χώμα τριβόταν σε σκόνη και τα μερμήγκια άρχισαν επιδρομές.
Και ήταν ήμερες που το λιοπύρι ήταν τόσο δυνατό, που πάνω στην πέτρα μπορούσες να ψήσεις αυγά. Μόνο το φλύαρο τραγούδι του τζίτζικα, φωνή της λαύρας χυνόταν ολούθε. Μα η ζωή ακολουθούσε υπομονητικά το δρόμο της, και στο χωριό έβγαιναν για λιτανεία και παρακλήσεις για τη βροχή, και ξεκινούσε η πομπή για τα χωράφια, κάτω από τον φλογερό ήλιο και ο γαρμπής λιοβόρι πυρωμένο σκορπούσε κύματα φλόγες κι η λαύρα του ανέμου να κατακαίει τη γη. Όλος ο κόσμος γονάτιζε στα χώματα, έκανε το σταυρό του, κοίταζε παρακαλεστικά το Θεό μέσα στα γαλάζια μάτια τ’ ουρανού. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, έλεγαν με δύναμη «αμήην!». Να βουίξουν οι στεγνές λαγκαδιές, να πάει η φωνή τους ως τα αυτιά του Κυρίου, να τους ακούσει και τέλειωνε η λιτανεία κάτω από έναν ουρανό πυρωμένο ανέφελο και ο ήλιος να καίει σαν ένα πυρωμένο μαγκάλι.
....... Τα Κουλέντια (σήμερα Ελληνικό), είναι ένα ήρεμο μικρό γραφικό χωριό, με υπέροχη θέα, κρυμμένο στη νοτιοανατολική γωνιά της Λακωνικής γης.Το χωριό βρίσκεται «σκαρφαλωμένο» στα εξακόσια μέτρα υψόμετρο .... κλιμακωτά.... στο νότιο μέρος της λακωνικής χερσονήσου και της νότιας προέκτασης του Πάρνωνα που καταλήγει στο ακρωτήριο Μαλέας και στο μέσον της ορεινής διαδρομής που οδηγεί από τη Μονεμβάσια και τις ακτές του Μυρτώου πελάγους στην Παντάνασσα και τις ακτές του Λακωνικού κόλπου. Ορθοπλαγιασμένο σε μία άγονη και φτωχή περιοχή του νότου που σε κάποια ιστορική στιγμή λόγοι ασφαλείας, λόγοι προστασίας ή όποιοι άλλοι λόγοι, οδήγησαν τους οικιστές να απομακρυνθούν από τη θάλασσα και κρύφτηκαν στα βουνά για να μην τους ανακαλύπτουν οι πειρατές. Όμως από εκείνον τον εξώστη του χωριού, απλωνόταν στα πόδια του το Μυρτώο πέλαγος ενώ το ίδιο το χωριό, κρεμασμένο στο φρύδι του Κούνου, έδειχνε έτοιμο να κυλήσει στο Μεγάλο Ρέμα. Ο δρόμος σ’ όλο το μήκος στριφογυρίζει ιλιγγιωδώς στις ορεινές πλαγιές προσφέροντας ένα θέαμα από φαράγγια, και γκρεμούς. Ένα πετρόχτιστο και ήσυχο μικρό χωριουδάκι στη σκιά του Κούνου με θέλγητρα την εξαιρετική φυσική ομορφιά του. Τα πετρόχτιστα σπίτια με τα κεραμίδια, ταιριάζουν αρμονικά με τη λακωνική γη, και προσθέτουν τη δική τους πινελιά στην καλαίσθητη εικόνα του.
Άτιμο πράγμα η νοσταλγία. Ο τόπος που ο άνθρωπος είδε το πρώτο φως της ημέρας κι έζησε τα παιδικά του χρόνια είναι αρκετά ριζωμένος μέσα του. Λένε ότι στα πρώτα παιδικά μας χρόνια αποθηκεύονται περισσότερες εικόνες από όσες στα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μας. Ο νόστος για το παρελθόν ξυπνά μια δίψα στο μυαλό του και όμορφες αναμνήσεις στην ψυχή του. Αφουγκράζεται και νοσταλγεί τόπους, χρώματα, τον αέρα που πρώτο-ανάσανε και την παιδική ζωή που έζησε στις βουνοπλαγιές τις μυρωμένες από θυμάρι και καψαλισμένα αγκάθια.
Σήμερα ξεκινώντας από Μονεμβάσια προσπερνά τα Νόμια και αφήνοντας πίσω τα Λυρά συνεχίζει η διαδρομή στις ορεινές στροφές έως και το ψηλότερο σημείο.
Μετά τις πρώτες στροφές της κατάβασης άρχισε να φανερώνει μπρος στα μάτια του ένα γοητευτικά όμορφο θέαμα. Tο τοπίο, μεταφράζει στο μάτι, στο μυαλό, στην ψυχή του εντυπώσεις, αισθήματα, καθώς ταξιδεύει και συνάμα αισθάνεται το μάτι να τρυπώνει στις βουνοπλαγιές ψάχνοντας ξεχασμένες παιδικές αναμνήσεις. Ένταση από συγκινησιακή φόρτιση συσσωρεύεται και ξεχειλίζει στην ύπαρξη του. Oλα του δίνουν την αίσθηση πως τα έχει ξαναζήσει, πως τα ξαναβρίσκει, έχει την εντύπωση πως θυμάται παλιές αναμνήσεις. Αναμνήσεις που ξέχασε απ' τα παιδικά του χρόνια, όταν είχε μόλις ανοίξει τα μάτια! Μήπως εκεί δεν είχε ζήσει άλλοτε! Είναι σαν ένα κομμάτι ονείρου που ξανάρχεται στο μυαλό του. Ένιωσε ότι ξανά γεννήθηκε από τις στάχτες, ένιωσε πως πετούσε κι αυτός πάνω από το χωριό σαν τα αποδημητικά πουλιά που βρίσκουν ενστικτωδώς την παλιά φωλιά τους.... Mακρινοί λόφοι, βράχια, σπίτια ποτέ του δεν είχε νιώσει τόσο έντονα το αίσθημα του να στέκεται πάνω από τον κόσμο και ο κόσμος να ήταν κάτω του. Τ' αγέρι εδώ νοσταλγικά τραγούδια μουρμουρίζει και η σκέψη του κρυφαλάργεψε και στα παλιά γυρίζει. Και αγναντεύει από εκεί τους δρόμους και τα σπίτια και βρίσκεται σε όνειρο γλυκό μα την αλήθεια! Βουνά τριγύρω, οι δρόμοι του χωριού, τα στενά, η εκκλησιά, τα καφενεία όλα έχουν το καθένα τους και μία ιστορία και τα σπίτια πάντα ίδια με τις σαν παπαρούνες κόκκινα στις σκεπές τους κεραμίδια. 
Όλα από μακριά του φαίνονται ζυγισμένα μεταξύ τους και πιο μικρά. Λες και όλα είχαν μικρύνει, ακόμα και τα μακρινά βουνά ένα σταχτί μπλε στην άπνοη ζέστη του ορίζοντα είχαν κ’ αυτά μικρύνει.
Ρουφούσε με τον αισθητήρα της ψυχής του την αντηλιά της θάλασσας του Μυρτώου πελάγους και τις ατέλειωτες αποχρώσεις του πράσινου, που τις έσπαζαν με μικρές χρωματιστές πινελιές οι ανθισμένες  βουκαμβίλιες και οι κεριμιδοκόκκινες στέγες των σκόρπιων σπιτιών. Όπως το πρωτοβλέπει από μακριά το χωριό κείτεται γαλήνια μέσα σε μία ηρεμία χωρίς σύννεφα απλωμένο σαν δίχτυ στο πλούσιο ανάγλυφο επάνω στους λόφους, κάτω απ’ τον άπλετο γαλάζιο ουρανό στη σκιά του Κούνου, μέσα στης φύσης το κάλος, με τα έντονα και λαμπερά χρώματα του και σχήματα, φαντάζει πολύχρωμος τσαλαπετεινός που αμέριμνα τσιμπολογά στο μαλακό έδαφος. Tο πρωί ο ήλιος μπαίνει στο χωριό ύστερα από μία κόκκινη αυγή, κατόπιν το γιόμα γυρίζει χαϊδεύοντας τις προσόψεις των σπιτιών προτού πάει να γείρει πίσω από τους λόφους. Το χωριό μου! Έλεγε και ξανάλεγε με λαχτάρα και από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα. Δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης για την ζωή, που ατένιζε έστω και αργά, τον τόπο  που γεννήθηκε.
Ο οδοιπόρος αφήνοντας πίσω τα Κουλέντια από τη νοτιανατολική είσοδο του χωριού και από από τον παρακαμπτήριο χωματόδρομο εισέρχεται στο Μεγάλο Ρέμα και στο μονοπάτι που οδηγεί προς τον μικρό οικισμό τους τα Μπουμπουτσέλια. Αυτόν το χωματόδρομο, τα μέρη αυτά τα είχε περιδιαβεί νοερά κάθε μέρα για τριάντα χρόνια τώρα..
Σήμερα τα πάντα του φαίνονται τόσο οικεία και καθόλου παράξενο που αναγνωρίζει τα πάντα «είναι σαν στο σπίτι του». Γνώριζε κάθε του στροφή και κάθε του λακκούβα μέχρι να διασχίσει τον ασβεστωμένο μαντρότοιχο στο γραφικό κατάλευκο σπίτι της νουνάς του, του Θ. Καραστατήρη.... του «Τσαχλαμπούρη».... με τα μπλε παράθυρα και πόρτες, τα αριστοτεχνικά φτιαγμένα και να εισέλθει στη ζεστή αγκαλιά του χωριού, να προσπεράσει την παρακείμενη εκκλησία και να φτάσει στο παλιό πέτρινο σχολείο.  Στο διάβα του παντού γύρω του βλέπει λευκό του ασβέστη και σπίτια σαν να ξεφυτρώνουν ίδια λευκά στολίδια στις γερτές πλαγιές της επάνω και της κάτω γειτονιάς.
Το βλέπεις από ψηλά, κατηφορίζοντας τις στροφές έτσι όπως είναι απλωμένο πάνω στην πλαγιά του υψώματος, με φόντο πίσω του τις κορυφές του Κούνου, σου δημιουργεί την εντύπωση του χωριού βίγλα.  Αυτή η ξεχωριστή του θέση άλλωστε, "σαν κάστρο χωρίς τείχη", έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην τουρκοκρατία για την επιβίωση των κατοίκων του.  Ένας παραδοσιακός οικισμός κτισμένος στη νότια πλευρά του λιόφυτου λόφου με κάτασπρα σπίτια στολισμένα με γλάστρες και μια πλακόστρωτη πλατεία στο κέντρο του χωριού που στη μέση της  στέκεται η εκκλησία της Παναγίας, με το πέτρινο καμπαναριό της  να καταλήγει σ’ έναν πυργίσκο μ, ένα ρολόι που κοιτάζει  προς τον Λεβάντε. Το καλοκαίρι, οι πελαργοί κτίζουν την φωλιά τους στον πυργίσκο του καμπαναριού. Κάτω από την πλατεία δεσπόζει ή τούρκικη βρύση, μια γούρνα µε βρύσες µε πόσιμο νερό. Το καλοκαίρι μικρά διαβολάκια δεν είχαν πρόβλημα να μπουγελώνονται, που το είχαν δει σαν παιγνίδι, και στο τέλος σε πολλά τους άρεσε να βάζουν ολόκληρο το κεφάλι μέσα μέσα στο νερό, αφού πρώτα άνοιγαν τις  βρύσες να γεμίσει καλά η γούρνα. Το ότι μπορεί να είχαν πιει πριν μια ώρα οι γάιδαροι και τα πρόβατα, αυτό δεν ήταν πρόβλημα!…Το νερό που πίνανε τα πρόβατα δεν το συχαίνονταν τα παιδιά του δημοτικού.
Πόσο όμορφη ήταν η έξαψη που είχε νοιώσει στην πρώτη του επαφή με το σχολείο του χωριού, το κτισμένο με γκρίζα πέτρα πάνω στο δυτικό λόφο με τους μικρούς λιθόκτιστους δρόμους, με την περιποιημένη μεγάλη αυλή του και γύρω του στις κακοτράχαλες πλαγιές του, η φύση το φθινόπωρο μαστορεύει συναρπαστικά τη συνέχεια στο χρόνο, φυτεύοντας αγριολούλουδα, βατομουριές, μολόχες, τσουκνίδες και η δροσερή αύρα του μαΐστρου ελαφριά και υγρή ξεχύνεται πίσω απ’ τις πλαγιές και σέρνεται ανάμεσα στα χαλκοπράσινα φρέσκα φύλλα. Στο σχολείο πριν ξεκινήσουν τα μαθήματα τους περίμενε το καζάνι με το «το πρωινό ρόφημα». Η αρμόδια  επιστάτρια απ' το χάραμα άναβε τη φωτιά και έβαζε να βράσει το καζάνι που το είχε γεμίσει πάνω απ' τη μέση με νερό. Μόλις το νερό ζεσταινόταν, έριχνε στο καζάνι αρκετές κουταλιές γάλα σκόνη από μια χάρτινη σακούλα μ' αμερικάνικα γράμματα πάνω της. Όταν το γάλα έπαιρνε βράση έδινε το σύνθημα στα παιδιά που άρπαζαν τ' αραδιασμένα σ' ένα ράφι κύπελλα και στέκονταν στη σειρά. Η επιστάτρια άρπαζε την κουτάλα, την βουτούσε βαθιά ανακάτωνε μια τελευταία φορά και άρχιζε τη διανομή.
Στο σχολείο θυμάται πως υπήρχε ο θεσμός της υιοθεσίας των παιδιών της Πρώτης δημοτικού από τα παιδιά της Έκτης. Ο Αλκιβιάδης την έζησε έντονα ως πρωτάκι την εικόνα της διαδικασίας, μόλις έφτασε η στιγμή της υιοθεσίας του. Υπήρξε για αδιευκρίνιστους λόγους μήλον της έριδος ενός κοριτσιού και ενός αγοριού. Σήμερα στύβει την μνήμη μα δεν τον βοηθά να του δείξει τον καθοδηγητή του. Δεν θυμάται καθαρά ποιος τον υιοθέτησε.
Είναι κάποια μέρη που του φέρνουν στο μυαλό μας εικόνες που γεμίζουν, τις αισθήσεις μας, που μας γυρίζουν πίσω στο παρελθόν, το ντυμένο με την αίγλη του περασμένου. Ίσως να είναι ο τόπος που καθορίζει τους ανθρώπους και η αίσθηση που αφήνει αυτή η σχέση, ανθρώπων και τοπίου, να είναι μοναδική.
Είναι μαρτυρίες μνήμης και αποτύπωση της πρώιμης ζωής του, εικόνες που μιλούν για την ιστορία του χωριού του, και τις παραδόσεις των ανθρώπων του. Πλέει μες στο ποτάμι του χρόνου, στη γλυκύτατη γη των προγόνων του.
Απόμερο χωριό, χτισμένο αμφιθεατρικά, με όμορφη θέα και σκιερές ρεματιές, όπου κρύβεται η μαγεία της φύσης, η ριζωμένη στα βάθη του χρόνου. Η τραχιά κ’άγονη γη, η γεμάτη λόγγους, χρειάστηκε χαλύβδινη θέληση, αγώνα, και μόχθο που διέθεσαν οι πρώτοι οικιστές για να τη μετατρέψουν καλλιεργήσιμη και αποδοτική, να καλλιεργήσουν σιτηρά και να φυτέψουν αμπέλια και ελιές. Μοίρασαν και τα βοσκοτόπια της, και μόχθησαν  γι΄ αυτή, και την αγάπησαν.
Άνθρωποι αυθεντικοί ακούραστοι ξωμάχοι που παλεύουν εδώ και αιώνες την τραχιά αλλά όμορφη γη τους. Ρωμαλέοι και σκληροτράχηλοι αγρότες, και κτηνοτρόφοι με σκληρή δουλειά στη μάνα γη την καλλιεργούσαν να βλαστήσει, να καρποφορήσει, και να εκθρέψει τους καλλιεργητές και τα ζωντανά τους. Καλοί δουλευτές της γης τους οι άντρες και οι γυναίκες.
Χρέος είναι, να τιμούμε, τους πρώτους αυτούς οικιστές και να θυμίζουμε την ιστορική τους μνήμη και την κληρονομιά τους. Η ζωή τους ήταν φτωχή και δύσκολη, χωρίς πολυτέλειες, δεν υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί, αλλά φτωχοί και φτωχότεροι.
Πήγαιναν στην εκκλησία και στο σχολείο και επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσα από δύσβατα μονοπάτια και χωματόδρομους. Ευσεβείς και θεοφοβούμενοι, τηρούσαν τις παραδόσεις και τα έθιμα τους και ήταν περήφανοι για το χωριό τους. Οι πρώτου οικιστικοί πυρήνες στον πανέμορφο οικισμό χρονολογούνται από το χίλια τριακόσια μ.χ.
..............Το φθινόπωρο τη χρονιά εκείνη ήταν σαν ένα μακρύ καλοκαίρι. Έτσι κύλησαν οι πρώτοι μήνες του φθινοπώρου, που μόνο φθινόπωρο δεν ήταν. Με θερμοκρασίες υψηλές για την εποχή, ο Σεπτέμβριος και ο Οκτώβρης έδιναν την εντύπωση ενός παρατεταμένου Αυγούστου. Ο Νοέμβριος όμως φαίνεται εισάκουσε τις ευχές των κατοίκων του μικρού οικισμού. Οι βροχές τον μήνα αυτό ήταν θείο δώρο για όλα τα πλάσματα, μα περισσότερο για τους γεωργούς και κτηνοτρόφους που τις περιμένουν με μεγάλη ανυπομονησία. Η συλλογή του ελαιοκάρπου άρχισε και το πρώτο αγουρέλαιο, άρχισε ήδη να γεμίζει τα πήλινα σταμνιά τους... Η παραγωγή λαδιού και βρώσιμης ελιάς αναμένετο ικανοποιητική αν και η έλλειψη βροχοπτώσεων θα έχει τις επιπτώσεις της.
Οι μέρες κυλούσαν, ταξίδευαν και ο χειμώνας ξεκίνησε βαρύς, φορτωμένος κακοκαιρίες. Μέρες τώρα κατέφθαναν από τα βόρεια, παρακινημένα από το ένστικτο, τα αποδημητικά πουλιά προσδοκώντας να βρουν ένα πιο φιλόξενο περιβάλλον, μα βρέθηκαν σε αντίξοες συνθήκες. Τσίχλες και κοκκινολαίμηδες, αφού τρύγησαν και την τελευταία ρόγα των αμπελιών, ρίχτηκαν στους λόγγους με τις κουμαριές και τα βάτα. Ευτυχώς κουμαριές, σκίνα, μυρτιές και αγριελιές είναι κατάφορτες, και οι τελευταίες βροχές είχαν μαλακώσει τους καρπούς τους. Το έδαφος στις πλαγιές ξηρό, ακατάλληλο για παραγωγή σκουληκιών, που αποτελούν την κύρια τροφή της τσίχλας και της μπεκάτσας. Οι σκιερές όχθες της ρεματιάς αποτελούν ίσως το μοναδικό κατάλληλο βιότοπο των ταλαιπωρημένων αυτών πουλιών. Τα μηνύματα πάντως που λαμβάνει ο πατέρας του είναι πως φέτος θα είναι μια πλούσια χρονιά σε τσίχλες και μπεκάτσες προς τέρψη των κυνηγών και κυρίως για τις παγίδες τους, που ήδη ετοιμάζουν τα καλάθια τους.
Ήταν αργά τ' απόγευμα. Ο ουρανός μπορεί να ήταν γεμάτος από κακούς οιωνούς, η ατμόσφαιρα μπορεί να παλλόταν από τα άσχημα καιρικά φαινόμενα ο πατέρας του όμως δουλεύοντας πυρετωδώς συνέχιζε να νοιάζεται για να στήσει τις παγίδες του με πλήρη αδιαφορία για τις καιρικές αλλαγές που συμβαίνουν γύρω τους. Η ρεματιά που ξεκινά από τους δυτικούς λόφους του οικισμού διασχίζει τη μικρή λιμνούλα με το μεγάλο πλάτανο κατηφορίζει μέχρι το λίμνασμα στους καλαμιώνες ενός ξεροπόταμου που αγκαλιάζει τη χέρσα γη, και από εκεί συνεχίζει νοτιοανατολικά σε μυχό του Μυρτώου πελάγους. Από το μεγάλο πλάτανο μέχρι τους καλαμιώνες είναι μια απόσταση λίγες εκατοντάδες μέτρα. Θυμάται τον πατέρα του τους χειμώνες να θεωρεί το σύνορο αυτό τόπο ιερό για την διατροφή της φαμίλιας του. Εκεί έστηνε τις αγαπημένες του παγίδες για τα πουλιά. Εάν κάποιος συγχωριανός του καταπατούσε την περιοχή του, αγανακτούσε σαν τον ηγούμενο, που βλέπει να παραβιάζουν το κατώφλι του μοναστηριού του.
Πολλοί κυνηγοί της εποχής εκείνης χρησιμοποιούσαν τεχνικές παγίδευσης με δίχτυα και θηλιές που σήμερα δεν επιτρέπονται πλέον. Ο πατέρας του της παγωμένες νύκτες του Δεκέμβρη έπιανε μπεκάτσες με θηλιές που κατασκεύαζε από αλογότριχες, ώστε την επαύριον με τη λεία του να εξασφαλίζει περισσότερη τροφή στο φτωχικό τραπέζι της φαμίλιας. Το κυνήγι της μπεκάτσας και της τσίχλας με παγίδες το χειμώνα αποτελούσε ανταμοιβή του σκληρού καθημερινού μόχθου. Το κρέας τους, το πάστωναν σε κιούπια με λάδι, συνεχίζοντας να θυμίζουν τον τρόπο που κάποτε συντηρούνταν από το κυνήγι όλες οι οικογένειες ενός τόπου σκληρού, φτωχού και άγονου.
"Σήμερα η επέκταση των αστικών περιοχών, η κατασκευή μεγάλων αυτοκινητοδρόμων, οι προσχώσεις ελών και κοιλάδων, η παράχωση καλαμιώνων, η ισοπέδωση των λόφων και η αποψίλωση των δασών, και κάθε είδους άγριας βλάστησης, η καταστροφή βιοτόπων από τις επεκτάσεις οικιστικής και γεωργικής γης στερούν από τη πανίδα το φυσικό περιβάλλον που χρειάζονται."
Από νωρίς τις απογευματινές ώρες ανά διαστήματα έβρεχε, και η βροχή όσο έπεφτε, αυτός στεκόταν κάτω από τον πελώριο πλάτανο που ορθωνόταν επιβλητικά πλάι στην ανατολική πλευρά της λασπιασμένης όχθης της ρεματιάς. Μια φωτεινή λάμψη - ένα μεγάλο φωτεινό σκίσιμο με εκτυφλωτική λαμπρότητα, φάνηκε στον ουρανό, τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβε να ανοιγοκλείσει τα μάτια του, και μετά ένα πολύ δυνατό μπουμπουνητό.  Θυμήθηκε το δάσκαλο στο σχολειό που τους δίδασκε ότι ο κεραυνός μπορεί να κτυπήσει πάνω στο δέντρο που βρίσκεσαι και να σε σκοτώσει. Ο τόπος γύρω του είχε δέντρα. Πολλά δέντρα. Άραγε να υπήρχε κίνδυνος γι’ αυτόν, τώρα με τα πολλά δέντρα γύρω του «αναρωτήθηκε».
Δεν ήξερε.
Θα βοηθούσε σε τίποτα αν δεν ακουμπούσε πάνω στο δέντρο;
Ούτε αυτό το γνώριζε αλλά από ένστικτο απομακρύνθηκε δυο βήματα μακριά από τον κορμό του τεράστιου πλάτανου.
Οι Δίδυμοι βράχοι.
Περίμενε καρτερικά τον πατέρα του να γυρίσει εκεί που ήταν το σημείο αντάμωσης, στο ξέφωτο της ρεματιάς, καθώς το τελευταίο φως της ημέρας έσβησε γύρω του. Άστραφτε ακόμη πέρα στον ορίζοντα κι η βροχή ακουγόταν σαν χαμηλό μουρμουρητό, καθώς η ώρα περνούσε βασανιστικά και ο πατέρας του αργούσε να δώσει σημεία ζωής. Και ψηλά, από την πνοή ανέμου που φυσά, τα γκρίζα σύννεφα, μ' ένα δυνατό θρόισμα τρέχουν ορμητικά προς την ανατολή, με μια κίνηση βουερή και σπασμωδική, ίδιος καταρράχτης πάνω από το μουντό τοίχο του ορίζοντα. Και στις όχθες της ρεματιάς δεν υπάρχει ούτε ησυχία ούτε σιωπή. Εν' απροσδιόριστο ψιθύρισμα βγαίνει από μέσα από τους θάμνους που αναταράζονται αδιάκοπα, και από τα δέντρα με τις ψηλές κορφές, σα να κυλούν υποχθόνια νερά. Και ξαφνικά, το φεγγάρι ανέτειλε μες από την ανάρια και χλωμή καταχνιά, και το χρώμα του ήτανε κατακόκκινο. Τα μάτια του έπεσαν πέρα στους πελώριους δίδυμους γκρίζους βράχους που δέσποζαν στην κορυφή της απέναντι ανηφορικής πλευρά του λόφου, και που τους φώτιζε το φως του φεγγαριού. Κι οι βράχοι ήταν γκρίζοι και ψηλοί, που ανασκαλεύοντας ο άνεμος και η βροχή έχουν σμιλέψει την ασβεστολιθική τους επιφάνεια δίνοντας τους μια μεγαλοπρεπή, απέριττη, ομορφιά.
Η ομορφιά του έμοιαζε περισσότερο με αριστούργημα της τέχνης παρά με δημιούργημα της φύσης.
Οι βράχοι, φαντασμαγορικοί, ορθώνονταν στην άγονη απογυμνωμένη πλαγιά χιλιάδες χρόνια. Οι απρόσιτες και απόκρημνες κορφές τους αποτελούν ιδανικό καταφύγιο για μερικά ζευγάρια κιρκινέζια.  Ένα άγριο και επιβλητικό τοπίο, που γίνεται όμως απρόσιτο και πολύ επικίνδυνο όταν λυσσομανά η τραμουντάνα.
Για τα παιδιά του οικισμού, ήταν οικείοι, έχοντας ακούσει τόσες και τόσες παράξενες ιστορίες για την ύπαρξη τους. Την άνοιξη γινόταν ο τόπος εξόρμησης για τα παιδικές τους εξερευνήσεις. Στον ίσκιο των βράχων απολαμβάνοντας τις μυρωδιές του βρεγμένου χώματος, και την μεθυστική ευωδιά των κυκλάμινων που στόλιζαν τον λόφο, οραματίζονταν από κοινού το μέλλον τους, μοιράζονταν τα όνειρα τους.
Σκαρφάλωναν στους βράχους πολλές φορές με παιδική ανεμελιά που έθετε σε κίνδυνο τη ζωής τους, για να αγναντέψουν τον μακρινό ορίζοντα εκεί που η θάλασσα σμίγει με τον ουρανό, και με τα φτερά τ’ ονείρου αναζητούσαν τόπους μακρινούς φαντασμαγορικούς, πέρ’ από τα στενά σύνορα του φτωχικού οικισμού τους, πέρ’ από τη θάλασσα.
Απόψε το θέαμα των βράχων με τον ήλιο να έχει χαθεί πίσω τους, τυλιγμένους στην ομίχλη κάτω από το φως της γεμάτης σελήνης τον συνεπήρε, το τοπίο γίνεται μαγευτικό, λησμόνησε για μια στιγμή τον πάτερα του. Μόνο για μια στιγμή. Απομονωμένες σκέψεις πέρναγαν από το νου του. Ένιωσε ένα αδύναμο ρίγος στο κορμί του, προσπαθώντας να προσδιορίσει τι ήταν αυτό που δεν πήγαινε καλά με τον πατέρα του, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα ότι αυτό που συνέβαινε ήταν κάτι το ασυνήθιστο. Ο χρόνος επιστροφής του από το συνηθισμένο στήσιμο στις παγίδες διαρκούσε αφύσικα πολύ.
Ανακάθισε κι έψαξε εναγωνίως με το βλέμμα την ρεματιά, γυρεύοντας ένα σημάδι που θα του έδινε απαντήσεις. Αγνάντευε μέσα απ’ το διάσελο αλλά δεν υπήρχε καμία κίνηση γύρω του. Έβαζε πολλά με το νου του, τρόμαζε στην ιδέα μήπως είχε κάτι κακό συμβεί, μαύρες σκέψεις πλημμύριζαν το μυαλό του, η καρδιά του φτερούγιζε, το σώμα του τσίτωνε, γύριζε πέρα δώθε, δεν μπορούσε άλλο να περιμένει, η νύκτα άρχισε ν’ απλώνει το μαύρο της πέπλο της ολόγυρα.
Φόβοι τον κυριεύουν ακατανίκητοι, νοιώθει σαν τρομαγμένο σπουργίτι. Το θρόισμα στις φυλλωσιές των δέντρων, το ημίφως του φεγγαριού, απελευθερώνει και εξάπτει τη φαντασία του. Σαν να είδε αγνάντια του τα αερικά και τα δαιμόνια του έξω κόσμου να διαβαίνουν άυλες σκιές, όλο αυτό το μυστηριώδες πλήθος που δίνει ζωή τις νύχτες τις σκοτεινές στους λόφους και στις κοιλάδες να κυκλοφορούν γύρω τους, μορφές αλλόκοτες, αέρινες ανατριχίλες.
Ένα στοιχειό να πηδά εδώ κι εκεί κάτω από τους βράχους και να τρέχουν πίσω του αερικά, νεράιδες, και περιπλανώμενα εξωτικά. Πνεύματα λευκά που πετούσαν στον αέρα και μεταμορφώνονταν σε μαύρα συννεφάκια εμπρός από το φεγγάρι. Μα μπορεί να ‘ναι και ψευδαίσθηση του που του δημιουργεί η ανταύγεια του φυσικού τοπίου σκέφτηκε στο φως του φεγγαριού. Η νύχτα είχε προχωρήσει και οι βράχοι ξεχώριζαν μόνο από το φως του φεγγαριού όταν δεν είναι εντελώς κρυμμένο από τα σύννεφα. 
Καμιά ζωή ολόγυρα. Πλήρης ερημιά. Ξεσπάει τρομαχτικό μπουμπουνητό, πέφτει πυκνό σκοτάδι, αλλάζει ο τόπος.
Μες στις αστραπές και τις βροντές ξεκρίνει καθαρά τους δίδυμους βράχους, και τα κάθετα βράχια του έμοιαζαν τώρα με μαρμάρινους πύργους. Τους κοίταζε με βλέμμα προσηλωμένο σαν να μην μπορούσε να ξεχωρίσει αν ήταν βράχοι η πύργοι που κρύβονταν δράκοι. Φυσάει ο άνεμος και τα δένδρα της ρεματιάς τρέμουν και ψιθυρίζουν θορύβους όλο μυστήριο που έμοιαζαν να βγαίνουν μέσα από την ίδια τη γη σαν φίδι που ζει και σέρνεται πάνω στην λασπώδη άμμο και χαλικώδη βυθό της ρεματιάς.
Μέσα στο κλίμα της παρατεταμένης προσοχής, ο παραμικρός θόρυβος γιγαντώνεται, το τρίξιμο στα κλαδιά του πλάτανου του προκαλεί ταραχή ίση µε το χτύπημα κεραυνού και κάθε λεπτό της ώρας περνάει µε ταχύτητα σαλιγκαριού.
Νιώθει αιχμάλωτος της αναμονής, δεν μπορεί να πάει πουθενά, δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο από το να περιμένει επινοώντας τρόπους να περάσει την ώρα του. Κρατά την αναπνοή του μισό λεπτό κι ύστερα, ξεφυσώντας, πήρε μια βαθιά ανάσα, ίσιωσε το βλέμμα μπροστά κοιτάζοντας στον άδειο χώρο επίμονα, προσπαθώντας να κατανικήσει έναν ακατανόητο φόβο και μια περιρρέουσα αίσθηση απειλής που κορυφώνεται και ταυτόχρονα γίνεται ο εφιάλτης του ότι τίποτα και κανένας δεν μπορεί να τον σώσει, όταν το «κακό» εισβάλλει από παντού γύρω του.
Ένας κόμπος του ’έκλεινε το λαιμό, καθώς συλλογιζόταν πως θα ήταν αν συγκέντρωνε το θάρρος να διασχίσει την ρεματιά να φύγει μόνος να γυρίσει στο δρόμο που οδηγούσε στον οικισμό, και να ζητήσει βοήθεια. Δεν τολμούσε...
Ο χρόνος κυλούσε κι αυτός έμενε πάντα εκεί ακίνητος σαν άγαλμα αναποφάσιστος. Σιγαλιά! Όλο εκείνο το μυστηριώδες πλήθος από σκιές που δίνει ζωή στους λόφους και στους βράχους αλαργεύουν, τ’ όραμα αραιώνεται κι αφανίζεται. Οι θόρυβοι ακούγονται πια πολύ απόμακρα, σα το βουητό της μέλισσας.
Κάποια βήματα που πλησίαζαν τον έκαναν να σηκώσει τα μάτια και επιτέλους και το βλέμμα του πέφτει στο λευκό φως που άστραψε μέσα από τη ρεματιά, ο φωτεινός φακός του πατέρα του έλαμψε ζωηρά, μέσα από τις πρώτες συστάδες από τις άγριες χαμηλές βατομουριές, και τα ασημί βούρλα γυάλιζαν στο φως του φαναριού σαν υδάτινες κλωστές στην αριστερή πλευρά του πλάτανου.
Τα βήματα ακούγονταν πιο καθαρά πια σαν βήματα αγγέλου που τρέχει να αναγγείλει τα χαρμόσυνα μηνύματα. Αυτός όμως έμενε ακόμη εκεί και περίμενε ακίνητος. 
Στο μανδύα της καταχνιάς και της δρόσου το περίγραμμα του κορμιού ήταν θαμπό, αλλά τα χαρακτηριστικά του ήταν τα χαρακτηριστικά του πατρός του που στο φως του φεγγαριού, τον βλέπει ν’ ανηφορίζει με γοργές δρασκελιές κοντά του. Αντικρίζει τη ματιά του γεμάτη φροντίδες και στις λιγοστές ρυτίδες πάνω στο πρόσωπο του διαβάζει την κούραση, και μια φλόγα να σιγοκαίει πίσω από καλοσυνάτα μάτια, που τον έκαναν να μοιάζει με τους παλιούς δασκάλους.
Ένα αίσθημα ανακούφισης διαπέρασε τις φλέβες του και άστραψε μέσα του.. Τώρα μπορούσε να αναπνεύσει ελευθέρα. Η ψυχή του ημέρεψε στη θαλπωρή εκείνη, βούλιαξε σε μια νάρκη όλο γλυκύτητα. Μισόκλεισε τα μάτια του, κι ένιωσε το φως του φαναριού ν’ αφήνει στα βλέφαρα του ένα χάδι.
«Πατέρα! Εδώ είμαι! Πατέρα!» του φώναξε....
Η βροχή είχε από νωρίς σταματήσει αλλά από τις φυλλωσιές του πλάτανου συνέχιζαν ακόμη να πέφτουν μια μια σταλαγματιές βροχής γύρω του.
«Φοβήθηκα που άργησες πατέρα». Είπε.
Τα χαρακτηριστικά του πατέρα του τη μια φωτίζονταν και την άλλη ξεθώριασαν στο σκοτάδι, όταν τα κινούμενα σύννεφα έκρυβαν το φεγγάρι.
«Ήταν πιο δύσκολο απ' ότι περίμενα». Του δήλωσε ο πατέρας του φτάνοντας δίπλα του κοντά-ανασαίνοντας και σκουπίζοντας το μέτωπό του. Με μια χειρονομία γεμάτη κατανόηση άπλωσε με στοργή και ακούμπησε το χέρι πάνω στο κεφάλι του.
«Αγόρι μου όλα είναι καλά, πάψε τώρα ν’ ανησυχείς», του είπε.
Αυτός έτρεμε και ψέλλιζε, περισσότερο από τη χαρά και τη συγκίνηση για το καλό τέλος, παρά από τον φόβο του.
«Λυπάμαι που έμεινες μόνος στον ερχομό της νύκτας. Έλα ώρα να πάμε πίσω στο σπίτι».
Ξεκίνησαν με βήματα γοργά για την επιστροφή στον οικισμό, η μητέρα του αφόρητα θ’ αγωνιούσε κ’ αυτή, καθώς τους περίμενε να γυρίσουν, ήταν πρόκληση η αργοπορία τους. Το κρύο γλιστρούσε μέσα στα ρούχα του και τον τρυπούσε ως το κόκαλο. Απορούσε πώς άντεχε ο πατέρας του, με τη σχετικά ελαφριά για τις συνθήκες ενδυμασία του, τελικά ίσως να ήταν πιο ανθεκτικός απ’ ότι νόμιζε, στους τριάντα χειμώνες του.
Όταν επέστρεψαν βρήκαν τη μητέρα τους να τους περιμένει στην εξώπορτα κρατώντας το φανάρι στο χέρι. Άνοιξε την αγκαλιά της και έκρυψε μέσα το παιδικό κεφάλι του. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε από τα σωθικά της, βγάζοντας τη συσσωρευμένη αγωνία της.
«Μητέρα», της ψιθύρισε βλέποντας το γλυκό της χαμόγελο που της έχει απαλύνει το φόβο.
«Άντε, πήγαινε κοντά στο τζάκι γιατί ο αγέρας τσακίζει.» ακούει τα λόγια της ανακατεμένα με προσευχές προσπαθώντας να ξορκίσει το κακό που την είχε κυριέψει!
Όταν η γαληνή πλημμυρίζει τις αναστατωμένες ψυχές, είναι σαν το νερό που πέφτει πάνω στη χέρσα γη και την κάνει να βλαστήσει.
Στη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας, είναι αλήθεια ότι ο Αλκιβιάδης δοκίμασε πολλές φορές πλούσια γεύματα απ’ το κυνήγι. Πάντα όμως ξυπνούσε μέσα του ο ίδιος βαθύς πόνος και η σιωπηλή οδύνη που ένοιωθε κάθε φορά που επέστρεφε ο πατέρας του από το κυνήγι, γιατί δεν άντεχε να βρίσκεται αντιμέτωπος με τα άψυχα θηράματα. Το θεωρούσε βάρβαρη εξόντωση, που καλλιεργεί τη βία στη φύση και στη ζωή. Από τις πιο ακριβές αναμνήσεις της ζωής του είναι αυτές οι στιγμές, όπου τον έπαιρνε μαζί του ο πατέρας του στο κυνήγι και τον μάθαινε να μαζεύει μανιτάρια, βρούβες, βολβούς, οβριούς και άγρια σπαράγγια.
.....Χίλια εννιακόσια πενήντα επτά. Έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες με το διαζύγιο του Κλέαρχου. Έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση και ο Κλέαρχος είναι ελεύθερος να παντρευτεί την Ιοκάστη. Είναι αλήθεια πως ο Αλκιβιάδης δεν ξέχασε πως κι ο ίδιος παρά­στεκε κάτι περισσότερο από πνεύμα την ώρα που ευλογούσε ο παπάς το γάμο των γονιών τους. 
Το ζευγάρι το πάντρεψε η εξαδέλφη του Κλέαρχου η θεία Καλλιόπη, ενώ ο γάμος έγινε σε στενό οικογενειακό και φιλικό κύκλο, με δύο μάρτυρες. 
Παρόντες στην πολύ λιτή τελετή ο παππάς του χωριού οι κουμπάροι, δυο τρεις γείτονες και τα αγόρια τους. Ο βενιαμίν ο Ιάσονας στην αγκαλιά της Ιοκάστης, παρών και ο θείος «Πετράν.» 
Ο θείος Πέτρος είναι ο δέκα επτάχρονος τότε μικρότερος ετεροθαλής αδελφός του Κλέαρχου, ένας νεαρός πολύ χαρωπός, πρόσχαρος άνθρωπος, που πάντα τον θυμάται να έχει καλή, χαρούμενη διάθεση, δεν τον έβλεπες ποτέ κακόκεφο.
….. Μέχρι να τελειώσει το δημοτικό ο Αλκιβιάδης είχε ακόμη το επίθετο της οικογένειας της Ιοκάστης. Με τη χελώνα ταξίδευαν τα απαραίτητα έγγραφα. Χρειάστηκαν δυο χρόνια να φτάσουν στον προορισμό τους.
.....Ήταν ένα απομεσήμερο της άνοιξης γλυκό και δροσερό, ύστερα από τη μεσημεριανή βροχή που βρισκόταν σ’ ένα γυμνό πλάτωμα της ρεματιάς, στο γυρισμό από το καθημερινό σχολειό του. Μια ώρα δρόμο για τα παιδικά του τα πόδια. Στο πρόσωπο του φυσούσε απαλό βοριαδάκι, που ερχόταν μέσ’ απ’ τους λόφους και τα πετροβούνια, με τις σταχτιές κορφές, και τα πράσινα πλατώματα. Απάνω απ’ το κεφάλι του ένα υπέροχο ουράνιο τόξο είχε στηθεί, και μακριά στον ορίζοντα μουγκές αστραπές σκιρτούν κατά διαστήματα σαν πλοκάμια αράχνης, και η κυματιστή βροχή που έπεφτε απαλά τριγύρω από νωρίς στη ρεματιά και στις πλαγιές είχε τώρα σταματήσει. Ο τόπος γέμιζε με λουλούδια από τις αμυγδαλιές και τις αχλαδιές της ρεματιάς, και στο βάθος προς τη δύση στεκόταν τα αχνογάλαζα βουνά και με τη θάλασσα στα νοτιοανατολικά. Η κορυφή του Κούνου σκεπασμένη με ανάλαφρη πάχνη. Ακούει μονάχα τις πέρδικες να κακαρίζουν και τα κελαηδοπούλια που τραγουδούν. Ακούει ακόμα κουδούνια από κοπάδια και το θρόισμα του ανέμου που ακολούθησε τα σύννεφα σπρώχνοντάς τα προς τα βορειοδυτικά, ένα αεράκι που ’κανε τα φρέσκα αγριόχορτα πλάι στα μονοπάτια και στους ίδιους τους αγρούς να κουνιούνται απαλά.
Η ρεματιά τώρα είχε πάρει ένα χρυσαφί χρώμα, ένα γαλάζιο χρυσαφί, σκεπασμένη από την αντανάκλαση του φωτεινού ουρανού, με την άνοιξη που διαβαίνει σκορπίζοντας πνοή στα μυρωδάτα χόρτα στις ντελικάτες άσπρες μαργαρίτες, κι ο χρόνος ράθυμα απλώνει τις στιγμές του και αποκοιμιέται μέσα στις παπαρούνες.  Πιο χαμηλά οι τρίλιες των μελισσοφάγων μέσα στα δέντρα έδιναν μελωδική ζωντάνια στον τόπο και συνόδευαν το απαλό θρόισμα του βοριά. Εικόνες και ήχοι που πραγματικά «μαγεύουν». Στο φαράγγι υπήρχε άφθονο νερό από τις τελευταίες βροχές του Απρίλη. Η δυνατή μυρωδιά από τις ιτιές της ρεματιάς και της υγρής κοπριάς γέμιζαν τα ρουθούνια του. Κατεβαίνοντας ακόμη χαμηλότερα ακολουθεί τις αυλακιές δίπλα στην ελικοειδή νησίδα από χορτάρι στη μέση του μονοπατιού. Κι από τις δυο πλευρές της ρεματιάς, οι αγκαθωτές, κλειστές ακόμα ροζέτες των γαϊδουράγκαθων στέκονται ίσαμε με το μπόι του. Ο Αλκιβιαδης φτάνει στο χαλικόστρωτο δρομάκι, το πλαισιωμένο από κόκκινες παπαρούνες που φωλιάζουν ανάμεσα στα χαλίκια, και το μονότονο μουρμουρητό των μικρών χειμάρρων χάιδευε τώρα πιο έντονα τα αυτιά του. Τα σύννεφα ψηλά στη δύση έμοιαζαν μπαμπακένιες τούφες σκορπισμένες στον ουρανό και περαστικά πουλιά περνούσαν κοπαδιαστά, από  ψηλά και χάνονταν πίσω απ' τις κορφές των βράχων, και πέρα στις βουνοκορφές και το ελαφρό αεράκι σχημάτιζε μικρά κύματα που ζωντάνευαν τα γύρω δέντρα. Του άρεσε πολύ το ανοιξιάτικο στοιχείο. Ήταν ικανός να κάθεται ώρες ακίνητος να χαζεύει τη φύση. 
Το αεράκι της ποταμιάς του χάιδευε το μέτωπο, ο ανοιξιάτικος ήλιος κατηφόριζε βαριεστημένα δυτικά προς το λακωνικό κόλπο φωτίζοντας απαλά την πρασινάδα της λαγκαδιάς όταν το βλέμμα του ακολούθησε μια έντονη σκιά μέσα στη σκιά απ' ένα περαστικό σύννεφο πάνω απ’ τους λόφους. Η σκιά σε κοντινή απόσταση μετατρέπεται στη φιγούρα ενός πολύχρωμου ψηφιδωτού. Τον πρωτοείδε να ξεπροβάλλει αργά μέσα από μια συστάδα από σκίνα και πουρνάρια στα δεξιά του, σαν σκιά στην αρχή πετώντας νωθρά, κυματιστά, ανοίγοντας χαρακτηριστικά αργά τις φτερούγες του, σαν πεταλούδα, αναδεικνύοντας με χάρη τούς πολύχρωμους σχηματισμούς των φτερών του. Προσγειώθηκε και αναπαύεται στη διχάλα της μικρής συκιάς απέναντι στα κτήματα του Λουκά του Αρώνη. Ο Αλκιβιαδης κοντοστάθηκε έμπλεξε τα δάχτυλά του κι άρχισε να το παρατηρεί. Ήταν ένα πολύ όμορφο πουλί με υπέροχο φτέρωμα, που τώρα ραμφίζει το πτέρωμα του αερίζοντας το. Ένα πουλί -από τις εξωτικότερες μορφές πουλιών- της λακωνικής γης. Ένας τσαλαπετεινός (Upupa epops) από τα πιο εντυπωσιακά πουλιά της φύσης, που ξεχωρίζει από το μακρύ λοφίο του με τις μαύρες μύτες. Τον πρωτοείδε να ξεπροβάλλει αργά μέσα από μια συστάδα από σκίνα και πουρνάρια στο μπροστινό χαντάκι πετώντας νωθρά, κυματιστά, ανοίγοντας χαρακτηριστικά αργά τις φτερούγες του, σαν πεταλούδα, αναδεικνύοντας με χάρη τούς πολύχρωμους σχηματισμούς των φτερών του. Ο Ήλιος που τώρα χαμήλωνε πέρα στα δυτικά πάνω από τον Κούνο λούζοντας στο γέρμα του με μια καθάρια ακτινοβολία γύρω του, έκανε τα πλουμιστά χρώματα του τσαλαπετεινού να λαμπυρίζουν στις κομψές καμπυλωτές γραμμές του.
Αυτός λουσμένος από τη δροσιά της ανοιξιάτικης μέρας ένοιωθε μια απίστευτη ευχαρίστηση να φουσκώνει σαν την παλίρροια μέσα του όταν ήδη είχε φθάσει στις παρυφές του Μεγάλου Ρέματος, στο μέσον της διαδρομής από τα Κουλέντια στα Μπουμπουτσέλια σε ένα μέρος όπου η στροφή στην κοίτη του ρέματος σχημάτιζε μια μικρή λιμνούλα. Γύρω-γύρω φύτρωναν καλάμια, σφεντάμια και φτέρες κι από πάνω τους κρέμονταν τα φύλλα μιας μεγάλης φτελιάς  και ολόγυρα το ανοιξιάτικο χορτάρι ήταν πολύ μαλακό και πράσινο.   
...... Στάθηκε μια στιγμή να αφουγκραστεί. Όχι αυτό που αφουγκράζεται δεν είναι μουρμουρητό χειμάρρου. Έτσι ακίνητος αυτό-συγκεντρώθηκε, αγναντεύοντας το μονοπάτι με τεταμένη προσοχή. Όλη του η ψυχή είχε πάει στα μάτια. Ανοιγμένα, ακίνητα δεν έκαναν ούτε δεξιά ούτε αριστερά, καρφώνονταν με ένταση στο μεγάλο νερόλακκο στην άκρη του μονοπατιού εκεί που το διέσχιζε ο μικρός χείμαρρος και ζητούσαν απαντήσεις. Ο θόρυβος του μικρού χειμάρρου τον εμποδίζει να ακούσει καθαρά τα βογκητά.
Να κάτι σύρθηκε στα δεξιά του. Έμεινε στην αρχή άφωνος και κοιτούσε σαν χαμένος, ύστερα άρχισε σιγά-σιγά να καταλαβαίνει. Του 'ρθε να ξεφωνίσει. Μέσα στη λιμνούλα που είχε σχηματίσει ο χείμαρρος βρίσκεται φαρδύς-πλατύς ο Μπάρμπα Παναγιώτης ο γείτονας τους ένας εβδομηνταπεντάρης ψηλός, λεβεντόκορμος και καλοσυνάτος γέροντας. Ανακυλιέται ξαπλωμένος στα νερά μ’ ορθάνοιχτα χέρια και πόδια. Βογκάει βαριά. Σαν πεθαμένος που πήρε αναβολή. Προσπάθησε να του μιλήσει του γέροντα, αλλά μάταια μόνο μικρά μουγκρητά ήταν η απάντηση που έφτανε στ’ αφτιά του. Το θέαμα τον τρομοκράτησε, ακούγοντας την βαριά αναπνοή του γέροντα.
Ξυπολήθηκε και βούτηξε στα ρηχά νερά. Λίγο έλειψε να τον αφήσει ξερό από την μπόχα του κρασιού που ανέδυε η αναπνοή του γέροντα. Προσπάθησε να τραβήξει το τεράστιο κορμί έξω από το χείμαρρο χωρίς αποτελεσματικότητα, δεν τα κατάφερε, έσκυψε το κεφάλι του, δεν άντεχε άλλο κουράστηκε, εξαντλήθηκε. Το κορμί του γέροντα είχε γίνει δυο φορές βαρύτερο με τα βρεγμένα και λασπωμένα ρούχα του.
Ήταν πρώτη του φορά που άκουγε άνθρωπο να βογκίζει έτσι. Ένοιωθε τους σπασμούς του κι άκουγε τη βαριά ανάσα του. Ήξερε πως αν δεν τον ανασύρει ήταν χαμένος.
Από την προσπάθεια, έπεφτε πίσω λαχανιασμένος και πάνω που έλεγε πως απόκαμε, πως άχνα πια δεν μπορούσε να ξεστομίσει, χαλάρωνε για λίγο, έμενε να κοιτάζει κι έπιανε ξανά τη προσπάθεια εκεί που την είχε αφήσει. Έσφιξε τα χέρια του ξανάσκυψε στο πλευρό του γέροντα προσπάθησε μ' όση δύναμη μπορούσε να τον ανασύρει.
Ο κόσμος γύρω του σκοτείνιασε. Άπλωνε τα χέρια σαν τυφλός, σωριάστηκε στην άκρη. Δεν άντεχε άλλο, κοντοστάθηκε ανήμπορος πια, να συνεχίσει την αγωνιώδη προσπάθεια.
«Δεν μπορώ να τα καταφέρω μόνος μου.» Παραμιλάει και ένοιωθε τόσο μόνος. 
«Πρέπει να τα καταφέρεις.» Είναι αυτή η φωνή που του ψιθυρίζει.
Η σαγήνη του τοπίου γύρω του δεν ήταν παρά μόνο μια ψευδαίσθηση, και τίποτα δεν συγκρινόταν με την αγωνία και τη μοναξιά του της στιγμής αυτής. Η θλίψη του ήταν αβάσταχτη.
Ένοιωθε στο λαιμό του την αγωνία του πάθους για την ζωή που χαροπαλεύει εκεί μπρος του, είναι το εμπόδιο που πρέπει να ξεπεράσει και αρνιόταν να την αποχαιρετήσει. Χοντρές στάλες ίδρωτα από το πρόσωπο του έσκαγαν πέφτοντας στο νερό. Ανακάθισε αποκαμωμένος για να ανακουφίσει από τον πόνο τους καταπονεμένους μύες και να μαλακώσουν από την ένταση.
Ξαφνικά ανεπαίσθητος, αμυδρός ήχος σαν κύμα ελπίδας τον διαπέρασε και γεννήθηκε μέσα του.. Στριφογύρισε και αφουγκράστηκε προσεκτικά. Μονότονα επαναλαμβανόμενος θόρυβος ερχόταν από το βόρειο μέρος της πλατωσιάς, μέσα απ’ το σύδεντρο. Του ήρθε στο μυαλό η εικόνα από το μεγάλο κτήμα με τα λιόδεντρα που εκτεινόταν στη βόρεια πλαγιά της ρεματιάς και με μια σειρά από κυπαρίσσια στο σύνορο του. Εκεί λοιπόν στο απέναντι πλάτωμα ένας νοικοκύρης του χωριού, ο Κυρ Λουκάς ο Αρώνης βρισκόταν στο κτήμα του  και έκοβε ξύλα για το τζάκι του.  
Αναγάλλιασε η καρδιά του. Τι τύχη κι αυτή, ξαφνική, απρόσμενη.
Το λιγνό κορμί του τρανταζόταν από του λυγμούς σαν κάποιον που παλεύει απελπισμένα να καταφέρει κάτι και παλεύει με νύχια και με δόντια.
Έτρεξε εκεί στην άκρη του κτήματος με ανοικτά τα χέρια σα να 'τρέχε να αγκαλιάσει κάποιον. Τα χείλη του σάλευαν χαμηλόφωνα, απεγνωσμένα ζητούσαν βοήθεια. Η λαχτάρα του ήταν τόσο μεγάλη που δεν άργησε να νιώθει τις κινήσεις του να τον παρασύρουν σαν το κύμα της θάλασσας. Δυσκολευόταν να αρθρώσει τις λέξεις. Όμως τότε μια εξωτερική δύναμη τον κυρίευσε, σήκωσε το κεφάλι και μια κραυγή έσκισε τον αέρα σαν να έβγαινε μόλις από τη σήραγγα που συνδέει τη ζωή με το θάνατο.
Μια κραυγή αγωνίας ήταν η νεανική φωνή, λαχανιασμένη ενός απελπισμένου παιδιού που παλεύει απελπισμένα να καταφέρει κάτι, όταν πια έχει λυγίσει και μοιάζει ανήμπορο, μοιάζει να έχει παρατήσει την προσπάθεια. 
««Μπάρμπα- Λουκά, μπάρμπα- Λουκά! Βοήθεια!!! βοήθεια!!!» φωνάζει. 
«Εδώ, εδώ! Ο μπάρμπα Παναγιώτης πνίγεται. Βοήθειαααα!» φωνάζει πάλι και παλεύει απελπισμένα.
Ο Κυρ Λουκάς την κραυγή την άκουσε και ευτυχώς, ήταν ο μόνος μάρτυρας εκείνης της σπαρακτικής κραυγής εκεί καταμεσής της ερημιάς του Μεγάλου Ρέματος.
Ο Αλκιβιάδης με τα μάτια του θολά ήταν δύσκολο να δει, δεν ξεχώριζε καθαρά τώρα ολόγυρα του.
Ακόμη ο ήλιος του λάμπει αμυδρά μέσα από μια πρασινοκόκκινη ομίχλη. Ήταν σα να 'βλέπε γύρω του τα βράχια, τη ρεματιά τα δένδρα μέσα από τα τοιχώματα μιας πυκνής ομίχλης. 
Το νερό στο ρέμα ένιωθε πως δεν έτρεχε πια παρά μόνο έτρεχαν τα μάτια του, που μπόρεσε να βρει τόσο ανέλπιστα βοήθεια. 
Μετά από επίμονες προσπάθειες το κεφάλι του γέροντα άρχισε να παίρνει ζωή, όμως ήθελε βοήθεια για να σταθεί στα πόδια του. Ο κυρ Λουκάς τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. «Θηρίο είναι ο γέροντας. Για βοήθησε με να τον κρατήσουμε απ' τους ώμους του». Ο κυρ Λουκάς γονάτισε τον έπιασε πάνω στους ώμους του,- ο γέροντας έβγαλε ένα μουγκρητό,- έπειτα τύλιξε  το χέρι του γύρω απ’ τον λαιμό του- κι ο γέροντας έβγαλε ένα δεύτερο μουγκρητό. «Σήκωσε το χέρι σου». του λέει. Ο Γέροντας μούγκρισε για τρίτη φορά. «Εντάξει, σήκω». Τον βοήθησαν να σταθεί καθιστός καθώς ακολούθησαν περαιτέρω μουγκρητά. Όταν είχαν καταφέρει να σώσουν τον μπάρμπα Παναγιώτη, η ανησυχία του Αλκιβιάδη καταλάγιασε, μια ζεστασιά τύλιξε το κορμί του και για λίγο έγειρε να ξαποστάσει.
Ο ήλιος κόντευε να δύσει. Στο ανάλαφρο πορτοκαλί ηλιόφως και στον απογευματινό ουρανό αργοκυλούσαν αριόλευκα τα σύννεφα του Απρίλη. Πέρα στα μακρινά βουνά της Ανατολής είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Μ’ όλη την ομορφιά του, το τοπίο ήταν θλιμμένο μοναχικό, του έφερνε την αίσθηση ενός ανεμόδαρτου ερήμου κόσμου. Καθώς ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τις κορφές του Κούνου, ο αέρας έγινε πιο κρύος. Ο Αλκιβιαδης ένιωσε τα κουρασμένα μπράτσα του ν’ ανατριχιάζουν, φόρεσε τα παπούτσια του, χτύπησε το λερωμένο πανωφόρι του πάνω στον κορμό της φτελιάς για να τινάξει όσο περισσότερο χώμα μπορούσε κι έπειτα το ξαναφόρεσε. Στον αέρα πλανιόταν πάλι η μυρωδιά της βροχής κι ήξερε πως έπρεπε να βιαστεί πριν αρχίσουν να πέφτουν οι πρώτες στάλες, όμως δεν του πήγαινε η καρδιά να τρέξει και να μην συνοδεύσει εκείνο το γέρικο, κουρασμένο πρόσωπο του μπάρμπα Παναγιώτη. Εντελώς σαστισμένος και σοκαρισμένος, αφού τρόμαξε να συνέλθει ο γέροντας, μάζεψαν το συμπαθητικό τετράποδο που βοσκούσε το παχύ πράσινο γρασίδι πλάι στα καλάμια και κίνησαν με τα πόδια για τον οικισμό, όταν το φεγγάρι είχε ανατείλει για καλά..
Την επομένη μάθανε ότι ο μπάρμπα Παναγιώτης συμμετείχε σε φιλική κρασοκατάνυξη στο χωριό και επέστρεφε στον οικισμό τους καβάλα στο γάιδαρό του. Εκεί στο πέρασμα του χειμάρρου το συμπαθές αλλά αφιλότιμο ζώο ξεφορτώθηκε το βάρος που κουβαλούσε σκνίπα στο μεθύσι.
Ο μπάρμπα Παναγιώτης, εκτός του ότι ήταν παλικάρι στις χειρονακτικές εργασίες, ήταν και γερό ποτήρι. Ποτέ δεν έλεγε όχι στο κρασάκι του Θεού και τιμούσε πάντα με την παρουσία του τους φίλους που τον προσκαλούσαν, δεν έφερνε καμία αντίρρηση. Φαίνεται λοιπόν πως βρήκε καλή παρέα, καλό κρασί και λογικά το έτσουξε λίγο παραπάνω.Στην ταβέρνα υπήρχε κρασί και πολύ κέφι και όπως ήταν όλοι ξέγνοιαστοι και χαρούμενοι, απορροφημένοι από τα δικά τους μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο, νιώσανε άρχοντες του παλιού καιρού. Ταβλωθήκανε με τις ώρες, πέρασε η ώρα χωρίς να το πάρουν χαμπάρι. Σφουγγάρια οι αθεόφοβοι, κανείς δεν ήθελε να το σταματήσει νωρίτερα γιατί τότε δεν θα είχε συμβεί αυτό που ακολούθησε με το ατύχημα του μπάρμπα Παναγιώτη. Κακός σύμβουλος το κρασί.
Αν κανείς δεν τον τύχαινε, να τον απελευθερώσει τότε ήταν καταδικασμένος, εκεί στην άκρη της γούρνας στη ρεματιά. Τα βροχόνερα που κατέβαιναν από τη πλαγιά, συνέχιζαν να ανεβάζουν τη στάθμη, γίνονταν χείμαρρος ορμητικός, θα τον παρέσερναν μαζί τους.
Θυμάται τα λόγια του γέροντα, μέρες αργότερα καθισμένοι στη δυτική πλαγιά του χαμηλού λόφου του Αγίου Παντελεήμονα, γιατί ο γέρος αγαπούσε πολύ να βλέπει το ηλιοβασίλεμα, καθώς τον κοίταζε, χαρούμενος και ζωηρός. Ο γέροντας ένοιωθε να ξεχειλίζει από χαρά, για τη μεγάλη του τύχη, που έσμιξαν οι δρόμοι τους και είχε αίσιο τέλος το θλιβερό του ατύχημα. Τα μάτια του άστραφταν γαλήνια, τον κτύπησε στοργικά στην πλάτη, η φωνή του ήταν τρυφερή, χωρίς ν’ αστειεύεται, ακουγόταν ευγενική και στενοχωρημένη.  
«Η μοίρα όλων μας είναι εδώ και ξέρουμε πως είμαστε δέσμιοι της δύναμης της. Κάνεις δεν ξέρει το γιατί. Είχα όμως μεγάλη τύχη, που εσύ βρέθηκες και στάθηκες κοντά μου, στην καμπή της μοίρας μου». Μίλησε κάμποσο ακόμη για τα γεγονότα και για το πώς οι μοίρες τους ήταν αλληλένδετες, και ότι ήταν ο ευεργέτης του. «Άλλη μια μέρα πάει» συνήθιζε να λέει αναστενάζοντας «και ποιος ξέρει τι θα μας ξημερώσει αύριο, ε, γιε μου;».
Ένα κύμα ευτυχίας τον αγκάλιασε, έσκυψε το κεφάλι χαμογέλασε ντροπαλά, με ταπεινότητα. Ήταν η πρώτη του φορά που άκουγε τον Μπάρμπα Παναγιώτη να μιλάει έτσι. Τότε ένιωσε τη ζεστασιά ενός ρυτιδιασμένου χεριού που αγκάλιασε το λιγνό κορμί του! Μια ζεστασιά ν' απλώνεται μέσα του, στην καρδιά του. Εκείνες τις στιγμές ένιωθε μόνο μια περηφάνια με ότι είχε βιώσει. Έστρεψε τα μάτια του, όσο κρατούσε η σιωπή κι άπλωσε το βλέμμα του στο κτήμα με τα λιόδεντρα που εκτεινόταν στη δυτική πλαγιά του οικισμού, έμεινε να κοιτάζει εκεί, μέχρι που δεν 'βλέπε πια, γιατί τα μάτια του είχαν θολώσει. Έμεινε βουβός, ακίνητος, χωρίς να βγάλει λέξη. Ήθελε να πει πολλά μα δεν μπορούσε το στόμα του να σαλέψει, και σε μια στιγμή έβαλε την παλάμη του ανάστροφα και με τον καρπό της σκούπισε τα δάκρυα.

 
Web Informer Button