ADS

click to open

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

Ap' Tin Paidikotita Stin Efivia! Epilogue:

Τον Αλκιβιάδη κοινωνικοοικονομικοί και οικογενειακοί λόγοι... και όχι μόνο τον ώθησαν να εγκαταλείψει οριστικά το λύκειο. Σκέφτεται μη ρεαλιστικές τις προσδοκίες για συνέχιση στις σπουδές του, κρίνοντας αντικειμενικά, ως ανυπέρβλητα τα εμπόδια που αποφέρουν οι οικονομικές δυσκολίες και η έλλειψη οικονομικής υποστήριξης από το οικογενειακό περιβάλλον. Έτσι, θεωρούσε τον εαυτό του ευάλωτο και έλαβε την απόφαση να παραιτηθεί από τη συνολική προσπάθεια ολοκλήρωσης των σπουδών του και μετά το λύκειο προς μεγάλη απογοήτευση της Κύπριας καθηγήτριας φιλολόγου του που αλλιώς την φανταζόταν την σταδιοδρομία του. (Όχι πάντως ναυτικό και δη μηχανικό...  Κάτι για ρεπόρτερ του έλεγε. Δημοσιογράφος εννοείς; τη ρωτούσε.) «Για κάποιους ανθρώπους τα γράμματα γίνονται πολυτέλεια όταν το μόνο που τους έχει απομείνει είναι η περηφάνια της φτώχειας τους.» Και άντε και πώς να το ανακοινώσει στην Ιοκάστη που τον έβλεπε να παίρνει τα γράμματα και καμάρωνε. Έβλεπε στο γιο της τα διψασμένα για γνώση μάτια της.
Από τα παιδικά του χρόνια, ο Αλκιβιάδης ήταν φορτωμένος με ευθύνες και έπρεπε να αγωνιστεί σκληρά για το ψωμί του, αφού η Ιοκάστη του και ο Κλέαρχος ήταν φτωχοί και δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν στον ανήσυχο Αλκιβιάδη μια ανώτερη εκπαίδευση, που απαιτεί αρκετό χρόνο και δέσμευση σε έναν συγκεκριμένο στόχο. Το «εδώ και τώρα» να αποκτήσει επαγγελματικη επιτυχία γίνεται περισσότερο σημαντική όταν σκέφτεται πόσο μακρινή είναι η εκπλήρωση του απώτερου στόχου.
.....Πού να ’ξερε η δόλια η Ιοκάστη πως για το φτωχόπαιδο του παλιού εκείνου καιρού, τα τρύπια και χιλιομπαλωμένα παντελόνια του θα γίνονταν αιτία να του κλέψουν τον ήλιο της ελπίδας που δεν έμαθε πολλά γράμματα, και ξένες γλώσσες. Γιατί, πού να περισσέψουν λεφτά για καινούριο παντελόνι, τότε που η φτώχεια κυνηγούσε τους ανθρώπους. Αυτά τα τρύπια, τα χιλιομπαλωμένα παντελόνια που φορούσε από ανάγκη και περισσή ανέχεια, έγιναν η αιτία ώστε ο Αλκιβιάδης στην προεφηβική του ηλικία να νοιώθει άβολα και ν' αρνείται να πηγαίνει στο φροντιστήριο των αγγλικών και των γαλλικών βρίσκοντας χιλιάδες δικαιολογίες για να μην στεναχωρεί την Ιοκάστη, που του τα παρείχε δουλεύοντας πολύ σκληρά και πολλές ώρες..και σήμερα την ευγνωμονεί, γιατί ακόμα του θυμίζουν το καθήκον και τη θέση του μέσα στην κοινωνία, κάθε φορά που πάει να ξεχαστεί.
..,, Απλώς τελείωσε μια νυκτερινή σχόλη εργοδηγών μηχανολόγων.. Υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του ως υπαξιωματικός στο τεχνικό κλάδο στα τεθωρακισμένα. Με το τέλος της στρατιωτικής θητείας επέτυχε πρόσληψης στο τεχνικό τμήμα της ολυμπιακής αεροπορίας αλλά δεν τον ικανοποιούσαν την εποχή εκείνη οι μισθολογικές προοπτικές και αποφάσισε να μην αποδεχθεί την πρόσληψη. Με το πτυχίο του εργοδηγού μηχανολόγου, φοίτησε ένα χρόνο στις  ακαδημίες των εμποροπλοιάρχων ώστε να ακολουθήσει το επάγγελμα του ναυτικού. Τον κέρδισε η θάλασσα το παιδικό του όνειρο, παρασύροντας τον στα πιο μαγευτικά ταξίδια. Κι’ η θάλασσα τον δέχτηκε στην αγκαλιά της. Την συνέχεια των σπουδών που πολύ την επιθυμούσε, ήταν πλέον ένα όνειρο παραγκωνισμένο στο χώρο της φαντασίας.
Ίσως κάποια μέρα.
Ίσως.
Μα εκείνη η μέρα δεν ήρθε, δεν παρουσιάστηκε ποτέ. Τώρα που έχει τα τριπλάσια χρόνια, κυνηγάει την παιδική ηλικία που δεν είχε, και γι' αυτό του αρέσουν οι παιδικές περιπέτειες.
Ο Κλέαρχος η Ιοκάστη με τον Τηλέμαχο και τον Ιάσονα μετακόμισαν στην Αθήνα το διάστημα της στρατιωτικής θητείας του Αλκιβιάδη.
Η Ιοκάστη. Η υπέροχη μητέρα τους.
Απεβίωσε στα εξήντα επτά της χρόνια σε πολύ καλή φυσική και πνευματική κατάσταση και καλή φυσική σωματική δραστηριότητα, από αιφνίδιο θάνατο (την πρόδωσε η αγνή καρδιά της) που ξάφνιασε τόσο το γιατρό της, καθώς και όλους τους άλλους γύρω τους.
Του Αλκιβιάδη υπάρχουν ακόμη μέσα στο μυαλό και στην ψυχή του αναμνήσεις, εικόνες της και συναισθήματα από το παρελθόν τους που έχουν χαραχτεί βαθιά μέσα του και δεν ξεχνιούνται, αν και έχουν ξεθωριάσει και δεν είναι τόσο ζωντανές με το πέρασμα του χρόνου, που τις κουβαλά ακόμα και σήμερα. Οι αναμνήσεις είναι συνυφασμένες με το παρελθόν του και το παρελθόν του καθορίζει άμεσα το παρόν και το μέλλον του.  Η Ιοκάστη του είναι μια ανάμνηση που για αυτόν σημαίνει κάτι θετικό, κάτι που θέλει να θυμάται για όσο ζει, κάτι που βίωσε και τον έκανε ευτυχισμένο και η ανάμνηση της βρίσκεται σε μια γωνιά της ψυχής και του μυαλού του και τον συντροφεύει να έχει το ψυχικό σθένος για να πετύχει, να είναι αισιόδοξος, τολμηρός και δυνατός όπως αυτή τον συμβούλευε. Το αποτύπωμα που άφησε, δεν ξεθώριασε! Μέσα του «φωσφορίζει» να του την θυμίζει ανελέητα και να 'ρχεται στα χείλη του ψιθυριστά πόσο τους λείπει....
Επέστρεψε εσπευσμένα από το Χιούστον των ΗΠΑ όπου βρισκόταν.
Δεν τα κατάφερε! Δεν πρόλαβε να την ασπαστεί αν και έτρεξε να αγκαλιάσει για τελευταία φορά το άψυχο σώμα της. Αν και το επιθυμούσε.
Ο άνεμος της μνήμης γέμισε μελαγχολική σκόνη το μυαλό του και αμέσως το πρόσωπό του σκοτείνιασε ενθυμούμενος την εικόνα της πρόωρα χαμένης μητέρας του. Ο πόνος του ξεχείλισε για μια ακόμα φορά και τα μάτια του άρπαξαν φωτιά. Είχε καιρό να κλάψει, παρόλο που η σκέψη της τον βάραινε διαρκώς. Από εκείνο το μελανό δευτερόλεπτο που έμαθε για τον αιφνίδιο θάνατό της, μια σκιά σαν κοράκι ήρθε και κάθισε μόνιμα στην ψυχή του. Άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν, ζητώντας να ξορκίσει την προσωπική του τραγωδία. Αν τον έβλεπε από μια γωνιά του σύμπαντος, σίγουρα θα τον καμάρωνε. 
Τον πρώτο καιρό τις νύχτες που το φεγγάρι έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα, μες στα βαθιά μεσάνυχτα σαν λύκος μοναχικός, σερνόταν κρυφά μέσα από τους ίσκιους και τρύπωνε σαν φάντασμα στην τελευταία κατοικία της.
Ήθελε να είναι ολομόναχοι οι δυο τους, πλησίαζε αθόρυβα, εκεί που εκείνη κοιμόταν ήσυχα και γαλήνια. Να τα πούνε. Και να μην τους ακούει κανείς. Στεκόταν πάνω από την λιτή μαρμάρινη πλάκα, η ψυχή του κομμάτια. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έφυγε τόσο νωρίς, έτσι ξαφνικά, χωρίς ένα αντίο, χωρίς μια λέξη… Περίμενε εκεί….Κλαίει, μ' έντονο, γοερό κλάμα και τα δάκρυα που καίγανε χύνονται ζεστά απάνω στο κρύο μάρμαρο. Γονατιστός επάνω της και αναρωτιόταν «Γιατί;»  Καμία απάντηση από πουθενά. «Που πήγε η γαλήνη και η ηρεμία σου. Γιατί χάθηκε η ομορφιά της ψυχής σου; Γιατί; Χάθηκαν τα χάδια σου τα τρυφερά.» 'Όταν ήταν μικρός, ερχόταν ακροπατώντας στο κρεβάτι του λίγο πριν κοιμηθεί, για να τον σκεπάσει. Του χάιδευε τα μαλλιά, τον μύριζε απαλά, τον ασπαζόταν τρυφερά όπως μόνο μια μάνα ξέρει και πήγαινε να ξαποστάσει από την κούραση της ημέρας. Πέρασαν κιόλας τριάντα πέντε χρόνια, συλλογίστηκε. Έτσι απλά! Σαν ένα ανοιγόκλεισμα του ματιού. Κι ένοιωσε στο μάγουλό του, το φιλί της μάνας του, όπως όταν τον αποχαιρετούσε στο πρώτο του μπάρκο. Θυμάται που στην αρχή κουβέντα δεν ήθελε να ακούσει η μάνα του, μα με τα πολλά του έδωσε την ευχή της. Και πέταξε σαν τα πουλιά κι έφυγε ο Αλκιβιάδης. Τον ξεπροβόδισε μέχρι το αεροδρόμιο που ετοιμαζόταν να σαλπάρει για τον Περσικό κόλπο και δεν έλεγε να τον αφήσει από την αγκαλιά της, τα μάτια της έτρεχαν βρύσες η καρδιά της πήγαινε να σπάσει από την τρικυμία των συναισθημάτων που την πλημμύριζαν. «Να πας στο καλό καρδιά μου. Να σε φυλάει ο Άγιος μας, εκεί στα ξένα που πηγαίνεις». Έχωσε μέσα στη τσέπη από το σακάκι του ένα φυλακτό. Η Ιοκάστη κοιμόταν και ξύπναγε με το μυαλό της στις θάλασσες. Καρτέραγε στο τηλέφωνο η τον ταχυδρόμο για να μάθει ευχάριστα νέα απ' το γιο της. Σημεία το κορμί της το σκεπάζει ο τάφος εκεί που την έσυρε ο θάνατος! Η μνήμη της μόνο δεν κλείνεται στον τάφο!…
......Έφευγε όταν η μέρα χάραζε και ο ορίζοντας ρόδιζε στο βάθος. Έκλεινε τα μάτια και το ξέρει πως δεν υπάρχει γιατί. Έτσι είναι ο κόσμος.
Ο Κλέαρχος.
Απεβίωσε στα ογδόντα πέντε του έτη. Ο Αλκιβιάδης με τα χέρια του ... του έκλεισε τα μάτια όταν αναχώρησε η ψυχή του από το σώμα του, για ν' αναπαυθεί.. (........ αιώνια μετά των δικαίων........)
Ο Τηλέμαχος.
Τελείωσε το Λύκειο,  σταμάτησε όμως εκεί, δεν έκανε ένα βήμα ακόμη να πάρει εφόδια για να προχωρήσει παραπέρα,. Oταν ήταν μικρός μάλλον ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής, δεν υπάρχει παιδί που παίζει μπάλα και να μη θέλει να γίνει ποδοσφαιριστής.  Είχε μεγάλο φυσικό ταλέντο, αλλά ήταν τρομερά απείθαρχος, οπότε το πλάνο αυτό δεν προχώρησε με επιτυχία.  Μετά, και καθώς τα πράγματα σοβάρευαν και οι αποφάσεις έπρεπε να έχουν και κάποιον ρεαλισμό, αυτός παρέμεινε αναποφάσιστος, επιβεβαιώνοντας τη αστάθεια του χαρακτήρα μου. Δεν είχε ιδέα τι μπορεί πραγματικά να του αρέσει, ίσως μόνο μια αίσθηση, αλλά κι αυτή δεν ήταν αρκετή. Υπηρέτησε στις ειδικές δυνάμεις καταδρομών του στρατού. Του Αλκιβιάδη δεν του φάνηκε παράξενο αλλά είχε κάποιους φόβους με την επιλογή του αδελφού του. Πίστευε ότι δεν ταίριαζε με τον ατίθασο χαρακτήρα του να γίνει μέλος μίας επίλεκτης ομάδας καταδρομέων που πρέπει να περάσει από ασκήσεις και γυμνάσια που προκαλούν τρόμο και πόνο και ορισμένες φορές μάλιστα η εκπαίδευση για τα ειδικά αυτά σώματα ξεπερνάει κάθε φαντασία.
Η μετέπειτα επαγγελματική ζωή του πολυτάραχη και ασταθής. Ασχολήθηκε με μια πληθώρα από επαγγέλματα. Από δουλειές του ποδαριού μέχρι επιτυχημένες επιχειρήσεις. Μπορεί να ‘ταν ένα χαρισματικό παιδί, αλλά οδήγησε την ζωή του χωρίς πηδάλιο, ανήσυχος, χωρίς πληρότητα, τελικά βούλιαξε στο βάλτο της καθημερινότητας, με τα σπουδαία του χαρίσματα χαμένα. Από την εφηβική του ηλικία η περιπέτεια ήταν συνυφασμένη με την ίδια τη ζωή μου. Ήταν αυτός απ’ τα αδέλφια που είχε όλα εκείνα τα φυσικά σωματικά χαρίσματα των προγόνων από την πλευρά της μητέρας τους. Ήταν ένας όμορφος άντρας με καστανόξανθα μαλλιά που συνήθως τα άφηνε λίγο περισσότερο μακρύτερα απ' όσο έπρεπε. Τον Τηλέμαχο τον σκότωσε το ίδιο του το πάθος για τη ζωή. Και η ίδια η ζωή τον έδιωξε από την αγκαλιά της. Δε χρειάστηκε και πολύς κόπος για να αναποδογυρίσει το σκάφος παρασύροντας στο βυθό ότι υπήρχε πάνω του. Όταν τον βάλανε κάτω απ' τη γη ήταν μονάχα σαράντα τριών ετών. Χάθηκε έτσι ξαφνικά. Ποιος θα το 'λεγε. Σαράντα τρία χρόνια ανέμελης ζωής που ξαφνικά ένα ύπουλο τσίμπημα στην καρδιά τον σκόρπισε για πάντα.
Λάκισε απ' τούτη τη ζωή χωρίς να τους πει ούτε ένα αντίο.....
 Ο Ιάσονας. ....
Όταν ο Ιάσονας είπε την απόφαση του η Ιοκάστη δεν συμφωνούσε που αποφάσισε να παρατήσει τα γράμματα για μια τέχνη, το θεωρούσε παράτολμη κίνηση για την μετέπειτα ζωή του, θύμωσε πικράθηκε μα η απόφαση του Ιάσονα ήταν αγύριστη... Ο Κλέαρχος που είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον Βενιαμίν τους δεν του έκανε εντύπωση και δεν αντέδρασε στις επιθυμίες του Ιάσονα. Τουναντίον πολλές φορές  έγινε πολύτιμος αρωγός στις προσπάθειες του.
Και ο Αλκιβιάδης καθησύχασε την μητέρα τους. «Αυτό το παιδί έχει έμφυτο μέσα του το δαιμόνιο του εμπορίου, και μην το υποτιμάς, μητέρα» της είπε.
Από έφηβος ξημεροβραδιαζόταν δουλεύοντας τόσο σκληρά που είχε συνηθίσει να κοπιάζει για να πετύχει. Του χρειαζόταν εξάλλου να κάνει βήματα προόδου, για να κλείσει το στόμα της μητέρας τους, η οποία ανησυχούσε σχετικά με το μέλλον του. Ασχολήθηκε ταυτόχρονα με τεχνικές εργασίες υδραυλικών εγκαταστάσεων, και με εμπορικές δουλειές, μειώνοντας με γοργό ρυθμό την απόσταση που χρειάζεται να διανυθεί ως την καταξίωση.
Παντρεύτηκε νεαρότατος και ήδη στη στρατιωτική θητεία του είχε μια κόρη, που έφερε πανάξια το όνομα της μητέρας τους. Υπηρέτησε στην επίλεκτη Μονάδα της Προεδρικής Φρουράς παρ’ ότι δεν ήταν επιλογή του, ούτε το επιθυμούσε.. Απλώς επιλέγει με κριτήρια κυρίως ήθους και σωματικά. Και αυτό ο Αλκιβιάδης νομίζει ότι τα λέει όλα!  Αργότερα ο χαρακτήρας του, το εμπορικό και επιχειρηματικό δαιμόνιο που είχε μέσα του, είχαν σημαντική συμβολή στην προώθηση της κοινωνικής του ευημερίας, με αποτέλεσμα η βελτίωση της ευημερίας του να να συνδεθεί με τη δημιουργία μια όμορφης οικογένειας.
.........Το ταξίδι, η περιπέτεια και η μακριά πορεία τελειώνει σ' εκείνο το μέρος όπου πηγαίνει η φλόγα όταν σβήνει, στο άυλο παρελθόν .
.......... Όταν αρχίζει να σουρουπώνει, παίρνει το μονοπάτι που οδηγεί στην ακτή, όπου κάθεται ώρες ολόκληρες εκεί που σκάει το κύμα, στην άμμο την ποτισμένη από την αλμύρα, και αγναντεύει το πέλαγος. Βλέπει τα  κύματα να παφλάζουν στην αμμουδιά στα πόδια του, τα νιώθει στο ρυθμό του φλοίσβου τους να του ψιθυρίζουν ολόγυρα από το σώμα του. Έκλεισε  τα μάτια του για ν' ακούσει τη μουσική τους μα δεν τ' άκουγε παρά μόνο τον παφλασμό τους. Ήταν η αντάρα της ψυχής του, που βούβαινε τα πάντα γύρω του. Το μυαλό του ανασύρει από τα ξεχασμένα υπόγειά του αναμνήσεις, είναι οι στιγμές που εύχεται να μπορούσε να γκρεμίσει τα σύνορα του Χώρου και του Χρόνου. Αισθάνεται τη μαγεία να αναβλύζει από κάθε κόκκο άμμου στην ακρογιαλιά, να εξαπλώνεται γύρω του με τα κύματα του νερού και του αέρα. Ξαναγυρίζει στα χρόνια της ξέγνοιαστης παιδικότητας, που τα κορμιά τους ήτανε στητά σαν λαμπάδες, τα πρόσωπα αρυτίδωτα σαν χυμώδη φρέσκα ροδάκινα, τα μάτια λαμπερά, γεμάτα φλόγα και το κεφάλι σκεπασμένο από πλούσια ατίθασα μαλλιά.
Τα κύματα του σιγοτραγουδούσαν τραγούδια δίχως μουσική, σφύριζαν σκοπούς δίχως λόγια, με μόνο στόμα, με μόνη γλώσσα κι έκφραση, τη γλώσσα των κυμάτων και εκεί καθισμένος στην αμμουδιά, ταξίδευε με τα καράβια που περνούσαν...
...............................................
Σημείωση Ι: Ο Αλκιβιάδης την εποχή εκείνη δεν έδωσε σημασία στην αφήγηση της Ιοκάστης... το θεώρησε ένα εφήμερο εφηβικό ερωτικό σκίρτημα στο μυαλό της..... για ένα νεαρό Βρετανό στρατιώτη με γκρίζο-πράσινα μάτια.....
Σήμερα που έχει την περιέργεια να αποτυπώσει με ακρίβειά το επεισόδιο...., δυστυχώς ο παππούς η γιαγιά και η μητέρα του.... έχουν προ πολλού αποδημήσει...  
Η ογδοντάχρονη σήμερα θεία του...... (ήταν οκτάχρονη τότε....)  θυμάται πολύ καλά.... ένα νεαρό στρατιώτη βρεγμένο ως το κόκκαλο που εμφανίστηκε στην πόρτα του καταλύματος ξαφνικά ένα πρωινό.... (Παιδούλα... ένοιωσε φόβο στην παρουσία του....) και μερικές λεπτομέρειες ... (πχ... φορούσε μια Πουλάδα μεταλλική - ασημένια;-χρυσή; - που την χάρισε μ' επιμονή στη γιαγιά και ένα φουλάρι που το χάρισε στην αδελφή της.... Ακόμη θυμάται πως είχε αφήσει πίσω του στη θάλασσα έναν νεκρό.....  είχαν πέσει μαζί απ' το αεροπλάνο..)

Σημείωση ΙΙ: Μετά από εκτεταμένη ερεύνα στο διαδίκτυο ... ο Αλκιβιάδης πιστεύει ότι η αποστολή  που..... ταιριάζει με την αφήγηση της μητέρας του.... (Βέβαια το 1943 - 1944..... η μια αποστολή πρακτόρων διαδεχόταν την άλλη.... είχε πήξει ο Πάρνωνας και ο Ταΰγετος στους Εγγλέζους και Έλληνες πράκτορες .... άλλοι έρχονταν.... άλλοι φυγαδεύονταν.....)
πρέπει να 'ταν αυτή................
............20 Μαΐου 1943 έπεσε στον Πάρνωνα ο Άγγλος ταγματάρχης Χέριγκτον με ένα ασυρματιστή και δύο ακόμα, ο ένα εξ αυτών κατά την πτώση σκοτώθηκε................  Πηγή:http://pluton22.blogspot.com/2014/11/
................... Η ίδια με άλλη ημερομηνία.....Τη νύχτα της 12ης-13ης Μαΐου 1943 οι Έλληνες απεσταλμένοι υποδέχτηκαν στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου τη δεύτερη αποστολή, η οποία αποτελούνταν από τον Άγγλο ταγματάρχη Χάρινγκτον και άλλους τρεις αξιωματικούς. Κατά την πτώση με τα αλεξίπτωτα, δύο απ’ αυτούς ο σμηναγός Δρακούλης και άλλος ένας ανθυπολοχαγός, τραυματίστηκαν θανάσιμα.
Πηγή: https://skalalakonias.wordpress.com/2016/05/08/oelasnotialakonia/

***Πηγή … Η Κουμουστά της Λακεδαίμονος…
Θεοδ. Σ. Κατσουλάκου… Παν. Χ. Στούμπου
Εκδοση ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΞΗΡΟΚΑΜΠΙΟΥ......ΣΠΑΡΤΗ 2012
Γ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ
1. Οικογένειες και ιστορική τους παρουσία… Σελίδα 199….

**Kατά την παράδοση ήταν ο πρώτος οικιστής της Ρειχιάς από τις Σπέτσες στα 1795…Βλέπε: Λακωνικαί Σπουδαί… Τόμος 20
Ελευθερίου Π. Αλεξάκη… ΚΡΥΜΜΕΝΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΑΛΒΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟΑΛΒΑΝΟΠΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗ ΒΑ ΛΑΚΩΝΙΑ. (1400-2000)

Τρίτη 4 Ιουνίου 2019

Ap' Tin Paidikotita Stin Efivia! (Part.. 4)

....Το ηλιοβασίλεμα που είναι ταυτισμένο με την ημέρα που φεύγει, ο Αλκιβιαδης, καθισμένος για άλλη μία φορά ακόμη στο παράθυρο του μικρού σπιτιού τους είναι η στιγμή που ατενίζει τον ορίζοντα, τον ήλιο που χάνεται, με το βλέμμα στραμμένο στο νοτιά, στο σημείο του ορίζοντα που νοερά βρίσκεται το γραφικό, μικρό και ήσυχο χωριό του, που έχει περάσει πλέον στο παρελθόν. Ακουμπησμένος στο περβάζι αφήνει το βλέμμα του να σεργιανίσει στα μονοπάτια των αναμνήσεων που φέρνουν συνειρμούς και θύμησες, νοσταλγία και θλίψη. Του αρκεί για λίγο να ξεχαστεί και ν αφήσει να πλανηθεί ο νους στις απαλές κορυφογραμμές του Κούνου και στο Μεγάλο Ρέμα.
Έχουν περάσει πλέον δύο ολόκληρα χρόνια από την εποχή που η οικογένεια του Αλκιβιάδη αποφάσισε να μετοικήσει μόνιμα στο νέο τόπο διαμονής τους στη πόλη της Λαμίας, με την ελπίδα πως αυτός ο νέος τόπος πληρεί όλα τα κριτήρια για να τους προσφέρει ένα πολύ καλύτερο επίπεδο διαβίωσης σε σύγκριση με το φτωχικό χωριό τους.
Στη Λαμία ζούσαν σε μια λαϊκή φτωχογειτονιά, το «Άραπόρεμα,» όπου ο πληθυσμός των ανθρώπων ζούσε εκεί με πολλές δυσκολίες κάτω από ιδιαίτερα πιεστικές συνθήκες, σε συνθήκες φτώχειας. Η οικογένεια καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια μέσα από πολλές μεταπτώσεις να βρουν τον βηματισμό τους και την προσαρμογή τους στις δύσκολες νέες συνθήκες στα νέα δεδομένα.
Η μητέρα τους είναι το πιο αισιόδοξο πρόσωπο που λαμβάνει αισιόδοξα μηνύματα από το νέο περιβάλλον τους και προχωρά με σίγουρο βηματισμό, καταφέρνοντας να εναρμονιστεί με τα δεδομένα της νέα κοινωνίας, και να προσαρμοστεί στις αρχικές αντίξοες συνθήκες που συναντούν.
Υπάρχουν μερικά πρόσωπα που  αποτελούν πρότυπα και σημαδεύουν την ύπαρξή σου, που αγκιστρώνεσαι επάνω τους και σαν έφηβος με την καθοδήγηση τους ψάχνεις να βρεις τις συντεταγμένες σου στον κοινωνικό χώρο.  Πρόκειται για καθημερινούς ανθρώπους που με το παράδειγμά τους σιωπηλά χωρίς επίδειξη, χαράσσουν πορεία για τη ζωή τους επηρεάζοντας και τη δική σου ζωή διαπερνώντας τους πόρους της ψυχής σου.
Ένα τέτοιο πρόσωπο υπήρξε η μητέρα τους, η Ιοκάστη μια απλή γυναίκα του χωριού πραγματικός μαχητής της ζωής με μεγάλη δύναμη ψυχής και γυναίκα πρότυπο ως μάνα, που σήκωνε αγόγγυστα οικογενειακά βάρη και υποχρεώσεις, σε μια ιδιαίτερα απαιτητική εποχή! Δύναμη ψυχική, πνευματική και σωματική, που καλλιέργησε και στα παιδιά της την αυτοπεποίθηση και τη λεβεντιά μέσα τους ώστε αυτά τα εφόδια να γίνουν τα όπλα της προσαρμογής τους σε κάθε περιβάλλον στο μέλλον τους. Από από τον Κλέαρχο αυτό που πραγματικά επιζητούσε  ήταν να σταθεί δίπλα της σύμμαχος στον αγώνα να βρουν το προσανατολισμό τους μέσα απ' το κοινό βηματισμό τους με μοναδικό στόχο την προσφορά στην οικογένεια προκειμένου να έχει επιτυχία αυτή η προσαρμογή και να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης της οικογένειας τους. Τι να πει κανείς γι' αυτή τη γυναίκα, μια μαχητής η οποία δίδαξε θάρρος, και έδωσε αγάπη στα παιδιά της. Ένας μαχητής της καθημερινής ζωής που παρέδωσε μαθήματα δύναμης και δεν το έβαζε κάτω παρά τις όποιες δυσκολίες και που ποτέ της δεν παραπονέθηκε και έγινε ο στυλοβάτης όπου στο πρόσωπο της ακουμπούσε όλη τους η οικογένεια με εμπιστοσύνη. Γυναίκα «λέαινα» που ριχνόταν στη μάχη, διεκδικώντας για τα παιδιά της αυτά που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα. Η εργατικότητά της, η τελειομανία της, ο δυναμισμός της, ήταν ένας φάρος ελπίδας για τα παιδιά της. Αγωνιζόταν ν' αναστήσει τα παιδιά της, να τους προσφέρει και να τα κάνει ανθρώπους σωστούς, χρήσιμους στην κοινωνία. Δούλευε ασταμάτητα όλη μέρα. Ήταν μια ηρωίδα εργαζόμενη μητέρα ήταν το κέντρο της ζωής τους, μια γυναίκα δυναμική, έξυπνη, γενναία, σκληρή, εργατική, ακούραστη. Χαλκέντερη, είχε ανάστημα.. 
Λένε «Το ύψος του ανθρώπου ξεκινά από τα πόδια και φτάνει μέχρι το κεφάλι. Απ’ εκεί και πάνω, ξεκινάει το ανάστημα». Το ανάστημα της Ιοκάστης ήταν πιο ψηλό από το μπόι της. Μέσα από την εργατικότητα και τις πράξεις της εισέπραττε την αναγνώριση και την αποδοχή.
Δυστυχώς ωριμάζοντας οι συνθήκες τα δείγματα του Κλέαρχου δεν έχουν να κάνουν με πολύ μεγάλη προσπάθεια. Τουναντίον αυτή την επίπονη διαδικασία την υπονομεύει συχνά με την αδράνεια του. Ακόμη και όταν οι πρώτες αχτίδες μιας νέας ανατολής αρκετά ενδιαφέρουσας για την οικογένεια έχουν ήδη φανεί δεν είναι αρκούντως παρών σ’ αυτή τη δύσκολη προσπάθεια.!
Ο Κλέαρχος από τα πρώτα χρόνια στη μεγάλη πόλη έδειξε δείγματα λειτουργικής αντιφατικότητας. Αποζητούσε να είναι φίλος με όλους  δεν ανεχόταν τη μικρότητα, ή την κακία και την ατιμία…. είχε εγωισμό και εκεί που είχε ενδιαφέροντα ήταν τολμηρός και δραστήριος. Ταυτόχρονα δεν ήταν αρκούντως ευσυνείδητος και αφοσιωμένος στην οικογένεια του. Εν κατακλείδι, σκιά ήταν τα ελαττώματα του που δεν ήταν δυνατό να εξαλειφθούν. Δεν ήταν αυτό που ορίζουμε φιλόπονος. Δηλαδή δεν ήταν λάτρης της σκληρής δουλειάς. Δεν ήταν αρκούντως εργατικός..
Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ακαμάτηδες στο καφενείο στο χωριό του έλεγαν.  «Αν ήταν η δουλειά καλό θα δούλευε κι ο δεσπότης.»
Επιπλέον ήταν λάτρης του ποδόγυρου αμετανόητος από τα εφηβικά του χρόνια του! Του άρεσε ο γυναικείος ποδόγυρος. Σε ποιον δεν αρέσει άλλωστε; Το μάτι του έπεφτε σε κάθε γυναικείο ποδόγυρο λες και ήταν πεινασμένος. Λες και είχε να δει γυναίκα από την εποχή που η μάνα του τον βύζαινε.
Εργάζεται περιστασιακά φορτοεκφορτωτής και σε όποιον τον ρωτά με τι ασχολείται, απαντά τόσο γενικόλογα όπως θα έκανε οποιοσδήποτε τη βγάζει με δουλειές του ποδαριού και θέλει να το κρύψει.
Τα πρώτα τους χρόνια έμειναν σ’ μια περιοχή από τις παλαιότερες και φτωχότερες γειτονιές της Λαμίας που βρίσκεται σε μια ρεματιά γεμάτη ανηφόρες, καθώς χαρακτηριστικά ήταν τα σκαλοπάτια που υπήρχαν για να προσεγγίζουν οι κάτοικοι τα σπίτια τους. Κάθε άλλο παρά εύκολες ήταν οι αρχικές συνθήκες διαμονής τους εκεί όπου η αυθόρμητη αστική ανάπτυξη και η αυθαίρετη δόμηση γινόταν κανόνας για τη λαϊκή κατοικία σ΄ αυτή τη φτωχογειτονιά της ελπίδας για τα λαϊκά στρώματα.
Αυτές οι δυνατότητες της υποτυπώδους ιδιοκατοίκησης συντηρούσαν την ελπίδα στις φτωχογειτονιές στη περιφέρεια της πόλης.
Κάθε οικογένεια φρόντιζε το «δικό της» κτίσμα, βελτιώνοντας το σταδιακά όσο επέτρεπαν οι αποταμιεύσεις. Πρώτα την μεταμόρφωνε σε «κουκλίστικο» σπιτάκι, έπειτα το μεγάλωνε, και μετά προσέθετε «πανωσηκώματα» για τις επόμενες γενιές. Επίσης πολλοί συντηρούσαν εργαστήρια και οικοτεχνίες με το σπίτι ως βάση, δημιουργώντας μια πολύβουη άτυπη οικονομία. Αυτές οι δυνατότητες της ιδιοκατοίκησης συντηρούσαν την ελπίδα στις φτωχογειτονιές της περιφέρειας της πόλης.
Οι περισσότεροι που κατοικούσαν στην γειτονιά αποτελούσαν φθηνό εργατικό δυναμικό που πήγαιναν στη δουλειά τους με τα πόδια, δεν είχε λεωφορείο η γειτονιά και οι πιο πολλοί ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας. Τούτη η πινακοθήκη ανθρώπων και χαρακτήρων εκπροσωπούσε την αληθινή ζωή της συνοικίας και καταλαβαίνουμε την τεράστια δυσκολία να είσαι φτωχός, όπως η συντριπτική πλειονότητα του κόσμου, που ζούσε εκεί.
Φτωχικά σπίτια κατά μήκος του ρέματος, τα περισσότερα αν όχι όλα χτισμένα με λάσπη και τούβλα και µε θέα στο ρέμα. Μια γειτονιά με αναμνήσεις αλλοτινών εποχών, που παιδιά έπαιζαν ανέμελα κρυφτό, κυνηγητό, ανεβοκατέβαιναν τα σκαλάκια, με τις φωνές τους να αντηχούν στα γύρω στενά και οι μανάδες να μαζεύονται στα πεζούλια για κουβέντα μετά τη λάτρα του σπιτιού. Χαμηλά σπίτια, με μια τουαλέτα στον εξωτερικό χώρο. Αρκετά μεγάλες οι αυλές τότες, πλακοστρωμένες ή όχι, ήτανε καθεμιά κι ένας παράδεισος. Περιβολάκια και παρτέρια ολόγυρα με λογής-λογής λουλούδια, από γιασεμί και σκυλάκια, μέχρι χρυσάνθεμα, μέχρι γαζίες και ξέχωρα αυτά που είναι φυτεμένα στις γλάστρες. Η ύδρευση ήταν ένα από τα βασικότερα προβλήματα. Τα χρόνια εκείνα οι κάτοικοι της γειτονιάς έπαιρναν το νερό από μια δημοτική  βρύση, από όπου το μετέφεραν με δοχεία. Ο ευπρεπισμός των σπιτιών και η φροντίδα της αυλής ήταν βασικό μέλημα των κατοίκων του φτωχού συνοικισμού. Στα πλινθόκτιστα σπίτια ζούσε ένας ολόκληρος κόσμος με μεγάλες στερήσεις, αναζητώντας συνεχώς τρόπους να ομορφαίνει την δύσκολη καθημερινότητά του. Όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, βοηθούσαν ο ένας τον άλλο στις δυσκολίες και τις γιορτές έστηναν γλέντια στις αυλές. Η δύσκολη πρόσβαση λόγω της μορφολογίας του εδάφους με τις ανηφόρες και τις κατηφόρες δεν ενοχλούσε κανέναν.
Το σπίτι παλιό στενόμακρο με τεράστιο κήπο, Μπροστά από την πόρτα της κύριας κατοικίας υπήρχε μια μεγάλη κληματαριά, για να τους προστατεύει από τον ήλιο και τη βροχή ανάλογα µε την εποχή. Λίγο πέρα από την κύρια κατοικία, υπήρχε κήπος µε τριανταφυλλιές, γαριφαλιές, ντάλιες, ζουμπούλια, γιασεμιά, κυκλάμινα και πανσέδες και  πολλά δένδρα. Ένας καταπράσινος κήπος περιφραγμένος με λυγαριές, σκίνα και βάτα. Ακριβώς δίπλα στον χωμάτινο κακοτράχαλο δρόμο αμέσως μετά τη κοίτη του ρέματος όπου τα νερά του απ' άκρη σ' άκρη, στέρευαν το καλοκαίρι.
Οι χειμωνιάτικες λίμνες που στα παιδικά του μάτια έμοιαζαν τεράστιες, μεταμορφώνονται σε γούρνες χάνοντας το πολύ νερό τους και ο ποταμός αυτό το θηρίο του χειμώνα γίνεται ένα καχεκτικό ρυάκι τα καλοκαίρια. Η οικογένεια μένει σε δυο συνεχόμενα ισόγεια δωμάτια. Ένα οι γονείς και το άλλο τα παιδιά. Το υπόλοιπο σπίτι έχει ακόμη δυο συνεχόμενα στη σειρά ισόγεια δωμάτια με τζάκι όπου έμεναν οι ιδιοκτήτες. Τους χωρίζει μια απλή μεσοτοιχία. Η κουζίνα και  τουαλέτα είναι εξωτερικές και κοινές. Στον κήπο υπάρχουν δυο ακόμη κτίσματα που χρησιμεύουν για αποθήκες. Ανατολικά στο σύνορο του κήπου υπάρχει μια μικρή οικία πρόσφατα ανακαινισμένη. Η ιδιοκτήτης  μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας είχε αποβιώσει πρόσφατα και οι κληρονόμοι ευρισκόμενοι στην Αμερική είχαν παραχωρήσει την διαχείριση στους γείτονες τους που συγχώνευσαν τις αυλές και την μικρή οικία την έχουν ενοικιάσει σε μια έφηβη σπουδάστρια.
Δεν θα είχε περάσει ένας χρόνος που η οικογένειας τους είχε ενοικιάσει τα δυο δώματα στο οίκημα και οι ιδιοκτήτες της οικίας αναχώρησαν στην Αθήνα για μόνιμη εγκατάσταση και ταυτόχρονα  ενοικίασαν τα υπόλοιπα δυο δωμάτια τους σ’ ένα ζευγάρι λίγο μεγαλύτεροι από στην ηλικία των γονιών του που αποφάσισαν να έλθουν στην πόλη της Λαμίας από τα ορεινά μέρη του θεσσαλικού κάμπου. Όταν τους είδε για πρώτη φορά, την εποχή εκείνη που αντάλλαξαν γνωριμία με τους γονείς του μέσα από τα ευχάριστα και πλατιά χαμόγελα τους, κοιτάζοντας τους με το πλάι του ματιού του ο Αλκιβιάδης τους έκανε τριανταπεντάρηδες. Ο άνδρας ψηλός, λιγνός, καλοντυμένος κι ευγενής, ήταν όμως στεγνός με λευκή επιδερμίδα και ξανθά μαλλιά. Φορούσε καινούργια ρούχα, το κοστούμι του, από φτηνό γκρίζο ύφασμα, ήταν τόσο καινούργιο, πού διατηρούσε ακόμα την τσάκιση του πανταλονιού και το σακάκι του ερχόταν πολύ φαρδύ. Ο Αλκιβιαδης τον θυμάται ότι συνήθως φορούσε γυαλιά ηλίου, εκινείτο νωχελικά και τόσο αργά που έδειχνε ανίκανος να κάνει οτιδήποτε βιαστικά. Τον φαντάστηκε να καίγεται το σπίτι του και αυτός να κινείται με την ταχύτητα που μεγαλώνει το γρασίδι, για να το σώσει. Η γυναίκα αντιθέτως ήταν μια μπριόζα και, πληθωρική γυναίκα με πλούσιες καμπύλες και μπούστο, κέρδιζε πάντα τις εντυπώσεις. Μια αυθόρμητη παρουσία που με τα πλούσια προσόντα της άφησε κάγκελο τον Κλέαρχο, ο οποίος παριστάνοντας τον αδιάφορο και ντροπαλό στους γύρω του, την κοίταξε με όση λαγνεία χωρούσε το βλέμμα του. 
Εκείνη δεν φάνηκε να ενοχλείται, απεναντίας το λάγνο βλέμμα του Κλέαρχου δεν την άφησε εντελώς ανεπηρέαστη. Τον κοίταξε μ' ένα γυναικείο νάζι και ένα χαριτωμένο χαμόγελο. Η πληθωρική γυναίκα,όμορφη γλυκιά καμωματού, γνωρίζει πολύ καλά πως να ανάβει φωτιές και να ανεβάζει τη θερμοκρασία στα ύψη με το πληθωρικό κορμί και τα πλούσια προσόντα της και να κερδίζει την εκτίμηση του αρσενικού πληθυσμού.
Ο Κλέαρχος από εκείνη την ημέρα την είχε συνεχώς μέσα στο μυαλό του και δεν μπορούσε να την βγάλει. Ένιωθε στο στήθος του η ηδονή να φτερουγίζει και να τον πλακώνει σαν μια σκιά. Ένα πρωτόγνωρο ηδονικό αναρρίγισμα να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του. Εκείνη ήξερε ότι του άρεσε. Κάθε φορά που την συναντούσε η φωνή του λιγώνονταν και όλο του το παρουσιαστικό άλλαζε όψη. Προσπαθούσε να δείχνει ευγενικός και εξυπηρετικός μα αυτή καταλάβαινε την έξαψη του, τον καταλάβαινε πολύ καλά. Ήξερε ότι έριχνε κλεφτές ματιές στο στήθος της, ακόμη πιο κλεφτές ματιές στον πισινό της και πως τα μάτια του επικεντρώνοταν με ηδονική λαχτάρα στα χείλη της. Η νέα γειτόνισσα δεν έχασε καιρό και ικανοποιημένη του χαμογελούσε με υπονοούμενα, γνωρίζοντας καλά τις σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό του και τα λαγγεμένα μάτια της μαρτυρούσαν και την δική της επιθυμία στην ηδονή.
Αυτά τα γλυκά καμώματα τα τρυφερά και παιχνιδιάρικα, έβλεπε ο Κλέαρχος και ηδονικές ανατριχίλες δονούσαν το κορμί του. Την φανταζόταν ερωμένη του που τον ερέθιζε πολύ περισσότερο από την τρυφερότητα και τους ήσυχους, δακρύβρεχτους οργασμούς της Ιοκάστης του.
Τα δυο διαμερίσματα τα χώριζε ένας λεπτός τοίχος με εξαιρετική ηχητική, λες και τα χώριζε μόνο  ξύλο. Ο Κλέαρχος από περιέργεια τα πάντα άκουγε, μόνο ερωτικούς ήχους δεν άκουσε ποτέ. Ούτε καν τρίξιμο κρεβατιού. Είχε αρχίσει να φαντάζεται ότι το ζευγάρι κοιμόταν χωριστά.
Ο Αλκιβιάδης το θυμάται που ένα βράδυ του φθινοπώρου τους χαιρέτησε ο σύζυγός γιατί αναχωρούσε. Θα επέστρεφε στη Θεσσαλία όπου είχε κάποιες οικογενειακές υποθέσεις να τελειώσει, πήρε άδεια από την νέα του εργασία και θα έλειπε ίσως δυο με τρεις εβδομάδες. Και κάπου εκεί άνοιξε η συζήτηση για το αν θα μπορούσαν οι γονείς του μέχρι να επιστρέψει να νοιάζονται και να προσέχουν την σύζυγο του και αν χρειαστεί κάποια βοήθεια να της συμπαρασταθούν.
Μεγάλο λάθος του.
Η Νεφέλη. Είναι το όνομα της. Τα μάτια του Κλέαρχου ήταν αυτά που τη χάιδευαν, τόσο τολμηρά. Το απολάμβανε να τον βλέπει να ανάβει να κοκκινίζει και να ζορίζεται, ξέροντας ότι έφτανε να κουνήσει το μικρό της δαχτυλάκι για να τον έχει δικό της όποτε ήθελε.
Στην ουσία αγαπούσε τον άνδρα της. Είναι παντρεμένη με ένα καλό άνθρωπο αλλά δυστυχώς η τύχη τους έφερε να είναι φτωχοί. Οι δυσκολίες πολύ μεγάλες ο σύζυγος λείπει τακτικά στις δουλειές του και αυτή έχοντας καταλάβει πως κάτι της έλειπε σεξουαλικά, θα ήταν το ιδανικό να κερατώσει τον σύζυγό της απλώς με κάποιον καλύτερό στο κρεβάτι. Θύμα, ο Κλέαρχος στο μυαλό της. Υποτίθεται ότι θα τη βοηθούσε να σώσει τον γάμο της. Τη βόλευε να τον έχει. Ο Κλέαρχος ήταν γι' αυτήν κάτι σαν δίχτυ ασφαλείας ή κάτι που το συντηρείς, όχι για καθημερινή χρήση, αλλά για να το έχεις πρόχειρο όταν το χρειαστείς.
Μια σειρά από σαθρά τούβλα χωρίζει τις κρεβατοκάμαρες τους και δεν χρειάζεται να ψάχνουν για ερωτική φωλιά φτάνει να απουσιάζουν τα έτερα τους ήμισυ. Ούτε ο Κλέαρχος αντιστάθηκε στον πειρασμό, ακριβώς λόγω της νέας φιλίας τους. Δεν είχε αντιστάσεις να τη φέρει πισώπλατα στην Ιοκάστη, αλλά και στον καινούργιο του φίλο. Δεν είχε κανένα πρόβλημα, και φυσικά δεν έχασε την ευκαιρία να πέσει στο κρεβάτι με τη νέα γειτόνισσα.
Ήταν ένα φθινοπωρινό σκηνικό του καιρού.  Ηλιοφάνεια με λίγες νεφώσεις. Στο σχολείο του Αλκιβιάδη έγινε απολύμανση από την υγειονομική υπηρεσία σχολικών κτηρίων και έδιωξαν τους μαθητές πολύ ενωρίς. Η Ιοκάστη είναι στη δουλειά, ο Κλέαρχος εάν δεν έχει βρει μεροκάματο σίγουρα, σκέπτεται ο Αλκιβιάδης θα ‘ναι στο καφενείο να παίζει χαρτιά. Τα μικρά αδέλφια του συνήθως είναι στη θεία τους που είναι άνεργη αυτή την εποχή.
Ο Αλκιβιάδης φθάνοντας στην είσοδο της αυλής  βλέπει τρία κοριτσόπουλα, ασάλευτα-αμίλητα να στέκονται στριμωγμένες πίσω από τις γρίλιες στο κλειστό παράθυρο του σπιτιού που μένει η Νεφέλη και να έχουν επικεντρώσει το ενδιαφέρον και την προσοχή τους στα όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό του δωματίου. Είναι η  δωδεκάχρονη εξαδέλφη του η Μερόπη, η εντεκάχρονη Ιόλη από την απάνω γειτονιά και η δεκάχρονη Μυρσίνη, γειτονοπούλα που μένει τρία σπίτια παρακάτω στην ανατολική όχθη του ρέματος. Ταυτόχρονα, έριχναν κλεφτές ματιές γύρω τους μην τύχει και φανεί κάποιος  απρόοπτος επισκέπτης. Ο τεράστιος κήπος που περικλείει το οίκημα τις προφυλάσσει από τα αδιάκριτα βλέμματα των γειτόνων και από τυχαίους περαστικούς στο χωματόδρομο.
Με τα κεφάλια σκυφτά έχουν στήσει τ' αυτί τους, αφουγκράζονται με έξαψη και ενδιαφέρον τη γλυκιά ευωδιά της ερωτικής διέγερσης που σαν αχτίνα ξεπηδά μέσα από τις χαραμάδες στις γρίλιες του παραθύρου. Κρυφακούνε το ηδονικό σμίξιμο δυο σωμάτων και τις σεξουαλικές επιδόσεις του ζευγαριού που βρίσκεται μέσα στην κάμαρα.
Τα κοριτσόπουλα μαγεμένα αφουγκράζονται προσεκτικά τον έρωτα που είναι χωμένος στο πετσί του ανθρώπου, υποδόρια, εσώψυχα. Προίκα του για να ’χει ο άνθρωπος μαγιά και να αναπλάθεται. 
Πρώτη τον είδε η ξαδέλφη του. Τινάχτηκε σαν να την χτύπησε ρεύμα. Κάτι ψιθύρισε στα αλλά κορίτσια.  «Σςςςςς»... έβαλε το δάχτυλο της μπροστά στα χείλη της. Του ζητούσε να μην μιλήσει.
Γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε πίσω του μιας και ήταν σίγουρος πως ήταν μονάχος του. Απορημένος δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει.
Ξαφνικά πρώτη η Μερόπη πετιέται όρθια, επικρατεί μια μικρή αναστάτωση στα κοριτσόπουλα, τράβηξε τις φίλες της από τα χέρια και έκανε νόημα του Αλκιβιάδη να τις ακολουθήσει χωρίς θόρυβο και όλοι μαζί πιλαλούν αλαφιασμένοι να κρυφτούν στην αποθήκη στο πίσω οικόπεδο, εκεί που τελείωνε ο μεγάλος κήπος. Η αποθήκη ήταν ο αγαπημένος τους χώρος ήταν τα απογεύματα του καλοκαιριού παίζανε κυνηγητό και κρυφτό μαζί με άλλα παιδιά της γειτονιάς τους. 
........ Στο εσωτερικό του δωματίου εδώ και ώρες ο Κλέαρχος έχει πέσει με τα μούτρα ανάμεσα στα σκέλια της Νεφέλης. Οι ερωτικές φωνές της καλύπτονται από τον ήχο του γραμμοφώνου που έπαιζε το «Diana» του Paul Anka.
Λίγο αργότερα η Νεφέλη, διαπίστωνε πως ο Κλέαρχος ήταν όντως εξαιρετικά προικισμένος από τη φύση. Ακριβώς την ίδια διαπίστωση προσπαθούσαν να ανιχνεύσουν και τα κοριτσόπουλα κρυφά μέσα απ΄τις γρίλιες του παραθύρου στο δωμάτιό. Προσπαθούν να δουν αυτό που ακούν με τα δικά τους μάτια, χωρίς όμως να τα καταφέρνουν. Οι γρίλιες επιτρέπουν να περνάει το φως αλλά είναι αδιαπέραστες στο βλέμμα τους.
Το κεφάλι της Νεφέλης ανεβοκατέβαινε πάνω στο προικισμένο πέος του Κλέαρχου.
«Τι 'ναι αυτό, αντράκλα μου, αυτό είναι η πηγή με το αθάνατο νερό» του είπε εντυπωσιασμένη από την ποσότητα και την ορμή του σπέρματος του και έσκυψε ξανά πάνω στην πηγή, για να κατακτήσει την αθανασία.
Αφού ξεδίψασε, ανακάθισε στο κρεβάτι, έφτιαξε τα μαλλιά της, διόρθωσε το μπούστο της, άναψε δυο τσιγάρα και του πρόσφερε το ένα. Καρέλια κασετίνα τα τσιγάρα.
Ο Κλέαρχος δέχτηκε να πάει στο κρεβάτι της Νεφέλης το πρωινό, αφού πρώτα τον διαβεβαίωσε πως ο άντρας της και δεν θα επέστρεφε πριν από τον επόμενο μήνα. Και η Ιοκάστη έφυγε πρωί-πρωί στη δουλειά στο καμίνι. Η Ιοκάστη για να τους θρέψει και να  τους μεγαλώσει. Τα παιδιά της. Δουλεύει σκληρά τα πρώτα χρόνια  σ' ένα εργοστάσιο παραγωγής κεραμοποιίας, σε σκληρές συνθήκες εργασίας ακόμη και για τους άνδρες.
Η Νεφέλη φρόντισε ακόμα να ενημερώσει τον Κλέαρχο πως ο σύζυγός της είχε πρόβλημα και ανικανότητα να διατηρήσει μια στύση που να είναι αρκετή και ικανοποιητική για την σεξουαλική επαφή τους. Έτσι λοιπόν θεωρεί να είναι κατανοητό πώς αναζητεί τρόπους για να ημερέψει τις ατίθασες σεξουαλικές ορμές της.Για την ακρίβεια, του είπε. «Είμαι σίγουρη πως στους φίλους του θα έχει υπερηφανευτεί πολλές φορές ότι μου πετάει τα μάτια έξω. Πως με πηδάει πρωί και βράδυ και ας έχει να με πηδήξει κάτι μήνες.  Ειλικρινά δεν ενθυμούμε πότε του σηκώθηκε για τελευταία φορά.».
Από την άλλη ο Κλέαρχος σκοπεύει να της αποδείξει πως είναι ακμαίος, ντούρος και βαρβάτος… χαρίζοντας της μια πρωτόγνωρη εμπειρία.
Τα δωμάτιο είναι άνω κάτω. Οι δυο εραστές κυνηγιούνται παρασύροντας στο πέρασμά τους έπιπλα και αντικείμενα. Η σεξουαλική επιθυμία της Νεφέλης δεν προβληματίζει τον Κλέαρχο που είναι ένας ερωτικά ακούραστος επιβήτορας. Πού και πού σταματούν για λίγο τις ερωτικές περιπτύξεις για να βάλουν ξανά από την αρχή στο πικ απ τον δίσκο του Paul Anka που καλύπτει τους ερωτικούς τους στεναγμούς.
«Πού έμαθες να τα κάνεις όλα αυτά γαμιά μου;» Του λέει κάθε λίγο και λιγάκι η Νεφέλη.
Την ώρα που η Νεφέλη λέει... «είσαι θεός γαμιά μου, θεός!!» και αυτός μπαίνει για μια ακόμα φορά μέσα της φωνάζοντας. «Τι καύλα είσαι εσύ!!», ο Κλέαρχος συνειδητοποιεί πως ίσως έχουν κι άλλη παρέα εκτός από τον Paul Anka. Κάτι σκιές του φάνηκαν σαν τρεμούλιασμα  στο παράθυρο...
Σηκώθηκε πήγε στο παράθυρο το άνοιξε αμυδρά, κοίταξε ερευνητικά έξω για μερικά δευτερόλεπτα με το ένα μάτι πίσω από τις γρίλιες των κλειστών παραθυρόφυλλων... Κοιτάζοντας είδε την αχνή φιγούρα, όπως σχηματιζόταν μέσα από το κλειστό παράθυρο σηκώνοντας τα φρύδια του. Ακριβώς απέναντι στεκόταν η νεαρή ψηλή μελαχρινή κοπέλα, σπουδάστρια. Στεκόταν μπροστά στην είσοδο που οδηγούσε στη μικρή κάμαρα της, μόλις αφιχθείσα στην αυλή, την ώρα που τα κοριτσόπουλα και ο Αλκιβιάδης πιλαλούσαν από το παράθυρο να κρυφτούν στην αποθήκη. Η νεαρή κοπέλα κοίταζε ερευνητικά με τα μάτια γεμάτα καχυποψία προς το μέρος του παραθύρου ψάχνοντας την αιτία που θα μπορούσε να λύσει τις απορίες και τα ερωτηματικά που είχαν γεννηθεί μέσα της γιατί τα παιδιά αλαφιασμένα τρέξανε να κρυφτούνε. Ίσως να αναρωτιέται ποια είναι η σκανταλιά που έχουν κάνει και έτρεξαν πανικόβλητα..
Ο Κλέαρχος έμεινε για λίγο σιωπηλός και σκεφτικός χαζεύοντας με τη μορφή της όμορφης νεαρής κοπέλας στη συνέχεια αποφάσισε να χειριστεί την κατάσταση επιθετικά. Άνοιξε ελάχιστα το παραθυρόφυλλο κοιτάζοντας έξω απ' το παράθυρο. Οι ματιές τους συναντήθηκαν. Την κοίταξε έντονα κι επίμονα και κι εκεί οι ματιές τους κόλλησαν θαρρείς και μαγνητίστηκαν. Ένα ανεξήγητο συναίσθημα με μια ματιά χωρίς λέξεις νιώθουν σ' όλο τους το είναι. Αυτή κατάφερε να διαβάσει στο βλέμμα του το ερωτικό κάλεσμα πριν ο Κλέαρχος ξανακλείσει τα παραθυρόφυλλα. «Μ’αρέσουν οι σαραντάρες αλλά εσύ νεαρή μου έχεις άλλη χάρη, άλλη καύλα.» Έλεγε το βλέμμα του. Η σκέψη ότι η δεκαοκτάχρονη κοπελιά που ήταν εκεί έξω πιθανώς αφουγκραζόταν το ερωτικό τους παραλήρημα τον ικανοποιούσε και τον ξεσήκωνε ταυτόχρονα. Ιδέες τρύπωσαν στο μυαλό του. Στη συνέχεια γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε ερευνητικά το προφίλ της Νεφέλης. «Έχεις δίκιο. Ο αέρας ήταν που κουνούσε τα φύλλα των δέντρων και έριχνε σκιές στο παράθυρο. Δεν υπάρχει ψυχή έξω.» της λέει καθησυχαστικά, και δεν έκλεισε πάλι το παράθυρο.
«Πάντα αναμμένη», σκέφτηκε για την Νεφέλη. «Πάντα πρόθυμη».
Αλλά τώρα είχε τρυπώσει καλά στο μυαλό του η μορφή της όμορφης δεκαοκτάχρονης .. Χαμογέλασε πλατιά με τη σκέψη αυτή, η όμορφη μελαχρινή νεαρή γυναίκα τον καύλωνε τόσο πολύ. Τούμπανο πάλι το πέος του..
Τον βλέπει η Νεφέλη και του ψιθύρισε. «Τι είναι αυτό με σένα.»
Ο Κλέαρχος έκλεισε το πικ απ κι άφησε τις ερωτικές κραυγές τους να φτάσουν εκεί έξω στη νεαρή κοπέλα που τώρα ήταν σίγουρος ότι τους αφουγκραζόταν...
Στην αποθήκη τα κοριτσόπουλα και ο Αλκιβιάδης στάθηκαν να πάρουν ανάσα, όλοι τους ακόμα βαριανασαίναν από το τρεχαλητό. Η Μερόπη κάθισε σε μια γωνιά, σήκωσε το λεπτό βαμβακερό φουστάνι της και με την άκρη του σκούπισε το κατακόκκινο και ξαναμμένο κάτω από τις σκούρες αφέλειες πρόσωπο της. Ένα παιχνιδιάρικο τσουλούφι πετιόταν από το κούτελό της,  που κατέβαινε στο μέτωπό της σε αφέλειες με δυο ματάκια ζιμπουλένια, γλυκά ναζιάρικα. Μετά το αρχικό ξάφνιασμα των κοριτσιών που τις έπιασε να κρυφακούνε, το πρόσωπό της άλλαξε έκφραση ξαφνικά, έγινε χαρωπό. Τον κοίταξε με τα σκανδαλιάρικα μάτια της και του χαμογέλασε πονηρά και είπε γαλίφικα. « Κορίτσια αυτός είναι το ντροπαλό και συνεσταλμένο το ξαδερφάκι μου!» Ο Αλκιβιάδης ήταν μόλις δέκα χρονών. Κατέβασε τα μάτια. Τα μάγουλά του κοκκίνισαν, ένιωσε αμήχανα.
«Μα γιατί δεν μιλάς; Μήπως ντρέπεται, το καλό μου;» Τον ρώτησε δήθεν σοβαρά.
«Δηλαδή, να πω τι;» ρώτησε αμήχανος
«Έλα από δω. Έλα πιο κοντά μου.» Του ψιθύριζε συνωμοτικά.
Ο Αλκιβιάδης σάστισε. Ανασήκωσε το κεφάλι του κοιτάζοντας τη ερωτηματικά με ακαθόριστο συναίσθημα.
Η Μερόπη στριμώχτηκε όσο το δυνατόν πιο κοντά του κι άρχισε να τον χαϊδεύει απαλά. Τον χάιδευε στοργικά στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
«Τι; μη μου πεις πως δεν σου αρέσουμε τα κορίτσια;» Τον ρώτησε με ύφος παιχνιδιάρικης επίπληξης.
Ένοιωθε ότι είναι ανήμπορος να πει κάτι.
Η Μερόπη έγειρε πάνω του. Με ανάλαφρες κινήσεις έβαλε το χέρι της και ξεκούμπωσε το παντελόνι του. Ο Αλκιβιάδης είχε γίνει κατακόκκινος όπως το παντζάρι, όσο η ξαδερφούλα του ατάραχη του χαμογελά και τα μάτια της να λάμπουν από χαρά, η μύτη της να ζαρώνει και τα λακκάκια στα μάγουλά της να βαθαίνουν. Επιφυλακτικός και συνεσταλμένος την κοίταζε απορημένος και γεμάτος αμφιβολία τώρα ήταν που δεν ήξερε τι πρέπει να κάνει. Ένιωθε περίεργα! Ένιωθε έναν πρωτόγνωρο ερεθισμό, ένα λίγωμα ανάμεικτο με φόβο. Ήταν το μοναδικό αγόρι στη θηλυκή παρέα τους. Ένοιωθε πραγματικά να μην ξέρει τι πρέπει να κάνει. Τα κορίτσια μπορούσαν ν' ακούσουν τη καρδιά του να χτυπάει σαν ταμπούρλο. Όμως είχε την εντύπωση ότι εκείνες ήταν πιο ψύχραιμες απ' αυτόν, λες κι αυτό το απαγορευμένο παιχνίδι να το είχαν ξαναπαίξει πολλές φορές.
«Μυρσίνη! η σειρά σου να γνωρίσει το κατοικίδιο σου.» Πρόσταξε την Μυρσίνη και της ανασήκωσε το φόρεμα. Η κίνηση αυτή του αποκάλυψε το λευκό κιλοτάκι της Μυρσίνης. Η Μυρσίνη το κατέβασε χωρίς κανένα δισταγμό ως τα γόνατα. Ο Αλκιβιαδης δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια μου από τον άτριχο μικρό λόφο ανάμεσα στα πόδια της. Διέκρινε μια σχισμή εκεί, και στο ημίφως της αποθήκης του φαινόταν πως φωσφόριζε. Κοιτούσε ανήσυχος γύρω του, τον  αναστάτωνε φοβερά ο κίνδυνος να τους πιάσουν επ' αυτοφώρω, αλλά δεν υπήρχε ψυχή. Η Μερόπη ήταν ο αδιαφιλονίκητος αρχηγός της παρέας. Από πολύ μικρή  είχε έμφυτη εξυπνάδα αλλά και στις πάρλες τέτοια ευφράδεια που όλους τους είχε χαζέψει με τις χάρες της, γρήγορα λοιπόν έγινε η βασίλισσα της παρέας, και τους είχε όλους του χεριού της.
Ένας έντονος θόρυβος που ακούστηκε από το δωμάτιο της  σπουδάστριας,, τους επανέφερε στην τάξη… κι έβαλε τέλος στη γλυκιά αυτή εμπειρία. Αυτή ήταν η πρώτη του «ερωτική επαφή» του Αλκιβιάδη με το άλλο φύλλο.
Της  μικρής του ξαδερφούλας την ώρα εκείνη τα μάγουλά της ήταν ξαναμμένα, η αναπνοή της λαχανιασμένη και σίγουρα κάτι άλλο πιο εντυπωσιακό είναι αυτό που ζητούσε για ικανοποίηση της και όχι το δικό του αυτό που είχε πιάσει μέσα από το παντελόνι του.
Η Μερόπη συνέχισε να κρατάει το βλέμμα καρφωμένο πάνω του. Υπήρχαν, κάποια ίχνη περιέργειας εκεί μέσα. «Ξέρεις ποιος είναι μέσα στο δωμάτιο της Νεφέλης;» Τον ρώτησε.
Τις κοίταξε με απορία μέσα στην απόλυτη σιωπή. 
Τελικά ίσιωσε το κορμί του και τους είπε: «Δεν ξέρω ποιος είναι, αλλά εσείς πιθανότατα ξέρετε.»
Τις βλέπει να «χαμογελούν» τα μάτια τους, και το χαμόγελό τους απλώνεται σε όλο τους το πρόσωπο. Αυτό σημαίνει ότι τα κορίτσια ήξεραν.
Η δωδεκάχρονη εξαδέλφη του η Μερόπη: Μέτριο ανάστημα, γεμάτο σώμα, ωραίο πρόσωπο, μαλλιά καστανά προς το ξανθό, με αφέλειες ανακατεμένες και αφοπλιστικά ατημέλητες και μάτια με σκανταλιάρικο βλέμμα. Μια αεικίνητη παρουσία απίστευτα τρυφερή, παιχνιδιάρα. Ήταν σκέτο πειραχτήρι δίνοντας μια φρέσκια αύρα στην παρέα, η γλώσσα της έκοβε κι έραβε μ' αφάνταστη ευκολία.
Η εντεκάχρονη Ιόλη: Πολύ ψηλή για την ηλικία της, επιβλητική, παχουλή και άχαρη. Σύντομα η οικογένεια της μετακόμισε σ' άλλη γειτονιά. Μάθανε ωστόσο ότι οι ζουμερές καμπύλες είχαν εξελιχτεί σε μια γοητευτική μελαχρινή ψηλή κοπέλα. Παντρεύτηκε σύντομα, ούτε καν έφηβη ακόμη.
Η δεκάχρονη Μυρσίνη: Κανονικό ανάστημα,  αδύνατο σωματάκι, μελαχρινή, τα πυκνά, μαύρα μαλλιά της ήταν συνήθως πιασμένα σε έναν μικρό κότσο στον αυχένα της.
Υπήρχαν εποχές, που Αλκιβιάδης όταν δεν έτρεχε ανέμελα στις αλάνες της γειτονιάς τον δέχονταν στην παρέα τους και τον πείραζαν άκακα. Α! τα όμορφα κοριτσόπουλα. Ήταν πολύ σκανταλιάρικα. «Φασαριόζικα γλυκά πειραχτήρια» και μαζί με όλα τα παιδιά της γειτονιάς παίζανε κρυφτό, κυνηγητό, κρυφτοκυνηγητό, μακριά γαϊδούρα, κλέφτες και αστυνόμους, αγαλματάκια, μήλα και τέτοια σπουδαία πράγματα.
.....Ο Κλέαρχος τα πρώτα εκείνα χρόνια στη Λαμία είχε δυσανάλογα πολύ μικρή θα έλεγες συμμετοχή στα οικογενειακά βάρη της οικογένειας εν συγκρίσει με την Ιοκάστη. Δηλαδή πενιχρά ή τουλάχιστον όχι τα αναμενόμενα. Η Ιοκάστη ήταν η εργατική μέλισσα, που ακούραστη σαν το μυρμήγκι δουλεύει πολλές φορές σε δυο δουλειές και έχει αναλάβει τα βάρη και τις ευθύνες της οικογένειας. Η συνεισφορά της στην οικογένεια είναι σαν το τρεχούμενο νερό που γεννιέται από μια τρύπα στον βράχο, κατρακυλάει από το βουνό, και ποτίζει τον αγρό. 
«Αξίζει να μένει σ’ αυτό το γάμο;» Αναρωτιόταν ο Αλκιβιάδης έφηβος πλέον όταν εκνευριζόταν, με την παθητική στάση μητέρας του ακόμη και σε θέματα ενδοοικογενειακής βίας. Ν’ αποδέχεται ότι αυτός είναι ο αρχηγός και μπορεί να συμπεριφέρεται και να πράττει όπως ο ίδιος επιθυμεί χωρίς να δίνει λόγο σε κανένα. Να του συγχωρεί εύκολα τις μορφές βίας που της εξασκούσε στον πρώιμο έγγαμο βίο τους. Ακόμη και την αρχική της απόφαση να μπλέξει μαζί του δυσκολευόταν να την κατανοήσει. Τη στιγμή που θα μπορούσε να έχει για σύντροφο σχεδόν οποιονδήποτε επιθυμούσε από τα χωριά του Ζάρακα, αυτή απλά σήκωσε το βλέμμα και διάλεξε τον Κλέαρχο. Αυτής της τόσο όμορφης και ενεργητικής γυναίκας στο μυαλό της είχε ριζώσει η πατροπαράδοτη ηθικοπλαστική θεωρία ότι η κοινωνία είναι πατριαρχική καθώς το κυρίαρχο φύλο είναι το αρσενικό και οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα δεν είναι σχέσεις οι οποίες στηρίζονται στον αμοιβαίο σεβασμό και στην συντροφικότητα, αλλά είναι κατά βάση σχέσεις εξουσίας και υποταγής. Η Ιοκάστη αν και ισχυρή γυναίκα, είχε υποτάξει τον εαυτό της σεξουαλικά σε έναν κυριαρχικό άντρα. Αυτά σκεφτόταν ο Αλκιβιάδης και με μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας παραδέχεται ότι και ο Κλέαρχος πάρα τα σοβαρά ελαττώματα του χαρακτήρα του φαίνεται ότι για την Ιοκάστη είναι ένας πολύ ενδιαφέρον άνδρας. Ένας άνδρας υψηλής αξίας για εκείνη, και δεν υπάρχει ντροπή στο να υποτάσσεται, υπό την αιγίδα της «Αληθινής Αγάπης» ή της «Χημείας», και που αξίζει να μείνει σε αυτή τη σχέση! Ότι έκανε καλή επιλογή να ακολουθήσει αυτόν τον άνδρα! και ότι τελικά είναι καλά μαζί του!
Ο Αλκιβιάδης δεν γνωρίζει ακόμη και σήμερα αν σκεφτόταν λάθος αλλά από πάντα είχε την εντύπωση ότι η Ιοκάστη δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή της χωρίς τον Κλέαρχο. Είχε συνδέσει κάθε της βήμα στη ζωή της μαζί του. Είχε αποφασίσει να κάνει οικογένεια με αυτόν. Και εκείνη δεν θα τον απογοήτευε ποτέ. Τον αγαπούσε πραγματικά και υποτακτικά. Ποιος θα μπορούσε να το πει.
...Τις ημέρες εκείνες ο Κλέαρχος παίζοντας τον ρόλο του περιστασιακού εραστή, η Νεφέλη τον αναζητούσε όλο και πιο συχνά και ο Κλέαρχος άρχισε να δυσφορεί. Μέχρι το μοιραίο βράδυ.
Περασμένα μεσάνυχτα ο Αλκιβιάδης με τα αδέλφια του κοιμόταν βαθιά. Ξαπλωμένος στον μαλακό κρεβάτι, κολλητά στον τοίχο του παιδικού δωματίου τους, βυθισμένος στη λήθη. Στην ησυχία της νύχτας, ξαφνικά ακούστηκε ένας σαματάς πίσω από τον τοίχο. Σαν ξύπνησε, αφουγκράζεται κι ακούει την έξαλλη φωνή της Ιοκάστης. Η φωνή της είναι ραγισμένη, θυμωμένη, γεμάτη πόνο. Φωνή  που αντανακλά το πρόσωπο μιας γυναίκας βαθιά τραυματισμένης.
«Πουτάνα!  Δεν ντρέπεσαι μωρή ξεφτιλισμένη, τόσοι άντρες με τον άντρα μου βρήκες να!»
Από την χαμηλή ένταση στη φωνή του Κλέαρχου, καταλαβαίνει πως αυτή η κουβέντα έχει ξεκινήσει από νωρίτερα. Ο Κλέαρχος βγάζει έναν βαθύ τρεμουλιαστό αναστεναγμό σαν να παλεύει να περισώσει την κατάσταση.
Στην αρχή αναρωτήθηκε μισό-κοιμισμένος και μισό-νυσταγμένος, τι συμβαίνει μέχρι που κατάλαβε πως η μητέρα του ήταν αρκετά θυμωμένη.  Κατάλαβε και τους λόγους και πέρναγαν από το μυαλό του κάποιες εικόνες.
Ήξερε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να γνωρίζει πλήρως τις ιστορίες τους. Θα προσπαθήσει να μιλήσει γι' αυτές, όπως αποτυπώθηκαν στο δικό του μυαλό.
Πολύ σύντομα η Ιοκάστη πρέπει ν' άρχισε να υποψιάζεται. Άλλωστε τα σημάδια ήταν ολοφάνερα και η απάντηση μπροστά στα μάτια της, απλώς δυσκολευόταν να αντικρίσει την αλήθεια.
Ταυτόχρονα σίγουρα όλο και κάποιος «καλοθελητής» στον στενό φιλικό περίγυρο θα της ψιθύρισε.. να ξυπνήσει από το λήθαργο. Μέσα στη νύχτα της Νεφέλης ο ερωτικός οίστρος την αναστάτωνε και της προκαλούσε την αφύπνιση της σεξουαλικής της ορμής. Έχοντας υπολογίσει ότι η Ιοκάστη κουρασμένη και ταλαιπωρημένη από τον κάματο της δουλειάς θα κοιμάται κάνει σήματα από τη μεσοτοιχία στον Κλέαρχο. Είναι ξαναμμένη, τον χρειάζεται.
Η Ιοκάστη δείχνει ότι κοιμάται αλλά δεν βρίσκεται σε κατάσταση ύπνου απλά «πνίγεται» από επαναλαμβανόμενες σκέψεις και προσπαθεί να τις ελέγξει. Μπερδεμένη και αμήχανη να ελέγξει τις σκέψεις, τις επιθυμίες και τη συμπεριφορά της, να θέσει υπό τον έλεγχό το μυαλό της. Ε ναι, δεν έπεσε κι απ' τα σύννεφα. Συχνά φθάνανε στ’ αυτιά της ψίθυροι πως η νέα γειτόνισσα του κουνούσε την ουρά της.
Πάλι του έριξε κι ένα δίκιο, χωρίς να του το πει. Πώς θα πάρει στα σοβαρά αυτή τη γυναίκα. Ήταν εμφανίσιμη μεν μα και λιγάκι σουρλουλού και γι’ αυτό οι άνδρες  την γλυκοκοίταζαν, παντρεμένοι και μη!. Ίσως όμως κι αυτή η γυναίκα να ‘χει τα δίκια της. Η στέρηση που βιώνει ότι της λείπει το σεξ να ‘ναι υπεύθυνη για τις πράξεις της. Με αυτά τα ερωτήματα στο μυαλό, βρήκε το θάρρος να κάνει κάτι που το ήθελε η καρδιά της. Να τον συγχωρήσει με τον δικό της τρόπο.
Ο Κλέαρχος της ρίχνει μια μάτια τη βλέπει ότι κοιμάται σηκώνεται αθόρυβα ξεπορτίζει. Η Ιοκάστη σαν αίλουρος σηκώνεται τον βλέπει που πηγαίνει αρχικά στην εξωτερική τουαλέτα. Σαν αστραπή κλίνει την πόρτα των παιδιών βγάζει το νυχτικό της, την κιλότα της και μένει μ’ ένα κοντό κομπινεζόν. Βγαίνει στην εξώπορτα και στήνεται κάτω από την κάσα της πόρτας με τα πόδια προκλητικά ανοιχτά μέσα στο σκοτάδι και το κρύο. Το φρέσκο αεράκι έχει κολλήσει το κομπινεζόν στο κορμί της.
Η Ιοκάστη ήταν στα ερωτικά σαν μικρό παιδί. Ήταν αθώα κι αυτή ήταν η γοητεία της. Λειτουργούσε με το ένστικτο. Δεν ήταν μια διανοούμενη, δεν ήξερε καν να διαβάζει. Δεν υποκρινόταν αλλά αντιδρούσε όταν χρειαζόταν. Και στα τριάντα δυο της χρόνια τότε ήταν μια καλλίπυγος καστανή και ερωτευμένη με τον άνδρα της γυναίκα.
Βγαίνοντας ο Κλέαρχος από την τουαλέτα, του έπεσε κεραμίδα στο κεφάλι. Σίγουρα ποτέ του δεν θα ξεχάσει  την έκπληξη. Κατάλαβε.
«Δεν κοιμάσαι;» Τη ρωτάει.
«Προσπάθησα αλλά δεν το βλέπεις;  Ανησύχησα που σηκώθηκες. Όλα καλά;»
«Ννναιιι!!! Όλα καλά.» λέει δειλά σαν παιδί, που έφταιξε.
«Έχεις να πεις κάτι; Σε ξέρω πολύ καλά.»
Σιωπή! Ο Κλέαρχος μένει αμίλητος περιμένοντας την αντίδραση της.
«Τι έπαθες και δεν μιλάς;» Τον ξαναρωτάει η Ιοκάστη και αυτός μπερδεύεται ακόμα περισσότερο.
Αρχίζει να ψελλίζει διάφορα 
«Ξέρεις....εγώ....» απαντάει ηλίθια μη ξέροντας τι να πει.
«Εσύ βέβαια.... μαζί δε μιλάμε;»
Δύσκολη ώρα και ο κόμπος στο λαιμό. Ένιωθε ότι τον έλουζε κρύος ιδρώτας. Ζύγωσε κοντά της σιγά-σιγά, σαν να αποκάλυπτε ένα παράνομο μυστικό, ταραγμένος και στάθηκε απέναντί της. Κοιταχτήκανε, σαν να αναγνωρίζανε ο ένας στην όψη του άλλου για πρώτη φορά. Οι θολές αναλαμπές που μισοκαιγόταν στα μάτια της τώρα, άναψαν και γίνανε πυρκαγιά. Τον άρπαξε από το σβέρκο τον κόλλησε επάνω της και άρχισε να τον φιλάει παθιασμένα. Πρώτα άγγιξε τα δόντια του, μετά αισθάνθηκε το σάλιο του. Τον τράβηξε από το χέρι και ανήμπορος να αντιδράσει τον παρέσυρε σαν αιχμάλωτο στο κρεβάτι. Συμπεριφέρονται σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε, σαν να μην συνέβη ποτέ τίποτα. Ξαναφιληθήκανε. Κι αυτή τη φορά το φιλί τους ήταν μακρόσυρτο και πεινασμένο και σκληρό κι οι μύες στην πλάτη της κινούνταν με έναν ζωώδη τρόπο. 
Το φιλί του τώρα ήταν μανιασμένο, συναρπαστικό και την έκανε να νιώσει μια δόση τρέλας ν' απλώνεται ανάμεσά τους σαν πυρακτωμένο σίδερο. Έψαξε και βρήκε το θηρίο του όρθιο, είχε φουσκώσει και σκληρύνει υπερβολικά. Ενθουσιάστηκε!  Ο κόλπος της ήταν πολύ υγρός και ανοιχτόχρωμος, ζεστός και φιλόξενος, αλλά κυρίως η κλειτορίδα της στεκόταν όρθια και σκληρή. Τον γέμισε φιλιά. Ήταν τόσο καυλωμένη που ήταν ένα πυροτέχνημα! αναστέναζε και βογκούσε. Πριν καλά καλά τον πάρει όλο μέσα της, ήρθε ο πρώτος της οργασμός. Αναστέναξε και βόγκηξε λες και ήταν μόνοι τους μέσα σε μια ερημιά και όχι στον κοιτώνα τους. Ο Κλέαρχος είχε μείνει άφωνος, γιατί σίγουρα ήταν κάτι που δεν το περίμενε. Τη νιώθει πως είχε χάσει τον έλεγχο εντελώς. Μοιάζει με λέαινα που συμπεριφέρεται σαν αρσενικό λιοντάρι αν πρόκειται για την κυριαρχία της. .
Εδώ είναι το κρεσέντο και οι φωνές της Ιοκάστης που τον ξύπνησαν τον Αλκιβιάδη. Επάνω στην κορύφωση ξεσπάει. Η φωνή της είχε αλλάξει, λες και είχε σκληρύνει, έμοιαζε πολύ αποφασιστική.
«Αρκετά ως εδώ πουτάνα!  Απ' αύριο ετοίμασε τα μπογαλάκια σου και ψάξε να βρεις αλλού σπίτι. Μη σε ξαναδώ μπροστά μου! Θα σε ξεσκίσω»….
Και όταν η Ιοκάστη λέει κάτι το εννοεί, έτσι γεροδεμένη από φυσικού της.
Του Κλέαρχου του φαίνεται σαν ψέμα αλλά ταυτόχρονα τον ανακούφιζε αυτή η έκρηξη της Ιοκάστης και την ευγνωμονούσε μ' όλη του την καρδιά. Της φίλησε τα χέρια δεν τολμούσε να την φιλήσει στο πρόσωπο....
Ήξερες;
Ναι. Μην συνεχίζεις.
Έψαξε μέσα στα μάτια του, όπως το έκανε παλιά, όταν τον ήθελε....
Τότε είναι που ο Κλέαρχος λες και δεν είχε συμβεί τίποτα τη φίλησε με θέρμη, με δύναμη, με μια αγάπη και ένα σεβασμό. Και πολλή, πολλή ώρα, τόσο, που όταν απομάκρυνε τα χείλη του απ' τα δικά της, η πιο αγνή τρυφερότητα είχε έρθει να φωλιάσει μέσα του. Η Ιοκάστη σηκώνεται ανοίγει με προσοχή την πόρτα του δωματίου των παιδιών τους. Σιγουρεύεται ότι κοιμούνται.  Την ξανακλείνει χώνεται κάτω από τα σκεπάσματα στην αγκαλιά και πάλι του Κλέαρχου.
Την αμέσως επόμενη ημέρα επέστρεψε ο σύζυγος της Νεφέλης. Εσπευσμένως;
Μαλλιά κουβάρια έγιναν  o «φίλος» με τον Κλέαρχο.
Η Νεφέλη, του παραπονέθηκε πως ο Κλέαρχος την παρενοχλούσε.
........ Στις μέρες μας ακούμε συχνά για παρενόχληση και πολλοί νομίζουν ότι το φαινόμενο αυτό είναι πρόσφατο. Η ελληνική μυθολογία, όμως, μας μεταφέρει πολύ πίσω, ίσως στη μυκηναϊκή εποχή, με πρωταγωνιστή τον Λαπίθη Ιξίωνα, βασιλιά της Λάρισας.
Σύμφωνα με τον μύθο, είναι ο πρώτος άνθρωπος που διέπραξε φόνο σε συγγενή του. Για το έγκλημά του αυτό δεν δεχόταν να τον εξαγνίσει κανείς. Μόνο ο ύπατος των θεών, ο Δίας, αποφάσισε να τον εξαγνίσει. Τον έφερε στον Όλυμπο και τον έκανε ομοτράπεζο του. Αυτός, όμως, αντί να ευγνωμονεί τον Δία, άρχισε να παρενοχλεί την Ήρα, τη γυναίκα του ευεργέτη του.
Μιλώντας στον Δία, η Ήρα λέει: «Μου ρίχνεται εδώ και πολύν καιρό. Στην αρχή παραξενευόμουν που είχε τα μάτια του καρφωμένα πάνω μου. Αυτός αναστέναζε και δάκρυζα κρυφά. Αν έπινα και έδινα το ποτήρι μου πίσω στον Γανυμήδη, τότε γύρευε να πιει από το ίδιο και σαν το έπαιρνε στα χέρια του το φιλούσε».
.......... Ήταν λίγο πριν το μεσημέρι που σημειώθηκε το περιστατικό. Ο Κλέαρχος βρισκόταν σε μια μεγάλη αποθήκη σιτηρών μαζί με άλλους δυο συναδέλφους εργάτες και δούλευαν εντατικά. Ξεφόρτωναν σακιά με σιτηρά από ένα μεγάλο φορτηγό και τα στοίβαζαν στο εσωτερικό της αποθήκης.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο σύζυγος καλοντυμένος μπήκε στην αποθήκη απαιτώντας από τον Κλέαρχο εξηγήσεις.
«Ξέρεις εσύ.» Του λέει.
«Και γιατί να ξέρω εγώ; Και τι ακριβώς είναι αυτό που πρέπει να ξέρω;»
«Ε, λοιπόν άκουσε.» Και του ζητά το λόγο γιατί παρενοχλεί την συμβία του..
Τον Κλέαρχο τον ενοχλούσε αυτή η συζήτηση.. .έβλεπε ότι δεν έβγαζε άκρη με τα λόγια...
«Δεν έχω να δώσω τίποτα εξηγήσεις, και σε κανέναν.»
Θέλησε να δώσει τόπο στην οργή γιατί ήξερε το χαρακτήρα του.
«Λοιπόν άκου με καλά φίλε μου. Καλύτερα να μην πούμε τίποτα άλλο. Η Νεφέλη είναι γυναίκα σου. Καλά κάνει και είναι. Εμένα τι με νοιάζει;»
Δυστυχώς ο τύπος έμοιαζε να γυρεύει καυγά.
«Ξέρεις τι λέω εγώ;»
«Τι;»
«Αν σε συναντήσω άλλη φορά να την ξανά ενοχλήσεις θα σε........»
Του Κλέαρχου του φάνηκε περίεργο που του μιλούσαν έτσι. Εκεί στο χωριό του πριν μερικά χρόνια δεν θα τολμούσε κανείς να του πει έστω τα μισά.
«Πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου έχεις.. Αυτό πάει πολύ! Άντε στο διάβολο!»
«Πρόσεξε Κλέαρχε! Πρόσεξε καλά.»
«Λοιπόν ξέρεις τι λέω κι εγώ; Δεν είναι άνδρας όποιος φοβερίζει με απειλές.»
Το επεισόδιο έλαβε τέλος χάρη στην καταλυτική παρέμβαση των άλλων εργατών που επενέβησαν για να χωρίσουν τον καυγά πριν η κατάσταση ξεφύγει από κάθε έλεγχο...
Ο Κλέαρχος είναι κάτι που ποτέ του δεν μπόρεσε να καταλάβει, γιατί δεν τον άρπαξε εκείνη τη στιγμή. Είναι αλήθεια πως ευέξαπτος δεν είναι αλλά τέτοιου είδους προσβολές δεν μπορείς να τις αφήσεις να περάσουν έτσι, δίχως να σου ανεβάσουν το αίμα στο κεφάλι, να σηκωθεί η τρίχα σου και να μην ορμίσεις.
Στο τέλος αυτού του εντόνου φραστικού επεισοδίου αναχωρώντας ο φίλος, ακούει τον Κλέαρχο ήρεμα και νηφάλια να του λέει. « Άκου φίλε μου! Εγώ πάντως έχω την συνείδηση μου ήσυχη. Εσύ μάζεψε την κυρα σου. Αυτή είναι η συμβουλή μου...»
......... Η συνέχεια είναι όπως όλες οι συνέχειες που δεν καταλήγουν σε ρήξη. Κοιτάζοντας η Ιοκάστη τον Κλέαρχο μια χλομάδα πέρασε στο πρόσωπό της κι αυτός άνοιξε την αγκαλιά του σαν φτερά αετού και την ακούμπησε απαλά απαλά στο στέρνο του… και με μάτια που γυάλιζαν από ευγνωμοσύνη ο Κλέαρχος της έσφιξε τα χέρια της περνώντας τα δάχτυλά της μέσα στα δικά του. Ήταν τόση η σιγουριά και η δύναμη που του ενέπνεε η Ιοκάστη που ακόμη και μετά από χρόνια του άρεσε να κουλουριάζεται δίπλα της, ν' αναπνέει τ' άρωμα της και να της χαϊδεύει τα τόσο απαλά μάγουλα της. Σίγουρα σιγά σιγά όλα διορθώνονται οι ρήξεις, ο θυμός, ο πόνος, μόνο ο θάνατος δεν διορθώνεται!
Λίαν συντόμως οι νέοι γείτονες αθόρυβα και ταπεινά μετακόμισαν σε παρακείμενη γειτονιά...
.......... Νότιο-ανατολικό σύνορο κατά μήκος του ρέματος ήταν ένα πέτρινο οικοδόμημα, περιτριγυρισμένο από έναν μεγάλο κήπο όπου έμενε ένας μεσήλικας εργένης, ράπτης το επάγγελμα. Σε αυτό το σπίτι υπήρχε πάντα ησυχία. Την ησυχία και την γαλήνη του την χαλούσαν τα πιτσιρίκια και του έβγαζαν το λάδι διότι ακριβώς στο δυτικό σύνορο του υπήρχε χωμάτινη αλάνα που ξεφάντωναν παίζοντας ποδόσφαιρο, στέλνοντας το τόπι πολλές φορές στη αυλή του. Άντε να πείσεις τα παιδιά να κάνουν ησυχία.
Βόρειο δυτικά πάλι κατά μήκος του ρέματος μετά από δυο ακόμη σπίτια με κήπους που τα διαχωρίζουν στενά σοκάκια όρθιο στέκονταν ένα τρίτο σπίτι λίγο ψηλότερα από την κοίτη του ρέματος  μια όμορφη κατοικία με αποθήκες και εξωτερικά ουρητήρια όπως σχεδόν όλα τα σπίτια χαμηλά στο ρέμα. Είχε επίσης πολύ μεγάλο κήπο γεμάτο τζανεριές,  κόκκινες με τραγανό καρπό. Όταν ήταν άγουρα τα έτρωγαν και ξίνιζαν το μούτρο τους. Είχε κάνα δυο λεμονιές και μηλιές και αχλαδιές. Ήταν ιδιοκτησία μιας ευγενικής και όμορφης χήρας, της Ασπασίας. Με λίγα κιλά παραπανίσια, πρέπει να πλησίαζε τα πενήντα πέντε της χρόνια περίπου. Τον σύζυγο τον είχε χάσει πρόσφατα από ατύχημα σε οικοδομή. Ο γιος της είχε παντρευτεί στην Αθήνα ερχόταν τις γιορτές. Είχε και κάποιο εισόδημα από τα αδέλφια της στην Αμερική ζούσε με αξιοπρέπεια.
Τον Αλκιβιάδη τον αγαπούσε ιδιαίτερα. Το καλοκαίρι της πήγαινε νερό με το σταμνί, σκάλιζε τον κήπο, το χειμώνα έκοβε τα ξύλα και καθάριζε το χιόνι. Αυτές τις δουλειές τις θεωρούσε δικές του. Η χήρα το είχε καταλάβει και δεχόταν τη βοήθεια του πάντα με τρυφερό χαμόγελο. Το σπίτι της μοσχοβολούσε, έψηνε τακτικά φρέσκο ψωμί, έφτιαχνε γλυκά και νόστιμα φαγητά. Και πάντα κάτι θα είχε να τον φιλέψει. Το έθιμο του ποδαρικού την πρωτοχρονιά που σχετίζεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με την τύχη, ήταν που «χρωμάτιζε» τις γιορτινές αυτές μέρες την επαφή του με την ευγενική αυτή γυναίκα και αποτελούσε μια όαση χαράς. Ήταν ιδιαίτερα προσεκτική ποιος θα της κάνει ποδαρικό στο σπίτι της, πίστευε ότι σαν παιδί είχε αθώα καρδιά, τον θεωρούσε καλότυχο και γουρλή. Έτσι από την παραμονή τον είχε επιφορτίσει να τελεί  ευλαβικά το έθιμο να της κάνει ποδαρικό για το καλό του χρόνου.
Ακόμη στη συνέχεια μετά από δυο σπίτια με κήπους, βόρειο δυτικότερα έστεκε ένα σπίτι ψηλό δίπατο, έμοιαζε με αρχοντικό. Εκεί έμενε επίσης μια χήρα με δυο παιδιά. Αγόρια. Ο μεγάλος είχε μείνει  μόνιμος στο στρατό, ο μικρότερος είχε τελειώσει το εξατάξιο γυμνάσιο τότε, ανέμενε να πάει φαντάρος σύντομα. Εκείνη έκανε ότι μπορούσε να τα ζήσει. Ήταν μια πενηντάρα στεγνή γυναίκα. Πότε καθαρίστρια, πότε μαμή. Κάτω από το σπίτι στην αυλή δυο τεράστιες καρυδιές λες και αιώνες πολλούς ζούσαν εκεί και έκρυβαν στη σιωπή της την ιστορία της γειτονιάς. Ψηλές, με κορμούς θεόρατους, λες και ήταν από τους χρόνους του άρχοντα Παλαιολόγου και στη βάση τους είχε πηγάδι με τουλούμπα νερού.
Πάνω από τα σπίτια αυτά ήταν μια πολύ μεγάλη ανηφόρα και στο πλάτωμα έστεκε σαν αετό φωλιά το σπίτι της Ιόλης με τη μεγάλη αυλή του με μια τεράστια συκιά και δυο όμορφες αμυγδαλιές. Εκεί στα τέλη του Φλεβάρη αρχές Μάρτη κιτρίνιζε το πλάι της αυλής από τα κίτρινα κρινάκια και το λεπτό άρωμα τους.
Η Ιόλη στα ένδεκα της χρόνια ήταν αρκετά ψηλό κορίτσι ήδη. Αντίθετα η μητέρα της είναι μια κοκέτα περιωπής μετρίου αναστήματος. Μια φατσούλα σπιρτόζα με καστανόξανθα σγουρά μαλλιά. Το περιβάλλον της ζωηρής μαμάς της, έχει να λέει πάντως ότι είναι σέξι και κοκέτα.  Μια γυναίκα που μπορείς να την πάρεις στα χέρια σου, να την σηκώσεις στην αγκαλιά σου, να την στριφογυρίσεις και όταν πέσετε στο κρεβάτι θα ταιριάξετε καλύτερα στα σεξουαλικά παιγνίδια.
«Οι ψηλές είναι για την παρέλαση και οι κοντές για το κρεβάτι.» Του έλεγε ο σοφός παππούς του.
Είναι τριάντα χρονών, παντρεύτηκε στα δέκα οκτώ της χρόνια λόγω ότι ήταν έγκυος στην Ιόλη και δυστυχώς έχει πλέον παγιδευτεί σε έναν γάμο χωρίς να την ικανοποιεί το σεξ. Δεδομένου ότι δεν δουλεύει και μένει συνέχεια στο σπίτι έχει δικό της πολύ ελεύθερο χρόνο για τον εαυτό της. Ακόμα και όταν γυρίζει ο σύζυγος από τα ταξίδια του ασχολείται πολύ ελάχιστα μαζί της με αποτέλεσμα η ερωτική της διάθεση δεν ικανοποιείται όσο θα ήθελε..
Ο πατέρας της Ιόλη ένας σαραντάρης κατσαρομάλλης και αυτός μετρίου αναστήματος. Συνήθως εργαζόταν στις περιοχές της βορείου Ελλάδας και απουσίαζε πολύ συχνά από την οικογένεια του.
Η Ιόλη εκμυστηρεύεται στην Μερόπη ότι εδώ και λίγο καιρό έχει καταλάβει ότι η μαμά της απατάει τον πατέρα της με έναν πολύ νεότερο άνδρα. Τι να κάνει;
Η ιστορία ξεκινά μόλις είχε φύγει ο πατέρας της Ιόλη για ένα από τα ταξίδια του και η μητέρα της αποφάσισε μια μικρή ανακαίνιση στο σπιτικό τους. Όχι ιδιαίτερα πράγματα ένα φρεσκάρισμα. Επειδή είχε δυσκολίες να μετακομίσει μερικά έπιπλα σκέφτηκε να ζητήσει από την γειτόνισσα την μαμή που έμενε ποιο κάτω στο ρέμα αν μπορούσε να την βοηθήσει. Η μαμή της είπε ότι αν δεν την πείραζε να ερχόταν στο σπίτι της για βοήθεια ο εικοσάχρονος γιος της που σύντομα θα παρουσιαζόταν για την στρατιωτική του θητεία και ήταν αργόσχολος αυτή την εποχή. Η μητέρα της Ιόλης την βρήκε ενδιαφέρουσα την πρόταση και την ευχαρίστησε προκαταβολικά. Όταν άνοιξε την πόρτα, έπαθε πλάκα όπως τον είδε να στέκεται εκεί, είχε πολύ καιρό να τον δει και για μια στιγμή αιφνιδιάστηκε που είδε πόσο όμορφο παλικάρι είχε γίνει.
Σήμερα λοιπόν αποφασίζει μέσα από την εργασία να παίξει και λίγο ερωτικά με το παλικάρι. Τον αφήνει να περιμένει και πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα. Εμφανίστηκε σε λίγο μ' ένα λινό κοντό φλοράλ τιραντέ φόρεμα με βολάν στο στήθος, μεγάλο ντεκολτέ που τόνιζε τα βυζιά της και άφηνε ακάλυπτα το όμορφα πόδια της, για να φαίνεται αέρινη και αυθόρμητη. Ένα αέρινο φουστανάκι το οποίο πολύ λίγα άφηνε στην φαντασία του νεαρού. Έβαλε και μια μικροσκοπική κιλότα που μόλις καλύπτει το αιδοίο της, ένοιωθε όντως αέρινη. Στη διάρκεια των εργασιών δεν είναι λίγες οι φορές που έχει τσακώσει με την άκρη του ματιού της, το νεαρό, να «παίρνει μάτι» κάτω από το ανάλαφρο φόρεμα κάθε φορά που έσκυβε για κάποια εργασία και του πρόσφερε σέξι πλάνα αφειδώς.  Το ματάκι του ταξίδευε κάτω από το φουστάνι της, το οποίο… «κατά λάθος»,  είχε σηκωθεί πολλές φορές μέχρι πάνω, κάνοντας το νεανικό του πέος να πάλλεται.Ήταν πλέον και η ίδια σε μια τέτοια κατάσταση, που άρχισε να υγραίνει.
Έτσι, ήρθε η στιγμή που πήρε τη μεγάλη απόφαση να ξελογιάσει ερωτικά τον νεαρό άντρα. Μετέφερε στον εσωτερικό διάδρομο του σπιτιού την ξύλινη σκάφη που χρησημοποιούσε για να πλένει τα ρούχα τους, τη γέμισε χλιαρό νερό και του ζήτησε να την βοηθήσει να πλυθεί γιατί νοιώθει άσχημα μετά από τόση δουλειά και ιδρώτα. Η ίδια, τον ρώτησε εάν έχει κανένα πρόβλημα να μείνει γυμνή μπροστά του και να κάνει το  μπάνιο της....
Γδύθηκε και μπήκε στη σκάφη γυμνή, ο νεαρός την κοιτούσε με τα μελαγχολικά του μάτια χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση δεν αισθανόταν και πολύ άνετα. Τον λυπήθηκε λίγο για να είναι ειλικρινής. Του ζήτησε εάν έχει την καλοσύνη να της τρίψει την πλάτη. Είναι έμπειρη το ξέρει η επαφή με το γυμνό δέρμα ενισχύει την αίσθηση δεσίματος ανάμεσα σε δυο ανθρώπους. Δίχως αντίρρηση ο νεαρός μας άρχισε να τρίβει την πλάτη της με το σφουγγάρι στην αρχή. Αργότερα πέταξε το σφουγγάρι και τα χέρια του ταξίδευαν στη γυμνή πλάτη της κι αυτή αναστέναξε. Της ξέφυγε ένα τρεμάμενο βογκητό, η τριβή της κίνησης θέριεψε μέσα της. Τα χείλη της γλιστρούν πάνω στα δικά του και η γλώσσα της στο στόμα να του δίνει ένα παθιασμένο φιλί. Με τα χέρια της του κατέβασε το φερμουάρ του παντελονιού. «Θέλεις να σταματήσω;» Του λέει. Αυτός δεν μίλησε καθόλου. Είχε αφεθεί στα χάδια της και δεν θα ήθελε να τελειώσουν. Ήταν πρωτόγνωρο το συναίσθημα!
Της είπε ότι δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτό που ονειρευόταν τα βράδια του, έγινε πραγματικότητα. Ένα πλατύ χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπο της. Τον ρώτησε αν λέει αλήθεια ότι πραγματικά είχε φαντασιώσεις με εκείνη και του είπε ότι αισθανόταν ιδιαίτερα κολακευμένη από αυτό που μόλις είχε πει και πως της άρεσε ιδιαίτερα που ένας άντρα και μάλιστα νεαρός να αυνανίζεται για χάρη της.
Βγαίνει από τη σκάφη, σκουπίζεται, τον πήρε από το χέρι και τον πήγε στο κρεβάτι. Εκεί αφέθηκε στα χάδια της με μια τρυφερότητα και ένα πάθος ταυτόχρονα. Στη συνέχεια είχαν επανωτά σμιξίματα και οργασμούς που δεν ήθελαν να σταματήσουν ποτέ. 
Το τελευταίο διάστημα η Ιόλη εκμυστηρεύεται στη Μερόπη ότι ο νεαρός γείτονας τους κοντά δέκα χρόνια μικρότερος από τη μητέρα της φλέρταρε έντονα με τη μητέρα της. Τον είχε δει αρκετές φορές να επισκέπτεται με πολύ προσοχή βέβαια, μην καταλάβει κανένας κάτι, το σπίτι τους όλο και πιο συχνά, και από τότε άρχισε να υποψιάζεται ότι τώρα που λείπει στη Βόρειο Ελλάδα ο πατέρας της η μητέρα έχει ελεύθερο το πεδίο. Είναι και ωραίο παιδί, της μητέρας της, της αρέσει η αλήθεια είναι που την κυνηγά ένας νεαρός! Σε ποια γυναίκα δεν αρέσει αυτό;.  
....... Η παμπόνηρη και αθυρόστομη για τα δώδεκα μόλις χρόνια της η ξαδερφούλα του η Μερόπη λες και διάβασε τις κρυφές σκέψεις, τα συναισθήματα και τις πιο μύχιες επιθυμίες της Ιόλης που έρχονται στην επιφάνεια από μέσα της, βρήκε μια πιθανή λύση στο ερώτημα «τι πρέπει να κάνει» η Ιόλη που τη προσγειώνει ομαλά στη πραγματικότητα και η μικρή Ιόλη μένει άναυδη .
«Τι να κάνεις;. Κάνε συμφωνία με την μαμά σου μόλις αποκτήσεις περίοδο και ωρίμανση να σου τον δώσει εσένα τον νεαρό να χαίρεστε τον έρωτα με τον νεαρό και που και που της τον δανείζεις και εσύ». Της λέει  χαμογελώντας. «Τη βρίσκω μια πολύ δίκαιη συμφωνία και είστε και οι δυο ευχαριστημένες» συμπλήρωσε με πονηριά και χάρη. 
«Τι έχεις πάθει Ιόλη μου κι είσαι έτσι αλαφιασμένη;! H αλόγα η αψηλιά και άχαρη, γουστάρει την ιδέα μου γουστάρει και τον νεαρό και στο πρόσωπο του ψάχνεται και αναζητά από τώρα τον επιβήτορα!» Αυτά δεν τα είπε βέβαια η Μερόπη άλλα τα σκέφτηκε.
Σήμερα περνώντας τα χρόνια ο Αλκιβιάδης αποστασιοποιημένος από τα γεγονότα εκείνης της προ εφηβικής τους ηλικίας, μεταφέρει την εξιστόρηση των γεγονότων, με φανερή αγάπη και σκέπτεται με διάχυτη την αίσθηση ότι η Μερόπη από τα δώδεκα της χρόνια ήταν η περίπτωση του νεαρού κοριτσιού που έδειχνε από μικρή ηλικία περιέργεια και διάθεση εξερεύνησης της σεξουαλικότητας της, είχε πολύ προχωρημένη σεξουαλική ωρίμανση και πρόωρες ανησυχίες και έκφραση της σεξουαλικότητας. 
......... Στο βόρειο μέρος της αυλής ξεκινούσαν σκαλοπάτια που κατέληγαν σ’ ένα ανηφορικό σοκάκι και από εκεί στον εξωτερικό  δρόμο. Τα σκαλοπάτια κατέληγαν στη κυρία είσοδο στην αυλή τους. Διπλά στα σκαλοπάτια επάνω σ’ ένα τραπέζι έχει τοποθετήσει ο Κλέαρχος την Μηχανή Ρελιάσματος Πάγκου που γέμιζε τα κυνηγετικά του φυσίγγια.
Ο Κλέαρχος είναι ένας μανιώδης κυνηγός και ένας πραγματικός φυσιολάτρης. Από την νεαρή του ηλικία, εδώ και χρόνια γεμίζει τα κυνηγετικά του φυσίγγια στο χέρι, με άριστη ποιότητα υλικών. Το να φτιάξει κανείς ένα καλό φυσίγγιο δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο.
Έχουν περάσει πολλές εβδομάδες ήδη που μετακόμισε η Νεφέλη με τον σύζυγο της. Είναι περασμένο μεσημέρι το σκηνικό γύρω είναι ένας μουντός βροχερός καιρός αλλά με υψηλή θερμοκρασία και ο Κλέαρχος παλεύει στο τραπέζι με τα φυσίγγια του όταν μέσα από το σοκάκι στο πλατύσκαλο εμφανίζεται η Νιόβη ντυμένη με φούστα midi και κοντό ανοιξιάτικο σακάκι.  ... …(Νιόβη είναι η έφηβη δέκα-οκτάχρονη)… κι είχε τόση τσαχπινιά και χάρη.
Η Νιόβη κοντοστέκεται στο μεγάλο πλατύσκαλο σκύβει ότι τάχα μου της έπεσε κάτι και κάνει πως δεν τον έχει δει.. Σκύβοντας, τα πόδια της είναι ενωμένα και δεν έχει λυγίσει τα γόνατα. Ψάχνοντας στριφογυρίζει στη θέση της με τον Κλέαρχο να βρίσκεται ακριβώς πίσω της χαμηλά στην αυλή και σε κάποια σχετική απόσταση.. Εκείνος την κοίταξε με μισόκλειστα μάτια. «Κοίτα το καυλιάρικο μωρό! Μου δείχνει το 'μύδι' της! Μωρρρροοό μου!!!!» Μονολόγησε ο Κλέαρχος ερεθισμένος από τη θέα που του προσέφερε η έφηβη γυναίκα . Τα βλέμματα τους συναντούνται και  αναμετράει ο ένας τον άλλο.  Τα μαύρα μάτια του ακτινοβόλησαν όπως το σπασμένο γυαλί. Στα τριάντα δυο του χρόνια είναι στα ντουζένια του σα γάτος που γυρνοβολάει στα κεραμίδια. Και δεν υπάρχει κάτι που να μπορεί να τον περιορίσει. Η Νιόβη σηκώθηκε όρθια του χαμογέλασε ικανοποιημένη πονηρά και όλο νόημα. Τον Κλέαρχο στεγνός πυρετός τον έπιασε. Αχ αυτό το κορίτσι με τα μάτια φωτιά. Τον κοίταζε και άναβε. Κατέβαινε τα σκαλοπάτια και χόρευαν οι ρώγες της. Το κορίτσι βιώνει κι αυτό το ερωτικό σκίρτημα σαν γαργαλητό στο στομάχι. Έχει κι αυτό ερωτικά σκιρτήματα που δεν την αφήνουν ήρεμα να κοιμηθεί τα βράδυα. Η Νιόβη, ένιωθε μια ευχάριστη περιέργεια για το ενδιαφέρον που της έδειχνε ο άνδρας. Άκουσε τη φωνή της μητέρας της να ψιθυρίζει στο μυαλό της. Ε, λοιπόν, αυτός είναι ένας άντρας που δε θα είχα πρόβλημα να του κατεβάσω το παντελόνι. Η ανάρμοστη σκέψη την έκανε να νιώσει ντροπή κι έδιωξε τα μη λογοκριμένα σχόλια της μητέρας της απ’ το μυαλό της.  Τον κοιτούσε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό, καθώς σκέψεις ρίζωναν μέσα της. Η ιδέα να της κάνει έρωτα αυτός ο άντρας ήταν ιδιαίτερα ερεθιστική και ήταν και κάτι που δρα ως διεγερτικό της σεξουαλικής επιθυμίας πάνω της. Το μυαλό της ήταν ήδη γεμάτο με τρυφερές περιπτύξεις και λάγνες φαντασιώσεις, παρορμήσεις που επιθυμούσε για να τις δοκιμάσει..
Η βροχή είχε σταματήσει όταν έφτασε και ο Αλκιβιάδης στο σπίτι. Άνοιξε την πόρτα. Τους είδε. Κοιτούσε ο ένας τον άλλο. Το δεξί του χέρι χάιδευε τρυφερά τους μηρούς της. Ήταν σίγουρος στο σάλιο του είχε τη γεύση της ανάμεικτη με του φαγητού που έβραζε και δοκίμαζε εάν είναι έτοιμο.  Ο Κλέαρχος όπως είχε τον τρόπο του στην κρεβατοκάμαρα έτσι είχε τον τρόπο του και στην κουζίνα.  Μαγείρευε για την οικογένεια αρκετές φορές γιατί η Ιοκάστη δουλεύει πολλές ώρες.. Ναι δεν μαγείρευε κάτι ιδιαίτερα πέρα από τα συνηθισμένα και τα κατάφερνε πολύ καλά..
Η Νιόβη, πρέπει πριν μπει ο Αλκιβιάδης μέσα να είχε αφεθεί στο χάδι του. Να ένιωθε το χέρι του αργά να ανεβαίνει όλο και ψηλότερα, να είχε κλείσει τα μάτια και το εσώρουχό της να είχε υγρανθεί. Το ραδιόφωνο έπαιζε ένα άσμα απ’ τα παλιά. Ελαφρό-λαϊκό. Του απομάκρυνε το χέρι. Κάθισε σεμνότερα.
Ο Αλκιβιάδης τους κοιτούσε. Αυτή ήταν δεκαοχτώ χρονών περίπου κι ο Κλέαρχος τριάντα δυο, τόσο νέα! Φαινόταν κοριτσάκι μπροστά του. Η ζωή της ανήκε.
Ο Κλέαρχος φώναξε τον Αλκιβιάδη εκεί έξω στην αυλή. Μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό, του έδωσε χρήματα να τρέξει να αγοράσει μια σαμπρέλα ποδηλάτου για το ποδήλατο που τους είχε δανείσει ο φύλακας του ορυζόμυλου. Το κατάστημα ήταν μακριά στο κέντρο της πόλις. Ο Αλκιβιάδης έφερε αντιρρήσεις, αρνήθηκε, δεν του άρεσε να τους αφήσει μόνους. Του αγρίεψε αλλά τελικά το ξανασκέφτηκε έβαλε πάλι τα χρήματα στην τσέπη του μουρμουρίζοντας. Ο Αλκιβιάδης μουρμούρισε και αυτός στον εαυτό του. «Κάνε υπομονή μέχρι τα δέκα οκτώ σου και τότε εάν σου αγριέψει ξανά τον πατάς στο λαιμό.» Είπαμε ήταν μόνο δέκα χρόνων..  Έτσι ήταν από παιδί. Ο χαρακτήρας του ανθρώπου φαίνεται εκεί γύρω στα δέκα του.
....Ο χρόνος κυλούσε όπως  κυλά για όλο τον κόσμο. Τα χρόνια έφευγαν, το ένα μετά το άλλο, διάβαιναν γοργά, τα παιδιά μεγάλωναν. Πολλά γεγονότα έλαβαν χώρα την χρονιά εκείνη. Η σπουδάστρια μετακόμισε σύντομα για αδιευκρίνιστους λόγους. Χάθηκε και  έκτοτε ο Αλκιβιάδης ποτέ δεν άκουσε κάτι για εκείνη.
Η οικογένεια της Ιόλης μετακόμισε επίσης σε κάποιο κεφαλοχώρι του κάμπου, πολύ σύντομα έμαθε ότι η Ιόλη παντρεύτηκε, σε πολύ μικρή ηλικία ακόμη ούτε καν έφηβη.
Η οικογένεια του Αλκιβιάδη νοίκιασε κι αυτή ένα σπίτι λίγο ψηλότερα από το ρέμα, μια αυτόνομη μονοκατοικία με πολύ μεγάλη αυλή που ένα μέρος της ο Κλέαρχος την μετέτρεψε σε λαχανόκηπο…
Η Μερόπη τελειώνοντας το δημοτικό, μεγάλωσε απότομα, σοβάρεψε, έχασε εκείνη την σκερτσόζικη παιδική ανεμελιά της, έπιασε εργασία σ' μια βιοτεχνία ενδυμάτων.
Η Ιοκάστη μετά την δουλειά έπρεπε να πλένει ως αργά το βράδυ σε μια σκάφη, γιατί ήταν τρία παιδιά, τι να προλάβει; Ο Κλέαρχος τα είπαμε.
Μάνα, μητέρα, μαμά, όπως και να την φωνάξεις, η μάνα είναι το σύμβολο ... να πλένει, να σιδερώνει, να φροντίζει, να ελέγχει, να καθαρίζει. ...
Ο Αλκιβιάδης κάθισε δίπλα της έχοντας για θρόνο μια ταπεινή καρεκλίτσα και συνεχώς διάβαζε Τα σχολικά του. Διάβαζε το βιβλίο του στο λιγοστό κιτρινωπό φως μιας λάμπας πετρελαίου.
Χαμένος στις φαντασιώσεις του, διάβαζε προσηλωμένος το θέμα γιατί είχε όμορφη εξέλιξη. Δεν αντελήφθην την μητέρα του που του άρπαξε το βιβλίο από το χέρι.
Το εσωτερικό περιεχόμενο έπεσε στο δάπεδο.
Τι είναι αυτό;
Γκαούρ -Ταρζάν ήταν το κρυφό ανάγνωσμα.
Στο μύχιο, βαθύ και άγουρο παρελθόν του, οι πρώτες ηδονές να μυρμηγκιάζουν το κορμί του. Γκαούρ ήταν μελαχρινός γίγας, γενναίος, με ελληνικό φιλότιμο και λεβεντιά, κάτι που ο Άγγλος ξανθός, λίγο αφελής Ταρζάν δεν μπορούσε να συγκριθεί. Η ωραία Ταταμπού, η μελαχρινή έλληνο-αφρικάνα κοπέλα του Γκαούρ με το χυμώδες σώμα και το υπέροχο μπικίνι της. Αλλά ακόμα έφτιαχνε ιστορίες με τη Τζέιν, την ξανθιά καλλονή του Ταρζάν, Αγγλίδα, πανούργα και κρυφά ερωτευμένη με τον καλό Γκαούρ. Τι συνδυασμός! Τζέιν, ξανθή, σκύλα και επικίνδυνη! Ταταμπού, μελαχρινή, γλυκιά  και καλή! Και οι δυο θεές όλο χυμούς αντίζηλες και ερωμένες! Ποιο πιτσιρίκι δεν θα άρπαζε φωτιά.
Ήταν δώδεκα χρονών τώρα τελείωνε σε λίγο το δημοτικό.
Η Ιοκάστη μια φόρα την εβδομάδα καθάριζε το σπίτι του διευθυντή του σχολείου τους. Της παραπονέθηκε ότι ενώ ήταν καλός μαθητής τελευταία έδειχνε αδιάφορος στα σχολικά του.
Είχαν συμφωνήσει ότι θα γίνει επιμελής, και συνεπής στις σχολικές του υποχρεώσεις….
Διάβαζε βέβαια αλλά αυτά που άρεσαν σ' εκείνον και τελικά η μητέρα του τον συνέλαβε αδιάβαστο και  έδειξε δυσαρέσκεια και  απογοήτευσή.
Με την πρόθεση να του δείξει ότι «πρέπει να το πάρει στα σοβαρά». Τον τιμώρησε τον ελεύθερο χρόνο του θα πηγαίνει μαζί της στη νέα της εργασία για να καταλάβει πως βγαίνει το ψωμί και να στρώσει τον πισινό του να μάθει γράμματα εάν αναζητεί μια καλύτερη ζωή.
Αχ καλή μητέρα πόσο θα θελε να καταλάβει ότι πραγματικά καλός μαθητής είναι μόνο αυτός που είναι καλά και στην υπόλοιπη ζωή του.
Εκείνη την εποχή η Ιοκάστη δούλευε σκληρά ... Εργαζόταν περιστασιακά ως καθαρίστρια σε κάποια σπίτια πολλές ώρες για να βγάλει επιπλέον χρήματα.. Ένας εργοδότης της στην περιστασιακή αυτή εργασία της ήταν ένας τριαντάρης εργένης Έλληνας γεννημένος στον Καναδά με την όμορφη ελληνική κατατομή.
Πρώτη φορά τον είδε να εμφανίζεται μπροστά του εκείνο το μαγιάτικο πρωινό που μύριζε καλοκαίρι. Ψηλός, καστανός, με κατατομή αρχαίου ελληνικού αγάλματος, ψηλό μέτωπο, σκέφτηκε, να ο αγαπημένος του ήρωας ο Γκαούρ σε πιο ανοιχτόχρωμη έκδοση.
Τα ωραία χαρακτηριστικά του, το βαθιά μελαγχολικό του βλέμμα, με το ωραίο μελανό των ματιών του, που μέσα τους σπινθηροβολούσαν και ο γοητευτικός τόνος της φωνής του σε μαγνήτιζε άθελά του. Μια γοητευτική παρουσία που γύρισε στην πατρίδα των γονιών του και ασχολήθηκε με την γεωργία δυναμικά. Είχε σπουδάσει μηχανολόγος μα πήρε απόφαση ζωής να γίνει γεωργός.
Ήταν κάτοχος ενός αμερικανικού τζιπ, ενός μεγάλου τρακτέρ και μιας πλατφόρμας που έσερνε το τρακτέρ και είχε στην κατοχή του ένα πλήθος γεωργικά μηχανήματα.... πολύτιμα εργαλεία στην επιχείρηση του..
Κοντράστ η Ιοκάστη στα τριάντα τρία της χρόνια πλέον. Η Ταταμπού σε καστανή ανοιχτή χροιά. Γεροδεμένη, μια γνήσια Σπαρτιάτισσα. Και η Σπάρτη αναφέρεται από τον Όμηρο ως καλλιγύναικα. Την εποχή του Ομήρου θα 'ταν η Περίβοια, η κόρη του Ευρυμέδοντα. Λέγεται ότι ήταν η πιο όμορφη μέσα στις γυναίκες.
Η Ιοκάστη λοιπόν εργαζόταν περιστασιακά στη δούλεψη του. Συνήθως τις Κυριακές και πολλές φορές όταν την χρειαζόταν επικουρικά στα κτήματα του. Τακτοποιούσε το σπίτι και τις κτιριακές εγκαταστάσεις της επιχείρησης. Τελευταία εκτός από την συντήρηση των οικημάτων και κυρίως τις εποχές που δεν υπήρχε εποχικό προσωπικό, η απουσίαζε και ο εργοδότης τότε αναλάμβανε και τις καλλιέργειες. Ενεργοποιούσε τα συστήματα ύδρευσης τις πότιζε και γενικά τις πρόσεχε. Την ικανοποιούσε βαθιά αυτή η ασχολία, τσαλαβουτούσε στα νερά χαρούμενη και αμέριμνη σαν παιδούλα. Ο εργοδότης είχε αντιληφθεί ότι αυτές οι ασχολίες την γέμιζαν ικανοποίηση. Έβλεπε ότι η Ιοκάστη είχε γνώσεις, εμπειρίες και αίσθημα ευθύνης απέναντι στη δουλειά και στη φύση και συχνά ζητούσε την βοήθεια της.
Το μαγιάτικο λοιπόν πρωινό ήταν ένα γλυκό ξημέρωμα και προμήνυε μια όμορφη μέρα. Το Τζιπ περίμενε την Ιοκάστη στο πλάτωμα της γειτονιάς για να την μεταφέρει στις εγκαταστάσεις του κτήματος .
Η Ιοκάστη τους σύστησε. Του χαμογέλασε πλατιά. «Όμορφη μέρα κοίτα να την απολαύσεις νεαρέ μου». Του είπε με φιλικό τόνο στη φωνή του.
Ξεκινήσανε . «Μάλλον το κυριακάτικο πρωινό προμηνύει μια δύσκολη μέρα για τον λεβέντη μου». Δήλωσε η μητέρα του με έμφαση.
Ο Λέανδρος (το όνομα του) την κοίταξε ερωτηματικά…
Η Ιοκάστη του εξήγησε για το επεισόδιο και την τιμωρία του.
Ένα πλατύ χαμόγελο στόλισε το πρόσωπό του δείχνοντας και τα λευκά όμορφα δόντια  του.
«Έχουν δίκιο λοιπόν αυτά που λένε για τις Σπαρτιάτισσες . Τίμιες και αυστηρές! Εσύ τι λες αγόρι μου;» Τον ρώτησε.
«Μάλλον έτσι θα ‘ναι».  απάντησε
«Λιγομίλητος… Λακεδαιμόνιος μου φαίνεται;» Ξαναρώτησε.
«Μπα απλώς είναι λιγάκι ντροπαλός.» Τον ενημέρωσε η Ιοκάστη.
«Μητέρα κοίτα το σπίτι. Σωστό αρχοντικό!» σιγοψιθύρισε ο Αλκιβιάδης κοιτώντας με θαυμασμό αλλά και νευρικά το χώρο. Το ξάφνιασμα για τον Αλκιβιάδη ήταν μεγάλο που προτίμησε να μείνει αμίλητος.  Η Ιοκάστη αγκάλιασε το παιδί της και τότε η σιωπή του αντικαταστάθηκε με το γλυκό της γέλιο που αντήχησε στη χορταριασμένη αυλή. Το πρόσωπο του Αλκιβιάδη έλαμψε μπροστά στην γλυκιά παρουσία της Ιοκάστης.
Η φινέτσα και η αρχοντιά χρωμάτιζε το σπίτι του Λέανδρου. Το κτήμα είναι τετρακόσια στρέμματα επίπεδης γης καλλιεργήσιμης. Κάμπος. Αυτή η πράσινη θάλασσα ανθρώπινης καλλιέργειας.  Ευλογημένη Μητέρα γη.
Στα βόρεια στέκεται ένα πάρκινγκ στρωμένο με χαλίκια, μπροστά σε ένα δίπατο σπίτι με αετώματα που διατηρεί την ομορφιά του παρελθόντος, και διπλά του δυο τεράστιες αποθήκες. Μπροστά από τις αποθήκες σε κάποια απόσταση είναι το πηγάδι με το αρτεσιανό νερό ανάμεσα σε δυο υπέρ αιωνόβια σκιερά πλατάνια. Τριγύρω από το σπίτι μπαξές με λεμονόδεντρα. Μια σκηνή από την ονειρική Εδέμ. Μια εικόνα παραδείσου όλες τις εποχές του χρόνου.
Ανατολικά ένα μικρό δάσος από βυσσινιές και ένας αμπελώνας.
Δυτικά αρδευτικό κανάλι εξοργιστικά καταπράσινο χαμένο ανάμεσα σε μια απέραντη διπλό-σειρά τεραστίων κυπαρισσιών στην όχθη του.
Το κυπαρίσσι είναι χωρίς αμφιβολία ένα πανέμορφο δέντρο, αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την παράδοσή μας.
«Ο Κυπάρισσος από την Κέα μια μέρα, από λάθος του, σκότωσε ένα ιερό ελάφι. Από τη θλίψη του παρακάλεσε τον Απόλλωνα να διατηρήσει τη μνήμη της λύπης του αθάνατη. Ο Απόλλωνας τον άκουσε και τον μετέτρεψε σε κυπαρίσσι. Το δέντρο αφιερώθηκε στον Πλούτωνα, τον θεό των νεκρών, και είναι έμβλημα πένθους.»
Το κυρίως κτήμα απέραντο συνήθως χρησιμοποιείτο για βαμβακοκαλλιέργειες...
Ο Λέανδρος και η Ιοκάστη. «Νιώθουν σαν να γνωρίζονται από χρόνια», κι ας μην έχουν περάσει πάρα μόνο λίγες ημέρες από τότε που πρώτο-ειδώθηκαν.
Το βλέπει στα μάτια τους. Τα μάτια έχουν πάντα τον πρώτο ρόλο. Από την πρώτη τους κιόλας συνάντηση, χωρίς οι ίδιοι να υποψιάζονται τίποτα, τα σώματά τους έχουν ήδη ανταλλάξει πάρα πολλές και σημαντικές πληροφορίες.  Ήταν κάτι που ποτέ δεν ειπώθηκε, αλλά υπήρχε στον αέρα.
Μετά από ώρες και την επαφή του με τον Λέανδρο ένοιωσε και ο Αλκιβιαδης πώς υπάρχει χημεία μεταξύ τους και αμοιβαία συμπάθεια τύλιξε και τους δύο. Κάτι σαν δάσκαλου μαθητή. Αισθάνεται ότι θα 'ταν ο άνθρωπος να υποστηρίζει τα όνειρα του τις φιλοδοξίες του ακόμα κι αν δεν τα καταλαβαίνει. «Πως είναι να έχεις έναν άνθρωπο να σε συμμερίζεται, να σε σέβεται, να δίνει τον ώμο του να κλάψεις.» Κάποια στιγμή που ο νεαρός Αλκιβιάδης εκθείαζε το εξαιρετικά όμορφο σπίτι ο Λέανδρος τον ρώτησε τι θα ήθελε να προσθέσει στο σπίτι. Του είπε πως φαντάζεται ένα γαλλικό μπιλιάρδο στο μεγάλο ισόγειο. Από την επαφή τους το είχε καταλάβει ότι ο Λέανδρος είχε μια έντονη αγάπη σ' αυτό το άθλημα. Ο Λέανδρος συνέχιζε να κοιτάζει, διαπεραστικά και έντονα τον νεαρό Αλκιβιάδη. Τον κοιτούσε και αυτός.
«Λοιπόν νεαρε μου, την επόμενη φορά θα υπαρχει και μπιλιαρδο! Το έχω φέρει από το εξωτερικό. Και θα σου δειξω και μερικους κανονες.»
Η λέξη «επόμενη φορά» έκανε τον Αλκιβιάδη να γουργουρίσει από ικανοποίηση, καθώς ο Λέανδρος του χαϊδεύει το κεφάλι! Η ικανοποίηση είχε φωλιάσει στα μάτια του.
 Στην μετέπειτα ζωή του ο Αλκιβιάδης προσπάθησε να μάθει καλό μπιλιάρδο και σκάκι σε μνήμη εκείνης της υπέροχης μέρας. Η γλυκιά του μανούλα του επέβαλλε την γλυκύτερη τιμωρία και το ήξερε εκ των προτέρων. Πως να μην την λάτρευε.
......... Ήδη είναι  μεσημέρι. Ο Λέανδρος κάτω από τη σκιά του μεγάλου πλάτανου παιδευόταν με την επισκευή ενός ενδιάμεσου κρουνού στο αρτεσιανό δίκτυο παροχής του νερού άρδευσης. Ο καύσωνας, αν και εξασθενημένος, καλά κρατούσε! Η Ιοκάστη κάτω από το βλέμμα ενός οργισμένου ήλιου, τον προσέγγισε λουσμένη στον ιδρώτα να τον ρωτήσει εάν έχει προτίμηση να μαγειρέψει κάτι ιδιαίτερο γιατί απομένουν αρκετές εργασίες και θα τους πάρει αργά στο τέλος της ημέρας να τις τελειώσουν. Αυτός απορροφήθηκε να κοιτάζει την όμορφη σιλουέτα της Ιοκάστης, και ξεχάστηκε για λίγο με τον κρουνό που επισκεύαζε μ' αποτέλεσμα ένας πίδακας αρτεσιανό νερό διέφυγε ξαφνικά από τον ενδιάμεσο κρουνό κατά βρέχοντας τόσο τον Λέανδρο όσο και την Ιοκάστη.
Της Ιοκάστης το λεπτό λινό φόρεμα, καλά εφαρμοσμένο επάνω της αντί να κρύβει, αναδείχνει τις απαλές καμπύλες του κορμιού της. Το είχε μαζεμένο ψηλά από την δεξιά πλευρά και αγκιστρωμένο στην κιλότα της σηκωμένο πάνω από τις γάμπες της που γυάλιζαν αφήνοντας τα όμορφα πόδια της στη θέα μέχρι ψηλά. Το βρεγμένο φόρεμα κόλλησε κατάσαρκα πάνω της τονίζοντας το όρθιο γεροδεμένο κορμί της. Το πλούσιο στήθος διαγράφηκε σαν από καλούπι στητό κι ελαστικό, ως τους μελαχρινούς κύκλους με τις ορθωμένες θηλές, και η βρεγμένη κιλότα της τονίζει ηδονικά τους πανέμορφους γλουτούς της. Ένα όμορφο μαντήλι πειθαρχούσε τα σγουρά κι ατίθασα πλούσια μαλλιά της.... και τα αμυγδαλωτά της μάτια υγρά σ’ ένα πρόσωπο γεμάτο υγεία με χρώμα ροδαλό, σαν παλιό μηλόξιδο. Η Ιοκάστη ήταν πάντα όμορφη, με το σταρένιο δέρμα στο στιβαρό, μα αρμονικό κορμί της. Ο Λέανδρος έβγαλε το βρεγμένο πουκάμισο του έμεινε γυμνός από τη μέση και επάνω ένας όμορφος γεροδεμένος άνδρας με ευρύ στέρνο και φαρδιές πλάτες. Ήταν ακουμπισμένος στο πλάι του αρτεσιανού συγκροτήματος, ξυπόλυτος και γυμνός από τη μέση και πάνω, με το τζιν του χαμηλά, φαίνεται το λάστιχο του εσωρούχου και οι γραμμωμένοι κοιλιακοί του. Τα σκούρα καστανά μαλλιά του ήταν ανακατεμένα σε ένα πολύ σέξι στιλ και τα σμαραγδένια μάτια του άστραφταν με μια πονηρή λάμψη. Ακτινοβολούσε σεξουαλική ενέργεια. 
Ένα στιγμιαίο χαρούμενο και απελευθερωτικό γέλιο ξέφυγε αυθόρμητα από τα χείλη τους. Κι ήταν τόσο γοητευτικό το γέλιο τους! Ένας γάργαρος καταρράχτης από κρύσταλλα, που γέμιζε τον ίσκιο των δέντρων με ήχους επουράνιας γλυκύτητας. Η Ιοκάστη ήταν τόσο όμορφη όταν γελούσε. Ο Αλκιβιάδης καθόταν παράμερα αφήνοντας τη ματιά του να ομορφύνει με την όψη της χαρούμενης Ιοκάστης.
Περνώντας η πρώτη αντίδραση και κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο ξαφνικά σοβάρεψαν. Εάν παρατηρήσει κανείς τα βλέμματα τους είναι ένας πολύ καλός τρόπος για να καταλάβει ότι κάτι πολύ έντονα τους συμβαίνει. Τα μάτια τους, είναι ο καθρέφτης της ψυχής και των συναισθημάτων τους εκείνες τις στιγμές. Ποτέ της δεν φανταζόταν μέχρι σήμερα ότι θα μπορούσε να της συμβεί κάτι τέτοιο μ' έναν άλλο άνδρα.
Ο σοφός παππούς του έλεγε. «Oι ποιητές τα καταφέρνουν καλύτερα να μας κάνουν να νιώσουμε τι σημαίνει ερωτικό πάθος, γιατί έχουν τις λέξεις να το πουν, χωρίς να προσπαθούν να το εξηγήσουν.»
......... Ο Αλκιβιάδης μετά από εξήντα χρόνια από τις ημέρες εκείνες, έχοντας εσωτερικεύσει τις επιταγές μιας χριστιανικού τύπου ηθικής, που του την εμφύσησε κυρίως η μητέρα του.... που η πορεία της ζωής της ήταν δύσκολη και επίπονα κουραστική, μια πορεία που περιόριζε τα όνειρα της και την έκανε να ζει υπό δύσκολες συνθήκες το παρόν…. και με περισσή αγωνία για το μέλλον. Ένιωθε πως έπρεπε να είναι καλά, να φροντίζει εκτός από τους γιους της και τον ίδιο της τον εαυτό, αφού το μητρικό της φίλτρο της έλεγε πως χρειαζόταν να είναι και αυτή καλά για να είναι σίγουρη πως και τα παιδιά της θα ήταν ευτυχισμένα
....... Με τόλμη λοιπόν σήμερα προσεγγίζει περιοχές αχαρτογράφητες με τρόπο βέβηλο, και βλάσφημη ομορφιά, για το φανέρωμα της δύναμης του ερωτικού πόθου που ασφυκτιά μέσα στις παραδοχές του κοινωνικού στάτους και υπερβαίνει συνειδητά τα όριά του, προσπαθώντας να δώσει έναν πιο ελεύθερο προσωπικό κόσμο της μητέρας του που ανάγεται στη σφαίρα του ονείρου και της μυθοπλαστικής φαντασίας υπερβαίνοντας τα όρια της καθημερινής τους αλήθειας. Έναν κόσμο όπως πιθανόν τον ονειρευόταν η κοκκινομάλλα με τα βιολετιά μάτια φίλη της, και πολύ-πολύ δύσκολα αν όχι τελείως αρνητικά η μητέρα του.
Ένα νοσταλγικό φλας-μπακ σε μια εποχή που έρωτας, ενοχές, τύψεις, φιλία, όλα δοκιμάζονται μέσα στο χρόνο.
«Ζήσε τη χαρά του πνεύματος και τη σοφία των αισθήσεων.» Ζήσε κείνο που είσαι μέσα στη φαντασία σου. Γιατί, στον φανταστικό μας κόσμο, υπάρχουν γνωστά συναισθήματα. Τι είναι λοιπόν αυτά τα συναισθήματα που λίγο πολύ όλοι φοβόμαστε να εκφράσουμε; H μυθοπλασία μπορεί και να καταφέρει να πει στον κόσμο για την αλήθεια των συναισθημάτων μας. Για την ελευθερία,για την αίσθηση ότι μπορείς να πετάξεις μακριά από ηθικές αναστολές, θρησκευτικούς συντηρητισμούς, σεξουαλικά κρατήματα.
Στην Ιοκάστη, υποσχέθηκε ότι θα στρώσει τον πισινό του κάτω να μάθει γράμματα. Όπως συνεχώς τον παρότρυνε μ' ένα σωρό ενθαρρυντικά λόγια για την χρησιμότητα τους. Στο Λέανδρο υποσχέθηκε ότι δεν θα ασχοληθεί πλέον στο μέλλον με την πυγμαχία, που ήταν το χόμπι του.  Ο Λέανδρος το θεωρούσε παρεξηγημένο άθλημα. Δεν το ενέκρινε.  Θα προσπαθήσει να μάθει καλό σκάκι και γαλλικό μπιλιάρδο όπως τον προέτρεψε. Σ' όλα αυτά απλώς τα μισό-κατάφερε.. Δεν δικαιολογείται ούτε κλαίγεται σήμερα. Νομίζει ότι η πικρή αλήθεια είναι ότι δεν παραιτήθηκε. Απλώς δεν επέμενε και δεν προσπάθησε τόσο όσο έπρεπε. Ίσως γιατί ποτέ δεν είχε βάλει ορόσημα και σταθμούς στη ζωή του. Ούτε ιδιαίτερες προκλήσεις και δοκιμασίες, που θα τον ανάγκαζαν να μετρήσει τον εαυτό του.
Ο ήλιος πλέον είχε χαθεί πίσω από τις ψηλές κορυφές του Παρνασσού η ατμόσφαιρα άλλαζε χρώματα και τα πουλιά είχαν κουρνιάσει στα δέντρα όταν τους άφησε εκεί στο πλάτωμα της γειτονιάς. Μετά από μια απίστευτα όμορφη Κυριακή για όλους, επέστρεψαν στην γειτονιά τους. Χαμογελαστά πρόσωπα.  Από την πρώτη στιγμή, ήταν ξεκάθαρο ότι υπήρξε χημεία μεταξύ τους καθώς την έκανε να νιώθει πολύ ιδιαίτερη, που όμως δεν είχε κανένα νόημα να περιμένει κάτι περισσότερο. Τον Κλέαρχο τον αγαπούσε και τoν τιμούσε.
.....Μία ακόμη σχολική χρονιά τελειώνει, η τελευταία του Αλκιβιάδη στο δημοτικό σχολείο και ήταν μια ξεχωριστή χρονιά και καθοριστική για την μετέπειτα ζωή του. Πολλές φορές κάποια τυχαία ή και ασήμαντα γεγονότα μπορεί να αποδειχθούν καθοριστικής σημασίας για ολόκληρη τη μετέπειτα ζωή μας. Ένα περιστατικό, ένα επεισόδιο, μια συνάντηση, μια γνωριμία συχνά  διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στην πορεία μιας ζωής. Ως ένα τυχαίο και ασήμαντο γεγονός μπορεί να χαρακτηρισθεί και η απόφαση του Αλκιβιάδη ένα απλό, καθημερινό παιδί να αρχίσει να ονειρεύεται να ταξιδέψει στη θάλασσα, να ονειρεύεται να γίνει ένας Αργοναύτης, να γνωρίσει μέρη μακρινά που βλέπει μόνο μέσα από τα βιβλία του.. 
......Έξω οι δρόμοι λουζόταν στον ανοιξιάτικο ήλιο, όταν μετά το σχολείο σεργιάνισε στις αλάνες της γειτονιάς με το παραπάνω. Αυτό του στοίχισε άφθονους μώλωπες, και ένα εγκάρσιο σκίσιμο σαν από ξυράφι στην κνήμη βαθύ μέχρι το κόκκαλο και κάτι αφόρητους πόνους. Στο τέλος της αλάνας δυο ατροφικά δέντρα, έριχναν παραπετάσματα από μικρές σκιές και έτρεξε βιαστικά στον ίσκιο τους τον πόνο του να καταπραΰνει και να τον ανακουφίσει. Καθισμένος εκεί στον ίσκιο τα ξαφνιασμένα μάτια του σαν μια κινηματογραφική ταινία είδε το νεαρό άνδρα να ξεπροβάλει από τον κήπο παρακείμενης οικίας με ναυτική στολή στα ολόλευκα ντυμένο. Τον παρακολουθούσε έτσι ακίνητος και σκεφτικός όπως καθόταν αθέατος, πίσω από τη σκιά των δέντρων στον απογευματινό Ήλιο και στη δύναμη της εικόνας ένιωσε κάτι περίεργο να διαπερνά το κορμί του. Μυστήριο λαμπερό τον συνεπήρε, «τρελό όνειρο» που έβγαινε από την ψυχή του, μπορούσε να το δει καθαρά. Με τα μάτια της φαντασίας του απεικόνισε νοερά τον εαυτό του, να ταξιδεύει στα πέρατα του κόσμου. Ένοιωσε ζωντανά τη περιπλάνηση στην καταχνιά της σκέψης του, λες και δεν πατούσε στη γη, λες και έπλεε με καράβι στα γαλανά νερά της απέραντης θάλασσας, έγινε για λίγο ναυτικός. Αγαπούσε ιδιαίτερα τη θάλασσα και κάθε φορά που κατηφόριζε στις ακτές της Αγίας Μαρίνας το γλεντούσε η ψυχή μου. Όταν έφτανε κοντά της άπλωνε το βλέμμα παγανιά να κυνηγήσει τις ομορφιές της όλες, και άφηνε τη φαντασία του να καλπάζει αχαλίνωτη παρασύροντας τον στα πιο μαγευτικά ταξίδια. Είτανε για αυτόν το ξεκίνημα και συγχρόνως το θεμέλιο για το ριζικό του! Κι η θάλασσα τον καρτερούσε υπομονετικά να τον δεχτεί με στοργή στην αγκαλιά της.
...... Λένε πώς ο χρόνος είναι ένα ποτάμι που κυλά και σε παρασέρνει μαζί του...Πολλά είναι και τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στη διάβα του.... Με τη Μυρσίνη απ' όταν αλλάξανε σπίτι στη γειτονιά απλά βλέπονταν αραιά και που και τα λέγανε. Υπήρξε μια περίοδος που τα λέγανε πιο συχνά, τότε μάλιστα υπήρχε ένα φλερτ μεταξύ τους. Κι όπως λεγε ο σοφός παππούς του  «όπου υπάρχει φλερτ δεν υπάρχει αθωότητα».
 Εκεί στα χρόνια της εφηβεία τους έγιναν αρκετές απόπειρες να αποκτήσουν σεξουαλική σχέση και πάντα σαν από μηχανής Θεός παρουσιαζόταν μπροστά τους η Ιοκάστη και τους ανάγκαζε σε ημιτελείς  επαφές που έπαιρναν αναβολή για επόμενη ολοκλήρωση. Που τελικά ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν τελεσίδικα..
Ήταν κάτι το απίστευτο αυτό που συνέβαινε με αυτούς. Λες κάποιες ασυνήθιστες υπερφυσικές ικανότητες της Ιοκάστης την προειδοποιούσαν. Πρόσεχε τον. Σαν να 'θελαν να της πουν οι δυνάμεις. Δεν ταιριάζουν. Να το ξεχάσουν..
Θα ήταν ήδη ο Αλκιβιάδης στα δέκα πέντε του χρόνια που αλλάξαν σπίτι και πάλι στην ίδια γειτονιά. Νοικιάσανε ένα μεγαλύτερο μόλις δυο στενά σοκάκια βορειότερα κατά μήκος της κοίτης του ρέματος. Τα παιδιά μεγάλωσαν και οι γονείς αποφάσισαν ότι χρειάζονταν κάτι μεγαλύτερο.
Η περιοχή με το νέο τους σπίτι θύμιζε σκηνικό από παλιές φωτογραφίες.  Σκαλοπάτια και σπίτια σκαρφαλωμένα στους πρόποδες του λόφου. Τα σκαλοπάτια ξεκινούσαν από την κοίτη του ρέματος και ανηφόριζαν ψηλά, σ' ένα επίπεδο πλάτωμα.
Δεξιά και αριστερά στέκουν τα  σπίτια σαν αετοφωλιές συνήθως δίπατα με μικρές η μεγάλες αυλές. Το σπίτι που νοικιάσανε δίπατο ήταν στην αριστερή πλευρά και στο μέσον της κλίμακας από τα σκαλοπάτια.  Στην όχθη του ρέματος υπήρχε μια συστάδα από ένα μικρο υδρόφιλο δάσος με πανύψηλες λεύκες. Τα δέντρα είναι τακτοποιημένα το ένα δίπλα στο άλλο, με μια συνεχή οχλοβοή από τα σπουργίτια και τις δεκαοχτούρες στα κλαδιά τους. Η οχλοβοή που έκαναν ήταν αντιστρόφως ανάλογη του μεγέθους τους. Πίσω από της λεύκες σ' ένα ευρύχωρο πλάτωμα ήταν απλωμένα στις γωνίες του τα πρώτα σπίτια. Στη δεξιά πλευρά του πλατώματος είναι ακροβολισμένα τρία σπίτια όπου διέμεναν αντίστοιχα τρεις οικογένειες με δεσμούς αίματος. Από τα πρώτα χρόνια οι γονείς του είχαν αποκτήσει μια οικειότητα και φιλία μαζί τους.
Στο μικρότερο έμενε μια χήρα με τους δυο γιους της.... νέοι της παντρειάς. Τι γίνεται αναρωτήθηκε. Η γειτονιά είχε πήξει στις χήρες και ζωντοχήρες. Ήταν όντως πολλές για τον πληθυσμό της. Στο δεύτερο έμενε η οικογένεια της μεγάλης κόρης της που είχε επίσης τρεις κόρες από τέσσερά έως δώδεκα χρονών την εποχή που αλλάξανε σπίτι. Στο τρίτο έμενε η μικρότερη κόρη της με δυο παιδιά μικρά ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Η Ιοκάστη είχε αγαστή φιλία και με τις δυο κόρες. Η μεγάλη η Πανδώρα ήταν στην ηλικία της Ιοκάστης. Η μικρότερη η Περσεφόνη ήταν δυο με τρία χρόνια μικρότερη.
Η Πανδώρα, ούτε Αρσακειάς, ούτε Ουρσουλίνα. Ήταν μια χαριτωμένη μυρωδάτη κοκκινομάλλα, κοντή με καλές αναλογίες, συμπαθής, με χλωμό λευκόχρωμο πρόσωπο βιολετί μάτια που ασκούν αδιόρατη γοητεία και πεταχτό περπάτημα. Ετοιμόλογη, δραστήρια, η χαρά της ζωής! Παντρεμένη μ' έναν κοντό και ξερακιανό τριάντα-πεντάρι, με τα μαλλιά του πάντα ανακατωμένα, και που συνήθως έμενε βδομάδα αξύριστος. Δούλευε εργάτης στις οικοδομές.
Η Περσεφόνη. Ήταν μετρίου αναστήματος κοπέλα, με λευκή επιδερμίδα και λεπτό σκελετό,  συμπαθητική,  και ντελικάτη. Τα καστανά μαλλιά της έκαναν μικρές μπούκλες. Τα ανοιχτά καστανά υγρά μάτια της είχαν μια γλυκύτητα, μάτια που φανέρωναν ότι το άτομο διαθέτει καλούς τρόπους και υπομονή.
Παντρεμένη μ' έναν ψηλό άνδρα, καστανό, με όμορφη κατατομή, ψηλό μέτωπο, ντυμένος συνήθως κατά τα κιτς πρότυπα της εποχής. Όταν τον γνώρισε υπηρετούσε στρατιώτης στην κοντινή μονάδα στρατού. Δούλευε υδραυλικός, ανακατωνόταν και με το εμπόριο, ποδοσφαιρόφιλος.
Η Ιοκάστη με την Περσεφόνη από τον πρώτο χρόνο που γνωρίστηκαν κόλλησαν από την πρώτη στιγμή, έγιναν φίλες. Ένιωθαν λες και γνωρίζονταν χρόνια ολόκληρα, είχαν μια τρομερή οικειότητα μεταξύ τους από τα πρώτα λεπτά της γνωριμίας τους. Είχαν αυτά τ' αναγκαία συστατικά για τη δημιουργία μιας ιδιαίτερης οικειότητας και συμπάθειας, δέθηκαν μεταξύ τους. «Ο καλός φίλος και η σκιά εμφανίζονται μόνον όταν ο ήλιος λάμπει. Και ο φίλος σου είναι ο άνθρωπος που ξέρει τα πάντα για σένα και παρόλα αυτά, ακόμα σε συμπαθεί.»
Η Ιοκάστη δεν ήξερε γράμματα. Μόλις που κατάφερνε να γράφει το ονοματεπώνυμο της και αυτό με δυσκολία. Η Περσεφόνη είχε τελειώσει τη βασική εκπαίδευση τα κατάφερνε αρκετά καλά να γράφει και να διαβάζει. Όταν γνωρίστηκαν η Περσεφόνη της μετέδωσε το προσωπικό της πάθος αυτό της απλής νοικοκυράς που δεν εργαζόταν και έβρισκε λίγη χαρά της απλής, επαρχιακής ζωής και παρηγοριά στη λιτή ζωή της φτωχογειτονιάς στα οικογενειακά περιοδικά ποικίλης ύλης της εποχής, «Ντόμινο» και «Ρομάντζο», που ξεχώριζαν, κυρίως, για τα φωτορομάντζα τους.
Τα αγόραζε ανελλιπώς κάθε βδομάδα, καθόταν ύστερα στο προσήλιο, στην αυλή της, και τα ξεκοκάλιζε. Κρατούσε δε όλα τα τεύχη του περιοδικού σε μια ντουλάπα στο δωμάτιό της και πολλές φορές έπαιρνε και διάβαζε και κάποιο τεύχος παλιό.
Η Ιοκάστη, εντυπωσιασμένη από το φανταχτερά εξώφυλλα, ζήτησε να της διαβάσει τα φωτορομάντζα τους. Μια φορά κι έναν καιρό, όπως αρχίζουν όλα τα παραμύθια, ζούσε ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Κι έπειτα, δειλά – δειλά, αγάπη ερωτική.
Μόλις της διάβασε, λοιπόν, τα φωτορομάντζα κι έφτασαν στο... «συνεχίζεται στο επόμενο», «κόλλησε» στην περιέργεια να παρακολουθήσει την εξέλιξη των ιστοριών, κι έτσι κάθε Σάββατο, που η Περσεφόνη έπαιρνε και διάβαζε το νέο τεύχος των «Ντόμινο»-«Ρομάντζο» στη συνέχεια τα διάβαζε στην Ιοκάστη, η της τα έδινε για να της τα διαβάσει ο Αλκιβιάδης ο γιος  της.
Αισθήματα και αγάπες, έρωτες και λουλούδια, μικρές και μεγάλες προκλήσεις το περιεχόμενο, σε μια εποχή ρομαντισμού. Όνειρα σε συνέχειες, όπως σήμερα τα σήριαλ στην τηλεόραση, παλιά τα φωτορομάντζα στα περιοδικά, πονεμένες ιστορίες και δάκρυζαν οι ευαίσθητες ψυχές. Οι σαπουνόπερες, μιας άλλης εποχής. Βάσανα, λυγμοί, κατατρεγμοί…
«Χμμμ! η ανάγκη πιστεύει για ένα παραμύθι ήταν που τα έθρεψε και θρέφει και σήμερα τα παντός είδους λαϊκά αναγνώσματα».
Ήταν οι μέρες του χιονιά. Οι μέρες που τα πουλιά σπρωγμένα από τον χιονιά κατεβαίνουν κατά χιλιάδες πετούν χαμηλά και ορμούν όλα μαζί προς τον κάμπο, σχηματίζοντας μεγάλα σμήνη.  Ημέρες που τις περνούσαν μέσα στο σπίτι ακούγοντας τη φωτιά να τριζοβολάει στο τζάκι η στη σόμπα. Αυτό θυμάται. Τη φωτιά. Μια περίοδος που όλα κυλούσαν πιο αργά, σαν οι επιθυμίες να πάγωναν στο χιονιά. Βρίσκονται στο νέο τους σπίτι πιο ευρύχωρο είναι σε θέση να καλύψει απόλυτα τις οικογενειακές τους ανάγκες.
Τέτοιες μέρες ήταν που ξεκίνησε μία παράδοση. Ο Λυκούργος, σύζυγος της Πανδώρας πρότεινε και οργάνωσε δραστήριες οικογενειακές συναντήσεις!  μεταξύ των οικογενειών τους.
Του άρεσε το κρασάκι και τα μεζεδάκια για το κρασί. Ήταν μεν κοντός και γεροδεμένος, αλλά ήταν σχετικά λιπόσαρκος και νευρώδης και δικαίως χαρακτηριζόταν στη γειτονιά και μερακλής.
Στην οικογένεια του μπορεί και να τους έλειπαν τα απαραίτητα όμως ήταν πάντα χαρούμενοι και γλεντούσαν την απλή και φτωχική ζωή, όπως αυτοί μόνο ήξεραν,  οι άνθρωποι δεν έπαιρναν τη ζωή μοιρολατρικά.
«Τώρα είναι η ιδανική εποχή για να μαζευόμαστε στο σπίτι με φίλους και μ΄ένα ποτήρι κρασί στο χέρι να μοιραζόμαστε εμπειρίες και συναισθήματα.» Ένιωθε ότι μπορούσε να μοιραστεί και με άλλους τα βάσανα και τις αγωνίες της ζωής.
Οικογενειακές στιγμές ηρεμίας και χαλάρωσης πότε στο σπίτι της Πανδώρας που διέθετε ευρύχωρο σαλόνι με τζάκι ποτέ στο δικό τους με τη ξυλόσομπα. Σαν αποτέλεσμα, είχανε δεθεί πολύ σαν οικογένειες. Σπάνια συμμετείχε και η οικογένεια της Πηνελόπης... Ο ποδοσφαιρόφιλος σύζυγος της συνήθως απουσίαζε με αποτέλεσμα να μην συμμετέχει ούτε η Πηνελόπη.
Είναι αυτές οι στιγμές ηρεμίας και χαλάρωσης που και η Ιοκάστη νιώθει ότι μπορεί να ξεκλέψει και λίγο χρόνο για τον εαυτό της. Ξεχνά τη κούραση, την απογοήτευση. Τα δικά της χαμένα όνειρα. Τις μεγάλες δυσκολίες της ζωής που αντιμετωπίζει χωρίς την αρμόζουσα βοήθεια απ τον σύντροφο της. Δεν είναι κακός αλλά δεν είναι και ο ενεργητικός οικογενειάρχης.
Το να είσαι εργαζόμενη μητέρα συνεπάγεται άγχος, κούραση, ευθύνες και καθόλου μα καθόλου χρόνο. Η καθημερινότητα φαντάζει τόσο δύσκολη... Γιατί η μητέρα είναι ο στυλοβάτης του σπιτιού τους. Η Ιοκάστη είναι ηρωίδα! Θέλει τα παιδιά της να μπορούν να είναι χαρούμενα. Εν αντιθέσει με τον Κλέαρχο που όπως είπαμε είναι αρκετά φυγόπονος και τα έχει φορτώσει σχεδόν όλα πάνω της. Η Ιοκάστη είναι μια γυναίκα που τον ηρεμεί, τον χαλαρώνει με την οποία νιώθει μεγάλη ευχαρίστηση, όταν ξέρει πως η σύντροφός του διακρίνεται για τον δυναμισμό και την αυτάρκεια της.
Ο Λυκούργος εργάζεται κι αυτός πολύ σκληρά, δίνει καθημερινά σκληρή μάχη για το μεροκάματο: Οικοδομή, κασμάς, φτυάρι, τενεκές. Σκληρή και κουραστική δουλειά. Σηκωνόταν από τ' αξημέρωτα. Βογκά και πασχίζει να τα φέρει βόλτα με το μεροκάματο.. Για ζωή με αξιοπρέπεια παλεύει, για το τραπέζι της φαμίλιας παλεύει..
Η αλήθεια είναι ότι στα τριάντα πέντε του χρόνια νοιώθει κουρασμένος, νοιώθει να μην έχει ενέργεια και διάθεση μετά από τη σκληρή δουλειά για να έχει όρεξη για ερωτικά παιχνίδια. πολύ γρήγορα άρχισε να παραμελεί και δεν ανταποκρίνεται στα συζυγικά του καθήκοντα απέναντι στις σεξουαλικές επιθυμίες της γυναίκας του. Η Πανδώρα φαινότανε πως της άρεσαν τα ερωτικά παιγνίδια και ο Λυκούργος δεν μπορούσε να την καλύψει. «Δεν τη φρόντιζε όσο πρέπει.» Ένοιωθε ότι δεν την πρόσεχε, όπως παλιά. Εδώ και καιρό λοιπόν του παραπονιόταν ότι την παραμελεί, δεν ενδιαφέρεται για αυτή και άλλα πολλά. Συχνά πυκνά μάλιστα του έλεγε ότι θα καταλήξει να βρει κάποιον να την ικανοποιεί και καλά θα έκανε να τη φροντίζει πιο συχνά. Από την πλευρά του, παρότι ακόμη του άρεσε πολύ, δεν ένιωθε την ανάγκη να κάνει έρωτα μαζί της και όταν το έκανε, ήταν σκέτη αγγαρεία.
Αυτή είναι μια απλή νοικοκυρά, και μπορεί να αφιερώσει περισσότερο χρόνο και φροντίδα στον εαυτό της. Δέκα πέντε χρόνια παντρεμένη συνήθισε τόσο που είχε ξεχάσει λίγο τον νεανικό εαυτό της. Η αλήθεια ήταν ότι τελευταία είχε αρχίσει να σκέφτεται να προσπαθήσει να πραγματοποιήσει κάποιες από τις φαντασιώσεις της τώρα που έχει ακόμα την ευκαιρία στα τριάντα πέντε της χρόνια. Ψάχνει, κάποιον να την κυνηγά λίγο και να της δίνει σημασία χωρίς να σημαίνει ότι την ερωτεύτηκε. Αρκεί να μπορεί άνετα να κάνει μόνο σεξ. Απλά να τον συναντά όταν έχει την ανάγκη να κάνει σεξ.
Η Πηνελόπη ζει στο δικό της κόσμο των φωτορομάντζων και νοιώθει τη δική τους αμείωτη και αυτάρκη ενέργεια τους. Αναμφίβολα ήταν μια γυναίκα πάντοτε μειλίχια, ήρεμη, γαλήνια και προσιτή σε όλους.
Ο ποδοσφαιρόφιλος σύζυγος της, ένας τύπος έξω καρδιά με μια επηρμένη βλάχο-αυθάδεια συμμετείχε σπάνια στις οικογενειακές συνάξεις. Κι όταν συμμετείχε και το εκλεκτό κρασί έρεε άφθονο, ήταν φορές που κολλούσε πάνω στην Ιοκάστη τα μάτια του, θαυμάζοντας τις καμπύλες της και με δυσκολία συγκρατιόταν να μην εκδηλωθεί.  Έβλεπες πώς ο θαυμασμός και η συμπάθεια που ένοιωθε για την Ιοκάστη, δεν άργησε να μετατραπεί σ’ ερωτική επιθυμία.  Η Ιοκάστη ξεχώριζε ήταν η πιο όμορφη. Φιλήδονα όμορφη. Μελιά προς καστανά μάτια κι ένα κορμί με πλούσια τα ελέη! Πιο όμορφη από ποτέ απ έπνεε έντονο ερωτισμό, μέσα σ' ένα κρεμεζί φόρεμα, με τα καστανά μαλλιά της ατίθασα, τον δυναμισμό της, και την όρεξη της που είχε για ζωή.
Η Ιοκάστη τον απέκρουε ευγενικά, με καλοσύνη και συμπάθεια. Προς τιμή του την σεβόταν απόλυτα δεν την παρενόχλησε σεξουαλικά ανεπίτρεπτα ποτέ. Και η Πανδώρα μπορεί να φαίνεται πολύ φιλική με τη μητέρα αλλά πίσω από την πλάτη της αμόλαγε φαντασιόπληκτες τορπίλες και σεξουαλικές κακίες μαγειρεμένες.
Χύμα τα τσουχτερά και όλο υπονοούμενα σεξιστικά σχόλια, με αφορμή τους όμορφους γλουτούς της Ιοκάστης. Ο σεξισμός κατά των εργαζομένων γυναικών σε ανδροκρατούμενο περιβάλλον, στο πρόσωπο της μητέρας του ζει και βασιλεύει στα κουτσομπολιά της.
Ήταν μια εποχή που η Πανδώρα περνούσε τακτικά για φιλικές επισκέψεις από το χώρο εργασίας της  Ιοκάστης. Εκεί ανάμεσα στα μηχανήματα συναντούσε την Ιοκάστη, ήταν η μοναδική γυναίκα εργαζόμενη στο χώρο ευθύνης της και τρεις τέσσερις  άνδρες… Όπως μέσα στα πουλιά ξεχωρίζει το αηδόνι για τ’ όμορφο τραγούδι του έτσι ανάμεσα στους εργαζόμενους ξεχώριζε η Ιοκάστη που ακτινοβολούσε λάμψη, ομορφιά. Ακτινοβολούσε αγέρωχη χωρίς μακιγιάζ.... αφήνει το στίγμα της και ξεχωρίζει, δείχνει ότι έχει δυναμισμό αλλά και αυτοπεποίθηση για την φυσική της εμφάνιση.
Η Πανδώρα σχεδόν δεν το πίστευε αυτό που αντίκρισε τη μέρα εκείνη. Ένας άνδρας που έκανε την καρδιά της να πεταρίσει σαν πετροχελίδονο που το χτυπάει η καταιγίδα πέρα στους λόφους του Αγίου Λουκά. Ήταν ψηλός, γεροδεμένος, με καστανά μακριά μαλλιά που ξεκουράζονταν στους φαρδιούς γεροδεμένους ώμους του, σαν νύμφες ξαπλωμένες στα βράχια. Χαμογελούσε και το χαμόγελό του έκανε τη Πανδώρα να την περιλούσει η ταραχή που την βυζοχτυπούσε την ώρα εκείνη. Η Πανδώρα ύψωσε το βλέμμα της και τα μάτια της διασταυρώθηκαν με εκείνα του εργάτη. Ένιωσε να  μουδιάζει από γλυκιά ηδονή καθώς τα μάτια του όργωναν το κορμί της κι ένα συγκαταβατικό χαμόγελο να παιχνιδίζει στα χείλη του.
Δάγκωσε τα χείλη της ηδονικά, ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό της, σαν να του έλεγε.«Είμαι διαθέσιμη, έτοιμη να τρυγήσω μαζί σου την ηδονή.» Το λαχνό της βλέμμα υποδηλώνει «σε θέλω εδώ και τώρα». Αυτός ο άνδρας της διεγείρει τις αισθήσεις και το μυαλό. Είναι αυτό που λατρεύει στο σεξ.
Εστιάζει την προσοχή της στην Ιοκάστη. Τα σκούρα βιολετιά μάτια της έλαμπαν ζωηρά, και σήμερα ήταν αρκούντως φλύαρη.
«Βρε κορίτσι μου, στις ομορφιές σου είσαι όπως πάντα.... ελκυστική, σέξι! Πως τα καταφέρνεις!; Θέλω τη συμβουλή σου.» της λέει μ' ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο στα μάτια.
«Εδώ εργάζεται αυτό το ομορφόπαιδο; ολόκληρος παίδαρος είναι, δύο μέτρα» Τα λόγια της έβγαιναν βιαστικά με αδημονία και φανερή περιέργεια.
Η Ιοκάστη την κοίταξε συλλογισμένη, έχωσε δύο δάκτυλα μέσα στη σφαίρα των καστανών μαλλιών της και άρχισε να ξύνει το κεφάλι της αμήχανα για μερικά δευτερόλεπτα πριν απαντήσει.
«Ναι. Είναι υπεύθυνος του ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού της επιχείρησης.» Την πληροφορεί, ακούγοντας υπομονετικά τη φλυαρία της
«Γουάου, ο τύπος είναι προικισμένος! Πω-πω!, τι άνδρας! τι παίδαρος, τι ομορφιά!.
Λοιπόν φιλενάδα προτείνω να το πας παρακάτω με τον γκόμενο!» Της είπε.
«Ααα. Εσύ τρελάθηκες. Τι είναι αυτά που λες κορίτσι μου.» Είπε η Ιοκάστη.
Ταυτόχρονα ένας ακόμη παίδαρος από την απέναντι βιομηχανική μονάδα έρχεται να ρωτήσει για κάποιο μηχανολογικό πρόβλημα τον φίλο του.
Η Πανδώρα δεν μπορεί να το πιστέψει μ’ αυτά τα όμορφα αντρικά κορμιά που βλέπει σήμερα.
«Εδώ ρε φιλενάδα μου δεν είναι βιοτεχνία. Εδώ είναι ανδρολίβαδο! Τόσοι άνδρες.... και τι άνδρες! Ποιος τη χάρη σου, αχ και να είχα την τύχη σου» Της λέει.
Δεδομένου ότι η Πανδώρα δεν δουλεύει και μένει συνέχεια στο σπίτι έχει το προνόμιο να έχει άφθονο ελεύθερο χρόνο και ο κόσμος των φαντασιώσεων της είναι φλογερός και ορμητικός.... Φαντασιώνεται μια πλούσια ερωτική ζωή και αφήνει τη φαντασία της να την παρασύρει σε ανεξερεύνητα ερωτικά μονοπάτια και περιπετειώδης εμπειρίες... Ακόμα και αν τα σενάρια που φτιάχνει η φαντασία της είναι σοκαριστηκά.
......... Η Πανδώρα έχει αφεθεί σε ένα φαντασιακό παιχνίδι ηδονής. Έχει έναν ολόκληρο φαντασιακό σεξουαλικό κόσμο μες το κεφάλι της, που απλώνεται και αγκαλιάζει όλο της το είναι. Η σχέση της με την Ιοκάστη είναι μια σχέση ιδιαίτερη… Την θαυμάζει για το χαρακτήρα της, για την λεβέντικη κορμοστασιά της…. Ταυτόχρονα τη ζηλεύει και θα ήθελε να της μοιάζει… να ήταν σαν τη μητέρα του. Η Ιοκάστη συνέχισε να εργάζεται σκληρά αφιερώνοντας πολλές ώρες στη δουλειά, πριν γυρίσει σπίτι για να συνεχίσει και τις δουλειές του σπιτιού.
  .....Tι του φέρνει του Αλκιβιάδη η πρώτη εβδομάδα του Απρίλη, στα χίλια εννιακόσια εξήντα έξι…. σύμφωνα με τον Ωροσκόπο του…. Μελαγχολία υπάρχει μεν, αλλά το Σαββατοκύριακο θα του γίνουν προτάσεις για αποδράσεις και καλό είναι να ακολουθήσει. Πολλά σταθεροποιούνται και σοβαρεύουν τέλος η ονειροπόληση ο Κρόνος σε εξάγωνο με Ερμή για τρίτη φορά θέλει λογική. Και ναι η θεία Ερμιόνη τον κάλεσε να πάνε μαζί στο χωριό για τη Γιορτή του Πάσχα.
Η Ερμιόνη είναι το δέκατο παιδί της γιαγιάς. Το στερνοπούλι τους. Η όμορφη Ερμιόνη. Η αγαπημένη του Ερμιόνη ο φαντασιακός του παιδικός έρωτας. Έχουν μόνο πέντε- έξι χρόνια διαφορά. Στο εσωτερικό του κόσμο είναι από πάντα ριζωμένο το αίσθημα ότι είναι η μεγαλύτερη και αξιολάτρευτη αδελφή του.
Η πάντα αισθησιακή και ιδιαίτερη φωνή της έρχεται να ταιριάξει απόλυτα με την εμφάνιση της χαριτωμένης και  όμορφης θείας του Ερμιόνης. Της αδελφής της Ιοκάστης, η οποία τώρα ήταν μια εικοσάχρονη κοπέλα. Κομψή, λεπτεπίλεπτη, με μια ομορφιά θηλυκή….
Εν αντιθέσει με την αδελφή της, την Ιοκάστη, που ήταν γεροδεμένη, «σιδερένιο» κορμί από φυσικού της. Η Ιοκάστη δείχνει να μην χρειάζεται δίπλα της τον άνδρα για να την προστατεύει. Θυμάται τα πρώτα χρόνια η Ιοκάστη νεαρή γυναίκα ακόμη όταν τα καλοκαίρια πηγαίναν για μπάνια στην Αγία Μαρίνα. Δεν είχε μαγιό και έμπαινε με το ελαφρύ καλοκαιρινό φουστάνι στη θάλασσα. Όταν έβγαινε περπατώντας στο νερό το φόρεμα κολλούσε πάνω στο γεροδεμένο σώμα της και η όλη παρουσία της να εκπέμπει έναν σαγηνευτικό ζωικό ερωτισμό. Η κίνηση, το λίκνισμα του σώματος της Ιοκάστης σε συνάρτηση με το περιβάλλον δημιουργούν μια αισθησιακή παρουσία, αυτή την πηγαία θέρμη που εκπέμπουν οι καμπύλες του  κορμιού της.
....Η Αφροδίτη συναντά τον Ποσειδώνα στους ιχθείς και επιζητεί να κάνουμε όνειρα κάτω από ρομαντικά αστέρια. Το σ' αγαπώ απλόχερα... λίγο κρασί..... ανάψτε κεριά και χαθείτε στον κόσμο των αισθήσεων και των παραισθήσεων. Η Νέα Σελήνη ευνοεί νέα ξεκινήματα, νέες ευκαιρίες να αποκτήσετε νέους φίλους και σας κάνει ιδιαίτερα δημοφιλείς.
Αυτός είναι έτοιμος πάντως. Δεν έχασε την ευκαιρία. Είναι πλέον και επίσημα δέκα έξι χρονών.
Λιμένας Πειραιώς και μια Κυριακή πρωί βρίσκονται στο κατάστρωμα του επιβατηγού πλοίου «Μυρτιδιώτισσα» με το χαρακτηριστικό ασπρόμαυρο σκαρί και την κιτρινόλευκη τσιμινιέρα: Το καράβι που έκανε τη λεγόμενη  «μαύρη» γραμμή.
Σούρουπο, ένα καταπληκτικό ηλιοβασίλεμα στο Γέρακα έγινε το εντυπωσιακό σκηνικό του κατάπλου του πλοίου στον κόλπο.
Ηλιοβασίλεμα στο κόλπο του Γέρακα είναι κατά γενική ομολογία, ένα από τα πιο ωραία μέρη στην Ελλάδα. Ο Γέρακας είναι ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό, το οποίο είναι χτισμένο κυριολεκτικά μέσα σε ένα φιόρδ! Όχι στη Νορβηγία, αλλά στην Πελοπόννησο και είναι χτισμένο στο μοναδικό ελληνικό… φιόρδ ! Βρίσκεται στις ανατολικές ακτές του νομού Λακωνίας. Αν ο Γέρακας ήταν εποχή, θα ήταν σίγουρα άνοιξη.
Θα 'ταν περασμένα μεσάνυχτα όταν φτάσανε στο πατρικό τους σπίτι -του παππού του- στο χωριό. Θερμές χειραψίες, αγκαλιές φιλιά και πολλά χαμόγελα από τους πολυπληθείς  συγγενείς που ήρθαν να πουν το καλωσόρισες.
Αυτός ως συνήθως κόλλησε με τον πληθωρικό παππού, τον γεμάτο γνώση ζωής, τόλμη και αισιοδοξία. Ένας παππούς που μετατρέπει σε παραμύθι την καθημερινότητα, την περιπέτεια της ζωής του. Καταφέρνει πάντα να εξάπτει τη φαντασία του και να κερδίζει το θαυμασμό του. Μετατρέπει σε παραμύθι την οικογενειακή τους ιστορία. Μετατρέπει σε παραμύθι μια βόλτα στο μαντρί με τα γίδια, μια επίσκεψη στα μελίσσια του με τις παραδοσιακές κυψέλες  τα κοφινέλια, μια επίσκεψη στην τούρλα τους το μεγαλιθικό κτίσμα όπου λημέριαζαν το καλοκαίρι τα κοπάδια τους. Μετατρέπει σε παραμύθι ένα ταξίδι στη γειτονική Μονεμβάσια. Τρέχει με τη φαντασία του πίσω από τα νιάτα του, χαζεύει τους σύγχρονους ρυθμούς ζωής. Ο «Ψεύτης παππούς» τον πάει όσο πιο μακριά γίνεται στη δική του φαντασία. Νοιώθει πολύ τυχερός που έχει έναν τέτοιο παππού με τόσες γνώσεις και εμπειρίες της καθημερινής ζωής.
Τον ρώτησε σχολείο πως τα πάει.
Του εξομολογήθηκε ότι δεν είναι ιδιαίτερα επιμελής, αλλά προσπαθεί να ευχαριστεί τους δασκάλους του. Είναι περισσότερο ονειροπόλος, με φαντασία και με μια ξεχωριστή ματιά για τον κόσμο που τον περιβάλλει.
Ο Αλκιβιάδης θυμάται και ανακαλεί τις μνήμες του με τον παππού του, όλα εκείνα τα ξεχωριστά που του άρεσαν, όλα εκείνα τα ιδιαίτερα που θέλουν για πάντα να κρατήσει, τις υπέροχες στιγμές του με το παππού. Και φυσικά πάντα υπάρχει ο παππούς στη σκέψη του και στις αναμνήσεις του.
Μία τυχαία εξέλιξη στο τέλος της εβδομάδας τον πιέζει ψυχολογικά και τον διεγείρει ερωτικά! Όπως  λέει και ο ωροσκόπος του «το τέλος της εβδομάδας, με το τρίγωνο Αφροδίτης – Ποσειδώνα, θα είναι ιδιαίτερα αισθαντικό, αφού παρασύρεσαι από τα συναισθήματά σου και το απολαμβάνεις!»
Η εβδομάδα είχε κυλίσει έχοντας «απασφαλίσει» σαν έφηβος συναισθήματα, διαθέσεις και συμπεριφορές με την πόρτα ανοιχτή μπροστά σε μία τυχαία γνωριμία. Που σημαίνει περιπέτεια, ανατροπή, ξενύχτι και αλητεία, σπάζοντας τη ρουτίνα και την μονοτονία του χρόνου που κύλησε.
Την κοιτά! Συνήλθε και συνέχισε να την κοιτάει.
Δεν ήταν απλό όνειρο. Ήταν εκεί, μπροστά του, ολοζώντανη. Σήμερα θυμάται κάθε λεπτομέρεια απ’ το πρόσωπο της, κάθε φακίδα, κάθε κίτρινο ίχνος στη γαλάζια ίριδα της. Φορούσε ένα φουστάνι απ’ αυτά με τις τιράντες. Η ίδια κοιτά μπροστά της ανέκφραστη. Αστραφτερή διασχίζει το πλακόστρωτο προκαλώντας τις διακριτικές ματιές του. Έμεινε να κουνάει τα μάτια μου πέρα-δώθε, σαν εκκρεμές, για λίγα δευτερόλεπτα, μπορεί μόνο για ένα ή δύο, δεν ξέρει. Αλλά θυμάται, σαν να ‘τανε ταινία, να βλέπει το προφίλ της με τη λεπτή μύτη τη σχεδόν διάφανη εκείνη τη στιγμή στο φως του απογευματινού Ήλιου. Του ήλιου που χύνεται στα μπαλκόνια και κάνει τα λουλούδια στις γλάστρες ν’ ανάβουν με ζωηρά κόκκινα και πορτοκάλια χρώματα. Ήταν το μελαχρινό κορίτσι με δέρμα στο χρώμα του σιταριού, με ζουμερές καμπύλες και μ' ένα προσωπάκι ζωγραφιά, η αιτία πού προερχόταν ένα μούδιασμα στα πόδια και η καρδιά του να χτυπά λίγο πιο γρήγορα. Ένα απαλό ρίγος αξεδιάλυτα δεμένο με μια ύπουλη σεξουαλική επιθυμία. Όταν την είδε πρώτη φορά κάτι σκίρτησε μέσα του, του ερέθισε το μυαλό σαν να τον κτύπησε η φθινοπωρινή τραμουντάνα του Μυρτώου πελάγους. Δεν ήθελε μονάχα να την κοιτά. Kάτι παραπάνω επιθυμούσε. Όλα ήταν μια ερωτική επιθυμία που πλανιόταν μέσα του, κι όπως η φωτιά έχει ανάγκη από οξυγόνο, έτσι και η επιθυμία είχε ανάγκη από ανταπόκριση. Οι επιθυμίες πάντα θα περιμένουν μια δικαίωση, μια ανταπόδοση. Έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς με τη ζωή. Ζητούν μερίδιο, φορούν κόκκινο κραγιόν κι έχουν φιλήδονα χείλη. Και είναι η εποχή που η καύλα είναι αφόρητη κόλαση, τον ακολουθεί πάντα. Σε κάθε υποψία γυμνού δέρματος που διακρίνεται ανάμεσα απ’ τα ρούχα, στο παραμικρό φύσημα του αέρα που αναστατώνει τα μαλλιά ή τη φούστα μιας περαστικής, μια ιδιαίτερη βραχνάδα στη φωνή, ένα τυχαίο άγγιγμα στο μετρό ή στον κινηματογράφο, είναι αρκετά για να τινάξουν σπινθήρες μες στο μυαλό του και να πυροδοτήσουν εκρήξεις στο σώμα του. Πόσο μάλλον ένα φιλί ή η λεπτή μυρωδιά ενός ιδρωμένου κορμιού, και τότε αισθάνεται μέσα του να τρικυμίζει μια έντονη επιθυμία να ακολουθείσει την καύλα του, τη φουσκοδεντριά του, τη λίμπιντο του. Αναζητά μια σαρκικά σεξουαλική επιθυμία χωρίς κριτήριο. Η σεξουαλική αυτή έλξη που πολλές φορές είναι ανεξήγητη τον κάνει να νιώθει ότι αυτό το κορίτσι του αρέσει και τον ενδιαφέρει. Θέλει να κάνει έρωτα μαζί του, ή έστω απλά νιώθει την ανάγκη να το αγγίξει, να το φιλήσει και να το κάνει να νιώσει όμορφα στην αγκαλιά του. Προσπάθησε με επιμονή και υπομονή για να υπάρξει αποτέλεσμα μα συνάντησε τοίχο αδιαπέραστο.
Η Ερμιόνη φοβήθηκε με αυτή την επιμονή του και την αδρεναλίνη του στα ύψη.
Η Ερμιόνη, σοβαρεύτηκε. Του έβγαλε κήρυγμα και του ‘δώσε μερικές συμβουλές για τις παρορμήσεις του που αν τις υποτάξει θα ‘χουν γλιτώσει από τυχόν άσχημα προβλήματα .
«Σου ζητάω απλώς να είσαι προσεκτικός», του είπε, έχοντας τώρα πάρει ένα ύφος σαν να ικέτευε. «Σου ζητάω απλώς να είσαι προσγειωμένος και συνετός. Συγκρατήσου για να μην μας δημιουργήσεις προβλήματα.» Συμπλήρωσε.
«Ερμιόνη μου γλυκιά μη με μαλώνεις, είπα να δοκιμάσω, κακό είναι να φλερτάρω κάτι που μου αρέσει; αν το δούμε στατιστικά είναι πολύ πιθανό να πετύχει. Εντάξει, δώσε μου ένα καλό λόγο γιατί με αρνείται πεισματικά και σου υπόσχομαι δεν πρόκειται να την ξαναενοχλήσω.»
Όσο και να το ήθελε δεν μπορούσε να έκανε και κάτι διαφορετικό. Είχε γευτεί την πρώτη εφηβικη του απόρριψη ο εγωισμός του δέχτηκε πλήγμα και αυτό τον πληγώνει αλλά δεν θα πέσει στα πατώματα κιόλας όταν η κοπελιά του έριξε άκυρο! Όλα στη ζωή είναι ένα τυχερό παιχνίδι. Έτσι και στον έρωτα, οι πιθανότητες να κερδίσει ή να χάσει ήταν 50-50!  Ρίσκαρε αλλά δε χαλάστηκε ιδιαίτερα που έφαγε χυλόπιτα γιατί το έχει υπολογίσει σαν ενδεχόμενο!
Οι διακοπές για τις γιορτές του Πάσχα τελείωσαν. Το λεωφορείο για Μολάους γεμάτο από κόσμο. Συνωστισμός. Απίστευτο στρίμωγμα. Χριστέ μου!...Να-τη πάλι! Το μελαχρινό κοριτσόπουλο καταφθάνει αργοπορημένο και η καρδιά του σφίχτηκε όταν την είδε. Είναι με τη μητέρα της τον πληροφορεί η Ερμιόνη.
«Ήσυχα και σε θέλω φρόνιμο και συνετό.» Του λέει.
Κάθεται στο τέλος και μπαίνει μαζί τους στο λεωφορείο. Δεν έχασε την ευκαιρία να στριμωχτεί κοντά της, τα χέρια του λαχταρούσαν να την αγγίξουν – αν μη τι άλλο, προκειμένου να εκτονώσουν τα συναισθήματα που είχαν συσσωρευτεί τις προηγούμενες ημέρες. Το λεωφορείο ήταν πια φίσκα. Υπήρχαν τόσοι επιβάτες σ’ αυτό το μικρό χώρο και όλοι στεκόντουσαν πολύ πιο κοντά από όσο θα θέλανε υπό φυσιολογικές συνθήκες. Ένας ψηλός, επιβάτης χρειάστηκε να γείρει λιγάκι μπροστά για να μπορέσουν οι πόρτες να κλείσουν πίσω του. «Προχωρήστε στο βάθος, παρακαλώ», ακούστηκε η ευγενική αλλά ψυχρή φωνή ενός άλλου επιβάτη. Κανείς δε σάλεψε. Οι θύρες έκλεισαν, το πίσω μέρος ήταν πλέον πίτα στον κόσμο, οπότε οι άλλοι επιβάτες τον στραβοκοίταξαν καθώς προσπαθούσε να τρυπώσει σε ένα μικρό κενό δίπλα στην πόρτα, ακριβώς πίσω στη μητέρα της και στην κοπέλα όταν η μητέρα της λέει στη κοπέλα να προχωρήσει μπροστά που είναι μια θεία της και ταξιδεύει μαζί τους.
Επικρατούσε μια μικρή οχλαγωγία και οι υπόλοιποι επιβάτες με δυσκολία σχημάτισαν ένα διάδρομο για να περάσει το κορίτσι και σε λίγα δευτερόλεπτα είχε χαθεί στα μπροστινά καθίσματα. Προς μεγάλη του απογοήτευση και πάλι που θα έπρεπε να περάσει τις επόμενη μια ώρα τσιτωμένος και δυστυχής! Καθώς το όχημα ξεκίνησε, κουνηθήκανε όλοι μαζί, πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο, παραπατώντας ελάχιστα και τεντώνοντας τα χέρια τους για να στηριχτούν κάπου και να ανακτήσουν την ισορροπία τους. Εκείνος τινάχτηκε προς τα εμπρός και η μητέρα της μπροστά του τσίτωσε την πλάτη της για να σταθεροποιηθεί. Ένιωσε το σώμα της να κολλάει φευγαλέα πάνω στο δικό του.
Βρέθηκαν λοιπόν έχει επαφή με τους γλουτούς της κυρίας εντελώς φυσιολογικά, χωρίς να φανεί ότι το έκανε από πρόθεση και η ενέργεια του να θεωρηθεί ανεπιθύμητο άγγιγμα και ως τρόπος σεξουαλικής παρενόχλησης. Η μητέρα της γύρω στα τριάντα-πέντε με σαράντα, ήταν γυναίκα με καμπύλες, όμορφη, περιποιημένη, καλοχτενισμένη και σκερτσόζα, έτσι όπως ήταν στριμωγμένη, με το χέρι απλωμένο για να κρατιέται από τη χειρολαβή, όλα της τα ρούχα έμοιαζαν επάνω της ελαφρώς μικρότερα απ’ ό,τι θα έπρεπε. Στη βιασύνη της να κρατηθεί, σχεδόν έπεσε πάνω του. Του ζήτησε συγγνώμη, ο Αλκιβιάδης έδειξε κατανόηση χαμογελώντας, «είναι όμορφο πλάσμα η μαμά», σκέφτηκε κι ένιωσε ένα ρίγος. Στάθηκε για λίγο αμήχανος κι ένιωσε κάπως παράξενα. Έκλεισε τα μάτια του και φαντάστηκε μια φευγαλέα σκηνή: Άραγε το λεωφορείο θα τρανταχτεί ξανά μπροστά όπως παίρνει τις απότομες στροφές του ορεινού δρόμου; Πράγματι, έτσι έγινε. Η μητέρα της πάλι έπεσε πάνω του κι αυτός τώρα νιώθοντας τολμηρός έσφιξε τους μηρούς του. Τρίφτηκε απαλά επάνω του, τον έκανε να ξεχάσει την έφηβη και το απίστευτο στρίμωγμα. Στο τέλος κατάφερε να κολλήσει ακριβώς εκεί που σίγουρα θα του δημιουργούσε πρόβλημα. Έγινε «επακούμβηση» όπως θα έλεγε και ο ξάδερφος του ο Μπότης που μόλις πρόσφατα υπηρετούσε τη θητεία του σε ακταιωρό. Θυμάται τον ξάδερφο του, που ο νους του ήταν συνεχώς στα κορίτσια, μάλιστα όπως ομολογούσε επιδιδόταν στο προσφιλές, εκείνον τον καιρό το ερωτικό «κολλητήρι». Ο Αλκιβιαδης το θεωρούσε ακατανόητο κάτι τέτοιο αλλά και αδύνατο να το κάνει, γιατί ποτέ δε θα ερεθιζόταν δημόσια με τέτοιο χυδαίο, όπως πίστευε, τρόπο… Όπως πίστευε!.
«Καλά, είναι δυνατόν να δέχεται μια γυναίκα να κολλάς πίσω της;» του έλεγε.
«Πίστεψε με, οι περισσότερες τα θέλουν, δεν τις πειράζει, και εσύ έχεις κάνει τη δουλειά σου, για τη δική του σεξουαλική ευχαρίστηση.»
Ένα απαλό άρωμα έφτανε μέχρι εκείνον, σίγουρα πολύ καλύτερο από την ιδρωτίλα που μυρίζει συνήθως κανείς στο λεωφορείο τέτοια εποχή. Την αισθάνθηκε να τσιτώνει. Μια ευτραφής μεγάλη γυναίκα δίπλα τους, σκουντώντας την στην πλάτη με τον αγκώνα της όπως έκανε να βγάλει ένα δέμα από την τεράστια τσάντα της, για να της δώσει περισσότερο χώρο, την ανάγκασε και στριμώχτηκε ακόμα πιο κοντά του ή μπορεί απλώς να απολάμβανε και αυτή την εγγύτητα των σωμάτων τους σκέφτηκε ικανοποιημένος. Το λεωφορείο τραντάχτηκε ξανά και για τον Αλκιβιάδη αρχίζει το ευχάριστο μαρτύριο. Το φούσκωμα που ένοιωθε χαμηλά δεν έλεγε να πέσει και σε κάθε κίνηση του οχήματος την ακουμπούσε. Τώρα το σώμα της ήταν κολλημένο πάνω στο δικό του, οπότε, παίρνοντας θάρρος από τη φαινομενικά τυχαία επαφή τους, έγειρε μια ιδέα προς τα εμπρός, έτσι ώστε το φούσκωμα του παντελονιού του να έρθει σε συνεχή επαφή με τους γλουτούς της. Ένιωσε ξαφνικά ένα τσίμπημα φόβου και σκέφτηκε μήπως το είχε παρατραβήξει. Φοβήθηκε ότι θα τον έπαιρνε χαμπάρι κανένας επιβάτης αλλά το όλο σκηνικό τον είχε εξιτάρει και ένοιωθε περίεργα. Δεν θυμάται αν άλλη φορά να ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει τόσο ξέφρενα.Τι θα έκανε έτσι και του μιλούσε;  Για το επόμενο λεπτό δεν έγινε τίποτα και κάπως ηρέμησε όταν αισθάνθηκε τη γυναίκα αντί να προσπαθήσει να αποφύγει την επαφή, κολλάει το κορμί της σχεδόν πάνω του, ένιωθε τώρα την κάθε της εισπνοή και εκπνοή πάνω στις ωμοπλάτες του και τις μύτες των παπουτσιών του στο πίσω μέρος των τακουνιών της. Και ήταν σίγουρος πλέον και δεν υπήρχε αμφιβολία πως και εκείνη καταλάβαινε, παρά την ουδέτερη στάση της, γι’ αυτό που ένιωθε να σαλεύει πάνω στα οπίσθια της. Στη συνέχεια, η γυναίκα είχε αρχίσει να στρέφει το πρόσωπό της προς το μέρος του, προσπαθώντας να τον κοιτάξει στα μάτια κι αυτός δε λέει τίποτα, κράτησε το βλέμμα του χαμηλωμένο και το πρόσωπό του σοβαρό, λες και η πίεση του σώματός του πάνω στο δικό της δεν είχε τίποτα άσεμνο. Τον έκοψε από πάνω μέχρι κάτω εξακολουθεί να τον κοιτάει, χαμογελάει πονηρά τον κοιτά στα μάτια και του πιάνει την κουβέντα! «Εγγονός του Μπάρμπα Οδυσσέα του Πρίφτη, δεν είσαι εσύ; Ωραίο παλικάρι είσαι! Ψηλός κι εσύ. Το έχει το σόι σας. Πάντως από ότι βλέπω πρέπει να μοιάζεις του πάτερα σου και όχι της μητέρας σου.»
«Μάλλον έχεις δίκιο, έτσι μου λένε όλοι.» Της απάντησε.
«Της μητέρας σου έχω ακούσει την ιστορία της. Πρέπει ν' είναι δυναμική γυναίκα ε;» Του λέει ερωτηματικά.
«Εγώ τη θεωρώ απλά μοναδική.» Της απαντά χωρίς περαιτέρω σχόλια.
«Μήπως νιώθεις άσχημα μ' αυτό το αναπόφευκτο στριμωξίδι;» Τη ρωτάει, φοβούμενος ακόμη ότι ίσως της δημιουργεί θέμα με το επιπλέον στρίμωγμα που επιδιώκει.
«Όχι αγόρι μου, όλα καλά! Μην ανησυχείς!» του λέει και συνεχίζει να του χαμογελά όλο σκέρτσο.
Αναρωτιέται «Είναι δυνατόν να μην καταλαβαίνει;» και συνέχισε να τρίβεται επάνω της με περισσότερο θάρρος και μέσα στις απορίες του η κυρία κάνει κάτι κινήσεις, δήθεν να αποκτήσει χώρο και κολλάει και αυτή ακόμη πιο έντονα πάνω του και τον κάνει να νοιώθει παράξενα. Και τρομερά ανήσυχος, ενώ το κούνημα του λεωφορείου επιβάρυνε την κατάσταση καθώς με το κορμί της επάνω του απολαμβάνει την επαφή τους και νοιώθει το καυλί του να θέλει να κόψει το ύφασμα και να πεταχτεί προς τα έξω έτοιμο να εκραγεί! Ένιωσε τα μάγουλά του να κοκκινίζουν. Τι γίνεται αν;
Η Γυναίκα του δείχνει ξεκάθαρα ότι δεν της είναι ανεπιθύμητη η σωματική επαφή τους, βρίσκεται σε ήρεμη κατάσταση και συνεχίζει κανονικά, να τον ρώτα πληροφορίες για την μητέρα του και ταυτόχρονα να τον πιέζει τώρα και εκείνη που τον αισθάνεται ότι είναι τόσο «σκληρός» και έδειξε να αποδέχεται τη σωματική επαφή τους σαν μια φυσική ευχαρίστηση! Του άρεσε! Στην εφηβεία του νιώθει ερωτική διέγερση και την ανάγκη για σεξουαλική επαφή. Ήταν ένα συναίσθημα αυθόρμητο. Πήγαζε από μέσα από τα ενδόμυχα του, πέρα από τον ελέγχο της λογικής του, γι' αυτό και η λογική του σκέψη δεν μπορούσε εύκολα να αλλοιώσει τη δύναμη του συναισθήματος στην περίοδο της εφηβείας του. Να είσαι φρόνιμος και συνετός δεν του είπε η Ερμιόνη...  Δηλαδή πόσο συνετός; και πόσο πιο φρόνιμος ρε Ερμιόνη. Με «κράμπες» κατάντησε στους όρχεις, έτσι ψυχρός ατάραχος και απαθής που προσπαθούσε να μείνει πλημυρισμένος από μια ατελείωτη θέρμη. Εκείνες τις ώρες αισθάνεται πως η κυρία «έχει τα πιο όμορφα οπίσθια του κόσμου».  .
......... Η κοπελιά με τη μητέρα της αναχώρησαν για Σπάρτη. Αν ήταν στο χέρι του μαζί της θα πήγαινε μέχρι και την Αθήνα έτσι κολλημένος όρθιος πίσω της. Αναχώρησαν για Μονεμβάσια και η Ερμιόνη με τον Αλκιβιάδη.. Επιβίβαση στο πλοίο Μυρτιδιώτισσα και επιστροφή. Στο πλοίο συνάντησαν και μια πρώτη εξαδέλφη της Ερμιόνης. Θεία του δηλαδή και αυτή. Μια εικοσάχρονη.... ένα ανερχόμενο μοντέλο που ζούσε στη Νέα Υόρκη. Δεν υπήρχαν λόγια να την περιγράψει. Μιλούσε η εικόνα της. Φορώντας μια σούπερ μίνι ριγέ κόκκινη φούστα. Φόκους στα ατελείωτα και καλλίγραμμα πόδια της έκαναν οι επιβάτες. Τους άφησε με το στόμα ανοιχτό με την εμφάνιση της.
«Σόι πάει το βασίλειο. Όμορφο το σόι της μητέρας μου» σκέφτηκε ο Αλκιβιάδης.
Τελικά ήταν ένα ενδιαφέρον δέκα-πενθήμερο από πολλές απόψεις.
......Καλοκαίρι του χίλια εννιακόσια εξήντα έξι.  Ο Αλκιβιάδης είχε ήδη αναχωρήσει για Αθήνα και από εκεί με την θεία Ερμιόνη για Μονεμβάσια. Μάλιστα, η Ερμιόνη του είχε προτείνει από το Πάσχα το καλοκαίρι να πάμε μαζί οι δύο τους δυο εβδομάδες διακοπές στο χωριό! Δεν το έκρυβε ότι τον  ξεσήκωσε η ιδέα αυτή, σκεφτόταν πόσο έντονα περάσαν το τελευταίο Πάσχα. Ίσως μια καινούργια καλοκαιρινή γνωριμία... να αφεθεί σε αυτή τη τρέλα και του αρέσει πολύ. Ένα ταξίδι διακοπών που ρουφάει ήλιο, θάλασσα ένταση και φυσικά την ανατροπή.
Σαν έφηβος σκέπτεται την ανατροπή, του αρέσει σαν ιδέα. Τα μικρότερα αδέλφια ήδη είχαν πάει σε καλοκαιρινή κατασκήνωση.
«Η Ρηχειά ήταν στη νηπιακή ηλικία η καλοκαιρινή του διαμονή. Μα και στην εφηβεία του πέρασε δυο ολόκληρα καλοκαίρια εκεί. Στο δρόμο προς τη Βλυχάδα, τοπίο μαγικό η Ράχη. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως πολύ κοντά σε αυτό τον ορεινό οικισμό βρίσκεται η μαγευτική παραλία της Βλυχάδας. Άγνωστη για τους πολλούς, ακριβό προνόμιο για αυτούς που την γνωρίζουν. Είναι βίωμα, μαγεία, και δεν παίρνει περιγραφή η μαγευτική αυτή παραλία, εκεί που η θάλασσα λαμπυρίζει σε χιλιάδες σταγόνες φωτός. Ένα τοπίο με μυστική παρθενικότητα, με αρώματα βουνού και ψιθύρους της θάλασσας. Παραλία δυσπρόσιτη, η επίσκεψη γίνεται μέσα από μονοπάτια με πικροδάφνες, γαλατσίδες, κιτρινοξιλιές, συκιές και σκίνα. Τα καλοκαιρινά βράδια στη Βλυχάδα είναι δροσερά. Είναι ο γλυκός νυκτερινός αέρας που κατεβαίνει από τα βουνά του Ζάρακα με τα έλατα και περνάει από τα αμπέλια, τις ελιές, τις χαρουπιές και τις συκιές και φέρνει μαζί το θυμάρι που σμίγει με τη θαλασσινή αύρα. Αυτή η αύρα είναι που μαζί με τον ήσυχο παφλασμό του νερού σε νανουρίζουν τα βράδια κοντά στο κύμα, όταν αποκαμωμένος από το κολύμπι ησυχάζεις.»
Έπαιρναν μόνο πατάτες, κρεμμύδια, ψωμί, ελιές, λάδι, μερικά λεμόνια και μια μεγάλη κατσαρόλα. Με ορμητήριο τον βράχο, (Το σήμα κατατεθέν του πανέμορφου μυχού.)  είχαν τον τρόπο να προμηθευτούν τα ψάρια.. Αυθεντική μπουγιαμπέσα. Μάγειρας ο θείος Πέτρος.  Σύζυγος της δεύτερης αδελφής της Ιοκάστης. Έμεναν σε πρόχειρες καλύβες τα λεγόμενα «Τσαρδιά» . Φτιαγμένα με φυσικά υλικά, καλυμμένα συνήθως με καλάμια  και φύλλα από φτέρες.
......... Είναι οι αναμνήσεις του αυτές, η ταυτότητά του, η ιστορία του, ο σημερινός του εαυτός. Είναι οι στιγμές εκείνες που «ζωντανεύουν», την πιο νοσταλγική εποχή του χρόνου, τότε που οι μέρες έμοιαζαν ξέγνοιαστες και όλα ιδανικά.
Πότε δεν έλειπαν και τα απρόοπτα συμβάντα με απρόβλεπτες εξελίξεις ή καταλήξεις! Η ευχάριστες στιγμές του καθενός στη ζωή δεν μπαίνουν στη μεζούρα του χρόνου.
Στον πάτο του γκρεμού η θάλασσα περνώντας πάνω από τα βότσαλα, εισχωρούσε στην ακτή δημιουργώντας μια αβαθή μικρή λίμνη που δεν θα ήταν περισσότερο από είκοσι, ίσως είκοσι πέντε μέτρα το πλάτος της και το μήκος της. Όταν σκούρα μπλε κύματα έρχονταν με φόρα κι έσπαγαν με θυμό πάνω στην αμμουδιά, το νερό που παγιδευόταν μέσα στη λίμνη ήταν διάφανο, πρασινωπό κι έμοιαζε ακίνητο. Μια μικρή λίμνη με δική της παραλία, καμωμένη από καθαρή άμμο και στολισμένη με μικρά βουναλάκια από φύκια, άλλα ξασπρισμένα από τον ήλιο κι άλλα διατηρώντας ακόμα την καφετιά γυαλάδα τους. Ένας Θεός ήξερε από πού είχαν έρθει τα φύκια. Πάντως όχι από εκεί κοντά, αφού το νερό ήταν τόσο ξάστερο, που φαινόταν καθαρά ο βυθός. «Ο βυθός είναι γεμάτος χέλια και αναδύονται στην επιφάνεια εάν ρίξεις στην λίμνη τα φυτά που ονομάζονται γαλατσίδες, (φλόμος), με τον γαλακτώδη και δηλητηριώδη χυμό που εμπεριέχεται μέσα τους.» Του λέει ο θείος του.
Ο Αλκιβιάδης έριξε μια ματιά στην Ερμιόνη να δει τι εντύπωση της είχαν κάνει τα λόγια του θείου του. Το χαμόγελο που είδε το ήξερε καλά.
Λέξη δεν πίστευε από ότι είχε ακούσει για τα χέλια. Όμως, ακόμα κι αν όλα αυτά που έλεγε ο θείος του δεν ήταν αλήθεια, ακόμα κι αν δεν υπήρχαν χέλια, ένιωθε μια περιέργεια να το διαπιστώσει. Θα ήθελε, να έβλεπε με τα μάτια του, τα χέλια που έλεγε ότι είναι γεμάτος ο βυθός.
Οι Πελώριοι βράχοι ήταν τόσο εντυπωσιακοί, που ο Αλκιβιάδης πήρε την απόφαση να ανεβεί μέχρι τη κορυφή τους και από εκεί στο χορταριασμένο πλάτωμα που τριγύρω είχε φραγκοσυκιές, αθάνατους κι ένα σωρό θάμνους από γαλατσίδες.  Άρχισε να ψάχνει γύρω του προσπαθώντας να βρει κάποιο πέρασμα. Έψαχνε για ώρα και ήταν έτοιμος να τα παρατήσει απογοητευμένος. Στην πλαγιά την άνοιξη είχε βλάστηση αλλά το καλοκαίρι το χώμα ήταν κατάξερο και αφιλόξενο. Ξαφνικά το βλέμμα του έπεσε πάνω σ' ένα φιδογυριστό κομμάτι γης που φαινόταν πατημένο. Μάλλον κάποιο παλιό μονοπάτι, που όμως είχε παρασυρθεί από χειμωνιάτικες νεροποντές χρόνων μέχρι να σβηστεί τελείως. Ένα μονοπάτι κακοτράχαλο, απότομο, διαβρωμένο, που εσύ αν δεν το ήθελες μια, εκείνο δεν σε ήθελε δέκα. Κι όμως αποφάσισε ότι θα μπορούσε να το ακολουθήσει. Σκαρφαλώνει λίγο ψηλότερα σε μια άλλη γυαλιστερή εσοχή του παραλιακού γκρεμού και αρκουδίζει αναζητώντας τα μαγικά εκείνα φυτά  που θα βγάλουν τα χέλια από την φωλιά τους. Κάτω στην αμμουδιά η φιγούρα της Ερμιόνης να τρέχει πέρα δώθε θορυβημένη, και η αχνή φωνή της να φτάνει στ’ αυτιά του. «Πρόσεχε.» Του λέει. «Πρόσεχε που πατούν τα πόδια σου.»
«Σταμάτα. Μη φωνάζεις.» Της λέει ο Αλκιβιάδης και βρέθηκε σε κάτι σαν αλάνα που τέλειωνε σε μια απότομη ανηφοριά γεμάτη σκόρπιους θάμνους και ξερά αγριόχορτα. Το έδαφος ήταν από συντριμμένο μολυβί σχιστόλιθο, ανάκατο με κοκκινόχωμα.  Τα παπούτσια του γλιστρούσαν επικίνδυνα πάνω στο έδαφος, αναγκάζοντας τον να συγκρατιέται από τους θάμνους, ώσπου ένιωσε πως μπορούσε να φτάσει τα φυτά κι έτσι προχώρησε ενθουσιασμένος.
Τώρα η αμμουδιά είναι κάτω χαμηλά και τα αγωνιώδη καλέσματα της Ερμιόνης ακούγονται καθαρά αλλά μακρινά…
Το πόδι του μπλοκάρει σε κάτι ρίζες που ξεκολλούν και μαζί και ένα κομμάτι του γκρεμού, του στέρεου κόσμου που τελικά δεν είναι τόσο στέρεος, ξεκολλά, και ξαφνικά κατρακυλά κι εκείνος ορμητικά προς τα κάτω, με τα χέρια τεντωμένα γλιστρά στον κατήφορο παρασύροντας, με τα πόδια, ένα χείμαρρο από μικρά κομμάτια σχιστόλιθου.. Κι έρχεται να σταματήσει με μια πνιχτή ανάσα πόνου επάνω σε πουρνάρια και αγκάθια, προσβεβλημένος τόσο που αρνείται να βάλει τις φωνές.
Η Ερμιόνη από κάτω τον κοιτά παγωμένα με μια έκφραση αγωνίας, έκπληξης, και τρόμου. Ένοιωσε ότι τη κτύπησε αστροπελέκι. Μούδιασε ολόκληρη.
Aν και νιώθει τον πόνο σαν βελονιές στο σώμα του, στάθηκε στα πόδια και συνέχισε, περπατώντας τώρα σ’ έναν επίπεδο χώρο καθώς  προσπαθεί να ηρεμήσει την Ερμιόνη να συνέλθει από την αρχική τρομάρα που πέρασε εξ αίτιας του.
«Μη φωνάζεις. Ηρέμησε.» Της λέει. «Γλίστρησα. Μα είμαι μια χαρά.»
Η ταραγμένη Ερμιόνη τον κατηγορεί που δεν άκουσε τις συμβουλές της. Είναι έξαλλη. «Είχε μαλλιάσει η γλώσσα σου να λέω να μην επιχειρήσεις να ανέβεις στο βράχο. Είσαι αγύριστο κεφάλι. Δεν συμμορφώνεσαι.»
Τώρα που τον βλέπει αρτιμελή και μ' ελάχιστους μώλωπες της βγαίνει ένας θυμός να τον βρίσει να φωνάξει, να του δώσει μπουνιές.
«Έχεις δίκιο. Ηρέμησε σε παρακαλώ.»
Εν τέλει οι κακές στιγμές φεύγουν όπως η ξαφνική νεροποντή. Ο Αλκιβιάδης χαμογελά συγκαταβατικά όλο μαλαγανιά και αθωότητα για να αποφορτίσει το κλίμα, και να την καθησυχάσει. «Θειούλα μου σε λατρεύω, ηρέμησε σε παρακαλώ.»
.......Ο Λυκούργος βρίσκεται στην Υπάτη για οικοδομικές εργασίες. Τα κορίτσια τους επίσης σε καλοκαιρινή κατασκήνωση στην Ευρυτανία. Έχουν μείνει πίσω η Πανδώρα η Ιοκάστη και ο Κλέαρχος. Το εργοστάσιο που εργάζονται βρίσκεται σε παύση αναμένοντας την νέα σοδειά βαμβακιού. Η Ιοκάστη εργάζεται περιστασιακά πάλι σε σπίτια ο Κλέαρχος ως συνήθως άνεργος τον περισσότερο καιρό.
Τελευταία ταλαιπωρείται από συμπτώματα κολικού του νεφρού και θεωρήθηκε απαραίτητο άμα τη εμφάνιση των συμπτωμάτων να εισήχθη για θεραπεία σε κλινική. Όταν η Ιοκάστη αναχώρησε από την κλινική, ο Κλέαρχος  «έμεινε σε καλά χέρια».. Από ότι φημολογείται μια νοσοκόμα της βάρδιας είναι «Νύμφω» και παλιά γνώριμη του Κλέαρχου...  Έχει και στα χέρια της μελέτη που ισχυρίζεται ότι βρήκε τη λύση ώστε να καταφέρνει ο οργανισμός να αποβάλλει εύκολα τις πέτρες, κι αυτή η λύση δεν είναι άλλη από το πολύ σεξ. Στον Κλέαρχο κάποιοι «καλοθελητές» λένε ότι αυτή την θεραπευτική μέθοδο την είχε προγραμματίσει με αυξημένη δόση στην θεραπεία του. Τελικά έχει πέραση και στις νοσοκόμες. Αρέσει ακόμα. Τράβαγε σα μαγνήτης όλα τα νυμφίδια και τις εύκολες.
Γυρίζοντας η Ιοκάστη σπίτι ήταν ένα όμορφο καλοκαιρινό βράδυ, καθώς τα φυτά στις γύρω αυλές σκορπούσαν σαν βάλσαμο την ευωδιά τους, τα αστέρια ψηλά διαγράφανε την τροχιά τους και το μουρμούρισμα από το λιγοστό νερό στο ρέμα, αργό-κυλούσε σιγανά και μιλούσε στις ψυχές. Βόρειο δυτικά του σπιτιού υπήρχε ένα κατηφορικό πλάτωμα με δεκάδες δέντρα, από, συκιές, ευκαλύπτους και ακακίες που «έφτιαχναν» ένα μικρό δάσος κυριολεκτικά μέσα στα σπίτια.  Εκεί κούρνιαζαν καρακάξες με τα εντυπωσιακά τους χρώματα, μέσα σ' ένα όργιο από φωνές, σπουργίτια  και μερικές  κουκουβάγιες. Μια τέτοια βραδιά κρατούσε μέσα της τη χαρούμενη υπόσχεση μιας καινούργιας ηλιόλουστης μέρας όλο ξεγνοιασιά, μιας μέρας προικισμένης με χίλιες δυο, αμέτρητες ευκαιρίες για χαρές και περιπέτειες. Ένοιωθε τόσο κουρασμένη που το μόνο που χρειάζεται είναι ένα χαλαρωτικό ντους. Στάθηκε απέναντι από τον καθρέφτη και κοίταξε το κουρασμένο και θλιμμένο της πρόσωπο. Δεν ξέρει από πότε έχει γίνει έτσι. Βασικά δεν θυμάται... πάει καιρός από τότε. Βρήκε τον εαυτό της να μπαίνει σε σκέψεις και αμέσως σταμάτησε. Δεν της αρέσει πλέον να σκέφτεται, μόνο να ζει τις στιγμές. Παλιά, συνέχεια σκεφτόταν και πιστεύει πως η πολύ σκέψη την άλλαξε και την έφερε σε αυτήν την κατάσταση. Παλιά, συνέχεια σκεφτόταν τις συνέπειες για το κάθε τι... πήρε μια βαθιά ανάσα και γδύθηκε, έβαλε τα ρούχα της διπλωμένα στο καλάθι των άπλυτων, άνοιξε το ντους. Μετά από μια γεμάτη ένταση ημέρα προσπαθούσε να αναπτύξει μια θετική αντίληψη για τα πράγματα. «Δεν χρειάζεται να φοράς ροζ γυαλιά πρωί βράδυ για βλέπεις τα θετικά της ζωής. Σκέψου θετικά και σίγουρα το σύμπαν θα συνωμοτήσει για να φέρει αυτό το θετικό που ζητάς.» Μιλούσε με τον εαυτό της. Έφτιαξε το νερό στη θερμοκρασία που της αρέσει και μπήκε μέσα. Χρησιμοποίησε το αφρόλουτρο και ξεκίνησε να το απλώνει με τα χέρια της παντού.  Το απολαμβάνει, τα χέρια της γλιστρούν σε όλο της το κορμί.
Σαν ν' άκουσε τη φωνή της Πανδώρας.
«Χτύπησε κανείς την πόρτα μου;» Ρωτάει.
Δεν έβρισκε το μπουρνούζι της, άρπαξε μια απαλή λευκή πετσέτα , τύλιξε το γυμνό κορμί της, τύλιξε και τα μαλλιά της πρόχειρα με μια πετσέτα  και πήγε ν' ανοίξει την πόρτα.
Εκεί στεκόταν η Πανδώρα με ένα εξαιρετικά κολλητό καλοκαιρινό μαύρο μπλουζάκι, το οποίο άφηνε να καταλάβεις ότι από μέσα δε φορούσε σουτιέν, κι ένα μαύρο κολλάν που άφηνε τα θεσπέσια κωλομέρια της να διαγράφονται. Κρατούσε ένα μπουκάλι κρασί και είχε μια εντελώς αλέγρα συμπεριφορά. κάτι που έκανε την Ιοκάστη να δυσανασχετήσει, αλλά δεν το έδειξε..
«Κορίτσαρος! συγγνώμη που σε διακόπτω μα μήπως χάσατε κάποια κοπέλα αδύνατη, κοκκινομάλλα με βιολετί μάτια; Έχει και εκφραστικό πρόσωπο, και μου είπαν ότι την περιμένατε να σου διώξει την μοναξιά.»
Η πόρτα άνοιξε και την προσκάλεσε. Μάλλον ανόρεχτα, είναι η αλήθεια. Σκεφτόταν ότι η Πανδώρα ήταν προικισμένη με αρκετή περιέργεια και της άρεσε να έχει κάποιον να κουβεντιάζει ενώ εκείνη δεν ένοιωθε μοναξιά. Η Ιοκάστη απλώς εκείνες τις στιγμές θα προτιμούσε να μείνει μόνη.
.............. Χίλια εννιακόσια εξήντα οκτώ. Η Απριλιανή Επανάσταση, όπως την αποκαλούσαν οι συνταγματάρχες της, είχε στρογγυλοκαθίσει. Ο κόσμος φοβόταν και τον ίσκιο του. Η ασφάλεια γνώριζε τι κάνει ο καθένας. Οι δωσίλογοι, οι χαφιέδες, βρίσκονταν σε δράση. Είναι ήδη η επέτειος ενός χρόνου απ΄ αυτό το απριλιανό πραξικόπημα τότε που ήρθε στην ζωή του Αλκιβιάδη και η πρώτη του ξέφρενη ερωτική του νύχτα. Έκλεισε τα δέκα επτά του χρόνια στα περασμένα του γενέθλια, και είναι πλέον σ’ αυτό το στάδιο σήμερα που σαν νέος περνώντας στη μεταεφηβική ηλικία αρχίζει να ωριμάζει και αναζητά να ακολουθείσει πλέον τη δική του αυτόνομη ζωή. Αργά το απόγευμα συνοδεύοντας την Ιοκάστη βρίσκονται στην εξωτερική αυλή στο σπίτι της χήρας της Ασπασίας. Η Ιοκάστη αναζητούσε κάποιες κοινωνικές πληροφορίες και οι δυο γυναίκες συζητούσαν μπροστά στην πόρτα εισόδου της μεγάλης αυλής. Ο Αλκιβιαδης είχε περάσει πάνω από ένας χρόνος από τότε που είχε συναντήσει τελευταία φορά την Ασπασία. Μεγαλώνοντας σαν έφηβος πλέον έπιασε τον εαυτό του να τη σκέφτεται σεξουαλικά, την ντρεπόταν και είχε σταματήσει και τα πρωτοχρονιάτικα ποδαρικά. Σήμερα που τη βλέπει έμεινε ευχάριστα άναυδος με την εμφάνιση της. Κι είναι έτσι τροφαντή, λαχταριστή που άγιο μπορεί σε πειρασμό να βάλει. Και μέσα του άρχισε να φουντώνει η ηδονή, σαν τη φωτιά που φουντώνει όσο της ρίχνουμε ξύλα. Βλέποντας το ερωτικό βλέμμα του νεαρού, η Ασπασία κοκκίνισε απότομα. Το βλέμμα του πρόδιδε το ερωτικό ενδιαφέρον του για εκείνη «πρόδιδε» ξεκάθαρα τις σκέψεις του για το ότι ήθελε σεξ, μέσα από το βλέμμα του.
Όλα αυτά τα χρόνια που είχαν περάσει εκείνος είχε ψηθεί είχε γίνει άντρας και εκείνη, αντίθετα, ήταν κλεισμένη μες στους τοίχους του σπιτιού, σαν τις καλόγριες, προστατευμένη από τις δυσκολίες της ζωής. Η Ασπασία έβρισκε διέξοδο στη μοναξιά της πηγαίνοντας στην αγορά τα πρωινά από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, Κυριακή στην εκκλησιά και τα απογεύματα ασχολιόταν με τον κήπο τη που τον λάτρευε και ο κήπος της έμοιαζε με Παράδεισο.
Και να που τώρα εκεί στη πόρτα αυτού του επίγειου παράδεισου στέκεται ένας αληθινός άγγελος και όχι αποκύημα φαντασίας. Τι ήταν τούτο Θεέ μου! Ένα παλικάρι που την παρακολουθούσε χαμογελώντας ερωτικά. Η Ασπασία ανέπνευσε, έβλεπε το χέρι της Μοίρας να την ακουμπάει για να αδράξει την ευκαιρία που της παρουσιάστηκε, μέσα της ένιωσε τρικυμία, μια ολοκληρωτική αναστάτωση που αφορούσε τις ερωτικές παρορμήσεις της και την πιθανότητα ενός ερωτικού ρίσκου. Στο πρόσωπο του Αλκιβιάδη είδε έναν ενδιαφέροντα νεαρό που ίσως να γέμιζε τις μέρες της . Ο Αλκιβιάδης  αισθάνθηκε το βλέμμα της να περιπλανιέται συνέχεια επάνω του καθώς μιλούσε με την Ιοκάστη. Έστελνε μηνύματα που μπορούν να μιλήσουν με τα μάτια, να φιλήσουν με το βλέμμα και να φέρουν μία μαγευτική χάρη στην καρδιά.
Μετά από επτά χρόνια και έχοντας βιώσει τον οδυνηρό θάνατο του συζύγου της ήταν θλιμμένη συνέχεια. Τόσα χρόνια σε μια θλίψη συνήθισε τόσο που ξέχασε για λίγο τον εαυτό της. Τελευταία φαίνεται πως αποφάσισε ότι ήθελε να αλλάξει εντελώς την ζωή της και να αφιερώσει περισσότερο χρόνο και φροντίδα στον εαυτό της. Μετά από αρκετούς μήνες προσπάθειας ήταν και πάλι σε φόρμα και είχε ολοκληρώσει την «μεταμόρφωσή της», αλλά, ένιωθε αρκετά μόνη. Δεν είχε κάνει κάποια σχέση γιατί δεν αισθανόταν έτοιμη ακόμα. 
Αμέριμνες και καθώς συζητούν η Ιοκάστη και η Ασπασία ο Αλκιβιαδης έμεινε παράμερα αναμένοντας τη μητέρα του, όταν βλέπει από τον πλαϊνό δρόμο να έρχεται η Μυρσίνη. Η Μυρσίνη και ο Αλκιβιαδης, δύο νέοι με παρελθόν που έχουν πολύ καιρό να ιδωθούν.  Πάει καιρός που ο Αλκιβιάδης είχε μάθει πως η Μυρσίνη ήταν σε σχέση με έφεδρο αξιωματικό από το γειτονικό στρατόπεδο, η οποία σχέση έληξε άδοξα διότι ο νεαρός επήρε μετάθεση για τη Βόρεια Ελλάδα και της κούνησε μαντήλι αναζητώντας νέα φιλόξενη αγκαλιά.
Η κοπέλα όταν τον είδε έκανε σαν παιδάκι που της χαρίζουν το πιο όμορφο δώρο, έβγαλε μια μικρή τσιρίδα έκπληξης και τον αγκάλιασε σφιχτά φιλώντας τον στα μάγουλα. Έμεινε για κάποια δευτερόλεπτα στην αγκαλιά του και όταν τραβήχτηκε λίγο πίσω, του έδωσε ένα φιλί στο στόμα λέγοντας ψιθυριστά. «Σε πεθύμησα παλιοτόμαρο». Έγιναν οι απαραίτητες φιλοφρονήσεις με τις γυναίκες εκθειάζοντας η μια την άλλη και ο Αλκιβιαδης με τη Μυρσίνη αποσυρθηκαν στην άκρη να αφήσουν τις δυο γυναίκες να συνεχίσουν την συζήτηση τους και να πουν και αυτοί τα δικά τους. Η ώρα περνούσε. Κάποια στιγμή η Μυρσίνη παραπάτησε αδέξια χάνει την ισορροπία της μπροστά του και για να μην πέσει κάτω τον άρπαξε και κρατήθηκε επάνω του πιάνοντας με το ένα χέρι το πανωφόρι του και με το άλλο την περιοχή στα αχαμνά του. Συνηδειτοποιόντας έκπληκτη το αποτέλεσμα ζήτησε συγνώμη.
«Συγνώμη ελπίζω να μην σε πόνεσα, αν και το χρειάζεσαι! Στο χρωστάω!» του λέει και τα χάιδεψε απαλά, στοργικά επάνω από το παντελόνι. Η Ιοκάστη είχε γυρισμένη την πλάτη άλλα η Ασπασία βλέποντας την σκηνή τον κάρφωσε μ’ ένα βλέμμα συνοδευόμενο από το αινιγματικό χαμόγελο της που είναι έκφραση φλερτ. Ότι ήταν να πει τ 'λεγε με τα παιχνιδιαρικα της μάτια που έπεφταν κατά-πάνω του, τον κοιτούσε κι αυτός κοκκίνιζε χαμένος μέσα σε ντροπαλή απόγνωση. Είχε έρθει η ώρα να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο της. Σκεφτόταν. Η Μυρσίνη τον κοιτούσε στα μάτια σαν να προσπαθούσε κάτι να του πει, να του κάνει ξεκάθαρο τις επιθυμίες της, ζητώντας ανταπόκριση. Το βλέμμα της Ασπασίας δεν του το επέτρεπε, τον κοιτούσε ήσυχα ήσυχα, δίχως να του μιλήσει, μα του φάνηκε πως ξεχώρισε στα μάτια της ένα τάξιμο. Η Ασπασία βρίσκοντας χίλιες προφάσεις έπεισε την Ιοκάστη να μείνει ο Αλκιβιάδης σπίτι της το βράδυ. Ο ήλιος έγερνε πίσω από τις βουνοκορφές, βασίλευε απαλά, και τα βουνά της Αταλάντης και της Χαλκίδας πέρα πότε φλογίζονταν κατακόκκινα, πότε κολυμπούσαν σε χρυσομάλλη καταχνιά, και πότε άνοιγαν σαν πελώρια μενεξεδένια ανοιξιάτικα μπουκέτα. Η Λαμία χάνονταν ανάμεσα σε τριφυλλοσπαρμένες ραχούλες του στενόμακρου απέραντου κάμπου με την πρασινισμένη στρώση. Αριστερά η κατάγυμνη Όθρυς ατέλειωτη σειρά με χυτά, καταστρόγγυλα βουνά και δεξιά καμάρωνε πρασινισμένη, η ελατοφυτεμμένη και βελανιδοφουντωμένη Οίτη, κι ο Σπερχειός κάτου στον κάμπο φιδωτός, μέγας κι ατέλειωτος, ξεχύνονταν σα γιγαντιαίο ασημοστόλιστο φίδι μέσα στου κάμπου τις πικροδάφνες, τις λυγαριές, τα πλατάνια και τα κυπαρίσσια, ανάμεσα στα πρασινισμένα χωράφια και λιβάδια. Η Ιοκάστη με την Μυρσίνη αναχώρησαν αφού τους καληνύχτισαν με την προτροπή της Ιοκάστης να προσέχει να μην κυκλοφορήσει έξω το βράδυ. Φοβόταν τη βραδιά της επετείου ότι ίσως συνέβαιναν επεισόδια. Καθώς και η Μυρσίνη έφευγε, τον χαιρετούσε και τον κοιτούσε με ένα περίεργα λυπημένο ύφος, ίσως περίμενε να δει κάτι διαφορετικό στις αντιδράσεις του και δεν το είδε.
«Το τσουλάκι! πως σε κοιτούσε έτσι η ξελιγωμένη; με λιγωμένα μάτια και προκλητικά πρόστυχα να το λυτρώσεις από την καύλα ήθελε.» λέει πικρόχολα μόλις απομακρύνθηκαν η Ασπασία για να κρίνει υπαινικτικά την Μυρσίνη.
«Ξέρετε κυρία. Ασπασία.» είπε, προσπαθώντας να δικαιολογήσει την σκηνή και τη Μυρσίνη. Χωρίς να προλάβει να από σώσει την κουβέντα του.
«Με κάνεις και αισθάνομαι σαν γριά καντηλανάφτισσα. Ακούς εκεί Κυρία Ασπασία. Ασπασία σκέτο. Εκτός εάν ήθελες να πας μαζί της και όχι να κάνεις παρέα με γριές σαν και εμένα»! Τον πλησίασε περισσότερο και αυτός έκανε ένα βήμα πίσω. Του χαμογέλασε πονηρά με αυτό το σέξι χαμόγελο που φώναζε πως απόψε εγώ εσένα θα σε αποπλανήσω. Ένοιωσε η αλήθεια αμήχανα και προσπαθούσε κάτι να πει, μάλλον δεν τα κατάφερε. Ότι δεν τη βλέπει έτσι.
«Λοιπόν, θα περάσεις ή θα την βγάλουμε εδώ στην πόρτα» του είπε προσπαθώντας να σπάσει την αμηχανία του, συρτώνοντας ταυτόχρονα πίσω τους την αυλόπορτα και ξεκίνησε κουνώντας όλο νάζι τα λαγόνια της διασχίζοντας τη μεγάλη αυλή προς την κυρία είσοδο του σπιτιού. Την ακολούθησε, στη κίνηση της υπήρχε κάποια νωχέλεια που του φάνταζε σαν ερωτικό λίκνισμα, τάχυνε το βήμα του χωρίς να ξεκολλήσει τα μάτια από τους εύσαρκους γλουτούς της, που τον αναστάτωναν, καθώς λικνίζονταν στο αργό, περιπατητικό της βάδισμα.
Ήταν όμορφη ως κορασίδα η Ασπασία και τώρα στα πενήντα πέντε της χρόνια έμοιαζε πολύ μικρότερη, παραμένει όμορφη, με στητή  κορμοστασιά, με λαμπερό πρόσωπο που πάνω του κυριαρχούσαν τα τεράστια μελιά μάτια της. Σαν καθόταν ή έμενε στητή δεν υπήρχε περίπτωση να μην σκαλώσουν πάνω της τα μάτια των αντρών. Και τους έρωτες της είχε, στα νιάτα της έρωτες που έρχονται και φεύγουν, γιατί μάλλον δεν ήταν έρωτες στιβαροί μα πάνω στο σεξ στηριζόταν.
Καθώς η Ασπασία ανέβηκε στο πλατύσκαλο το φουστάνι της είχε ένα μεγάλο άνοιγμα και φανερωνόταν όλος ο μηρός περίπου και ο Αλκιβιαδης παρατήρησε στα κλεφτά το εσωτερικό τους. Ένιωσε τον ανδρισμό του να μεγαλώνει. Κι απέμεινε εκεί να κοιτά. Η Ασπασία, ρίχνοντας του μια φευγαλέα ματιά, είδε το βλέμμα του να στηρίζεται μέσα στο μηρό της. Μειδίασε. Τον κοίταξε στα μάτια. Είδε τον πόθο του. Εκείνη ένιωσε τη δικιά της ηδονή. Δεν ήταν δύσκολο να συμβεί.
«Θέλω να αισθάνεσαι άνετα, κι όχι να με ντρέπεσαι. . Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να με ντρέπεσαι.» Συμπλήρωσε τον μονόλογο της.
Απλά αισθανόταν λίγο άβολα στο να εκφραστεί ως άνδρας και όχι ως έφηβος πλέον. Ντρεπόταν να πει ότι δεν έχει κάνει πραγματική σχέση, ότι είναι σχετικά άπειρος. Μα παράξενα απόψε νιώθει πραγματικά άνετα με την Ασπασία.
«Στην Ιοκάστη είπα ότι χρειάζομαι τη βοήθεια σου για ένα σωρό δουλειές που επείγουν. Ξεκινάμε από το τζάκι γιατί οι δουλειές που έχω στο μυαλό μου θέλουν ατμόσφαιρα, αυθορμητισμό και φαντασία. Δεν πιστεύω να διαφωνείς με τις επιλογές μου;» Τον ρώτησε χωρίς να περιμένει απάντηση. Από πολύ μικρός τη συμπαθούσε ιδιαίτερα αυτή τη γυναίκα, αλλά αυτό απόψε είναι κάτι άλλο. Προς τα έξω διατηρεί μία ήρεμη ψυχραιμία, αλλά μέσα της είναι θαμμένα βαθιά μεγάλα πάθη. Δεν ξέρει αν θέλει κάτι παραπάνω, θέλει όμως να της δείξει ότι ενδιαφέρεται για εκείνη, ότι μετράει ακόμα σαν γυναίκα. Τη θέλει!
Η Ασπασία οργάνωσε και προετοίμασε τον χώρο, την ατμόσφαιρα. Στη μεγάλη, ασβεστωμένη κάμαρα με τις άσπρες λεπτές κουρτίνες στα παράθυρα έστρωσε ένα αφράτο και ζεστό χαλί φτιαγμένο από μαλλί, μία κίτρινη φλοκάτη, σωστός κρόκος αυγού εμπρός στο τζάκι και τον άφησε να ανάψει το τζάκι όσο αυτή θα ετοίμαζε το βραδινό τους. Ετοίμασε να ψήσουν μαριναρισμένα αρνίσια παϊδάκια που είχε στο ψυγείο, έφερε και ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, ένα πιάτο με κομμάτια κεφαλογραβιέρα, ένα μπολ με τσακιστές ελιές και τα απέθεσε σ' ένα τραπεζάκι δίπλα στο τζάκι. Ο Αλκιβιάδης όμορφος, με ανάστατα τα κυματιστά μαλλιά του είχε αράξει στον καναπέ δίπλα στο τζάκι, σίγουρα δεν του λείπει κάποια αμηχανία όταν ήρθε και κάθισε η Ασπασία στη πολυθρόνα αντίκρυ του. Πέρασε το χέρι του μέσα από τα καστανά σγουρά μαλλιά του και κοίταξε αφηρημένα τον τοίχο δίπλα του, ο οποίος ήταν καλυμμένος με πίνακες σε καμβά που είχαν σαν θέμα υπέροχα τοπία από την φύση. Μα και η Ασπασία προσπαθούσε να κοντρολάρει τις μύχιες σκέψεις της. Μικρή σιωπή. Τον κάλεσε να περάσει το βράδυ σπίτι της μα τώρα δεν ξέρει πώς ν’ αρχίσει. Πως να παραμερίσει τα πέπλα που κρύβουν τις βαθύτερες επιθυμίες της. «Ίσως είναι μια ευκαιρία να πλέξω μαζί του μια πρόσκαιρη ερωτική ιστορία και όσο πάρει να χαρώ και εγώ την ηδονή.» σκέφτεται.
Προσπαθεί να απεικονίσει αυτό που φαντάζεται. Μια σκηνή του σινεμά! Πως ο Αλκιβιαδης πηδούσε μια γυναίκα ριγμένη στα τέσσερα και με τα μαλλιά της να της κρύβουν το πρόσωπο, η εικόνα αυτή διάβηκε και κάθισε στο κατώφλι του νου της Ασπασίας. Κοίταξε επίμονα τον Αλκιβιάδη, τα μάτια της να λάμπουν αινιγματικά και προσπάθησε μέσα της να μετρήσει το μέγεθος της καύλα της. Νοούσε, εκείνες τις στιγμές που της μιλούσε, το ένοχο σεξουαλικό πάθος της. Έβλεπε τον ανδρισμό του να διαγράφεται ξεσηκωμένος. Και σε αυτήν κάποια υγρά γέμιζαν τον χώρο κάτω της. Σήμερα αισθάνθηκε πιο αποφασισμένη. Γέμισε τα ποτήρια τους κρασί και ξεκίνησαν να μιλάνε περί ανέμων και υδάτων. Τον πείραζε συνέχεια και γρήγορα άρχισε να τον ρωτάει για τα κορίτσια της ηλικίας του και τις σχέσεις μαζί τους, εάν είχε κάποια ολοκληρωμένη σχέση. Αισθάνεται μια συνεχή νευρικότητα και μια ανάγκη αδιάκοπης κίνησης. Περισσότερη από κάθε άλλη φορά. Όταν της είπε ότι όχι δεν είχε και τις φοβερές επιτυχίες στον ερωτικό τομέα με τα κορίτσια... ότι είναι σε αυτή την ηλικία και δεν έχει κάνει μια ολοκληρωμένη σχέση δεν ήθελε να το πιστέψει.
«Κούκλε μου με τα προσόντα σου έπρεπε να κάνουν ουρά οι υποψήφιες. Τι κάνεις λάθος;»
«Ίσως αγνοώ στο παιχνίδι τις σωστές ατάκες!» Είπε.
Γέλασε με την καρδιά της...«Μάλλον δεν σ' αρέσουν οι δεσμεύσεις. Σωστά;»
«Πες το και έτσι» Είπε πάλι.
«Ίσως είμαι δύσκολος, μια δυο που μ' άρεσαν με είχαν προλάβει άλλοι. Ατύχησα.»
 Ενώ μιλούσαν η Ασπασία έδειχνε να φλεγόταν.Την παρακολουθούσε να σηκώνει σιγά-σιγά το φόρεμα της έτσι ώστε να αποκαλύπτονται τα πόδια της, και άλλαζε συνεχώς σταύρωμα. Ήταν η γυναίκα που διεκδικεί το απαγορευμένο μέχρι χτες σε αυτή δικαίωμα στην ηδονή και από την άλλη ο Αλκιβιάδης να νιώθει απροετοίμαστος και μέσ’ στα φυλλοκάρδια του ένα φόβο!
Και αφού έβαζε κρασί άρχισε να κάθεται πιο κοντά του μέχρι που κόλλησε πάνω του και ακουμπούσε το χέρι της στο μηρό του. Ένα τεράστιο φούσκωμα δημιουργήθηκε στο παντελόνι του, είναι η στιγμή που νιώθει το τρέμουλο του ερωτικής επιθυμίας να τον συνεπαίρνει τις αισθήσεις του να παραλύουν την αναπνοή του να γίνεται κόμπος, την καρδιά του να χτυπάει δυνατά και τις παλάμες του να ιδρώνουν.
Τότε είναι που η Ασπασία αποφάσισε να κάνει πρώτη το μεγάλο βήμα. Σηκώθηκε και έφυγε προς το δωμάτιό της λέγοντάς ότι θα επιστρέψει σε λίγο. Σε λίγο επέστρεψε και σβήνοντας τα φώτα στάθηκε μπροστά του στο φως της φωτιάς φορώντας ένα διάφανο μαύρο νυχτικό, με μια μικρή ασημένια κιλότα από μέσα. Έκανε μια περιστροφή, τον κοιταξε ερωτιάρικα καθώς αυτος είχε μαζευτεί στον καναπέ και την κοιτούσε με ορθάνοιχτα μάτια, ενώ το χέρι του ασυναίσθητα είχε κατέβει στο φούσκωμα του παντελονιού του που κόντευε να σκιστεί.
«Μην πεις κουβέντα…..» Του λέει.
Τον πλησίασε και γονάτισε αργά-αργά ανάμεσα στα πόδια του. Ακούμπησε το χέρι της πάνω στο φούσκωμα του παντελονιού και το χάιδεψε απαλά. «Κατά πως φαίνεται, σου αρέσει που τον χαϊδεύω και πως θέλεις λίγη βοήθεια με αυτό ε;» Του λέει. Αυτός είχε παραδοθεί. Δεν ήταν και δύσκολο να το πάθει. Όλα ήταν τόσο έντονα. Απροσποίητα. Θυμάται την καρδιά του να αντηχεί μες στα μηνίγγια και την ανάσα που κοβόταν καθ όλη τη διάρκεια της περίπτυξης των χεριών της. Πόσο επιδέξια περιέφερε το χέρι της και άπλωνε όλο το χάδι στην επιφάνεια της στύσης του, πως περιτρέχει τις γραμμές στο εσωτερικό του και ζύγιζε απαλά το χάδι από τον αφαλό και κάτω. Ο Αλκιβιάδης απέφευγε να την κοιτάξει στα μάτια. Δε μπορούσε. Δεν άντεχε. Δεν ήξερε γιατί. Δεν του είχε ξανασυμβεί. «Επ, κοίτα με,» του είπε, και κείνος χαμήλωσε ακόμη πιο πολύ το βλέμμα. Άπλωσε το χέρι της έπιασε το πηγούνι και σήκωσε το κατεβασμένο κεφάλι του με τα δάχτυλα της. Ήταν ερωτική η ματιά της. «Με ρωτάς τώρα, δηλαδή; Ναι! μου αρέσει. Μ' αρέσει αυτό που ζω.»
«Μωρό μου! αναρωτιέμαι πόσες φορές αντέχεις να κάνεις σεξ σε ένα βράδυ; Γιατί εγώ έχω ξεχάσει πως το κάνουν. Λες να έχω γίνει ξανά παρθένα;» Τον ρωτάει χαδιάρικα.
Της απάντησε ποιητικά.
Ένας νεαρός με μια κυρά στοιχηματίζει Πως δώδεκα φορές θα της το κάνει.
Εκείνη δέχεται, και μάνι-μάνι Στο στρώμα πέφτουν και το γλέντι αρχίζει.
Μα όταν αυτός μετράει ως τις οχτώ, «Το μέτρημα,» του λέει, «δεν είναι σωστό.
Με κλέβεις μια. Χωρίς να σε προσβάλω. Θαρρώ πως δεν αντέχεις άλλο. Και να ξεφύγεις προσπαθείς.»
Κι ο τύπος απαντάει ευθύς: «Εγώ πάντα μετράω με προσοχή. Μα αν θέλεις, ξεκινάμε απ΄την αρχή.»
Τον κοιτάζει έκπληκτη... «Σίγουρα δεν έχεις ξεμουνιάσει μερικές ξεφωνημένες πιτσιρίκες;» Τον ρωτάει. Δεν της απάντησε, άφησε την ερώτηση αναπάντητη.  Θεώρησε ότι η ερώτηση ανήκε στο είδος ερωτήσεων που δεν επιδέχονται απαντήσεως.
Ανέβηκε πάνω του έβγαλε το νυχτικό της, αποκαλύπτοντας το μεγάλο στήθος της. Χώθηκε μέσα του σαν υπνωτισμένος....  Τον έσπρωξε απαλά πίσω στην πλάτη του καναπέ και κατέβηκε πάλι ανάμεσα στα πόδια του. Του έβγαλε την μπλούζα χάιδεψε λίγο το στέρνο του με τη γλώσσα της, κατέβηκε προς τα κάτω του έβγαλε το παντελόνι και το εσώρουχο. Δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή της για το «κανόνι» που έκρυβε στο παντελόνι του. «Παναγία μου! Παίδαρος με πλούσια τα ελέη του. «Τώρα είμαι σίγουρη ουρά θα κάνουν τα νυμφίδια γι αυτή τη βόμβα στο παντελόνι σου! Πανάθεμα με! Προσωρινά ας το ξεχάσουν.»
.... Άνοιξε για μια στιγμή μονάχα τα βλέφαρά του ν' αποτυπώσει το βλέμμα της. Το πρόσωπό της λες κι είχε πάρει φωτιά, καθώς χανόταν ξαναμμένο σε συσπάσεις ηδονής. Από το μισάνοιχτο στόμα της έβγαιναν μικρές κοφτές κραυγές, που δυνάμωναν όσο πλησίαζε η ώρα της κορύφωσης. Τύλιξε τα πόδια της γύρω του. Έβαλε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και άρχισε να τον σφίγγει όλο και πιο δυνατά. Αυτός κάρφωσε τα μάτια του επάνω της, το κορμί του μεταμορφώθηκε σε μια εύφλεκτη δάδα που έδινε το φως για την πιο ιερή σπονδή. Άδειασε από μέσα του όλο το κρυμμένο του πάθος κι είδε το κορμί της να πάλλεται, συντονισμένο με το δικό του, σ' έναν χορό δαιμονικό. Την έκρηξη ακολούθησε η σιωπή, ενώ η καρδιά του πυροβολούσε αδιακρίτως. Εκείνη έβγαλε ένα μικρό αναστεναγμό πλήρωσης και ανακούφισης τον κοίταξε τρυφερά και τον αγκάλιασε με τα δυο της χέρια. Χώθηκε στον ώμο της. Εκείνη τον έσφιξε δυνατά και του χάιδεψε τα μαλλιά. «Δεν έχω νιώσει ποτέ ξανά τόσο όμορφα», ήταν το μόνο που κατάφερε να πει κι έγειρε αποκαμωμένος το κορμί του δίπλα της. «Ναι, ήταν όμορφα», παραδέχτηκε κι εκείνη με σβηστή φωνή. Τα μάτια της έλαμπαν.
Μωρό μου! Στ' αλήθεια ζήλεψα όπως σε κοίταζε αυτό τσουλάκι η Μυρσίνη. Της τ' έχεις πετάξει τα ματάκια σίγουρα, μα όταν κατάλαβα ότι αποφάσισες να μείνεις μαζί μου, το βρακί μου έγινε μούσκεμα. Και να ξέρεις σίγα που ξέρει να γαμηθεί το μαλακισμένο, ένα ξέκωλο, πουτανάκι της οκάς είναι. Μια τσούλα ξενέρωτη που σε κοίταζε σαν ξελιγωμένη λυσσάρα; Και ούτε που γύρισε να μας κοιτάξει, καλά-καλά. Είχε μάτια μόνο για χάρη σου, πολύ κολλημένη μαζί σου.» Όπως καταλάβαινε είχε κολλήσει με την Μυρσίνη. Την ζήλευε στ’ αλήθεια.
Το πέος του συνέχισε και πάλι να παίρνει φωτιά, πολύ του άρεσαν τα βρομόλογα της.
«Παναγία μου, θα αρχίσω να ουρλιάζω  με το σεξ που μου χαρίζεις απόψε, είναι υπέροχο, πώς στο καλό ζούσα τόσο καιρό χωρίς αυτό το δώρο της φύσης στον άνθρωπο!  Ακούω πουλάκια να κελαηδούν και κάποια πυροτεχνήματα! Ναι, όλη η πλάση γιορτάζει μαζί μου απόψε! Ήταν το αποκορύφωμα της ηδονής μιας χήρας που νεκρανασταινόταν η γυναικεία φύση της.
Τον αισθάνθηκε να σκληραίνει κι άλλο, μπήκε και πάλι μέσα της, έγινε πιο βίαιος, τα χέρια του χάιδευαν το στήθος της με δύναμη, έσπρωξε τη λεκάνη της προς τα πάνω για να ταιριάζει μέσα της απόλυτα. Τελειώσανε ταυτόχρονα και πολύ δυνατά, ενώ έκοβε την ανάσα του με τη δική της. Έμεινε μέσα της. Έπεσε εξαντλημένη πάνω του. Την αγκάλιασε τρυφερά, τον δάγκωσε στον ώμο. Τα μάτια της λαμποκοπούσαν λιγωμένα από ευχαρίστηση, η ανάσα της είχε βαρύνει, την κοιτούσε κι την ήθελε, τον ήθελε κι αυτή, τον είχε μέσα της μα δεν τον χόρταινε. Ούτε κατάλαβαν πόση ώρα έμειναν ακίνητοι στο πάτωμα! ξέπνοοι, αγκαλιά, να προσπαθούν να συνέλθουν από την ένταση των οργασμών τους! «Τι γαμήσι! Ακόμα με πονάνε τα σκέλια μου. Με ξέσχισες. Ήταν βροχή στο ξεραμένο μου μουνί». Του λέει.
Θυμάται ότι του ζήτησε να μείνει μέσα της..
Ως πότε, αχόρταγη γυναίκα, Πρέπει, λοιπόν, να τον αφήσω μέσα.
Το εργαλείο μου, που δέκα Κιόλας σου το’κανε φορές;
Ας’ το να πάρει μιαν ανάσα Και πριν το πετεινάρι κράξει
Πάλι εδώ θα’ναι, αν το θες. Φτερά δεν έχει, να πετάξει.
Η Ασπασία του χαμογέλασε πολύ χαρούμενη με αυτό που της είπε, πήρε το χέρι του και το έβαλε πάνω στο στήθος της και ενώ η θηλή της άρχισε να σκληραίνει, το χεράκι της άρχισε να δουλεύει πάνω κάτω, αργά – αργά. Ανακάλυπταν ο ένας τον άλλο μέχρι που τους πήρε ο ύπνος. Μια αμυδρή φωτεινή απόχρωση είχε απλωθεί στην ανατολική πλευρά του ουρανού, πάνω από το γκρίζο της οροσειράς της Όθρυς που στέκεται επιβλητική πάνω από το Κρόκιο και το Αθαμάντιο Πεδίο, και σχεδόν αμέσως το θαμπό φως της αυγής πέρασε κλεφτά στην ατμόσφαιρα, πάνω από τη γη. Τα σπουργίτια, οι αιώνιοι μαντατοφόροι του ερχομού της ημέρας, χάλαγαν τον κόσμο με τα διαπεραστικά τους τιτιβίσματα στη Μελικοκιά της αυλής. Το φεγγάρι διέσχισε όλο τον ορίζοντα, αλλά εκείνοι δεν το είδαν. 
......Περνώντας οι μέρες, ένα ερώτημα δεν έπαυε να στριφογυρίζει στη σκέψη του, και να τον προβληματίζει.  Αυτό είναι ένα ερώτημα που ερεθίζει την φαντασία του, ακόμα, και αν η ερώτηση «γιατί;» δεν έχει απάντηση. Συνειδητοποιεί ότι όση αρνητική επίδραση υπήρχε στο να σμίξει με την Μυρσίνη, ξαφνικά και συντονισμένα ή ωσεί συντονισμένα η Ιοκάστη έγινε το βράδυ εκείνο ο συνδετικός κρίκος να σμίξει με την Ασπασία, μια ώριμη γυναίκα αρκετά μεγαλύτερη από την Ιοκάστη.
Τα πρώτα βράδια στο κρεβάτι ανάσκελα με τα χέρια πίσω από το κεφάλι συνειδητοποίησε πως, ακόμα και τώρα ξυπνητός, την ονειρευόταν με τα μάτια ανοιχτά. Κατά περίεργο τρόπο, η πραγματικότητα ήταν πολύ καλύτερη απ' ό,τι την είχε φανταστεί, ήταν υπέροχη. Ήταν όπως ποιητικά το είπε η Ασπασία..... Πώς στο καλό ζούσε τόσο καιρό χωρίς αυτό το δώρο της φύσης στον άνθρωπο!  Άκουγε πουλάκια να κελαηδούν και κάποια πυροτεχνήματα! Ναι, όλη η πλάση γιόρταζε μαζί τους!  Δεν ξανάσμιξαν. Με τον καιρό η αλήθεια είναι πως την έψαχνε μερικές φορές στα όνειρα του, και όταν την έβρισκε, τη σκέψη του πλημμύριζε η ανάμνηση της μοναδικής ξέφρενης ερωτικής νύχτας τους, την οποία είχε αρχίσει κιόλας να ξεχνάει, όπως συμβαίνει με τις ελκυστικές επαφές που συναντούμε τυχαία στο δρόμο μας κι ύστερα τις χάνουμε. 
Έτσι είναι η ζωή κι ο έρωτας. Oι άνθρωποι εκτός από ύλη είναι και ενέργεια και σαν ενεργειακά όντα συνεχώς αλληλεπιδρούν ο ένας με τον άλλο. Το βράδυ εκείνο λοιπόν έκαναν έρωτα ώρες ατέλειωτες, κι όταν πια είχαν χορτάσει, το πάθος τους εξανεμίστηκε και χώρισαν οι δρόμοι τους...
Ενδιάμεσα, όλα αυτά τα χρόνια, της εφηβείας με τη Μυρσίνη είχανε βρεθεί λίγες φορές και κάποιες από αυτές κάνανε το παιχνίδι τους αν και ποτέ δεν είχανε ολοκληρώσει την επαφή τους.
 ........... Την εποχή εκείνη στο τέλος τη εφηβείας του Αλκιβιάδη, ο Κλέαρχος ένοιωθε εντελώς αποστραγγισμένος από ενέργεια και παρουσίαζε φιλάσθενο χαρακτήρα και ασθένειες τον ταλαιπωρούσαν. Ο θεράπων του ιατρός τους δήλωσε, ότι λόγω του ιστορικού με τα νεφρά του, χρήζει νοσοκομειακής περίθαλψης και για «καλύτερα» αποτελέσματα τον παρέπεμψε σε μεγάλο νοσοκομείο των Αθηνών για περαιτέρω κλινικές εξετάσεις καθώς τους δήλωσε ότι τις κρίνει πραγματικά απαραίτητες...
 «Ταλαιπωρήθηκε στις κυνηγητικές εξορμήσεις στα βουνά και τα λαγκάδια που εφορμούσαν με τον φίλο του το γιατρό.» Μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Αλκιβιάδης στην Ιοκάστη.
«Αλκιβιάδη σε παρακαλώ! Μη λες τέτοια λόγια για την ίδιο σου τον πατέρα». Τον μάλωσε η μητέρα του.
Έχει περάσει μια εβδομάδα που η Ιοκάστη άφησε τον Κλέαρχο στην εποπτεία των γιατρών με τη συνδρομή της αδελφής της που μένει στην Αθήνα. Επιστρέφει πάλι στο νοσοκομείο στην Αθήνα για να δει την πρόοδο της ανάρρωσης του Κλέαρχου. Διαβαίνοντας το εσωτερικό μεγάλο πάρκο του νοσοκομείου έπιασε στα «πράσα» τον Κλέαρχο να ερωτοτροπεί σε παγκάκι του πάρκου με μια νοσοκόμα. Είχε δίκιο λοιπόν η αδελφή της που τον επισκεπτόταν καθημερινά και εκμυστηρευόταν της Ιοκάστης ότι ο Κλέαρχος τον τελευταίο καιρό εκμεταλλεύεται την ψυχολογία της με την φιλάσθενη νοοτροπία που παρουσιάζει. Αδελφή μου της έλεγε το μυαλό του είναι στο «Ο γιατρός θεραπεύει, αλλά η νοσοκόμα φροντίζει τον ασθενή.» Και της τόνιζε ιδιαίτερα με στόμφο ειρωνικό αυτό το «αλλά η νοσοκόμα φροντίζει τον ασθενή.»
Ο Κλέαρχος τις ώρες εκείνες ήταν τόσο απορροφημένος το μόνο που σκέφτεσαι είναι το πουλί του και τα σαλιαρίσματα! Δεν πήρε είδηση την παρουσία ούτε καν τον ίσκιο της Ιοκάστης. Την Ιοκάστη ένας τεράστιος θυμός την είχε πλημμυρίσει και ξεχείλιζε από κάθε της πόρο. Μια πίκρα. Αγαπούσε τον Κλέαρχο, λαχταρούσε και ανησυχούσε να τον συναντήσει ώστε να μάθει για την πορεία της υγείας του. Η αντίδρασή της έμοιαζε με βουβή κραυγή: Κυριευμένη από απογοήτευση πήρε των κομματιών της κι έφυγε χωρίς να την πάρει είδηση ο Κλέαρχος. Γύρισε άναυλη στη Λαμία..
Με τη επιστροφή στη Λαμία μια απέραντη πίκρα και ένας βουβός θυμός αιωρείται και κυριαρχεί στο περιβάλλον του σπιτιού τους. Ο Αλκιβιάδης αντιλαμβάνεται ποιος είναι ο στόχος του θυμού, και ο θυμός αποτελεί πρόβλημα όταν δεν εκφράζεται και παραμένει βουβός. Λύπη βαθιά τον πλημμύρισε στο βουβό συναπάντημα των ματιών τους με την Ιοκάστη.
«Μητέρα! Όσο κάποιος δε μιλάει, όσο κρατά βουβή την πίκρα και την ενόχλησή του,  σχεδόν πάντοτε φωλιάζει ένας άλλος βουβός θυμός και γι' αυτό αγριότερος. Ο ανεκδήλωτος θυμός είναι δηλητήριο που έχει κατεύθυνση, συσσωρεύεται και κάποια στιγμή εκπυρσοκροτεί. Βουβά, σαν συριγμός..»
Της πρότεινε με θέρμη να του μιλήσει ανοιχτά για το πρόβλημά της και γ’ αυτόν που της το προξενεί. Να του εξομολογηθεί τις σκέψεις της, τις αντιρρήσεις της, την πίκρα της, το θυμό της. Ό,τι τέλος πάντων ταλαιπωρεί τη σχέση τους με τον πατέρα του..
«Ακόμη και να μη σε καταλάβω, θα νιώσεις καλύτερα με τον εαυτό σου που μίλησες. Θα νιώσεις καλύτερα με την αυτοεκτίμησή σου. Είναι πολύ πιο εύκολο να είσαι ειλικρινής και θαρραλέα από το να είσαι λυπημένη και θυμωμένη. Είναι, δεν είναι;.!»
Η Ιοκάστη δάμασε το θυμό της, άφησε να ξεθυμάνει η οργή της και βουβά σταλαματιά-σταλαματιά τα δάκρυά της πέφτουν, έπνιξε κάθε φωνή διαμαρτυρίας και του μίλησε μέσα από τα βάθη της καρδιάς από τις βαθύτερες τις πιο εσωτερικές περιοχές της ψυχής της. Παράπονο την έπιασε, αναστενάζει και διηγείται εφηβικές αναμνήσεις για τις επιλογές της, και με το παράτονο να βγαίνει το αχ της φωνή της μέσ' από τα φυλλοκάρδια της.
.....Τα χωριά του Ζάρακα κατά την περίοδο της Κατοχής, ήταν θέατρο δραστηριοτήτων της Εθνικής Αντίστασης. Στο Γέρακα στο Κυπαρίσσι και αλλού έφθαναν συχνά ελληνικά και συμμαχικά υποβρύχια, τη νύχτα, από τη Μέση Ανατολή. Διακινούσαν κατασκόπους και είχαν επαφή  με τις  μονάδες Εθνικής Αντίστασης. Μέλη της ομάδας αυτής  μαζί με τους ντόπιους, Ζαρακίτικης καταγωγής,  περιέθαλπαν και έκρυβαν από  τους Γερμανούς,  με κίνδυνο της ζωής τους  Έλληνες και ξένους  κατασκόπους.
Η Ρηχιά ήταν και παραμένει αγροτική περιοχή. Μερικά από τα χωράφια βρίσκονται σε μακρινή απόσταση από του οικισμούς, όχι τόσο χιλιομετρικώς αλλά χρονικώς γιατί ο απαιτούμενος χρόνος μεταβίβασης σε αυτά ήταν μεγάλος, επειδή η μεταφορές γίνονταν με μουλάρια και γαϊδούρια σε δρόμους δύσβατους. Για τον λόγο αυτό δημιουργήθηκε η ανάγκη κατασκευής καταλυμάτων- καταφυγίων για αποθηκεύσεις και την προστασία από τις καιρικές συνθήκες. Στα μακρινά κτήματα όπως τα Καρίκια, που ήταν οι ιδιοκτησίες της οικογενείας του παππού σου βοσκούσαν τα πρόβατά μας και καλλιεργούσαμε  τα χτήματα μας. Εκεί στα Καρίκια, οι πρόγονοι μας είχαν χτίσει ένα ισόγειο σπιτάκι με κεραμίδια που κάλυπταν ανθρώπους και ζώα μαζί.  Ταυτόχρονα χαμηλά στο μυχό της θάλασσας στη θέση Βρίζα είχαν χτίσει πρόχειρο καταφύγιο τη λεγομένη τούρλα που  θύμιζε κτίσμα της λεγομένης « Μεγαλιθικής Περιόδου.»
Ο Αλκιβιάδης ανέμενε προσηνής την συνέχεια της ιστορίας της, προβληματισμένος για το τι σκοπό  εξυπηρετεί η περιγραφή της περιοχής. Έχοντας ζήσει και ο ίδιος για ένα διάστημα στο χωριό, όλα αυτά τα γνώριζε από πρώτο χέρι.
Εδώ η Ιοκάστη σταμάτησε για λίγο την αφήγησή της, όντας εμφανώς πιο ήρεμη. Έκλεισε για λίγο τα μάτια και άρχισε πάλι να του αφηγείται. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τότε κατάλαβε πως είχε φτάσει στο πιο δύσκολο. Ξεκίνησε μια εκ βαθέων εξομολόγηση όταν ξανάπιασε το μίτο των συλλογισμών της. Ζούσε τόσο έντονα το παρελθόν, που το παρόν δεν την ενδιέφερε πια σχεδόν καθόλου. Όσο η δροσερή σκιά της μουριάς σκέπαζε την αυλή κι η μυρωδιά απ' τα χρυσάνθεμα έφτανε από τον κήπο, τόσο πιο έντονα θυμόταν την εποχή εκείνη.
...........Στη Νοτιοανατολική Λακωνία κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής 1941-1944. οι πρώτες ομάδες ανταρτών είχαν δημιουργηθεί στην οροσειρά του Πάρνωνα ήδη απ’ τα τέλη του 1942. Αρχικά, οι ομάδες είχαν πολύ περιορισμένη δράση λόγω έλλειψης οπλισμού και έμψυχου δυναμικού. Η κατάσταση άλλαξε την Άνοιξη του 1943 με την άφιξη της πρώτης αγγλικής αποστολής, και το τέλος της Ιταλικής Κατοχής από  το καλοκαίρι του 1943 και  βρισκόμαστε πλέον στην δεύτερη αιματηρή γερμανική κατοχή στην Πελοπόννησο. Την εποχή εκείνη Έλληνες και Βρετανοί κομάντος  είχαν  φθάσει στη Λακωνία από τη Μέση Ανατολή με τελικό τους προορισμό να ενισχύσουν την Αντίσταση.
Βρετανοί κομάντος έπεσαν με αλεξίπτωτα κοντά στην  θαλάσσια περιοχή του μικρού όρμου Βρίζα στο κάβο στις Λούτσισες με δύσκολες καιρικές συνθήκες εκεί που βρίσκεται το κατάλυμα- καταφύγιο της οικογένειας μας... Λόγω σφοδρής βροχής και ισχυρών ανεμών έχασε τα ίχνη ο ένας του άλλου. Φήμες μιλούσαν για έναν τραυματία και έναν ακόμη θανάσιμα τραυματία στην περιοχή... ο νεότερος είχε βγει στη θέση Βρίζα. Επειδή δεν βρήκε άμεσα μια ασφαλή γωνιά τη βροχερή νύχτα, η αγωνία είχε ήδη αρχίσει να φωλιάζει στο στομάχι του όταν ανακάλυψε μια μικρή σπηλιά όπου βρήκε ασφαλές και φιλόξενο καταφύγιο τις νυχτερινές ώρες. Μέσα στο θαμπό φως της αυγής, η πρώτη εικόνα μπροστά του μοιάζει σχεδόν με ζωγραφική σύνθεση στην ψυχή του. Μια στήλη λευκού καπνού ήταν ορατή καθώς υψωνόταν στην υγρασία της ατμόσφαιρας. Μόλις που χαράζει και με ψιλή-ψιλή βροχή κατά αραιά διαστήματα ακολούθησε τον κατσικόδρομο που οδηγούσε από τον όρμο της Βρίζα στο κατάλυμα- καταφύγιο της οικογένειας μας μετά από δύσκολη πεζοπορία. Το κατάλυμα- καταφύγιο ήταν μια πανάρχαια τούρλα που είχε μετατραπεί σε με τον χρόνο σε πιο ευρύχωρο κατάλυμα.
Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά ο καιρός τα ίδια και τα ίδια, όταν βλέπεις αυτά τα μαύρα σύννεφα στην Κουλοχέρα να κολλάνε κατά το Αμπελάκι, να κατηφορίζουν κατά το Σκίθι και να ξαπλώνονται στα Μαντριά, να περιμένεις κι άλλες βροχές, όπως συνηθίζουν να το λένε οι τσοπαναραίοι (ποιμένες).
Ο νεαρός άνδρας εντοπίστηκε πρώτα από τα σκυλιά του κοπαδιού μας. Ο παππούς σου πρόσταξε  τα σκυλιά να ησυχάσουν. Αν και βρεγμένος και έχοντας ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα φαινόταν ότι διέθετε την απαραίτητη στιβαρότητα να επιβιώνει σε δυσμενείς συνθήκες και ευτυχώς, έδειχνε καλά στην υγεία του. Μπήκε στο σπίτι ζητώντας την άδεια να απευθυνθεί στη γιαγιά σου. Συμπαθητικός, καλοσχηματισμένος, όμορφος, πειστικός..... φαινόταν και πολύ ειλικρινής.
Ήταν η περιπέτεια ενός νεαρού, Βρετανού στρατιώτη, ο οποίος, μπάρκαρε μια νύχτα της άνοιξης του 1943; από την Μέση Ανατολή με προορισμό την Κρήτη, και την Πελοπόννησο κι από ‘κει, περπατώντας, κατέληξε στην εξώπορτα του αγρότο-καλυβιού μας.
Εγώ μόλις είχα αναχωρήσει για το μαντρί μας που βρισκόταν κοντά στο κατάλυμα. Σε μια στιγμή κοίταξα πίσω και είδα σε μικρή απόσταση το νεαρό στρατιώτη.
......... Η ανάμνηση ξετυλίχτηκε στο μυαλό της, δάκρυα άρχισαν να πλημμυρίζουν τα μάτια της. Η εικόνα του Βρετανού στρατιώτη πρέπει να είχε πλημμυρίσει το μυαλό της.
....... Ο παππούς σου γέμισε ποτήρι με ρακί και του το πρόσφερε. Το ήπιε λαίμαργα σαν να έπινε νερό, οι γουλιές κατέβαιναν χωρίς να το καταλαβαίνει, μέχρι που ξαφνικά ξαναζωντάνεψε, πήρε δύναμη. Ήταν σαν «μάννα εξ ουρανού» διότι όπως ήταν γεμάτος αλάτι από τα κύματα, αισθανόταν αφόρητη δίψα. Τον βοήθησε να βγάλει τα βρεγμένα ρούχα του και του έδωσε να ρίξει επάνω του μια κάπα που φορούσε ο παππούς σου φτιαγμένη από τραγόμαλλο. Ο απρόσμενος επισκέπτης τυλίχτηκε με την κάπα καθώς κούρνιαζε πιο κοντά στη φωτιά με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο έτσι ώστε όσο το δυνατόν να φτάνει περισσότερη θερμότητα επάνω του. Η γιαγιά σου ετοίμασε ένα ζεστό πρωινό με φρέσκο γάλα, και φρέσκο-ψημένο χωριάτικο ψωμί με τηγανιτά αυγά για τον ταλαιπωρημένο στρατιώτη και μπόλικο τουλουμίσιο τυρί με ελιές.
Η οικογένεια μας, τηρώντας τις πατροπαράδοτες παραδόσεις του τόπου μας, απέκρυψαν τον περιπλανώμενο στρατιώτη, μοιράστηκαν μαζί του το λιγοστό φαγητό μας, με κίνδυνο της ζωής τους αφού οι Γερμανικές διαταγές ήταν σαφείς. Όποιος παρέχει αρωγή στον εχθρό θα τιμωρείται με θάνατο, (έλεγε η διαταγή του Γερμανού Διοικητή Φρουρίου της Μονεμβάσιας).
Ο νεαρός Βρετανός στρατιώτης ήξερε λίγα ελληνικά που τα είχε μάθει στη Μέση Ανατολή και στην Κρήτη. Λέξεις που τον βοηθούσαν στην επαφή του..
Ο παππούς σου χωρίς να χάσει καιρό αναχώρησε για τη Ρηχιά να βρει το σύνδεσμο των ανταρτών και να τον φέρει σε επαφή με Βρετανό στρατιώτη.
Έμεινε μαζί μας κρυμμένος και την επομένη. Και τις δύο μέρες που ακολούθησαν, φανταζόταν ότι ήταν καλά κρυμμένος, με ασφάλεια στο οικογενειακό κατάλυμα- καταφύγιο μέχρι που ο παππούς σου τον έφερε σ' επαφή με τους συνδέσμους των ανταρτικών ομάδων στην περιοχή. Τον διαβεβαιώσαμε ότι ήταν καλά κρυμμένος ακόμη κι από ακούσιους πληροφοριοδότες. «Ήδη ο θείος σου είχε πιάσει όπλο του αντάρτη και το 1946-47, ήταν σε λόχο αντάρτικο.» Ένοιωθε μια σιγουριά και μια ασφάλεια, που του μαλάκωνε την ψυχή.
Έκτοτε, ποτέ μου δεν έμαθα τι απέγινε ο Βρετανός στρατιώτης. Θυμάμαι που έδωσε καραμέλες και σοκολάτες στις μικρές μου αδελφές. Ναι τον συμπάθησα από την πρώτη στιγμή. Ήταν ένας πολύ απλός και ευθύς άνθρωπος. Εκείνα τα γκρίζο-πράσινα μάτια του με σημάδεψαν με την ύπαρξή τους. Μας υποσχέθηκε μόλις τελειώσει ο πόλεμος θα προσπαθήσει να ξαναγυρίσει και να μας ξαναβρεί. Με ρώτησε αν με το καλό όλα αυτά τελειώσουν αν θα ήθελα να πάω στην Αγγλία να τον βρω. Μας υποσχέθηκε ότι θα μας γραφεί συχνά. Όταν αυτό είναι εφικτό. Την εποχή εκείνη ετοιμαζόταν τα βαφτίσια της μικρής-μικρής θείας σου. Νονός της ήταν πρώην βουλευτής από την Κρεμαστή που είχε σπουδάσει νομικά στο Παρίσι, μετέπειτα υπουργός στην κυβέρνηση του Σ. Βενιζέλου. Ζήτησα από την γιαγιά σου να μεσολαβήσει να είναι αυτός ο σύνδεσμος έχοντας την μεγάλη ελπίδα ότι έτσι ίσως θα μπορέσω να έχω επαφή μαζί του.
Είναι η στιγμή που στης Ιοκάστης το μυαλό επικρατεί μελαγχολική διάθεση ανακαλώντας με νοσταλγία γεγονότα και αμυδρές εικόνες εκείνης της εποχής. Στην σκέψη της λιμνάζουν και πάλι οι ίδιες μελαγχολικές ιδέες, όπως τότε! Που δεν τις εξωτερικεύει. Ένα «κουβάρι» το οποίο δεν το αφήνει να ξετυλιχτεί. Άπλα νοιώθει. Μελαγχολική. Θλιμμένη...
Ο Αλκιβιάδης βλέποντας τώρα την ωχρά και μελαγχολική όψη της μάνας του την έπιασε απ' το χέρι και την τράβηξε μαλακά να κάτσει δίπλα του. Κοίταξε γύρω του με τα ζεστά δάκτυλα του ακουμπισμένα στο χέρι της και μ' αυτή την έκφραση θυμού και εξάντλησης στο πρόσωπο του εκφράζοντας τη δυσαρέσκεια του και πιο πολύ απ' όλα τον εξόργιζε η υποτακτηκότητα της μητέρας του στη συζυγική της σχέση με τον πατέρα του.
Η Ιοκάστη τότε έβαλε το πρόσωπο της στις χούφτες της, έγειρε το κεφάλι της πάνω στα γόνατά της κι έτσι όπως καθόταν ζαρωμένη άρχισε να κλαίει πνιχτά μ' έναν τρόπο σα να 'βγάζε από μέσα της το παράπονο μιας ζωής. Ένας βουβός αναστεναγμός, της ξέφυγε πιο πολύ σαν λυγμός ήταν.  Οι ανάσες της γίνονταν βαθιές και λαχανιασμένες, ένιωθε σαν να είχε τρέξει. Και κατά κάποιον τρόπο ίσως να το είχε κάνει κιόλας. Έτρεχε πίσω από τη ζωή που επιθυμούσε για την οικογένεια της και σύντροφος της δεν βοηθούσε, να την αποκτήσουν.
.....Ο Αλκιβιάδης για πρώτη φορά προβληματιζεται εάν η μητέρα του εννοούσε όσα είχε πει και όσα δεν είχε πει. Μητέρα! όλοι μας νιώθουμε κάποιες φορές θλιμμένοι ή άκεφοι – κι αυτό μάλιστα δεν είναι καθόλου κακό μπορεί να νιώθεις σύγχυση και να είσαι πληγωμένη από τη συμπεριφορά του πατέρα, συμπεριφορά σαν και αυτές που αισθάνεσαι ότι το ποτήρι ξεχειλίζει, αλλά το γνωρίζεις πολύ καλύτερα ότι ο πατέρας δεν είναι κακός, απλώς παθιάζεται ορισμένες φορές με συμπεριφορές και οι πράξεις του ξεφεύγουν από τα όρια και σε βγάζουν από τα ρούχα σου. Καιρός πολύς έχει περάσει από την τελευταία φορά που το χωριό σε χαρακτήρισε «θαρραλέα γυναίκα». Είκοσι χρόνια ακριβώς από εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό που είπατε χαμογελαστοί καλημέρα ο ένας στον άλλο..... Η Ιοκάστη φίλησε με τρυφερότητα τον γιο της. Ένιωσε όλες της τις θολές σκέψεις να διαλύονται. Μόνο μια σκέψη κυριαρχεί στο μυαλό της. Των παιδιών της, της οικογένειάς της.
......Ο Αλκιβιάδης σήμερα «επιμένοντας μυθιστορηματικά» αποπειράται να ζωντανέψει τις πραγματικές αναμνήσεις της Ιοκάστης αυτές που άγγιξαν την ψυχή της και που δεν τόλμησε να του εξομολογηθεί. Γιατί η ανάμνηση της ευτυχίας, δεν είναι πια ευτυχία. Είναι στιγμιαίες σκέψεις και βουβές ονειροφαντασίες, απ' τα εφηβικά σκιρτήματα. Που σβήνουν σαν τα χνάρια στο μαλακό το χώμα.
                     «Δεν λέγονται τα πάντα στους πάντες: Ου πάσι τα πάντα ρητά».
Η Ιοκάστη δεν είχε διακρίνει καλά το πρόσωπο του νέου που ήρθε από τόπο μακρινό, αλλά πρόσεξε την ψηλή του κορμοστασιά και τα βρεγμένα πυκνά μαλλιά του που χρύσιζαν σαν τη φλόγα της φωτιάς. Και ένοιωθε ήδη κάτι σαν τσίμπημα στο στήθος. Κάθε λέξη του και η ξενική του προφορά έκαναν την καρδιά της να σκιρτάει..
Ο Στρατιώτης παρά την θερμή υποδοχή που του έκαναν ένοιωθε εκείνο που πραγματικά ήταν, ξένος ανάμεσα σε κόσμο διαφορετικό από εκείνον. Τώρα όμως έβλεπε να τον σερβίρουν όλο φροντίδα, την γιαγιά να του χαμογελά σαν να ήταν μωρό και τα μικρά κορίτσια καθισμένα στο λίθινο πάγκο να τον κοιτάζουν παραξενεμένα, αλλά χωρίς φόβο. Ένοιωσε ότι όλοι ήταν σοβαροί, αλλά ευτυχισμένοι, μέσα στη φτωχική καλύβα τους.
........Έπιασε τον εαυτό του να την κοιτάζει.«Πόσο χρόνων να είναι;» Αναρωτιέται!
Ήταν αυτές οι πρώτες του σκέψεις μόλις είδε την κοπέλα που στεκόταν πίσω του, και τον κοίταζε επίμονα με μάτια λαμπερά και έτσι όπως ήταν σκυμμένος έστρεψε για να της χαμογελάσει. Όμορφη κοπέλα με το αγέρωχο παράστημα της. Η εικόνα της είχε πλημμυρίσει το μυαλό του με τα λυτά τα μαλλιά της, ελεύθερα όπως τα ρυάκια και τα χόρτα στα λιβάδια.  
«Μου φαίνεται πως ονειρεύομαι. Τι φυσική ομορφιά! Πανέμορφο δροσερό πρόσωπο νεανίδας, γεμάτο υγεία το σφριγηλό και λαμπερό κορμί της δεν χρειάζεται τα φτιασίδια. Ένα παρθένο κορμί που έχει τη φρεσκάδα των μυστικών πηγών, τη βελούδινη πρωινή απαλότητα του μπουμπουκιού, τη γυαλάδα του μαργαριταριού όταν βέβηλα χέρια δεν έχουν ακόμη ποτέ χαϊδέψει. Ο στρατιώτης μαγεύεται απ' την εικόνα της που είναι τόσο ξεκάθαρη, νιώθει σαν τον ιππότη στο μύθο ο οποίος ανοίγει με μεγάλη δυσκολία δρόμο ανάμεσα από αγκαθωτούς θάμνους για να κόψει ένα τριαντάφυλλο που κανείς ποτέ δεν είχε μυρίσει.»
Τα κατάφερε με μεγάλη δυσκολία να πιάσει κουβέντα μαζί της. Και δώστου νοήματα ενώ συζητάνε και προσπαθούν να συνεννοηθούν. Λόγια και βλέμματα εναλλάσσονταν. Θετική αύρα αναδυόταν απ' όλα τα μέρη του φτωχού καλυβιού. Τα μάτια τους μιλάνε πιο πολύ από τη γλώσσα τους. Η Ιοκάστη προσπαθούσε πολύ να συγκεντρωθεί, να καταπνίξει τις επιθυμίες που φούντωναν μέσα της. Είναι η έφηβη που που θέλει να γίνει γυναίκα. Εν μέρει μόνο τα κατάφερνε να συγκρατηθεί και να μην φανερώσει την ερωτική έξαψη, που της είχε προκαλέσει. Μια μαγική κλωστή έμοιαζε να τους συνδέει  διεγείροντας τους με τρόπο κόσμιο και φλογερό.
...... Την επομένη περιμένοντας τον παππού και τα νέα από τον σύνδεσμο, κάποια στιγμή βρέθηκαν περπατώντας οι δυο τους ανάμεσα στο πράσινο των θάμνων, εκείνος ψηλός και στητός, εκείνη σταρένια και καστανή, φαίνεται πως τους ευχαριστούσε εκείνη η επαφή επειδή κοίταζαν προς την κορυφή της Κουλοχέρα και γελούσαν.
«Νομίζω πως είναι η ώρα να πάμε να βρούμε τον πατέρα μου.»
Ο στρατιώτης έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει», κι έστρεψε το κεφάλι του.
Τα μάτια της απείχαν μόλις λίγα εκατοστά απ' τα δικά του. Πόσο ήθελε να τη φιλήσει, αλλά αντ' αυτού είπε απλώς: «Πάμε».
Οι ασπάλαθοι και τα ρείκια που πατούσαν στο δύσβατο μονοπάτι ήταν τραχιά. Τα κοτσάνια τους μπλέκονταν στα παπούτσια τους καθώς έσερναν τα βήματά τούς, διασχίζοντας το άγονο τοπίο. Ο ήλιος που έδυε άπλωνε τις σκιές του πάνω στα ρείκια και ο ανοιξιάτικος αέρας ψυχρός μύριζε λουλούδια, μερικές μέλισσες βούιζαν ράθυμα, πηγαίνοντας  από λουλούδι σε λουλούδι ενώ οι χαμηλοί θάμνοι μοσχοβολούσαν. Ο στρατιώτης άπλωσε και πήρε το χέρι της μέσα στο δικό του. Η Ιοκάστη δεν αντέδρασε. Ένιωσε τόσο φυσικό το άγγιγμα του. Το ήθελε τόσο πολύ. Ένοιωθε το χέρι της να εγκαταλείπεται τρέμοντας λιγάκι μέσα στο δικό του, ενώ τα σκληρά και ζεστά δάχτυλα του μπλέκονταν δυνατά με τα δικά της σαν να ήταν εραστές. Αισθάνθηκε να της τρέμουν τα γόνατα, σκιρτούσε η καρδία της και μέσα της ένοιωσε τη φωτεινή ομορφιά του ηλιοβασιλέματος, από τις τελευταίες αχτίδες του ηλίου προς τη μεριά της δύσης. Αυτή να χάνεται μες την ευφορία της μέθης και στις απραγματοποίητες επιθυμίες και φαντασιώσεις της.
Επάνω στη πιο δύσκολη στιγμή μπήκαν στο πετρόκτιστο μαντρί εκεί που τους περίμεναν οι γονείς της.  Η Ιοκάστη ντράπηκε, μαζεύτηκε μέσα στο καβούκι της, γύρισε στην πραγματικότητα. Της φάνηκε ότι έσβησε η φλόγα της μέθης και το αίμα σταμάτησε να χτυπά με βία μέσα στις φλέβες της.
Αργά το βράδυ έπεσε ανήσυχη στο στρώμα με την σκέψη του. Πως είναι να είσαι ερωτευμένη σκέφτηκε. Άμα είσαι πεινασμένη το ξέρεις φωνάζουν τα σπλάχνα σου. Όταν στην παγωνιά του χειμώνα κρυώνεις πάλι το λένε τα σπλάχνα σου. Όταν όμως είσαι ερωτευμένη και θέλεις να το πεις, δυσκολεύεσαι. Αυτό που θέλεις να πεις πως το λένε; Κοιτούσε ψηλά με τα μάτια της γεμάτα όνειρα. Και όμως κάτι την φόβιζε, γιατί ήταν η πρώτη της φορά που ένιωθε την ανάγκη να την φιλούσε αυτός ο άγνωστος όμορφος άνδρας.
Τον πρώτο καιρό τις βροχερές μέρες της άνοιξης, και ενώ έπαιρνε να βραδιάζει καθισμένη μπροστά στο λιθόκτιστο σπιτάκι τους, ατένιζε τη θάλασσα από ψηλά, μια μελαγχολία πολύ θλιμμένη την γέμιζε.
«Γιατί όμως δεν μπορώ να ξεχάσω το βλέμμα του, τη γνωριμία. Γιατί με πονάει ακόμα;  Αφού το ξέρω δεν υπάρχει ελπίδα;  Ίσως να είναι το πρώτο σκίρτημα που ποτέ δεν ξεχνιέται.» Συλλογίζεται με την εικόνα του και την γυροφέρνει στο μυαλό της.
Ξανάβλεπε το μειλίχιο χαμόγελο του όπως τον είδε την τελευταία φορά περνώντας πλάι της για να πάει για ύπνο και γεννήθηκε μέσα της η τρελή ελπίδα.
Πόσο θα ήθελε να κοιμόντουσαν μαζί στο ίδιο κρεβάτι, αλλά το ήξερε ότι άδικα το περίμενε. Αποκοιμήθηκε περιμένοντας τον και ίσως ακόμη να τον περιμένει στα όνειρα της σαν να ψάχνει κάτι χαμένο...
Στην εφηβεία της ο χρόνος κυλούσε ραγδαία  και ο χρόνος τ' αλλάζει όλα, τίποτα δεν αντιστέκεται στο πέρασμα του, οι εφηβικές αναμνήσεις με τα πρώτα εφηβικά ερωτικά σκιρτήματα, σκόρπισαν και έσβησαν μέσα της όπως τα σύννεφα στον ουρανό γύρω από το φεγγάρι, όταν φυσάει η τραμουντάνα.
........Όσο κι αν μπορεί να φαίνεται απίστευτο ότι ένα γαρύφαλλο καταφέρνει ν' αντέχει στην παγωνιά. Το ίδιο μπορεί να φαίνεται απίστευτο κι όμως ναι, η σχέση του Κλέαρχου και της Ιοκάστης μπορούσε ν' αντέξει τους κραδασμούς που ήταν αναπόφευκτοι. Και να που είχαν πετύχει τη συντροφική κατανόηση, που καθένας τους ανέμενε και προσδοκούσε, από τον άλλο και με τον καιρό ήταν και πάλι όλα καλά, και η συμβίωση τους όπως τότε τον παλιό καιρό που μοιράζονταν τη χαρά και την αγωνία τους. Με την Ιοκάστη που από πάντα σεβόταν βαθύτατα την επιλογή που είχε ακολουθήσει, σ' ένα γάμο ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που πίστευε ότι αγαπιόνταν, και στον οποίο παρέμενε πιστή.  Και τον Κλέαρχο να νιώθει ότι είναι ασφαλής δίπλα σε μια τέτοια δυναμική σύντροφο που τον εμπνέει και τον κάνει να νιώθει θετικά για τον εαυτό μου.
Μεγαλώνοντας ο Αλκιβιάδης συχνά-πυκνά όσο κοίταζε μέσα του πιο βαθιά, τόσο πιο πολύ αναρωτιέται τι είναι αυτό που έκανε την Ιοκάστη να ερωτευτεί τον Κλέαρχο και να τον αγάπα τόσο άδολα, τόσο αγνά, τόσο αληθινά που έμαθε να ξεχνάει και να συγχωρεί.
Αυτή η άδολη αγάπη της του θυμίζει την ευλάβεια της θρησκευτικής της πίστης έχοντας ακόμη «νωπές» τις μνήμες από το τελευταίο επεισόδιο. Μοιάζει σαν να ήταν χθες το επεισόδιο που του θυμίζει πόσο δυνατό είναι το δέσιμο της Ιοκάστης με τον Κλέαρχο....
Στο πέρασμα των χρόνων ο Κλέαρχος σαν φανατικός κυνηγός έζησε υπέροχες στιγμές και μοιράστηκε πολύ όμορφες εμπειρίες με άλλους φίλους κυνηγούς που απέκτησε στη Λαμία... Ταξίδεψε σ' όμορφα τοπία, σε λίμνες σε βάλτους και σε απομακρυσμένες περιοχές. Γνώρισε κανάλια και όχθες με αξέχαστα κυνήγια υδροβίων στο Σπερχειό ποταμό, στην καρδιά του χειμώνα που προσελκύουν παπιά, όταν ο τόπος είναι απείραχτος από κυνηγετική πίεση ή όταν η παγωνιά στα ανοικτά νερά έχει σπρώξει τα πουλιά σε μέρη πιο απάνεμα, που «ρεματίζουν» και δεν παγώνουν.
Σε μια από αυτές τις εξορμήσεις χάθηκε ένας πολύ καλός του φίλος κυνηγός.  Παρά τις επίμονες έρευνες για την ανεύρεση του όταν χάθηκε στην περιοχή του Σπερχειού ποταμού αυτές είχαν προβεί άκαρπες μέχρι που τον βρήκαν μετά από μια εβδομάδα στο Μαλιακό κόλπο. Τον είχε ξεβράσει ο ποταμός.
Αν και απ' το συμβάν έχει περάσει ένα εύλογο χρονικό διάστημα, είναι προφανές πως το γεγονός έχει περάσει υποσυνείδητα στην Ιοκάστη και της δημιούργησε μια εσωτερική ψυχική γρατζουνιά. Πάνω από ένας χρόνος έχει περάσει πλέον από τις ημέρες εκείνες. Ο Κλέαρχος μετά από μια ακόμη ημερήσια κυνηγητική εξόρμηση, νύχτωσε κι ακόμη να φανεί. Νύχτωσε για τα καλά, ανάψανε απ’ ώρα τα ηλεκτρικά. Έχει και μια υγρασία, του κέρατα. Φυσάει νοτιάς, που περονιάζει τα κόκαλα. Ο ουρανός πίσσα και άνεμος βρυχάται. Στο σπίτι έπεσε μια βουβαμάρα για πολλή ώρα. Μια μούγκα, που γινόταν αβάσταχτη όσο περνούσε η ώρα να φανεί.  Και τότε σαν να την έζωσαν τα μαύρα φίδια, σηκώθηκε και ξεπόρτισε. 
«Πούντος να φανεί; Ούτε πέντε ώρες νύχτα δεν απόμειναν». 
Ξεκίνησε και πήγε κάτω χαμηλά στο ρέμα ανέβηκε στο βράχο.... Το κρύο την ανάγκαζε να σφίγγεται και να τυλίγεται στο φαρδύ πανωφόρι της. Και η Ιοκάστη τότε άρχισε σιγανά να μουρμουρίζει ένα μακρόσυρτο θλιβερό σκοπό και τον επαναλαμβάνει πολλές φορές κάτι σαν παραπονεμένο μοιρολόι με φωνή βραχνή, θλιβερή και παραπονεμένη. Ασυντόνιστη, μέσα από τα δόντια της .
«Που είσαι, Κλεαρχέ μου; Φανερώσου. Βρέχει και αστράφτει ο ουρανός. Που είσαι, Κλεαρχέ μου; Φανερώσου.»
Δεν πέρασαν μερικά λεπτά που ξεκίνησε το μοιρολόι και θόρυβος μοτοσυκλέτας ακούστηκε να έρχεται από το παράλληλο μονοπάτι του ρέματος.  Ήταν ο ήχος απ' τη μοτοσυκλέτα, του «εξαφανισμένου!» κυνηγού. Όταν η αγωνία καταστάλαξε, όταν η καταχνιά στο μυαλό της Ιοκάστης διαλύθηκε, όταν ηρέμησε η ψυχή της, ο  Αλκιβιάδης δεν ήξερε με ποιον από τους δυο ήταν πραγματικά περισσότερο θυμωμένος, εξοργισμένος.  
«Ρε μάνα! Ρε μάνα!  Τι να πω ρε μάνα! κλάματα και μοιρολόγια, που άργησε να φανεί ο Άρχοντας;»
 Η Ιοκάστη αυτό που αισθανόταν για τον Κλέαρχο το αποκαλούσε αγάπη επειδή δεν υπήρχε πιο κατάλληλη λέξη. Ήταν η αίσθηση της ταυτότητας της ο καθρέπτης του εσωτερικού της κόσμου. Χωρίς αυτό αισθανόταν ότι είναι κάτι άδειο. Κάτι λιγότερο.
.......Την ίδια εποχή είναι που συντελείτε η σωματική μεταμόρφωση του Τηλέμαχου. Μέχρι τότε στα δεκατέσσερα του χρόνια ήταν ένα κοντό παιδί που ψήλωσε απότομα στα δεκαπέντε με δεκαέξι του χρόνια, κι ακόμα συνέχισε να ψηλώνει, σαν κάποιο χέρι μαγικό να έπλαθε το κορμί του. Ψήλωσε αρκετά, απέκτησε φυσική ομορφιά, και από έφηβος έδειχνε μεγάλη αυτοκυριαρχία και εμπιστοσύνη στον εαυτό του.Το πρόσωπό του είχε στιβαρή χάρη και το βλέμμα του ήταν χαϊδευτικό, ήμερο, αντίφεγγε με μελί φωτεινές αναλαμπές. Ένας όμορφος έφηβος με καστανόξανθα μαλλιά που συνήθως τα άφηνε λίγο περισσότερο μακρύτερα απ' όσο έπρεπε. Η φυσική του σεξουαλικότητα και ο ήρεμος θελκτικός τόνος της φωνής του κυριαρχούσαν στους γύρο του. Ήταν αυτός απ’ τα αδέλφια που είχε όλα εκείνα τα φυσικά σωματικά χαρίσματα των προγόνων από την πλευρά της μητέρας τους.
Ο μικρός Ιάσονας μεγαλώνοντας ψήλωσε έγινε ένα γεροδεμένο παλικαράκι. Τέλειωσε το δημοτικό και προετοιμάζεται για εισαγωγικές εξετάσεις στο γυμνάσιο. Προετοιμάζεται τρόπος του λέγειν διότι τα βιβλία γενικά του έφερναν αλλεργία.
Ο Αλκιβιάδης αν και είχε εγκαταλείψει το Λύκειο, διατηρούσε καλές αναμνήσεις και εκτιμούσε το παιδαγωγικό έργο του πατρινού γυμνασιάρχη του και αντίστοιχα ο γυμνασιάρχης εκτιμούσε την φιλομάθεια του Αλκιβιάδη… Με θάρρος λοιπόν ζήτησε από τον γυμνασιάρχη να βοηθήσει τον μικρό Ιάσονα διότι είναι ένα πανέξυπνο παιδί απλά δεν τα πάει καλά με τα γράμματα.
Ακόμη και σήμερα ο Αλκιβιάδης θυμάται με νοσταλγία και σεβασμό τον καταγωγή απ’ την Πάτρα γυμνασιάρχη του να του γραπώνει την μύτη με τον Δείκτη και τον μεσαίο δάκτυλο και να τον ταρακουνά μέχρι που τον έπαιρναν τα ζουμιά απ  την αιμορραγούσα μύτη… 
Το έγκλημα του ήταν ότι είχε ζωηρή φαντασία και μια μεγάλη αγάπη στις περιπέτειες, έγραφε γλαφυρές εκθέσεις, αλλά οι σελίδες του ήταν σαν ένα ολάνθιστο λιβάδι σπαρμένο παπαρούνες.  Η Κύπρια φιλόλογος χαμογελούσε με κατανόηση αλλά ο γυμνασιάρχης το είχε βάλει αμέτη-μωχαμέτη ο μαθητής του να μάθει και ορθογραφία.
«Ζωντόβολο θα μάθεις ποτέ να γραφείς σωστά τις λέξεις.» Και τον ταρακουνούσε χωρίς οίκτο. Αλλά στα ματιά του ο Αλκιβιάδης έβλεπε μια ζεστή, τρυφερή ματιά που ενδιαφερόταν για εκείνον. Αυτή η κρυμμένη τρυφερότητα  ήταν η απόδειξη της αγάπης του για τον μαθητή του.
Ο μικρός Ιάσονας συμμετείχε αναγκαστικά για να πάρει μέρος στις εισαγωγικές εξετάσεις για το γυμνάσιο, για να μην πικράνει την Ιοκάστη και τον αδελφό του ύστερα από τις δέουσες ασφυκτικές παραινέσεις, αλλά παρακάλεσε το γυμνασιάρχη να μην τον βοηθήσει γιατί δεν επιθυμεί να πάει στο γυμνάσιο. Το 'βλέπε για γράμματα ότι δεν μπορούσε να προχωρήσει, θεωρούσε το σχολικό βάρος ασήκωτο. Ήταν καιρός του να διαλέξει μια τέχνη. Ο γυμνασιάρχης με κατανόηση του χάιδεψε στοργικά το κεφάλι και του ευχήθηκε να βρει αυτό που επιθυμεί στην ζωή του. Με το πέρασμα το χρόνου δεν κάθισε ξανά ποτέ σε θρανία, βρήκε όμως τον δρόμο του, κι έκανε προκοπή  ύστερα από μόχθο και σκληρή δουλειά. ...  
Η ίδια η ζωή έχει διδάξει πως ουκ ολίγοι, που δεν κάθισαν σε θρανία, βρήκαν τον δρόμο τους, δούλεψαν σκληρά και πέτυχαν πολλά. Όπως ο ιδιόμορφος και πλούσιος Κεφαλλονίτης της ανέκδοτης ιστορίας που λέγεται από στόμα σε στόμα, για πολλά χρόνια, που λέει στο τραπεζίτη του «Αν ήξερα να γράφω θα ήμουν καντηλανάφτης»

Click to Open
απ' την παιδικότητα στην εφηβεία! (Επίλογος)
.....
 
Web Informer Button