ADS

click to open

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

Ap' Tin Paidikotita Stin Efivia! Epilogue:

Τον Αλκιβιάδη κοινωνικοοικονομικοί και οικογενειακοί λόγοι... και όχι μόνο τον ώθησαν να εγκαταλείψει οριστικά το λύκειο. Σκέφτεται μη ρεαλιστικές τις προσδοκίες για συνέχιση στις σπουδές του, κρίνοντας αντικειμενικά, ως ανυπέρβλητα τα εμπόδια που αποφέρουν οι οικονομικές δυσκολίες και η έλλειψη οικονομικής υποστήριξης από το οικογενειακό περιβάλλον. Έτσι, θεωρούσε τον εαυτό του ευάλωτο και έλαβε την απόφαση να παραιτηθεί από τη συνολική προσπάθεια ολοκλήρωσης των σπουδών του και μετά το λύκειο προς μεγάλη απογοήτευση της Κύπριας καθηγήτριας φιλολόγου του που αλλιώς την φανταζόταν την σταδιοδρομία του. (Όχι πάντως ναυτικό και δη μηχανικό...  Κάτι για ρεπόρτερ του έλεγε. Δημοσιογράφος εννοείς; τη ρωτούσε.) «Για κάποιους ανθρώπους τα γράμματα γίνονται πολυτέλεια όταν το μόνο που τους έχει απομείνει είναι η περηφάνια της φτώχειας τους.» Και άντε και πώς να το ανακοινώσει στην Ιοκάστη που τον έβλεπε να παίρνει τα γράμματα και καμάρωνε. Έβλεπε στο γιο της τα διψασμένα για γνώση μάτια της.
Από τα παιδικά του χρόνια, ο Αλκιβιάδης ήταν φορτωμένος με ευθύνες και έπρεπε να αγωνιστεί σκληρά για το ψωμί του, αφού η Ιοκάστη του και ο Κλέαρχος ήταν φτωχοί και δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν στον ανήσυχο Αλκιβιάδη μια ανώτερη εκπαίδευση, που απαιτεί αρκετό χρόνο και δέσμευση σε έναν συγκεκριμένο στόχο. Το «εδώ και τώρα» να αποκτήσει επαγγελματικη επιτυχία γίνεται περισσότερο σημαντική όταν σκέφτεται πόσο μακρινή είναι η εκπλήρωση του απώτερου στόχου.
.....Πού να ’ξερε η δόλια η Ιοκάστη πως για το φτωχόπαιδο του παλιού εκείνου καιρού, τα τρύπια και χιλιομπαλωμένα παντελόνια του θα γίνονταν αιτία να του κλέψουν τον ήλιο της ελπίδας που δεν έμαθε πολλά γράμματα, και ξένες γλώσσες. Γιατί, πού να περισσέψουν λεφτά για καινούριο παντελόνι, τότε που η φτώχεια κυνηγούσε τους ανθρώπους. Αυτά τα τρύπια, τα χιλιομπαλωμένα παντελόνια που φορούσε από ανάγκη και περισσή ανέχεια, έγιναν η αιτία ώστε ο Αλκιβιάδης στην προεφηβική του ηλικία να νοιώθει άβολα και ν' αρνείται να πηγαίνει στο φροντιστήριο των αγγλικών και των γαλλικών βρίσκοντας χιλιάδες δικαιολογίες για να μην στεναχωρεί την Ιοκάστη, που του τα παρείχε δουλεύοντας πολύ σκληρά και πολλές ώρες..και σήμερα την ευγνωμονεί, γιατί ακόμα του θυμίζουν το καθήκον και τη θέση του μέσα στην κοινωνία, κάθε φορά που πάει να ξεχαστεί.
..,, Απλώς τελείωσε μια νυκτερινή σχόλη εργοδηγών μηχανολόγων.. Υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του ως υπαξιωματικός στο τεχνικό κλάδο στα τεθωρακισμένα. Με το τέλος της στρατιωτικής θητείας επέτυχε πρόσληψης στο τεχνικό τμήμα της ολυμπιακής αεροπορίας αλλά δεν τον ικανοποιούσαν την εποχή εκείνη οι μισθολογικές προοπτικές και αποφάσισε να μην αποδεχθεί την πρόσληψη. Με το πτυχίο του εργοδηγού μηχανολόγου, φοίτησε ένα χρόνο στις  ακαδημίες των εμποροπλοιάρχων ώστε να ακολουθήσει το επάγγελμα του ναυτικού. Τον κέρδισε η θάλασσα το παιδικό του όνειρο, παρασύροντας τον στα πιο μαγευτικά ταξίδια. Κι’ η θάλασσα τον δέχτηκε στην αγκαλιά της. Την συνέχεια των σπουδών που πολύ την επιθυμούσε, ήταν πλέον ένα όνειρο παραγκωνισμένο στο χώρο της φαντασίας.
Ίσως κάποια μέρα.
Ίσως.
Μα εκείνη η μέρα δεν ήρθε, δεν παρουσιάστηκε ποτέ. Τώρα που έχει τα τριπλάσια χρόνια, κυνηγάει την παιδική ηλικία που δεν είχε, και γι' αυτό του αρέσουν οι παιδικές περιπέτειες.
Ο Κλέαρχος η Ιοκάστη με τον Τηλέμαχο και τον Ιάσονα μετακόμισαν στην Αθήνα το διάστημα της στρατιωτικής θητείας του Αλκιβιάδη.
Η Ιοκάστη. Η υπέροχη μητέρα τους.
Απεβίωσε στα εξήντα επτά της χρόνια σε πολύ καλή φυσική και πνευματική κατάσταση και καλή φυσική σωματική δραστηριότητα, από αιφνίδιο θάνατο (την πρόδωσε η αγνή καρδιά της) που ξάφνιασε τόσο το γιατρό της, καθώς και όλους τους άλλους γύρω τους.
Του Αλκιβιάδη υπάρχουν ακόμη μέσα στο μυαλό και στην ψυχή του αναμνήσεις, εικόνες της και συναισθήματα από το παρελθόν τους που έχουν χαραχτεί βαθιά μέσα του και δεν ξεχνιούνται, αν και έχουν ξεθωριάσει και δεν είναι τόσο ζωντανές με το πέρασμα του χρόνου, που τις κουβαλά ακόμα και σήμερα. Οι αναμνήσεις είναι συνυφασμένες με το παρελθόν του και το παρελθόν του καθορίζει άμεσα το παρόν και το μέλλον του.  Η Ιοκάστη του είναι μια ανάμνηση που για αυτόν σημαίνει κάτι θετικό, κάτι που θέλει να θυμάται για όσο ζει, κάτι που βίωσε και τον έκανε ευτυχισμένο και η ανάμνηση της βρίσκεται σε μια γωνιά της ψυχής και του μυαλού του και τον συντροφεύει να έχει το ψυχικό σθένος για να πετύχει, να είναι αισιόδοξος, τολμηρός και δυνατός όπως αυτή τον συμβούλευε. Το αποτύπωμα που άφησε, δεν ξεθώριασε! Μέσα του «φωσφορίζει» να του την θυμίζει ανελέητα και να 'ρχεται στα χείλη του ψιθυριστά πόσο τους λείπει....
Επέστρεψε εσπευσμένα από το Χιούστον των ΗΠΑ όπου βρισκόταν.
Δεν τα κατάφερε! Δεν πρόλαβε να την ασπαστεί αν και έτρεξε να αγκαλιάσει για τελευταία φορά το άψυχο σώμα της. Αν και το επιθυμούσε.
Ο άνεμος της μνήμης γέμισε μελαγχολική σκόνη το μυαλό του και αμέσως το πρόσωπό του σκοτείνιασε ενθυμούμενος την εικόνα της πρόωρα χαμένης μητέρας του. Ο πόνος του ξεχείλισε για μια ακόμα φορά και τα μάτια του άρπαξαν φωτιά. Είχε καιρό να κλάψει, παρόλο που η σκέψη της τον βάραινε διαρκώς. Από εκείνο το μελανό δευτερόλεπτο που έμαθε για τον αιφνίδιο θάνατό της, μια σκιά σαν κοράκι ήρθε και κάθισε μόνιμα στην ψυχή του. Άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν, ζητώντας να ξορκίσει την προσωπική του τραγωδία. Αν τον έβλεπε από μια γωνιά του σύμπαντος, σίγουρα θα τον καμάρωνε. 
Τον πρώτο καιρό τις νύχτες που το φεγγάρι έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα, μες στα βαθιά μεσάνυχτα σαν λύκος μοναχικός, σερνόταν κρυφά μέσα από τους ίσκιους και τρύπωνε σαν φάντασμα στην τελευταία κατοικία της.
Ήθελε να είναι ολομόναχοι οι δυο τους, πλησίαζε αθόρυβα, εκεί που εκείνη κοιμόταν ήσυχα και γαλήνια. Να τα πούνε. Και να μην τους ακούει κανείς. Στεκόταν πάνω από την λιτή μαρμάρινη πλάκα, η ψυχή του κομμάτια. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έφυγε τόσο νωρίς, έτσι ξαφνικά, χωρίς ένα αντίο, χωρίς μια λέξη… Περίμενε εκεί….Κλαίει, μ' έντονο, γοερό κλάμα και τα δάκρυα που καίγανε χύνονται ζεστά απάνω στο κρύο μάρμαρο. Γονατιστός επάνω της και αναρωτιόταν «Γιατί;»  Καμία απάντηση από πουθενά. «Που πήγε η γαλήνη και η ηρεμία σου. Γιατί χάθηκε η ομορφιά της ψυχής σου; Γιατί; Χάθηκαν τα χάδια σου τα τρυφερά.» 'Όταν ήταν μικρός, ερχόταν ακροπατώντας στο κρεβάτι του λίγο πριν κοιμηθεί, για να τον σκεπάσει. Του χάιδευε τα μαλλιά, τον μύριζε απαλά, τον ασπαζόταν τρυφερά όπως μόνο μια μάνα ξέρει και πήγαινε να ξαποστάσει από την κούραση της ημέρας. Πέρασαν κιόλας τριάντα πέντε χρόνια, συλλογίστηκε. Έτσι απλά! Σαν ένα ανοιγόκλεισμα του ματιού. Κι ένοιωσε στο μάγουλό του, το φιλί της μάνας του, όπως όταν τον αποχαιρετούσε στο πρώτο του μπάρκο. Θυμάται που στην αρχή κουβέντα δεν ήθελε να ακούσει η μάνα του, μα με τα πολλά του έδωσε την ευχή της. Και πέταξε σαν τα πουλιά κι έφυγε ο Αλκιβιάδης. Τον ξεπροβόδισε μέχρι το αεροδρόμιο που ετοιμαζόταν να σαλπάρει για τον Περσικό κόλπο και δεν έλεγε να τον αφήσει από την αγκαλιά της, τα μάτια της έτρεχαν βρύσες η καρδιά της πήγαινε να σπάσει από την τρικυμία των συναισθημάτων που την πλημμύριζαν. «Να πας στο καλό καρδιά μου. Να σε φυλάει ο Άγιος μας, εκεί στα ξένα που πηγαίνεις». Έχωσε μέσα στη τσέπη από το σακάκι του ένα φυλακτό. Η Ιοκάστη κοιμόταν και ξύπναγε με το μυαλό της στις θάλασσες. Καρτέραγε στο τηλέφωνο η τον ταχυδρόμο για να μάθει ευχάριστα νέα απ' το γιο της. Σημεία το κορμί της το σκεπάζει ο τάφος εκεί που την έσυρε ο θάνατος! Η μνήμη της μόνο δεν κλείνεται στον τάφο!…
......Έφευγε όταν η μέρα χάραζε και ο ορίζοντας ρόδιζε στο βάθος. Έκλεινε τα μάτια και το ξέρει πως δεν υπάρχει γιατί. Έτσι είναι ο κόσμος.
Ο Κλέαρχος.
Απεβίωσε στα ογδόντα πέντε του έτη. Ο Αλκιβιάδης με τα χέρια του ... του έκλεισε τα μάτια όταν αναχώρησε η ψυχή του από το σώμα του, για ν' αναπαυθεί.. (........ αιώνια μετά των δικαίων........)
Ο Τηλέμαχος.
Τελείωσε το Λύκειο,  σταμάτησε όμως εκεί, δεν έκανε ένα βήμα ακόμη να πάρει εφόδια για να προχωρήσει παραπέρα,. Oταν ήταν μικρός μάλλον ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής, δεν υπάρχει παιδί που παίζει μπάλα και να μη θέλει να γίνει ποδοσφαιριστής.  Είχε μεγάλο φυσικό ταλέντο, αλλά ήταν τρομερά απείθαρχος, οπότε το πλάνο αυτό δεν προχώρησε με επιτυχία.  Μετά, και καθώς τα πράγματα σοβάρευαν και οι αποφάσεις έπρεπε να έχουν και κάποιον ρεαλισμό, αυτός παρέμεινε αναποφάσιστος, επιβεβαιώνοντας τη αστάθεια του χαρακτήρα μου. Δεν είχε ιδέα τι μπορεί πραγματικά να του αρέσει, ίσως μόνο μια αίσθηση, αλλά κι αυτή δεν ήταν αρκετή. Υπηρέτησε στις ειδικές δυνάμεις καταδρομών του στρατού. Του Αλκιβιάδη δεν του φάνηκε παράξενο αλλά είχε κάποιους φόβους με την επιλογή του αδελφού του. Πίστευε ότι δεν ταίριαζε με τον ατίθασο χαρακτήρα του να γίνει μέλος μίας επίλεκτης ομάδας καταδρομέων που πρέπει να περάσει από ασκήσεις και γυμνάσια που προκαλούν τρόμο και πόνο και ορισμένες φορές μάλιστα η εκπαίδευση για τα ειδικά αυτά σώματα ξεπερνάει κάθε φαντασία.
Η μετέπειτα επαγγελματική ζωή του πολυτάραχη και ασταθής. Ασχολήθηκε με μια πληθώρα από επαγγέλματα. Από δουλειές του ποδαριού μέχρι επιτυχημένες επιχειρήσεις. Μπορεί να ‘ταν ένα χαρισματικό παιδί, αλλά οδήγησε την ζωή του χωρίς πηδάλιο, ανήσυχος, χωρίς πληρότητα, τελικά βούλιαξε στο βάλτο της καθημερινότητας, με τα σπουδαία του χαρίσματα χαμένα. Από την εφηβική του ηλικία η περιπέτεια ήταν συνυφασμένη με την ίδια τη ζωή μου. Ήταν αυτός απ’ τα αδέλφια που είχε όλα εκείνα τα φυσικά σωματικά χαρίσματα των προγόνων από την πλευρά της μητέρας τους. Ήταν ένας όμορφος άντρας με καστανόξανθα μαλλιά που συνήθως τα άφηνε λίγο περισσότερο μακρύτερα απ' όσο έπρεπε. Τον Τηλέμαχο τον σκότωσε το ίδιο του το πάθος για τη ζωή. Και η ίδια η ζωή τον έδιωξε από την αγκαλιά της. Δε χρειάστηκε και πολύς κόπος για να αναποδογυρίσει το σκάφος παρασύροντας στο βυθό ότι υπήρχε πάνω του. Όταν τον βάλανε κάτω απ' τη γη ήταν μονάχα σαράντα τριών ετών. Χάθηκε έτσι ξαφνικά. Ποιος θα το 'λεγε. Σαράντα τρία χρόνια ανέμελης ζωής που ξαφνικά ένα ύπουλο τσίμπημα στην καρδιά τον σκόρπισε για πάντα.
Λάκισε απ' τούτη τη ζωή χωρίς να τους πει ούτε ένα αντίο.....
 Ο Ιάσονας. ....
Όταν ο Ιάσονας είπε την απόφαση του η Ιοκάστη δεν συμφωνούσε που αποφάσισε να παρατήσει τα γράμματα για μια τέχνη, το θεωρούσε παράτολμη κίνηση για την μετέπειτα ζωή του, θύμωσε πικράθηκε μα η απόφαση του Ιάσονα ήταν αγύριστη... Ο Κλέαρχος που είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον Βενιαμίν τους δεν του έκανε εντύπωση και δεν αντέδρασε στις επιθυμίες του Ιάσονα. Τουναντίον πολλές φορές  έγινε πολύτιμος αρωγός στις προσπάθειες του.
Και ο Αλκιβιάδης καθησύχασε την μητέρα τους. «Αυτό το παιδί έχει έμφυτο μέσα του το δαιμόνιο του εμπορίου, και μην το υποτιμάς, μητέρα» της είπε.
Από έφηβος ξημεροβραδιαζόταν δουλεύοντας τόσο σκληρά που είχε συνηθίσει να κοπιάζει για να πετύχει. Του χρειαζόταν εξάλλου να κάνει βήματα προόδου, για να κλείσει το στόμα της μητέρας τους, η οποία ανησυχούσε σχετικά με το μέλλον του. Ασχολήθηκε ταυτόχρονα με τεχνικές εργασίες υδραυλικών εγκαταστάσεων, και με εμπορικές δουλειές, μειώνοντας με γοργό ρυθμό την απόσταση που χρειάζεται να διανυθεί ως την καταξίωση.
Παντρεύτηκε νεαρότατος και ήδη στη στρατιωτική θητεία του είχε μια κόρη, που έφερε πανάξια το όνομα της μητέρας τους. Υπηρέτησε στην επίλεκτη Μονάδα της Προεδρικής Φρουράς παρ’ ότι δεν ήταν επιλογή του, ούτε το επιθυμούσε.. Απλώς επιλέγει με κριτήρια κυρίως ήθους και σωματικά. Και αυτό ο Αλκιβιάδης νομίζει ότι τα λέει όλα!  Αργότερα ο χαρακτήρας του, το εμπορικό και επιχειρηματικό δαιμόνιο που είχε μέσα του, είχαν σημαντική συμβολή στην προώθηση της κοινωνικής του ευημερίας, με αποτέλεσμα η βελτίωση της ευημερίας του να να συνδεθεί με τη δημιουργία μια όμορφης οικογένειας.
.........Το ταξίδι, η περιπέτεια και η μακριά πορεία τελειώνει σ' εκείνο το μέρος όπου πηγαίνει η φλόγα όταν σβήνει, στο άυλο παρελθόν .
.......... Όταν αρχίζει να σουρουπώνει, παίρνει το μονοπάτι που οδηγεί στην ακτή, όπου κάθεται ώρες ολόκληρες εκεί που σκάει το κύμα, στην άμμο την ποτισμένη από την αλμύρα, και αγναντεύει το πέλαγος. Βλέπει τα  κύματα να παφλάζουν στην αμμουδιά στα πόδια του, τα νιώθει στο ρυθμό του φλοίσβου τους να του ψιθυρίζουν ολόγυρα από το σώμα του. Έκλεισε  τα μάτια του για ν' ακούσει τη μουσική τους μα δεν τ' άκουγε παρά μόνο τον παφλασμό τους. Ήταν η αντάρα της ψυχής του, που βούβαινε τα πάντα γύρω του. Το μυαλό του ανασύρει από τα ξεχασμένα υπόγειά του αναμνήσεις, είναι οι στιγμές που εύχεται να μπορούσε να γκρεμίσει τα σύνορα του Χώρου και του Χρόνου. Αισθάνεται τη μαγεία να αναβλύζει από κάθε κόκκο άμμου στην ακρογιαλιά, να εξαπλώνεται γύρω του με τα κύματα του νερού και του αέρα. Ξαναγυρίζει στα χρόνια της ξέγνοιαστης παιδικότητας, που τα κορμιά τους ήτανε στητά σαν λαμπάδες, τα πρόσωπα αρυτίδωτα σαν χυμώδη φρέσκα ροδάκινα, τα μάτια λαμπερά, γεμάτα φλόγα και το κεφάλι σκεπασμένο από πλούσια ατίθασα μαλλιά.
Τα κύματα του σιγοτραγουδούσαν τραγούδια δίχως μουσική, σφύριζαν σκοπούς δίχως λόγια, με μόνο στόμα, με μόνη γλώσσα κι έκφραση, τη γλώσσα των κυμάτων και εκεί καθισμένος στην αμμουδιά, ταξίδευε με τα καράβια που περνούσαν...
...............................................
Σημείωση Ι: Ο Αλκιβιάδης την εποχή εκείνη δεν έδωσε σημασία στην αφήγηση της Ιοκάστης... το θεώρησε ένα εφήμερο εφηβικό ερωτικό σκίρτημα στο μυαλό της..... για ένα νεαρό Βρετανό στρατιώτη με γκρίζο-πράσινα μάτια.....
Σήμερα που έχει την περιέργεια να αποτυπώσει με ακρίβειά το επεισόδιο...., δυστυχώς ο παππούς η γιαγιά και η μητέρα του.... έχουν προ πολλού αποδημήσει...  
Η ογδοντάχρονη σήμερα θεία του...... (ήταν οκτάχρονη τότε....)  θυμάται πολύ καλά.... ένα νεαρό στρατιώτη βρεγμένο ως το κόκκαλο που εμφανίστηκε στην πόρτα του καταλύματος ξαφνικά ένα πρωινό.... (Παιδούλα... ένοιωσε φόβο στην παρουσία του....) και μερικές λεπτομέρειες ... (πχ... φορούσε μια Πουλάδα μεταλλική - ασημένια;-χρυσή; - που την χάρισε μ' επιμονή στη γιαγιά και ένα φουλάρι που το χάρισε στην αδελφή της.... Ακόμη θυμάται πως είχε αφήσει πίσω του στη θάλασσα έναν νεκρό.....  είχαν πέσει μαζί απ' το αεροπλάνο..)

Σημείωση ΙΙ: Μετά από εκτεταμένη ερεύνα στο διαδίκτυο ... ο Αλκιβιάδης πιστεύει ότι η αποστολή  που..... ταιριάζει με την αφήγηση της μητέρας του.... (Βέβαια το 1943 - 1944..... η μια αποστολή πρακτόρων διαδεχόταν την άλλη.... είχε πήξει ο Πάρνωνας και ο Ταΰγετος στους Εγγλέζους και Έλληνες πράκτορες .... άλλοι έρχονταν.... άλλοι φυγαδεύονταν.....)
πρέπει να 'ταν αυτή................
............20 Μαΐου 1943 έπεσε στον Πάρνωνα ο Άγγλος ταγματάρχης Χέριγκτον με ένα ασυρματιστή και δύο ακόμα, ο ένα εξ αυτών κατά την πτώση σκοτώθηκε................  Πηγή:http://pluton22.blogspot.com/2014/11/
................... Η ίδια με άλλη ημερομηνία.....Τη νύχτα της 12ης-13ης Μαΐου 1943 οι Έλληνες απεσταλμένοι υποδέχτηκαν στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου τη δεύτερη αποστολή, η οποία αποτελούνταν από τον Άγγλο ταγματάρχη Χάρινγκτον και άλλους τρεις αξιωματικούς. Κατά την πτώση με τα αλεξίπτωτα, δύο απ’ αυτούς ο σμηναγός Δρακούλης και άλλος ένας ανθυπολοχαγός, τραυματίστηκαν θανάσιμα.
Πηγή: https://skalalakonias.wordpress.com/2016/05/08/oelasnotialakonia/

***Πηγή … Η Κουμουστά της Λακεδαίμονος…
Θεοδ. Σ. Κατσουλάκου… Παν. Χ. Στούμπου
Εκδοση ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΞΗΡΟΚΑΜΠΙΟΥ......ΣΠΑΡΤΗ 2012
Γ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ
1. Οικογένειες και ιστορική τους παρουσία… Σελίδα 199….

**Kατά την παράδοση ήταν ο πρώτος οικιστής της Ρειχιάς από τις Σπέτσες στα 1795…Βλέπε: Λακωνικαί Σπουδαί… Τόμος 20
Ελευθερίου Π. Αλεξάκη… ΚΡΥΜΜΕΝΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΑΛΒΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟΑΛΒΑΝΟΠΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗ ΒΑ ΛΑΚΩΝΙΑ. (1400-2000)

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Web Informer Button