..Ο κουμπάρος μου ο Θανάσης είναι μια αρσενική φιγούρα η οποία εχει στοιχεία της γοητείας που πάντα χαίρονται να βλέπουν οι γυναίκες. Είναι καύλα σαν παρουσία και ευχάριστος και ανοιχτόκαρδος σαν άνθρωπος.! Πολλές φορές έβλεπα τη Βίκυ τη γυναίκα μου πως τον παρατηρούσε στις συχνές επισκέψεις στο σπίτι μας και σκεφτόμουν ότι αυτός ο άνδρας κάτι της είχε κάνει τελικά και το χαμόγελό της σχεδόν κοντεύει να πεταχτεί έξω από τα μάγουλά της όταν τον βλέπει! Και τα μάτια της, δεν λένε ποτέ ψέματα. Πολύ συχνά δεν παίρνει τα μάτια της από πάνω του. Τον κοιτάζει και το βλέμμα της του λέει. «Κοίταξέ με, σε έχω ότι και να γίνει». Η διαχυτικότητα της είναι η έκφραση της χαράς και του θαυμασμού που νιώθει όταν ο κουμπάρος είναι μαζί μας. Ελπίζω ότι δεν έχει ερωτικές, σεξουαλικές προεκτάσεις το ενδιαφέρον της ώστε να μην γκρεμίσει αυτή την όμορφη σχέση που έχουμε μεταξύ μας ως κουμπάροι συμπεριλαμβανομένης σαφώς και της κουμπάρας. Στην περίπτωση που οι προθέσεις από μεριά της δεν είναι αγαθές και προσποιείται τη ντροπαλή τσούλα ο Βρασίδας το φιλοσοφεί πως αυτά συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες, και ο χρόνος θα δείξει. Άλλωστε τόσα και τόσα ακούμε για τους κουμπάρους και τις κουμπάρες, για άλλη μια περίπτωση ε δεν χάλασε κι ο κόσμος! Προσοχή και ψυχραιμία Βρασίδα συμβαίνει πολύ πιο συχνά απ’ότι νομίζεις.
Όμως και η Βίκυ σαν γυναίκα δεν του περνούσε ποτέ απαρατήρητη του κουμπάρου με το γλυκό προσωπάκι,της, ένα αισθησιακό θηλυκό με λαχταριστά βυζιά, μεγάλα και φυσικά. Η κουμπάρα του έρχεται να ταράξει τα ήρεμα νερά του, σαν αφράτο βότσαλο που πέφτει μέσα στην πισίνα και του ξεσηκώνει φουσκοθαλασσιές. Σε κάθε ευκαιρία δεν έχανε το χρόνο να της δείξει τον ενθουσιασμό του, της έκανε κάποια κομπλιμέντα εκθειάζοντας το υπέροχο κορμί της και να της λέει ότι είχε φοβερές καμπύλες με υπέροχα καλλίγραμμα πόδια και ένα κώλο σκέτη κόλαση και πως τραβούσε πολύ συχνά τα αντρικά βλέμματα επάνω της. Φυσικά προσπαθούσε πάντως να είναι όσο διακριτικός μπορούσε και όλα αυτά της τα έλεγε σχετικά περιορισμένα και με όσο πιο σεμνό τρόπο του επιτρεπόταν όταν ήταν στον ίδιο χώρο με τη σύζυγο του τη Δάφνη και με εμένα το Βρασίδα το κουμπάρο του.
Η Δάφνη τις μέρες εκείνες είχε κληρονομήσει κάπου στην Ήπειρο ένα κτήμα με ελιές και αποφάσισε να πάρει ένα δεκαήμερο άδεια από την εργασία της να μεταβεί στο χωριό για τις απαραίτητες κληρονομικές υποθέσεις και να κάνει ταυτόχρονα και ένα δεκαήμερο διακοπών στους συγγενείς της. Φεύγοντας η Δάφνη, ο Θανάσης συνέχισε να έρχεται πιο τακτικά σπίτι μας και επειδή και εγώ χρειάστηκε να φύγω στο εξωτερικό για μια εβδομάδα απεσταλμένος αντιπρόσωπος της εταιρίας μου παρακάλεσα τον Θανάση να έχει το νου του τη κουμπάρα του αν τον χρειαστεί κάποια βοήθεια και εξυπηρέτηση όσο εγώ θα λείπω στο εξωτερικό ώστε να νιώθω ότι την αφήνω σε ασφαλή χέρια.
Το απόγευμα που ήταν μόνος στο σπίτι του ο Θανάσης τον πήρε τηλέφωνο η Βίκυ και τον ρώτησε τι νέα έχει από την Δάφνη και για να δει τις διαθέσεις έκανε δήθεν την έκπληκτη και του καταλογίζει με παράπονο πως τη ξέχασε, τώρα που ‘ναι μοναχή της. Να ξέρεις πόσο εκτιμώ και πόσο σημαντική θεωρώ τη βοήθειά σου, όταν τη χρειάζομαι.» του λέει.
«Κουμπαρούλα μου αδίκως μου παραπονιέται. Είχα επείγοντα οικονομικά αλισβερίσια με την εφορία στην επιχείρηση. Δεν είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που δεν βρήκα το χρόνο να επικοινωνήσω μαζί σου αν και το επιθυμούσα διακαώς αλλά αν βάλεις το χέρι στην καρδιά μου, θα σου πει είναι δικιά σου.»
«Άστα αυτά κατεργάρη. Έχω καταλάβει πως δεν κουράζεσαι να κόψεις τα αχλάδια, τα αφήνεις να πέσουν μόνα τους.»
«Καλό μου ακούγεται αυτό. Είναι ένας χρήσιμος οδηγός επιβίωσης και συμβίωσης με τους άλλους και με τον εαυτό μας. Δεν συμφωνείς;»
«Χμ! Μπαγαπόντη με τις αρχές σου! Το αρκετό δεν είναι τα πάντα, είναι απλώς αρκετό.»
«Μωρό μου είσαι καύλα με αυτά κουλά που μου λες. Αλλά δεν εγώ δεν πρόκειται να ασχοληθώ μαζί σου με τέτοιου είδους αναζητήσεις. Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο που σκαρώνει κατεργαριές και δεν υπάρχει άλλο ζώο που να σκαρώνει κατεργαριές παρά μόνον ο άνθρωπος. Οπότε αφήνω την επιλογή της σχέσης μας σε 'σένα και όλα δείχνουν ότι η συνέχεια θα είναι τουλάχιστον ενδιαφέρουσα. .
«Κουμπάρε πολύ συνετό σε βλέπω σήμερα. Εγώ ξέρω πως ο κατεργάρης είναι τολμηρός. Πρόκειται για ένα θαρραλέο άνθρωπο. Πηγαίνει τον πόλεμο ως την ζούγκλα. Κυριεύει τους πάντες δι' επιθέσεως. Όλα τα στιλέτα του κόσμου δε θα ήταν ικανά να τον φοβίσουν.»
«Μωρό γλυκό! Αν και ο κατεργάρης σου είναι αυθεντικός και μάλιστα συνειδητά να είσαι σίγουρη πως οι σκέψεις σου είναι και δικές του και ο κουμπάρος σου, δεν θα σε αφήσει παραπονεμένη»
«Δηλαδη συμφωνείς να την κάνουμε τη λαδιά στο κρεβάτι;.»
«Μόνο τη λαδιά; Στη βούτα με το λάδι θέλω να κολυμπήσουμε μαζί. Άλλωστε το αμαρτωλό και κρυφό είναι πάντα πιο γλυκό και το ξέρεις και εσύ!»
«Ξέρω κουμπάρε μου! Άλλωστε το λέει και η γνωστή λαϊκή ατάκα «ο κουμπάρος και η κουμπάρα, δύο φορές την εβδομάδα»
Ο Θανάσης μένει αμίλητος σκεφτικός στη γραμμή.
«Γιατί δε μιλάς κουμπάρε; Τι έπαθες;»
«Να σκέφτομαι την ατάκα! Μόνο που εγώ με 'σένα κουμπάρα, θα ήθελα κάθε μέρα!»
«Αυτού του είδους,τα αισθηματικά ζόρια, δίνουν χρώμα στη ζωή μας, με όποιο τρόπο και αν αποφασίσουμε να τα διαχειριστούμε κουμπάρε..Το πεπόνι και το μαχαίρι είναι στο δικό μας χέρι.»
Ο Θανάσης χαμογέλασε μόλις τελείωσε η Βίκυ. «Κοίτα κουμπάρα μου! Το είπαμε, μεγάλα παιδιά είμαστε, μάλλον η έλξη είναι αμοιβαία, προβλέπω να το ζούμε τόσο, όσο, τραγουδώντας, παντρεμένοι κι’ οι δυο,και άλλα παρόμοια.»
Για να ελαφρύνει τη συζήτηση η Βίκυ με το θέμα στα σεξουαλικά τους υπονοούμενα τον ρώτησε τι έφαγε για μεσημέρι.
«Δεν μπορείς να το πεις μεσημεριανό, αφού έφαγα τελικά στις τεσσερις το απόγευμα.»
«Και τι ήταν το μενού;.»
«Πίτσα παράγγειλα» της λέει.
«Πίτσα λοιπόν. Ξεροφαγία!»
«Ναι! εκτός από ότι είναι εύκολη διατροφή είναι και υγιεινή.»
«Πλάκα μου κάνεις. Κουμπάρε κέρνα τον καφέ και έρχομαι μ' ένα διπλό πιάτο σπανακόπιτα που έχω. φτιάξει με τα χεράκια μου. Με φύλλο σπιτικό»
Την περίμενε στην είσοδο του σπιτιού. Όταν τον είδε της φάνηκε πολύ όμορφος και η καρδούλα της πήγε να σπάσει. «Αυτός ο άνδρας όντως κάτι μου έχει κάνει τελικά. Μου χαμογελάει με αυτό το χαμόγελο που κάνει κάθε, μα κάθε φορά τα γόνατά μου να λιώνουν σαν παγωτό βανίλια μες στον Αύγουστο. Με ελκύει πολύ σεξουαλικά και αναστατώνομαι κάθε φορά που τον βλέπω και θέλω να κάνω έρωτα μαζί του σαν λυσσασμένη. Πως να το μαζέψω;» Σκέφτηκε. Ουπς! ψυχραιμία Βίκυ κατ’ αρχήν.
Κάθισαν στο μικρο μπαλκόνι της κατοικίας του κουμπάρου και έπιναν τον καφέ τους μόλις που έπεφτε ο ήλιος και άρχισε να έχει κρύο! Μετά από λίγο, ενώ τα λέγανε, της έπιασε το χέρι και της έδωσε ένα πολύ καυλωτικό φιλί. Αυτό ήταν, η Βίκυ δεν μπορούσε να αντισταθεί στην έλξη που της έφερνε ο κουμπάρος. Τα είχε ξεχάσει όλα! Είχε ξεχάσει Εμένα και τις ενοχές της και την κουμπάρα. Τώρα σαν ενήλικο κορίτσι θα διαχειριστεί την αμηχανία να εξηγήσει (αν προκύψει θέμα) ότι αναστατώνεται μεν, επιλέγει αλλιώς δε. Εκτός κι αν δεν επιλέξει αλλιώς οπότε προβλέπει σχέση οσονούπω. Ήλπιζε πως ο κουμπάρος θα της πει πως δεν θέλει να συμβεί κάτι μεταξύ τους αλλά δυστυχώς όλα ξεχάστηκαν. Βλέπεις ο κουμπάρος βουλωμένο γράμμα διαβάζει και θεωρείται και ως ικανός «παίχτης», τώρα που έχει και το οκέι ποιος τον πιάνει. Και ως έμπειρος παίκτης όμως περιμένει τη Βίκυ να κάνει και το απονενοημένο, να χει και το επιχείρημα ότι αυτή του την έπεσε.
«Τώρα που αρχίζουν τα δύσκολα, τώρα για πες μου τι κάνουμε.» αναρωτιέται η Βίκυ. Αν θέλει να το κόψει πριν γίνει το «στιγμιαίο λάθος», καλό είναι να πάρει ύφος και να του πει «Κουμπάρε κοντά τα κουλά σου, μη στα κοντύνω εγώ, γκέγκε;» Αλλά κάτι της λέει πως δε θα το κάνει. Η Βίκυ έχει κάνει επιλογή ήδη, την διαχείριση αυτής ψάχνει. Είπαμε ενήλικο κορίτσι είναι και νιώθει ευχάριστα που ο κουμπάρος την πολιορκεί μεθοδικά και δυναμικά για να την κατακτήσει.
Η Βίκυ του είπε του κουμπάρου ότι είχε κρύο και θα ήταν καλύτερα να πάνε μέσα στο σπίτι και αυτός τη ρώτησε που κρυώνει. Του είπε ότι περισσότερο το κρύο το νιώθει στα χέρια. Την κοίταξε χαμογελώντας και της είπε ότι μπορεί να κάνει κάτι γι αυτό. Της πήρε ο χέρι και το έβαλε μέσα στο παντελόνι του και η Βίκυ έπιασε για πρώτη φορά τον πούτσο του κουμπάρου μας. Ήταν ζεστός και είχε αρχίσει να σκληραίνει. Η Βίκυ δεν είπε τίποτα, απλά τον κοίταξε και φάνηκε ότι της άρεσε. Η έλξη που της προκαλεί την κυριεύει και συντρίβει όλες τις άμυνες, του φόβου και τις αναστολές. Τότε ο Θανάσης της είπε. «Μπορούμε τώρα να πάμε μέσα. Θα σε ζεστάνω εγώ κουμπαρούλα μου. Άλλωστε υποσχέθηκα στο Βρασίδα ότι θα σε προσέχω! Θα αφήσω εγώ τη γλυκιά μου κουμπαρούλα να κρυώνει; Τζάκι με φωτιά θα γίνω για να σε ζεστάνω.» Όταν μπήκαν σπίτι του, μακριά από τα βλέμματα γειτόνων, τη πέταξε απότομα στον τοίχο της εισόδου και τη φίλησε. «Μωρό μου» της λέει, «Θέλω πολύ να σε γαμήσω, καιρό τώρα. Και σήμερα η καύλα μου για σένα έχει αγγίξει ταβάνι!»
«Και εγώ σε θέλω πολύ καιρό τώρα και πάω να τρελαθώ! Μη με τυραννάς άλλο! Να ήξερες πόσο πολύ θέλω να πάρω αυτή τη ψωλάρα σου μέσα μου! Να ανοίξω τα πόδια μου και να με γαμήσει όσο θέλει ο κουμπάρος μου.» του είπε.
«Το έχω καταλάβει Μωρό μου! Θα σε γαμήσω τόσο που δεν θα θέλεις να φύγεις από την αγκαλιά μου. και τη γλύκα του πούτσου μου! Και άσε το μαλάκα το κουμπάρο να παίζει σκάκι όλη μέρα!»
Τη Βίκυ την ξεσήκωναν όλα αυτά που τα άκουγε. Αγκαλιαστήκαν και φιλιόνταν με πάθος για ώρα. Η Βίκυ δεν ξέρει πόση, αλλά θυμάται τα υγρά της να κυλάνε στα μπουτάκια της. Του χάιδευε διαρκώς το καυλί, που κόντευε να τρυπήσει το παντελόνι. Λίγο αργότερα και τα δυο του χέρια έπαιζαν με τα στήθια της. Άρχισε να της ξεκουμπώνει το μπλουζάκι κι έχωσε το χέρι του μέσα στο σουτιέν της.
Της κατέβασε την τιράντα του σουτιέν της και ελευθέρωσε τα βυζιά της από το σουτιέν. Μπορούσε να διακρίνει τις μεγάλες θηλές της εντελώς ερεθισμένες. Το πρόσωπό του χώθηκε στα βυζιά της και τράβηξε μια θηλή στο στόμα του. Η Βίκυ έκλεισε τα μάτια της, τα χείλη της μισάνοιξαν και έβγαλε ένα αδύναμο μουρμουρητό.
Όσο ο Θανάσης την έγλειφε η Βίκυ του κράταγε το πρόσωπό του και το έφερε όλο και πιο κοντά στα βυζιά της. Το δεξί του χέρι μπήκε ανάμεσα στα πόδια της χαϊδεύοντας τους μηρούς της. Ψαχούλευε κάτω από τη φούστα. Η Βίκυ έκανε δήθεν πως του απομάκρυνε το χέρι, μετά όμως δεν αντιστάθηκε και τα πόδια της άρχιζαν να ανοίγουν. Με τις άκρες των δαχτύλων του της χάιδεψε το μουνί της κάτω από την κιλότα. Η φούστα της είχε τραβηχτεί μέχρι τη μέση της. Τότε η Βίκυ τον αγκάλιασε και τον φίλησε παθιασμένα και πάλι και του ζήτησε να πάνε στο κρεβάτι δεν άντεχε άλλο. Ήδη του είχε ξεκουμπώσει το παντελόνι και του τον έπιανε με πάθος. Μόλις μπήκανε μέσα στη κρεβατοκαμαρα την πέταξε στο κρεβάτι και της έβγαλε και τη φούστα. Παραμέρισε το κιλοτάκι της και μόλις είδε το μουνάκι της γεμάτο υγρά τρελάθηκε. Η Βίκυ και μόνο που σκεφτόταν ότι θα τη γαμούσε στο ίδιο κρεβάτι που γαμάει την γυναίκα του, τη νερόβραστη τη Δάφνη καύλωνε ακόμη περισσότερο..
Όπως τράβαγε την κιλότα της από τη μια πλευρά τα δάχτυλά του χάιδευαν το μουνί της και γλιστρούσαν μέσα της. Οι γοφοί της άρχισαν να κινούνται όταν της έβαλε δάχτυλο. Τα μουγκρητά της έγιναν πιο δυνατά. Κάτι της ψιθύρισε αλλά η Βίκυ δεν το άκουσε.
«Θέλω να σε ρουφήξω, μωρό μου», της είπε και αμέσως έχωσε το κεφάλι του στο μουνάκι της. Κάθε ρουφηξιά στην κλειτορίδα της, κάθε του γλείψιμο τη πέθαινε. Τυχερή η καριόλα η Δάφνη, σκέφθηκε, με τέτοιο γλειφομούνι που κάνει ο κουμπάρος. Είχε αφεθεί να απολαμβάνει αυτό που ονειρευόταν με τον κουμπάρο της και σήμερα ο πόθος της ξεπερνά τις προσδοκίες που είχε στις φαντασιώσεις της. Δεν άργησε να χύσει στη γλώσσα του και αυτό τον έκανε να νιώσει βαθιά ευχαρίστηση για την ικανοποίηση που της προσέφερε. Ρούφηξε όλα τα χύσια της, έτσι όπως δεν της τα έχει ρουφήξει ποτέ ο Βρασίδας αλλά και κανείς άλλος από τους προηγούμενους εφήμερους γαμιάδες της.
Άρχισαν πάλι τα φιλιά και οι γλώσσες στριφογύριζαν στο στόμα τους. Η Βίκυ σήκωσε τα μπούτια της όταν o Θανάσης τράβηξε με δύναμη την κιλότα της.
Ήταν η σειρά της. Του ζήτησε να του γλείψει το καυλί του. Πήρε το καυλί που ήταν έτοιμο να εκραγεί κι άρχισε να το χαϊδεύει άλλοτε απαλά και άλλοτε με βία. Τον άκουγε να βογκάει και συνέχιζε στον ίδιο ρυθμό. Του τον έπαιξε πολύ ώρα, μέχρι που τον έβαλε στο στόμα της. Ήθελε να τον φάει ολόκληρο. Ο Κουμπάρος της έπιανε το κεφάλι και δεν την άφηνε να πάρει ανάσα. Απολαμβάνει και αυτός την πραγματικότητα. Βρίσκεται σε έκσταση, και απολαμβάνει το σεξ με την κουμπάρα του, απολαμβάνει αυτό που ονειρευόταν. Μονολογούσε βογκώντας διαρκώς: «Κουμπαρούλα γλυκιά μου έχεις πάρει τα μυαλά. Εσύ κουμάντο κάνεις τώρα πια στης καρδιάς μου τον λεβιέ.» Η Βίκυ ένιωθε ότι κυριαρχούσε στο ερωτικό τους σμίξιμο και της άρεσε. Του έγλειφε μια τα μπαλάκια και μια το κεφαλάκι του σαλιωμένου πούτσου. Ο Θανάσης βογκούσε αναζητώντας την λύτρωση. Της καθοδήγησε το κεφάλι που ανεβοκατέβαινε σπασμωδικά όση ώρα ο πούτσος του μπαινόβγαινε στο στόμα της. Οι φλεβίτσες στο καυλί του είχαν διογκωθεί.
Την ξάπλωσε της σήκωσε τα πόδια και τα πέρασε στους ώμους του. Την κοίταξε πονηρά και της είπε, «Τώρα ετοιμάσου, με έχεις καυλώσει τόσο που θέλω να σε ανταμείψω πλουσιοπάροχα. Σήμερα θα καταλάβεις πως γαμάνε οι άντρες. Όχι σαν τον μαλάκα τον Βρασίδα που σε αφήνει απότιστη! » Αφού της έβαλε τρία δάχτυλα ένα-ένα μέσα της, έβαλε πρώτα το κεφαλάκι του πούτσου του και στη συνέχεια μπήκε όλος σχετικά εύκολα, είχαν κάνει καλή δουλειά προφανώς οι πρώην γαμιάδες της, Άρχισε να μπαίνει και να βγαίνει γρήγορα μέσα της δίνοντας της ηδονή. Το καυλί του τη σφυροκοπούσε αδιάκοπα.
«Σ' αρέσει πουτανάκι μου» τη ρωτούσε ,
«Ναι!» απαντούσε βογκώντας από ηδονή.
Αυτό τον καύλωσε περισσότερο και με μία κίνηση της λεκάνης του μπήκε όλος μέσα της μεχρι την μήτρα της. Η Βίκυ βόγκηξε πιο πολύ και αυτός της είπε, «Ακόμα δεν έχεις δει τίποτα ψωλαρπάχτρα μου..»
«Σκίσε με γαμιά μου! Κουμπάρε μου βάλτον μου βαθιά να με κάνεις ολοκληρωτικά δική μου και μετά χύσε με στο πρόσωπο σαν πουτάνα.»
Πλέον η Βίκυ φώναζε όλο και πιο δυνατά, ήθελε να τη γαμήσει πιο δυνατά και το ζητούσε με φωνές. Ο κουμπάρος κρατιόταν από τις βυζάρες της και την κοιλιά της και τη χτυπούσε μέσα στο υγρό και παχύ μουνί της με τον πούτσο του. Η Βίκυ είχε πιαστεί από το κεφαλάρι του κρεβατιού και του φώναζε να μη σταματήσει. Το μουνάκι της ήταν τόσο υγρό που ο πούτσος του δεν έβρισκε καμιά αντίσταση. Οι φωνές δυνάμωναν και ο κουμπάρος ήταν έτοιμος να χύσει. Το μέσα έξω ήταν τόσο δυνατό που τα αρχίδια του χτυπούσαν την κωλοτρυπίδα της, όση ώρα οι μακριές θαυμάσιες γάμπες της άλλοτε τινάζονταν άγρια στον αέρα, άλλοτε έσφιγγαν τη μέση του. Δεν ξέρουν αν κράτησε δεκάλεπτο ή δέκα ώρες. Το μουνί της σφιγγόταν, οι γοφοί της κινούνταν άγρια, τον ικέτευε να την γαμήσει όλο και πιο βαθιά και πιο άγρια. Ήταν εκτός εαυτού και οι δύο τους και οι φωνές της ακούγονταν σίγουρα σε όλο σπίτι, αλλά δε τους ένοιαζε εκείνες τις στιγμές. Ο κουμπάρος είχε βάλει τώρα τα χέρια της πίσω από κεφάλι της και τα κρατούσε με τα δικά του και καθώς έμπαινε μέσα της με όλη του τη δύναμη τη κοιτούσε μέσα στα μάτια. Είχανε χαθεί σε έναν άλλο κόσμο εκείνη τη στιγμή. Άντεξε μερικά λεπτά σφυροκόπημα και ήταν έτοιμος να αδειάσει τον πούτσο του στο μουνάκι της φωνάζοντας δυνατά ότι χύνει. «Σ αρέσει βλέπω όπως σε γαμάει ο κουμπάρος καύλα μου!» Και βγήκε απότομα από μέσα της και έχυσε στο στήθος και στο πρόσωπο της.
Ήταν και οι δυο λαχανιασμένοι και όσο ήταν από πάνω της του χάιδευε συνεχώς το πρόσωπο με αγάπη. Το γαμήσι με τον κουμπάρο, της φαινόταν απίστευτο!
Πολύ σύντομα την γύρισε από την άλλη μεριά στα τέσσερα και πάλι μπήκε μέσα της. Έτσι άρχισε να τη γαμάει πισωκολλητά και ταυτόχρονα της έδινε κωλοσκάμπιλα και την έβριζε.
«Παρ τον όλο καριόλα μου! Τι μουνάρα είσαι εσύ κουμπαρούλα μου!»
«Χώστον μου όλο μέσα μεχρι τα αρχίδια» του έλεγε και αυτός όλο και επιτάχυνε την κίνηση του καυλιού του. Η Βίκυ σκέφτηκε ότι επειδή ο κουμπάρος είχε χύσει πρόσφατα, θα κρατούσε ώρα το γαμήσι του, και τελικά είχε δίκιο. Συνέχισε να της ξεσκίζει το μουνάκι της, πολύ δυνατά, άγρια, σφαλιάρες στον κώλο, της τραβούσε τα μαλλιά πίσω, πραγματικά την ξέσκιζε και δεν του ερχόταν εύκολα να χύσει. Τότε άρχισε να παίζει με το κωλαράκι της, όπου δεν την είδε να αντιδρά, ίσως να το γούσταρε.
«Τι έχεις στο μυαλό σου πονηρούλι;» του λέει..
«Θα δεις!» της λέει.
Τι έχεις στο μυαλό σου πονηρούλι;» του λέει..
«Θα δεις!» της λέει.
Δε μίλησε καθόλου, δεν ήθελε να της πει ψέμματα, θα της τον ξέσκιζε σαν να είναι το μουνάκι της. Παίρνοντας υγρά και σάλια από το μουνάκι της τα άπλωσε στη πίσω τρυπούλα της και έσπρωξε μάσα της ένα δάχτυλο, σιγά σιγά. Προχώρησε το δάχτυλο μέσα της και άρχισε να το γυρίζει με αργό τρόπο. Σε λίγο άρχισε να της σπρώχνει και ένα δεύτερο, που με λίγη προσπάθεια γλίστρησε μέσα της. Βοήθησαν και τα ζουμιά της πού ξεχείλιζαν από το μουνάκι της, το οποίο είχε γίνει σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα. Όταν κατάλαβε ότι ήταν έτοιμη, γλίστρησε πίσω της και την ξάπλωσε στο πλάι. Σήκωσε το ένα της πόδι για να κάνει χώρο, ακούμπησε και κεντράρισε την πούτσα του στη τρύπα της κλειδώνοντας με μια λαβή το κορμί της για να μην φύγει.
«Σιγά-σιγά» του κάνει, «απαλά.»
Η Βίκυ δεν έφερε καμιά αντίδραση, ήταν παραδομένη πια στην καύλα. Έσπρωξε λίγο και το κεφαλάκι μπήκε μέσα της. Ηταν πολύ στενή, καμιά σχέση με το μουνί της που έπιανε πάτο. Με δυσκολία έμπαινε χιλιοστό χιλιοστό μέσα της.
«Αχ, δεν αντέχω, πονάω!»
«Θα το συνηθίσεις καύλα μου, θα κάνω αργές κινήσεις,! Ο μαλάκας ο κουμπάρος δεν σε γαμάει από πίσω;»
«Όχι! Έχω κάτι χρόνια να με γαμήσουν από πίσω!»
«Τώρα νιώθεις καλύτερα;»
«Ναι ναι, αργά. Αχ τί κάνω για σένα μωρό μου.»
Την ίδια ώρα με το χέρι του της χάιδευε πότε την κλειτορίδα της και πότε τις θηλές της ενώ ψιθύριζε βρομόλογα στο αυτί της.
«Θα σε πάρω σαν πουτάνα. Θα σε σκίσω και Θα σ' αρέσει. Θα φας τόσο πήδημα που δεν έχεις φάει δέκα χρόνια γάμου από τον κουμπάρο. Θα σε χύσω από παντού.»
Πρέπει η Βίκυ να έσκουζε από τον πόνο και την καύλα, γιατί ο Θανάσης της έκλεινε το στόμα με το κιλοτάκι της. Τη γαμούσε ασταμάτητα, ενώ η Βίκυ τον προκαλούσε λέγοντάς του: «ξέσκισέ με κουμπάρε, γάμησε μου τον κώλο». Μέσα της πλέον ένοιωθε ότι ο κώλος της θα του λιώσει τον πούτσο και ότι οι φωνές θα τους βάλουν σε μπελάδες. Άλλαξε λίγο, ένοιωθα την καύλα που είχε αυτή η γυναίκα. Γαμιόταν πάνω στον πούτσο του και φώναζε ότι έχει ανοίξει όλη και ότι δεν θα μπορεί να κάτσει αύριο. Ο Θανάσης της έλεγε ότι από εδώ και πέρα αυτός και μόνο αυτός όποτε θέλει θα της ξεσκίζει τον κώλο. Το δεξί του χέρι έτριβε με μανία την κλειτορίδα της. Μπαινόβγαινε στον κώλο της και της φώναζε: «Είσαι έτοιμη, καύλα μου, να σε χύσω;». Με μιας άρχισε να τρέμει και της γέμισε τον κώλο με χύσια και σχεδόν αμέσως έχυσε και η Βίκυ για πολλοστή φορά. Ένιωθε θεϊκά. Είχε γαμηθεί από τον κώλο, τα χύσια του έτρεχαν από παντού, πονούσε και συνάμα είχε χύσει πολλές φορές.
Έπεσε πάνω της, και ενώ της έγλειφε το αυτί, την απείλησε πως δεν είχαν τελειώσει για σήμερα. Ήθελε να της γαμήσει πάλι τον κώλο της. Τώρα που το συνήθισε το ήθελε και αυτή πολύ!
Τον έστειλε τον κουμπάρο στο μπάνιο να πλυθεί και μετά τον έγλειψε καλά. Σε λίγο ο πούτσος του ήταν και πάλι έτοιμος για δράση. Μόνο στη σκέψη ότι το καυλί που έγλειφε θα της ξαναγαμούσε την κωλάρα της, την είχε κάνει έξαλλη από καύλα. Θυμόταν τα ζόρια με το προηγούμενο ξέσκισμα, αλλά τον ήθελε ξανά μέσα της σαν δαιμονισμένη. Αυτή τη φορά θα τον γαμούσε αυτή όμως. Τον πέταξε ανάσκελα στο κρεβάτι, ανέβηκε από πάνω του και έκατσε πάνω στο καυλί του. Μόλις μπήκε το κεφαλάκι στην τρυπούλα της, ένιωσε έναν ευχάριστο πόνο. Αλλά δεν ήταν διατεθειμένη να σταματήσει. Χαλάρωσε για λίγο και έκατσε όσο πιο βαθιά γινόταν. Είχε το καυλί του στον κώλο της και ένιωθε ευτυχισμένη. Άρχισε να κουνιέται πάνω κάτω αργά στην αρχή, και όταν οπισθοχώρησε τελείως ο πόνος όλο και πιο γρήγορα. Όλη αυτή την ώρα ο Θανάσης της έλεγε διάφορα προστυχόλογα για τον κώλο της, που δεν χορταίνει καυλί και άλλα τέτοια που ήταν έτοιμη να χύσει. Της γαμούσε βαθιά για τα καλά τον κώλο της κι αυτό ήταν όλα τα λεφτά. Δεν άργησε να μουγκρίζει και άνοιξε βρύσες τα χύσια του. Τον κράτησε όση ώρα περισσότερο μπορούσε μέσα της και μετά σηκώθηκαν. Η Βίκυ τον είχε πάρει από παντού και τώρα ήξερε πως με τον κουμπάρο είχαν πολλά ακόμη να ζήσουν μαζί. Ήταν γεμάτη απ’ αυτόν, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
«Πόνεσες κουμπαρούλα μου»
«Όχι ιδιαίτερα! Ήταν ένας γλυκός πόνος όμως. Θέλω να είσαι ο εραστής μου και να με πηδάς από παντού γαμιά μου όταν έχουμε ευκαιρία, οκ;»
«Εννοείται κουμπαρούλα μου! Είσαι όλα τα λεφτά, μου `χεις πάρει τα μυαλά αεροπλάνο μ’ έχεις κάνει και μόνο μια φορά δε μου φτάνει. Είσαι η πιο τρελή μου καύλα, δε μπορώ να σε χορταίνω.» Ξαπλώσανε και οι δύο στο κρεβάτι και ο κουμπάρος της έκανε κομπλιμέντα για το πόσο καλή είναι στο κρεβάτι και πόσο καλά πηδιέται. Εκείνη ήταν τόσο χαρούμενη και τόσο ευχαριστημένη που μπορούσες να το δεις στο πρόσωπο της, παρόλο που του εκμυστηρεύτηκε ότι από το άγχος της για τις φωνές και για να μη την ακούσουν δυσκολεύτηκε στην αρχή να τελειώσει μα στη συνέχεια ποτάμι έχυνε τα υγρά από το μουνί της. Αφού κάτσανε για λίγο ακόμα στο κρεβάτι αποφασίσανε ότι για σήμερα πρέπει να τελειώσουν γιατί είχε περάσει η ώρα και έπρεπε να γυρίσει σπίτι κάποια στιγμή..
Δεν χρειάστηκε να αποφασίσουν για το μέλλον. Ήξεραν πως ο χρόνος θα έδειχνε αν μπορούσε να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Και για λίγο συνεχίστηκε σε πολύ υψηλούς ρυθμούς.