ADS

click to open

Social Icons

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διαδίκτυο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διαδίκτυο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

The happy night of the Tibetans,

μαγικό τραγούδι και ρυθμός .... χαμογελαστά πρόσωπα. Φιλικά πρόσωπα! Αγαπητά πανέμορφα κορίτσια! Η ανοιχτή ψυχή των χορευτών είναι πλήρης αρμονία. Και αυτή η αρμονία μεταδίδεται σε όλους εμάς που παρακολουθούμε αυτό το βίντεο.
Ευχαριστώ όλους για το βίντεο.

Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2024

Animation of the Immortal Game (1851)

The Original Immortal Chess Game | Anderssen vs Kieseritzky 1851
Anderssen vs Kieseritzky 1851

..................
Και ... Ένας εντυπωσιακός σκακιστής: Rashid Gibiatovich Nezhmetdinov
Nezhmetdinov:...Nezhmetdinov VS Chernikov 
Nezhmetdinov VS Chernikov. Εντυπωσιακή θυσία βασίλισσας που έχει μείνει στην ιστορία του σκακιού. Μία παρτίδα διαμάντι από τον δυνατό και επιθετικό σκακιστή Nezhmetdinov. Πρώτα μαθαίνουμε λίγα πράγματα για το ποιος ήταν ο Nezhmetdinov και μετά βλέπουμε την παρτίδα με την εντυπωσιακή θυσία βασίλισσας!

Rashid Nezhmetdinov shows why they call him "No Reverse Gear Rashid"
Lev Polugaevsky vs Rashid Gibiatovich Nezhmetdinov 
"Nezhmet Kismet" Sochi 28th RSFSR ch (1958)
 Old Indian Defense: Ukrainian Variation
 (A54) 1. d4 Nf6 2. c4 d6 3. Nc3 e5 4. e4 ed4 5. Qd4 Nc6 6. Qd2 g6 7. b3 Bg7 8. Bb2 O-O 9. Bd3 Ng4 10. Nge2 Qh4 11. Ng3 Nge5 12. O-O f5 13. f3 Bh6 14. Qd1 f4 15. Nge2 g5 16. Nd5 g4 17. g3 fg3 18. hg3 Qh3 19. f4 Be6 20. Bc2 Rf7 21. Kf2 Qh2 22. Ke3 Bd5 23. cd5 Nb4 24. Rh1 Rf4 25. Rh2 Rf3 26. Kd4 Bg7 27. a4 c5 28. dc6 bc6 29. Bd3 Ned3 30. Kc4 d5 31. ed5 cd5 32. Kb5 Rb8 33. Ka5 Nc6 

.... I beat Nezhmetdinov a dozen times, but I would trade all my wins against him to win a game like this one..... Lev Polugaevsky.

Κυριακή 31 Μαΐου 2020

Richia Lakonias • Environment • Beaches

Ρηχιά Λακωνίας
Περιβάλλον
Παραλίες

Η Ρηχιά δεν είναι μόνο βουνά. Διαθέτει και παραλίες. Οι εξαιρετικού κάλους ακρογιαλιές, που εκτείνονται από τα Καρίκια μέχρι την μονή της Ευαγγελιστρίας,  περιλαμβάνουν και δύο πανέμορφες αμμουδιές. Την πασίγνωστη πλέον Βληχάδα η οποία συνδέεται με ασφαλτόδρομο και τα τελευταία χρόνια δέχεται μεγάλο αριθμό επισκεπτών. Η λιγότερη γνωστή αλλά κατά την άποψη μας ακόμα ομορφότερη είναι η αμμουδιά στο Παλουγγέρι στην έκβαση του ομώνυμου  φαραγγιού. Η παραλία όμως αυτή έχει ένα μειονέκτημα ή για πολλούς,  συμπεριλαμβανομένων και ημών, πλεονέκτημα.  Η πρόσβαση είναι δύσκολη. Τα τελευταία δύο χιλιόμετρα είναι χωματόδρομος και για τα 300 τελευταία μέτρα απαιτούνται ικανότητες ορειβάτη.  Η πρόσβαση μέσω του φαραγγιού είναι αδύνατη γιατί το φαράγγι δυστυχώς εξακολουθεί να είναι άβατο, στερώντας από τον πολύ κόσμο την άγρια ομορφιά του’
Οι παραλίες ευτυχώς δεν έχουν επηρεαστεί σημαντικά από τις σαρωτικές αλλαγές. Δεν θα τις περιγράψουμε, θα δείξουμε όμως    πολλές φωτογραφίες από τις πάμπολλες που υπάρχουν στο αρχείο μας. Και ας μην ξεχνάμε ότι μπορούμε ακόμα να φωτογραφίζουμε, και όπως είπαμε οι παραλίες δεν έχουν αλλάξει.
Θα σταθούμε όμως στο Παλουγγέρι γιατί υπάρχει μια εξέλιξη, ένα κτίσμα διαφορετικό από τα άλλα. Το Χάβοζι είναι μια περιοχή μεταξύ Ντάμου και αμμουδιάς. Είναι ένας βράχος που βρέχεται από το κύμα. Στην κορυφή του βράχου έχει χτιστεί τα τελευταία χρόνια ένα μπαλκόνι. Μια βεράντα. Το  έχτισε και συνεχίζει να το χτίζει ο Παναγιώτης Κουλούρης γιός του μπάρμπα Τάση του Κουλούρη. Ο Παναγιώτης λοιπόν, συνταξιούχος μουσικός, το έχτισε μόνος του πέτρα-πέτρα με τα χέρια του. Το έφτιαξε με την Ψυχή του, για την Ψυχή του. « Η Εμή Ψυχή Ετεκεν Τόδε», Είναι χαραγμένο στη σκληρή γρανιτένια πλάκα, στην είσοδο του κτίσματος. Εκεί λοιπόν στην κορυφή του βράχου, σαν άφτερο χελιδόνι έχτισε πετραδάκι- πετραδάκι την Ψυχοφωλιά του. Το ονομάσαμε ψυχοφωλιά γιατί πως αλλιώς να το ονομάσουμε? Ερημητήριο? τόπος περισυλλογής? Placeformeditation? Ουτοπία? Όλα μαζί? Χωρίς καμία εκπαίδευση στην οικοδομή, με μόνο τη σοφία, γνώση  και τις κατασκευαστικές οδηγίες που εμφύσησαν στην Ψυχή του η Αθηνά και  ο Ήφαιστος αντίστοιχα. Από την στιγμή που το άρμα του Φαέθωντα σκάει μύτη στον ορίζοντα σκορπίζοντας τα ροδοπέταλα του  μέχρι τη στιγμή που ο Απόλλων παραχωρεί την θέση του στην Εκάτη, η ανθρώπινη Ψυχή αγκαλιάζεται και αγκαλιάζει την Μητέρα Φύση. Εκεί λοιπόν στη γειτονιά των Θεών, αντιμετωπίζει την ανεμιζόμενη Τρίαινα του άγριου Ποσειδώνα, παρατηρεί τους κεραυνούς του Δία, και μετά απολαμβάνει τον ερχομό της Ίριδος και του πλουμιστού τόξου της. Και όταν έρχεται το πέρασμα της ημέρας  η Εκάτη αναδύεται με την σειρά της από το Μυρτώο να σκορπίσει με τον μαγικό τρόπο που μόνο αυτή ξέρει, τα βιολέτινα πέταλα της στη γειτονιά των Θεών. Αλλά και ο Παναγιώτης, με την σειρά του συνεισφέρει στις ευλογίες της Μητέρας Φύσης, παίζοντας στο μπουζούκι του μεταξύ άλλων και ταξίμια της δικής του σύνθεσης
Δεν υπάρχει σκεπή στη Ψυχοφωλιά. Η σκεπή βλέπετε προφυλάσσει από την Φύση, αλλά συγχρόνως περιορίζει, απομακρύνει, και φυλακίζει κατά κάποιον τρόπο, ενώ το ζητούμενο είναι ακριβώς το αντίθετο. Η ένωση με την Φύση.
Το ερημητήριο δεν είναι ακριβώς ερημητήριο με την αυστηρή έννοια της λέξεως. Ο Παναγιώτης, κατά καιρούς προσκαλεί λιγοστούς φίλους να συμμεριστούν μερικές σπάνιες εμπειρίες. Είχαμε την τύχη να βρεθούμε στο Shangri-La ( Σανγκρί-Λα) αυτό μια Αυγουστιάτικη νύχτα με Πανσέληνο. Λίγο ουζάκι. Μια ντοματούλα, δυό ελίτσες και αρκετές πενιές μπουζουκιού. Προσπαθήσαμε να φωτογραφήσουμε το σκηνικό αλλά δυστυχώς είναι μερικά πράγματα που η κάμερα δεν μπορεί να συλλάβει. Θα παρουσιάσουμε πάντως αυτά που καταφέραμε. Ελπίζουμε ότι Ο Παναγιώτης θα βρει, εδώστου Γλαυκού το γειτόνεμα , το Νιρβάνα που επιζητεί η Ψυχή του. Εμείς του το ευχόμαστε από τα βάθη της δικής μας Ψυχής.

Περισσότερα για Βλυχάδα βλέπε: Καλοκαίρι του χίλια εννιακόσια εξήντα έξι.!.

Σημείωση δική μου....
Σήμα κατατεθέν: Η τρύπια πέτρα, ένα πέτρινο κάδρο στα χίλια μέτρα ύψος με θέα το Μυρτώο πέλαγος. 
Οι δυο της παραλίες: Η Βλυχάδα και το Μπαλογκαίρι.
Καλοκαίρια: 1964 έως 1966...  ... Βλυχάδα.... Παραλία εκπληκτική με ψιλό βοτσαλάκι & νερά γαλαζοπράσινα!
Παίρναμε πατάτες, κρεμμύδια, πιπεριές, ψωμί, ελιές, τουλουμίσιο τυρί, λάδι, μπόλικα λεμόνια μια μεγάλη κατσαρόλα... και ένα φλασκί κρασί....
Με ορμητήριο τον βράχο αυτόν της φώτο... είχαμε τον τρόπο να προμηθευτούμε ψάρια.. φρέσκα ψάρια.... και παρασκευάζαμε μια σούπα με ψάρια και θαλασσινά τύφλα να είχε η αυθεντική γαλλική μπουγιαμπέσα.
Μάγειρας ο θείος Πέτρος Κωστάκης.... Εγώ και η θεία Κατερίνα βοηθοί μαγείρου..... υπό το άγρυπνο μάτι της γιαγιάς .. Η Κυρά! Μαρία Φριντζήλα.
..........Είναι οι αναμνήσεις μας, η ταυτότητά μας, η ιστορία μας, ο σημερινός μας εαυτός. 
Είναι οι στιγμές εκείνες που «ζωντανεύουν» κυρίως τα καλοκαίρια, την πιο νοσταλγική εποχή του χρόνου, τότε που οι μέρες μοιάζουν ξέγνοιαστες και όλα ιδανικά...

Κυριακή 26 Απριλίου 2020

«Sintet ti kemi»

Ένας ζωντανός θρύλος είναι τα Καρίκια.
Kάθε Ρηχειώτης που σέβεται τον εαυτό του έχει να σου διηγηθεί μια ιστορία απ’ τα Καρίκια.
Ειδικά ένας Φριντζίλας  το γένος από..... μητέρα....

O προ-παπους μου....Γιωργάκης Φριντζίλας...

Από την Αγορά του Περικλή μέχρι τα Μαγαζιά της Ρηχιάς η απόσταση είναι ασήμαντη. Μαγαζιά είναι η περιοχή γύρω από τον κυκλικό δρόμο και επί του οποίου υπήρχαν τα καταστήματα. Εμπορομπακαλοταβέρνες και καφενεία. Τα μαγαζιά της Ρηχιάς λειτουργούσαν όπως και η Αγορά του Περικλή. Εδώ συγκεντρώνονταν, οι Ρηχιώτες, όταν το επέτρεπαν οι αγροτικές τους ασχολίες να πιούν ένα κρασάκι, έναν καφέ ένα φασκόμηλο η απλώς να καθίσουν σε κάποια από τις λιγοστές καρέκλες αλλά κυρίως στα χτίρια και να συμμετάσχουν ενεργητικά η παθητικά στα δρώμενα. Τα καφενεία στις αρχές του περασμένου αιώνα σέρβιραν τα παραδοσιακά Ρηχιώτικα αφεψήματα. Φασκόμηλο, χαμομήλι, τσάι του βουνού έτσι για να συνοδεύουν τον ναργιλέ. Ο καφετζής Κολισταύρος  (Νίκος Σταυρόπουλος ) στην προσπάθεια του να εκσυγχρονίσει τον καφενέ του λανσάρισε ένα καινούργιο προϊόν που το λέγανε καφέ. Όπως ήταν φυσικό το γεγονός συζητήθηκε ευρέως ανά την Ρηχιώτικη και όχι μόνο επικράτεια. Από το Τζίρο, τα Νήπια, τα Κλείσματα, τα Πακόγια και τα Καρίκια. Αλλά και στον υπόλοιπο Ζάρακα. Όπως ηταν φυσικό, δημιουργήθηκε μια περιέργεια για το καινούργιο τούτο πράμα.  Χαρακτηριστική ιστορία είναι και η εξής. Στα Καρίκια ο μπάρμπα Γιωργάκης Φριντζίλας και ο συμπέθερος του μπάρμπα Παυλές Φριντζιλας συζητούσαν για αυτό το καινούργιο πράμα που έφερε ο Κόλιας. Η συζήτηση πήγε κάπως έτσι.
 «Ρε Γιώργη τι είναι τι είναι τούτο το καινούργιο πράμα που μας έφερε εκείνος  ο Κόλιας και το πίνουνε όλοι?»
«Δεν ξέρω αλλά λέω όταν θα πάμε κάτου να το δοκιμάσουμε.»
Γυρίζοντας από τα Καρίκια και πριν πάνε στα Μπελεσέικα, σταματήσανε στου Κόλια και παραγγείλανε το καινούργιο πράμα. Όταν ο μπάρμπα Κόλιας τους έφερε τους καφέδες παραξενευτήκαν γιατί  αντί για ποτήρι που ήταν συνηθισμένοι, τους   έφερε κάτι φλιτζανάκια.  Παίρνουν λοιπόν τα φλιτζάνια τα τσουγκρίζουν όπως τσουγκρίζουν τα ποτήρια.
«Σιντέτ»
«Σιντέτ τι κέμι»  Οι άνθρωποι, βλέπετε,  ήταν αρβανιτόφωνοι  και μιλούσαν αρβανίτικα.
Και κατεβάζουν το πράμα μονορούφι. Και φυσικά κάηκαν.
«Ρε Κόλια τι ήτανα τούτο. Μας ζεμάτισες».
Δεν είναι γνωστό εάν στη συνέχεια τα συμπεθεράκια έγιναν οπαδοί του καινούργιου πράγματος. Ο καφές πάντως είχε καθιερωθεί.
Εδώ συζητείτο το Βαλκανικό, Μεσανατολικό, Ρωσοτουρκικό το Αλβανικό. Εδώ ανέβαιναν υπουργοί, κατέβαιναν Πρωθυπουργοί και χόρευαν στο ταψί οι τοπικοί βουλευτές και τοπικοί άρχοντες. Οι Ρηχιώτες των μαγαζιών, όπως όλοι οι αραχτέλληνες των καφενέδων είχαν τις πολιτικές τους πεποιθήσεις και προτιμήσεις χωρίς, σχεδόν πάντα, να ξέρουν γιατί . Ήταν πάντα χωρισμένοι σε δύο κόμματα. Δεν έχει σημασία το όνομα του κόμματος, ήταν όμως πάντα δύο. Υπήρχαν οι φανατικοί υποστηρικτές και επικριτές των παρατάξεων. Όχι κομμάτων, Ατόμων. Στις αρχές του περασμένου αιώνα εντελώς πληροφοριακά και χωρίς καμιάς άλλης σημασίας, δύο οικογένειες κυριαρχούσαν στο Ζάρακα. Οι Γραμματικαίοι και οι Παπαμιχαλόπουλοι. Είναι βέβαιο ότι η μεγάλη πλειοψηφία δεν ήξεραν γιατί υποστήριζαν φανατικά τον έναν ή τον άλλον εκτός του ότι ήταν εξαρτώμενοι από τον τοπικό κομματάρχη. Τον πολιτικό είναιαμφίβολοαν τον είχαν δει ποτέ η τον είχαν ακούσει πολύ δε περισσότερο να ήξεραν τις απόψεις του εάν είχε. Αλλά αυτό δεν τους εμπόδιζε στις Μαγαζιεύσεις τους να υμνούν, παιανίζουν, και να λιβανίζουν τον δικό τους, ενώ κατακεραύνωναν και έστελναν στα τάρταρα τον ¨Οχτρό¨. Μερικοί έπαιρναν τα πράγματα στα σοβαρά ενώ άλλοι το έριχναν και στην πλάκα. Η πλάκα, το καλαμπούρι και η καζούρα ήταν οι βασικοί άξονες διασκέδασης της Καφενοπαρέας.   Ένας, από τους "σοβαρούς", φανατικός οπαδός ρήτορας ήταν και ο Μπάρμπα Γιάννης (θα τον πούμε μπάρμπα Γιάννη γιατί το πραγματικό του όνομα μου διαφεύγει. Η ιστορία πάντως είναι αληθινή ή για αληθινή πάντως μου την διηγήθηκαν), που υποστήριζε τον ….....(ούτε και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία) , τον οποίο, φυσικά, ο Μπάρμπα Γιάννης είναι ζήτημα αν τον είχε συναντήσει έστω και μία φορά. Σε κάποια από τις μαγαζοσυγκεντρώσεις αποφασίστηκε να κάνουν μια πλακίτσα στο Μπάρμπα Γιάννη. Του λένε ¨μπάρμπα Γιάννη θα σου δώσουμε είκοσι δραχμές αλλά δεν θα μιλήσεις καθόλου πολιτικά όλη την ημέρα . Θα μείνεις εδώ δεν θα φύγεις αλλά δεν θα μιλάς. Εντάξει? ¨ ¨Ρε δώστε μου εμένα ένα εικοσάρικο και δεν θα βγάνω τσιμουδιά¨ Παίρνει λοιπόν το εικοσάρικο και αμέσως μετά άρχισε η ομαδική και οργανωμένη επίθεση στον αγαπητό του Μπάρμπα Γιάννη ο οποίος άρχισε να κάθετε σε αναμμένα κάρβουνα περικυκλωμένος από φλόγες, φίδια και ότι άλλο. Το μαρτύριο όμως δεν κράτησε πολύ, γιατί ο Μπάρμπα Γιάννης Σηκώθηκε βγάζει από την τσέπη το εικοσάρικο και τους το πετάει στα πόδια.¨ πάρτε το ρε γιατί εγώ θα μιλήσω ¨ .. και μίλησε… και μίλησε … και μίλησε. Αυτή ήταν μια από τις μορφές ψυχαγωγίας στα Μαγαζιά.



Μπάρμπα... Θεόδωρος Φριντζήλας ή Στραβοθοδωράκης, ο πασίγνωστος τυφλός ποιητής από τη Ρηχιά............................ 
Ένας Λεβεντάνθρωπος.... Μποέμ ..............
Ξάδελφος του παππού.........................
Θείος της μητέρας μου.......

Ω! Βλάχα Μούσα της Ρηχιάς
Κόρη του Θοδωράκη
Κατέβα και βοήθα με
Να πω ένα τραγουδάκι
…………………………
Έτσι άρχιζε ένα ποιηματάκι κάποιος φιλόδοξος σατιρικός ποιητής στα μαθητικά του χρόνια, και ο οποίος εγκατέλειψε, για ευνόητους λόγους, την ποίηση πολύ σύντομα. Ο ποιητής(;) αναφέρεται στο Μπάρμπα Θοδωράκη τον Φριντζίλα. Ο μπάρμπα Θοδωράκης ήταν ένας γέρος (γέρο τον θυμάμαι εγώ) αγράμματος, ΤΥΦΛΟΣ, εξ ου και Στραβοθοδωράκης, με άσπρα γένια που είχε το χάρισμα να φτιάχνει στίχους με μεγάλη ευκολία. Πολλοί από αυτούς τους στίχους γινόταν και τραγούδια. Δεν πιστεύω ότι οι στίχοι του να έχουν διασωθεί. Έχω ακούσει ότι κάποιος Ρηχιώτης μετανάστης, κάποτε είχε μαγνητοφωνήσει τα τραγούδια ποιήματα. Εάν πράγματι είναι έτσι θα πρέπει αυτοί που τα έχουν στην κατοχή τους, να τα δώσουν στη δημοσιότητα. Είναι κρίμα να χαθούν. Ελάχιστα από τα ποιήματα του έχει δημοσιεύσει Ο Ιατρός Παναγιώτης Γεωργακόπουλος, ο οποίος δειχνει μεγάλο σεβασμό και θαυμασμό στον τροβαδούρο αυτόν. Ήταν καλός Ποιητής, ή απλώς στιχοπλόκος; Πρέπει να αξιολογηθούν τα ποιήματα του. Ο μπάρμπα Θοδωράκης είναι ένας θρύλος. Να τον σεβόμαστε.
Δεν είμαι βέβαιος ότι ψυχαγωγούσε τους ενήλικες. Είχε όμως μεγάλη απήχηση στον παιδόκοσμο. Όταν το παιδομάνι έβλεπε τον Μπάρμπα Θοδωράκη έτρεχε πίσω του.
«Μπάρμπα Θοδωράκη πες μου ένα ποίημα»
«Πως σε λένε;»
«Μπότη»
«Ο Μπότης το καλό παιδί και τ’άξιο παλληκάρι…..κλπ»
«Πες μου και μένα ένα.»
«Πως σε λένε?»
«Γιάννη»
«Ο Γιάννης το καλό παιδί κλπ. κλπ.»
Ο μπάρμπα Θοδωράκης είχε πάντα ένα τετράστιχο για όλους. Το έφτιαχνε εκείνη τη στιγμή, ή τα είχε σε μια τράπεζα δεδομένων και τραβούσε ένα κατά την ζήτηση; Πως σε λένε Γιώργο. Πάρε Γιώργο. Εσένα; Νίκο. Πάρε Νίκο. Εσένα; Χρήστο. Πάρε Χρήστο.
Περάστε κόσμε, πάρε παιδόκοσμε.
Ανήκε ο μπάρμπα Θοδωράκης στους Entertainers της Παλιάς Ρηχιάς; Στους ενήλικες προφανώς όχι. Ο παιδόκοσμος όμως;
Ο μπάρμπα Θοδωράκης είναι ένας θρύλος, και όπως όλους τους θρύλους να τον τιμούμε και να τον σεβόμαστε..

Copy Paste...
Πηγη: http://www.richea-laconias.gr/index.php/el/home-el-gr
ΡΗΧΙΑ
Η Καθημερινότητα σε ένα Μικρό Ορεινό Χωριό.
Μια εξαφανιζόμενη Κουλτούρα
Του Θοδωρή Κόκκορη
.........................................
Ο Θεοδωράκης Φριτζήλας γεννήθηκε το 1880 στο Μπρακάκι, στην περιοχή Καρίκια του χωριού Ρηχιάς.
Πέθανε στις 22 του Ιούλη το 1961, 82 χρόνων.
................................................
Γιώργη, τι να τα κάνεις τα λεφτά - με τους πολλούς τους τόκους
άμα δεν έχεις άνθρωπο καλό - με τους καλούς τους τρόπους.
Γιώργη, να μην κοιτάξεις χρήματα - παρά καλή γυναίκα
γιατί ποτέ τα χρήματα - δεν βγαίνουν στο σεργιάνι.
Πάρε γυναίκα όμορφη - να βγαίνεις στο σεργιάνι
να σκάζουν οι ρουφιάνοι.
.................................
Αυτό το αχ να μούφευγε - απ’της καρδιάς τα φύλλα
όλο τον κόσμο θάκαιγα - δίχως φωτιά και ξύλα.
Καημένη Κουλοχέρα μου - πόχεις την τρύπια πέτρα
τρούπια είν’κι η καρδούλα μου - σαν τη δική σου πέτρα.
..........................................
Α, ρε φίλε δεν ξέρω - αν κοιμάσαι ή ονειριάζεσαι
κείνος πούχει καλό μυαλό - και άλλο δεφτέρι βγάζει.
.................
Ναι,φίλε μου ετούτο το μυαλό - βγαζει βελόνες άφθονες
χιλιάδες εκατομμύρια - να ράψεις τα κασμίρια σου
κι όλα σου τα στολίδια.
................
Κλαίω με μαύρα δάκρυα - της γης το χώμα βρέχω
και δεν εβρέθηκε άνθρωπος - να με ρωτήσει τι έχω.
Όταν πεθάνω μη με κλαις - γιατί ΄μαι πεθαμένος,
κλάψε με τώρα πούμαι ζωντανός - κι είμαι τυφλός και καταφρονημένος.
..........................
Δεν το πιστεύω στο ντουνιά - κανένας να με φτάσει
στα τραγουδάκια τα πολλά - και ούτε να με περάσει.
Τα ποιήματα .....
Από το βιβλίο ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Θ. ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
θοδωράκης φριτζήλας - Ο ΤΥΦΛΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
................
Σημείωση I: Τα ανίψια του (Η μητέρα μου.... και οι Θείες μου)... Μου δηλώσαν ότι δεν ήταν τυφλός... απλώς από νεαρή ηλικία είχε αρχίσει απλώς να έχει πολύ μειωμένη όραση.... 
Προς επιβεβαίωση...
Ανέβαινε το 1956 σε ηλικία 77 χρονών στις «Βόγιες» ο Στραβοθοδωράκης.
Βλέποντας τον πρόεδρο του Χάρακα ,το Δαμιανό να επιβλέπει το έργο διάνοιξης του λέει :
                              Γεια σου Δαμιανέ -  με τη βόγια την καινούρια
                            που θα σε συγχωράνε -  άνθρωποι και γαιδούρια.

......1955 -1956 πεντάχρονος σαν μέσα από μια συννεφιά μνήμης ενθυμούμαι το μπάρμπα Θοδωράκη που έμενε σε ένα κατώι, όπου τα έβγαζε πέρα με ελάχιστα. Σηκωνόταν κατά τις δώδεκα, και το μεσημεράκι, να τον παίρνω από το χέρι και να τον οδηγώ σεργιάνι μέχρι την ντάπια του οικισμού Μπελεσέικα, με τον ενθουσιασμό ενός προσκυνητή που βαδίζει σε ιερά χώματα. Όταν είχε ήλιο, καθόταν στο βράχο και μασουλούσε το ψωμί του καπνίζοντας και ένα τσιγάρο. Όταν έβρεχε ή έκανε κρύο, έμενε στο κατώι βούλιαζε σ’ ένα φθαρμένο καναπέ και άκουγε στη διαπασών μουσική.
 Όταν νύχτωνε στο κατώι ακολουθούσε βαθιά σιωπή. Το μυαλό του ήταν καθαρό σαν τον χειμωνιάτικο νυχτερινό ουρανό, με το φεγγάρι και τον πολικό αστέρα στη θέση τους να τρεμοσβήνουν ζωηρά. Είχε τόσα πράγματα να σκεφτεί, τόσες ιστορίες να πει. Αυτό που του έλειπε ήταν η σωστή διέξοδος, απ’ όπου θα ξεχύνονταν οι σκέψεις και οι ιδέες, σαν λάβα που μετά θα έπηζε σε μια σταθερή ροή πρωτότυπων έργων, που όμοιά τους ο κόσμος δεν είχε δει ποτέ.  Οραματιζόταν πως τα μάτια των ανθρώπων θα άνοιγαν διάπλατα από την έκπληξη στο σπάνιο ταλέντο. Μια φωτογραφία του μ’ ένα χαμόγελο, θα έμπαινε στις λογοτεχνικές σελίδες των περιοδικών! Ο μπάρμπα Θοδωράκης σκεφτόταν μερικά ποιήματα που είχαν αρχή. Μερικά άλλα είχαν τέλος. Κανένα όμως δεν είχε αρχή και τέλος και ασταμάτητα, δούλευε καθετί που του περνούσε από το μυαλό. Το πρόβλημα ήταν ότι σκεφτόταν υπερβολικά πολλά. Δεν μπορούσε με τίποτε ν’ αποφασίσει, όταν σκεφτόταν τη ρίμα του στο σύνολό της, τι ήταν απαραίτητο και τι όχι. Την επόμενη μέρα, σχεδόν τα είχε ξεχάσει! 

Σημείωση II: Το 1825 πέρασε από το Ζάρακα ο Ιμπραήμ ο οποίος ως γνωστό δεν άφησε πίσω του τίποτε όρθιο.  Αμέσως μετά την επανάσταση η Ρηχιά ήταν ακατοίκητη και οι διάφορες εκτάσεις που ονομάζονταν μετόχια ανήκαν σε κατοίκους της Κρεμαστής. Αμέσως μετά την επιδρομή του Ιμπραήμ άρχισαν να εγκαθίσταται στην περιοχή της Ρηχιάς  διάφορες οικογένειες όπως οι Πετρουτσάς στα νήπια από τις Σπέτσες, Ο Φριντζίλας στα καρίκια επίσης από τις Σπέτσες. Ο Κόκκορης στη Ρηχιά πιθανώς από τους Γοράνους Σπάρτης. Οι Δρίβας ήταν κάτοικοι Κρεμαστής πολύ παλαιότερα..

Σημείωση III: Το Μετόχι Καρίκια άνηκε στους Φριτζιλαίους αλλά μέσω προικώων απέκτησαν γη εκεί και οι Μπελεσαίοι..


Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Kiniras, Smina kai o Adonis

Ο πλούσιος βασιλιάς της Κύπρου Κινύρας είχε μια πεντάμορφη κόρη, που πεισματικά αρνιόταν της χαρές του έρωτα. Ήρωες πολλοί και πριγκιπόπουλα έφυγαν λυπημένα, χωρίς να καταφέρουν να αποκτήσουν την πεντάμορφη κόρη του, Σμύρνα. Η θεά όμως του Έρωτα Αφροδίτη, προσβεβλημένη από τη στάση της που δεν της προσέφερε τις απαιτούμενες τιμές, έστειλε στη Σμύρνα για τιμωρία ερωτικό πάθος για τον ίδιο τον πατέρα της. “ Το πάθος όλο και φούντωνε, αποφάσισε να τα φανερώσει όλα στην παραμάνα της την Ιππολύτη. Η ασυνείδητη γριά της υποσχέθηκε τρόπο να βρει” Έτσι η Σμύρνα έσμιξε με τον ίδιο τον πατέρα της, χωρίς εκείνος να το ξέρει, στο θεοσκότεινο κοιτώνα του. Πέρασε όμως καιρός. Η Σμύρνα είχε έγκυος μείνει. Όταν ο εξαπατημένος πατέρας έμαθε την ντροπή του, να την τιμωρήσει θέλησε την θυγατέρα του, και την κατεδίωξε με γυμνό σπαθί. Οι θεοί όμως άκουσαν τις σπαρακτικές παρακλήσεις της καταδιωκόμενης, θεόπληκτης Σμύρνας και για να την γλιτώσουν την μεταμόρφωσαν σε δέντρο. Την Σμύρνα!
Ο Κινύρας, ο αιμομίκτης πλούσιος βασιλιάς της Κύπρου, μετά απ’ αυτή την ντροπή του αυτοκτόνησε. Ύστερα από εννιά μήνες, το “δέντρο” άνοιξε και βγήκε ένα παιδί, μοναδικής ομορφιάς ο Άδωνις. Θαμπωμένη η Αφροδίτη το έκλεισε σ’ ένα κιβώτιο και το εμπιστεύτηκε στην Περσεφόνη, με την εντολή να μην το ανοίξει”. Η εντολή βέβαια ως συνήθως έφερε αντίθετο αποτέλεσμα. Η Περσεφόνη άνοιξε το κιβώτιο, είδε τον πανέμορφο μικρούλη Αδωνη κι αρνιόταν την επιστροφή του στην Αφροδίτη. Έτσι μεγάλος ξέσπασε ”καβγάς”, ο απόηχος του στον Δια έφθασε τον δικαστή τον ύστατο. Να βρει μια λύση δίκαιη για τις δυο γυναίκες [Σολομώντεια] που διεκδικούσαν το όμορφο μωρό τον Αδωνη.
Ο Δίας όρισε τέσσερις μήνες ο θαυματουργικά γεννημένος Αδωνις θα τους περνούσε στον Όλυμπο ψηλά, μετά, “χώρισε στη μέση” τον υπόλοιπο χρόνο του Αδωνη που θα τον περνούσε μαζί με τις “δυο μητέρες του” την Αφροδίτη και την Περσεφόνη.
Ο μύθος τούτος του Αδωνη περιέχει όλες τις παραδοξότητες της οικογένειας του Λωτ που με τόση φυσικότητα περιλαμβάνονται στον μύθο των Σοδόμων.
Βέβαια εδώ ο ηθικός ήρωας της βίβλου δεν έχει ενδοιασμούς να τον “μεθάνε τακτικά τα κοράσια του” και να ορέγεται τους χυμούς των. Ο καλός θεός για τους φίλους και τους συγγενείς είναι. Για μερικές αιμομιξίες του Λωτ τώρα με τις κόρες του μέχρι τα κορίτσια να πιάσουνε καρπό, εντάξει δεν χάλασε και ο κόσμος. Διάβολε ολόκληρο ιδιωτικό θεό έχουμε. Τέσσερις πόλεις μας βοήθησε να κάψουμε και να πάρουμε την πλούσια γη τους [Σόδομα, Γόμαρα, Αδάμα, Σεβωειμ]. Άλλωστε εδώ ο Αβραάμ παρουσίαζε την όμορφη Χαλδαία γυναίκα του για αδελφή του, και σαν πετυχημένος νταβατζής, βοηθούμενος βέβαια από τις Χαλδαίας ψευτομαγειες και ταχυδακτυλουργίες του, έβαλε στο χέρι ολόκληρους Φαραώ και λοιπούς φυλάρχους. Συνηθισμένο φαινόμενο η ηθική ανωτερότητα τους. Με τα πολλά μεθύσια τα κατάφεραν, τούτα τα κορασιά, δεν γέννησαν Αδωνη, αλλά Άμμων και Μωαβ.

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Oi Enea Pou Xathikan


Το καράβι. Το AEGEAN WIND. Ετών 26. Μαύρο... Και σκουριασμένο... Φαγωμένο από την αρμύρα.
Τόσα χρόνια μέσα στο νερό. Τι περιμένεις;
Δεν έφταιξε όμως αυτό. Το καράβι γλίτωσε. Ρυμουλκείται τώρα για Κουρασάο. Ολλανδικές Αντίλες.
Θα μπουν μέσα οι νηογνώμονες, οι αξιωματικοί του λιμενικού, οι αρχιμηχανικοί της εταιρείας.
Θα μπουν συνεργεία και θα αρχίσουν να το σουλουπώνουν από τη φωτιά. Θα του ξαναφτιάξουν τα μαυρισμένα σπλάχνα του ακομοδέσιου.
Τους νεκρούς μόνο δε θα μπορέσει κανείς να ξαναφτιάξει.
Ο καπετάνιος και το πλήρωμα θα τρέχουν και δε θα φτάνουν με τόσους μέσα στα πόδια τους. Και να ανακρίσεις και καταθέσεις και χαρτιά και αναφορές. Άνθρωποι χάθηκαν. Εννέα άνθρωποι.
Θα ακολουθήσει δικαστήριο.
Εννιά ζωές ήταν αυτές.
Δεν καθαρίζεις μόνο με ανάκριση.
Θα καθίσουν στο σκαμνί. Ο καπετάνιος πρώτος. Πάντα ο καπετάνιος έχει την πρώτη ευθύνη.
Και μετά και οι υπόλοιποι. Όσους προβλέπει ο νόμος δηλαδή.

Ξεκινώντας από τον αξιωματικό φυλακής. Που συνήθως και καταλήγει στη φυλακή κάθε φορά που θα συμβεί ατύχημα... Τυχαία νομίζεις τον αποκαλούν αξιωματικό φυλακής;
Οι ασφαλιστικές και η εταιρεία στο μεταξύ θα δίνουν άλλο αγώνα. Ποιος θα πληρώσει τα καμένα. Και ποιος θα αποζημιώσει τους νεκρούς. Αποζημιώνεται ένας νεκρός;
Οι μανάδες θα φορέσουν μαύρα. Εννέα νεκροί. Εννέα μανάδες. Και δε θα τα ξαναβγάλουν. Οι μανάδες άπαξ δια παντός τα φοράνε τα μαύρα. Και μετά τα ντύνονται δεύτερο δέρμα.
Θα μαυροντυθούν και οι σύζυγοι. Λιγότερες από 9. Ήταν και παιδιά ανάμεσα στους νεκρούς. Δεν πρόλαβαν να αφήσουν πίσω τους χήρες. Ίσως κανένα κορίτσι. Κανείς δε θα μάθει για τα κορίτσια αυτά. Ποιος νοιάζεται για ένα ερωτευμένο κορίτσι τέτοιες ώρες;
Θα μείνουν πίσω και τα ορφανά. Θα κλάψουν, θα ξανακλάψουν, θα το πάρουν απόφαση. Δε θα ξαναδούν τον πατέρα. Μονάχα τη μάνα τους, μαύρη σκιά, θα βλέπουν από δω και στο εξής.
Θα έρθουν μετά τα τηλεγραφήματα. Με τη βαθιά οδύνη και άλλα δακρύβρεκτα.
Θα έρθει και το φέρετρο. Σφραγισμένο. Τόσες μέρες νεκρός... τι να ανοίξεις και τι να δεις; Σφραγισμένο θα το κατεβάσουν και στο μνήμα.
Θα έρθουν οι συγγενείς. Θα κλάψουν και θα συλλυπηθούν. Με βαθιά οδύνη.
Οι μόνοι που δε θα ξανάρθουν είναι οι εννέα που χάθηκαν. Τρεις λευκοί. Έξι της κίτρινης φυλής. Όταν ζούσαν... Τώρα είναι όλοι ίδιοι. Ντυμένοι στο χρώμα του θανάτου.
Πώς είναι ένας νεκρός από φωτιά;
Και πώς είναι να πεθαίνεις από φωτιά;
Λένε πως πέθαναν από ασφυξία. Δεν κάηκαν. Πνίγηκαν στους καπνούς. Δεν τόλμησαν να τους διαβούν... Έμειναν εκεί και πέθαναν.
Ενοχλούν οι ερωτήσεις τα ευαίσθητα μάτια μας;
Δεν ενοχλούν οι σκηνές που θα παίζουν και θα ξαναπαίζουν στα μάτια των μανάδων; των πατεράδων; των συζύγων; των παιδιών; των αδερφών; των άγνωστων ερωτευμένων κοριτσιών;
Και των φίλων. Όλοι οι άνθρωποι έχουν φίλους. Έχουν και οι ναυτικοί. Ποιος αποζημιώνει τους φίλους; Και τι θα μπορούσε να τους αποζημιώσει;
Εγώ, και ίσως κι εσύ, δε γνωρίζαμε κανέναν από τους ανθρώπους αυτούς. Τους νεκρούς. Τους συγγενείς τους. Τους φίλους τους.
Έχω όμως φίλους μου στα καράβια. Και φίλες. Έχω και είχα. Και ένα δυο συγγενείς.
Κάποτε είχα και το αγόρι μου. Ήμουν κι εγώ ένα από τα ερωτευμένα κορίτσια.
Κάποτε ήμουν και η ίδια στα καράβια. Και είχα μάνα να με περιμένει. Και πατέρα και αδερφό. Και φίλους.
Δεν ξέρω πόσο βαθιά είναι η οδύνη των άλλων. Των πιο έξω. Ξέρω μονάχα πως όταν χάνεται ένας ναυτικός, τσακίζει η καρδιά όλων των άλλων ναυτικών. Και ένα κομμάτι της πεθαίνει μαζί με εκείνον που έφυγε για πάντα. Κι ας μην τον γνώριζαν. Ας μην είχαν δει ποτέ το πρόσωπό του.
Πόσοι οι πεθαμένοι ναυτικοί; Πόσα τα πεθαμένα κομμάτια της καρδιάς μας;
Και είναι και όλα εκείνα τα πεθαμένα κομμάτια της καρδιάς των μανάδων. Κι ας μην έχασαν το δικό τους παιδί. Κάθε φορά που χάνεται ένας ναυτικός, κλαίνε όλες οι μανούλες που έχουν παιδιά στα καράβια.
Και οι πατεράδες, και οι σύζυγοι, και τα παιδιά, και τα αδέρφια. Και τα άγνωστα ερωτευμένα κορίτσια. Και οι φίλοι. Όλοι καρδιοχτυπούν. Και όλοι ακούνε να χτυπά και η δική τους πόρτα. Ποιος έχει αύριο σειρά; Να ετοιμάζεται...
Λένε για τους ναυτικούς πως δε φοβούνται το θάνατο. Πώς να τον φοβηθούν; Έχουν μάθει να ζούνε μαζί του. Ξέμαθαν να ζουν με τους δικούς τους και ζούνε αγκαλιασμένοι με το χάρο.
Σταματάει ποτέ ο άνθρωπος να φοβάται το χάρο;
Μηδένα προ του τέλους, φώναξε εκείνος ο αρχαίος βασιλιάς. Και ήταν κι αυτός μέσα στις φλόγες.
Ποιος ξέρει, ποιος μπορεί να ξέρει, την αγωνία του θανάτου μέσα στις φλόγες; Ποιος μπορεί να ξέρει την αγωνία που έζησαν αυτοί οι εννιά άνθρωποι που τώρα ταξιδεύουν στα φέρετρα;
Επαναπατρίζονται οι σοροί... Οι σκέψεις τους; Τα όνειρά τους; Η ζωή τους;
Βράδυ Χριστουγέννων ήταν. Η ώρα που σε όλη τη γη οι άνθρωποι γιορτάζουν. Που μαζεύεται η οικογένεια γύρω από το τραπέζι και τσουγκρίζουν τα ποτήρια.
Αυτοί απουσίαζαν. Δεν είδαν τα ποτήρια. Δεν άκουσαν τις ευχές. Στη βάρδια, στο καπνιστήριο, στην καμπίνα, έξω στην πρύμη, εκεί έκαναν Χριστούγεννα.
Πώς κάνουν οι ναυτικοί Χριστούγεννα; Πρόλαβα δυο φορές να τα γιορτάσω τέτοια Χριστούγεννα. Δε χρειάζεται να έρθει η φωτιά. Δε χρειάζεται να έρθει ο Χάρος. Τους κουβαλάει η καρδιά σου.
Καίγεσαι και πεθαίνεις τέτοιες μέρες. Και πιο πολύ τις νύχτες. Όταν μείνεις μόνος. Ποιος ναυτικός έπεσε χαρούμενος να κοιμηθεί τη νύχτα των Χριστουγέννων;
Και είναι ο ύπνος λήθαργος βαρύς. Δίχως όνειρα. Ποτισμένος σε δάκρυα και αλκοόλ. Ποιος ναυτικός δεν πίνει ένα ποτηράκι παραπάνω τέτοιες νύχτες;
Κάποιος ίσως να ήπιε και παραπάνω από το παραπάνω. Κι άφησε το τσιγάρο αναμμένο. Να καίει όπως έκαιγαν τα ματόκλαδα και η καρδιά του.
Κι έκαψε το τσιγάρο την κάφτρα. Έκαψε το τραπέζι. Άρχισαν οι φλόγες να χορεύουν. Και οι καπνοί άρχισαν να τρέχουν στους αλουέδες. Τρύπωσαν στις καμπίνες. Ανέβηκαν στις κουκέτες. Τύλιξαν το παλικάρι. Και το πήραν για πάντα μαζί τους...
Έμεινε πίσω η Βραζιλία. Είναι ο παράδεισος των ναυτικών η Βραζιλία. Με τις σάμπες και με τις ρούμπες και τα καυτά κορίτσια. Όλοι οι ναυτικοί ονειρεύονται να πάνε Βραζιλία. Εγώ δεν πρόλαβα. Έτσι κι αλλιώς εγώ ήμουν γυναίκα...
Την ξέρω όμως τη Βραζιλία. Των ναυτικών τη Βραζιλία. Τι νομίζεις κάναμε στις ατέλειωτες ώρες της βάρδιας; Πετάγαμε για Σάο Πάολο και Ρίο ντε Τζανέιρο. Στο Ponta Do Ubu όχι. Τώρα το άκουσα πρώτη φορά. Τώρα το αναζήτησα και στο χάρτη. Τριακόσια τόσα χιλιόμετρα βορειότερα του Ρίο.
Σαν να λέμε Αθήνα - Πάτρα και ακόμη μακρύτερα. Τι σημασία έχει; Βραζιλία είναι και το Ponta Do Ubu. Γεμάτο μουσική, χορό, ποτό και κορίτσια. Προπαντός κορίτσια.
Τα άλλα κορίτσια, στην πατρίδα, δεν τα ξεχνάει ο ναυτικός. Όσα κορίτσια και να γνωρίσει στα λιμάνια. Η σάρκα μόνο κατεβαίνει στο λιμάνι. Η καρδιά βρίσκεται μίλια μακριά. Σε μια κουκίδα του χάρτη που γράφει πατρίδα.
Έτσι μαθαίνει να ζει ο ναυτικός. Αλλού η καρδιά, αλλού η σάρκα. Τώρα θα γυρίσει πίσω η σάρκα. Η καρδιά;
Ύπουλα ανέβηκε ο καπνός στην κουκέτα. Τύλιξε την κοιμισμένη σάρκα. Τρύπωσε στα ρουθούνια. Έφτασε στα πνευμόνια. Γιατί δεν ξύπνησε; Γιατί δεν έτρεξε να σωθεί; Να βρέξει μια πετσέτα, να ορμήσει έξω. Να γλιτώσει...
Κανείς δε θα μάθει. Κι ας τρέχουν πάνω κάτω οι εμπειρογνώμονες. Κι ας παίρνουν καταθέσεις οι ειδικοί. Κανείς δεν μπορεί να μάθει τι σημαίνει η νύχτα των Χριστουγέννων στο καράβι. Μόνο όποιος το έζησε.
Και ξύπνησε την άλλη μέρα και δεν ήξερε πού ταξίδευε όλη νύχτα. Χρόνος νεκρός. Αφήνεις στην κουκέτα τη σάρκα. Αφήνεις και την καρδιά. Δεν αντέχεις μια τέτοια νύχτα να ακολουθήσεις την καρδιά σου. Και χάνεσαι. Σε άλλη διάσταση. Έξω από χώρο και έξω από χρόνο.
Μένουν μόνα τους μια τέτοια νύχτα τα κορίτσια στο λιμάνι. Απόψε ο ναυτικός δε θα θυμηθεί τις τρυφερές τους καμπύλες. Δε θα τσαλακώσει τα σεντόνια του ψάχνοντας τη μυρουδιά τους. Είναι Χριστούγεννα...
Μένουν μόνα τους και τα άλλα κορίτσια. Στην πατρίδα. Μια ζωή μόνα τους. Απόψε περισσότερο. Δεν αντέχει ο ναυτικός απόψε να θυμηθεί τη μοναξιά τους. Είναι Χριστούγεννα...
Τα Χριστούγεννα είναι η γιορτή της αγάπης. Οι άνθρωποι τα γιορτάζουν αγκαλιά με τους αγαπημένους τους. Όχι οι ναυτικοί. Όχι κι εκείνοι που αγαπούν ναυτικούς.
Ένα μικρό αστέρι λάμπει στον ουρανό. Δεν έχει πια μάγους να το ακολουθήσουν. Έχει τους ναυτικούς που τρέχουν να το συναντήσουν.
Αφήνουν τη σάρκα τους στο βαθύ της λήθαργο. Αφήνουν και τη καρδιά τους. Δεν αντέχουν απόψε την καρδιά τους. Και γίνονται αστέρια.
Πόσα αστέρια έχει ο ουρανός; Πόσοι είναι οι ναυτικοί που δε γύρισαν ποτέ;

Πηγή: http://kapetanisses.blogspot.gr/...Συγγραφέας - Δανάη!
Περισσότερα ΕΔΩ!

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

H Serina Kai o Navagos ( Ramon Sampredo)



Σε κάποιο μακρινό νησί ξεβράστηκε μια πληγωμένη
    σειρήνα,
εκεί είχε πέσει έξω κι ένας τραυματισμένος
    ναυαγός.
Τον κοίταξε και πόνεσε τόσο με τη μελαγχολία του,
που βάλθηκε να χύνει δάκρυα αλμυρά θλίψης
   γι΄αυτόν.

Ο γερο-ναυτικός που πάντα ονειρευόταν
μια σειρήνα ξανθομαλλούσα,αφρόκορμη,
γλυκόματη, βλέποντάς την έτσι λυπημένη λησμόνησε
   για λίγο τα βάσανά του
κι άρχισε να της λέει το παραμύθι μιας μικρής
   σειρήνας και ενός θαλασσόλυκου :

Οι σειρήνες ονειρεύονται, είπε ο ναυτικός, έρωτες στη
    στεριά,
οι ναυτικοί ονειρεύονται, όπως οι σειρήνες, έρωτες στο πέλαγος,
να ονειρεύεσαι το αδύνατο, αυτή είναι η θρησκεία των
ονειροπόλων.
Για τις σειρήνες και τους ναυτικούς η ζωή είναι να ονειρεύεσαι.

Ο μύθος λέει πως όταν σειρήνα ανταμώνει ναυτικό,
ο θεός της θάλασσας της απαγορεύει να μείνει
   μαζί του.
Πρέπει μόνο να τον κοιτάξει, να του πάρει το νου και
   να συνεχίσει το δρόμο της
γιατί αν μείνει, το αλάτι της θάλασσας θα γίνει πάγος.

Λένε πως τέτοια τιμωρία σκληρή οφείλεται στο μέγα
   Ποσειδώνα :
το 'σκασε η αγαπημένη του μ' ένα ναυτικό που τον
   άκουσε να τραγουδάει.
Από τότε απαγορεύτηκε στους ναυτικούς να βλέπουν
   τις σειρήνες.
Κι αν εκεί που δεν το περιμένουν τις συναντήσουν,
γίνεται η συνάντησή τους τιμωρία βαριά σαν
καταδίκη, αιώνια τιμωρία.

Γλυκιά σειρήνα που ήρθες πληγωμένη, μη θρηνείς
   για τη μελαγχολία μου.
Κι όταν θα φύγεις, να μη σκέφτεσαι πως νιώθω πόνο
   για όλα αυτά.
Μια μέρα θα γίνουμε μονάχα ύλη, και τότε, όπως στην
   αρχή,
πεθαίνει ο Ποσειδώνας, λύνεται η γητειά του,
   και θριαμβεύει τελικά ο έρωτας.
Κι όταν στις καταιγίδες η θάλασσα αφρίζει και
    βρυχάται μανιασμένη,
τα πλοία σέρνοντας στον πάτο της μαζί με τους
   ναυτικούς,
είναι ο αιμοβόρος και σκληρός Ποσειδώνας που δίνει
   χαστούκια
ζηλόφθονου εραστή
γιατί μια σειρήνα κι ένας ναυτικός ξανακοιτάχτηκαν.

Ραμόν Σαμπέδρο. Ναυτικός που έμεινε τετραπληγικός σε ηλικία εικοσιπέντε χρονών και για τα επόμενα τριάντα χρόνια διεκδίκησε το δικαίωμα στο θάνατο. Τη λύτρωση του χάρισε προφανώς κάποιος φίλος, καθώς το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν του επέτρεψε την ευθανασία.

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2009

Ta Aloga Tou Diomidi

8os Άθλος του Ηρακλή

Ο Διομήδης ήταν πολεμόχαρος βασιλιάς της Θράκης, γιος του θεού, του πόλεμου Άρη, και αρχηγός ενός ξακουσμένου στρατού με τ’ όνομα Βιστονες. Το καμάρι όμως του Διομήδη ήταν τέσσερα ατίθασα άλογα “Κηλωνες”, απ’ τα οποία φιλοδοξούσε, να αποκτήσει μια φοβερή γενιά αλόγων, για να εξοπλίσει μ’ αυτά τους ήδη τρομερούς πολεμιστές του, πεζοπόρους όμως Βίστονες. Αυτά ακριβώς τα άλογα πήρε εντολή ο Ηρακλής από τον Ευρυσθέα να κλέψει.
Ο Ηρακλής ξεκινώντας γι’ αυτόν τον δύσκολο άθλο πήρε μαζί του μερικούς φίλους του, αν χρειαστεί να πολεμήσουν στο πλευρό του. Ανάμεσα τους και ο Αβδηρος ένας τολμηρός νέος από την Λοκρίδα. Ο ήρωας με τους συντρόφους του έφθασε στην Θράκη με πλοίο.
Ο Ηρακλής έμαθε που είναι οι στάβλοι και ενώ οι σύντροφοι του πέσανε ξαφνικά πάνω στους φύλακες και τους δέσανε, αυτός έλυσε τα άλογα, και πιάνοντας από τα χαλινάρια, τα οδήγησε στο πλοίο. Εσείς μείνετε εδώ ώσπου να βάλω τα άλογα στο πλοίο και φωνάξτε αν δείτε ότι έρχεται ο Διομήδης, είπε στους συντρόφους του.
Ο Αβδηρος όμως έτρεξε πίσω του μήπως χρειασθεί βοήθεια. Δεν πρόλαβαν να βάλουν τα άλογα στο πλοίο και ακούστηκαν φωνές. Ο Διομήδης. Έρχεται ο Διομήδης με τους Βιστονες.
Ο Ηρακλής έμεινε για λίγο αναποφάσιστος.
Ο Αβδηρος κατάλαβε.
- Άσε τ’ άλογα σε μένα είπε. 
Ο Ηρακλής το σκέφτηκε. Έδωσε τα άλογα στον Άβδηρο Και έτρεξε πίσω να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο. Βλέπει μακριά λεφουσι από αμέτρητους Βιστονες, με πρώτο τον Διομήδη καβάλα σε μαύρο άλογο. Έτρεχαν και φώναζαν αγρία σείοντας στα χέρια τους μακριά κοντάρια.
Ο κίνδυνος για τον Ηρακλή και τους συντρόφους μεγάλος. Πως τόσο λίγοι να τα βάλουν με τόσο πολλούς. Μα ο Ηρακλής βρήκε την λύση. Πρόσεξε ότι ο κάμπος μπροστά του ήταν χαμηλότερα από την θάλασσα και προστατευόταν από ένα μεγάλο ανάχωμα. – Εμπρός ν’ ανοίξουμε, ένα κανάλι να πλημμυρίσει ο κάμπος λέει στους συντρόφους του, και πρώτος ρίχτηκε στη δουλειά. Γρήγορα άνοιξαν ένα μικρό κανάλι στενό, μα η θάλασσα όπως έτρεχε γρήγορα το πλάτυνε και ένας ορμητικός χείμαρρος άρχισε να πλημμυρίζει τον κάμπο, σχηματίζοντας μια λίμνη την Βιστονιδα, όπως λέγεται και σήμερα. Πολλοί Βιστονες παρασύρθηκαν στα αφρισμένα νερά και οι υπόλοιποι το έβαλαν στα ποδιά να γλιτώσουν. Ο Διομήδης με μερικούς συντρόφους του που ήδη είχαν προχωρήσει αρκετά δεν πειράχτηκαν από τα νερά αλλά μείνανε αποκομμένοι, και είχαν να αντιμετωπίσουν τον Ηρακλή και τους συντρόφους του. 
Σαστισμένοι σαν αγρίμια που πιάστηκαν σε παγίδα δέχτηκαν την επίθεση του Ηρακλή και των συντρόφων του που γρήγορα τους σκότωσαν.
Σημείωση..” Κάθε ομοιότητα με βιβλικές θρησκευτικές ιστορίες, πρόσωπα και καταστάσεις είναι συμπτωματική;”

Τρίτη 16 Ιουνίου 2009

Apollonas Phivos o Aionios Efivos

Ο τελευταίος χρησμός της Πυθίας Νικάνδρας ήταν: 
Έστ ήμαρ ότε Φοίβος 
πάλιν ελεύσεται 
και ες αει έσεται!
Μετάφραση
Θα έρθει μέρα που ο Απόλλων
Θα έρθει πάλι
Και θα μείνει για πάντα.
Αναμφίβολα ο Απόλλων είναι ο ελληνικότερος των θεών. Όπως πολύ σωστά επισημαίνουν σύγχρονοι μελετητές της ελληνικής θρησκείας, τούτος ο θεός αντιπροσωπεύει τη νέα έκφραση θρησκευτικής γνώσης για τον κόσμο και την ανθρώπινη ύπαρξη, πράγματα πέρα για πέρα ελληνικά και ανεπανάληπτα. Ο Απόλλων είναι ο όμορφος, ο ευγενικός θεός του φωτός και του ήλιου. Η προσωνυμία Φοίβος (ο «φωτεινός») εκφράζει αυτή την πτυχή του χαρακτήρα του. Επιπλέον, η γνώση, η αλήθεια, η δικαιοσύνη και η αγνότητα βρίσκονται κάτω από την προστασία του. Δεν θα αποτελούσε υπερβολή, αν λέγαμε πως η πνευματική δύναμη, που ο Απόλλων ενσαρκώνει, είναι το θεμέλιο του δυτικού πολιτισμού.
Η λατρεία του Απόλλωνα, απαντά σε ολόκληρο τον ελληνόφωνο κόσμο: από τη Σικελία στη Δύση μέχρι τον Φάση ποταμό στον Εύξεινο Πόντο. Στον θεό αυτό ανήκουν οι πρώτοι ναοί και τα λατρευτικά αγάλματα, και από τον θεό αυτόν προέρχονται τα θεοφορικά ονόματα Απολλώνιος, Απολλόδωρος, Απολλοφάνης κ.ά.
Από τα τεμένη του Απόλλωνα το σπουδαιότερο είναι οι Δελφοί – το «κέντρο του κόσμου», ο «ομφαλός της γης». Στους Δελφούς χαράχτηκε η περιβόητη ρήση «Γνώθι σεαυτόν», το ανώτατο απολλώνιο δίδαγμα. Για πολλούς αιώνες τούτο το δελφικό μαντείο είναι η ζωτική δύναμη ολόκληρου του Ελληνισμού.
Ο Απόλλωνας είναι ο Θεός του φωτός, ο Θεός της μαντικής τέχνης και των οραμάτων, της μουσικής, των τραγουδιών και της ποίησης (προστάτης των καλών τεχνών), ο αιώνιος έφηβος. Ακόμη είναι ο Θεός της θεραπείας αλλά επειδή πολύ συχνά στην αρχαία Ελλάδα όποιος είναι ικανός για το καλύτερο, είναι ικανός και για το χειρότερο, ο Απόλλωνας είναι ο θεός της πανούκλας και των αρρωστιών.

Ο Απόλλωνας ή πολύ συχνά ονομαζόμενος με το γνωστότερο προσωνύμιο του, Φοίβος, είναι ο δίδυμος αδελφός της Θεάς Άρτεμης. Πατέρας του είναι ο Δίας και μητέρα του η Λητώ μία εκ των τιτάνων που η σεμνότητα και η μετριοφροσύνη την αντιπροσώπευαν πλήρως. Για πολλούς η Λητώ αντιπροσωπεύει το σκοτάδι κατ’ άλλους πάλι το φως της ημέρας. Ο Δίας σε μία από τις πολλές απιστίες του στην Ήρα, ερωτεύτηκε την Λητώ και έσμιξε μαζί της. Μην μπορώντας η Ήρα να τιμωρήσει τον άπιστο σύζυγό της, στράφηκε στη Λητώ μην αφήνοντάς την να γεννήσει. Η Λητώ, ετοιμόγεννη γυρνούσε από μέρος σε μέρος ψάχνοντας τον κατάλληλο τόπο για να φέρει στο φως τα παιδιά της, όμως καμία γη δεν την φιλοξενούσε από τον φόβο για την οργή της Ήρας που θα έπεφτε πάνω της. Ύστερά από καιρό, βρέθηκε το κατάλληλο μέρος για την Λητώ, ήταν ένα πλεούμενο ξερονήσι το οποίο φανέρωσε ο Ποσειδώνας, και το οποίο δεν φοβόταν την οργή της Ήρας. Το νησί ήταν άγονο και δεν προσφερόταν ούτε για καλλιέργεια, ούτε για κτηνοτροφική δραστηριότητα, έτσι δεν είχε να χάσει τίποτα όταν η οργή της βασίλισσας των Θεών θα έπεφτε πάνω του. Το όνομά του αρχικά ήταν Ορτυγία και σήμαινε γη των ορτυκιών στη συνέχεια όμως μετά την γέννηση του Απόλλωνα και αφού ο Θεός το στερέωσε με τέσσερις πασσάλους στο βυθό, το ονόμασε Δήλο (Φωτεινό). Το μέρος είχε βρεθεί για την γέννηση των θεών, παρόλα αυτά όμως η Λητώ δεν μπορούσε να γεννήσει τους θεούς, αφού η Ήρα, κράταγε στον Όλυμπο την Ειλειθυία, την θεά των αίσιων τοκετών. Η Δήμητρα, η Αθηνά και η Αφροδίτη έσπευσαν σε βοήθεια της σπαράζουσας τιτάνιδας όμως ήταν αδύνατο να γεννήσει η Λητώ παρά την παρουσία τους, χωρίς την συγκατάθεση της Ήρας. Τότε οι θεές έστειλαν την Ίριδα στην Ήρα για να την πείσει, προσφέροντάς της και ένα περίτεχνο περιδέραιο κατασκευασμένο από τον Ήφαιστο. Η Ήρα το δέχτηκε και ηρέμισε, αφήνοντας την Ειλειθυία να πάει στη Δήλο. Μετά από την τεράστια ταλαιπωρία της η Λητώ κατάφερε να γέννηση, πρώτα την Άρτεμη και μετά τον Απόλλωνα.
Χαρακτηριστικό της γέννησης του Απόλλωνα, εκτός της μεγάλης ταλαιπωρίας της μητέρας του, ήταν ότι δεν βύζαξε καθώς αμέσως η Θέμιδα έσταξε στο στόμα του μερικές σταγόνες από νέκταρ και αμβροσία και το βρέφος άρχισε να μεγαλώνει με εκπληκτικό ρυθμό. Μέσα σε λίγη ώρα πήρε την οριστική του μορφή, μία πανέμορφη όψη και έγινε ο Θεός που αντάξιός του σε ομορφιά δεν υπήρχε. Δικαίως οι θεές τον χάζευαν να κάνει τα πρώτα του βήματα πάνω στο νησί, το οποίο άφησε σε λίγο ταξιδεύοντας για τον Όλυμπο όπου στήθηκε μεγάλη γιορτή για χάρη του, στην οποία έπαιζε την λύρα που μόλις του είχε χαρίσει ο πατέρας του και δεν την αποχωρίστηκε ποτέ. Ένα από τα κατορθώματα του Απόλλωνα ήταν ότι κατάφερε να σκοτώσει στους Δελφούς, τον Δράκοντα Πύθωνα. Το τέρας αυτό είχε δέκα χέρια και τέσσερα μάτια και κυνηγούσε την Λητώ μην αφήνοντας την να γεννήσει. Αφού γέννησε πήγε στους Δελφούς και εκεί κατάστρεφε τα πάντα και σκότωνε τους ανθρώπους. Αφού το σκότωσε ο Απόλλωνας, για να τον τιμήσουν οι κάτοικοι, έχτισαν μαντείο προς τιμή του και θέσπισαν τα Πύθια (αγώνες προς τιμή του Απόλλωνα). Το μαντείο αυτό ήταν το σημαντικότερο της αρχαιότητας και σε αυτό κατέφευγαν από όλη την Ελλάδα όσοι αναζητούσαν κάποιο χρησμό. Εκεί, η Πυθία καθήμενη πάνω στον ιερό τρίποδα και μασώντας φύλλα δάφνης έδινε τους διφορούμενους χρησμούς της. Χωρίς αμφιβολία ο Απόλλωνας είναι ο πιο όμορφος σε θεούς και ανθρώπους. Το υπέροχο σώμα του, το καλογυμνασμένο, αρμονικό, άτριχο κορμί του και τα πάρα πολύ όμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου του, με τα γαλανά του μάτια και τις μικρές ξανθές του μπούκλες θα τα ζήλευε ο καθένας. Παρόλα αυτά όμως, παρά την ομορφιά του, δεν έχει τις ερωτικές επιτυχίες που αναμένουμε. Οι γυναίκες όχι μόνο δεν γοητεύονται από τον Θεό αλλά τρέχουν μακριά του μη θέλοντας να έρθουν σε επαφή μαζί του. Έτσι όταν ερωτεύτηκε την Δάφνη, την κόρη του θεού ποταμού Πηνειού της Θεσσαλίας αυτή έτρεχε μακριά στο δάσος μη θέλοντας να τον
παντρευτεί. Πέρασαν μερόνυχτα με τον Θεό να την κυνηγάει και να καταφέρνει τελικά να την πλησιάσει αρκετά, όμως τότε η Νύμφη παρακάλεσε τον πατέρα της να την σώσει και εκείνος την λυπήθηκε κα την μεταμόρφωσε στο ομώνυμο φυτό. Βλέποντάς την ο Απόλλωνας τότε απογοητευμένος και απαρηγόρητος που δεν κατάφερε να ενωθεί μαζί της, αγκάλιασε το δέντρο που κάποτε ήταν το σώμα της κοπέλας, έκοψε ένα κλαδί με φύλλα της που κάποτε ήταν τα μαλλιά της και το φόρεσε στο κεφάλι του ορκιζόμενος πως έκτοτε θα την είχε πάντα μαζί του και η Δάφνη έγινε το ιερό του δέντρο.  Ακόμη ένα παράδειγμα ανεπιτυχούς έρωτα του θεού, είναι ο έρωτάς του με την Κασσάνδρα, την κόρης του βασιλιά της Τροίας Πριάμου. Ο Θεός ερωτεύτηκε την νεαρή βασιλοπούλα, όμως και αυτή αρνήθηκε τον έρωτά του. Τότε για να την πείσει, της υποσχέθηκε πως θα της χάριζε την ικανότητα της μαντείας. Η Κασσάνδρα ενέδωσε τελικά στον Θεό όμως απογοητεύτηκε πολύ από την συνεύρεση μαζί του και τον έδιωξε. Τότε ο Απόλλωνας θυμωμένος που μια κοινή θνητή τόλμησε να τον υποτιμήσει, σεβόμενος όμως και την υπόσχεση που της είχε δώσει, της παραχώρησε μεν την ικανότητα να προβλέπει το μέλλον, όμως την έκανε έτσι ώστε κανείς να μην την πιστεύει.
Τέλος ένας ακόμη χαρακτηριστικός μύθος που όπως και οι υπόλοιποι έτσι και αυτός φανερώνει μεταξύ άλλων ότι δεν αρκεί να είσαι ο ομορφότερος αλλά πρέπει να είσαι ο κατάλληλος, είναι ο έρωτας του Φοίβου για την Μάρπησσα, την βασιλοπούλα της Αιτωλίας. Την κοπέλα διεκδίκησε ο Θεός με έναν θνητό, τον Ίδα, τον οποίο και πολέμησε. Ο Δίας όμως με έναν κεραυνό του τους χώρισε και ο Μάρπησσα έπρεπε να διαλέξει. Ο Απόλλωνας της υποσχέθηκε πως θα της ήταν για
πάντα πιστός και η ζωή δίπλα σε έναν θεό θα ήταν ονειρική, η Μάρπησσα όμως, φοβούμενη πως όταν τα χρόνια θα περνούσαν και η ομορφιά και τα νιάτα της θα χανόντουσαν ο Απόλλωνας θα την εγκατέλειπε, διάλεξε τον θνητό Ίδα. Εκτός όμως από γυναίκες, ο Θεός αγάπησε και άντρες, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον έρωτά του για τον Υάκινθο, έναν πολύ όμορφο θνητό. Παίζοντας όμως μαζί του με τον δίσκο μία μέρα, ο Ζέφυρος, ο άνεμος που ζήλευε τον Απόλλωνα, παρέσυρε τον δίσκο του και σκότωσε τον θνητό. Απαρηγόρητος ο Απόλλωνας τον μεταμόρφωσε στο γνωστό λουλούδι για να μείνει αθάνατο για πάντα έτσι το όνομά του.
Ο Απόλλωνας δύο φορές, αφού του αφαιρέθηκαν από τον Δία οι θεϊκές του δυνάμεις, διατάχθηκε από τον πατέρα του να υπηρετήσει ως δούλος σε κάποιον θνητό.  Και τις δύο φορές ο Φοίβος υπηρέτησε ο βοσκός σε κάποιο κοπάδι γι’ αυτό θεωρείται και ποιμένας θεός. Η πρώτη φορά ήταν όταν υπηρέτησε τον βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα επειδή συνωμότησε με την Ήρα, την Αθηνά και τον Ποσειδώνα για να πάρουν την εξουσία από τον Δία. Ο Λαομέδωντας, στο τέλος αρνήθηκε να
πληρώσει τον Απόλλωνα για τις υπηρεσίες του λέγοντας του μάλιστα, όταν ο θεός διαμαρτυρήθηκε, πως θα του έκοβε τα αυτιά και θα τον πουλούσε ως δούλο. Όταν ο χρόνος πέρασε και ο θεός ξαναπέκτησε τις θεϊκές του δυνάμεις τον τιμώρησε στέλνοντας φονικό λοιμό στην Τροία θερίζοντας την χώρα για έξι μήνες. Η δεύτερη φορά που υπηρέτησε θνητό ο Θεός ήταν όταν, επειδή ο Δίας κεραυνοβόλησε τον γιο του Απόλλωνα τον Ασκληπιό όταν ο τελευταίος έχοντας προοδεύσει πάρα πολύ στην ιατρική του τέχνη που και μπορούσε να ανάσταινε μέχρι και νεκρούς, ο Φοίβος τόξευε πάνω από τον ουρανό τους Κύκλωπες που χάρισαν στον πατέρα του τον φονικό κεραυνό. Τότε ο Δίας αφαιρώντας ξανά τις δυνάμεις του γιου του τον έστειλε στις Φέρρες της Θεσσαλίας, στον βασιλιά Άδμητο. Ο Άδμητος αντικρίζοντας την εξαίσια μορφή του Απόλλωνα αντιλήφθηκε αμέσως την θεϊκή του υπόσταση και του πρόσφερε τον θρόνο του όμως ο Φοίβος του φανέρωσε πως ήτα θέλημα του πατέρα του να μπει στην υπηρεσία του. Ευχαριστημένος από την συμπεριφορά του Άδμητου ο Απόλλωνας, τον αντάμειψε για την ευγένεια και τους καλούς του τρόπους χαρίζοντας την ευημερία στο παλάτι και στην χώρα του, η οποία έγινε ιδιαίτερα καρποφόρα με συγκομιδή δύο φορές το χρόνο ενώ οι αγελάδες τους γεννούσαν δύο μοσχάρια τη φορά.
Σημείωση:
Υπάρχει μια παράδοση, που λέει πως στη χώρα των Υπερβορείων ένας ιερός κήπος ήταν αφιερωμένος στον Απόλλωνα, καθώς και κάποια λατρεία του θεού, με το ιερατείο στην απόλυτη δικαιοδοσία της οικογένειας των Βορείων. Οι πληροφορίες, που έχουμε, για τον κήπο έρχονται από ένα απόσπασμα τραγωδίας του Σοφοκλή, όπου ο ποιητής μιλά για την αρπαγή της παρθένας Ορείθυιας από τον θεό του Βορείου Ανέμου και τη μεταφορά της μακριά, στην απώτρεη άκρη της γης και του ορανού, στον κήπο του Απόλλωνα. Οι σχετικοί στίχοι της εν λόγω τραγωδίας του Σοφοκλή, όπως εμφανίζονται στον Στράβωνα (7.3), δείχνουν τον Απόλλωνα να είναι Υπερβόρειος θεός με το ιερό του μέσα σ’ έναν κήπο.




Τετάρτη 20 Μαΐου 2009

Beautiful Helen Of Sparta

Η αποκαλούμενη και Ωραία Ελένη, περίφημη για την ομορφιά της, στην ελληνική μυθολογία ήταν κόρη του Τυνδάρεω ή του Δία και σύζυγος του Μενέλαου, του βασιλέα της Σπάρτης. Η αρπαγή της από τον Πάρη και η μεταφορά της στην Τροία έγινε αφορμή, σύμφωνα με τον μύθο, του Τρωικού Πολέμου.
Ο Όμηρος την ονομάζει κόρη του Δία και φαίνεται ότι γεννήθηκε από την επαφή του με τη Λήδα, την οποία ο θεός επεσκέφθη μεταμορφωμένος σε κύκνο.
Είναι δηλαδή αδελφή των Διοσκούρων Κάστορα και Πολυδεύκη.
Γεννήθηκε πλάι στον Ευρώτα ποταμό και στην θέση Έλος και σύμφωνα με την παράδοση ονομάσθηκε Ελένη.
Ήταν η ωραιότερη γυναίκα της γης, ακόμη και ανάμεσα στις Θεές του Ολύμπου, επειδή πήρε την λαμπρότητα του ήλιου και το κάλλος της Αφροδίτης.
Λέγεται παιδούλα ακόμη την έκλεψαν ο Εναωφορος του Ιπποκοωντος πρώτα και μετά οι γιοι του Αφαρεως, αλλά την επέστρεψαν στο σπίτι της επειδή φοβήθηκαν τους αδελφούς της Διόσκουρους.
Ο θρύλος της ομορφιάς της είχε εξαπλωθεί σ' όλη την Ελλάδα.
Την Ελένη μεγάλωνε στην αυλή του ο βασιλιάς της Σπάρτης Τυνδάρεος, που νόμιζε ότι ήταν πραγματικά δική του κόρη. Η ξεχωριστή της ομορφιά δεν άργησε να γίνει αφορμή να απαχθεί σε μικρή ηλικία από τον Θησέα, που την έφερε στην Άφιδνα της Αττικής και απέκτησε μαζί της μια κόρη, την Ιφιγένεια. Όταν όμως ο Θησέας κατέβηκε στον Άδη (άλλη ονομασία του θεού Πλούτωνα αλλά και του κάτω κόσμου) για την απαγωγή της Περσεφόνης, τα αδέλφια της, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, κατάφεραν να την ελευθερώσουν και να τη φέρουν στην αυλή του πατέρα τους. Τώρα όμως είχε γίνει πια γνωστή η ομορφιά της νέας γυναίκας σε όλη την Ελλάδα και άρχισαν να καταφθάνουν στο παλάτι του θνητού πατέρα της Ελένης μνηστήρες ή εκπρόσωποί τους, που προσπαθούσαν να την εξασφαλίσουν για λογαριασμό τους.
Μπροστά σε τόσες υποψηφιότητες, ο βασιλιάς Τυνδάρεος βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς γνώριζε καλά πως, όποιον και να διάλεγε για σύζυγο της κόρης του, θα έκανε εχθρούς όλους τους υπόλοιπους. Από τη δύσκολη αυτή θέση τον έβγαλε ο Οδυσσέας, που ζήτησε ως αντάλλαγμα για τη συνδρομή του την Πηνελόπη, την ανιψιά του βασιλιά, για σύζυγο. Συμβούλεψε λοιπόν ο Οδυσσέας τον Τυνδάρεο να πείσει τους υποψήφιους γαμπρούς να αφήσουν την Ελένη να διαλέξει μόνη της το σύζυγό της. Πριν όμως κάνει η Ελένη την επιλογή της, έπρεπε όλοι να ορκιστούν ότι θα τιμωρήσουν εκείνον που τυχόν θα επιχειρούσε να την αποσπάσει από τη συζυγική εστία. Όλοι ορκίστηκαν με προθυμία, με εξαίρεση τον ίδιο τον Οδυσσέα και τον Αχιλλέα, που ήταν πολύ νέος για να προβάλει αξιώσεις. Και τότε η Ελένη διάλεξε για σύζυγό της τον Μενέλαο, γεγονός που βόλευε τον Τυνδάρεο παρά πολύ, όχι μόνο γιατί ο Μενέλαος ήταν ο πιο πλούσιος από όλους τους Αχαιούς, αλλά και γιατί τον υποστήριζε ως υποψήφιο ο αδερφός του ο Αγαμέμνονας, που είχε παντρευτεί την άλλη κόρη του Τυνδάρεου, την Κλυταιμνήστρα. Και όταν σκοτώθηκαν ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, κλήθηκε ο Μενέλαος να γίνει βασιλιάς της Σπάρτης. Το σχέδιο για τον Τρωικό πόλεμο πήγαινε καλά. Οι ηγεμόνες των Αχαιών, με λιγοστές εξαιρέσεις, είχαν δεσμευθεί με όρκους να υπερασπιστούν μια γυναίκα, η οποία ήταν γραφτό να απαχθεί από τον άντρα της, γιατί αποτελούσε το "δώρο" μιας θεάς σ' έναν θνητό.

Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΩΡΑΙΑΣ ΕΛΕΝΗΣ

Η Αφροδίτη, είχε υποσχεθεί στον Πάρη την ομορφότερη γυναίκα. Όταν λοιπόν ανακοίνωσε στην οικογένειά του την επιθυμία του να ταξιδέψει, δεν έφερε κανένας αντιρρήσεις, αν και τα αδέρφια του, ο Έλενος και η Κασσάνδρα, που κατείχαν τη μαντική τέχνη, προφήτεψαν ότι ένα τέτοιο ταξίδι θα είχε ως συνέπεια την καταστροφή της Τροίας. Οι προφητείες αυτές δε στάθηκαν ικανές να τον σταματήσουν. Είχε άλλωστε με το μέρος του την Αφροδίτη, που του έδωσε μάλιστα το γιο της τον Αινεία ως συνοδό για το ταξίδι. Έτσι ο Φέρεκλος κατασκεύασε για λογαριασμό του Πάρη πλοία, γιατί οι Τρώες δεν ασχολούνταν ως τότε με τη θάλασσα εξαιτίας κάποιου παλιού χρησμού που έλεγε πως η καταστροφή θα ερχόταν από τη θάλασσα. Όταν τα πλοία ετοιμάστηκαν, ξεκίνησε ο Πάρης με κατεύθυνση το παλάτι του Μενέλαου στη Σπάρτη.
Φτάνοντας εκεί, ο Μενέλαος τον υποδέχτηκε θερμά και με όλες τις τιμές που προβλέπονταν από τους κανόνες της φιλοξενίας. Δέκα μέρες αργότερα όμως αναγκάστηκε ο Μενέλαος να πάει στην Κρήτη, για να κηδέψει τον παππού του, τον Κατρέα. Πριν φύγει, έδωσε την εντολή στη γυναίκα του να φροντίσει τους ξένους όσο γίνεται καλύτερα. Χωρίς να την εμποδίζει τίποτα πια, εκπλήρωσε η Αφροδίτη την υπόσχεσή της στον Πάρη. Εκμεταλλευόμενος ο Πάρης την απουσία του Μενέλαου έβαλε την Ελένη στα καράβια του, παίρνοντας μαζί του και μεγάλο μέρος των θησαυρών του παλατιού, καθώς και μερικές δούλες της Ελένης (ανάμεσά τους τη μητέρα του Θησέα Αίθρα και την αδερφή του συντρόφου του Θησέα Πειρίθου, την Κλυμένη ) κι έφυγε.
Η Ελένη εγκατέλειψε στο παλάτι την εννιάχρονη κόρη της, την Ερμιόνη. Το ταξίδι του γυρισμού στην Τροία δεν ήταν όμως τόσο εύκολο για τον Πάρη και τη συνοδεία του. Οδηγημένα τα πλοία από κακοκαιρίες, που έστειλε η Ήρα, έφτασαν στη Σιδώνα αρχικά. Κατόπιν κρύφτηκαν για αρκετό καιρό στην Κύπρο και στη Φοινίκη, γιατί δεν ήξεραν αν τους κυνηγούν. Μετά από αρκετές περιπέτειες έφτασαν ωστόσο στην Τροία, όπου ο Πάρης επισημοποίησε τη σχέση του με την Ελένη.
Γυρίζοντας ο Μενέλαος, που είχε ειδοποιηθεί από την Ίριδα, στο παλάτι του, το βρήκε άδειο όχι μόνο από γυναίκα αλλά και από τα υπάρχοντά του. Η παραβίαση των πατροπαράδοτων νόμων της φιλοξενίας και η εξύβριση του Μενέλαου από τον Πάρη προκάλεσε την οργή και την αγανάκτηση και του ίδιου του Μενέλαου και του αδερφού του του Αγαμέμνονα, στον οποίο αμέσως προσέφυγε. Μόλις ξεπέρασαν την πρώτη έκπληξη, έστειλαν πρεσβεία στην Τροία, απαιτώντας από το βασιλιά της τον Πρίαμο να τους δώσει και την κλεμμένη γυναίκα αλλά και τους θησαυρούς που είχαν αρπαχτεί από το παλάτι του Μενέλαου. Η πρεσβεία γύρισε άπραχτη, καθώς ο Πρίαμος αρνήθηκε κατηγορηματικά, θέλοντας προφανώς να κάνει το χατίρι του γιου του. Όταν η προσπάθειά τους αυτή δεν ευδοκίμησε, κατάλαβαν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή από τον πόλεμο.

«...τωόντι ομοιάζει ωσάν θεάς η τρομερή θωριά της...»

Η Ίρις ειδοποιεί την Ελένη ότι ο Μενέλαος πρόκειται να μονομαχήσει με τον Πάρη για χάρη
της. Επιθυμώντας να δει τον σύζυγό της, εκείνη πηγαίνει προς τον «πύργο των Σκαιών Πυλών»,
όπου βρίσκονται ήδη ο Πρίαμος, οι αρχηγοί των Τρώων και οι σύμβουλοί τους:
...που γέροντες ως ήσαν
είχαν αφήσει τ’ άρματα, αλλ’ ήσαν δημηγόροι
εξαίρετοι και ομοίαζαν τους τσίτσικες που χύνουν
από το πυκνό το φύλλωμα την ιλαρή λαλιά τους.
Κι αμ’ είδαν πως εσίμωνε στον πύργον την Ελένην
συνομιλούσαν σιγανά με λόγια πτερωμένα:
«Κρίμα δεν έχουν οι Αχαιοί, δεν έχουν κρίμα οι Τρώες
χάριν ομοίας γυναικός τόσον καιρόν να πάσχουν·
τωόντι ομοιάζει ωσάν θεάς η τρομερή θωριά της·
αλλά και ως είναι ασύγκριτη καλύτερα να φύγει
παρά να μένει συμφορά σ’ εμάς και στα παιδιά μας.»
Κι ο Πρίαμος εκάλεσε σιμά του την Ελένην:
«Προχώρησε, παιδί μου, εδώ κοντά μου να καθίσεις
τον πρώτον άνδρα σου να ιδείς, τους συγγενείς, τους φίλους·
συ δεν μου πταίεις, οι θεοί μου πταίουν, οπού εκείνοι
μ’ έριξαν στον πολυθρήνητον των Αχαιών αγώνα·
κι εκείνον τον θεόρατο να μου ονομάσεις άνδρα
που ανάμεσα των Αχαιών τόσο λαμπρά φαντάζει.
Αλήθεια, στο ανάστημα τον υπερβαίνουν κι άλλοι,
αλλ’ άνδρα ως αυτόν καλόν και σεβαστόν δεν είδα
εις την ζωήν μου· φαίνεται τωόντι βασιλέας».
Και προς αυτόν απάντησεν η Ελένη γυνή θεία:
«Σέβας και φόβον, ω γλυκέ, σου έχω πενθερέ μου·
κάλλιο να είχα σκοτωθεί, παρά να φύγ’ οϊμένα,
με τον υιόν σου, αφήνοντας τον θάλαμον, τους φίλους,
τες τρυφερές ομήλικες, την μόνην θυγατέρα·
αλλ’ έζησα· να φθείρεται στα κλάυματα η ζωή μου.
Αλλά σ’ αυτό που μ’ ερωτάς εγώ θα σ’ απαντήσω.
Εκείνος είναι ο κραταιός Ατρείδης Αγαμέμνων,
συνάμα βασιλιάς καλός και ανδρείος πολεμάρχος
και ανδράδελφον, έναν καιρόν, εγώ τον είχα η σκύλα»!

Ομήρου Ιλιάδα, Γ 150-180, ΟΕΔΒ 39 «…κι έκλαιγα που με τύφλωσε την έρμη

η Αφροδίτη …»

Ο Τηλέμαχος έρχεται στο παλάτι του Μενέλαου στη Σπάρτη να μάθει νεότερα για τον πατέρα
του, τον Οδυσσέα. Τον συνοδεύει ο γιος του Νέστορα, ο Πεισίστρατος. Οι δυο νέοι φτάνουν το
βράδυ που γίνονται οι γάμοι των παιδιών του Μενέλαου. Χωρίς να ξέρει ποιοι είναι, ο βασιλιάς
δίνει εντολή να τους περιποιηθούν. Ο Τηλέμαχος εντυπωσιάζεται από τα πλούτη του παλατιού.
Στο τραπέζι του γάμου η κουβέντα έρχεται στον Οδυσσέα και ο Τηλέμαχος δακρύζει. Την ώρα
εκείνη φτάνει η Ελένη «σαν άλλη Άρτεμη με τα χρυσά τα βέλη». Οι συνοδοί της κρατούν τα σύ-
νεργα, για να τυλίξει το νήμα που χρειάζεται όταν υφαίνει· τα περισσότερα από αυτά είναι δώρα
των φιλενάδων της από την Αίγυπτο. Αναγνωρίζει τον Τηλέμαχο, που μοιάζει στον πατέρα του.
Ο Μενέλαος στενοχωριέται, γιατί ο Οδυσσέας, ενώ πρόσφερε τόση βοήθεια, στερείται ακόμη τη
χαρά της επιστροφής. Τότε αρχίζουν τον θρήνο όλοι μαζί...
Τότε άλλο η θεογέννητη σοφίστηκε η Ελένη.
Κρυφά βοτάνι στο κρασί που πίνανε τους ρίχνει,
πόσβηνε πόνους και καημούς και τα πικρά φαρμάκια.
Μες στο ποτήρι ανάμιχτο σαν το ’πινε κανένας,
όλη τη μέρα δεν μπορούν τα δάκρυα να του τρέχουν,
κι αν πέθαινε ο πατέρας του κι η μάνα του, κι εμπρός του
σφαγμένο αν έβλεπε αδερφό και γιο του αγαπημένο.
Τέτοια βοτάνια μαγικά είχε του Δία η κόρη,
παρμένα απ’ την Πολύδαμνα του Θώνα τη γυναίκα
στην Αίγυπτο, όπου η πλούσια γης βγάζει ανακατωμένα
άλλα βοτάνια ωφέλιμα κι άλλα θανατηφόρα.
Καθένας είναι εκεί γιατρός σοφός κι απ’ όλους πρώτος,
γιατί τον Παίονα αρχικό προπάτορα τον έχουν.
Σαν το ’ριξε και πρόσταξε να φέρουν να κεράσουν,
άρχισε πάλε κι έλεγε με το γλυκό το στόμα·
«Θεόθρεφτε τ’ Ατρέα γιε, και σεις αρχοντοπαίδια,
άλλοτε σ’ άλλονε ο Θεός καλοτυχιά του δίνει,
και σ’ άλλον πάλε συμφορές, γιατί τα δύνεται όλα.
Και τώρα εδώ που κάθεστε και τρώτε στο παλάτι
και την κουβέντα χαίρεστε, κάτι θα πω ν’ αρέσει.
Κι όλα πού να τ’ αφηγηθώ και να τα ονοματίσω,
και τόσα κατορθώματα του τολμηρού Δυσσέα!
Όμως αυτό πώς το ’καμε ο άντρας ο γενναίος
στην Τροία, που σας πλάκωναν τους Αχαιούς τα πάθια.
Με δυνατές βαρηματιές χάλασε το κορμί του,

Φόρεσε ρούχα φτωχικά που φαίνονταν σα δούλος
και μπήκε στην πλατύδρομη την πόλη των οχτρών του.
Κι όπως μεταμορφώθηκε σαν ψωμοζήτης ήταν,
που τέτοιος πριν δεν έδειχνε στ’ αργίτικα καράβια.
Έτσι αλλαγμένος τρύπωσε στο Κάστρο του Πριάμου.
Οι άλλοι σώπαιναν, κι εγώ τον γνώρισα μονάχη
και τον ρωτούσα, όμως αυτός μου ξέφευγε με τέχνη.
Κι όταν τον έλουζα έπειτα κι έτριβα με το λάδι
και καθαρά του φόρεσα κι όρκο μεγάλο πήρα,
πως δε θα τον φανέρωνα πρωτύτερα στους Τρώες,
πριν φτάσει στις καλύβες του και στα γοργά καράβια,
μου ’πε πια τότε το σκοπό των Αχαιών ποιος ήταν.
Κι αφού με τ’ άπονο σπαθί σκότωσε πλήθος Τρώες,
γύρισε πίσω κι όνομα μεγάλο πήρε απ’ όλους.
Τότες οι άλλες Τρώισσες πικρά μοιρολογούσαν,
μα εγώ πετούσα από χαρά, γιατί είχε πια γυρίσει
μέσα η καρδιά μου κι ήθελα στο σπίτι να γυρίσω,
κι έκλαιγα που με τύφλωσε την έρμη η Αφροδίτη,
όταν στην Τροία μ’ έφερε αλάργα απ’ την πατρίδα,
κι άφησα εδώ την κόρη μου, το σπίτι μου, τον άντρα,
που άλλον δεν είχε ανώτερο στη λεβεντιά, στη γνώση».

Ομήρου Οδύσσεια, δ΄, στίχοι: 222-267


....Μενέλαος και Ωραία Ελένη - Μια συναρπαστική ιστορία αγάπης και πολέμου
Όλοι ξέρουμε τον μύθο της Ωραίας Ελένης. Είναι από τις ιστορίες αυτές που μαθαίνουμε ήδη από πολύ νωρίς, μαθαίνοντας για τους θεούς και τους ήρωες της Αρχαίας Ελλάδας καθώς και τα δυο μεγάλα έπη του Ομήρου, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Και αν το δεύτερο από αυτά τα έπη επικεντρώνεται στις περιπέτειες του πολυμήχανου Οδυσσέα που αγωνίζεται να επιστρέψει στην Ιθάκη, το πρώτο έχει να κάνει με τον τελευταίο χρόνο του Τρωικού Πολέμου, εκεί όπου χιλιάδες άντρες οδηγήθηκαν στη μάχη και στον θάνατο για την Ελένη. Την Ελένη που αποφάσισε να κλεφτεί με τον Πάρη, τον πρίγκηπα της Τροίας εγκαταλείποντας τον σύζυγο της και βασιλιά της Σπάρτης, Μενέλαο.
Αυτά και μόνο είναι αρκετά για να σκιαγραφήσουμε τους τρεις χαρακτήρες. Σκεφτόμαστε την Ελένη ως άτιμη και άπιστη, τον Πάρη ως σωτήρα μιας καταπιεσμένης συζύγου και τον απατημένο Μενέλαο ως άξεστο και άπληστο άρχοντα όπως τείνουν να τον παρουσιάζουν στις ταινίες των τελευταίων χρόνων καθώς επίσης και σε μερικές αποδόσεις για παιδιά όπου προσπαθούν εν συντομία να πουν την ιστορία σε λίγες γραμμές.
Κι όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν μεγάλο και παρεξηγημένο έρωτα. Όχι της Ελένης και του Πάρη. Της Ελένης και του Μενέλαου.
Ας τα πάρουμε από την αρχή.
Ο Μενέλαος ήταν ο μικρός γιος του βασιλιά των Μυκηνών Ατρέα. Ο Όμηρος τον ονομάζει “ξανθό” και “ωραίο”, πράγμα που σήμαινε ότι παρόλο που είχε εντελώς θνητή καταγωγή, διέθετε κάτι το θεϊκό στην όψη. Ήταν επίσης δίκαιος, τίμιος, ευγενικός και καλός φίλος. Αυτά μπορούμε να τα επιβεβαιώσουμε διαβάζοντας την Ιλιάδα και ειδικά το περιστατικό με την μάχη για το πτώμα του Πάτροκλου που οι Τρώες ήθελαν να βεβηλώσουν. Γενικά υπήρχε κάτι το “ιπποτικό” στο χαρακτήρα του Μενέλαου και το γεγονός και μόνο ότι κίνησε γη και ουρανό για να κερδίσει πίσω την αγαπημένη του και όχι για να την εκδικηθεί, μας λέει επίσης πολλά.
Ας πάμε πάλι πίσω στα παιδικά του χρόνια. Μπορεί μεν ο Μενέλαος να ήταν πρίγκιπας των Μυκηνών, είχε όμως την ατυχία να δει τον πατέρα του να δολοφονείται από τον θείο του, τον Θυέστη, τον αδελφό του Ατρέα που ήθελε να γίνει βασιλιάς. Ο Θυέστης στη συνέχεια κυνήγησε τον Μενέλαο και τον Αγαμέμνονα για να τους σκοτώσει και αυτούς ώστε να μην υπάρχουν δικαιωματικοί διάδοχοι του θρόνου. Έτσι οι δυο νεαροί Ατρείδες έφυγαν μακριά από τις Μυκήνες και βρήκαν καταφύγιο στη Σπάρτη, εκεί όπου βασίλευε ο Τυνδάρεως, ο πατέρας της Ωραίας Ελένης και της Κλυταιμνήστρας. Εκεί έζησαν ο Αγαμέμνονας και ο Μενέλαος προσφέροντας τις υπηρεσίες τους μέχρι να ενηλικιωθούν και να εκδικηθούν το θάνατο του πατέρα τους.
Εδώ, λοιπόν, μπαίνει στην ιστορία η Ελένη, προικισμένη που ήταν με θεϊκή ομορφιά. Το δώρο αυτό όμως την έβαζε συνεχώς σε μπελάδες. Κοριτσάκι ήταν την είδε ο Θησέας, ο γνωστός ήρωας, και μπήκε στον πειρασμό να την απαγάγει, πράγμα που και έκανε, προκαλώντας έτσι την οργή των αδελφών της, του Κάστορα και του Πολυδεύκη, οι οποίοι για να σώσουν την αδελφή τους κατέστρεψαν την Αθήνα, το βασίλειο του Θησέα (μύθος που μας θυμίζει την μετέπειτα χρόνια έχθρα μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών). Αυτό βέβαια είναι το τίμημα του να είσαι ημίθεος, πόσο μάλλον παιδί του Δία. Διότι η ομορφιά της Ελένης δεν ήταν τυχαία. Στην πραγματικότητα η μητέρα της, η Λύδα δεν την έκανε με τον Τυνδάρεω αλλά με τον Δία ο οποίος είχε πάρει τη μορφή ενός λευκού κύκνου, γεννώντας έτσι δύο αυγά μέσα από τα οποία βγήκαν ο παντοδύναμος Πολυδεύκης και η πανέμορφη Ελένη.
Αφού οι Διόσκουροι κατάφεραν να την βρουν και την σώσουν, η Ελένη επέστρεψε στη Σπάρτη μεγαλώνοντας μαζί με τα αδέλφια της και τους Ατρείδες, τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο. Και κάπου εκεί ένας έρωτας άρχισε να γεννιέται μεταξύ της Ελένης και του Μενέλαου που εκείνον τον καιρό φύλαγε τα κοπάδια του Τυνδάρεου.
Μεγάλωσαν οι Ατρείδες και ήρθε η ώρα να εκδικηθούν το θάνατο του πατέρα τους. Επέστρεψαν στις Μυκήνες και βοήθεια από τη Σπάρτη και σκότωσαν τον Θυέστη. Έτσι ο Αγαμέμνονας, ως μεγάλος γιος, έγινε ο βασιλιάς των Μυκηνών και ζήτησε για γυναίκα του την Κλυταιμνήστρα, την αδελφή της Ελένης. Όσο για τον Μενέλαο, επέστρεψε στη Σπάρτη κοντά στην αγαπημένη του Ελένη, γνωρίζοντας πως σε λίγο καιρό θα την έχανε για πάντα. Γιατί η Ελένη έφτασε σε ηλικία γάμου και δεκάδες βασιλιάδες και πρίγκιπες ήρθαν να τη ζητήσουν.
Σχεδόν όλοι όσοι πήραν μέρος αργότερα στον Τρωικό Πόλεμο ως αρχηγοί, επισκέφτηκαν το παλάτι του Τυνδάερου με όνειρο να κάνουν δική τους την Ελένη. Ανάμεσα τους ο Αχιλλέας, ο Αίαντας, ο Διομύδης και ο Οδυσσέας. Όλοι τους έπρεπε να περάσουν αθλητικές δοκιμασίες και όποιος έβγαινε πρωταθλητής θα έκανε την Ελένη γυναίκα του. Όμως ήταν δύσκολο να στεφθεί ο νικητής ανάμεσα σε τόσους ήρωες, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να τραβηχτούν όπλα και να ξεσπάσει τρομερός καβγάς.
Τη λύση την έδωσε ο Οδυσσέας. Και ποια λύση ήταν αυτή. Να άφηναν την ίδια την Ελένη να διαλέξει τον άντρα που ήθελε για σύντροφο της.
Έτσι κι έγινε. Η Ελένη αφέθηκε μέσα στα βασιλόπουλα να επιλέξει. Όμως αυτός που επέλεξε δεν ήταν βασιλιάς. Ήταν ο Μενέλαος. Ο παιδικός της φίλος, ο εκλεκτός της καρδιάς της.
Κι έτσι το ζευγάρι παντρεύτηκε και έζησε ευτυχισμένο. Αργότερα απέκτησαν ένα κοριτσάκι, την Ερμιόνη. Και όταν ο Τυνδάρεως πέθανε από γηρατειά, τη θέση του πήρε ο Μενέλαος και έγινε βασιλιάς της Σπάρτης.
Την ευτυχία τους όμως ήρθε να ταράξει ο μικρός γιος του Πρίαμου, ο Πάρης. Αυτός ήρθε ως φιλοξενούμενος του Μενέλαου με τον οποίο είχαν γίνει φίλοι πριν από λίγο καιρό στην Τροία, όταν ο πρώτος έσωσε τη ζωή του δεύτερου από ένα αγριογούρουνο. Ο Πάρης όμως είχε άλλα σχέδια καταφθάνοντας στην Σπάρτη. Είχε έρθει για να πάρει το δώρο που του είχε τάξει η θεά Αφροδίτη σε αντάλλαγμα του Μήλου της Έριδος που της χάρισε ως ομορφότερη από τις τρεις θεές που τον είχαν θέσει για κριτή.
Και το δώρο αυτό δεν ήταν άλλο από την ίδια την Ελένη.
Η Ελένη, από τη μεριά της δεν ήθελε να αφήσει ούτε τον άντρα της ούτε και το παιδί της. Οι αναμνήσεις από την απαγωγή του Θησέα και την καταστροφή της Αθήνας της είχαν αφήσει σημάδια. Δεν ήθελε να ξαναπεράσει τα ίδια και χειρότερα για χάρη του νεαρού Τρώα. Όμως αναγκάστηκε να υποκύψει στο όνομα της θεάς. Κι έτσι, μια νύχτα που ο Μενέλαος έλειπε στην Κρήτη για να βρεθεί αναγκαστικά στο πλάι του φίλου του, του Ιδομενέα, έφυγε με τον Πάρη.
Κατά μία έννοια υπήρξε απαγωγή. Δεν έφυγαν οι δυο τους αφού ο Πάρης έκλεψε μαζί με την Ελένη και τους θησαυρούς του Μενέλαου, μαζί και κάποιες γυναίκες του παλατιού. Ο φίλος του ο Αινείας προσπάθησε να τον συνετίσει μα ο Πάρης ήταν αρκετά άπληστος για να σταματήσει. Και μόνο που είχε σβήσει από μέσα του την αγαπημένη του Οινώνη, μια νύμφη με την οποία ήταν παντρεμένος, αυτό αρκούσε για να φανερώσει την αλαζονεία του.
Τα νέα έφτασαν στον Μενέλαο ο οποίος πληγωμένος τόσο από την γυναίκα του όσο και από την ασυγχώρητη συμπεριφορά του φιλοξενούμενου του, ταξίδεψε ως την Τροία για να λύσει το θέμα ειρηνικά. Οι Τρώες όμως δεν τον δέχτηκαν κι έτσι ο Μενέλαος γύρισε στην Σπάρτη ταπεινωμένος. Ο αδελφός του, ο Αγαμέμνονας, ο οποίος εδώ και καιρό έκανε βλέψεις να κατακτήσει την Τροία, βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε. Θα καλούσε όλους τους βασιλιάδες της Ελλάδας να πολεμήσουν στο πλευρό των Ατρειδών όπως είχαν ορκιστεί να κάνουν την μέρα που η Ελένη διάλεξε τον Μενέλαο για σύζυγο της.
 Η συνέχεια είναι σε όλους μας γνωστή. Δεκάδες στρατοί συγκεντρώθηκαν στην Αυλίδα για να σαλπάρουν μέχρι την Τροία και να πολεμήσουν για χάρη της Ελένης και του Μενέλαου. Δέκα ολόκληρα χρόνια κράτησε ο πόλεμος και χιλιάδες Έλληνες και Τρώες έχασαν την ζωή τους, ανάμεσα τους μεγάλοι ήρωες όπως ο Αχιλλέας και ο Έκτορας. Σκοτώθηκε και ο Πάρης από τον Φιλοκτήτη κι έτσι ο Μενέλαος έχασε την ευκαιρία του να τον εκδικηθεί. Ο Διήφοβος, αδελφός του Πάρη, βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε. Να κάνει δική του την Ελένη με αποτέλεσμα να νιώσει την οργή του Μενέλαου όταν ο Δούρειος Ίππος μπήκε στην Τροία και οι Έλληνες έλυσαν την πολιορκία.
Τώρα, έπειτα από τόσον καιρό αγωνίας, σφαγής, πόνου, αίματος και δακρύων, το ζευγάρι ήταν και πάλι μαζί. Η ώρα τους να επιστρέψουν στην πατρίδα και στην κόρη τους, είχε φτάσει.
Ή έτσι πίστευαν.
Ο Μενέλαος και η Ελένη, πέρα από τα δέκα χρόνια που έκαναν να ανταμώσουν, χρειάστηκαν άλλα οχτώ για να γυρίσουν στην Σπάρτη. Μια τρομερή φουρτούνα έξω από την Λακωνία έστειλε το καράβι τους μακριά, σε χώρες που δεν είχαν επισκεφτεί. Πέρασαν από την Συδώνα, την Αιθιοπία, την Κύπρο, την Φοινίκη και την Λιβυή. Στην Αίγυπτο τους φιλοξένησε η βασίλισσα Πολυδάμια η οποία χάρισε στην Ελένη ένα μαγικό βότανο που όποιος το έπινε, ξεχνούσε τα δυσάρεστα του παρελθόντος.
Για να φτάσουν τελικά στην Σπάρτη έπρεπε πρώτα να βρουν τον Πρωτέα, τον Γέρο της Θάλασσας και να πάρουν το χρησμό του. Μετά από πολλές περιπέτειες ο Μενέλαος κατάφερε να αιχμαλωτίσει τον Πρωτέα για να μάθει σε ποιους θεούς έπρεπε να θυσιάσει και ποιον δρόμο να ακολουθήσει.
Ο Πρωτέας αποκάλυψε τα πάντα στον Μενέλαο και μαζί με αυτά τις τύχες των συντρόφων του. Του είπε για την ταλαιπωρία του Οδυσσέα και για την δολοφονία του αδελφού του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο, τον γιο του Θυέστη. Όμως του είπε και κάτι ευχάριστο. Ότι ο Μενέλαος και η Ελένη δεν θα αποχωρίζονταν ποτέ ξανά ο ένας τον άλλον και θα ζούσαν μαζί ως τα βαθιά γεράματα. Και όταν θα έκλειναν τα μάτια τους θα πήγαιναν στα Ηλύσια Πεδία όπου θα συνέχιζαν να ζουν αγαπημένοι για όλη την αιωνιότητα.
Και έτσι έγινε. Ο Μενέλαος και η Ελένη, οι δυο παιδικοί φίλοι που χτυπήθηκαν από την μοίρα να ζουν χωριστά στα ωραιότερα χρόνια της ζωής τους, επιτέλους βρήκαν γαλήνη μετά θάνατον. Και παραμένουν ερωτευμένοι και αγαπημένοι μακριά από τις έχθρες, τις αδικίες και τον πόλεμο, εκεί όπου ξεκουράζονται οι ήρωες και εραστές μιας αλλοτινής εποχής.

Μύθοι και Θρύλοι της Αρχαίας Ελλάδας Ν.Α. Κουν εκδ Λειψία, Ιφιγένεια εκδ Στρατικη, Ο Πόλεμος της Τροίας Λιντσει Κλαρκ εκδ Λιβάνη.

Γιώργος Χατζηκυριάκος
https://www.willowisps.gr/main/-/14/2/2017-2

Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Osa Prepei Na Gnorizo Gia To Nautiko Epagelma

Κύριε διευθυντά. Πληροφορούμαι ότι ο ελληνικός εμπορικός στόλο ς είναι σήμερα ο μεγαλύτερος του κόσμου, ενώ τα ελληνικών συμφερόντων πλοία που ταξιδεύουν με κοινοτική σημαία αντιπροσωπεύουν, σε μεταφορική ικανότητα, το 56% του στόλου που κατέχουν οι 25 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε κανέναν άλλο τομέα της διεθνούς οικονο­μίας η Ελλάδα δεν απολαμβάνει αυτή την επιτυχία! Η πληροφόρηση προέρχεται α­πό το φετινό ενημερωτικό φυλλάδιο του Ναυτικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος, α­ποσκοπώντας στην προσέλκυση νέων στο ναυτικό επάγγελμα για θέσεις αξιωματικών γέφυρας και μηχανής. Επειδή το Ναυτικό Επιμελητήριο ασχολή­θηκε με την ενημέρωση του νέου πληθυ­σμού της χώρας μας περί της σταδιοδρο­μίας στη θάλασσα, αλλά μάλλον από κεκτημένη ταχύτητα του διέφυγαν μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία, καλό θα ήταν να τα υπενθυμίσουμε σε όσους ενδιαφέρονται. Κάποιος φίλος ναυτικός βρέθηκε ως επι­σκέπτης στη γέφυρα ενός πλοίου με Βόρειο ευρωπαίο πλοίαρχο και η πρώτη ερώ­τηση που του τέθηκε ήταν: «Μα καλά, α­ληθεύει ότι ακόμα μπαρκάρετε εσείς 6μη­να και 7μηνα;». Όχι μόνο αληθεύει ,αγα­πητέ κάπταιν, αλλά και 8μηνα και 9μηνα ά­μα μπορέσουμε, γιατί εδώ είναι Βαλκάνια και το έργο παίζει σε ελεύθερη μετάφραση. Αυτό που έχει ειπωθεί και πρέπει για άλλη μια φορά να επαναειπωθεί -για να ξεκινήσουμε από κάπου - είναι ότι ο Έλληνας ναυτικός χαντακώθηκε από το φιλότιμό του. Τα χρόνια που τα λίμπερτι έ­δωσαν την κινητήρια σπρωξιά στην εμπο­ρική μας ναυτιλία πέρασαν ανεπιστρεπτί, οι εποχές που μπαρκάρανε τα τσoupμo οπό το χωριό του αφεντικού και το vοιώθανε το καΐκι και κτήμα τους επίσης. Οι μέρες του «εσύ που ‘φαες τ’ αβγό» είναι πλέov α­ναμνήσεις από ναυτικές ιστορίες. Ταυτόχρονα άλλαξαν και οι ανάγκες επίσης. Άλλη η Ελλάδα του ‘50, άλλη του σήμερα. Έτσι λοιπόν νάμαστε στα 2006, με 3.338 πλοία ελληνόκτητα, δηλαδή ελληνικής πλοιο­κτησίας αλλά όχι και ελληνικής σημαίας. Το γιατί είναι επίσης γνωστό, άλλο Πέπη κι άλλο πρέπει, αλλιώς είναι να έχεις running costs per day τέσσερις χιλιάδες δολάρια και αλλιώς επτά χιλιάδες δολάρια, 90 χι­λιάρικα το μήνα δεν είναι παίξε γέλασε. γιατί, αγαπητέ μου, ο άλλος το βάζει κάτω το πράμα και σου λέει, αφού η δουλειά αυτή η δύσκολη έχει πρωταρχικό κανόνα το «ο θάνατός σου η ζωή μου», τα πράματα είναι απλά, τρεις το λάδι τρεις το ξίδι, από πού μπορώ να κόψω για να είμαι ανταγωνιστικός; Από τα πετρέλαια ξέχνα το, από τη συντήρηση όλο και πιο δύσκολα γιατί με αυτούς τους όλο και πιο σκληρούς και απαιτητικού ς κανόνες δεν μας παίρνει να μας το δέσουνε πουθενά το εργαλείο, από τις τροφοδοσίες, ε εκεί τα 'χουμε πάει ήδη κάτω τα budget, πόσο πιο κάτω; Εξάλλου είκοσι νοματαίοι τι να φάνε πια. Άρα τι μένει, οι αμοιβές του κόσμου. Εδώ λοιπόν έρχεται να πέσει ο τίτλος του θρίλερ
«ο αιμοδιψής Έλλην Ναυτικός και τα δεινά που φέρει».
Γιατί, όπως και να το κάνουμε τώρα, την εποχή που ο κόσμος είναι με το κινητό του το καινούργιο στην τσέπη, το αμαξάκι του παρκαρισμένο στο παρκιvγκ και το γκομενάκι παραμάσχαλα στο Μικρολίμανο, και, είτε με τα ψέματα είτε με την επιχορήγηση του μπαμπά από πίσω, θα τη βγάλει και την ντάγκλα του θα την έχει, ε, δεν γίνεται, ρε, φίλε, εσύ να τον θέλεις να τραβάει 6ωρίες στο γκαζάδικο στο Λάγος και στο Mallaca Strait μην του την πέσουν οι πειρατές και μην τόνε πατήσει κανένα κοντεινερ που ανεβαίνει πατημένο με 24 για Ευρώπη και είναι ήδη 4 ώρες πίσω -αλίμονο ο δόλιος μπάρμπας έχει χάσει ήδη τον ύπνο του. Ε, για να τόνε σηκώσεις από τη μακαριότητά του το φέρελπι νέο δεν πρέπει να τόνε γλυκάνεις και λίγο το μάγκα; Πρέπει. 3.500 ευρώ στο φορτηγό και 4.300 στο γκαζάδικο λέει το Ν.Ε.Ε. παίρνει ο ανθυποπλοίαρχος. Ε, τώρα για 23 χρονών παλικάρι τέτοια λεφτά δεν είναι λίγα, εκεί λοιπόν ποντάρουμε, ωραία. Το σκέφτηκε ο νέος, το ξανασκέφτηκε, σου λέει όλα καλά στο Μικρολίμανο, αλλά άμα ο γέρος κόψει το σπονσοριλίκι τι χαμπάρια, μάστορα;
Το είδε από δω, το είδε από κει, νάτονε στη μεγάλη Σχολή του γένους, την Α.Ε.Ν. που όλο και τον ζαλίζουνε ότι είναι κάτι μεταξύ Τ.Ε.Ι. και Α.Ε.Ι. και τίποτα απ' όλα. Έβαλε τη στολή του, έκανε και κοπάνα από τη Σχολή με τη διμοιρία και σκάσανε με τα γαλόνια και το ray ban στο Μικρολίμανο και πάθανε βουή οι μικρές, όπα σου λέει εδώ είμαστε. Κι έτσι μετά από κάτι μηνακια σου σκάει στο βαπόρι ο δόκιμος που περίμενες στωικά, καλώς το παλικάρι μας. Πώς, ρε λεβέντη μου, την πήρες την απόφαση να 'ρθεις στα βαπόρια;
Α, σου λέει ο φέρελπις, κύ­ριε πλοίαρχε, είναι ένα επάγγελµα µε μεγάλες αµοιβές και δόξα και καριέρα. Καλά, παιδί µου ... πήγαινε να τακτοποιηθείς και θα τα πούµε. Τώρα άµα αυτόνε τον βλέπεις σαν τον αυριανό σου ανθυποπλοίαρχο, πρέπει να τον µάθεις και τα του σπορ, οπότε να µάθει να διοικείται για να διοικήσει αύριο. Για να µάθει να λέει «βίρα και λάσκα» του ναύτη πρέπει πρώτα να το κάνει ο ίδιος, άρα πρέπει να τόνε ξεκινήσεις από κάτω για να ανεβαίνει ένα-ένα τα σκαλιά. Έτσι, λοιπόν τόνε δίνεις για κάποιες ώρες στο γερο-λοστρόµο σου, άµα είσαι τυχερός και δεν έχεις Σκανδιναβό, και του λες µάθετόνε απ' όλα και σωστά.
Ααααµάαν, ρε, τι κάνετε εκεί! Ρε, το παιδί θα το καταστρέψετε, ρε φονιάδες. Άκου σεντίνες ο δόκιµος! Ρε, πάτε καλά; 'Εχει µεσο τον Β' υπαρχηγο του Λιµενικου, που λέει ο λόγος, για να 'ρθει εδώ, θέλετε να 'χουµε άλλα; Πάνω κατευθείαν το παιδί. Είναι που είναι το επίπεδο των δικών µας Σχολών καλύτερο από του Southampton, του Kalmar και του Oslo, και σ' τον στέλνοuνε µέσα το φωστήρα έτοιµο. Τόνε βάζεις και συ µέσα στο γραφείο και του λες: «Βλέπεις όλους αυτούς τους φακέλους; Μπράβο καµάρι µου, πιάσε και γράφε». Και θα βγεις από δω όταν ξεµπαρκάρεις. Αυτό δεν του το λες, αλλά άµα είναι γάτης το καταλαβαίνει µόνος του. Ο µόρτης τώρα ο δόκιµος είδε στη διαφήµιση κάτι παλικαράκια µε καπελάκια ψαρέµατος που χοροπηδάγανε σαν να πηγαίνανε εκδροµή, είδε κάτι γαλόνια αστραφτερά στη Σχολή, διάβασε και στο φυλλάδιο του Ναυτικού Επιµελητηρίου Ελλάδος κάτι τσιτάτο σαν «Τaξιδεύω-Εξερευνώ-Ανaκaλύπτω-Κερδίζω» και σούρθε µέσα φτιαγµένος. Τώρα, για να πούµε και ένα µικρό µυστικό µε­ταξύ µας, όταν τόσκασε το παραµύθι στο γκο­µενάκι εκείνο το βράδυ ότι θα πεταχτεί σε µια δουλειά και θα ξαναρθεί σε κάνα 6µηνο, το µι­κρό έπαθε ένα κατιτίς αλλά της είπε ο µικρός, κινητό θα έχω, µωρό µου, θα σε παίρνω κάθε µέρα. Ήλπιζε ο αφελής ότι θα τη γλίτωνε. έτσι ως νέος Μαγγελάνος στην εποχή του ISM, του ISPS, της ανταγωνι­στικότητας και της παγκοσµιοποίησης, ο φέρελπις ήρθε και αναµένει να δει τα γούστα. Σκάει και το ταξίδι από Ευρώπη για Βραζιλία, ωραία πράµατα, εδώ είµαστε. 18 µερούλες λένε οι παλιοί, µπουνάτσες µετά το Φινιστέρο, λεβεντιές. Ο νέος γράφει-γράφει­-γράφει και ξαναγράφει. Έρχεται και στη βάρδια το βράδυ, αλλά ο ανθυποπλοίαρχος , δεν φαίνεται ο πλέον ευτυχής κάτοικος του πλανήτη. Κάτι βλαστήμιες ρίχνει στο σύστημα, κάτι για Λιμενικό μουρμουράει αλλά δεν είχε μέσο, κάτι για κότερα να την κάνει, ο νέος απορεί. Μα καλά, αφού παίρνει 3,5 χιλιάρικα! Δεν είναι στα καλά του ετούτος. Άσε να πάω στον άλλο. Αυτός χειρότερα! Έχει και γραμμάτια! Ρε, πού πέσαμε εδώ μέσα. Όσο για το γραμματέα, άστονε, μην τον υπολογί­ζεις. Ούτε μιλάει ούτε λαλάει, μόνο παραμι­λάει για τις πουτάνες στο Santos και πόσο θέ­λει να πιάσει τη βάση για τη σύνταξη. Πήγαμε λοιπόν και στο Santos και κάναμε και τα γούστα μας. Σαν τον λαγό, ό­μως, που τόνε κυνηγάνε. Δύο μέρες κάτσαμε και νάμαστε πάλι στο δρόμο για την Κίνα. Εδώ το θέμα χαλάει λίγο γιατί είναι πάνω από μήνας και ο νέος δεν το είχε υπολογίσει έτσι ακριβώς. Όσο για το κινητό που «μας φέρνει κοντά» κλπ., κλπ., μόλις ήρθε ο λογαριασμός ο πρώτος, κάτι για λάθος παραμίλαγε αλλά στο τέλος τα πλήρωσε, τι να κάνει. Όταν όμως μετά από 40 μέρες εν πλω, χωρίς κινητό χωρίς ιντερνέτ να βλέπει τουλάχιστον τα e-mail του από τους κολλητούς και το μωρό, να διαβάσει λίγο μια εφημερίδα, ρε παιδί μου, χωρίς νέα παρά τις ραδιοαρβύλες, με παρέα 6-7 λαλημένους πατριώτες και άλλους 18 Σκανδιναβούς που τρώνε ρύζι και βρωμοκοπάνε σκορδίλα, με παρέα τη μοναξιά του τη μαύρη, να κάτσει να σκεφτεί λίγο, εκεί το σχέδιο δεν πάει καλά. Άσε ντε που άμα θυμάται το μωρό, τα Σαββατόβραδα, το αμάξι και τους κολλητούς, δεν του κάθεται καλά με τίποτα. Όταν δε φτάσει με το καλό στην Κίνα, σε έναν ντόκο στη μέση του πουθενά να ξεφορτώσει για άλλες δύο μέρες και μετά δρόμο και πλύσιμο τα αμπάρια, ε, εκεί έρχεται η ώρα των α­ποφάσεων. Όταν με το καλό το νετάρει το 6μηνο και γυρίσει, άμα θα βρει το μωρό να τον περιμένει θα ακούσει την γκρίνια που δεν έχει μάθει ακόμα, και άμα δεν το βρει να περιμένει, πράγμα το πιθανότερο, θα πιει πολλούς καφέδες με τους κολλητούς και θα το ξανασκεφτεί.
Μιλούσαμε λοιπόν περί ανταγωνιστικότητας και running costs και έλλειψη νέων από το ναυτικό επάγγελμα, τη στιγμή που η ελληνική ναυτιλία δεν έχει ματαξαναδεί τέτοιες δόξες και άλλα πολλά που γίνανε πια πιπίλα στο στό­μα. Δεν είπαμε όμως την ωμή αλήθεια και αν δεν το αναλύσουμε το πράγμα, να το δού με αντικειμενικά, δεν υπάρχει και καμία ελπίδα τα πράγματα να φτιάξουν μόνα τους. Πάμε λοιπόν μια προσπάθεια. Έλληνας ναυτικός δεν έχει μέλλον. Ορθόν και να η εξήγηση. Για να πάει σήμερα ο νέος στα βαπόρια πρέπει να υπάρχει λόγος. Λεφτά, λοιπόν, ναι μεν, αλλά. Τρεις χιλιάδες πεντακόσια ο ανθυποπλοίαρχος, αλλά όσο είναι μέσα στο βαπόρι - δηλαδή επί όσους μήνες μπαρκάρει και μετά διά 12 μήνες το χρόνο. Μήπως λοιπόν τα 3.500 γί­νονται 2.300 χωρίς πολλή προσπάθεια; ΓίνονταΙ. Από την άλλη, για να κάτσει και να σταδιοδρομήσει στα βαπόρια ή πρέπει να είναι ψωνισμένος με το άθλημα από μικρός ή πρέπει να έχει μεγάλη οικονομική ανάγκη και να μην μπορεί να κάνει αλλιώς ή πρέπει να είναι τελείως φευγάτος και κομματάκι παρμένος. Νορμάλ άνθρωπος στην εποχή του κινητού, του εύκολου δανείου «διακοπών» και της κα­λοπέρασης δεν κάθεται στα βαπόρια σήμε­ρα. Αν δε, είναι λίγο ξύπνιος και τα πιάσει τα νοήματα από νωρίς ή Ψάχνει να βρει στοργή στην αραxτή καρέκλα του δημοσίου, Π.χ. του Λιμενικού, ή πάει κατευθείαν για μεταπτυχια­κά και προσπαθεί λυσσαλέα να βρει θέση σε γραφείο. Μακριά από τα βαπόρια πάντως. Παρένθεση για μια μεγάλη αλήθεια: Ποιος α­λήθεια δεν θέλει το δίπλωμα της Ακαδημιας Εμπορικού Ναυτικού να είναι επιπέδου Ανωτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος; Μήπως ομως αν γίνει αυτό δεν πρόκειται να μείνει αν­θρωπος στα βαπόρια που να μην κάνει αίτηση ­για δουλειά στο δημόσιο; Ερώτημα ... Όσο για την εκπαίδευση, μήπως δεν είναι τυχαίο που ­δεν βελτιώνεται; Μήπως το να παράγουμε τα κεφάλια που μας λείπουν κάθε χρόνο πρέπει να μπερδευτεί με το «παράγω ανθρω πινο δυναμικό του υψηλότερου δυνατού επ­πέδου ώστε να το χρησιμοποιήσω για τη δcυλειά που το θέλω»; Γιατί άμα τον κάνω οπλισμένο σαν αστα­κό και του ανοίξω τα μάτια, θα μου την κάνει από την πίσω πόρτα όταν καταλάβει ότι και θέλω να τον ξεζουμίζω και δεν θέλω να τον ανταμείβω κατάλληλα! Γιατί όταν Έλληνας εκπαιδευτεί όπως ο Βόρειος. όχι. μόνο δεν έχει να φοβηθεί τίποτα αλλά τους πήρε φαλάγγι όλους, άρα μήπως δεν θέλουμε να έχουμε τους καλύτερους επίτηδες: Μήπως ο αντισυνταγματικός (παρά)νόμος που. δεν αναγνωρίζει την υπηρεσία του αξιωματικού ως προαγωγική σε οποιαδήποτε σημαία δεν αποσκοπεί μόνο στο να ανακόψει την πορεία όσων θέλουν να δοκιμάσουν την τύχη τους και πιο πέρα, αλλά τους αναγκάζει να παραμείνουν στην κατάντια της Ακτής Μιαούλη με τα γνωστά αίσχη πληρωματάδων και πρακτόρων.
Μήπως βγάλαμε μόνοι μας τα μάτια μας; Είπαμε 3.338 ελληνόκτητα, σκάρτα 700 με ελληνική σημαία. Και τα υπόλοιπα; Άντε καμιά 500αριά να έχουν Κύπρο και Μάλτα, κι αυτό μετά την είσοδο των νέων χωρών στην Ε.Ε. το 2004. Τα υπόλοιπα; Μήπως ο κατά παραγγελία νόμος μας ήρθε μπούμερανγκ και τώρα που όλοι θέλουν ση­μαία για να μαζέψουν υπηρεσία, δεν βρίσκου­με με τίποτα κόσμο για τα ανασφάλιστα; Και αν η σημαία συνεχίζει να χάνει κάθε χρόνο βαπόρια, στο τέλος πού θα τη βρίσκουμε για να μαξέψoυμε υπηρεσία '{Τώρα ήρθε η ώρα να πούμε κι άλλο ένα μι­κρό μυστικό μεταξύ μας. Με λίγη καλή θέληση όλα γίνονται! Όπως τον φτιάξα­με το νόμο όταν τον χρειαζόμασταν, έτσι θα τον αλλάξουμε και τώρα που άλλαξαν και οι α­νάγκες. Έτσι δεν είναι, κύριοι; Που λες λοιπόν, αδερφέ, τον αφήσαμε επίτηδες μονόφθαλμο, του κλείσαμε και τις εξόδους διαφυγής, τόνε μεγαλώσαμε μέσα στη λαμαρίνα δουλικό υ­ποτακτικό και μονίμως ανασφαλή, και τον δέ­σαμε το γάιδαρό μας. Έλα όμως που το ίδιο το σύστημα μας ξεπέρασε! Έλα που η κοινωνία η ίδια, παρά την υποκουλτούρα και τη φτώχεια της την πνευματική, κατάφερε τουλάχιστον μια στοιχειώδη ευμάρεια, και έλα που όλοι εί­ναι αφοσιωμένοι στην καλοπέρασή τους! Γιατί λοιπόν να σου έρθει ο νέος σήμερα στα βα­πόρια σου, καπετάνιε μου, όταν εσύ δεν του δί­νεις ούτε λiγα από αυτά που πρέπει: Πόσες ελληνικές εταιρείες σήµερα έχουν κάνει 4 µήνες συµβάσεις στους αξιωµατικούς τους και µε τι αµοιβή; Με τι αµοιβή στη στεριά και για πόσο καιρό; Υπάρχει σήµερα ελληνική εταιρεία που να σου υ­πογράφει συµβόλαιο-σύµβαση εργασίας-άδειας-επαναπρόσληψης; εν είναι όµως αυτό µόνο του αρκε­τό. Με το υπάρχον ασφαλιστικό σύστηµα, τον τρόπο υπολογισµού των συντάξεων και τα παρελκόµενα αν θέ­λεις να δουλεύεις σαν άνθρωπος και να σε βλέπει και το σπίτι σου, δεν µπορείς να µα­ζέψεις υπηρεσία για σύνταξη πριν από τα εξήντα! Έλα όµως που ούτε αντέχεις µε τις σηµερινές απαιτήσεις, ούτε και σε θέ­λουν µόλις καβατζάρεις τα πενήντα! Έτσι λοιπόν κάτσε στον πάγκο και πιάσε το κουπί. Δυστυχώς, η πικρή αλήθεια είναι ότι παρά τις συντονισµένες προσπάθειές τους, ξυπνήσαµε έστω και λίγο, και αρχί­σαµε να καταλαβαίνουµε τι γίνεται και πιο έξω από την αυλή µας. Και εκεί είναι που χαλάει η σούπα. Επειδή όσους Ουκρα­νούς κι αν ναυτολογήσουν δεν µπορούν να αντικαταστήσουν τον καλό Έλληνα. Η µία στραβή του Ουκρανού ακόµα και στην 5ετία είναι αρκετή να σε στείλει αδιάβα­στο. Από την άλλη θέλουµε τον Έλληνα, αλλά όπως µας βολεύει εµάς, δηλαδή και να τραβάει ασταµάτητα και να µην ζητάει Ίσως αυτή η µαγική συνταγή που πέτυχε τόσα χρόνια να είναι και ο λόγος ύπαρξης της ναυτιλίας µας σε αυτά τα επίπεδα που είναι σήµερα. Όµως εδώ είναι το critical point, στην καµπή της ιστορίας. Τι θέλου­µε εντέλει; Η µία "σχολή» λέει, όπως πάµε για όσο πάµε και ας έχουµε δουλίτσα να τρώµε το ψωµάκι µας. Και η άλλη, καλύ­τερα µιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή. Το σω­στό είναι στη ζυγαριά του καθενός µας, αλλά η αλήθεια που ισχύει για όλους ανεξαιρέτως είναι ότι το έργο φτάνει στο τέλος του, από όποια µεριά του σινεµά και αν κάτσεις.
Από τη στιγµή που η ναυτιλία παίζει µε πα­γκόσµιους κανόνες σε παγκόσµιο επίπε­δο, κι από τη στιγµή που φτηνό εργατικό δυναµικό υπάρχει και θα υπάρχει άφθονο ώστε ο ανταγωνισµός να δίνει περιθώρια προς τα κάτω, ο ακριβός είναι χαµένος. Μόνη ελπίδα η νίκη της ποιότητας σε βά­ρος της ποσότητας.. Αν δηλαδή η εξέλιξη των κοινωνιών είναι τέτοια που η ποιότητα καταφέρει να υπερισχύσει του υπερκέρδους, µόνο τότε υπάρχει ελπίδα για τον ακριβό, τον καλό, τον ποιοτικό ναυτικό να επιζήσει Από την άλλη, και µε δεδοµένο τη σταδιακή απόσυρση από το επάγγελµα των Ελλήνων α­ξιωµατικών, συνεπακόλουθα µειώνονται και τα εξειδικευµένα πρωτογενή στελέχη για τα γραφεία. Έτσι θάρθει κάποια στιγµή που δεν θα υπάρχουν άξιοι να διοικήσουν τις εταιρείες και να τις κρατήσουν. Μήπως, λοιπόν, για να φτάσουµε και σε ένα συµπέρασµα, όλα αυτά τα ξέρουµε ήδη και απλά τραβάµε το χρόνο από τις άκρες για να επιµηκύνουµε αυτή τη φθίνουσα πορεία; Σε απλά ελληνικά, όσο κρατήσει ..
Ο εφοπλιστής Μάκης Αγούδηµος (µε έχει δυ­σαρεστήσει πολλές φορές, αλλά οφείλω να τον παραδεχτώ ως διάνοια) είπε σε µια συνέντευξή του στον ΕΦΟΠΛΙΣΤΗ το 1997 µια µεγάλη αλήθεια:
- «Κάποτε αγόρασα ένα καράβι από έναν Σουηδό, ο οποίος µου είπε, εµείς χάσαµε τη ναυτιλία µας επειδή χάσαµε τα πληρώµατά µας. Κοίτα να αρπάξεις ό, τι µπορείς τώρα, γιατί η ναυτιλία πάει εκεί που είναι ο προορι­σµός της να καταλήξει, στη φτηνή Ασία». Αυτό που ποτέ δεν µπόρεσα να δεχτώ στην ελληνική πραγµατικότητα της δουλειάς µου είναι ότι ποτέ κανένας αρµόδιος δεν είχε τα άντερα να πει δυο αλήθειες σε µια πρόταση. Και ακόµα και τώρα, όσοι από αυτούς διαβάζουν αυτές τις γραµµές είµαι βέβαιος ότι θα τις αποκηρύξουν µετά βδελυγµίας. Όµως, 0­ποιεδήποτε εσύ, σοβαροφανή κύριε, που έ­χεις ριζώσει στην καρέκλα σου και κατάφε­ρες να περάσεις απέναντι, δεν είσαι σωστός. Δεν είσαι σωστός γιατί συνεχίζεις να παρα­µυθιάζεις νέους ανθρώπους που δεν έχουν ι­δέα σε τι ντορβά βάζουν το κεφάλι τους. Υ­πηρετείς το σύστηµα που σε ταιζει και το θεωρείς µέρος της δουλειάς σου, αλλά υπάρχει και το µαξιλάρι που µας φέρνει αντιµέτωπους µε την αλήθεια. Υπάρχουν οι ερινύες που καραδοκούν. Υπάρχει και µια αξιοπρέπεια που ποτέ σου δεν γνώρισες ή αν την γνώρισες, την ξέχασες τότε που εξαγόρασες την καρέκλα. Γιατί σ'τα λέω όλα αυτά.
Επειδή όταν ο φέρελπις δόκιµος έκανε crash test µε την πραγµατικότητα σε ένα συµπυκνωµένο session αλήθειας, παραµίλησε.
«Άµα είναι έτσι, θα γυρίσω στην κωλοσχολή και θα τους σκίσω τους ψεύτες που µε κορόιδεψαν».

Πηγη:
ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ
Έλληνας Αξιωµατικός Ε.Ν.
Αρθρο απο το περιοδικό Εφοπλιστής

Τρίτη 7 Απριλίου 2009

Ton Tifonon Nikitis

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, τ. 7 της Β’ περιόδου (15 Ιανουαρίου 1948). Ήταν
το τρίτο διήγημα που έστειλε ο τότε άγνωστος Βασίλης Λούλης στο περιοδικό.

(Γράφτηκε όπως είναι τώρα, στις 20 Ιούλη 1947)
Πηγή: http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/loulhs_tufwnes.htm

Μια βραδιά τώρα τελευταία που καθόμαστε στην κουζίνα σου ’χα μιλήσει για κάτι χαρτιά π’ έχασα το σαράντα τέσσερα, τον καιρό που με κυνηγούσαν, το θυμάσαι;
Μπορεί τότε να γελούσες μέσα σου, σίγουρα θα γελούσες, μπορεί σαν έφυγα να ξεκαρδίστηκες στα γέλια – πάει ο Αντώνης, του ’στριψε – κι ας μη σου ’χα πει τι χαρτιά ήταν, μια και δε με ρώτησες. Μα τώρα δε γελάς πια, έτσι δεν είναι; Γελάς και τώρα;
Άκου, λοιπόν, να σου πω, σαν δε βαριέσαι, μέσες άκρες, εν ολίγοις που λέτε και σεις οι γραμματισμένοι, τι ήτανε αυτές οι ιστορίες. Είχα σκοπό να στις έλεγα από τότε. Αν με ρωτούσες αν σ’ άρεσε η συντροφιά μου, θα τις ήξερες από τότε.
Ήταν των τυφώνων ο νικητής.
Αυτή ήτανε η ιστορία κάποιου καπετάνιου, Λεωνίδα τον λέγανε. Αρχίζει από τον καιρό που πρωτομπαρκάρησε, είναι πολλά χρόνια περασμένα, καμαροτάκι της μηχανής με το s/s «Ελέγκω», δεκάξι χρονών παιδί.
Καμαρότος της μηχανής. Μη σου περάσει όμως η ιδέα, πως έχει κι η μηχανή καμαρότο, - τα σίδερα δε χρειάζονται καμαρότους, χρειάζονται γερά μπράτσα – είναι ο άνθρωπος που περετά τους μηχανικούς του βαποριού. Τους σερβίρει, τους κάνει καφέ, σφουγγαρίζει τις κάμαρές τους, τους στρώνει τα κρεβάτια, σωστή υπηρέτρια, ο τελευταίος άνθρωπος του βαποριού με λίγα λόγια.
Αυτό το καμαροτάκι, που λες, είχε το διάολο μέσα του. Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι, που λέει η παροιμία. Τέτοιος ήτανε, από το πρώτο του ταξίδι κιόλας έβαλε λεφτά στην Τράπεζα, απόχτησε το μπανκ μπουκ[1] του. Δεν ξέρεις τι σημαίνει αυτό για τους Εγγλέζους, σε πόση υπόληψη σ’ έχουνε σαν το ’χεις. Ας είναι, ας τ’ αφήσουμε αυτά, για το Λεωνίδα τώρα. Ό,τι έβλεπε το ματάκι του, το χεράκι δεν τ’ άφηνε, φτάνει μόνο να μπορούσε να τ’ αρπάξει. Και μόνο αυτό; Μιάμιση λίρα έπαιρνε μιστό το μήνα, δυο – δυόμιση έβαζε στην τράπεζα• ήταν βλέπεις κάτι τα τυχερά που δε λέγονται.
- Βρε Λεωνίδη, βρε σπαγκοραμμένε, αθεόφοβε, στείλε βρε καμιά λίρα του κύρη σου μέρες π’ έρχονται.
- Έχει ο αφέντης μου, δεν έχει ανάγκη ’πό μένα.
Έτσι που λες, ναύτης ο Λεωνίδης, μάγειρας ο Λεωνίδης, καμαρότος της κάμαρας, λοστρόμος ο Λεωνίδης, ανέβηκε γρήγορα όλα τα σκαλοπάτια. Μα τ’ άξιζε και με το παραπάνω. Ήταν παιδί που ήξερε να ζήσει σ’ αυτόν τον κόσμο, που τιμούσε τον αφεντικό του.
- Καπετάνιε, ο Μυκονιάτης βλαστημούσε για το φαΐ το μεσημέρι, στην κουζίνα ’π’ έξω.
- Καπετάνιε, ο Κουμιώτης κάτι έλεγε στους θερμαστές για τα τσιγάρα, μα μόλις μ’ είδε σταμάτησε, δεν πρόκανα ν’ ακούσω.
Καπετάνιε το ’να, καπετάνιε τ’ άλλο. Τ’ αυτάκι του πάντα τεντωμένο, κάτι ν’ αρπάξει να τρέξει να το πει. Κι αν χρειαζόταν κάνα ψευτομάρτυρα ο καπετάνιος στο Προξενείο να κάψει κάνα ναύτη η θερμαστή, πάντα ο Λεωνίδης. Όσο για τα ποταμίνια, από τον καιρό π’ έφυγε από το τελευταίο σκαλοπάτι, το καμαροτιλίκι της μηχανής, ποταμίνιο δε γινότανε χωρίς τον Λεωνίδα, της απολύτου εμπιστοσύνης. Κι όλα τούτα όχι μόνο όσο ήταν άμυαλο παιδί, μα και μεγάλος άντρας πια, ώσπου ύστερα από τόσα προσόντα και χάρες, φυσική συνέπεια, πήρε και το δίπλωμα του καπετάνιου. Και να πεις πως ήξερε γράμματα. Ούτε το Σχολαρχείο δεν είχε βγάλει, τρία χρόνια στη δευτέρα του Ελληνικού, βαριέστησε ο πατέρας του και τον έστειλε με το «Ελέγκω» να δει πώς τρώνε το ψωμί. Μα τότε, βλέπεις, τα διπλώματα πλωταρχίας τα ’διναν εύκολα, δεν ήταν σαν και τώρα.
Τον θυμάσαι τον μπαρμπα-Δημήτρη το Μπίτσο που πέθανε το ’42;
- Πώς πήρες, μπαρμπα-Δημήτρη, το δίπλωμα;
- Πήγα του Λιμενάρχη στη Σκιάθο μια κόφα χαμαλιά.
Για τον καπετάν Λεωνίδα δεν ξέρω αν το πήρε με χαμαλιά ή με καμιά κόφα λουκάνικα και λεμονοπορτόκαλα, γι’ αυτό ποτές δεν κουβέντιαζε στη γέφυρα, μα μια φορά το πήρε.
Γραμματικός, που λες, κάμποσα χρόνια ο Λεωνίδης, παντρεύτηκε καμιά φορά ο Λεωνίδης με μια μισοανεψιά, μισοϋπηρέτρια, μισομεταχειρισμένη κάποιου μεγάλου εφοπλιστή και πήρε προίκα, μαζί με τ’ άλλα, τα κέρατα και τα λοιπά, και τον «τηλέγραφο»[2], το καπετανιλίκι, καπετάνιος, καπετανάρα ο Λεωνίδης.

Ποιος είδε το Θεό και δεν τον εφοβήθηκε…
- Όσα τράβηξα είκοσι χρόνια, τώρα θα πληρωθούνε όλα!
Ήταν οι προγραμματικές του δηλώσεις, σαν να πούμε, τη μέρα που μπήκε στο σαλόνι, που παράλαβε το βαπόρι.
Στις πλώρες λέγαμε – καημένα χρόνια – ο Θεός να σε φυλάει από παλιά πουτάνα και ’πό καινούργιο καπετάνιο μα κείνος ο Χριστιανός κι ύστερα από δυο κι από τρία κι από πέντε χρόνια ο ίδιος ήτανε, ίδιος και χειρότερος σαν τον πρώτο χρόνο που ’ταν ξελιγμένος.
Βούτα ’πό ’δω, άρπαξε ’πό κει.
Από τα κάρβουνα, από τις μπογιές, από το φαΐ μας, σ’ αυτό δα ήταν ατσίδα μοναχή! Μπορεί να μην ήξερε να σου πει τι φορτώνουνε από το Κάρδιφ και τι από το Ροζάριο• μα για να σου πει αν τα κρεμμύδια είναι πιο συφερτικά στο Λας Πάλμας ή στο Τενερίφ άσσος μοναχός. Από τα τσιγάρα, κάτι τσιγάρα εγγλέζικα, τα πιο φτηνά, θρι μπελς» τα λένε, δηλαδή τρεις καμπάνες – εφτά σελίνια η χιλιάδα, μας τα χρέωνε δεκάξι, δεν του ’φτανε το διπλό κι όποιου αρέσει, όποιου δεν τ’ αρέσει ας μην πάρει, τα πουλάμε στην Αργεντίνα, όφελος θα ’χουμε – από τις ζημιές και τις αβαρίες, αυτά ήταν τα λαυράκια κι οι συναγρίδες – από τις αρρώστιες, από το χάρο, από τα σκουπίδια, απ’ όλα. Τίποτα δεν άφηνε, από παντού να βγάλει. Πεντόλιρα, λίρες, μισόλιρα, σελίνια, πένες, τίποτα δεν περιφρονούσε, σωστή καταβόθρα.
Κάθε μέρα καβγάδες με τους μηχανικούς και το γραμματικό, γιατί τα ’θελε όλα δικά του, κι άκουγε κάθε φορά τόσα και τέτοια, π’ έπρεπε, αν είχε μιας πεντάρας ντροπή, να ’χε πέσει χίλιες φορές στη θάλασσα, μα δεν έδινε σημασία. Και μ’ όλο που τα γράφανε του ιδιοκτήτη όλα τούτα, τίποτα, το κεφάλι τους τρώγανε. Ατράνταχτος ο Λεωνίδης• το χατίρι της Πιπίτσας, της γυναικούλας του, βλέπεις, μεγάλο, πολύ μεγάλο.
Είναι κάτι «κύριοι» π’ έρχονται και κόβουν βόλτες μόλις σουρουπώνει έξω ’πό τα ρωμέικα βαπόρια• κι ο καπετάν Λεωνίδης, ούτ’ αυτούς δεν τους περιφρονούσε. Φωνήεντα υπήρχαν; Παραδάκι έπεφτε; Καλοί ήσαν και κείνοι, πολύ καλοί.
Αυτό θα πει να ’σαι έξυπνος, να ξέρεις να εκμεταλλεύεσαι όλα σου τα προσόντα, φυσικά και επίκτητα, όπως λέτε και σεις, στην κατάλληλη περίσταση και ώρα.
Από θερμαστές και ναύτες και τι δεν είχε ακούσει όλα του τα χρόνια!
Μια φορά, τα ’λεγε ο ίδιος ένα βράδυ στη γέφυρα την ώρα που ’χα τιμόνι, είχε ένα ναύτη που σαν έβλεπε τα Σαββατόβραδα στο πέλαγο τον καμαρότο να παίρνει βόλτα το βαπόρι με το θυμιατό, καθόταν έξω από την πόρτα της πλώρης κι άρχιζε το ψάλσιμο:
«Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι αποδεκατείτε..»
Μια, δυο, δε βάσταξε επιτέλους και του φώναξε μια μέρα από τη γέφυρα.
- Παπάς ήτανε ο πατέρας σου, ρε…
Κείνος, χωρίς να δείξει αν κατάλαβε τη βρισιά, χωρίς να νοιαστεί καθόλου.
- Όχι, καπετάνιε, μα οι παππούδες μου ήταν ο ένας παπάς κι ο άλλος καλόγερος στα γεράματά του• ο δικός σας παπάς ήτανε;
Άλλη μια φορά το κρέας είχε πάρει λιγάκι μυρουδιά, δε χάλασε δα ο κόσμος, δεν είχε και σκουλήκια, κι εξάλλου μέσα στη λίνια[3] βρισκόντουσαν, και κείνος ο ίδιος ο αντίχριστος μπροστά, με την καραβάνα στο χέρι, κι οι άλλοι από πίσω ήρθανε έξω ’πό το σαλόνι.
- Τι έχει το κρέας, βρε; Κι η γυναίκα μου και τα παιδιά μου – είχαν περάσει από την Ελλάδα και τους είχε πάρει μαζί – από το ίδιο τρώνε (ψέματα, μαγείρευε κρυφά στο σαλόνι με γκαζιέρα κάθε μέρα κότα).
- Στη γυναίκα σου και στα παιδιά σου μπορείς να δώσεις ό,τι σ… θέλεις να φάνε• μεις δουλεύουμε και δε θα μας ταγίζεις με βρόμια κρέατα• και δίνει μια της καραβάνας και πάει στη θάλασσα.
Γι’ αυτά δεν ίδρωνε τ’ αυτάκι του• είχε το σκοπό του και για κει τραβούσε με κλειστά μάτια, τίποτ’ άλλο δεν έβλεπε, σαν τα μουλάρια που τους βάζουνε χάμουρα.
Και ο σκοπός του ήταν να γίνει αφεντικό, να καπετανέψει στο δικό του το βαπόρι, να μη δουλεύει γι’ άλλους• και τον πέτυχε το σκοπό του. Άργησε λιγάκι, έκανε κάπου έξι χρόνια καπετάνιος στο βαπόρι του θείου και προστάτη της γυναικούλας του, μα ήθελε το βαπόρι να ’ναι ολότελα δικό του, να μην έχει να κάνει κανείς άλλος ούτε πόντο και βάρδα μπένε από υποθήκες και γραμμάτια.
Λιγάκι παλιό, μα θηρίο, οχτώ χιλιάδες τόνοι, και το ’βγαλε «Πιπίτσα», για να τιμήσει τη χρυσή του τη γυναίκα, που του ’φερε όλη τούτη την καλή τύχη και πρόοδο.
Τ’ αγόρασε κατά τα τέλη του τριάντα δύο, τότε που κόστιζε ένα παλιό βαπόρι σε δραχμές λίγο παραπάνω απ’ όσο κοστίζει σήμερα μια μεγαλούτσικη κατσαρόλα αλουμίνιο και τα πληρώματα τότες, μεις δηλαδή, ναύτες και θερμαστές, είμαστε πιο φτηνοί κι από τα παλιοσιδερικά ακόμα. Κι αν πεις για καπετάνιους και γραμματικούς, τρεις στη δεκάρα. Εύρισκες τότε καπετάνιους μ’ ελληνικά φορτηγά που ταξιδεύανε Αυστράλιες κι Ιαπωνίες, που παίρνανε τον ίδιο μιστό με τους ναύτες των εγγλέζικων βαποριών, μα ποιος Ρωμιός καπετάνιος λογάριασε ποτές του το μιστό…
Επλουτίσθη, τότε, δα η ποντοπόρος ναυτιλία μας, επλουτίσθη για τα καλά• δεν έμεινε παλιοκαγιάσα σ’ εγγλέζικο λιμάνι. Μέσα σε δύο χρόνια, πάνω απ’ εκατό βαπόρια. Και το μονάκριβο βαπόρι π’ έχουμε και μεις, τότες αγοράστηκε.
Μιστός σε πρώτης κατηγορίας βαπόρια, καθαρά τρεισήμισι λίρες το μήνα. Να βγάλεις μια λίρα το μήνα για τσιγάρα, σαπούνι, κάνα παντελόνι, κάνα πουκάμισο, αρβύλες, δε φτάνει, μ’ ας πούμε ότι φτάνει, μένουνε δυόμιση. Για μπύρα και καφέ και λεμονάδα, ή κάνα πορτοκάλι και σταφύλι να δροσίσεις το ξεραμένο από τη λίνια λαρύγγι σου ή το πιο ξεραμένο από τις κονσέρβες και τα παλιοκρέατα στομάχι σου, δεν κάνω κουβέντα. Δυόμιση λίρες το μήνα τότε ήταν 1300-1400 δραχμές. Ούτε δεκάρα να μην ξόδευες, ζούσε δε ζούσε το σπίτι. Δε μιλάω για τον εαυτό μου, για κείνους που ’χαν πάρει γυναίκα στο λαιμό τους κι είχαν φέρει παιδιά στον κόσμο μιλάω. Μα πάλι και ’γω κι οι άλλοι σαν και μένα, ως πότε θα ’μαστε τριάντα και τριάντα πέντε χρονών; Κάποτε θα γεράσουμε και τότε τι θα γίνει; Με τις πεντακόσιες δραχμές το μήνα σύνταξη θα ζήσουμε ή της προσκολλήσεως στα καταστήματα των ομογενών, να προσφέρουμε ορισμένες υπηρεσίες και να περιμένουμε από το κουβαρδαλίκι εκείνων που ταξιδεύουν;

Αυτό ήτανε.
Να πηγαινοέρχεσαι όλη σου τη ζωή ’πό 50ο – 60ο βόρειον πλάτος σε 30ο – 40ο νότιον, να σε τρώει η λίνια και το κουνούπι του Παρανά[4], οι παγωνιές τ’ Αμβούργου και του Κάναδα, να ’σαι πάντα κουρελής και να περιμένεις την εξ ύψους βοήθειαν.
Όσο για τη γυναίκα, κάνεις τη θυσία και βγάζεις μια φωτογραφία του μισού σελινιού και της την στέλνεις, σου στέλνει και κείνη μια στιγμιαία, που λένε κι εντάξει. Και στο κάτω κάτω βοϊδοκέφαλοι δε σπανίζουνε στην Ελλάδα, δόξα να ’χει ο Κύριος, ας βολευτεί όπως μπορεί, μόνο το νου της να ’χει σαν γυρίσεις να μη βρεις κάνα παιδί παρά πάνω.
Κι όλα τούτα με τα βαπόρια της άλφα κατηγορίας, όμως όλα τα ρωμέικα βαπόρια δεν ήταν άλφα, ήταν και τα βήτα κι η μαύρη μοίρα[5]. Μαύρη μοίρα μη φανταστείς πως τα ’χουμε βαφτίσει μόνο γιατί, πού τα χάνεις πού τα βρίσκεις, όλο στη Μαύρη Θάλασσα, μαύρη είναι η μοίρα κείνων που μπαρκάρουνε με δαύτα. Αυτούς, ως και μεις τους κλαίγαμε ακόμα.
Μα ποιος τα λογαριάζει αυτά μπροστά στην πρόοδο της ναυτιλίας μας, της εθνικής μας οικονομίας την πρόοδο; Τι αξία έχουνε αυτά μπροστά της; Και στο κάτω κάτω δε μας έπιασε κανείς από το λαιμό να μπαρκάρουμε. Παρακαλώντας πηγαίναμε, σώσον ελέησον, πάρε με, καπετάνιε, και θα δεις τι καλός που είμαι, να σχωρεθεί ο πατέρας σου, πάρε με, π’ έχω παιδάκια να ζήσω ο φτωχός ο κακομοίρης.
Χρόνια αξέχαστα…
Μα με τούτα κόντεψα να ξεχάσω το φίλο μας τον καπετάν Λεωνίδη.

Το πήρε το βαπόρι, που λες, στα τέλη του τριάντα δύο κι ήταν σε κακό χάλι απ’ τη σκουριά, δεμένο χρόνια.
Μα καπετάν Λεωνίδα τον λέγανε! Μέσα σε δυο χρόνια το ’κανε αυγό, καινούργιο.
Κάτω στην Αργεντίνα κείνο τον καιρό ήταν ένα σωρό Ρωμιοί που ’χαν πουλήσει ό,τι είχανε και δεν είχανε για να πάνε και τώρα δίνανε την ψυχή τους στο διάολο – μια και δεν είχαν τίποτ’ άλλο να δώσουν – για να γυρίσουνε πίσω στην Ελλάδα.
Ε, από δαύτους ο καπετάν Λεωνίδης έβγαλε πολλούς θαλασσινούς• κάθε ταξίδι έπρεπε να πάρει δυο τρεις, τ’ λιγότερο «επιβάτες» δωρεάν, χωρίς εισιτήριο, και πάντα κάθε ταξίδι ο ένας θα ’μενε πλήρωμα στο βαπόρι, άμισθος βέβαια στην αρχή όσο να μάθει τη δουλειά – αυτό έλειπε δα, να γυρεύει και μιστό από το πρώτο ταξίδι. Κι οι «επιβάτες» αυτοί, που λες, τη βασιλοπούλα[6] στο χέρι από το πρωί ως το βράδυ. Μέσα στα πόνκερς[7], στα στρίτζα[8], στο άφτερ πικ[9]. Μέσα στους τροπικούς, οι θερμαστές ήταν πρίγκιπες μπροστά τους.
Έτσι τα βόλευε, έτσι περνούσε ο καιρός, ώσπου του συνέβηκε ένα ατύχημα.
Έπνιξε δυο ανθρώπους.
Μη φανταστείς πως τους έπνιξε επί ταυτού, με τα χέρια του – Θεός φυλάξει – η θάλασσα τους πήρε, ο τυφώνας, ο καπετάν Λεωνίδης ο καημένος δεν έφταιγε, ας προσέχανε να κρατηθούν. Τι φταίει αυτός; Κι από την άλλη, βαπόρι είναι, ωκεανούς περνάει, δεν είναι μπακάλικο, ούτε συμβολαιογραφείο.
Η αλήθεια είναι πως σαν πήρε το ραδιοτηλεγράφημα για τον τυφώνα, π’ έφερνε βόλτα κει κοντά, μπροστά του, έκανε κράτει, περίμενε δυο μέρες• για να περιμένει και τρίτη, να χάσει το κατσέλο[10], να καταστραφεί, ποιος Θεός το θέλει; Πάνω που πήρε τα μπρος, π’ έγινε κι αυτός αυτεξούσιος ύστερα ’πό τόσα χρόνια, ύστερα ’πό τόσες και τέτοιες θυσίες…
Δω μια ζωή ολάκερη την έζησε χωρίς ντροπή και δίχως πέτσα και τώρα να γίνουν σκονόβολο όλα; Ύστερα από έξι μήνες είναι το σορβέι[11] και ποιος ξέρει τι δουλειές θα τ’ ανοίξουνε κείνοι οι παλιοκερατάδες οι Εγγλέζοι. Άλλαξε αυτό, άλλαξε και κείνο. Βγάλε τούτη τη λαμαρίνα, και κείνη, και κείνη• δώσ’ του τεμπεσιριές[12] αράδα• πάρε τούτο, κάνε κείνο.
Και να χάσει το ναύλο και να κλειστεί δω κάτω, στην καταραμένη τούτη την Κίτρινη Θάλασσα, τι γίνεται; Ε, τι γίνεται; Πώς να πληρώσει το σορβέι; Γραμμάτια; Υποθήκη;
Που το συλλογιέται μόνο, τον πιάνει η καρδιά του. Πάει, του τη φάγανε την «Πιπίτσα» του τα σκυλόψαρα των «Holland» και των «Armadores» χάουζ του Λονδίνου[13]. Πάει, του τη φάγανε… Γκρααν – γκρουν – γκρααν ο «τηλέγραφος». Πρόσω ολοταχώς κι η Παναγιά μαζί μας!...
Τα παρακάτω δεν μπορώ να στα πω παιδί μου, όπως γενήκανε. Σαν τα θυμούμαι, σαν τα συλλογιέμαι, σταματάει το μυαλό μου.
Στην αρχή ήρθε μια κοκκινίλα, ύστερα άλλαξε ο ορίζοντας χρώμα, έγινε σαν μαβής, ύστερα σαν κίτρινος. Ύστερα ήρθε μια βουή, μια αντάρα, σαν να πέφτανε χιλιάδες μπόμπες κάπου κει κοντά και γίνηκαν όλα άσπρα, κάτασπρα.
Μόνο ο καπετάν Λεωνίδας στη γέφυρα δεν ήταν άσπρος, ήταν μαυροκίτρινος.
Ύστερα, ύστερα… Μα σου ’πα, τούτα δεν μπορώ να στα ιστορήσω…
Κείνοι οι δυο οι πνιγμένοι ήταν δυο λαμπροί ανθρώποι. Ο ένας, ο Μανόλης, είκοσι οχτώ χρονών, πατριώτης του καπετάνιου κα νιόγαμπρος. Στο Άμστερνταμ, απ’ όπου φύγαμε για τούτο το ταξίδι, είχε λάβει γράμμα από τη γυναίκα του. Είχε γεννήσει καλά και του ’κανε γιο και του ’γραφε πως στο γυρισμό θα του ’στελνε και μια φωτογραφία του μπέμπη, να μεγαλώσει λίγο να δείξει ποιανού μοιάζει.
Κι ο φουκαράς ο Μανόλης δε μιλούσε για τίποτ’ άλλο παρά για τη Ζαμπέτα του και για το γιο του και για τη φωτογραφία που περίμενε. Σαν έφυγε, της είπε πως θα λείψει τρία χρόνια, να δουλέψει, κι ύστερα θα πήγαινε να καθίσει λίγο κοντά της. Ο ένας χρόνος πέρασε, ακόμα δυο μείνανε, ε, θα περάσουνε και κείνοι, καλά να ’μαστε. Πάνω από το μαξιλάρι του κρεμότανε η φτηνή φωτογραφία της Ζαμπέτας από τον καιρό που ’τανε υπηρέτρια στην Αθήνα. Ο ζωγραφιστός «Αβέρωφ» πίσω της και δίπλα τ’ ανθογυάλι με τα χάρτινα λουλούδια…
Ο άλλος… ο άλλος ήταν άλλο σόι άνθρωπος. Δημήτρη τον λέγανε κι ήτανε από το Γαλαξίδι. Μην ακούς που λένε πως όλοι οι Γαλαξιδιώτες είναι Θύμιοι, Λιάδες και Μπάμπηδες, μέσα μέσα βρίσκεις και κάνα Γιάννη ή Δημήτρη.
Τον αγαπούσα τον άτυχο το Δημήτρη, λίγο πολύ όλους τους Γαλαξιδιώτες τους αγαπάω, γιατί ’ναι κι αυτοί ξεπεσμένοι στη θάλασσα σαν και μας. Σκλάβοι δουλεύουνε και κείνοι σε κεφαλλονίτικα κι αντριώτικα βαπόρια, μόνο που κείνοι είναι έξυπνοι, πιο πολλοί καπετάνιοι παρά ναύτες. Τα μισά σπίτια του Γαλαξιδιού είναι καπετανόσπιτα, σαν που ’ταν και τα δικά μας μια φορά κι έναν καιρό.
Το σωστό όνομα αυτής της ιστορίας έπρεπε να ’ταν: Των τυφώνων ο νικητής κι ο γαλαξιδιώτης ναύτης, μα μου φαινόταν πολύ μακρύ, σχολαστικό και το ’κοψα.
Άλλος άνθρωπος ο μακαρίτης…
Κάποτε, σ’ ένα ταξίδι, πιαστήκανε δυο θερμαστές, ένας Καλαματιανός κι ένας Αράπης από το Πορτσάιτ. Ο Καλαματιανός έφταιγε. Ήταν ένας από κείνους τους ανθρώπους, που δε χρειάζεται ν’ ακουμπήσεις πάνω τους για να λερωθείς, σε λερώνουνε με το να περάσουν μόνο ’πό κοντά σου, με το χνώτο τους.
Ο Αράπης ο φουκαράς, ήταν τόσος δα, μια μπουκιά άνθρωπος, μα ασκημότερο άνθρωπο δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου• τον έβλεπες κι ήθελες δεν ήθελες σου ερχότανε στο νου κάποιος μεγάλος σοφός, π’ έχει πει πως οι άνθρωποι καταγόμαστε ’πό τις μαϊμούδες.
Του ’πρήξει το συκώτι ο Καλαματιανός τ’ Αράπη, όλο το ταξίδι ήταν μια βάρδια οι δυο τους. Γιατί δεν έκανες τούτο, γιατί έκανες κείνο, σπρωξές, σκυλάραπα, το Μωάμεθ σου, τη Φατιμά σου, ώσπου μια Κυριακή χαράματα φόρα το μαχαίρι ο Αράπης κάτω στο στόκολο[14], και παρά λίγο να ’χουμε ψαλμωδίες και αποχαιρετιστήρια σφυρίγματα στο πέλαγο.
Σαν πήραμε χαμπάρι και πεταχτήκαμε πάνω όλοι, το χασανάκι την είχε άσχημα, είχαμε προσβληθεί βλέπεις στο εθνικό μας φιλότιμο.
Βρε το σκυλάραπα, ό,τι και να του ’κανε, να τραβήξει μαχαίρι!... Λιγάκι ακόμα να τον αφήναμε στον τόπο, μα τον γλίτωσε ο μακαρίτης ο Δημήτρης όχι χωρίς κίνδυνο και κόπο. Σαν φτάσαμε στο λιμάνι, να φύγει ο Αράπης. Αφού μάζεψε τα ρούχα του και τα κατέβασε στον ντόκο[15], πήγε να αποχαιρετήσει το φίλο του το Δημήτρη.
Μόλις είχαμε σκολάσει και καθάριζε τα χέρια του με πετρέλαιο, σκούπισε το δεξί του με το στουπί και το ’δωσε στο χασανάκι, μα κείνος, αντίς να πιάσει το χέρι που του ’δινε, ξαφνικά πέφτει τα μπρούμυτα μετάνοια, αγκάλιασε τα πόδια του Δημήτρη κι έλεγε:
- Σαΐντα, για χαβάκα Ντημήτρη, σαΐντα για χαμπίμπι Ντημήτρη, και δε θυμάμαι τι άλλο.
Δεν τον είχα ξαναδεί θυμωμένο το Δημήτρη ούτε τον ξανάδα τόσον καιρό που κάναμε μαζί σε πλώρες και σε μπουρδουνάου[16]. Στον βουτάει τον Αράπη από το γιακά, τον σηκώνει πάνω και του τραβάει μια σφαλιάρα μα τι!... Σίγουρα θα ’πεφτε σαν δεν τον κρατούσε, να σαν και κείνη π’ ήφαγα ’γω τη δεύτερη βραδιά ’πό το δημοψήφισμα στη γωνιά στο πηγάδι.
Το χασανάκι τα ’χασε, κοίταζε αμίλητος το Δημήτρη, μόνο που δάκρυα τρέχανε από τα μάτια του.
Και τότες έγινε ένα θαύμα.
Δάκρυα φανήκανε και στου Δημήτρη τα μάτια. Αγκάλιασε με το γυμνό του μπράτσο το χασανάκι, ίσα ίσα με τον ώμο τού ερχότανε, κι άρχισε να λέει:
- Σχώρα με, φίλε, σχώρα με, Χασάνη, δεν το ’θελα, στ’ ορκίζομαι, δεν το ’θελα, μα γιατί να μου κάνεις μετάνοια μένα, χασανάκι; Ποτές σου μην το ξανακάνεις αυτό, ποτέ μετάνοια σε κανέναν, καλύτερα κρέμασμα, βουτιά στη θάλασσα, μα ποτές σου μετάνοια σε κανένα, σε κανέναν, κερατά, ποτέ μετάνοια, χασανάκι!
Και τ’ Αραπάκι γελούσε κι έκλαιγε κι έτριβε το μαϊμουδίστικο κεφάλι του πάνω στα γυμνά στήθια του Δημήτρη κι έλεγε:
- Μαλές για γαμπίμπι, ντε πειράζει Ντημήτρη μαλές, φίλε, όκι μετάνοια, φίλε, όκι άλλο μετάνοια γκω, για χαμπίμπι.
Ξέρω πολλά για το μακαρίτη, τόσον καιρό κάναμε μαζί, καμιά ώρα λέω να στρωθώ στο γράψιμο, να τα ιστορήσω.
Την ώρα που τον άρπαζε το κύμα – κύμα ήταν κείνο για βουνό; - ήμαστε μαζεμένοι στην κουζίνα• τον είδα μια στιγμή ψηλά στους αφρούς απάνω. Κοίταξε μια κατά τη γέφυρα, κατά τον καπετάνιο, ύστερα η ματιά του έπεσε πάνω μας, χαμογέλασε και πάει χάθηκε…
Να σου παίρνει η θάλασσα έναν τέτοιο φίλο, έναν τέτοιο σύντροφο, να τον βλέπεις που χάνεται και να μην μπορείς να κάνεις τίποτα… τίποτα…
Κει κείνο το χαμόγελό του, ως τα σήμερα σπάω το κεφάλι μου να καταλάβω αν ήταν αγάπης ή περιφρόνησης χαμόγελο κι ακόμα δεν μπορώ.
Πάει ο Δημήτρης…
Την άλλη μέρα το βράδυ είχε περάσει πια ο τυφώνας κι η θάλασσα ήταν χαρτί να γράψεις. Ήρθανε στην πλώρη μας ο γραμματικός κι ο μαρκονιστής να καταγράψουνε τα πράγματα των πνιγμένων. Είχαν έρθει από νωρίς κι οι θερμαστές, σαν που πάνε οι γειτόνοι να συντροφέψουν κείνους που το σπίτι τους το πάτησε ο χάρος, και κουβεντιάζαμε.
Τι άλλο είχαμε να πούμε; Κοιτάζαμε τ’ αδειανά γιατάκια, τη Ζαμπέτα, τον «Αβέρωφ», τα χάρτινα λουλούδια της και για κείνους λέγαμε.
Η αλήθεια είναι πως μέσα στα βαπόρια ναύτες και θερμαστές δε χωνευόμαστε.
Πώς να μας χωνέψουν στις ζέστες οι θερμαστές, να βγαίνουνε βαλαντωμένοι ’πό το στόκολο και να μας βλέπουνε μας στην κουβέρτα; Και πώς να τους χωνέψουμε μεις εκείνους σαν κοκαλιάζουνε τα δάχτυλά μας στο τιμόνι και σε χτυπάει το χιονόνερο στη μούρη, κι όσο να φυλαχτείς περνάει από το γιακά σιγά σιγά και καναλάει τον κατήφορο, και τους ακούς κείνους κάτω στο στόκολο να τραγουδάνε; Αμ στο λιμάνι; Να φορτώνεις κάρβουνο στο Μπάρι ή στο Τάιν και να σου φωνάζουνε κάθε λίγο και λιγάκι, νύχτα μέρα, σκάντζα λίγο μπρος, λίγο πίσω και να μην πιάνονται κάβοι και σύρματα από το χιόνι και να τους βλέπεις κείνους να κάθουνται στη σόμπα και να λένε παραμύθια οι λιμοκοντόροι!
Μα το πιο πολύ που δεν τους χωνεύουμε μεις οι ναύτες, είναι γιατί περνάει ο λόγος τους πιο πολύ από το δικό μας• από τους έξι θερμαστές δυο να λείψουνε δύσκολα να γίνει το ταξίδι, πολύ δύσκολα. Όμως από τους έξι ναύτες και τέσσερις να λείψουνε, το ταξίδι θα γίνει μια χαρά. Μου ’τυχε να κάμω το ’36 με το «Γεώργιος Λιβανός» δυο ταξίδια στην Αμέρικα ’γώ κι άλλος ενάμισης χωρίς λοστρόμο. Πώς να τους χωνέψεις λοιπόν, να βλέπεις θερμαστές π’ έχουν όλο όλο τρία τέσσερα χρόνια στη θάλασσα να τους τρέμει και να τους καλοπιάνει ο καπετάνιος και σένα που έχεις δεκατέσσερα να μη σου δίνει σημασία;
Μεις τους λέμε γύφτους που σταυρώσαν το Χριστό και κείνοι μας λένε κατραμόκωλους. Μα κείνες τις μέρες ξεχαστήκανε αυτά και μας παρασταθήκανε στον πόνο μας σαν αδέρφια.

Σαν ανοίξανε τη βαλίτσα του Δημήτρη, βρήκανε κάτι χαρτιά κιτρινισμένα από την πολυκαιρία και μισοφαγωμένα από τα αλάτια• ποιος ξέρει πόσα χρόνια τα ’σερνε μαζί του και πόσες φουρτούνες είχανε φάει.
Άρχισε ο μαρκονιστής να διαβάζει μέσα του, μα σαν μας είδε που ζυγώσαμε περίεργοι όλοι, μουρμούρισε:
- Χμμ… τώρα εξηγούνται όλα, κι ύστερα άρχισε να διαβάζει δυνατά ν’ ακούμε και μεις.
Ιεροσυλία θα μου πεις. Το παραδέχομαι. Μα τι καλό μπορείς να περιμένεις άμα σμίξουν ένας Αντριώτης γραμματικός, ένας Κεφαλλονίτης μαρκονιστής κι εφτά οχτώ κατραμόκωλοι και γύφτοι; Μην περιμένεις τίποτα καλό.
Κάτι πράγματα π’ έγραφε…
Φαίνεται πως θα ’χε τσιμπηθεί με καμιά μεγαλουσάνα στα νιάτα του – δεν ήταν και πολύ μεγάλος που πνίγηκε, καμιά τριανταπενταριά χρονών το πολύ, γιατί θυμάμαι π’ έλεγε πως θέλει να φωνάζει τ’ όνομά της σε δικούς και ξένους, σε φίλους και οχτρούς, μα δεν μπορούσε, γιατί οχτροί και φίλοι θα γελούσανε γι’ αυτό, ως και κείνη η ίδια ’κόμα θα γελούσε.
Κι ακόμα έγραφε πάρα κάτω, άκου να δεις, αυτά τα θυμάμαι λέξη προς λέξη.
«Και τώρα; Τώρα συ ’σαι μια κυρία που περιμένω να πέσει καμιά εφημερίδα στα χέρια μου να ψάξω μπας και ξαναδώ να γράφει για σένα πως ήσουν «μια κομψή αιθερία εμφάνισις» - σαν να μην το ’ξερα, αγάπη μου, και περίμενα κείνους να μου το πούνε – και ’γω ’μια ένα χαμένο κορμί, ένας αλήτης που γυρίζει στις θάλασσες και που σέρνει μαζί του βάσανο και παρηγοριά του τη θύμηση τη δική σου.»
«Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ποτές εγώ δε θα μπορούσα να σου προσφέρω τόσα όσα έχεις σήμερα, όσο καλός καλός και φρόνιμος κι αν γινόμουνα και συ ήσουνα μια πεταλούδα που σε τραβούσε το πολύ φως. Οι ταπεινές ήσυχες γωνιές δε σου αρέσανε από τότε.
»Σ’ ευχαριστώ για όλα• σ’ ευχαριστώ για κείνες τις χειμωνιάτικες βραδιές που πέρασα κοντά σου, σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, για το κουράγιο που μου ’δινες τότε που ’μουνα από την αρρώστια απελπισμένος, σ’ ευχαριστώ, χίλια ευχαριστώ, για ’κείνο το πονεμένο σου το φοβισμένο σου:
»Μη φεύγεις, μείνε, πού πας, Δημήτρη; τη μέρα π’ αρραβωνιάστηκες και που ’χα την ευτυχία να το μάθω πρώτος.
»Σ’ ευχαριστώ για όλα.»
Έγραφε κι άλλα πολλά, μα δεν τα θυμάμαι πια, μόνο τα τελευταία μείνανε στο μυαλό μου, άκου αυτά που θα σ’ αρέσουνε σίγουρα: «Με ξεπροβόδισες ως την πόρτα και μου ’πες:
»- Να ’ταν καλοκαίρι, Δημήτρη, να βγαίναμε καμιά βόλτα τα βράδια.
» Ναι, έτσι μου ’πες. Καμιά σημασία δεν είχε αυτό για σένα, ήταν ένα κοπλιμέντο, ένα τίποτα, δυο λόγια του αγέρα, όμως για μένα…
»Το γεναριάτικο ξεροβόρι έγινε μονομιάς αύρα τ’ Απρίλη, κι όσο για τ’ αστέρια ψηλά στον ουρανό, ποτές δεν ξαναχάνανε τη λάμψη κείνης της βραδιάς.
»Να ’ταν καλοκαίρι να βγαίναμε καμιά βόλτα τα βράδια…
»Και δεν το περιμένομε, αγάπη μου, να ’ρθει; Σε τρεις μήνες θα ’ρθει, τι θα κάμει, πού θα πάει;
»Στο διάολο τα μεγάλα φορτηγά με τους υπερπόντιους πλόες τους, τις λίρες και το σαλάδο[17]. ’Δω μας χρειάζεται ένα ταχύπλουν και ηλεκτροφώτιστον θαλαμηγόν. Δυο φορές τη βδομάδα στον Περαία και τη μια διανυχτέρευση.
»Ναι, αυτό μας χρειάζεται τώρα, ένα ποσταλάκι, στο διάολο τα μακρινά ταξίδια.
»Χαλκίδα – Βόλον – Θεσσαλονίκην.
»Χανιά – Ρέθυμνον – Ηράκλειον.
»Δυο φορές τη βδομάδα να σε βλέπω κάπου κάπου να κάνουμε καμιά βόλτα μαζί τα βράδια στα ήσυχα δρομάκια του Περαία.
»Θα το περιμένω το καλοκαίρι να ’ρθει, θα το περιμένω, αγάπη μου…
»Το καλοκαίρι ήρθε και πέρασε, όμως εμείς ποτές δεν περπατήσαμε μαζί, ποτές, κανένα βράδυ.
»Μαύρο καλοκαίρι.
»Πείνασα και δίψασα και κοιμήθηκα στους δρόμους, όμως ποτές μου δε στο βαρυγγώμησα, ποτές μου.
»Τι έφταιγες εσύ;
»’Γω έφταιγα που πήρα κείνα τα λόγια σου τοις μετρητοίς, που τα ’δεσα σε ψιλό μαντίλι, κείνο το τίποτα, κείνο το κοπλιμέντο.
»Ας είσαι ευτυχισμένη.
»’Πόψε γιορτάζεις. Φώτα, χαρές, λουλούδια. Μ’ αν κάποτε κουραστείς από το χορό και θελήσεις να ξαποστάσεις λίγο, μην πας σε καμιά γωνιά του σαλονιού, έβγα στο μπαλκόνι σου, και σαν δεις τη θάλασσα θυμήσου με για μια στιγμή, θυμήσου με.
»Από τα γαλανά ακρογιάλια του Σαρωνικού ως δω πάνω στα φιόρδ της Βαλτικής, που βρίσκομαι απόψε, η απόσταση δεν είναι μικρή, μα τα κύματα θα μου το πούνε.
»Μου το ’πανε τόσες βραδιές τα περασμένα χρόνια…»
Κείνη τη στιγμή μπήκε, τρέχοντας και φωνάζοντας, στην πλώρη ο μικρός ο καμαρότος ο Λινάρδος.
- Καπτάν Σάββα, καπτάν Σάββα, λωλάθηκε ο καπετάνιος.
- Τι ’ναι μωρέ, τι τρέχει;
- Έχει πάρει τη βαριά κι ό,τι άφησε γερό η θάλασσα το σπάει• γυαλιά καρφιά τα ’κανε όλα πάνω στο ντεκ.
Χαμογελάσαμε όλοι…
Να ήτανε να ’χε λωλαθεί… Μα τα ’χε δεκατέσσερα. Ήξερε τι έκανε για να εισπράξει πιότερη ασφάλεια. Να ’τανε να ’χε λωλαθεί…
Μα ας είναι καλά που μπήκε και σταμάτησε το διάβασμα• έγινα και ’γω ιερόσυλος τυμβωρύχος κι ας είχε για τάφο του την Κίτρινη Θάλασσα ο Δημήτρης.
Όμως… να ’σαι ναύτης με το s/s «Πιπίτσα», να κρατάς τη σημαία σε κάθε δίκαιη φασαρία, να καθαρίζεις τον απόπατο βδομάδες, μήνες, τις ώρες της ανάπαψής σου ώσπου να τους συνηθίσεις στην πάστρα και τους άλλους και να ψάχνεις τον ίδιο καιρό στις εφημερίδες, στα ψιλά γράμματα, στα «γνωρίζετε ότι…», να βρεις κομψές αιθέριες εμφανίσεις, αυτό είναι από τ’ άγραφα, άνω ποταμών, δεν το ’βαζε ποτές ο νους μου.
Εχ, μάνα μου, ο καθένας με το ντέρτι του σ’ αυτόν τον κόσμο, λέω.

Ο Μανόλης κι ο Δημήτρης πάνε, μα ο καπετάν Λεωνίδης έκανε λεφτά, πολλά λεφτά, λίρα με το τσουβάλι. Λες κι οι θεοί αυτή την ανθρωποθυσία περίμεναν για να τον ευλογήσουν.
Πριν τελειώσει εκείνο το ταξίδι, πήραν τα ναύλα τον ανήφορο σαν τρελά (μακάρι να το ’χε χάσει το κατσέλο). Από δεκάξι σελίνια που ’ταν το Πλέιτ[18], σταματημένο κει μήνες και χρόνια, βδομάδα τη βδομάδα ανέβαινε ώσπου έφτασε τα σαράντα μέσα σε λίγους μήνες.
Είχε αρχίσει ο πόλεμος στην Ισπανία και κείνος ο πόλεμος, κείνη η κατάρα η θεϊκή για κείνο τον ευγενικό κι ηρωικό λαό, λες κι έγινε για να γλυτώσουν τις παλιοκαγιάσες τους οι Ρωμιοί εφοπλιστές και να θησαυρίσουν. Σαράντα σελίνια το Πλέιτ και να πλερώνεις τα ίδια εργατικά, τα ίδια λιμανιάτικα, τα ίδια μιστά! Μόνο το κάρβουνο και τ’ ασφάλιστρα, σε ορισμένες περιοχές, είχαν πάρει λίγο πάνω, μα ασήμαντα πράματα, πενταροδεκάρες.
Μ’ αυτό ήτανε σωστό θεϊκό δώρο.
Να σπάσει η μηχανή, να σπάσει κι ο «τηλέγραφος»:
«Γκραάν – γκρουν – γκραάν. Κράτει.
«Γκραάν – γκρουν – γκρααααάν. Πρόσω ολοταχώς.
Φούντο τη δεξιά. Βίρα την αριστερά. Δώσε σπριν[19]. Πάρε τον κάβο μέσα.
Αμάν, λέγαμε, να πάμε σε κανένα παράσκαλο, κάνα λιμανάκι, να φορτώσουμε, να ξεφορτώσουμε. Τα μεγάλα, Αμβέρσα, Ρότερνταμ, Λίβερπουλ, Χουλ, ξορκισμένα να ’ναι, για ώρες φορτώναμε, για ώρες ξεφορτώναμε. Ούτε να γράψεις γράμμα δεν πρόκανες στο πόρτο, ούτε να διαβάσεις κείνο που λάβαινες.
«Γκραάν – γκρουν – γκρααααάν! Πρόσω ολοταχώς, πρόσω ολοταχώς, πάση δυνάμει, ολοταχώς, ολοταχώς!
Γκραν – γκρουν. Γκραν – γκρουν!
Και να μιλήσεις για μιστό, πηγαίνεις χαμένος. Γεμίσανε οι φυλακές των λιμανιών από Έλληνες ναυτεργάτες. Μόνο να μιλούσες, να ’λεγες ή αύξηση ή το φυλλάδιο, αμέσως τη ρετσινιά οι καπετάνιοι, κομμουνιστής. Αυτό ήταν το φάρμακο δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν.
Τύλιγμα σε μια κόλλα χαρτί, και για την Ελλάδα δεμένος. Μα όσο να βρεθεί βαπόρι να σε πάρει, σε φιλοξενούσαν τα κρατητήρια των λιμανιών Ευρώπης, Αμερικής, Ασίας, ως κι οι γιαπωνέζικες φυλακές ακόμα φιλοξενήσανε από μας τότε. Όσο για τις αργεντίνικες και τις εγγλέζικες, ε, μ’ αυτές είχαμε παραγνωριστεί, είχαμε γίνει σπιτικοί να πούμε.
Γελούσαν οι «πόλισμεν» κι οι «βιχιλάντες[20]» σαν ερχόντουσαν να μας πάρουν από το βαπόρι.
Κει μας κλείνανε στη φυλακή και χωρίς καμιά φασαρία, για να μην το σκάσουμε• φυλακή προληπτική…
Αυτή τη φάμπρικα, η αλήθεια είναι πως την είχαν βρει τ’ αφεντικά κι οι καπετάνιοι τρία τέσσερα χρόνια πριν, τον καιρό της μεγάλης φτώχειας, μα τότες με τις φούριες, από το φόβο τους μη χασομερήσουν, μην τους φύγεις, αν ήταν τρόπος να σε φυλάκιζαν από το πέλαγο με τον ασύρματο. Δεν είναι ένα ούτε δύο τα βαπόρια που φτάνοντας στην Αμέρικα, μόλις τελείωνε το ριμέτζο[21] ερχόντουσαν οι πόλισμαν και παίρνανε το πλήρωμα, εξόν από τους έμπιστους, για έξω. Κείνη τη φυλακή του Νιου Όρλιτς (Νέα Ορλεάνη, στον κόλπο του Μεξικού) ούτε σε κινηματογράφο δεν έχω δει τέτοια. Ανεβαίναμε, κατεβαίναμε, δεξιά, αριστερά, από ’δώ, από ’κεί, και τελευταία ένα στενόμακρο πηγάδι όλο σίδερο. Πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά, όλα σίδερα. Και τα κάγκελα ανοίγανε και κλείνανε μονάχα τους, τις ορισμένες ώρες με ηλεχτρικό.
Το έγκλημα; Μα είπαμε, να μην το σκάσεις.
Κι ο παπάς ο ρωμιός μπροστά στο διευθυντή της φυλακής, που τον φωνάξαμε, καλοναρχούσε όλη την ώρα:
- Ολ ράιτ, μάι μπόις! - Ολ ράιτ, μάι μπόις!

Έγινε μεγάλος άνθρωπος που λες ο Λεωνίδης, μα κατά το τέλος του τριάντα οχτώ – τότες γράφτηκε τούτη η ιστορία, είναι η τελευταία απ’ όσες είχα γράψει τότε – σαν να του ’στριψε λιγάκι.
Τώρα, να λέμε και του στραβού το δίκιο, δεν ήταν μόνο από τις λίρες, πιο πολύ τον πήρε στο λαιμό της η μικρή εφημερίδα π’ έβγαινε στον τόπο του.
Σαν ήρθε με το καλό στον Περαία το βαπόρι, ο καπετάν Λεωνίδης πήγε στο σπίτι του να δει τους δικούς του, την Πιπίτσα του την άλλη, να ξεκουραστεί πια, και κείνη η μαλαγάνα, ο κύριος Αντρίκος, π’ έβγαζε την εφημερίδα, έπιασε κι έγραψε ένα κύριον άρθρον προς τιμήν του. Ένα άρθρο που τύφλα να ’χουνε μπροστά του κάποιοι μαγκιόροι της Αθήνας.
Κρίμα που δεν το θυμάμαι όλο να στο πως ολόκληρο. Θυμάμαι λίγο μόνο το τέλος του. Άκου:
«Ως ευ παρέστης εις την μικρά μας νήσον, μεγάλε και τρανέ νικητά των τυφώνων.
Ευοί! Ευάν!
Ένας ο Λεωνίδας της Σπάρτης εις τας Θερμοπύλας και ένας εσύ, τέκνον αυτής της ευάνδρου νήσου, των τυφώνων ο νικητής εις τας ωχράς θαλάσσας του Ανατέλλοντος Ηλίου.
Ως ευ παρέστης, Λεωνίδα, νεότερε.
Ευοί! Ευάν!»

Ε; Πώς σου φαίνεται; Δεν είναι θαύμα; Δε βάζει κάτω και τους πιο μαγκιόρους καλαμαράδες της Αθήνας; Βγήκε όμως ο κόπος του και με το παραπάνω.
Εξόν από το φακελάκι, «δια ενίσχυσιν του κοινωφελούς και εθνοσωτηρίου έργου της εφημερίδος», έγινε του σπιτιού ο κυρ Αντρίκος. Με τις δυο μασέλες μασούσε από το πρωί ως το βράδυ.
Κι είχε φέρει κάτι πράματα των τυφώνων ο νικητής, κάτι πράματα! Χαβιάρια από τη Ρωσία, αντζούγες σπανιόλικες, ροκφόρ, κουτάκια με μυαλά και γλώσσες από την Αργεντίνα, ουίσκια και μπορντό, και τι δεν είχε φέρει… Του πουλιού το γάλα!
Μασούσε ολοένα, γκρατς-γκρουτς, ολοταχώς, πάση δυνάμει, γκρατς-γκρουτς ο κυρ-Αντρίκος.
Κάνανε και μια εκδρομή. Μονάχα άντρες. Ο νικητής όλα. Και τ’ αρνιά στη σούβλα και τα κρασιά και τα ουίσκια και τους μεζέδες τους ευρωπαϊκούς και τα βιολιά και τα κλαρίνα, όλα δικά του.
Φάγανε, ήπιανε• ξαναφάγανε, ξαναήπιανε. Τραγουδήσανε, χορέψανε, είπανε ιστορίες με πολύ πιπέρι, με λίγο αλάτι. Ξαναφάγανε, ξαναήπιανε. Τον καπετάν Λεωνίδα δεν τον έλεγε κανείς πια με τ’ όνομά του, του κόλλησε ο «νικητής», μα δεν του κακοφαινότανε γι’ αυτό, κάθε άλλο, κάθε άλλο. Δε ’ναι μικρό πράγμα να ’σαι ο νικητής των τυφώνων!
Αργά το βράδυ πήραν το δρόμο του γυρισμού και σαν ζυγώσανε στο σπίτι της χήρας, της μικροπαντρεμένης της Ζαμπέτας, ο νικητής το πήρε αργά, βαριά, μερακλίδικα:
«Θάλασσα λεβεντοπνίχτρα,
θάλασσα φαρμακερή,
συ που κάνεις το νησί μας
πάντα μαύρα να φορεί…»

Το ευοί ευάν, που λες, από τη μια μεριά και οι λίρες από την άλλη. Τώρα που ξεκουράστηκε, που διασκέδασε, να κοιτάξει και τη δουλειά του πάλι.
Τι να τις κάνει τις λίρες; Έτσι θα κάθονται στο Γουέντ Μίνστερ μπανκ με τρία τα εκατό; Να ’γοράσει κι άλλο βαπόρι, δυο βαπόρια ’κόμα: Αν γινόταν πόλεμος, έτσι έπρεπε να κάνει, μ’ αν δε γινότανε, με τις επιχορηγήσεις που ’δινε το εγγλέζικο κουβέρνο στα εγγλέζικα φορτηγά, τα πράματα δεν πηγαίνανε καλά• φοβότανε το κραχ καμιά ώρα.
Αν δε γινόταν πόλεμος, έπρεπε ν’ αγοράσει μια πολυκατοικία, σίγουρα πράματα, την είχε κιόλας στο μάτι, μια σπιταρόνα στην οδό Πατησίων. Πήγαινε κάθε μέρα κι έπινε καφέ σ’ ένα αντικρινό ζαχαροπλαστείο και την καμάρωνε κι εξήταζε τους νοικάρηδες που μπαινόβγαιναν με το μάτι, σαν να φοβόταν απ’ τα τώρα να μην του φάνε κάνα νοίκι.
Και συλλογιζότανε:
Στο «Πιπίτσα» είκοσι οχτώ σκλάβοι να τους πληρώνω να δουλεύουν, να βγάζω λίρες και λίρες, και τούτοι δω διπλοί από κείνους, μπορεί και παραπάνω, σκλάβοι και τούτοι πάλι, κι ας μας παριστάνουν τον καμπόσο με τις ελληνικούρες τους και τα καθαρά πουκάμισα, σκλάβοι και τούτοι, να μου φέρνουν κάθε μήνα το χαράτσι.
Και χαιρόταν η ψυχή του και φούσκωνε από περηφάνια.
Όμως, αν γινόταν πόλεμος και τον εύρισκε με τρία βαπόρια, πόση λίρα, Θε μου, πόση λίρα…! Τότες, σαν τελείωνε, θα ’γόραζε όχι μια πολυκατοικία, μα τη μια πάντα αυτού του δρόμου ολάκερη, από την Ομόνοια ως το τέρμα…
Ο κύριος Τοτός, που ’ρθε μια ματιά ’πό το Λονδίνο για δουλειές του, είπε πως θα γίνει πόλεμος• αναπόφευκτος.
Μα ο γερο-Νέστορας του νησιού του, ο καπετάν Μιχάλης, λέει όχι, αδύνατο να γίνει πόλεμος.
Ποιον ν’ ακούσει; Ποιον ν’ ακούσει;
Στην απελπισία του αποτάνθηκε στους Άγιους. Έκανε λειτουργίες, έταξε βαποράκια από ασήμι στην αρχή, από ατόφιο μάλαμα κατόπι.
Τίποτα. Κανένας Άγιος δεν ήθελε να παρουσιαστεί τη νύχτα στον ύπνο του και να του πει. Ας μην του ’λεγε με το στόμα, δεν πειράζει. Ας κουνούσε μόνο το κεφάλι του λιγάκι κατά πάνω κατά κάτω, το φρύδι του μόνο ας έπαιζε λιγάκι κι αυτός θα καταλάβαινε, δε χρειαζόταν πιο πολύ.
Τίποτα. Κατέφυγε τότες στις Άγιες. Έταξε της Αγίας Θαλασσινής να της χτίσει καινούργια εκκλησία.
Τίποτα. Σιωπηλή κι αμίλητη εξακολουθούσε να τον κοιτάζει η Αγία με τα θλιμμένα της μάτια, σιωπηλός και σύνοφρυς τον κοίταζε από ψηλά ο Παντοκράτωρ.
Πήγαινε να σκάσει… να τρελαθεί:
Θα γίνει, δε θα γίνει;…
Γι’ αυτό, όποιος του ’λεγε καλημέρα, τον ρωτούσε:
- Τι λέτε, θα γίνει πόλεμος;
- Τι λες, ρε, τι ιδέα έχεις, θα γίνει πόλεμος; (του λούστρου που του γυάλιζε τα παπούτσια).
Σωστό Ινστιτούτο Γκάλοπ μοναχός του ο αθεόφοβος.
- Πες κι εσύ τι ιδέα έχεις; θα γίνει πόλεμος;
Είναι και τώρα πολλοί καπετάν Λεωνίδηδες και ρωτούνε:
Τι ιδέα έχετε, θα γίνει πόλεμος;
Τους τρώει ο ίδιος καημός, το ίδιο μαράζι.

Βασίλης Λούλης
(Γράφτηκε όπως είναι τώρα, στις 20 Ιούλη 1947)
Πηγή: http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/loulhs_tufwnes.htm

[1] Το βιβλιάριο επιταγών.
[2] Το μηχάνημα που μεταβιβάζει από τη γέφυρα του πλοιάρχου τις οδηγίες στο μηχανοστάσιο.
[3] Ισημερινός.
[4] Παραπόταμος του Λα Πλάτα στην Αργεντινή.
[5] Τα μικρά ελληνικά παλιοφορτηγά που ταξιδεύουνε στη Μεσόγειο και στη Μαύρη Θάλασσα.
[6] Μεγάλα σφυριά για το χτύπημα της σκουριάς.
[7] Γαιανθρακαποθήκες.
[8] Το κήτος του σκάφους στην πρύμνη.
[9] Το μέρος του κήτους που χώνεται η αλυσίδα.
[10] Προναύλωση.
[11] Η επιθεώρηση του πλοίου από τις ασφαλιστικές εταιρείες.
[12] Σημείωμα με τεμπεσίρι της λαμαρίνας που πρέπει ν’ αλλαχτεί.
[13] Μέγαρα στο Σίτυ του Λονδίνου, όπου έχουν τα γραφεία τους οι ασφαλιστικές εταιρείες.
[14] Λεβητοστάσιο.
[15] Προκυμαία.
[16] Ξενοδοχείο για ναυτικούς.
[17] Παστό κρέας.
[18] Ο ναύλος κατά τόνο από την Αργεντινή στην Ευρώπη.
[19] Ο συρματένιος κάβος.
[20] Ιδιωτικοί αστυνόμοι της Αμερικής.
[21] Το δέσιμο του καραβιού.
 
Web Informer Button