ADS

click to open

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

O Varonos

Με συγκίνηση αναφέρομαι σε ξεπλυμένες αναμνήσεις από τους καθημερινούς ήρωες της ναυτικής μου ζωής, οι οποίοι αφού εκτέλεσαν το καθήκον τους κι εκπλήρωσαν την αποστολή τους ταξιδεύοντας για χρόνια τους ωκεανούς της υφηλίου, στη συνεχεία αποσύρθηκαν απόμαχοι συνταξιούχοι, διακριτικά και με μετριοφροσύνη στη σκιά της κοινωνίας την όποια είχαν υπηρετήσει με την ακάματο εργασία τους. Όλες αυτές οι αναμνήσεις καταθέτονται χωρίς υπερβολές η ωραιοποιήσεις, πολύ απλά αυτή ήταν η ζωή τους. 
Έχουν κιόλας περάσει επτά με οκτώ χρόνια από τότε,  μεσοκαλόκαιρο, που βρέθηκα στον λιμένα της Πύλου για ένα μακρύ χρονικό διάστημα σε πλοίο της εταιρείας που κρίθηκε απαραίτητο να εκτελέσει μερικές επείγουσες και αναγκαίες εργασίες επισκευών στο αγκυροβόλιο του ομώνυμου κλειστού κόλπου.
.........."Η Πύλος βρίσκεται σε εξαιρετική γεωγραφική θέση ενώ το λιμάνι της είναι ένα από τα μεγαλύτερα και ασφαλέστερα λιμάνια του κόσμου, με μήκος 4800μ και πλάτος 3600μ. [Το Λιμάνι] Το βάθος της θάλασσας φτάνει τα 50μ. Στα δυτικά, μπροστά από το λιμάνι υπάρχει η νήσος Σφακτηρία. Στα νότια του νησιού βρίσκεται η νησίδα Πύλος ή Τσιχλι-μπαμπά ή Φανάρι. Αναφέρεται από τον Όμηρο ως το Βασίλειο του Νέστορα που, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε απ' τον μυθικό Πύλο".......
........ Μετά από μια κοπιαστική στη διάρκεια της ημέρας εργασία, με τη δύση του ηλίου επέστρεφα από το πλοίο μαζί με τα συνεργεία παρέα στο ξενοδοχείο με την λαμπερή και ανανεωμένη λάντζα του λιμανιού ο «Άγιος Νικόλαος».
Διαβαίνοντας την έξοδο της προβλήτας καθώς περπατούσα στον προαύλιο χώρο των πρώτων εστιατορίων, ξαφνικά ακούω μια βαριά ζεστή αντρική φωνή να φωνάζει το όνομά μου.. Βάδιζα και λίγο αφηρημένα και τα έχασα. Σηκώνω τα μάτια ...
Μετά την αρχική μου σαστιμάρα και αμηχανία, μέσα μου άστραψε ένα χαμόγελο αργοπορημένης αναγνώρισης.
Ο Βαρόνος!!
Τον ατένιζα να κάθεται στο παραλιακό τραπέζι του εστιατόριου πάνω στο κύμα, διπλά από την προβλήτα αποβίβασης του λιμένα,  φορούσε ένα ολοκαίνουργιο επαρχιώτικο κουστούμι με το σακάκι ριγμένο στην πλάτη μιας καρέκλας. Ήταν η πρώτη μου φορά που συνειδητοποίησα ότι ο Βαρόνος ανήκε και αυτός στα ανώνυμα πρόσωπα του μεγάλου πλήθους. Τα μάτια του εκείνα τα λαμπερά μαύρα μάτια είχαν χάσει πολύ από την φωτεινότητα τους.
«Δε μου λες, άκουσα καλά ή με γελάνε τα αυτιά μου;»
«Δεν σε γελούν τα αυτιά σου, φίλε μου! χα χα χα.»
«Καλησπέρα.» του λέω.
«Καλησπέρα βρε Μανιαούρι από τη Λακωνία.. Καλά λένε βουνό με βουνό δεν σμίγει.»
Έγινε μια μικρή παύση. «Να που βρέθηκες και στα δικά μας όμορφα μέρη παλιέ καλέ μου φίλε.»
Να σας τον συστήσω. Μα και, βεβαία, αυτός που με προσκαλεί και με προκαλεί δεν είναι άλλος από το «Βαρόνο» τον ένα και μοναδικό χαρακτήρα, με τη ζεστή φωνή και με το «σοβαρό» προφίλ. Αυτό που αναδύθηκε τις στιγμές εκείνες, φαίνεται ότι «κρυβόταν» από παλιά μέσα του. Σ' εκείνες τις απλές, παλιές μας όμορφες στιγμές.
Τα έργα και οι ημέρες του ήταν ένας θρύλος στα καπνιστήρια και τις τραπεζαρίες των πλοίων της εταιρείας μη εξαιρούμενων και των γραφείων στην Ακτή Μιαούλη.
Τα τελευταία χρόνια είχε χαθεί από την πιάτσα της Ακτής Μιαούλη λες και άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Είχα να μάθω νέα του περισσότερο από μια δεκαετία.
«Για κοίτα, φίλε μου, πώς γυρίζει ο τροχός! Που χάθηκες μεγάλε μου Βαρόνε;» τον ρώτησα βλέποντας τον να έχει σηκωθεί από την θέση του και να έρχεται προς το μέρος μου.
Ξαφνικά σμίξαμε με θέρμη τα χέρια και όταν έπαψε να μου σφίγγει το χέρι κάθισα στην άδεια καρέκλα στο πλάι του απολαμβάνοντας το ανάλαφρο δροσερό απογευματινό αεράκι που σάρωνε την επιφάνεια της παραλίας κουβαλώντας την υγρασία της θάλασσας αλλά και τη μυρωδιά από τα τριαντάφυλλα και τις βουκαμβίλιες που φύτρωναν στις αυλές γύρω μας.
«Λοιπόν καλέ μου φίλε! Τι χαμπάρια: Πως τα πάτε με τις εργασίες των επισκευών; Τρελό τρέξιμο  βλέπω πάλι σήμερα; Πότε σαλπάρουμε;» Έκανε μαζεμένες τις ερωτήσεις και τώρα περίμενε απαντήσεις.  
Το κατάλαβα ότι το ήξερε πως θα με συναντούσε και με περίμενε.
«Φίλε μου θέλω να φύγει αυτή η εβδομάδα γιατί είμαι οριακά με τόση πίεση! Αυτές οι επισκευές είναι από τις πιο δύσκολες που έχω τρέξει! Άντε να παραδώσουμε να ηρεμήσω λίγο!»
«Από όσο θυμάμαι κάθε φορά τα ίδια συμβαίνουν με τις επισκευές! Γιατί σκας;»
Γέλασα λίγο και ηρέμησα.
«Κι εσύ πως τα βολεύεις που είσαι συνταξιούχος σήμερα.» Του αποκρίθηκα γελώντας τώρα. «Σε ρωτώ γιατί πολύ σύντομα θα βρεθώ να βράζω στο ίδιο καζάνι μ’ εσένα.»
Κούνησε τους ώμους του αδιάφορα, χωρίς να μου απαντήσει, δεν μου έδωσε την εντύπωση ότι τον ενθουσίαζε η ιδιότητα του συνταξιούχου.  
Με πληροφόρησε πως αυτή την εποχή έμενε σε μία ερημική μικρή εξοχική αγροικία που είχε κληρονομήσει σε μικρή απόσταση από την Καλαμάτα και τώρα είχε την δυνατότητα να απολαμβάνει μια παλιά του και αγαπημένη συνήθεια, τις χαλκογραφίες.  Λένε πως οι ζωγράφοι κι οι ναυτικοί φτιάχνουν τα ίδια σπίτια και η κληρονομιά του φίλου μας δεν αποτελούσε εξαίρεση. Ήταν ένα μικρό τούβλινο χαμηλοτάβανο σπίτι με ασπροβαμένους τοίχους, και η εξώπορτα του έβγαζε απευθείας στην θέα της θάλασσας.
Με τα μάτια της φαντασίας μου φιλοτέχνησα την σημερινή μελαγχολική εικόνα της ζωής του, ενός μοναχικού ερημίτη σ’ ένα σπίτι πολύχρωμο, σαν σκηνικό σε φωτεινό ηλιόλουστο τοπίο να πηγαίνει χωρίς παρέα ατέλειωτους περιπάτους, γυροφέρνοντας στο μυαλό του τις σκέψεις και τις μνήμες του σαν ένα σμάρι από παλιές φωτογραφίες που ένας θεός μονάχα ήξερε που τον ταξίδευαν.
Να  αφηγείται περιστατικά και περιπέτειες μ’ ευλάβεια ποιμένα γονιού που τις άκουγαν για πρώτη φορά τα μικρά του εγγόνια από την κόρη της αδελφής του, περιγραφικός, ευφάνταστος, αγγίζοντας με τον τρόπο αυτό τις ευαίσθητες χορδές της καρδιάς και του μυαλού τους. Να τους περιγράφει σκηνές με ένα απίστευτα ποιητικό τρόπο, και να τα κάνει να γελούν χάρη στην αριστουργηματική αφηγηματική του τέχνη. Η αξιοθαύμαστη δεξιοτεχνία και η θεατρικότητα, με την οποία χειρίζεται τις ιστορίες του απ' όσο γνωρίζω είναι μοναδική.
Μερικοί άνθρωποι σε κάνουν να μελαγχολείς και να θλίβεσαι ότι κατασπατάλησαν το χρόνο τους και χαράμισαν τις ικανότητες τους με δραστηριότητες σε σκοτεινές γωνιές και αδιέξοδα στενοσόκακα. 
Η ζωή είχε το βλέμμα της γυρισμένο προς τη μια μεριά και αυτός προς την άλλη, σκέφτηκα φευγαλέα, αλλά που να πάρει ο διάβολος δεν τους βρίσκεις κάθε μέρα αυτούς τους εξαιρετικά διαφορετικούς ανθρώπους.
Η μνήμες μας ταξίδεψαν δυο δεκαετίες πίσω. Ύστερα από είκοσι χρόνια οι μνήμες είναι άνισες όταν πρόκειται να θυμηθούν τα γεγονότα που συνέβησαν στο μακρινό παρελθόν, ένα σωρό εικόνες απ’ τα περασμένα έρχονται στην επιφάνεια, και είναι κάποιες φορές που πρέπει να παραδεχτώ ότι περιέχουν εικόνες που αφήνουν την δική τους πικρή γεύση, εικόνες που θα ήθελε κάνεις να ξεχάσει και δεν θα έλεγα την αλήθεια αν ισχυριζόμουν το αντίθετο.
Εκείνο τον καιρό πιστεύαμε πως ήμασταν σπουδαίοι κι οι μέρες έδειχναν να είναι πολύ μεγαλύτερες από ότι σήμερα. Ήμασταν νέοι, υπήρχε μια λεβεντιά με ειλικρίνεια γιατί πουθενά δε βρίσκεις καλύτερους συντρόφους απ’ αυτούς που αγαπούν την θάλασσα και δουλεύουν στην αγκαλιά της.  Είναι φορές που αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που περισσότερο από όλα μας αφαίρεσε στην διάβα του ο χρόνος. Μην είναι στην πράξη  ότι χάσαμε το κέφι και την ελαφρότητα που μοιραζόμασταν όλοι μας εκείνα τα περασμένα χρόνια της νιότης.
Το κύμα θρόιζε σε χαμηλούς τόνους θαρρείς και μας άκουγε αφηρημένα τους δυο άνδρες που είχαμε απορροφηθεί στη συζήτηση εκεί στην άκρη της θάλασσας, σκαλίζοντας το παρελθόν μας, και με κάθε καινούργια ιστορία που διηγείται ο Βαρόνος να μεγαλώνει το κέφι μας.  
Μας αγκάλιασε η νύχτα που άπλωσε τις μαύρες φτερούγες της παντού. 
Πίσω από το δάκτυλο της στεριάς που χωνόταν στον υδάτινο κόρφο  ξεπρόβαλε το μισοφέγγαρο, κοντράστ στο φωτισμένο μεγάλο φορτηγό πλοίο που βρισκόταν αγκυροβολημένο μέσα στον κόλπο, και μπόλικα αστέρια εμφανίστηκαν στον ουρανό.
Η αλήθεια είναι πως στην πραγματικότητα ο «Βαρόνος» ποτέ δεν έγινε πραγματικός ναυτικός, δεν είχε κανένα πραγματικό ενδιαφέρον γι' αυτή την εργασία, δεν κυλούσε στο αίμα του ιδιαίτερα η θάλασσα.
Ένα αρκετά μεγάλο διάστημα είχε εγκαταλείψει το ναυτικό επάγγελμα και ασχολήθηκε εκεί στη γενέτειρα του την Καλαμάτα με το εμπόριο ελαιόλαδου. Η επιχείρηση του απλώθηκε πολύ σύντομα με κύριο αντικείμενο τις εξαγωγές σε Ευρωπαϊκές χώρες. Το ίδιο πολύ σύντομα για κάποιους ανεξιχνίαστους λόγους για μας ήλθε και η κατάρρευση της επιχείρησης. Την εποχή εκείνη κυκλοφορούσαν τουλάχιστον εκατό εκδοχές για τα γεγονότα που αφορούσαν την κατάληξη της επιχείρησης, με εκατό διαφορετικές αιτιολογήσεις. Η αλήθεια θα μπορούσε άνετα να βρίσκεται σε οποιαδήποτε από αυτές.
 Η δική του θέση για αυτά που κυκλοφορούσαν ήταν αφοπλιστική.
«Υπάρχει στην αγορά κορεσμός υπερτιμημένων λαδιών πρώτης ποιότητας. Μια αγορά που θα πρέπει να σας επισημάνω ότι βρίσκεται ήδη σε συνεχή ύφεση. Για να ξεκινήσεις λοιπόν ένα καινούργιο προϊόν λαδιού με επιτυχία απαιτείται μια πολύ επιθετική προώθηση του προϊόντος και έμπειρο δυναμικό πωλήσεων. Εγώ απλά απέτυχα δεν είχα αυτές τις προϋποθέσεις.» Δήλωνε με παρρησία στους συνομιλητές του.
Η γνωριμία μας έγινε την επομένη χρονιά από τον καιρό που ασχολήθηκε περιστασιακά αλλά με μια επιτυχία ανέλπιστη με το λαθρεμπόριο τσιγάρων και ποτών στην Κωστάντζα τον μεγαλύτερο λιμένα της Ρουμανίας. 
Όχι τίποτα σπουδαίο και μεγάλο βέβαια, αλλά ένα μικρό καθημερινό οικονομικό πάρε δώσε, που η οργάνωση και εκτέλεση του ήταν μια ιδιοφυής   σκέψη του φίλου μας. Ουσιαστικά ήταν μια χαμαλίδικη δουλίτσα, περιορισμένων οικονομικών μεγεθών και δυνατοτήτων.
Τις εποχές εκείνες η Κωστάντζα ήταν πάντα πόλη εξαιρετικά φιλόξενη για τους Έλληνες ναυτικούς και ιδανικός τόπος για ανθρώπους σαν τον Βαρόνο. Πέρα από την ναυτιλιακή δραστηριότητα, πήγαιναν πακέτο κάθε λογής τυχοδιωκτικές συναλλαγές λαθρεμπορίου και διακίνηση μαύρου χρήματος με το τσουβάλι. Ταυτόχρονα ήταν η Ρουμανική πρωτεύουσα της εφήμερης πορνείας. Όλα αυτά την εποχή του υπαρκτού σοσιαλισμού και του Τσαουσέσκου.
Για όποιον είχε ζήσει τα χρόνια εκείνα τις συνθήκες που επικρατούσαν στα οικονομικά όρια του  λιμένα της Κωστάντζα εύλογα  θεωρούσε ότι βρισκόταν σε μια περιοχή όπου το λάδωμα ελάμβανε χώρα σε μεγαλύτερη έκταση και επιτυχέστερα από ότι στην υπόλοιπη Ρουμανία. 
Και αυτό που είχα καταλάβει ήταν  ότι για κάποιο λόγο όλοι οι συμμετέχοντες εμπιστεύονταν τους Έλληνες ναυτικούς δεν υπήρχε δυσπιστία για τις μη νόμιμες μικρό συναλλαγές της καθημερινότητας που τους απέφερε μερικά οφέλη στις πολύ δύσκολες ημέρες διαβίωσης που περνούσαν .
Κυβερνητικοί υπάλληλοι και εργαζόμενοι στην ελεύθερη ζώνη εμπορίου του λιμένος σε συνεργασία με τους υψηλόβαθμους κρατικούς λειτουργούς του λιμένα κάλυπταν τις εμπορικές δραστηριότητες του Βαρόνου στις παρυφές τις παραοικονομίας. Με έξυπνο τρόπο όλη η δραστηριότητα ήταν ένα μέρος από μια καλοστημένη κομπίνα, που είχε να κάνει με την αγοραπωλησία των τσιγάρων και των ποτών της ελεύθερης ζώνης.
Από κάθε άποψη  το εμπορικό αλισβερίσι του φίλου μας ήταν ικανοποιητικά προσοδοφόρο  για το μέγεθος της συναλλαγής. Αυτό επέτρεπε στον απλό Τρίτο μηχανικό του πλοίου να απολαμβάνει με περίσσια άνεση τα άδυτα της κρυφής νυκτερινής ζωής που εξελίσσεται στον περίγυρο του λιμένα με ανέσεις βαρόνου εξ’ ου και η προσωνυμία "Βαρόνος".
  Απόψε μου αφηγήθηκε το τέλος αυτής της ιστορίας του χωρίς να του το ζητήσω, μου παρουσίασε την εικόνα των γεγονότων λιτά και απέριττα, όπως ακριβώς τα είχε ζήσει. Στο βλέμμα του υπήρχε και πάλι η ίδια πειρακτική έκφραση όπως και τότε που ήμασταν ανέμελοι νέοι.Ήταν φανερό πως είχε εξαιρετική διάθεση απόψε.
Στο τραπέζι το μπουκάλι του ερυθρού ξηρού οίνου με το σύνθετο διαυγές ερυθρό χρώμα, τις πλούσιες και ελκυστικές ανταύγειες και τα αρώματα ώριμων κόκκινων φρούτων, με νότες μπαχαρικών έχει σχεδόν καταναλωθεί προσφέροντας ικανοποιήση στις διατροφικές μας απαιτήσεις σε γεύση και απόλαυση.
«Είναι μια ιστορία απ’ αυτές που κολλούνε στη συνείδηση σου και σ΄ ακολουθούν σα βδέλλα και δεν εννοούν να ξεκολλήσουν από την θύμηση μου.» Άρχισε σαν πρόλογο την ιστορία του, έκανε μια μικρή παύση ώστε να βάλει τις σκέψεις του σε τάξη, κι ύστερα συνέχισε.
...... Η σύμβαση εργασίας με την εταιρεία μας είχε λήξει για μένα και τον έτερο τρίτο μηχανικό του πλοίου καθώς επίσης και για τον ανθυποπλοίαρχο. Όλων μας η καταγωγή κατά μια περίεργη σύμπτωση ήταν από την Μεσσηνία. Το σχέδιο αναχώρησης από το πλοίο περιελάμβανε διανυκτέρευση στην Κωστάντζα, την επομένη άφιξη στο αεροδρόμιο του Βουκουρεστίου, και επιβίβαση στην πρωινή πτήση  με προορισμό την Αθήνα.
Την τελευταία μας ημέρα η νύκτα στην Κωστάντζα μας βρήκε πελάτες στοιβαγμένους σ’ ένα υπόγειο μαγαζί με κλειστά παντζούρια και ατμόσφαιρα με την αρωματισμένη χάρη των ήχων από σκυλάδικα, πλέοντας σε πελάγη χαράς και ευτυχίας, αραγμένοι σε τρυφερές αγκαλιές γεμάτες «αγάπη!»  
Βουτηγμένοι στο αλκοόλ των ποτών και στον καπνό από τα τσιγάρα με μια τρυφερή αγκαλιά και ένα σ' αγαπώ αρκούν για να νιώσεις ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος.
Αρχικά οι δυο καλοί μου φίλοι δεν είχαν την απαιτουμένη διάθεση να επισκεφτούμε αυτά τα μυστήρια νυκτερινά μαγαζιά που ξεφύτρωναν σε σκοτεινές συνοικίες της πόλης.
Δεν προσπάθησα και πολύ να τους παρασύρω από τις ηθικές αναστολές τους.
«Καταλαβαίνω τους ενδοιασμούς σας τους είπα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα γυρίσουμε την πλάτη στα πάθη μας για την αρετή. Θέλω να πω πως αν σας πιάνει κάπου-κάπου ο πειρασμός δε θα πρέπει να το θεωρείτε αξιόμεμπτη αδυναμία και να μην τον απορρίπτεται.
Αυτή είναι η ευχάριστη πλευρά του  δύσκολου επαγγέλματος μας, πρέπει να παραδεχτείτε ότι αρκετά επιτρέπονται στην προσωπική μας διασκέδαση αρκεί να καταφέρεις να ξεφύγεις χωρίς να σε πάρουν είδηση.» Τους είπα.
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα που έγινε η έφοδος της αστυνομίας, η αναταραχή και ο σάλος που επακολουθήσαν μου είναι δύσκολο να τον περιγράψω.
Όσοι βρίσκονταν μέσα σ’ αυτό το καπηλειό συνελήφθησαν σχεδόν όλοι, εκτός από δυο τρεις που κατάφεραν να ξεφύγουν από τις πίσω εξόδους.
Ποτέ δεν μου είχε περάσει από το νου ότι θα μπορούσε να μας συμβεί αυτό, και ήταν απόλυτα φυσιολογικό να ένοιωθα ελαφρά σοκαρισμένος από την απρόσμενη εξέλιξη.
Είχα ιδρώσει και οι κόμποι του ιδρώτα έσταζαν από πάνω μου σαν στάλες βροχής. Έφταιγε η ήσυχη νύχτα της Κωστάντζα, πλημμυρισμένη απ’ την υγρασία που ανηφόριζε πέρα από τα νερά του Δούναβη ποταμού.
Κατά εξαιρετικά ευτυχή συγκυρία ο επικεφαλής της επιχείρησης ήταν πρόσωπο γνωστό από τα εμπορικά πάρε δώσε, και όπως καταλαβαίνεις βοήθησε σ’ αυτό η πρότερη γνωριμία μας, και μου ‘δωσε αυτοπεποίθηση τη δύσκολη αυτή ώρα. 
Ξεμπλέξαμε σχετικά ανώδυνα με τις αρχές και τα τυπικά της ανάκρισης, κανένας δεν ρώτησε ποιος και γιατί ούτε χαρτιά μας ζήτησαν. Ευγενικά φερόμενοι σεβάστηκαν τον .....Βαρόνο..!
Παράλληλα διαπίστωσα ότι είχε χαράξει, και η αραιά ομίχλη που πλανιόταν πάνω από την θάλασσα έκανε τον χειμωνιάτικο πορτοκαλί ήλιο που εμφανίστηκε πέρα στον ορίζοντα να φαντάζει ωχρός, μελαγχολικός, όταν εγώ και οι δυο καλοί μου φίλοι, πακέτο βρεθήκαμε στο αεροδρόμιο του Βουκουρεστίου με φιλική συνοδεία των αρχών μετανάστευσης της χώρας.
Δεν αναφέραμε ούτε κουβέντα για τις αποσκευές μας που είχαμε αφήσει στο παρακείμενο από το καπηλειό ξενοδοχείο, ανησυχώντας και φοβούμενοι πως μπορεί να βγουν στην επιφάνεια μερικά ευτελούς μεν άξιας αδήλωτα δε καταναλωτικά αγαθά (όπως οι περίφημες κρέμες αντιγήρανσης της Ασλάν και διάφορες σπιτικές πορσελάνες) που αποκτήθηκαν στην μαύρη αγορά. Εγώ πάντως υποσχέθηκα στους άλλους δυο συναδέλφους μου ναυτικούς να κάνω ότι περνούσε απ’ το χέρι μου για να παραλάβουμε τις αποσκευές μας.
Στη σκέψη πολλών συναδέλφων μας πιθανολογώ να φάνταζε ότι υπέστην βαρύ προσωπικό πλήγμα μετά την σύλληψη μας, αλλά εγώ απλώς  έμεινα με την αίσθηση ότι υπήρξε ένα σχεδόν χιουμοριστικό στοιχείο στην όλη υπόθεση.
Υπάρχουν στιγμές που αναρωτιέμαι αν έζησα λάθος την ζωή μου. Πιστεύεις ότι είσαι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο και με τον καιρό διαπιστώνεις πως είσαι πολύ διαφορετικός. Όμως και πάλι λέω ότι και αν αυτό συμβαίνει δεν πρέπει να χολοσκάω και να τα βάφω μαύρα. Απλά συνεχίζω την ζωή μου, κάθε μέρα που ξημερώνει είναι και μια καινούργια μέρα που αξίζει να την ζήσεις.
......Στο τραπέζι κατέφθασε το δεύτερο μπουκάλι του ερυθρού ξηρού οίνου με το σύνθετο διαυγές ερυθρό χρώμα, τις πλούσιες και ελκυστικές ανταύγειες και τα αρώματα ώριμων κόκκινων φρούτων, με νότες μπαχαρικών. 
....Τελικά τα κατάφερε, κράτησε την υπόσχεση του, ξαναγύρισε με την βοήθεια και της εταιρείας στην Ρουμανία και μετέφερε όλες τις αποσκευές στην Ελλάδα....
Σήμερα εκτός από το αγαπημένο του χόμπι τις χαλκογραφίες, αφιερώνει την φροντίδα του στην καλλιέργεια του μεγάλου κήπου με τα πολλά δέντρα που περιβάλει ολόγυρα την αγροικία με θέα το ανοικτό πέλαγος της μεσογείου θάλασσας. Τον φαντάζομαι να τον περιποιείται και να τον φροντίζει σαν τα κορίτσια που καυχιόταν πως είχε στα λιμάνια της Μαύρης θάλασσας. Οι κακές γλώσσες έλεγαν πως ο «Βαρόνος» ήταν ο καλύτερος εραστής των λιμανιών.
Ακόμη μου εκμυστηρεύτηκε ότι πολλοί ντόπιοι επιθυμούν να τον προτείνουν για το τοπικό κοινοτικό συμβούλιο. Είναι μια πρωτοβουλία που την εκτιμά και το σκέφτεται. Το γνωρίζω καλά πως ήταν πάντα του ανοιχτός και προσιτός μ’ όλο τον κόσμο, και ταυτόχρονα μάθαινε να προσαρμόζεται στο περιβάλλον και στους νέους ρυθμούς της ζωής του. 

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Len Pos o Xronos Giatreuei Tis Pliges

Cape Town South Africa...
Κέιπ Τάουν.... Άνοιξη του χίλια εννιακόσια εβδομήντα έξι.
Οι δυο νεαροί μας φίλοι αποφάσισαν ότι ήταν η ώρα που έπρεπε να γυρίσουν στο πλοίο αφού είχαν απολαύσει ένα πλούσιο βραδινό γεύμα τελειώνοντας έτσι μια ευχάριστη εξόρμηση κατά τη διάρκεια της βραδιάς στο μοναδικό αυτό κοσμοπολίτικο λιμάνι της Νοτίου Αφρικής.
Το Κέιπ Τάουν είναι μία από τις παγκόσμιες πρωτεύουσες της υψηλής γαστρονομίας. Δεν είναι μόνο ο νυχτερινός ουρανός της Χώρας της Νότιας Αφρικής που είναι γεμάτος άστρα, είναι και τα εστιατόρια της πόλης που τα αστέρια Michelin δίνουν και παίρνουν, τοποθετώντας πόλη του Κέιπ Τάουν στην κορυφή της προτίμησης των καλοφαγάδων του κόσμου!  
Η κορυφαία και φημισμένη αστακό-μακαρονάδα του «Ακρωτηρίου» είναι ένα must για εκείνους που ψάχνουν την απόλυτη γεύση. Το άφθονο φρέσκο ψάρι, ο αστακός, αχινοί, και τα υπόλοιπα θαλασσινά, είναι καθημερινά στη διάθεσή σας. Επιλεγμένα εμφιαλωμένα κρασιά, συμπληρώνουν άριστα το μενού, είτε αυτό περιλαμβάνει ψάρι ή κρέας.
Τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε! Ήταν λίγο πριν τα μεσάνυχτα που το ταξί τους άφηνε πίσω τους την μεγάλη και στρογγυλή πλατεία που περιβάλει το Greenways Hotel στην Torquay Avenue, της πόλης του Ακρωτηρίου στη Νότιο Αφρική, όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα τελείως απροσδόκητο επεισόδιο με εξελίξεις καταιγιστικές και τελείως απρόσμενες. 
Μια αναπάντεχη απόπειρα ληστείας τους είχε σαν συνέπεια την περιπετειώδη καταδίωξη τους, που παρά ολίγο έλειψε να καταλήξει σε τραγικό μακελειό.   
Όλα ξεκίνησαν στο σταυροδρόμι που δημιουργείται το αρχικό ύψος της Torquay Avenue. Ο οδηγός μιας μεγάλη παλαιάς αμερικάνικης Πλίμουθ τους έκλεισε το δρόμο δημιουργώντας μπλόκο στο ταξί που τους μετέφερε από το εστιατόριο στο πλοίο, με οδηγό του ταξί έναν Λιβανέζο που ήταν και ο  ιδιοκτήτης του. Στο παλιό αυτοκίνητο επέβαινε μια ομάδα από νέγρους που επιχειρούσαν να ακινητοποιήσουν το ταξί και να ληστέψουν τους νεαρούς επιβάτες του.
Για μεγάλη τους τύχη ο οδηγός του ταξί απόλυτα ψύχραιμος και νηφάλιος χωρίς να το καλοσκεφτεί ζύγισε με ψυχραιμία τα δεδομένα, δεν ακινητοποιήθηκε και με φιλότιμες προσπάθειες και συντονισμένες ενέργειες κατάφερε να διαφύγει από τον εγκλωβισμό των επίδοξων ληστών.
Ταυτόχρονα έβγαλε από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου και το εναπόθεσε στην άδεια θέση του συνοδηγού το τεράστιο μάγκνουμ 44 όπλο που κουβαλούσε μαζί του. Ακολούθησε καταδίωξη από τους επίδοξους ληστές μέχρι και την λεωφόρο heerengracht όπου και εγκατέλειψαν την προσπάθεια τους.
Οι δύο μας φίλοι με ορθάνοιχτα μάτια έμειναν να κοιτάζουν άλαλοι και αποσβολωμένοι τον οδηγό του ταξί, που η ψυχραιμία του τους έκανε να μοιάζουν με πανικόβλητες νοικοκυρές.
Μόνο όταν φτάσανε στο πλοίο και ξανάνιωσαν ασφαλείς, κατόρθωσαν να καλύψουν τον πανικό και το χτυποκάρδι τους, ν’ αρθρώσουν λόγο και να περιγράψουν τον ηρωισμό και το θάρρος του ταξιτζή τους.
Υπήρχε μεγάλο ποσοστό εγκληματικότητας στο Κέιπ Τάουν, σε ορισμένες περιοχές της πόλης οι κλεφτές, οι ληστές, οι πόρνες, οι λαθρέμποροι ναρκωτικών και οι κάθε λογής φυγόδικοι αποτελούσαν κράτος εν κρατεί. Το μεγαλύτερο ποσοστό της εγκληματικότητας αφορούσε το μαύρο πληθυσμό της πόλης που αυξάνονταν ραγδαία.
Ήταν η εποχή εκείνη που στη χώρα του απαρτχάιντ το να αφαιρέσεις ζωή νέγρου και μάλιστα επίδοξου ληστή ήταν αμελητέο αδίκημα.
Οι επιβάτες του ταξί  ήταν ο νεαρός μηχανικός του πλοίου ο Αλκιβιάδης παρέα με τον Παυσανία νεαρό δόκιμο μηχανικό με καταγωγή από ναυτική οικογένεια νησιού των Κυκλάδων που τελειώνοντας τη στρατιωτική του θητεία αρχικά αναζήτησε την επαγγελματική του τύχη στην στεριά χωρίς αποτέλεσμα ώστε τελικά να ακολουθήσει και αυτός την επαγγελματικη του τύχη στην θάλασσα.
«Τα καλά μας έρχονται με δυσκολία και μετά από αναζήτηση, ενώ τα κακά και χωρίς να τα αναζητήσουμε.» Του  έλεγε ο σοφός παππούς του Αλκιβιάδη.
Έτσι μέσα από αυτή την περιπέτεια και το σοκ, ξεκίνησε να αναπτύσσεται μέσα στα χρόνια μια δυνατή φιλία μεταξύ των δυο ανδρών, μια όμορφη αλλά και δυνατή φιλική σχέση.  Ο ένας θα ανακαλύψει στον άλλο στοιχεία που του λείπουν.. Ο Παυσανίας είναι ένας ευγενικός νεαρός, γοητευτικός άνδρας με την κοσμοπολίτικη αύρα ενός καλλιτέχνη εν αντιθέσει με τον Αλκιβιάδη που σαν τον κότσυφα αγαπά την μοναξιά, συχνά παραδοσιακός, αλλά ευθύς κοινωνικός, πρόθυμος για παρέα και γεμάτος καλές προθέσεις.
Και η φιλία τους μοιάζει με τα παλιά βιβλία, που ο χρόνος έρχεται και τους προσδίδει πολύ μεγαλύτερη αξία.
Ο Παυσανίας στις ημέρες εκείνης της εποχής, είχε κοντά μαύρα κατσαρά μαλλιά, οβάλ λευκό πρόσωπο, μαύρα μάτια ανθρακίτης, χέρια περιποιημένα, συμμετρική περιφέρεια, ίσια πλάτη. Δεν ήταν στεγνός αλλά ούτε παχύς, φαρδύς με στέρνο ανοικτό. Είχε μια ελκυστικά αέρινη αίσθηση η όλη του παρουσία.
Το δίλημμα που βασάνιζε τον καιρό εκείνο τον Παυσανία, αφορούσε μια μικροκαμωμένη ξανθιά κοπέλα ένα πλάσμα γλυκύτατο, ανήσυχο, που αντιμετώπιζε ακόμη και τα σοβαρά πράγματα με μια ελαφρότητα, και είχε πολλά παράπονα από την ερωτική τους σχέση. Σαν γειτόνοι είχαν ζήσει μαζί όλα τους τα χρόνια στο νησί μέχρι την αποφοίτηση απ' το τοπικό λύκειο. 
Μετακομίζοντας ο Παυσανίας στην Αθήνα και σαν φοιτητής στη σχολή Εμπορικού ναυτικού πολλές φορές αναρωτήθηκε τι ήταν εκείνο που τον κρατούσε σ’ αυτή τη σχέση. Όλα αυτά τα χρόνια των σπουδών του η σχέση τους πέρασε από πολλές δοκιμασίες. Την περίοδο της στρατιωτικής του θητείας η κοπέλα ουσιαστικά είχε φύγει από την ζωή του, την είχε δει ελάχιστες φορές και αυτές φευγαλέα.
Ταυτόχρονα μάθαινε ότι κάποιο διάστημα είχε μπει στη ζωή της παλιός συμμαθητής τους.
Πάει καιρός τώρα που η φίλη του μόνη της πια προσπαθεί ορμητικά να ξαναμπεί και πάλι στην ζωή του.
Ταυτόχρονα την ίδια εποχή μια νεαρή ψηλή καστανή γυναικεία φιγούρα, εργαζομένη σε μεγάλη πολυεθνική εταιρεία ανακάλυπτε πως πολύ της άρεσε αυτός ο ευγενικός άνδρας και αναζητούσε μια μόνιμη σχέση μαζί του. Αυτή η νέα του γνωριμία ήταν κάτι σαν τονωτική ένεση στην ιδέα που είχε για τον εαυτό του.
Απόλυτα φυσιολογικό σκέφτεται ο Αλκιβιάδης για τον φίλο του! 
«Να μην το ξεχνάς στις γυναίκες αρέσουν οι ευγενικοί άνδρες!» , έλεγε ο σοφός παππούς του. 
Για τον Παυσανία την εποχή εκείνη ήταν  περίπλοκο να περιγράψει με λόγια την ψυχοσωματική κατάσταση του, καθώς οι αναμνήσεις γλιστρούσαν στο μυαλό του με αφορμή τις δυο γυναίκες.
Είχε την αίσθηση ότι βάδιζε μέσα σ’ ένα τοπίο μετά την βροχή, στην υγρασία, ενός παράξενου δρόμου. Και πως η λύση ήταν εκεί στο τέλος του δρόμου και τον περίμενε.
Το πρόβλημα του είναι ότι ο δρόμος σε κάποιο σημείο του διχαλώνει. Από το ένα μονοπάτι βρίσκεται το ξανθό κορίτσι, το χθες και η σιγουριά του γνώριμου, από το άλλο η  νέα γνωριμία, το αχαρτογράφητο άγνωστο ακόμη μα επιθυμητό..
«Ποιο δρόμο θέλεις να διαλέξεις, η εκλογή βρίσκεται μόνο στα χεριά σου,» του είπε ο Αλκιβιάδης όταν ο Παυσανίας του εκμηστηρεύτηκε το δίλημμα του.
«Ο ποιητής έχει απαντήσει προ πολλού στο ερώτημα αυτό!» συμπλήρωσε.
Δυο δρόμοι χωρίζουν σ’ ένα δάσος κι εγώ αποφάσισα.
Τον λιγότερο ταξιδεμένο πήρα.
Κι αυτή είναι όλη κι όλη η διαφορά.
«Για να υποστηρίξω την όποια απόφαση σου αν βέβαια το χρειάζεσαι, αυτό που έχω να σου πω είναι ότι για μένα προσωπικά δεν χρειάζεται να ξέρω που πάω! Από τη στιγμή που βγήκα στο δρόμο αφήνω το ένστικτο μου και την καρδιά μου να με οδηγεί.» Του λέει ο Αλκιβιάδης.
«Εσύ είσαι σε διλληματική θέση και είναι πολύ αργά για να υποχωρήσεις στις επιθυμίες της ξανθιάς σου μα ίσως και πολύ νωρίς για να δράσεις στη νέα σου γνωριμία.» Συμπλήρωσε.
Προς το παρόν του Παυσανία του ήταν πολύ δύσκολο να αποφασίσει, δεν επιθυμούσε να δοκιμάσει την τύχη του, μέσα από ένα κυκεώνα συναισθημάτων.
Λεν πως ο χρόνος γιατρεύει όλες τις πληγές.
Λένε ειν’ εύκολο το χτες να λησμονήσεις.
Όμως εγώ νιώθω ακόμα σα νάταν χτες.
Τα δάκρυα, τα φιλιά κι όλες τις συγκινήσεις.

.....Να ξέρεις πως αργά η γρήγορα θα υπακούσεις στα αληθινά καλέσματα της καρδίας σου.
Ίσως αύριο ίσως μετά από καιρό, ακόμη δεν ξέρω πότε.
Αναρωτήθηκες ποτέ πόσοι είναι αυτοί που παρόλο που ξέρουν ότι βρίσκονται σε λάθος δρόμο, λάθος περιβάλλον, ακόμη και λάθος σχέση, κάνουν το μεγάλο και τολμηρό βήμα να επανεξετάσουν τον εαυτό τους και τις πραγματικές επιθυμίες τους και να ξεκινήσουν να κάνουν αυτό που πραγματικά θέλουν, να ξαναδούν τον εαυτό τους σε καθαρό καθρέπτη;
Η αναβλητικότητα είναι φυγή από τις τωρινές στιγμές. Παρά τις μακροπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες της, ελάχιστοι άνθρωποι θα είναι ειλικρινείς αν πουν ότι δεν είναι αναβλητικοί.
Στην πραγματικότητα δεν αναβάλλεται κάτι όταν δεν το κάνεις, απλούστατα δεν έγινε.
Για μερικούς δε γίνεται τρόπος ζωής, ν’ αναβάλλουν πάντα για μια μέρα που δεν θ’ έρθει ποτέ.
.....Ο Παυσανίας άρχισε να του διηγείται την ιστορία της γνωριμίας με την νεαρή ξανθή κοπέλα αλλά, κατά ένα περίεργο τρόπο, του Αλκιβιάδη του φαινόταν ν’ ήξερε τα κυριότερα σημεία. Ποιος αλήθεια δεν έχει περάσει από το στάδιο αυτό.
«Ποτέ δεν τα πήγαμε τόσο καλά από την αρχή κιόλας αυτής της σχέσης υπήρχαν προβλήματα ανάμικτα με τα αισθήματα.»
«Γιατί συνέχιζες;» τον ρώτησε.
«Έλπιζα πάντα ότι τα πράγματα θα καλυτέρευαν.»
«Συμπεριφέρεσαι πολύ ανόητα αν αποζητάς μια εξήγηση έξω από τον εαυτό σου για το τι πρέπει να αποφασίσεις.»
Και όταν η σχέση τους έδειχνε να ξαναρχίζει, το κύμα του μέλλοντος ήρθε και τουμπάρισε την βάρκα του. Αισθανόταν ελαφρώς και αορίστως ένοχος για το γεγονός, αλλά μόνο ελαφρώς και αορίστως.
 Οι κυκεώνες των αισθημάτων είναι ένα μακρύ ταξίδι που κρατεί αιώνες, ποτέ του δεν φτάνει στο τέλος. Πόσοι και πόσοι ταξιδιώτες δεν έχουν περάσει από τους σταθμούς του. Άλλοτε με σκληρές αποφάσεις άλλοτε με ήπιους τόνους.
Ο φίλος μας το ένοιωθε, έφτανε στο τέλος, ολοκληρώνοντας αυτό το ταξίδι. Δεν εξαίρω το γεγονός ότι ήταν συνετός και συμβιβασμένος με τη μοίρα του και η εξέγερση ήταν πάντα ξένη με τη σκέψη του. Παρόλα αυτά συνέχισε με μεγαλύτερη ένταση την προσπάθεια να κάνει γνωστό το τέλος του ταξιδιού του με την ανήσυχη και με μια ελαφρότητα ερωτική τους σχέση.
Όχι δεν ήταν ερωτευμένος μαζί της. Οι δυο τους απλώς ζούσαν ένα ιντερμέτζο καλοτυχίας, ενισχυμένο από μια δόση σεξουαλικής εναρμόνισης.
Δεν είχε κανένα λόγο να πιστεύει πως αυτό το πράγμα θα κρατούσε και πάλι για πολύ.
Αυτή τη φορά δεν έχει πισωγυρίσματα, η σχέση τους είχε γεράσει πριν την ώρα της.
Ήταν δική του απόφαση να φτάσουν στο τέλος.
Τρεις μήνες αργότερα.
Βρίσκονται στην μεγάλη δεξαμενή επισκευών Keppel Verolme BV, στα ναυπηγεία με έδρα το Ρότερνταμ στην Περιοχή του Rozerburg στην ανατολική όχθη του μεγάλου καναλιού, του θαλάσσιου δρόμου που ενώνει τη Βόρειο θάλασσα με την Κεντρική Ευρώπη. Βασικές υπηρεσίες του είναι επισκευή,  συντήρηση, τροποποίηση, ανακαίνιση και κατασκευή πλοίων. Στη δυτική πλευρά του καναλιού είναι η περιοχή του Vlaardingen, με τις απέραντες εκτάσεις από τουλίπες, το χαρακτηριστικό λουλούδι της Ολλανδίας. Ένα μοναδικό θέαμα. Ένα πολύχρωμο χαλί από τουλίπες σκεπάζει τις καλλιέργειες, και συνθέτουν μια πανδαισία χρωμάτων και μας υπενθυμίζουν ότι έφτασε η άνοιξη.
Ο Παυσανίας γύρισε στην καμπίνα του μετά απ' το τέλος της καθημερινής απασχόλησης του στις επισκευές του μηχανοστασίου, και βρήκε την 'Άντζελα να κοιτάζει το επαγγελματικό προσωπικό του ημερολόγιο. Το είχε ανοιγμένο σε μια συγκεκριμένη σελίδα και διάβαζε μια υποσημείωση.
«Πάντως κάτι έχει μείνει να σου θυμίζει τα παλιά.» του είπε η Άντζελα.
Ο Παυσανίας έμεινε για λίγο σιωπηλός, έβγαλε την φόρμα εργασίας του και κοίταξε τον κοπέλα του με θλιμμένο βλέμμα. «Είναι κάποια πράγματα που δεν χρειάζεται να τα ξέρεις» είπε.
 Ένοιωθε κάπως προβληματισμένος με τον τρόπο που συνήθως οι γυναίκες βγάζουν διάφορα αυθαίρετα συμπεράσματα και βυθισμένος στις σκέψεις του, έκανε ένα γρήγορο πέρασμα στο μπάνιο και ξεκίνησε ένα χαλαρωτικό ντους.
«Ξέρεις καλύτερα να υπάρχει διάλογος μεταξύ μας, και να λέει ο ένας στον άλλο τους λόγους για τους οποίους είναι χαρούμενος η λυπημένος» Συνέχισε η κοπέλα.
«Ε, ναι,» είπε ο Επαμεινώνδας, όμως δεν προχώρησε παραπέρα. Πολύ θα ήθελε να της εξηγήσει πως τώρα βρισκόταν στην αρχή ενός γλυκού ονείρου, με μια γυναίκα που τον ήθελε και τον αγαπούσε.
«Το ξέρεις ότι έχεις ένα ύφος σα δαρμένο σκυλί;» του λέει η Άντζελα.
«Ε, δε νομίζω ότι είναι και τόσο άσχημη η κατάσταση μου, απλώς νοιώθω λίγο απαίσια, με ταλαιπωρεί λίγο ο πονοκέφαλος» της είπε.
«Ακόμη περιμένω να μου πεις γιατί έχεις αυτό το λυπημένο ύφος,» είπε η Άντζελα.
Ήταν βέβαιος πως αρκούσε ακόμη μια ερώτηση για να ξεκινήσουν μια ατελείωτη κουβέντα, η όποια μπορεί και να κρατούσε και ώρες. Προτίμησε να μην το ρισκάρει και δεν απάντησε.
Η Άντζελα. έπιασε τον εαυτό της ν’ ανασηκώνει τους ώμους της για να καμωθεί ότι δεν την πείραζε η σιωπή του. Όμως άνθρωπος ήταν και την ενοχλούσαν όταν κάθε τόσο ανακάλυπτε αναμνήσεις της εφηβικής του ηλικίας. Στριφογύρισε το ρολόι στον καρπό της και κοίταξε την ώρα.
«Αν είναι να με κάνεις να σ’ ερωτευτώ τρελά, τότε φρόντισε να μη φάμε την ώρα μας κλεισμένοι εδώ στην μικρή καμπίνα σου, ετοιμάσου να πάμε στο Ρότερνταμ.»
Ο Παυσανίας έμεινε σκεπτικός για λίγο, του ξέφυγε ένας αναστεναγμός ευχαρίστησης, και μόνο με την σκέψη της τον έκανε να χαμογελάσει.
«Σα να ‘χεις δίκιο, Άντζελα. ίσως είμαι και εγώ τρελά ερωτευμένος μαζί σου, έχω δαγκώσει την λαμαρίνα που λένε.» Αργά και τρυφερά την τράβηξε κοντά του, το πρόσωπο του λουζόταν στο απογευματινό φως, ακτινοβολώντας μια λάμψη. Τα μάτια του αντίκρισαν τα δικά της. Την φίλησε στο στόμα σφαλίζοντας τα μάτια του, απαλά στην αρχή, κι ύστερα παθιασμένα ξεχνώντας τα πάντα.
Το κάθε τι από τα περασμένα έσβησε μέσα στην ομίχλη. Το παρελθόν είχε ξεχαστεί.
Ζωντανή απόδειξη πως η ζωή σπάνια είναι έτσι όπως μας τη λένε.
Η Άντζελα ήταν μια ψηλή και αρκετά όμορφη κοπέλα με ίσια καστανά μαλλιά. Τα ταξίδια ήταν το πάθος της. Κατέφθασε στο πλοίο με την άφιξη στον λιμένα και θα έμενε σε όλη την διάρκεια των επισκευών δυο εβδομάδες περίπου. Ο δεσμός τους είχε επισημοποιηθεί και λογάριαζαν σύντομα να παντρευτούν. Έγινε κλήρωση για τον κουμπάρο, μεταξύ Αλκιβιάδη και της κολλητής της. Ο κλήρος πάντα πέφτει στα κορίτσια.
Απ’ όσο δύναται να γνωρίζει ο Αλκιβιάδης η Άντζελα εξακολουθούσε ν’ αποτελεί μυστήριο σε ότι αφορούσε την προηγούμενη προσωπική της ζωή. Στα είκοσι πέντε χρόνια της τώρα δεν είχε κάποιο σοβαρό ερωτικό δεσμό με κανέναν, η έτσι φαινόταν τουλάχιστον.
Ωστόσο σήμερα έδειχνε φρέσκια και ευτυχισμένη.
Την ιδία ώρα στο καπνιστήριο του πλοίου εξελίσσεται διάλογος μεταξύ του Πρώτου και του Τρίτου μηχανικού.
«Τι λες μωρέ, ανήκουστο», είπε ο πρώτος χαμογελώντας αχνά, προσπαθώντας να αστειευτεί. Ο Τρίτος μηχανικός ο Μανώλης ο κρητικός δικαιολογείτο ως συνήθως για τις συχνές άδειες απουσίας που ζητούσε. Τακτικό το φαινόμενο.
Παραπονιόταν δε για τα προβλήματα που είχε με την τελευταία σχέση του.
«Έχω τσακωθεί τόσες φορές μ’ αυτή την καρακάξα που ούτε παντρεμένοι να ήμασταν.»
«Εσύ μια ζωή αφήνεις τις γυναίκες και σε κάνουν ότι θέλουν,» του είπε ο Πρώτος μηχανικός.
«Μερικές απ’ αυτές σίγουρα με κάνουν ότι θέλουν» απάντησε με νόημα ο νεαρός κρητικός.
«Ναι οι όμορφες,» είπε ο Πρώτος. «Δε σ’ έχω δει ποτέ να κάνεις χατίρια σε άσχημη.»
«Πρώτε μου επιτρέπεις να σου πω κάτι; Δε νομίζω πως θ’ άντεχα να ζω παντρεμένος, δεν τις αντέχω τις εντάσεις.»
«Τότε καημένε μου, ετοιμάσου για ένα δύσκολο ταξίδι» του είπε ο Πρώτος.
«Μπα!» έκανε ο Μανώλης απορημένος. Και μόνο στη σκέψη του μονίμου δεσμού δεν ένοιωθε καλά. Είχε την αίσθηση πως η ζωή του θα γεμίσει ετερόκλητες ευθύνες, μπερδεμένες μεταξύ τους.
Τελειώνοντας οι επισκευές, ο Μανώλης αποχαιρετώντας την τελευταία κατάκτηση του,
δεν θα ξεχνούσε ποτέ την έκφραση της, εκείνη την χαμένη, απελπισμένη έκφραση που είναι εντελώς περιττή κάθε λέξη.
....Της Άντζελας της προκαλούσε θλίψη το γεγονός πως ο χρόνος παραμονής στο Ρότερνταμ τέλειωσε, στενοχωρημένη αποχαιρετούσε τον καλό της και γύρισε στην Ελλάδα ευτυχισμένη.
Ο Παυσανίας έμεινε μέχρι αργά στην κουπαστή του πλοίου, παρακολουθώντας τον ήλιο που έδιωχνε την αραιή ομίχλη, η όποια ως εκείνη τη στιγμή ήταν απλωμένη πάνω από τα νερά του καναλιού. Το επόμενο χρονικό διάστημα οι εξελίξεις απέδειξαν πως ο χρόνος γιατρεύει όλες τις πληγές.

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Transmitter Sta 406MHz

Μια σειρά από ενδιαφέροντα και μάλλον απροσδόκητα περιστατικά έλαβαν χώρα μια καλοκαιρινή ηλιόλουστη ημέρα στην παραλιακή λεωφόρο της πόλης του Σαν Αντόνιο της Χιλής και στον  περίφημο πεζόδρομο που επεκτείνεται κατά μήκος της ακτής και ονομάζεται «el Paseo Bellamar.» (η όμορφη θαλάσσια βόλτα). 
Η λιακάδα πλημμύριζε την πόλη και προμήνυε ένα μακρύ, ζεστό καλοκαίρι και τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα αποτελούσε την αφορμή για να ξεκινήσει το μακρύ και περιπετειώδες ταξίδι της επόμενης μέρας του Ρενέ. 
Ξάφνου, εκεί που δεν το περίμενε, η μοίρα, πραγματική πρωταγωνίστρια της ιστορίας, του χτύπησε την πόρτα. Σ' έναν κεντρικό δρόμο της μεγάλης πόλις ένα ταξίδι που ξεκίνησε με μόνο σκοπό μια απλή πληροφορία κατέληξε σε μια περιπέτεια και στο ταξίδι της γνωριμίας του Ρενέ με την Ελλάδα και την ναυτιλία της.
Έτσι λοιπόν απρόσμενα! έμελλε να αλλάξει η πορεία της ζωής ενός απλού καθημερινού νεαρού αγοριού από την μακρινή Χιλή. Μια απλή ερώτηση εκεί καταμεσής στο παραλιακό δρόμο του μεγάλου λιμανιού ήταν ο καταλυτικός παράγοντας που θα καθόριζε το πεπρωμένο για την υπόλοιπη ζωή του..
Ο Ρενέ ήταν ένας νεαρός αξύριστος άνδρας με μαύρα πυκνά μαλλιά, φορούσε αθλητικά παπούτσια, πολύχρωμο χαβανέζικο πουκάμισο, τσαλακωμένο παντελόνι. Είχε τα χέρια του βαθιά χωμένα στις τσέπες, περπατούσε στη παραλιακή λεωφόρο, το πρόσωπο του χειμωνιάτικη θλίψη, ανέκφραστο, άδειο με μια βαθιά ριζωμένη μελαγχολία που δεν ταίριαζε με την νεανική του ηλικία. 
Ατένιζε τον ορίζοντα απ' την ακτή που υψώνεται πάνω από τη γαλάζια θάλασσα που τρεμόπαιζε μέσα στα νερά της παλίρροιας όταν επέστρεφαν, κάτω από τον καθαρό ουρανό, μέσα στο ζεστό και ζωηρό φως. Η υγρασία απ' την παρουσία του νερού και ο ζεστός αέρας δεν τον ανακούφιζε καθώς βύθιζε το βλέμμα και τις σκέψεις του μουρμουρίζοντας για την τροπή που πήραν τα πράγματα στην καταγάλανη θάλασσα.
Πήρε βαθιά ανάσα ατένισε τον ορίζοντα κι άφησε τη σκέψη του να τρέξει για μερικά λεπτά σ' εκείνο το τόσο ανόητο επεισόδιο που η οργή του ξεχείλισε σαν να ήταν ριζωμένη βαθιά στη νεανική του φύση όπως το νερό που τρέχει.
Συντρίμμια άφησε πίσω του εκείνη τη μέρα κι αυτή που χάραξε του έφερε ακόμη περισσότερα. 
Δεν ήταν παρά μόλις τρεις ώρες τώρα που είχε μάθει την τελεσίδικη ετυμηγορία της αθλητικής δικαιοσύνης....για την ενεργό συμμετοχή του σ' εκείνα τα γεγονότα, τα καθοριστικά.
Τρία χρονιά αφαίρεση αθλητικής ιδιότητος και στέρηση εισόδου σε αθλητικούς χώρους για βιαιοπραγία βαριάς μορφής. 
Αυτό σήμαινε άδοξο τέλος της αθλητικής του καριέρας που ονειρευόταν......, στον αθλητικό σύλλογο του είχαν γυρίσει την πλάτη. 
Μπορεί να μην το έδειχνε αλλά είχε ένα νευρώδες γερά κτισμένο σώμα, και μέχρι χθες όλοι πίστευαν στο πλούσιο ταλέντο του και ότι θα εξελιχτεί σε σπουδαίο τερματοφύλακα.
Έβγαλε τα χέρια από τις τσέπες και βάλθηκε να τρίβει το μέτωπο του.
Ένα πελώριο γιατί τον βασανίζει...
Ένοχα η σκηνή με το επεισόδιο πλημμυρίζει τη σκέψη του. Θυμάται ότι έβραζε ο θυμός μέσα του, το αισθανόταν στο τρέμουλο των χειλιών του, τα χέρια σφιγγόταν και ξεσφιγγόταν νευρικά, ήταν εκείνη η στιγμή που η λογική πέθανε και η οργή γεννήθηκε. Και όλη του η οργή στρεφόταν προς το πρόσωπο με τα μαύρα εκεί κοντά στη σημαία του κόρνερ. Ξεκίνησε από την εστία προχώρησε αργά στην αρχή, έκανε μερικά βήματα και επιτάχυνε, σαν πολεμιστής σηκώθηκε, το δεξί του πόδι προσγειώθηκε στο θώρακα του διαιτητή.  Και ενώ έγιναν όλα αυτά, μια επίμονη φωνούλα στο κεφάλι του αναρωτιέται γιατί έπρεπε να γίνουν όλα αυτά αλλά απάντηση δεν παίρνει. Πόσο δυστυχισμένος είναι τώρα που έχει μετανιώσει και έχει καταλάβει πόσο μεγάλο ήταν το λάθος που έκανε. Αυτά σκεφτόταν περίλυπος και δεν ξέρει τι να κάνει. Όπως και να έχει είναι αργά πλέον, και δεν έχει νόημα να αναρωτιέμαι... Θα άλλαζε κάτι; Η απάντηση είναι πως όχι, δεν θα άλλαζε τίποτα απολύτως... Όσο σκληρό και αν είναι αναγνωρίζει ότι είχε φερθεί με τόση απόλυτη αφέλεια όπως και τα ζώα, έδρασε με βάση το ένστικτο και τις ορμές του ...
.....Ήταν μια φωνή με μια ιδιόμορφη προφορά, και ο τρόπος που προφέρει τις λέξεις άγνωστος στα δικά του μέρη. Ήταν μια φωνή που τον κατέβασε από τις οδυνηρές συνεφιασμένες σκέψεις και τον προσγείωσε στη πεζή πραγματικότητα.
«Buenos días, amigo!»
«Hola!. sénior »
«Disculpe!.... Μπορείτε να μου πείτε πού θα βρω το ταχυδρομείο;»
«Por favor! Να σας δείξω. Στο εμπορικό κέντρο... στο Mall Arauco San Antonio.».
«Gracias.!».
«De nada.! Περπατήστε μαζί μου..  Senior... και θα σας οδηγήσω.»
«Muchas gracias.! Αν δεν σας γίνομαι βάρος.».
«Está bien.! Senior».
Ο ξένος που ρωτούσε ήταν Έλληνας. 
Ήταν ο πλοίαρχος του φορτηγού πλοίου το οποίο βρισκόταν ελλιμενισμένο στη βόρεια προβλήτα του Λιμανιού, στις αποθήκες διαμετακομίσεως του εμπορικού Λιμένος.
Από το ταχυδρομείο κατέληξαν στα όμορφα παραλιακά στέκια του λιμένα. Εκεί μπορούσαν να ξοδέψουν ατελείωτες ώρες πίνοντας καφέ και συζητώντας μέχρι να έρθει η στιγμή που θα «γυρίσει» ο καθένας  στην καθημερινότητα του...
Η καθημερινότητα του Ρενέ δυστυχώς είχε αλλάξει και είναι πλέον ρευστή προς μια αβέβαιη κατεύθυνση. Η αβεβαιότητα κυριαρχούσε μέσα του και δεν ήταν καν βέβαιος για το τι έπρεπε να κάνει.
  Ο Ρενέ αφού φύσηξε και ξεφύσηξε την σύγχυση του, βιαστικά μ' έξαψη, διηγήθηκε όσο πιο σύντομα την ιστορία του. 
«Έτσι άρχισαν... και τελείωσαν όλα», εξωτερίκευσε τις σκέψεις και τα αισθήματα του χωρίς περικοκλάδες μ' ένα ξερό χαμόγελο..... και η ματιά μου πλανήθηκε στο χώρο με έναν αναστεναγμό ανακούφισης.
Ο πλοίαρχος που του έμοιαζε με Σπανιόλος, καταγόταν από ένα μυστηριώδες μακρινό μέρος που λεγόταν Χίος... 
Με λίγα λόγια, του εξήγησε ότι η Χίος είναι ένα πολύ όμορφο νησί, σε μια άλλη ήπειρο, σε μια άλλη χώρα τη μακρινή Ελλάδα.
Η σκέψη του είχε έρθει από το πουθενά, προσπαθεί να τη διώξει αλλά αυτή επιμένει. Είναι μια σκέψη που έρχεται, ξανάρχεται, τον ενοχλεί, κι όμως αυτή επιμένει. Υποχρεώσεις πίσω του δεν έχει, η εξοντωτική ποινή τον είχε κλονίσει γιατί το ποδόσφαιρο ήταν η ζωή του, κλοτσούσε το τόπι στις αλάνες της πόλης από όταν θυμάται τον εαυτό του. Μια ακραία στιγμή βίας τον αναγκάζει να γυρίσει την πλάτη, να αφήσει πίσω του για πάντα τον κόσμο του που ήταν άρρηκτα δεμένος με αυτό που τόσο αγαπούσε , να αναζητήσει το παρόν και το μέλλον μακριά του . Ρώτησε λοιπόν τον πλοίαρχο εάν έχουν ανάγκη από όχι ιδιαίτερα εξειδικευμένο πλήρωμα στο πλοίο.
Έμεινε μόνος του πολλή ώρα αφότου τελικά επήρε τη δική του μεγάλη απόφαση όσο περίπλοκη και αν του φαινόταν. Όσο πιο σύντομα, εφοδιάστηκε με διαβατήριο...... σάλπαρε με το πλοίο, γεμάτος ελπίδες και δίψα για καλύτερες ημέρες......, και βγήκε στην ανοιχτή θάλασσα, παρασέρνοντας μαζί τις ελπίδες του.
Άφηνε πίσω του το Σαν Αντόνιο, την γενέτειρα του πόλη στην περιφέρεια Valparaíso της κεντρικής Χιλής, στη περιοχή ενός ευρύ κόλπου του ειρηνικού ωκεανού. Έναν θαλάσσιο λιμένα με την οικονομική δραστηριότητα να συγκεντρώνεται στη στενή επίπεδη περιοχή κοντά στον κόλπο, και οι κατοικημένες περιοχές να βρίσκονται στις απότομες κλίσεις των λόφων που εσωκλειόταν η πόλης. Μια πόλη μικρή σε σημαντική όμως τοποθεσία. Το λιμάνι της είναι το μεγαλύτερο από άποψη εμπορευματικών μεταφορών και το πιο πολυσύχναστο στη δυτική ακτή της Νότιας Αμερικής. Ο πληθυσμός της ήταν μοιρασμένος σ’ αυτούς που έφευγαν, τους ναυτικούς, και σ’ αυτούς που έμεναν. Διάλεξε να φύγει, θα ήταν μεγάλο λάθος σκέφτηκε να μην αρπάξει την ευκαιρία.
Το πλοίο φόρτωσε ξυλεία με προορισμό εκφόρτωσης στο λιμένα της Νάπολη στην Ιταλία.
Η αναχώρηση έγινε μια νύκτα με πανσέληνο, πίσω τους ο κόλπος ασήμιζε λουσμένος από λευκό φως, ήταν ένας γραφικός τόπος που προσέλκυε επισκέπτες χάρη στο φυσικό του κάλλος. Στην παραλία υπήρχαν ακόμη αρκετοί τουρίστες, το τελευταίο κύμα του καλοκαιριού.
Ο Ρενέ φιγούρα μοναχική στεκόταν στο κατάστρωμα της πρύμνης, το πρόσωπο του σκοτεινό, τα μαλλιά ανακατεμένα στο μέτωπο από τον αέρα της θάλασσας, και το βλέμμα του έμεινε να κοιτάζει πέρα τα λευκά και κίτρινα φώτα που μίκραιναν καθώς πλοίο απομακρυνόταν, βρισκόταν ανάμεσα σε δυο κόσμους αυτόν που άφηνε και αυτόν που οι ελπίδες του προσδοκούσαν να αντικρίσουν.
«Μάρτυς μου ο θεός » ψιθύρισε μέσα από τα χείλη του, δεν ήθελα σε κανένα να κάνω κακό, χωρίς να πάρει το βλέμμα του από τα τελευταία φώτα, το πλοίο άλλαζε πορεία νότια και η πολιτεία χανόταν πίσω από τα βράχια της ακτής.
Το χλωμό φως απ’ το φεγγάρι που χαμήλωνε χάιδεψε τον ορίζοντα κατά την είσοδο του πλοίου στα στενά του Μαγγελάνου, ενώ ανατολικά φάνηκε θαμπό το πρώτο φως της καινούργια μέρας, την επομένη το πλοίο άφηνε πίσω του το θαλάσσιο κανάλι, ταξίδευε στα νερά του Ατλαντικού ωκεανού.
Η περιπέτεια που επρόκειτο να ζήσει ο Ρενέ μόλις είχε αρχίσει.
Ντροπαλός και ευγενικός έγινε φιλικά αποδεκτός από το υπόλοιπο πλήρωμα και πολύ γρήγορα προσαρμόστηκε στις συνθήκες της θάλασσας.
Στο βάθος αντίκρισαν της Ιταλικές ακτές, η παραλία της Νάπολη ήταν μπροστά τους.
Ήταν το πρώτο μεγάλο του ταξίδι, η πατρίδα εκεί μακριά στις ακτές του Ειρηνικού άρχισε να τυλίγεται από μια ομίχλη στις σκέψεις του, μόνο ανάμνηση είχε μείνει τίποτα άλλο.
Άλλαξε δυο τρεις εταιρείες όπου εργάστηκε στα πλοία τους, παντού τον εκτιμούσαν για την εργατικότητα του.
Τυχαία και απρογραμμάτιστα του έμελλε να ξεκινήσει να εργάζεται στην Δωρική Ναυτιλιακή.
Μια νεοϊδρυθείσα εταιρεία από ένα στιβαρό άνδρα, φιλόδοξο μηχανικό με φλογερό βλέμμα, οραματιστή με δύναμη ψυχής.
Στην συνείδηση των συνεργατών του, και στα πληρώματα της εταιρείας δεν έγινε ποτέ το αφεντικό, απλώς ήταν ο συνεργάτης ο συνάδελφος. Ο άνεμος στα καρνάγια και της επισκευαστικές ζώνες της ευρύτερης περιφέρειας του Πειραιά έφερνε τους ψιθύρους και τον απόηχο από τα σχόλια για τον ακέραιο χαρακτήρα του. Ο λόγος του ήταν συμβόλαιο εμπιστοσύνης όπως οι αρχαίοι Τρέϊντερς στα εμπορικά σταυροδρόμια της Μεσογείου θάλασσας.
Αυτός ήταν ο κύριος Θεόφιλος Θεραπευτής ο πλοιοκτήτης στη νέα εταιρεία.
Ο σοφός βοσκός παππούς μου έλεγε.
«Άπαξ και είσαι ναύτης, ναύτης πεθαίνεις»
Το δεύτερο μπάρκο του στη νέα εταιρεία ήταν καθοριστικό για τον Ρενέ. 
Ο κυρ Θεόφιλος αγόρασε ένα πλοίο μεταφοράς προϊόντων πετρελαίου που βρισκόταν έκτος λειτουργίας μετά από μια προσάραξη στο εξωτερικό αγκυροβόλιο της νήσου Τζαμάικα στην θάλασσα της καραϊβικής. Ισχυρή έκρηξη είχε καταστρέψει κάποια δεξαμενή φορτίου. 
Ο τεχνικός διευθυντής της εταιρείας επικεφαλής κλιμακίου από στελέχη της εταιρείας του Ρενέ συμπεριλαμβανόμενου ξεκίνησαν με προορισμό την Τζαμάικα.
Οι πρώτες πληροφορίες προερχόμενες από τον τεχνικό διευθυντή μιλούσαν ότι το πλοίο είχε πάρει άδεια απόπλου για τα ναυπηγεία στην απέναντι ακτή στις Ολλανδικές Αντίλλες όπου θα εκτελούσε εργασίες  επισκευών. 
Ταυτόχρονα πλήρωμα επάνδρωσης του σκάφους από τις Φιλιππίνες θα τους συναντούσε στην Τζαμάικα.
Στη Τζαμάικα αντίκρισαν το πλοίο σε πολύ χειρότερη κατάσταση από αυτή που έλεγαν οι πληροφορίες.  Ύστερα από μερικές προσωρινές αποκαταστάσεις ώστε το πλοίο να θεωρείται αξιόπλοο πήραν άδεια απόπλου για τις Ολλανδικές Αντίλλες για μόνιμες επισκευές.
Στο δρόμο, ελήφθη η απόφαση να το ταξιδέψουν στον Πειραιά όπου και θα γίνουν όλες οι απαιτούμενες επισκευές αποκατάστασης ώστε το πλοίο εκτός από αξιόπλοο να καταστεί και εμπορικά λειτουργικό. Ακολούθησε συνάθροιση του πληρώματος για να τους ανακοινωθεί η απόφαση από τον πλοίαρχο, ρωτήθηκαν ποιοι είναι διατεθειμένοι να συνδράμουν στο μακρινό ταξίδι, όποιος επιθυμεί να μην ακολουθήσει θα αποζημιωθεί και θα αναχωρήσει για την πατρίδα του από τις Ολλανδικές Αντίλλες. Το πλήρωμα στο σύνολο του συμφώνησε και σε μεγάλο μέρος ήταν ένα τσούρμο από πεπειραμένους ναυτικούς και τεχνίτες.
Ο Ρενέ παρέμεινε σαν συνεργείο επισκευών με αρμοδιότητα τον καθημερινό έλεγχο στα ελάσματα των δεξαμενών, είχε εξελιχτεί σε εξαίρετο τεχνίτη.
Στο γενικό χάρτη χάραξαν την πορεία του σκάφους.
Από Τζαμάικα - Ολλανδικές Αντίλλες - Τρίνινταντ - Βόρειες ακτές Βραζιλίας - Ντακάρ της Αφρικής - Κανάριους νήσους - Γιβραλτάρ – Μεσόγειος θάλασσα – Πειραιεύς.
Είναι ήδη δεύτερη εβδομάδα στη θάλασσα, ταξίδευαν ανοικτά του Τρίνινταντ με πορεία νοτιοανατολικά όταν ξέσπασε η τροπική καταιγίδα, και είχαν βρεθεί στο έλεος των ανέμων. Το σκαρί είχε αντέξει ήταν κτισμένο σε καναδικά ναυπηγεία με το κουφάρι του άριστης ποιότητος χάλυβα 32 χιλιοστών, ικανό να αντεπεξέλθει σε τέτοιες αντίξοες συνθήκες και θεομηνίες μέχρι να βρει την Ρότα του που θα το έβγαζε στην περιοχή της νηνεμίας.
Η επιθεώρηση στα ελάσματα ήταν συνεχής και επίπονη, πολλές φόρες άνοιγαν οπές στις λαμαρίνες για να αποτρέψουν επέκταση της ζημιάς, άλλοτε συγκολλούσαν πρόσθετα ελάσματα υποστήριξης. Ο Ρενέ έδειξε παράτολμη και ηρωική αξιοσύνη όπου χρειάστηκε να βοηθήσει.
Το υπόλοιπο ταξίδι ως τον τελικό προορισμό ήταν γενικά ήρεμο χωρίς αβαρίες και προβλήματα. Η σχέση του με την εταιρεία σφυρηλατήθηκε στέρεα μέσα από την αλμύρα της θάλασσας και η εργοδοσία απέκτησε ένα πιστό και καλό στέλεχος και ο Ρενέ απέκτησε μια εργασιακή στέγη με προοπτική.
Στη συνέχεια βρέθηκε στο Μπιλμπάο της Ισπανίας όπου έμεινε μακρύ χρονικό διάστημα σε μια αγορά μεταχειρισμένου πλοίου μεταφοράς χημικών φορτίων που εκτελούσε τις απαιτούμενες επισκευές στα τοπικά ναυπηγεία της πόλις.
Ήταν γραφτό εκεί να γνωρίσει τον έρωτα της ζωής του, τη γυναίκα που έγινε η μέλλουσα σύζυγος του. 
Όταν την αντίκρισε πρώτη φορά η ανάσα κόπηκε στο στήθος του από την έκπληξη έχοντας την αίσθηση ότι αντίκρισε την ίδια την κοπέλα των ονείρων του. 
Η πρώτη σκέψη του Ρενέ μόλις είδε την κοπέλα που στεκόταν μπροστά του! «Είναι πολύ όμορφη!» Ψέλλισε σα να μην μπορούσε να εμπιστευτεί τα ίδια του τα μάτια.
Κι εκείνη σα ν'άκουσε, τον κοίταξε και χαμογέλασε αυθόρμητα, ξεστά και τότε η καρδιά του πετάρισε σαν μικρού παιδιού που ένιωσε να ερωτεύεται για πρώτη φορά στη ζωή του. Καθόλου δεν άργησε ν' αρχίσει το ερωτικό τους ταξίδι με ορθάνοιχτα τα πανιά.
Ο γάμος έγινε στην Ελλάδα που ζουν μόνιμα με τα δυο αγγελούδια τους.
...........΅Έχουν περάσει έξι χρόνια 
Περασμένα μεσάνυχτα...... Σάουθαμπτον Νότιος Αγγλία. Στο Κέντρο έλεγχου και διάσωσης (Rescue Coordination Centers) ο νυχτερινός υπάλληλος της βάρδιας απευθύνθηκε στο συνάδελφο του αλαφιασμένος. 
 «Θεέ μου… το βλέπεις αυτό;…»,  νευρικά κινήθηκε αποσβολωμένος πιο κοντά στην οθόνη. Κώδικας έκτακτης ανάγκης... «EPIRB»... από ένα πλοίο είχε ενεργοποιηθεί στο νότιο Ατλαντικό ωκεανό. Είναι αδύνατον μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του, κάτι δεν λειτουργεί σωστά εδώ και αναζήτησε με απορημένη ερωτηματική ματιά τον προϊστάμενο του.
«Η γνώμη σου σαν πιο ειδικού είναι πιθανό να υπάρχει κάποια εξήγηση;…»
Τουλόν Γαλλία, κέντρο έλεγχου και διάσωσης.
Ο υπάλληλος της βάρδιας σηκώνει το τηλέφωνο, από την άλλη άκρη ακούει τον Άγγλο συνάδελφο του να τον πληροφορεί για το επεισόδιο που έχουν ήδη καταγράψει και αυτοί στο κέντρο τους. Ο έλεγχος δείχνει ότι έχει ενεργοποιηθεί συσκευή έκτακτης ανάγκης «EPIRB» από πλοίο, κάπου κοντά στις ακτές του Σάο Πάολο της Βραζιλίας αλλά το μεγάλο παράδοξο είναι ότι το πλοίο φαίνεται να κινείται με πορεία βορειοανατολικά στον Ατλαντικό Ωκεανό σε ταχύτητα 950 χιλιόμετρα την ώρα. Από την καταχώρηση του συστήματος, η ταυτοποίηση δείχνει ότι ανήκει σε πλοίο ελληνικών συμφερόντων με έδρα τον Πειραιά.
Αναζητείται ο αντιπρόσωπος της εταιρείας προς διασταύρωση των στοιχείων.
«Καλημέρα σας, ο κύριος Μέγιστος της Δωρικής Ναυτιλιακής;.»
«Μάλιστα ποιος τον ζητεί παρακαλώ;»
«Είμαστε από το θάλαμο επιχειρήσεων του κέντρου αναζήτησης και διάσωσης, που εδρεύει στην Τουλόν στη Γαλλία.»
«Σε τι μπορώ να φανώ χρήσιμος;»
«Είσαστε ο πιστοποιημένος αντιπρόσωπος της εταιρείας βλέπω στο αρχείο της βάσης.
Θα μας πληροφορήσετε εάν έχετε στην διαχείριση σας το δεξαμενόπλοιο ΑΙΑΝΤΑΣ;»
«Μάλιστα τι συμβαίνει παρακαλώ με κάνετε να ανησυχώ.»
«Μπορείτε να μας ενημερώσετε που βρίσκεται το πλοίο σας.»
«Στον Λιμένα Ρίο Γκράντε, στη Νότιο Βραζιλία, αλλά ακόμη δεν καταλαβαίνω, τι συμβαίνει.»
«Πότε είχατε τελευταία επαφή με το πλοίο.»
«Είναι 6-7 ώρες από την τελευταία επαφή, το πλοίο βρίσκεται στο αγκυροβόλιο.»
«Δεν υπάρχει περίπτωση να ταξιδεύει στον Ατλαντικό μεταξύ Βραζιλίας και Βορείου Αφρικής;»
«Όχι αν είναι δυνατόν πως μπορεί να γίνει αυτό;»
«Αυτό λέει η κοινή λογική, αυτό υποθέτουμε και εμείς ότι είναι αδύνατον το πλοίο σας να ταξιδεύει στον ωκεανό με 950 χιλιόμετρα την ώρα. Μπορείτε να μας δώσετε κάποια χρήσιμη πληροφορία;»
Το μυστήριο περίπου λύθηκε. Άνθρωπος του γραφείου αναχώρησε από το Σάο Πάολο για το Παρίσι, στις αποσκευές του έχει μια παρόμοια συσκευή που την μεταφέρει στη Ελλάδα για κάποιο έλεγχο. Τι ακριβώς έχει συμβεί δεν γνωρίζει.
«Ευχαριστούμε για τις πληροφορίες, καλημέρα σας.»
«Εγώ ευχαριστώ, απάντησε ανακουφισμένος.»
Η ώρα είναι ήδη τέσσερις το πρωί.
Συσκευή «EPIRB»
«Είναι ένας φορητός εξοπλισμός έκτακτης ανάγκης, που δίνει έναν άμεσο συναγερμό όταν ενεργοποιείται μέσα στο σκάφος σε περίπτωση κινδύνου.
Κάθε συσκευή έκτακτης ανάγκης «EPIRB», είναι προγραμματισμένη με το μοναδικό κώδικά της, επομένως είναι σημαντικά ζωτικής σημασίας ότι το σκάφος αυτό που εκπέμπει στο κέντρο έλεγχου είναι το σωστό καταχωρημένο στο σύστημα «EPIRB». Το σύστημα εισήχθη το 1982 ως παγκόσμιο σύστημα αναζήτησης και διάσωσης με τη βοήθεια δορυφόρων που καλύπτουν τη γήινη επιφάνεια. Αποτελείται από διαφορετικούς δορυφόρους σε πολική τροχιά, αυτοί οι δορυφόροι καλύπτουν την επιφάνεια ολόκληρης γης και λαμβάνουν το σήμα έκτακτης ανάγκης από τη συσκευή με αποστολή σημάτων στα 406MHz, δίνοντας γρήγορα τη θέση της, για σύντομο χρόνο διάσωσης. Επιπλέον γεωστατικοί δορυφόροι συνδεδεμένοι με κεντρικούς υπολογιστές, είναι εξοπλισμένοι με έναν αναμεταδότη 406MHz, δίνουν μια έγκαιρη προειδοποίηση στις δυνάμεις διάσωσης, για ελαχιστοποίηση του χρόνου όταν μια έκτακτη ανάγκη εμφανίζεται.»
 ..... Ο Ρενέ αναστέναξε με ανακούφιση, η ταλαιπωρία του αεροπορικού ταξιδιού έπαιρνε τέλος. Είχε ξεκινήσει από το Σαλβαντόρ της Βραζιλίας με ενδιάμεσους σταθμούς το Σάο Πάολο και το Παρίσι έφτανε στην Αθήνα. Το αεροπλάνο άρχισε να χαμηλώνει, έκανε ένα κύκλο πάνω από την ανατολική Αττική, η Αθήνα φαινόταν καθαρά από κάτω, προσέγγισε από την πλευρά του Σαρωνικού και προσγειώθηκε στο διάδρομο του αεροδρομίου.
Φθάνοντας σπίτι η μικρή κόρη και ο υιός του τέσσερα και δυο ετών τον αγκάλιασαν τον φίλησαν τρυφερά, και σαν σίφουνες τον προσπέρασαν και χύθηκαν στις αποσκευές του με λαχτάρα.
Τράβηξαν το φερμουάρ από τον ταξιδιωτικό σάκο και αναπήδησαν έκπληκτα.
Ωραίο που είναι ξεφώνισαν ταυτόχρονα χοροπηδώντας ανέμιζαν ψηλά τα χεράκια τους.
Γελούσαν τρελά από την χαρά τους.
Ένα πορτοκαλί φως διασκορπιζόταν στο χώρο ανάβω-σβήνοντας ρυθμικά, από ένα αστραφτερό αντικείμενο με έντονα πορτοκάλι χρώματα.
Ο Ρενέ προσπαθεί να τα προσγειώσει στη χαρά τους.
«Δεν έφερα τίποτα έφυγα ξαφνικά, δεν υπήρχε χρόνος για δώρα, όταν ξημερώσει θα πάμε να αγοράσουμε ότι θέλετε.»
«Ο μπαμπάς μας δεν λέει την αλήθεια» του απάντησαν.
«Αλήθεια σας λέω.»
«Και αυτό εδώ το κουτί με το όμορφο φως που αναβοσβήνει τι είναι;»
Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι κάτι δεν είναι κανονικό, και υπάρχει κάποιο λάθος.
«Διάβολε…. Λες.»
Η μητέρα τους τον κοίταξε περίεργα, προσπάθησε να καταλάβει τι συμβαίνει.
Ο Ρενέ πλησίασε το ταξιδιωτικό σάκο που ήταν ανοιγμένος χαμήλωσε το βλέμμα καρφώνοντας τα μάτια του εκεί ανάμεσα στα ρούχα εργασίας στο μηχανισμό που έχει ενεργοποιηθεί και λειτουργεί.
Το πρόσωπο του σκοτείνιασε, σαν το σύννεφο που κρύβει τον ήλιο, μια παράξενη αίσθηση τον κατέβαλε.
«Δεν είναι παιχνίδι» τους είπε.
Ακολούθησε σιωπή.
Κάθισε σκυμμένος πάνω από το σακίδιο προσπαθούσε να απενεργοποιήσει τον μηχανισμό, τα κατάφερε το φως σταμάτησε να αναβοσβήνει.
Το τηλέφωνο του σπιτιού άρχισε να κτυπά.
«Καλώς ήρθες Ρενέ.»
«Ευχαριστώ πολύ, αλλά πρέπει να σας πω ότι έχουμε ένα σοβαρό πρόβλημα.»
«Σίγουρα θα εννοείς τη συσκευή του «EPIRB»».
«Ναι πως το ξέρετε;»
«Είναι μεγάλη ιστορία, μπορείς να τον απενεργοποίησης να μην λειτουργεί;»
«Ήδη το έχω κάνει.»
«Ωραία πολύ ωραία, καλώς ήρθες λοιπόν και πάλι, αύριο τα λεμέ στο γραφείο.»
Γύριζε πίσω στην πατρίδα από μια αποστολή στη νότιο Αμερική. Η εταιρεία είχε αγοράσει ένα σκάφος στο Μοντεβίδεο και είχε βρεθεί σε αποστολή να βοηθήσει στην παραλαβή. Όταν τέλειωσαν οι εργασίες αναχώρησε για Ελλάδα, εκεί λοιπόν στον αερολιμένα του Σάο Πάολο στον εξονυχιστικό έλεγχο οι ελεγκτές άθελα τους ενεργοποίησαν την συσκευή που μετέφερε στις αποσκευές του. 
Και έγινε το θαύμα που συνέλαβαν οι σταθμοί διάσωσης... 
Το χημικών φορτίων πλοίο ΑΙΑΝΤΑΣ.... να διασχίζει τον Νότιο Ατλαντικό ωκεανό με ταχύτητα 950 χιλιόμετρα την ώρα.
Με την απορία ζωγραφισμένη στο προσωπάκι τους τα παιδιά του δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί ο μπαμπάς δεν τους δίνει αυτό το όμορφο χρωματιστό παιγνίδι με το μαγικό φωτάκι.
 
Web Informer Button