ADS

click to open

Social Icons

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αναμνήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αναμνήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 2 Μαΐου 2025

Gefira Tis Agias Marinas

....Ένα μικρο απόσπασμα από την «Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ....Part...7»
«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε Μυθοπλασία ΙΙ: (Part:1)
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part..1).....
........ Το Εμαιλ του Αδαμάντιου με το περιεχόμενο του, του Νικηφόρου του ξύπνησε μνήμες: Ήταν στην εφηβεία του, στην αφέλεια του και στην αθωότητα όπως τουλάχιστον ένιωθε σε εκείνη την ηλικία που σήμερα δεν το θεωρεί ανεξήγητο. Είχε μεγαλώσει σε μια πολύ φτωχική συντηρητική οικογένεια από ένα μικρο χωριό του νότου, και ποτέ δεν τα είχαν συζητήσει αυτά τα θέματα και έτσι είχε φτάσει στην ενηλικίωση  με σχετική άγνοια σχετικά με το σεξ. Οκ, είχε κάνει τις φάσεις του με τρυφερές συνομήλικες γειτονοπούλες του, φιλιά, μπαλαμούτια, αλλά μέχρι εκεί. Ανατομικά ήξερε στο περίπου τι παιζόταν, αλλά προχωρημένη επαφή ούτε είχε πάρει ούτε είχε δώσει. Μπουρδέλο μια δυο φορές που το επισκέφτηκε, δεν τον ικανοποίησε, δεν το γούσταρε να είναι έτσι. Όσο για τσόντες, μόνο κλασσικά εικονογραφημένα! Ο αυνανισμός ήταν το αποκούμπι του όταν μάλιστα συνειδητοποίησε όσο προχωρούσε η εφηβεία, ότι ούτε «κουφαίνει», ούτε επηρεάζει αρνητικά την όραση, όπως τον προειδοποιούσαν οι δικοί του, και τον είχε κάνει λάστιχο.
Ο Νικηφόρος σήμερα θυμάται τα γεγονότα που συνέβησαν όταν ήταν δέκα επτά ετών μια ηλιόλουστη καλοκαιρινή ημέρα. Ήταν στις 17 Ιουλίου, ημέρα της οποίας εορτάζεται η μνήμη της Μεγαλομάρτυς της Ορθόδοξης Εκκλησίας, της Αγίας Μαρίνας. 
Εργαζόταν περιστασιακά τις ήμερες εκείνες σε κατάστημα στην κεντρική αγορά της πόλις, υπάλληλος αποθήκης με μερική απασχόληση, για διεκπεραίωση των εργασιών της αποθήκης, όπως παραλαβές, παραγγελίες, ταξινόμηση και αποθήκευση εμπορευμάτων, και λοιπές βοηθητικές εργασίες στο πλαίσιο λειτουργίας της αποθήκης.
Στο απέναντι κατάστημα ο έμπορος είχε μια δεκαεξάχρονη κόρη που τους καλοκαιρινούς μήνες απασχολείτο στην οικογενειακή επιχείρηση. Ο Νικηφόρος έβλεπε ένα πανέμορφο, έξυπνο και ταλαντούχο μελαχρινό κορίτσι που δεν περνούσε απαρατήρητο με σώμα που θα ζήλευαν πολλές τις εκπληκτικές αναλογίες και το χαμόγελό της. Μέσα σε όλο αυτό το λεφούσι της κεντρικής αγοράς ξεχώριζε για τους γύρω, αλλά και ανάμεσά τους. Ο Νικηφόρος την έβλεπε σαν παγωτό τον Αύγουστο και η κοπέλα είχε καταλάβει την ελκυστικότητα που του προκαλούσε! Όλα ξεκίνησαν με δική του πρωτοβουλία και βγήκαν για έναν σύντομο καφέ μετά τη δουλειά τους στον οποίο περάσαν πολύ ωραία. Δεν της ζήτησε κάτι, ούτε έκανε κάποια παραπάνω κίνηση. Η επαφή τους συνεχίστηκε με χαμόγελα, ματιές και χαζοκουβέντα άλλα τίποτα το ουσιαστικό. Κάποια στιγμή αποφάσισε και εκδήλωσε πιο ξεκάθαρα πλέον ενδιαφέρον του! Του υποσχέθηκε να κανονίσει να βγούμε παρέα την επόμενη ημέρα, αργία της Αγίας Μαρίνας, να συναντηθούν στη γέφυρα να κάνουν το μπάνιο τους στη θάλασσα και να περάσουν τη μέρα μαζί. 
Αισθάνθηκε την καρδιά του να πεταρίζει στην πρόταση της: «Άφησέ με να ΄ρθω μαζί σου. Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της σιδερένιας γέφυρας της Αγίας Μαρίνας, ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα απ’ το τυχαίο άγγιγμα του πανωφοριού σου…»
(Γ. Ρίτσος, H Σονάτα του Σεληνόφωτος)
 Η Αγία Μαρίνα ένα γραφικό παραλιακό χωριουδάκι ένας μικρός παράδεισος. Πρόκειται για ένα ψαροχώρι που προσφέρεται για κολύμπι, ψάρεμα, τοπικούς περιπάτους. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και εντυπωσιακή είναι η ιστορία της γέφυρας, που δεσπόζει παραλιακά της Αγίας Μαρίνας. Είναι πως υπάρχει στενή συγγένεια με τον πύργο του Άιφελ. Για την ακρίβεια, η κατασκευαστική BATIGNOLLES, συνεργάτης της οποίας ήταν και ο Άιφελ, είναι η εταιρεία η οποία ξεκίνησε το έργο κατασκευής της προβλήτας το 1892. Την ίδια περίοδο, δουλευόταν παράλληλα και το μεγάλο έργο στη Γαλλική πρωτεύουσα. Οι πληροφορίες θέλουν τον Άιφελ να είναι υπεύθυνος και για το σχεδιασμό της γέφυρας στην Αγία Μαρίνα, τόσο οι εκπληκτικές ομοιότητες στο σκελετό και τη δομή των δύο έργων, όσο και παλιά σχέδια με την υπογραφή του γραφείου του, κάνουν σχεδόν βέβαιη την ανάμειξη του. Την ημέρα της εορτής ακολούθησε πάνδημη Ιερά Λιτανεία της Αγίας Εικόνας στους παραθαλάσσιους δρόμους του χωριού».
Την περίμενε δεν φάνηκε! Αφήνοντας τον να τρώει τη δεύτερη χυλοπίτα από κοπέλα που του έκατσε και πιο βάρια από την προηγούμενη! «Mην το σκέφτεσαι.» Λέει στον εαυτό του. Ήταν μια από αυτές τις ημέρες του Ιούλη, όπου ο ήλιος λάμπει ζεστός και ο αέρας φυσάει μελτέμι δροσερό. Όπου είναι καλοκαίρι στο φως και άνοιξη δροσερή στη σκιά. Στεκόταν με υπομονή στην αρχή της γέφυρας, ο ήλιος που έλαμπε ζέσταινε το πρόσωπό του. Μα δεν τον ένοιαζε να κουνηθεί για να τον αποφύγει. Δεν ήταν πως ήταν πληγωμένος εξαιτίας της χυλόπιτας, μα θύμωνε και ένιωθε τόσο χαζός που νόμισε ότι η κοπέλα ενδιαφέρεται ενώ δεν ενδιαφερόταν που πλέον αμφέβαλλε τόσο πολύ για την κρίση του και φοβάται ότι ερμήνευσε μια φιλική συμπεριφορά της ως φλερτ!  Η ερώτηση είναι: Πως το ξεπερνάει όταν την επόμενη ήμερα θα την ξαναδεί και θα του θυμίζει πόσο πολύ νιώθει ότι έχει εξευτελιστεί;. Σε κάθε περίπτωση, δεν αφήνει περιθώρια στον εαυτό του για περισσότερα, οπότε θα το πάρει απόφαση ότι δεν υπάρχει παρακάτω και θα σταματήσει να ασχολείται με το τι θέλει, εφόσον η κοπέλα δεν θέλει αυτό που θέλει αυτός. «Νικηφόρε πάντα είχες πολύ καλή σχέση με την πραγματικότητα, δεν νομίζω να κινδυνεύεις από αυταπάτες και ονειροφαντασίες που τόλμησες να της πεις ότι σου αρέσει. Θέλει δύναμη να το δείξεις, μιας και το αποτέλεσμα δεν είναι ποτέ σίγουρο. Όσοι δεν το κάνουν είναι γιατί φοβούνται την απόρριψη, την έκθεση. Τα χαμογελάκια και κλεισίματα ματιών, είναι η δική της ανάγκη για επιβεβαίωση. Δε θέλει εσένα, αλλά τη βρίσκει που τη γουστάρεις. Αγνόησέ την και προστάτευσε τον εαυτό σου. Όταν λοιπόν μαζέψεις και με την ηλεκτρική σκούπα αυτά τα νόστιμα  ψίχουλα ενδιαφέροντος που σου ρίχνει, θα έρθει και η οριστική διαγραφή. Μην αμφισβητείς τον εαυτό σου. Δεν είσαι τρελός όταν σου κλείνει το μάτι. Άστη να πάει στο καλό και πάμε γι’ άλλα. Οπότε στη συνέχεια πάμε με αέρα!.... είμαι ένας cool, ελεύθερος, ωραίος νεαρός, που φλέρταρε και ε, τι να κάνουμε που δεν πέτυχε, τώρα έχουμε άλλα πράγματα να ασχοληθούμε,.... κι άσ΄ την αυτήν να βλεφαρίζει μόνη της πια, σα να ΄χει πάθει επιπεφυκίτιδα!  Η πραγματικότητα είναι πως ναι, θα ήταν πάρα πολύ ωραίο, αλλά δεν έγινε. Η ζωή προχωρά, μη χάνεις το χρόνο σου μένοντας κολλημένος  και ο χρόνος όλα τα διορθώνει, αρκεί να τον αφήνουμε να κάνει τη δουλειά του χωρίς ψευδαισθήσεις.» Συνομιλούσε ο Νικηφόρος με τον εαυτό του.
Μπροστά του είναι σιδηροδρομικός σταθμός που εξυπηρετείται από τα τοπικά τρένα ανάμεσα στο Λειανοκλάδι και τη Στυλίδα.  Σημαντικό ρόλο έπαιξε το τρένο που με τα δρομολόγια που μετέφερε πολύ κόσμο στην πλησιέστερη, λαϊκή παραλία της πόλης. Μία αμμουδερή παραλία και μια πολυσύχναστη ακτή με ψιλή άμμο που την προτιμούσε ιδιαίτερα ο νεαρόκοσμος. Η Αγία Μαρίνα Στυλίδας από τα χρόνια του Μεσοπολέμου, αλλά και μεταπολεμικά ήταν την περίοδο του καλοκαιριού «το Φάληρο» της Λαμίας. Εκεί κάθε καλοκαίρι γίνονταν τα μπάνια του λαού. Σ’ αυτό βοηθούσε το τραίνο με δύο δρομολόγια, που έφερνε πολύν κόσμο στην πλησιέστερη λαϊκή παραλία. Στα μεταπολεμικά χρόνια δεκαετίες 1950 και 1960 με το «μουτζούρη», δηλαδή με μια ατμομηχανή και πίσω βαγόνια επιβατικά και φορτηγά, οι κάτοικοι της Λαμίας και των άλλων κοινοτήτων, σε δύο
δρομολόγια ημερησίως, πήγαιναν στην Αγία Μαρίνα και τη Βασιλική Στυλίδας για θαλάσσια μπάνια.
Απορροφημένος στις σκέψεις του δείχνει αφηρημένα αδέξιος και πολλές απορίες τον απασχολούν, απορίες που διογκώνονται και τον επηρεάζουν. Απορίες που είναι κοινές στα μετά-εφηβικά χρόνια των αγοριών και αφορούν κυρίως τα ερωτικά και σεξουαλικά θέματα. Τα επόμενα λεπτά κύλησαν γρήγορα και τον έβγαλαν από την ομίχλη των σκέψεων του. Μπροστά του στη βάση της σιδερένιας γέφυρας μια δεμένη παρέα φίλων του που σχεδόν όλοι συνδέονται χαλαρά μεταξύ τους τον καλούν να απολαύσει τις κοινές τους δραστηριότητες. Η θάλασσα, το νερό, η φύση γενικά έχει την απόλυτη δύναμη, δημιουργεί ισχυρούς δεσμούς, και ο νεανικός αυθορμητισμός, δημιουργούν νέες παρέες και σε βοηθούν να κάνεις νέους φίλους, ενώ ανακαλύπτεις τις δεξιότητες σου, και όχι μόνο. Περνώντας η ώρα η παρέα τους την είδε να μεγαλώνει και να απλώνεται στα βότσαλα της παράλιας. Την ημέρα εκείνη της γιορτής της Αγίας αποθεώθηκε από μια λαοθάλασσα νεαρόκοσμου, η δημοφιλής παραλία...
Ανάμεσα στην παρέα τους ξεχώριζε ο Φίλιππος! Εντελώς αμερόληπτα ο Φίλιππος ήταν, ευγενικός, έξυπνος, και φυσικά ένας νεαρός όμορφος άντρας στα είκοσι τρία του χρόνια. Περνώντας τα χρόνια όταν τον θυμάται καμιά φορά ο Νικηφόρος του θυμίζει τον Hugh Jackman τον ηθοποιό που τρελαίνονταν μαζί του, το γυναικείο κοινό.
Ο Νικηφόρος τον είχε δει πρόσφατα στο δρόμο τη γειτονιάς του μια δυο φορές. Είχε μάθει πως είχε απολυθεί από το στρατό τελευταία έμενε στην Αθήνα, αλλά ερχόταν τακτικά στην πόλη τους στους γονείς του. Στην γειτονιά που έμενε ο Νικηφόρος είχε μια ωραία μονοκατοικία ένας Λαμιώτης μεγαλέμπορας! Η οικογένεια του μεγαλέμπορα είχε μια εικοσάχρονη κόρη ίδια η Κλαούντια Καρντινάλε σε ομορφιά. Μάλιστα μια γειτόνισά τους με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη όταν αναφερόταν στην κοπελιά σαν κάποια γυναίκα πολύ θελκτική, έλεγε. «Σαν τα κρύα τα νερά! Την κοιτάνε σαν ξερολούκουμο. Σαν του Χατζή-Μπεκηρ λουκούμι ο κάτασπρος λαιμός της και μαλεμπί καζάντιμπι ο αναστεναγμός της.»
(Χατζή-Μπεκηρ διάσημο ζαχαροπλαστείο για τα λουκούμια του.)
Ο Φίλιππος ήταν γνωστό ότι είχε επαφές με την οικογένεια και μάλιστα είχε γνωστοποιηθεί πως προοριζόταν για επίσημος μνηστήρας της «Κλαούντια Καρντινάλε»
Και ο Νικηφόρος ήδη βρισκόταν στη ζώνη των δέκα οκτώ του χρόνων ήταν ένας κομψός  νεαρός άνδρας ψηλός μα όχι άχαρος με πλούσιο μαλλί, καστανομελιά μάτια, γεμάτα πάθος για ζωή.  
Όλα ξεκίνησαν όταν κάποια στιγμή ο Φίλιππος αστειευόμενος προκάλεσε το Νικηφόρο σε μια αναμέτρηση, έναν αγώνα κολύμβησης οι δυο τους μεχρι το τέλος της σιδερένιας γέφυρας.
«Συμφωνώ! Και τι μεγάλο έπαθλο περιμένει τον νικητή;» ρώτησε ο Νικηφόρος απευθυνόμενος στον Φίλιππο, προσπαθώντας να  φαίνεται αθώος και αφελής και ότι δεν κάνει υπόδειξη!
«Τι προτείνεις;» 
«Χμ!»
«Λοιπόν έχω να προτείνω εγώ κάποιο καλό καφέ- ρεστοράν το απόγευμα για ένα ποτό η καφε εάν συμφωνείς! Στο λόφο του Αγίου Λουκά! Πάνω από την γειτονιά σου!»
«Ενδιαφέρον μου ακούγεται ...! Όμορφο μέρος για καφε και ποτό!»
Ο αναμέτρηση για τον Νικηφόρο ήταν φιάσκο. Ο Φίλιππος ήταν δεινός κολυμβητής! Ο Νικηφόρος στο τέλος της αναμέτρησης διαπίστωσε πως ο Φίλιππος κατείχε σε βάθος τις τεχνικές κολύμβησης! 
«Το ξέρεις ότι κολυμπάς λάθος στο νερό;» Του δήλωσε ο Φίλιππος.
«Καταλαβαίνω ότι κολυμπάω λάθος αλλά δεν ξέρω από που να αρχίσω και τι να πρωτοδιορθώσω!»
«Λοιπόν, θα σε βοηθήσω να το διορθώσουμε. Κατ΄ αρχήν ας το αναλύσουμε! Το νερό είναι οκτακόσιες φορές πιο πυκνό από τον αέρα, πράγμα που σημαίνει ότι η κακή τεχνική σε επιβραδύνει και σε κουράζει πολύ γρήγορα και επομένως είναι δύσκολο να κολυμπήσεις πολύ μακριά.» Πηγαίνει δίπλα του και τον πιάνει από τη μέση για να του δείξει τη σωστή θέση μέσα στο νερό. 
«Είναι σαφές ότι αυτό που θέλουμε να πετύχουμε είναι να μειώσουμε τις αντιστάσεις του σώματός μας μέσα στο νερό. Για να γίνει αυτό χρειάζεται να μένεις ψηλά στο νερό και όσο το δυνατό πιο ευθυγραμμισμένος. Τα δυνατά πόδια σου μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά προς αυτή την κατεύθυνση. Η σωστή θέση στο κεφάλι σου βοηθά να μένουν τα πόδια ψηλά μέσα στο νερό.» 
Ο Φίλιππος όταν βοήθησε το Νικηφόρο να οριζοντιώσει το κορμί του στο νερό του έδινε συμβουλές που θα τον βοηθήσουν να βελτιώσει την τεχνική του. Του εξηγεί υπομονετικά. Αποφεύγει τις τεχνικές λεπτομέρειες. Ο Νικηφόρος σε αυτή τη θέση ένιωθε τον φαλλό και τα «καρύδια» του να κρέμονται χαλαρά μέσα στο ζεστό νερό όταν ξαφνικά ένιωσε το χέρι του Φίλιππα πάνω από το μαγιό του να χαιδευει με μαεστρία τις μπάλες του. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Δεν έχει καν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι γίνεται. Εάν το θέλει ή όχι. Εάν του αρέσει ή όχι. Σαφέστατα ο πούτσος του είχε άλλη γνώμη. Έγινε σκληρός σαν πέτρα. Ο Νικηφόρος έκπληκτος διαπιστωνει το σύστημα του «μου αρέσει» έχει ηδονική επίδραση επάνω του και το  φαινόμενο της αυθόρμητη στύσης, επιτυγχάνεται μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα που του προκαλεί «μυρμήγκιασμα» στα γεννητικά όργανα, σαν να προδίδει κάπως το σώμα το μυαλό του και τα συναισθήματά του! Αναρωτιέται πως του συμβαίνει κάτι τέτοιο γιατί δεν είχε καμιά επιθυμία για ερωτική επαφή εκείνη τη στιγμή. Αμήχανα και μηχανικά αφέθηκε στο χάδι του. Σιγά - σιγά άρχισε να καυλώνει συνειδητά. 
Αργότερα μεστωμένος ενήλικας κάπου διάβασε το παράδειγμα  το σύστημα της «εκμάθησης» του σώματος, (learning system) που μαθαίνουμε να προσδοκούμε κάτι από έναν ερεθισμό όπως τα σκυλιά του Pavlov. Ο Pavlov τους έμαθε ότι κάθε φορά που χτυπάει το κουδούνι θα εμφανιστεί το φαγητό τους, ώσπου τα σκυλιά άκουγαν το κουδούνι και είχαν σάλια χωρίς να εμφανιστεί φαγητό. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα σκυλιά ήθελαν να φάνε το κουδούνι! Σημαίνει ότι έμαθαν ότι το κουδούνι ήταν ερέθισμα που σχετίζεται με το φαγητό. Έτσι και ο Νικηφόρος δεν σκεφτόταν το σεξ με τον Φίλιππο αλλά το σώμα του είχε μάθει ότι να του χαϊδεύουν την «οικογένεια» ήταν ερέθισμα που σχετιζόταν με το σεξ και είναι μια αυτόματη σωματική αντίδραση που συχνά δε μπορούσε να την ελέγξει. Αμήχανα και μηχανικά αφέθηκε στο χάδι του Φίλιππα. Σιγά - σιγά άρχισε να καυλώνει συνειδητά με το χέρι του Φίλιππα πλέον να τον χουφτώνει πάνω από το μαγιό, καθώς έσκυψε και του είπε σιγά στο αυτί! «Φιλαράκο μου το μαγιό σου έχει φουσκώσει τόσο πολύ που νομίζω ότι έχει χωθεί ανακόντα μέσα. Το είχα καταλάβει πως έχεις προσόντα.»
Ο Νικηφόρος ξερόβηξε λίγο αμήχανα και του λέει! «Χμμμ! Νομίζω ότι έχει δημιουργηθεί πρόβλημα μήπως να βγούμε από το νερό να ηρεμήσουμε;»
Η επόμενες στιγμές βρήκαν το Νικηφόρο ιδρωμένο έξω από τη θάλασσα με τον ήλιο από πάνω του να καίει. Είχε βγει πρώτος έξω και με πέντε βήματα βρέθηκε στην αμμουδιά. Μετά από λίγο βγήκε και ο Φίλιππος και χωρίς δεύτερη σκέψη άραξε δίπλα στο Νικηφόρο.
«Μην βλέπεις το χαμένο ποντάρισμα της αναμέτρησης σαν αποτυχία.» του λέει.
«Ο ποιητής λέει πως σαν χαμένος έχω ελπίδες.» Του λέει ο Νικηφόρος.
«Για πες μου τι λέει ο ποιητής.»
«Αναμετρήθηκαν για τα μάτια της Ελένης, όμως εκείνη προτίμησε τον Νικηφόρο κι ας ήταν αυτός που κατέληξε στο νοσοκομείο.» 
«Λοιπόν ώρα να τα μαζεύουμε έρχεται το τραίνο! Στον Άγιο Λουκά κερνάω το φαγητό πληρώνεις τα ποτά που έχασες!»
Απόγευμα ήδη βρίσκονται στη δροσιά που προσφέρει το δημοτικό περίπτερο του λόφου. Η σκηνή στη θάλασσα έχει ξεχαστεί. Ο Νικηφόρος το εξέλαβε ως ένα παιχνίδι, μια ακραία προχωρημένη χειρονομία μεταξύ φίλων χωρίς συνέχεια.
Ο λόφος του Αγίου Λουκά είναι ένας κατάφυτος λόφος της Λαμίας, που βρίσκεται ακριβώς πάνω από την Πλατεία Διάκου, με εύκολη πρόσβαση από εκεί. Εκεί ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει έναν ευχάριστο περίπατο, φαγητό, καφέ ή ποτό στο δημοτικό περίπτερο με τη μαγευτική θέα στην Οίτη, την Κοιλάδα του Σπερχειού και το Μαλιακό Κόλπο. Μέσα στο καταπράσινο δασύλλιο υπάρχει το εκκλησάκι του Αγίου Λουκά, πολιούχου της πόλης της Λαμίας, ένας μικρός ναός σταυροειδής χωρίς τρούλο που χτίστηκε ως ξωκλήσι το 1910. Έχει ιστορικό ενδιαφέρον για τις μνήμες των κατοίκων λόγω της σύνδεσής του με σημαντικά ιστορικά γεγονότα, ενώ έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Το πυκνό δάσος προς την δυτική του πλευρά γειτνίαζε με βοσκοτόπια και το πανέμορφο αυτό δασύλλιο της δυτικής πλευράς ήταν τόπος ερωτικής συνεύρεσης, συνήθως κρυφής! Ήταν η γαμηστρώνα της περιοχής! Ο Νικηφόρος θυμάται μια ιστορία που τους έλεγε μια ανέραστη καθηγητρια των θρησκευτικών. Τους είχε πει ότι έβλεπε σκιές, κακά πνεύματα δηλαδή, σε αυτό το δάσος, γιατί έλεγε πως πηγαίνουν οι νέοι και κάνουν σεξ πριν τον γάμο. Επίσης τους έλεγε άμα έχουν κάνει σεξ πριν τον γάμο θα πάνε κόλαση.
Είχαν τελειώσει το φαγητό τους και απολάμβαναν τον απογευματινό καφε τους. Οι λάτρεις του καφέ και της μοναξιάς θα υπερασπιστούν αυτήν τη πρωινή τελετουργία, λέγοντας πως λίγος ποιοτικός χρόνος με τον εαυτό μας και μια κούπα καλού καφέ, αξίζει πολλά περισσότερα.» Ο Νικηφόρος δεν θα διαφωνήσει, όμως ως γνήσιος λάτρης της επαφής και της κοινωνικότητας αντιπαρέρχεται και λέει πως σαν τον απογευματινό καφέ δεν έχει. Ο απογευματινός καφές είναι ο βασικός λόγος συνάντησης με φίλους. Η έκφραση «πάμε για καφέ» είναι πια ατάκα-ορόσημο που ενώνει την παρέα, σήμα κατατεθέν χαλάρωσης και χαβαλέ. Αυτές τις στιγμές απολαμβάνουν οι δυο φίλοι μας.
«Ώρα να φύγουμε» προτείνει ο Νικηφόρος! Όπου να 'ναι θα δύσει ο ήλιος πίσω απ' τις κορφές στα απέναντι βουνά της Οίτης και της Γκιώνας και θα χαθεί. Κατηφόρισαν το δρόμο από το δεξιό πυκνό αλσύλλιο. Καθώς, ο ήλιος έγειρε και ο ίσκιος τους μεγάλωνε περπατούσαν αμίλητοι την επιστροφή προς την πόλη οι απέναντι πλαγιές του λόφου παίρνουν το θαμπό χρώμα στο απογευματινό σούρουπο.
Στο δρόμο ο Νικηφόρος νιώθει την ανάγκη ότι θελει να ουρήσει. Ζητάει συγνώμη από τον Φίλιππο και μπαίνει μέσα στο δασύλλιο «στη γαμηστρώνα» για την ανάγκη του. Ο Φίλιππος τον ακολουθεί και αυτός μέσα στο δάσος.» Μπροστά στα πόδια τους σέρνεται μια χελώνα με μαύρο κρασπεδωτό καβούκι.
«Μια αρχαία παροιμία λέει πως αν σε κατουρήσει χελώνα είναι γούρι.» του λέει γελώντας ο Φίλιππος του Νικηφόρου..
Αδειάζει την κύστη του ο Νικηφόρος και ετοιμάζεται να συμμαζευτεί. Ο Φίλιππος απλώνει το χέρι να του πιάσει και πάλι τον πούτσο.
«Θέλω να τον δω,» Του λέει! Τον πιάνει με το χέρι του και του τον παίζει λίγο ανάποδα. Κάνει να γονατίσει.
Ο Νικηφόρος τον πιάνει όμως από τον ώμο και τον κολλάει πισωκολλητά στο κορμό του δέντρου, τον κοιτάζει στα μάτια και του λέει: «Τι είναι αυτό που ζητάς;»
«Ξέρεις τι θέλω!»
«Φίλε μου αυτό ξεχασέτο δεν θα γίνει»
«Κρίμα,» λέει αμήχανα.
«Πάρε το χέρι σου μόνο, πριν μας δουν!»
«Έχεις δίκιο, παρασύρθηκα! Ίσως κάποια μέρα ξανασυναντηθούμε, ίσως και πάλι να μην ξαναβρεθούμε ποτέ.»
ΥΓ: Θέλεις η μοίρα, θέλεις ο χρόνος που όλα τα ισοπεδώνει στη διάβα του δεν συναντήθηκαν ξανά ποτέ!
Του Νικηφόρου ο ανδρικός πισινός στο μυαλό του φάνταζε ένα Φυσικό απόρθητο φρούριο που δεν επιδεχόταν κυριαρχίας!  Τα όρια της απαγόρευσης εγκατάλειψης του οχυρού είχαν καθοριστεί με εξονυχιστική ακρίβεια στο «πρακτικό» που είχε συνταχθεί στο μυαλό του.
....................................

Κυριακή 6 Απριλίου 2025

2006 (MLC)

.. Ένα μικρο απόσπασμα από την «Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ....Part...7»
«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε Μυθοπλασία ΙΙ: (Part:1)
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part..1).......Δεν πρόλαβαν να γυρίσουν στην Αθήνα και ο Νικηφόρος στη βδομάδα επάνω βρέθηκε στο αεροδρόμιο με προορισμό το Άμστερνταμ. Μπαρκάριζε σε ένα μεγάλο τελευταίας τεχνολογίας δεξαμενόπλοιο που ξεφόρτωνε στο Ρότερνταμ. Είναι πικρή του ναυτικού η μοίρα το λέει και το τραγούδι.
«Βάρα λοστρόμε την μπουρού
κι εσύ μηχανικέ ντουγρού
φουλαριστά οι μηχανές, πάλι να τρέχουν
Κι αν κλαίνε αγάπες στη στεριά
σφίχτε λεβέντες την καρδιά
οι ναυτικοί στον χωρισμό πρέπει ν' αντέχουν
Είναι πικρή του ναυτικού η μοίρα
να καταπίνει την αλμύρα
απ' το κύμα κι απ' το δάκρυ
στης θάλασσας την κάθε άκρη.»
Κάθε μπάρκο και μια περιπέτεια, κάθε λιμάνι και μια διαφορετική εμπειρία, τρικυμισμένες ή γαλήνιες θάλασσες, τόποι διαφορετικοί, άλλες φορές μαγευτικοί άλλες απωθητικοί. Eνα ταξίδι της ζωής, η καθημερινότητα του ναυτικού, πολλές οι χαρές, αρκετές και οι πίκρες και πάντα ο νους και η καρδιά να ταξιδεύει πιο γρήγορα από τις μηχανές το πλοίου στην οικογένεια πίσω στην πατρίδα, σε πρόσωπα αγαπημένα, σε παιδιά που τα αναζητεί και τον αναζητούν.
Βρισκόμαστε στην πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας που κυκλοφόρησε το Skype μια επαναστατική και πρωτοποριακή και δημοφιλής εφαρμογή τηλεφωνικών κλήσεων εκείνη την εποχή μέσω Διαδικτύου στον κόσμο. Το Skype, το οποίο κυκλοφόρησε το 2003, υποσχόταν στους χρήστες του μια άνευ προηγουμένου ιδιωτικότητα, με κλήσεις «πολύ ασφαλείς με κρυπτογράφηση end-to-end» κάτι που θεωρητικά καθιστούσε αδύνατο για τους hacker ή τους κατασκόπους να διαβάσουν τις συνομιλίες και να ακούσουν κλήσεις από το Διαδίκτυο. Οι κλήσεις του Skype είχαν εξαιρετική ποιότητα ήχου και ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς.
Το ναυτικό επάγγελμα είναι από τα ποιο δύσκολα και σκληρά επαγγέλματα που υπάρχουν στον κόσμο. Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει ο ναυτικός, η ιδιαιτερότητα του επαγγέλματος και η απομόνωση μέσα στο καράβι μακριά από τους δικούς του ανθρώπους είναι μόνο κάποιες από τις δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει. Η ευγνωμοσύνη και ο σεβασμός που θα πρέπει να δείχνουμε σε αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι εργάζονται κάτω από αντίξοες συνθήκες με σκοπό να επιβιώσουν αυτοί και οι οικογένειες τους , είναι το λιγότερο.
Ένα αντιθέσει με ότι πιστεύουν πολλοί άνθρωποι στην στεριά, ο ναυτικός του εικοστού πρώτου αιώνα δεν βγαίνει στα λιμάνια. Βλέποντας αξιοθέατα και γλεντώντας. Η μονοτονία του να εργάζεσαι και να ζεις στο ίδιο περιβάλλον για πολλούς μήνες τον χρόνο είναι τεράστια και μεγάλο πρόβλημα για την ψυχολογία ενός ναυτικού. Ένα ίσως από τα δυσκολότερα κομμάτια στο επάγγελμα του ναυτικού είναι ότι αποχωρίζονται την οικογένεια του και τους φίλους του. Δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα να αποχωρίζεσαι την οικογένεια σου για τόσο μεγάλα χρονικά διαστήματα. Πραγματικά ένα τεράστιο ψυχολογικό βάρος που δεν αντιμετωπίζεται με τίποτα.
Σήμερα λοιπόν οι ναυτικοί έχουν κερδίσει το δικαίωμα υποχρεωτικής πρόσβασης στο διαδίκτυο ενώ βρίσκονται στη θάλασσα, στο πλαίσιο της επικαιροποίησης της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας  που συμφωνήθηκε το 2006 (MLC) και οι συνθήκες έχουν βελτιωθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω τις έλευσης του Ίντερνετ στα καράβια αλλά και την μεγάλη μείωση του κόστους της τηλεφωνικής επικοινωνίας.
Η ανοιχτή και τακτική επικοινωνία είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση ισχυρών οικογενειακών δεσμών. Με τη σύγχρονη τεχνολογία, οι ναυτικοί μπορούν να παραμένουν σε επαφή με τις οικογένειές τους μέσω τηλεφωνικών κλήσεων, βιντεοκλήσεων και μηνυμάτων μέσω των social media. Οι συχνές συζητήσεις βοηθούν στη διατήρηση της συναισθηματικής σύνδεσης και εξασφαλίζουν ότι όλοι είναι ενήμεροι για τις καθημερινές δραστηριότητες και τα σημαντικά γεγονότα ώστε να μπορούν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες και να απολαύσουν μια πλήρη και ισορροπημένη ζωή.
Το έμαθε και ο Αδαμάντιος ότι το πλοίο διέθετε ιντερνετική σύνδεση και του έστειλε μήνυμα του Νικηφόρου. Ο Νικηφόρος ξαφνιάστηκε λίγο καθώς δεν το περίμενε από τον Αδαμάντιο να εκδηλώσει τέτοιο έντονο ενδιαφέρον για επαφές τους. Ένα χαμόγελο γέμισε το πρόσωπο του. Ενδιάμεσα σχόλια τον σύντομο χρόνο και τις λίγες στιγμές που είχαν βρεθεί μόνοι κάποιες από αυτές ο Νικηφόρος έμενε με μια αίσθηση πως ο Αδαμάντιος αναζητούσε πολύ διακριτικά.....

Σημείωση: Οι ναυτικοί κέρδισαν το δικαίωμα στην υποχρεωτική κοινωνική συνδεσιμότητα για τα πληρώματα - συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στο Διαδίκτυο - με ενημερώσεις της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας του 2006 (MLC).

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Mparmpa Theodorakis Frintzilas

...Θεόδωρος Φριντζήλας ή Στραβοθοδωράκης, ο πασίγνωστος τυφλός ποιητής από τη Ρηχιά μέλος της οικογένειας Φριντζήλα, με μέλη στη Κρεμαστή, τα Πελετά, τα Πιστάματα και τη Ρηχιά.  Διακρίθηκε για το ποιητικό του τάλαντο, ως ο πασίγνωστος τυφλός ποιητής από τη Ρηχιά. 
........................... 
Ένας Λεβεντάνθρωπος.... Μποέμ ..............
Ξάδελφος του παππού.........................
Θείος της μητέρας μου.......

1955 -1956.... Ήμουν πεντάχρονος που σαν μέσα από μια συννεφιά μνήμης ενθυμούμαι το μπάρμπα Θοδωράκη που έμενε σε ένα κατώι, όπου τα έβγαζε πέρα με ελάχιστα. Σηκωνόταν κατά το μεσημεράκι, ζητούσε να τον πάρω από το χέρι και να τον οδηγήσω σεργιάνι μέχρι την ντάπια του οικισμού Μπελεσέικα. Αυτή τη βόλτα την εκτελούσε, με τον ενθουσιασμό ενός προσκυνητή που βαδίζει σε ιερά χώματα. Όταν είχε ήλιο, καθόταν στο βράχο και μασουλούσε το ψωμί του καπνίζοντας και ένα τσιγάρο. Όταν έβρεχε ή έκανε κρύο, έμενε στο κατώι βούλιαζε σ’ ένα φθαρμένο καναπέ και άκουγε στη διαπασών μουσική. Με το που έπαιρνε να νυχτώνει και απέξω το σκοτάδι ήταν απόλυτο στο κατώι επικρατούσε βαθιά σιωπή. Το μυαλό του τότε ήταν καθαρό σαν τον χειμωνιάτικο νυχτερινό ουρανό, με το φεγγάρι και τον πολικό αστέρα στη θέση τους να τρεμοσβήνουν ζωηρά. Ο μπάρμπα Θοδωράκης μέσα στην ησυχία της νύχτας αναζητεί τα θέματα των στιχουργημάτων του βασισμένα στην καθημερινή ζωή και τις τοπικές παραδόσεις στα Ζαρακιτοχώρια. Λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος, σκεφτόταν τον τελευταίο του στίχο και προσπαθούσε να θυμηθεί πως είχε ταιριάξει τις λέξεις και πότε τις είχε χρησιμοποιήσει ξανά. Μπορεί να τις είχε ξανασκεφτεί και άλλες φορές στη ζωή του, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτε το συγκεκριμένο. Σχολίαζε με καυστικό τρόπο τις πολιτικές εξελίξεις, περίβαλλε με αγάπη τα γνωστά του πρόσωπα που αναφέρονται στα ποιήματά του, παραθέτει τις σκέψεις του χωρίς να ηθικολογεί. Είχε τόσα πράγματα να σκεφτεί, τόσες ιστορίες να πει. Αυτό που του έλειπε ήταν η σωστή διέξοδος, απ’ όπου θα ξεχύνονταν οι σκέψεις και οι ιδέες, σαν λάβα που μετά θα έπηζε σε μια σταθερή ροή πρωτότυπων έργων, που όμοια τους ο κόσμος δεν είχε δει ποτέ.  Οραματιζόταν πως τα μάτια των ανθρώπων θα άνοιγαν διάπλατα από την έκπληξη στο σπάνιο ταλέντο. Μια φωτογραφία του μ’ ένα χαμόγελο, θα έμπαινε στις λογοτεχνικές σελίδες των περιοδικών! Ο μπάρμπα Θοδωράκης σκεφτόταν μερικά ποιήματα που είχαν αρχή. Μερικά άλλα είχαν τέλος. Κανένα όμως δεν είχε αρχή και τέλος και ασταμάτητα, δούλευε καθετί που του περνούσε από το μυαλό. Το πρόβλημα ήταν ότι σκεφτόταν υπερβολικά πολλά. Δεν μπορούσε με τίποτε ν’ αποφασίσει, όταν σκεφτόταν τη ρίμα του στο σύνολό της, τι ήταν απαραίτητο και τι όχι. Την επόμενη μέρα, σχεδόν τα είχε ξεχάσει! 

Ω! Βλάχα Μούσα της Ρηχιάς
Κόρη του Θοδωράκη
Κατέβα και βοήθα με
Να πω ένα τραγουδάκι
…………………………
Έτσι άρχιζε ένα ποιηματάκι κάποιος φιλόδοξος σατιρικός ποιητής στα μαθητικά του χρόνια, και ο οποίος εγκατέλειψε, για ευνόητους λόγους, την ποίηση πολύ σύντομα. Ο ποιητής(;) αναφέρεται στο Μπάρμπα Θοδωράκη τον Φριντζήλα. Ο μπάρμπα Θοδωράκης ήταν ένας γέρος αγράμματος, τυφλος, εξ ου και Στραβοθοδωράκης, με άσπρα γένια που είχε το χάρισμα να φτιάχνει στίχους με μεγάλη ευκολία. Πολλοί από αυτούς τους στίχους γινόταν και τραγούδια. Δεν πιστεύω ότι οι στίχοι του να έχουν διασωθεί. Είχε μεγάλη απήχηση στον παιδόκοσμο. Όταν το παιδομάνι έβλεπε τον Μπάρμπα Θοδωράκη έτρεχε πίσω του.
«Μπάρμπα Θοδωράκη πες μου ένα ποίημα»
«Πως σε λένε;»
«Μπότη»
«Ο Μπότης το καλό παιδί και τ’άξιο παλληκάρι…..κλπ»
«Πες μου και μένα ένα.»
«Πως σε λένε?»
«Γιάννη»
«Ο Γιάννης το καλό παιδί κλπ. κλπ.»
Ο μπάρμπα Θοδωράκης είχε πάντα ένα τετράστιχο για όλους. Το έφτιαχνε εκείνη τη στιγμή, ή τα είχε σε μια τράπεζα δεδομένων και τραβούσε ένα κατά την ζήτηση; Πως σε λένε Γιώργο. Πάρε Γιώργο. Εσένα; Νίκο. Πάρε Νίκο. Εσένα; Χρήστο. Πάρε Χρήστο.
Περάστε κόσμε, πάρε παιδόκοσμε.
Ανήκε ο μπάρμπα Θοδωράκης στους Entertainers της Παλιάς Ρηχιάς; Στους ενήλικες προφανώς όχι. Ο παιδόκοσμος όμως;
Ο μπάρμπα Θοδωράκης είναι ένας θρύλος, και όπως όλους τους θρύλους να τον τιμούμε και να τον σεβόμαστε..

.........................................
Ο Θεοδωράκης Φριντζήλας γεννήθηκε το 1880 στο Μπρακάκι, στην περιοχή Καρίκια του χωριού Ρηχιάς.
Πέθανε στις 22 του Ιούλη το 1961, 82 χρόνων.
................................................
Γιώργη, τι να τα κάνεις τα λεφτά - με τους πολλούς τους τόκους
άμα δεν έχεις άνθρωπο καλό - με τους καλούς τους τρόπους.
Γιώργη, να μην κοιτάξεις χρήματα - παρά καλή γυναίκα
γιατί ποτέ τα χρήματα - δεν βγαίνουν στο σεργιάνι.
Πάρε γυναίκα όμορφη - να βγαίνεις στο σεργιάνι
να σκάζουν οι ρουφιάνοι.
.................................
Αυτό το αχ να μούφευγε - απ’της καρδιάς τα φύλλα
όλο τον κόσμο θάκαιγα - δίχως φωτιά και ξύλα.
Καημένη Κουλοχέρα μου - πόχεις την τρύπια πέτρα
τρούπια είν’κι η καρδούλα μου - σαν τη δική σου πέτρα.
..........................................
Α, ρε φίλε δεν ξέρω - αν κοιμάσαι ή ονειριάζεσαι
κείνος πούχει καλό μυαλό - και άλλο δεφτέρι βγάζει.
.................
Ναι,φίλε μου ετούτο το μυαλό - βγαζει βελόνες άφθονες
χιλιάδες εκατομμύρια - να ράψεις τα κασμίρια σου
κι όλα σου τα στολίδια.
................
Κλαίω με μαύρα δάκρυα - της γης το χώμα βρέχω
και δεν εβρέθηκε άνθρωπος - να με ρωτήσει τι έχω.
Όταν πεθάνω μη με κλαις - γιατί ΄μαι πεθαμένος,
κλάψε με τώρα πούμαι ζωντανός - κι είμαι τυφλός και καταφρονημένος.
..........................
Δεν το πιστεύω στο ντουνιά - κανένας να με φτάσει
στα τραγουδάκια τα πολλά - και ούτε να με περάσει.
Τα ποιήματα .....
Από το βιβλίο ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Θ. ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
θοδωράκης φριτζήλας - Ο ΤΥΦΛΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
................
Σημείωση I: Τα ανίψια του (Η μητέρα μου.... και οι Θείες μου)... Μου δηλώσαν ότι δεν ήταν παντελώς τυφλός! Απλώς από νεαρή ηλικία είχε αρχίσει να έχει εκτεταμένα μειωμένη όραση η οποία με την πάροδο του χρόνου επιδεινώθηκε. Προς επιβεβαίωση τους παραθέτω το δίστιχο...
Ανέβαινε το 1956 σε ηλικία 76 χρονών στις «Βόγιες» και βλέποντας τον πρόεδρο του Χάρακα, το Δαμιανό να επιβλέπει το έργο επαναχάραξης του νέου δρόμου του λέει:
                              Γεια σου Δαμιανέ - με τη βόγια την καινούρια
                            που θα σε συγχωράνε - άνθρωποι και γαιδούρια.

Σημείωση II: Το 1825 πέρασε από το Ζάρακα ο Ιμπραήμ ο οποίος ως γνωστό δεν άφησε πίσω του τίποτε όρθιο.  Αμέσως μετά την επανάσταση η Ρηχιά ήταν ακατοίκητη και οι διάφορες εκτάσεις που ονομάζονταν μετόχια ανήκαν σε κατοίκους της Κρεμαστής. Αμέσως μετά την επιδρομή του Ιμπραήμ άρχισαν να εγκαθίσταται στην περιοχή της Ρηχιάς  διάφορες οικογένειες όπως οι Πετρουτσάς στα Νήπια από τις Σπέτσες, οι Φριντζήλας στα Καρίκια επίσης από τις Σπέτσες. Οι Κόκκορης στη Ρηχιά πιθανώς από τους Γοράνους Σπάρτης. Οι Δρίβας ήταν κάτοικοι Κρεμαστής πολύ παλαιότερα.

Σημείωση III: Το Μετόχι Καρίκια άνηκε στους Φριτζηλαίους αλλά μέσω προικώων απέκτησαν γη εκεί και οι Μπελεσαίοι οι οποίοι ήταν μάλλον από τα μέρη της Κορίνθου..

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024

Stoumpos (Petra-Kotrona)

...Είναι κάποιες φορές που κάποιες πληροφορίες είναι δίπλα μας και εμείς τις ψάχνουμε στη σκακιέρα του πλανητικού χάους.
Πατημένα στο Φθινόπωρο των εξήντα μου χρόνων, με γκρίζο-λευκό μαλλί πλαισιωμένο με γκριζόμαυρες κηλίδες από δω κι από εκεί, ελαφριές ρυτίδες σαν χαρακιές σκύβω να δέσω τα κορδόνια μου κι αναστενάζει η μέση μου αλλά αρνούμαι να υποτακτώ στον γρήγορο, αγωνιώδη ρυθμό της ζωής μας. Στο ξαφνικά μολύνθηκα από το μικρόβιο να αναζητήσω τις ρίζες μου σε μια πηγή ένα στήριγμα, που θα με βοηθούσε να κτίσω το οικογενειακό μας δέντρο σε μια λευκή σελίδα του τετραδίου ανοιχτή μπροστά μου, ώστε να νιώσω πως πατάω πιο στέρεα σ’ αυτό τον τρίτο πλανήτη από τον ήλιο. 
Στο ξεκίνημα της αναζήτησης ζητώντας κάποια επικουρική βοήθειά έγινα Φίλος της ομάδας του χωριού μου ΚΟΥΛΕΝΤΙΑ ΛΑΚΩΝΙΑΣ στο Facebook για άντληση πληροφοριών από τους συγχωριανούς του τόπου καταγωγής μου. Ταυτόχρονα σ' αυτή τη καταπληκτική ομάδα, μέσα από τις επαφές μου με τους φίλους, φίλες βιώνω χαρές και λύπες ανακαλύπτοντας το μοναδικό δώρο της Φιλίας! Η καρδιά μου γεμίζει με συναισθήματα που μοιάζουν με κύματα. Αυτές οι φιλίες τις περισσότερες φορές μας ανεβάζουν ψηλά, αλλά καμιά φορά μας πετάνε άτσαλα στην όχθη όταν μαθαίνεις δυσάρεστα νέα τους!
 Από πλευράς γενεαλογικού δένδρου μητέρας η αναζήτηση ήταν απλή και εύκολη να φιλοτεχνήσω το γενεαλογικό της δέντρο και ένα σύντομο ιστορικό της οικογένειας της. Η μικρότερη αδελφή της μητέρας μου η θεία η Κατερίνα είναι ένα ανεξάντλητο και πολύτιμο βιβλίο σε αυτό το αντικείμενο. Την επισκέπτομαι κατά περιόδους στη Μαγούλα Αττικής, φτιάχνει μυρωδάτο καφέ με εσάνς κανέλας και τα λέμε. Μερικές φόρες ερχόταν στην παρέα μας και ο ξάδελφος της ο συγχωρεμένος ο Μίμης ο Φριντζήλας ο πατέρας της Μάρθας και τότε ο καφές συνοδευόταν με τσίπουρο και οι πληροφορίες γίνονταν ποταμός.. Για τους Φριντζηλαίους της ομάδας του χωριού τον Μίμη τον είχε βαπτίσει η μητέρα μου. Ήταν η μεγαλύτερη στα αδέλφια και ξαδέλφια.
Για τους γονείς του πατέρα μου που τους έχασε στην παιδική του ηλικία ελάχιστα ήξερα. Ο πατέρας μου δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ για τους πεθαμένους γονείς του. Γενικά δεν ήταν ομιλητικός, και ότι και να του συνέβαινε, ποτέ δεν μιλούσε εύκολα για τα συναισθήματά του λες και ήταν μολυσματικά μικρόβια σε στόμα ασθενούς. Εγώ δεν θυμόμουν να είχα ρωτήσει ποτέ τον πατέρα μου για τους νεκρούς γονείς του. Εκτός από μια φορά, όταν ήμουν ακόμη πολύ μικρός, που τον ρώτησα χωρίς να θυμάμαι γιατί: «Πώς ήταν η γιαγιά;» Ο πατέρας μου κοίταξε αλλού και σκέφτηκε για λίγο πριν απαντήσει. «Είχε πολύ λευκή επιδερμίδα», μου είπε. «Ήταν ευγενικό και καλόβολο άτομο και είχε ωραίο περπάτημα». Περίεργος τρόπος για να περιγράφεις έναν άνθρωπο.
Γνωρίζοντας σταδιακά φίλους της ομάδας του χωριού μου ΚΟΥΛΕΝΤΙΑ ΛΑΚΩΝΙΑΣ στο Facebook άρχισα αναμοχλεύοντας υποδόρια τις επαφές μου και τις σχέσεις με μερικούς φίλους της ομάδας. Έγινα στενός κορσές του Παναγιώτη Κοντάκου, αυτός με ανέχθηκε με περίσσια υπομονή μου έδωσε τα τηλέφωνα για ενορίες και ληξιαρχεία και με έφερε σε επαφή ηλεκτρονικά με την αξιότιμη μητέρα του και από ότι έχω νιώσει μέσα από τα σχόλια των φίλων της ομάδας είναι και μια αξιολάτρευτη δεσποσύνη η Μητέρα του η κυρία Ελένη. Σε αυτούς τους ανθρώπους τους εύχεσαι άλλον ένα αιώνα γεμάτο υγεία. Ταυτόχρονα είχα ψιλοκολλήσει σαν βδέλλα και στον αξιότιμο διαχειριστή μας τον Γιώργο Κοντάκο μήπως και βοηθήσει να ξετυλίξω το κουβάρι για τις ρίζες μου. Να ληξιαρχεία Μολάων, Σπάρτης, ενορίες Λυρών, Κουλέντια κλπ.
Σκαλίζω με υπομονή πληροφορίες από τα Γενικά Αρχεία Κράτους , και τους παλαιούς εκλογικούς καταλόγους. Γνωρίζω και έρχομαι σε επαφή με «Nikos-Eleni Pavlakis/» από τη Νεάπολη στα Βάτικα τον οποίο ευχαριστώ από καρδιάς για τις ανεκτίμητες πληροφορίες που αφορούν τις οικογένειες Καραστατήρη και ιδιαίτερα την γιαγιά μου από πατέρα. Τη Ζαφείρω Καραστατήρη του Ιωάννη Καραστατήρη. Τυχαία μέσα στην αναζήτηση ανακαλύπτω ότι στις εκδόσεις «Λακωνικαί σπουδαί» υπάρχουν πληροφορίες με τους «Στούμπος». Παίρνω τηλέφωνο τον εκδοτικό οίκο.Να μη το πλατειάζω κατέληξα σε μια νοητή διαδρομή. Λιασίνοβα (Προσήλιο)-Ξηροκάμπι-Κουμουστά-Ελίκα-Άγιος Μάμμας-Κουλέντια-Μπουμπουτσέλια. Καθώς ένωσα τις σκόρπιες, άτακτες τελείες της αναζήτησης που με αφορούσαν προσωπικά, αναστοχάζομαι τη ζωή των προγόνων μου, τις επιτυχίες τους, τις αποτυχίες και τα ερείπια που άφησαν πίσω τους, κτίζοντας ένα ανάγλυφο, ολοζώντανο πορτραίτο της προσωπικότητάς τους. Έφτιαξα το γενεαλογικό μας δέντρο έχοντας ερωτηματικά πολλά για την αρχική ρίζα του επωνύμου της οικογενείας μου.
Ανιψιά από ξαδέλφη της συζύγου μου, από το Βόλο, αναπληρώτρια δασκάλα το επάγγελμα μετατέθηκε πρόσφατα Αθήνα. Ανατολική Αττική. Ενοίκια και τα λοιπά έξοδα που περιέχονται σ ένα διαμέρισμα φτάνουν και δεν φτάνουν να τα καλύψει ο μισθός της. Την φιλοξενούμε! Μένει με την κόρη μας. Χώρος «δόξα το Θεό.»
Καθόμαστε απογευματάκι παρέα απολαμβάνοντας τον καφέ μας εγώ η κόρη μου και η ανιψιά. Κάποια στιγμή μου λέει το κορίτσι «Θείε διάβασα την ανάρτηση «το Μεγάλο Ρέμα. Τι ωραία που γράφεις».
«Στη θεία σου να τα πεις που μου λέει τι μαλακίες γράφεις πάλι!» της λέω γελώντας ευχαριστημένος.
Και αρχίζω να τους εξηγώ πως το μικρόβιο να γράφω ιστορίες μας ξεκίνησε αναζητώντας τις ρίζες μου και εν τάχη τους εξιστορώ το οικογενειακό μας δέντρο. Εκείνη την ώρα να σου και ο μεγάλος μου ο γιος. Κάθεται στη παρέα μας. Εγώ εξηγώ το γένος του πάτερα και πως τελικά το επώνυμο σύμφωνα με φήμες προήλθε από το ότι κάποιος πρόγονος μας χρησιμοποιούσε τακτικά τη λέξη Στούμπος και είχε σαν αποτέλεσμα να του έμεινε σαν επώνυμο.
Χωρίς να χάσει χρόνο παίρνει το λόγο ο γιος.
«Τι παραμύθια λες στα κορίτσια ρε πάτερα.»
Και αρχίζει να μας λέει την ιστορία που ξέρει. 
Ένας άνδρας από τα μέρη της Δυτικής Μάνης έκανε φόνο και  κυνηγημένος έφυγε προς τα ανατολικά της Μάνης στα χωριά του Ταΰγετου πάνω από το Γύθειο! Εκεί ρίζωσε έγινε ποιμένας απέκτησε μαντριά και αιγοπρόβατα και παντρεύτηκε. Ήταν σκληροτράχηλος άνδρας, μεγαλόσωμος, γεροδεμένος και σλαβικής καταγωγής από το σλάβικο χωριό την εποχή εκείνη της Μάνης τη Λιασίνοβα. Στον καινούργιο του τόπο που ρίζωσε λόγω του μεγάλου όγκου της σωματοδομής του τον αποκαλούσαν με το σλαβικό προσωνύμιο «Στούμπο», που σημαίνει ακατέργαστη μεγάλη πέτρα (κοτρόνα). Το οποίο προσωνύμιο έμεινε και επωνυμία. Κάποιος απόγονος πιθανόν παιδί του ήταν υπερβολικά γεροδεμένος, ρωμαλέος. Είχε σηκώσει στους ώμους του ένα γαϊδούρι φορτωμένο και το μετέφερε εκατό μέτρα με το φορτίο του. Η μετέπειτα καταγωγή μας από παππού είναι από την περιοχή της Ελίκας δήμου Νεαπολέως Βοιών Λακωνίας.
Κόκκαλο εγώ. «Και εσύ πως τα ξέρεις όλα αυτά;»
«Πως τα ξέρω. Μου τα διηγήθηκε ο παππούς όταν ήμουν μικρός.»
Γύρισα τον κόσμο ανάποδα να μάθω τις ρίζες μας, κάτι που πριν τριάντα και χρόνια τις γνώριζε ποιο τεκμηριωμένα ο γιος μου από μια απλή αφήγηση του παππού του.
Η κόρη με κοιτούσε με κατανόηση. «Μπαμπά μου μη στεναχωριέσαι έτσι συνήθως συμβαίνει! Μέχρι τα εξήντα όλοι τρέχουν να προ φτάσουν τη ζωή! Που χρόνος για αναζητήσεις.»
Τελικά ανακάλυψα ότι οι ρίζες μας δείχνουν σλάβικο αίμα από πατέρα και αρβανίτικο από μητέρα.
....Εγώ δε συζητούσα εύκολα με το γέρο μου για τα παλιά. Ο πατέρας μου θα έπρεπε να μου είχε πει κάτι, στο οποίο να μπορούσα να στηριχτώ και εγώ σήμερα. Όμως ο πατέρας μου εμένα πότε δεν μου μίλησε για την οικογενειακή ιστορία του.
Έφηβος πια μια φορά που τον ρώτησα! «Πες μου κάτι για τον προηγούμενο γάμο σου.»
Ανόρεχτα μου λέει «Μετά την κατοχή πεινούσα και έψαχνα να βρω ένα πιάτο φαγητό. Κάπου χτύπησα λάθος πόρτα με στρίμωξαν και παντρεύτηκα μια μεγάλη γυναίκα στα δέκα οκτώ μου. Με την πρώτη ευκαιρία την κοπάνησα!»
Σήμερα άλλα εγώ έμαθα από την κυρά Ελένη. Ήταν ένα όμορφο κοριτσόπουλο  δέκα-οχτάχρονο και αυτό!

Click to Open

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

Ta Neanika Toy Xronia

....Τα πρώτα χρόνια στη Λαμία μαθητής ακόμη του δημοτικού σχολείου τελειώνοντας η σχολική χρονιά τα καλοκαίρια ο «Αλκιβιάδης» εργαζόταν περιστασιακά σε διάφορες δουλειές του ποδαριού. Αρχικά το πρώτο καλοκαίρι δεκάχρονος σ΄ ένα καφενείο ήταν ο μικρός που μετέφερε τους καφέδες στους πελάτες. Το επόμενο καλοκαίρι έκανε το βοηθό σε πλανόδιο πωλητή πάγου για τα ψυγεία της εποχής! To επάγγελμα του παγοπώλη την δεκαετία του εξήντα είχε ξεχωριστή θέση κυρίως τους καυτούς μήνες του καλοκαιριού! Θυμάται που σηκώνονταν με το αφεντικό του απ' τα βαθιά χαράματα για να προλάβουν τις παραγγελίες τους και να ικανοποιήσουν την απαιτητική πελατεία τους. Το μεροκάματο ήταν σκληρό με το μεταφορικό τους μέσον ένα τρίκυκλο μηχανάκι με καρότσα μετάφεραν τις κολόνες του πάγου από τα παγοποιείο της πόλης στους πελάτες και φυσικά έπρεπε να κινείτε γρήγορα, να είναι σβέλτος στη δουλειά του να κόβει τον πάγο και να τον μεταφέρει στα σπίτια ή στα μαγαζιά, ανάλογα. Περιστασιακά βοηθούσε έμπορο υποδημάτων την εποχή που γινόταν το παζάρι. Επίσης εκεί στις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη τους έπαιρνε η «Ιοκάστη» η μητέρα τους αυτόν και τα μικρά αδέλφια του στις βαμβακοφυτείες του Λαμιακού κάμπου και μάζευαν βαμβάκι τότε που η συγκομιδή του βαμβακιού γινόταν με τον παραδοσιακό χειρωνακτικό τρόπο, πριν οι βαμβακοσυλλεκτικές μηχανές αντικαταστήσουν τους ανθρώπους και κατακλύσουν τον κάμπο. Η εργασία συγκομιδής ήταν επίπονος, απαιτείτο περισσότερος χρόνος αλλά και περισσότερα εργατικά χέρια. Η συγκομιδή του βαμβακιού ξεκινούσε το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου και συνήθως μέχρι το τέλος του Οκτωβρίου και άρχιζε από το πρωί ως και τη δύση του ηλίου! Χρόνια ευτυχισμένα; Χρόνια δυστυχισμένα; Πως να τα πεις; Δούλευαν από το πρωί μέχρι το βασίλεμα του Ήλιου και χαιρόταν τις πέντε-δέκα δεκάρες που έφερναν το βράδυ στο σπίτι και συνέχιζε η Ιοκάστη τις σπιτικές εργασίες μέχρι αργά.
Τελειώνοντας η σχολική χρονιά στο γυμνάσιο πλέον το καλοκαίρι του 1965 το δεκαπεντάχρονο «Αλκιβιάδη» ο πατέρας του ο «Κλέαρχος» τον μετέφερε στα Καμένα Βούρλα για εργασία. Ήταν η εποχή που τα Καμένα Βούρλα ήταν δημοφιλές τουριστικό θέρετρο και υπήρχαν ευκαιρίες για εργασία. Εκεί ξεκίνησε την καριέρα στα τουριστικά επαγγέλματα πλένοντας τα ποτήρια στο μπαρ γνωστού ξενοδοχείου. Πολύ σύντομα έγινε βοηθός σερβιτόρου μέχρι το τέλος της καλοκαιρινής σαιζόν. Στα Καμένα Βούρλα ο Αλκιβιάδης πέρασε τρεις μοναχικούς μήνες! Όταν η δουλειά της ημέρας είχε τελειώσει, πολλά βράδια έπαιρνε το ποδήλατο του δυο κουβέρτες και πήγαινε και κοιμόταν μέσα στο πευκόδασος επάνω από την ακρογιαλιά του Κρυονερίου! Του άρεσε ιδιαίτερα αυτός ο τρόπος ζωής. Ηταν μια εφηβικη εμπειρία! Εκεί στην ανία και στη μοναξιά της ερημιάς, εκεί όπου βασιζόταν αποκλειστικά και μόνο στον εαυτό του ένιωθε την πραγματική και κρυμμένη δύναμή του με τα σκούρα μελιά του μάτια να κοιτάζουν μέσα από τα δέντρα την απέραντη μοναξιά του διαστήματος,. 
Με την έναρξη της σχολικής χρονιάς ίσχυε ήδη η νέα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964  στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ήταν σε δύο τριετείς κύκλους (το Γυμνάσιο και το Λύκειο), και το «Ακαδημαϊκό Απολυτήριο» για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, με την ταυτόχρονη κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων στα ΑΕΙ, και η δημοτική γλώσσα ως όργανο και αντικείμενο διδασκαλίας και μάθησης. Κύριοι μεταρρυθμιστικοί στόχοι ήταν να γίνει η εκπαίδευση προσιτή σε όλες τις κοινωνικές τάξεις (δωρεάν παιδεία) και να διευθετηθεί ταυτόχρονα, με την ανάπτυξη ενός δεύτερου δικτύου τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης. Και πολύ απλά από το γυμνάσιο που είχε τελειώσει ο «Αλκιβιαδης» για εισαγωγή στο Λύκειο απαιτούντο πλέον εισαγωγικές εξετάσεις. Ο «Αλκιβιάδης» είχε την ατυχία να του συμβεί ένα απρόσμενο συμβάν και έχασε το λεωφορείο της γραμμής από τα Καμένα βούρλα για τη Λαμία την ήμερα των εξετάσεων και δεν έλαβε μέρος. Στο μυαλό του είχε καθίσει και η ιδέα ότι οι σπουδές στο Λύκειο κατά βάση προετοίμαζαν τους μαθητές για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και στη συνέχεια για ηγετικές θέσεις στη κοινωνία και προσωπικά για να ολοκληρώσει αυτό το κύκλο ένιωθε ότι δεν έχει το οικονομικό υπόβαθρο να υποστηρίξει αυτό το κύκλο σπουδών. Σκέφτεται μη ρεαλιστικές τις προσδοκίες για συνέχιση στις σπουδές του, κρίνοντας αντικειμενικά, ως ανυπέρβλητα τα εμπόδια που αποφέρουν οι οικονομικές δυσκολίες και η έλλειψη οικονομικής υποστήριξης από το οικογενειακό περιβάλλον. Έτσι, θεωρούσε τον εαυτό του ευάλωτο. Καθόλου περίεργο λοιπόν, που λίγο πριν ξεκινήσει το σχολικό έτος, το παράτησε οριστικά το λύκειο. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα ήταν μεγάλη σπατάλη χρόνου αν έμενε εκεί άλλα τρία χρόνια. Νόμιζε ότι ήταν σωστή η κίνησή του που έλαβε την απόφαση να παραιτηθεί από τη συνολική προσπάθεια ολοκλήρωσης των σπουδών του! Είχε αρχίσει δειλά-δειλά να σχεδιάζει το μέλλον του. Γυρίζοντας στη Λαμία και εγκαταλείποντας το Λύκειο είχε δυο σκέψεις στο μυαλό του. Πρώτον να βγάλει ναυτικό φυλλάδιο και δεύτερο να φοιτήσει στη σχόλη εμποροπλοιάρχων τη φημισμένη «ΛΑΜΙΑΚΗ». Οι απόφοιτοι της σχολής την εποχή εκείνη  ήταν περιζήτητοι στην εμπορική ναυτιλία.
Ναυτικό φυλλάδιο λόγω ηλικίας απαιτείτο γονική συναίνεση. Από τον «Κλέαρχο» ήταν πολύ εύκολο να τη πάρει μα αυτός επιθυμούσε τη συναίνεση να του τη δώσει η «Ιοκάστη.» Αρχικά ήταν ανένδοτη, έκαμψε τις αντιστάσεις της όταν της υποσχέθηκε ότι μέχρι να πάει στρατιώτης δεν θα φύγει. Ενδόμυχα πίστευε ότι θα του περάσει και έδωσε τη συγκατάθεση της. Το πρόβλημα της σχολής αποδείχτηκε ανυπέρβλητο. Ήταν ημερησία η σχολή και τα δίδακτρα ασήκωτα για το οικογενειακό τους βαλάντιο. Σαν εναλλακτική αποφάσισε να φοιτήσει στο νυχτερινό τμήμα εργοδηγών μηχανολόγων της σχολής και έπιασε δουλειά σ΄ ένα κατάστημα χονδρεμπορικής με δημητριακά προϊόντα τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Το κατάστημα ήταν  στη περιοχή της λαχαναγοράς και ταυτόχρονα έκανε μερικές έχτρα εργασίες βοηθώντας στα ξεφορτώματα των φορτηγών για έχτρα χαρτζιλίκι. Ήταν και η εποχή που απόκτησε τη βλαβερή συνήθεια του καπνίσματος και ταυτόχρονα η υπεύθυνη της σχολής αγγλικών όπου φοιτούσε κάλεσε την «Ιοκάστη» και της εκμυστηρεύτικε τις πολύ συχνές απουσίες του. Βλέπεις μάθαινε γαλλικό μπιλιάρδο το παλικάρι το έβρισκε πολύ πιο ενδιαφέρον.
Το  καλοκαίρι του 1966 δέκα εξάχρονος προσελήφθη εποχικός εργάτης στη ΔΕΗ. Την εποχή εκείνη επέκτειναν το δίκτυο της επιχείρησης στα γύρω χωριά της Υπάτης και αναζητούσαν προσωπικό να σκάβει για να τοποθετηθούν οι κολόνες του νέου δικτύου. Κοπιαστική η διαδικασία εγκατάστασης του νέου δικτύου, ειδικά αυτό της Υπάτης διάσχιζε βουνά και λαγκάδια. Πριν το σκάψιμο των λάκκων μέσα στους οποίους θα «εμφύτευαν» τις κολόνες, είχε προηγηθεί τεχνική μελέτη και σήμανση τοποθέτησης τους. Όλες οι κολόνες που τοποθετήθηκαν στη περιοχή προς επέκταση του δικτύου προς τα χωριά είχαν ύψος από 10 μέχρι 15 μέτρα και η θεμελίωση τους γύρω στα δυο μέτρα για λόγους αντοχής και τήρησης των κανόνων ασφαλείας. Θεόρατα ξύλα. Τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν γερανοί, που να σηκώναν και «φύτευαν» τις κολώνες. Η διαδικασία που ακολουθούσαν οι εργάτες της ΔΕΗ ήταν η εξής: Πρώτα άνοιγε ο λάκκος με προσοχή ώστε μη χαλάσει η συνοχή της γης γύρω του.  Ο Εργάτης χειριζόταν έναν ατσάλινο σφυρήλατο λοστό 225 εκατοστών μήκος περίπου τη γνωστή παραμίνα. Σφυρηλατημένο ατσάλι για αντοχή με στιλβωμένα, λοξά νύχια για ακρίβεια στο σκάψιμο.
Ο «Αλκιβιάδης», δέκα εξάχρονος ήταν όχι απλώς ο νεότερος της εργατικής ομάδας αλλά σχεδόν οι περισσότεροι τον θεωρούσαν παιδί τους. Είχε συμφωνήσει με τον εργοδηγό ότι δεν θέλει διάλειμμα στην εργασία του απλά όταν τελειώσει το λάκκο του να είναι ελεύθερος. Ο εργοδηγός γελώντας συγκαταβατικά συμφώνησε μαζί του. Δυστυχώς για τον «Αλκιβιάδη» σε ελάχιστα σημεία το έδαφος ήταν ευκολόχρηστο στους περισσότερους λάκκους ήταν σκέτος γρανίτης. ''Όσο πιο στενός ήταν ο λάκκος, τόσο καλύτερα. Μετά έβαζαν στην μια πλευρά του λάκκου ένα έλασμα, το λεγόμενο ως «γκόμενα» στην αργκό των εργατών και παράλληλα πλησίαζαν την κολόνα από την απέναντι πλευρά. Στη συνέχεια άρχιζαν να σηκώνουν την κολόνα από τη μια άκρη της, για να μπορεί να γλιστράει το κάτω μέρος της, μέχρι να σηκωθεί όρθια. Για τη δική τους ασφάλεια και για να υπάρχει καλύτερος έλεγχος σε όλη τη διαδικασία, η κολόνα ήταν δεμένη με σκοινιά δεξιά και αριστερά. 'Όταν κατάφερναν να τοποθετήσουν την κολόνα κατακόρυφα μέσα στο λάκκο, ρίχνανε μέσα χώμα και τραβούσαν τη λαμαρίνα, που πλέον δεν χρειαζόταν. Η διαδικασία τελείωνε με καλό πάκτωμα του χώματος με ειδικούς τετράγωνους κόπανους.
Θυμάται εκείνες τις  μέρες με καύσωνα στο οροπέδιο της Υπάτης, με τον λίβα να καίει τα σπαρτά, με το θερμόμετρο να χτυπάει σαρανταπεντάρια, και να προσπαθούν ντάλα μεσημέρι να στήσουν τις κολόνες και τις περισσότερες φορές η υψηλή θερμοκρασία και η πίσσα από τις κολόνες να καταστρέφει το δέρμα τους με εγκαύματα.  Φτώχεια καταραμένη που οι εργάτες, ποτέ δεν σκέφτηκαν μέτρα προστασίας, ποτέ δεν διανοήθηκαν να κάτσουν στη σκιά να περάσει το καμίνι. Η ανάγκη για επιβίωση, ήταν πάνω από όλα. Και τότε, στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, ήταν όλα χειροκίνητα. Όλες οι δουλειές γινόταν με το χέρι, με την πλάτη.
Πέρασε ο Ιούνιος και τέλος Ιουλίου αρχές Αυγούστου είχε στηθεί το δίκτυο, τέλειωσε το σκάψιμο παροπλίστηκε η παραμίνα και έμειναν αναμνήσεις οι κάλοι, οι φουσκάλες και το σκίσιμο στο δέρμα του «Αλκιβιάδη» κάτι που  αποτελεί συχνό φαινόμενο για όσους ασχολούνται με βαριές χειρονακτικές εργασίες χωρίς να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα προστασίας. Στη συνέχεια άρχισε η σύνδεση δικτύου στα σπίτια. Ηλεκτρολόγος της εταιρείας εκτιμώντας τον ακάματο ζήλο του τον πρότεινε στη διοίκηση να τον πάρει βοηθό του και να του ανανεώσουν τη σύμβαση όταν τελείωση το τρίμηνο του. Δεν είχε περάσει ούτε εβδομάδα στα νέα του καθήκοντα που η θεία του «Ερμιόνη» τον κάλεσε να πάνε στο χωριό στη Ρειχιά. Και όταν τον «Αλκιβιάδη» τον καλεί η «Ερμιόνη» σαν άλλος Μωυσής ανοίγει πέρασμα στη θάλασσα και ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της. Με το πρώτο λεωφορείο της γραμμής ο Αλκιβιάδης αναχώρησε για Αθήνα και από εκεί με την θεία «Ερμιόνη» για Μονεμβάσια. Μάλιστα, η «Ερμιόνη» του είχε προτείνει από το Πάσχα το καλοκαίρι να πάμε μαζί οι δύο τους δυο εβδομάδες διακοπές στο χωριό! Δεν το έκρυβε ότι τον ξεσήκωσε η ιδέα αυτή, σκεφτόταν πόσο έντονα περάσαν το τελευταίο Πάσχα. Ίσως μια καινούργια καλοκαιρινή γνωριμία και αυτός να αφεθεί σε αυτή τη φαντασιακή τρέλα του και του αρέσει πολύ. Ένα ταξίδι διακοπών που θα ρουφάει ήλιο, θάλασσα ένταση και φυσικά την ανατροπή.
Γυρίζοντας ο «Αλκιβιάδης» από τις καλοκαιρινές διακοπές παράλληλα με τη φοίτηση στη σχόλη του αναζήτησε μία εργασία παρεμφερή στο τεχνικό κλάδο αλλά την εποχή εκείνη το μαθητευόμενο οι εργοδότες το προσλάμβαναν άμισθο για να μάθει τη τέχνη. Αναγκάστηκε να ασχοληθεί με οικοδομικές εργασίες που ήταν πιο προσοδοφόρες οικονομικά. Στη λέσχη που σύχναζε για μπιλιάρδο γνώρισε ένα νεαρό εργολάβο που είχε αναλάβει την εργολαβία της επένδυσης πλακιδίων στις εγκαταστάσεις του μεγάλου επίγειου δορυφορικού σταθμού στις Θερμοπύλες και στα νεοαναγειρόμενα σφαγεία Λαμίας. Αναζητούσε εργάτη για να παρασκευάζει τις λάσπες στους δυο μαστόρους του, προσφέρθηκε τον προσέλαβε στην μικρή του ομάδα που την απάρτιζαν τρία-τέσσερα άτομα όλα πολύ νεαρής ηλικίας και έτσι περίπου κύλησε η εφηβεία του μεχρι την ενηλικίωση του. Με το καιρό έγινε ένας καλός μάστορας σε επενδύσεις πλακιδίων το χειμώνα και σερβιτόρος-μπάρμαν τα καλοκαίρια στα Καμένα Βούρλα. Επίσης ο εργολάβος εκτός από ένας πολύ καλός παίκτης στο γαλλικό μπιλιάρδο ήταν και άριστος σκακιστής, και δεν άργησε να γαλουχήσει και τον Αλκιβιάδη ώστε να εντρυφήσει και αυτός στα μαγικά μυστικά του σπουδαίου αυτού παιχνιδιού.
Η «Ιοκάστη» μερίμνησε με μια καθηγήτρια αγγλικών να κάνει ο «Αλκιβιάδης» ατομικά μαθήματα στο σπίτι της καθηγήτριας και έτσι κουτσό-έμαθε πέντε-δέκα υποφερτές αράδες από δαύτα γιατί με τα αρχαία και τις ξένες γλώσσες δεν το είχε και στο άνετα το άθλημα. Τουναντίον διάβαζε ότι βρισκόταν στα χέρια του. Η υπεύθυνη της δημοτικής βιβλιοθήκης Λαμίας του είχε το ελεύθερο ότι ώρα ήθελε όποιο βιβλίο ήθελε του το παραχωρούσε ελεύθερα! Και από τα πρώτα βιβλία της βιβλιοθήκης ήταν και «Τα κατά συνθήκην ψεύδη» του Μαξ Νορντάου  (1849-1923).  Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του, εβραϊκής καταγωγής, Αυστριακού στοχαστή Μαξιμίλιαν Ζίντφελντ… που τον σημάδεψε σα χαρακτήρα. Το διάβασε όταν ήταν δέκα πέντε χρονών και τον συνεπήρε τόσο πολύ που το ξαναδιάβασε και πάλι δεύτερη φορά.
Απλώς τελείωσε τη νυκτερινή σχόλη εργοδηγών μηχανολόγων. Τελευταία χρονιά η σχολή  του επέστρεψε το χρηματικό ποσό που είχε καταβάλλει στα δίδακτρα σαν ο μαθητής που ξεχώρισε με την απόδοσή του. Βρισκόταν στα Καμένα Βούρλα δούλευε στο μπαρ-μπουφέ μεγάλου ξενοδοχείου που του έφερε ο ταχυδρόμος την επιταγή με τα χρήματα. Την εποχή εκείνη στα Καμένα Βούρλα έκαναν εμφανίσεις περιοδεύοντες θίασοι τραγουδοποιών. Για ένα μεγάλο διάστημα ήταν και ο Γιάννης Σπάρτακος, ο «μικρός βασιλιάς» της τζαζ ένας από τους κορυφαίους Έλληνες συνθέτες, πιανίστας και μαέστρος με τέσσερα πέντε κοριτσόπουλα στη πίστα. Λογικό ήταν να μη χρειαζόταν ο «Αλκιβιαδης» και ιδιαίτερο κόπο να καταναλώσει το αντίτιμο της υποτροφίας του.
Υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του ως υπαξιωματικός στο τεχνικό κλάδο στα τεθωρακισμένα. Με την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, σκεπτόταν τον επαγγελματικό προσανατολισμό του και την επιλογή του σωστού επαγγέλματος που θα ταίριαζε στον χαρακτήρα του, τα ενδιαφέροντά του, και σα νέος θα είχε την ευκαιρία να εξελιχθεί στο μέλλον σ' έναν ενήλικα που θα αντλεί ικανοποίηση από την εργασία του! Απόφοιτος της Μέσης σχολής Εργοδηγών μηχανολόγων έκανε αίτηση πρόσληψης στον ΟΤΕ και Την Ολυμπιακή Αεροπορία για τα  τεχνικά τμήματα. Αναμένοντας της έκβαση των αιτήσεων δούλευε εργάτης στις οικοδομές. Την εποχή του 1972-3 στην Αθήνα γινόταν οργασμός ανοικοδόμησης. Η αναμενόμενη πρόσληψη καθυστερούσε, και τότε θυμήθηκε το ναυτικό του φυλλάδιο το καταχωνιασμένο από την «Ιοκάστη» σε κάποιο συρτάρι. Το ξέθαψε κατέβηκε Πειραιά και χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε στο Περσικό κόλπο μπαρκαρισμένος σ' ένα γκαζάδικο. Ταυτόχρονα η Ολυμπιακή του πρότεινε πρόσληψη άλλα δεν την αποδέχτηκε. Έμεινε εννέα μήνες στη θάλασσα. Γυρίζοντας στην Ελλάδα έλαβε την απόφαση να φοιτήσει ως είχε δικαίωμα ένα έτος στη ναυτική ακαδημία μηχανικών εμπορικού ναυτικού ώστε το επιλεχθέν επάγγελμα να του διασφαλίζει τις επιδιωκόμενες προοπτικές εξέλιξης του, και να μην αποτελεί μια παρωχημένη επιλογή που ενδεχομένως θα τον οδηγούσε σε μια αδιέξοδη κατάσταση στασιμότητας. Τον κέρδισε η θάλασσα όπως την ατένιζε στα θολά παιδικά του όνειρα από τις ακτές της Αγίας Μαρίνας Φθιώτιδας παρασύροντας τον στα πιο μαγευτικά ταξίδια. Κι’ η θάλασσα τον δέχτηκε στην αγκαλιά της προς μεγάλη απογοήτευση της Κύπριας φιλολόγου του που αλλιώς τη φανταζόταν τη σταδιοδρομία του. (Όχι πάντως μηχανικό. Κάτι για ρεπόρτερ του έλεγε. Δημοσιογράφος εννοείς; τη ρωτούσε.)
Για κάποιους ανθρώπους τα γράμματα γίνονται πολυτέλεια όταν το μόνο που τους έχει απομείνει είναι η περηφάνια της φτώχειας τους. Και άντε και πώς να το ανακοινώσει στην «Ιοκάστη» που τον έβλεπε να παίρνει τα γράμματα και καμάρωνε. Έβλεπε στο γιο της τα διψασμένα για γνώση μάτια της.
Μπορεί να φαίνεται ανόητο αλλά κάποτε μέσα του σαν φευγαλέο σύννεφο είχε ένα όνειρο πολύ κοινό, να συνεχίσει τις σπουδές του, αλλά υπήρχε έλλειψης στόχων, για την ακρίβεια με την πιο πλατιά έννοια του όρου απλώς να αποκτήσει ευρύτερες γνώσεις. Κάπου κάπου το όνειρο αυτό γυρνούσε και του κτυπούσε τη πόρτα μα με τον καιρό ένιωσε ότι ήταν πλέον ένα όνειρο παραγκωνισμένο στο χώρο της φαντασίας του.
«Ίσως κάποια μέρα.» Σκεφτόταν.
«Ίσως.»
Μα εκείνη η μέρα δεν ήρθε, δεν του παρουσιάστηκε ποτέ. Τώρα που έχει τα τριπλάσια χρόνια, κυνηγάει την παιδική ηλικία που δεν είχε, και γι' αυτό του αρέσουν οι παιδικές περιπέτειες. 
Υ.Γ: Και στα είκοσι οκτώ του χρόνια έκοψε και το τσιγάρο άπαξ και δια παντός.

Παρασκευή 5 Απριλίου 2024

Ta Kata Sinthiki Pseudi

Την πρώτη φορά που η βιβλιοθηκάριος της δημοτικής βιβλιοθήκης της Λαμίας μου μίλησε για το μυθιστόρημα «Τα κατά συνθήκην ψεύδη» του Μαξ Νορντάου ήμουν έφηβος και έμεινα ξετρελαμένος με το συγγραφέα. Κάποιες φράσεις που μου άρεσαν, τις σημείωνα με μολύβι και τις απομνημόνευα σαν να ήταν κείμενα από κάποιες, ιερές γραφές.
Δυο λόγια, εξ αντιγραφής, για τον συγγραφέα (1849-1923). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του, εβραϊκής καταγωγής, Αυστριακού στοχαστή Μαξιμίλιαν Ζίντφελντ· γιατρός στο επάγγελμα, έζησε στο Παρίσι όπου βρήκε ιδανικές συνθήκες να εξειδικευθεί στην κοινωνική κριτική και στο ξεμπρόστιασμα του αστικού φαρισαϊσμού. Στον πρόλογο ο ίδιος, με λεοντή προφήτη, προειδοποιεί: «Πολλοί αναγνώστες θ’ αγανακτήσουν, προ πάντων εκείνοι που θα διαβάσουν εδώ τις πιο μύχιες γνώμες τους». Υποστηρίζει: «Η μεγάλη ασθένεια της εποχής μας είναι η δειλία. Δεν έχουμε θάρρος να πούμε ανοιχτά τη γνώμη μας, ν’ αναλάβουμε ευθύνη για όσα πιστεύουμε στ’ αλήθεια». Το κατά Νορντάου ακόμα χειρότερο: «Δεν θέλουμε να ψυχράνουμε κανέναν, ούτε να χτυπήσουμε καμιά πρόληψη. Κι αυτό το λέμε σεβασμό των πεποιθήσεων του άλλου. Αλλά οι άλλοι είναι εκείνοι που δεν σέβονται καθόλου τις δικές μας πεποιθήσεις, τις κακολογούν, τις κυνηγάνε με μίσος». Μύλος, έτσι;

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2023

Apo Tin Paidikotita Stin Efivia: o Epilogos

...O Αλκιβιάδης λόγω βιοποριστικών και όχι μόνο συνθηκών εγκατέλειψε το λύκειο προς μεγάλη απογοήτευση της Κύπριας φιλολόγου του που αλλιώς την φανταζόταν την σταδιοδρομία του. (Όχι πάντως μηχανικό...  Κάτι για ρεπόρτερ του έλεγε. Δημοσιογράφος εννοείς; τη ρωτούσε.) «Για κάποιους ανθρώπους τα γράμματα γίνονται πολυτέλεια όταν το μόνο που τους έχει απομείνει είναι η περηφάνια της φτώχειας τους.» Και άντε και πώς να το ανακοινώσει στην Ιοκάστη που τον έβλεπε να παίρνει τα γράμματα και καμάρωνε. Έβλεπε στο γιο της τα διψασμένα για γνώση μάτια της.
Από τα παιδικά του χρόνια, ο Αλκιβιάδης ήταν φορτωμένος με ευθύνες και έπρεπε να αγωνιστεί σκληρά για το ψωμί του, αφού η Ιοκάστη του και ο Κλέαρχος ήταν φτωχοί και δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν στον ανήσυχο Αλκιβιάδη μια καλή εκπαίδευση, για την οποία τόσο λαχταρούσε. 
.....Πού να ’ξερε η δόλια η Ιοκάστη πως για το φτωχόπαιδο του παλιού εκείνου καιρού, τα τρύπια και χιλιομπαλωμένα παντελόνια του θα γίνονταν αιτία να του κλέψουν τον ήλιο της ελπίδας που δεν έμαθε πολλά γράμματα, και ξένες γλώσσες. Γιατί, πού να περισσέψουν λεφτά για καινούριο παντελόνι, τότε που η φτώχεια κυνηγούσε τους ανθρώπους. Αυτά τα τρύπια, τα χιλιομπαλωμένα παντελόνια που φορούσε από ανάγκη και περισσή ανέχεια, έγιναν η αιτία ώστε ο Αλκιβιάδης στην προεφηβική του ηλικία να νοιώθει άβολα και ν' αρνείται να πηγαίνει στο φροντιστήριο των αγγλικών και των γαλλικών βρίσκοντας χιλιάδες δικαιολογίες για να μην στεναχωρεί την Ιοκάστη, που του τα παρείχε δουλεύοντας πολύ σκληρά και πολλές ώρες..και σήμερα την ευγνωμονεί, γιατί ακόμα του θυμίζουν το καθήκον και τη θέση του μέσα στην κοινωνία, κάθε φορά που πάει να ξεχαστεί.
..,, Απλώς τελείωσε μια νυκτερινή σχόλη εργοδηγών μηχανολόγων.. Υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του ως υπαξιωματικός στο τεχνικό κλάδο στα τεθωρακισμένα. Με το τέλος της στρατιωτικής θητείας επέτυχε πρόσληψης στο τεχνικό τμήμα της ολυμπιακής αεροπορίας αλλά δεν τον ικανοποιούσαν την εποχή εκείνη οι μισθολογικές προοπτικές και αποφάσισε να μην αποδεχθεί την πρόσληψη. Με το πτυχίο του εργοδηγού μηχανολόγου, φοίτησε ένα χρόνο στις  ακαδημίες των εμποροπλοιάρχων ώστε να ακολουθήσει το επάγγελμα του ναυτικού. Τον κέρδισε η θάλασσα το παιδικό του όνειρο, παρασύροντας τον στα πιο μαγευτικά ταξίδια. Κι’ η θάλασσα τον δέχτηκε στην αγκαλιά της. Την συνέχεια των σπουδών που πολύ την επιθυμούσε, ήταν πλέον ένα όνειρο παραγκωνισμένο στο χώρο της φαντασίας.
Ίσως κάποια μέρα.
Ίσως.
Μα εκείνη η μέρα δεν ήρθε, δεν παρουσιάστηκε ποτέ. Τώρα που έχει τα τριπλάσια χρόνια, κυνηγάει την παιδική ηλικία που δεν είχε, και γι' αυτό του αρέσουν οι παιδικές περιπέτειες.
Την ίδια εποχή είναι που συντελείτε η σωματική μεταμόρφωση του Τηλέμαχου. Μέχρι τότε στα δεκατέσσερα του χρόνια ήταν ένα κοντό παιδί που ψήλωσε απότομα στα δεκαπέντε με δεκαέξι του χρόνια, κι ακόμα συνέχισε να ψηλώνει, σαν κάποιο χέρι μαγικό να έπλαθε το κορμί του. Ψήλωσε αρκετά, απέκτησε φυσική ομορφιά, και από έφηβος έδειχνε μεγάλη αυτοκυριαρχία και εμπιστοσύνη στον εαυτό του.Το πρόσωπό του είχε στιβαρή χάρη και το βλέμμα του ήταν χαϊδευτικό, ήμερο, αντίφεγγε με μελί φωτεινές αναλαμπές. Ένας όμορφος έφηβος με καστανόξανθα μαλλιά που συνήθως τα άφηνε λίγο περισσότερο μακρύτερα απ' όσο έπρεπε. Η φυσική του σεξουαλικότητα και ο ήρεμος θελκτικός τόνος της φωνής του κυριαρχούσαν στους γύρο του. Ήταν αυτός απ’ τα αδέλφια που είχε όλα εκείνα τα φυσικά σωματικά χαρίσματα των προγόνων από την πλευρά της μητέρας τους.
Ο μικρός Ιάσονας μεγαλώνοντας ψήλωσε έγινε ένα γεροδεμένο παλικαράκι. Τέλειωσε το δημοτικό και προετοιμάζεται για εισαγωγικές εξετάσεις στο γυμνάσιο. Προετοιμάζεται τρόπος του λέγειν διότι τα βιβλία γενικά του έφερναν αλλεργία.
Ο Αλκιβιάδης αν και είχε εγκαταλείψει το Λύκειο, διατηρούσε καλές αναμνήσεις και εκτιμούσε το παιδαγωγικό έργο του πατρινού γυμνασιάρχη του και αντίστοιχα ο γυμνασιάρχης εκτιμούσε την φιλομάθεια του Αλκιβιάδη… Με θάρρος λοιπόν ζήτησε από τον γυμνασιάρχη να βοηθήσει τον μικρό Ιάσονα διότι είναι ένα πανέξυπνο παιδί απλά δεν τα πάει καλά με τα γράμματα.
Ακόμη και σήμερα ο Αλκιβιάδης θυμάται με νοσταλγία και σεβασμό τον καταγωγή απ’ την Πάτρα γυμνασιάρχη του να του γραπώνει την μύτη με τον Δείκτη και τον μεσαίο δάκτυλο και να τον ταρακουνά μέχρι που τον έπαιρναν τα ζουμιά απ  την αιμορραγούσα μύτη… 
Το έγκλημα του ήταν ότι είχε ζωηρή φαντασία και μια μεγάλη αγάπη στις περιπέτειες, έγραφε γλαφυρές εκθέσεις, αλλά οι σελίδες του ήταν σαν ένα ολάνθιστο λιβάδι σπαρμένο παπαρούνες.  Η Κύπρια φιλόλογος χαμογελούσε με κατανόηση αλλά ο γυμνασιάρχης το είχε βάλει αμέτη-μωχαμέτη ο μαθητής του να μάθει και ορθογραφία.
«Ζωντόβολο θα μάθεις ποτέ να γραφείς σωστά τις λέξεις.» Και τον ταρακουνούσε χωρίς οίκτο. Αλλά στα ματιά του ο Αλκιβιάδης έβλεπε μια ζεστή, τρυφερή ματιά που ενδιαφερόταν για εκείνον. Αυτή η κρυμμένη τρυφερότητα  ήταν η απόδειξη της αγάπης του για τον μαθητή του.
Ο μικρός Ιάσονας συμμετείχε αναγκαστικά για να πάρει μέρος στις εισαγωγικές εξετάσεις για το γυμνάσιο, για να μην πικράνει την Ιοκάστη και τον αδελφό του ύστερα από τις δέουσες ασφυκτικές παραινέσεις, αλλά παρακάλεσε το γυμνασιάρχη να μην τον βοηθήσει γιατί δεν επιθυμεί να πάει στο γυμνάσιο. Το 'βλέπε για γράμματα ότι δεν μπορούσε να προχωρήσει, θεωρούσε το σχολικό βάρος ασήκωτο. Ήταν καιρός του να διαλέξει μια τέχνη. Ο γυμνασιάρχης με κατανόηση του χάιδεψε στοργικά το κεφάλι και του ευχήθηκε να βρει αυτό που επιθυμεί στην ζωή του. Με το πέρασμα το χρόνου δεν κάθισε ξανά ποτέ σε θρανία, βρήκε όμως τον δρόμο του, κι έκανε προκοπή  ύστερα από μόχθο και σκληρή δουλειά. ...  
Η ίδια η ζωή έχει διδάξει πως ουκ ολίγοι, που δεν κάθισαν σε θρανία, βρήκαν τον δρόμο τους, δούλεψαν σκληρά και πέτυχαν πολλά. Όπως ο ιδιόμορφος και πλούσιος Κεφαλλονίτης της ανέκδοτης ιστορίας που λέγεται από στόμα σε στόμα, για πολλά χρόνια, που λέει στο τραπεζίτη του «Αν ήξερα να γράφω θα ήμουν καντηλανάφτης».
Ο Κλέαρχος η Ιοκάστη με τον Τηλέμαχο και τον Ιάσονα μετακόμισαν στην Αθήνα το διάστημα της στρατιωτικής θητείας του Αλκιβιάδη.
Η Ιοκάστη. Η υπέροχη μητέρα τους.
Απεβίωσε στα εξήντα επτά της χρόνια σε πολύ καλή φυσική και πνευματική κατάσταση και καλή φυσική σωματική δραστηριότητα, από αιφνίδιο θάνατο (την πρόδωσε η αγνή καρδιά της) που ξάφνιασε τόσο το γιατρό της, καθώς και όλους τους άλλους γύρω τους.
Του Αλκιβιάδη υπάρχουν ακόμη μέσα στο μυαλό και στην ψυχή του αναμνήσεις, εικόνες της και συναισθήματα από το παρελθόν τους που έχουν χαραχτεί βαθιά μέσα του και δεν ξεχνιούνται, αν και έχουν ξεθωριάσει και δεν είναι τόσο ζωντανές με το πέρασμα του χρόνου, που τις κουβαλά ακόμα και σήμερα. Οι αναμνήσεις είναι συνυφασμένες με το παρελθόν του και το παρελθόν του καθορίζει άμεσα το παρόν και το μέλλον του.  Η Ιοκάστη του είναι μια ανάμνηση που για αυτόν σημαίνει κάτι θετικό, κάτι που θέλει να θυμάται για όσο ζει, κάτι που βίωσε και τον έκανε ευτυχισμένο και η ανάμνηση της βρίσκεται σε μια γωνιά της ψυχής και του μυαλού του και τον συντροφεύει να έχει το ψυχικό σθένος για να πετύχει, να είναι αισιόδοξος, τολμηρός και δυνατός όπως αυτή τον συμβούλευε. Το αποτύπωμα που άφησε, δεν ξεθώριασε! Μέσα του «φωσφορίζει» να του την θυμίζει ανελέητα και να 'ρχεται στα χείλη του ψιθυριστά πόσο τους λείπει....
Επέστρεψε εσπευσμένα από το Χιούστον των ΗΠΑ όπου βρισκόταν.
Δεν τα κατάφερε! Δεν πρόλαβε να την ασπαστεί αν και έτρεξε να αγκαλιάσει για τελευταία φορά το άψυχο σώμα της. Αν και το επιθυμούσε.
Ο άνεμος της μνήμης γέμισε μελαγχολική σκόνη το μυαλό του και αμέσως το πρόσωπό του σκοτείνιασε ενθυμούμενος την εικόνα της πρόωρα χαμένης μητέρας του. Ο πόνος του ξεχείλισε για μια ακόμα φορά και τα μάτια του άρπαξαν φωτιά. Είχε καιρό να κλάψει, παρόλο που η σκέψη της τον βάραινε διαρκώς. Από εκείνο το μελανό δευτερόλεπτο που έμαθε για τον αιφνίδιο θάνατό της, μια σκιά σαν κοράκι ήρθε και κάθισε μόνιμα στην ψυχή του. Άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν, ζητώντας να ξορκίσει την προσωπική του τραγωδία. Αν τον έβλεπε από μια γωνιά του σύμπαντος, σίγουρα θα τον καμάρωνε. 
Τον πρώτο καιρό τις νύχτες που το φεγγάρι έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα, μες στα βαθιά μεσάνυχτα σαν λύκος μοναχικός, σερνόταν κρυφά μέσα από τους ίσκιους και τρύπωνε σαν φάντασμα στην τελευταία κατοικία της.
Ήθελε να είναι ολομόναχοι οι δυο τους, πλησίαζε αθόρυβα, εκεί που εκείνη κοιμόταν ήσυχα και γαλήνια. Να τα πούνε. Και να μην τους ακούει κανείς. Στεκόταν πάνω από την λιτή μαρμάρινη πλάκα, η ψυχή του κομμάτια. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έφυγε τόσο νωρίς, έτσι ξαφνικά, χωρίς ένα αντίο, χωρίς μια λέξη… Περίμενε εκεί….Κλαίει, μ' έντονο, γοερό κλάμα και τα δάκρυα που καίγανε χύνονται ζεστά απάνω στο κρύο μάρμαρο. Γονατιστός επάνω της και αναρωτιόταν «Γιατί;»  Καμία απάντηση από πουθενά. «Που πήγε η γαλήνη και η ηρεμία σου. Γιατί χάθηκε η ομορφιά της ψυχής σου; Γιατί; Χάθηκαν τα χάδια σου τα τρυφερά.» 'Όταν ήταν μικρός, ερχόταν ακροπατώντας στο κρεβάτι του λίγο πριν κοιμηθεί, για να τον σκεπάσει. Του χάιδευε τα μαλλιά, τον μύριζε απαλά, τον ασπαζόταν τρυφερά όπως μόνο μια μάνα ξέρει και πήγαινε να ξαποστάσει από την κούραση της ημέρας. Πέρασαν κιόλας τριάντα πέντε χρόνια, συλλογίστηκε. Έτσι απλά! Σαν ένα ανοιγόκλεισμα του ματιού. Κι ένοιωσε στο μάγουλό του, το φιλί της μάνας του, όπως όταν τον αποχαιρετούσε στο πρώτο του μπάρκο. «Να πας στο καλό καρδιά μου. Να σε φυλάει ο Άγιος μας, εκεί στα ξένα που πηγαίνεις». Έχωσε μέσα στη τσέπη από το σακάκι του ένα φυλακτό και τον ξεπροβόδισε μέχρι το αεροδρόμιο που ετοιμαζόταν να σαλπάρει για τον Περσικό κόλπο. 
Έφευγε όταν η μέρα χάραζε και ο ορίζοντας ρόδιζε στο βάθος. Έκλεινε τα μάτια και το ξέρει πως δεν υπάρχει γιατί. Έτσι είναι ο κόσμος.
Ο Κλέαρχος.
Απεβίωσε στα ογδόντα πέντε του έτη. Ο Αλκιβιάδης με τα χέρια του ... του έκλεισε τα μάτια όταν αναχώρησε η ψυχή του από το σώμα του, για ν' αναπαυθεί.. (........ αιώνια μετά των δικαίων........)
Ο Τηλέμαχος.
Τελείωσε το Λύκειο,  σταμάτησε όμως εκεί, δεν έκανε ένα βήμα ακόμη να πάρει εφόδια για να προχωρήσει παραπέρα,. Oταν ήταν μικρός μάλλον ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής, δεν υπάρχει παιδί που παίζει μπάλα και να μη θέλει να γίνει ποδοσφαιριστής.  Είχε μεγάλο φυσικό ταλέντο, αλλά ήταν τρομερά απείθαρχος, οπότε το πλάνο αυτό δεν προχώρησε με επιτυχία.  Μετά, και καθώς τα πράγματα σοβάρευαν και οι αποφάσεις έπρεπε να έχουν και κάποιον ρεαλισμό, αυτός παρέμεινε αναποφάσιστος, επιβεβαιώνοντας τη αστάθεια του χαρακτήρα μου. Δεν είχε ιδέα τι μπορεί πραγματικά να του αρέσει, ίσως μόνο μια αίσθηση, αλλά κι αυτή δεν ήταν αρκετή. Υπηρέτησε στις ειδικές δυνάμεις καταδρομών του στρατού. Του Αλκιβιάδη δεν του φάνηκε παράξενο αλλά είχε κάποιους φόβους με την επιλογή του αδελφού του. Πίστευε ότι δεν ταίριαζε με τον ατίθασο χαρακτήρα του να γίνει μέλος μίας επίλεκτης ομάδας καταδρομέων που πρέπει να περάσει από ασκήσεις και γυμνάσια που προκαλούν τρόμο και πόνο και ορισμένες φορές μάλιστα η εκπαίδευση για τα ειδικά αυτά σώματα ξεπερνάει κάθε φαντασία.
Η μετέπειτα επαγγελματική ζωή του πολυτάραχη και ασταθής. Ασχολήθηκε με μια πληθώρα από επαγγέλματα. Από δουλειές του ποδαριού μέχρι επιτυχημένες επιχειρήσεις. Μπορεί να ‘ταν ένα χαρισματικό παιδί, αλλά οδήγησε την ζωή του χωρίς πηδάλιο, ανήσυχος, χωρίς πληρότητα, τελικά βούλιαξε στο βάλτο της καθημερινότητας, με τα σπουδαία του χαρίσματα χαμένα. Από την εφηβική του ηλικία η περιπέτεια ήταν συνυφασμένη με την ίδια τη ζωή μου. Ήταν αυτός απ’ τα αδέλφια που είχε όλα εκείνα τα φυσικά σωματικά χαρίσματα των προγόνων από την πλευρά της μητέρας τους. Ήταν ένας όμορφος άντρας με καστανόξανθα μαλλιά που συνήθως τα άφηνε λίγο περισσότερο μακρύτερα απ' όσο έπρεπε. Τον Τηλέμαχο τον σκότωσε το ίδιο του το πάθος για τη ζωή. Και η ίδια η ζωή τον έδιωξε από την αγκαλιά της. Δε χρειάστηκε και πολύς κόπος για να αναποδογυρίσει το σκάφος παρασύροντας στο βυθό ότι υπήρχε πάνω του. Όταν τον βάλανε κάτω απ' τη γη ήταν μονάχα σαράντα τριών ετών. Χάθηκε έτσι ξαφνικά. Ποιος θα το 'λεγε. Σαράντα τρία χρόνια ανέμελης ζωής που ξαφνικά ένα ύπουλο τσίμπημα στην καρδιά τον σκόρπισε για πάντα.
Λάκισε απ' τούτη τη ζωή χωρίς να τους πει ούτε ένα αντίο.....
 Ο Ιάσονας. ....
Όταν ο Ιάσονας είπε την απόφαση του η Ιοκάστη δεν συμφωνούσε που αποφάσισε να παρατήσει τα γράμματα για μια τέχνη, το θεωρούσε παράτολμη κίνηση για την μετέπειτα ζωή του, θύμωσε πικράθηκε μα η απόφαση του Ιάσονα ήταν αγύριστη... Ο Κλέαρχος που είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον Βενιαμίν τους δεν του έκανε εντύπωση και δεν αντέδρασε στις επιθυμίες του Ιάσονα. Τουναντίον πολλές φορές  έγινε πολύτιμος αρωγός στις προσπάθειες του.
Και ο Αλκιβιάδης καθησύχασε την μητέρα τους. «Αυτό το παιδί έχει έμφυτο μέσα του το δαιμόνιο του εμπορίου, και μην το υποτιμάς, μητέρα» της είπε.
Από έφηβος ξημεροβραδιαζόταν δουλεύοντας τόσο σκληρά που είχε συνηθίσει να κοπιάζει για να πετύχει. Του χρειαζόταν εξάλλου να κάνει βήματα προόδου, για να κλείσει το στόμα της μητέρας τους, η οποία ανησυχούσε σχετικά με το μέλλον του. Ασχολήθηκε ταυτόχρονα με τεχνικές εργασίες υδραυλικών εγκαταστάσεων, και με εμπορικές δουλειές, μειώνοντας με γοργό ρυθμό την απόσταση που χρειάζεται να διανυθεί ως την καταξίωση.
Παντρεύτηκε νεαρότατος και ήδη στη στρατιωτική θητεία του είχε μια κόρη, που έφερε πανάξια το όνομα της μητέρας τους. Υπηρέτησε στην επίλεκτη Μονάδα της Προεδρικής Φρουράς παρ’ ότι δεν ήταν επιλογή του, ούτε το επιθυμούσε.. Απλώς επιλέγει με κριτήρια κυρίως ήθους και σωματικά. Και αυτό ο Αλκιβιάδης νομίζει ότι τα λέει όλα!  Αργότερα ο χαρακτήρας του, το εμπορικό και επιχειρηματικό δαιμόνιο που είχε μέσα του, είχαν σημαντική συμβολή στην προώθηση της κοινωνικής του ευημερίας, με αποτέλεσμα η βελτίωση της ευημερίας του να να συνδεθεί με τη δημιουργία μια όμορφης οικογένειας.
.........Το ταξίδι, η περιπέτεια και η μακριά πορεία τελειώνει σ' εκείνο το μέρος όπου πηγαίνει η φλόγα όταν σβήνει, στο άυλο παρελθόν .
.......... Όταν αρχίζει να σουρουπώνει, παίρνει το μονοπάτι που οδηγεί στην ακτή, όπου κάθεται ώρες ολόκληρες εκεί που σκάει το κύμα, στην άμμο την ποτισμένη από την αλμύρα, και αγναντεύει το πέλαγος. Βλέπει τα  κύματα να παφλάζουν στην αμμουδιά στα πόδια του, τα νιώθει στο ρυθμό του φλοίσβου τους να του ψιθυρίζουν ολόγυρα από το σώμα του. Έκλεισε  τα μάτια του για ν' ακούσει τη μουσική τους μα δεν τ' άκουγε παρά μόνο τον παφλασμό τους. Ήταν η αντάρα της ψυχής του, που βούβαινε τα πάντα γύρω του. Το μυαλό του ανασύρει από τα ξεχασμένα υπόγειά του αναμνήσεις, είναι οι στιγμές που εύχεται να μπορούσε να γκρεμίσει τα σύνορα του Χώρου και του Χρόνου. Αισθάνεται τη μαγεία να αναβλύζει από κάθε κόκκο άμμου στην ακρογιαλιά, να εξαπλώνεται γύρω του με τα κύματα του νερού και του αέρα. Ξαναγυρίζει στα χρόνια της ξέγνοιαστης παιδικότητας, που τα κορμιά τους ήτανε στητά σαν λαμπάδες, τα πρόσωπα αρυτίδωτα σαν χυμώδη φρέσκα ροδάκινα, τα μάτια λαμπερά, γεμάτα φλόγα και το κεφάλι σκεπασμένο από πλούσια ατίθασα μαλλιά.
Τα κύματα του σιγοτραγουδούσαν τραγούδια δίχως μουσική, σφύριζαν σκοπούς δίχως λόγια, με μόνο στόμα, με μόνη γλώσσα κι έκφραση, τη γλώσσα των κυμάτων και εκεί καθισμένος στην αμμουδιά, ταξίδευε με τα καράβια που περνούσαν...
...............................................
***Πηγή … Η Κουμουστά της Λακεδαίμονος…
Θεοδ. Σ. Κατσουλάκου… Παν. Χ. Στούμπου
Εκδοση ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΞΗΡΟΚΑΜΠΙΟΥ......ΣΠΑΡΤΗ 2012
Γ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ
1. Οικογένειες και ιστορική τους παρουσία… Σελίδα 199….

**Kατά την παράδοση ήταν ο πρώτος οικιστής της Ρειχιάς από τις Σπέτσες στα 1795…Βλέπε: Λακωνικαί Σπουδαί… Τόμος 20
Ελευθερίου Π. Αλεξάκη… ΚΡΥΜΜΕΝΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΑΛΒΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟΑΛΒΑΝΟΠΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗ ΒΑ ΛΑΚΩΝΙΑ. (1400-2000)

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2023

«Den Legonte Ta Panta Stous Pantes»

.
... Την εποχή εκείνη στο τέλος τη εφηβείας του Αλκιβιάδη, ο Κλέαρχος ένοιωθε εντελώς αποστραγγισμένος από ενέργεια και παρουσίαζε φιλάσθενο χαρακτήρα και ασθένειες τον ταλαιπωρούσαν. Ο θεράπων του ιατρός τους δήλωσε, ότι λόγω του ιστορικού με τα νεφρά του, χρήζει νοσοκομειακής περίθαλψης και για «καλύτερα» αποτελέσματα τον παρέπεμψε σε μεγάλο νοσοκομείο των Αθηνών για περαιτέρω κλινικές εξετάσεις καθώς τους δήλωσε ότι τις κρίνει πραγματικά απαραίτητες...
 «Ταλαιπωρήθηκε στις κυνηγητικές εξορμήσεις στα βουνά και τα λαγκάδια που εφορμούσαν με τον φίλο του το γιατρό.» Μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Αλκιβιάδης στην Ιοκάστη.
«Αλκιβιάδη σε παρακαλώ! Μη λες τέτοια λόγια για την ίδιο σου τον πατέρα». Τον μάλωσε η μητέρα του.
Έχει περάσει μια εβδομάδα που η Ιοκάστη άφησε τον Κλέαρχο στην εποπτεία των γιατρών με τη συνδρομή της αδελφής της που μένει στην Αθήνα. Επιστρέφει πάλι στο νοσοκομείο στην Αθήνα για να δει την πρόοδο της ανάρρωσης του Κλέαρχου. Διαβαίνοντας το εσωτερικό μεγάλο πάρκο του νοσοκομείου έπιασε στα «πράσα» τον Κλέαρχο να ερωτοτροπεί σε παγκάκι του πάρκου με μια νοσοκόμα. Είχε δίκιο λοιπόν η αδελφή της που τον επισκεπτόταν καθημερινά και εκμυστηρευόταν της Ιοκάστης ότι ο Κλέαρχος τον τελευταίο καιρό εκμεταλλεύεται την ψυχολογία της με την φιλάσθενη νοοτροπία που παρουσιάζει. Αδελφή μου της έλεγε το μυαλό του είναι στο «Ο γιατρός θεραπεύει, αλλά η νοσοκόμα φροντίζει τον ασθενή.» Και της τόνιζε ιδιαίτερα με στόμφο ειρωνικό αυτό το «αλλά η νοσοκόμα φροντίζει τον ασθενή.»
Ο Κλέαρχος τις ώρες εκείνες ήταν τόσο απορροφημένος το μόνο που σκέφτεσαι είναι το πουλί του και τα σαλιαρίσματα! Δεν πήρε είδηση την παρουσία ούτε καν τον ίσκιο της Ιοκάστης. Την Ιοκάστη ένας τεράστιος θυμός την είχε πλημμυρίσει και ξεχείλιζε από κάθε της πόρο. Μια πίκρα. Αγαπούσε τον Κλέαρχο, λαχταρούσε και ανησυχούσε να τον συναντήσει ώστε να μάθει για την πορεία της υγείας του. Η αντίδρασή της έμοιαζε με βουβή κραυγή: Κυριευμένη από απογοήτευση πήρε των κομματιών της κι έφυγε χωρίς να την πάρει είδηση ο Κλέαρχος. Γύρισε άναυλη στη Λαμία..
Με τη επιστροφή στη Λαμία μια απέραντη πίκρα και ένας βουβός θυμός αιωρείται και κυριαρχεί στο περιβάλλον του σπιτιού τους. Ο Αλκιβιάδης αντιλαμβάνεται ποιος είναι ο στόχος του θυμού, και ο θυμός αποτελεί πρόβλημα όταν δεν εκφράζεται και παραμένει βουβός. Λύπη βαθιά τον πλημμύρισε στο βουβό συναπάντημα των ματιών τους με την Ιοκάστη.
Δεν τον είχε ματαδεί τόσο κομματιασμένη την μητέρα του, τον στύλο του σπιτιού τους, ο Αλκιβιάδης. Σαν τ’ αλωνιού τη πέτρα τη παλιά. Σαν του παξιμαδιού το θρύμμα. Ρίγησε μέσα του. Αγκάλιασε με τις μεγάλες του παλάμες το σκυμένο κορμι της. Φίλησε τρυφερα τη κεφαλη της παραμερίζοντας με τα χείλη του το μαυρο θύσανο των μαλλιών της.
«Μητέρα, ψιθύρισε! Όσο κάποιος δε μιλάει, όσο κρατά βουβή την πίκρα και την ενόχλησή του,  σχεδόν πάντοτε φωλιάζει ένας άλλος βουβός θυμός και γι' αυτό αγριότερος. Ο ανεκδήλωτος θυμός είναι δηλητήριο που έχει κατεύθυνση, συσσωρεύεται και κάποια στιγμή εκπυρσοκροτεί. Βουβά, σαν συριγμός..» Της πρότεινε με θέρμη να του μιλήσει ανοιχτά για το πρόβλημά της και γ’ αυτόν που της το προξενεί. Να του εξομολογηθεί τις σκέψεις της, τις αντιρρήσεις της, την πίκρα της, το θυμό της. Ό,τι τέλος πάντων ταλαιπωρεί τη σχέση τους με τον πατέρα του..
«Ακόμη και να μη σε καταλάβω, θα νιώσεις καλύτερα με τον εαυτό σου που μίλησες. Θα νιώσεις καλύτερα με την αυτοεκτίμησή σου. Είναι πολύ πιο εύκολο να είσαι ειλικρινής και θαρραλέα από το να είσαι λυπημένη και θυμωμένη. Είναι, δεν είναι;.!»
Η Ιοκάστη δάμασε το θυμό της, άφησε να ξεθυμάνει η οργή της και βουβά σταλαματιά-σταλαματιά τα δάκρυά της πέφτουν, έπνιξε κάθε φωνή διαμαρτυρίας και του μίλησε μέσα από τα βάθη της καρδιάς από τις βαθύτερες τις πιο εσωτερικές περιοχές της ψυχής της. Παράπονο την έπιασε, αναστενάζει και διηγείται εφηβικές αναμνήσεις για τις επιλογές της, και με παράτονο να βγαίνει το αχ της φωνή της μέσ' από τα φυλλοκάρδια της.
.....Τα χωριά του Ζάρακα κατά την περίοδο της Κατοχής, ήταν θέατρο δραστηριοτήτων της Εθνικής Αντίστασης. Στο Γέρακα στο Κυπαρίσσι και αλλού έφθαναν συχνά ελληνικά και συμμαχικά υποβρύχια, τη νύχτα, από τη Μέση Ανατολή. Διακινούσαν κατασκόπους και είχαν επαφή  με τις  μονάδες Εθνικής Αντίστασης. Μέλη της ομάδας αυτής  μαζί με τους ντόπιους, Ζαρακίτικης καταγωγής,  περιέθαλπαν και έκρυβαν από  τους Γερμανούς,  με κίνδυνο της ζωής τους  Έλληνες και ξένους  κατασκόπους.
Η Ρηχιά ήταν και παραμένει αγροτική περιοχή. Μερικά από τα χωράφια βρίσκονται σε μακρινή απόσταση από του οικισμούς, όχι τόσο χιλιομετρικώς αλλά χρονικώς γιατί ο απαιτούμενος χρόνος μεταβίβασης σε αυτά ήταν μεγάλος, επειδή η μεταφορές γίνονταν με μουλάρια και γαϊδούρια σε δρόμους δύσβατους. Για τον λόγο αυτό δημιουργήθηκε η ανάγκη κατασκευής καταλυμάτων- καταφυγίων για αποθηκεύσεις και την προστασία από τις καιρικές συνθήκες. Στα μακρινά κτήματα όπως τα Καρίκια, που ήταν οι ιδιοκτησίες της οικογενείας του παππού σου βοσκούσαν τα πρόβατά μας και καλλιεργούσαμε  τα χτήματα μας. Εκεί στα Καρίκια, οι πρόγονοι μας είχαν χτίσει ένα ισόγειο σπιτάκι με κεραμίδια που κάλυπταν ανθρώπους και ζώα μαζί.  Ταυτόχρονα χαμηλά στο μυχό της θάλασσας στη θέση Βρίζα είχαν χτίσει πρόχειρο καταφύγιο τη λεγομένη τούρλα που  θύμιζε κτίσμα της λεγομένης « Μεγαλιθικής Περιόδου.»
Ο Αλκιβιάδης ανέμενε προσηνής την συνέχεια της ιστορίας της, προβληματισμένος για το τι σκοπό  εξυπηρετεί η περιγραφή της περιοχής. Έχοντας ζήσει και ο ίδιος για ένα διάστημα στο χωριό, όλα αυτά τα γνώριζε από πρώτο χέρι.
Εδώ η Ιοκάστη σταμάτησε για λίγο την αφήγησή της, όντας εμφανώς πιο ήρεμη. Έκλεισε για λίγο τα μάτια και άρχισε πάλι να του αφηγείται. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τότε κατάλαβε πως είχε φτάσει στο πιο δύσκολο. Ξεκίνησε μια εκ βαθέων εξομολόγηση όταν ξανάπιασε το μίτο των συλλογισμών της. Ζούσε τόσο έντονα το παρελθόν, που το παρόν δεν την ενδιέφερε πια σχεδόν καθόλου. Όσο η δροσερή σκιά της μουριάς σκέπαζε την αυλή κι η μυρωδιά απ' τα χρυσάνθεμα έφτανε από τον κήπο, τόσο πιο έντονα θυμόταν την εποχή εκείνη.
...........Στη Νοτιοανατολική Λακωνία κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής 1941-1944. οι πρώτες ομάδες ανταρτών είχαν δημιουργηθεί στην οροσειρά του Πάρνωνα ήδη απ’ τα τέλη του 1942. Αρχικά, οι ομάδες είχαν πολύ περιορισμένη δράση λόγω έλλειψης οπλισμού και έμψυχου δυναμικού. Η κατάσταση άλλαξε την Άνοιξη του 1943 με την άφιξη της πρώτης αγγλικής αποστολής, και το τέλος της Ιταλικής Κατοχής από  το καλοκαίρι του 1943 και  βρισκόμαστε πλέον στην δεύτερη αιματηρή γερμανική κατοχή στην Πελοπόννησο. Την εποχή εκείνη Έλληνες και Βρετανοί κομάντος  είχαν  φθάσει στη Λακωνία από τη Μέση Ανατολή με τελικό τους προορισμό να ενισχύσουν την Αντίσταση.
Βρετανοί κομάντος έπεσαν με αλεξίπτωτα κοντά στην  θαλάσσια περιοχή του μικρού όρμου Βρίζα στο κάβο στις Λούτσισες με δύσκολες καιρικές συνθήκες εκεί που βρίσκεται το κατάλυμα- καταφύγιο της οικογένειας μας... Λόγω σφοδρής βροχής και ισχυρών ανεμών έχασε τα ίχνη ο ένας του άλλου. Φήμες μιλούσαν για έναν τραυματία και έναν ακόμη θανάσιμα τραυματία στην περιοχή... ο νεότερος είχε βγει στη θέση Βρίζα. Επειδή δεν βρήκε άμεσα μια ασφαλή γωνιά τη βροχερή νύχτα, η αγωνία είχε ήδη αρχίσει να φωλιάζει στο στομάχι του όταν ανακάλυψε μια μικρή σπηλιά όπου βρήκε ασφαλές και φιλόξενο καταφύγιο τις νυχτερινές ώρες. Μέσα στο θαμπό φως της αυγής, η πρώτη εικόνα μπροστά του μοιάζει σχεδόν με ζωγραφική σύνθεση στην ψυχή του. Μια στήλη λευκού καπνού ήταν ορατή καθώς υψωνόταν στην υγρασία της ατμόσφαιρας. Μόλις που χαράζει και με ψιλή-ψιλή βροχή κατά αραιά διαστήματα ακολούθησε τον κατσικόδρομο που οδηγούσε από τον όρμο της Βρίζα στο κατάλυμα- καταφύγιο της οικογένειας μας μετά από δύσκολη πεζοπορία. Το κατάλυμα- καταφύγιο ήταν μια πανάρχαια τούρλα που είχε μετατραπεί σε με τον χρόνο σε πιο ευρύχωρο κατάλυμα.
Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά ο καιρός τα ίδια και τα ίδια, όταν βλέπεις αυτά τα μαύρα σύννεφα στην Κουλοχέρα να κολλάνε κατά το Αμπελάκι, να κατηφορίζουν κατά το Σκίθι και να ξαπλώνονται στα Μαντριά, να περιμένεις κι άλλες βροχές, όπως συνηθίζουν να το λένε οι τσοπαναραίοι (ποιμένες).
Ο νεαρός άνδρας εντοπίστηκε πρώτα από τα σκυλιά του κοπαδιού μας. Ο παππούς σου πρόσταξε  τα σκυλιά να ησυχάσουν. Αν και βρεγμένος και έχοντας ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα φαινόταν ότι διέθετε την απαραίτητη στιβαρότητα να επιβιώνει σε δυσμενείς συνθήκες και ευτυχώς, έδειχνε καλά στην υγεία του. Μπήκε στο σπίτι ζητώντας την άδεια να απευθυνθεί στη γιαγιά σου. Συμπαθητικός, καλοσχηματισμένος, όμορφος, πειστικός..... φαινόταν και πολύ ειλικρινής.
Ήταν η περιπέτεια ενός νεαρού, Βρετανού στρατιώτη, ο οποίος, μπάρκαρε μια νύχτα της άνοιξης του 1943; από την Μέση Ανατολή με προορισμό την Κρήτη, και την Πελοπόννησο κι από ‘κει, περπατώντας, κατέληξε στην εξώπορτα του αγρότο-καλυβιού μας.
Εγώ μόλις είχα αναχωρήσει για το μαντρί μας που βρισκόταν κοντά στο κατάλυμα. Σε μια στιγμή κοίταξα πίσω και είδα σε μικρή απόσταση το νεαρό στρατιώτη.
......... Η ανάμνηση ξετυλίχτηκε στο μυαλό της, δάκρυα άρχισαν να πλημμυρίζουν τα μάτια της. Η εικόνα του Βρετανού στρατιώτη πρέπει να είχε πλημμυρίσει το μυαλό της.
....... Ο παππούς σου γέμισε ποτήρι με ρακί και του το πρόσφερε. Το ήπιε λαίμαργα σαν να έπινε νερό, οι γουλιές κατέβαιναν χωρίς να το καταλαβαίνει, μέχρι που ξαφνικά ξαναζωντάνεψε, πήρε δύναμη. Ήταν σαν «μάννα εξ ουρανού» διότι όπως ήταν γεμάτος αλάτι από τα κύματα, αισθανόταν αφόρητη δίψα. Τον βοήθησε να βγάλει τα βρεγμένα ρούχα του και του έδωσε να ρίξει επάνω του μια κάπα που φορούσε ο παππούς σου φτιαγμένη από τραγόμαλλο. Ο απρόσμενος επισκέπτης τυλίχτηκε με την κάπα καθώς κούρνιαζε πιο κοντά στη φωτιά με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο έτσι ώστε όσο το δυνατόν να φτάνει περισσότερη θερμότητα επάνω του. Η γιαγιά σου ετοίμασε ένα ζεστό πρωινό με φρέσκο γάλα, και φρέσκο-ψημένο χωριάτικο ψωμί με τηγανιτά αυγά για τον ταλαιπωρημένο στρατιώτη και μπόλικο τουλουμίσιο τυρί με ελιές.
Η οικογένεια μας, τηρώντας τις πατροπαράδοτες παραδόσεις του τόπου μας, απέκρυψαν τον περιπλανώμενο στρατιώτη, μοιράστηκαν μαζί του το λιγοστό φαγητό μας, με κίνδυνο της ζωής τους αφού οι Γερμανικές διαταγές ήταν σαφείς. Όποιος παρέχει αρωγή στον εχθρό θα τιμωρείται με θάνατο, (έλεγε η διαταγή του Γερμανού Διοικητή Φρουρίου της Μονεμβάσιας).
Ο νεαρός Βρετανός στρατιώτης ήξερε λίγα ελληνικά που τα είχε μάθει στη Μέση Ανατολή και στην Κρήτη. Λέξεις που τον βοηθούσαν στην επαφή του..
Ο παππούς σου χωρίς να χάσει καιρό αναχώρησε για τη Ρηχιά να βρει το σύνδεσμο των ανταρτών και να τον φέρει σε επαφή με Βρετανό στρατιώτη.
Έμεινε μαζί μας κρυμμένος και την επομένη. Και τις δύο μέρες που ακολούθησαν, φανταζόταν ότι ήταν καλά κρυμμένος, με ασφάλεια στο οικογενειακό κατάλυμα- καταφύγιο μέχρι που ο παππούς σου τον έφερε σ' επαφή με τους συνδέσμους των ανταρτικών ομάδων στην περιοχή. Τον διαβεβαιώσαμε ότι ήταν καλά κρυμμένος ακόμη κι από ακούσιους πληροφοριοδότες. «Ήδη ο θείος σου είχε πιάσει όπλο του αντάρτη και το 1946-47, ήταν σε λόχο αντάρτικο.» Ένοιωθε μια σιγουριά και μια ασφάλεια, που του μαλάκωνε την ψυχή.
Έκτοτε, ποτέ μου δεν έμαθα τι απέγινε ο Βρετανός στρατιώτης. Θυμάμαι που έδωσε καραμέλες και σοκολάτες στις μικρές μου αδελφές. Ναι τον συμπάθησα από την πρώτη στιγμή. Ήταν ένας πολύ απλός και ευθύς άνθρωπος. Εκείνα τα γκρίζο-πράσινα μάτια του με σημάδεψαν με την ύπαρξή τους. Μας υποσχέθηκε μόλις τελειώσει ο πόλεμος θα προσπαθήσει να ξαναγυρίσει και να μας ξαναβρεί. Με ρώτησε αν με το καλό όλα αυτά τελειώσουν αν θα ήθελα να πάω στην Αγγλία να τον βρω. Μας υποσχέθηκε ότι θα μας γραφεί συχνά. Όταν αυτό είναι εφικτό. Την εποχή εκείνη ετοιμαζόταν τα βαφτίσια της μικρής-μικρής θείας σου. Νονός της ήταν πρώην βουλευτής από την Κρεμαστή που είχε σπουδάσει νομικά στο Παρίσι, μετέπειτα υπουργός στην κυβέρνηση του Σ. Βενιζέλου. Ζήτησα από την γιαγιά σου να μεσολαβήσει να είναι αυτός ο σύνδεσμος έχοντας την μεγάλη ελπίδα ότι έτσι ίσως θα μπορέσω να έχω επαφή μαζί του.
Είναι η στιγμή που στης Ιοκάστης το μυαλό επικρατεί μελαγχολική διάθεση ανακαλώντας με νοσταλγία γεγονότα και αμυδρές εικόνες εκείνης της εποχής. Στην σκέψη της λιμνάζουν και πάλι οι ίδιες μελαγχολικές ιδέες, όπως τότε! Που δεν τις εξωτερικεύει. Ένα «κουβάρι» το οποίο δεν το αφήνει να ξετυλιχτεί. Άπλα νοιώθει. Μελαγχολική. Θλιμμένη...
Ο Αλκιβιάδης βλέποντας τώρα την ωχρά και μελαγχολική όψη της μάνας του την έπιασε απ' το χέρι και την τράβηξε μαλακά να κάτσει δίπλα του. Κοίταξε γύρω του με τα ζεστά δάκτυλα του ακουμπισμένα στο χέρι της και μ' αυτή την έκφραση θυμού και εξάντλησης στο πρόσωπο του εκφράζοντας τη δυσαρέσκεια του και πιο πολύ απ' όλα τον εξόργιζε η υποτακτηκότητα της μητέρας του στη συζυγική της σχέση με τον πατέρα του.
Η Ιοκάστη τότε έβαλε το πρόσωπο της στις χούφτες της, έγειρε το κεφάλι της πάνω στα γόνατά της κι έτσι όπως καθόταν ζαρωμένη άρχισε να κλαίει πνιχτά μ' έναν τρόπο σα να 'βγάζε από μέσα της το παράπονο μιας ζωής. Ένας βουβός αναστεναγμός, της ξέφυγε πιο πολύ σαν λυγμός ήταν.  Οι ανάσες της γίνονταν βαθιές και λαχανιασμένες, ένιωθε σαν να είχε τρέξει. Και κατά κάποιον τρόπο ίσως να το είχε κάνει κιόλας. Έτρεχε πίσω από τη ζωή που επιθυμούσε για την οικογένεια της και σύντροφος της δεν βοηθούσε, να την αποκτήσουν.
.....Ο Αλκιβιάδης για πρώτη φορά προβληματιζεται εάν η μητέρα του εννοούσε όσα είχε πει και όσα δεν είχε πει. Μητέρα! όλοι μας νιώθουμε κάποιες φορές θλιμμένοι ή άκεφοι – κι αυτό μάλιστα δεν είναι καθόλου κακό μπορεί να νιώθεις σύγχυση και να είσαι πληγωμένη από τη συμπεριφορά του πατέρα, συμπεριφορά σαν και αυτές που αισθάνεσαι ότι το ποτήρι ξεχειλίζει, αλλά το γνωρίζεις πολύ καλύτερα ότι ο πατέρας δεν είναι κακός, απλώς παθιάζεται ορισμένες φορές με συμπεριφορές και οι πράξεις του ξεφεύγουν από τα όρια και σε βγάζουν από τα ρούχα σου. Καιρός πολύς έχει περάσει από την τελευταία φορά που το χωριό σε χαρακτήρισε «θαρραλέα γυναίκα». Είκοσι χρόνια ακριβώς από εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό που είπατε χαμογελαστοί καλημέρα ο ένας στον άλλο..... Η Ιοκάστη φίλησε με τρυφερότητα τον γιο της. Ένιωσε όλες της τις θολές σκέψεις να διαλύονται. Μόνο μια σκέψη κυριαρχεί στο μυαλό της. Των παιδιών της, της οικογένειάς της.
......Ο Αλκιβιάδης σήμερα «επιμένοντας μυθιστορηματικά» αποπειράται να ζωντανέψει τις πραγματικές αναμνήσεις της Ιοκάστης αυτές που άγγιξαν την ψυχή της και που δεν τόλμησε να του εξομολογηθεί. Γιατί η ανάμνηση της ευτυχίας, δεν είναι πια ευτυχία. Είναι στιγμιαίες σκέψεις και βουβές ονειροφαντασίες, απ' τα εφηβικά σκιρτήματα. Που σβήνουν σαν τα χνάρια στο μαλακό το χώμα.
                     «Δεν λέγονται τα πάντα στους πάντες: Ου πάσι τα πάντα ρητά».
Η Ιοκάστη δεν είχε διακρίνει καλά το πρόσωπο του νέου που ήρθε από τόπο μακρινό, αλλά πρόσεξε την ψηλή του κορμοστασιά και τα βρεγμένα πυκνά μαλλιά του που χρύσιζαν σαν τη φλόγα της φωτιάς. Και ένοιωθε ήδη κάτι σαν τσίμπημα στο στήθος. Κάθε λέξη του και η ξενική του προφορά έκαναν την καρδιά της να σκιρτάει..
Ο Στρατιώτης παρά την θερμή υποδοχή που του έκαναν ένοιωθε εκείνο που πραγματικά ήταν, ξένος ανάμεσα σε κόσμο διαφορετικό από εκείνον. Τώρα όμως έβλεπε να τον σερβίρουν όλο φροντίδα, την γιαγιά να του χαμογελά σαν να ήταν μωρό και τα μικρά κορίτσια καθισμένα στο λίθινο πάγκο να τον κοιτάζουν παραξενεμένα, αλλά χωρίς φόβο. Ένοιωσε ότι όλοι ήταν σοβαροί, αλλά ευτυχισμένοι, μέσα στη φτωχική καλύβα τους.
........Έπιασε τον εαυτό του να την κοιτάζει.«Πόσο χρόνων να είναι;» Αναρωτιέται!
Ήταν αυτές οι πρώτες του σκέψεις μόλις είδε την κοπέλα που στεκόταν πίσω του, και τον κοίταζε επίμονα με μάτια λαμπερά και έτσι όπως ήταν σκυμμένος έστρεψε για να της χαμογελάσει. Όμορφη κοπέλα με το αγέρωχο παράστημα της. Η εικόνα της είχε πλημμυρίσει το μυαλό του με τα λυτά τα μαλλιά της, ελεύθερα όπως τα ρυάκια και τα χόρτα στα λιβάδια.  
«Μου φαίνεται πως ονειρεύομαι. Τι φυσική ομορφιά! Πανέμορφο δροσερό πρόσωπο νεανίδας, γεμάτο υγεία το σφριγηλό και λαμπερό κορμί της δεν χρειάζεται τα φτιασίδια. Ένα παρθένο κορμί που έχει τη φρεσκάδα των μυστικών πηγών, τη βελούδινη πρωινή απαλότητα του μπουμπουκιού, τη γυαλάδα του μαργαριταριού όταν βέβηλα χέρια δεν έχουν ακόμη ποτέ χαϊδέψει. Ο στρατιώτης μαγεύεται απ' την εικόνα της που είναι τόσο ξεκάθαρη, νιώθει σαν τον ιππότη στο μύθο ο οποίος ανοίγει με μεγάλη δυσκολία δρόμο ανάμεσα από αγκαθωτούς θάμνους για να κόψει ένα τριαντάφυλλο που κανείς ποτέ δεν είχε μυρίσει.»
Τα κατάφερε με μεγάλη δυσκολία να πιάσει κουβέντα μαζί της. Και δώστου νοήματα ενώ συζητάνε και προσπαθούν να συνεννοηθούν. Λόγια και βλέμματα εναλλάσσονταν. Θετική αύρα αναδυόταν απ' όλα τα μέρη του φτωχού καλυβιού. Τα μάτια τους μιλάνε πιο πολύ από τη γλώσσα τους. Η Ιοκάστη προσπαθούσε πολύ να συγκεντρωθεί, να καταπνίξει τις επιθυμίες που φούντωναν μέσα της. Είναι η έφηβη που που θέλει να γίνει γυναίκα. Εν μέρει μόνο τα κατάφερνε να συγκρατηθεί και να μην φανερώσει την ερωτική έξαψη, που της είχε προκαλέσει. Μια μαγική κλωστή έμοιαζε να τους συνδέει  διεγείροντας τους με τρόπο κόσμιο και φλογερό.
...... Την επομένη περιμένοντας τον παππού και τα νέα από τον σύνδεσμο, κάποια στιγμή βρέθηκαν περπατώντας οι δυο τους ανάμεσα στο πράσινο των θάμνων, εκείνος ψηλός και στητός, εκείνη σταρένια και καστανή, φαίνεται πως τους ευχαριστούσε εκείνη η επαφή επειδή κοίταζαν προς την κορυφή της Κουλοχέρα και γελούσαν.
«Νομίζω πως είναι η ώρα να πάμε να βρούμε τον πατέρα μου.»
Ο στρατιώτης έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει», κι έστρεψε το κεφάλι του.
Τα μάτια της απείχαν μόλις λίγα εκατοστά απ' τα δικά του. Πόσο ήθελε να τη φιλήσει, αλλά αντ' αυτού είπε απλώς: «Πάμε».
Οι ασπάλαθοι και τα ρείκια που πατούσαν στο δύσβατο μονοπάτι ήταν τραχιά. Τα κοτσάνια τους μπλέκονταν στα παπούτσια τους καθώς έσερναν τα βήματά τούς, διασχίζοντας το άγονο τοπίο. Ο ήλιος που έδυε άπλωνε τις σκιές του πάνω στα ρείκια και ο ανοιξιάτικος αέρας ψυχρός μύριζε λουλούδια, μερικές μέλισσες βούιζαν ράθυμα, πηγαίνοντας  από λουλούδι σε λουλούδι ενώ οι χαμηλοί θάμνοι μοσχοβολούσαν. Ο στρατιώτης άπλωσε και πήρε το χέρι της μέσα στο δικό του. Η Ιοκάστη δεν αντέδρασε. Ένιωσε τόσο φυσικό το άγγιγμα του. Το ήθελε τόσο πολύ. Ένοιωθε το χέρι της να εγκαταλείπεται τρέμοντας λιγάκι μέσα στο δικό του, ενώ τα σκληρά και ζεστά δάχτυλα του μπλέκονταν δυνατά με τα δικά της σαν να ήταν εραστές. Αισθάνθηκε να της τρέμουν τα γόνατα, σκιρτούσε η καρδία της και μέσα της ένοιωσε τη φωτεινή ομορφιά του ηλιοβασιλέματος, από τις τελευταίες αχτίδες του ηλίου προς τη μεριά της δύσης. Αυτή να χάνεται μες την ευφορία της μέθης και στις απραγματοποίητες επιθυμίες και φαντασιώσεις της.
Επάνω στη πιο δύσκολη στιγμή μπήκαν στο πετρόκτιστο μαντρί εκεί που τους περίμεναν οι γονείς της.  Η Ιοκάστη ντράπηκε, μαζεύτηκε μέσα στο καβούκι της, γύρισε στην πραγματικότητα. Της φάνηκε ότι έσβησε η φλόγα της μέθης και το αίμα σταμάτησε να χτυπά με βία μέσα στις φλέβες της.
Αργά το βράδυ έπεσε ανήσυχη στο στρώμα με την σκέψη του. Πως είναι να είσαι ερωτευμένη σκέφτηκε. Άμα είσαι πεινασμένη το ξέρεις φωνάζουν τα σπλάχνα σου. Όταν στην παγωνιά του χειμώνα κρυώνεις πάλι το λένε τα σπλάχνα σου. Όταν όμως είσαι ερωτευμένη και θέλεις να το πεις, δυσκολεύεσαι. Αυτό που θέλεις να πεις πως το λένε; Κοιτούσε ψηλά με τα μάτια της γεμάτα όνειρα. Και όμως κάτι την φόβιζε, γιατί ήταν η πρώτη της φορά που ένιωθε την ανάγκη να την φιλούσε αυτός ο άγνωστος όμορφος άνδρας.
Τον πρώτο καιρό τις βροχερές μέρες της άνοιξης, και ενώ έπαιρνε να βραδιάζει καθισμένη μπροστά στο λιθόκτιστο σπιτάκι τους, ατένιζε τη θάλασσα από ψηλά, μια μελαγχολία πολύ θλιμμένη την γέμιζε.
«Γιατί όμως δεν μπορώ να ξεχάσω το βλέμμα του, τη γνωριμία. Γιατί με πονάει ακόμα;  Αφού το ξέρω δεν υπάρχει ελπίδα;  Ίσως να είναι το πρώτο σκίρτημα που ποτέ δεν ξεχνιέται.» Συλλογίζεται με την εικόνα του και την γυροφέρνει στο μυαλό της.
Ξανάβλεπε το μειλίχιο χαμόγελο του όπως τον είδε την τελευταία φορά περνώντας πλάι της για να πάει για ύπνο και γεννήθηκε μέσα της η τρελή ελπίδα.
Πόσο θα ήθελε να κοιμόντουσαν μαζί στο ίδιο κρεβάτι, αλλά το ήξερε ότι άδικα το περίμενε. Αποκοιμήθηκε περιμένοντας τον και ίσως ακόμη να τον περιμένει στα όνειρα της σαν να ψάχνει κάτι χαμένο...
Στην εφηβεία της ο χρόνος κυλούσε ραγδαία  και ο χρόνος τ' αλλάζει όλα, τίποτα δεν αντιστέκεται στο πέρασμα του, οι εφηβικές αναμνήσεις με τα πρώτα εφηβικά ερωτικά σκιρτήματα, σκόρπισαν και έσβησαν μέσα της όπως τα σύννεφα στον ουρανό γύρω από το φεγγάρι, όταν φυσάει η τραμουντάνα.
........Όσο κι αν μπορεί να φαίνεται απίστευτο ότι ένα γαρύφαλλο καταφέρνει ν' αντέχει στην παγωνιά. Το ίδιο μπορεί να φαίνεται απίστευτο κι όμως ναι, η σχέση του Κλέαρχου και της Ιοκάστης μπορούσε ν' αντέξει τους κραδασμούς που ήταν αναπόφευκτοι. Και να που είχαν πετύχει τη συντροφική κατανόηση, που καθένας τους ανέμενε και προσδοκούσε, από τον άλλο και με τον καιρό ήταν και πάλι όλα καλά, και η συμβίωση τους όπως τότε τον παλιό καιρό που μοιράζονταν τη χαρά και την αγωνία τους. Με την Ιοκάστη που από πάντα σεβόταν βαθύτατα την επιλογή που είχε ακολουθήσει, σ' ένα γάμο ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που πίστευε ότι αγαπιόνταν, και στον οποίο παρέμενε πιστή.  Και τον Κλέαρχο να νιώθει ότι είναι ασφαλής δίπλα σε μια τέτοια δυναμική σύντροφο που τον εμπνέει και τον κάνει να νιώθει θετικά για τον εαυτό μου.
Μεγαλώνοντας ο Αλκιβιάδης συχνά-πυκνά όσο κοίταζε μέσα του πιο βαθιά, τόσο πιο πολύ αναρωτιέται τι είναι αυτό που έκανε την Ιοκάστη να ερωτευτεί τον Κλέαρχο και να τον αγάπα τόσο άδολα, τόσο αγνά, τόσο αληθινά που έμαθε να ξεχνάει και να συγχωρεί.
Αυτή η άδολη αγάπη της του θυμίζει την ευλάβεια της θρησκευτικής της πίστης έχοντας ακόμη «νωπές» τις μνήμες από το τελευταίο επεισόδιο. Μοιάζει σαν να ήταν χθες το επεισόδιο που του θυμίζει πόσο δυνατό είναι το δέσιμο της Ιοκάστης με τον Κλέαρχο....
Στο πέρασμα των χρόνων ο Κλέαρχος σαν φανατικός κυνηγός έζησε υπέροχες στιγμές και μοιράστηκε πολύ όμορφες εμπειρίες με άλλους φίλους κυνηγούς που απέκτησε στη Λαμία... Ταξίδεψε σ' όμορφα τοπία, σε λίμνες σε βάλτους και σε απομακρυσμένες περιοχές. Γνώρισε κανάλια και όχθες με αξέχαστα κυνήγια υδροβίων στο Σπερχειό ποταμό, στην καρδιά του χειμώνα που προσελκύουν παπιά, όταν ο τόπος είναι απείραχτος από κυνηγετική πίεση ή όταν η παγωνιά στα ανοικτά νερά έχει σπρώξει τα πουλιά σε μέρη πιο απάνεμα, που «ρεματίζουν» και δεν παγώνουν.
Σε μια από αυτές τις εξορμήσεις χάθηκε ένας πολύ καλός του φίλος κυνηγός.  Παρά τις επίμονες έρευνες για την ανεύρεση του όταν χάθηκε στην περιοχή του Σπερχειού ποταμού αυτές είχαν προβεί άκαρπες μέχρι που τον βρήκαν μετά από μια εβδομάδα στο Μαλιακό κόλπο. Τον είχε ξεβράσει ο ποταμός.
Αν και απ' το συμβάν έχει περάσει ένα εύλογο χρονικό διάστημα, είναι προφανές πως το γεγονός έχει περάσει υποσυνείδητα στην Ιοκάστη και της δημιούργησε μια εσωτερική ψυχική γρατζουνιά. Πάνω από ένας χρόνος έχει περάσει πλέον από τις ημέρες εκείνες. Ο Κλέαρχος μετά από μια ακόμη ημερήσια κυνηγητική εξόρμηση, νύχτωσε κι ακόμη να φανεί. Νύχτωσε για τα καλά, ανάψανε απ’ ώρα τα ηλεκτρικά. Έχει και μια υγρασία, του κέρατα. Φυσάει νοτιάς, που περονιάζει τα κόκαλα. Ο ουρανός πίσσα και άνεμος βρυχάται. Στο σπίτι έπεσε μια βουβαμάρα για πολλή ώρα. Μια μούγκα, που γινόταν αβάσταχτη όσο περνούσε η ώρα να φανεί.  Και τότε σαν να την έζωσαν τα μαύρα φίδια, σηκώθηκε και ξεπόρτισε. 
«Πούντος να φανεί; Ούτε πέντε ώρες νύχτα δεν απόμειναν». 
Ξεκίνησε και πήγε κάτω χαμηλά στο ρέμα ανέβηκε στο βράχο.... Το κρύο την ανάγκαζε να σφίγγεται και να τυλίγεται στο φαρδύ πανωφόρι της. Και η Ιοκάστη τότε άρχισε σιγανά να μουρμουρίζει ένα μακρόσυρτο θλιβερό σκοπό και τον επαναλαμβάνει πολλές φορές κάτι σαν παραπονεμένο μοιρολόι με φωνή βραχνή, θλιβερή και παραπονεμένη. Ασυντόνιστη, μέσα από τα δόντια της .
«Που είσαι, Κλεαρχέ μου; Φανερώσου. Βρέχει και αστράφτει ο ουρανός. Που είσαι, Κλεαρχέ μου; Φανερώσου.»
Δεν πέρασαν μερικά λεπτά που ξεκίνησε το μοιρολόι και θόρυβος μοτοσυκλέτας ακούστηκε να έρχεται από το παράλληλο μονοπάτι του ρέματος.  Ήταν ο ήχος απ' τη μοτοσυκλέτα, του «εξαφανισμένου!» κυνηγού. Όταν η αγωνία καταστάλαξε, όταν η καταχνιά στο μυαλό της Ιοκάστης διαλύθηκε, όταν ηρέμησε η ψυχή της, ο  Αλκιβιάδης δεν ήξερε με ποιον από τους δυο ήταν πραγματικά περισσότερο θυμωμένος, εξοργισμένος.  
«Ρε μάνα! Ρε μάνα!  Τι να πω ρε μάνα! κλάματα και μοιρολόγια, που άργησε να φανεί ο Άρχοντας;»
 Η Ιοκάστη αυτό που αισθανόταν για τον Κλέαρχο το αποκαλούσε αγάπη επειδή δεν υπήρχε πιο κατάλληλη λέξη. Ήταν η αίσθηση της ταυτότητας της ο καθρέπτης του εσωτερικού της κόσμου. Χωρίς αυτό αισθανόταν ότι είναι κάτι άδειο. Κάτι λιγότερο.

.Σημείωση Ι: Ο Αλκιβιάδης την εποχή εκείνη δεν έδωσε σημασία στην αφήγηση της Ιοκάστης... το θεώρησε ένα εφήμερο εφηβικό ερωτικό σκίρτημα στο μυαλό της..... για ένα νεαρό Βρετανό στρατιώτη με γκρίζο-πράσινα μάτια.....
Σήμερα που έχει την περιέργεια να αποτυπώσει με ακρίβειά το επεισόδιο...., δυστυχώς ο παππούς η γιαγιά και η μητέρα του.... έχουν προ πολλού αποδημήσει...  
Η ογδοντάχρονη σήμερα θεία του...... (ήταν οκτάχρονη τότε....)  θυμάται πολύ καλά.... ένα νεαρό στρατιώτη βρεγμένο ως το κόκκαλο που εμφανίστηκε στην πόρτα του καταλύματος ξαφνικά ένα πρωινό.... (Παιδούλα... ένοιωσε φόβο στην παρουσία του....) και μερικές λεπτομέρειες ... (πχ... φορούσε μια Πουλάδα μεταλλική - ασημένια;-χρυσή; - που την χάρισε μ' επιμονή στη γιαγιά και ένα φουλάρι που το χάρισε στην αδελφή της.... Ακόμη θυμάται πως είχε αφήσει πίσω του στη θάλασσα έναν νεκρό.....  είχαν πέσει μαζί απ' το αεροπλάνο..)
Μετά από εκτεταμένη ερεύνα στο διαδίκτυο ... ο Αλκιβιάδης πιστεύει ότι η αποστολή  που..... ταιριάζει με την αφήγηση της μητέρας του.... (Βέβαια το 1943 - 1944..... η μια αποστολή πρακτόρων διαδεχόταν την άλλη.... είχε πήξει ο Πάρνωνας και ο Ταΰγετος στους Εγγλέζους και Έλληνες πράκτορες .... άλλοι έρχονταν.... άλλοι φυγαδεύονταν.....)
πρέπει να 'ταν αυτή................
............20 Μαΐου 1943 έπεσε στον Πάρνωνα ο Άγγλος ταγματάρχης Χέριγκτον με ένα ασυρματιστή και δύο ακόμα, ο ένα εξ αυτών κατά την πτώση σκοτώθηκε................  Πηγή:http://pluton22.blogspot.com/2014/11/
................... Η ίδια με άλλη ημερομηνία.....Τη νύχτα της 12ης-13ης Μαΐου 1943 οι Έλληνες απεσταλμένοι υποδέχτηκαν στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου τη δεύτερη αποστολή, η οποία αποτελούνταν από τον Άγγλο ταγματάρχη Χάρινγκτον και άλλους τρεις αξιωματικούς. Κατά την πτώση με τα αλεξίπτωτα, δύο απ’ αυτούς ο σμηναγός Δρακούλης και άλλος ένας ανθυπολοχαγός, τραυματίστηκαν θανάσιμα.
Πηγή: https://skalalakonias.wordpress.com/2016/05/08/oelasnotialakonia/

Click to Open
Ο Επίλογος!
.....

 
Web Informer Button