ADS

click to open

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2022

Teleutaios chronos sta Koylentia...

..... Ενας βαθύς κι ατέλειωτος χειμώνας, βασανιστικής μοναξιάς μέχρι να ‘ρθει η Άνοιξη του 1958 ήταν για τον μικρό Αλκιβιάδη.
..... Ήταν μια πολύ δύσκολη σχολική χρονιά!  Το  δημοτικό σχολείο του χωριού τη χρονιά αυτή παράμεινε και πάλι μονοθέσιο αλλά αποφασίστηκε συγχρόνως να γίνει διτάξιο, μ’ ένα δάσκαλο δυστυχώς. Οι τρεις μεγάλες τάξεις το πρωί, και οι τρεις μικρές το απόγευμα. Από τον οικισμό τα Μπουμπουτσέλια ο Αλκιβιάδης ήταν ο μοναδικός μαθητής που φοιτούσε στις τρεις μικρές τάξεις.
Ο δάσκαλος του συνήθως τον έδιωχνε νωρίτερα και ξεκινούσε βιαστικά να μην τον προφτάσει η νύχτα, στου γυρισμού τη στράτα στο Μεγάλο Ρέμα. Ήταν μια ήσυχη μέρα που έχει αφήσει πίσω του τη νότια ανατολική είσοδο του χωριού στον παρακαμπτήριο χωματόδρομο που οδηγεί προς τον μικρό τους οικισμό τους, αφού είχε διασχίσει τον ασβεστωμένο μαντρότοιχο στο γραφικό κατάλευκο σπίτι του νουνού του. Του «Τσαχλαμπούρη» με τους λευκοβαμμένους τοίχους και με τα γαλάζια φωτεινά παραθυρόφυλλα και πόρτες που του προσθέτουν αρχοντιά στην εμφάνιση. 
Ήταν η ώρα του ηλιοβασιλέματος! Το ρολόι του Ήλιου με το απόσκιο του για δείκτη όταν δεν ήταν κρυμμένος πίσω από παχιά μπλαβιά σύννεφα μετακινείται με γοργό ρυθμό από την κάτω στράτα του Μεγάλου Ρέματος προς την επάνω στράτα, σημάδι πως πρέπει να βιαστεί τη στράτα να μαζέψει αν δεν θέλει η αφέγγαρη νύχτα που γινόταν πιο σκοτεινή να τον προλάβει. 
Αμέσως μετά το τελευταίο  σπίτι του χωριού «της νονάς του», στην αρχή της στράτας που κατηφορίζει στο μονοπάτι που οδηγεί στο Μεγάλο Ρέμα κάνει την εμφάνιση της η δωδεκάχρονη κόρη του κουμπάρου τους του Πολυζώη του Μάρκου, μ' ένα λευκό άλογο φορτωμένο με σακιά καρπό. 
Η νεαρή κοπέλα με το ένα χέρι κρατούσε το χαλινάρι, με το άλλο κάπου-κάπου  χάιδευε το λαιμό του αλόγου. «Περίμενε-με πάω γρήγορα στο χωριό να ξεφορτώσω το ζώο και γυρίζω σύντομα να πάμε παρέα πίσω στον οικισμό. Η μέρα μεγαλώνει, φέγγει ως αργά» του είχε πει. Το κοριτσόπουλο έμενε με το γέροντα παππού της από την μητέρα της, τον γείτονα τους τον Λουκά τον Καραστατήρη, τον πρόσεχε και τον περιποιόταν που παρέμενε κλινήρης στο πατρικό τους σπίτι στο μικρό τους οικισμό.
Ο Ήλιος έπεσε στο ίδιο σημείο όπως κάθε μέρα και την ίδια εκείνη την ώρα, που ο ήλιος γεμίζει το δυτικό ουρανό με πορφυρά, χρυσά, κόκκινα, μοβ, κίτρινα, ρόδινα χρώματα. Αυτό το χρωματικό θαύμα που κάνει τον ήλιο, βασιλιά του κόσμου.
 Μια τελευταία αναλαμπή του χάθηκε και τ’ άστρα έλαμψαν ασημώνοντας τον ουράνιο θόλο πρόσκαιρα όταν ένα στρώμα από σύννεφα γκρίζα σαν σβησμένα κάρβουνα, πήγαινε μια εδώ και μια εκεί και έκρυβαν τα άστρα. Τότε, το σκοτάδι άρχισε να απλώνεται παντού γύρω, η νύχτα σιγά σιγά διώχνει το μπλε, το άσπρο, το ροζ και το πράσινο. Νύχτωσε! Η νύχτα μοιάζει πελώρια και έχει απλωθεί και τυλίξει σχεδόν τα πάντα γύρω της. Και η ώρα περνούσε. Που και που ένα θαμπό φως των αστεριών και η κοπέλα που είχε υποσχεθεί ότι θα γύριζε ακόμη να φανεί. 
Ο Αλκιβιάδης καθόταν αμίλητος στο πεζούλι στο πλάι του χωματόδρομου. Προσπαθούσε να μη σκέφτεται, τον έπνιγε η αγωνία καθώς αρχίζει να αφουγκράζεται τους ήχους της νύχτας και προσπαθεί να καθησυχάσει τον εαυτό του. Για κάμποσο χρόνο δεν ακουγόταν τίποτα. Έπρεπε να κάνει την καρδιά του πέτρα και να το αποφασίσει όσο το δυνατό γρηγορότερα ότι έπρεπε να περπατήσει το φαράγγι μέσα στη νύχτα για να βρεθεί στον οικισμό τους, μα δεν το αποφάσιζε. Ο χρόνος κυλούσε κι αυτός έμενε πάντα εκεί περιμένοντας. Η αγωνία είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπο του, καθώς το Μεγάλο ρέμα του έμοιαζε τώρα μαύρο κι ατέλειωτο.. Κανένα φως δε φαινόταν απέναντι. Δεν ξεχώριζε, ούτε καν τους σκούρους όγκους στις πλαγιές. Όψη απογοήτευσης σκίασε το πρόσωπο του. Μια πικρία, μια βουβή στεναχώρια ανάμεικτη με μια προσωπική απογοήτευση, όσο περνούσε η ώρα και περίμενε μήπως και φανεί το άλογο με την γειτονοπούλα του. Προσπάθησε να βρει δυνάμεις να υπερνικήσει τους φόβους να ξεκινήσει τρέχοντας. Το να διαβεί επτάχρονος το Μεγάλο Ρέμα και μάλιστα νύχτα, έπρεπε να το λέει η Περδικούλα του! Δεν τολμούσε.
Άξαφνα πέρα μακριά στο βάθος απ' τη λαγκαδιά με την πυκνή βλάστηση και μες στη σιγαλιά της νύχτας της δροσάτης, τσακάλια ακούστηκαν με τ' άγρια ουρλιαχτά τους. Τρεμούλιασε αναποφάσιστος, διστακτικός. Απόστασαν τα μάτια του, τα γόνατά του τρέμουν. Τώρα ποια δεν υπήρχε άλλη λύση. Έκανε στροφή και γύρισε στο σπίτι του νονού του αποκαμωμένος. Η γλυκιά του η νονά η Αλεξάνδρα παρηγοριά του δίνει, και το δακρυσμένο πρόσωπο του στην αγκαλιά της κρύβει. 
Ο Αλκιβιάδης νιώθει βαριά τα βλέφαρα και πέφτει ν’ αποκοιμηθεί στο απαλό κρεβάτι με τη νονά του φύλακα. Ακόμη μια φορά έσκυψε τον φίλησε, τον σκέπασε να μην κρυώνει.
…Έσβησε το φανάρι της, στο μισοσκόταδο του σπιτιού, μπήκε στην κάμαρα πατώντας ελαφρά, πλησίασε η μάνα στο λιτό κρεββάτι του κοιμώμενου παιδιού της, χάιδεψε το μέτωπο και το πρόσωπο του, ενώ ένα χαμόγελο έσκαγε στο αυλακωμένο απ' την αγωνία πρόσωπο της. 
..... Στον ύπνο του τον βαθύ, του φάνηκε πως ένοιωσε το χέρι της στο μέτωπο του, πως τα μαλάκια του χάιδεψε και στο προσκέφαλο του έγειρε κι μ’ ένα γλυκό χαμόγελο στο μάγουλο απαλά τόνε φίλησε. Τον σταύρωσε τρεις φορές και την Παναγιά παρακάλεσε. «Παναγία Δέσποινα! προφύλαξε τον, σκέπασε τον με το γλυκό σου μάτι.» Και έφυγε σαν άστρο, σαν αχτίδα. «Καληνύχτα γιε μου! Καληνύχτα γλυκό μου αγοράκι. Καληνύχτα.» Ναι! ήταν η μάνα του! Η χρυσή του η μάνα του!  Άναψε πάλι το φανάρι της, τρύπησε το σκοτάδι και γύρισε πίσω στον οικισμό απελευθερωμένη από την αγωνία και την λαχτάρα της. Ήρθε το χρώμα στα μάγουλα της, η λάμψη στα μάτια και το χαμόγελο στα χείλη της, και ξανάγινε όμορφη κι ευδιάθετη μετά την κατσιφάρα που τρύπωσε στην καρδιά της.

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022

Enas Skilos Xarismatikos

Bouboutselia (Panagitsa) 1957

Υπάρχουν κάτι στιγμές λες και ταγμένες από τη μοίρα να του υπενθυμίζουν έντονα γεγονότα περασμένα, στιγμές που διαλύουν την ομίχλη της λήθης και τον υποχρεώνουν να κάνει μια ανασκόπηση της ζωής του, μέσα απ' ένα χείμαρρο αναμνήσεων και ηχηρό χτυποκάρδι.
Με νοσταλγία θυμάται μια θλιμμένη εικόνα από εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα, και ακόμη κι αν πέρασαν τόσα χρόνια, η νοσταλγία και η θλίψη κάνουν εμφάνιση στην αναπόληση του παρελθόντος.
Καλοκαίρι του χίλια εννιακόσια πενήντα επτά, ήταν μόλις επτά χρονών. Το τοπίο στις αναμνήσεις του ήταν τόσο γνώριμο.
Στη βορειοανατολική πλευρά της αυλής του σπιτιού τους υπήρχαν δυο αιωνόβιες ελιές με πολύ μεγάλο κορμό. Τα εντυπωσιακά αυτά δένδρα στην βάση τους ήταν αγριελιές πράγμα που επιβεβαίωνε την αρχέγονη φύση τους και στην συνέχεια εξημερώθηκαν από τον άνθρωπο.
Ο κορμός της μιας ελιάς είχε  εντυπωσιακή εξωτερική όψη και ήταν κούφιος στο εσωτερικό του, το καρδιόξυλο έχει σαπίσει από τα χιλιάδες χρόνια της ηλικίας του.Είχε αποσαθρωθεί στο σύνολο σχεδόν του εγκάρσιου ξύλου κι έτσι ο κορμός ήταν ανάγλυφος και κούφιος στο εσωτερικό του. 
Μέσα εκεί λοιπόν σ' αυτό το χώρο ήταν η κατοικία του άγρυπνου φύλακα του σπιτιού ένα θαυμάσιο θηλυκό κυνηγόσκυλο ένα λευκό και κόκκινο Σέτερ. Η Μπέτι.
Απ’ όταν μικρό παιδί θυμάται τον εαυτό του, τον θυμάται να αναπτύσσεται  και να μεγαλώνει μαζί με το σκύλο τους, μαθαίνοντας να εκφράζει την αγάπη του, και να δένεται με αφοσίωση συναισθηματικά μαζί του. Υπήρχαν όλα εκείνα τα συστατικά της αληθινής σχέσης και φιλίας.
Οποιοσδήποτε έχει μεγαλώσει με την συντροφιά ενός σκύλου ξέρει ότι πολύ δύσκολα μπορεί να συγκριθεί μια τέτοια φιλία.
Μερικοί ψυχίατροι υποστηρίζουν πως ο τετράποδος σύντροφος αποτελεί τον ομφάλιο λώρο που μας συνδέει με την αθώα και άδολη ύπαρξη μας, με τον αρχέγονο εαυτό μας, τις ρίζες μας.
Κι όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τη φύση, τόσο πιο πολύ θα μας χρειάζονται τα ζώα. Για να εξισορροπούν μέσα μας την αρμονία.
Το πιο συγκινητικό περιστατικό που έχει ποτέ γραφτεί για συμπεριφορά ζώου, αναφέρεται στον Άργος το πιστό σκύλο τού Οδυσσέα που αναγνώρισε τον κύριο του ύστερα από είκοσι χρόνια. Αυτό έγινε παρά το γεγονός ότι ο Οδυσσέας ήταν μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο. Αμέσως μετά, ο Άργος πέθανε. Η αφοσίωση, του σκύλου σαν έννοια είναι τόσο αξιομνημόνευτη που βρίσκει τη θέση της μέσα στο έπος. Η αφοσίωση αυτή φαίνεται κι από τον τρόπο που περιγράφεται το γεγονός. Δεν αναγνώρισε μόνο ο Οδυσσέας τον Άργο και συγκινήθηκε, ούτε μόνο το ανάποδο... Και οι δύο αναγνώρισαν ο ένας τον άλλο παρ' όλη την διαφορά στην εμφάνισή και των δύο.

Στο χωρίο από την Οδύσσεια [17 (Ρ).290-327]
Αυτά καθώς λαλούσανε κι ανάμεσό τους λέγαν,
σκυλί που κοίτουνταν, τ' αυτιά και το κεφάλι ορθώνει,
ο Άργος, που ο αντρόψυχος Δυσσέας τον είχε θρέψει,
όμως δεν τόνε χάρηκε, γιατ' είχε φύγει εκείνος
............................................
Αυτά σαν είπε, στα λαμπρά παλάτια μέσα μπήκε,
και πήγε τους καμαρωτούς μνηστήρες ν' ανταμώση.
Όμως τον Άργο θάνατος μαύρος κι αχνός τον πήρε,
σαν είδε τον αφέντη του, στα είκοσι χρόνια απάνω.


Η Μπέτι τους ήταν ένας σκύλος με χαρισματικό, αξιαγάπητο χαρακτήρα. Πανέξυπνη, σε σημείο να μπορείς να τη χαρακτηρίσεις πανούργα, γενναία, ζωηρή, αξιόπιστη και τρυφερή.
Ένας θαυμάσιος σκύλος για τους κατοίκους της εξοχής, άριστο κυνηγόσκυλο, και τέλος ένας υπέροχος σύντροφος για την οικογένεια του. Ένα αψύ, σκληροτράχηλο και γνήσιο τέκνο της Ιρλανδίας, άγρυπνη σκοπός του σπιτιού, γάβγιζε σε κάθε ύποπτο πλησίασμα στην περίμετρο του χώρου της, αμείλικτος κυνηγός.
Αυτό το υπέροχο σκυλί γεννούσε θετικά συναισθήματα στην ψυχή του, που τον συνοδεύουν σε όλη του τη ζωή. Εκτός από τη συντροφιά της θυμάται την ασφάλεια που ένοιωθε δίπλα της. Μοιραζόταν μαζί της την επαφή με τη φύση, περπατώντας μες στ' άγρια χόρτα της Άνοιξης. Γύρω τους η φύση είχε στολιστεί, φορούσε τη φορεσιά της γιορτής και οι μυρουδιές των άγριων λουλουδιών, γεμίζανε τον αέρα. Τα χελιδόνια πετούσανε στο γαλανό χρώμα τ΄ ουρανού, μέλισσες, σφήκες, μύγες χρυσές, γυρίζανε μέσα στα χαντάκια, μ΄ ένα αρμονικό βουητό, πάνω στα λουλούδια τα πολύχρωμα, στις παπαρούνες, που πολλές, πλήθος, φύτρωναν εκεί, ανάμεσα στο μονότονο πράσινο των χωραφιών και κουνιόνταν στο σιγαλό αεράκι που φυσούσε. Ανέμελα έτρεχαν πλάι- πλάι στους διάσπαρτους μικρούς αγρούς, τους χαμένους σ’ εκείνο το περίπλοκο ανάγλυφο στις πλαγιές, τόσο μακριά από το θόρυβο του κόσμου. Ανέμελα περιδιάβαιναν το ρουμάνι στο Μεγάλο Ρέμα, μέσα από τα σκίνα και τις πουρναριές με το βαθυπράσινο χρώμα, που τα φύλλα τους ποτέ δε θρόιζαν, τις κουμαριές, τις καταπράσινες, χειμώνα, καλοκαίρι, και το φθινόπωρο τα κούμαρα τους να λάμπουν κόκκινα, έντονα ερωτικά.
 Κι όλη αυτή η επαφή μ΄αυτές τις μυρωδιές και την ανοιχτωσιά του τοπίου του έδειχναν σαν γεννήματα της φαντασίας, σαν σκιές, που τον αγκάλιαζαν και τον ανέβαζαν στους εφτά ουρανούς.
Ο χρόνος κυλούσε, προχωρούσε, ξημέρωνε. Το φως της μέρας έπαιρνε τη θέση του στους λόφους και τα ρέματα. Τ’ άστρα και η σελήνη είχαν κρυφτεί όταν τα πρωινά ξεκινούσαν παρέα για το σχολειό παίρνοντας το μονοπάτι που φιδογυρίζοντας ανάμεσα στα πλατώματα της ανατολικής πλαγιάς κατέληγε στο χαντάκι της ρεματιάς και σε μια επίπεδη αμμουδιά που τα μανιασμένα νερά των εποχικών βροχών είχαν ξεπλύνει το έδαφος και είχαν βγάλει στην επιφάνεια τα κάτασπρα χαλίκια γι’ αυτό και χρησίμευε ως πέρασμα του δρόμου στις ανηφόρες της δυτικής πλαγιάς στο Μεγάλο Ρέμα με προορισμό το χωριό. Το σκυλί σταματούσε καθόταν στα δυο πισινά του πόδια πάντα εκεί στην ανατολική πλευρά ακριβώς στη διασταύρωση της ρεματιάς . Δεν το κουνούσε ούτε χιλιοστό, απλώς κοιτούσε το σύντροφο του τρυφερά, τον κατευόδωνε μέχρι να χάνεται πίσω από την κορυφή. Είχε προσδιορίσει το σημείο αποχαιρετισμού, και το είχε αποτυπώσει με ευλαβική ακρίβεια. Τι ομορφιά. Τι μαγική ατμόσφαιρα.
Ένα χειμωνιάτικο πρωινό συνέβη κάτι πολύ ασυνήθιστο. Η Μπέτι έλειπε δεν ήταν εκεί έξω στην αυλή, να τον συνοδέψει στο δρόμο για το σχολειό. Ήταν κάτι παράξενο, περίεργο, ασυνήθιστο. 
Η νύκτα που πέρασε ήταν νύχτα βαθιά, σκοτεινή, με μια καταιγίδα που γινόταν ολοένα χειρότερη και δυνατότερη. Ο άνεμος φυσούσε άγρια στους γύρω λόφους. 
Το πρωί που ξημέρωσε ήταν μια γκρίζα παγωμένη μέρα, ο καιρός είχε αλλάξει μέσα στη νύχτα, κι ο άνεμος είχε φέρει μαζί του έναν μολυβένιο ουρανό κι ένα αδιάκοπο ψιλόβροχο, και παρόλο που δεν είχε καλά καλά ξημερώσει το χλωμό χειμωνιάτικο πρωινό έμοιαζε να πλησιάζει τους γύρω λόφους, τυλίγοντας τους στην καταχνιά. 
Μόλις είχε φέξει, ο αέρας ήταν υγρός και παγωμένος, και παρά τα σφαλισμένα παράθυρα, τρύπωνε μέσα στο σπίτι. 
Κουκουλωμένος με το αδιάβροχο ως τ’ αυτιά, σαρώνει το βλέμμα μέχρι το μονοπάτι του μπάρμπα Παναγιώτη σμίγει τα φρύδια του μήπως διακρίνει το σκύλο τους, μα ο σκύλος πουθενά. Βάζει τα χέρια στις τσέπες, ψάχνει τα αίτια της απουσίας της βηματίζει νευρικά προς το μονοπάτι το διασχίζει και βρίσκει τον μπάρμπα Παναγιώτη ήδη μπροστά στην πόρτα του αχερώνα του. Ο σεβάσμιος γέροντας είναι ψηλός και γεροδεμένος ακόμη παρά την ηλικία του, με τ’ άσπρα του μαλλιά πυκνά και χτενισμένα και τα γένια του δασιά και περιποιημένα. Τον ρωτά μήπως είδε την Μπέτι. 
«Αγόρι μου», του λέει «Όχι δεν την είδα.» 
Όταν παίρνει αρνητική απάντηση τον ευχαριστεί μ’ ένα νεύμα, το πρόσωπο του σκυθρωπιάζει, ανήσυχος κουνάει το κεφάλι του με απογοήτευση και ξεκινά το ταξίδι για το σχολείο..
Στο σχολειό ήταν φανερά αναστατωμένος, οι ώρες δεν περνούσαν εύκολα. Σα να 'ταν αιώνας.
Κι όσο η ώρα περνά, η αγωνία που αισθάνεται κορυφωνόταν, αγριεύει περισσότερο, την νοιώθει να περνά στα μέλη του, στο αίμα, στα νεύρα. 
Στο γυρισμό από το σχολειό, όταν δεν είδε την αγαπημένη του σκυλίτσα να τον περιμένει την ώρα του γυρισμού στη γνώριμη θέση της, στο πέρασμα τη ρεματιάς στο Μεγάλο Ρέμα φοβόταν ότι κάτι κακό είχε συμβεί. Τον τρομάζει περισσότερο η σκέψη.
Και οι φόβοι δεν άργησαν να επαληθευτούν μ' αυτό που αντίκρισε, όταν την βρήκε στο σπιτάκι της στην ρίζα της ελιάς, πληγωμένη θανάσιμα, με τις πληγές που αιμορραγούσαν στο κορμί της.
Στέκεται στην άκρη του διαδρόμου κι έρχεται αντιμέτωπος με το σκυλί, που τον τρομάζει η σκέψη ότι ψυχορραγεί.
Κάνει μερικά διστακτικά βήματα προς το μέρος του και μένει να το κοιτάζει: το γυαλιστερό του τρίχωμα, τα λαμπερά του μάτια, τα κλειστά του σαγόνια, το κορμί του το γεμάτο ένταση… Όσο περισσότερο το παρατηρεί, τόσο περισσότερο φοβάται για το τι πρόκειται να συμβεί. Νιώθει το στήθος του να χωλαίνει όσο το πλησιάζει, τον σφυγμό του να ταχύνει, να συγκεντρώνεται σάλιο στο στόμα του που δεν μπορεί να το καταπιεί. 
Καλύπτει την απόσταση που τον χωρίζει απ’ τη φωλιά της με μεγάλες δρασκελιές, γονατίζει κοντά στο και πιάνει μαλακά το κεφάλι της Μπέτι. Εκείνη δεν αντιδρά. Από την μια το κεφάλι τού φαίνεται ζεστό κάτω από την μαλακή γούνα, κι από την άλλη ακούει ένα αχνό ρουθούνισμα, ένα υπόκωφο γρύλισμα. Την περιεργάζεται με αγωνία, όμως κάπως ησυχάζει όταν βλέπει ν’ αναδεύεται το στήθος της από τις εύθραυστες αναπνοές της.
«Μπέτι μου;» της ψιθυρίζει, και χαϊδεύει τρυφερά τα αυτιά της. «Μπέτι μου;»
Η Μπέτι του ανοίγει τα μάτια της, όμως εκείνος ταράζεται που τα βλέπει. Δεν είναι σαν της Μπέτι που γνωρίζει. Είναι θολά, έχουν θαμπώσει, και το βλέμμα της είναι μακρινό τον κοιτάζει σαν να μην τον αναγνωρίζει.
Νιώθει το στομάχι του να βουλιάζει. 
«Εγώ είμαι.» Της ψιθυρίζει μαλακά. «Εγώ είμαι».
Μοιάζει σιγά σιγά να δείχνει πως συνέρχεται, ασθμαίνει, και προσπαθεί να σηκωθεί, αλλά δεν μπορεί. 
«Εδώ είμαι αγάπη μου», της λέει γλυκά, αποθέτοντας ένα τελευταίο χάδι στο κεφάλι της πριν σηκωθεί. 
Το τι ακριβώς είχε συμβεί;
Ανατολικά της αυλής τους μετά τις αιωνόβιες ελιές ήταν ένα ρηχό χαντάκι και στη συνέχεια ο στάβλος με τον αχερώνα του μπάρμπα Παναγιώτη, παρά δίπλα η κατοικία του κατασκευασμένη από γκρίζα πέτρα και με κεραμίδια κόκκινου χρώματος η σκεπή της. Η πρόσοψη ήταν όλη σκεπασμένη από μια μεγάλη πορφυρή μπιγκόνια και αναρριχώμενες τριανταφυλλιές, τόσο πυκνά μπερδεμένες η μια με την άλλη, που οι μπροστινοί τοίχοι του σπιτιού ούτε που φαίνονταν. Προς το νότια είχε ένα νοικοκυρεμένο κήπο, όπου κάθε καλοκαίρι φύτρωναν φράουλες, κι ένα σωρό φρούτα και λαχανικά. Σε μια γωνιά του κήπου βρίσκεται ένα μεγάλο ευρύχωρο κοτέτσι, από τοιχία ξερολιθιάς.
Τη νύχτα που ο άνεμος μανιασμένα φυσούσε μια μεγαλόσωμη κόκκινη αλεπού επιτέθηκε στο κοτέτσι.
Όσοι στα παιδικά τους χρόνια σε χωριό ζήσανε, γνωρίζουν την εξυπνάδα, την πονηριά και τη λαιμαργία της αλεπούς. Οι επιθέσεις της στα κοτέτσια, γίνονται αιφνιδιαστικά τη νύκτα, και είναι σωστό ξεκλήρισμα.
Τα σημάδια έδειξαν ότι έγινε μάχη και τραυματισμένη η αλεπού προσπαθούσε να ξεφύγει, αντιστάθηκε με το σκυλί να την καταδιώκει αλύπητα και έμοιαζε η καταδίωξη να μην είχε τέλος, τελικά η αλεπού δεν κατάφερε να ξεφύγει από τα δόντια της Μπέτι που την αποτελείωσε πέρα στη μακρινή ρεματιά σ’ εκείνη τη γωνιά την περιφραγμένη από τις φραγκοσυκιές και τα σκίνα σαν από τείχος βλάστησης, γιατί το πεπρωμένο αυτού του σκύλου ήταν να πιάνει ότι κυνηγούσε. 
Το αποτέλεσμα της άγριας αυτή μάχης ήταν οι οδυνηρές πληγές που απέκτησε από την ετοιμοθάνατη αλεπού πριν αυτή αφήσει την τελευταία της πνοή.
Απαιτείτο άμεση ιατρική βοήθεια, η αιμορραγία ήταν σοβαρή, και δέσιμο των πληγών, για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η περίθαλψη.
Ίσως κάποιες πληγές να θελαν ράψιμο, και ειδική περιποίηση σε μια εποχή που η λέξη κτηνίατρος στο χωριό παρέπεμπε τη σκέψη σε ανύπαρκτο κενό.
Η ανάρρωση της ήλθε με το πέρασμα του χρόνου αλλά ταυτόχρονα παρουσίασε απώλεια ενέργειας, ποτέ της δεν επανέκτησε την αρχική της υγεία.
Η εξάντληση και η ιδιαίτερη δυσκολία στην επούλωση των πληγών την κατέστησε ιδιαίτερα ευαίσθητη στις συχνές λοιμώξεις.
Εκείνο το μακρόσυρτο, φωτεινό απομεσήμερο, όπως το συνήθιζε, κάθισε στο πεζούλι κάτω από την ζεστή σκιά  της ελιάς. Απέναντι στεκόταν ο Άγιος Παντελεήμονας η κατάλευκη και τετράγωνη εκκλησούλα όμοια με μεγάλη αναποδογυρισμένη φωλιά στη μέση της μεγάλης αυλής της, και μια συστάδα από πεδινό πεύκα γύρω της. Ήσυχα που ήταν γύρω του, μόνο που φύσηξε μια ιδέα αγέρι και έπεσε πάλι. Θυμάται που έτριβε στις χούφτες του τα πράσινα τρυφερά φύλλα και εκείνα του γέμιζαν τα ακροδάχτυλα με ένα άρωμα. Σαν από γη και σαν από άνοιξη. Την παρακολουθούσε να έρχεται με αργές κινήσεις, με τη μύτη της κάτω και την ουρά μαζεμένη να κάθεται ήσυχα μπροστά του, κουλουριάστηκε, τακτοποίησε την ουρά της πάνω από τα πόδια της και ακούμπησε το σαγόνι της με προσοχή πάνω στα απλωμένα πόδια του. Θαμποφέγγει μια αδιόρατη απειλή. Σιγά- σιγά άρχισε να γίνεται σπαρακτικά συγκεκριμένη, ακανόνιστη πνοή της προειδοποιούσε για τον ερχομό. Στο φως του Ήλιου τρεμούλιαζε σαν να πάλευε να ζήσει πάνω στο στεγνό το χώμα. Το στήθος της δυσκολευόταν να πάρει αναπνοή, τα μάτια της ορθάνοιχτα βουβά με μαύρους κύκλους τον κοιτούσαν κατάματα, χλωμά, θλιμμένα. Τα μάτια τους συνομίλησαν, κι εκεί στα κατάβαθα της ψυχής του αισθάνθηκε μια τρεμούλα ν’ απλώνεται σ’ όλο του το σώμα. Ο χρόνος στάθηκε για λίγο αυτό το απόγευμα, λίγο πριν από την ώρα δύσης τον ηλίου ήταν.
Στεκόταν ακίνητος μαρμαρωμένος, ανείπωτη φρίκη τον κυρίευσε και μυρωδιά θανάτου τον τύλιξε, διαπεραστικά, επίμονα.
Στάθηκε ακίνητος και αφουγκράστηκε.
Και όλα γύρω του έδειχναν σιωπή. Έτσι πάντα γίνεται σε τέτοιες ώρες. Είναι, που ο Θάνατος έρχεται, χωρίς να φαίνεται. Μόνο το φευγάτο πέρασμά του ακούγεται και μετά χάνεται κι αυτό, χωρίς κανείς να θέλει να μάθει πού πάει. Έρχεται απρόσμενος και μετά φεύγει με τον άνεμο άφαντος γι' αλλού.
Δυο δάκρυα έτρεξαν πάνω απ’ την ανοιχτή μουσούδα της, μέχρι που ξαφνικά το κουρασμένο στήθος σταμάτησε ν’ ανεβοκατεβαίνει και στη λευκή μουσούδα της απλώθηκε το κίτρινο του θανάτου.
Είναι πλημμυρισμένος θλίψη τούτο το καλοκαιρινό απόγευμα, είναι βουρκωμένος απ’ αυτή την απρόοπτη βουβή λύπη που ήρθε να ταράξει την ερημιά του. Τα κλαδιά της ελιάς κύρτωσαν θλιμμένα σα να τα λύγιζε ισχυρός άνεμος και σιωπή μεγάλη απλώθηκε σαν διαμαρτυρία για τον πρόωρο χαμό της. Σουρουπώνει. Ο ήλιος πέρα από τον Κούνο έχει κατεβεί χαμηλά και χάνει σιγά σιγά τα τελευταία χρυσά του χρώματα και την κόκκινη πορφύρα του. Το τοπίο ολόγυρα αλλάζει χρώματα γίνονταν σκούρο.
Είναι ακόμη καθισμένος στο πεζούλι, κοίταζε πάντα καταγής και τα βλέφαρά του ανοιγόκλειναν σαν να ήταν έτοιμος να κλάψει. Η ώρα περνά. Μαύρα πέπλα περνούσαν συνέχεια εμπρός από τα μάτια του κι ανοιγόκλεινε το βλέφαρα για να τα διώξει. Ήταν η μόνη κίνηση που είχε κάνει εδώ και αρκετή ώρα. Έχει χαμηλώσει το κεφάλι και δυο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του και πέσανε πάνω στο άψυχο κορμί που κείτονταν στη ξερή γη.
Η κατοικία του άγρυπνου φύλακα του σπιτιού ερήμωσε, και μόνον η θλίψη πιο βαριά έπεφτε μαζί μ’ ένα κενό, ένα κενό όμως, που μέσα βρισκόταν η μορφή η αγαπητή που ’φυγε, που χάθηκε
Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από την βουνοκορφή όπως κάθε μέρα, αυστηρά και αναπόφευκτα όπως οι σκοτεινές δυνάμεις της ζωής, η μοίρα μας, ο θάνατος.

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2022

To diko Moy... Megalo Rema

..Χίλια εννιακόσια πενήντα επτά. Έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες με το διαζύγιο του Κλέαρχου. Έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση και ο Κλέαρχος είναι ελεύθερος να παντρευτεί την Ιοκάστη. Είναι αλήθεια πως ο Αλκιβιάδης δεν ξέχασε πως κι ο ίδιος παρά­στεκε κάτι περισσότερο από πνεύμα την ώρα που ευλογούσε ο παπάς το γάμο των γονιών τους. 
Το ζευγάρι το πάντρεψε η εξαδέλφη του Κλέαρχου η θεία Καλλιόπη, ενώ ο γάμος έγινε σε στενό οικογενειακό και φιλικό κύκλο, με δύο μάρτυρες. 
Παρόντες στην πολύ λιτή τελετή ο παππάς του χωριού οι κουμπάροι, δυο τρεις γείτονες και τα αγόρια τους. Ο βενιαμίν ο Ιάσονας στην αγκαλιά της Ιοκάστης, παρών και ο θείος «Πετράν.» 
Ο θείος Πέτρος είναι ο δέκα επτάχρονος τότε μικρότερος ετεροθαλής αδελφός του Κλέαρχου, ένας νεαρός πολύ χαρωπός, πρόσχαρος άνθρωπος, που πάντα τον θυμάται να έχει καλή, χαρούμενη διάθεση, δεν τον έβλεπες ποτέ κακόκεφο.
….. Μέχρι να τελειώσει το δημοτικό ο Αλκιβιάδης είχε ακόμη το επίθετο της οικογένειας της Ιοκάστης. Με τη χελώνα ταξίδευαν τα απαραίτητα έγγραφα. Χρειάστηκαν δυο χρόνια να φτάσουν στον προορισμό τους.
......Ήταν ένα απομεσήμερο της άνοιξης γλυκό και δροσερό, ύστερα από τη μεσημεριανή βροχή που βρισκόταν σ’ ένα γυμνό πλάτωμα της ρεματιάς, στο γυρισμό από το καθημερινό σχολειό του. Μια ώρα δρόμο για τα παιδικά του τα πόδια. Στο πρόσωπο του φυσούσε απαλό βοριαδάκι, που ερχόταν μέσ’ απ’ τους λόφους και τα πετροβούνια, με τις σταχτιές κορφές, και τα πράσινα πλατώματα. Απάνω απ’ το κεφάλι του ένα υπέροχο ουράνιο τόξο είχε στηθεί, και μακριά στον ορίζοντα μουγκές αστραπές σκιρτούν κατά διαστήματα σαν πλοκάμια αράχνης, και η κυματιστή βροχή που έπεφτε απαλά τριγύρω από νωρίς στη ρεματιά και στις πλαγιές είχε τώρα σταματήσει. Ο τόπος γέμιζε με λουλούδια από τις αμυγδαλιές και τις αχλαδιές της ρεματιάς, και στο βάθος προς τη δύση στεκόταν τα αχνογάλαζα βουνά και με τη θάλασσα στα νοτιοανατολικά. Η κορυφή του Κούνου σκεπασμένη με ανάλαφρη πάχνη. Ακούει μονάχα τις πέρδικες να κακαρίζουν και τα κελαηδοπούλια που τραγουδούν. Ακούει ακόμα κουδούνια από κοπάδια και το θρόισμα του ανέμου που ακολούθησε τα σύννεφα σπρώχνοντάς τα προς τα βορειοδυτικά, ένα αεράκι που ’κανε τα φρέσκα αγριόχορτα πλάι στα μονοπάτια και στους ίδιους τους αγρούς να κουνιούνται απαλά.
Η ρεματιά τώρα είχε πάρει ένα χρυσαφί χρώμα, ένα γαλάζιο χρυσαφί, σκεπασμένη από την αντανάκλαση του φωτεινού ουρανού, με την άνοιξη που διαβαίνει σκορπίζοντας πνοή στα μυρωδάτα χόρτα στις ντελικάτες άσπρες μαργαρίτες, κι ο χρόνος ράθυμα απλώνει τις στιγμές του και αποκοιμιέται μέσα στις παπαρούνες.  Πιο χαμηλά οι τρίλιες των μελισσοφάγων μέσα στα δέντρα έδιναν μελωδική ζωντάνια στον τόπο και συνόδευαν το απαλό θρόισμα του βοριά. Εικόνες και ήχοι που πραγματικά «μαγεύουν». Στο φαράγγι υπήρχε άφθονο νερό από τις τελευταίες βροχές του Απρίλη. Η δυνατή μυρωδιά από τις ιτιές της ρεματιάς και της υγρής κοπριάς γέμιζαν τα ρουθούνια του. Κατεβαίνοντας ακόμη χαμηλότερα ακολουθεί τις αυλακιές δίπλα στην ελικοειδή νησίδα από χορτάρι στη μέση του μονοπατιού. Κι από τις δυο πλευρές της ρεματιάς, οι αγκαθωτές, κλειστές ακόμα ροζέτες των γαϊδουράγκαθων στέκονται ίσαμε με το μπόι του. Ο Αλκιβιαδης φτάνει στο χαλικόστρωτο δρομάκι, το πλαισιωμένο από κόκκινες παπαρούνες που φωλιάζουν ανάμεσα στα χαλίκια, και το μονότονο μουρμουρητό των μικρών χειμάρρων χάιδευε τώρα πιο έντονα τα αυτιά του. Τα σύννεφα ψηλά στη δύση έμοιαζαν μπαμπακένιες τούφες σκορπισμένες στον ουρανό και περαστικά πουλιά περνούσαν κοπαδιαστά, από  ψηλά και χάνονταν πίσω απ' τις κορφές των βράχων, και πέρα στις βουνοκορφές και το ελαφρό αεράκι σχημάτιζε μικρά κύματα που ζωντάνευαν τα γύρω δέντρα. Του άρεσε πολύ το ανοιξιάτικο στοιχείο. Ήταν ικανός να κάθεται ώρες ακίνητος να χαζεύει τη φύση. 
Το αεράκι της ποταμιάς του χάιδευε το μέτωπο, ο ανοιξιάτικος ήλιος κατηφόριζε βαριεστημένα δυτικά προς το λακωνικό κόλπο φωτίζοντας απαλά την πρασινάδα της λαγκαδιάς όταν το βλέμμα του ακολούθησε μια έντονη σκιά μέσα στη σκιά απ' ένα περαστικό σύννεφο πάνω απ’ τους λόφους. Η σκιά σε κοντινή απόσταση μετατρέπεται στη φιγούρα ενός πολύχρωμου ψηφιδωτού. Τον πρωτοείδε να ξεπροβάλλει αργά μέσα από μια συστάδα από σκίνα και πουρνάρια στα δεξιά του, σαν σκιά στην αρχή πετώντας νωθρά, κυματιστά, ανοίγοντας χαρακτηριστικά αργά τις φτερούγες του, σαν πεταλούδα, αναδεικνύοντας με χάρη τούς πολύχρωμους σχηματισμούς των φτερών του. Προσγειώθηκε και αναπαύεται στη διχάλα της μικρής συκιάς απέναντι στα κτήματα του Λουκά του Αρώνη. Ο Αλκιβιαδης κοντοστάθηκε έμπλεξε τα δάχτυλά του κι άρχισε να το παρατηρεί. Ήταν ένα πολύ όμορφο πουλί με υπέροχο φτέρωμα, που τώρα ραμφίζει το πτέρωμα του αερίζοντας το. Ένα πουλί -από τις εξωτικότερες μορφές πουλιών- της λακωνικής γης. Ένας τσαλαπετεινός (Upupa epops) από τα πιο εντυπωσιακά πουλιά της φύσης, που ξεχωρίζει από το μακρύ λοφίο του με τις μαύρες μύτες. Ο Ήλιος που τώρα χαμήλωνε πέρα στα δυτικά πάνω από τον Κούνο λούζοντας στο γέρμα του με μια καθάρια ακτινοβολία γύρω του, έκανε τα πλουμιστά χρώματα του τσαλαπετεινού να λαμπυρίζουν στις κομψές καμπυλωτές γραμμές του.
Αυτός λουσμένος από τη δροσιά της ανοιξιάτικης μέρας ένοιωθε μια απίστευτη ευχαρίστηση να φουσκώνει σαν την παλίρροια μέσα του όταν ήδη είχε φθάσει στις παρυφές του Μεγάλου Ρέματος, στο μέσον της διαδρομής από τα Κουλέντια στα Μπουμπουτσέλια σε ένα μέρος όπου η στροφή στην κοίτη του ρέματος σχημάτιζε μια μικρή λιμνούλα. Γύρω-γύρω φύτρωναν καλάμια, σφεντάμια και φτέρες κι από πάνω τους κρέμονταν τα φύλλα μιας μεγάλης φτελιάς  και ολόγυρα το ανοιξιάτικο χορτάρι ήταν πολύ μαλακό και πράσινο.   
...... Στάθηκε μια στιγμή να αφουγκραστεί. Όχι αυτό που αφουγκράζεται δεν είναι μουρμουρητό χειμάρρου. Έτσι ακίνητος αυτό-συγκεντρώθηκε, αγναντεύοντας το μονοπάτι με τεταμένη προσοχή. Όλη του η ψυχή είχε πάει στα μάτια. Ανοιγμένα, ακίνητα δεν έκαναν ούτε δεξιά ούτε αριστερά, καρφώνονταν με ένταση στο μεγάλο νερόλακκο στην άκρη του μονοπατιού εκεί που το διέσχιζε ο μικρός χείμαρρος και ζητούσαν απαντήσεις. Ο θόρυβος του μικρού χειμάρρου τον εμποδίζει να ακούσει καθαρά τα βογκητά.
Να κάτι σύρθηκε στα δεξιά του. Έμεινε στην αρχή άφωνος και κοιτούσε σαν χαμένος, ύστερα άρχισε σιγά-σιγά να καταλαβαίνει. Του 'ρθε να ξεφωνίσει. Μέσα στη λιμνούλα που είχε σχηματίσει ο χείμαρρος βρίσκεται φαρδύς-πλατύς ο Μπάρμπα Παναγιώτης ο γείτονας τους ένας εβδομηνταπεντάρης ψηλός, λεβεντόκορμος και καλοσυνάτος γέροντας. Ανακυλιέται ξαπλωμένος στα νερά μ’ ορθάνοιχτα χέρια και πόδια. Βογκάει βαριά. Σαν πεθαμένος που πήρε αναβολή. Προσπάθησε να του μιλήσει του γέροντα, αλλά μάταια μόνο μικρά μουγκρητά ήταν η απάντηση που έφτανε στ’ αφτιά του. Το θέαμα τον τρομοκράτησε, ακούγοντας την βαριά αναπνοή του γέροντα.
Ξυπολήθηκε και βούτηξε στα ρηχά νερά. Λίγο έλειψε να τον αφήσει ξερό από την μπόχα του κρασιού που ανέδυε η αναπνοή του γέροντα. Προσπάθησε να τραβήξει το τεράστιο κορμί έξω από το χείμαρρο χωρίς αποτελεσματικότητα, δεν τα κατάφερε, έσκυψε το κεφάλι του, δεν άντεχε άλλο κουράστηκε, εξαντλήθηκε. Το κορμί του γέροντα είχε γίνει δυο φορές βαρύτερο με τα βρεγμένα και λασπωμένα ρούχα του.
Ήταν πρώτη του φορά που άκουγε άνθρωπο να βογκίζει έτσι. Ένοιωθε τους σπασμούς του κι άκουγε τη βαριά ανάσα του. Ήξερε πως αν δεν τον ανασύρει ήταν χαμένος.
Από την προσπάθεια, έπεφτε πίσω λαχανιασμένος και πάνω που έλεγε πως απόκαμε, πως άχνα πια δεν μπορούσε να ξεστομίσει, χαλάρωνε για λίγο, έμενε να κοιτάζει κι έπιανε ξανά τη προσπάθεια εκεί που την είχε αφήσει. Έσφιξε τα χέρια του ξανάσκυψε στο πλευρό του γέροντα προσπάθησε μ' όση δύναμη μπορούσε να τον ανασύρει.
Ο κόσμος γύρω του σκοτείνιασε. Άπλωνε τα χέρια σαν τυφλός, σωριάστηκε στην άκρη. Δεν άντεχε άλλο, κοντοστάθηκε ανήμπορος πια, να συνεχίσει την αγωνιώδη προσπάθεια.
«Δεν μπορώ να τα καταφέρω μόνος μου.» Παραμιλάει και ένοιωθε τόσο μόνος. 
«Πρέπει να τα καταφέρεις.» Είναι αυτή η φωνή που του ψιθυρίζει.
Η σαγήνη του τοπίου γύρω του δεν ήταν παρά μόνο μια ψευδαίσθηση, και τίποτα δεν συγκρινόταν με την αγωνία και τη μοναξιά του της στιγμής αυτής. Η θλίψη του ήταν αβάσταχτη.
Ένοιωθε στο λαιμό του την αγωνία του πάθους για την ζωή που χαροπαλεύει εκεί μπρος του, είναι το εμπόδιο που πρέπει να ξεπεράσει και αρνιόταν να την αποχαιρετήσει. Χοντρές στάλες ίδρωτα από το πρόσωπο του έσκαγαν πέφτοντας στο νερό. Ανακάθισε αποκαμωμένος για να ανακουφίσει από τον πόνο τους καταπονεμένους μύες και να μαλακώσουν από την ένταση.
Ξαφνικά ανεπαίσθητος, αμυδρός ήχος σαν κύμα ελπίδας τον διαπέρασε και γεννήθηκε μέσα του.. Στριφογύρισε και αφουγκράστηκε προσεκτικά. Μονότονα επαναλαμβανόμενος θόρυβος ερχόταν από το βόρειο μέρος της πλατωσιάς, μέσα απ’ το σύδεντρο. Του ήρθε στο μυαλό η εικόνα από το μεγάλο κτήμα με τα λιόδεντρα που εκτεινόταν στη βόρεια πλαγιά της ρεματιάς και με μια σειρά από κυπαρίσσια στο σύνορο του. Εκεί λοιπόν στο απέναντι πλάτωμα ένας νοικοκύρης του χωριού, ο Κυρ Λουκάς ο Αρώνης βρισκόταν στο κτήμα του  και έκοβε ξύλα για το τζάκι του.  
Αναγάλλιασε η καρδιά του. Τι τύχη κι αυτή, ξαφνική, απρόσμενη.
Το λιγνό κορμί του τρανταζόταν από του λυγμούς σαν κάποιον που παλεύει απελπισμένα να καταφέρει κάτι και παλεύει με νύχια και με δόντια.
Έτρεξε εκεί στην άκρη του κτήματος με ανοικτά τα χέρια σα να 'τρέχε να αγκαλιάσει κάποιον. Τα χείλη του σάλευαν χαμηλόφωνα, απεγνωσμένα ζητούσαν βοήθεια. Η λαχτάρα του ήταν τόσο μεγάλη που δεν άργησε να νιώθει τις κινήσεις του να τον παρασύρουν σαν το κύμα της θάλασσας. Δυσκολευόταν να αρθρώσει τις λέξεις. Όμως τότε μια εξωτερική δύναμη τον κυρίευσε, σήκωσε το κεφάλι και μια κραυγή έσκισε τον αέρα σαν να έβγαινε μόλις από τη σήραγγα που συνδέει τη ζωή με το θάνατο.
Μια κραυγή αγωνίας ήταν η νεανική φωνή, λαχανιασμένη ενός απελπισμένου παιδιού που παλεύει απελπισμένα να καταφέρει κάτι, όταν πια έχει λυγίσει και μοιάζει ανήμπορο, μοιάζει να έχει παρατήσει την προσπάθεια. 
««Μπάρμπα- Λουκά, μπάρμπα- Λουκά! Βοήθεια!!! βοήθεια!!!» φωνάζει. 
«Εδώ, εδώ! Ο μπάρμπα Παναγιώτης πνίγεται. Βοήθειαααα!» φωνάζει πάλι και παλεύει απελπισμένα.
Ο Κυρ Λουκάς την κραυγή την άκουσε και ευτυχώς, ήταν ο μόνος μάρτυρας εκείνης της σπαρακτικής κραυγής εκεί καταμεσής της ερημιάς του Μεγάλου Ρέματος.
Ο Αλκιβιάδης με τα μάτια του θολά ήταν δύσκολο να δει, δεν ξεχώριζε καθαρά τώρα ολόγυρα του.
Ακόμη ο ήλιος του λάμπει αμυδρά μέσα από μια πρασινοκόκκινη ομίχλη. Ήταν σα να 'βλέπε γύρω του τα βράχια, τη ρεματιά τα δένδρα μέσα από τα τοιχώματα μιας πυκνής ομίχλης. 
Το νερό στο ρέμα ένιωθε πως δεν έτρεχε πια παρά μόνο έτρεχαν τα μάτια του, που μπόρεσε να βρει τόσο ανέλπιστα βοήθεια. 
Μετά από επίμονες προσπάθειες το κεφάλι του γέροντα άρχισε να παίρνει ζωή, όμως ήθελε βοήθεια για να σταθεί στα πόδια του. Ο κυρ Λουκάς τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. «Θηρίο είναι ο γέροντας. Για βοήθησε με να τον κρατήσουμε απ' τους ώμους του». Ο κυρ Λουκάς γονάτισε τον έπιασε πάνω στους ώμους του,- ο γέροντας έβγαλε ένα μουγκρητό,- έπειτα τύλιξε  το χέρι του γύρω απ’ τον λαιμό του- κι ο γέροντας έβγαλε ένα δεύτερο μουγκρητό. «Σήκωσε το χέρι σου». του λέει. Ο Γέροντας μούγκρισε για τρίτη φορά. «Εντάξει, σήκω». Τον βοήθησαν να σταθεί καθιστός καθώς ακολούθησαν περαιτέρω μουγκρητά. Όταν είχαν καταφέρει να σώσουν τον μπάρμπα Παναγιώτη, η ανησυχία του Αλκιβιάδη καταλάγιασε, μια ζεστασιά τύλιξε το κορμί του και για λίγο έγειρε να ξαποστάσει.
Ο ήλιος κόντευε να δύσει. Στο ανάλαφρο πορτοκαλί ηλιόφως και στον απογευματινό ουρανό αργοκυλούσαν αριόλευκα τα σύννεφα του Απρίλη. Πέρα στα μακρινά βουνά της Ανατολής είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Μ’ όλη την ομορφιά του, το τοπίο ήταν θλιμμένο μοναχικό, του έφερνε την αίσθηση ενός ανεμόδαρτου ερήμου κόσμου. Καθώς ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τις κορφές του Κούνου, ο αέρας έγινε πιο κρύος. Ο Αλκιβιαδης ένιωσε τα κουρασμένα μπράτσα του ν’ ανατριχιάζουν, φόρεσε τα παπούτσια του, χτύπησε το λερωμένο πανωφόρι του πάνω στον κορμό της φτελιάς για να τινάξει όσο περισσότερο χώμα μπορούσε κι έπειτα το ξαναφόρεσε. Στον αέρα πλανιόταν πάλι η μυρωδιά της βροχής κι ήξερε πως έπρεπε να βιαστεί πριν αρχίσουν να πέφτουν οι πρώτες στάλες, όμως δεν του πήγαινε η καρδιά να τρέξει και να μην συνοδεύσει εκείνο το γέρικο, κουρασμένο πρόσωπο του μπάρμπα Παναγιώτη. Εντελώς σαστισμένος και σοκαρισμένος, αφού τρόμαξε να συνέλθει ο γέροντας, μάζεψαν το συμπαθητικό τετράποδο που βοσκούσε το παχύ πράσινο γρασίδι πλάι στα καλάμια και κίνησαν με τα πόδια για τον οικισμό, όταν το φεγγάρι είχε ανατείλει για καλά..
Την επομένη μάθανε ότι ο μπάρμπα Παναγιώτης συμμετείχε σε φιλική κρασοκατάνυξη στο χωριό και επέστρεφε στον οικισμό τους καβάλα στο γάιδαρό του. Εκεί στο πέρασμα του χειμάρρου το συμπαθές αλλά αφιλότιμο ζώο ξεφορτώθηκε το βάρος που κουβαλούσε σκνίπα στο μεθύσι.
Ο μπάρμπα Παναγιώτης, εκτός του ότι ήταν παλικάρι στις χειρονακτικές εργασίες, ήταν και γερό ποτήρι. Ποτέ δεν έλεγε όχι στο κρασάκι του Θεού και τιμούσε πάντα με την παρουσία του τους φίλους που τον προσκαλούσαν, δεν έφερνε καμία αντίρρηση. Φαίνεται λοιπόν πως βρήκε καλή παρέα, καλό κρασί και λογικά το έτσουξε λίγο παραπάνω.Στην ταβέρνα υπήρχε κρασί και πολύ κέφι και όπως ήταν όλοι ξέγνοιαστοι και χαρούμενοι, απορροφημένοι από τα δικά τους μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο, νιώσανε άρχοντες του παλιού καιρού. Ταβλωθήκανε με τις ώρες, πέρασε η ώρα χωρίς να το πάρουν χαμπάρι. Σφουγγάρια οι αθεόφοβοι, κανείς δεν ήθελε να το σταματήσει νωρίτερα γιατί τότε δεν θα είχε συμβεί αυτό που ακολούθησε με το ατύχημα του μπάρμπα Παναγιώτη. Κακός σύμβουλος το κρασί.
Αν κανείς δεν τον τύχαινε, να τον απελευθερώσει τότε ήταν καταδικασμένος, εκεί στην άκρη της γούρνας στη ρεματιά. Τα βροχόνερα που κατέβαιναν από τη πλαγιά, συνέχιζαν να ανεβάζουν τη στάθμη, γίνονταν χείμαρρος ορμητικός, θα τον παρέσερναν μαζί τους.
Θυμάται τα λόγια του γέροντα, μέρες αργότερα καθισμένοι στη δυτική πλαγιά του χαμηλού λόφου του Αγίου Παντελεήμονα, γιατί ο γέρος αγαπούσε πολύ να βλέπει το ηλιοβασίλεμα, καθώς τον κοίταζε, χαρούμενος και ζωηρός. Ο γέροντας ένοιωθε να ξεχειλίζει από χαρά, για τη μεγάλη του τύχη, που έσμιξαν οι δρόμοι τους και είχε αίσιο τέλος το θλιβερό του ατύχημα. Τα μάτια του άστραφταν γαλήνια, τον κτύπησε στοργικά στην πλάτη, η φωνή του ήταν τρυφερή, χωρίς ν’ αστειεύεται, ακουγόταν ευγενική και στενοχωρημένη.  
«Η μοίρα όλων μας είναι εδώ και ξέρουμε πως είμαστε δέσμιοι της δύναμης της. Κάνεις δεν ξέρει το γιατί. Είχα όμως μεγάλη τύχη, που εσύ βρέθηκες και στάθηκες κοντά μου, στην καμπή της μοίρας μου». Μίλησε κάμποσο ακόμη για τα γεγονότα και για το πώς οι μοίρες τους ήταν αλληλένδετες, και ότι ήταν ο ευεργέτης του. «Άλλη μια μέρα πάει» συνήθιζε να λέει αναστενάζοντας «και ποιος ξέρει τι θα μας ξημερώσει αύριο, ε, γιε μου;».
Ένα κύμα ευτυχίας τον αγκάλιασε, έσκυψε το κεφάλι χαμογέλασε ντροπαλά, με ταπεινότητα. Ήταν η πρώτη του φορά που άκουγε τον Μπάρμπα Παναγιώτη να μιλάει έτσι. Τότε ένιωσε τη ζεστασιά ενός ρυτιδιασμένου χεριού που αγκάλιασε το λιγνό κορμί του! Μια ζεστασιά ν' απλώνεται μέσα του, στην καρδιά του. Εκείνες τις στιγμές ένιωθε μόνο μια περηφάνια με ότι είχε βιώσει. Έστρεψε τα μάτια του, όσο κρατούσε η σιωπή κι άπλωσε το βλέμμα του στο κτήμα με τα λιόδεντρα που εκτεινόταν στη δυτική πλαγιά του οικισμού, έμεινε να κοιτάζει εκεί, μέχρι που δεν 'βλέπε πια, γιατί τα μάτια του είχαν θολώσει. Έμεινε βουβός, ακίνητος, χωρίς να βγάλει λέξη. Ήθελε να πει πολλά μα δεν μπορούσε το στόμα του να σαλέψει, και σε μια στιγμή έβαλε την παλάμη του ανάστροφα και με τον καρπό της σκούπισε τα δάκρυα.

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2022

O Tilemaxos

... 1957! Η χρονιά αυτή σημαδεύτηκε με παρ' ολίγον δυσάρεστα γεγονότα που συνέβησαν στον δεύτερο αδελφό του τον Τηλέμαχο. Μια μαρτυρία όσων βίωσε ο μικρός Τηλέμαχος! Όπως! 
...... Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και να πέφτει το φως της μέρας, καθώς ο ήλιος δύει και ένα ολόγιομο χάλκινο φεγγάρι βγαίνει από τη μεριά της Μονεμβάσιας και ο μικρός Τηλέμαχος λείπει από την αυλή τους. Με το που έπεσε το σκοτάδι αμέσως σήμανε κινητοποίηση όλος ο οικισμός και έλαβε ενεργό μέρος προς ανεύρεση του στη φεγγαρόφωτη νύχτα. Αυτός καθόταν μαζεμένος σαν το λαγό σε μια χλοερή γωνιά κουλουριασμένος σε μια τρύπα μέσα στα βάτα πέρα στη απομακρυσμένη ρεματιά με τα χαλάσματα, κρύβεται φοβισμένος που νύχτωσε, δεν ξέρει που να πάει και δεν ακούει τους συγχωριανούς του, που τον ψάχνουν, σχεδόν θαμμένος μες «στο λαγούμι» του λουφάζει, ασάλευτος, χωμένος στην κρυψώνα του.  Επιτέλους το μικρο ταλαιπωρημένο αγόρι βγάζει μικρές κραυγές στο άκουσμα της φωνή της μητέρα τους που έντρομη καλούσε τ' όνομά του μες στη νυχτιά. Περνώντας η αγωνία κι η λαχτάρα, κόντεψε να τρελαθεί απ' τη χαρά πέφτοντας μέσα στην αγκαλιά της. Γαντζώθηκε πάνω της μη μπορώντας να βγάλει λέξη, «είχε πετρώσει απ’ την χαρά του».
Η Ιοκάστη τον έσφιξε στο στήθος της, τον έπνιγε στα φιλιά με αγάπη και τρυφερότητα... «Είμ' εδώ αγόρι μου, κοντά σου είμαι, μη φοβάσαι…. να μη φοβάσαι.» Μιλούσε ακατάπαυστα από χαρά για το αίσιο τέλος που είχε η περιπέτεια του Τηλέμαχου που χάθηκε στην ρεματιά και δεν καταλάβαινε ούτε η ίδια τα ίδια της τα λόγια.
Ο μικρός αδελφός του μπήκε στη περιοχή με τη πλούσια βλάστηση της ρεματιάς και έχασε τον προσανατολισμό του όταν έπεσε το σκοτάδι. Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα, που εντοπίστηκε τελικά, καλά στην υγεία του αν και ταλαιπωρημένος. 
Ο ουρανός τώρα είχε πάρει ένα πολύ βαθύ γαλανό χρώμα. Τ' αστέρια εκεί ψηλά έμοιαζαν καρφιτσωμένα σε μια διάφανη σφαίρα. Η κορυφή του Κούνου  ξεχωρίζει πιο φωτεινή και το φεγγάρι μισό γέρνει και θα χαθεί σε λίγη ώρα.  Η ρεματιά αποτίναζε την κάψα  που της είχε προξενήσει ολημερίς ο ήλιος, το νοτισμένο χώμα αναδίνει το άρωμά του και τα φύλλα  της ιτιάς βαραίνουν στη βραδινή υγρασία.. Βαθιά μέσα στα βάτα και τα σκίνα κοιμούνται τα πουλιά και οι ελιές  στην πλαγιά στέκουν ακίνητες στην απόλυτη ησυχία ντυμένες με τα ασημένια τους φύλλα.
...... Καλοκαίρι, μεσημέρι και ντάλα ήλιος, ένα αναποφάσιστο αεράκι που έπνεε μόνο, όταν ξεκίνησαν ο Αλκιβιάδης με τον μικρό τρίχρονο αδελφό του να πάνε να φέρουν νερό διαβαίνοντας το κατηφορικό μονοπάτι που κουλουριαζόταν σαν ερπετό γύρω από τη λιπόσαρκη πλαγιά του λόφου. Ένα πέρασμα που στένευε σα κορδέλα, σα σκοινί και από κει οδηγούσε στο πλάτωμα της πηγής με το γάργαρο διάφανο νερό.   Στο πλάτωμα όπως έπαιζαν ανέμελα δίπλα στην μεγάλη ιτιά με την στέρνα, άθελα του έσπρωξε τον μικρό και τον έριξε μέσα... Μόλις είδε τον αδελφό του στο νερό, αναρίγησε τρομαγμένος, ένιωσε το αίμα να του πυρπολεί τα πόδια και τη φλόγα να ανεβαίνει από τις πατούσες και να του καίει τα σωθικά όπως μόνο τρόμος μπορεί  να κάψει. Για δευτερόλεπτα έγιναν όλα. Ο Αλκιβιάδης δαγκώθηκε νοερά. Η ιδέα ότι ο μικρός Τηλέμαχος πέφτοντας στο νερό μπορούσε  να πνιγεί είχε περάσει από την πρώτη στιγμή από το μυαλό του, αλλά ήταν ιδέα που τον έσφαζε και δεν ήθελε να τη σκέφτεται. Τον οδυνηρό τρόμο, τον ακολούθησε ένας βαθύς αναστεναγμός ανακούφισης. Πήρε κουράγιο που η στέρνα δεν ήταν γεμάτη... είχε χαμηλή στάθμη. Ένα εσωτερικό αίσθημα χαράς, και ευφορίας που μετατράπηκε σε αγκάλιασμα με απέραντη λατρεία, στοργή και αγάπη, όταν κατάφερε να τον ανασύρει ζωντανό και να τον σφίξει στην αγκαλιά του, με όση δύναμη του έμενε ακόμα από την αγωνιώδη προσπάθεια να τον βγάλει από το νερό... Βλέποντας λούτσα τον μικρο της γιο η μητέρα τους, είδε και το πρόσωπο του Αλκιβιάδη κατάλαβε την αγωνία του. Άνοιξε την πιο ζεστή της αγκαλιά, και την πρόσφερε απλόχερα. Αυτή ήταν η αντίδραση της. Ποτέ δεν πλησίαζαν ξανά σιμά στη στέρνα. Η μητέρα, τους το είχε απαγορεύσει.
...... Γλίτωσε τον πνιγμό στη στέρνα και λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του, στη βούτα του ελαιοτριβείου. Στην ανατολική πλευρά του οικισμού, έστεκε το ιπποκίνητο παραδοσιακό ελαιοτριβείο ένας ενιαίος μονώροφος χώρος, ένα ιστορικό κτίριο της περιοχής με τη κτιστή γούρνα διαχωρισμού του λαδιού στο κέντρο και και βόρεια πλευρά η δουλεμένη ξύλινη βάση του ελαιοπιεστηρίου, ο «εργάτης», όπως έλεγαν το πιεστήριο. Πάνω στην κτιστή στρώση βρίσκονταν δύο βαριές λαδόπετρες π’ αλέθονταν οι ελιές, ενώ στα πλευρά της στο δάπεδο ήταν η κτιστή γούρνα περισυλλογής της ζύμης. Το δάπεδο στο λιοτρίβι ήταν από πατημένο χώμα. Στη νοτιοδυτική πλευρά του υπήρχε μεγάλο τζάκι, πού έβραζε νερό για το θέρμισμα πού κάναν στις ελιές για να βγάλουν περισσότερο λάδι.
Ο Κλέαρχος με τον κουμπάρο του τον Γ. τον Αρώνη ήταν οι λιοτριβικάρηδες, οι υπεύθυνοι, είχαν τον έλεγχο. Το άλογο έσερνε, τα λιθάρια γύριζαν, και οι ελιές άρχιζαν να σπάνε, να συνθλίβονται και να δίνουν το πρώτο ελαιόζουμο. Έπαιρναν το σπασμένο ελαιόκαρπο και τον έβαζαν στις τσαντίλες και τον πίεζαν  στην πρέσα.  Έτρεχε το πρώτο λάδι το αξεθέρμιγο όπως το έλεγαν. Αυτό το πρώτο λάδι ήταν καλό για τις καψάλες. Καψαλιστό ψωμί με λάδι κι αλάτι. Τα κούτσουρα τρίζαν στο τζάκι και o τρίχρονος αδελφός του ο Τηλέμαχος  πήρε μια ψημένη φέτα ψωμί και όπως οπισθοχώρησε από το τζάκι σκόνταψε στη βούτα και έπεσε μέσα στο λαδί… «Πάγωσε» από τρόμο ο πατέρας μόλις είδε το γιο του να πέφτει μέσα στη βούτα με το λάδι…. «Αυτό το παιδί, ώρες-ώρες είναι  σκέτη απελπισία.» Μουρμούρισε ξέπνοα.

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2022

Didimoi Vrachoi

.....1956...Το φθινόπωρο τη χρονιά εκείνη ήταν σαν ένα μακρύ καλοκαίρι. Έτσι κύλησαν οι πρώτοι μήνες του φθινοπώρου, που μόνο φθινόπωρο δεν ήταν. Με θερμοκρασίες υψηλές για την εποχή, ο Σεπτέμβριος και ο Οκτώβρης έδιναν την εντύπωση ενός παρατεταμένου Αυγούστου. Ο Νοέμβριος όμως φαίνεται εισάκουσε τις ευχές των κατοίκων του μικρού οικισμού. Οι βροχές τον μήνα αυτό ήταν θείο δώρο για όλα τα πλάσματα, μα περισσότερο για τους γεωργούς και κτηνοτρόφους που τις περιμένουν με μεγάλη ανυπομονησία. Η συλλογή του ελαιοκάρπου άρχισε και το πρώτο αγουρέλαιο, άρχισε ήδη να γεμίζει τα πήλινα σταμνιά τους... Η παραγωγή λαδιού και βρώσιμης ελιάς αναμένετο ικανοποιητική αν και η έλλειψη βροχοπτώσεων θα έχει τις επιπτώσεις της.
Οι μέρες κυλούσαν, ταξίδευαν και ο χειμώνας ξεκίνησε βαρύς, φορτωμένος κακοκαιρίες. Μέρες τώρα κατέφθαναν από τα βόρεια, παρακινημένα από το ένστικτο, τα αποδημητικά πουλιά προσδοκώντας να βρουν ένα πιο φιλόξενο περιβάλλον, μα βρέθηκαν σε αντίξοες συνθήκες. Τσίχλες και κοκκινολαίμηδες, αφού τρύγησαν και την τελευταία ρόγα των αμπελιών, ρίχτηκαν στους λόγγους με τις κουμαριές και τα βάτα. Ευτυχώς κουμαριές, σκίνα, μυρτιές και αγριελιές είναι κατάφορτες, και οι τελευταίες βροχές είχαν μαλακώσει τους καρπούς τους. Το έδαφος στις πλαγιές ξηρό, ακατάλληλο για παραγωγή σκουληκιών, που αποτελούν την κύρια τροφή της τσίχλας και της μπεκάτσας. Οι σκιερές όχθες της ρεματιάς αποτελούν ίσως το μοναδικό κατάλληλο βιότοπο των ταλαιπωρημένων αυτών πουλιών. Τα μηνύματα πάντως που λαμβάνει ο πατέρας του είναι πως φέτος θα είναι μια πλούσια χρονιά σε τσίχλες και μπεκάτσες προς τέρψη των κυνηγών και κυρίως για τις παγίδες τους, που ήδη ετοιμάζουν τα καλάθια τους.
Ήταν αργά τ' απόγευμα. Ο ουρανός μπορεί να ήταν γεμάτος από κακούς οιωνούς, η ατμόσφαιρα μπορεί να παλλόταν από τα άσχημα καιρικά φαινόμενα ο πατέρας του όμως δουλεύοντας πυρετωδώς συνέχιζε να νοιάζεται για να στήσει τις παγίδες του με πλήρη αδιαφορία για τις καιρικές αλλαγές που συμβαίνουν γύρω τους. Η ρεματιά που ξεκινά από τους δυτικούς λόφους του οικισμού διασχίζει τη μικρή λιμνούλα με το μεγάλο πλάτανο κατηφορίζει μέχρι το λίμνασμα στους καλαμιώνες ενός ξεροπόταμου που αγκαλιάζει τη χέρσα γη, και από εκεί συνεχίζει νοτιοανατολικά σε μυχό του Μυρτώου πελάγους. Από το μεγάλο πλάτανο μέχρι τους καλαμιώνες είναι μια απόσταση λίγες εκατοντάδες μέτρα. Θυμάται τον πατέρα του τους χειμώνες να θεωρεί το σύνορο αυτό τόπο ιερό για την διατροφή της φαμίλιας του. Εκεί έστηνε τις αγαπημένες του παγίδες για τα πουλιά. Εάν κάποιος συγχωριανός του καταπατούσε την περιοχή του, αγανακτούσε σαν τον ηγούμενο, που βλέπει να παραβιάζουν το κατώφλι του μοναστηριού του.
Πολλοί κυνηγοί της εποχής εκείνης χρησιμοποιούσαν τεχνικές παγίδευσης με δίχτυα και θηλιές που σήμερα δεν επιτρέπονται πλέον. Ο πατέρας του της παγωμένες νύκτες του Δεκέμβρη έπιανε μπεκάτσες με θηλιές που κατασκεύαζε από αλογότριχες, ώστε την επαύριον με τη λεία του να εξασφαλίζει περισσότερη τροφή στο φτωχικό τραπέζι της φαμίλιας. Το κυνήγι της μπεκάτσας και της τσίχλας με παγίδες το χειμώνα αποτελούσε ανταμοιβή του σκληρού καθημερινού μόχθου. Το κρέας τους, το πάστωναν σε κιούπια με λάδι, συνεχίζοντας να θυμίζουν τον τρόπο που κάποτε συντηρούνταν από το κυνήγι όλες οι οικογένειες ενός τόπου σκληρού, φτωχού και άγονου.
"Σήμερα η επέκταση των αστικών περιοχών, η κατασκευή μεγάλων αυτοκινητοδρόμων, οι προσχώσεις ελών και κοιλάδων, η παράχωση καλαμιώνων, η ισοπέδωση των λόφων και η αποψίλωση των δασών, και κάθε είδους άγριας βλάστησης, η καταστροφή βιοτόπων από τις επεκτάσεις οικιστικής και γεωργικής γης στερούν από τη πανίδα το φυσικό περιβάλλον που χρειάζονται."
Από νωρίς τις απογευματινές ώρες ανά διαστήματα έβρεχε, και η βροχή όσο έπεφτε, αυτός στεκόταν κάτω από τον πελώριο πλάτανο που ορθωνόταν επιβλητικά πλάι στην ανατολική πλευρά της λασπιασμένης όχθης της ρεματιάς. Μια φωτεινή λάμψη - ένα μεγάλο φωτεινό σκίσιμο με εκτυφλωτική λαμπρότητα, φάνηκε στον ουρανό, τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβε να ανοιγοκλείσει τα μάτια του, και μετά ένα πολύ δυνατό μπουμπουνητό.  Θυμήθηκε το δάσκαλο στο σχολειό που τους δίδασκε ότι ο κεραυνός μπορεί να κτυπήσει πάνω στο δέντρο που βρίσκεσαι και να σε σκοτώσει. Ο τόπος γύρω του είχε δέντρα. Πολλά δέντρα. Άραγε να υπήρχε κίνδυνος γι’ αυτόν, τώρα με τα πολλά δέντρα γύρω του «αναρωτήθηκε».
Δεν ήξερε.
Θα βοηθούσε σε τίποτα αν δεν ακουμπούσε πάνω στο δέντρο;
Ούτε αυτό το γνώριζε αλλά από ένστικτο απομακρύνθηκε δυο βήματα μακριά από τον κορμό του τεράστιου πλάτανου.
Οι Δίδυμοι βράχοι.
Περίμενε καρτερικά τον πατέρα του να γυρίσει εκεί που ήταν το σημείο αντάμωσης, στο ξέφωτο της ρεματιάς, καθώς το τελευταίο φως της ημέρας έσβησε γύρω του. Άστραφτε ακόμη πέρα στον ορίζοντα κι η βροχή ακουγόταν σαν χαμηλό μουρμουρητό, καθώς η ώρα περνούσε βασανιστικά και ο πατέρας του αργούσε να δώσει σημεία ζωής. Και ψηλά, από την πνοή ανέμου που φυσά, τα γκρίζα σύννεφα, μ' ένα δυνατό θρόισμα τρέχουν ορμητικά προς την ανατολή, με μια κίνηση βουερή και σπασμωδική, ίδιος καταρράχτης πάνω από το μουντό τοίχο του ορίζοντα. Και στις όχθες της ρεματιάς δεν υπάρχει ούτε ησυχία ούτε σιωπή. Εν' απροσδιόριστο ψιθύρισμα βγαίνει από μέσα από τους θάμνους που αναταράζονται αδιάκοπα, και από τα δέντρα με τις ψηλές κορφές, σα να κυλούν υποχθόνια νερά. Και ξαφνικά, το φεγγάρι ανέτειλε μες από την ανάρια και χλωμή καταχνιά, και το χρώμα του ήτανε κατακόκκινο. Τα μάτια του έπεσαν πέρα στους πελώριους δίδυμους γκρίζους βράχους που δέσποζαν στην κορυφή της απέναντι ανηφορικής πλευρά του λόφου, και που τους φώτιζε το φως του φεγγαριού. Κι οι βράχοι ήταν γκρίζοι και ψηλοί, που ανασκαλεύοντας ο άνεμος και η βροχή έχουν σμιλέψει την ασβεστολιθική τους επιφάνεια δίνοντας τους μια μεγαλοπρεπή, απέριττη, ομορφιά.
Η ομορφιά του έμοιαζε περισσότερο με αριστούργημα της τέχνης παρά με δημιούργημα της φύσης.
Οι βράχοι, φαντασμαγορικοί, ορθώνονταν στην άγονη απογυμνωμένη πλαγιά χιλιάδες χρόνια. Οι απρόσιτες και απόκρημνες κορφές τους αποτελούν ιδανικό καταφύγιο για μερικά ζευγάρια κιρκινέζια.  Ένα άγριο και επιβλητικό τοπίο, που γίνεται όμως απρόσιτο και πολύ επικίνδυνο όταν λυσσομανά η τραμουντάνα.
Για τα παιδιά του οικισμού, ήταν οικείοι, έχοντας ακούσει τόσες και τόσες παράξενες ιστορίες για την ύπαρξη τους. Την άνοιξη γινόταν ο τόπος εξόρμησης για τα παιδικές τους εξερευνήσεις. Στον ίσκιο των βράχων απολαμβάνοντας τις μυρωδιές του βρεγμένου χώματος, και την μεθυστική ευωδιά των κυκλάμινων που στόλιζαν τον λόφο, οραματίζονταν από κοινού το μέλλον τους, μοιράζονταν τα όνειρα τους.
Σκαρφάλωναν στους βράχους πολλές φορές με παιδική ανεμελιά που έθετε σε κίνδυνο τη ζωής τους, για να αγναντέψουν τον μακρινό ορίζοντα εκεί που η θάλασσα σμίγει με τον ουρανό, και με τα φτερά τ’ ονείρου αναζητούσαν τόπους μακρινούς φαντασμαγορικούς, πέρ’ από τα στενά σύνορα του φτωχικού οικισμού τους, πέρ’ από τη θάλασσα.
Απόψε το θέαμα των βράχων με τον ήλιο να έχει χαθεί πίσω τους, τυλιγμένους στην ομίχλη κάτω από το φως της γεμάτης σελήνης τον συνεπήρε, το τοπίο γίνεται μαγευτικό, λησμόνησε για μια στιγμή τον πάτερα του. Μόνο για μια στιγμή. Απομονωμένες σκέψεις πέρναγαν από το νου του. Ένιωσε ένα αδύναμο ρίγος στο κορμί του, προσπαθώντας να προσδιορίσει τι ήταν αυτό που δεν πήγαινε καλά με τον πατέρα του, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα ότι αυτό που συνέβαινε ήταν κάτι το ασυνήθιστο. Ο χρόνος επιστροφής του από το συνηθισμένο στήσιμο στις παγίδες διαρκούσε αφύσικα πολύ.
Ανακάθισε κι έψαξε εναγωνίως με το βλέμμα την ρεματιά, γυρεύοντας ένα σημάδι που θα του έδινε απαντήσεις. Αγνάντευε μέσα απ’ το διάσελο αλλά δεν υπήρχε καμία κίνηση γύρω του. Έβαζε πολλά με το νου του, τρόμαζε στην ιδέα μήπως είχε κάτι κακό συμβεί, μαύρες σκέψεις πλημμύριζαν το μυαλό του, η καρδιά του φτερούγιζε, το σώμα του τσίτωνε, γύριζε πέρα δώθε, δεν μπορούσε άλλο να περιμένει, η νύκτα άρχισε ν’ απλώνει το μαύρο της πέπλο της ολόγυρα.
Φόβοι τον κυριεύουν ακατανίκητοι, νοιώθει σαν τρομαγμένο σπουργίτι. Το θρόισμα στις φυλλωσιές των δέντρων, το ημίφως του φεγγαριού, απελευθερώνει και εξάπτει τη φαντασία του. Σαν να είδε αγνάντια του τα αερικά και τα δαιμόνια του έξω κόσμου να διαβαίνουν άυλες σκιές, όλο αυτό το μυστηριώδες πλήθος που δίνει ζωή τις νύχτες τις σκοτεινές στους λόφους και στις κοιλάδες να κυκλοφορούν γύρω τους, μορφές αλλόκοτες, αέρινες ανατριχίλες.
Ένα στοιχειό να πηδά εδώ κι εκεί κάτω από τους βράχους και να τρέχουν πίσω του αερικά, νεράιδες, και περιπλανώμενα εξωτικά. Πνεύματα λευκά που πετούσαν στον αέρα και μεταμορφώνονταν σε μαύρα συννεφάκια εμπρός από το φεγγάρι. Μα μπορεί να ‘ναι και ψευδαίσθηση του που του δημιουργεί η ανταύγεια του φυσικού τοπίου σκέφτηκε στο φως του φεγγαριού. Η νύχτα είχε προχωρήσει και οι βράχοι ξεχώριζαν μόνο από το φως του φεγγαριού όταν δεν είναι εντελώς κρυμμένο από τα σύννεφα. 
Καμιά ζωή ολόγυρα. Πλήρης ερημιά. Ξεσπάει τρομαχτικό μπουμπουνητό, πέφτει πυκνό σκοτάδι, αλλάζει ο τόπος.
Μες στις αστραπές και τις βροντές ξεκρίνει καθαρά τους δίδυμους βράχους, και τα κάθετα βράχια του έμοιαζαν τώρα με μαρμάρινους πύργους. Τους κοίταζε με βλέμμα προσηλωμένο σαν να μην μπορούσε να ξεχωρίσει αν ήταν βράχοι η πύργοι που κρύβονταν δράκοι. Φυσάει ο άνεμος και τα δένδρα της ρεματιάς τρέμουν και ψιθυρίζουν θορύβους όλο μυστήριο που έμοιαζαν να βγαίνουν μέσα από την ίδια τη γη σαν φίδι που ζει και σέρνεται πάνω στην λασπώδη άμμο και χαλικώδη βυθό της ρεματιάς.
Μέσα στο κλίμα της παρατεταμένης προσοχής, ο παραμικρός θόρυβος γιγαντώνεται, το τρίξιμο στα κλαδιά του πλάτανου του προκαλεί ταραχή ίση µε το χτύπημα κεραυνού και κάθε λεπτό της ώρας περνάει µε ταχύτητα σαλιγκαριού.
Νιώθει αιχμάλωτος της αναμονής, δεν μπορεί να πάει πουθενά, δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο από το να περιμένει επινοώντας τρόπους να περάσει την ώρα του. Κρατά την αναπνοή του μισό λεπτό κι ύστερα, ξεφυσώντας, πήρε μια βαθιά ανάσα, ίσιωσε το βλέμμα μπροστά κοιτάζοντας στον άδειο χώρο επίμονα, προσπαθώντας να κατανικήσει έναν ακατανόητο φόβο και μια περιρρέουσα αίσθηση απειλής που κορυφώνεται και ταυτόχρονα γίνεται ο εφιάλτης του ότι τίποτα και κανένας δεν μπορεί να τον σώσει, όταν το «κακό» εισβάλλει από παντού γύρω του.
Ένας κόμπος του ’έκλεινε το λαιμό, καθώς συλλογιζόταν πως θα ήταν αν συγκέντρωνε το θάρρος να διασχίσει την ρεματιά να φύγει μόνος να γυρίσει στο δρόμο που οδηγούσε στον οικισμό, και να ζητήσει βοήθεια. Δεν τολμούσε...
Ο χρόνος κυλούσε κι αυτός έμενε πάντα εκεί ακίνητος σαν άγαλμα αναποφάσιστος. Σιγαλιά! Όλο εκείνο το μυστηριώδες πλήθος από σκιές που δίνει ζωή στους λόφους και στους βράχους αλαργεύουν, τ’ όραμα αραιώνεται κι αφανίζεται. Οι θόρυβοι ακούγονται πια πολύ απόμακρα, σα το βουητό της μέλισσας.
Κάποια βήματα που πλησίαζαν τον έκαναν να σηκώσει τα μάτια και επιτέλους και το βλέμμα του πέφτει στο λευκό φως που άστραψε μέσα από τη ρεματιά, ο φωτεινός φακός του πατέρα του έλαμψε ζωηρά, μέσα από τις πρώτες συστάδες από τις άγριες χαμηλές βατομουριές, και τα ασημί βούρλα γυάλιζαν στο φως του φαναριού σαν υδάτινες κλωστές στην αριστερή πλευρά του πλάτανου.
Τα βήματα ακούγονταν πιο καθαρά πια σαν βήματα αγγέλου που τρέχει να αναγγείλει τα χαρμόσυνα μηνύματα. Αυτός όμως έμενε ακόμη εκεί και περίμενε ακίνητος. 
Στο μανδύα της καταχνιάς και της δρόσου το περίγραμμα του κορμιού ήταν θαμπό, αλλά τα χαρακτηριστικά του ήταν τα χαρακτηριστικά του πατρός του που στο φως του φεγγαριού, τον βλέπει ν’ ανηφορίζει με γοργές δρασκελιές κοντά του. Αντικρίζει τη ματιά του γεμάτη φροντίδες και στις λιγοστές ρυτίδες πάνω στο πρόσωπο του διαβάζει την κούραση, και μια φλόγα να σιγοκαίει πίσω από καλοσυνάτα μάτια, που τον έκαναν να μοιάζει με τους παλιούς δασκάλους.
Ένα αίσθημα ανακούφισης διαπέρασε τις φλέβες του και άστραψε μέσα του.. Τώρα μπορούσε να αναπνεύσει ελευθέρα. Η ψυχή του ημέρεψε στη θαλπωρή εκείνη, βούλιαξε σε μια νάρκη όλο γλυκύτητα. Μισόκλεισε τα μάτια του, κι ένιωσε το φως του φαναριού ν’ αφήνει στα βλέφαρα του ένα χάδι.
«Πατέρα! Εδώ είμαι! Πατέρα!» του φώναξε....
Η βροχή είχε από νωρίς σταματήσει αλλά από τις φυλλωσιές του πλάτανου συνέχιζαν ακόμη να πέφτουν μια μια σταλαγματιές βροχής γύρω του.
«Φοβήθηκα που άργησες πατέρα». Είπε.
Τα χαρακτηριστικά του πατέρα του τη μια φωτίζονταν και την άλλη ξεθώριασαν στο σκοτάδι, όταν τα κινούμενα σύννεφα έκρυβαν το φεγγάρι.
«Ήταν πιο δύσκολο απ' ότι περίμενα». Του δήλωσε ο πατέρας του φτάνοντας δίπλα του κοντά-ανασαίνοντας και σκουπίζοντας το μέτωπό του. Με μια χειρονομία γεμάτη κατανόηση άπλωσε με στοργή και ακούμπησε το χέρι πάνω στο κεφάλι του.
«Αγόρι μου όλα είναι καλά, πάψε τώρα ν’ ανησυχείς», του είπε.
Αυτός έτρεμε και ψέλλιζε, περισσότερο από τη χαρά και τη συγκίνηση για το καλό τέλος, παρά από τον φόβο του.
«Λυπάμαι που έμεινες μόνος στον ερχομό της νύκτας. Έλα ώρα να πάμε πίσω στο σπίτι».
Ξεκίνησαν με βήματα γοργά για την επιστροφή στον οικισμό, η μητέρα του αφόρητα θ’ αγωνιούσε κ’ αυτή, καθώς τους περίμενε να γυρίσουν, ήταν πρόκληση η αργοπορία τους. Το κρύο γλιστρούσε μέσα στα ρούχα του και τον τρυπούσε ως το κόκαλο. Απορούσε πώς άντεχε ο πατέρας του, με τη σχετικά ελαφριά για τις συνθήκες ενδυμασία του, τελικά ίσως να ήταν πιο ανθεκτικός απ’ ότι νόμιζε, στους τριάντα χειμώνες του.
Όταν επέστρεψαν βρήκαν τη μητέρα τους να τους περιμένει στην εξώπορτα κρατώντας το φανάρι στο χέρι. Άνοιξε την αγκαλιά της και έκρυψε μέσα το παιδικό κεφάλι του. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε από τα σωθικά της, βγάζοντας τη συσσωρευμένη αγωνία της.
Όταν η γαληνή πλημμυρίζει τις αναστατωμένες ψυχές, είναι σαν το νερό που πέφτει πάνω στη χέρσα γη και την κάνει να βλαστήσει.
Στη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας, είναι αλήθεια ότι δοκίμασε πολλές φορές πλούσια γεύματα απ’ το κυνήγι. Πάντα όμως ξυπνούσε μέσα του ο ίδιος βαθύς πόνος και η σιωπηλή οδύνη που ένοιωθε κάθε φορά που επέστρεφε ο πατέρας του από το κυνήγι, γιατί δεν άντεχε να βρίσκεται αντιμέτωπος με τα άψυχα θηράματα. Το θεωρούσε βάρβαρη εξόντωση, που καλλιεργεί τη βία στη φύση και στη ζωή. Από τις πιο ακριβές αναμνήσεις της ζωής του είναι οι φορές, όπου τον έπαιρνε μαζί του ο πατέρας του στο κυνήγι και τον μάθαινε να μαζεύει μανιτάρια, βρούβες, βολβούς, οβριούς και άγρια σπαράγγια.
 
Web Informer Button