ADS

click to open

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

Erotiki Mythoplassia II: (Part.. 2)

..Τελειώνοντας την πρωινή τηλεφωνική συνομιλία με την φιλενάδα της την Ελπινίκη και κλείνοντας το τηλέφωνο η Εριφύλη συνεχίζει την ονειροπόληση της μηρυκάζοντας τα βραδινά σεξουαλικά όνειρα της. Ουδόλως αισθάνθηκε αυτό το τηλέφωνο να την βοήθησε στη μείωση της σεξουαλικής διάθεσης και στη χαλάρωση της επιθυμίας για σεξ. Να αισθάνεται καλύτερα μειώνοντας τη φυσιολογική της αγωνία για την κατάσταση της! Τουναντίον οι ερωτικές φαντασιώσεις της συνέχισαν να πρωταγωνιστούν στο μυαλό της και την οδηγούσαν σε συνεχή ερωτική διέγερση και οι σκέψεις ξετυλίγονται μέσα της σαν ένα εντυπωσιακό πολύχρωμο κουβάρι και ταξιδεύουν στο μυαλό της σαν ερωτικοί ψίθυροι. Αναλογίστηκε ότι υπάρχουν ορισμένες επιθυμίες στη ζωή που δεν μπορούμε με ευκολία να τις ελέγξουμε και θέλει πολύ θάρρος και ικανότητα να αρνηθούμε να τις αποδεχθούμε και είναι πολύ δύσκολο να είμαστε σε θέση να τις ξεπεράσουμε. Σε κάποιες επίπονες επιθυμίες, το να τις αποδεχθούμε ως μέρος της πραγματικότητας μας ίσως είναι ο μόνος τρόπος για να τις ξεπεράσουμε. Εάν αρνηθούμε να αποδεχθούμε την πραγματικότητα ως έχει, οι επιθυμίες μας αυτές μπορεί να μετατραπούν σε ανυπόφορη κατάσταση, και να είναι πολύ πιο δύσκολο να τις αντέξουμε. 
Η Εριφύλη είναι παντρεμένη εδώ και μερικά χρόνια με έναν πραγματικά εξαιρετικό και καλοβαλμένο άντρα, εμφανίσιμο, χτίζοντας μια πολύ όμορφη ζωή μαζί του και μια αξιοζήλευτη οικογένεια, έχοντας και δύο υπέροχα παιδιά! Η ίδια βρίσκεται στον ανθό της ομορφιάς της, επισκέπτεται το γυμναστήριο ανελλιπώς, και όπως κάθε σύγχρονη γυναίκα σήμερα δεν παραλείπει να γυμνάζεται τακτικά και έτσι καταφέρνει να διατηρεί σε άψογη φυσική κατάσταση τη σιλουέτα της! Τον Νικηφόρο τον αγαπά, αλλά τούτες τις στιγμές νιώθει ότι της λείπει αφόρητα και η σεξουαλική μοναξιά της κτυπάει την πόρτα της με θόρυβο, και μπαίνει στη ζωή της και με περισσή ευκολία που απειλεί τη σχέση τους. Ποθεί και επιθυμεί την παρουσία του γιατί μαζί με την απουσία του απουσιάζει και το σεξ και δεν είναι κάτι το οποίο μπορεί να το αγνοήσει. Έρχονται έντονες στιγμές, όταν ο Νικηφόρος απουσιάζει τακτικά στο κυνήγι της οικογενειακής τους ευμάρειας που αναζητά τη σεξουαλική της ικανοποίηση μέσω της σαρκικής επαφής τους και η Εριφύλη αρχίζει δειλά-δειλά να «υποφέρει», αφού οι σεξουαλικές επαφές τους αραιώνουν δραματικά αλλά οι ορμές της αναζητούν σεξουαλική ανταπόκριση και διέξοδο. Εκείνες τις μοναχικές της ώρες που το μυαλό της και κορμί της αναζητά το σύντροφο της, ζει σεξουαλικά όνειρα με ηδονικές σκέψεις και εικόνες στον προσωπικό της μικρόκοσμο αν και περιτριγυρίζεται από την οικογένεια της, φίλους και συγγενείς.
Η Αλήθεια είναι πως όταν ο Νικηφόρος της γυρίζει από τα ταξίδια του βγάζει πολύ όρεξη για σεξ, έχει ατελείωτη καύλα περνάνε υπέροχα με τη σεξουαλική απόλαυση στο κρεβάτι και προφανώς, όλα λειτουργούν σωστά. Μάλιστα βρίσκει ότι ο Νικηφόρος της είναι πραγματικά προικισμένος με «προσόντα» ικανός και δραστήριος εραστής και αυτό την ικανοποιεί πλήρως. Ευχαριστιέται το σεξ όταν την γεμίζει βαθιά μέσα της. Θυμάται τις τελευταίες σεξουαλικές επαφές πριν φύγει ο Νικηφόρος για ταξίδι που δεν ξέρει πως να το περιγράψει αυτό που έζησε. Η επαφή τους αυτή έδωσε και στους δυο αρκετές στιγμές έρωτα και ηδονής. Βλέπει την εικόνα τους μπροστά της αυθάδικη και απρόσκλητη στο μυαλό της, αγγίζει τα σπλάχνα της και κάνει τις αισθήσεις της να λειτουργούν και να καταφέρνουν να μαλακώνουν τις άμυνες της. Όταν αυνανίζεται τον σκέφτεται ακόμα γιατί της λείπει η αίσθηση του να είναι αυτός μέσα της. Σήμερα παραδέχεται πως της λείπει αυτή η απόλαυση. Της λείπει πολύ. Υπάρχει ένα αδιέξοδο, ένα κενό, μια δυσάρεστη και οδυνηρή απουσία κάποιες στιγμές στη σεξουαλική της ζωή! Στιγμές  σαν αυτές που έζησε μαζί του πριν φύγει ο Νικηφόρος της για τα ταξίδια του και θέλει να τις ξαναζήσει. Αρχίζει να αναπολεί και να αποζητά τις προηγούμενες σεξουαλικές της στιγμές με το Νικηφόρο της, νοσταλγώντας τις γεμάτες πάθος στιγμές τους. Αυτές οι σκέψεις την ωθούν να καταγράφει τις πιο βαθιές και σκοτεινές σεξουαλικές φαντασιώσεις στο μυαλό της, τώρα που ο όμορφος άνδρας της δεν είναι εκεί να την ικανοποιεί!
.....Είμαστε ξαπλωμένοι αγκαλιά, εκείνος ανάσκελα να με κρατάει στο πλάι του, εγώ τον χάιδευα απαλά σε όλο του το σώμα. Ήμαστε χαλαροί και αμίλητοι και απολαμβάναμε, εκείνος μεν τα χάδια μου κι εγώ την αίσθηση του αντρικού κορμιού στο πλευρό μου, δικό μου. Ταξίδευα τα χέρια μου γύρω γύρω στην κοιλιά του, μετά ανέβαινα στο στήθος, έμπλεκα τα δάχτυλά μου στις τρίχες του, έτριβα τις θηλές του και μετά ακόμη πιο πάνω, στο λαιμό του, στο πρόσωπό του, άγγιζα τα χείλη του με τα ακροδάχτυλα μου κι εκείνος τα φιλούσε και μετά πάλι κάτω μέχρι την κοιλιά του χαμηλά, τους βουβώνες και φευγαλέα από το χαλαρό πούτσο του, που αναπαυόταν πάνω στον μαλακό σάκο με τα ακίνητα μπαλάκια του. Γρήγορα βρεθήκαμε και οι δύο να θέλουμε περισσότερα, εγώ προσφέρθηκα να τον περιποιηθώ με τα χάδια μου όπως εγώ ξέρω, κι εκείνος άλλο που δεν ήθελε.
Ένιωθα σαν μια γκέισα που περιποιόταν τον πελάτη της, σαν μια σκλάβα που έδινε ηδονή στον πασά της.
«Πες μου για τις προηγούμενες γυναίκες που γνώρισες στα λιμάνια...» τον παρακάλεσα ψιθυριστά.
«Ε;» μουρμούρισε εκείνος ξαφνιασμένος, σαν να έβγαινε από βαθύ λήθαργο.
«Πες μου τι κάνατε στο κρεβάτι, θέλω να ακούσω», επέμεινα χωρίς να σταματήσω να τον μαλακίζω. Κάθισα πιο αναπαυτικά στο πλάι του κι εκείνος απλώνοντας το χέρι του στο μουνί μου, άρχισε να το χαϊδεύει και να το μαλάζει.
«ΟΚ, αφού το ζητάς θα σου πω για τη Θεσσαλονικιά στο λιμάνι του Ρότερνταμ», μου είπε μετά από ένα λεπτό σκέψης. Η «Θεσσαλονικιά» ήταν μια τριαντάρα, με την οποία εκείνος είχε σχετιστεί αμέσως πριν από εμένα, μια γυναίκα που τον είχε συγκινήσει πολύ με το πάθος της.
Έγινα μια έκφυλη που ήξερε να γαμιέται και να χαρίζει μαγική ηδονή στον άντρα μου, που του έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένη στη θύμηση. 
Μείναμε αγκαλιασμένοι, μέχρι να ξαναβρούμε το κουράγιο μας. Ήμαστε βυθισμένοι σε πλήρη μακαριότητα. Μου χάιδεψε το πρόσωπο και τα μαλλιά. «Πάμε στο μπάνιο;» με ρώτησε γλυκά, όλο νόημα. Του χαμογέλασα. «Πάμε...» Σηκωθήκαμε και πήγαμε στο μπάνιο πιασμένοι χέρι χέρι. 
......Στη συνέχεια οι σκέψεις της πλημμυρίζουν από μια ενοχική εμμονή: Γιατί, ενώ είναι παντρεμένη, βασανίζεται με τη σκέψη κάποιου άλλου άντρα και όλο αυτό χωρίς να το επιδιώκει, μόνο και μόνο επειδή κοιταχτήκανε πολλές φορές στα μάτια; Τυχαία, δεν γνωρίζει! Αισθάνεται ενοχικά, αλλά δεν βγαίνουν από το μυαλό της οι ματιές του! Και εκτός αυτού, λέει μέσα της για να νιώσει καλά με τον εαυτό της: «μην κάνεις έτσι, παντρεμένη είσαι, όχι πεθαμένη!» Και η Εριφύλη σήμερα ονειρεύεται! Ονειρεύεται πως θα είναι το πρώτο της παράνομο ερωτικό ραντεβού σαν ένα σύμβολο εξέγερσης και με δυνατά αισθήματα ενοχής, που έρχεται να ταράξει την ήρεμη οικογενειακή ζωή της και βιώνει το όνειρο της σαν πραγματικότητα. Το όνειρο την προειδοποιεί ότι ο ήρεμος οικογενειακός της ορίζοντας κρέμεται από μια κλωστή με την εμφάνιση του λάγνου εραστή στα όνειρα της που προσπαθεί να την πείσει να εγκαταλείψει τις ηθικές αρχές και πεποιθήσεις της. Ο Εραστής του ονείρου της είναι ο άνδρας του ρεστοράν και είναι πολύ πειστικός που της είναι αδύνατον να μην υποκύψει στην σεξουαλική επιρροή του. Τον φαντάζεται άνδρα με τα όλα του, λάτρη της σαρκικής ηδονής που ψάχνει αφορμές να την παρασύρει στα δίχτυα του και σε σεξουαλικές αταξίες, όταν σβήνει το φως της κρίσεως, που διαχωρίζει το φανταστικό από το πραγματικό. Η Εριφύλη χωρίς ενδοιασμούς πλέον, μέσα στο όνειρό της, νιώθει απερίγραπτη χαρά, ευφορία και ένα μοναδικό συναίσθημα απόλυτης ελευθερίας. Τα αισθήματα αυτά εξακολουθούν να την πλημμυρίζουν όταν πραγματικά ξυπνάει λίγο αργότερα στο κρεβάτι της, έχοντας την επίγνωση ότι μόλις έζησε μια μοναδική εμπειρία, ένα όνειρο, κατά τη διάρκεια του οποίου ήξερε ότι, ονειρευόταν και ότι όλα αυτά συμβαίνουν μόνο στη φαντασία της. Με αυτή την επίγνωση Εριφύλη απαλλαγμένη από τις φοβίες και τις ανησυχίες της, αναφωνεί: «Μα ήταν υπέροχο! Ονειρευόμουν! Δεν διατρέχω κανέναν κίνδυνο!» Και όμως διατρέχει διότι δίχως ανούσιες εικόνες και πολύπλοκες σκέψεις το όνειρο κατορθώνει να σηκώσει το χαλάκι που τοποθετεί στο κέντρο της καθημερινής της ζωής και να ξεσκεπάσει τα απόκρυφα μυστικά τις μύχιες επιθυμίες και τους αδήλωτους φόβους της και να της μιλήσει για εκείνα που επιθυμεί και που φοβάται να δοκιμάσει. Να ζήσει το σεξ που ονειρεύεται, κι όχι να το στερείται λόγω ιδιαίτερων συνθηκών.
Συνήθως, ένα καλό όνειρο συγκινεί ή και συναρπάζει, αλλά δεν διαρκεί. Είναι σαν μια πρέζα αλάτι σε ένα ποτήρι νερό: Όπως λιώνει και χάνεται στο νερό το αλάτι, έτσι το όνειρό φεύγει, ξεχνιέται. Υπάρχουν όμως κι εκείνα τα όνειρα που διαρκούν, γίνονται πρόκληση και προοπτική. Η Εριφύλη  ψάχνει να βρει την πηγή της ηδονής που θα την ηρεμήσει. Να συναντήσει τον άνδρα που θα σβήσει τις φωτιές της. Δυναμικός, αποφασιστικός και πάνω από όλα ουσιαστικός και ο Αρχιτέκτονας της φαντάζει ότι είναι ο ιδανικός εραστής που θα σβήσει κάθε ερωτική της «φωτιά».
Σε μια τέτοια ονειροφαντασία της η Εριφύλη και η κολλητή της Ελπινίκη συνάντησαν τον Αρχιτέκτονα για μια παράνομη συνεύρεση. 
Αναλογίζεται πως μια παντρεμένη γυναίκα, όταν κρυφά ονειρεύεται απαγορευμένες απολαύσεις και έχει την επιθυμία να βρει σεξουαλική ευχαρίστηση έξω από το σπίτι της σημαίνει μυστικά ραντεβού και ότι θα αναγκαστεί να παραμελήσει τις ηθικές της αρχές, και να συνεχίσει τη ζωή της, κρατώντας καλά κρυμμένο το μυστικό της «παράνομης» σχέσης, που δεν πρέπει να βγει στην επιφάνεια. Και το κυριότερο απ’ όλα είναι να προστατεύσει τα συναισθήματά της, αλλά και τα συναισθήματα αυτών που αγαπά. πρέπει λοιπόν να κρατήσει τα συναισθήματα της έξω από την παράλληλη σχέση της. Δεν θα πάει μαζί του για να αντικαταστήσει το Νικηφόρο της, αλλά για να καλύψει ένα σεξουαλικό κενό της. Δεν θέλει να ακούσει ούτε να λύσει τα προβλήματά της αυτό που θέλει είναι να περάσει καλά και να είναι πολύ διακριτικός για να μην την εκθέσει. Άλλωστε δεν θα τον παντρευτεί. Κι αυτό προϋποθέτει να διακρίνει και να τηρεί αυτές τις διαχωριστικές γραμμές και να είναι διαρκώς σε επαγρύπνηση, να μην παρασύρεται σε παρορμητικές ενέργειες και να προσέχει κάθε της βήμα να ακολουθεί κάποιους κανόνες για να μην υπάρξουν δυσάρεστες συνέπειες για κανέναν.  Οπότε ένας καλός εραστής είναι  αυτός που όταν τον θελήσει μια γυναίκα που έχει σταθερή σχέση, μια μητέρα και σύζυγος, και δεν βρίσκει εύκολα ελεύθερο χρόνο να είναι διαθέσιμος όταν τον αναζητήσει. Ένας καλός εραστής αποτελεσματικός και χρήσιμος με διάθεση να της προσφέρει εκρηκτικές σεξουαλικές ηδονές πρέπει να προσαρμόζεται στο πρόγραμμά της, ακόμα κι αν αυτό προβλέπει αξημέρωτα ραντεβού, αμέσως μετά την αναχώρηση του σχολικού. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι το παράνομο ζευγάρι δε θα βρίσκεται οπότε θέλει παρά μόνο όταν το επιτρέπουν οι συνθήκες. «Άλλωστε ο καλός εραστής εμφανίζεται μόνο όταν το θέλουμε εμείς οι γυναίκες.» 
Η Εριφύλη λοιπόν έχει αποφασίσει πως θέλει να το κάνει το έγκλημα και να αποκτήσει εξωσυζυγική σχέση χωρίς όμως δυσάρεστες συνέπειες  στο στεφάνι της. Πως το αποφάσισε; Τι της έδωσε το θάρρος να το αποφασίσει, να κερατώσει τον Νικηφόρο με την ελπίδα χωρίς να τη «πιάσουν». Υπάρχει μια ένταση στο μυαλό της και αναζητούσε έναν οδηγό επιβίωσης, έναν οδηγό επιτυχίας για άπιστα θηλυκά που αναζητούν τον απαγορευμένο παράδεισο. 
Πρώτον ο ερωτικός της στόχος της δεν έχει καμία σχέση με το περιβάλλον τους. Ταυτόχρονα για το πονηρό ραντεβού της δεν είναι ανάγκη να φροντίσει να βρει μια καλή και πιστευτή δικαιολογία για την έξοδο και απουσία της από το σπίτι. Δεν είναι απαραίτητο να καταφύγει στην εφεύρεση κάποιας φανταστικής φίλης που βγαίνει μαζί της και θα μπορούσε να τη καλύψει. Και αυτό διότι η φίλη της η η Ελπινίκη, η κολλητή στο σενάριο της εξόδου είναι η πιο κατάλληλη για να βρουν εύκολα μια αληθοφανή δικαιολογία, και με την ταυτόχρονη παρουσία τους γίνεται εύκολο να καλύψουν τα παράνομα ίχνη τους. Δικαιολογούσε δε τον εαυτό της ότι κάνει τη μισή αμαρτία. Την άλλη μισή την φορτώνεται η ερίτιμος φιλενάδα της. Τώρα εάν μπορούσε να της την φορτώσει και όλη την αμαρτία και να γευτεί και την ηδονή στα σκέλια της χωρίς ενοχές θα ‘ταν το τέλειο έγκλημα.! 
«Εντάξει ρε Ελπινίκη μην το μαλώνεις το κορίτσι, να ελαφρύνει την κατάσταση προσπαθεί, προσδοκώντας να πάρει περίσσιο θάρρος. Το κορίτσι έχει κάνει επιλογή ήδη, την διαχείριση αυτής ψάχνει.». 
Και δεύτερον τώρα που αρχίζουν τα δύσκολα αυτό που της δίνει το απαραίτητο θάρρος και τα κίνητρα ώστε να ξεκινήσει τις ερωτικές της ατασθαλίες και τα κρυφά συναπαντήματα ήταν η γνωστή και αξιότιμος κυρία Κλεοπάτρα. 
Διαβατήριο για την Εριφύλη να αποφασίσει τις ερωτικές ατασθαλίες ήταν τα σεξουαλικά κατορθώματα που καταλόγιζαν στην επιρρεπή σε ερωτικές ατασθαλίες κυρία Κλεοπάτρα μία ωραία γυναίκα τριάντα χρονών με τρομερά στητά βυζιά, και πολύ καυλιάρικο πρόσωπο. Η Κλεοπάτρα δεν ήταν από τις γυναίκες που περιόριζαν την έντονη επιθυμία της για σεξουαλική δραστηριότητα. Η Εριφύλη στα συνηθισμένα κους-κους στις παρέες της, με υπονοούμενα και καυστικά σχόλια, στα όρια των μπηχτών έχει ακούσει πως και μετά το γάμο της υπήρξαν κι άλλοι άντρες στο κρεβάτι της. Ήταν ένα θέμα που είχε συζητηθεί αρκετές φορές και δεν είχε αμφισβητηθεί και όσο στο τέλος της ημέρας μάθαινε η Εριφύλη τα ερωτικά κατορθώματα της Κλεοπάτρας, με κρυφή ζήλια τη θαύμαζε για το θάρρος της.
 «Γυναίκα ναυτικού και αυτή. Ξέρει καλά τον άντρα και ήταν να μη γίνει η αρχή. Οι φαρμακόγλωσσες λένε πως τα σεντόνια του κρεβατιού της φροντίζει να τα έχει πάντα ζεστά. Κάτι έχει πάρει κι εμένα το μάτι μου απ' τα κατορθώματα της. Λένε πως έχει δει πολλές ψωλές από  κοντά! Μωρέ καλά κάνει, όχι σαν εμένα που μαράζωσα απότιστη. Σε λίγο θα στεγνώσω…» Αυτός ήταν ο εσωτερικός της μονόλογος αναζητώντας βοήθεια να ξεφύγει από τις ένοχες σκέψεις της για να νιώσει καλύτερα και να μην πάρει αποφάσεις που μπορεί να κάνουν τα πράγματα χειρότερα συνολικά και μακροπρόθεσμα. Ανατρίχιασε φοβισμένη και κρύφτηκε κάτω από το δροσερό μπουρνούζι της πιστεύοντας ότι προστατεύει τις πρόστυχες σκέψεις της από τους περίεργους. 
Η Κλεοπάτρα έχει πολύ καλή φιλική σχέση με μια κολλητή της Ελπινίκης με αποτέλεσμα η Ελπινίκη να μαθαίνει αρκετά απ' τα ερωτικά μυστικά κατορθώματα της Κλεοπάτρας. Και ως είθισται τα μυστικά που τα ξέρουν δυο τα ξέρει ο κόσμος όλος. 
Μέχρι τη Μάλτα έφτασε η χάρη της Κλεοπάτρας για να γιορτάσει τη γιορτή της γυναίκας παρέα με τον τελευταίο επιβήτορα. Ζήτησε χάρη από το σύζυγο που βρισκόταν σε κάποιο λιμάνι του Περού να της στείλει έχτρα εισόδημα να πάει μια μικρή εκδρομούλα να συνέλθει ψυχολογικά διότι τον τελευταίο καιρό ένιωθε πολύ πιεσμένη, ένιωθε ότι έχει ανάγκη από ένα διάλειμμα να βοηθήσει τον εαυτό της.
 Ήταν βλέπεις και αυτό το ρεμάλι ο επιβήτορας που και αυτός τελευταία είχε στεγνώσει οικονομικά και δυσκολευόταν να την συνδράμει, τουναντίον της είχε γίνει βδέλλα και η Κλεοπάτρα αναζητούσε ευκαιρία να του δώσει τα παπούτσια στο χέρι.
Θέλεις ο κερατωμένος σύζυγος γιατί όντως πολύ την αγαπούσε και την νοιαζόταν, θέλεις γιατί κ’  αυτός τις ώρες εκείνες εκτελούσε ακούραστα και ηδονικά ατασθαλίες ερωτικές, τρυγώντας και απολαμβάνοντας τους ζουμερούς χυμούς, τρυφερής και όμορφης νεαρής κρεολής με το κεφάλι του χωμένο μες στα σκέλια της. Απλόχερα με ευαισθησία και αγάπη συνέδραμε «τα μάλα» για την ψυχολογική θεραπεία αποτοξίνωσης της αξιότιμης συμβίας του. Βλέπεις η συμβία του τυγχάνει απαιτητική και ενθουσιώδης στο να εκτελεί σωστά τη θεραπεία της και αυτό στοιχίζει κάτι παραπάνω.
Με τον ανυπόφορο πλέον εραστή της μερίμνησε η θεία πρόνοια να τον ξεφορτωθεί! Η τύχη και οι συγκυρίες έγιναν σύμμαχοι της. Στο παρά πέντε υπήρξε ένα μικρό ατυχές γεγονός που ανατρέπει τα σχέδια τους.  Ο επιβήτορας είχε ασθενές καρδιακό επεισόδιο και αδυνατούσε να συνοδέψει την ερίτιμο Κλεοπάτρα στο μαγευτικό τους ταξίδι. 
Η Ελπινίκη αδυνατεί να πιστέψει τις φήμες ότι το συμβάν έλαβε χώρα κατά τον χρόνο που ο επιβήτορας εκτελούσε με ενθουσιασμό τα καθήκοντά της ερωτικής συνεύρεσης προς σεξουαλική ικανοποίηση της ερωτικά άπληστης Κλεοπάτρας. 
Φυσικά η Κλεοπάτρα όχι μόνο δεν πτοήθηκε από το ατυχές συμβάν απεναντίας μάλιστα ένοιωσε ζωηρή ανακούφιση που επιτέλους έβρισκε την ευκαιρία να ξεκολλήσει τη βδέλλα από πάνω της.
Ο τύπος της λέει λυπάται πολύ που δεν θα πάνε αυτό το ταξίδι και της υπόσχεται πως το επόμενο θα προγραμματίσει να είναι πιο συναρπαστικό.
«Θα πάω», είπε η Κλεοπάτρα. «Το έχω ανάγκη».
Την κοίταξε λοξά με την άκρη του ματιού και δείχνει μια δυσαρέσκεια, καχυποψία και μουρμούρισε κάτι που όμως η Κλεοπάτρα δεν κατάλαβε.
«Δεν καταλαβαίνω την εμμονή σου μ’ αυτό το ταξίδι», είπε. «Μήπως θέλεις να χωρίσουμε και δεν ξέρεις πώς να μου το πεις;»
Η Κλεοπάτρα άφησε την ερώτηση να αιωρείται μετέωρη, για να μην εκδηλωθεί το πόσο χαίρεται που τον ξεφορτώνεται και άνοιξε ορθάνοιχτα τα πανιά για το ταξίδι της αναψυχής της. «Ψηλά το κεφάλι, βαθιά ανάσα και πάμε. Η πολλή σκέψη βλάπτει όσο και η λίγη. Η ζωή είναι μικρή. Ας τολμήσουμε, πια, αυτό που ονειρευόμαστε και ας φάμε τα μούτρα μας!» Ξεκούραστη πλέον και ανανεωμένη μπορούσε να ενδώσει σε νέες ερωτικές περιπέτειες στην Πόλη της Μάλτας. 
«Δεν έγιναν άλλωστε τυχαία όλα αυτά και δεν μπορεί κάτι θα βρεθεί και για μας τις πεινασμένες.» σκέφτηκε. Άλλωστε είχε ντοκτορά στο να ανακαλύπτει ερωτικούς επιβήτορες και πως να προσελκύει έναν άντρα ως εραστή.
Όλα αυτά τα παραπάνω και αυτά που ακολουθούν η Κλεοπάτρα τα εκμυστηρεύτηκε μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια σε μια πολύ κολλητή της φίλη που συχνά κάνουν μαζί ατασθαλίες, ορκίζοντας την τάφος να γίνει μην τα μάθει κανείς και γίνει βούκινο στη γειτονιά. 
«Όχι πως δεν ήταν βούκινο. Φλασάρει από χιλιόμετρα κι ο κόσμος το έχει τούμπανο.»
Και ως συνηθίζεται πριν αλέκτωρ λαλήσει η κολλητή της φίλη τα λάλησε στην Ελπινίκη, η Ελπινίκη στην Εριφύλη και η Εριφύλη τα χρησιμοποίησε ως άλλοθι για να εξομαλύνει τις επιθυμίες και τις παρορμήσεις της ως κάτι το φυσικό και απολύτως φυσιολογικό που δεν οδηγούν αναπόφευκτα σε πράξεις. Αλλά η προσπάθεια να διαχειριστεί τις επιθυμίες και τις παρορμήσεις της είναι σα να προσπαθεί να εμποδίσει τη ροή ενός καταρράκτη και ενδεχομένως να καταλήξει σε υπερχείλιση του.
Η Κλεοπάτρα είπαμε ουδόλως είχε λυπηθεί δια την απρόσμενη απουσία του φίλου της. Τουναντίον όπως μετέφερε στη φίλη της. «Μια καλή ευκαιρία ήταν να τον ξεφορτωθώ τον μαλάκα. Τσιμπούρι μου ‘χε γίνει και να πεις ότι είχε και ικανότητες. Αυτός αγάπη μου είχε κάψει φλάντζες και ρετάριζε. Για να του σηκωθεί ο εργαλείο του χρειαζόταν υποστύλωμα και αν. Εμ το άλλο που το πας που είχε εθισμό στον τζόγο και στα καζίνο της Μάλτας σίγουρα θα τον έχανα.»
«Και πήγες μονάχη σου τελικά;»
«Ναι βρε καρδιά μου. Έκανα και την προσευχή μου να μου τύχει κανένα ωραίο παιδί και ταξίδεψα με βάρκα την ελπίδα. Tο να πληγωθείς θα είναι πάντα μέσα στο πλάνο. Το ζήτημα είναι εάν πιστεύεις ότι αξίζει να ρισκάρεις, να ζήσεις αυτό που πρόκειται να ξεκινήσεις, ακόμη και εάν το τέλος έρθει κάπως απότομα. »
«Και σου έτυχε;.»
«Ναι! Καλή μου! Να ξέρεις ότι υπάρχουν πολλοί θεοί. Η ζωή είναι μεγάλη και η ψυχή του ανθρώπου χωράει πολλούς θεούς. Ε, λοιπόν, οι προσευχές μου εισακούσθηκαν»
«Μη μου λες. Καλός-καλός;»
«Από τους Καλύτερους.»
«Σαν αυτούς που βλέπουμε και στον ύπνο μας!» 
«Άκου να ξέρεις, Χρυσή μου. Ο άνθρωπος στον ύπνο του φτιάχνει έναν κόσμο ψεύτικο, απατηλό, για να ξεφύγει απ’ τη μαρμάγκα, ζει μια άλλη ζωή. Γι’ αυτό σου λέω αυτός ήτανε πραγματική αγορίνα με σάρκα και οστά.»
«Ενδιαφέρον. Για λέγε-για λέγε. Έχεις και φωτογραφία του;»
«Έχω μία, να εδώ μαζί μου, βγήκαμε όλη η παρέα αγκαλιά το βράδυ που είχαμε πάει σ’ ένα κέντρο.»
Και η Κλεοπάτρα ξεδιπλώνοντας τη διάθεση της, αφηγείται με κάθε λεπτομέρεια τα όσα έχει βιώσει και απολαύσει στην ξένη αγκαλιά. 
Χρυσή μου ένα ταξίδι στη Μάλτα είναι συναίσθημα, είναι ευφορία είναι μια συναισθηματική κατάσταση ευχαρίστησης. Ναι όλα αυτά ένιωσα όταν βρέθηκα για μόλις τρεις ημέρες εκεί.
Και κάπου εκεί όταν ο ήλιος έχει βάλει τα πιο πορτοκαλί του χρώματα περπατούσαμε με την χαζοχαρούμενη φίλη μας στο παλιό λιμάνι πλάι στη θάλασσα, της προκυμαίας. Πιο πέρα, στα γαλαζοπράσινα νερά λικνίζονταν πολυτελή κότερα και μερικά ιστιοφόρα. Ομολογώ πως το λιμάνι δεν ήταν κάτι που με εντυπωσίαζε αλλά καθώς περπατάμε τον βλέπω μέσα από την αντηλιά, καθώς ο ήλιο να κοντεύει να βουτήξει στη θάλασσα και να πλημμυρίζει με αυτό το μαγικό του πορτοκαλί ότι υπάρχει γύρω μου.
Μπροστά μας ένα κάτασπρο αλιευτικό σκάφος ανοιχτής θάλασσας, αγέρωχο σαν αλμπατρός ετοιμάζεται να πλαγιοδετήσει στην Μαρίνα. Τον βλέπω να κατεβαίνει από το σκάφος στην προβλήτα να δέσει τον κάβο στην δέστρα. Το κάνει τόσο χαλαρά και άνετα, που θαυμάζω το λυγερόκορμο νεανικό κορμί του λες και μου μεταφέρει αυτή τη θετική του ενέργεια και μένα.
Οι σκέψεις με κατακλύζουν για λίγα λεπτά, χαμηλώνω το βλέμμα για να ελέγξω την ηδονική ένταση που πυροδότησε μέσα σου και όταν σηκώνω το κεφάλι ξανά συνειδητοποιώ ότι και η δική του η ματιά έχει πέσει επάνω μου. Ο σφυγμός μου επιταχύνεται καθώς κάνω έναν νοερό κατάλογο όλων των δυνατοτήτων που προσφέρει το σενάριο του μυαλού μου. Ο στιβαρός άνδρας να με κρατά στην αγκαλιά του. Είναι τόσο ερεθιστική η σκέψη μου, υπερβολικά ερεθιστική λες και έχει ήδη χωθεί μέσα μου. Καρφώνω τα μάτια μου επάνω του εκλιπαρώντας. Η απλή επιβεβαίωσή του είναι σαν παγωμένο ντους στη λίμπιντο μου. Μου χαμογελάει. Έχει σαγηνευτικό χαμόγελο. Τέλεια λευκά δόντια. Ρόδινα χείλη που έχουν μισανοίξει, ίσως προσκαλώντας με. Φαίνεται ότι είχε προσέξει ότι τον είχα φάει με τα μάτια μου τόση ώρα. Πρέπει και εγώ να ομολογήσω ότι τον κοίταζα σαν ξερολούκουμο. Ψηλός γύρω στο ένα και ενενήντα, με μαύρα μαλλιά και σκούρα μάτια. Όλα επάνω του τα έβρισκα ιδανικά. Τα βαθυκάστανα μάτια του μεγαλώνουν και με αιχμαλωτίζουν. Η σιωπή απλώνεται ανάμεσά μας καθώς κοιταζόμαστε.  
Είμαστε τόσο κοντά του όταν γυρίζω στην παρέα και ρωτώ την φίλη μας. «Πως είπαμε το λένε το κλαμπ του ξενοδοχείου που μας περιμένει το γκρουπ να ξεσαλώσουμε το βραδύ.» Την ρωτώ τόσο δυνατά ώστε να είμαι σίγουρη ότι με ακούει το πανέμορφο παλικάρι. Τα βλέμματά μας ενώθηκαν και πάλι τον κοιτάζω στα μάτια και τα δικά μου μάτια λένε. «Ενδιαφέρομαι!» Και του το δείχνω στη συνέχεια ότι είμαι διαθέσιμη αν το θέλει και αυτός.  
Ο ήλιος έχει αρχίσει να πέφτει και να δίνει μια γλυκιά πορτοκαλί απόχρωση στο τοπίο μπροστά μας και πίσω μας και όπως κρατούσα αφηρημένη το χέρι της χαζοχαρούμενης της λέω. «Έλα, πάμε φιλενάδα μας περιμένουν και έχουμε αργήσει.»
«Ποιοι μας περιμένουν;» μου λέει  το χαζό θηλυκό, και όταν επιτέλους πήρε χαμπάρι με ρωτάει. «Που μας περιμένουν;»
«Στο acqua mare bar» προσθέτω σ' έντονο τόνο συνεχίζοντας να τον κοιτώ στα μάτια. «Σε περιμένω» του ψελλίζω συνωμοτικά και του στέλνω ένα άηχο φιλί. 
«Ρε Κλεοπάτρα, πού πας να μπλέξεις πάλι βρε κορίτσι μου». Μου λέει η φίλη μας.
«Γιατί είναι κακό; Πού είναι το κακό να φλερτάρεις αν αυτό θέλεις και δεν κοροϊδεύεις κάποιον;  Ρωτάω με καλή πρόθεση, γιατί νομίζω ότι μυρίζω λίγο δίπολο αγίας-πόρνης.»
«Κλεοπάτρα θα με στείλεις αδιάβαστη! Δηλαδή το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι πως να πηδηχτείς.»
«Δηλαδή τι; Είμαι ρηχή που σκέφτομαι μόνο το σεξ και το αναζητώ κιόλας; Εσύ τι κάνεις δηλαδή στις κοινωνικές σου συναναστροφές, μιλάς αυστηρά για ποίηση και μεταμοντερνισμό;»
«Τελικά ήρθε ο γοητευτικός τύπος στο μπαρ;»
......Ναι ήρθε! Το τυχερό μου είχε συμβεί, γιατί ο Θεός φαίνεται με λυπήθηκε, τόσο καιρό που είχα να πάω με άντρα. Τον εντόπισα αμέσως  μόλις έκανε την είσοδο στο κλαμπ και προσευχόμουν να με προσέξει και εκείνος. «Ή θα ματιαστούμε, ή θα γνωριστούμε» είπα στον εαυτό μου. Καύλωσα μόνο που τον είδα να εμφανίζεται μέσα στο πλήθος του μαγαζιού που χαλαρώναμε και διασκεδάζαμε το ταξιδιωτικό γκρουπ. Επιβλητικός έβγαζε μια αρρενωπότητα ακαταμάχητη με βλέμμα που μαγνήτιζε τις θηλυκές παρουσίες. Όλα πάνω του τα έβρισκα ιδανικά.  Περιττό να συμπληρώσω ότι στην πραγματικότητα είχα νιώσει ένα ρίγος σε όλο μου το σώμα, ο πόθος μου είχε αρχίσει να φουντώνει επικίνδυνα, πονηρές σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου και αυτό ήταν μόνο η αρχή. Μετά από λίγη ώρα, με κέρασε ένα ποτό, μέσω ενός παιδιού του μαγαζιού, και με κάλεσε στο μπαρ που καθόταν, αν ήθελα. Χωρίς κανένα δισταγμό, μην θιχτούν οι άλλοι, έφυγα για το μπαρ που καθόταν. Έπρεπε να ευχαριστήσω και τον άνθρωπο που με κέρναγε.
Ήταν ο λοστρόμος στο μεγάλο ψαράδικο, ένας λυγερόκορμος είκοσι πεντάχρονος Σικελός από της Συρακούσες.  Πλήρωμα από το αλιευτικό ανοιχτής θαλάσσης, απ’ αυτά καλέ που ψαρεύουν ξιφίες οι Ιταλοί στα δικά μας νερά οι απατεώνες. Το σκάφος τους ανέμενε στην προβλήτα τη σειρά του για εργασίες συντήρησης και επισκευών στα ναυπηγεία της πόλις. Της Βαλέτα.
Ένας παίδαρος σου λέω. Μπουκιά και συχώριο που έλεγε και η συγχωνευόμενη η γιαγιά μου, με υπέροχο χαμόγελο και ματιά που υπόσχονταν τα πάντα!  Σίγουρα είχε έλθει κι αυτός να διασκεδάσει και να βρει και το διαθέσιμο θηλυκό όπως του είχα υποσχεθεί με τα μάτια.. Τόσες μέρες στη θάλασσα οι καύλες του είχαν κτυπήσει την κόκκινη γραμμή. Τα βλέμματα μας επιτέλους συνομίλησαν. Τα μάτια του ήταν πολύ εκφραστικά και το βλέμμα του ξύπναγε μέσα μου τον πόθο. Όση ώρα πίναμε το ποτό μας και κουβεντιάζαμε, εγώ άναβα και μόνο στη σκέψη ότι ίσως σε λίγο θα βρισκόμουν στην αγκαλιά σου. Στην αρχή μιλούσαμε τα συνηθισμένα μιας καινούργιας γνωριμίας... ξέρεις τώρα περί ανέμων και υδάτων, αλλά αντιλαμβανόμουν ότι και αυτός είχε καυλώσει αφού η ανάσα του ήταν βαριά. και ίδρωνε από αμηχανία, ενώ εγώ κόντευα να λιώσω από ερωτική επιθυμία και λαχταρούσα να κάνει έστω μια κίνηση ένα φιλί. Σε μια στιγμή το χέρι του άγγιξε το πόδι μου και νιώσαμε και οι δυο σα να μας χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Τραβήχτηκε και πήγε να μου ζητήσει συγνώμη αλλά εγώ του είπα ότι δε με πείραξε καθόλου. 
Ήμουν λίγο μεθυσμένη, λίγο ζαλισμένη, αλλά πολύ καυλωμένη και η καύλα αγάπη μου έρχεται αvα πάσα στιγμή, εκεί που δεν τo περιμένεις ακόμα και χωρίς λόγο. Μη μου πεις ότι ποτέ σου δεν καύλωσες έτσι χωρίς λόγο, θα ‘ναι ψέμα. Δεν σου έχει τύχει φιλενάδα να συναντάς κάποιον που σε κάνει vα καυλώσεις, και που ούτε εσύ δεν πίστευες ότι μπορεί να σε ανάψει τόσο. Απ’ τη φωνή του μέχρι και τo πιo επίμαχο σημείο του σώματος του. Δεν είμαι πια κανένα άβγαλτο συνεσταλμένο κοριτσάκι. Εκείνες τις ώρες ήμουν μια γυναίκα που ήθελε γαμήσι και μόνο γαμήσι. Μόνο αυτό. Χωρίς δεσμεύσεις και άλλες τέτοιες αηδίες. Και ή ευκαιρία είχε κιόλας έρθει. Καθίσαμε σ έναν πριβέ καναπέ μακρυά από τα φώτα του μπαρ.
«Μ' αρέσεις! Σε θέλω.» Μου είπε.
«Κι εγώ σε θέλω» του απάντησα. «Εδώ επεκτάθηκε η επαφή μας για ώρες, αλλά μην σε πρήζω με λεπτομέρειες.»
«Ρε φιλενάδα αφού με ξετρελάνεις να μου διηγείσαι τέτοιες ιστορίες για τα ερωτικά σου και γενικά πως το κάνετε με λεπτομέρειες. Γι αυτό λοιπόν μη μου το κόβεις στο καλύτερο.» 
Τέλος πάντων ο λοστρόμος μάτια μου είχε ολόκληρο μονόκαννο. Το έπιασα με τα χέρια μου και ένιωσα πόσο χοντρό ήταν. Τα δάχτυλά μου δεν μπορούσαν να κλείσουν.  Πρέπει να ομολογήσω ότι ήταν ανεξάντλητος. Πω, πω τέτοιο γαμήσι ποτέ μου δεν είχα ξανά κάνει αφού για πρώτη φορά που με γάμησε το τέρας έχυσα πέντε φορές, είναι πολύ τυχερές βρε φιλενάδα οι γυναίκες που τις γαμάνε τέτοιοι άντρες, δεν μπορούσα  να πάρω τα ποδιά μου αυτός έχυσε τρεις φορές και εγώ έχασα το μέτρημα. Με γαμούσε ξανά και ξανά. 
Μέχρι που μας βρήκε η μέρα.
Την μεθ' επόμενη μέρα αναχωρήσαμε για Ελλάδα. Ακόμα δεν τον έχω ξεχάσει, και παρ' όλες τις εμπειρίες μου, θα τον έχω πάντα στην καρδιά μου. Δεν ξέρω αν ήταν ο καλύτερος που έχω πάει μαζί του.
«Παίζει να μου γνωρίσεις κι εμένα ένα τέτοιο γαμιά ένα τέτοιο λαχείο;» Ρωτάει η φίλη την Κλεοπάτρα που ακούγοντας τα κατορθώματα της την έχουν πάρει τα ζουμιά..
«Θα το έχω στα υπόψιν μου. Μη μου στενοχωριέσαι κάτι θα βρεθεί.» Της απαντάει η Κλεοπάτρα. «Τι φίλες είμαστε. Ρε συ ψαχουλεύεσαι να το κανονίσω να πάρουμε έναν άνδρα παρτούζα; Να είμαστε δύο κορίτσια με έναν προικισμένο άντρα; »
«Καλή ιδέα μου φαίνεται. Μέσα είμαι. Κανόνισε να κάνουμε ένα τρίο.»
«Με τις καύλες που έχω εγώ αυτή την περίοδο και τρίγωνα και τετράγωνα κάνω. Στο είπα και παραπάνω ότι μου αρέσει ιδιαίτερα να πηδιέμαι. Μου αρέσει να κάνω τα καυλιά τους να φουσκώνουν, να σκληραίνουν, να έχουν σπασμούς από καύλα. 
Δεν σου είπα! Την τελευταία μέρα με πίεζε να με πάρει παρτούζα με το φίλο του το βράδυ. Του έφερα αντιρρήσεις, του έλεγα ότι δεν μπορώ, δεν έχω ξανακάνει παρτούζα και φοβάμαι. Δεν με πίεσε και τελικά... αν και θα μ' άρεσε να δοκίμαζα.. 
..........«Καλά μωρέ Ελπινίκη αυτός ο φουκαράς ο άνδρας της που θαλασσοπνίγεται δεν υποψιάζεται τίποτα για τα κατορθώματα της λεγάμενης;.» Ρωτά με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο η Εριφύλη για όσα άκουσε και έμαθε από τη φιλενάδα της.
«Λογικά μπορεί ψύλλοι στα αυτιά του να μπαίνουν άλλα όταν έχεις αμφιβολίες απλά μένεις μ’ αυτές.  Ίσως δυσκολεύεται να πιστέψει πως η γυναίκα του τον απατά συστηματικά, πράγμα που θα έπρεπε να το είχε καταλάβει προ πολλού, γιατί, κοντά στο κέρατο που του φύτεψε την πρώτη φορά, καρποφόρησαν και άλλα.»
«Μπράβο Κλεοπάτρα. Το δουλεύει με πάθος και συχνότητα το εργαλείο της. Ζητάει να της το περιποιούνται λες και φοβάται να μην της σκουριάσει. Όχι σαν και εμάς τις θεούσες που το έχουμε βάλει σε θυρίδα ασφαλείας. Λες και φοβόμαστε μη μας το ματιάσουν.»
«Βλέπεις καλή μου η Κλεοπάτρα είναι μουνάντερη είναι και ερωτομανής γι' αυτό δεν συγκρατείτε αφήνει τις ορμές της ελεύθερες και δεν έχει αναστολές, πιστεύει ότι τις γυναίκες τις έφτιαξε ο Θεός για να δίνουν χαρά στους άντρες και ότι δε γεννήθηκαν για να μπουν σε γυάλα. Απλώς κατάλαβε και η ίδια τον προορισμό της στη γη, και όπως φαίνεται τον εκπληρώνει τέλεια. Aν η Κλεοπάτρα δεν πηδηχτεί τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα αρρωσταίνει!»
Η Εριφύλη την κοιτούσε καλά, καλά. «Τι είναι αυτό;. Τι είναι ετούτο πάλι το Μουνάντερη;» Αναρωτιέται με απορία πάλι η Εριφύλη.
«Πού ζεις κοπέλα μου;» αναφώνησε με την άγνοια της Εριφύλης. «Κοπέλα μου γλυκεία κανείς εις την οικογένεια σου δεν μερίμνησε  δια την παιδεία σου; Αυτή η μάνα σου τίποτα δεν σου έμαθε πια; Τι να κάνω θα επωμισθώ εγώ την βαριά ετούτη ευθύνη. Να σου μάθω μερικά βασικά. »
Και όντως, η Ελπινίκη, φρόντισε να διδάξει εις την Εριφύλη ότι τέλος πάντων, «Μουνάντερη: Είναι η υπέρ-δραστήρια σεξουαλικά, χωρίς ταμπού, της οποίας ο «τοίχος» ανάμεσα στον πρωκτό και το αιδοίο έχει διαρραγεί λόγω της χρήσης.»
Μετά απ’ όλα αυτά τα σημαντικά που έμαθε η Εριφύλη πέρασε ολάκερη νύχτα ν' αναρωτιέται πως θα μπορούσε ν' αποσπάσει από τον Μπαγάσα τις ίδιες απολαύσεις που αποσπούσε η ζουμερή Κλεοπάτρα με τον Σικελό λοστρόμο. Περασμένα μεσάνυχτα κατέληξε στο συμπέρασμα πως, όπως λέει κι ο λαός, αν δε βρέξεις κώλο δε πιάνεις ψάρια, μήτε κι ομελέτα γίνεται αν δε σπάσεις αυγά κι αποκοιμήθηκε καθησυχασμένη. Και ναι το πήρε απόφαση ότι αξίζει να δώσεις κώλο για να πιάσεις έναν καλό και εχέμυθο εραστή. 
Βέβαια τα ερωτήματα παραμένουν να της θυμίζουν ενοχλητικά τις ενστάσεις τους. Πάντα έβλεπε τον εαυτό της σαν ηθική και φρόνιμη γυναίκα. Δεν κάνει καταχρήσεις και δε δίνει δικαιώματα. Αγαπά με λατρεία τα παιδιά της.
Γενικά δεν έχει κάποιο παράπονο. Ο Νικηφόρος την αγαπάει, της φέρεται πολύ καλά, είναι πιστός σύντροφος και στο κρεβάτι είναι από όσο μπορεί να κρίνει πολύ καλός. 
Μπορεί λοιπόν να κάνει την απιστία της και να είναι ανώδυνη; Διακινδυνεύει την ιδανική οικογενειακή της κατάσταση για να κυνηγήσει τα σεξουαλικά της ανικανοποίητα «θέλω» ή επιλέγει να ξεχάσει ολοκληρωτικά την ύπαρξή τους; Την απιστία τη συγχωρεί μόνο ο Θεός και αν. (Γιατί ο θεός συγχωρεί αμαρτίες, όχι απιστίες). 
Η απιστία είναι εκείνο το ατόπημα που σε μία σχέση δύσκολα επιδέχεται άφεσης αλλά και αργά ή γρήγορα καταλήγει σε κατάρες. Γι' αυτό κάποιες γυναίκες το αντέχουν και συνεχίζουν, κάποιες άλλες υποφέρουν. Το θέμα είναι ανεξάντλητο. Δεν έχω ελπίδα να το κατανοήσω. Γ' αυτό Εριφύλη πάλεψε το κι όπως σε φωτίσει ο γιαραμπής.
Ε αρκετά υπέφερα με τις καύλες μου που έρχονται εκεί που δεν τις περιμένεις και με ξεσηκώνουν να βουτήξω στα άδυτα του πάθους μου χωρίς κατευθυνόμενη λογική. Ωράριο καταστημάτων υπάρχει, ωράριο φαγητού υπάρχει, ωράριο στην καύλα δεv υπάρχει όμως. 
Όλες οι γυναίκες κερατώνουν λίγο, αρκετά, ή πολύ όπως μας λένε και οι στατιστικές.
Εγώ τι είμαι; Η Εξαίρεση; 
Τι ζητάω η καψερή; Όχι πες τε μου τι ζητάω;  N' απολαύσω λίγη δροσιά ζητάω στο πυρωμένο μου μουνί. Αυτό ζητάω σεξουαλική ικανοποίηση. Δε χρειάζομαι τoν έρωτα, είναι η καύλα όμως που με ξεσηκώνει για ένα καλό γαμήσι, να διακόψει επιτέλους την ατέλειωτη περίοδο αγαμίας μου, με τον ίδιο τρόπο που μια αναπάντεχη καλοκαιρινή βροχούλα έρχεται ένα απομεσήμερο του Αυγούστου να ξεδιψάσει την πυρωμένη απ' τον καυτό ήλιο γη.  Ένα ορμητικό γαμήσι, βίαιο και καταιγιστικό να δουν δροσιά τα σκέλια μου! .
Είναι έγκλημα;
.... Είναι καιρός λοιπόν που η σάρκα της, κυριαρχείται από αμαρτωλές επιθυμίες που την σπρώχνουν να αποφασίσει να ενδώσει στον πειρασμό, και τις καύλες της να τις απολαύσει χωρίς αναστολές.
Η Εριφύλη συνεχίζει την φανταστική της περιήγηση στις όνειρο-φαντασίες της.. 
Κάπου, είχε διαβάσει ότι μια γυναίκα έμεινε παντοτινά πιστή στον σύζυγό της, επειδή η φαντασία της ήταν αρκετά πλούσια και δεν είχε ανάγκη να κάνει στ΄ αλήθεια σεξ με κανέναν άλλον. Η ίδια πολλές φορές, τελευταία όταν αυτό-ικανοποιούταν της είχε συμβεί να υποκαταστήσει εγκεφαλικά τον Νικηφόρο της με άλλον άντρα! «Θα είναι έγκλημα αν συμβεί και οι σκέψεις μου γίνουνε πράξη;»  
Κάτι μέσα της φωνάζει πώς και εκείνος, ο Αρχιτέκτονας τη φαντασιώνεται καθώς τη θεωρεί πολύ όμορφη γυναίκα και πως τον καυλώνει αφάνταστα. Όλα αυτά ερχόταν στον νου της καθώς καθόταν στην πολυθρόνα χαμογέλασε ευχαριστημένη και ένιωσε το μουνί της να υγραίνεται. Άφησε τη ρόμπα ν’ ανοίξει λίγο ακόμα, έκλεισε τα μάτια και με την φαντασία της να καλπάζει ξέφρενα τον έφερε μπροστά της. 
...Η Εριφύλη κάνει ένα μικρό διάλειμμα στις όνειρο-φαντασίες της  και απολαμβάνει τον καφέ της. Το ρόφημα έκαιγε, το φύσηξε λίγο κι ήπιε μια πρώτη δειλή γουλιά. Η πρωινή δροσιά τη χτύπησε στο πρόσωπο. Της έκανε καλό. Όλα γύρω λαμποκοπούσαν κι οι βουνοκορφές θαρρείς κι ταξιδεύουν και την πλησιάζουν λουσμένες στο φως. Ένας σπίνος εμφανίστηκε προς στιγμή στα κάγκελα, αλλά απομακρύνθηκε γρήγορα, αφήνοντας πίσω του κελαηδισμούς. Ξεφύσηξε ανακουφισμένη.  Μια γλυκιά κούραση διαπερνούσε ολόκληρο το σώμα της σημάδι πως δεν είχε κοιμηθεί καλά.
«Ουφ!» ξεφύσηξε καθώς τα σκεφτόταν όλα αυτά. Προσπαθούσε να βρει κάποια εξήγηση για τα συναισθήματά της. Έλα όμως που οι διαθέσεις είναι σαν τα σύννεφα που περνούν πάνω από ένα ορεινό τοπίο, σαν μια σκιά που κινείται σε μια χαλαρή μέρα. 
Κλείνει και πάλι τα μάτια κι αισθάνεται ακόμη μέσα της την καύλα να είναι παρούσα και επίμονη. Χωρίς να το θέλει το μυαλό της πήγε στον αναπαραγωγικό εξοπλισμό του Αδάμαντα όπως τον θυμάται να φουσκώνει μέσα από το παντελόνι του. 
«Πρέπει να τον έχει τεράστιο», ψιθύρισε και της ξυπνά ο ερωτισμός και η διάθεση για παράνομα ερωτικά παιχνίδια μαζί του. Μακάρισε μ' ένα τσίμπημα ζήλιας τo μουνί που έχει την τύχη να απολαμβάνει τα προσόντα και το μέγεθος του ανδρικού του μορίου κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής τους συνεύρεσης
Η έντονη αφύπνιση των αισθήσεων την έφερνε ένα βήμα πριν την συζυγική απιστία. Μέχρι σήμερα, ο μόνος άνδρας που είχε κάνει έρωτα ήταν ο Νικηφόρος της, και δεν είχε νιώσει την ανάγκη για ένα ξένο καυλί μεχρι τη στιγμή που εντελώς αναπάντεχα στο εμπορικό κέντρο ένας άλλος άνδρας της ξυπνάει τον μαγικό κόσμο του ερωτισμού και των αισθήσεων. ..
..... Το μεγάλο μπαλκόνι της κουζίνας όπου έχει ξαπλώσει αναπαυτικά στα μαξιλάρια του καναπέ από μπαμπού, γενικά της παρέχει την ασφάλεια ότι κανείς δεν μπορεί να σε βλέπει στους γύρω δρόμους. Μοναδική οπτική πρόσβαση έχει από την βεράντα και τη μεγάλη αυλή του γειτονικού σπιτιού. Είναι το σπίτι της οικογενείας του Μιλτιάδη. Μάλιστα λόγω του επικλινές του εδάφους η αυλή τους κείτεται ψηλότερα από την αυλή του σπιτιού της Εριφύλης. 
Το σπίτι της Εριφύλης είναι ένα μεγάλο δίπατο σπίτι με τεραστία μπαλκόνια. Το ισόγειο έχει δυο διαμερίσματα ένα μεγάλο που μένουν οι γονείς της. Προοριζόταν για τον αδελφό της άλλα ο αδελφός της υπηρετώντας την στρατιωτική του θητεία στη Ρόδο ερωτεύτηκε ένα ζουμερό μελανούρι κυπριακής καταγωγής. 
Παντρεύτηκαν και το αδελφάκι της έμεινε στη Ρόδο εργαζόμενος στην επιχείρηση του πεθερού του. Τουριστικές υπηρεσίες. Υπάρχει και μια μικρότερη ανεξάρτητη γκαρσονιέρα  που τελευταία έχει έλθει και μένει μια μικρότερη ξαδέλφη της Εριφύλης, η Άλκηστις  που σπουδάζει εκπαιδευτικός.
 Ο τεράστιος όροφος είναι η οικία της Εριφύλης. Το σπίτι του Μιλτιάδη είναι μια πέτρινη μόνο-κατοικία με καφέ-κόκκινο κεραμίδι. Ένας χαμηλός μαντρότοιχος χωρίζει τα οικόπεδα τους. Στο σπίτι του Μιλτιάδη το πρωινό επικρατεί ερημιά. Η Εριφύλη γνωρίζει ότι οι οικογένεια έχει ταξιδέψει για σαββατοκύριακο στην Σαλαμίνα. Νοιώθει ασφαλής έχοντας εξασφαλίσει την ησυχία της για να γίνουν όλα εύκολα και κυρίως ιδανικά!
Ήσυχη και αμέριμνη ότι δεν την έβλεπε κανείς,  στήριξε  τη ράχη της εις το μαλακό μεγάλο μαξιλάρι του καναπέ, και με δύο γοργές κινήσεις, ωσάν να μην μπορούσε να κρατηθεί άνοιξε με το αριστερό χέρι  το μπουρνούζι της,  ανασήκωσε τα γόνατά της και άφησε ελεύθερο το ωραίο, μεγάλο και σφικτό στήθος της και, εν συνεχεία, με έκφραση απερίγραπτου λαγνείας εις το πρόσωπόν της, άρχισε να κάνει ελαφρό μασάζ στο στήθος της, ενώ η θηλές έγιναν εις πλήρη στύση διπλές εις μέγεθος και σκληρές, σαν τραγανές μαύρες φράουλες. Η Εριφύλη ήταν φανερό ότι διατελούσε σε έντονη διέγερση, και χωρίς την παραμικρά προφύλαξη, άνοιξε τους μηρούς της, έθεσε το δεξί της χέρι ανάμεσα τους, έσφιξε τους μηρούς της, και άρχισε κινεί µε μεγάλη δεξιοτεχνία τα δάκτυλα της εις το μουνί της και η ίδια να κινείται ζωηρώς, ζωηρότατα, επί του καθίσματος της, κατά τρόπο που φανέρωνε ότι αυνανιζόταν με πάθος, τρίβοντας μανιωδώς το μουνί της  επιδιώκοντας με ζήλο να επιφέρει με αυτό τον τρόπο την έκχυση στα ερωτικά ζουμιά της. Την συνεπαίρνει να ερεθίζει την κλειτορίδα της με τα δάχτυλα του χεριού της, περισσότερο από το να διεγείρει με δονητή το κόλπο της, γιατί έτσι πετυχαίνει πιο έντονους οργασμούς. Με τα µάτια της στραμμένα προς τον ουρανό, µε έκφραση απερίγραπτης ηδονικής έξαρσης εις το πρόσωπο της, επιτάχυνε το ρυθµό του αυνανισμού, πιέζοντας µε το μεσαίο της δάκτυλο την εξογκωμένη κλειτορίδα της, και έστρεφε, απεγνωσμένα, δεξιά και αριστερά το κεφάλι της. Είναι τόσο έντονο το αίσθημα της ηδονής που η Εριφύλη αδιαφορεί πλέον τελείως, για το γεγονός ότι αυνανίζεται σε εξωτερικό χώρο. 
Ξαφνικά ένοιωσε  ένα αδιόρατο αίσθημα πως κάποιος την παρακολουθεί, την έκανε να γυρίσει το βλέμμα γύρω της αλαφιασμένη. Αναρίγησε όταν αντιλήφτηκε ανεπαίσθητα κάτι σαν μια γρήγορη σκιά στη μισάνοιχτη τώρα μπαλκονόπορτα του γείτονα της. Αυτό που είδε της προκάλεσε αρχικά μια δυσφορία, σαν να ένιωθε ότι κάτι κακό είχε κάνει. Να τώρα η σκιά να μισό-ανοίγει δειλά- δειλά τη μπαλκονόπορτα και με το ‘να του χέρι να κρατά μισάνοιχτο το εξωτερικό φύλλο της πόρτας και με τ’ άλλο χέρι αν αντιλαμβάνεται καλά χαϊδεύει το ορθωμένο σε πλήρη στύση πέος του.
Η Εριφύλη εμφανώς αιφνιδιασμένη, εύλογα αναρωτήθηκε! «Πόση ώρα άραγε να στέκεται ο γείτονας εκεί και τι ακριβώς είναι αυτό που μπορεί να βλέπει ανάμεσα από τα κάγκελα του μπαλκονιού και πίσω από την αραχνοΰφαντη κουρτίνα του;»
.......Το πρωινό φως τρύπωσε στο δωμάτιο μέσα από τις γρίλιες της μισάνοιχτης εξωτερικής μπαλκονόπορτας και τις αραχνοΰφαντες άσπρες κουρτίνες. Ο Μιλτιάδης μισάνοιξε νυσταγμένος τα μάτια του, χασμουρήθηκε και γύρισε ανάσκελα. Ξύπνησε με ένα κεφάλι καζάνι και με τον ανδρισμό του σε  πλήρη στύση. Αυτή η κατάσταση δεν ήταν ασυνήθιστη. Άλλωστε, εδώ και δυο τρία χρόνια ξυπνούσε κάθε μέρα έχοντας το ένα από τα παραπάνω, και περισσότερα πρωινά απ’ όσα μπορούσε να μετρήσει είχε και τα δύο. Κι έτσι λοιπόν, εκείνο το πρωινό, δεν ανησύχησε. 
Ξέροντας ότι ο πονοκέφαλος θα περνούσε ως το μεσημέρι, έσπευσε να θεραπεύσει το άλλο βάσανο και, χωρίς να ανοίξει τα μάτια του, άπλωσε το χέρι του για να αγγίξει το θηλυκό που το δίχως άλλο θα ήταν δίπλα του. 
Μόνο που δεν ήταν. Αντί για μια χούφτα ζεστή, πρόθυμη σάρκα, ο Μιλτιάδης βρέθηκε με μια χούφτα μαξιλάρι. Άνοιξε τα μάτια του, με τις δέσμες από το έντονο φως του ήλιου του να εξαπολύει επίθεση στις αισθήσεις του και να κάνει το σφυροκόπημα στο κεφάλι του ακόμη πιο δυνατό. Βλαστήμησε, κάλυψε τα κλειστά μάτια του με το μπράτσο του, με τις ακτίνες του φωτός να λάμπουν κόκκινες πίσω από τα βλέφαρα του, και πήρε μια βαθιά ανάσα. Συνειδητοποίησε ότι ήταν μοναχός του. Μόλις όμως πήρε μια-δυο στροφές, θυμήθηκε τι μέρα ήταν και ότι επρόκειτο για αργία. 
Ξεφύσησε και έκρυψε το κεφάλι του στο μαξιλάρι λες και μπορούσε να πνίξει την στύση μέσα του. Τώρα θυμόταν. Θεέ και Κύριε. Έπρεπε να σταματήσει να πίνει. Η σύζυγος του με τα παιδιά και τους γονείς του είχαν φύγει από χθες το απόγευμα για Σαλαμίνα. Ο ίδιος έμεινε πίσω με το πρόσχημα ένα επιπόλαιο τραυματισμό στον αστράγαλο και κατέληξε σε κρασοκατάνυξη με τους φίλους στην γνώστη τους ταβέρνα. 
Σηκώθηκε μόρφασε καταπίνοντας και σκέφτηκε ότι η κύστη πρέπει να αδειάζει αμέσως μόλις δημιουργείται η ανάγκη για ούρηση. Η στύση όμως στο πέος του συνέχισε να του υπενθυμίζει έντονα την παρουσία της. Ένιωσε ακατανίκητη ανάγκη για λίγη αποφόρτιση. Αμέσως οι σκέψεις του γοργά ταξίδεψαν στην Αλεξάνδρα. «Θες τέτοια τύχη. Θες να ‘ναι εδώ η Αλεξάνδρα σήμερα που λείπει η Ναταλία μου.» μουρμούρισε στον εαυτό του. Φόρεσε τη βερμούδα του, άνοιξε την τζαμόπορτα και μετακίνησε ελαφρά την εξωτερική μπαλκονόπορτα με ένα το χέρι και με το άλλο άρχισε να χαϊδεύει το καυλί του και να το χουφτώνει μέσα από τη βερμούδα του, και να παίζει αφηρημένα τη στύση του. 
Έριξε μια ματιά δυτικά προς το σπίτι της Αλεξάνδρας.  Ησυχία. Το σπίτι  δείχνει «εντελώς κλειστό», υποδηλώνοντας έτσι την απουσία της.  
Απογοητευμένος ο Μιλτιάδης άπλωσε το χέρι του να τραβήξει και να κλείσει τη κουρτίνα και να εισέλθει στο δωμάτιο! Πριν κλείσει τη μπαλκονόπορτα, γύρισε και κοίταξε γύρω του! Το βλέμμα του έπεσε στο μπαλκόνι και είδε την Εριφύλη στην μεγάλη πολυθρόνα. Στην αρχή, ο Μιλτιάδης, βυθισμένος όπως ήταν εις τους συλλογισμούς του να ψάχνει την Αλεξάνδρα δεν αντελήφθη από την πρώτη στιγμή τι έκανε η Εριφύλη και όπως είχε το χέρι του στο πέος του και αυνανίζεται έκανε ένα πλάγιο βήμα για να κρυφτεί πίσω απ' τη μπαλκονόπορτα για να μη γίνει ρεζίλι στη γειτόνισσα. Πολύ γρήγορα συνειδητοποίησε ότι η γυναίκα είχε τα χέρια της ανάμεσα εις τα σκέλη της, και ταυτόχρονα, έτριβε το μουνί της! Ο Μιλτιάδης κατάλαβε τότε, τι ακριβώς έκανε η γειτονισσα του κι απόμεινε να τη κοιτάζει κρυφά πίσω από την μπαλκονόπορτα και αυτό τον οδηγούσε στο χείλος της έκστασης. Εντελώς ανίκανος να στρέψει το βλέμμα του μακριά της. «Ω Θεέ μου, αυνανίζεται!» Αυτή η σκηνή του κόβει την ανάσα κι ένα βογκητό έκπληξης της ξέφυγε στη θέα της φιγούρας της όμορφης ημίγυμνης γειτόνισσας του, που αυνανίζεται και τον πλημμύρισε ένα συναίσθημα ηδονικό, τόσο ηδονικό που καταντούσε οδυνηρό. Και η έκπληξη του αντικαταστάθηκε από ένα άγριο, καυτό αίσθημα λαχτάρας για μια στιγμή, μια μικρούλα στιγμή, επέτρεψε στον εαυτό του να φανταστεί ότι την είχε στην αγκαλιά του, και το σώμα της να λυγίζει στα δυνατά χέρια του που τη χάιδευαν και την άγγιζαν, τα χείλη της να σμίγουν με τα δικά του και τα βογκητά της να αντηχούν στη πρωινή δροσιά από τα χάδια του. 
 Έριξε μια αγωνιώδη ματιά, μήπως και υπάρχει κανένας απρόσμενος περιπατητής, να κόβει βόλτες στο μικρο παράδρομο τους. Ερημιά σκέφτηκε, δεν είναι κανείς,! Ησυχία επικρατούσε και εκτός από αυτόν και τη γειτονισσα δεν υπήρχε κανείς άλλος εκείνη την ώρα τριγύρω  εκτός από την τεράστια καναδική τούγια στην αυλή της Αλεξάνδρας που πρέπει να φτάνει τα είκοσι μέτρα, την μεγάλη ελιά στην αυλή της Εριφύλης που στέκουν πίσω από τον υπαίθριο λαβύρινθο που σχημάτιζαν οι φράχτες με τα αειθαλή φυτά στις αυλές τους. Ξεφυσά με ανακούφιση όταν διαπιστώνει πως δεν υπήρχε ψυχή γύρω τους και αυτός ήταν ο μοναδικός «μάρτυρας».
«Οουπς!» Ο Μιλτιάδης άνοιξε το στόμα του ωσάν να ήθελε να πει κάτι, όμως καμία λέξη δεν εξήλθε από τα χείλη του. Κατεχόμενος από έκπληξη βαθιά κοίταζε βωβός το θεσπέσιο σχεδόν γυμνό κορμί της Εριφύλης ενώ τα μάτια του υγράνθηκαν και έλαμψαν φιλήδονα.
 Η γυναίκα ήταν μαγική, μεθυστική, αλλά αυτός ένιωθε ότι τον ταπείνωνε με την αδιάφορη στάση της. Όπως λούζεται στον ήλιο, όμορφη, φαντάζει ατίθαση και απρόσιτη. Κι αυτός στεκόταν στη μια γωνιά της μπαλκονόπορτας, που μόνο να κοιτάζει μπορούσε και να σπαράσσεται από αισθήματα σεξουαλικής επιθυμίας για αυτό το ποθητό γυναικείο κορμί, που στεκόταν απέναντί του. Η οδύνη μιας ένοχης σεξουαλικής επιθυμίας τον κατέκλυσε. Αισθάνεται  έντονη σεξουαλική διάθεση και μια βαθιά ερωτική επιθυμία που ερμηνεύεται μέσα απ' την γενετήσια ορμή του. Το βλέμμα του καρφώνεται στο σημείο που το χέρι της Εριφύλης παίζει με την κλειτορίδα της έντονα και μένει καρφωμένο εκεί και όχι μόνο δεν κρύφθηκε άλλο, άλλα στρεφόμενος προς το μέρος της, έδειξε τον σκληρό ανασηκωμένο πούτσο του και εξακολούθησε τον αυνανισμό του απροκάλυπτα πλέον. Τον έπιασε σφιχτά με το ένα χέρι και με το άλλο χάιδευε τα σφιγμένα του αρχίδια που και αυτά συμμετείχαν στην καύλα του. Είχε ξεφύγει τελείως μέσα στην γλυκεία φαντασίωση που έφτιαχνε στο μυαλό του. Η πούτσα του είχε πεταχτεί όλη έξω από τη βερμούδα του και την έπαιζε ασταμάτητα.
«Να και κάποιος άλλος που δεν μπορεί να κρύψει τις ανεπιθύμητες καύλες και φουσκοθαλασσιές του.» Μιλούσε και απαντούσε μόνος του. «Λογικό θα μου πείτε! Να συντρέχουν λόγοι για τις φουσκοθαλασσιές της,» θα την δικαιολογήσει με τη λογική του ο Μιλτιάδης. «Ο Νικηφόρος λείπει πολύ καιρό τώρα και η κυρά είναι από ηλικία επάνω στα πιο ερωτικά ντουμάνια της, και δεν αργεί το «κακό» να συμβεί! Καυλωμένη ζητάει πούτσο. Καυτή ύπαρξη, με σέξι κορμί και πολλές καύλες» σκέφτηκε και ένιωσε μέσα του να τον διαπερνά ένα ρεύμα ηδονής. Η στύση του κτυπάει κόκκινο. Νιώθει την καρδιά του να χτυπάει στο στήθος του. Του Μιλτιάδη η αλήθεια είναι πως του φαίνεται λίγο παράξενο που για την Εριφύλη, μια γυναίκα στον ανθό της νιότης της και κυρίως γυναίκα ναυτικού, δε έχει ακουστεί στον περίγυρο τους κάτι μεμπτό για την ηθική της και για κάποια εξωσυζυγική της σχέση. Όμως δεν είναι και η μοναδική γυναίκα που σηκώνει αυτό το σταυρό του μαρτυρίου, μήτε κι η μόνη που φοβάται τη κακία και τη κακογλωσσιά μιας κοινωνίας που καταδικάζει τις γυναίκες των ναυτικών να ζούνε σα χήρες στα μάτια του κόσμου.
«Η πουτάνα γειτόνισσα θα με τρελάνει. Ζει και αυτή στον μαγικό σεξουαλικό της κόσμο. Μάλλον θα νομίζει ότι λείπουμε όλοι από το σπίτι όπως της είπε χθες η Ναταλία, που της ζήτησε να το ‘χει στο νου της γιατί θα πάμε Σαλαμίνα και είναι πολύ απρόσεχτη.»  
Ο Μιλτιάδης αναμοχλεύει τα παιδικά τους χρόνια. Τη θυμόταν που έπαιζαν μαζί με άλλα παιδιά από τη γειτονιά στα παιχνίδια τους όταν ήταν μικροί, που ήταν ευέξαπτη σαν τον διάβολο, αν την ενοχλούσες όταν αυτός άρχισε να ενδιαφέρεται για κορίτσια, έτσι αγοροκόριτσο που ήταν. Ήταν πέντε χρόνια μικρότερη και την κυνηγούσε στα παιγνίδια τους να της βάλει χέρι. Να της πάρει ένα φιλί. Να απλώσει το χεράκι του μέσα στο βαρκάκι της. Του ‘χε μείνει ένα ανικανοποίητο απωθημένο μαζί της αλλά σεβόταν και εκτιμούσε την οικογένεια της, τους γονείς της δεν την παρενόχλησε σεξουαλικά ποτέ. Τώρα κοιτούσε το θέαμα, απορροφημένος πλήρως από τα δρώμενα της όμορφης ερωτικής γειτόνισσας του, που απολαμβάνει τον ατομικό της αυνανισμό με τις σεξουαλικές της φαντασιώσεις,. Στην αντηλιά της μέρας τα μάτια του μεγάλωσαν κι άλλο, το στόμα του άνοιξε, ενώ το τρεμάμενο κορμί του, άθελα του ακολουθούσε το ρυθμό των κινήσεων της γειτόνισσας του της Εριφύλης. Λες κι ήταν εκείνος που την έπαιρνε εκεί στην πολυθρόνα της βεράντας. Πόσο ήθελε να τη γαμήσει αλλά αφού αυτή η επιθυμία του ένιωθε ότι ήταν όνειρο απατηλό, εκείνη τη στιγμή που ήταν απίστευτα καυλωμένος μοναδική του διέξοδος ήταν να συνεχίσει να τον παίζει. Το έκανε για εκείνη. Τώρα εκστασιασμένος την προκαλεί και της δείχνει πλέον πολύ καθαρά τι κάνει και αυτός. Με το χέρι στον ανδρισμό του άφησε την κυρία να θαυμάσει αυτό το επιβλητικό στοιχείο της ανατομίας του.. Παιχνιδιάρικα στην αρχή κι έπειτα μην αντέχοντας της δείχνει τι ζημιά του έχει κάνει! «Θα πεθάνω από την καύλα σήμερα! Τι θηλυκό είσαι εσύ μωρό μου, αχ τι καύλα είσαι εσύ; Συνέχισε μωρό μου με τρελαίνεις ...Καριόλα γειτόνισσα  με καύλωσες και τον παίζω για σένα τώρα, γιατί είσαι σκέτη καύλα...» 
....Η Εριφύλη είδε το Μιλτιάδη που παραμέρισε με προσοχή την κουρτίνα κι έκανε εν πλάγιο βήμα για να σταθεί πίσω απ' τη μπαλκονόπορτα ώστε να είναι αθέατος από την πλευρά του δρόμου αλλά ταυτόχρονα να έχει καλύτερη οπτική επαφή με το μπαλκόνι της και με την ίδια την Εριφύλη και όχι μόνο δεν κρύφθηκε απ΄αυτή, άλλα στρεφόμενος προς το μέρος της, της έδειξε τον ανασηκωμένο πούτσο του, τον χούφτωσε με το χέρι, σα να ‘ταν όπλο κι ύστερα έφτυσε στην παλάμη του για να σαλιώσει τη βάλανο και ξεκίνησε να αυνανίζεται απροκάλυπτα και η Εριφύλη τον βλέπει που παλινδρομούσε με έντονο ρυθμό το δεξί του χέρι επί του πέους του.
«Μ’ είδε! Και δείχνει πως δεν μ’ έχει δει η καριόλα. Απίστευτο! Μου τα δείχνει όλα κι αυτή και συνεχίζει να κάνει πως δε μ’ έχει δει και δεν το κρύβει ότι είναι μια καριόλα γυναίκα. Η καριόλα ξέρει να το κάνει καλά. Παίζει καλά το ρόλο της. Το δικό της γίνεται και απλά κάνει αυτό που θέλει, αυτό που γουστάρει και θα μ' αφήσει με την γλύκα η καριόλα!» και κατέβασε τη βερμούδα του να μη τον ενοχλεί και συνέχισε να τον παίζει! 
.... Η Εριφύλη προφανώς έκπληκτη απ΄ την απροσδόκητη σκηνή που διακρίνει τον Μιλτιάδη να αυνανίζεται, έμεινε με μεγάλη δυσκολία ανέκφραστη να κοιτάζει το πρησμένο πέος του Μιλτιάδη, τους ταλαντευόμενους από κάτω όρχεις του, καθώς και τη ζωηρή χειρονομία που έκανε επί του πούτσου του, παλινδρομώντας αυτόν σταθερά, ώστε να καλύπτεται και να αποκαλύπτεται συνεχώς η χονδρή ερυθρά κεφαλή του Με τα µάτια της ορθάνοιχτα, το βλέμμα της καρφώνεται επί της διογκωμένης πούτσας και στο γρήγορο ρυθμό που παλινδρομούσε το χέρι του επ' αυτής. 
... Ο Μιλτιάδης µε το βλέμμα του προσηλωμένο εις την ημίγυμνη κορμοστασιά της γειτόνισσας έκανε τώρα εντονότερη την καύλα του. «Ωωχ!... Ωωχ!...» και «Ααχ!... Ααχ!...» με έκφραση απερίγραπτου λαγνείας εις το πρόσωπό του, και επιτάχυνε το ρυθμό του αυνανισμού, ωσάν να ήθελε να επισπεύσει την εκσπερμάτωση του, ώστε να χύσει προτού απομακρυνθεί από το μπαλκόνι η Εριφύλη.
 «Αχ, µα τι κάνει ο Μιλτιάδης; Φωτιά έχει πάρει ο πούτσος του!»
..... Η Εριφύλη αποφασίζει να συνεχίσει να κάνει την αδιάφορη ωσάν να μη συμβαίνει τίποτα. Σηκώνεται, βγάζει την πετσέτα από το κεφάλι της τινάζει τα μαλλιά της και τα μετακινεί με ηδονική κίνηση για να αποκαλύψει το λαιμό της σαν να μην υπάρχει ψυχή γύρω της. «Δεν υπάρχει καν λόγος που πρέπει να νιώθω ενοχές.» Σκέφτεται...
Σκύβει και παίρνει τον καφέ της στο τραπεζάκι δίπλα της. Σκύβοντας τώρα το μπουρνούζι της άνοιξε διάπλατα και είχε ως αποτέλεσμα μια πληθώρα οπτικής απόλαυσης μιας ακαταμάχητης Εριφύλης όταν η εμπρός πλευρά από το κορμί της αποκαλύπτεται πλήρως γυμνή. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να το τραβήξει να καλυφθεί. Ανασηκώθηκε όρθια, τεντώθηκε, έφερε την κούπα στα χείλη της με αργό ρυθμό, ήπιε μια γουλιά καφέ ρίχνοντας πίσω το κεφάλι με τα μάτια κλειστά γλείφοντας τη γλώσσα στα χείλη της με ηδονική ευχαρίστηση, αφήνοντας στη θέα του τα σημεία που εκείνος επιθυμεί να δει, δίνοντας του μία γεύση από τα γυμνά της στήθη και απ΄το μουνί της. Θα πρέπει να έχασε τα λογικά του ο Μιλτιάδης καθώς την παρατηρούσε. Ένα ανελέητο βασανιστήριο όταν το βλέμμα του πέφτει πάνω της και τον τραβάει, τον σέρνει ανυπεράσπιστο θεατή σε ένα roller coaster από πάνω μέχρι κάτω στο κορμί της και τα μάτια του έβγαζαν σπίθες από τις καύλες και η Εριφύλη το ένιωσε να καίνε το δέρμα της.  
«Μη τον κοιτάς. Μη τον κοιτάς!» είπε επιτακτικώς στον εαυτό της. «Πολύ θα θελει να με γαμήσει! Ας μην κρύβομαι! Και εγώ τον θέλω αυτό το πούτσο να τον πάρω στο μουνάκι μου με τις καύλες που έχω!» και γύρισε την πλάτη και έφυγε προς την είσοδο του σπιτιού. Περπατάει κουνώντας προκλητικά τα λαγόνια της, ήταν ψηλή με καστανοκόκκινα μαλλιά με πλούσιο στήθος και έναν ωραίο θεϊκό κώλο, σκέτο πειρασμό, μέχρι που η φιγούρα της ρουφήχτηκε από το εσωτερικό της κουζίνας τη και άφησε πίσω τον αυνανιζόμενο άνδρα. Η καρδία της επάλλετο δυνατά. Η έκφραση τού προσώπου της πρόδιδε διέγερση μεγάλη αλλά συγχρόνως και ταραχή αγχώδη και αγωνίζεται απεγνωσμένα να επιβληθεί εις τον εαυτό της, δια να µη στρέψει το κεφάλι της και κοιτάξει τον Μιλτιάδη, τη στιγμή ακριβώς που ανάβλυζε από το πέος του µε ορμή το σπέρμα. Με το νου της μες στις φλόγες και µε άγριο χτυποκάρδι, η Εριφύλη συνέχισε το δρόμο της για την κρεβατοκάμαρα.
...... Ο Μιλτιάδης ήθελε να της φωνάξει για να τη σταματήσει, να της αλλάξει γνώμη, να την πείσει να μη φύγει, να μην αποδράσει από το μπαλκόνι. Αντί γι’ αυτό, έμεινε ακίνητος, βουβός, κοιτώντας την καθώς χανόταν στο εσωτερικό του σπιτιού της και τον άφηνε μόνο, απορημένο, σκοτεινό και λυπημένο, καταφανώς παραπονεμένο και με έκφραση απορίας εις το πρόσωπόν του που μία εικόνα τόσο ηδονική και τόσο καυλωτική χανόταν από το οπτικό του πεδίο. Τη κοιτούσε να απομακρύνεται και να χάνεται από εμπρός του και αυτός να μένει με το πέος φουσκωμένο στα χέρια του. Σκεπτόμενος τις αδιατάρακτα μέχρι σήμερα φιλικές σχέσεις γειτονίας των δυο οικογενειών, το γεγονός το ότι η γυναίκα είχε εξαφανιστεί στο εσωτερικό του σπιτιού ήταν για καλό και για τους δυο τους. αν και η ανάμνηση από τα υπέροχα, πλούσια στήθη, μια χαίτη από καστανό-κόκκινες μπούκλες κι ένα στόμα πλασμένο για αμαρτίες όντως έφερνε μαζί τους και ένα κύμα θλίψης και απογοήτευσης που χάθηκαν από το οπτικό του περιβάλλον.
Η γυναίκα ήταν εξαίσια και ο Μιλτιάδης αναψοκοκκινίζει αμήχανα να τη σκέπτεται μαζί του στο κρεβάτι σε όλη την γκάμα του «Κάμα Σούτρα.» Κι αυτό τον τρελαίνει. Συνεχίζει λοιπόν να παλινδρομεί πάνω-κάτω τον πούτσο του. Στην αρχή ρυθμικά και μετά πιο γρήγορα, ώσπου σύντομα χάνει κάθε έλεγχο των κινήσεων του. Τον σφίγγει στο χέρι του βογκώντας από ηδονή με ρυθμικές και δυνατές κινήσεις, και καθώς η δράση τον θερμαίνει, ο άντρας δεν μπορεί να σταματήσει να βογγίζει από ευχαρίστηση, απολαμβάνοντας κάθε στιγμή της έντονης σεξουαλικής επιθυμίας του κάνοντας τον πούτσο μου να καρφώνεται στο χέρι του και να φτάνει σε οργασμό. Η ύστατη στιγμή της ηδονής είναι στο αποκορύφωμά του καθώς απελευθερώνει το ζεστό φορτίο του! Έχυσε δυνατά και ούτε που κατάλαβε που πρώτο-έπεσε το ζεστό του σπέρμα. Ράντισε την μπαλκονόπορτα και τα πλακάκια της βεράντας όσο εκείνος με στεναγμούς προσπαθούσε να συνέλθει. Μένει ακίνητος να ηρεμήσει λίγο έχοντας ακόμα τον ήμι-χαλαρό πούτσο του στο χέρι.
........Η Εριφύλη ξαναγύρισε στην κρεβατοκάμαρα της. Ήταν ο χώρος της. Τον ένιωθε τόσο φιλόξενο και απροσπέλαστο που της δημιουργεί μια ασπίδα προστασίας, ένα καταφύγιο ασφάλειας όταν το νιώθει ανάγκη. Προς στιγμή είχε χάσει την ψυχραιμία της, μια ξαφνική ελαφρά κρυάδα διαπέρασε την επιδερμίδα της. Τίναξε το κεφάλι της σε μια ολίγον τι άκαρπη προσπάθεια να κάνει τις σκέψεις της να την εγκαταλείψουν. Προσπάθησε να συγκεντρώσει το μυαλό της στη φύση που αντίκριζε πίσω από την μεγάλη μπαλκονόπορτα. 
Ο ήλιος ξεκινούσε την μακριά πορεία του στον ουρανό, με λιγοστή, σχεδόν ανεπαίσθητη ομίχλη. Το απαλό φύσημα του ανέμου έτρεχε μέσα στα φύλλα των δέντρων, το θρόισμα των οποίων ψιθύριζε τις σκέψεις της που αυτή η ίδια δεν ήθελε να ακούσει. Η ήθελε;
Σπάνια κάπνιζε αλλά τώρα ζητούσε επίμονα ένα τσιγάρο μ’ ένα αίσθημα ενοχής για το ακραίο φέρσιμο της. Θυμήθηκε το  βλέμμα του Μιλτιάδη, να την κοιτάζει με λαγνεία, με τον ανδρισμό του στο χέρι σε πλήρη στύση. Και παράξενο δεν ένοιωθε ντροπή. Είναι αλήθεια λοιπόν όταν λένε. «Οι δαίμονες μετά την πτώση τους, συνηθίζουν και τους αρέσει πάρα πολύ.» 
Τελικά ακόμη και το ορθωμένο όργανο του Μιλτιάδη που φανερά το πρόσφερε σπονδή στο σώμα της ερχόταν επικουρικά να την καυλώσει ακόμη περισσότερο. Ένιωθε να διαλύεται σεξουαλικά. Η λίμπιντο της ήταν τώρα διπλάσια και της ανεβάζει τη σεξουαλική διάθεση. Οι ανδρικές φιγούρες με τις επιθετικές ερωτικές διαθέσεις τους φάνταζαν καθαρά και την καλούσαν να απολαύσει τη στύση τους. Το μυαλό της αντιδρά ταχύτατα στις ερωτικά φορτισμένες εικόνες και το σώμα της ανταποκρινόταν. Σήμερα είχε ανάγκη το γαμήσι περισσότερο παρά ποτέ.
Άναψε το τσιγάρο έβαλε τα μαξιλάρια πλάτη και κάθισε στο κρεβάτι. Τράβηξε μια ηδονική τζούρα με την καύτρα του τσιγάρου να λαμπυρίζει σαν παράξενη κοκκινωπή πυγολαμπίδα, το άφησε στο τασάκι και ασχολήθηκε με το μουνάκι της. 
Βρίσκεται τώρα μισό-ξαπλωμένη πάνω στο κρεβάτι με τα πόδια της σε διάσταση και το μουνί της μισάνοιχτο! Τρίβει με τα δάχτυλα της εκείνη την προεξοχή όπως κάποιος τρίβει ένα κλαδάκι πάνω σε μια πέτρα, για ν’ ανάψει φωτιά. Είχε καταφέρει να προκαλέσει την πρώτη σπίθα, και το κορμί της ολόκληρο συγκλονίστηκε από ένα διαπεραστικό ρεύμα που έκανε τη μέση της να ανασηκωθεί, έτσι που να στηρίζεται μόνο στις φτέρνες και στο πίσω μέρος του κορμιού της, σχηματίζοντας αψίδα. Σιγά σιγά, η μέση της άρχισε να σαλεύει, ακολουθώντας τον ρυθμό των δαχτύλων της. 
Η ανάσα της έγινε λαχάνιασμα. Η καρδιά της κάλπαζε, μέσα στα στήθη της και όλο της το κορμί θαρρείς πήρε φωτιά. Η αναπνοή της μεταβλήθηκε σε δυνατό αγκομαχητό. Το στόμα, φιλήδονα μισάνοιχτο, άφηνε να φαίνεται από μέσα η γλώσσα που κυμάτιζε από τη μιαν άκρη των χειλιών στην άλλη.  Οι θηλές της είχαν σκληρύνει από τον ερεθισμό που τις έτριβε με τα ίδια της τα δάχτυλα, δίχως να παύει να κοιτάζει στο άγνωστο με λαγνεία, μουρμουρίζοντας κάποιες ακατάληπτες λέξεις. Δεν άργησε να χύσει, έχυνε για όλους τους άνδρες που την καύλωναν βογκώντας ξεδιάντροπα, έχυνε τρέμοντας σύγκορμη κι η ιδία δεν ξέρει για πόση ώρα. Το σεντόνι είχε γίνει μούσκεμα από τα υγρά της που έσταζαν, ούτε που την ένοιαζε είχε αφεθεί τελείως..
...........Έμεινε ακίνητη με τα μάτια ανοιχτά τέντωσε τ’ αυτιά της περιμένοντας ν' ακούσει τις φωνές από τα τρυφερά βλαστάρια της κάτω στη μεγάλη αυλή τους. Επικρατούσε τόσο πολύ ησυχία που μπορούσε να ακούσει το θόρυβο από τα αυτοκίνητα που διέσχιζαν στο βάθος της συνοικίας την κεντρική λεωφόρο. Από τις προηγούμενες ημέρες είχε υποσχεθεί στα παιδιά μια εκδρομή στο Αττικό πάρκο. Το συνήθιζε να επιβραβεύει τους λατρεμένους της μπόμπιρες για την καλή τους συμπεριφορά. Το θεωρεί ότι είναι ο καλύτερος και αποτελεσματικότερος τρόπος για να τα βοηθήσει να αποκτήσουν καλές συνήθειες. Πίστευε ότι η επιβράβευση της καλής συμπεριφοράς είναι προτιμότερη από τη διόρθωση της κακής. Το Αττικό πάρκο είναι ένας χώρος για αναψυχή με καθαρό αέρα. Να διασκεδάσουν λοιπόν τα μικρά της στο ζωολογικό κήπο και η ίδια να αποφορτίσει το μυαλό της από τις «ένοχες» σκέψεις και επιθυμίες.
Φόρεσε ένα  ψηλόμεσο τζιν που «αγκαλιάζει» το σώμα της, κάνοντας άψογη εφαρμογή ένα κομμάτι που τόνιζε με κομψό και θηλυκό τρόπο τις καμπύλες της καθώς τέτοιου τύπου παντελόνια κολακεύουν όλους τους σωματότυπους. Η Εριφύλη το συνδύασε με Navy Μπλε πουκάμισο και τα λευκά της γυναικεία Sneakers παπούτσια. Έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, έμεινε ικανοποιημένη από το είδωλο της και βγήκε στο μπαλκόνι να δει στην αυλή τους αν έχουν ξυπνήσει τα παιδιά.
Τον πρώτο ζωντανό πλάσμα που βλέπει είναι απέναντι ο γείτονας της ο Μιλτιάδης που βολτάρει νευρικά στην βεράντα του. Με απόλυτη ψυχραιμία του απευθύνεται σαν να τον  βλέπει πρώτη φορά σήμερα.  Ο Μιλτιάδης μόλις την είδε γύρισε να την κοιτάξει. Είναι εντυπωσιακή σκέφτηκε παρ' όλο που δεν ήταν πρώτη που την έβλεπε! Έχει κάτι απροσδιόριστο πάνω της που την κάνει πολύ ελκυστική.
«Καλημέρα γείτονα.»
«Καλημέρα γειτόνισσα.» 
«Πως και είσαι εδώ σήμερα; Η Ναταλία μου είπε ότι θα ταξιδεύατε οικογενειακώς στη Σαλαμίνα το Σαββατοκύριακο.»
«Ναι έτσι ήταν στο πρόγραμμα.  Αλλά αναπάντεχα είχα να μικρό ατύχημα στο πόδι μου, όχι τίποτα σπουδαίο και έμεινα για να μην το κουράσω.»
«Περαστικά σου.»
«Ευχαριστώ. Βρε Εριφύλη. Μήπως σου βρίσκεται κανένα τσιγάρο; Ξέρεις τον πόνο του να θες ένα ρημάδι τσιγάρο και να μην έχεις.» Της λέει με παραπονιάρικη φωνή.
Ο Μιλτιάδης είναι συστηματικός τρακαδόρος,  σπάνια παίρνει δικό του πακέτο επειδή διατείνεται μονίμως πως δεν καπνίζει, άντε να καπνίσει καμιά φορά και τότε αρχίζει: «Να σου πάρω μωρέ ένα τσιγάρο;». Κι το ‘χει συνήθεια να παίρνει ένα τσιγάρο από τον ένα φίλο του κι ένα τσιγάρο από την άλλο.
«Ναι βρε Μιλτιάδη! Τι ρωτάς; Περίμενε ένα λεπτό. Μόνο μην μας πάρει χαμπάρι η ΕΣΑ.»
ΕΣΑ εννοεί τον πατέρα της. 
Η Εριφύλη καπνίζει καμιά φορά κρυφά από τον πατέρα της. Τον λατρεύει και δεν θέλει να τον στεναχωρεί με τις ατασθαλίες της.
Κατέβηκε στο πλατύσκαλο της σκάλας να του δώσει το τσιγάρο. Εντάξει η Εριφύλη είναι ωραίο και πολύ σέξι θηλυκό που έχει ως δυνατό της σημείο το στήθος της. Πολύ ωραίο όλο της το κορμί, καταπληκτικός και ο κώλος της, αλλά για το στήθος της τα κομπλιμέντα που ακούει είναι το κάτι άλλο. Όπως έσκυψε στο μαντρότοιχο δυο υπέροχα στήθια αποκαλύπτονται μπροστά του που της ξεχείλισαν από το μισό-κουμπωμένο πουκάμισο που φορούσε. Κάτω από το φόρεμα διαγράφονταν περήφανα και στητά στήθη με δύο θηλές σφιχτές και σφριγηλές, με την στοργή και την τρυφερότητα των είκοσι οκτώ τους  χρόνων,  αψηφούν τη βαρύτητα και τον χλευάζουν όλο αυθάδεια! Οι ρόγες της σκούρες, σκληρές και ολόρθες ανασήκωναν έντονα το ύφασμα σαν να ήθελαν να βγάλουν τα μάτια του Μιλτιάδη.
Ο Μιλτιάδης ξερό-κατάπιε τραβώντας ηδονικά μια τζούρα καπνού. «Μμμμμμ!»  είπε με καυλιάρικη φωνή που μόλις που βγήκε ο ήχος της φωνής του, ενώ παρατηρούσε κάθε χιλιοστό του κορμιού της Εριφύλης.
«Καλός o καιρός και με θαυμάσια ορατότητα.»  Μονολογεί δήθεν αόριστα και υπομειδιώντας ως εκδήλωση ευχαρίστησης γι αυτό που βλέπει, ο Μιλτιάδης.
«Ναι όντως θαυμάσια μέρα και θαυμάσια ορατότητα. Γείτονα να γνωρίζεις όμως όταν η ορατότητα είναι θαυμάσια τότε είναι που το μυαλό μας μειώνει τις άλλες αισθήσεις.» Του απάντα με φιλάρεσκο ανθυπομειδίαμα η Εριφύλη.
............Ταυτόχρονα  να 'σου και ξεχύνονται στην αυλή και οι μικροί μπόμπιρες και από πίσω τους και ο παππούς..
«Καλημέρα πατέρα. Λίγο κομμένο σε βλέπω σήμερα.»
«Καλημέρα κόρη. Μια χαρά είμαι. Εσύ τι κάνεις;»
«Πίνω τον καφέ μου. Να σου φτιάξω να πιούμε παρέα.»
«Ναι κορούλα μου. Σαν τον καφέ από τα χεράκια σου, δεν έχει.»
«Είσαι εσύ μια μαλαγάνα παππούς. Η μητέρα που είναι;»
«Έχει πάει στο χασάπη να ψωνίσει. Το μεσημέρι έρχεται ο αδελφός σου και ετοιμάζει τραπέζι.»
«Πως και έτσι ξαφνικά το αδελφάκι;»
«Δεν ξέρω θα μας πει όταν έλθει.»
Πίνοντας τον καφέ τους ο πατέρας της τη ρωτάει περίεργος.
«Για πού το βάλαμε και στολιστήκαμε πρωί-πρωί; Αν επιτρέπεται.»
«Έχω υποσχεθεί στα παιδιά να πάμε μια βόλτα στο Αττικό πάρκο.»
«Τώρα που έρχεται ο θείος τους; Αναβάλλετε.»
«Εύκολο το έχεις; Για πες το τους.»
«Θα τα καταφέρεις εσύ. Έχεις τον τρόπο σου με τα παιδιά.»
«Ναι! Θα τους φωνάξω να ψηφίσουμε. Εγώ ψηφίζω λευκό.»
«Ντροπή σου. Σα να μου λες πατέρα σε κλέβω.»
«Ωραία δεν πάμε, ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις.»
«Τελικά εσύ είσαι η μαλαγάνα. Λοιπόν έχουν πάρει πρωινό τους πάω μια βόλτα στην επάνω γειτονιά στο Στράτο με τα άλογα. Οπού να ‘ναι έρχεται και η μητέρα σου με την ξαδέλφη σου την Άλκηστις. Έχουν πάει μαζί για να ψωνίσουν.»
«Εσύ θα πας, με τα παιδιά, κι εμένα πού μ' αφήνεις; μοναχή, σαν καλαμιά στον κάμπο ημέρα αργία;»
«Να η κόρη το έριξε και στην ποίηση. Έχασα τίποτα επεισόδια; Μετά τη ζωγραφική! Μη μου θυμώνεις σε λίγο θα είναι εδώ η μάνα σου με την ξαδέρφη σου. Και σε κάθε περίπτωση δεν θ’ αργήσουμε. Θα έλθω γρήγορα για να πάμε στο αεροδρόμιο. Άλλωστε εσύ θα μας πας στο αεροδρόμιο.»
«Ναι μαμά εσύ θα μας πας.» Συμφωνούν και οι μπόμπιρες.
«Μικρά μου τρυφερά διαβολάκια. Πάλι με τον παππού και τη γιαγιά το βράδυ. Την μαμά την ξεχάσατε. Να γυρίσετε γρήγορα μας περιμένει να μιλήσουμε στο τηλέφωνο ο μπαμπάς, Το λέω και στον παππού τον ξεχασιάρη.» 
Η Εριφύλη είχε με έντονο τρόπο εμφυσήσει στους μικρούς γιους της να επιθυμούν να έχουν τακτική επικοινωνία με τον πατέρα τους. Ακούραστα και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αγάπη καλλιεργούσε αυτή την επαφή και επιθυμούσε να έχει η επικοινωνία τους όσο περισσότερο και τακτικότερο χρόνο γινόταν. Ήταν το μυστικό της όμορφης σχέσης τους από απόσταση..... η ειλικρίνεια και η επικοινωνία...... 
Η Εριφύλη τον Νικηφόρο που είναι μακριά τους τον κρατά ενήμερο για μικρά και μεγάλα θέματα, και μοιράζονται μαζί του γεγονότα σημαντικά και ασήμαντα, ότι συμβαίνει στην καθημερινότητα τους, προκειμένου να μη χάνουν την επαφή και το δεσμό τους. Σλόγκαν είχε γίνει ο Νικηφόρος και η οικογένεια του στα ασύρματα δίκτυα της εποχής στους ωκεανούς. Οι διάλογοι τους μερικές φορές ήταν μια ατέλειωτη ακουστική απόλαυση.
Μόλις έχουν αναχωρήσει ο παππούς Θρασύβουλος με τα μικρά παιδιά, καταφθάνει η Αντιγόνη η μητέρα της Εριφύλης μαζί με την ανιψιά της την νεαρή εικοσάχρονη φοιτήτρια την Άλκηστις.
Η Αντιγόνη. Μια  ενδιαφέρουσα γυναίκα που την λάτρεψε ο Νικηφόρος από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους για την αυτοπεποίθηση και για το δυναμισμό της! Αλλά ταυτόχρονα του φάνταζε και του φαντάζει απίστευτα γοητευτική στα μάτια του ακόμη και στα σαράντα επτά της χρόνια συνεχίζει να εκπέμπει, την αύρα της και την προσωπικότητά της. 
Μια γοητευτική γυναίκα που ακόμη την θυμάται στον γάμο της κόρης της με περίσσεια χάρη και χαρακτηριστική θηλυκότητα! αρκετές φορές «έσυρε» τον χορό με τέτοιο ρυθμό και θηλυκές φιγούρες που ξεσήκωσε όσους ήταν παρόντες στο γλέντι του γάμου. Ο Νικηφόρος εκείνη τη μέρα κυριολεκτικά είχε μείνει άφωνος κατ’ αρχήν με τις χορευτικές ικανότητες της σέξι Εριφύλης που ξεσήκωσαν «τσουνάμι» χειροκροτημάτων, άλλα και της ακαταμάχητα γοητευτικής Αντιγόνης.
«Καλημέρα μητέρα. Καλημέρα ξαδέλφη.»
Η Αντιγόνη αφού αντάλλαξαν με την Εριφύλη την καλημέρα τους και τις  απαραίτητες πληροφορίες για το υπόλοιπο της ημέρας η μια κάτω στην αυλή και η άλλη στο  μπαλκόνι αναχωρεί στο εσωτερικό του σπιτιού.
Η Άλκηστις ρωτάει την Εριφύλη. «Καλημέρα ξαδέρφη! Να σε περιμένουμε να κατέβεις κάτω για καφέ;»
«Έχω μερικές εκκρεμότητες με την καθαριότητα και την τακτοποίηση του σπιτιού! Θα κατέβω αργότερα. Αν θέλεις ανέβα να μου κάνεις παρέα και κάθε βοήθεια ευπρόσδεκτη.»
Η Άλκηστις αφήνει τα ψώνια στην θεία της και ανεβαίνει στον όροφο στης Εριφύλης.
«Καλημέρα και από κοντά ξαδέλφη. Από ότι βλέπω δεν χρειάζεσαι βοήθεια. Όλα είναι σε μία τάξη ως συνήθως στο σπιτικό σου.»
«Όπως σου έχω ξαναπεί, και σίγουρα το γνωρίζεις, ένα σπίτι έχει άπειρα πράγματα που πρέπει να γίνουν σε καθημερινή βάση! Όλες μας θέλουμε να έχουμε ένα σπίτι στην εντέλεια. Καθαρό, συμμαζεμένο, να το βλέπει ο άλλος και να καμαρώνει βρε αδερφέ!»
«Και εσύ τι βλέπω! Άψογα ντυμένη. Στην τρίχα. Τι να υποθέσω;»
«Η φοιτήτρια μας φορά μπλουζάκι του γυμναστηρίου και τη βαπτιστική φούστα της. Ααα από ότι βλέπω και κάτι στραβοπατημένες γόβες της μαμάς έτοιμη να βγάλει το σκύλο βόλτα στα χώματα. Ξαδέλφη άμα τα είχα φορέσει εγώ αυτά, «ψιλά» θα μου έδιναν στο Μετρό.»  
«Αν και στη τρίχα από εμφάνιση, λίγο τσιτωμένη και κάπως με επιθετική διάθεση σε βρίσκω σήμερα;  Έχει γίνει κάτι; »
«Συγγνώμη αγάπη μου. Η αλήθεια είναι ότι είχα κακό ύπνο το βράδυ. Μάλλον με πείραξε η χθεσινή αυξημένη ατμοσφαιρική υγρασία!»
«Μόνο αυτή η άτιμη η υγρασία είναι η αιτία και το πρόβλημα;»
«Τι άλλο να είναι;»
«Εγώ που να ξέρω; Εσύ θα μου πεις αν υπάρχει λόγος να σε βασανίζει κάτι. Τι είναι αυτό που θέλει ένα κορίτσαρος σαν την ξαδέλφη μου και την βασανίζει.»
«Τι να θέλω κορίτσι μου; Και τι να με πείραξε;»
«Να λέω! Μήπως σε πείραξαν οι φτέρνες σου που είχαν βγάλει φουσκάλες από τα σούρτα φέρτα στα μαγαζιά στο γνωστό εμπορικό κέντρο και είπες να ξαποστάσεις στο μαγευτικό περιβάλλον του ρεστοράν, εκεί που απολάμβανες το δροσιστικό σου κοκτέιλ χθες το απόγευμα;»
Η αμηχανία της Εριφύλης κράτησε δυο τρία δεύτερα.
«Έπαθες κάτι;» ρώτησε η Άλκηστις και το χαμογελάκι της πρόδιδε ότι κατάλαβε τι έγινε.
«Εσύ τι γύρευες στο εμπορικό κέντρο;»
«Έλα μου ντε τι γύρευα εγώ εκεί; Λες να μ’ έστειλε ο Νικηφόρος να σε κατασκοπεύω; Αλήθεια  τι θέλει ο κόσμος στο εμπορικό κέντρο ξαδέρφη;»
«Μπορεί πολλά να θέλει! Λέω εγώ τώρα! Η σεμνή νεαρά μου ξαδέλφη η Άλκηστις να θέλει να σουλατσάρει αυτές τις καυτά σέξι ατέλειωτες χυτές ποδάρες που έχει και να τις δείχνει χωρίς πρόβλημα μέχρι ψηλά στο βρακί της και να χαρίζει τις καλύτερες, κι απολαυστικές σαρκικές ηδονές στο φιλοθέαμον κοινό του εμπορικού κέντρου! »
«Ξαδέρφη μου γλυκιά πρόσεχε τι λες. Το λέει και το τραγουδάκι ξαδέλφη. Εμένα το ματάκι μου άλλα έψαχνε να βρει και αλλά εντόπισε ξαφνικά. Τι έψαχνα εγώ; Η κολλητή μου η Καλλιόπη ήθελε οπωσδήποτε να αποκτήσει τσάντα κι εγώ έπρεπε να δείξω κατανόηση στο ότι δεν της άρεσαν οι περίπου εκατό που είχαμε δει. Ενώ λοιπόν αποφασίσαμε να αράξουμε και να αναλύσουμε το φλέγον και σοβαρό ζήτημα που την απασχολούσε γυρίζω το βλέμμα μου και τι βλέπω. 
«Ρε συ Καλλιόπη εκεί στο βάθος, η Εριφύλη με την Ελπινίκη δεν είναι αυτές οι μορφονιές;» Ερωτώ και απαντώ στον εαυτό μου.
«Καλά έβλεπα! Η ξαδέρφη τις στιγμές εκείνες παρατήρησα ότι ήταν κομματάκι «απρόσεκτη» και μάλλον έδειχνε το βρακί της, σε συγκεκριμένο αποδέκτη βεβαίως-βεβαίως. Σοκ! η πρώτη αντίδραση, αποδοχή η δεύτερη, απορία η τρίτη και καλύτερη. Τώρα; η ερώτηση φωτιά! Γοητευτικός και από τους πιο ελκυστικούς άνδρες που έχω δει. Και αξιόλογη επιλογή δεν λέω άλλα ξαδέρφη να προσέχεις την εβδόμη απ' τις Δέκα Εντολές.»
«Και καλά με είδες και δεν μου μίλησες;» Διαμαρτυρήθηκε η Εριφύλη.
«Σε μια στιγμή, για να πω την μαύρη αλήθεια, σκέφτηκα να τρέξω και να σου πω φτου σου βρε άτιμη! Σαν δε ντρέπεσαι! Σκέφτηκα όμως πως εδώ χρειάζεται ψυχραιμία και λογική.» Και κλείνοντας πονηρά το μάτι συνέχισε. «Ξαδερφούλα μου χαλάρωσε.  Χαζή ήμουν; Να χάσω τέτοια φάση; Αχ, και να ‘βλεπες τα μούτρα σου!»
«Δεν τσιμπάω τόσο εύκολα, ξαδέλφη. Οποία έχει δει έναν όμορφο άνδρα, τους έχει δει όλους.»
«Ξέρω, ξέρω. Είδα πως γυάλιζε το ματάκι σου.»
Η Εριφύλη έκανε δήθεν ότι παραδίδεται σηκώνοντας τα χέρια και άλλαξε κουβέντα.
«Πότε είπαμε θα ξεκινήσει η νέα σου εξεταστική περίοδος; Την επόμενη Δευτέρα; Και εσύ μου τριγυρίζεις στα εμπορικά κέντρα αντί να μένεις προσηλωμένη και συγκεντρωμένη στους ακαδημαϊκούς σου στόχους;»
Η Άλκηστις έσμιξε τα φρύδια και αναστέναξε. «Μου αναποδογυρίζεις την κουβέντα. Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε. Ξέρεις να ξεφεύγεις απ' το θέμα.»
«Γιατί αγάπη μου τα μαθήματα σου δεν σε ενδιαφέρουν;»
«Δεν λέω πως νοιώθω και τόσο άνετα με αυτό που κάνω. Αλλά διάβολε απ’ όταν βρέθηκα μπροστά στο συμβάν δεν μπορώ να αρνηθώ πως ένοιωσα κάπως πολύ περίεργα με το σκηνικό. Κεραμίδα μου 'πέσε. Εγώ γνωρίζω μια ξαδέλφη, μια γυναίκα με αυστηρό χαρακτήρα και μου φαίνεται δύσκολο να πιστέψω αυτό που είδα. Δηλαδή να αποδέχεται το φλερτ ενός άγνωστου άντρα. Ξέρω το σεβασμό και την εκτίμηση που λειτουργούν ως βάση στη σχέση σας με το Νικηφόρο, και πόσο τον αγαπάς και τον εκτιμάς και για το λόγο αυτό μου φαίνεται απίστευτο που κοίταζες άλλον άνδρα με συμπάθεια και μάλιστα μ' ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά .»
«Εγώ ήμουν αυτή; Είσαι σίγουρη; » Έκανε αθώα η Εριφύλη.
«Ξαδέλφη άσε τις εξυπνάδες. Μ’ εμένα μιλάς. Μην αλλάζεις το θέμα άσε πια τις ντροπές. Πες μου στ’ αλήθεια ότι το απολάμβανες το φλερτ, γιατί το γνωρίζω από πρώτο χέρι, όταν η καύλα έρχεται φεύγει η λογική.»
Η Εριφύλη ξαφνιάστηκε προς στιγμή, που της μίλησε έτσι η αγαπημένη της ξαδερφούλα, αλλά έπιασε και κάτι μέσα στην έκπληξή της. Μάλλον την διευκόλυνε να φέρει στην επιφάνεια και κάποια απόκρυφη και καταπιεσμένη επιθυμία της. Πήρε μια βαθιά ανάσα. 
«Μωρό μου εσύ. Τι είναι αυτό που σε ερέθισε τόσο πολύ και εντυπωσιάστηκες! Εσύ τι λες. Υπάρχει λόγος και  φαγούρα, να φλερτάρεις με άλλον άνδρα, και να κοιτάξεις παραπέρα όταν περνάς καλά με τον σύντροφο σου;»
«Τι να σου πω! Σε θεωρώ σοβαρή, ηθική και εκλεκτική. Και πάντως πότε δεν έχουν πέσει στην αντίληψη μου πονηρές κινήσεις σου. Βασικά δεν είναι δική μου δουλειά για να ξέρω. Αλλά υποθέτω απ’ όσο καλά σε γνωρίζω, τουλάχιστον μέχρι σήμερα πως όχι. Μα βλέπεις σε κοιτάζουν εκείνοι. Και εσύ να μη το επιδιώκεις δεν μπορεί να μην εστιάσουν το βλέμμα τους πάνω σου. Τέτοιες αισθησιακές καμπύλες και τέτοια κορμάρα είναι αδύνατον να μην είσαι στο επίκεντρο και είναι φυσικό να μαγνητίζεις τα ανδρικά βλέμματα. Μεταξύ μας μιλάμε τώρα, χωρίς ταμπού. Ε και εσύ ζωντανός άνθρωπος είσαι με σάρκα και οστά. Και νέα και πολύ όμορφη γυναίκα, ένας πειρασμός που ο προσωπικός σου μαγνητισμός είναι αρκετά έντονος και ελκύεις αρκετά βλέμματα και η παρουσία του ξυπνάει ξαφνικά στους άνδρες τα βαθύτερα τους ένστικτα, τα πρωτόγονα και λάγνα. Λογικό λοιπόν το βρίσκω όταν και εσύ έχεις τις ορμές σου να αντιδράς κάπως απρόβλεπτα. Δεν τιθασεύονται εύκολα οι ρημάδες οι καύλες μας ξαδέρφη.
Κάτι τέτοιες στιγμές των ανθρώπων τις θεωρώ πολύ προσωπικές και βεβαίως σε καμία περίπτωση ανακοινώσιμες. Έλα όμως που με τσιγκλά η περιέργεια και με το αδελφικό μου θάρρος μπορώ να σε ρωτώ τα προσωπικά σου για αυτό που ξετυλιγόταν μπροστά μου! Σε είχε συνεπάρει η παρουσία του γοητευτικού άνδρα, με την ένταση να κυριαρχεί σου προκαλούσε αναστάτωση και είχες και αυτό το βλέμμα που άφηνε έντονο ερωτικό στοιχείο να πλανάται στην ατμόσφαιρα, οπότε είναι πολύ πιθανό να ρισκάριζες να εκφράσεις πως ένιωθες για το πρόσωπο του και πολύ θα ήθελες να ζήσεις καυτές στιγμές μαζί του από ότι τουλάχιστον εγώ κατάλαβα.»
«Αυτό ήταν;… Πλέκεις ολόκληρο σενάριο για μια ιστορία της στιγμής!» 
«Είσαι σίγουρη ότι ήταν μόνο ένα φλερτ της στιγμής έστω και επίμονο και αυτό ήταν πέρασε και το ξεχάσαμε; Δηλαδή η ξαδέλφη μου, είναι μια γυναίκα που στέκεται σε περίοπτη θέση για τους διεκδικητές και ανθίσταται σθεναρά στα ερωτικά καλέσματα των μνηστήρων που τη θαυμάζουν και την πολιορκούν και παραμένει αδιάφορη στους πειρασμούς, παραμένοντας πιστή Πηνελόπη στο Νικηφόρο της; Η μπορεί ένα ξαφνικό συναπάντημα της τύχης φέρνει στον δρόμο της έναν άνδρα που την ενθουσιάζει και ενδεχομένως της προκαλεί ερωτική επιθυμία αλλά σκέφτεται που να μπλέκουμε σε τέτοιες ένοχα ερωτικές και επικίνδυνες ιστορίες εγώ μια σοβαρή παντρεμένη νοικοκυρά;»
«Μμμ! Συμφωνώ δεν έχεις άδικο όπως τα λες! Μάλλον, ισχύουν και τα δύο σενάρια. Ξαδερφούλα μου η ένοχη ερωτική απόλαυση, έχει μια άγρια καύλα η άτιμη. Δεν ξεπερνιέται εύκολα. Είναι σαν γλυκό με σοκολάτα, ενώ πρέπει να κάνεις δίαιτα, ένα χαλαρό Σαββατοκύριακο, δεν σ' αφήνει να έχεις μέτρο  και απλά μπαίνεις σε πειρασμό και πέφτεις με τα μούτρα. Βλέπεις πρώτα τα παρατάει το μυαλό μετά το σώμα και η καύλα έχει βάλει σε πειρασμό χιλιάδες γυναίκες.»
«Χεχε είσαι κι εσύ γλυκατζού σαν κι εμένα! Οπότε! Ξαδέρφη μπαίνουμε στον πειρασμό και δοκιμάζουμε το γλυκό με σοκολάτα;»
«Κοίτα, εμείς οι γυναίκες, ιδιαίτερα κάποιες συγκεκριμένες μέρες του μήνα που πέφτουν τα επίπεδα σιδήρου και μαγνησίου στον οργανισμό, «ζητάμε» γιατί όπως λένε, όταν τον «τρως» εκκρίνεται η ενδορφίνη που είναι υπεύθυνη για το αίσθημα της ευτυχίας και εκείνες τις μέρες που το χρειαζόμαστε η αλήθεια είναι ότι θα θέλεις νομίζω να είναι κάποιος κάπου τριγύρω. Τώρα έχω ακούσει περιπτώσεις ανθρώπων που δεν τους αρέσει να τον «τρώνε», εντάξει, γούστα είναι αυτά.
«Ξαδέρφη! Ας μιλήσουμε με ειλικρίνεια. Με τη φωτιά παίζεις. Κι αν στη θερμή της αγκαλιά μπορείς να ζεσταθείς, πολύ εύκολα στα παράνομα πύρινα της δίχτυα μπορείς να τυλιχτείς. Και αυτό στο λέω με με πάσα αδελφική αγάπη.»
«Τη φλόγα τη γιατρεύει η φλόγα, αγάπη μου λεν οι ποιητές.»
«Αχ καλά το κατάλαβα ότι σε γαργαλάει το μουνάκι σου και δεν σ' αφήνει σε ησυχία. Είμαι σίγουρη ότι στη συνέχεια θα ζήσεις συναρπαστικές ερωτικές στιγμές με το γοητευτικό άνδρα.»
«Αααααααχ αυτό το θέμα σηκώνει πολύ συζήτηση! Γενικότερα ικανοποιώ την ανάγκη μου μόνη μου, που κοντεύω να ξεχάσω τη γεύση της πούτσας, γιατί έχω να τη φάω μήνες αλλά δεν μπορώ να την «ξεγελάσω» με τίποτα. Δηλαδή αν είχα να διαλέξω ανάμεσα σε ένα δονητή και σε μια πουτσα, θα διάλεγα το δεύτερο. Δε λέω, από τη μια μου αρέσει αυτός ο άνδρας, με κάνει να στάζω από καύλα, αλλά από την άλλη όμως είναι αλήθεια αυτό που λες, ότι παίζοντας με τη φωτιά είναι πολύ επικίνδυνο.»
«Τα παράνομα ερωτικά παιχνίδια αναμφισβήτητα έμενα με ιντριγκάρουν σαν σκέψη. Μου αρέσει το φλερτ και το παιχνίδι της ερωτικής αποπλάνησης! Είναι ωραία ιδέα δε λέω να βολευόμαστε με δονητή, αλλά είναι «φάτε μάτια ψάρια» και όταν μας περνάει νιώθουμε πάλι την «ανάγκη» να βρεθούμε στην αγκαλιά ενός άνδρα. Να γευτούμε τα χάδια του, τα φιλιά του, το καυλί του! Και εσύ τι φοβάσαι, μην μάθει ο Νικηφόρος ότι ποτίζει την ανομβρία και τις κάψες στο μουνάκι σου άλλη πυροσβεστική μάνικα; Πως! Στην άλλη άκρη του κόσμου; Στους ωκεανούς που ταξιδεύει; Και μην ξεχνάς έχετε και αλλήλο- κάλυψη με την Ελπινίκη. Άλλωστε και εγώ εδώ είμαι να σε συνδράμω στις κουτσουκέλες σου! Με το αζημίωτο εννοείται. Αν δεν στηριχτείς στη ξαδέρφη σου σε ποιον θα στηριχτείς; Στον ψυχολόγο ίσως αλλά και η ξαδέρφη σου είναι εδώ να βοηθήσει με τη δική της μικρή εμπειρία και να σου ανοίξει νέες πόρτες στη σκέψη. Αλλά για να μην κοροϊδευόμαστε, το σεξ είναι απόλαυση και πολύ τον γουστάρω τον ωραίο γκόμενο να ποτίσει και το δικό μου το μουνάκι!»
«Άλκηστις αγαπούλα μου δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά και καλό θα είναι να κρατάμε επιφυλάξεις και να μην παρασυρόμαστε από εφήμερα ερωτικά πάθη και σεξουαλικές ανάγκες, γιατί θα μπορεί να μας βγάλουν σε μονοπάτια που δεν θα είναι εύκολο να τα περπατήσουμε.»
«Δεν αντιλέγω, είναι δύσκολο όταν πρέπει να περπατήσεις ισορροπώντας πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί. Παραδέξου ότι σου αρέσει αυτός ο άνδρας, και τον σκέφτεσαι επίμονα με ερωτικό ενδιαφέρον και σου προκαλείται αναπόφευκτα ένα είδος ερωτικής έλξης αναζητώντας να ικανοποιήσεις την επιθυμία σου για σεξ μαζί του. Όμως το πρόβλημα είναι ότι εσύ μια γυναίκα με πολύ θερμό ταμπεραμέντο δεν μπορείς ή δεν πρέπει να είσαι μαζί του γιατί ανήκεις αλλού, είσαι παντρεμένη εδώ και δέκα χρόνια με τον Νικηφόρο, έναν καταπληκτικό άνδρα, και ανοιχτόμυαλο εραστή που σε αγαπά, η σχέση σας μπορώ να πω είναι πάρα πολύ καλή, υπάρχει επικοινωνία, και αγάπη με κατανόηση μεταξύ σας. Και στο ερωτικό κομμάτι από όσα μου έχεις εκμυστηρευτεί η ερωτική σας ζωή είναι γεμάτη. Είναι όμως γεμάτη; Αναρωτιέμαι μερικές φορές αν αυτό αληθεύει, και είμαι σίγουρη ότι το ίδιο θα αναρωτιέσαι και εσύ επίσης μερικές φορές.
Τυχαίνει πολύ συχνά σε παντρεμένες γυναίκες να τους αρέσει ένας άλλος ιδιαίτερος άνδρας και να τον σκέφτονται συνεχώς! Θα ήθελαν πολύ να σταματήσουν να τον σκέφτονται αλλά νομίζω πως δεν υπάρχει τρόπος τις στιγμές που η γυναίκα που κρύβουμε μέσα μας δεν μπορεί να κρατηθεί άλλο και θέλει να εκδηλωθεί. Είναι οι στιγμές που η σάρκα φλέγεται, και οι καύλες κι οι ορμές δεν έχουν εξαρτώμενα ραντεβού. Τότε είναι που δεν υπάρχει κάποιο πρωτόκολλο ή κάποιος ενδεδειγμένος τρόπος χειρισμού μιας τέτοιας κατάστασης. Τότε θα πρέπει να αποφασίσουν πώς το χειρίζονται και δεν υπάρχει χώρος για παρερμηνείες!
Ε δεν θέλει και πολλή φαντασία, όταν θα βρεθείς σε τέτοιες καταστάσεις και θέλεις τόσο πολύ να το προχωρήσεις ότι υπάρχουν πρακτικά και ηθικά ζητήματα που πρέπει να εξετάσεις, προτού κάνεις οποιανδήποτε κίνηση! Αλλά έτσι όπως το λες, το να νιώσεις την αίσθηση ενός άλλου άντρα από τον Νικηφόρο, είναι μία εμπειρία σου διαλύει όλες τις αναστολές. Αν αποφασίσεις να τον κυνηγήσεις, πρέπει να γνωρίζεις ότι είναι μια διαδικασία που δεν θα είναι εύκολη, ούτε συναισθηματικά ευχάριστη. Εριφύλη ο έρωτας μας είναι ένα συναίσθημα που ξεπερνιέται, φεύγει και ξεχνιέται αλλά η καύλα του κορμιού είναι πάντα παρούσα αγνή, καθολική και αναμάρτητος.
Η Άλκηστις παρ' όλο το πολύ στενό μαρκάρισμα στην Εριφύλη τελικά έχει μένει με την απορία μετέωρη: «Τι θα κάνει η αγαπημένη της ξαδέρφη της όταν οι κρυφές φαντασιώσεις της κατακλύζονται από σεξουαλικές επιθυμίες; Θα ενδώσει στον παράνομο ερωτικό πειρασμό με τον ομορφάντρα που υπόσχεται να της ικανοποιεί τις βαθύτερες σεξουαλικές της επιθυμίες παρασέρνωντας την σε καυτές συναντήσεις και σ΄ ένα μαγικό και ηδονικό ταξίδι σεξουαλικής απόλαυσης;»  
Υπάρχει γυναίκα που έστω και μία φορά στη ζωή της να μην έχει σκεφτεί σοβαρά να κερατώσει τον άντρα της;.. Όποια το αρνηθεί λέει ψέματα και καλά θα κάνει να αναθεωρήσει γιατί  η αλήθεια είναι πώς το κέρατο πέφτει σύννεφο. Μπορεί να ακούγεται κάπως κυνικό, μα όπως και να 'χει η αλήθεια είναι αυτή. Σήμερα έχουν ανατραπεί αποφασιστικά τα δεδομένα που ίσχυαν πριν πενήντα με εξήντα χρόνια. Αρκεί να αναφέρω το εξής εκπληκτικό. Μέχρι το δυο χιλιάδες το 60% των Ελληνίδων δεν είχε ποτέ εξωσυζυγική σχέση. Το 2010 τα ποσοστά ήρθαν τούμπα, στο 60% είναι οι «άτακτες» και στο 40% οι φρόνιμες! Σήμερα ασφαλώς είναι ακόμα πιο χαμηλότερο το ποσοστό των παντρεμένων γυναικών που δεν κάνουν απιστίες. Αλλάζουν τα πράγματα.Με απλούς υπολογισμούς, ένα σε κάθε δύο ζευγάρια, έχει παράνομο ερωτικό δεσμό. Οι γυναίκες διεκδικούν πλέον, και στο παράνομο, τα σεξουαλικά τους… δικαιώματα. Έτσι λοιπόν φαίνεται ότι η Εριφύλη μας αν και της είναι δύσκολο να το παραδεχτεί ακόμα και στον εαυτό της τελικά τον τύπο τον γουστάρει και τζάμπα το παιδεύει. «Όλο ...ναι μεν αλλά! μου τα μασάει η καριόλα η ξαδέρφη! Όταν την πιέζω αυτή κοιτάει το πάτωμα γιατί νιώθει λίγο άβολα. Η μου μιλάει για το Νικηφόρο της και δεν έχει στο μυαλό της το σεξ με άλλον άνδρα (πού τα πουλάει αυτά;). Εγώ κατάλαβα ότι ο άνδρας εκεί στο εμπορικό κέντρο έφερε στο φως όλα όσα προσπαθεί να καταπιέσει και να κρατήσει κρυφά. Αυτός ο άνδρας της ξύπνησε επιθυμίες έντονες και η ξαδέρφη πιστεύω ότι κινείται στα άκρα της συζυγικής πίστης. Δε χρειάζεται να της κάνω ερωτήσεις που ούτε και η ίδια δεν έχει τη σίγουρη απάντηση. Απλά πιστεύω πως ο μόνος τρόπος να ξεφορτωθεί τον πειρασμό είναι να ενδώσει σε αυτόν και είναι ένα βήμα πριν πατήσει τη μπανανόφλουδα της απιστίας και τον κάνει τάρανδο τον γλυκό μου Νικηφόρο και η Εριφύλη είναι από τις γυναίκες που ξέρουν να κρύβονται τόσο καλά, ώστε σπάνια γίνονται αντιληπτές.»
....... Ο άνεμος που φυσάει σταθερά μέσα από το απέραντο γαλάζιο του Ινδικού Ωκεανού παρασύρει τα υγρά όνειρά του Νικηφόρου γεννήματα της αχαλίνωτης φαντασίας του που δεν επιτρέπει στα ένστικτά του να νεκρωθούν από τις δόσεις της χριστιανικής ηθικής που του εντρύφησε η χριστιανικής ηθικής μητέρα του τα διέκοψε το μήνυμα να έλθει σε επαφή μέσω ασυρμάτου με το δορυφορικό σταθμό του Ράδιο Ολυμπία. 
Στην άλλη άκρη του ασύρματου τον περίμεναν το έτερον του ήμισυ η λατρευτή βασίλισσα της καρδιάς του η Εριφύλη του με τα δυο μικρά τους αγγελούδια.
Λίγο πριν κλείσουν την ευχάριστη επαφή τους με την ράδιο-τηλεφωνική σύνδεση, η Εριφύλη πληροφορεί τον Νικηφόρο.
«Σου στέλνει τους πολύ θερμούς χαιρετισμούς και την αγάπη της και η ξαδέλφη μου η Άλκηστις. Είναι εδώ μαζί μας και σ’ ακούει.»
…..Η Άλκηστις.
Ο Νικηφόρος τη θυμάται από όταν ήταν δώδεκα χρονών κοριτσόπουλο. Ένα δωδεκάχρονο σκερτσόζικο μουτράκι που το στητό σχηματισμένο εφηβικό κορμάκι του με τα χυτά της πόδια ξεχώριζε μέσα στ' άλλα κοριτσόπουλα. Απ' έπνεε ήδη μια θηλυκότητα και έναν αλανιάρικο ερωτισμό άλλα όταν ένας άντρας βλέπει ένα κοριτσόπουλο να μεγαλώνει στο στενό του περιβάλλον πολύ δύσκολα, ότι είναι αδύνατον το θεωρεί να του γεννήσει ερωτική έλξη.
Έχουν περάσει γεμάτα δέκα χρονιά από τότε και σήμερα βρίσκονται στην καρδιά του καλοκαιριού.
Η Άλκηστις είναι πλέον εικοσιδύο ετών φοιτήτρια που μένει κατά την διάρκεια των σπουδών της στην οικογένεια του θείου της. Η γειτνίαση αυτή είχε φέρει πολύ πιο κοντά τον Νικηφόρο με την Άλκηστις. Η νεαρή γυναίκα τελευταία πολύ θα το ήθελε να γαμηθούν και το ίδιο υποπτευόταν ότι την ήθελε κι αυτός, ώσπου μια μέρα οι υποψίες τους δεν άργησαν να γίνουν βεβαιότητα. 
Κύλησαν τα χρόνια και ήταν καλοκαίρι που ο Νικηφόρος έχει ξεμπαρκάρει και απολαμβάνει αμέριμνος τις οικογενειακές τους διακοπές στο ήρεμο εξοχικό τους σπίτι που βρίσκεται μέσα σε ένα παραθαλάσσιο ελαιώνα, μπροστά σε μία ήρεμη και απομονωμένη παραλία.
Αναπαυόταν νωχελικά στην αγκαλιά του απογευματινού ήλιου στην ευρύχωρη βεράντα του σπιτιού απλωμένος στις μπαμπού πολυθρόνες, χαζεύοντας την απογευματινή κινητικότητα των ιπτάμενων ζουζουνιών πάνω στα ολάνθιστα λουλούδια. Με τα μάτια μισόκλειστα ένοιωθε τον ήλιο να του χαϊδεύει την πλάτη όταν άκουσε το χαρακτηριστικό ήχο της εξώπορτας να ανοίγει. Σήκωσε το βλέμμα του και έριξε μια ματιά κατά κει. Ο ήλιος που έδυε εκείνη την ώρα ήταν χαμηλά στον ορίζοντα και τον τύφλωνε, Οι ηλιαχτίδες μαστιγώνουν τα μάτια του. Τα βλέφαρα προβάλουν αντίσταση για λίγο και παιχνιδίζουν σα φτερά πεταλούδας από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Τινάζεται! Ξανακαρφώνει το βλέμμα και είδε μια σκιά. Κοίταξε προσεκτικότερα. Μια κοπέλα. Τώρα οι αχτίνες του Ήλιου χάθηκαν πίσω από τις ελιές και την είδε καθαρά. Η κοπέλα ήταν εντυπωσιακή. Ήταν η ξαδέλφη της Εριφύλης η Άλκηστις. Ο Νικηφόρος θα πρέπει να παρουσίαζε κωμικό θέαμα έτσι όπως έχασκε με το στόμα ορθάνοικτο όταν άκουσε το πνιχτό γέλιο της και την χαρακτηριστική φωνή της.
«Ξάδελφε τι είναι αυτό που ονειρευόσουν;!» Άκουσε τη φωνή της θαρρείς από το υπερπέραν καθώς προσπαθούσε να συνέλθει από την θολούρα της αντηλιάς, όταν εμφανίζεται μπροστά του μια χαρούμενη, νεαρή κοπέλα, σκέτη φαντασίωση, με το ωραίο της πρόσωπο που είχε να δει καιρό τώρα και ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά που τον ξανάβλεπε.
Την κοιτούσε που ανέβαινε το τελευταίο σκαλοπάτι χαμογελώντας, με λαμπερά μάτια που εξέπεμπαν ομορφιά, και σου τραβούσαν την προσοχή με την πρώτη ματιά, σκεφτόταν ο Αλκιβιάδης, κλείνοντας για λίγο τα δικά του μάτια στη δροσιά τον πράσινου παράδεισου.  
Δεν πρόλαβε να της απαντήσει και η Άλκηστις είχε ήδη ανεβεί και βρισκόταν στην ευρύχωρη βεράντα. Στεκόταν τώρα μπροστά του με την τσάντα της κρεμασμένη στον ώμο. Έγειρε στο πλάι το κεφάλι της και τον κοίταξε ερωτηματικά.
«Να αισθάνομαι ενοχές; Διέκοψα ανεκπλήρωτες φαντασιώσεις  σου που ζωντανά ονειρευόσουν;» Και του άπλωσε το χέρι της.
«Καλώς μας ήρθες. Πως και αυτό το ξαφνικό και αναπάντεχο ομορφιά μου; Είσαι μια ευχάριστη έκπληξη! »
«Αλήθεια δεν το ήξερες; Είμαι καλεσμένη σας, μονάχη μου δε θα 'ρχόμουν. Η ξαδέλφη το κανόνισε. Αν περισσεύω και σας χαλώ το πρόγραμμα φεύγω! Αθόρυβα, δεν θα σας ενοχλήσω.»
«Συγνώμη! Και πολύ άργησες. Φύγε και κλείσε καλά την πόρτα πίσω σου καλή μου, με πούντιασες βρε κορίτσι μου.»
«Εεεελα, δεν το πιστεύω! Να σοβαρολογείς;»
«Αν σοβαρολογώ λέει!  Με πούντιασες βέβαια λίγο, αλλά σαν γεννημένος ευγενής με τις δεσποινίδες στο συγχωρώ!.»
Ο Νικηφόρος την κοίταζε σταθερά και διαπεραστικά λες κι έβλεπε μέσα της. Λίγες φακίδες στόλιζαν τη ράχη της μύτης της. Του φαινόταν ιδιαίτερα ελκυστικό το ψεγάδι τούτο. Και το στόμα της ήταν ελκυστικό. Αναρωτήθηκε τι γεύση να είχε, και ένιωθε να τον ερεθίζει η σκέψη και μόνο. Για πρώτη φορά δε, δεν την κοίταζε σαν ξάδελφος, αλλά σαν άντρας, σαν ένας έμπειρος με τις γυναίκες άντρας που ήταν, και για μια στιγμή η Άλκηστις είδε καθαρά μια σπίθα λαγνείας στα μάτια του. Της άρεσε αυτός ο αρρενωπός άντρας που η ξαδέρφη της τον είχε ερωτευτεί τρελά και ήταν ακόμα ερωτευμένη μαζί του, μετά από δέκα χρόνια γάμου. Χαμήλωσε το κεφάλι της αμήχανη. Εντάξει, ο ξάδελφος της ήταν ανοιχτόμυαλος και μοντέρνος άνθρωπος, και πάντα εκφράζονταν αρκετά ελεύθερα, κάνανε πλάκα, αλλά αυτό τώρα ήταν κάτι που δεν ειπώθηκε με λόγια, αλλά υπήρχε στον αέρα, αιωρούνταν ανάμεσά τους. Ξαφνικά η σωματική επαφή των χεριών τους έγινε βασανιστική. Σήκωσε το βλέμμα και κοιτάχτηκαν με ένταση. Ο Νικηφόρος την αγκάλιασε με μάλλον επιτηδευμένη ευγένεια. Τι περίεργο, σ' ολόκληρο το καλογυμνασμένο κορμί του ένοιωσε μία ακαριαία ευεξία. Η σωματική επαφή με την ξαδέρφη διαπέρασε στο κορμί του μία γνωστή τονωτική ουσία.» Της χαμογελούσε τώρα με το χαμόγελο του να φωτίζει τα βάθη των ματιών του. Την ήθελε. Τον ήθελε κι εκείνη. Το ένιωθε. Το αίμα του είχε αρχίσει να βράζει, αλλά ένα άγνωστο κομμάτι του εαυτού του τον πίεσε να συγκρατηθεί. Τα χέρια του, λες και είχαν δική τους θέληση, την απομάκρυναν από κοντά του. Της Άλκηστις ανάγκες ξύπνησαν και φούντωσαν μέσα της. Τον κοίταξε και τις ένιωσε να ζωντανεύουν με όλες τις απαιτήσεις και τους κινδύνους που συνεπάγονταν. Τα πελώρια μάτια της, στραμμένα πάνω του, καθρέφτισαν όλη της τη σύγχυση. «Η ξαδέλφη;» ρώτησε, προσέχοντας να μην τον αγγίξει ξανά. «Με συγχωρείς, νομίζω είναι ώρα να δω και την ξαδέλφη.»
Ο Νικηφόρος τότε ήταν που πίστεψε ότι μάλλον την ξαδέλφη την διευκόλυνε να φέρει στην επιφάνεια κάποια απόκρυφη και καταπιεσμένη επιθυμία της, ότι τελικά κατάλαβε πολύ καλά τις προθέσεις του αλλά αυτή δεν τολμούσε να κάνει την κίνηση πρώτη λόγω της σχέσης αίματος που είχε με την Εριφύλη και με την οικογένεια γενικότερα.
Προς στιγμή ο Νικηφόρος είχε χαθεί μέσα στα βαθιά αχνογάλανα ματιά της ενώ η Άλκηστις χάθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού αφήνοντας πίσω της το άρωμα της ηλιοφώτιστης επιδερμίδας της. Προχώρησε και στηρίχτηκε στην κουπαστή από τα κάγκελα της βεράντας. Ένοιωθε αναστατωμένος εκείνες τις στιγμές και κάπως περίεργα αλλά δεν ξέρει και πώς ακριβώς. Η ξαδέρφη ήταν μια κουκλάρα που τον αιφνιδίασε, τον βρήκε τελείως απροετοίμαστο η παρουσία της και το θέαμα του πανέμορφου κορμιού της του προκάλεσε μικρές δονήσεις και ένα δυνατό ρίγος σε όλο του το κορμί  που δεν είχε να κάνει με σεξουαλική πείνα. Πάντα της έδειχνε μια αδυναμία και συχνά πυκνά όταν την συναντούσε φρόντιζε να δείχνει τον θαυμασμό του για την όμορφη κορμοστασιά της, σαν απλά φιλαράκια, αλλά ποτέ του δεν είχε τολμήσει ούτε καν είχε σκεφτεί να κάνει παραπάνω κίνηση.
Αυτό που τώρα τον ανησυχούσε ήταν ότι αυτό το κορίτσι μεγάλωσε και έγινε μια γυναίκα που του ξυπνούσε τον ερωτικό πόθο, κάτι που αποτελεί μια βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια που στηρίζεται το υγιές οικογενειακό του περιβάλλον και έθετε σε κίνδυνο την συνοχή της σχέσης του με την Εριφύλη. Η έκφραση με το πονηρό μειδίαμα στο πρόσωπο της Άλκηστις την ώρα που άφηνε την πόρτα πίσω της του θύμιζε βλέμμα Λέαινας που αιχμαλώτιζε την λεία της. Ένα κάψιμο απλώθηκε ανάμεσα στα σκέλια του. Θεέ μου, έβαζε άσεμνες ιδέες στο μυαλό του. 
«Ωραιότατα. Γιατί το έκανα εγώ τώρα αυτό; Εντάξει αγορίνα μου ηρέμησε. Δεν ήταν δα και κανένα έγκλημα αυτό που έκανες.» Σκέφτηκε προσπαθώντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του.
.......Ήταν μια ωραία καλοκαιρινή ημέρα. Έχουν περάσει ήδη δύο ατελείωτες ημέρες που η Άλκηστις είναι φιλοξενούμενη στο σπίτι και η σκέψη του ήταν όλη πάνω της. Η φωνή της, το άρωμα της, η παρουσία της γενικότερα του έχουν εξιτάρει το μυαλό χωρίς καν να την έχει ακουμπήσει στο σώμα. Τελικά, τα είχε καταφέρει ν’ αναστατώσει τη ζωή του. Και μάλιστα, χωρίς να κάνει τίποτα η ίδια για να το πετύχει. Η παρουσία της ανάμεσά τους αρκούσε. Προσπαθούσε όσο μπορούσε να την αποφεύγει, να μην τη σκέφτεται όσο ήταν δυνατόν, να λείπει απ’ το σπίτι όσο περισσότερο γινόταν, αλλά τίποτε δε φαινόταν να ωφελεί. Η σκέψη της τριβέλιζε συνέχεια το μυαλό του, και ειδικά τις νύχτες. Είχε σοκαριστεί με το γεγονός ότι πρώτη φορά στη ζωή του έκανε έρωτα στη γυναίκα του και σκεφτόταν μιαν άλλη γυναίκα, τον εξόργιζε βαθιά, και επίσης, αν ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, τον τρομοκρατούσε. Ίσως γιατί στο βάθος ξυπνούσε μέσα του ο φόβος ότι, αν συνεχιζόταν αυτό, θα έφτανε μια μέρα που δε θα ήθελε πια ο ίδιος να κάνει έρωτα με την Εριφύλη. Φυσικά, ήξερε από την αρχή ότι η Εριφύλη ήταν λιγότερο σεξουαλική απ’ όσο ο ίδιος, ότι στη ζωή της, το σεξ ερχόταν δεύτερο και καταϊδρωμένο αλλά τα κατάφερναν ωστόσο να επιβιώνουν κι έτσι, και ο έρωτας τους επιζούσε ακμαίος, επειδή βασιζόταν σε πολύ βαθύτερα πράγματα απ’ ό, τι το σεξ. Ήταν η γυναίκα του, και την αγαπούσε έτσι όπως ήταν. Εκτιμούσε και σεβόταν την προσωπικότητά της, τη δύναμη του χαρακτήρα της, το κοφτερό αντρίκιο μυαλό της, τις απεριόριστες ικανότητές της. Υπήρχε μια βαθιά πνευματική και ψυχική επαφή ανάμεσά τους, που τίποτε δεν μπορούσε να την κλονίσει,  Αν και τώρα τελευταία, είχε αρχίσει ν’ αμφιβάλλει σοβαρά γι' αυτό το τελευταίο. Δεν μπορούσε να ξεφύγει απ' την επιθυμία του για την Άλκηστις.  
..... Την τρίτη ημέρα μετά από την άφιξη της Άλκηστις από νωρίς το πρωί κατέφθασαν στο εξοχικό τους σπίτι ο Θρασύβουλος και η Αντιγόνη. Οι δυο μικροί μπόμπιρες μόλις τους είδαν χαρήκαν υπερβολικά!  Τα αγοράκια χύθηκαν επάνω τους φωνασκώντας σαν άτακτα κουτάβια. Ο μικρότερος έπιασε απ’ το χέρι τη γιαγιά του να την πάει στη θάλασσα να μαζέψουν αχιβάδες. Η ομήγυρη έβαλε τα γέλια.
....Σύσσωμη η μεγάλη τους οικογένεια συμπεριλαμβανομένης της Άλκηστις ξεχύθηκαν ομαδικώς στην παραλία  προκειμένου να χαρούν και να απολαύσουν ήλιο, θάλασσα, παιχνίδι. Η παραλία τους είναι ηλιόλουστη, ελεύθερη, γαλαζοπράσινη, πεντακάθαρη και «διακριτική» ιδανική για οικογένειες με παιδιά να παίζουν ανέμελα. Περπατώντας ανάμεσα στην χοντρή άμμο και τα μεγάλα λευκά βότσαλα, νιώθουν σαν να είναι «ναυαγοί» σε ένα ονειρικό μέρος! Ζεστά και κρυστάλλινα νερά που βαθαίνουν σχετικά πολύ ήπια, μία στενή λωρίδα άμμου που απλώνεται σχεδόν ημικυκλικά και ένα επιβλητικό περιβάλλον άγριας ομορφιάς με τους λόφους να χύνονται στη θάλασσα και όλα μαζί συνθέτουν ένα μαγευτικό σκηνικό και αποτελεί ένα ασφαλές, φυσικό λιμάνι και κάνει τον μικρό αυτό κολπίσκο μαγικό και ασύγκριτο που δεν έχει αξιοποιηθεί τουριστικά ακόμη.
Ο Νικηφόρος με την Αντιγόνη γύρισαν νωρίτερα στο σπίτι να ετοιμάσουν το μεσημεριανό γεύμα. Ξεκίνησαν μπροστά η Αντιγόνη με το ολόσωμο μαγιό πίσω ο Νικηφόρος να την καρφώνει με τα μάτια του πολύ έντονα, τόσο έντονα που δε μπορούσε να τα πάρει από πάνω της. Χρόνια τώρα το γοήτευε η παρουσία αυτής της γυναίκας κι έψαχνε στο λεξιλόγιο του λέξεις και φράσεις πώς να της το πει χωρίς να έρθει κανείς από τους δυο τους σε δύσκολη θέση και να μην τον κάνει να ντραπεί για κάτι που δεν έπρεπε να συμβεί. Όσο η Αντιγόνη ήταν κάτω από το υπαίθριο ντους και ξέπλενε την αλμυρά από το σώμα της ο Νικηφόρος δίπλα ετοίμαζε το μπάρμπεκιου για να ψήσει καλαμάρια μα το βλέμμα του περιπλανιόταν στο κορμί της και δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Η Αντιγόνη τέλειωσε το ντους και μπήκε στο σπίτι να ψήσει στον φούρνο το «μπριάμ» το αγαπημένο καλοκαιρινό φαγητό του Νικηφόρου. Ο Νικηφόρος την σκεπτόταν να βγάζει το ολόσωμο μαγιό της και να φορά μόνο την πόδια της κουζίνας και το κορμί του έπαιρνε φωτιά. Φαντασιωνόταν να μπορούσε να την αρπάξει στην αγκαλιά του και να την τρελάνει στα φιλιά. Βλέποντας την Αντιγόνη σήμερα έφτανε σε ερωτική έκσταση χωρίς καν να την αγγίξει. Μεταξύ τους πάντα υπήρχε μια ερωτική αίσθηση, με κομπλιμέντα που της έκανε για την εμφάνιση της ή με πειράγματα που του έκανε αυτή μιας και η Εριφύλη της είχε εκμυστηρευτεί κάποια πράγματα που κάνανε μεταξύ τους. Μέχρι εκεί όμως, όλα γινόταν μεταξύ πλάκας και αστείου. Βέβαια αρκετές φορές ο Νικηφόρος όταν πηδούσε την Εριφύλη σκεφτόταν αυθόρμητα ότι είχε μπροστά του την Αντιγόνη και έβαζε μεγαλύτερη ένταση στο γαμήσι τους. 
 Η μέρα κυλούσε ευχάριστα για όλους και ο Νικηφόρος απόλαυσε το νοστιμότατο μπριάμ το φτιαγμένο από τα χέρια της Αντιγόνης. Μετά τη μεσημεριανή ανάπαυλα ύπνου ο Θρασύβουλος με την Αντιγόνη θα αναχωρούσαν για το μοναστήρι στους πρόποδες του απέναντι βουνού και ακολούθως θα πήγαιναν στο κοντινό μικρό ορεινό χωριό για μια-δυο ημέρες σ΄ έναν εξάδελφο του Θρασύβουλου και θα ξαναγυρνούσαν. Τα αγόρια όταν άκουσαν ότι ο παππούς και η γιαγιά θα πάνε στον θείο Βρασίδα αποτρελάθηκαν από την χαρά τους. 
Ο θείος Βρασίδας έχει ένα τυπικό διώροφο χωριάτικο σπίτι, με το κατώι και το βαγενί, χώρους ισόγειους και ημιυπόγειους, προορισμένους για τις γεωργικές λειτουργίες και την φύλαξη του κρασιού, αλλά και την χειμερινή διαβίωση της οικογένειας και το ανώι που ήταν η κατοικία. Είναι χτισμένο με πέτρα και πωρόλιθους στην πλαγιά μιας ρεματιάς που η ομορφιά της είναι απαράμιλλη με τα πλατάνια και τις καρυδιές της. Το σπίτι ανακαινίστηκε από τον κληρονόμο που θέλησε να το μετατρέψει σε εξοχική κατοικία για να περνούν τα καλοκαίρια τους. Φυσικά, υπήρξαν ενισχύσεις από μπετόν και επεκτάσεις μιας και οι τουαλέτες κατά παράδοση βρίσκονταν εκτός του εσωτερικού χώρου και τα υπνοδωμάτια δεν ήταν πολλά. Περιμετρικά το περιβάλλει ένας τεράστιος κήπος οπού καλλιεργεί όλα τα ζαρζαβατικά. Ταυτόχρονα έχει περιστερώνα, ορτύκια, δυο τρεις φασιανούς και ένα πλήθος από κότες. Ένα Άλογο και ένα γαϊδουράκι. Για τους μικρούς το περιβάλλον του σπιτιού φάνταζε επίγειος παράδεισος όταν το επισκέπτονταν.
Όταν οι υπόλοιποι είχαν πέσει για το μεσημεριανό τους ύπνο η Αντιγόνη παρακάλεσε τον Νικηφόρο να κάνει το κουράγιο να πεταχτούν στην κοντινή πολύ με το αυτοκίνητο, ήθελε να αγοράσει μερικά φρέσκα γλυκά ώστε όταν επισκεφτούν τον ξάδελφο του Θρασύβουλου να μην πάνε με άδεια χέρια.
Ο Νικηφόρος όλα αυτά τα χρόνια του γάμου του διατηρεί αρμονικές σχέσεις και σχέσεις σεβασμού και αγάπης με την πεθερά του. Την Αντιγόνη την γνώριζε αρκετά πριν ακόμη γνωρίσει την κόρη της την Εριφύλη. Νεαρός θυμάται μόλις είχε γυρίσει από το πρώτο του μπάρκο που κατέβαινε από το λεωφορείο στη στάση της γειτονιάς του. Απέναντι ακριβώς της στάσης του λεωφορείου ήταν ο φούρνος της γειτονιάς τους. Την είδε πρώτη του φορά, και τον εντυπωσίασε, μια όμορφη, νέα γυναίκα, να βγαίνει απ' το κατάστημα στο πεζοδρόμιο. Δεν ήταν βέβαια απ’ αυτές τις γυναίκες που κάνουν τα κεφάλια να γυρίζουν, και τα πεζοδρόμια να τρίζουν, άλλα είχε μία δική της ιδιαίτερη ομορφιά και γοητεία ήταν πραγματικά ιδιαίτερα σέξι και ελκυστική, φορώντας ένα αέρινο φόρεμα. Η όλη «αέρινη» παρουσία της τον γοήτευσε, και έμεινε ακίνητος να την παρατηρεί με θαυμασμό προκαλώντας του σεξουαλική διέγερση. Το λεωφορείο κλείνοντας την πόρτα και αναχωρώντας λίγο έλειψε να τον παρασύρει θανάσιμα που είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό να την θαυμάζει και είχε ξεχαστεί να κατεβάσει και το άλλο πόδι από το σκαλοπάτι της πόρτας του. 
Στο τέλος εκείνης της ημέρας, τα συναισθήματα του για το πρόσωπο αυτής της γυναίκας είναι τόσο φρέσκα και έντονα που η μορφή της τριγυρνά συνέχεια στο μυαλό του. Απλά η εμφάνισή αυτής της γυναίκας δεν τον άφηνε αδιάφορο, του είχε κάνει πολύ ιδιαίτερη εντύπωση. Δεν άργησε να ρωτήσει και έμαθε ότι είναι μια γυναίκα της διπλανής πόρτας, ότι μένει στην απέναντι γειτονιά και είναι περίπου τριάντα πέντε ετών είναι παντρεμένη και μητέρα δυο παιδιών εφηβικής ηλικίας. Σύντομα ήλθε ο καιρός και ο Νικηφόρος μπαρκάρισε ξανά. Σκέψεις ανάκατες τριβελίζουν το μυαλό του και η εικόνα εκείνης της ελκυστικής γειτόνισσας του δεν το αποχωρίζεται. Απρόσμενα η μορφή της είναι καλά χαραγμένη στη μνήμη του και του είναι δύσκολο να την ξεχάσει. Το βράδυ μόλις χωθεί στη ζεστασιά του κρεβατιού του, την σκέφτεται. Σκέφτεται πόσο πολύ θα την ήθελε στην αγκαλιά του κάνοντας της έρωτα, και προσφέροντας ο ένας στον άλλον ατέλειωτη ηδονή. Η γυναίκα την περίοδο αυτή αποτελούσε την σεξουαλική του επιθυμία να κάνει κάτι μαζί της. Την σκέφτεται τα βραδυα στη μοναξιά του είναι η μούσα του κατά τη διάρκεια της αυτοϊκανοποίησης του ενώ έχει αποδεχτεί ότι υπάρχουν κάποιοι φυσικοί περιορισμοί για τους οποίους δεν μπορεί να κάνει πολλά. Εκείνη δεν γνωρίζει καθόλου την ύπαρξη του για να ενδιαφέρεται για τις ανάγκες και τα θέλω του.  Ως εκ τούτου δεν του χρωστάει δραχμή.  Και ξέρει πως αυτός αν θελει μπορεί να επικοινωνήσει μαζί της αλλά εκείνη δεν του χρωστάει ούτε λέξη. Με λίγα λόγια, οι σεξουαλικές του επιθυμίες για εκείνη, της είναι τόσο αδιάφορες όσο αδιάφορες είναι για αυτόν οι τεχνικές του γυναικείου μακιγιάζ.
Με τον καιρό γυρνώντας ο Νικηφόρος στην Ελλάδα δεν άργησε να γνωρίσει την δέκα οκτάχρονη κόρη της Αντιγόνης την Εριφύλη, την ερωτεύτηκε και παντρεύτηκαν πολύ σύντομα. Έχουν περάσει πάνω δέκα χρόνια από τότε όμως η φαντασίωση και ο πόθος του για την Αντιγόνη υπέβοσκε μέσα του. Και τώρα στα σαράντα επτά της χρόνια παραμένει μια πολύ ελκυστική γυναίκα. Ο Θρασύβουλος ήδη πλησιάζει ολοταχώς προς τα εξήντα του έτη, πριν πέντε-έξι χρόνια είχε ένα σοβαρό εργατικό ατύχημα στη βιοτεχνία που εργαζόταν. Είχε κτυπήσει θανατηφόρα στο κεφάλι, αν και επανήλθε μετά από ένα πολύ μεγάλο διάστημα νοσηλείας, οι γιατροί του συνέστησαν να απέχει από πολλές επίπονες λειτουργίες, όπως και το σεξ.
Καταλαβαίνοντας ο Νικηφόρος τις συνθήκες που επικρατούν στο ζευγάρι προσπαθεί με ευγένεια και σεβασμό να δείξει στην Αντιγόνη ότι ενδιαφέρεται για κάτι παραπάνω στην σχέση τους ότι τον ενδιαφέρει σαν γυναίκα και πολύ θα ήθελε να της εκπληρώσει τις σεξουαλικές επιθυμίες στην καθημερινότητα της χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλα αυτά τα χρόνια πως ο Νικηφόρος δεν είχε άριστες σχέσεις τόσο με τον Θρασύβουλο όσο και την Αντιγόνη. Απεναντίας υπήρχε έντονος αλληλοσεβασμός με αμφότερους. Η Αντιγόνη ήταν μια γυναίκα δραστήρια, ακούραστη, εργατική πάντα με το χαμόγελο και τον καλό λόγο στα χείλη. Ο Θρασύβουλος εργατικός τίμιος, λίγο παραπάνω από το συνηθισμένο νευρικός και όπως έλεγε ο περίγυρος τώρα είχε ηρεμήσει στο παρελθόν έφθανε ορισμένες φορές η έκρηξη του θυμού του σε ακραίες συμπεριφορές.
Ο Θρασύβουλος για την πεθερά του την Πανωραία, ήταν από όσο είχε καταλάβει ο Νικηφόρος σαν να κουνούσες ένα κόκκινο πανί μπροστά σε έναν ήδη εξαγριωμένο ταύρο. Και το αντίστροφο. Ο Θρασύβουλος δεν ένοιωθε και ευτυχής όταν την έβλεπε. Την εποχή της μακράς νοσηλείας του Θρασύβουλου η Αντιγόνη σε μια εκ βαθέων εκμυστήρευση το είχε πάρει απόφαση ότι θα μείνει  χήρα σε νεαρή ηλικία. Της το είχε προβλέψει μια τσιγγάνα χαρτορίχτρα του είπε, και η προσωπική  εντύπωση που σχημάτισε ο Νικηφόρος ....ήταν... ότι εντάξει συμβαίνουν αυτά και η ζωή συνεχίζεται. Έτσι απλά και λιτά. Τελικά η υγεία του Θρασύβουλου παρουσίασε απρόσμενη θετική εξέλιξη και έκτοτε πλέον ζει ήσυχα τη ζωή του με κύριο μέλημα του και φροντίδα τα μικρά του εγγόνια τα οποία τα λατρεύει και τον λατρεύουν. 
Ήταν αρκετό καιρό πριν το σοβαρό ατύχημα του Θρασύβουλου που είχε και ο Νικηφόρος περιστασιακά μια προσωπική εμπειρία με τον ιδιαίτερα ισχυρό και θυμώδη χαρακτήρα που παρουσίαζε ο Θρασύβουλος στην Αντιγόνη όταν οργίζονταν.
Ένα βροχερό βράδυ του Νοέμβρη, κοντά στην ώρα που ανάβουν τα φώτα, ο Νικηφόρος χάζευε μελαγχολικά τις ιριδωτές αντανακλάσεις από τα δημοτικά φώτα του δρόμου και από τις φωτεινές ρεκλάμες του σούπερ μάρκετ στο βάθος του δρόμου καθισμένος πίσω από τα τζάμια του παράθυρου της κουζίνας τους και ακούγοντας το ραδιόφωνο να παίζει το «Wall» των Pink Floyd όταν ξαφνικά, άκουσε στο ισόγειο έντονη λογομαχία με την ορμή που έχουν οι οικογενειακοί καυγάδες.
Το ζευγάρι ο Θρασύβουλος και η Αντιγόνη για αδιευκρίνιστους λόγους είχαν έντονη ολιγόλεπτη λογομαχία, που άναψε τα αίματα. Η Αντιγόνη μην αντέχοντας την κρυμμένη επιθετικότητα και τις προσβολές εκφοβισμού και βίας που δέχτηκε, εξαφανίστηκε από το σπίτι. Το ρολόι δείχνει μεσάνυχτα και ακόμη η Αντιγόνη δεν λέει να φανεί. 
Του  Θρασύβουλου εκείνες τις ώρες του θυμού του, ο εγωισμός του, ζητά να επιβάλλει τους κανόνες του, να ζουν όπως αυτός ορίζει. Θέλει να της επιβάλλει να σκεφτεί ότι ο δικός του είναι ο μόνος τρόπος. Περνώντας η ώρα δυστυχώς ο Θρασύβουλος δεν κάνει καμία προσπάθεια  να επιδιώξει να  διευθετήσουν με αμοιβαία διαβούλευση  τα προβλήματα τους και τις διαφωνίες τους. 
Εκείνες τις μικρές στιγμές ο Θρασύβουλος ζει με την αρχή: «Υπάρχουν δύο απόψεις, η δική μου και η λάθος, ότι πω εγώ θα γίνει και σ' όποιον αρέσει 'δω μέσα.»
Καθόλου περίεργο λοιπόν που δεν την αναζήτησε αλλά τουναντίον έπεσε για ύπνο σαν να μην συνέβη τίποτα.
Περνώντας οι ώρες και η Αντιγόνη άφαντη η Εριφύλη κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα και δεν ξέρει τι να κάνει. Ο Νικηφόρος μες στην δική του αγωνία και αυτός, προσπαθεί να την ηρεμήσει και ταυτόχρονα ψάχνει κάθε πιθανή τοποθεσία που μπορεί να έχει πάει η Αντιγόνη. Αφού μ’ εύσημο τρόπο απέκλεισε όλα τα φιλικά τους σπίτια αποφάσισε να ψάξει σε χώρους της περιοχής. Εκεί κοντά τους κτιζόταν μια καινούργια μεζονέτα με τις εργασίες της οικοδομής να βρίσκονται στην κατασκευή  της εσωτερικής πλινθοδομής. Αποφάσισε να ψάξει τους χώρους στο γιαπί. Στον επάνω όροφο επικρατούσε πίσσα σκοτάδι, μέσα στην απόλυτη ησυχία του χώρου, αντιλήφθηκε την παρουσία της, άκουσε να θροεί η ανάσα της. Δεν την είδε, απλά την ένοιωσε, δεν άκουγε τίποτα άλλο μέσα στο χώρο παρά μονό την αναπνοή της. Ένιωσε την επιθυμία να την πάρει στοργικά στην αγκαλιά του να την ζεσταίνει να της προσφέρει ασφάλεια και να την παρηγορήσει, στη δική του αγκαλιά να ξεθύμαινε από τη συναισθηματική της φόρτιση. Όμως τον εαυτό του φοβήθηκε εκείνη την ώρα διότι αισθάνθηκε ταυτόχρονα ότι την ποθούσε η ψυχή και το κορμί του. Ήθελε να την σφίξει στην αγκαλιά του και να την πνίξει με τα πιο τρυφερά φιλιά του.
Δεν της μίλησε παρά μόνο κάνοντας πως ψάχνει τους χώρους μουρμουρίζοντας ότι την αναζητά, της άφησε την αμφιβολία αν όντως την αντιλήφτηκε η όχι. Η αίσθηση ότι τη βρήκε γέμισε ανακούφιση και αγαλλίαση το πρόσωπό του. Έκλεισε τα μάτια του για να απολαύσει πιο βαθιά το ξαλάφρωμα του άγχους. Την άφησε να αποφασίσει μονάχη της πως θα διαχειριστεί και αντιμετωπίσει την κατάσταση.. Την καταλαβαίνει νιώθει πληγωμένη, αδικημένη, μπερδεμένη, θυμωμένη.
Η Εριφύλη όταν ο Νικηφόρος την πληροφόρησε ότι βρήκε την Αντιγόνη ησύχασε καταλάγιασαν οι φόβοι της. Ο Θρασύβουλος συνέχισε να κοιμάται μακαρίως. Αυτή η αδιαφορία που έδειξε ο Θρασύβουλος ήταν που εξόργισε τον Νικηφόρο ενθυμούμενος το επεισόδιο και την συμπεριφορά του Θρασύβουλου σε μια γυναίκα που ο Νικηφόρος εκτιμούσε και σεβόταν το ακέραιο του χαρακτήρα της. Ήταν μια εμπειρία που δεν είχε ξαναζήσει και τον πλημμύρισε με ανάκατα συναισθήματα θυμού, που στόχευαν εν μέρει τον Θρασύβουλο.
.... Την εποχή της  χρονοβόρας  νοσηλείας του Θρασύβουλου εξαιτίας του σοβαρού επεισοδίου υγείας του η Αντιγόνη παρακάλεσε τον Νικηφόρο εάν έχει την καλοσύνη να πάει στο χωριό της και να φέρει την μητέρα της στην Αθήνα. Την είχε ανάγκη να τους  υποστηρίξει με την φροντίδα της. Τη μητέρα της την θεωρούσε σημαντική βοήθεια στην έκτακτη κατάσταση που τους προέκυψε να 'χει και την δική της βοήθεια στο σπίτι.
«Θα εκτιμούσα πάρα πολύ την όποια και δική σου βοήθεια γιατί είμαι υπερβολικά αγχωμένη!» Του είπε.
«Αντιγόνη μου γλυκιά! Ηρέμησε λοιπόν, ότι είχες να κάνεις απ την πλευρά σου, το έκανες, άσε τον εαυτό σου χαλαρό, και ήρεμο, για τις ημέρες που έρχονται. Μην προκαταλαμβάνεσαι, με απαισιόδοξες σκέψεις πού δεν οδηγούν πουθενά, παρά μόνο στην επιδείνωση του άγχους σου» Της λέει ο Νικηφόρος, την αγκάλιασε τρυφερά από τους ώμους και τη συμβούλευσε να πάει αμέσως για ανάπαυση και όλα θα πάνε καλά..
Η μητέρα της Αντιγόνης η Πανωραία ήταν μια ευτραφής και καλοστεκούμενη εξηνταπεντάχρονη γυναίκα. Από όσο θυμάται ο Νικηφόρος ήταν χήρα σχεδόν μια δεκαετία τώρα. 
Η Πανωραία έτρεφε μεγάλη εκτίμηση για τον Νικηφόρο εν αντιθέσει με την έκδηλη αντιπάθεια που έτρεφε για τον γαμπρό της τον Θρασύβουλο. 
Και ο Νικηφόρος την εκτιμούσε ιδιαίτερα. Μερικές φορές η αλληλοεκτίμηση δυο ανθρώπων μεγαλώνει στο χρόνο ξεπερνώντας την αρχική απλή συμπάθεια.
Μάλιστα η Πανωραία όχι απλώς συμφωνούσε μα ήταν η περισσότερο θετικά διακείμενη να γίνει ο γάμος του Νικηφόρου με την αγαπημένη εγγονή της την Εριφύλη. Ο Νικηφόρος με την πρώτη τους επαφή είχε κερδίσει την αμέριστη υποστήριξη και την συμπάθεια της, για τα έμφυτα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του και το χαρούμενο του γέλιου του. 
..... Ήταν απομεσήμερο που ο Νικηφόρος έφτασε στο χωριό η Πανωραία τον ανέμενε και τον υποδέχθηκε με εγκαρδιότητα και μεγάλη χαρά.… Φτάνοντας στο σπίτι ήταν πολύ ευχάριστη έκπληξη για εκείνον το γεγονός ότι το σπίτι είχε πρόσφατα ανακαινισθεί με ωραία  διακόσμηση, τεράστια βεράντα, σχετικά απομονωμένο στη μέση ενός πολύ μεγάλου κήπου με πλούσια βλάστηση και οπωροφόρα δέντρα. όποτε δε σε έβλεπε κανένας αν ήσουν έξω. Του έδειξε την καινούργια διακόσμηση του σπιτιού και ο Νικηφόρος σχολίασε το τεράστιο διπλό κρεβάτι που υπήρχε στην κρεβατοκάμαρα λέγοντας στην Πανωραία ότι θα είχε άνεση στον ύπνο αν και η παρέα καμιά φορά είναι καλύτερη. Αυτή του απάντησε, «που ξέρεις, ποτέ μην αποκλείεις τίποτε, όρεξη να υπάρχει…» 
Σαν εξαιρετική μαγείρισσα έχει μαγειρέψει τον παραδοσιακό κόκορα κοκκινιστό, κρασάτο όπως αυτή ξέρει για τον κανακάρη τον γαμπρό ώστε να ‘ναι ευχαριστημένος και αυτός με την σειρά του να ευχαριστεί την εγγονή της την Εριφύλη.
«Τα μαθαίνω εγώ, ταύρος είσαι στο κρεβάτι. Την περιποιήσε καλά την τσούπρα μου.» Του λέει με υπονοούμενα.
«Προσπαθώ να την έχω ικανοποιημένη  και να ανταποκριθώ με το παραπάνω.. Μα ποτέ δεν ξέρεις αν η Εριφύλη μας είναι όντως ικανοποιήμενη. Το μυαλό μας Πανωραία μου, είναι ένα σύμπαν ανεξερεύνητο, που όσο κι αν προσπαθούμε να του βάλουμε όρια πάντα ανακαλύπτουμε νέα σημεία που μας εκπλήσσουν. Το σεξ είναι διαδικασία εγκεφαλική και όλο το παιχνίδι της ευχαρίστησης στηρίζεται στη δύναμη του μυαλού.»
«Είσαι ένας κόλακας εσύ με την μετριοφροσύνη σου. Κάτι ξέρω και εγώ...»
«Αχ Πανωραία μου γλυκιά, κάτι ξέρεις εσύ, η κάτι θέλεις και εσύ;». Αυτό ήθελε να της πει ο Νικηφόρος, αλλά σκέφτηκε να μην την κολάσει τη γυναίκα. 
«Αγόρι μου» του λέει με πολύ γλυκό ύφος, «ξέρω ότι εκτιμάς τις μαγειρικές μου ικανότητες και τις απολαμβάνεις και εγώ λοιπόν για σένα μαγείρεψα σήμερα , έχω φέρει και από τον γείτονα ένα κρασί μούρλια, θα φάμε με την ησυχία μας αργότερα θα ξεκουραστείς και εσύ θα τελειώσω και ‘γω κάτι εκκρεμότητες που έχω και αύριο πρωί-πρωί αναχωρούμε.» 
Αφού έχουν κατεβάσει μερικά ποτηράκια από το μπρούσκο- το κρασί ήταν θεσπέσιο, γλυκό και σε θέρμαινε ως το κόκκαλο- η γλώσσα της Πανωραίας λύθηκε και ξεκίνησε κουβέντα μαζί του για το αγαπημένο της θέμα, ποιο άλλο, ο αχώνευτος και ασυμπάθιστος κατά τη προσφιλή της γνώμη ο γαμπρός της ο Θρασύβουλος.
Η Πανωραία δεν έχει και ιδιαίτερη συμπάθεια στο γαμπρό της τον Θρασύβουλο και με μεγάλη ευκολία το έδειχνε. Μην φανταστείτε τίποτα πιο σοβαρό. Κλασσική ιστορία σύγκρουσης πεθεράς-γαμπρού που συνήθως προκύπτουν επειδή οι προσδοκίες που είχε η μητέρα της νύφης σχετικά με τον γαμπρό της κατά την γνώμη της αυτές οι προσδοκίες δεν ικανοποιούνται.
«Καθίκι άνδρας! Όπως σου το λέω καμάρι μου. Μην κοιτάς αγόρι μου που μ’ εσένα είναι ευγενικός και μελιστάλαχτος. Τη ζήλευε παθολογικά και την ζηλεύει ακόμα την τσούπα μου. Μια εποχή στα νιάτα τους ξέρω ότι γινόταν βίαιος μαζί της όταν τον έπιαναν οι ζήλιες.»
Την ιστορία αυτή ότι ήταν βίαιος στο παρελθόν ορισμένες φορές την είχε ακούσει σαν φήμη  και από άλλη πηγή ο Νικηφόρος. Μα όλα αυτά του φάνταζαν κάπως πολύ τραβηγμένες ιστορίες. Αν και τις εποχές εκείνες η καταχρηστική και βίαιη συμπεριφορά σε μια ερωτική σχέση ή σε μια οικογενειακή σχέση ευδοκιμούσε. Και ο άντρας αρκετές φορές είχε το προνόμιο να βγάζει τη βια που έκρυβε μέσα του στη σύντροφο του.
«Μέχρι καταγγελία στην αστυνομία σκεφτόμουν να του κάνω ώστε σε περίπτωση βίαιης συμπεριφοράς στο κορίτσι μου να τον καλέσουν και να του κάνουν συστάσεις.»
«Σοβαρολογείς ρε Πανωραία; Δεν πιστεύω να σοβαρολογείς, ότι είναι αλήθεια αυτά που μου λες!»
«Αγόρι μου ψέματα θα σου πω; Εννοώ απολύτως αυτό που λέω, μιλάω σοβαρά, δεν αστειεύομαι!»
«Να είναι δύσκολο να το πιστέψω, δυσκολεύομαι! Ο Θρασύβουλος ξέρω ότι τη λατρεύει τη γυναίκα του και την οικογένεια του.»
«Ξέρεις τα πρώτα χρόνια του γάμου μάθαινα ότι κακό-περνούσε το κορίτσι μου στα χεριά του. Τι πιστεύεις ότι όλοι οι άνδρες είναι ευγενικοί σαν και σένα;» Του λέει και αναστενάζει λες και θυμάται κάτι άσχημο.
«Τι να πω απίστευτο, δεν έχω λόγια... σκέφτομαι από τη μια τι άλλο πια να περιμένω ακόμα να ακούσω κι από την άλλη δεν έχω προσωπικά γνώση κάτι που να μπορείς να του προσάψεις. Εντάξει είναι αρκετά νευρικός, μερικές φορές αλλά μέχρι εκεί.»
«Ας είναι πάνε περάσαν αυτά! Και να ξέρεις. Έβαλα το χεράκι μου γι’ αυτό το γάμο σας. Δηλαδή τι χεράκι «χερούκλα» έβαλα..»
«Όπα! Ποτέ έγινε αυτό ρε Πανωραία. Εγώ πρώτη φορά το ακούω..»
«Εμ πώς να τ’ ακούσεις αγόρι μου αφού κανείς δεν το ξέρει.»
«Α! Έχουμε μυστικά Πανωραία μου; Μα γιατί δε μας τα λες, κυρα μου; Με τρώει η περιέργεια.» 
«Θα σου τα πω όλα. Πιες το κρασάκι σου.»
«Είμαι όλος αυτιά! Μου τρώει η περιέργεια τη σόλα που λένε.»
«Καλώς, κάθισε λοιπόν και άκουσε γαμπρέ μου! Ήμουν στο λεωφορείο από την Αθηνά στην γειτονιά μας. Στο ενδιάμεσο ανέβηκες και εσύ και ήταν η πρώτη φορά που σε είδα, ερχόσουν από τον Πειραιά όπως κατάλαβα αργότερα. Μπροστά μου καθόταν δυο κοπελιές η μια από την γειτονιά σου και η άλλη απλά κατέβηκε στην επόμενη στάση. Κάθισες δίπλα στην κοπέλα, την χαιρέτησες, αρχίσατε τα τυπικά σας άκουγα. Όταν σε πρωτοείδα μου άρεσες πολύ σαν παρουσία, ενθουσιάστηκα όταν σ’ άκουσα να μιλάς. Η κοπελιά ωραία δεν λέω άρχισε να κρέμεται από τα χείλη σου και να στριμώχνεται δίπλα σου, ο γοφός της είχε κολλήσει στον δικό σου. Στα μπροστινά καθίσματα καθόταν η μητέρα της. Όταν άδειασε η θέση δίπλα της φώναξε την κόρη της να πάει να καθίσει μαζί της. Η κοπελιά έκανε πως δεν κατάλαβε. Θυμάμαι που χαμογέλασα με κατανόηση. Σίγουρα το βρακάκι της ήταν μούσκεμα και η φωνή της άρχισε να ‘χει μια βραχνάδα.  Εσύ ατάραχος και με αφοπλιστική ειλικρίνεια δεν έδειξες ούτε θετικός αλλά και ούτε και αρνητικός απλά όπως κατάλαβα άφησες το κορίτσι να έχει όνειρα. Είσαι εσύ ένας μπαγάσας σκέφτηκα. Έφτασα στο σπίτι και σε πρώτη ευκαιρία πιάνω την Αντιγόνη και τη ρωτάω, να μάθω για σένα! Ποια είναι και η οικογένεια σου. Μαθαίνω καλή οικογένεια, για τη φτωχογειτονιά μας, έχεις και καλή δουλειά με προοπτική και καριέρα. Τι άλλο ζητάμε Αντιγόνη για το λουλούδι μας.
Τα υπόλοιπα τα ξέρεις. Γι αυτό όταν ζήτησες το λουλούδι μας την Εριφύλη λέω της Αντιγόνης μου, μην το σκέπτεσαι δώσε την ευχή σου. Αυτός ο ασυμπάθιστος ο γαμπρός μου αντιδρούσε. Είναι μικρό το κορίτσι έλεγε γιατί βιάζεστε να το παντρέψετε.»
««Εε ναι!  Κι εδώ που τα λέμε, είχε και δίκιο, ο άνθρωπος! Πανωραία μου.»
«Γιατί η τσούπα μου ήταν μεγαλύτερη, το όρνιο όταν τον ερωτεύτηκε και τον παντρεύτηκε. Είναι και μερικά χρόνια μεγαλύτερος.»
«Και εγώ μην το ξεχνάς κομμάτι λίγο μεγαλύτερος είμαι Πανωραία μου από την Εριφύλη.»
«Εσύ ματιά μου μπορεί να είσαι λίγο μεγαλύτερος μα είσαι τόσο... πανάθεμα πως να στο πω, -γλυκός και ερωτιάρης- που φαντάζεις μικρότερος και από το λουλούδι μας την Εριφύλη!
Αφού είπα μέσα μου. Αχ και να 'χα τα χρόνια σου και θα σ’ έκλεβα εγώ. Πετάρισε η καρδούλα μου και ας ήταν μόλις δυο χρόνια πριν το γάμο σας που είχα χάσει τον Πελοπίδα μου. Ο Θεός να αναπαύει την ψυχή του.»
«Ρε Πανωραία όλα καλά τα λες, εσύ όμως πως και συμφώνησες στο γάμο της Αντιγόνης,»
«Τι να κάνω γιόκα μου είχε το λουλούδι μας την Εριφύλη στην κοιλιά της.»
«Α, ώστε έτσι. Ώστε ήταν έγκυος η Αντιγόνη μας. Να μου τα λες να τα μαθαίνω αυτά Πανωραία μου. Τώρα σε καταλαβαίνω..»
«Γι αυτό το αξιαγάπητο λουλούδι μας που ήλθε στον κόσμο τα κάνω όλα χαλάλι του ασυμπάθιστου. Και δοξάζω τον Θεό που έπεσε και σε καλά χέρια.»
«Μα τι κομπλιμέντα και καλές κουβέντες σήμερα από εσένα! Αγιογραφία μου ‘κανες Πανωραία μου. Κόψε κάτι. Με κάνεις να σκέφτομαι!» 
«Τίποτα δεν κόβω. Πολλά θα ήθελα να σου κάνω εγώ αλλά ας όψεται που!» Είχε αρχίσει να ψιλομιλάει το μπρούσκο και ήταν όντως νέκταρ το άτιμο.
«Υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος γι’ αυτή τη βίαιη συμπεριφορά του Θρασύβουλου τα πρώτα χρόνια; Σύμφωνα μ' αυτά που μου λες;»
«Απλά πιστεύω ότι τη ζήλευε παθολογικά! Είχε έμμονες ιδέες, ήταν καχύποπτος ότι κάθε επαφή της Αντιγόνης που δεν του άρεσε η κάποιες ανυπόστατες ενδείξεις τις θεωρούσε επιθυμία της για απιστία και αυτό τον οδηγούσε σε ξεσπάσματα ζήλιας, ακόμα και σε βίαιες συμπεριφορές. 
Μεγαλώνοντας τα παιδιά ηρέμησε η επιθετικότητα του αλλά τι τα θέλεις παρέμεινε παράξενος και γκρινιάρης, απορώ πως η τσούπα μου τον άντεχε. »
Περνώντας η ώρα ένοιωθε τόσο οικείο και δικό της άνθρωπο τον Νικηφόρο που του άνοιξε διάπλατα την καρδιά της. Άρχισε να του διηγείται παλιές ιστορίες από την ζωή της. Και ως συνηθίζεται τις ιστορίες αυτές που βγάζουν το μόνιμο παράπονο μας.
Του εκμυστηρεύεται τα παράπονα από το δικό της γάμο της και δεν ήταν και λίγα αυτά που του διηγήθηκε. Την πάντρεψαν πολύ μικρή δεν πρόλαβε να χαρεί την ανεμελιά της νεότητας, γρήγορα έγινε μητέρα. Ο σύζυγος πέθανε σχετικά νέος αφήνοντας πίσω του την Πανωραία χήρα με πέντε παιδιά ορφανά από πατέρα. Το είχε παράπονο… Πολύ μεγάλο παράπονο. Της έλειπε χρόνια τώρα η ανδρική αγκαλιά με την ασφάλεια και τη θαλπωρή που θα σκέπαζε το κορμί της και θα το κρατούσε ζεστό. Οι ερωτικές της εμπειρίες μηδενίστηκαν Ήταν κάτι βράδια που μαράζωνε σαν την απότιστη τριανταφυλλιά, ένιωθε το μουνάκι της γεμάτο υγρά. Έσπρωχνε το χέρι της μέσα στην κιλότα της και το στέγνωνε χαϊδεύοντας το. Αυνανιζόταν, για να μπορέσει να ηρεμήσει και να κοιμηθεί, αλλά ακόμη και τότε το πρωί ξυπνούσε μελαγχολική, καθώς της έλειπε η αντρική αγκαλιά.
«Χάνεις τα νιάτα σου, της λέγανε, οι φίλες της ξαναπαντρέψου. Δουλειά έχεις, και κοτζάμ σπίτι γραμμένο στ' όνομά σου..» 
Κούναγε το κεφάλι της η Πανωραία. «Μια τίμια γυναίκα, μονάχα έναν άντρα γνωρίζει στη ζωή της..» 
Μια αμυδρά σεξουαλική αφύπνιση, τα πρώτα συνειδητά μηνύματα άρχισαν να πλανώνται στην ατμόσφαιρα σαν φυσική έλξη δυο ανθρώπων που νιώθουν να ελκύονται σωματικά. Η ζέστη άρχισε να ανεβαίνει στο δωμάτιο, ο Νικηφόρος ένιωθε πως ανέπνεε μόνο από το άνοιγμα της πόρτας και αναζητούσε να βγει έξω να αναπνεύσει καλύτερα.
Σηκώθηκε από το τραπέζι με την δικαιολογία ότι χρειάζεται να περπατήσει λίγο γιατί τον είχε ταλαιπωρήσει το ταξίδι.... να ξεμουδιάσει.... και για να του φύγει η κάψα που την ένοιωθε σαν χάδι να γαργαλάει τα σωθικά του και τα αρχίδια του άρχισαν να πονάνε από την καύλα και από το παράπονο που δεν μπορούσαν να αδειάσουν...
Με το που άνοιξε την πόρτα η Πανωραία σηκώθηκε κι αυτή. Του χαμογέλασε με κατανόηση και αυτός καθυστέρησε να ανταποδώσει το χαμόγελο γιατί κοίταξε να πάρει μια βαθιά ανάσα στα γρήγορα.
«Ξεκουράσου και ηρέμησε αγόρι μου.» Εγώ θα πεταχτώ στην γειτόνισσα που μου παρήγγειλε ότι με θέλει…. τα λέμε πάλι όταν γυρίσω.»
Ξεπόρτισε πρώτος και δεν είπε τίποτα. Μάλλον δεν είχε διάθεση τίποτα να πει. Ούτως ή άλλως δεν μπορούσε καλά-καλά να αναπνεύσει φυσιολογικά. Του φαινόταν ανεξήγητο που κατάφερε να είναι στεναχωρημένος και ταυτόχρονα καυλωμένος!
Όταν ο Νικηφόρος γύρισε ύστερα από καμιά ώρα, το σπίτι ήταν  άδειο.
Τα φώτα είχαν ανάψει εδώ και ώρα και η Πανωραία ακόμη να γυρίσει. Όταν επιτέλους φάνηκε ο Νικηφόρος την είδε προβληματισμένη.
«Σου συμβαίνει κάτι; Σε βλέπω συννεφιασμένη.»
«Να η φιλενάδα μου.»
«Η φιλενάδα σου τι;»
«Της βρήκε πρόβλημα ο γιατρός και πρέπει να κάνει τρεις ενέσεις. Απόψε της έκανα την πρώτη, Με παρακάλεσε πως θα γίνει να της κάνω και τις άλλες δυο γιατί με εμπιστεύεται.»
«Και συ γιατί μαράζωσες κοπέλα μου; Σαν την καημένη λεμονιά που τη χτύπησε χαλάζι.»
«Αααχ αυτό ο κοπέλα μου με τέτοια γλύκα δεν το ‘χω ξανακούσει, αγόρι μου. Με γεμίζει  σαν θεραπευτικό βότανο. Γι’ αυτό σε λατρεύω και έτσι μου έρχεται να σε σφίξω στην αγκαλιά μου και....» Εδώ έμεινε μετέωρη η κουβέντα της, γιατί άρχισαν να χωράνε οι ντροπές της. 
«Ναι αλλά της είπα ότι αύριο είναι κανονισμένο να αναχωρήσουμε». Συνέχισε με μια δειλή παραπονιάρικη φωνή.
«Μην μου 'σαι σκυθρωπή και μες στη χαρμολύπη. Το πρόγραμμα εμείς το κανονίζουμε. Θα πούμε μια δικαιολογία και θα μείνουμε το τριήμερο, καρδιά μου. Σου χαλώ χατίρι εγώ. Ολόκληρο μωρό μου έστειλες στην αγκαλιά. Και τι μωρό. Την Εριφύλη, την πιο γλυκιά μου αμαρτία μες στη ζωή μου. Με το μωράκι μου είμαι άγρια καψουρεμένος.  Και μόνο που σκέφτομαι ότι θα ξαναφύγω στα κύματα τρελαίνομαι!»
«Τι έγινε παλικάρι μου τη δαγκώσαμε τη λαμαρίνα;» 
«Άστα Πανωραία μου,  άστα.. Η Εριφύλη είναι τέλειο μωράκι, τέτοιο κορμάκι, τέτοιο μουτράκι και έξυπνη, φωτιά,..  χιούμορ να δεις!»
«Και το μωρό μας έχει ανθίσει για τα καλά στην αγκαλιά σου. Σαν ανοιξιάτικο, ευωδιαστό λουλούδι. Μάλλον το ξεπατώνεις στο πότισμα και του αρέσει. Την είδα τελευταία που λαμποκοπούσε.»
«Χμμ μη μου λες τέτοια γιατί εγώ τελευταία έλειπα ταξίδια. Λες να της τον δουλεύει και να της ξεπατώνει κάνεις άλλος τον αργαλειό... να της μαδάει την παπαρούνα και να της χαρίζει αυτή την απόλαυση;»
«Έλα βρε! Εσύ μη λες κουταμάρες άσε που αυτή πίνει νερό στ' όνομά σου..... Το λουλούδι μας! λέει Νικηφόρος και στάζει μέλι το στόμα της.»
Η αλήθεια είναι πως η Πανωραία δεν έλεγε ψέματα. Η Εριφύλη τον αγαπούσε και τον ήθελε. Την έβρισκε μαζί του. Όλοι το ξέρανε. Ωραίος ήταν και αρρενωπός και ευχάριστος και αυθεντικός... Ό, τι χρειάζεται λίγο πολύ για να σ' ερωτευθεί εφ' όρου ζωής μια γυναίκα. Μα δεν ήταν χαζός ο Νικηφόρος. Μα ούτε εύπιστος ήταν.
«Αααχ βρε Πανωραία μου! Δέκα χρόνια γάμου, πώς να το κάνουμε, σε ρουτινιάζουν, οπότε, όσο θα λείπω στα ταξίδια κακά τα ψέματα τις ατελείωτες νύχτες τόσου μήνες μόνη της η Εριφύλη, δεν ξέρεις πού τη βγάζουν...Γι' αυτό σου λέω το στόμα της μπορεί να στάζει μέλι αλλά όταν ο γάτος απουσιάζει τόσο μεγάλο διάστημα το γατάκι της σίγουρα όταν θα έχει φτάσει στο απροχώρητο από τις καύλες και αρχίζει να στάζει και να της βρέχει το βρακάκι τότε λογικά θα θέλει παιχνίδια με.. Ξέρεις εσύ με τι! Δύσκολο είναι Πανωραία μου, ν' αρχίσει δηλαδή να δουλεύει ο διάβολος στο μυαλό της;»
«Ξέρω αγόρι μου. Ξέρω! Αχ αυτά τα παιγνίδια.. Ανάβουν φωτιές που δύσκολα σβήνουν χωρίς να καούμε μέσα τους.!  Και τ' άτιμα είναι πως όσο πιο συχνά τα κάνεις, τόσο πιο πολύ τα θες. Γι αυτό να φροντίζεις να έρχεσαι πιο συχνά.» Πήγε να του πει κάτι ακόμη ότι είχε ανάγκη για μάδημα και η δική της παπαρούνα... Μα δεν ήξερε πως να το αρθρώσει με λέξεις.
«Το γνωρίζω Πανωραία μου! Εντάξει, δεν λέω, μια χαρά τα πάμε. Και στο κρεβάτι δεν την πιάνεις τη Εριφύλη να ξέρεις, είναι το κάτι άλλο, παθιασμένη, είναι γυναίκα καυλιάρα που ξέρει να γαμιέται και να το απολαμβάνει, δεν έχω παράπονο, αλλά, είπαμε, ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια προσπάθησε να της εξηγήσει, και να δικαιολογήσει τις αγωνίες του. Η παρατεταμένη απουσία μου δεν έχω αυταπάτες, ενέχει έναν κίνδυνο. Και ο κίνδυνος αυτός είναι τα πρωτόγονα ένστικτα μας που ηλεκτρίζουν τις αισθήσεις και κάνουν το σεξ να 'ναι ο βασιλιάς στο παιχνίδι των αισθήσεων. Στα λέω έτσι ωμά, πώς αλλιώς να στο πω; Δεν ξέρω πια αν της επαρκώ, Πανωραία μου, αν τη γεμίζω. Κατάλαβες τώρα.» Έλεγε, έλεγε, ο Νικηφόρος αλλά η Πανωραία χαμογελούσε ειρωνικά και δεν πειθόταν με τίποτα.
«Μη μου λες κουταμάρες.» του λέει
«Είναι να μην της μπει η ιδέα Πανωραία μου. Οι ιδέες δεν είναι αέρας κοπανιστός. Σου μπήκε η ιδέα; Τελείωσε, η διαδρομή άρχισε.»
 Στο ξαναλέω! Μη μου λες κουταμάρες. Η Εριφύλη να κάνει τέτοιο πράγμα σε ΄σένα! Ποτέ. Μην το συζητάς. Το κεφάλι μου κόβω.»
.....Το αποτέλεσμα ήταν ότι η Πανωραία στο άκουσμα ότι θα μείνουν ακόμη άλλες δυο βραδιές την έπιασαν ξαφνικά τρυφερά συναισθήματα κι ευχάριστη διάθεση. Μόνο στο στόμα ρουφηχτά φιλιά δεν έδωσε στον Νικηφόρο και διόλου απίθανο και αυτό να συνέβαινε αν υπήρχε η αντίστοιχη παρότρυνση. Πονηρές σκέψεις της μπήκαν στο μυαλό, άρχισε να καταστρώνει σχέδια αποπλάνησης και του χαμογέλασε πονηρά όλο νόημα.
Δεν περίμενε να τελειώσουν τη συζήτησή τους, του έσκασε ένα ακόμη μεγάλο χαμόγελο και έφυγε φουριόζα να πει τα νέα στη φίλη της. Ο Νικηφόρος μπορούσε να μυρίσει στον αέρα τη μοναξιά της.
Αργά το βράδυ ο Νικηφόρος τη βοήθησε να μαζέψει το τραπέζι. Μετά καθίσαν μαζί στον καναπέ. Την κοίταξε. 'Ένα κομμάτι του εαυτού του είχε τόση ένταση, που του ερχόταν να πάει να καθίσει στην καρέκλα απέναντι. 'Ένα άλλο κομμάτι ήθελε να περάσει το χέρι του γύρω από τη μέση της και να την τραβήξει πάνω του.  Να χαϊδέψει τα μαλλιά της. Να τη σφίξει λίγο παραπάνω, τόσο δυνατά, που να της κοπεί η αναπνοή και να νιώσει το στήθος και το στομάχι της να τινάζονται προς τα έξω και να κολλάνε πάνω του.  Ξεροκατάπιε. 'Ηθελε να σηκώσει το χέρι του. Αλλά..... 
Η Πανωραία γέλασε. Το χέρι της γλίστρησε στο μπράτσο του. Διακριτικά..... Δεν μίλησε μόνο σηκώθηκε αθόρυβα και πήγε να του ετοιμάσει το κρεβάτι.
Αργά το βράδυ «λογομάχησαν» για τον κοιτώνα. Η Πανωραία ετοίμασε το μεγάλο διπλό της κρεβάτι στην κρεβατοκάμαρα για τον Νικηφόρο και για την ίδια έστρωσε ένα μικρό κρεβάτι που υπήρχε στην κουζίνα.  
Αν και ο Νικηφόρος δυσκολευόταν να το δεχθεί τελικά έγινε αυτό που ήθελε η Πανωραία. Ένας μικρός διάδρομος τους χώριζε και τους στερούσε την οπτική επαφή. 
Προχωρημένα μεσάνυχτα ο Νικηφόρος προσπαθούσε να κοιμηθεί όταν κάποια στιγμή άκουσε ήχους και μερικές μικρές κοφτές  κραυγούλες να έρχονται από το μικρό κρεβάτι μόλις ενάμιση μέτρο δίπλα του. Έγειρε λίγο, ν' ακούσει πιο καλά. «Τι βογκητά και αναστεναγμοί είναι αυτοί;» αναρωτήθηκε, τεντώνοντας το αυτί του για ν' ακούσει καλύτερα τα μικρά βογγητά. Ελπίζει να μην έχει κανένα πρόβλημα η Πανωραία και ήταν έτοιμος να της μιλήσει και να διαπιστώσει τι συμβαίνει, όταν συνειδητοποίησε ότι οι ψίθυροι και οι αναστεναγμοί έβγαιναν ανάμικτα με κραυγούλες καύλας και ηδονής που μείωναν τις αντιστάσεις της  να μην γίνει αντιληπτή.
Κατάλαβε. Η Πανωραία ζούσε στον δικό της ηδονικό κόσμο και το απολάμβανε αφού μέσα στην ησυχία του σπιτιού τα αγκομαχητά της ακούγονταν έστω και πνιγμένα ανεβάζοντας και την δική του καύλα με κάθε αναστεναγμό της, με αποτέλεσμα, αυθόρμητα και ο Νικηφόρος βρέθηκε με τον πούτσο στο χέρι του. 
Το μυαλό του είχε κολλήσει στα χέρια του, στα χείλια του, στην  ιδέα να έχει αυτή γυναίκα αγκαλιά και να κάνει τα πάντα μαζί της.
Έκλεισε τα μάτια και άρχισε να χαϊδεύεται, χούφτωνε τ' αρχίδια του, σήκωσε λίγο τα πόδια σάλιωσε καλά τον πούτσο του να μουσκέψει η βάλανος και έπαιζε μ' αυτόν ανεβάζοντας ρυθμό ώστε να κάνει τον χαρακτηριστικό πλακουτσωτό ήχο σε κάθε παλινδρόμηση του χεριού του. Σε λίγο  ο πούτσος του είχε γίνει πέτρα. Τον έπαιζε απαλά στην αρχή, σάλιωσε όλη του τι χούφτα και τον έπαιζε, ο πούτσος του γλιστρούσε  μέσα στην παλάμη του, το πουτσοκέφαλο φούσκωνε κι αυτός σκεφτόταν ότι είναι μέσα στο μουνί της Πανωραίας και το γαμάει. Έχυσε μ' αυτή την ιδέα, τα χύσια έτρεχαν πάνω στο χέρι του, στον πούτσο του, τα ένοιωθε καυτά πάνω στ' αρχίδια του, από την καύλα έφερε ένα δάχτυλο  στο στόμα και δοκίμασε τι γεύση τους μέσα σε αγκομαχητά απολαμβάνοντας το πόσο όμορφα και ηδονικά ένιωθε. 
Εε! σίγουρα τον  άκουγε και η Πανωραία μες τη βαθιά νυκτερινή ησυχία. Άλλωστε στο ηδονικό ξέσπασμα του Νικηφόρου του ξέφυγε.  ...«Ωχ…ωχ.. Παρ’ τον μέσα, ωχ, νάτο-νάτο χύνω. Στο μουνάκι σου όλα μέσα! Χύνω καύλα μου για πάρτι σου. Όλα τα ζουμιά δικά σου»
Το δεύτερο βράδυ κατάλαβε ότι και πάλι η Πανωραία βιώνει σεξουαλική επιθυμία και προσπαθούσε να την καταλαγιάσει….. 
Του Νικηφόρου η πούτσα πήρε και πάλι φωτιά. Απόψε ήθελε τόσο πολύ να τη γαμήσει αλλά κι αυτή μάλιστα (η Πανωραία δηλαδή) φαινόταν μάλλον πρόθυμη να γαμηθεί μαζί του. Ο Νικηφόρος άφησε να περάσει αρκετός χρόνος μέχρι να της απογειωθεί η ερωτική κάψα και να συνειδητοποιήσει μέχρι που ακριβώς επιθυμεί να προχωρήσει η Πανωραία. Κάποια στιγμή αποφάσισε και πήρε την πρωτοβουλία να σπάσει πρώτος την αμηχανία τους! Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε στην τουαλέτα. Γυρνώντας στάθηκε για λίγο δίπλα από το κρεβάτι της για να της δώσει την ένδειξη ότι είναι σεξουαλικά διαθέσιμος από την ίδια εξαρτάται να του το ζητήσει. 
Για λίγο επικρατούσε μια άβολη σιωπή και ήταν πλέον ακόμη πιο διάχυτη η αμηχανία και κανείς από τους δυο δεν αποφασίζει να το διαχειριστεί για να φύγει η ένταση. 
Γύρισε άπραγος στο κρεβάτι του. Δεν πέρασε παρά μόνο λίγος χρόνος που γέμισε ο χώρος με αναστεναγμούς, βογγητά, και πρόστυχα λόγια, για να καταλήξουν να τελειώσουν ο καθένας στο κρεβάτι του.
Την επόμενη αφού απήλαυσαν ήρεμα και γαλήνια τον πρωινό καφέ τους σαν τίποτα να μην συνέβη τις νυχτερινές ώρες ο Νικηφόρος πληροφορεί την Πανωραία ότι θα πάει μια μικρή βόλτα μέχρι το υγροβιότοπο πέρα στην ακτή που προστατεύεται απ την συνθήκη Ramsar, ένας θαυμάσιος  υγροβιότοπος που φιλοξενεί κάθε χρόνο σημαντικό αριθμό υδροβίων και παρυδάτιων πτηνών.
«Να πας αγόρι μου και το μεσημέρι επειδή σου αρέσουν τα καυτερά φαγητά  θα ‘χω ετοιμάσει μια  συνταγή μοσχαρίσιο κρέας με πολύ καυτερή σάλτσα από κόκκινες πιπεριές. Θα το μάθω και στο λουλούδι μας να στο φτιάχνει. Αφροδισιακή τροφή για ταύρους.. που μουγκρίζουν τα βράδια.»
Ο Νικηφόρος το άφησε αναπάντητο το σχόλιο της. Ας όψεται αυτή η γαμημένη αμηχανία. Δεν ξέρει πώς να το χειριστεί.
Η παραλία έρημη και γαλήνια, και πόσο ωραία ήταν καθώς είχε απόλυτη ησυχία, έβγαλε τα παπούτσια και κατέβηκε στην ακροθαλασσιά, ήταν μόνος καθώς δεν υπήρχαν άτομα σ' αυτή την περιοχή. Έκπληκτος από το πόσο ρηχή ήταν η θάλασσα ανέβασε το παντελόνι του στα γόνατα περπατούσε και ένιωθε την άμμο στα πόδια του και πλατσούρισε μέσα στη θάλασσα για αρκετή ώρα. Η σκέψη γύρισε στα νυχτερινά. Ένιωθε τον πούτσο και τα αρχίδια του να κρέμονται χαλαρά αναζητώντας να τα χαϊδέψουν τα χέρια της Πανωραίας.
Ερεθισμένος πάλι, το βιώνει σαν ευχάριστο ηδονικό συναίσθημα, γύρισε ανέβηκε στο αυτοκίνητο και μέσα στην ησυχία του αυτοκινήτου ξανατράβηξε μαλακία για πάρτη της. Αυτή τη φορά ξαπλωμένος στο κάθισμα του οδηγού, χαϊδευόταν, έχοντας στο μυαλό ότι έχει την Πανωραία από κάτω του και βάζει το καυλί του μέσα στο μουσκεμένο απ' την καύλα μουνί της. Ξεκίνησε με απαλό μασάζ στα αρχίδια του ανεβαίνοντας σιγά σιγά σε όλο του το πούτσο και πλέον έπαιρνε την απόλαυση που του χάριζαν τα χέρια του, ενώ σταδιακά ανέβαζε ταχύτητα με το χέρι του, στον ερεθισμένο πούτσο του μέχρι ότου ήρθε η κορύφωση του μέσα σε άναρθρα βογκητά. Έχυσε για μια ακόμα φορά πάνω στην κοιλιά του και αυτή τη φορά φαντάστηκε τι ωραία θα ήταν να έχυνε και η Πανωραία πάνω στο καυλί του και μετά να αγκαλιάζονταν κολλώντας ο ένας πάνω στον άλλο από τα χύσια τους! Αυτοϊκανοποιήθηκε με τη σκέψη της Πανωραίας μόνο. 
Αργά το μεσημέρι απήλαυσε την μαγειρική της Πανωραία  ήπιαν και το υπόλοιπο μπρούσκο ο Νικηφόρος αισθάνεται σαν καλοθρεμμένη χήνα. Αισίως φτάσανε στο τελευταίο βράδυ.
Η Πανωραία έκανε την τελευταία ένεση στην φίλη της και είναι πλέον έτοιμη και ελεύθερη ώστε το επόμενο πρωινό να αναχωρήσουν.
Η ώρα πέρασε βλέποντας  παρέα ένα έργο στην τηλεόραση, όταν ο Νικηφόρος αποφάσισε να πέσει για ύπνο. Η Πανώρια στριφογύριζε ταχτοποιώντας το σπίτι με ενέργεια κλώσας που έχασε τα φώλια της. Πάλι κάψες έχει σχολίασε στον εαυτό του ο Νικηφόρος. Κάποια στιγμή αποφασίζει και η Πανωραία να πέσει για ύπνο. Πηγαίνει στο υπνοδωμάτιο βλέπει τον Νικηφόρο που έχει αρχίσει να κλίνει τα βλέφαρα.
«Ακόμη να κοιμηθείς τον ρωτάει.»
«Είμαι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.» Της λέει.
Η Πανωραία ανοίγει την ντουλάπα στην ευρύχωρη κρεβατοκάμαρα και αρχίζει να ψάχνει... Σκυμμένη, κουνώντας τα οπίσθια, ανοίγει τα συρτάρια του κομοδίνου ψάχνοντας να βρει αυτό που ζητούσε,. Μία άνοιγε τα συρτάρια και μια τα έκλεινε– τίποτ' άλλο- κόβοντας βόλτες κι αυτό τον έκανε να καυλώσει για χάρη της. Παίρνει μια καθαρή νυχτικιά της από το συρτάρι της ντουλάπας και αρχίζει να βγάζει τα ρούχα της εκεί μπροστά στα πόδια του κρεβατιού. Μένει με την κιλότα και το σουτιέν και γυροφέρνει να βρει μια σακούλα να βάλει μέσα τα ρούχα να τα πάρει μαζί της για πλύσιμο. 
Ο Νικηφόρος την κοιτάζει που στριφογυρίζει ανήσυχη το καταλαβαίνει ότι η Πανωραία έχει υποδόρια  ερωτικά και αφόρητα μελτέμια και αυτός απάνω που έλεγε να πάψει πια να σκέφτεται ερωτικά παιγνίδια μαζί της αναστατώθηκε ολόκληρος, και πάν περίπατο όλοι του οι δισταγμοί. Με εύσημο τρόπο αφήνει να φανεί το φούσκωμα στην πυτζάμα του που αναδεύεται και ταυτόχρονα κάνει χώρο στο κρεβάτι. «Μόνο αν αποφασίσει ν' ανεβεί στο κρεβάτι, είμαι διαθέσιμος για ένα αληθινό γαμήσι και ξέσκισμα μαζί της.» Σκέπτεται και απορεί και ο ίδιος με τον εαυτό του που συγκρατεί τη καύλα του, και που δεν την βάζει κάτω εκείνη την ώρα να την γαμήσει και θα της αρέσει τόσο που θα τον παρακαλά να της ξανασυμβεί.
«Εγώ δεν φταίω. Αυτή ξεκίνησε πρώτη, αυτή πρέπει να πάρει και την τελική απόφαση. Δεν έχει παρά να μου το ζητήσει και θα τη γαμάω όλη τη νύχτα με τις καύλες που έχω.»
Η Πανωραία με την κιλότα και το σουτιέν αφού παιδεύτηκε να βρει σακούλα τριγυρίζοντας γύρω-γύρω για να τακτοποιήσει τα άπλυτα, φοράει τελικά τη νυχτικιά της και αναχωρεί για το κρεβάτι της.  Φεύγοντας αφού τον καληνύχτισε τα δύο της φρύδια έσμιξαν και πήρε ένα παραπονεμένο βλέμμα που τα 'λεγε όλα.
Πρέπει να πέρασαν τέρμινα τρία και να γέμισε η σελήνη δις, που ο Νικηφόρος ένοιωθε ακόμη ένοχες γι αυτό το παραπονεμένο βλέμμα. Που δεν την κάλεσε αυτός τελικά να γίνουν ομοκρέβατοι, όπως σίγουρα επιθυμούσε η Πανωραία. Η καημένη πέρασε από σαράντα κύματα, έκανε ότι μπορούσε. Ολόκληρη ιστορία έπλασε τα βράδια μόνοι τους να μείνουν... διότι δυο φαρμακεία είχε το χωριό με πεπειραμένο προσωπικό. Μαγείρεψε τα πιο αφροδισιακά φαγητά αλλά δεν υπήρξε το τελικό θάρρος και για τους δυο να ξεπεράσουν το εμπόδιο που ορθωνόταν μπροστά τους.
Και τι εμπόδιο ανυπέρβλητο. Το λουλούδι τους η Εριφύλη! Σε μια εξαιρετικά φορτισμένη ατμόσφαιρα αμοιβαίας και έντονης επιθυμίας για ερωτική τους συνεύρεση σπατάλησαν δυο ήμερες και τρεις νύχτες και κατέληξαν όπως τη βρίσκει ο καθείς τέλος πάντων!
Όλες αυτές οι αναμνήσεις  αναβλύζουν από τα βάθη της ψυχής του Νικηφόρου σαν ορμητικός  χείμαρρος που τον παρασύρει μέσα στις δίνες του, σ’ ένα ταξίδι σε μια νοερή μεταφορά πίσω, στα περασμένα του, τόσο οικεία, όσο  αγαπητά, αλλά και οριστικά ξεπερασμένα! Από τότε πέρασε πολλές ερωτικές εμπειρίες, αλλά αυτή τη βραδιά δεν μπορεί να την ξεχάσει.
.....Αυτές τις αναδρομές στα γεγονότα τις έκανε σήμερα ο Νικηφόρος καθισμένος στον ξύλινο καναπέ κάτω απ' τον ίσκιο της μεγάλης τούγιας στο πλακόστρωτο της αυλής περιμένοντας την Αντιγόνη. Οι σκέψεις του διακόπηκαν από τα βήματα της Αντιγόνης. Έρχονταν προς το μέρος του, φορώντας ένα λευκό μεταξωτό πουκάμισο και μια τζιν φούστα. Για κάποιον περίεργο λόγο, η εικόνα της Αντιγόνης δεν είχε φθαρεί στα μάτια του, πάρα το γεγονός ότι είχαν περάσει δέκα χρόνια που την είχε δει για πρώτη φορά.
Ο Νικηφόρος και η Αντιγόνη ξεκίνησαν με το αυτοκίνητο για την πόλη. Στο ξεκίνημα ο Νικηφόρος είπε να πει καμιά εξυπνάδα για να της φτιάξει το κέφι επειδή τον είχε αφήσει να την περιμένει στο πλακόστρωτο της αυλής.
«Στις ομορφιές σου είσαι σήμερα! Είσαι φωτιά και θα τρελάνεις κόσμο στην πόλη!»
Η Αντιγόνη δεν είπε τίποτα. Έβαλε τη ζώνη της και τον κοίταξε καλά – καλά.
«Απορώ τι σου βρήκε η κόρη μου!», είπε και η έκφραση της έσπασε ελαφρά στην άκρη των χειλιών της. Σημάδι ότι διασκέδαζε κατά βάθος την πλάκα που της έκανε. Τράβηξε την πουκαμίσα της να διορθώσει τη ζώνη της και οι βυζάρες της τονίστηκαν περισσότερο. Μάλιστα τώρα οι δύο ρώγες της άρχισαν να διαγράφονται ευκρινώς κάτω από το λευκό πουκάμισο. Το μάτι του στιγμιαία καρφώθηκε επάνω τους αλλά ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του.
«Τι μου βρήκε η κόρη σου; Την μεγάλη μου καρδιά!», γυρίζει και της λέει κλείνοντας το μάτι την ώρα που έστριβε από τον επαρχιακό δρόμο στο δημόσιο δρόμο.  
Η Αντιγόνη κατάλαβε το υπονοούμενο, γύρισε το βλέμμα χαμηλά ανάμεσα στα πόδια του και φτιάχνοντας τα μαλλιά της του είπε:
«Ελπίζω τώρα που θα οδηγείς να σκέφτεσαι με το επάνω κεφάλι και όχι με το κάτω…»
«Κοίτα να δεις που σήμερα η πεθερούλα μου έχει όρεξη για ψωλοκουβέντα.» το σκέφτηκε αλλά δεν το ξεστόμισε. Στην πορεία είπανε κάνα δύο χαζομάρες και ενώ πλησίαζαν στη πόλη τον ρώτησε εάν είναι όλα καλά στο σπίτι. Παραξενεύτηκε και την ρώτησε τι εννοεί. Τον κοίταξε στην αρχή λίγο διαπεραστικά και μετά του είπε ότι το κοριτσάκι της φαίνεται ορισμένες φορές κάπως στεναχωρημένο.
«Παράξενο! Γιατί εμείς μια χαρά περνάμε!» της λέει.
Τον κοίταξε πάλι αρκετά επιτιμητικά και του είπε:
«Δηλαδή δεν την πιέζεις καθόλου;»
«Ρε γαμώτο, τι θέλει να πει η πεθερούλα μου;», σκέφτηκε. «Τι έχει μάθει και τα λέει αυτά;»
«Τι εννοείς;», της λέει.
«Είσαι πολύ απαιτητικός!», του απαντά.
«Σε ποιο θέμα;», ξαναρωτά αν και το μυαλό του κάτι έχει αρχίσει να υποπτεύεται.
«Στο κρεβάτι!», του λέει μονοκόμματα.
Η πουτανίτσα η Εριφύλη λέει στη μάνα της τι κάνω και τι θέλω στο κρεβάτι; Και πως την είδε η πεθερούλα μου τώρα; Θα μας βάλει χέρι γιατί πηδάμε την κόρη της ζόρικα;
«Φτάνουμε!», της λέει.
Αφού ψώνισαν τα απαραίτητα δώρα, στη συνέχεια το ζευγάρι (πεθερά και γαμπρός) αναχώρησαν με το αυτοκίνητο επιστρέφοντας στον παραλιακό οικισμό τους. Γυρνώντας απ' τη πόλη, στη διαδρομή όλα αυτά έφερνε τώρα στο μυαλό του ο Νικηφόρος, με ένα μειδίαμα να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του από τις πρόσφατες στιχομυθίες τους. Νιώθει ότι τα καταπιεσμένα συναισθήματα του είναι μεγάλο βάρος. Ειδικά η σεξουαλική έλξη που βιώνει με την σεξουαλικά ελκυστική Αντιγόνη του είναι βασανιστικό μαρτύριο. Στην Αντιγόνη όλα αυτά τα χρόνια είχαν έλθει στην αντίληψη της κάποια εμφανή στοιχεία ότι ο Νικηφόρος ένιωθε έντονα ερωτικά συναισθήματα για εκείνη, που όμως ακόμη και όταν της περνούσε από το μυαλό κάτι τέτοιο, τον δικαιολογούσε εν μέρει, αλλά δεν το άφηνε να του γίνει έμμονη ιδέα και να χαλάσουν τα σπίτια τους. Δεν μπορούσε να ζητήσει από την Αντιγόνη, δεν τολμούσε, δεν το είχε επιχειρήσει ποτέ να προσπαθήσει να εισβάλει στη προσωπική σεξουαλική ζωή της γιατί συναντούσε τη διπλωματική της ικανότητα να διατηρεί τις ισορροπίες και δεν είχε καθόλου δυσκολευτεί να κρατήσει τις αρμόζουσες ισορροπίες.Και αν καμιά φορά ο Νικηφόρος ξέφευγε, τότε είχε διαρκώς την  αίσθηση ότι βρισκόταν μπροστά σε μία πραγματικά ικανή πεθερά που χειριζόταν με μαεστρία τη σχέση τους και με πολύ δεικτικό και καυστικό χιούμορ, τον επανέφερε στην τάξη αλλά ταυτόχρονα απολάμβανε την επαφή τους και δεν έδειχνε να ενοχλείται από τα έμμεσα πειράγματα του, γιατί έβαζε τα όρια, που δεν προκαλούσαν περισσότερο από όσο πρέπει. Και εκείνος είχε αποδεχτεί την απόρριψή της καλοπροαίρετα και η σχέση τους κυλούσε ήρεμα ομαλά και αβίαστα
Τον τελευταίο καιρό, όπως καλή ώρα σήμερα κάτι έχει αλλάξει στη συμπεριφορά της και παίζει με τρόπους σαγηνευτικούς, παίζει σαν διάολος με το βλέμμα της. Ο Νικηφόρος αναρωτιέται αν του χαρίζει όσα υπόσχεται και ότι φτάνει πια η ώρα να τα μοιραστεί μαζί του! Εκείνες τις στιγμές θέλει απλά να την πιάσει από τους ώμους και να της φωνάξει «μου αρέσεις, σε γουστάρω, σε θέλω.» Προφανώς και δυσκολεύεται να το κάνει για να μην την τρομάξει. 
Η Αντιγόνη έχει καταλάβει ότι ο Νικηφόρος είναι σε στάδιο σεξουαλικής διέγερσης γύρισε το κεφάλι της και τον κοίταξε και η φιγούρα του της προκάλεσε ένα μεγάλο χαμόγελο.
«Νικηφόρε! Νικηφόρε! Πρόσεχε αγόρι μου τις στροφές μπροστά σου!» Και συνέχισε να του χαμογελάει χαϊδεύοντας ταυτόχρονα με τρυφερότητα το χέρι που άλλαζε τις ταχύτητες του αυτοκινήτου.
Όλοι έχουμε ανεκπλήρωτες φαντασιώσεις. Είναι φυσιολογικό για το ανθρώπινο νου να ερεθίζεται με πράγματα που δεν μπορεί να έχει είτε επειδή είναι αδύνατο ή δεν έτυχαν οι σωστές συνθήκες, είτε επειδή δεν τολμά να τα κάνει πραγματικότητα. 'Έτσι και ο Νικηφόρος είχε την δική του ερωτική ανεκπλήρωτη φαντασίωση. 'Ένα βράδυ πάθους και αισθήσεων στα άκρα με την πεθερά του. Είχε τους ενδοιασμούς του βέβαια. Δεν ήξερε αν θα ανταποκρινόταν ή και αν τελικά θα της άρεσε. Πάντοτε είχε κρατήσει μία σχετική απόσταση παρόλο το επιδερμικό φλερτ που κάνανε ο ένας στον άλλο αυτά τα χρόνια. Ωστόσο, ποτέ δεν είχε εξελιχθεί σε σχέση που θα οδηγούσε στο κρεβάτι. Σήμερα είχε αποφασίσει να της πει την φαντασίωση του, ήθελε να την ερεθίσει. Η Αντιγόνη καθισμένη δίπλα του είδε τον ανδρισμό του να μεγαλώνει.  
«Αντιγόνη εγώ σου δείχνω την καρδιά μου ανοικτό βιβλίο, αλλά εσύ δεν μου λες σχεδόν τίποτα. Αλήθεια να σε ρωτήσω πόσο καιρό έχεις να κάνεις σεξ;» 
Η Αντιγόνη κατάλαβε ότι ήρθε η στιγμή να το πάνε παραπέρα. Άπλωσε το χέρι της αποφασιστικά στο πέος του που διαγράφονταν στο παντελόνι του. Τον κοίταξε στα μάτια και πέρασε τη γλώσσα της από τα χείλη της. Εκείνος δάγκωσε το κάτω χείλος του και τοποθέτησε το χέρι του πίσω από την πλάτη της, αγγίζοντας τη μέση της.
«Λοιπόν γαμπρούλη μου, θα μου πεις τώρα τι σου βρήκε η κόρη μου;»
Νικηφόρος τα είδε όλα! Για μια στιγμή συλλογίστηκε: «Ή θα βγω πουτανιάρης ή θα βγω αδερφή σήμερα. Από τα δύο προτιμότερο το πρώτο!».
«Είσαι σίγουρη; ότι θέλεις να μάθεις;» Τη ρώτησε ξαφνιασμένος. 
«Ναι. Γιατί όχι;» του επιβεβαίωσε. 
«Θα σου πω, αν πραγματικά το θέλεις», απάντησε αφού σκέφτηκε λίγο. 
«Ναι, Γαμπρούλη μου!» Του λέει με κάποιο δισταγμό!
Ο Νικηφόρος αποφασίζει να βγει από το δρόμο και επιλέγει ένα σχετικά ασφαλές σημείο, εντελώς ερημικό και παρκάρει το αυτοκίνητο μέσα σ' ένα πυκνό δασύλλιο από αιωνόβιες ελιές ώστε να αποφύγουν τον κίνδυνο να τους κάνουν τσακωτούς! «Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί» Της λέει.
Σίγουρα, το σεξ στο αυτοκίνητο είναι μία κάπως άβολη διαδικασία. Δεν προσφέρει την ίδια άνεση με εκείνη που θα απολάμβαναν εάν ήταν στο κρεβάτι ή στον καναπέ, αλλά και την ίδια ασφάλεια με αυτή που προσφέρει το σπίτι και ο κίνδυνος να τους κάνουν τσακωτούς είναι πάντα εκεί.
Η Αντιγόνη ξεκούμπωσε με αργές κινήσεις τα κουμπιά του παντελονιού του κοιτάζοντας τον συνέχεια. Έβαλε το χέρι της και έβγαλε το πέος του έξω, έσκυψε κι άρχισε να τον γλείφει. Τον άκουσε να βογκάει. Αισθάνθηκε το χέρι του να της σφίγγει τα πλαϊνά της μέσης της. Με το άλλο του χέρι της έπιασε τα μαλλιά που έπεφταν μπροστά της και τα σήκωσε ψηλά ώστε να μπορεί να την κοιτάει καλύτερα. Εκείνη σήκωσε τα μάτια της για να τον αντικρίσει καθώς ανεβοκατέβαινε το κεφάλι της στον στητά και σκληρό ανδρισμό του. 
Ο Νικηφόρος καθιστός στο κάθισμα του οδηγού και εκείνη σαν καουμπόισσα κάθισε πάνω τον έτοιμο, για εκείνη, πούτσο του, με το πρόσωπό της να τον κοιτά. Με αργές κινήσεις ανεβοκατέβαινε και τον κοίταζε στα μάτια. 'Ηταν τόσο καυλωμένος που στεκόταν ακίνητος, μόνο τα χέρια του στον κώλο της είχε, κρατώντας τον σφιχτά. Τον φίλησε παθιασμένα. Τα χέρια της χάθηκαν στα μαλλιά του. 'Ένιωσε το δάχτυλό του να εισχωρεί την κωλοτρυπίδα της. Δεν άντεξε, έχυσε. Εκείνος ένιωσε τους χυμούς της να πέφτουν καυτοί στο καυλί του. Τον τρέλανε! Ηταν η ώρα να του πει ότι και εκείνη τον φαντασιωνόταν. Χωρίς να σηκωθεί πλησιάζει στο αυτί του και του ψιθυρίζει.
«Ξεκίνα και να προσέχεις στο δρόμο! Σε λίγο φτάνουμε!…»
Η αλήθεια είναι ότι ο Νικηφόρος ήθελε περισσότερα αλλά..... το καταλαβαίνει πως στον έρωτα ισοπαλία δεν έρχεται σχεδόν ποτέ..
...Έχοντας  αναχωρήσει ο Θρασύβουλος και η Αντιγόνη πήραν μαζί τους και τα μικρά εγγόνια τους. Άλλωστε ήταν αδύνατον τα μικρά παιδιά να έμεναν πίσω όταν η γιαγιά και ο παππούς θα πήγαιναν στο θείο Βρασίδα.
Η επόμενη ημέρα ξημέρωσε ηλιόλουστη, με τον ήλιο να συνοδεύει τον καταγάλανο ουρανό, και αργά το απόγευμα βγήκαν στην βεράντα, οι τρεις τους που έμειναν στο σπίτι. Η Εριφύλη ο Νικηφόρος και η Άλκηστις. Κάθισαν σιωπηλά ατενίζοντας τη θάλασσα που λαμποκοπούσε. Μπορούσαν να δουν σημάδια  στην αμμουδιά απέναντι του ήρεμου κόλπου σε μακρινή απόσταση που έπρεπε να είναι εφήμεροι παραθεριστές και από μακριά μπορούσαν να ακούσουν τους αδύναμους ήχους του γέλιου τους. Εκείνη τη στιγμή, όλα ήταν τέλεια. Η Εριφύλη προτείνει στην Άλκηστις να πάνε μέχρι την μικρή ταβέρνα που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το σπίτι πάνω στο κύμα να δουν εάν έχει φρέσκο ψάρι και να τους κρατήσει ένα τραπέζι στο κύμα για το βραδινό τους δείπνο.…  … 
Η Άλκηστις φορούσε σκέτα μια μακριά μπλούζα που κάλυπτε απλώς την κιλότα της και δικαιολογήθηκε ότι  πρέπει να ντυθεί και βαριέται. Όταν η Εριφύλη τους άφησε μόνους για λίγο για να πεταχτεί μέχρι την ταβέρνα ώστε να κανονίσει τα του δείπνου η Άλκηστις σηκώθηκε και κάθισε στον καναπέ αντικριστά του Νικηφόρου. Είχε κλείσει κιόλας τρεις ημέρες στο σπίτι τους, κι ακόμα σκεφτόταν πώς θα ήταν αν εκείνος δεν ήταν άντρας της ξαδέρφης της, κι αν την ήθελε όσο τον ήθελε εκείνη.
Αναχωρώντας για την ταβέρνα και κλείνοντας πίσω της την αυλόπορτα η Εριφύλη η Άλκηστις μένοντας μονάχη με τον Νικηφόρο απέναντι της τράβηξε ανέμελα τη μπλούζα της πιο πάνω από το συνηθισμένο, αφήνοντας στη θέα τους μηρούς της και ανοίγοντας πιο πολύ τα πόδια τέντωσε το κορμί της προς τα πίσω ναζιάρικα. Ήταν απίθανα σέξι, πανέμορφη, πρόστυχη. Ο Νικηφόρος σε απόσταση αναπνοής ένιωσε δέσμιος της ερωτικής επιθυμίας του για το γυναικείο ελκυστικό κορμί της. Μ ' ένα βαθύ στεναγμό, σήκωσε το κεφάλι, τεντώθηκε ηδονικά, κι άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί πάνω της.
«Τι όμορφα και καλλίγραμμα πόδια. Τι σώμα.» Συλλογίστικε. «Τι θαύμα είναι τούτο το κορμί διάβολε που βλέπω και ψάχνει να βρει ένα άνοιγμα στα σύννεφα της σκέψης του, κι είναι συνεπαρμένος.
Ο ήλιος που έδυε ξεχυνόταν σ' εκείνα τα πόδια, σ' εκείνα τα μπούτια, οι ηλιαχτίδες να παίζουν πάνω σ' το ζεστό μεταξένιο δέρμα της κάτω από την μπλούζα που ήταν τόσο ψηλά, τραβηγμένη που άφηνε τη μικροσκοπική κιλότα ακάλυπτη.  «Χριστέ μου!» Το σώμα της είναι τόσο όμορφο! Απίστευτα όμορφο στις μαβιές σκιές του δειλινού! Για τον Νικηφόρο ήταν σαν ο κόσμος όλος να άρχιζε και να τελείωνε σ' αυτά τα μπούτια τα τόσο απαλά, τόσο ζεστά, τόσο υπαινικτικά, τόσο δελεαστικά.
Τρεις μέρες είσαι στο σπίτι. Η παρουσία σου με έχει συνεπάρει. Το τελευταίο βράδυ όμως δεν μπορούσα να κοιμηθώ και ήλθα στο δωμάτιο σου. Κοιμόσουν. Ο πόθος που μου προκαλούσες διαπερνούσε το σώμα μου, αργά κι ανελέητα, φέρνοντάς μου εκείνη τη γνωστή, αλλά πάντα εκπληκτική διέγερση, ένα ατέλειωτο ρίγος που άρχιζε απ’ τις πατούσες μου κι ανέβαινε θαρρείς μέχρι τον πυρήνα του μυαλού μου. Η ενοχική συνείδηση δεν μου επέτρεψε να τολμήσω να προχωρήσω! Με πόνο το σώμα  και το μυαλό μου αγνόησαν την πρόκληση και επέστρεψα στην Εριφύλη.»
..... Το κορμί του παλλόταν και το μυαλό του ήταν ασφυκτικά γεμάτο από ερωτικές εικόνες. Η όραση θόλωνε και χανόταν, και μετά επανερχόταν, και η Άλκηστις καθόταν λες και τίποτα δεν συνέβαινε, και μιλούσε λες και όλα ήταν κανονικά και φυσιολογικά και η ίδια καμωνόταν ότι τίποτα δεν συνέβαινε.
.... Η νεαρή Άλκηστις ονειροπολούσε κοιτάζοντας στο βάθος τις βουνοκορφές, χαζεύοντας το παιχνίδισμα των τελευταίων ηλιαχτίδων του ηλίου, να παίζουν κρυφτούλι στα απαλά σύννεφα βάφοντας τα ρόδινα και χρυσά. Το μυαλό της όμως ήταν στον Νικηφόρο. Στον άνδρα της ξαδέρφης της που το πόσο πολύ ποθούσε να νιώσει τα στιβαρά του χέρια να τυλίγονται και στο δικό της κορμί, 
Είναι η τρίτη μέρα που βρίσκεται μαζί τους στο εξοχικό τους σπίτι και της ήταν αδύνατο ν’ αποφύγει να ‘ρθουν «πρόσωπο με πρόσωπο» και να μη νιώσει θαυμασμό για το εξαίσιο φούσκωμα που του προκαλούσε στο καβάλο του. Φανταζόταν το πέος του να πετρώνει από τη καύλα κι αντί για κάτουρο να εξακοντίζει σπέρμα. Η φαντασίωση αυτή της ήτανε τόσο ζωηρή που την έσπρωχνε να τρέχει, να κλείνεται στο δωμάτιο της, σήκωνε το  φουστάνι της, σάλιωνε το δάχτυλο, άνοιγε τα μουνόχειλα της, έβρισκε τη κλειτορίδα της έκλεινε τα μάτια της και με τρεμάμενο χέρι άρχιζε να μαλακίζει απαλά το μουνί της, μουσκεύοντας στο μεταξύ κάθε τόσο τα δάχτυλα της με σάλιο. Η αίσθηση ήταν γλυκιά και φοβερή συγχρόνως. Όλα της τα μέλη σκιρτούσαν, το αίμα χτυπούσε στα τοιχώματα του κόλπου της. Όταν ένιωθε τα κύματα της απόλαυσης να ξεχύνονται ανάμεσα στα μπούτια της, έβαζε το μεσαίο δάχτυλο μες στο μουνί της κι άρχιζε να γαμιέται μοναχή της, με τη σκέψη Νικηφόρου. Κατέληγε έτσι να βογκάει από ηδονή και μέσα στον πόθο της, ένιωθε να τη παρασέρνει η εικόνα ενός πούτσου που οι φουσκωμένες φλέβες του, στέλνανε παχύρρευστο σπέρμα, μ’ άρωμα θαλασσινής αρμύρας σε μια πρησμένη βάλανο, σκληρή σα κουκουνάρι κι απαλή σε βελούδο. Ύστερα, έβγαινε στο σαλόνι λίγο ταραγμένη και παριστάνοντας την αδιάφορη, πήγαινε στη τουαλέτα να κάνει την ανάγκη της.
Σήμερα όπως κάθονται αντικριστά στους καναπέδες της βεράντας, στο νου της γυροφέρνουν τα γεγονότα απ' το περασμένο βράδυ και όσα συνέβησαν, όταν ένιωσε την παρουσία του στο δωμάτιο της να τη κατασκοπεύει.
Τον κατάλαβε που μπήκε ακροπατώντας ήσυχα- ήσυχα στο δωμάτιο και μια στιγμή που δίστασε και του ξέφυγε ένας τρυφερός αναστεναγμός! Η απολυτή ησυχία ίσως να τον τρόμαζε!  Έπειτα τον κατάλαβε ότι έπαιζε με το πούτσο του. Οι χτύποι της καρδιάς της επιταχύνθηκαν καθώς την πλησίαζε με ελαφριά βήματα. Στη σκέψη αυτή, σύγχυση κυρίευσε το μυαλό της και το μουνάκι της πήρε φωτιά.
Για τον Νικηφόρο, ήταν η κρυφή αγαπημένη του σεξουαλική φαντασίωση από τα χρόνια της εφηβεία της. Είναι μια ονειροπόληση γεμάτη σφοδρή επιθυμία που πλημμύριζε το μυαλό του. Κορμί αγνό και αθώο, μα ταυτόχρονα γεμάτο αισθησιασμό και βαθιά ενοχικό. Σύμβολο έλξης, γοητείας και ερωτισμού.
«Θελκτική» με τη φρεσκάδα μαγιάτικου πρωινού. Ήταν αυτό, ακριβώς που τον τραβούσε στη θωριά της, όπως ο μαγνήτης τραβάει το σίδερο.
Αδυνατούσε να ελέγξει όλο αυτό το κρυφό το πάθος που κρυβόταν μέσα του, καθώς ουδείς μπορεί να φανταστεί πόσο μακριά πηγαίνουν οι σκέψεις του κάθε φορά που αφήνεται στις εκρηκτικές φαντασιώσεις του με εκείνη. Οι φαντασιώσεις του, ένας ατέρμονος κύκλος, προσπαθούσαν να συναντήσουν αυτό που επιθυμούσε. Σκέψεις κρυφές και αισθήματα σκοτεινά και ενοχικά! Αισθήματα γεμάτα πόνο εξ υπαιτιότητες της ενοχικής ηθικής της αμαρτίας.
Στην ερωτική του οπτασία ξαναθυμάται πώς την κοίταζε με λαγνεία στο ημίφως της εσωτερικής κάμαρας, αυτή να κοιμάται αμέριμνα στο κρεβάτι εκεί στην γωνιά, και αυτός ξάγρυπνος στήριζε το κορμί του στη κουπαστή της εσωτερικής πόρτας.
Τα  υγρά του μάτια είχαν καρφωθεί πάνω της ρουφώντας κάθε της καμπύλη, κυριολεκτικά προσκυνώντας στον ναό του κορμιού της και μια φλόγα άναψε μέσα του, ένα είδος δόνησης παράγεται στην ψυχή του μέσω των παλμών τους οποίους η ημίγυμνη θέα της, προκαλεί στις αισθήσεις του. Το ανεξήγητο αυτό γαργαλητό που τον οδηγεί σε νυκτερινή παρεκτροπή, και τον μεταφέρει στην έκρηξή σεξουαλικής ευχαρίστησης. Το ανασηκωμένο νυκτερινό λευκό μεσοφόρι της αποκαλύπτει μέχρι επάνω τα χαριτωμένα καλλίγραμμα πόδια της, εύπλαστα τρυφερά, με αβρές καμπύλες.
Εκείνη αναδεύτηκε κάποια στιγμή, τεντώνεται τόσο πολύ προς τα πίσω, παρασύροντας το μεσοφόρι της μέχρι επάνω από την μέση της, αποκαλύπτοντας την μικροσκοπική διάφανη κιλότα της, τα άρτια στρογγυλέματα των γοφών και του στήθους, στο στιλπνό δέρμα της λες και την πλημμύρισε μια αίσθηση της παρουσίας του και θέλησε να συμμετάσχει, επιτρέποντας του να έχει μια χορταστική ματιά στον πόθο του. "Ίσως!!!!'
Βλέποντας έστω και αμυδρά στο χαμηλό φωτισμό, το αρχέγονο μυθικό αιδοίο, την πηγή της ηδονής και της ζωής εκεί εμπρός του, ζωντανό, ηδονικό, γυμνό, τον προκαλεί και τον προσκαλεί.
Είναι αυτό το θαύμα, η ηδονική απόλαυση που αισθάνεται στην θέα του, σα ν’ ανακαλύπτει ξαφνικά έναν ξεχασμένο παράδεισο. Θαρρείς πως ολόκληρο το εφηβικό κορμί της ήταν χτισμένο γύρω από αυτό τον τριχωτό, υγρό, τρυφερό - κόλπο!.
Η εικόνα του ημίγυμνου κορμιού της διεγείρει βασανιστικά το μυαλό του και τον ερεθίζει σεξουαλικά. Η επιρροή που ασκεί πάνω του, φουντώνει την ερωτική επιθυμία διεγείροντας τις αισθήσεις του, ξεσηκώνει τον ανδρισμό του και κάνει το πέος του να σηκωθεί σε πλήρη στύση, σκληρό και άκαμπτο έτοιμο να εκραγεί. Στεγνός πυρετός τον έτρωγε. Τα μάτια φωτιά. Την κοίταγε και άναβε. Κρυφός πόθος και λαχτάρα. Απ’ τα μισάνοιχτα χείλη αφήνει να του ξεφύγει το βογκητό της ηδονής που διατρέχει το σώμα του καθώς βιώνει το ωκεάνιο συναίσθημα. Στήριξε τη ράχη του εις το ξύλινο κούφωμα της πόρτας, κρατούσε με το αριστερό χέρι κατεβασμένη τη πυτζάμα του, και σκύβοντας ολίγον τα γόνατά του, παλινδρομούσε γοργά και µε μεγάλη δεξιοτεχνία το χουφτωμένο πούτσο του.
 Βρίσκεται σε έκσταση, στη φανταστική του συνουσία, σε έκσταση οργασμού, με την σεξουαλικότητα ακόρεστη και απελευθερωμένη, παίρνει στα χέρια του, ενεργητικά, την σεξουαλική του επιθυμία.
........... Εγώ δεν κοιμόμουν! Τα κατάλαβα όλα! Ήμουν  ξαπλωμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι, ξέσκεπη, με τα μαλλιά μου λυτά, χυμένα στο μαξιλάρι, με μια μαύρη δαντελένια νυχτικιά και μια όμορφα αρωματισμένη ροζ κιλότα ξεδιάντροπα ανοιγμένη από πίσω και μισοκατεβασμένη ίσα να φαίνεται η σχισμή έτοιμη να ανταποκριθώ στο χειμαρρώδες ερωτικό κάλεσμα του! όταν  ακούστηκε το τρίξιμο απ' τα βήματα της Εριφύλης στην εσωτερική σκάλα που ανεβάζει στις κρεβατοκάμαρες. Ο Νικηφόρος πατώντας απαλά τα γυμνά του πόδια στο πάτωμα, σήκωσε γρήγορα τη πυτζάμα του κάλυψε το ερεθισμένο πέος και έτρεξε και χώθηκε κάτω από τα σεντόνια του συζυγικού κρεβατιού τους. Το κρεβάτι τους ήταν μεγάλο και στρωμένο με λευκά σεντόνια. Όταν κατάλαβα ότι η Εριφύλη ήδη έχει και αυτή ξαπλώσει στο κρεβάτι δίπλα στο Νικηφόρο αναστατώθηκα δεν με χωρούσε το κρεβάτι μου. Στο  μυαλό μου είχε σφηνωθεί η σκηνή που κατέβασε τη πυτζάμα του και γλιστρώντας το χέρι του στο άνοιγμα της και ύστερα βγάζοντας τολμηρά το καυλί του άρχιζε να το αυνανίζει, ψιθυρίζοντας πρόστυχα λόγια! Καυλωμένη σηκώθηκα και βάλθηκα να κατασκοπεύω το ζευγάρι. Τι άλλο να έκανα άλλωστε ένα μοναχικό καυλωμένο θηλυκό, μέσα σ’ ένα εξοχικό σπίτι, αν δε παραμονεύει κι αν δε κρυφοκοιτάζει τα γαμήσια της ξαδέρφης της πάνω στα σεντόνια;
Η Άλκηστις περίμενε λίγο, να βεβαιωθεί ότι δεν την βλέπει κανείς. Κοίταξε μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα. Τα παραφυλάγματα της απέδωσαν σύντομα τους καρπούς που ευχόταν. Έχοντας πλησιάσει αθόρυβα στη μισάνοιχτη πόρτα της κάμαρας τους κατάφερε ν’ ανακαλύψει αμέσως, πως η τσούλα η ξαδέρφη της συμβίβαζε με θέρμη τις ανάγκες του ταμπεραμέντου της με κείνες που άπτονται της συζυγικής υποχρέωσης, όταν άκουσε να έρχονται από την κάμαρα τους μέσα, βαθείς αναστεναγμοί και αναφωνήσεις ηδονής. Σε αυτές τις καυτές σκηνές του έντονου σεξ ο Νικηφόρος και ο Εριφύλη εμπλέκονται σε καυτή ερωτική δράση για ενήλικες εραστές. Οι δύο τους έχουν ξεκινήσει με την εξερεύνηση του σώματος του ενός με του  άλλου με τα χέρια και το στόμα τους, πριν προχωρήσουν σε κάποιες πιο έντονες ερωτικές πράξεις. Δεν συνέβη τίποτα ενδιαφέρον για πέντε λεπτά, και ήταν έτοιμη να γυρίσει στο κρεβάτι της όταν άκουσε στιχομυθίες του ζευγαριού.. 
«Μην κάνεις τίποτα εσύ,» του είπε. 
Εγώ εκστασιασμένη παρατηρούσα τη τσούλα τη ξαδέρφη μου! Η κυρία έκανε μια απίστευτη πίπα στον Νικηφόρο της καθώς χρησιμοποιεί με μαεστρία το στόμα και τη γλώσσα της για να τον ευχαριστήσει στο έπακρο. Δουλεύει σαν την πιο έμπειρη πουτάνα το στοματικό σεξ! Η ξαδέρφη έχει όχι μόνο μεταπτυχιακό στο τσιμπούκι αλλά και διδακτορικό! Κατ΄ αρχή στο πτυχιακό είχε σπουδαίο δάσκαλο τον ίδιο το Νικηφόρο και στη συνέχεια έκανε το μεταπτυχιακό της στις πίπες στο ατελιέ της ζωγραφικής που παρακολουθεί ανελλιπώς τον τελευταίο χρόνο. Η τσούλα του κάνει πίπα και δίνει τον καλύτερο εαυτό της. Είναι σα να παίζει μουσικό όργανο, αργά πάνω κάτω να κλείνει τα ματιά και το απολαμβάνει. Το μεγάλο φυσικό της στήθος αναπηδά με κάθε ώθηση, δίνοντας στην Άλκηστις μια κοντινή θέα του σφιχτού μουνιού και των ζωηρών βυζιών της. Η Άλκηστις θυμάται τη σκηνή στη μισοσκότεινη αίθουσα, στην έκθεση ζωγραφικής, εκείνη τη μέρα που την Εριφύλη τη γαμούσε ο αρχιτέκτονας! 
Αυτά θυμάται η Άλκηστις και τώρα που τη βλέπει να κάνει μια απίστευτη πίπα, με μοναδική εκτέλεση από την αρχή μέχρι το τέλος, με τον τρόπο που το στόμα της δουλεύει το μαγικό άξονα του Νικηφόρο της που τον αφήνει με κομμένη την ανάσα! Η Άλκηστις διαπιστωνει ότι η ξαδέρφη της είναι πολύ έμπειρη και κάνει πίπες με ένα θαυμάσιο τρόπο που ξέρει πώς να ευχαριστήσει τον παρτενέρ της. Το ζευγάρι βρισκόταν σε άλλο κόσμο από έξαψη και άγρια ευτυχία και η Εριφύλη συνέχιζε σταθερά το έργο της, βγάζοντας μικρά βογκητά ηδονής. Ο Νικηφόρος ξετρελάθηκε, ένα κομμάτι σίδερο είχε γίνει το καυλί του στη χούφτα της γυναίκας του. 
Η καρδούλα της Άλκηστις τώρα χτυπούσε δυνατά μέσα στο στήθος της Κυριευμένη από μια ακαταμάχητη επιθυμία, τρέμοντας από ηδονή, παρακολούθησε πώς το καυλί του Νικηφόρου βρέχονταν με ένα γλιστερό υγρό εύκολα και ελεύθερα μπρος-πίσω στους δακτυλίους των μεγάλων χειλέων της Εριφύλης, που σαν σε στόμα έμοιαζαν να το ρουφήξουν μέσα τους και να το πετάξουν αμέσως πάλι πίσω, και τα μικρά χείλη, διχαλωτά σαν στεφάνη, αγκαλιάζουν το πάνω μέρος του πέους, τραβιούνται μέσα όταν βυθιζόταν και προεξείχαν μετά την αντίστροφη κίνηση του. Το απαλό δέρμα, από το σκληρό καυλί του, όταν βυθιζόταν στο μουνί της Εριφύλης, διπλωνόταν σαν ακορντεόν, και το δερματικό περίβλημα των όρχεων το οποίο είχε περίγραμμα σαν μεγάλα αυγά, ταλαντευόταν από την κίνηση του Νικηφόρου, χτυπώντας απαλά τους γλουτούς της Εριφύλης.
Η Άλκηστις ζούσε ζωντανά αυτή την εικόνα, αποτυπωμένη πλήρως από αυτό που συνέβαινε. Τα μεγάλα μάτια της άνοιξαν ακόμη περισσότερο, το στόμα της άνοιξε και το σώμα της τρεμούλιασε άθελά της με τις κινήσεις του Νικηφόρου και της Εριφύλης. Γοητευμένη από το θέαμα, δεν μπορούσε να ξεπεράσει την επιθυμία να νιώσει και αυτή το καυλί του Νικηφόρου μέσα της. Τη στιγμή που χώρισαν οι κοιλιές του συζυγικού ζεύγους, η όρασή της θόλωσε και τελείωσε τον εαυτό της με πλημμύρα από υγρά. Όταν η Άλκηστις συνήλθε, είδε ήδη πώς το κορμί της Εριφύλης χαλάρωσε, αλλά δεν ήθελε να ξεκουραστεί, τον ήθελε ξανά μέσα της. Γύρισε, στηρίχτηκε στα τέσσερα. Τραβήχτηκε λίγο πιο κάτω, χαμήλωσε τη μέση και ύψωσε τα οπίσθια της προς το μέρος του, γύρισε πίσω το κεφάλι και τον είδε να σηκώνεται και να την πλησιάζει από πίσω. Αλλά δεν την πήρε αμέσως. Αντιθέτως χάιδεψε τον πισινό της τρυφερά, με αγάπη. «Πόσο όμορφη είσαι». «Γάμησε με» είπε η Εριφύλη και ύψωσε κι άλλο τον πισινό της.  Παρόλο που η Εριφύλη μόλις είχε έναν οργασμό, ήταν ακόμη καυλωμένη μαζί του, ήθελε κι άλλο. Τη στιγμή που ένιωσε τα χέρια του να της πιάνουν τους αστραγάλους, η Εριφύλη έβγαλε ένα μακρόσυρτο αναστεναγμό ανακούφισης. Οι παλάμες του ανέβηκαν αργά κατά μήκος των ποδιών της, ανάμεσα στα μπούτια της, σκορπίζοντας ηλεκτρισμό σ όλο της το κορμί. Τα δάχτυλα γλίστρησαν από πίσω προς τα μπροστά για να αγγίξουν το μουσκεμένο αιδοίο της. Ο Νικηφόρος το έτριψε ζωηρά. Κυριευμένος από άγριο πόθο, άνοιγε, φιλούσε και δάγκωνε τα κωλομέρια της εναλλάξ, χωρίς να διακόπτει τον έντονο αυνανισμό της. Εκείνη συγκρατούσε με δυσκολία τα βογκητά της. Επιτέλους τα χάδια του ήταν χυδαία και αποτελεσματικά! Πάνω από μία φορά, λίγο έλειψε να ουρλιάξει από ηδονή, κυρίως όταν ο Νικηφόρος έβαλε ξαφνικά δύο του δάχτυλα στο υγρό καμίνι του αιδοίου της. Με τον αντίχειρα μισοχωμένο στον υγραμένο πρωκτό της, τη σφυροκοπούσε με βίαιη δύναμη, ερεθίζοντας την κλειτορίδα της με το ελεύθερο χέρι του. Μόλις αναμείχθηκαν καλά τα υλικά ενός εκπληκτικού οργασμού, η Εριφύλη κατέρρευσε μέσα σε λίγες στιγμές. Έχυνε με διαδοχικές εκφορτίσεις, με το κορμί της να σπαρταράει από τους βίαιους σπασμούς, με τα δόντια σφιγμένα για να εμποδίζουν τις κραυγές που το μόνο που ήθελαν ήταν να ξεπηδήσουν από το στόμα της. Έπειτα σωριάστηκε γονατιστή στο στρώμα, με το μέτωπο ακουμπισμένο στο μαξιλάρι. Ο Νικηφόρος την κράτησε από τους γοφούς, από φόβο μη λιποθυμήσει. Τόσο εντυπωσιακός ήταν ο οργασμός της!
Ξαπλώσαν στο κρεβάτι και οι δύο, μέχρι να ανακτήσουν τις δυνάμεις τους. Ο Νικηφόρος ίσως δεν θα ήταν σε θέση να συνεχίσει, υπέθεσε η Άλκηστις. Έτσι τελείωσε μια βραδιά με άφθονο σεξ μεταξύ του Νικηφόρου και της γυναίκας του και ακόμη μια βραδιά εγώ να κάνω μπανιστήρι το σμίξιμο τους. 
.....Η Άλκηστις προσπάθησε να βολευτεί καλύτερα στη θέση της στο καναπέ. Ήταν χάρμα οφθαλμών να τη βλέπει κανείς. Όλη η γοητεία στα είκοσι δύο της χρόνια. Τα καστανόξανθα σγουρά μαλλιά έπεφταν ανέμελα και χάιδευαν τους ώμους και ένα μεγάλο και ζουμερό στήθος να προβάλει κάτασπρο και λαχταριστό μέσα από τη μπλούζα της. Το πολύ χαριτωμένο προσωπάκι πλαισίωναν μεγάλα πρασινογάλαζα μάτια, ίσια μυτούλα και δυο ρόδινα χειλάκια που υπόσχονταν πολλά. Τα μαγουλάκια της κόκκινα, χρωμάτιζαν το άσπρο δέρμα της χαρίζοντας της μια λάμψη υγείας και φρεσκάδας προσωποποίηση του αισθησιασμού και του ερωτισμού, μια συνεχής πρόκληση στις ξαναμμένες του αισθήσεις.  .
Ο Νικηφόρος έκανε μεγάλη προσπάθεια να μην την αρπάξει στην αγκαλιά του, καθόταν στον καναπέ και την παρατηρούσε που άφηνε να φανεί ένα μοβ, διάφανο μικροσκοπικό δαντελένιο εσώρουχο. με το λευκό της δέρμα να κάνει αντίθεση με το σκούρο λεπτό ύφασμα, το οποίο αισθησιακά άφηνε να διαγράφεται το στήθος και το μικροσκοπικό βρακάκι της.
Τα μάτια του άστραφταν από προσμονή.
«Σίγουρα με γουστάρει ως πότε θα περιμένω μέχρι να κάνει το πρώτο βήμα;»
Η Άλκηστις γύρισε το βλέμμα και τον είδε που την κοιτούσε σταθερά και διαπεραστικά λες κι έβλεπε μέσα της, δε την κοίταζε σα ξάδερφος, αλλά σαν άντρας, σαν έμπειρος με τις γυναίκες άντρας που ήταν, και είδε καθαρά μια σπίθα λαγνείας στα μάτια του.. Ήταν ακόμα πιο γοητευτικός από όσο θυμόταν. Τα καστανά ίσια μαλλιά του πετούσαν ελαφρώς κάνοντας τον να φαίνεται λες και είχε μόλις ξυπνήσει. Η όψη του ήταν κάπως απεριποίητη σήμερα, πράγμα που έδινε μεγαλύτερη σεξουαλικότητα στη γοητεία του. Είχε βγάλει τη μπλούζα του αφήνοντας το στέρνο και τους κοιλιακούς του να διαγράφονται στο φως. Τα γραμμωμένα μπράτσα του κατέληγαν σε όμορφα περιποιημένα δάχτυλα που χάιδευαν απαλά το αισθησιακό του στόμα. Όλα αυτά τα χρόνια που τον γνώριζε, τα αισθήματα της ήταν μία τρυφερότητα και μια ερωτική κρυφή επιθυμία γι ‘αυτόν. Για εκείνη, ήταν η τελειότητα του άνδρα. Για αυτόν, ήταν η μικρή αγαπημένη εξαδέλφη της Εριφύλης που την κοιτούσε και την πρόσεχε σαν αδελφή του. Τον τελευταίο χρόνο κάποιες φορές η Άλκηστις νόμιζε πως έβλεπε την ερωτική επιθυμία στα μάτια του όταν κοίταζε βαθιά μέσα τους, κάτι που το έκανε συχνά. Κοκκίνισε όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν γεμάτη φαντασιώσεις. Τον ήθελε κι εκείνη διαπιστώνοντας πόσο αρρενωπός άντρας ήταν και γιατί η ξαδέρφη της τον είχε ερωτευτεί τρελά και ήταν ακόμα ερωτευμένη μαζί του, μετά από δέκα χρόνια γάμου.
Σήμερα τα μελιά του μάτια την κοιτούσαν από πάνω μέχρι κάτω γεμάτα πόθο και ασυναίσθητα έτριψε τα γένια του με το χέρι του, ενώ το μυαλό του την είχε ήδη γδύσει από τα λίγα που φορούσε.  Αλλά κι Άλκηστις τον κοίταζε με τον ίδιο τρόπο και κάποια στιγμή, διέκρινε κάτω από τη φαρδιά βερμούδα του ένα εντυπωσιακό φούσκωμα... «Σε καλό δρόμο είμαστε» σκέφτηκε. Ο Νικηφόρος προφανώς είχε πλούσια τα ελέη και με τη σκέψη αυτή αναστατώθηκε...
Η Εριφύλη έκανε την εμφάνισή της στο βάθος του δρόμου που οδηγούσε στην αυλόπορτα. Η Άλκηστις ξυπόλητη και αιθέρια, ανέβασε τα πόδια στον καναπέ και σκεπάστηκε. Τα πάντα καθρεφτίζονταν στα μάτια της, μια σεξουαλικότητα που τον χτυπούσε σαν καμτσικιά, μια θάλασσα πόθου, μια συνεχής πρόκληση που δε γινόταν να τη συγκαλύψει. Και οπωσδήποτε, κανένας ηθικός ή άλλος ενδοιασμός.
 Όταν η Εριφύλη άνοιγε την αυλόπορτα ο Νικηφόρος ήταν ήδη μέσα στο σπίτι.
........Η Εριφύλη έχει αρχίσει να σκέπτεται ότι υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα. Η ξαδέλφη επωφελούμενη κι από τη συγκατοίκηση σίγουρα τους ακούει τα βράδια που ξεφαντώνουν στο σεξ με το Νικηφόρο. Και τώρα που επέστρεφε από την ταβέρνα σαν να πήρε το μάτι της να κωλοτρίβονται ερωτιάρικα στο μπαλκόνι. Και βέβαια η μικρή έχει πολλές δικαιολογίες , είτε αντικειμενικά το εξετάσουμε το ζήτημα, είτε υποκειμενικά. Τριάντα τριών χρονών παλικάρι ο Νικηφόρος μου, ομορφάντρας ασίκης και ντελικανής που οι γυναίκες γοητεύονται μαζί του λογικό να της φουντώνει σαρκικά πάθη Και ποιος μπορεί να την κατηγορήσει; 
Βεβαία αν τους ρωτήσω αν συμβαίνει κάτι σίγουρα εκείνος θα με διαβεβαιώσει ότι δεν έγινε κάτι και το ίδιο και η μικρή. 
Τον δικό μου τον ξέρω ότι είναι μαζεμένος και δύσκολα θα ενδώσει αλλά η μικρή του κάνει γερό πέσιμο. Πιστεύω πως, κάποια στιγμή θα βρουν την ευκαιρία η Άλκηστις κι ο δικός μου και θα τη γράψουνε την επιστολή. Φαίνεται έτοιμη, να του στηθεί σα γάτα του Γενάρη.
Εντάξει, είπαμε είναι όμορφος άντρας, με ωραίο πρόσωπο και γραμμωμένο σώμα.  Η αυτάρεσκη γοητεία, το λακκάκι στο πιγούνι, τα ομιχλώδη μάτια κάτω από τα πυκνά σκούρα φρύδια. Ήταν ένα πρόσωπο που προκαλούσε την ανάγκη μιας γυναίκας να ρισκάρει, που κέντριζε τα όνειρά της. Κούρος κανονικός, ηλίθια είναι να μην του τη πέσει; Έχει και την αντρίλα στο φουλ πάνω του, υγραίνεται το κορίτσι. Ο Νικηφόρος θα μπορούσε να την κάνει να της τρέχουν τα σάλια. Είναι πολλές οι γυναίκες που δυσκολεύονται να αντισταθούν στους μελαχρινούς αλαζόνες άντρες με λακκάκι στο πιγούνι και μυστηριώδη μελιά μάτια. Αν προσθέσεις σ’ αυτά κι ένα λεπτό, μυώδες κορμί και μια γλώσσα που στάζει μέλι, καμιά γυναίκα δε θα είναι ασφαλής.
Αλλά δεν γίνεται να μου είναι πιστός;
Η Εριφύλη μισοχαμογέλασε! «Τώρα που το σκέφτομαι, όχι.»
Μπορεί ένα τόσο ωραίο αρσενικό να μην υποκύψει στο καυλιάρικο κώλο που του κουνιέται στη μούρη;
Όχι.
Πώς όμως να της πω και της μικρής να το κόψει όταν με κρατά στο χέρι με την ερωτική ατασθαλία μου στο εμπορικό κέντρο. Αμ και ο δικός μου σα ν' αμόλησε λουρί από τότε που μας ήλθε η μικρή στο εξοχικό και ξέρει ότι κοιμάται στο διπλανό δωμάτιο. Από τότε έχουμε κάνει την ερωτική μας ζωή πιο πικάντικη ή αλλιώς όπως λέει κι εκείνος, χρωματιστή.
Όταν λοιπόν τον ακούω να λέει «θέλω να βγούμε από τα τετριμμένα και να γίνουμε πιο πικάντικοι», είναι πολλές οι σκέψεις που περνούν από το μυαλό μου. «Τι εννοεί ακριβώς;»
«Εγώ που δεν μπορούσα να τον δω με άλλη γυναίκα και είμαι ερωτευμένη μαζί του, πλέον μου έβαλε και εμένα έμμονες ιδέες. Μήπως τώρα είναι μία καλή ευκαιρία να του μιλήσω και για τις δικές μου πιπεράτες σκέψεις και να οδηγηθούμε σε αμοιβαίες παραχωρήσεις και κοινές σεξουαλικές φαντασιώσεις; Να απαλλαχτούμε από ενοχές και να φροντίσουμε να περάσουμε όμορφα, να αποφασίσαμε να ζήσουμε την απόλαυση ενός ερωτικού τρίο ώστε να είναι για όλους μας μια αξέχαστη εμπειρία. Ήδη, έχω αρχίσει υποσυνείδητα να το σκέπτομαι ότι το κρεβάτι μας θα μπορούσε να δεχθεί και κάποιον η κάποια άλλη.
Το όλο σκηνικό να απολαμβάνουμε ο ένας τους χυμούς του άλλου χωρίς γυναικείες ζήλιες, χωρίς να τον ζαλίζουμε αν προτιμάει κάποια ιδιαίτερα, χωρίς κανένα μα κανένα κόμπλεξ, τότε η Άλκηστις είναι το ιδανικό μας ταίρι μιας ακόμη γυναίκας στο κρεβάτι μας, εμφανίσιμη, σέξι και ελκυστική, με άφθονη όρεξη να πάρει και να δώσει ηδονή.  Το αν θα είναι προς το καλύτερο ή το χειρότερο, δεν είμαι σε θέση να το προβλέψω, άλλα το βρίσκουμε στην πορεία. Mας σκέφτομαι να ζούμε την απόλυτη ερωτική κόλαση. Το τρίο της αμαρτίας!»

Click to Open
Ερωτική Μυθοπλασία II: (Μέρος.. 3)
.....
 
Web Informer Button