ADS

click to open

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

O Deyteros Gios Kai To Alogo


Όταν αρχίζει να σουρουπώνει, παίρνει το μονοπάτι που οδηγεί στην ακτή, όπου κάθεται ώρες ολόκληρες εκεί που σκάει το κύμα, στην άμμο την ποτισμένη από την αλμύρα, και αγναντεύει το πέλαγος. Βλέπει τα  κύματα να παφλάζουν στην αμμουδιά στα πόδια του, τα νιώθει να του ψιθυρίζουν ολόγυρα από το σώμα του.  Έκλεισε  τα μάτια του για ν' ακούσει τη μουσική τους μα δεν τ' άκουγε παρά μόνο τον παφλασμό τους. Ήταν η αντάρα της ψυχής του, που βούβαινε τα πάντα γύρω του.
Το μυαλό του ανασύρει από τα ξεχασμένα υπόγειά του αναμνήσεις, είναι οι στιγμές που εύχεται να μπορούσε να γκρεμίσει τα σύνορα του Χώρου και του Χρόνου. Αισθάνεται τη μαγεία να αναβλύζει από κάθε κόκκο άμμου στην ακρογιαλιά, να εξαπλώνεται γύρω του με τα κύματα του νερού και του αέρα. Ξαναγυρίζει στα χρόνια της ξέγνοιαστης παιδικότητας, που τα κορμιά τους ήτανε στητά σαν λαμπάδες, τα πρόσωπα αρυτίδωτα σαν χυμώδη φρέσκα ροδάκινα, τα μάτια λαμπερά, γεμάτα φλόγα και το κεφάλι σκεπασμένο από πλούσια ατίθασα μαλλιά.Τα κύματα του σιγοτραγουδούσαν τραγούδια δίχως μουσική, σφύριζαν σκοπούς δίχως λόγια, με μόνο στόμα, με μόνη γλώσσα κι έκφραση, τη γλώσσα των κυμάτων.
               «Αγαπώ τη θάλασσα… είναι ο χώρος που αναπνέω καλύτερα… γεμίζω τα πνευμόνια μου με αρμύρα και χάνεται το βλέμμα μου στο μπλε… Αρχίζω να τρέχω στην αμμουδιά και χάνομαι στα κύματα… η απόλυτη αίσθηση της ελευθερίας… κι εκεί που χάνεται το βλέμμα μου και ζαλίζομαι απ’ την τόση ομορφιά, εκεί στο τέλος της αμμουδιάς, εκεί που η εικόνα είχε γίνει όσο μαγική νόμιζα ότι μπορούσε, ξεπροβάλλει η μορφή ενός μοναδικού αλόγου…
με μαγνήτισε και απορώ με το πόσο πολύ ταίριαζε στη μαγεία της στιγμής… ελευθερία, πάθος, δύναμη, μαγεία… άλογα… Αγνάντευα τη χαίτη του έτσι όπως ξεκίναγε από την αμμουδιά και χτένιζε τα κύματα… έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να ξεχωρίσω τον παφλασμό από τον καλπασμό του και η ηχώ της στιγμής γέμισε την ανάσα μου… αν έπρεπε να φυλακίσω μια στιγμή μέσα μου και να την κάνω ολό-δικιά μου για πάντα θα ‘ταν αυτή… Μα δε φυλακίζεται η ελευθερία, ούτε το περήφανο αυτό ζώο που χάθηκε από μπροστά μου όπως εμφανίστηκε… κι ήταν η σπίθα στα μάτια του πιο λαμπερή κι απ’ το ηλιοβασίλεμα»...... HorseRiders
......Ηταν Φλεβάρης του 1954! H γέννηση του δεύτερου αδελφού του Τηλέμαχου.
Η γέννηση ενός δεύτερου παιδιού είναι ένα ευτυχισμένο γεγονός για όλη την οικογένεια. Μαζί με την έλευσή του, την ευτυχία και την ανείπωτη χαρά, έρχονται επίσης αυξημένες ευθύνες και νέες προκλήσεις. Τα γεγονότα έλαβαν χώρα ένα χειμωνιάτικο βράδυ μεταξύ μιας Τρίτης και λίγο πριν το ξημέρωμα της Τετάρτης. Δριμύτατο ψύχος ενέσκηψε από τις πρώτες ημέρες του μήνα με συνεχείς ισχυρές βροχές και άνεμος πολύ ψυχρός.
Τα φυλλοβόλα δένδρα στις χωμάτινες γυρτές πλαγιές απογυμνώθηκαν, νεκρά σάπια τα φύλλα κάτω απ’ τα δέντρα, βυθίζονταν στρώνοντας φαιό χαλί στο βρεγμένο και μαλακό χώμα. Το μικρό αγροτικό σπιτάκι στου οικισμού την άκρη, τη νύχτα αυτή πηχτό σκοτάδι το έχει κυκλώσει. Λένε ότι το σκοτάδι της νύχτας δημιουργεί ένα ιδιαίτερο, ιδιότυπο τοπίο, στο οποίο όλα μπορούν να συμβούν ξαφνικά και απροειδοποίητα. Ένα περιβάλλον μεταφυσικό, μαγικό και αυτόνομο. Μέσα στο σκοτάδι, στην ερημία, την απομόνωση και την ησυχία των μεταμεσονύκτιων ωρών, τα πρόσωπα, οι χώροι, τα πράγματα, αλλάζουν όψη, μεταμορφώνονται. Είναι ένα κενό, μια ανάπαυλα, μια τομή στις καθημερινές ασχολίες, στις υποχρεώσεις, στις συμβάσεις. Προσφέρεται για σκέψη και περίσκεψη, για αποδράσεις στο χτες, περιπλανήσεις στο παρελθόν, νοσταλγικές αναδρομές, κουβέντες χωρίς αρχή και τέλος. Είναι το εφαλτήριο για νέες εκκινήσεις και ανασυντάξεις. Μια μικρή εκεχειρία, μια ανάσα πριν το αύριο που έρχεται αμείλικτο απαιτώντας δράση.
Κρατώντας ένα ξύλο στο χέρι ο πατέρας του, με περισυλλογή σκάλιζε τη φωτιά στο τζάκι σπρώχνοντας τα αποκαΐδια που είχαν απομείνει γύρω της, και μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας γυρνούσε σιγανά το πρόσωπό του προς τα εκεί στην ορθάνοικτη ξύλινη εξώπορτα που φυσούσε ο αγέρας, προσπαθώντας να αφουγκραστεί τον καιρό, περιμένοντας τους επισκέπτες. Η φωτιά ξεπήδησε σε φλόγα ρίχνοντας φωτεινές μαχαιριές στους τοίχους της μικρής κάμαρας  κι ένα τρεμουλιαστό τετράγωνο από φως έξω από την πόρτα. Την εξώπορτα την είχε αφήσει ανοιχτή, όπως συνηθιζόταν στη χαρά και στη λύπη. Στη στέγη βογκούσε ο βοριάς, βγάζοντας σφυριχτούς ήχους και έπεφτε ψιλό ανεμοβρόχι. Ο πατέρας ήξερε και διέκρινε καλά τα σημάδια των καιρών, από το χρώμα του ουρανού, τις κινήσεις και τα σχέδια και τα τερτίπια που έκαναν τα σύννεφα, τις αστραπές και τις βροντές, στις ρεματιές και στις βουνοκορφές. Οι χωρικοί σ’ εκείνα τα μέρη, χιονιά λέγανε τον καιρό που το χειμώνα φύσαγε αγέρας από τα βόρεια και έκανε παγωνιά, κρύο πολύ, επειδή αλλού χιόνιζε, αλλά στο μικρό χωριό τους χιόνιζε πολύ σπάνια και συνήθως έριχνε χιονόνερο. Οι χωρικοί πάντα ξέρανε από τα σημάδια που βλέπανε, ότι άμα τον χειμώνα αστράφτει από τον Βοριά, θα φυσούσε από εκεί πολύ δυνατός αγέρας, που σήμαινε ότι για όσες μέρες θα διαρκούσε ο καιρός αυτός και πάντα όταν φυσούσαν βοριάδες, οι εργασίες στα περιβόλια παρέμεναν ανενεργές. Ο πατέρας του το βράδυ αυτό ένοιωθε μέσα του όλη εκείνη την αναστάτωση της αναμονής, ήταν υπερβολικά ανήσυχος κάτι που γι’ αυτόν ήταν εντελώς ασυνήθιστο. Βρισκόταν σε μια κατάσταση βαθιάς και έντονης αγωνίας όπως ένας άρρωστος που ελπίζει στο ερχομό του γιατρού για να θεραπευθεί.
 Από την ανοιχτή πόρτα δύο σκιές φάνηκαν έξω στο σκοτάδι της νύχτας, ο πατέρας του έριξε ακόμη μερικά ξύλα στη φωτιά και σε λίγο η φωτιά στο τζάκι δυνάμωσε, κι έκαιγε λαμπερή, έλαμψε η κάμαρα. Οι δύο σκιές,  με μισή ανάσα, λαχανιασμένες σαν δρομείς μαραθωνίου φτάνοντας στην ολάνοιχτη πόρτα του σπιτιού η ανάσα τους έβγαινε πια με δυσκολία μέχρι να τα καταφέρουν να μιλήσουν! Ήταν η μαμή του χωριού που συνοδευόταν από την μεσόκοπη γειτόνισσα τους. Η παγωνιά της νύχτας έφερνε ρίγος στο δέρμα τους. Ο πατέρας τις υποδέχτηκε σιωπηλός. Οι δυο γυναίκες προχώρησαν, μπήκαν στην κάμαρα κλίνοντας τώρα την πόρτα, ερμητικά πίσω τους. Το σκηνικό της άφιξης των δυο γυναικών τον πατέρα του τον γέμισε σαν πυκνή ομίχλη ένα αίσθημα ασφάλειας, του πήρε την ανησυχία που είχε μέσα του, ησύχασε.
Κλείνοντας την ξύλινη πόρτα η κρύα αναπνοή του βοριά έγινε απρόσιτη, κλείστηκε έξω τη νύχτα αυτή, ανεπιθύμητος επισκέπτης στις κάμαρες του σπιτιού. Δυο κάμαρες μικρές είναι το σπίτι τους όλο κι όλο. Κοντοστάθηκαν στο τζάκι για να συνέλθουν από το νυχτερινό κρύο και να χαρούν την λάμψη της φωτιάς, που σε λίγο θα τους ζεστάνει και θα τους στεγνώσει από τη νυχτερινή υγρασία.Ύστερα άφησαν το τζάκι και πλησίασαν στην απέναντι γωνιά της κάμαρας σ’ ένα ξύλινο κρεβάτι καλυμμένο με μια λευκή φλοκάτη είχε κουρνιάσει η λεχώνα μητέρα του. Μια μάλλινη κουβέρτα κάλυπτε τους ώμους της. Βρισκόταν στο μεταίχμιο μιας διαδικασίας μεταξύ ύπνου και ξύπνου. Σχεδόν αλαφιασμένη παίρνοντας είδηση τους επισκέπτες αφυπνίστηκε.
Λιγνά κύματα σαν εκλάμψεις που διασταυρώνονταν ηλεκτρισμένα προσπαθούσαν να κινηθούν, από την ζωή που κυοφορούσε εντός της, και αναδύονταν στους τοίχους του κορμιού της. Μια αίσθηση αρχέτυπα οδυνηρή και συνάμα δροσερή την παράσερναν βίαια σε έναν γλυκό ίλιγγο. Η διαίσθηση ότι κείνες οι στιγμές ήσαν εύθραυστες την έκαναν να κινείται ανάλαφρα, από φόβο μήπως κουνήσει βίαια και διαλύσει κείνο το θαύμα, την τρυφερή ύπαρξη από φως κι αέρα που προσπαθούσε να επιβιώσει μέσα της. Τα κύματα άλλαζαν αργόσυρτα ολοένα και με ψηλότερους, ξάστερους και έντονους ρυθμούς και βυθιζόταν ολοένα και βαθύτερα εντός της. Και από στιγμή σε στιγμή, με ανάσα πάλλουσα, σκέψεις λαμπερές, σαν εκλάμψεις, τη βυθίζουν ολοένα και περισσότερο μέσα στη ρευστή περιοχή, και τη γεμίζουν φόβο κι ευτυχία.
Η μαμή με γοργές κινήσεις, μ’ ατελείωτη διαύγεια, ενδελεχώς και εξαιρετικά εξέτασε προσεκτικά και παστρικά όλα τα χρειαζούμενα για την γέννα. Το σπίτι το είχαν καθαρίσει από νωρίς, τα πάντα γύρω τους μύριζαν ροδόνερο και πράσινο σαπούνι. Από το εικονοστάσι ευλαβικά κατέβασαν της Παναγιάς εικόνα, φιλώντας τη και παρακαλώντας να πάνε όλα καλά, άναψαν το καντήλι που κρεμόταν από την αλυσίδα, ρίξανε λιβάνι στο τζάκι. Η προσμονή της συνέχειας, ανυπόμονη και καρτερική, κυριαρχούσε τις ώρες εκείνες, και ο μόνος τρόπος να συγκρατήσει κανείς αυτόν τον φυσιολογικό φόβο και τη βιασύνη, ήταν πολύ σημαντικό να γίνουν ολ’ αυτά με το σωστό τρόπο.
Για τη μητέρα του ο χρόνος τριγύρω της έχει μουδιάσει. Αλλά μονάχα τριγύρω της. Μέσα της έχει στήσει τρελό πανηγύρι! Της θυμίζει με κάθε ευκαιρία ότι η μεγάλη στιγμή πλησίασε, είναι παρούσα. Κάνει κάθε της ανάσα πιο ηχηρή. Κάθε σφυγμό της δυνατότερο. Η στιγμή που η πλάση ολόκληρη θα της χαρίσει αυθόρμητα μια νέα ζωή. Η μεγάλη στιγμή της γέννησης του δεύτερου γιου της.
Την ώρα που η μαμή έκοβε τον ομφάλιο λώρο στο νεογέννητο αδελφό του, δίχως τυμπανοκρουσίες και φανφάρες, αξαφν' ακούστηκαν αλυχτήματα στην αυλή, ένα χλιμίντρισμα, σιγαλιάς φωνές έξω από το σπίτι, και την αμέσως επόμενη στιγμή βαριά πατήματα αντήχησαν στο πλατύσκαλο της πόρτας. Οι φανταστικές περιηγήσεις λένε ότι η σκοτεινότερη ώρα είναι πριν την αυγή, εκεί ανάμεσα έκανε την θορυβώδη εμφάνιση του ο νυχτερινός επισκέπτης. Τυλίγοντας το μουσκεμένο πανωφόρι γύρω από του ώμους του, διέσχισε του σπιτικού την πόρτα αφήνοντας πίσω του στο σκοτάδι τον αέρα να μουγκρίζει, τη βροχή να κοπάσει για λίγο. Είναι ο απρόβλεπτος, εκκεντρικός φίλος της οικογένειας, που έχοντας μονίμως τον σαρκασμό υπό μάλης εισέβαλε στην κάμαρα σαν χείμαρρος ορμητικός, φέρνοντας μαζί του το κλειδί της χαράς που πηγάζει απ' τα βάθη της καρδιάς του και σαρώνει τους ανέμους της αγωνίας και της προσμονής την κατασκότεινη νύχτα. Στάθηκε για λίγο σιωπηλός, τον επηρέασε η λάμψη της ζωντανής φλόγας που αντανακλούσε γύρω τους η ζωηρή φωτιά που καίει στο τζάκι, τα μάτια του έκλεισαν ξαφνικά μ’ ένα αίσθημα περιδίνησης.
Ο πατέρας του δεν έκανε καμία ερώτηση, -ήδη γνώριζε την απάντηση- τον καλοδέχτηκε χαμογελαστός, χωρίς να σχολιάσει την ώρα της επίσκεψης, και ανάβοντας το φανάρι βγήκε έξω να ταχτοποιήσει το άλογο του επισκέπτη στον πλαϊνό αχυρώνα του σπιτιού. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα.
Ο επισκέπτης ήταν ο μακρινός ξάδελφος του πάτερα του, ο Πολυζώης.
Ο Πολυζώης σε τραβούσε με την ανοιχτή του καρδιά και με τον εύθυμο χαραχτήρα του, γοήτευε και σκλάβωνε με τα φερσίματα του, με την καλοσύνη του, με το χιούμορ που στόλιζε και την πιο απλή κουβέντα του. Είχε κάτι ξεχωριστό αυτός ο άνθρωπος. Τον αγαπούσες, τόνε θαύμαζες, σε καταγοήτευε η συντροφιά του. Είχε έλθει μέσα στην νύκτα να συμμετάσχει στην χαρά –άλλωστε προοριζόταν για νονός- από τον οικισμό που απλώνεται στην πίσω πλευρά του λόφου την ανατολική.
Η μαμή με βαθιά συγκίνηση απέθεσε απαλά το νεογέννητο αγόρι στην αγκαλιά της μητέρας του χαϊδεύοντας στοργικά το κεφάλι του.  «Όλα γίνονται πάντα με βάση μια στρατηγική» είπε χαμογελώντας. Κύμα ενθουσιασμού πλημμύρισε την κάμαρα του σπιτιού, τα απειλητικά σύννεφα που είχαν τυλίξει τις σκέψεις του πάτερα του σκόρπισαν. Ένοιωσε το βάρος να φεύγει από επάνω του και η ζωτικότητα να τον ξανά-πλημμυρίζει.
Στη κάμαρα έγινε για λίγο σιωπή, μόνο το κλάμα του νεογέννητου αδελφού του ηχούσε και κάλυπτε το θόρυβο της φωτιάς στο τζάκι.
 Όταν ο επισκέπτης συνήρθε από το αίσθημα της περιδίνησης,  μ’ ένταση αναφώνησε χαρούμενα.
«Και η Άρτεμις απόψε γέννησε ένα πανέμορφο μαύρο πουλάρι». Και απευθυνόμενος στην μαμή ρώτησε. «Τι θα μπορούσα να κάνω για να σε βοηθήσω.»
«Είμαι ολόκληρος στη διάθεση σου». Συμπλήρωσε
«Τελείωσαν όλα ομαλά, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να κάνεις». Είπε η μαμή.
Μάλλον η μαμή πρέπει να ένοιωσε άσχημα για την πρόσκαιρη απάντηση της και γρήγορα συμπλήρωσε με παιδιάστικο ύφος. «Θα’ ήθελες πραγματικά να βοηθήσεις;».
Της είπε για άλλη μια φορά ότι ήταν ολόκληρος στη διάθεση της.
Η μαμή χαμογέλασε πλατιά και του ζήτησε να τους διηγηθεί την ιστορία του αλόγου του της «Άρτεμις». Η αλλαγή της διάθεσης στην μικρή κάμαρα ήταν τόσο μεγάλη, η έκφραση της χαράς τους συνεπήρε όλους.
Το χωριό.
Το χωριό αγκαλιάζεται από θαμνώδη βλάστηση, κυρίως πουρνάρια κουμαριές σκίνα με πινελιές από πεδινά πεύκα, χαρουπιές και περιβόλια με καλλιεργήσιμα δέντρα.
Ανηφορίζοντας από την δυτική πλευρά του λόφου με τα πόδια προς την κορφή του χωριού. συναντάς την μικρή εκκλησία, λιτή και ολόασπρη ανάμεσα σε πεδινά πεύκα. Είναι ο Άγιος Παντελεήμονας. Κατηφορίζοντας ανατολικά φτάνεις σ’ ένα πλάτωμα εμπρός σου είναι το παλιό ελαιοτριβείο και σε μικρή απόσταση πέντε έξι σπίτια ομοιόμορφα κτισμένα το ένα διπλά στο άλλο, δίπατα, σκεπασμένα με στέγη από κατακόκκινα κεραμίδια. Η αυλές τους είναι τριγυρισμένες από πέτρινο μαντρότοιχο, βρίσκονται στην μπροστινή μεριά των σπιτιών και έχουν ξύλινες πόρτες με κεραμοσκεπή. Τα δάπεδα στις αυλές είναι πλακοστρωμένα, απευθείας πάνω στο χώμα, πράγμα που επιτρέπει να φυτρώνουν χόρτα στους αρμούς, δίνοντας έτσι μια εντελώς φυσική εικόνα. Ο φούρνος βρίσκεται έξω από το σπίτι, σε ιδιαίτερο κτίσμα και σε μια άκρη της αυλής, πίσω από το σπίτι είναι η χρεία, όπως το έλεγαν, το κοτέτσι, το χοιροστάσιο και άλλες βοηθητικές εγκαταστάσεις. Τα σπίτια αποτελούνται από ένα ενιαίο χώρο στο πάνω πάτωμα και το κατώι κάτω. Μια πέτρινη σκάλα οδηγεί στο χαγιάτι και στο πάνω σπίτι. Στο πάνω πάτωμα υπάρχουν τα δωμάτια και η σάλα υποδοχής. Tο κατώι είναι οι αποθήκες και ο αχυρώνας για τα ζώα. Στο τέλος του χωματόδρομου δεσπόζει οίκημα με νότιο προσανατολισμό, είναι η οικία του Πολυζώη. Η διαφορά από τα υπόλοιπα σπίτια του μικρού οικισμού ήταν οι τεράστιοι από λιθοδομή ισόγειοι στάβλοι για τις αγελάδες, και τα αγαπημένα άλογα του. Η κατασκευή των στάβλων του στο ένα μέρος είναι διώροφος για να εξυπηρετηθεί η αποθήκευση των ζωοτροφών.
Το άλογο.
Για τον Πολυζώη η ενασχόληση με τα άλογα ήταν κάτι παραπάνω απ’ ένα απλό χόμπι. Με μια ματιά, μ’ ένα βλέμμα ήξερε πόσο χρονών είναι, τι χαρακτήρα έχει, και πολλά άλλα. Είχε πάθος, είχε έρωτα για τα άλογα δεν τα θεωρούσε βάρος και τα φρόντιζε μ’ αγάπη. Μιλάμε για εποχές που δεν υπήρχαν αυτοκίνητα στην περιοχή. Ότι γινόταν, γινόταν με τα μουλάρια και τα άλογα, τα κάρα και τις άμαξες. Είχε τρία άλογα. Δυο για τις αγροτικές του εργασίες, και την Άρτεμις η όποια ήταν η μεγάλη του αγάπη, η αδυναμία του από όσα άλογα είχε μέχρι σήμερα. Η Άρτεμις ήταν άλογο αγώνων. Δεν αγωνιζόταν πλέον. Ήταν ένα πολύ καλό αραβικό άλογο που σήμαινε πολλά για τον πρώην ιδιοκτήτη της, του είχε δώσει πολλές χαρές μέχρι να το αποσύρει, γιατί δυστυχώς τραυματίστηκε νωρίς. Η φοράδα η Άρτεμις τελευταία είχε ζευγαρώσει με αραβικό επιβήτορα και αυτή την κρύα νύκτα του χειμώνα γέννησε εύκολα, χωρίς επιπλοκές, χωρίς να χρειαστεί βοήθεια, μες 'του αχερώνα τη ζεστασιά, λίγες ώρες νωρίτερα από την γεννά της μητέρα του, ένα πανέμορφο αρσενικό πουλάρι.
Αυτό ο καλός φίλος της οικογένειας το θεώρησε καλόν οιωνό για το νεογέννητο αγόρι, θεωρούσε τα ωραία αρσενικά άλογα, σημάδι επιτυχίας της ζωής. Τα περισσότερα πουλάρια γεννιούνται συνήθως τους πρώτους μήνες του καλοκαιριού όταν ο καιρός είναι ζεστός και η τροφή άφθονη. Αυτό το νεογέννητο πουλάρι γεννήθηκε μέσα στη βαρυχειμωνιά. Με τον απογαλακτισμό και την αποκοπή από την μάνα του, το  κραταιό κι ωραίο νιόβγαλτο πουλάρι ο Πολυζώης ανακοίνωσε ότι  προσφέρει στην οικογένεια και ιδιαίτερα στο νεογέννητο αδελφό του. «Η θεά τύχη το έφερε να γεννηθούν ταυτόχρονα είπε στους γονείς του, ας μεγαλώσουν και παρέα. Και τους ευχήθηκε.» Το παρέλαβε η μητέρα του, το περιποιόταν με πολύ τρυφερότητα και περίσσια αγάπη, όπως και το μικρό το γιο της.
Μεγάλωσε γρήγορα και έγινε ένα δυνατό, πανέμορφο άλογο με κατάμαυρο τρίχωμα και ένα λευκό αστέρι στο μέτωπο του, μ’ εκπληκτική αντοχή και νοημοσύνη. Ο Κεραυνός – όπως τον ονόμασαν, και ήταν το πιο κατάλληλο όνομα για ένα τέτοιο περήφανο και ατίθασο άτι, όμοιο με τη νέα κυρά του- ήθελε δουλειά, γιατί έκανε του κεφαλιού του ήταν απείθαρχο. Η κυρά μητέρα του ήταν υπομονετική, αφοσιωμένη στον Κεραυνό, τον περιποιόταν με πολύ τρυφερότητα και αγάπη, όπως και το μικρό το γιο της. Καθώς ο χρόνος κυλούσε, σταδιακά το άλογο ανέπτυξε μεγάλη φιλία με την μητέρα τους και ήταν η μόνη που επέτρεπε να ανέβει στην πλάτη του.
Λένε πως το άλογο δεν ημερεύεται. Μέσα του καίει η φλόγα του αδάμαστου, του ελεύθερου. Διατηρεί την ασυμβίβαστη φύση του και παραχωρείται μόνο σε όσους επιλέγει. Δεν υποτάσσεται παρά υποχωρεί, μόνο γι' αυτούς που η ψυχή τους το κοιτά στα μάτια. Η Ιοκάστη από τα παιδικά της χρόνια αμαζόνα, ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που μπορούσε να τιθασεύσει τον Κεραυνό στις απρόβλεπτες αντιδράσεις του. «Τα αρσενικά συνήθως παρουσιάζουν σημαντικά προβλήματα στο χειρισμό, επειδή σε ειδικές καταστάσεις, οι αντιδράσεις του αλόγου δεν είναι εύκολα ελεγχόμενες από τον αναβάτη του.»
Τα άλογα δεν αγαπάνε τα αφεντικά τους με τυφλή δουλοπρέπεια. Πρέπει να παλέψεις για να κερδίσεις την εμπιστοσύνη αλλά και την εκτίμησή του, όσο παράδοξο και αν φαίνεται, και όταν το κάνεις θα έχεις όχι απλά έναν σύντροφο αλλά έναν φίλο. Αυτή ακριβώς είναι και η σχέση που μοιραζόταν η μητέρα του και ο Κεραυνός, αγνή, ειλικρινής, γεμάτη αγάπη, και κατανόηση.
Το μαύρο άτι υπάκουε πειθήνια στις προσταγές της. Ανέβαινε στη ράχη του επάνω και το κατεύθυνε με το κορμί της. Δεν της χρειαζόταν ούτε χαλινάρια ,ούτε μαστίγιο. Οι δυο τους επικοινωνούσαν με τα νεύματα, τις κινήσεις, και την ψυχή τους. Και κάλπαζαν σαν τον άνεμο.
Τον τελευταίο χρόνο πριν την αναχώρηση από το χωριό για το αστικό κέντρο είχε απόκτηση και ο ίδιος ιδιαίτερο δέσιμο με το άλογο τους. Φαντάζεστε την έκπληξη όλων όταν είδαν αυτό το απείθαρχο άλογο να ιππεύεται από ένα επτάχρονο μικρό αγόρι.
Μεταναστεύοντας η οικογένεια επέστρεψε το άλογο στον Πολυζώη.
Στα χρόνια που πέρασαν η μητέρα του αραιά και που κατέβαινε στα πάτρια εδάφη.
Η επαφή της με τον Κεραυνό ήταν ημέρα χαράς και για τους δυο.
Όσο γερνούσε το άλογο η μητέρα του απέφευγε αυτές τις συναντήσεις, την πλήγωναν.
Μαθαίνοντας ότι έχει προβλήματα υγείας, αποφάσισε να το ξαναδεί .
Σταβλίζονταν στην παλιά αχερώνα.
Η ζωντανή όμως εικόνα του γερασμένου αλόγου, σε τίποτα δεν θύμιζε τις δοξασμένες στιγμές του παρελθόντος, είχε  χάσει την εκπληκτική αντοχή του, είχε χάσει την όραση του.
Την οσμίστηκε, χαρούμενα χωρίς δύναμη ψυχής χλιμίντρησε ευτυχισμένο.
Τα σκούρα συννεφιασμένα ματιά του ποταμιά δάκρυα έχυσαν, όταν η μητέρα του απαλά και τρυφερά το χάιδεψε φέρνοντας τα μαγούλα της στο λιπόσαρκο μέτωπο του.
Δεν μπόρεσε να κρατήσει την θλίψη της, και δάκρυσε η μεσόκοπη πλέον αμαζόνα.
.…………………………
Ο Καβάφης, αντλώντας από την ομηρική πηγή, στο ποίημά του «Τα άλογα του Αχιλλέως» βάζει τους δύο ίππους του Αχιλλέα να θρηνούν με ανθρώπινη λαλιά για τον χαμό του Πάτροκλου. Ο θρήνος τους είναι τόσο γνήσιος, τόσο αυθεντικά ανθρώπινος που ακόμα κι ο Δίας, θαυμάζοντας το μεγαλείο της ψυχής τους, λυπάται για τη θλιβερή μοίρα της ανθρωπότητας, στην οποία τα άλογα, άθελά τους, βρέθηκαν να διαδραματίζουν μοιραίο ρόλο.

«Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως».

Η ευγένεια και η αγνότητα των συναισθημάτων των αλόγων δεν εντυπωσιάζει μόνο τον αρχηγό των θεών και τον ποιητή αλλά και τον αναγνώστη, καθώς ο θρήνος τους προϋποθέτει όχι μόνον νου για τη συνειδητοποίηση της ματαιότητας της ανθρώπινων πραγμάτων αλλά και αγάπη είτε με τη στενή έννοια της φιλικής αγάπης μεταξύ ανθρώπων είτε με την ευρύτερη έννοια της αγάπης προς τον πλησίον.

«…Όμως τα δάκρυα των
για του θανάτου την παντοτινή
την συμφοράν εχύνανε τα δυό τα ζώα τα ευγενή».

Το άλογο προσφέρει απλόχερα στον άνθρωπο την αίσθηση ελευθερίας με την κίνησή του, την αίσθηση της αιωνιότητας με την αρχοντιά και την περηφάνια του, την αίσθηση της ασφάλειας με την ταχύτητα και τη δύναμή του, την αίσθηση της συντροφικότητας με την ζεστασιά και την προσφορά των χαρισμάτων του και το έντονο αίσθημα της τρυφερότητας και της αγάπης με το κοίταγμα του. Και γίνεται φίλος αχώριστος του ανθρώπου, παρασύροντάς τον σε διαδρομές απέραντης ομορφιάς, οδηγώντας τον μέσα από δύσβατα και σκοτεινά μονοπάτια, ίσως ακόμα και συνοδεύοντας ή θρηνώντας τον στο τελευταίο του ταξίδι…
……………………………………
Εκεί που σκάει το κύμα, στην άμμο την ποτισμένη από την αλμύρα.
Ονειρεύεται και αυτός ένα οικείο παρελθόν. Νιώθει την ομίχλη να τρυπά το κορμί του σε κάθε δρασκελιά. Επισκέπτεται τα μονοπάτια στους μικρούς λόφους και στέκεται σιωπηλός κάτω από τις χαρουπιές ανακαλώντας το λησμονημένο παρελθόν με την τρέλα της ξέγνοιαστης παιδικότητας, που τα κορμιά τους ήτανε στητά σαν λαμπάδες, τα πρόσωπα αρυτίδωτα σαν χυμώδη φρέσκα ροδάκινα, τα μάτια λαμπερά, γεμάτα φλόγα και το κεφάλι σκεπασμένο από πλούσια ατίθασα μαλλιά. Τα κύματα του σιγοτραγουδούσαν τραγούδια δίχως μουσική, σφύριζαν σκοπούς δίχως λόγια, με μόνο στόμα, με μόνη γλώσσα κι έκφραση, τη γλώσσα των κυμάτων.

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2022

O Prototokos.. O Alkiviadis

..... Με τον τερματισμό του εμφύλιου πολέμου, ο Κλέαρχος αν και υπηρέτησε ως στρατιώτης του εθνικού στρατού, μιλούσε χωρίς μίσος για τους αντιπάλους αντάρτες. Τους σέβονταν, τους χαρακτήριζε γενναίους και τολμηρούς. Ωστόσο επιθυμούσε ολόψυχα τη νίκη των εθνικών, κυβερνητικών δυνάμεων. Να τελειώσει αυτός ο αδελφικός πόλεμος. Να πάψει η γη να ποτίζεται με διχαστικό ελληνικό αίμα. Η Ελλάδα να γίνει μια ελεύθερη, δημοκρατική χώρα. Ο λαός της να ζήσει σε καθεστώς ελευθερίας, δημοκρατίας και προόδου.
.....Μετά τις διαφωνίες, τις συγκρούσεις την οικογενειακή καταιγίδα τη γεμάτη από ένταση και διαμάχες, στην οικογένεια της Ιοκάστης επικράτησε μια μαγική ηρεμία. Έτσι είναι η ζωή! Μετά τον ανεμοστρόβιλο εκτιμάς τις επιπτώσεις και συνεχίζεις.! Πρώτα οι θυελλώδεις εντάσεις και μετά έρχεται η γαλήνη προσαρμοσμένη σε ένα οικογενειακό πλαίσιο! «Μπορείς να κόψεις όλα τα λουλούδια, αλλά δεν μπορείς να εμποδίσεις την Άνοιξη να` ρθει»  είχε πει ο μεγάλος στοχαστής Pablo Neruda.
Άνοιξη! Μυρωδιές, πράσινο, φύση, θάλασσα! Έρχεται! 
«Γλυκό του Μάρτη μήνυμα
θ' ανθίσει η πασχαλιά,
θα λιώσουν τ' άσπρα χιόνια
θα 'ρθούν τα χελιδόνια».
Ήταν άνοιξη η νεότητα του έτους και η νεότητα είναι η άνοιξη της ζωής, όταν εκείνο το υπέροχο ανοιξιάτικο γαλάζιο πρωινό στα τέλη του Μάρτη (σημαδιακός μήνας) το χίλια εννιακόσια πενήντα, με τον ερχομό των γοργόφτερων χελιδονιών, η Ιοκάστη αισθάνεται πως «Ήρθε η ώρα!» ότι έφτασε η «μεγάλη στιγμή.» Ήρεμη και γαλήνια έφερε στον κόσμο το νεογέννητο μωράκι της και μαζί του έφερε την ελπίδα, να σβήσει το μαύρο και να ξανανοίξει τους κλειστούς δρόμους με την οικογένεια της. Πώς πέρασε ο καιρός! Σαν να ήταν χθες που έφυγε από το πατρικό της σπίτι.
Η γείτονες του μικρού οικισμού έχουν μαζευτεί όλοι στο μικρό τους σπίτι να γνωρίσουν το μωρό που έρχεται στον κόσμο. Μαζί με τους γονείς του βιώνουν και αυτοί την χαρούμενη αναμονή.
Άξαφνα γίνεται ένα ποδοβολητό κι αντηχούν φοβερά ξεφωνητά στη μικρή κάμαρα, κι όλος ο γυναικόκοσμος ορμά μέσα στη κάμαρα, και μια φωνή μεγάλης χαράς, από τις χαρές εκείνες, που όχι πολύ συχνά νιώθει κανείς στη ζωή του, σείεται όλο το Μικρο σπιτάκι.
«Αγόρι, ανιψιέ! αγόρι! Αρσενικό! να σας ζήσει, να το χαρείτε!» Πρώτη απ' όλους η Κυρά Γιώργαινα, του Γιώργη του Καραστατήρη η γυναίκα, το «Κιαπέ» η γειτόνισσα και θεία του Κλέαρχου ήταν εκείνη που βγήκε περιχαρής να αναγγείλει στον μικρό οικισμό ότι το μωρό που ήρθε στη ζωή ήταν αγόρι. «Είναι δώρο Θεού» τους είπε! Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό γεμάτο ήλιο στα τέλη του Μάρτη που γεννήθηκε ο Αλκιβιάδης. Η αφεντιά του.
........ Έχει αρχίσει να ξημερώνει, έλαμψε το φως της ημέρας, ενώ ο Ήλιος εισέρχεται στον αστερισμό του Καρκίνου. Μια τέτοια ηλιόλουστη μέρα η Ιοκάστη φορώντας φόρεμα λευκό όμοιο με νυφικό και λίγα φρέσκα λουλούδια στα μαλλιά. Ήταν τόσο όμορφη. Η ομορφιά της πήγαζε απ' την ψυχή της. «Λέγεται ότι η Ψυχή ήταν τόσο εκπληκτικά όμορφη που επισκίαζε ακόμη και την Αφροδίτη, την θεά της ομορφιάς και του έρωτα. Οι άνδρες συγκεντρωνόταν από παντού για να έρθουν να τη δουν και οι βωμοί της Αφροδίτης εγκαταλείφθηκαν εντελώς, καθώς όλοι λάτρευαν τώρα την ακαταμάχητη πριγκίπισσα αντί της θεάς, φέρνοντάς της προσφορές και σκορπίζοντας λουλούδια στους δρόμους όποτε έβγαινε έξω.»
Ο ήλιος τη βρίσκει να περπατά μέσα από τον ίδιο δρόμο που περήφανα είχε αναχωρήσει. Η Ιοκάστη όπως ο ήλιος δεν περιμένει παρακλήσεις και καλοπιάσματα, αλλά τους αγκαλιάζει όλους, χωρίς υστεροβουλία, χωρίς να περιμένει επαίνους υπερπηδά τους ψηλούς τοίχους της αδικίας της και ξαναγύρισε στο χωριό της, στο πατρικό της σπίτι. Πίστευε πως ήξερε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει. Αποφάσισε να επισκεφτεί τους γονείς και τα αδέλφια της. Ήταν μια περήφανη μάνα, περπατούσε και πετούσε. Δεν κατηγόρησε και δε μίσησε ποτέ κανέναν και ως καλή χριστιανή δικαιολογεί την πρόθεση της οικογενείας της να την νουθετήσουν στην επιλογή της. Είχε θάρρος...το μήνυμα που θέλει να στείλει....Με το κεφάλι ψηλά περπατούσε με καμάρι, έχοντας την χαρά να κρατά στην αγκαλιά το τεσσάρων μηνών παιδί της και χαμογελούσε. Πόσο οικεία είναι η εικόνα μιας μάνας να κρατά αγκαλιά το παιδί της. Πόσο απλή αλλά ταυτόχρονα πόσο μαγική. Την καμαρώνει η γειτονιά στα παραθύρια. Με χαμηλά, τα ήρεμα  καστανά της μάτια λεβέντισσα ροβόλαγε. Κοιτάζει μόνο μπροστά και πάντα μπροστά. Αφήνει στο χρονοντούλαπο τα χθεσινά προβλήματα, τις σκέψεις, τις περίπλοκες υποθέσεις. Αφήνει πίσω της τα σύνθετα, τα άλυτα. Αγκαλιάζει τρυφερά τον σύντροφό της και η πατρική της οικογένεια στη θέα του ευτυχισμένου ζευγαριού σκέφτεται πώς είναι καιρός να συμφιλιώσουν με την άτακτη κόρη τους και την καλωσορίζουν. 
Καμάρωναν ο παππούς και η γιαγιά με το πρώτο τους εγγόνι, που γέμιζε με φωνούλες και κατσαρά γέλια το σπιτικό τους. Ολοκληρώνοντας την επίσκεψη τους ο Κλέαρχος και η Ιοκάστη, καθώς από ολιγοήμερη κατέληξε σε πολυήμερη, ήρθε η ώρα της επιστροφής.  Ο καθένας μόνος του, αλλά και όλοι μαζί ήταν «μες στην καλή χαρά». Ο πιότερο χαρούμενος ήταν  ο παππούς, που είχε αρχίσει κιόλας να σχεδιάζει ιστορίες για τον εγγονό του. Ο παππούς μαζί με τις ευχές του τους παραχώρησε ένα γαϊδουράκι για τις ανάγκες τους, μια κατσίκα για το γάλα του εγγονού και κάποια χρήματα για να μπορούν να αντεπεξέλθουν στα έξοδα διαζυγίου του Κλέαρχου.
Σε εποχές που η φτώχεια και η πείνα ήταν τα κύρια ζητούμενα των καιρών, τα γαϊδούρια, τα όμορφα αυτά τετράποδα, είχαν συνδυαστεί με την εμφάνιση της αγροτικής ζωή στην Ελλάδα και αποτελούσε για πολλούς το μοναδικό μέσο μεταφοράς. Ήταν το μέσο μεταφοράς των κοινωνικά καταπιεσμένων, των φτωχών και των αγροτών. Μεταξύ άλλων, η εισοδηματική κατάσταση του ατόμου ήταν σε άμεση συνάρτηση με το είδος του τετράποδου που θα είχε ως μέσο μεταφοράς. Οι ποιο πλούσιοι, οι προύχοντες, είχαν τα άλογα, οι δεύτεροι σε εισοδηματική κατάσταση είχαν τα μουλάρια και ο κοινός κόσμος είχε τα γαϊδούρια. Το γαϊδούρι είναι ένα ζώο της επαρχίας και μέσα από αυτό το ζώο αποτυπώνονται η ιστορία και ο πολιτισμός της υπαίθρου. Με την ανάπτυξη των μηχανημάτων και την «άνοιξη» της οδοποιίας, το ζώο έχασε τη χρηστικότητά του, με αποτέλεσμα να έχει γίνει είδος πολυτελείας.

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2022

Mpoumpoutselia

Μπουμπουτσέλια! Looking over the ruins of my family home!                                                                           .....Χίλια εννιακόσια σαράντα εννέα. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο καταστράφηκαν ολοσχερώς. Η παρά στρατιωτική οργάνωση διαλύθηκε. Ο Κλέαρχος ήταν ελεύθερος. Ιούνιος του χίλια εννιακόσια σαράντα εννέα. Η νύχτα και οι ήχοι της είχαν δώσει την θέση τους στις πρώτες νότες της καινούριας μέρας όταν ήρθαν τα άσχημα μαντάτα. Όλα συνέβησαν το μοιραίο ξημέρωμα της μέρας εκείνης. Το άγριο φονικό του λατρεμένου αδελφού της. Δράστες ήταν ντόπιοι Χίτες, πρώην συνεργάτες των Γερμανών και μετέπειτα διώκτες των κομμουνιστών που έλαβαν μέρος στην αντίσταση. Ο αδελφός της, ένας άνθρωπος «πέτρινος και αέρινος, αντάρτης και συνάμα τρυφερός» ήταν, μισητός εχθρός για τους Χίτες της περιοχής. Το χάραμα, έπεσε σε ενέδρα στον Πάρνωνα όπου και τον γάζωσαν αμέσως. Ο Λάμπρος διπλώθηκε στα δύο και κύλησε λίγο μακρύτερα. Μα τη ζητωκραυγή του για τη λευτεριά δεν την πετύχανε τα βόλια κι ο Πάρνωνας την αντιβούιζε... Ήταν νέος, πάνω στο ανθός της ηλικίας του. Μόλις είκοσι τριών ετών.
«Θεέ μου Μεγαλοδύναμε, ω Θεέ μου Μεγαλοδύναμε! Γιατί να έρθουν έτσι τα πράγματα αφού έχει λήξει ο εφιάλτης του πολέμου; Αυτό είναι νέο απάνθρωπο, βγαλμένο απ' την ίδια την κόλαση!» Μαυροφορέθηκε και έκλαψε απαρηγόρητη η Ιοκάστη το άγριο φονικό του αδελφού της. Έκλαψε τα νιάτα του και μαζί τις ελπίδες και τα όνειρα που είχαν κάνει τα αδέρφια για τη ζωή τους.
Σπαραγμός. Καρδιές ραγίζει το μοιρολόι της γιαγιάς. Ήθελε να ουρλιάζει, αλλά δεν έβγαινε ήχος. Ήθελε να πνίξει το Σύμπαν στα δάκρυα της , αλλά τα μάτια της έμειναν στεγνά. Καταράστηκε τον πόλεμο με τις συμφορές του κι εκείνους που κάνουν τους πολέμους.  
«Και πού να ρίξω το μεγάλο μου καημό
όπου θ’ ανοίξει η γης, θ’ ανοίξει η γης
και θα ραΐσει το βουνό.
Ήλιε φονιά πώς άφησες να γίνει το κακό
σκοτώσανε το σταυραετό και τον αυγερινό
κάτω στο σταυροδρόμι σκοτώσανε το νιο
Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
Και τα κορίτσια ρίξανε κάτω τα μαλλιά
για να πιαστείς αϊτέ, να πιαστείς αϊτέ,
ν’ ανέβεις απ’ τη λησμονιά.»
Αχ, πώς θα τον αντέξει τούτον τον κεραυνό; Κι όμως πρέπει! Πρέπει να γίνει ατσάλινη, όπως οι χιλιάδες μανάδες των εκτελεσμένων συντρόφων του. Πρέπει! Για να δουν τουλάχιστον δικαιωμένο το αίμα και τις θυσίες του αγώνα. Γλυκό μου αγόρι, έχε γεια.
Σαν έφυγαν καταχτητές, όλοι οι καταχτητές φεύγουν αργά ή γρήγορα, ήρθαν τα καταραμένα χρόνια του εμφύλιου που σκότωνε ο αδελφός τον αδελφό, ο γείτονας το γείτονα, ο φίλος το φίλο. Ας πάνε στον αγύριστο τέτοια χρόνια.
Σεπτέμβριος χίλια εννιακόσια σαράντα εννέα.
Σε λίγο θα χάραζε η καινούργια μέρα και εκείνη για ακόμα ένα βράδυ θα έμενε άυπνη, προσπαθώντας να κατανοήσει όλα όσα συνέβησαν το τελευταίο διάστημα, να βάλει σε τάξη τις σκέψεις τις και να επαναπροσδιορίσει τη ζωή της. Μπορούσε άραγε;
Η αφόρητη ζέστη που είχε εκείνο το βράδυ, δυσκόλευε την κατάσταση ακόμα περισσότερο. Ξαπλωμένη ανάσκελα, στη μέση του κρεβατιού, με τα χέρια περασμένα πίσω από το κεφάλι της, κοιτούσε αδιάφορα το ταβάνι. Το πρόσωπό της ήταν φρέσκο και σφριγηλό και τίποτα δεν μαρτυρούσε την τόση ταλαιπωρία από τις αϋπνίες που την βασάνιζαν όλο αυτό το διάστημα. Απόψε δεν μπορούσε να κοιμηθεί από τη ζέστη. Σιωπή επικρατούσε τριγύρω και από το ανοικτό παράθυρο έμπαιναν οι απαλοί ήχοι της νύχτας, κι άκουγε το τραγούδι ενός γρύλου, (τριζόνι) που για μια στιγμή ήρθε και σκέπασε όλους τους άλλους, το μονότονο, αλλά γλυκό και δροσερό εκείνο κουδουνισματάκι, που τόσο θέλγητρο δίνει στις καλοκαιριάτικες νύχτες. Τα τριζόνια, λένε, βρίσκουν ένα ταίρι και μένουν μαζί του για όλη τους τη ζωή.
«Μην είμαι και εγώ ένα τριζόνι;» Ψιθύρισε και σφράγισε ταυτόχρονα με τα δάχτυλά της τα χείλη.
Ένα δροσερό αεράκι μπήκε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο, αναδιπλώνοντας την κουρτίνα και παίρνοντας μακριά την βαριά ατμόσφαιρα. Τα τριζόνια είχαν από ώρα πάψει το νυχτερινό τους τραγούδι. Ένοιωθε να την αγκαλιάζει μια γλυκιά θαλπωρή σε κάθε ίνα του κορμιού της όταν η νύχτα και οι ήχοι της είχαν δώσει την θέση τους στις πρώτες νότες της καινούριας ημέρας.
..... Σαν «βόμβα έσκασε» η είδηση στο σπιτικό τους, η δήλωση της ότι θα φύγει μαζί του. Η κόρη τους και αδελφή τους άλλαξε «στρατόπεδο.» Ήρθαν τα πάνω-κάτω, η γιαγιά δεν μπορούσε να το πιστέψει. Πως να την συγχωρέσει στο καινούργιο της σφάλμα: τη φυγή της με έναν «εχθρό» που τον γνώρισε κάτω από εκείνες τις θλιβερές συνθήκες, λες και δεν της έβρισκαν γαμπρό.
Ένα μεγάλο «γιατί» έμοιαζε να πλανάται σαν μια αόρατη απειλή. «Γιατί;» όταν ο πόνος γύρω τους είναι τόσο φανερός; «Γιατί;» Η κόρη τους. Το κορίτσι που το βλέμμα της έκλεβε καρδιές κι όλα τα παλικάρια της περιοχής έλιωναν από πόθο μπροστά στην πόρτα της. «Γιατί;»
Ώσπου ανοίγει μια δύσκολη συζήτηση χωρίς τρυφερότητα και σεβασμό, με «βαριές κουβέντες» κι αμέτρητες βρισιές με λόγια βαριά, κι οι φωνές τους ακούγονται μέχρι την πλατεία του χωριού. Ο αδελφός της επιτίθεται και την κατηγορεί ότι έβαλε τον «χίτη» εραστή της στο σπιτικό τους. Ο καυγάς κορυφώθηκε το ξημέρωμα. Τα αίματα άναψαν και η κατάσταση έδειχνε να ξεφεύγει. Ο παππούς με την υπόλοιπη οικογένεια προσπαθούν να την πείσουν ότι ο άνδρας που ερωτεύτηκε δεν ήταν αντάξιός της. Η Ιοκάστη και ο παππούς κοιτάχτηκαν στα μάτια, ακολουθήσουν μερικά λεπτά σιωπής, η Ιοκάστη όμως δεν αντέδρασε. Απλά δεν αλλάζει γνώμη δεν θα την σταματήσει καμία λογική, είχε αρκετή αποφασιστικότητα ν' ακολουθήσει το συναίσθημα.
Το έμαθε και ο λεβέντης ερωτοχτυπημένος νιος, το καμάρι του Κυπαρισσιού. Έπεσε στα πόδια της την παρακάλεσε. «Μείνε εδώ μη με αρνηθείς αυτή την ώρα. Βαρύ το αντίο δεν μπορώ να το σηκώσω. Μη φύγεις μείνε, σε παρακαλώ !!! Και αν φύγεις κράτα κι εμένα στην καρδιά σου, κι εγώ, όπου και αν είμαι, όπου κι αν βρεθώ, θα σε περιμένω.»
Η Ιοκάστη ήταν διατεθειμένη την καινούργια πραγματικότητα, που την περικύκλωνε, την καταδίωκε να την διεκδικήσει με την αδάμαστη θέληση της. Είχε άλλον στην καρδιά της. Είχε βρει άλλον άνδρα στη ζωής της.
Με την ψυχή σκοτεινιασμένη από τη ζοφερή ατμόσφαιρα του αδελφοκτόνου πολέμου που μόλις τελείωσε και τις πληγές τους ακόμη ανοικτές για να μη φουντώσουν κι άλλα ανώφελα πάθη.  Για να μην έρθει σε ακόμη πιο δύσκολη θέση η κόρη του. Έδωσε αυστηρή παραγγελία. Είναι απαίτηση του παππού να μη του πειράξει κανείς την λεβέντισσα κόρη. Καλό κατευόδιο! Με την ευχή του.
Υπάρχουν άνθρωποι σαν την Ιοκάστη φτιαγμένοι από άλλο κράμα. Περίεργες υπάρξεις.
Αυθεντικοί στην αγάπη. Δεν φοβούνται να ρισκάρουν για τον έρωτά τους.
Τα ταξίδια του μυαλού τους είναι φανταστικά και τους πάνε όπου επιθυμούν και δεν φυλακίζονται ποτέ. Εκτός αν το επιθυμούν.
Ικανοί για όλα. Ευγνώμονες με τους ανθρώπους που αγαπούν και τους αγαπούν.
Αυτούς τους παθιασμένους ανθρώπους αν ποτέ τους συναντήσεις στην ζωή σου, κράτησε τους. Μη τους αφήσεις να φύγουν ποτέ.
«Τη δύναμή σου την τρανή Έρωτα, όποιος δε σε γνωρίζει μάταια ελπίζει να ιδωθεί τι μέγα κρύβουν οι ουρανοί».
Ο Αλκιβιάδης ένοιωθε ευλογημένος που ήταν η μητέρα του.
Από τι κράμα είναι πλασμένη; έχει κορμοστασιά περήφανη, λεβέντικη, και αύρα αυθεντική. Όμορφη. Λάμπει ολόκληρη. Ξεκίνησε το ταξίδι της μέρα μεσημέρι. Δεν έτρεξε, δεν κρύφτηκε, δεν κιότεψε. Περήφανη κι αγέρωχη σαν πριγκίπισσα, με αργό, αλλά σταθερό βήμα, πέρασε μέσα από τις γειτονιές του δρόμου. Η καρδιά της οδηγούσε τα βήματα.
Ποιόν κουβεντιάζει η γειτονιά κι ανανταριάζει;
Σαν τον αϊτό φτερούγαγε στη στράτα
την καμαρώνει η γειτονιά στα παραθύρια
με χαμηλά τα μαύρα της τα μάτια
λεβέντισσα εροβόλαγε.
Στα ματιά της ένα σύννεφο
μες την καρδιά της σίδερο.
Κυλάει το αίμα της, σκέπασε τον ήλιο
κι λεβέντισσα εροβόλαγε.
Η ζωή της Ιοκάστης είναι η ζωή όλων αυτών που έρχονται αντιμέτωποι µε ένα βαρύ φορτίο στους ώμους, δεν το απαρνιούνται όμως, ούτε το αφήνουν να τους λυγίσει.
Με το δείλι βρέθηκαν στην Μονεμβασία, περπατούσαν αγκαλιά οι δυο τους στην ακρογιαλιά κι ο ήλιος τους ζήλευε την ώρα που βασίλευε, η ανήσυχη θάλασσα μούνταινε, γινόταν λίμνη μελάνης μαυριδερής, πλαισιωμένη από τις αχνά σταχτογάλανες σκιαγραφίες του βράχου, και απάνωθε της ο ουρανός, ντυμένος πορφύρες, ξεπροβόδιζε τη φλεγόμενη σφαίρα του ήλιου κι αργόλειωνε σε θαμπά χρυσάφια περιπεπλεγμένα με μαβιά αντιφεγγίσματα καθώς αποτραβιέται πίσω από το βουνό.
«Θεέ µου! Μόλις συνειδητοποίησα κάτι...που τις τελευταίες βδομάδες, δεν έδωσα σημασία.» Το χαμόγελό της ήταν μυστηριώδες και ο Κλέαρχος δεν είχε ιδέα για τι πράγμα του μιλούσε.
«Τι εννοείς;»
«Δεν μαντεύεις;»
«Όχι»
«Νομίζω ότι μπορεί να είμαι έγκυος» του είπε απαλά, σαν να φοβόταν να το πει μεγαλόφωνα.
Ο Κλέαρχος έριξε μια λοξή ματιά και γύρισε ξανά το βλέμμα του στο πέλαγος.
«Σοβαρολογείς;» Ήταν εξίσου ενθουσιασμένος και ελαφρώς σοκαρισμένος.
«Νομίζω πως έγινε τη βραδιά. Έχω καθυστέρηση. Μεγάλη, πραγματικά μεγάλη καθυστέρηση. Τεσσάρων εβδομάδων. Το είχα ξεχάσει εντελώς».
Ο Κλέαρχος την άκουγε και ένιωθε ένα ρίγος να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του. Άξαφνα ήταν το ίδιο βέβαιος µε εκείνη. Θυμήθηκε το ξαφνικό πάθος τους.  Θυμήθηκε που είχε κάνει τη σκέψη πως η Ιοκάστη θα μπορούσε να είχε μείνει έγκυος εκείνο το βράδυ και ύστερα το είχε βγάλει εντελώς από το μυαλό του. Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε απαλά το μάγουλό της, και εκείνη γύρισε να τον κοιτάξει µε µάτια γεμάτα ελπίδα.
«Θα το επιβεβαιώσω τη Δευτέρα» του είπε µε φωνή ελάχιστα πιο δυνατή από ψίθυρο και έπειτα τύλιξε τα χέρια της γύρω του και τον φίλησε. Κανένας από τους δυο τους οµως δεν μπορούσε να δώσει άλλη εξήγηση για την καθυστέρηση. Δεν της είχε συμβεί ποτέ μέχρι τότε. Θα ήταν ένα μακρύ Σαββατοκύριακο.
Επιβεβαιώθηκε!. Ήταν ο σπόρος, που είχε πέσει στη μήτρα. Ο Αλκιβιάδης. Ο γιος του νεαρού «χίτη» απ' τη νότιο Λακωνία και της πανέμορφης νεαρής Ιοκάστης απ' ένα παραδοσιακό ορεινό χωριό «γαντζωμένο» στις πλαγιές του Πάρνωνα.....
Αφήνοντας το ζευγάρι πίσω τους το τρικυμιώδες παρελθόν και αναλαμβάνοντας την ευθύνη των επιλογών τους μια καινούργια ζωή έβλεπαν να ανοίγεται μπροστά τους, χωρίς περιουσιακά στοιχεία, πάμφτωχοι με αρχές κι αξιοπρέπεια. Ο Αλκιβιάδης πάντα θυμάται τη μητέρα του την Ιοκάστη περήφανη με αξιοπρέπεια τίμια και αυθεντική σαν το βαθύ ποτάμι που όσο πιο βαθύ είναι, τόσο λιγότερο θόρυβο βγάζει.
Ριζώνουν σ' ένα απόμερο μικρό οικισμό στα δυτικά της Μονεμβασιάς. Τα Μπουμπουτσέλια! Εκεί βρήκαν καταφύγιο στο εγκαταλειμμένο μικρό πατρικό σπίτι του Κλέαρχου, κληρονομιά της πρόωρα χαμένης Μητέρας του. Η γιαγιά του Αλκιβιάδη έφυγε από την ζωή στα τριάντα πέντε της χρόνια και ο Κλέαρχος έμεινε ορφανός από μητέρα μόλις είχε κλείσει τα έξι παιδικά του χρόνια. Τρία χρόνια αργότερα ο Κλέαρχος έχασε και τον πατέρα του αν και ο παππους του Αλκιβιάδη είχε εγκαταλείψει ήδη την οικογένεια του όταν ακόμη ο Κλέαρχος μπουσουλούσε.
Ο Αλκιβιαδης ήταν ο μεγαλύτερος (από τ' άλλα δυο αγόρια), γιος της νέας οικογένειας. Ένα μικρό αγόρι, ψηλό, λιπόσαρκο, σα λιγνό κυπαρισσάκι 'ταν το μπόι του, με θεληματικό πιγούνι, καστανά μαλλιά και έξυπνα ερευνητικά σκούρα μάτια. Γεννήθηκε στην ενδοχώρα εκεί στο μικρό οικισμό τα Μπουμπουτσέλια μιας πάμπτωχης περιοχής του ελληνικού Νότου στις ανατολικές άγονες πλαγιές του Λακωνικού Πάρνωνα. Μία δυσπρόσιτη περιοχή που είχε παραμείνει ανόθευτη και αληθινή στο πέρασμα του χρόνου. Τα χωριά φωλιασμένα στα βουνά. Δεν υπήρχε εύκολος δρόμος να διαβείς, υπήρχαν όμως εκατοντάδες μονοπάτια. Δεν υπήρχαν αριστουργηματικά χωριά, υπήρχαν όμως μια χούφτα ξωμάχοι που αντιστέκονταν στον χρόνο, άνθρωποι φιλόξενοι, ταπεινοί, καταπονημένοι, αλλά περήφανοι για την καταγωγή τους.
Tο κυρίως χωριό τα Κουλέντια είναι εν’ από κείνα τα βουνίσια χωριά, που σκαρφαλώνουν στη πλαγιά του βουνού κι είναι όλα τα ίδια. Όμορφα, μα φτωχά! Και ο μικρός οικισμός τους, τα Μπουμπουτσέλια χωμένος σε μια απόμακρη γωνιά του χωριού. Μια περιοχή που συγκροτούσε έναν απομονωμένο μικρό αγροτοκτηνοτροφικό οικισμό με δεκαπέντε σπίτια χαμηλά και ισάριθμες αιωνόβιες χαρουπιές. Οικισμός μικρός ασήμαντος, σκυφτός θα ‘λεγες από κάποια βαθιά στενοχώρια, γκρίζος και ισχνός όπως όλα τα μέρη που οι κάτοικοι τους ζουν μακριά από την εποχή τους. Απόμεροι, ξεχασμένοι. Η ορεινή ύπαιθρος γύρω τους ήταν μια άγονη γη, γεμάτη με πέτρα που τις θερμές ημέρες του χρόνου λουζόταν από το ανελέητο εκτυφλωτικό φως του Ήλιου. Οι λιγοστοί κάτοικοι πάλευαν με κόπο και ιδρώτα να κερδίσουν την ζωή τους στις περιοχές της χέρσας γης με το γκρίζο χώμα από τα χαράματα μέχρι το βράδυ, καλλιεργώντας λίγες ελιές, λίγες συκιές, μερικά αμπέλια και ελάχιστα περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα και λαχανόκηπους. Παιδεύονταν για το ψωμί, για το καρβέλι. Δύσκολο πράμα. Όμως η γης ήτανε για κείνους πλάσμα ζωντανό, κρύωνε, πυρωνόταν, θρασομανούσε να σπαρθεί, κοιλοπονούσε. Οι βροχές πέφταν μετρημένες, κι έτσι δεν έσκαγε το χώμα για να ποτιστεί καλά η γης και τα αλέτρια όργωναν και ξαναόργωναν τα λιγοστά υγρά χωράφια για μια καλή σπορά. Οι ξωμάχοι χωρικοί έτρεχαν κάθε τόσο να τη συντρέξουν, τη μια ζευγάδες και σποριάδες, την άλλη θεριστές ή μαζωχτές. Δύσκολα χρόνια, και η γη λίγη στο μερτικό τους και φτωχή, αδυνατούσε να τους θρέψει και να τους χαρίσει μια ζωή σύμφωνη μ' εκείνη που ο καθείς φτιάχνει στα όνειρα του. Υπήρχαν ακόμη κάμποσοι προνομιούχοι νοικοκυραίοι από τα που κατείχαν τις πιο εύφορες εκτάσεις στις μικρές κοιλάδες με το κόκκινο χώμα που καλλιεργούσαν όσπρια και σιτηρά. Ιδιοκτησίες, που ανήκαν παλιότερα σε Τούρκικες φαμίλιες που κατοικούσαν στα παλιά χρόνια το χωριό.
Στενοί χωματόδρομοι και στριφογυριστά μονοπάτια που θύμιζαν λαβύρινθο από μυρμηγκοφωλιές συνέδεαν τους μικρούς οικισμούς με την καλλιεργήσιμη γη. Οι απαιτούμενες μεταφορές προσώπων και αγαθών γίνονταν με μουλάρια άλογα και γαϊδουριά. Η σταδιακή ανάπτυξη που σημειωνόταν με το πέρασμα των χρονών στα βορειότερα της Λακωνικής πεδιάδας του Ευρώτα δεν είχε ακόμη κάνει το άλμα της στις τοπικές κοινωνίες του Νότου. Στους μικρούς και απομονωμένους οικισμούς οι κάτοικοι συνήθιζαν να ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους με τη μέθοδο της αγροτικής οικονομίας και, όσο να το κάνεις, βολευόταν κάπως η κατάσταση.
Φτωχοί άνθρωποι οι περισσότεροι, είχαν την  ανάγκη ο ένας του άλλου. Έτσι όταν ήθελαν  να καλλιεργήσουν τη γη, συνήθως συνεταιριζόταν. Όταν είχε κάποιος ένα ζώο «καματερό» βόδι ή μουλάρι, το  έκανε ζευγάρι μ’ άλλον και με αυτό όργωναν και έσπερναν τα χωράφια και των δύο. Στο θέρισμα που χρειαζόταν πολλά χέρια, βοηθούσαν όλοι. Το ίδιο γινόταν και στο αλώνισμα. Δύσκολα χρόνια, και η γη λίγη στο μερτικό τους και φτωχή, αδυνατούσε να τους θρέψει και να τους χαρίσει μια ζωή σύμφωνη μ' εκείνη που ο καθείς φτιάχνει στα όνειρα του. Όμως και μ’ όλες αυτές τις ελλείψεις η ζωή τους ήταν ήσυχη και γεμάτη ανθρωπιά. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού ένιωθαν ζεστασιά στις σχέσεις τους και στις επαφές τους. Πάντα ήταν έτοιμοι να προσφέρουν με προθυμία τη βοήθειά τους σε όποιον τη χρειαζόταν. Τα συναισθήματά τους ήταν πιο έντονα. Ένιωθαν τη φιλία μεταξύ τους πιο δυνατή. Η καλοσύνη, η τιμιότητα, η χαρά υπήρχαν σε αφθονία στο χωριό. Αν και τα σπίτια ήταν μικρά, έφταναν να χωρέσουν την αγάπη, τη συμπόνια, τη φιλοξενία, την ανθρωπιά.
Όταν στο χωριό ερχόταν κάποια λύπη ή κάποια χαρά, την ένιωθαν και τη μοιράζονταν μεταξύ τους όλοι οι κάτοικοι. Στις γιορτές και στα πανηγύρια η αληθινή χαρά ήταν απλωμένη σ’ όλο το χωριό.
.. Ανηφορίζοντας από την δυτική πλευρά του λόφου με τα πόδια προς την κορφή του οικισμού αφήνεις πίσω σου μια συστάδα σπιτιών ομοιόμορφα κτισμένα το ένα διπλά στο άλλο, τα περισσότερα δίπατα, σκεπασμένα με στέγη από κατακόκκινα κεραμίδια. Η αυλές τους είναι τριγυρισμένες από πέτρινο μαντρότοιχο, βρίσκονται στην μπροστινή μεριά των σπιτιών και έχουν ξύλινες πόρτες με κεραμοσκεπή. Τα δάπεδα στις αυλές είναι πλακοστρωμένα, απευθείας πάνω στο χώμα, πράγμα που επιτρέπει να φυτρώνουν χόρτα στους αρμούς, δίνοντας έτσι μια εντελώς φυσική εικόνα. Ο φούρνος βρίσκεται έξω από το σπίτι, σε ιδιαίτερο κτίσμα και σε μια άκρη της αυλής, πίσω από το σπίτι είναι η χρεία, όπως το έλεγαν, το κοτέτσι, το χοιροστάσιο και άλλες βοηθητικές εγκαταστάσεις. Τα σπίτια αποτελούνται από ένα ενιαίο χώρο στο πάνω πάτωμα και το κατώι κάτω. Μια πέτρινη σκάλα οδηγεί στο χαγιάτι και στο πάνω σπίτι. Στο πάνω πάτωμα υπάρχουν τα δωμάτια και η σάλα υποδοχής. Στο κατώι είναι οι αποθήκες και ο αχυρώνας για τα ζώα.
Στην κορυφή του λόφου συναντάς την μικρή εκκλησία, λιτή και ολόασπρη ανάμεσα σε πεδινά πεύκα. Είναι ο Άγιος Παντελεήμονας. Κατηφορίζοντας ανατολικά φτάνεις σ’ ένα πλάτωμα εμπρός σου είναι το παλιό ελαιοτριβείο και σε μικρή απόσταση πέντε έξι σπίτια ομοιόμορφα και αυτά, κτισμένα το ένα διπλά στο άλλο.. Οι νοσταλγικές αναδρομές μυροβόλο αεράκι έρχονται να τον δροσίσουν, να τον αναζωογονήσουν και να τον τυλίξουν σαν αναρριχώμενος κισσός. Οι σκέψεις του γυρίζουν στα παλιά και νιώθει νοσταλγία, και επιθυμεί να ξαναζήσει το με ιδιαίτερη χάρη παραδοσιακό πανηγύρι του Άγιου Παντελεήμονα στην μικρή πλατεία του οικισμού. Κόσμος από όλα τα χωριά ερχόταν όταν γιόρταζε ο Άγιος, προσεύχονταν έπιναν, γλεντούσαν και οι νέοι για νύφες ψάχνανε στου Αγίου το πανηγύρι.
Ο Άγιος Παντελεήμονας ακόμη και σήμερα είναι ένα μικρό εκκλησάκι χτισμένο στο ψηλότερο σημείο ενός υψώματος προστάτης φύλακας του οικισμού, με απόλυτη θέα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, για ν’ αγναντεύει τα βουνά του τόπου, περιτριγυρισμένο απ’ τη μοναδική πλατεία του οικισμού πάνω στο λόφο. Τέτοιες μέρες ολάκερο το χωριό σηκώνεται στο ποδάρι, και βουίζει από κίνηση και ζωή και οι καμπάνες του χτυπάνε χαρούμενα και του θυμίζουν με νοσταλγία το πανηγύρι.   
Πλήθος κόσμου μαζεύετε μαζί στην γιορτή του. Τα τραπεζάκια και οι καρέκλες στήνονται από τα χαράματα στον περίβολο του ναού, όταν ακόμα ο νυχτερινός ίσκιος σέρνεται επάνω στην ολόστρωτη άπλα του λόφου, που ανατριχιάζει κάθε τόσο με τις ανάλαφρες ριπές του ανέμου στα δέντρα που θρόιζαν και παίρνει όλους τους τόνους τού γαλάζιου και του ρόδινου. Με τον ήλιο που ανηφορίζει, η πρωινή άχνα μαζεύεται στις άκρες του ορίζοντα, όσο να χαθεί ολότελα. Κι όλα αποθεώνονται μέσα στο χρυσό φως, σχήματα, όγκοι, απλωσιές και ψηλώματα, σπίτια, δέντρα, πλαγιές. Τα νερά της μικρής λίμνης αστράφτανε, οι πέτρες κι ο αέρας αστράφτανε και γύρω-γύρω στον περίβολο του ναού στριμώχνεται ένα πολύχρωμο και γραφικό πλήθος, σαν τσιγγάνοι.
Του φαίνεται πως είναι ακόμη μικρο παιδί, μια μέρα του Ιούλη και όλος ο κόσμος του μοιάζει ευτυχισμένος. Το ακορντεόν και τα βιολιά με τους χαρούμενους ήχους γεμίζουν τον προαύλιο χώρο της εκκλησιάς και οι φωτιές από τις ψησταριές φωτίζουν με την κοκκινωπή τους λάμψη και προβάλλουν επάνω στο λευκό του ασβέστη του τοίχου τις ευκίνητες φιγούρες των μουσικών και τα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα των γυναικών και των αγοριών που γελούσαν και διασκέδαζαν χορεύοντας χορούς της Πελοποννήσου. Το πανηγύρι διαρκούσε και δεν τελείωνε ακόμα κι όταν τ' αστέρια έλαμπαν πάνω από την εκκλησιά σαν να τα είχε συνεπάρει κι εκείνα ο ρυθμός του χορού.
...... Σήμερα κουρασμένος από τη ζωή στρατοκόπος, σταμάτα για λίγο στο διάβα του και θυμάται το τότε! Οι παιδικές του αναμνήσεις σαν μαγευτικές νεράιδες χορεύουν για λίγο μπροστά του στο δικό τους ρυθμό. Προσπαθεί να ξανανιώσει και να γίνει πάλι παιδί έστω με τη σκέψη. Τα πρώτα χρόνια στην ξενιτιά η άνοιξη τον αναστάτωνε και τα όνειρα της ζωής του άνθιζαν μέσα του, όπως οι μοβ περικοκλάδες ανάμεσα στις πέτρες του παλιού νεκροταφείου του χωριού του. Μια αδυναμία που του περνούσε με τις πρώτες ζέστες του καλοκαιριού και άφηνε τη φαντασία του να ταξιδεύει ολόγυρα.
Θυμάται τα πρώτα χρόνια που ένοιωθε τώρα πια τον εαυτό μου. Τότε που παιδί αμέριμνο και ξυπόλητο, ξέγνοιαστο και πεινασμένο, γυρνούσε στις γειτονιές, στους δρόμους και στα χωράφια, χωρίς τους φόβους και του κινδύνους. Τότε, που τα χρόνια ήταν τόσο πλούσια σε φτώχεια. Ήξερε πως ήταν φτωχοί, πως οι άνθρωποι έπρεπε να δουλεύουν για να ζήσουν, πως γι’ αυτό δούλευαν οι γονείς του την χέρσα γη, και πως σα μεγαλώσει θα δούλευε κι αυτός. Δηλαδή το ’ξερε, καθώς ήξερε πως κάθε βράδυ βασιλεύει ο ήλιος και χάνεται πίσω από το Μεγάλο Ρέμα. Το γιατί τους, δεν το απείκαζε. Στα παιδικά τα χρόνια τα παίρνουμε καθώς φαίνονται όλα. Ζωγραφιές μαζεύουμε, και τίποτα άλλο. Μα αυτό δεν πάει να πει και πως δεν ένοιωθε το κόσμο.
Εικόνες της εποχής  μόλις που περπάτησε καλά, και στιγμή δεν εκαθότανε. Έτρεχε μες στα πεζούλια στις πλαγιές και ήταν ελεύθερος σαν τον άνεμο, χαρούμενος σαν την Άνοιξη και ανέμελος σαν το Καλοκαίρι. Της  εποχής που πότιζε το μικρό μποστάνι τους, χαμηλά στη ρεματιά, ανάμεσα στα νεροκάλαμα, ένα λουρί χωράφι και έτρεχε ξέγνοιαστος, τσαλαβουτώντας μέσα στα νερά και στη μαγεία του βρεγμένου χορταριού και της λάσπης, με τα γυμνά του πόδια, με το κοντοβράκι του και με το μακρύ το φτυάρι στα αδύνατα χέρια του, να αλλάζει τα κανάλια του ποτιστικού νερού ανάμεσα στα παρτέρια με τα λαχανικά και τις κολοκυθιές τις φορτωμένες πορτοκαλιά λουλούδια, μεγάλα σαν χάλκινες τρουμπέτες, ευτυχισμένος όπως το πουλί απάνω στο κλαδί του. Τα μεσημέρια του καλοκαιριού, κάθονταν  στον ίσκιο κάτω από το μεγάλο πλάτανο, που πάνω στα κλαδιά του πετούσαν και κελαηδούσαν πουλιά, και τα χελιδόνια βουτούσαν χαριτωμένα πίνοντας το δροσερό νερό της λιμνούλας. Τ' ήταν ο κόσμος τότε γι' αυτόν παρά ένα περιβόλι απέραντο, καταπράσινο και μοσχοβολημένο περιβόλι, με τη φύση να βρίσκεται στ’ αποκορύφωμα της λάμψης της, απ’ του ήλιου τις χρυσές ακτίνες.
Σαν στρέφει προς τα πίσω στο παρελθόν του τα μάτια και η σκέψη τον γυρνάν στα περασμένα, και του φέρνουν στο νου εικόνες, και όλα του φαντάζουν ένα ανάγλυφο τοπίο στην ομίχλη, ό,τι απ' την ομίχλη ξεπροβάλλει και από την λησμονιά δραπετεύει. Αράθυμος ο νους περιδιαβάζει στο τοπίο και αφήνετε στον ρεμβασμό και στα «περασμένα κι αλησμόνητα» στιγμιότυπα της εφήμερης ύπαρξης του. Εικόνες παλιές, συννεφιασμένες, άλλες με πίκρα κι άλλες ωραίες, χαρωπές, ευτυχισμένες. Η γαλήνια ομορφιά του τοπίου, με τη σιλουέτα του μικρού σπιτιού τους. Το σπίτι τους να στέκεται στη δυτική πλευρά του Αγίου Παντελεήμονα και νοτιοανατολικά στην άκρη του μικρού οικισμού. Ένα μικρό ισόγειό σπίτι με δυο  κάμαρες πετρόχτιστο με τους ασβεστωμένους τοίχους με τα χρωματιστά πορτοπαράθυρα και την κόκκινη κεραμοσκεπή, σε συνδυασμό με την ομορφιά της φύσης, να δημιουργούν ένα υπέροχο τοπίο. Εμπρός νότιο-ανατολικά, στο τέλος της αυλής ήταν ένα χαντάκι. Ανάβαθο. Το χαντάκι γεμάτο γκρίζες πέτρες και βράχους. Μερικές γκορτσιές εδώ και εκεί, φραγκοσυκιές στις άνυδρες όχθες του και μερικές συστάδες από σκίνα. Η μια συστάδα σε απόσταση από την άλλη. Με τον ερχομό της άνοιξης θρασομανούν τ’ αγριάγκαθα και το χαντάκι γεμίζει γαλάζιους ίσκιους. Θάμνοι γυμνοί, αγκαθωτοί και ξερά χόρτα που δυναστεύουν το τοπίο. Και για την ανάγκη τους χρησίμευε και για το σκουπίδι. Το σπίτι ταπεινό χαμηλό, με την μεγάλη αυλή του να κοιτά στο νοτιά χωρίς μαντρότοιχο εμπρός του, και με το λίθο-χτισμένο φούρνο στο τέλος της αυλής, δίπλα στη μεγάλη γέρικη αμυγδαλιά που όταν άνθιζε την άνοιξη η αμυγδαλιά ξαναγέμιζε πουλιά. Στη συνέχεια της δυτικής πλευράς του σπιτιού ήταν ένα καλύβι χτισμένο με ξερολιθιά, για αποθήκη χρησίμευε όπου έβαζε η φαμίλια τα φτωχικά εισοδήματα τους, καρπούς, το σιτάρι, το λάδι και το κρασί που έβγαζε η άνυδρη γη τους, «τα λιγοστά χτήματα τους», οι κόποι κι ο ιδρώτας των γονιών του. Πίσω από την αποθήκη, ήταν κι ένα άλλο μεγαλύτερο καλύβι που έβαζαν τα ζωντανά τους, μερικές κότες και γαλοπούλες, δυο κατσίκες, μια γαϊδουρίτσα, το εργαλείο τους στις αγροτικές εργασίες και μεταφορικό μέσο εκείνα τα χρόνια. Αργότερα απέκτησαν κι ένα εξαίσια όμορφο κατάμαυρο άτι μ’ ένα λευκό αστέρι κόσμημα στο μέτωπο. Δυτικότερα στις αποθήκες, στο βάθος ήταν ένα ευρύχωρο και άνυδρο κτηματάκι, μια πεζούλα, περιφραγμένη με ξερολιθιά και φραγκοσυκιές όπου φύτρωναν αγκινάρες και εκεί στον υπαίθριο χώρο οι κότες και τα κοκόρια βοσκούσαν ελεύθερα.
Νοτιοανατολικά, σύνορο με την αυλή του σπιτιού είναι ο χωματόδρομος, στη συνέχεια μια αρκετά δύσκολη κατηφορική διαδρομή, ένα φιδοειδές μονοπάτι, και μετά από  τριακόσια μέτρα περίπου σταματά σ' ένα μικρο διάσελο όπου μια μικρή πηγή ανάβλυζε όλο το χρόνο λιγοστό γάργαρο νερό, διαυγές και κελαρυστό, όμοιο με διάφανο χρυσάφι, μέσα από τα βράχια που σχημάτιζαν έναν κατακόρυφο γκρεμό σαν φυσικό πέτρινο τείχος. Η πηγή αυτή ήταν το μέρος από όπου προμηθεύονταν νερό οι κάτοικοι του οικισμού δυτικά του Αγίου Παντελεήμονα. Σε περιοχές όπου το νερό ήταν δυσεύρετο, ήταν πηγή ζωής για τους ανθρώπους. Το περισσευούμενο είχαν φτιάξει μια ευρύχωρη στεγανοποιημένη τσιμεντένια στέρνα, δίπλα σε μια μεγάλη κλαίουσα ιτιά, και ήταν πολύ σημαντική για τις μικρές υπαίθριες καλλιέργειες κηπευτικών των κατοίκων στην περιοχή του της δυτικής πλευράς του οικισμού. Το έδαφος της περιοχής δεν μπορούσε να συγκρατήσει νερό, απαραίτητο για την ανάπτυξη των καλλιεργειών. Έτσι, οι κάτοικοι είχαν διαμορφώσει αυλάκια με νερό που έφταναν με κατάλληλο σχεδιασμό και με κανάλια πότιζαν τα περιβόλια και τους μπαξέδες στις μικρές πεζούλες τις κατάλληλα διαμορφωμένες για τις καλλιέργειες που απλώνονταν ως την άλλη μεριά της ρεματιάς. Με αυτό τον τρόπο, εξασφάλιζαν το απαιτούμενο πότισμα τόσο στους λαχανόκηπους και τα διάφορα μικρά μποστάνια, όσο και για το πότισμα των οικόσιτων ζώων.
(...... Ω χώματα της γης μου!
Χώμα «Μπουμπουτσελιάνικο»**
πρωτόχωμα
τιτάνια ζύμη του κορμιού μου
του ίδιου μου του ακοίμητου μυαλού!...............  Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος Γ΄ **Λευκαδίτικο)
Χάνεται σε σκέψεις και αναμνήσεις. ... και περασμένη ώρα και δεν ξέρει αν προτιμότερο θα ήταν όλα να είχαν σκεπαστεί απ' την ομίχλη και όλα να είχαν βυθιστεί μέσα στη λήθη.
 
Web Informer Button