Μία σούπερ ηρωίδα που φρόντιζε πάντα για την οικογένεια της...... Βάζοντας τον εαυτό της σε δεύτερη μοίρα......... και στη ζωή της η επιλογή της ήταν έντονα μονογαμική.
«Η μονογαμία δεν είναι ούτε γενετική προδιάθεση, ούτε κοινωνική σύμβαση. Είναι επιλογή»
ΙΙ......"Κλέαρχος".... Ο Πατέρας του...........
«Η μονογαμία δεν είναι έμφυτο χαρακτηριστικό μας. Αν ήταν, θα είχαμε στύση μόνο όταν βρίσκαμε το μονογαμικό μας ταίρι.»
ΙΙΙ.... "Αλκιβιάδης".... «απ' την παιδικότητα στην εφηβεία!.»
Οι αναμνήσεις μου είναι μέρος της ιστορίας, της οικογένειας μου. Προσπαθώ να τις σώσω σαν ανάμνηση τουλάχιστον, υπακούοντας στην προτροπή του ποιητή:
«Τούτο μόνο να ξέρεις
ότι σώσεις μες στην αστραπή
καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει»
και θα διαρκέσει
«… χρόνους τακτούς, όσους η γνώση ορίζει…»
....Τα χρόνια περνάνε και στο διάβα τους, σαν ορμητικά ποτάμια παρασύρουν οτιδήποτε εμείς οι άνθρωποι αφήνουμε να παρασυρθεί.. Άτιμο πράγμα η νοσταλγία. Ο τόπος που ο άνθρωπος είδε το πρώτο φως της ημέρας κι έζησε τα παιδικά του χρόνια είναι αρκετά ριζωμένος μέσα του. Λένε ότι στα πρώτα παιδικά μας χρόνια αποθηκεύονται περισσότερες εικόνες από όσες στα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μας. Ακόμη λένε ότι τα παιδικά μας χρόνια είναι η πατρίδα μας. Το «άλγος του νόστου», η νοσταλγία, δηλαδή η οδύνη που γεννιέται από την ακατανίκητη επιθυμία για επιστροφή σε έναν παραδείσιο γενέθλιο τόπο, τον δέκατο έβδομο αιώνα θεωρούνταν μια ήπια μορφή ψυχικής ασθένειας, μια μορφή μελαγχολίας η οποία, όπως πίστευαν, μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και στον θάνατο.
Ο νόστος για το παρελθόν του Αλκιβιάδη του ξυπνά μια δίψα στο μυαλό του που εξωραΐζει, λειάνει γωνίες και πολλές φορές μπορεί να δημιουργήσει μια όχι αντιπροσωπευτική εικόνα όσων νομίζει ότι θυμάται. Χτυπά, δίχως διάκριση, το μυαλό και την καρδιά του για κάτι που έχασε, αλλά ποτέ δεν ξέχασε. Αφουγκράζεται και νοσταλγεί τόπους, χρώματα, τον αέρα που πρώτο-ανάσανε και την παιδική ζωή που έζησε στις βουνοπλαγιές τις μυρωμένες από θυμάρι και καψαλισμένα αγκάθια.
Βλέποντας αναδρομικά ήταν φανερό ότι όλα τα σκέπαζε μια χρυσή βροχή από αναμνήσεις που έρχονται να ταράξουν τα στάσιμα νερά της λήθης.
Λες και ήταν χθες.
Δεν ήταν βέβαια.
Θυμήθηκε μια ιστορία που του ‘χε πει κάποτε ο γέρος πάππους του, που παραπονιόταν πως η ζωή του ήταν τόσο σύντομη που του φαινόταν ότι μόλις μια μέρα πριν ήταν παιδί. Ο γέρος του είχε πει. «Θυμάμαι τα καινούργια παπούτσια που φόρεσα όταν ήμουν δέκα χρονών. Μου φαίνεται σα να ‘ταν χθες. Που πήγε ο χρόνος;»
Ο χρόνος συνεχίζοντας το αιώνιο και ακούραστο ταξίδι του μας αφήνει πίσω του να ζούμε με τις νοσταλγικές αναμνήσεις μας.
Η κάθε αναδρομή σε ότι βρίσκεται θαμμένο στους απέραντους κάμπους του χρόνου, είναι συγκινητική και οι μνήμες αυτές δεν πρέπει να φθείρονται, αλλά να διατηρούν την ομορφιά και την αξία των χρόνων εκείνων. Τότε που παιδιά αμέριμνα και ξυπόλητα, ξέγνοιαστα και πεινασμένα γυρνούσαν στις γειτονιές, στους δρόμους και στα χωράφια, χωρίς τους φόβους και του κινδύνους. Τότε, που τα χρόνια ήταν τόσο πλούσια σε... φτώχεια.
Έχει περάσει καιρός από τότε. Πολύς καιρός, από τα δύσκολα χρόνια, τα χρόνια της μετανάστευσης που οι κάτοικοι της ελληνικής υπαίθρου, σαν τα πουλιά σκορπίσανε και χαθήκανε στους ορίζοντες των μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας.
Τι τους έβγαζε από τον τόπο τους, δεν ήταν και δύσκολο να το μαντέψεις.
..... Ο Αλκιβιάδης σκαλίζει τη μνήμη του και ανασύρει εικόνες φορτωμένες με απέραντη νοσταλγία, που όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν έχουν φύγει από την καρδιά και το μυαλό του. Είναι μερικές φορές που αναζητά να βγάλει μέχρι και τις τελευταίες σταγόνες της θύμησης. Να τις αποθέσει στο λευκό χαρτί εμπρός του να ξανά-φυτρώσουν.
«Κουνάει» το μυαλό του και του ζητάει να διαλέξει στα τυφλά μια ιστορία να σας πει, από αυτές που έζησε με υλικά από τη ζωή του αλλά και από τις ζωές των άλλων γύρω του. Ίσως ο καθένας ναι βγάλει κάποιο δικό του νόημα απ' αυτήν και να διαβάσει και κάτι και από τη δικιά του ζωή σ' αυτήν.
Ένα στρώμα ομίχλης, μια λευκή κουρτίνα καλύπτει τις αναμνήσεις. Έπειτα λες και φύσηξε το βοριαδάκι που διώχνει την ομίχλη, η ατμόσφαιρα καθαρίζει και βγαίνουν στο σεργιάνι οι μορφές απ' τα πολύχρωμα απόνερα των αναμνήσεων. Θυμάται τις φτωχικές γειτονιές που μεγάλωσε. Σαν αυτές που βλέπουμε σήμερα στις παλιές μαυρόασπρες ελληνικές ταινίες. Μπορεί η ανάγκη επιβίωσης να μετατρεπόταν σε πρωτεύουσα προτεραιότητα, άλλα η αλληλεγγύη των ανθρώπων μέσα στην ανέχεια, ο έρωτας, η φιλία, και η επιθυμία της σεξουαλικότητας διατηρούσαν προνομιακό πεδίο επαφής ανάμεσα στα μέλη που απάρτιζαν τον οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο της γειτονιάς.
Συχνά το μυαλό όλων μας γυρίζει στο τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας -πολύ κοινότυπη έκφραση και νομίζω ότι θα παρεξηγηθώ. Ας το θέσω διαφορετικά. Από τότε που αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε τη ζωή μας. Το μυαλό μας λοιπόν γυρίζει στους παλιούς καιρούς και ιδιαίτερα σε στιγμές που οι σχέσεις ήταν γεμάτες πάθος και αξέχαστες ερωτικές στιγμές και οι οποίες έχουν μείνει ανεξίτηλα χαραγμένες στις μνήμες. Ο Αλκιβιάδης δεν ξέρει γιατί, αλλά οι μνήμες οι γεμάτες νοσταλγία του θυμίζουν το τέλος του καλοκαιριού και όταν πέσουν οι πρώτες σταγόνες της βροχής που αναδύεται μια μοναδική μυρωδιά. Έτσι και οι αναμνήσεις του αναδύουν τα πρώιμα παιδικά και νεανικά του χρόνια και τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα και προσπαθεί να ιστορήσει παραστάσεις που βίωσε τα χρόνια εκείνα με έμφαση τις ερωτικές σχέσεις, τα σαρκικά πάθη και τις σεξουαλικές επιθυμίες του μικρόκοσμου στο περιβάλλον όπου μεγάλωσε και ανδρώθηκε κι αυτά που τον επηρέασαν στα πρώτα του ερωτικά βήματα.
.........Το μυαλό του ξεκινάει ένα ταξίδι των αναμνήσεων με αφετηρία που ξεκινά από τις ρίζες του και τα παιδικά του χρόνια στο χωριό του και τερματικό σταθμό στο σήμερα στην ηλικία των εξήντα δυο του χρόνων τώρα στη μεγαλούπολη. Ο νους πηγαίνει πίσω, σε ανύποπτα παιδικά χρόνια αθωότητας. και με νοσταλγία αναπολεί τις ευτυχισμένες στιγμές των παιδικών του χρόνων στο αγαπημένο χωριό του σοφού παππού του από την μητέρα του. Ήταν πριν από πενήντα σχεδόν χρόνια, που τα καλοκαιρινά απογεύματα οι δυο τους είχαν ατέλειωτες ώρες συζητήσεων και ξεγνοιασιάς, εκεί, στην δυσπρόσιτη μα και μαγευτική περιοχή του Ζάρακα, τα Καρήκια που διατηρούσε η οικογένεια τα μαντριά της. Να του διηγείται όπως κανένας άλλος την ιστορία του έθνους, να την ερμηνεύει, να την εξηγεί, να εμβαθύνει στις αντιθέσεις, με μια οπτική διασύνδεσης ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Πόσο του έλειπαν οι συζητήσεις τους αυτές, που τότε ευαίσθητος, παρατηρητικός, ρουφούσε τα πάντα γύρω του σαν σφουγγάρι, ακόμα και σήμερα που και ο ίδιος είναι πια παππούς, και προσπαθει αυτή τη μοναδική σχέση που είχε μαζί του να την αποκτήσει και ίδιος με τα μικρά εγγόνια του.
...Ο Παππούς ο πατέρας της μητέρας του ήταν ένας αυτό-απασχολούμενος, αγρότης-κτηνοτρόφος αγωνιστής από τα ορεινά χωριά του Πάρνωνα που για την πατριωτική του στάση που τήρησε η οικογένεια του στην αντίσταση οι Χίτες του παρακράτους κατέστρεψαν όλα τα περιουσιακά του στοιχεία, με το πλιάτσικο και τη φωτιά. Ένας πραγματικός, ρομαντικός χωρικός του Ζάρακα, με αραιή γενειάδα, αρβανίτικη προφορά, βλέμμα γαλήνιο και μια ζεστή γλυκύτητα να φωτίζει τα λεπτά χαρακτηριστικά του προσώπου του. Τον άκουγε με προσοχή και ανοιχτό το στόμα που χαιρόταν να αναπολεί και να αφηγείται τις ιστορίες του, με τις μνήμες και τα βιώματα του από το μικρασιατικό πόλεμο.
Πολέμησε στη πρώτη γραμμή στη μάχη του Σαγγάριου ποταμού, πολέμησε μέχρι τέλους. Η συνέχεια είναι λίγο ή πολύ γνωστή. Το χίλια εννιακόσια είκοσι δυο ακολούθησε πορεία υποχώρησης με μία φάλαγγα, αυτή υπό τον συνταγματάρχη Γαρδίκα κατάφερε να διαφύγει την αιχμαλωσία. Οι άλλες φάλαγγες αιχμαλωτίσθηκαν από τον εχθρό. Πώς να ξεχάσει όμως εκείνη τη φοβερή χρόνια του 1922, τον Αύγουστο εκείνο. Ο παππούς πολέμησε κι έζησε την υποχώρηση, τη θύελλα, την οδυνηρή πραγματικότητα. Την τραγωδία του ξεριζωμού με κορύφωση την καταστροφή της Σμύρνης πλάκα βαριά στην καρδιά του κάθε Έλληνα, αδιάφορο αν κατοικούσε από πριν στη Μητροπολιτική Ελλάδα ή αν έφτασε εξόριστος κι εξουθενωμένος απ τη Μικρασία. Τίποτα δεν έμεινε στην Ανατολή, που να μην έγινε στάχτη. Αίμα πολύ κοκκίνισε τα ποτάμια.
Τόσες και τόσες φορές του είχε μιλήσει για τους «ξένους» που πάντα φρόντιζαν για το «καλό» τούτου του τόπου, με σκοπό το αιματοκύλισμα του λαού. Του μιλούσε για τις χαμένες πατρίδες, εκεί που χάθηκαν και οι φίλοι του όταν ξεπουλήθηκε ο ελληνικός στρατός από τους πατριώτες που μας κυβερνούσαν, όπως έλεγε με πόνο και θυμό. Και οι «φίλοι», οι σύμμαχοι, που εξαγόραζαν συνειδήσεις και με κάθε ευκαιρία έσπερναν το θάνατο, την πείνα και την εξαθλίωση… «Και όχι μόνο σε μας, σταυραετέ μου! Και όχι μόνο σε μας! Μόνο που εμείς ξέρουμε ότι του Έλληνα ο σβέρκος δεν ανέχεται για πολύ τον ντορβά. Το έχει αποδείξει η ιστορία μας…»
Ο παππούς, όπου έμπαινε, γέμιζε ίσκιο ο τόπος. Είχε πολλά πνευματικά χαρίσματα αλλά ήταν μερικές στιγμές που δυσκολευόταν να αρθρώσει, να βρει λέξεις να καλύψουν όλα όσα θα ήθελε να πει. Με τις αναρχικές ιδέες του που αντλήθηκαν από τις εμπειρίες του. Να ηχούν στα αφτιά του Αλκιβιάδη. Να του ζητά να μην φοβάται, να παραβεί τα όρια, της κατεστημένης τάξης στη κοινωνία όταν οι επαναστατημένοι νέοι θέλουν να την ανατρέψουν, να γίνει παρέα με ανθρώπους που μάθανε να ζουν τη ζωή και όχι να τη χαζεύουν ζηλεύοντας όλους τους άλλους που τη ζουν!
Να γνωρίζεις γιε μου! Αν κάποτε ο άνθρωπος έμοιαζε αλυσοδεμένος στα δεσμά της μοίρας και των ουράνιων σωμάτων πλέον αυτό το ρόλο τον έχουν πάρει εξίσου μαγεμένες δυνάμεις. Αν παρατηρήσουμε την ιστορία πάντα υπήρχε ένα μαγεμένο αντικείμενο του οποίου η άξια χρήσης ήταν ως κατώφλι μεταξύ του ιερού και του πραγματικού κόσμου. Αυτό μπορεί να ήταν το στέμμα, ο θρόνος η ένα στεφάνι. Το πρόσωπο είναι φθαρτό. Όπως κάποτε ο θεός ήταν κριτής της ανθρωπινής μοίρας πλέον οι αγορές ως εξίσου οι νέες θεότητες παίρνουν εγκάρδια αυτό το ρόλο ως αφηρημένες και υπερβατικές οντότητες.
Ωστόσο, όσο μιλούσε, τόσο ξεχνιόταν και το βλέμμα ξαστέρωνε, τόσο το πρόσωπο του έπαιρνε ένα παράξενο φως. Ήταν, σαν να ξαναζούσε τις αναμνήσεις του! Του διηγείται ιστορίες από την ίδια του τη ζωή και οι μνήμες του, αντιπροσωπεύουν τη συναισθηματική νοημοσύνη του κόσμου που γνώρισε, την εποχή ακόμα που οι άνθρωποι κουβέντιαζαν μεταξύ τους και κουβέντιαζαν πολύ.
«Να το ξέρεις» του έλεγε «Σε όλα τα μέρη τα πάθη είναι τα ίδια. Σε όλα τα μέρη οι άνθρωποι έχουν τις ίδιες επιθυμίες, τις ίδιες αξίες και τις ίδιες διαχρονικές αγωνίες. Πιθανώς πραγματοποιούνται ή εφαρμόζονται με διαφορετικούς τρόπους, αλλά οι αξίες είναι ίδιες. Τελικά μπορεί οι άνθρωποι να διαφέρουν σε φυσικά χαρακτηριστικά από μέρος σε μέρος, αλλά είναι ίδιοι και απαράλλαχτοι ως προς τα πάθη, τις επιθυμίες, κ' αυτή τη σχέση ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Γιατί αυτό που μας γοητεύει είναι μια ζωή χωρίς σύνορα. Αλλά στη ζωή κάθε σύνορο που περνάμε δημιουργεί το νέο σύνορο… Και έτσι συνεχίζουμε το ταξίδι… με την ίδια την ψυχή μας, την ψυχή του ανθρώπου, που καταπίνει την πίκρα κι αποζητά τη χαρά. Αν δεν ξεχνούσε ο άνθρωπος, γιε μου δεν θα υπήρχε!».
«Και όλα τα μουνιά είναι ωραία,γιε μου! Με τρίχες ή χωρίς, με σημάδια ή όχι, μικρά, μεγάλα, όπως και να΄ναι. Αν τα ποτίζεις σωστά.» Τον συμβούλευε στην εφηβεία του.
Πολλές φορές το σκερτσόζικο ακαταμάχητο χιούμορ του, με το χαριτωμένο, γεμάτο γκριμάτσες πρόσωπο του τον έστελνε.
Αν και ποτέ δεν αισθάνθηκε ούτε πολύ κοντά στις ιδέες του αναρχισμού ούτε όμως και πολύ μακριά, κάτι μέσα του του έλεγε και του λέει ακόμη. «Να μάθεις να διαβάζεις τι κρύβεται πίσω απ’ αυτά που σου λένε οι άνθρωποι, αλλά και τα βιβλία…» τον συμβούλευε.
Να μην αδικήσει την γιαγιά. Μια νεαρή επαναστάτρια, ψηλή, στητή σαν κυπαρίσσι με αρχοντική θωριά. Μια γυναίκα λεβέντισσα, μια γυναίκα αρχόντισσα, ένα καθαρό μυαλό που ατένιζε και ζούσε τη ζωή περήφανα, αγέρωχα. Ήταν αγράμματη, δεν είχε πάει καθόλου στο σχολείο, μα είχε τη σοφία των ανθρώπων που ζυμώνονται στον αγώνα της ζωής. Πλούσια δεν ήταν, μα είχε πλούτο ψυχικό, γεμάτη αγάπη για τους ανθρώπους, κι αυτό φαινόταν στα μάτια της, το έδειχναν τα έργα της.
Η γιαγιά του αυτή είχε μια ιδιαιτερότητα. Σε μια από τις διαδρομές της από τα Καρίκια στη Ρειχιά που ήταν στο μήνα της για να τεκνοποιήσει από ημέρα σε ημέρα δεν καθόταν στο σπίτι της. Την έπιασαν οι πόνοι στο μονοπάτι όταν έφτασε στη θέση στη «Ράχη του Μίνι», και γέννησε καταμεσής του μουλαρόδρομου τα δίδυμα παιδιά της μονάχη της χωρίς ανθρώπου βοήθεια, έκοψε μονάχη της τους ομφάλιους λώρους, τα πήρε στην ποδιά της και έφτασε στο χωριό διανύοντας μια απόσταση έξι χιλιομέτρων περίπου. Πρέπει να σημειωθεί ότι και εκεί που έφτασε δεν την περίμεναν γιατροί και νοσοκόμοι, αλλά οι γειτόνισσες με τα πρακτικά βοηθήματα για την ίδια και τα νεογέννητα.
Τi άλλο από γενναιότητα ήταν αυτή η περίπτωση αυτής της αγρότο-κτηνοτρόφισσας του Ζάρακα;
Αυτής της σκληροτράχηλης λεβεντομάνας που αγωνιστές ανάθρεψε με τον ιδρώτα και με το αίμα της. Έζησε και αποδήμησε πλήρης ημερών στα εκατό της έτη.
........ Αναζητώντας σήμερα τις διαδρομές της ζωής, του περασμένου που αφήνει σημάδια, ίχνη, ραμμένες κλωστές στο υφαντό της συνείδησης ο Αλκιβιάδης, ανατρέχει στο παρελθόν, νοιώθει μια ατομική και συλλογική συνειδητοποίηση της αναζήτησης της ρίζας του. Όπως συμβαίνει με τα δέντρα, δεν μπορεί κανείς να ανυψωθεί προς το φως, χωρίς να βυθίζει τις ρίζες του βαθιά στο χώμα. Η αναζήτηση της ρίζας παίρνει γι αυτόν την μορφή της πατρίδας που εμπεριέχει τους πρόγονους του και οι ρίζες τους απλώνονται, διακλαδώνονται στην καταγωγή του. Η πατρική γη δίνει τόπο στις ρίζες των αναμνήσεών του, στις πιο βαθιές του, ανάγκες, σωματικές και πνευματικές. Το να μην έχεις πατρίδα ή το να ξεριζώνεσαι, όπως συνηθίζουμε να λέμε, είναι μια από τις πιο βίαιες πράξεις που μπορεί κανείς να δεχτεί. Δεν είναι τόσο εύκολο να ξεριζωθούν οι άνθρωποι. Ακόμη κι αν κάποιος γκρέμισε συθέμελα το σπίτι και τη γειτονιά των παιδικών σου αναμνήσεων, εκείνα στέκονται ανέπαφα στην ψυχή του ξεριζωμένου και κληρονομούνται ως τραύμα, αλλά και ως παρηγοριά, ως σταθερό σημείο.
«Μόχθων δ’ ουκ άλλος ύπερθεν ή γας πατρίας στέρεσθαι» (Δεν υπάρχει χειρότερος πόνος από τη στέρηση της πατρικής γης) γράφει ο Ευριπίδης στη «Μήδεια».
. .....Το γενεαλογικό δέντρο του του Αλκιβιάδη από την πλευρά του πατέρα του είναι σαφές. Τον παππού του, από την πλευρά του πατέρα του, δεν τον γνώρισε είχε φύγει πολύ νέος από τη ζωή. Ονομαζόταν Θεόδωρος και είχε καταγωγή από από την κοινότητα Άγιος Μάμας του Δημοτικού Διαμερίσματος Ελίκας, κοντά στη Μονεμβασιά, που ανήκει στον ευρύτερο Δήμο Βοιών Λακωνίας. Σύμφωνα με ιστορικές προφορικής παράδοσης διηγήσεις και φήμες ως πηγές πληροφοριών για τις οικογενειακές τους ρίζες, οι πληροφορίες τον Αλκιβιάδη τον οδηγούν στο μακρινό παρελθόν, στα χρόνια της Ενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας στην Πελοπόννησο.
Ακολουθώντας ο Αλκιβιάδης το νήμα της οικογενειακής ιστορίας που ξετυλίγεται από τον ένα σταθμό στον άλλο αποκαλύπτει την ιστορική διαδρομή οικογένειας. Η αφήγηση για ξαδέρφια που ξενιτεύτηκαν, για θείους με συναρπαστικές ιστορίες και άλλα πολλά, γρήγορα η απλή περιέργεια για τις ρίζες του, το ιστορικό της οικογένειάς του, εξελίχθηκε σε κανονικό χόμπι. Ώρες επί ωρών κατανάλωνε μετά τη δουλειά για τη συμπλήρωση, ψηφίδα-ψηφίδα, του γενεαλογικού του δέντρου και σημερα μιλάει για τις ρίζες του, και την ανάγκη του για επιστροφή στο παρελθόν,
...... *** Η οικογένεια του πατέρα σε βάθος χρόνων είχε καταγωγή από το παραδοσιακό χωριό Λιασίνοβα της Καρδαμύλης στη Δυτική Μάνη, όπου και το 1956 μετονομάστηκε σε Προσήλιο και όπως μαρτυρά και το όνομά του, είναι ένα ηλιόλουστο χωριό σχεδόν όλο το χρόνο, και η οικογένεια ονομάζονταν «Μαστρογιανναίοι.» Εκεί ζούσαν άνθρωποι περήφανοι, που ήξεραν να κάνουν το δηλητήριο της ζωής φάρμακο, άνθρωποι θυμόσοφοι, που αποδείκνυαν την αγάπη στα δύσκολα, άνθρωποι συνετοί και δίκαιοι ή υπερόπτες είναι μονάχα μερικοί από τους χαρακτήρες που οι ζωές τους, μικρά ξεχωριστά ποτάμια, κυλούν ορμητικά σε πάθη, έρωτες, πλάνες, δεινά, προσδοκίες, συγκρούσεις, μέσα στη δίνη ιστορικών και πολιτικών γεγονότων στα τέλη του 17ου αιώνα. H οικογένεια σύμφωνα με την παράδοση είχε σλάβικο αίμα και πέντε παιδιά. Τέσσερα αγόρια και μία κόρη. Μια φορά πήγε η κόρη να δει τα βόδια που έβοσκαν στο λιβάδι τους και την ενόχλησε ένας συγχωριανός της κάτι που οι δικοί της το θεώρησαν μεγάλη προσβολή σύμφωνα με τα έθιμα και τους χαρακτήρες που αποτυπώνουν την εποχή τους. Έριξαν κλήρο για το ποιος θα ξεπλύνει τη ντροπή απ αυτόν που προσέβαλε την υπόληψη της οικογένειας. Κι ο κλήρος επιτέλεσε το χρέος του! Δεν μπορούσε όμως να μείνει στο χωριό, έφυγε, από τα μέρη της Δυτικής Μάνης προς τα ανατολικά της Μάνης στα χωριά του Ταΰγετου πάνω από το Γύθειο! Εκεί ρίζωσε έγινε ποιμένας απέκτησε μαντριά και αιγοπρόβατα και παντρεύτηκε. Ήταν σκληροτράχηλος άνδρας, μεγαλόσωμος, γεροδεμένος. Στον καινούργιο του τόπο που ρίζωσε λόγω του μεγάλου όγκου της σωματοδομής του και της σλαβικής καταγωγής του, τον αποκαλούσαν με το σλαβικό προσωνύμιο «Στούμπο», που σημαίνει ακατέργαστη μεγάλη πέτρα (κοτρόνα). Το οποίο προσωνύμιο έμεινε και επωνυμία. Κάποιος απόγονος πιθανόν παιδί του ήταν υπερβολικά γεροδεμένος, ρωμαλέος. Είχε σηκώσει στους ώμους του ένα γαϊδούρι φορτωμένο και το μετέφερε εκατό μέτρα με το φορτίο του.. Η πρώτη γραπτή ύπαρξη της οικογένειας Στούμπου στην περιοχή είναι του έτους 1754. Σε έγγραφο του μοναστηρίου της Γόλας ο Γεώργιος Κονίδης υπογράφει ως μάρτυρας μαζί με τον Στρατήγη Στούμπο και τον Δημητράκη Κροτάκη απόδειξη δανεισμού χρημάτων από τους καλόγερους του μοναστηρίου. Ο Στρατήγης ήταν άνδρας υπερβολικά γεροδεμένος, ρωμαλέος. Κάποτε είχε σηκώσει στους ώμους του ένα γαϊδούρι μαζί με το φορτίου του και το μετέφερε εκατό μέτρα.
Στη συνέχεια ιστορίες και δρώμενα που βρίσκονται θαμμένα οικογενειακά ίχνη του παρελθόντος μιλούσαν για έναν περιπλανώμενο νεαρό εργάτη της γης από τα μέρη του Ταϋγέτου που αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, εμφανίστηκε στο Φοινίκη και στην ευρύτερη περιοχή της Ελίκας. Ήταν καλοφτιαγμένος, το κορμί του έχει δουλευτεί σκληρά στους αγρούς και το μυαλό και η καρδιά του έσφυζαν από ζωή και θέληση. Η φήμη ότι ήταν μεγάλος γυναικάς μάλλον δεν ήταν ένας διαδεδομένος μύθος όταν έκλεψε μια κοπέλα της περιοχής και την μετέφερε σε σπήλαιο που ίσως ήταν το καταφύγιο του τον πρώτο καιρό για να της δείξει τα κυνηγετικά του τρόπαια, κι έπειτα τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Αυτές είναι του Αλκιβιάδη οι πρώτες εξακριβωμένες ρίζες. Ο πάππους του Αλκιβιάδη γεννήθηκε το 1904 στο Άγιο Μάμα της Ελίκας. Ήταν ο μικρότερος από τα τρία παιδιά της οικογένειας. Καθώς ήταν ψηλός, επιβλητικός και με λεβέντικη κορμοστασιά ήταν ένα απ’ τα πιο περιζήτητα παλληκάρια του περιοχής. Αναζητώντας εργασία βρέθηκε στον οικισμό Μπουμπουτσέλια στην περιοχή της Μονεμβάσιας και ασχολήθηκε με γεωργικές εργασίες στα κτήματα ενός κτηματία που είχε πέντε κόρες κι έβγαζε το μεροκάματο του. Γρήγορα κατέληξε να έχει δεσμό με τη μια κόρη του κτηματία την πραγματική γιαγιά του Αλκιβιάδη (την Ζαφείρω) και τον ανάγκασαν να την παντρευτεί -και παντρεύτηκαν τον επόμενο χρόνο. Εκείνη ήταν είκοσι τεσσάρων ετών, εκείνος είκοσι. Απέκτησε μαζί της δυο αγόρια, το 1924 τον μεγαλύτερο αδελφό του Κλέαρχου και το 1928 τον Κλέαρχο.
H μητέρα του Κλέαρχου (η γιαγιά Ζαφειρούλα) ήταν φιλάσθενη γυναίκα με εύθραυστη κι επισφαλή υγεία και ο γάμος της έγινε αμέσως άλλη μία αιτία στεναχώριας. Ο γάμος τους εξ άλλου δεν ήταν καθόλου ευτυχισμένος, τα πράγματα μέρα με τη μέρα γίνονταν όλο και πιο δυσάρεστα στη σχέση τους αφήνοντας τα σημάδια ότι ο γάμος τους έχει ήδη καταστραφεί. Πολύ σύντομα μετά το γάμο, τους ο παππούς απέκτησε ερωτική σχέση με μια νεαρή γειτόνισσα τους με συγγένεια εκ πλαγίου (παιδί ξαδέρφου) με την σύζυγο του τη Ζαφείρω. Η Ζαφείρω το έμαθε έγινε έξαλλη ξεσπούσε συχνά σε κλάματα, ενώ έλεγε ότι ποτέ πια δεν θα ξανανιώσει ευτυχισμένη. Ήταν πλέον αδύνατο για τη Ζαφείρω να προσποιείται ότι δεν ήξερε ότι ο άντρας της συναντούσε συχνά την ανιψιά της ιδιαιτέρως. Και ο γάμος της άρχισε να καταρρέει. Μολονότι έκανε ότι μπορούσε για να τον ευχαριστήσει, ο παππούς «είχε συνεχώς παράπονα, φώναζε και κραύγαζε,» ενώ την ταπείνωνε συχνά αποκαλώντας την «ηλίθια» και άλλα τέτοια, μπροστά στους φίλους του. Η δύσκολη αυτή κατάσταση συνεχίστηκε και το 1931 ο παππούς εγκατέλειψε την Ζαφείρω και τα δυο μικρά του αγόρια και κατέφυγε προς τα μέρη της Καλαμάτας αντάμα με τον νέο έρωτα του για το φόβο αντιποίνων απ' τους αδελφούς της νέας συντρόφου του. Τα αδέλφια της κοπέλας, απειλούσαν ότι θα σφάξουν την αδελφή τους που τους ντρόπιασε στο χωριό με τα καμώματα της, όταν κλέφτηκε με τον γείτονα τους αφήνοντας πίσω τους μια μητέρα (τη θεία της) με δυο μικρά παιδιά ορφανά! Που σημαίνει πως την εποχή εκείνη σε τέτοια θέματα οι συγγενείς δεν αστειεύονταν.
Η γιαγιά η Ζαφείρω δεν είχε γερή κράση, ήταν εύθραυστη και ευάλωτη και από τη στιγμή που την εγκατέλειψε ο σύζυγος της αντί να παλέψει με νύχια και με δόντια να ζήσει με τα δύο της παιδιά, της φτώχειας τα βάσανα και ο καημός μαράζωσαν τη ψυχή της. Σαν να έσερνε βασανιστικά αργά τα κουρασμένα της βήματα πάνω σε μια ατέλειωτη ανηφοριά. Το κορμί της ταλαιπωρημένο ερείπωνε, η λογική την είχε εγκαταλείψει αφήνοντας μόνη την τρομαγμένη ψυχή. Η χολή που κατάπιε της δηλητηρίασε το μυαλό κι έφτασε να κάνει φριχτές σκέψεις που τρόμαξε με τον ίδιο εαυτό της. Οι κακές οι σκέψεις της σφυρηλατούσαν το μυαλό τα βράδια. «Θεέ μου, βοήθησε μας. Είναι άδικο.» Ο πόνος της δεν περνάει ούτε από τις μεγάλες δαγκωματιές στο μαξιλάρι. Το ουρλιαχτό μπορεί να μην ακούγεται στους δρόμους του χωριού, αλλά τη χτυπάει μέσα της πολύ πιο δυνατά, πολύ πιο έντονα.. Οι μέρες διαδέχονταν η μια την άλλη ολόιδιες με τον ίδιο πόνο στα σωθικά με τους ίδιους κακούς οιωνούς να της θαμπώνουν τα μάτια. Πέρασε άγρυπνες νύχτες να σκέφτεται τα ιδία και τα ιδία, προσπαθώντας να δώσει κουράγιο και δυνάμεις στον εαυτό της. Μα η φωτιά έκαιγε τα σπλάχνα της, απ' τον καημό. Βαλάντωνε, κλονίστηκε η υγεία της δείχνει σημάδια ψυχολογικής παραίτησης. Τι να κάνει, και πώς να πορέψει η δόλια γυναίκα τις ανάγκες της φαμίλιας τώρα χωρίς την στήριξη του άντρα, με δυο ορφανά στην αγκαλιά. Αυτό έχει σοβαρές συνέπειες στη σωματική και στην ψυχική της υγεία. Άφησε την ύπαρξη της να τυλιχτεί σε μαύρο νυφικό, τη καρδιά της στα χέρια μοίρας, και η ψυχή της αναζητούσε να προσελκύσει τη συμπόνια του Θεού. Η αποτυχία του γάμου της δυσβάσταχτη και δυστυχώς γρήγορα και επώδυνα έγραψε τον επίλογο ο θάνατος. Η ψυχή της είχε ακόμη κι΄ αυτή να χλομιάσει και ο θάνατός της έμοιαζε με αυτοκτονία. Αναζήτησε το θάνατο, τον γεννήτορα της ησυχίας, που παύει νόσους, πόνους, οδύνες. Μια φορά μόνο έρχεται στους ανθρώπους, κανείς δεν τον είδε δυο φορές.
Η γιαγιά Ζαφείρω δραπέτευσε από τη ζωή και κρύφτηκε μέσα σε έναν τάφο. Πέθανε από συγγενή καρδιακή ανεπάρκεια σε ηλικία μόλις τριάντα πέντε ετών. Το 1935. Ίσως, ίσως αυτό αποζητούσε στην ακμαία ηλικία της. Με τη ψυχή της εξαντλημένη δυσκολευόταν να βρει γαλήνη σε αυτόν τον σκοτεινό, μπερδεμένο και δυσχερή κόσμο. Να βρει γαλήνη στην ήδη φουρτουνιασμένη ψυχή της. Να βρει ανάπαυση από τις πίκρες το στραγγισμένο της σώμα που αδιάκοπα ταλαιπωρούσε για να τα καταφέρουν να ζήσουν. Ο νους, σαν τον στομώνει ο πόνος, τέρψεις δε γυρεύει, το θάνατο γυρεύει.
Έναν Γολγοθά ανεβαίνουν τα μικρά παιδιά, από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Ο πατέρας τους έχει εξαφανιστεί και η ταλαιπωρημένη μητέρα τους πέθανε απ τον καημό της.
Ο Κλέαρχος πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας στο σπίτι της οικογένειας της μητέρας του στα Μπουμπουτσέλια, μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του μέχρι το θάνατο της μητέρας τους. Μετά τη φυγή του πατέρα τους, αναγκάστηκαν να ζήσουν ακραία φτωχικά και δύσκολα χρόνια.
Ο παππούς του Αλκιβιάδη μετά το θάνατο της γιαγιάς Ζαφείρω, γύρισε και πάλι στο χωριό όταν και οι αντιδράσεις είχαν απλώς κάπως καταλαγιάσει. Παντρεύτηκε επίσημα τον έρωτα του, την Διαμάντω. Αποδείχθηκε πιστός σύζυγος, και πολύ αφοσιωμένος στην νέα οικογένεια του. Απέκτησαν πέντε παιδιά, ετεροθαλή αδέλφια του Κλέαρχου. Τρία κορίτσια και δυο αγόρια.
Στην περίοδο της Γερμανικής κατοχή, προσεβλήθη από φυματίωση. Η αρρώστια τον πλημμύρισε στα πνευμόνια του όπως η κατσιφάρα που κατεβαίνει πυκνή και σκεπάζει τις πλαγιές και μπαίνει στα στενά του χωριού του και τυλίγεται γύρω τους...
Ακούραστα αργά αλλά με σταθερό ρυθμό και το κακό είχε ήδη προχωρήσει μέσα του. Δεν υπάρχει γιατρικό τίποτα δεν μπορεί να γίνει πια. Η γιαγιά Διαμάντω ήταν η μόνη που τον φρόντιζε σ' ένα απομονωμένο παλιό χαμόσπιτο που βρισκόταν σε μια απόμακρη θέση του οικισμού, έως τον θάνατο του το 1942. Απεβίωσε στα τριάντα οκτώ του χρόνια, αφήνοντας χήρα τη νέα του σύζυγο και επτά παιδιά ορφανά, (το ένα στην αγκαλιά της μάνας) που έμειναν στους δρόμους.
Στη διάρκεια της νοσηλείας του η γιαγιά Διαμάντω ένοιωσε ταυτόχρονα στο πετσί της και τον κοινωνικό ρατσισμό λόγω της επαφής της με τον νοσούντα σύζυγο της. Δεν παραπονιόταν. «Ο κόσμος δουλειά δεν έχει, με τους άλλους ασχολείται. Τα στόματα του κόσμου έλεγε, δεν είναι τσουβάλια να τα ράψεις.» Μέχρι που πούλησε το καλύτερο τους αγρόκτημα να συνδράμει στην αποκατάσταση της υγείας του και προσευχόταν με υπομονή κάθε μέρα και παρακαλούσε το Θεό να είναι πάντα δίπλα τους.
Σκηνές αρχαίας τραγωδίας της μάνας και των ανηλίκων παιδιών η ζωή.... που γίνεται μαρτύριο. Τ' αδέλφια της Διαμάντω έχοντας εκφράσει την οργισμένη αντίθεσή τους δεν δέχονται την επιλογή της αδελφής τους. Ακόμα και όταν είχε παντρευτεί, η ρετσινιά δεν βγήκε ποτέ από πάνω τους, ο σύζυγος της δεν ήταν ένα πρόσωπο αποδοχής τους.... Δεν της συμπαραστέκονται στα προβλήματα της, δεν δείχνουν καμία στοργή, ίχνος συμπόνιας και συγχώρεσης για την επιλογή της. Ήταν και οι καιροί δύσκολοι που αγρίευαν την καρδιά των ανθρώπων και στέγνωναν την αγάπη. Σαν Φτερό στον άνεμο η μάνα αυτή σίγουρα ήταν αληθινή ηρωίδα που έπρεπε να παλέψει, να αγωνιστεί σκληρά για να συνεχίσουν τη ζωή τους.
Είναι περίοδος της κατοχής ακόμη στην Ελλάδα. Φτώχεια δυστυχία παντού. Στήριγμα δεν είχε μείνει στη χήρα μητέρα και τα ορφανά. Παρατημένα κι άπορα δεν μπορούν να υπολογίσουν πια καμιά υπηρεσία. Τις περισσότερες φορές τα ορφανά ζούσαν χάρη στη φροντίδα της ενορίας, αλλά συνήθως κάποιων γειτόνων όταν έβρισκαν καταφύγιο σε στάβλους και αχυρώνες ακόμη και σε σπηλιές. Περιφερόμενοι από οικισμό σε οικισμό πεινασμένοι και κακόμοιροι. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα την έβγαζε η κακομοίρα η χήρα με τα ορφανά της μέχρι που μια μέρα που έκανε κρύο πολύ εμφανίστηκε σαν από μηχανής Θεός ένας πραματευτής από τα μέρη της Κορινθίας στην εμποροπανήγυρη της Ελίκας. Βλέποντας την τραγική φιγούρα της χήρας, και μαθαίνοντας την αγωνία και τον αγώνα επιβίωσης που δίνει για να μεγαλώσει τα ορφανά παιδιά της με περιπέτειες, και βάσανα την λυπήθηκε.
Χείρα βοηθείας για τ' αναγκαία δεν μπορούσε να τους προσφέρει. Για να επιβιώσουν τη συμβούλεψε να πάρει τα παιδιά της και να ανηφορίσει στη Σκάλα του Ευρώτα, και στην εύφορη περιοχή γύρω απ' τον ποταμό διότι εκεί θα έχουν τη δυνατότητα να αντεπεξέλθουν αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στους απέραντους ορυζώνες, θα βρίσκουν τουλάχιστον ένα πιάτο ρύζι στο τραπέζι τους για να επιβιώσουν.
Μάλλον ο πραματευτής σίγουρα είχε κατά νου την «Σταχομαζώχτρα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.» Η Γιαγιά Διαμάντω σαν την πέρδικα μαζεύει αυτά που γέννησε κάτω από τις φτερούγες της σαν καλή μητέρα, φόρτωσε την φαμίλια και άνοιξαν πανιά για μέρος απάνεμο. Καμιά φορά ο άνθρωπος πιστεύει πως θ’ αλλάξει την μοίρα του, αν αλλάξει τόπο. Απάγκιασαν σ’ ένα μικρό, φτωχικό καμαράκι, στην Σκάλα του Ευρώτα όπου στέριωσαν. Έβγαλαν ρίζες.
Κάθε την γιορτή του Αγίου Μάμα η γιαγιά Διαμάντω μνημόνευε και προσευχόταν υπέρ υγείας για τον άγνωστο πραματευτή. Ο Μεγάλος του αδελφός και ο Κλέαρχος δεν την ακολούθησαν. Ήδη από τον καιρό που έχασαν τη μητέρα τους είχαν ξεπορτίσει από την πατρική στέγη και είχαν ανοίξει τις δικές τους ανεξάρτητες φτερούγες, περιπλανώμενοι στα χωριά προσφέροντας παιδική εργασία για να αντιμετωπίσουν την επιβίωση τους. Ουσιαστικά ο Κλέαρχος μικρό παιδί τα πρώτα σκληρά χρόνια της κατοχής απλά ακολουθούσε τον κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερο αδελφό του στις περιπλανήσεις.
Ο Αλκιβιαδης σήμερα θυμάται πως ο Κλέαρχος δεν μιλούσε ποτέ για τη νεκρή μητέρα του. Γενικά δεν ήταν ομιλητικός, και ό,τι και να του συνέβαινε, ποτέ δεν μιλούσε για τα συναισθήματά του λες και ήταν μολυσματικά μικρόβια σε στόμα ασθενούς. Ο Αλκιβιαδης δεν θυμάται να είχε ρωτήσει ποτέ τον πατέρα του για τη νεκρή γιαγιά του. Εκτός από μια φορά, όταν ήταν ακόμη πολύ μικρός, που τον ρώτησε χωρίς να θυμάται γιατί: «Πώς ήταν η γιαγιά;» Θυμόταν αυτή τη συζήτηση πολύ καθαρά. Ο πατέρας του κοίταξε αλλού και σκέφτηκε για λίγο πριν απαντήσει. «Ήταν φιλάσθενη», είπε. Περίεργος τρόπος για να περιγράφεις έναν άνθρωπο. Δεν ήταν διατεθειμένος να πει περισσότερα.
**Μα και της Ιοκάστης το οικογενειακό της δέντρο με τον γενάρχη της οικογενείας της στην περιοχή του Ζάρακα είχε την δική του μυστηριώδη προσωπικότητα που πεθαίνοντας άφησε πίσω του αναπάντητα ερωτηματικά και απορίες που δημιούργησαν πλήθος φημών. Οι φήμες που κυκλοφορούν μας γυρνούν πριν από την εποχή του Ιμπραήμ Πασά και του Κολοκοτρώνη,. Κανείς δεν ξέρει ούτε θυμάμαι που και πότε είχε ακούσει να κυκλοφορούν οι φήμες που μιλούσαν για ένα στιβαρό άνδρα από τις Σπέτσες που τρέχει να φύγει, πήρε το δρόμο του μισεμού γιατί είχε ανοιχτούς λογαριασμούς στον τόπο του. Κυνηγημένος και περιπλανώμενος προς την άγνωστη γη, εξώκειλε στην θαλάσσια περιοχή Βλυχάδα του Ζάρακα. Εξόριστος, μοναχικός, φτωχός, άγνωστος, πορευόταν με τα βρισκούμενα. Ήταν όμορφος με ξανθομάλλικο κεφάλι και σταρένιο δέρμα. Πως είναι Αλβανός λέγανε. Μα ήταν Έλληνας έτσι έλεγε. Ποτέ δεν ξεκαθάρισαν τι απ' τα δυο ήταν αληθινό μα η αλήθεια είναι πως τον τραβούσαν τα χώματα μας γιατί σαν τρελός αγάπησε μια Ζαρακοτοπούλα.
Κοριτσόπουλα ανυπόδητα από τα Πιστάματα έπλεναν ρούχα κάποιο ηλιόλουστο απόγευμα δίπλα στην αμμουδιά, ανάμεσα στα βράχια του πανέμορφου μυχού. Από εκείνη τη στιγμή η ζωή κι η μοίρα του ενός ασυνήθιστα όμορφου κοριτσόπουλου συμπλέκεται αδιαχώριστα με τη ζωή κι τη μοίρα του άγνωστου ξένου, και σαν ήρωες ζουν και λαμβάνουν δράση πότε στον πραγματικό και πότε στον φανταστικό κόσμο, αφήνοντας πίσω τους ένα θαμπό σύννεφο στους επιγόνους που αναζητούν απαντήσεις για τις ρίζες τους. .....
(Ο Κλέαρχος).....
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου