ADS

click to open

Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

To Deutero Mparko: 3rd Engineer In The Largest OBO..

Είμαστε στο Φθινόπωρο του χίλια εννιακόσια εβδομήντα πέντε. Είναι η τελευταία Κυριακή του Σεπτέμβρη. Τo αεροδρόμιο του Ελληνικού σφύζει από κίνηση. Τα δρομολόγια της Ολυμπιακής πάνε κι έρχονται. Τα μεγάφωνα αναγγέλλουν τις πυκνές αναχωρήσεις και αφίξεις των αεροπλάνων. Από τη λεωφόρο Ποσειδώνος, όπως μπαίνουμε στο χώρο του αεροδρομίου, δεξιά βρίσκεται το κτίριο για πτήσεις του εξωτερικού και αριστερά για του εσωτερικού. Και οι δύο αίθουσες αναμονής είναι γεμάτες από κόσμο. Στην αριστερή αίθουσα βρίσκονται εκείνοι που περιμένουν καρτερικά να επιβιβαστούν στο αεροπλάνο που θα τους πάει στο προορισμό τους. Με τα διαβατήρια και τα εισιτήρια ανά χείρας συναντιόμαστε στην αίθουσα αναχωρήσεων η αφεντιά μου και νεαρός συνομήλικος τρίτος πλοίαρχος..... Όταν συναντηθήκαμε συστηθήκαμε με αμοιβαία εγκαρδιότητα και τελειώνοντας σχετικά γρήγορα τον έλεγχο εισιτηρίων (check-in) παραδώσαμε τις αποσκευές μας και φτάσαμε στην πύλη αναχώρησης χωρίς άγχος. Ξεκινάμε λοιπόν με την απογευματινή αναχώρηση από το αεροδρόμιο με πτήση της Olympic Airways για Παρίσι και με τελικό προορισμό τον λιμένα Χάβρη Γαλλίας προς ναυτολόγηση μας σε πλοίο μεταφοράς πετρελαίων πολύ γνωστής ελληνικής ναυτιλιακής εταιρείας.
Ο ταξίδι μας περιλάμβανε ενδιάμεσο σταθμό την Ζυρίχη της Ελβετίας. 
Από τα πηγαινέλα των αεροσυνοδών κατέληξα στο συμπέρασμα πως το ταξίδι έμπαινε στην τελευταία φάση του. Το αεροπλάνο της Olympic airways, είχε αρχίσει πια την καθοδική του πορεία, για να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο της Ζυρίχης. Καθισμένος στις πρώτες σειρές επιβατών πλάι στο παράθυρο, ρουφούσα το θέαμα της πόλης που εκτείνεται γύρω από το βόρειο άκρο της ομώνυμης λίμνης και τις όχθες του ποταμού Limmat, περιτριγυρισμένη από καταπράσινους λόφους. Ολόκληρα χιλιόμετρα λόφων γεμάτων βίλες φωλιασμένες μέσα στη φροντισμένη βλάστηση.
Η αεροσυνοδός πέρασε ξυστά δίπλα μου και με έβγαλε από τις σκέψεις. Μου έδειξε τη ζώνη. Το χαμογελαστό υγιές πρόσωπό της, περασμένο μια ελαφριά στρώση ρουζ και πλαισιωμένο από καστανά σχεδόν κόκκινα, μαλλιά, της έδινε μια εμφάνιση που δεν συναντάς εύκολα στην Ελλάδα. Τη χάζευα καθώς εκείνη επιθεωρούσε ζώνες, αναμμένα τσιγάρα! πλάτες καθισμάτων. 'Ήταν πολύ καλή. Άρχισα να νιώθω την ερωτική έξαψη του ταξιδιώτη που ταυτίζει τις καινούργιες πόλεις με καινούργιες γυναίκες. Κάθε ταξίδι οδηγεί αναπόφευκτα σε μια εκπληκτική γυναίκα, ένα αίσιο τέλος, έναν καλύτερο σταθμό. Γιατί όχι η αεροσυνοδός; Προσπάθησα να συναντήσω με το βλέμμα μου το δικό της, εκείνη όμως τσέκαρε τους επιβάτες με ακλόνητο επαγγελματισμό με προσπέρασε σαν ένα αντικείμενο που έχει ήδη καταγραφεί και αποθηκευτεί. 
Κατέπνιξα την ερωτική μου επιθυμία και τέντωσα τον λαιμό του να δω, πέρα το ευθυγραμμισμένο πράσινο μιας Ζυρίχης που μεγάλωνε καθώς το αεροπλάνο έχανε ύψος. Από την Ζυρίχη ύστερα από ένα επεισοδιακό ταξίδι πετώντας με ένα μεσαίου μεγέθους ελικοφόρο αεροπλάνο φτάσαμε περασμένα ήδη μεσάνυχτα στο Παρίσι. Το αεροπλάνο ήταν ένα ελικοφόρο Φόκνερ Φρέντσιπ, ένα επιβατικό τριάντα πέντε μόλις θέσεων, ασφυκτικά γεμάτο με επιβάτες. Αυτά τα μικρά αεροσκάφη έχουν στενά καθίσματα και είναι τόσο στριμωγμένα το ένα πλάι στο άλλο που μπορείς να δεις οτιδήποτε συμβαίνει στο χώρο των επιβατών.
Παρίσι! Η «πόλη του φωτός» δεν έχει πάρει άδικα τον τίτλο αυτό. Αποτελεί μια πόλη κόσμημα με αποτέλεσμα άλλες όμορφες πόλεις, να συγκρίνονται περιφραστικά με αυτή (το Παρίσι της Ανατολής, λαμπερή σαν το Παρίσι κτλ.).
Απ' όποια πλευρά και αν το δει κανείς, το Παρίσι είναι η πόλη που λάμπει σαν κόσμημα μέσα στο φως του μεταμεσονύκτιου ήλιου και σε καλεί για να σε θαμπώσει. Είναι η πανέμορφη και σαγηνευτική μητρόπολη που γοητεύει τους επισκέπτες.
Από το αεροδρόμιο του Παρισιού η μετάβαση στη Χάβρη έγινε με το τρένο, καθώς υπάρχει άμεση σιδηροδρομική σύνδεση και το ταξίδι διαρκεί περίπου δυο ώρες.
Η Χάβρη (γαλλικά Le Havre) είναι πόλη στη βόρεια Γαλλία, λιμάνι στις ακτές της Μάγχης στη Νορμανδία. Βρίσκεται στη δεξιά όχθη των εκβολών του ποταμού Σηκουάνα και είναι το δεύτερο μεγαλύτερο λιμάνι της Γαλλίας μετά τη Μασσαλία στο νότο.
Οι Τελευταίες πληροφορίες ήταν ότι δεν υπήρχαν κενές δεξαμενές αποθήκευσης στις εγκαταστάσεις των διυλιστηρίων και το πλοίο έμεινε (αρόδο) έξω από το λιμάνι, στα ανοιχτά εν αναμονή.
Εγώ με τον ανθυποπλοίαρχο καταλύσαμε σ' ένα μικρο οικογενειακό ξενοδοχείο, σε κεντρικότατο σημείο της πόλις, πολύ φιλικό και με ζεστούς ευγενικούς ανθρώπους έτοιμους να σ' εξυπηρετήσουν. Τα δωμάτια ήταν μικρά αλλά καθαρά. Μείναμε πέντε μέρες στο ξενοδοχείο. Στη ρεσεψιόν εναλλάσσονταν συνήθως δυο νεαρές γυναίκες. Η μεγαλύτερη γύρω στα τριάντα και η μικρότερη κάτι παραπάνω από είκοσι την έκανα. Η εικόνα μιας νεαρής γυναίκας με την ομορφιά της Μεσογείου, της μεσογειακής ακτής, ουδεμία σχέση με τις άχρωμες γυναικείες παρουσίες της περιοχής. Γρήγορα αποκτήσαμε μια ανοικτή, ειλικρινή, φιλική σχέση μεταξύ μας. Μου εκμηστηρεύτικε ότι όνειρο της ήταν ένα ταξίδι στην Ελλάδα. Της υποσχέθηκα αν το αποφασίσει να ταξιδέψει Ελλάδα με μεγάλη ευχαρίστηση θα την φιλοξενούσα.
Μετά τις πρώτες τρεις ημέρες ο ανθυποπλοίαχος «καρδούλα ψυχοπονιάρικη» με μαλώνει φιλικά.
«Δεν σε καταλαβαίνω, ρε φίλε. Τι καπνό φουμάρεις τελικά. Το κορίτσι κρέμεται από τα χείλη σου. Βοήθησε και εσύ με τον τρόπο σου, στείλε της μία ευχάριστη είδηση, δεν το βλέπεις ότι η ματιά της γαληνεύει και ένα χαμόγελο τρεμοπαίζει στα χείλη της όταν σε βλέπει.» 
«Φίλε μου κάποιος μακρινός προπάππους μου στα χρόνια της ενετοκρατίας στα μέρη μας, σκότωσε ένα παλικάρι γιατί απλώς πείραξε την αδελφή του. Και τώρα εσύ μου ζητάς να δώσω ψεύτικες ερωτικές υποσχέσεις που γοητεύουν. Άστο το κορίτσι να ονειρεύεται! Σύντομα θα αποφασίσει να κοιτάξει μπροστά να  βρει κάτι καλύτερο για εκείνη. Έναν πρίγκιπα να της στρώσει το κόκκινο χαλί για να τον υποδεχτεί στην αγκαλιά της. Να βολευτεί σε έναν ώμο τελοσπάντων. Τέτοιοι ώμοι, φίλε μου δεν βρίσκονται έτσι εύκολα. Στο χέρι της είναι λοιπόν να τον ανακαλύψει.»
Την πέμπτη ημέρα το αυτοκίνητο του πράκτορα σταμάτησε στην πύλη του λιμένα.
Μπροστά μας είχαμε την θέα της αποβάθρας όπου διακρίναμε μια συνεχή κίνηση από ανθρώπους και οχήματα που προετοιμάζονταν να υποδεχτούν το γιγάντιο πετρελαιοφόρο που κατάφτασε στο λιμάνι προερχόμενο από τις πετρελαιοφόρες πηγές του Περσικού Κόλπου.
Επειδή είχε μια ελαφριά καταχνιά όλα τα φώτα στην περιοχή της προβλήτας ήταν αναμμένα και ανά διαστήματα ψιλή βροχή έπεφτε στο λιμένα και στο περιβάλλοντα χώρο..
Οι υγρές πλάκες της αποβάθρας γυάλιζαν σαν στιλβωμένο δέρμα στο ωχρό λευκό τεχνητό φως. Το μεγάλο πετρελαιοφόρο πλησίαζε αργά, με σχολαστική ηρεμία στην θέση εκφόρτωσης.
Τα νέου τύπου πετρελαιοφόρα της εποχής είχαν τεράστιο μέγεθος και χάρη στην ευρυχωρία τους οι καμπινές του πληρώματος ήταν άνετες σαν τυπικές μικρές φοιτητικές γκαρσονιέρες.
Κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο στάθηκα ακίνητος ατενίζοντας για λίγες στιγμές το τοπίο κι άφησα το θαλασσινό αεράκι να με αναζωογονήσει σαν βάλσαμο. Η θάλασσα ήταν γαλήνια ήσυχη, η πόλη διακρινόταν στα ανατολικά και πέρα μακριά στο βοριά διακρινόταν η ορεινή στεριά που ξεφύτρωνε από τη θάλασσα σκούρα και δασωμένη.
Τις επόμενες ώρες βρίσκομαι ναυτολογημένος, είναι το δεύτερο μου μπάρκο και για πρώτη μου φορά Τρίτος Μηχανικός στο μεγάλο Δεξαμενόπλοιο "Άτλαντας», το οποίο ταυτόχρονα είναι σχεδιασμένο και για μεταφορά ξηρών φορτίων, λόγο για τον οποίο το πλήρωμα του υπερηφανευόταν ότι εργάζονται στο μεγαλύτερο φορτηγό του κόσμου, (Ένα ΟΒΟ 230.000 τόνων μεταφορικής ικανότητος), βαπόρι σύγχρονο και καλοτάξιδο, που κατέπλευσε στο λιμάνι κοντά στο σούρουπο, κάνοντας τους διάφορους ελιγμούς για να γίνει η παραβολή του στην προβλήτα εκφόρτωσης.
(Τα πετρελαιοφόρα πλοία αποτελούνται από δεξαμενές που αποθηκεύεται το πετρέλαιο για να μεταφερθεί από τον τόπο εξόρυξης στον τόπο διύλισης.
Το μέγεθος τους μεγάλο, είναι ικανά να μεταφέρουν έως και 500.000 τόνους. Καράβια υψηλού κινδύνου καθώς μεταφέρουν επικίνδυνο φορτίο. Οι ναυτικοί που δουλεύουν σ’ αυτά είναι άνθρωποι που αντέχουν και έχουν κότσια και υπομονή να αντέχουν μια ζωή που είναι γεμάτη κινδύνους και απομόνωση, διότι η ζωή στα πετρελαιοφόρα (γκαζάδικα) απαιτεί μεγάλες αντοχές, αφού τον περισσότερο καιρό ταξιδεύουν και ελάχιστα πατούν στεριά.
 Ζωγραφισμένη είναι η χαρά στον καθένα από το πλήρωμα, που τελείωσε ακόμα ένα ταξίδι μέσα από τα σταυροδρόμια της θάλασσας.
Φθάνοντας στο λιμάνι, πατώντας στεριά στο πρώτο δρασκέλισμα στο μουράγιο του μεγάλου και πολυσύχναστου λιμανιού, ξεχνούν όλα εκείνα που πέρασαν στο πέλαγος. Κι ύστερα, αρχίζει όλο εκείνο το αλισβερίσι που χαίρεται κάθε ναυτικός στο σμίξιμο των χνότων του με τους στεριανούς, όποιοι και να 'ναι αυτοί.
Τελειώνοντας το πρατιγάρισμα από τις αρχές του λιμανιού, ακολουθεί η έξοδος του πληρώματος στην στεριά.
Η ιστορία των ναυτικών είναι γνωστή και επαναλαμβάνεται χιλιάδες χρόνια. Η επαγγελματική ζωή τους είναι μια γραμμή στο χάρτη που περνάει από πλεύσιμα μέρη, βαθιές θάλασσες, σύντομους δρόμους, γαλάζιους βουβούς ωκεανούς και καταλήγει στο λιμάνι του προορισμού. Είναι η συντομότερη γραμμή, ο συντομότερος δρόμος απ' το ένα μέρος στο άλλο. Ένας μεγάλος γαλάζιος δρόμος που ανάλογα γίνεται μουντός, συννεφιασμένος, ψυχρός, αγριεμένος. Δρόμος των περιπλανήσεων, των στεναγμών, της λησμονιάς και της πίκρας.
Σήμερα σ' ετούτο ο λιμάνι ο βαρυφορτωμένος με μαύρα σύννεφα ουρανός δεν τους επιτρέπει να ξεχωρίσουν το ξημέρωμα απ' το σούρουπο, τα μεσάνυχτα απ' το μεσημέρι και το τοπίο φαντάζει ωσάν να υπάρχει ολόγυρά τους τόση απόγνωση που τους κάνει μόλις πατήσουν στην στεριά να κάνουν πράγματα, που αργότερα ίσως δεν θα μπορούν να τα δικαιολογήσουν, και το μόνο θα μένει τότε μέσα τους είναι ένα αίσθημα πικρό. 
Δεν πέρασε παρά ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα από την επιβίβαση μου στο πλοίο και υπήρξε για μένα προς μεγάλη μου χαρά μια πολύ απροσδόκητη έκπληξη.
«Βρε καλώς το παλικάρι. Τι μικρός που είν' ο κόσμος πως τα φέρνει η ζωή. Καλώς ήρθες φίλε μου.» Άκουσα πίσω μου μια γνώριμη φωνή.
Γύρισα σαστισμένος. «Μου ακούγεται γνώριμη η φωνή σας, κύριε, αλλά ποιος είστε;»  Γελώντας του είπα περιπαικτικά,
Χαμογελώντας με ζέση απλώσαμε και σμίξαμε τα χέρια μας δυνατά. Μεταξύ μας υπήρχε μια βολική οικειότητα, η οποία ήταν απότοκος της γνωριμίας μας στο πρόσφατο παρελθόν σε άκρως φιλικό περιβάλλον. Ήταν ο υποπλοίαρχος του πλοίου, ένας τριαντάρης άνδρας, ψηλός γεροδεμένος, ευχάριστος στο παρουσιαστικό, με καταγωγή από τα μέρη της Αιτωλοακαρνανίας. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου τραχιά ανεμοδαρμένα, τα πλούσια ξανθά μαλλιά του ατημέλητα και τα γένια του αξύριστα. Φορούσε ένα ξεθωριασμένο τζιν και σκούρο ναυτικό πουλόβερ καλυμμένο με αδιάβροχο επανωφόρι.
Είχαμε γνωριστεί προ καιρού σε περιβάλλον κοινής οικογενειακής εκδήλωσης απ’ αυτές τις εκδηλώσεις που το κρασί ρέει άφθονο και συνοδεύεται από πλούσιους καταπληκτικούς μεζέδες, μουσική και αστείρευτο κέφι & χορό. Εκεί μας διηγήθηκε την ιστορία του και την παρ’ ολίγον τραγική κατάληξη της. Η διήγηση της έφερε στην επιφάνεια της μνήμης του εικόνες του πρόσφατου παρελθόντος και τις μοιράστηκε μαζί μας. Εκεί στην μάζωξη της εύθυμης παρέας για μερικά λεπτά η θύμηση του πισωστράτησε μέσα στο χρόνο. Ξαναθυμήθηκε το τραγικό του δυστύχημα, όταν μίλησε με το θάνατο και σώθηκε γιατί η τύχη έπεσε πάνω του βρίσκοντας το δρόμο μέσα από μια πολύ μικρή χαραμάδα.
Ήταν ναυτολογημένος και υπηρετούσε σε πλοίο που εκτελούσε πλόες στην Καραϊβική θάλασσα. Το πλοίο ήταν στο Μισισιπή ποταμό και αγκυροβολημένο στο αγκυροβόλιο του λιμένα της Νέας Ορλεάνης στη Λουϊζιάνα. Υπό πολύ καλές καιρικές συνθήκες ο φίλος μας έπεσε μέσα στον θηριώδη ποταμό από το πρώτο σκαλοπάτι της ανεμόσκαλας που κρατούσε με τα δύο χέρια του τα σχοινιά της για να κατέβει στην πλώρη να πάρει το βύθισμα του πλοίου. Το συμβάν δεν είχε τελικά την τραγική κατάληξη, γιατί το πλήρωμα παραπλέοντος σε πολύ κοντινή απόσταση ρυμουλκού σκάφους εντόπισε την πτώση του υποπλοιάρχου και κατάφερε και τον περισυνέλεξε πολύ σύντομα πριν τον καταπιούν νερά του ποταμού, σε πολύ κακή κατάσταση. Σαν από θαύμα τον έσωσαν από τα ορμητικά και θολά νερά του θηριώδους ποταμού.
Εκείνα τα δευτερόλεπτα στα ορμητικά νερά ένοιωσε παράλυτος από το φόβο και το σοκ, πίστεψε πως έφτασε η τελευταία ώρα του. Δεν θυμόταν να έκανε συνειδητή προσπάθεια να σωθεί. Το στόμα κι η μύτη του γέμισαν νερό, η παγωνιά που ένοιωθε ήταν κάτι το ασύλληπτο και το κορμί του είχε παραλύσει από τον πόνο. Παραδόθηκε παθητικά στις αρπαγές του υγρού στοιχείου, όταν τα χεριά του άγγιξαν κάτι που κινούνταν αντίθετα μ’ εκείνον. Ενστικτωδώς ένοιωσε ξάφνου να ανασύρεται στην επιφάνεια. Αρπάχτηκε από τα παρατεταμένα χεριά που τον έσωσαν και τον έσυραν στο κατάστρωμα του ρυμουλκού, βήχοντας και ξερνώντας τα θολά νερά του μεγάλου ποταμού. Ύστερα ανάσανε λαίμαργα τον καθαρό αέρα που θρόιζε στο περιβάλλον. Από την στιγμή της πτώσης του μέχρι την στιγμή της ανάδυσης του στο κατάστρωμα μεσολάβησαν πολύ λίγα λεπτά. Που βέβαια του φάνηκαν αιώνες.
Όλοι καθηλωμένοι ακούν τη αφήγηση του, με μεγάλο ενδιαφέρον και περιέργεια τα όσα μας ιστορούσε. Όταν η μνήμη του άδειασε από τις σκληρές εικόνες του παρελθόντος με νωχελική ματιά σήκωσε το ποτήρι του στην υγεία της παρέας μας. Τελειώνοντας την ιστορία του στο πρόσωπο του ζωγραφίστηκε η έκφραση προσκυνητή που έφτασε στους Άγιους Τόπους. Ευλάβεια ανάμεικτη με δέος και μια δόση φόβου γι’ αυτά που είχαμε ακούσει. Στο μυαλό μου ήρθαν οι μαγικοί στίχοι του μεγάλου και αξεπέραστου ποιητή των θαλασσών Νίκου Καββαδία.
«Οι προσευχές των ναυτικών»
Πλοίαρχος του γιγάντιου πετρελαιοφόρου πλοίου ήταν ο Καπετάν Λύσανδρος με καταγωγή από ένα ορεινό χωριό της ναυτομάνας νήσου. Της Άνδρου. Τον υπολόγισα να πλησιάζει στα πενήντα του χρόνια, λεπτός και ηλιοκαμένος με μαύρα σγουρά μαλλιά που είχαν ήδη γκριζάρει και να αραιώνουν στους κροτάφους. Ανήσυχος και δραστήριος άνδρας, τα σπινθηροβόλα μάτια του έσφυζαν από ζωντάνια, πνεύμα ανήσυχο, με ανθρώπινες αδυναμίες και ελαττώματα, διέθετε το γνωστό φλεγματικό χιούμορ που χαρακτηρίζει του κατοίκους του ορεινού χωρίου του. Μεταξύ άλλων, ξεχώριζε για την ακούραστη ενεργητικότητα του. Η ενεργητικότητα του μου θύμιζε την κλώσα στο χωριό μου (στα παιδικά μου χρόνια) που έχασε τα φώλια της και στριφογύριζε ακατάπαυστα να τα βρει και να φωλιάσει.
Ήταν ήδη ένας παλαίμαχος και επιτυχημένος πλοίαρχος, μα πάντα με μεγαλόπνοα σχεδία στο μυαλό του ταυτόχρονα. Με το πέρασμα του χρόνου πρέπει να το παραδεχτώ το έλεγε η καρδούλα του. Αυτό σήμαινε πως είχε μεγάλες πιθανότητες να δει αυτά τα σχεδία του να παίρνουν σάρκα και οστά.
Ήταν δε φανερό ότι το πλήρωμα του πλοίου είχε σε μεγάλη υπόληψη τις ικανότητες του. Για το πρόσωπο του κυκλοφορούσαν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ιστορίες που μου έδωσαν ώθηση να κάνω σκέψεις και ορισμένες ερωτήσεις για να μάθω περισσότερα και να ανοίξω πόρτες κλειστές και γιατί όχι και σκοτεινούς διαδρόμους για τη προσωπικότητα του. Συνδυάζοντας πληροφορίες από διάφορες ανεπίσημες πηγές κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το μεγάλο και γρήγορο οικονομικό κέρδος μπορεί για κάποιους να ανοίξει πόρτες, που για τον πολύ κόσμο είναι κλειστές. Οι φήμες δίνουν και παίρνουν ότι ενεπλάκη σε συναλλαγές μεγάλου κυκλώματος μεταφοράς λαθραίων τσιγάρων συνεργαζόμενος με την ιταλική μαφία η οποία οργάνωνε και συντόνιζε τις μεταφορές μέσω του πλοίου που εκτελούσε πλοιαρχία στο παρελθόν και σε νεαρά ηλικία. 
Λένε πως σε ανύποπτο χρόνο η ίδια η ιταλική μαφία τον αιφνιδίασε και τον «έδωσε» στις διωκτικές αρχές πάταξης του λαθρεμπορίου. Αν και προσωρινά κρατούμενος στις ιταλικές φυλακές, οι Ελβετοί δικηγόροι του κατόρθωσαν να επιτύχουν την σύντομα την αποφυλάκιση του με χρηματική εγγύηση, και με υποχρέωση του την διαμονή στο δημοτικό διαμέρισμα της περιοχής του δικαστηρίου και την φυσική του παρουσία κάθε δεκαπενθήμερο στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Λένε επίσης πως αμέσως μετά την προσωρινή αποφυλάκιση του, επιβιβάστηκε σε αυτοκίνητο και διέφυγε από τα βόρεια σύνορα της χώρας. Την μια στιγμή ήταν εκεί και την άλλη είχε εξαφανιστεί από την ιταλική επικράτεια και τελούσε πλέον φυγόδικος για την ιταλική δικαιοσύνη.
Δεν έμεινε άπραγος. Πολύ σύντομα βρέθηκε να έχει στην ιδιοκτησία του ένα μεσογειακό φορτηγό πλοίο δυο χιλιάδων τόνων, που εκτελούσε ταξίδια κυρίως στους λιμένες της Αδριατικής θάλασσας.
Στο τελευταίο του ταξίδι με καπετάνιο όχι τον ίδιο το πλοίο είχε αναχωρήσει από τις ανατολικές ακτές της Σικελίας με προορισμό γιουγκοσλαβικό λιμένα στη βόρειο ανατολική Αδριατική θάλασσα, όπου βρέθηκε να πλέει ακυβέρνητο εξ’ αιτίας σφοδρής καταιγίδας. Το πλήρωμα του πλοίου έστειλε σήμα κινδύνου και διεσώθη από την ιταλική ακτοφυλακή, με το πλοίο να βυθίζεται κάπου πενήντα μιλιά Νότια των Δαλματικών ακτών.
Ήταν φανερό πως δοκίμαζε την τύχη του, αλλά τα τελευταία χρόνια τον καταδίωκε για κάποιον ανεξήγητο λόγο η κακοδαιμονία και όλα του πήγαιναν στραβά. Η ζωή του είχε πάρει μια τρελή τροχιά ξεφεύγοντας από κάθε έλεγχο, και τώρα είχε χάσει σχεδόν τα πάντα. Το αδιέξοδο που αντιμετωπίζει γίνεται όλο και πιο έντονο καθώς η πίεση που του ασκείται από τα γεγονότα ξεπερνά σε ένταση τα όρια του συνηθισμένου ανθρώπου.Το μόνο που τον ανακούφιζε και τον παρηγορούσε ήταν η ενεργητικότητα του, που παρέμενε ακμαία, και πιθανώς να σκεπτόταν με πίκρα, τίποτα άλλο δεν μπορεί να του πάει χειρότερα πια. Ότι κι αν σκεφτούμε γι’ αυτόν, είναι σίγουρα ένας γενναίος άνδρας.
Αλλά πραγματικά δεν θα μ’ άρεσε να’ μαι στη θέση του.
........Το πλοίο τρεις ημέρες αργότερα τελειώνοντας την εκφόρτωση αφήσαμε πίσω μας τη Χάβρη στο γλυκό απογευματινό φως και βάλαμε πλώρη νοτιοδυτικά, σαλπάραμε για τις ακτές της Νιγηρίας προς φόρτωση με προορισμό εκφόρτωσης τις Ολλανδικές Αντίλλες στην καραϊβική θάλασσα. Το ταξίδι στον ανοικτό ωκεανό ήταν ήσυχο καθώς αρμενίζαμε προς τον προορισμό μας. Στο τέλος της πρώτης εβδομάδας διασχίζαμε τον ωκεανό με πλώρη στο νοτιά, αφήνοντας πίσω μας στα βορειοδυτικά την σκοτεινή θάλασσα των Σαργάσσων και με το πλοίο να πλέει λουσμένο στο ασημένιο φεγγαρόφωτο. 
Ολόκληρη η περιοχή χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά ευμετάβλητες καιρικές συνθήκες και ιδιαιτέρως έντονα μετεωρολογικά φαινόμενα τα οποία είναι συνήθως εντελώς απρόβλεπτα και βραχύβια. Στο φως του φεγγαριού που κρεμόταν σαν χρυσοκόκκινο μενταγιόν στον ουρανό, ένα νησί ξεπρόβαλε μεσ’ από τα σκοτεινά νερά σαν μια ασαφή γραμμή στο σημείο που έσμιγαν ουρανός και θάλασσα.
Περασμένα μεσάνυχτα έχουμε τελειώσει την δεύτερη τετράωρη βάρδια και βρισκόμαστε με τον ανθυποπλοίαρχο τον καπετάν Επαμεινώνδα στην πρύμνη του πλοίου για ένα τελευταίο τσιγάρο.
Γύρω μας επικρατεί ηρεμία, γαλήνη. Σιωπηροί κοιτάζουμε την ήρεμη θήλασα βυθισμένοι ο καθένας στις σκέψεις του. Ο θόρυβος από την προπέλα του πλοίου που στροβίλιζε ρυθμικά στα ήσυχα νερά ήταν ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν σαν μουσική που κάλυπτε όλους τους άλλους ήχους.
Η σιωπή παρατείνεται... Ξαφνικά ο καπετάν Επαμεινώνδας σπάει την άβολη σιωπή μ' ένα μικρό νεύμα προς εμένα και με ήρεμη φωνή μου λέει.
«Σ’ αυτές εδώ τις θάλασσες αγγίζουμε το μυστήριο. Κάθε τι που μας περιβάλλει και που δεν είναι ορατό, είναι μυστήριο.»
«Εγώ πιστεύω ότι αυτά είναι μύθοι και δεισιδαιμονίες. Προϊόντα καλπάζουσας φαντασίας ή φυσικά φαινόμενα που πήραν διαστάσεις λόγω άγνοιας.» Του απάντησα.
«Προλήψεις και δεισιδαιμονίες συναντιόνται από τα αρχέγονα χρόνια μέχρι σήμερα.» μου αντέτεινε. Και με μια φευγαλέα κίνηση αγγίζει με το χέρι του τον ξύλινο στυλοβάτη της σημαίας στην πρύμνη, προκειμένου να επικαλεστεί την προστασία του και να μη μας συμβεί κάτι που μόλις ειπώθηκε.
«Σήμερα όλα αυτά αντιμετωπίζονται περισσότερο ως αστείο, ωστόσο κάποιοι εξακολουθούν να πιστεύουν στο ανεξήγητο.» Αντέτεινα.
«Τα κακά τελώνια και πνεύματα. υπάρχουν, δεν τα βλέπουμε! Κι’ όμως υπάρχουν.»
«Πάνε πάνω από έξι χιλιάδες χρόνια που η θεία εκδίκηση αλυσόδεσε στο βράχο τον Προμηθέα και ο Ηρακλής τον ελευθέρωσε για να απαλλαγούμε απ’ αυτά τα δεσμά.» Του ανταπάντησα.
«Άλλωστε μην ξεχνάς ότι ακόμη και σήμερα αντιμετωπίζουμε την μοίρα μας σαν κάτι το αναπόφευκτο και προκαθορισμένο αγαπητέ μου.» Μου συμπλήρωσε τις σκέψεις του κι ένα αμυδρό χαμόγελο άρχισε να διαγράφεται στο πρόσωπο του.
Δεν υπήρχε στη σκέψη μου κάτι άλλο που θα μπορούσα να προσθέσω στη μακροσκελή συζήτηση για αντεπιχείρημα και ούτε το επιθυμούσα….
Διαισθάνθηκα ότι υπερέβη από τις κόκκινες γραμμές με την πλήρως αρνητική μου θέση στην συζήτηση μας και στα πιστεύω του και δεν το επιθυμούσα να χαρακτηριστώ αναιδής από τον συνομιλητή μου.
Συμφωνήσαμε ότι …διαφωνούμε! Έμεινα σιωπηλός με το βλέμμα στραμμένο στον έναστρο ουρανό αναζητώντας μία οδό διαφυγής από την συζήτηση που έγινε ασφυκτική.
Παροδικά με συνεπήρε μια συγκίνηση ενθυμούμενος παρόμοιες συζητήσεις και στιγμές από τις πιο γλύκες της μέχρι τώρα ζωής μου.
Την τελευταία χρονιά φοίτησης στην Ναυτική Ακαδημία, είχαμε την τύχη να έχουμε καθηγητή έναν νεαρό αξιωματικό του πολεμικού ναυτικού.
Η μελέτη του μαθήματος ξέφευγε από τα συνηθισμένα και διεισδούσε σε μονοπάτια σκέψης σαν τα αποψινά. Ο λόγος του σε αιχμαλώτιζε, αβίαστα κυλούσε σαν μέλι στις παλλόμενες αρτηρίες των ακροατών του που είχαν την ευτυχία να τον ακούν.
Μείναμε εκεί έξω στην πρύμνη γύρω στα δέκα λεπτά και αναχωρήσαμε για ύπνο.
«Έχουμε χρόνο να τα ξαναπούμε για το θέμα αυτό αγαπητέ μου φίλε,» Του είπα αναχωρώντας.
Ο καπετάν Επαμεινώνδας, είναι πρακτικός τρίτος πλοίαρχος του πλοίου, ένας σαρανταπεντάρης λεπτός, στεγνός, ζωντανός άνδρας, αγαπητός και χαμογελαστός, καταδεχτικός και πρόσχαρος, τόσο χαριτωμένος, που όλοι μας στο πλοίο τον αποκαλούσαν «ο καλός μας φίλος».
Εκτελώντας τις ίδιες βάρδιες, είχαμε αποκτήσει μεταξύ μας μια έκδηλη οικειότητα, κάνοντας ταυτόχρονα πολύ καλή παρέα και τελειώνοντας τις βάρδιες μας παίρναμε το βραδινό δείπνο παρέα.
Τον ενθυμούμαι που ποτέ του δεν με άφησε να τελειώσω ένα πλήρες χορταστικό γεύμα.
«Από τραπέζι είναι απαράβατος κανόνας να σηκώνεσαι πεινασμένος.» Μου έλεγε. Περνώντας τα χρόνια ομολογώ πόσο δίκιο είχε.
Φορτώσαμε ανοικτά στο πέλαγος της Νιγηρίας  και φτάσαμε στο Κουρασάο στα τέλη του Νοέμβρη. Μπορεί ο χειμώνας να μην είναι και ο βαρύτερος στο βόρειο ημισφαίριο τα τελευταία χρόνια, ωστόσο υπάρχουν κάποιες περιοχές στον κόσμο που έχουν πάντα καλοκαίρι. Μια από αυτές είναι και οι Ολλανδικές Αντίλλες στην Καραϊβική θάλασσα, και αποτελούν όπως και η ευρύτερη περιοχή, ιδανικό σκηνικό για τουριστικό προορισμό.
Ο κατάλογος με τα αξιοθέατα στις Ολλανδικές Αντίλλες είναι συναρπαστικός, σε σύνδεση με την φιλόξενη κουλτούρα των ντόπιων κατοίκων.
Τα καυτά σημεία της νυχτερινής ζωής στο Κουρασάο κινούνται σαν κινούμενες θίνες, από περιοχή σε περιοχή σε οποιαδήποτε δεδομένη νύχτα. Μπορείτε να μείνετε έξω αργά κάθε βράδυ για περιπέτεια, και έντονη νυχτερινή ζωή με χορό, κοκτέιλ και ζωντανή μουσική μέχρι το πρωί.
Ο ρυθμός και η μελωδία της κέντρο-αμερικανικής μουσικής έχουν μια αίσθηση μαγική.
Η μεγάλη τοπική «μάντρα» έχει ακόμη και τη νύχτα, πανέμορφες Κολομβιάνες κυρίες, που είναι προφανώς αρκετά δημοφιλής και μεταξύ των ναυτικών από τα πλοία που καταπλέουν στο νησί.
Εκεί γνώρισε και ο νεαρός μας ναύτης από την Κατερίνη την κοκκινομάλλα Κολομβιάνα καλλονή που του αιχμαλώτισε το νου και την καρδιά. Ήταν ψηλή και ντυμένη απλά κι άνετα, μ’ ένα σκούρο μπλε πουκάμισο , μπεζ σορτς και σανδάλια. Τα σφικτά στήθη της τσίτωναν το δροσερό ύφασμα και το σορτς μόλο που δεν ήταν προκλητικά κοντό, αποκάλυπτε ένα ζευγάρι μακριά ηλιοκαμένα πόδια στο χρώμα του μελιού. Τα μαλλιά της τα είχε τραβηγμένα πίσω, τυλιγμένα σε χοντρή κοτσίδα που έφτανε στους ώμους. Τα μάτια της ήταν σκούρα γαλάζια, η μυτούλα της αναιδής και τα χείλη της σαρκώδη και μισάνοιχτα. Ένοιωσε να βουλιάζει στα πανέμορφα υγρά της μάτια. Κάθε της βλέμμα, κάθε της άγγιγμα, ξυπνούσε μέσα του ένα ακατανίκητο πάθος, βάζοντάς τον σε πειρασμό. Δεν αστειευόταν μιλούσε σοβαρά και με ζέση γι αυτήν. Έκανε όνειρα να την στείλει στην πατρίδα του στην Ελλάδα.
«Πες σε παρακαλώ πως είναι δυνατόν να μπλεχτείς σε μια ιστορία που την θεωρώ φαντασιοπληξία;» Του απεύθυνε σοβαρά την ερώτηση ο Καμαρότος του πλοίου.
«Φαντασιοπληξία;» Μας κοίταζε έκπληκτος σαν να μην μπορούσε να πιστέψει την αντίδραση μας.
«Δεν είναι φαντασιοπληξία μου. Το κορίτσι είναι εκεί πέρα και με περιμένει.» Το δήλωνε και το πίστευε. Την ονειρευόταν ήδη στο αεροπλάνο με προορισμό την Θεσσαλονίκη.
Τα γεγονότα που στην αρχή φαντάζουν μάλλον απλά, αρχίζουν και σκουραίνουν  όταν ο εφήμερος έρωτας γίνεται υπαρξιακό συναίσθημα. Ο νεαρός μας ναύτης μέσα στο κεφάλι του φαίνεται να ζει τον δικό του μετά-εφηβικό και εντυπωσιακά ονειρεμένο κόσμο. 
Ποιες είναι οι λογικές συμβουλές και οι εναλλακτικές λύσεις που μπορείς να δώσεις σ’ ένα νεαρό που τον κατακλύζει το κεραυνοβόλο αίσθημα του έρωτα; Ίσως εκ πρώτης όψεως να φαίνεται εύκολο αλλά για δοκίμασε να θέσεις το ερώτημα στον εαυτό σου. Προσωπικά σκέφτηκα ότι όλοι μας ψάχνουμε να βρούμε μια γυναίκα που να ανταποκρίνεται σ' έναν τίμιο και σωστό σύντροφο.
Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι η μετακίνηση του νεαρού μας ναύτη από τον λουλουδιάσμενο λιβαδότοπο της φαντασίας στην πραγματικότητα θα είναι ξαφνική και δυσάρεστη.
«Οι περισσότερες κοπέλες σ’ αυτά τα μέρη που συχνάζουν οι ναυτικοί ψάχνουν για κάποιον που θα του κάνουν παρέα για τις διακοπές του. Ελπίζουν στη συνηθισμένη περίπτωση ότι θα βγάλουν κάποια καλά χρήματα και στην ακόμη καλύτερη ότι μπορεί και να είναι η ευκαιρία τους για να ξεφύγουν για λίγο από αυτή την κοινωνική μιζέρια που ζουν και να περάσουν ευχάριστα ...» Τον συμβούλεψε και πάλι ο καμαρότος.
Εγώ επικουρικά θα πρόσθετα ότι χιλιάδες είναι οι ιστορίες που έχουν γραφεί με παρόμοιους διάλογους και θα συνεχίσουν να γράφονται ακόμη.
Το πλοίο ήταν χρονοναυλωμένο στη πολυεθνική εταιρεία πετρελαιοειδών «SHELL» και τους επόμενους μήνες του χειμώνα εκτέλεσε τέσσερα συνεχόμενα ταξίδια μεταφοράς Αργού πετρελαίου από τις πετρελαιοπηγές της Νιγηρίας στις εγκαταστάσεις αποθήκευσης / εφοδιασμού των διυλιστηρίων σto Willemstad του Κουρασάο.
Μερικούς μήνες αργότερα βρισκόμαστε στην αρχή της άνοιξης του επόμενου έτους και το συμβόλαιο ναύλωσης έχει τελειώσει μετά το τελευταίο μας ταξίδι στο Κουρασάο.  
Ο ασυρματιστής του πλοίου ήταν συντοπίτης με τον πλοίαρχο μας. Στα τριάντα πέντε χρόνια του μέτριο ανάστημα συνηθισμένη σωματική διάπλαση και στρωτά ίσια καστανά μαλλιά, θα τον χαρακτήριζε κάνεις αρκετά εμφανίσιμο. Ήταν μοναχικός άνθρωπος, ακόμη και στο χωριό του ζούσε σ’ ένα απομακρυσμένο απλό σπίτι κρυμμένο πίσω από τις ελιές του κτήματος.
Είναι Κυριακή. Τις πρώτες απογευματινές ώρες η ένταση της απόγειας θαλάσσιας αύρας, ο «μπάτης» έχει αυξηθεί και η ένταση του ανέμου είχε αρχίσει να φουσκώνει την θαλάσσια επιφάνεια δημιουργώντας λευκό αφρό από κύματα.
Τις ώρες εκείνες ο ασυρματιστής του πλοίου καταφθάνει στο σαλόνι κομίζοντας τα τελευταία νέα.. 
Τα νέα μιλούσαν για προετοιμασία και ετοιμότητα του πλοίου να εκτελέσει ναύλο από Νιγηρία για Γένοβα Ιταλίας.  Νέα απολύτως δυσάρεστα για τον πλοίαρχο μας. Η απόλυτη καταστροφή για τα σχέδια του πλοιάρχου μας και την προσωπική του ελευθερία. Ήταν μια πολύ δυσάρεστη εξέλιξη.
«Ίσως είναι καιρός να φύγω για διακοπές.» Σκέφτηκε μεγαλόφωνα ο πλοίαρχος.
«Προς το παρόν δεν θα ήθελα να προχωρήσω σε καμία βιαστική ενέργεια διότι υπάρχει πάντα η έννοια του απρόβλεπτου, .» Ολοκλήρωσε τις σκέψεις του.
Όσο δυνατός και ψύχραιμος κι αν είναι κάνεις, υπάρχουν και κάποιοι που εντυπωσιάζουν μ' αυτή την απρόβλεπτη δυναμική τους και καταφέρνουν πάντα να μένουν ψύχραιμοι. Τον ζήλευα γι’ αυτό.
Με το ξημέρωμα της Δευτέρας νεώτερες πληροφορίες καθιστούσαν το πλοίο αδρομολόγητο.
(Κάθε πλοίο που ολοκλήρωσε τους όρους ναύλωσης του και είναι έτοιμο για νέα ναύλωση λέγεται αδρομολόγητο ή ελεύθερο.)
Νέες οδηγίες από την εταιρεία ήταν να πλεύσουμε με προορισμό προς Περσικό κόλπο με ενδιάμεση στάση στο λιμάνι του Κέιπ Τάουν που βρίσκεται στο ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας στη Νότια Αφρική για μερικές εργασίες συντήρησης και επισκευών.
Ομολογουμένως ο πλοίαρχος ένοιωσε βαθιά ανακούφιση τη στιγμή εκείνη που παρέλαβε τις νέες οδηγίες μέσα στο αποκορύφωμα της σύγχυσης και της έντασης που υπήρξε το προηγούμενο διάστημα. Η ανακούφιση αυτή ήρθε στο μυαλό του σαν πουλάκι που ξεπετάγεται φτεροκοπώντας στον παγωμένο ουρανό, και η παγερή αίσθηση και τα μαύρα πανιά που είχαν κατακλύσει τον νου του τις τελευταίες ώρες έγινε ικανοποίηση.
Είχαν κυλίσει ήδη δυο εβδομάδες από τις τελευταίες οδηγίες και είχαμε μπει στα χωρικά ύδατα της Νοτίου Αφρικής. Θαυμάσια βραδιά, καθαρή ατμόσφαιρα, κοιτούσα έκθαμβος στον ουρανό και έμεινα άφωνος από το πόσο ξάστερος ήταν, με την θαλάσσια αύρα να γίνεται αισθητή σε όλα τα μήκη του πλοίου, προμηνύοντας την καινούργια αυγή που έρχεται.
Στην αρχή το φημισμένο ακρωτήριο ήταν μια μικρή κουκκίδα στο βάθος του νυκτερινού ορίζοντα, άρχισε να παίρνει σχήμα και μορφή καθώς πλησιάζαμε. Μόλις το πλοίο έφτασε στην είσοδο του μεγάλου περιβάλλοντος κόλπου έκοψε ταχύτητα, παρέλαβε πλοηγό και κατέπλευσε αργά αργά στο ευρύχωρο λιμάνι του Κέιπ Τάουν. Στο αγκυροβόλιο του λιμανιού ήταν αραγμένα αρκετά μεγάλα ποντοπόρα πλοία και πολλά γιοτ, επικρατούσε συνωστισμός και φασαρία, μέχρι να προσδέσουμε στην προβλήτα επισκευών.
Η Πόλη του Ακρωτηρίου ιδρύθηκε από τους Ολλανδούς ως απλός σταθμός ανεφοδιασμού για τα πλοία τους που μετέβαιναν στην Ανατολική Αφρική, τις Ινδίες και την Άπω Ανατολή πάνω από δύο αιώνες πριν τη διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ. 
Στην προβλήτα μας ανέμενε και ένα μεγαλοστέλεχος της εταιρείας. Δυσάρεστα με εντυπωσίασαν μερικά απ' τα μέλη του πληρώματος. 
Αν έχετε δει την γέννηση της Αφροδίτης, με τη θεά πάνω στην αχιβάδα κι όλα τα αγγελούδια να κάνουν πίσω εκστατικά και θαμπωμένα από το μεγαλείο της, είναι σαν να ‘χετε δει αυτά τα πληρώματα ενός πλοίου όταν φθάνει άρτι αφιχθείς ένα ανώτερο στέλεχος της εταιρείας στο πλοίο.
Στο Κέιπ Τάουν στο πλοίο ναυτολογήθηκε επίσης άρτι αφιχθείς ο μάστρο Νικόλας, ένας νεαρός κρητικός, Τρίτος Μηχανικός. Μόλις πάτησε το πόδι του στο πλοίο βάλθηκε να καταπλήξει το υπόλοιπο πλήρωμα με τη αλέγρα φυσιογνωμία του..
Δεν ήταν παρά η τρίτη ημέρα παραμονής στην επισκευαστική ζώνη και ο μάστρο Νικόλας δεν έδωσε σημεία ζωής για δυο ολόκληρα εικοσιτετράωρα. Ο ήρωας μας πηγαίνοντας στην εταιρεία τηλεφωνίας για να τηλεφωνήσει στην πατρίδα, γνώρισε, εντυπωσιάστηκε και μαγεύτηκε από την τραγουδιστική προφορά, τα πλούσια στήθη και τις υποσχέσεις της τρυφερής αλλά επίμονης νεαρής υπαλλήλου.
Οι κακές γλώσσες λένε ότι ο ιδιόρρυθμος κρητικός όλο αυτό το διάστημα που απουσίαζε δεν είχε σηκωθεί από το κρεβάτι παρά μόνο για τις σωματικές του ανάγκες. Το διάστημα που η νεαρή ήταν απασχολημένη στην εργασία της, η μητέρα της τον απασχολούσε στο κρεβάτι τον νεαρό μας φίλο.
Τελείωσαν οι επισκευές απομακρυνθήκαμε από την προβλήτα και στραφήκαμε προς την έξοδο του λιμανιού. Πίσω μας τα έντονα φωτισμένα κτίρια της μεγαλούπολης άρχισαν να χάνονται αργά αργά μέσα στο ζοφερό σκοτάδι. Το πλοίο ανέπτυξε ταχύτητα καθώς κατευθυνόταν στον ανοικτό ωκεανό με προορισμό τον Περσικό κόλπο. Μπροστά μας το φεγγάρι ξεπρόβαλε πίσω από τα σύννεφα και εμείς αρμενίζαμε στο φωσφορικό του μονοπάτι.
Το πλοίο έφτασε ανοικτά από τα στενά του Hormuz το μεσημέρι της δωδέκατης ημέρας από την αναχώρηση μας από το Κέιπ Τάουν. Η θάλασσα ήταν λάδι, ο ουρανός είχε το χρώμα του ατσαλιού. Σκέφτηκα πως έχουμε σταθεί υπερβολικά τυχεροί σε ότι αφορά τον καιρό. Ήταν η εποχή της έναρξης των μουσώνων και η ένταση των ανέμων σ' αυτά τα μέρη φτάνει συχνά σε θυελλώδης καταστάσεις. Οι μουσώνες στη Αραβική χερσόνησο κρατούν μεγάλο χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα η θάλασσα γίνεται πολύ επικίνδυνη ακόμη και για μεγάλα πλοία.  Εκτός από δυο ανούσια βροχερά χαμηλά βαρομετρικά, με υγρασία και πυκνές ομίχλες που ήλθαν από τον ωκεανό ο τελευταίος μήνας πέρασε ανώδυνα. Σε αυτή την περιοχή, αν και βρέχει σπάνια, η ομίχλη του ωκεανού παρέχει επαρκή υγρασία για να ευδοκιμούν πολλά λιβάδια, θάμνοι και μερικοί δασότοποι.
Αφού επιλέξαμε, το κατάλληλο σημείο ρίξαμε την Άγκυρα στα εξήντα μετρά βύθισμα περίπου, τρία ναυτικά μίλια μακρυά από την πλησιέστερη ακτή και αγκυροβολήσαμε εν αναμονή ναύλου.
Έχουν ήδη περάσει δέκα μέρες και παραμένουμε στο αγκυροβόλιο άπραγοι εν αναμονή ναύλου.
Την δεκάτη ημέρα με το πρώτο φως της αυγής αποπλεύσαμε με την σωστική λέμβο του πλοίου που απομακρύνθηκε με νωχελική χάρη από το πλοίο βάζοντας πλώρη προς την πλησιέστερη βραχονησίδα, αρματωμένοι με αρκετά σύνεργα ψαρικής. Στα απόνερα της λέμβου αναρριπίζονταν φωσφορικοί ιριδισμοί, σαν διαμαντένιο κομπολόι πάνω στα γαλάζια νερά.
Ήταν ένας άτυπος διαγωνισμός ψαρέματος για μια παρέα έξι ατόμων. Μια μικρή ανάπαυλα να ξεφύγουμε από τα συνηθισμένα και καθημερινά.
Ο ήλιος έγερνε προς τη δύση τώρα, μια μεγάλη πυρακτωμένη σφαίρα στον καθαρό ουρανό, έβαφε πορτοκαλή τον ορίζοντα και ρόδινη τη στιλπνή επιφάνεια των βράχων. Είχαμε ψαρέψει όλη μέρα ο ένας πλάι στον άλλο κουτσομπολεύοντας τους συναδέλφους μας και σχολιάζοντας διάφορα θέματα που μαθαίναμε από το ραδιόφωνο. Άλλες φορές μέναμε σιωπηλοί μερικές στιγμές, απολαμβάνοντας ο ένας τη συντρόφια του άλλου. Απλώς περιμέναμε να κάνει ο άλλος την πρώτη κίνηση.
Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο παφλασμός των κυμάτων πάνω στα βράχια του νησιού, αναμειγμένος με τον ήχο από τα θαλάσσια θηλαστικά. Μερικά ιστιοπλοϊκά σκάφη ήταν ακόμη έξω ανοικτά, μακρινές σκιές κάτω από τον καυτό ήλιο του δειλινού στο νερό που είχε ένα εκτυφλωτικό μπλε σμαραγδένιο χρώμα, αποτέλεσμα ίσως των ορυκτών κοιτασμάτων στον κοραλλένιο βυθό, μια απόχρωση που θα νόμιζες ότι υπάρχει μόνο στις διαφημίσεις. 
Οι τελευταίες ακτίνες του ηλίου κρύφτηκαν δειλά πίσω από τις κορυφογραμμές των βουνών. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει ο ουρανός θαρρείς από τη θλίψη του, και οι φώκιες εγκατέλειπαν τα καταφύγια από τις σπηλιές έβγαιναν για κυνήγι, καθώς παίρναμε το δρόμο της επιστροφής για το πλοίο. Φθάνοντας ανεβάσαμε τα ψάρια στο πλοίο με τη βοήθεια του βιντσιού της πρύμνης. Ο μάγειρας παρακολουθούσε την επιχείρηση σκυμμένος στην κουπαστή, χωρίς να μπορεί να διαχειριστεί την ανυπομονησία του. Μόλις ακούμπησε το κιβώτιο στο κατάστρωμα της πρύμνης και διέκρινε το περιεχόμενο στο πρόσωπό του είχε ζωγραφιστεί ένα τεράστιο χαμόγελο ικανοποίησης. Αμέσως έδωσε εντολή στο βοηθό του και στα καμαρωτάκια του πλοίου να μεταφέρουν την πλούσια ψαριά στην κουζίνα.
Τις επόμενες ημέρες το πλοίο ναυλώθηκε, φορτώσαμε crude oil από το λιμάνι Port of Mina Al Ahmadi,  το major port in Kuwait στο Περσικό κόλπο και αποπλεύσαμε με προορισμό το Vopak Terminal Europoort (Rotterdam), στον λιμένα του Ρότερνταμ στις κάτω χώρες.
Στο Ρότερνταμ το πλοίο αφού ολοκλήρωσε την εκφόρτωση εισήλθε στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του  Verolme yard, located in Rotterdam's Botlek harbor, ξεκινώντας να πραγματοποιήσει την επιθεώρηση πενταετίας (special survey), που περιλαμβάνει εκτεταμένες επισκευές και ελέγχους κατά τη διάρκεια του δεξαμενισμού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το πλοίο να παραμείνει εκτός ναύλων για μερικές εβδομάδες, σύμφωνα με το πρόγραμμα δεξαμενισμού του.
Στον λιμένα ο πλοίαρχος με τις απαραίτητες γνώσεις του και διασυνδέσεις απευθύνθηκε στην αγορά του Ρότερνταμ σύμφωνα με τα σχέδια που είχε ήδη καταστρώσει από καιρό και βρήκε αυτό που ζητούσε.
Ήταν ένα τζενεραλάδικο 4.500 τόνων που όπως μου είπε καθελκύστηκε το ’67 σε Δανέζικα ναυπηγεία με πολύ καλό εξοπλισμό. Η πολύ καλή ντιζελομηχανή του έδινε υπηρεσιακή ταχύτητα δεκατεσσάρων μιλίων, σκάφος ιδανικό για τους λιμένες της μεσογείου θαλάσσης.
Υπήρχε μόνο ένα μικρό πρόβλημα. Ανέμενε κατ' αρχήν την δικαστική εξέλιξη με τα ασφάλιστρα από το «ολική απώλεια» του σκάφος του στην Αδριατική θάλασσα και λόγω της εκκρεμότητας αυτής υπήρχε δυσκολία να προστρέξει σε τράπεζα για δάνειο. Γνωρίζοντας ότι τόσο εγώ όσο και ο Τρίτος πλοίαρχος με σκληρή δουλειά στο πλοίο είχαμε αποκτήσει ένα μικρό «κομπόδεμα» στην τράπεζα, το οποίο ήταν εν γνώσει του.
Μας ζήτησε την συνδρομή στο επιχείρημα του με την ανάλογη συμμετοχή μας σ' αυτό το επιχειρηματικό σχέδιο. Να συμμετάσχουμε τόσο οικονομικά όσο και στην επάνδρωση του. 
Ακούγοντας την πρόταση του πλοιάρχου θα πρέπει να παρουσίαζα κωμικό θέαμα έτσι όπως έχασκα με το στόμα ορθάνοιχτο, γιατί άκουσα διπλά μου το πνιχτό γέλιο του Τρίτου πλοιάρχου.
Δεν τον ρώτησα που βρίσκει το αστείο. Απλώς ένοιωθα σαστισμένος και απορημένος. Και πολύ μάλιστα.
Το ξυπόλητο αγόρι μέχρι χθες δεν είχε εθιστεί σ αυτόν τον τρόπο σκέψης. Το οικονομικό πλαίσιο στα εμπορικά αλισβερίσια με τους ανθρώπους δεν ήταν νοητό στον τρόπο ζωής μου. Δεν το κατανοούσα συναισθηματικά.
«Ρεαλιστικά θεωρώ ότι με υπερβαίνει η πρόταση σου» είπα.
«Σοβαρά; Εκπλήσσομαι! Επιτρέπεται να μάθω τους λόγους;» Με ρώτησε ο πλοίαρχος.
Προσπάθησα να ζυγίσω τα πράγματα αναγνωρίζοντας ότι η πρόσφορα του έχει πιθανότητα μία πολύ ελκυστική προοπτική.
Δεν είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι υπάρχει λάμψη και θέλγητρο να βρεθώ κάποια στιγμή της ζωής μου συμμέτοχος σε πλοιοκτησία. Θεωρούσα ότι εγώ δεν έχω ταλέντο για τέτοιου είδους ενασχολήσεις, αντιθέτως είχα σε μεγάλη υπόληψη τις ικανότητες του πλοιάρχου, και αυτό ήταν διαπίστωση που την είχα αποκτήσει με τον καιρό.
Ο πλοίαρχος λατρεύει αυτό που ονομάζεται ρίσκο της αγοράς με μια ζέση που σε άλλες εποχές επιφυλασσόταν στη θρησκεία. Προσπάθησε πολλές φορές να αποκτήσει δικά του πλοία.
 Παρ, όλο που δεν είμαι προκατειλημμένος για την ακεραιότητα του, στο πίσω μέρος του μυαλού μου υπήρχε μια αμφιβολία, που ζητούσε επιβεβαίωση γι’ αυτό.
Ένοιωθα να βυθίζομαι στις σκέψεις μου, σα ν’ αναζητούσα την κατάλληλη αόρατη συμβουλή ώστε να υποστηρίξω με κατάλληλα επιχειρήματα την άποψή μου χωρίς να τον προσβάλλω.
Ο πλοίαρχος αντιλαμβανόμενος τους δισταγμούς μου και την αναποφασιστικότητα μου προσπάθησε να με βγάλει από το στιγμιαίο ονειροπόλημα.
«Λοιπόν άκου νεαρέ μου. Κάθε σκέψη που κρατάς στο μυαλό σου σε κατάσταση σιωπής είναι κι εντολή, γιατί δεν υπάρχει χώρος για άλλες σκέψεις να την ανταγωνιστούν.  Σήμερα δεν έχω διάθεση να συζητήσουμε τα διλήμματα της λογικής σου. Αυτές οι εμπειρίες ανήκουν σ’ ανθρώπους με άλλη διάθεση.» Μου είπε.
Το αποτέλεσμα ήταν η επαγγελματική συνεργασία μας σε εταιρική βάση έμεινε μόνο στους διαλόγους, ναυάγησε από δική μου και μόνο άρνηση να συμμετάσχω στο εγχείρημα, και η δίκη μου άρνηση παρέσυρε στη συνέχεια και τον Τρίτο πλοίαρχο να αρνηθεί με αποτέλεσμα και η απόκτηση του πλοίου δεν έλαβε αίσια κατάληξη παρά την έντονη επιμονή του πλοιάρχου μας.
«Τι μαθαίνω; Μεγάλη καρδιά! και γενναιόδωρος!» Μου πετάει ο κάπτεν την ώρα που αναχωρούσα από το γραφείο του.
«Μπορείς να γίνεις πιο σαφής κάπτεν;»
«Για την όμορφη κοπελιά από το ελληνικό μπαρ λέω.»
«Πρόλαβα και έγινα βούκινο;»
«Τα νέα ταξιδεύουν γρήγορα και διαδίδονται πολύ εύκολα, και οι κακές φήμες ακόμα πιο γρήγορα.»
«Τι να γίνει Κάπτεν. Όποιος θέλει γυναίκες μιας βραδιάς, θα πληρώσει, μόνο αυτές προσφέρονται. Υπάρχουν χιλιάδες όμορφες νεαρές γυναίκες εκεί έξω που είναι πρόθυμες να κάνουν τα πάντα για έναν άντρα που θα τις βοηθήσει να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους. Ζήσε τα νιάτα σου και σπάσ' το κουμπαρά σου με συμβούλευε ο σοφός τυφλός παππούς μου κάπτεν.»
Η Κλέλια...  Η περί ου ο λόγος που πέταξε τη μπηχτή ο κάπτεν. Έτσι περίπου είχαν τα πράγματα, όταν γνώρισα τη Κλέλια σε ένα κέντρο διασκέδασης του Ρότερνταμ. Το Ρότερνταμ είναι αυτή η πόλη, που είναι πάντα φωτιά και λαύρα, τόπος και πατρίδα των ερωτικών οργίων του κάθε ναυτικού, όταν έρχεται επιτέλους η ώρα να πάρουν σάρκα και οστά τα όνειρα και οι λαχτάρες του, που τις μάζευέ λίγο-λίγο στα απέραντα πλάτη της ανοιχτής θάλασσας. Το  λιμάνι του Ρότερνταμ (Haven van Rotterdam) είναι το μεγαλύτερο λιμάνι στην Ευρώπη, αφού λειτουργεί ως πύλη εισόδου υπερατλαντικών και όχι μόνο αγαθών στη συγκεκριμένη ήπειρο. Βρίσκεται  στις όχθες του ποταμού Nieuwe Maas και αποτελεί από μόνο του, ένα αξιοθέατο για τη πόλη του  Ρότερνταμ. 
Υπάρχουν πολλά ωραία νυχτερινά κέντρα και μπαρ στο Ρότερνταμ όπου μπορείτε να δοκιμάσετε την τύχη σας για να βρείτε σεξ. Το Katendrecht place ήταν ένας δρόμος σε ένα βιομηχανικό μέρος της πόλης με τις πόρνες του δρόμου να περπατούν εκεί.
Έτσι μας βρήκε το βράδυ μια παρέα οι τρεις τρίτοι μηχανικοί του πλοίου να σουλατσάρουμε στο Katendrecht place την κακόφημη συνοικία με τα ξακουστά «Ελληνικά μαγαζιά» όπου συνέρρεε ένα πολύβουο πλήθος κυρίως τουρίστες και ναυτικοί που ερχόντουσαν στο λιμάνι και έψαχναν τρόπους για διασκέδαση. 
Ο Γρήγορης ένας σαρανταπεντάρης πρακτικός μηχανικός με αρκετές εμπειρίες στα στέκια του λιμένα, ο Νικόλας είκοσι πεντάρης στην ηλικία μου. Αποφασίσαμε να πάμε σε ένα μαγαζί με ελληνική ζωντανή μουσική το οποίον ελόγου μου είχα αντιρρήσεις, όπως να ψάξουμε για κάτι καινούργιο αντί να κλειστούμε στο βάλτο και να πλατσουρίζουμε, διότι πίστευα ότι εκεί μαζεύονται ότι σούργελα και πατσούρια γυναίκες μπορείς να φανταστείς.
«Δηλαδή εσύ προτιμάς τα νυχτερινά κλαμπ, που παίζουν μουσική κάτι παρακμιακές μπάντες τα γεμάτα κοριτσόπουλα που πεταρίζουν τις ψεύτικες βλεφαρίδες τους για ένα κερασμένο ποτό και ένα σωρό λεχρίτες που που δεν έκαναν ποτέ την καλή και τη βρίσκουν κάπως να πηγαίνουν και να εντυπωσιάζουν τα νεαρά απρόσεκτα κοριτσάκια με φανφάρες γύρω από ιδέες επανάστασης και ρομαντικής αλητείας και κοιτάνε πώς να χουφτώσουν.» Με καρφώνει ο Γρηγόρης. 
«Να το σχολιάσω αυτό τώρα; Το παραβλέπω, γιατί δε με πολυνοιάζει και τι λένε όλοι οι άλλοι! Άλλο λέω εγώ και απορώ πώς δεν το καταλαβαίνεις!» του λέω
Ήταν σχετικά πολύ νωρίς για το ζωντανό πρόγραμμα, αργούσε, συνήθως άρχιζε λίγο πριν τα μεσάνυχτα, καθίσαμε παραγγέλλουμε τα ποτά μας. Ο Γρήγορης το ξέκοψε στην παρέα. «Εγώ δεν κερνώ γυναίκα καθότι έχω μικρό παιδί και το γάλα στοιχίζει». Παντρεύτηκε μεγάλος είχε μια κόρη δυο ετών και ήταν τρέλα ερωτευμένος μαζί της. Κάθισε δίπλα μας  μια ξανθοβαμμένη νεαρά την κέρασα ένα πότο για το μεροκάματο της. Έμαθα το μαγαζί το έχει ο τύπος που τώρα ήταν πίσω από τον πάγκο του μπαρ Έλληνας με καταγωγή από την περιοχή της Μάνης. 
Κάποια στιγμή βγαίνοντας βιαστικά και απρόσεκτα από τον ημιυπόγειο χώρο με τις τουαλέτες του καταστήματος η σύγκρουση μ' ένα θηλυκό ήταν έντονη, έπεσα κυριολεκτικά επάνω του. Η γυναίκα στηρίχθηκε πάνω μου για να μην στραβοπατήσει. Τη συγκράτησα από τη μέση και ενστικτωδώς κόλλησα τα λαγόνια μου στους γοφούς της μυρίζοντας ταυτόχρονα το άρωμα από τα μαλλιά της στο ύψος του αυτιού της.  Θεέ μου! Είδα μέσα απ’ το ντεκολτέ της. Ακόμα κι αν είχε βάλει σιλικόνη στα βυζιά της, μου φάνηκαν υπέροχα και φυσικά. Με το ζόρι μπόρεσα να ψελλίσω μια συγνώμη κι εκείνη χωρίς να πει τίποτα μου έριξε ένα βλέμμα που έλεγε «Τι να περιμένει κανείς από ένα βλάκα σαν εσένα;» κι απομακρύνθηκε βιαστικά και εγώ έκατσα στην παρέα παραμιλώντας για το θηλυκό που έβγαζε μάτια! Τι να λέμε τώρα!. Εντάξει, από θηλυκά δόξα τω Θεώ, να μην είμαστε κι αχάριστοι γιατί δεν κάνει. Όμως, ετούτο εδώ το συγκεκριμένο θηλυκό, κάτι είχε, ρε παιδί μου, που δεν το είχαν οι άλλες. Με ένα κορμί απίστευτο, όλο καμπύλες, χωρίς καμιά ευθεία, με καπούλια που προκαλούσαν σύγκρυο. Ο μόνος τρόπος που σκέφτηκα για να της πιάσω κουβέντα, ήταν να μεσολαβήσει το ξανθό θηλυκό απέναντι μου. 
«Ήρθε σήμερα. Δεν είναι τακτικός θαμώνας. Είναι Σάββατο και συνήθως έρχεται τα Σάββατα στο μαγαζί.» μου λέει.
«Κονσομασιόν κάνει η κυρία;» τη ρωτάω.
«Στο τραπέζι για παρέα συνήθως έρχεται. Για τα υπόλοιπα δεν ξεύρω, ρώτα την ίδια.»
«Έλα τώρα! Αφού ξέρεις καλά πως λειτουργούν τα πράγματα. Εδώ ηρθαμε να πιούμε, να χαλαρώσουμε, αναζητοντας την γυναικεία συντροφιά, δεν μιλαω απαραίτητα να καταληξουμε στο κρεβάτι.»
«Καμιά φορά περιλαμβάνει και το σεξ! Εξαρτάτε απ' τον πελάτη.»
«Κι εγώ πως σου φαίνομαι μωρό μου; Δεν κάνω για πελάτης; Δεν περνάει η μπογιά μας; Δεν λέω, ότι είμαι ο Ροκ Χάτσον στα νιάτα του, αλλά κι εμείς δεν έχουμε, δα, και κανένα κουσούρι.»
«Καλός είσαι! Εμένα μου κάνεις.»
Κοιτώ τη νεοφερμένη και φιλοσοφώ μέσα μου. «Τώρα να έχεις μια Φερράρι και να τη βρίσκεις με Φιατάκι δεν το θέλει ούτε ο Θεός, ούτε ο Διάολος κορίτσι μου.» Δεν το λέω βέβαια, επειδή «δεν διακυβεύω τις ευγενείς αρχές μου.» Τρομάρα μου! 
Κολλώ στο αυτί της νεαρής ξεβαμμένης και της ψιθυρίζω. «Αν θέλεις να βγάλεις μεροκάματο απόψε πέσε δίπλα στο Νικολό και στο εγγυώμαι δε θα χάσεις. Αλλά βρες τον τρόπο να έρθει στο τραπέζι μας η κυρία και σε κερνώ και άλλο ποτό, διπλό αυτή τη φορά. Τι πίνεις τσάι η χαμομήλι.;»
«Βρε άντε στο διάβολο, εσύ και η ξενέρωτη! Είσαι μεγάλο καθίκι.» 
«Μωρό μου με προσβάλλεις», της λέω. «Αλλά εγώ το βλέπεις ότι σε λατρεύω, και προσβλέπω στη βοήθεια και συμπαράσταση σου. Τα πράγματα μπορούν να ειπωθούν με πολλούς τρόπους, δεν θα σου κόστιζε τίποτε να φερθείς ευγενικά και να με βοηθήσεις σ' αυτό που θέλω, χωρίς να πιαστόυμε στα χέρια. Πρέπει να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον, αλληλεγγύη λέγεται μωρό μου, αλληλεγγύη. Σου ζητώ λίγη αλληλεγγύη».
«Περιμένω εκείνο το διπλό ποτό για φιλοδώρημα.» μου λέει.
Την ευχαρίστησα και έκανα νεύμα στο μπάρμαν. «Τα βλέπεις; Λίγη ευγένεια και παίρνεις αυτό που θέλεις. Το «χαρτί» αγάπη μου δεν βγαίνει από τα χορευτικά σας, αλλά από τα ποτά που κερνούν οι πελάτες.» της λέω. Η ξανθιά δεν μπόρεσε να μη γελάσει.
«Έλα, μη νιώθεις άσχημα, όλοι την έχουμε πατήσει τη μπανανόφλουδα με κάποια…» με παρηγόρησε ο Γρηγόρης. «Πάντως, αν θες να μ’ ακούσεις, μακριά. Αυτές οι γυναίκες σε κάνουν να στενάζεις. Ή αν έχεις λίγα φράγκα, ξόδεψε όσα σε παίρνει μαζί της και καν' τη. Μη σε τυλίξει και σε σέρνει, κάηκες…» συνέχισε ακάθεκτος..
Μαζί με το ντάμπλ ποτό, ήρθε η κάτι από Cindy Crawford παρουσία στο τραπέζι μας. Πλησίασε αργά, φιλάρεσκα προκλητικά. Μου έριξε μια λοξή ματιά και απευθύνθηκε στην ξανθιά. «Καλησπέρα Κορίνα». Η φωνή της ήταν βραχνή, υγρή και καυλωτική.
Από εδώ είναι οι κύριοι...» μας σύστησε η ξανθιά..
Την κέρασα ποτό γνωριστήκαμε όπως γνωρίζεται ο κόσμος σε αυτά τα μπαρ με τις «κονσοματρίς.» Χάρηκα είμαι η Κλέλια!....
Βέβαια υπάρχουν πολλοί τρόποι να ξεκινήσεις μια συζήτηση. Μπορείς να πεις: «Δείχνεις cool τύπος και ήθελα να σε γνωρίσω», μπορείς να πεις: «Σε είδα όπως περνούσες και ήξερα πως θα μετάνιωνα αν δεν σου μίλαγα», ή απλά «Γεια, είμαι ο …». Τι στο καλό, είχα και έναν φίλο που ξεκίναγε με το «Με συγχωρείτε έχω χαθεί αναζητώ την οδός.... Μπορείτε να βοηθήσετε;». Κι όμως για αυτόν δούλευε.
«Κλέλια», ψιθύρισα το όνομά της σαν να δοκίμαζα τη γεύση του με τη γλώσσα μου. Είχε καθίσει τριάντα πόντους μακριά μου. Την κοιτούσα. Μεγαλείο ήταν. Άπλωσα το χέρι και άγγιξα τα μαλλιά της. Μαγεία ήταν. Τράβηξα το χέρι μου. 
«Είναι αληθινά δικά σου αυτά τα μαλλιά;» ρώτησα  
«Ναι» απάντησε. «Αληθινά είναι». Και άρχισε να με ρωτάει το ένα και το άλλο. 
«Έρχεστε συχνά στην Ολλανδία;». 
«Όχι αρκετά συχνά. Πάει ένας χρόνος από την τελευταία φορά»
«Θα μείνετε αρκετά;»
«Επτά με οκτώ μέρες».
«Μάλιστα. Ναυτικός είπατε;»
«Ασκώ το επάγγελμα του ναυτικού όπως λέτε. Ζω τώρα στην Ελλάδα.»
Ένιωθα άνετα μαζί της, σα να την ήξερα χρόνια κι απ’ ότι φάνηκε κι αυτή το ίδιο.
Κάτι μέσα μου με έτρωγε. Ήταν πολύ όμορφη γυναίκα και την ήθελα. Ήθελα να ήμαστε οι δυο μας μόνοι μας. Είναι πολλοί εκείνοι που πιστεύουν ότι οι γνωριμίες στα μπαρ δεν οδηγούν πουθενά. Ούτε σε σχέση, ούτε σε ραντεβού. Δεν ξέρω αν φταίει ότι ακόμα και το πέσιμο το ‘χουμε κάνει σύνθετο και προσπαθούμε να βρούμε τις ατάκες της χρονιάς ή να γράψουμε κείμενα ολόκληρα «πώς να καταφέρετε να τη ρίξετε». Απλά πλησιάζεις, της χαμογελάς, πετάς ένα «Αλκιβιαδης, χάρηκα» κι η χαρά είναι όλη δική σας.   
Ζήτησα συγνώμη απ' την παρέα μου τους χαιρέτισα, φύγαμε πολύ νωρίς. 
«Τον Μαλάκα! Ποιος νομίζει πως είναι;» φτύνει τις λέξεις μέσα από τα δόντια της μόλις βγήκαμε έξω στη παγωνιά της νύχτας. Στη συζήτηση που κάναμε τα είχε με τον μπάρμαν του μαγαζιού για κάποια παρατήρηση.... Μου είπε ότι στο μπαρ δουλεύει όποτε γουστάρει και γι' αυτό δεν είναι πάντα στο μαγαζί. Εγώ σκεφτόμουν ότι πριν δυο ήμερες ίσως και να ήμουν μπατίρης, όταν είχαν διαρρήξει την καμπίνα μου ληστές, την είχαν κάνει άνω κάτω αλλά τα χίλια δολάρια στην τσέπη της λερωμένης φόρμας εργασίας που ήταν πεταμένη στον καναπέ έμειναν άθικτα, δεν τα βρήκαν. Αξίζει να τα σπαταλήσουμε παρέα.
Μ’ έπιασε αγκαζέ με τις μπότες της ήταν στο ύψος μου. Η αρχική προσέγγιση επικοινωνίας μας χανόταν μέσα στις γιγαντοαφίσες και τις διαφημίσεις των περαστικών λεωφορείων.
«Που πάμε» μου λέει.
«Πεινάω σαν λύκος, λέω να πάμε στην πρώτη καλή ταβέρνα που θα 'βρούμε με καλό steak beef, αφού πρώτα πιούμε ένα ποτηράκι ζενέβα και μετά, καπάκι, μια μπίρα, εσύ αποφασίζεις που πάμε, εμπιστεύομαι την επιλογή σου και πιλοτάρεις τη διαδρομή.»
Η ζενέβα είναι τζιν, όχι τόσο φίνο και απαλό. Απόσταγμα δημητριακών που αρωματίζεται με εκχυλίσματα καρπών αρχεύθου. Πρέπει να τη ζητήσεις ειδικά από τους σερβιτόρους, επειδή τη θεωρούν πολύ σκληρή για τους άμαθους ουρανίσκους.
Φώναξε ένα ταξί. «Commercial Street, please» είπε ο Κλέλια μόλις καθίσαμε πίσω, συνεχίζοντας στα αγγλικά και ρωτώντας τον ταξιτζή αν γνώριζε το restaurant Willem van Gogh  στη συνοικία. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε απότομα και την ίδια στιγμή άπλωσα το χέρι μου στο μηρό της. 
«Τι εστιατόριο είναι αυτό;» 
«Α, θα σου αρέσει, δεν θα σε απογοητεύσει.». μου λέει. Χαμογέλασα και έστρεψα αλλού το κεφάλι. Πώς Θα μπορούσε απόψε η βράδια να με απογοήτευε; Η σκοτεινή σεπτεμβριάτικη νύχτα ήταν αποπνιχτικά υγρή. 
«Λατρεύω αυτή την περιοχή είναι ήσυχη και όμορφη. Θα το διαπιστώσεις και εσύ.» είπε ο Κλέλια και έκλεισε τα μάτια. Οι μεγάλες σκούρες βλεφαρίδες της έριχναν μακριές σκιές σαν βεντάλιες στα μάγουλά της. 
«Έχεις ξανάρθει πολλές φορές εδώ;» τη ρώτησα.
Εκείνη άνοιξε τα μάτια και με κοίταξε, με τις λάμψεις από τους φανοστάτες και τα φώτα νέον να αντανακλώνται στο βαθύ μελένιο τους. 
«Μερικές φορές». 'Ήθελα να την ρωτήσω αν είχε καθίσει και σε άλλα ταξί, με την ατμόσφαιρα φορτισμένη από άδηλες υποσχέσεις και με το ανδρικό χέρι στους μηρούς της.  Αλλά δεν είχε σημασία. Μια βραδιά με τη Κλέλια σε τούτη την πόλη ήταν πολύ δελεαστικά για να χάνω τον χρόνο μου με ανόητες ζήλιες και ανώφελες σκέψεις. Βρισκόμασταν μαζί εδώ τώρα. Με το χέρι μου στο μηρό της. Στρίψαμε σε μια λεωφόρο, σταματήσαμε στο κόκκινο φανάρι και σύντομα βρεθήκαμε σε μια πανέμορφη γειτονιά. Τα σοκάκια έγιναν πιο στενά. Η άσφαλτος έδωσε τη θέση της σε λιθόστρωτο κάτω από τις ρόδες του αυτοκινήτου. Σταματήσαμε σε μια διασταύρωση περιμένοντας να περάσει ένα όχημα που ερχόταν από τα δεξιά. Έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα να χαθώ μέσα στους ήχους. Γέλια, ήχοι, έντονες συζητήσεις και μουσική. Παντού μπαρ, ρεστοράν και καφέ.  Ήθελα να πιάσω το χέρι της Κλέλιας και να το σφίξω στο δικό μου, να την κοιτάξω βαθιά στα μάτια και να της πω πόσο υπέροχη ήταν, και πόσο χαιρόμουν που βρισκόμουν εδώ μαζί της. Αλλά είχα αποφασίσει να μην πάρω καμία πρωτοβουλία. Να μην πιέσω καθόλου τα πράγματα. 
«Εδώ είναι» είπε ο Κλέλια. «Ελπίζω να σου αρέσει. Παραδοσιακό ρεστοράν για  φίλους κρεατοφάγους και όσους ξέρουν από ποιοτικό κρέας. Εδώ σύχναζε ο Βίνσεντ βαν Γκογκ (Vincent Willem van Gogh)» μου λέει. 
Τα φωτεινά σημαιάκια που κρέμονταν από την αψίδα της εξώθυρας διατράνωναν την παρουσία του Ολλανδού ζωγράφου που βίωσε το «παράδοξο» που δεκάδες κορυφαίοι καλλιτέχνες έχουν βιώσει.  Εν ζωή, το έργο του δεν σημείωσε σχεδόν καμία επιτυχία ούτε ο ίδιος αναγνωρίστηκε ως σημαντικός καλλιτέχνης. Ωστόσο, μετά το θάνατό του, η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα. Πλέον αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών.
Τριγύρω το ντεκόρ με άφθονο σκούρο ξύλο που φαίνεται να ακτινοβολεί ζεστασιά, τα τραπέζια μοναστηριακού τύπου από Μασίφ ξύλο καρυδί, πλαισιωμένα με χάρτινα - Σουπλά μιας χρήσης και με την προσωπογραφία του ζωγράφου τυπωμένη επάνω τους.
Οι ολλανδικές ταβέρνες προσελκύουν τους πελάτες τους με τη θαλπωρή του ξύλου και του φθαρμένου τραπεζιού, δίνοντάς τους χώρο να καθίσουν και να κουβεντιάσουν. αφήνοντας την μπίρα να κατακαθίσει σιγά σιγά στο στομάχι. Για ακόμα μια φορά, σκέφτηκα πως οι λεπτομέρειες κάνουν τη διαφορά. 
Αφού καθίσαμε κοιτάζαμε τα μενού και παραγγείλαμε «Medium Rare» ζουμερές μπριζόλες στη σχάρα. 
Άλλωστε η προμετωπίδα του μενού δεν σου έδινε περιθώρια επιλογής. «Σας προσκαλούμε στο (....) Restaurant για να δοκιμάσετε τη μπριζόλα μας και να μάθετε γιατί πιστεύουμε ότι είναι οι καλύτερες μπριζόλες που μπορείτε να βρείτε.» Τις ζητήσαμε γαρνιρισμένες με λαχανικά. 
Περιεργαζόμουν το χώρο περιμένοντας ώσπου να σερβιρίσουν τα ποτά. Σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου θα ήταν ύβρις να μη συνοδεύονται οι ζουμερές μπριζόλες στη σχάρα με κρασί. Στην Ολλανδία, όμως, ύβρις θα ήταν να μην παραγγείλεις δύο ποτήρια παγωμένη μπίρα.
Καθώς επιθυμούσα τη συνέχεια στη γνωριμία σας, άρχισα να κάνω μερικές ερωτήσεις για προσέγγιση, ερωτήσεις που ταυτόχρονα να κρατούσαν τη συζήτηση ενδιαφέρουσα και την οποία θα την απολάμβανε και εκείνη από την μεριά της. Όταν  σου αρέσει μια γυναίκα λογικό είναι να θέλεις και να μάθεις περισσότερα για εκείνη.
 «Είναι πολύ δύσκολο τελικά να αποκτήσεις το δικαίωμα στον εσωτερικό κόσμο του άλλου κι ας φαίνεται εύκολο εκ πρώτης όψεως. Να θέλεις να τον ξεγυμνώσεις μέσα του και να φωτιστούν οι μορφές του εσωτερικού του κόσμου.» Σκέφτομαι και ταυτόχρονα αναρωτιέμαι, γιατί σύμφωνα με το κριτήριο μου, μια πολύ νέα γυναίκα, σαν παρουσία λίγο Άννα Μανιάνι, λίγο Σοφία Λώρεν, ποια είναι η σχέση της με το «κονσομασιόν» και την κακόφημη συνοικία Katendrecht place. 
Ηρωίδα σε θεατρικό έργο του Πιραντέλλο τη φαντάστηκα, ντυμένη μόνο με εξαιρετικής ποιότητας λύκρα και με γαλλική δαντέλα μαύρο κομπινεζόν που διατηρούσε ακμαία τις ελπίδες της για έναν καλό άντρα. Δεν ήμουν εγώ αυτός ο καλός άντρας, αλλά τώρα δίπλα της σ' ένα τραπέζι σ' αυτό το ωραίο μέρος στο Ρότερνταμ με συνέπαιρναν αυτές οι τόσο θελκτικές καστανόξανθες τούφες στα χρυσοκάστανα της μαλλιά. 'Ήταν λες και περίμενα μέσα μου εκείνο το χρώμα των μαλλιών της δεκαετία ολόκληρη... ίσως κι ακόμα παραπάνω για να γίνω και εγώ έρμαιο της ανάγκης της και της ομορφιάς της και εκείνη να υποκύπτει στις ερωτικές μου διαθέσεις. Μπορούσα να τη φανταστώ να ξεδίνει μαζί μου μ' ένα σωρό τρόπους, και σίγουρα δεν ήμουν ο πρώτος που τον αφήνει να βάλλει το φαλλό του στο αιδοίο της.
Κατέφθασαν τα πιάτα συνοδευόμενα με δυο έχτρα σουπλά επίσης με την προσωπογραφία του ζωγράφου τυπωμένη επάνω τους και ένα νούμερο τυπωμένο επάνω τους, με μια μονάδα διαφορά μεταξύ τους, έξι χιλιάδες κάτι.
«Είναι ο αριθμός των πελατών που απόλαυσαν μια μπριζόλα τους δεδομένου ότι διατηρούν αυστηρά πρότυπα.» Με ενημέρωσε η Κλέλια. «Το σουπλά το παίρνεις σουβενίρ.»
Είχαμε πιει και οι δυο μας απ΄ ένα ποτηράκι ζενέβα και μετά καπάκι μια μπίρα, και πάνω απ΄ το μισό το μπουκάλι το κρασί, και η Κλέλια είχε έρθει στο κέφι, ξαναγέμισε τα ποτήρια. Έλαμπαν και τα ματάκια της, το κατέβαζε μια χαρά το κρασί. Όπως συζητούσαμε στοές έσκαψα πάνω της να μου πει δυο λόγια για εκείνη. 
«Για μένα ήρθαμε να μιλήσουμε; Τι θες τώρα να μάθεις δηλαδή; Πότε έχασα την παρθενιά μου;»
Της πιάνω το χέρι. «Απλά μίλα μου!»
Και εκείνη άνοιξε διάπλατα ένα παράθυρο μέσα της και ξεχύθηκαν λόγια αγαλλίασης που φύλαγε σε μια κρυψώνα και τ’ άπλωσε μπροστά μου όσο μπορούσε καλύτερα. Θάλασσες απ' αναμνήσεις ξυπνάνε την καρδιά της απ’ τη λήθη. Το σκανταλιάρικο δαιμόνιο του οινοπνευματος την είχε γυρίσει πίσω στα παλιά, είχε γινει τρυφερή, ανοιχτόστηθη, άναψε ένα τσιγάρο κι άρχισε να βγάζει καπνούς δαχτυλίδια.
Τέτοιες στιγμές όλες οι πόρτες της γυναίκας είναι ανοιχτές, οι φρουροί έχουν αποκοιμηθεί κι ένας καλός λόγος είναι παντοδύναμος, σαν το χρυσάφι ή σαν τον έρωτα. 
Ο νους της πέταξε ψαχουλεύοντας! Μια απλή συνηθισμένη ιστορία είναι και η δική της. Μια όμορφη νέα γυναίκα, που γίνεται έρμαιο της ανάγκης της και της ομορφιάς της. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς της χώρισαν όταν ήταν δέκα χρονών.
«Έχεις αδέρφια;» τη ρώτησα.
«Μια πολύ μικρότερη αδερφή από άλλο πατέρα. Δεν ήταν και πολύ καλή στο να διαλέγει άντρες η μητέρα μου. Εγώ έφυγα από το σπίτι όταν ήμουν δεκαοκτώ.»
Ένα κοριτσόπουλο πήγαινε από τραπέζι σε τραπέζι πουλώντας κόκκινα τριαντάφυλλα. 'Όταν έφτασε σ' εμάς, κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου και το κορίτσι συνέχισε τον δρόμο του. 
Το άδειο ποτήρι της αντικαταστάθηκε τώρα από ένα ακόμη ποτήρι κρασί. Όπως είχαμε πέσει με τα μούτρα στις λιχουδιές συνειδητοποίησα ότι δεν είχα κοιτάξει το ρολόι από τη στιγμή που φύγαμε από το κέντρο διασκέδασης. Καθίσαμε καμιά ώρα ακόμη αφού τελειώσαμε το φαγητό. Δεν καταφέραμε να τα φάμε όλα. Πίναμε και μιλούσαμε. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε την ένιωθα όλο και πιο  ελεύθερη τόσο από το αλκοόλ όσο και από όλες αυτές τις εύθυμες στιγμές μας και με κατέκλυζε ένα αίσθημα ικανοποίησης. Βεβαιώθηκα και πάλι πόσο η ευτυχία είναι πράγμα απλό, ένα ποτήρι κρασί, και ένα όμορφο κορίτσι δίπλα σου!
«Δε σκέφτηκες ποτέ σου να παντρευτείς να κάνεις παιδιά. Όλες οι γυναίκες αυτό δε θέλουν;» ρώτησα ύστερα από λίγη ώρα.
Η Κλέλια δε με άκουσε, ένας Θεός ξέρει σε τι πέλαγα αρμένιζε ο νους της και δεν μπορούσε να την φτάσει η φωνή μου. Άπλωσα το χέρι, την άγγιξα και τη ξαναρώτησα. Τινάχτηκε. Μ΄άκουσε, κούνησε το κεφάλι της αρνητικά..
«Δεν νιώθω ότι είμαι έτοιμη για κάτι τέτοιο.» μου αποκρίθηκε «Το παιδί είναι ευθύνη. Εγώ δε μπορώ να προσέξω καλά- καλά τον εαυτό μου. Άλλωστε δε βιάζομαι να μεγαλώσω.»
«Ε, από ότι γνωρίζω αυτό δε γίνεται. Μόνο οι πεθαμένοι δε μεγαλώνουν.»
Είχαμε έρθει κι οι δυο στο κέφι, όχι τόσο από το πολύ κρασί όσο από την πολλή μέσα μας ανομολόγητη ευτυχία. Αναστέναξε βαθιά και άναψε καινούριο τσιγάρο! «Μιλάει εύκολα κανείς μαζί σου» σχολίασε η Κλέλια. «Σου αποκαλύπτω πράγματα που δεν λέω συνήθως στους άλλους». 
«Περίεργο. Κι εγώ έτσι νιώθω. Τι να σημαίνει;» Την ίδια στιγμή που το είπα αυτό συνειδητοποίησα πως ήταν ψέμα.
«Ίσως να μοιάζουμε αρκετά. Εσύ έχεις αδέρφια;» με ρώτησε και με το χέρι της έσπρωξε πίσω τα μαλλιά της, αλλά οι αφέλειες έπεσαν αμέσως ξανά στο μέτωπό της.
Από μικρή όπως πολλά κορίτσια της άρεσε να τραγουδά και να χορεύει. Μόλις είχε κλείσει την εφηβεία της όταν βρέθηκε να γυρίζει εδώ εκεί μ' ένα Ελληνικό μουσικοχορευτικό συγκρότημα... ακόμη και Μέση Ανατολή . 
«Άλλα όνειρα είχα! Ώσπου το εγκατέλειψα. Η τύχη χτυπάει την πόρτα σου μόνο μια φορά, αλλά η ατυχία επιμένει πολύ περισσότερο. Σήμερα στα είκοσι πέντε μου αλλιώτικα μου ήρθανε βλέπεις! Βηρυτός-Katendrecht place ένα τσιγάρο δρόμος είναι και τον περπάτησα με πληγές που δεν τις κλείνει ο χρόνος.»
«Θεσσαλονίκη …  μουσικοχορευτικό… κορίτσια… Μέση Ανατολή … . Μη μου πεις ότι  ήσουν στο μουσικοχορευτικό συγκρότημα του μαέστρου Γ.  Σπάρτακος με τα κορίτσια του;»
«Εσύ που τον ξέρεις!» Με ρωτά έκπληκτη, σημάδι ότι μάλλον βρήκα στόχο.
« Έχουν περάσει πέντε με έξι χρόνια. Ήταν το τελευταίο καλοκαίρι πριν πάω στρατιώτης. Δέκα-εννιάχρονος δουλεύω σ’ ένα μπαρ-ρεστοράν στα Καμένα Βούρλα. Την ίδια εποχή ήταν εκεί και η μπάντα του πιανίστα μας με τέσσερα πέντε κοριτσόπουλα και παρουσίαζε πρόγραμμα. Στο ξενοδοχείο κάνει τις διακοπές του και ένα νιόπαντρο ζευγάρι. Αυτός γύρω στα σαράντα πέντε μεγαλοεργολάβος στην Αθήνα έρχεται κάθε Σαββατοκύριακο. Η γυναίκα ήταν γύρω στα είκοσι πέντε μπουκιά και συχώριο, τύφλα να ΄χε η Κλαούντια Καρντινάλε. Η κυρία τις καθημερινές έμενε μόνη της, και για την εποχή εκείνη διέθετε και τέσσερις τροχούς, ένα καινούργιο Citroen DS 21, πολυτελές αυτοκίνητο 4-πόρτο sedan γαμήλιο δώρο του συζύγου. Και ποιος δεν την είχε ερωτευτεί.
Βρεθήκαμε μεσάνυχτα να διασκεδάζουμε μια μεγάλη παρέα στου Μαέστρου και η κυρία είναι μαζί μας στην παρέα. Δεν θυμάμαι να έχω μεθύσει άλλη φορά και δεν σκοπεύω να το επαναλάβω. Ήμουν βεβαίως απαρηγόρητος που την χαιρόταν άλλος, αλλά, όπως όλα τα στραβά στη ζωή αυτή, ο χρόνος ήρθε να το απαλύνει, και να το εξαλείψει τελείως σύντομα.»
«Δηλαδή ήσουν ερωτευμένος μαζί της.»
«Όχι, δεν ήμουν ερωτευμένος μαζί της.» Και κοίταξα προς το καβάλο μου. Αλλά αυτό το άθλιο υποκείμενο ξέρεις σε τι μπελάδες με βάζει καμιά φορά με τη βλαμμένη πείνα του.» 
Η ερώτηση μου αν αυτός ήταν ο μουσικοχορευτικός θίασος έμεινε μετέωρη κι αναπάντητη. 
Σε κάποια φάση η Κλέλια ακούμπησε και τα δυο της χέρια στην άκρη τον τραπεζιού, έγειρε και με κοίταξε για τα καλά. Εξέπεμπε ζωτικότητα! Ένιωσα δονήσεις ανάμεσά μας. Τα βυζιά της ήταν χάρμα οφθαλμών. Σηκώθηκε κι έφυγε να πάει να φρεσκαριστεί στη τουαλέτα κι είχε έναν πισινό μεγαλείο. Τον κοίταζα με λαχτάρα αυτό τον πισινό όπως απομακρυνόταν. Το μπλουτζίν της τον αγκάλιαζε και τον λίκνιζε, κι εγώ τον απολάμβανα με τα μάτια όπως απομακρυνόταν. Το κατάλαβα. Δε θα ξέμπλεκα εύκολα μ’ αυτή τη γυναίκα. Κι άλλες φορές γυναίκες που δεν ήξερα μου είχαν προκαλέσει φαντασιώσεις. Ποτέ όμως σε τόσο μεγάλο βαθμό. Όμως ήθελα και εκείνη να με επιθυμήσει. Αυτό δεν άργησε να έρθει.
Σηκωθήκαμε, πήρε την τσάντα της, εγώ βάστηξα το παλτό της και την βοήθησα για να το φορέσει.
«Σ’ ευχαριστώ! Πραγματικά ήταν ευχαρίστησή μου», μου είπε η Κλέλια. 
«Η ευχαρίστηση ήταν όλη δική μου», της απάντησα ανοίγοντάς την πόρτα της ταβέρνας και την κράτησα να περάσει. Κοντοστάθηκε καθώς πήγαινε να βγει δίστασε για μια στιγμή και μετά... μου χαμογέλασε!
Την κοίταζα απορημένος και ερωτηματικά φαίνεται, γιατί χαμογελώντας πονηρά μου είπε. «Στις μέρες μας, αν ένας άντρας ανοίξει την πόρτα για μια κυρία, είναι πιθανότατα ο πορτιέρης.»
Εκεί κοντά υπήρχε ένα καλό ξενοδοχείο. Μετά τη νυκτερινή μας έξοδο, και τη γνωριμία μας και μετά από την οινοποσία η Κλέλια είχε κολλήσει επάνω μου και σιγοτραγουδούσε στο δρόμο για το ξενοδοχείο. 
Αν ένας οργανισμός σηκώνει ένα ποτήρι ζενέβα και δυο ποτήρια μπίρα, τότε αντέχει τουλάχιστον τα διπλά. Η Κλέλια το επιβεβαίωσε με το μπουκάλι το κρασί και βγήκαμε να περπατήσουμε, έτοιμη να δεχτεί ότι, τουλάχιστον στο ολλανδικό τερέν, τα πάντα έβαιναν καλώς. Τα κανάλια σκοτείνιαζαν αλλά το αίμα που κυλούσε στα δικά της ζωτικά κανάλια τα φώτιζε το αλκοόλ. 
Όταν βγήκαμε στο δρόμο η Κλέλια έσφιξε το πανωφόρι γύρω από το κορμί της. Δυτικά από τη Maasland φυσούσε ένας ψυχρός αέρας. Ο ουρανός ήταν γκρίζος. Οι πεζοί περπατούσαν σκυφτοί με βιαστικό βήμα. Προσπεράσαμε αργούς, νωχελικούς ποδηλάτες, την ίδια στιγμή που τα αμάξια ανέπτυσσαν μεγάλη ταχύτητα, επιδεικνύοντας τυφλή εμπιστοσύνη στο ένστικτο επιβίωσης των πεζών. 
Η Κλέλια γνώριζε την περιοχή, κι έτσι εξοικονόμουσαμε χρόνο.
Περπατώντας στο δρόμο με ρωτάει! «Αν δεν ερχόμουν μαζί σου θα πήγαινες μ' αυτό το χαζοχαρούμενο σαχλοκούδουνο που κερνούσες;»
«Για σεξ και τέτοια; Όχι». 
«Γιατί;» 
«Διότι η μητέρα μου μου έλεγε ότι δεν κάνει να κάνω σεξ με γυναίκα αν δεν είμαστε παντρεμένοι». 
«Δεν κάνει;» 
«Αυτό πίστευε.» 
Η Κλέλια έβαλε τα γέλια.
Είχε αρκετή ψύχρα τέτοια ώρα…και μ' αυτή τη σκέψη την έσφιξα επάνω μου δυνατά κι εκείνη βόγκηξε.
«Σε πόνεσα;» τη ρώτησα.
«Όχι, άλλο μου έκανες.» μου απάντησε με νόημα.
«Τι άλλο;» Ρώτησα ξαναμμένος.
«Ντρέπομαι να σου πω.» Μου αντιγύρισε αυτή με νάζι.
«Θα σε κάνω εγώ να μην ντρέπεσαι.» της είπα χώνοντας τα χέρια μου κάτω απ’ το πανωφόρι και χούφτωσα με θέρμη τον κώλο της. Είχε υπέροχο γυμνασμένο κώλο. Όρθιο και σφιχτό με μέγεθος ούτε πολύ μεγάλο ούτε πολύ μικρό. 
«Καλά, εντάξει. Θα σου πω ποιος ντρέπεται. Πάμε στο ξενοδοχείο να την πέσουμε στο κρεβάτι τώρα και να δω τι γνώμη έχει αυτό το άθλιο υποκείμενο που σε βάζει σε μπελάδες». Μου λέει.
Μετά από δέκα πέντε λεπτά περίπου ήμασταν στο ξενοδοχείο. Πήραμε δωμάτιο και ανεβήκαμε. Μόλις μπήκαμε μέσα αντίκρισα μια άλλη γυναίκα. Χίμηξε επάνω μου και με μανία άρχισε να με φιλάει παντού και να τρίβεται πάνω μου. Δεν χάσαμε χρόνο και βγάζει ο ένας ανυπόμονα τα ρούχα του άλλου. Από μέσα γυμνή ήταν καυτή σαν τ’ αναμμένα κάρβουνα! Τη στιγμή που τα χέρια μου άγγιξαν το λείο δέρμα της την άκουσα να αναστενάζει, η ανάσα της έκανε την καρδιά μου σμπαράλια. Το ερωτικό μας παιχνίδι, κάποια στιγμή εκτροχιάζεται καθώς αυτοαναφλέγεται από μια άσβεστη φλόγα πάθους και έλξης.
 Ανταλλάξαμε ένα βαθύ φιλί, κι ενώ φιλιόμασταν, η Κλέλια χαμήλωσε το χέρι της προς το φαλλό μου κι άρχισε να τον χαϊδεύει αργά. Τα επιδέξια δάχτυλά της ανεβοκατέβαζαν την πόσθη του σκληρού φαλλού μου. Φιλάκι το φιλάκι, κατέβηκε μέχρι τη βάλανο, που ήταν τόσο πρησμένη, που κόντευε να σπάσει. Η λεκάνη μου  δεν είχε αναπαμό: παλλόταν από την προσμονή της συνέχειας. 
Εγώ είχα βάλει το χέρι μου στο αιδοίο της και της χάιδευα την κλειτορίδα! Φλεγόταν από πόθο. Σιγά σιγά ανασήκωσε τη λεκάνη της πάνω στο σκληρό μαρκούτσι, για να το πάρει πιο βαθιά μέσα της ήθελε να το καταβροχθίσει ολόκληρο να γίνει ένα μαζί του. Τα απαλά κουνήματα της λεκάνης της αρκούσαν για να με υποβάλουν σε μια καταιγίδα αισθήσεων. Ένιωθα τους μυς μου να πάλλονται στην παραμικρή της κίνηση, την ανάσα μου να επιταχύνεται, κρατώντας τη σταθερά από τους γοφούς. Η καύλα της Κλέλιας κορυφωνόταν και της έστελναν κύματα ηδονής σ’ όλο της το σώμα. Οι συσπάσεις του κόλπου της μεταδίδονταν στο καυλί μου που ήταν μέσα της. Η Κλέλια κατάλαβε ότι δε θα άντεχα άλλο έτσι όπως εγώ μούγκριζα, και η λεκάνη μου ανεβοκατέβαινε, τα δάχτυλά μου έσφιγγαν δυνατά τη μέση της, τα νύχια μου μπήγονταν στη σάρκα της... με δυσκολία κρατιόμουν.  Οι εκφορτίσεις διαδέχονταν η μία την άλλη σαν ριπές πολυβόλου οι οργασμοί της ξεσπούσαν κατά κύματα κι ήταν τόσο απανωτοί, που δεν ξεχώριζαν πια. Επρόκειτο για ένα συνεχές πυρ. Όλο της το κορμί συγκλονιζόταν, σπαρταρούσε με δαιμονικό ρυθμό, η κλειτορίδα της δε σταματούσε να εκρήγνυται. Ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι. Έβγαλα ένα άγριο βογκητό, σε συγχρονισμό με τις κραυγές της. Όταν σταμάτησα να χύνω δε με άφησε, συνέχισε να με κρατεί σφιχτά. Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε για ώρα και έτσι που μας πήρε ο ύπνος.
Ξύπνησα ώρες μετά! Η Κλέλια κοιμόταν ακόμη. Τα μαλλιά της ήταν απλωμένα στο λευκό προσκεφάλι. Ανάσαινε ήρεμα. Τη χάιδεψα στο μάγουλο, προσεκτικά για να μην την ξυπνήσω. Άνοιξε τα μάτια της, χαμογελώντας, κοιταχτήκαμε και συνειδητοποιήσαμε ότι κοιμηθήκαμε σφιχτά αγκαλιασμένοι. Της χάιδεψα και πάλι το πρόσωπο. 
«Τελικά του Σπάρτακου ήταν ο θίασος;»
Η Κλέλια έβαλε τα γέλια. Γελούσε όμορφα. Το γέλιο την κατέβαλε τόσο, που την έπιασαν τα δάκρυά. 
«Επιμονή ε;! Με ποιον κοιμήθηκα, με τον Ηρακλή Πουαρό, η τον επιθεωρητή Μεγκρέ;» 
«Αν προτιμάς, μπορείς να πεις ότι πλάγιασες με τον Λέμι Κόσιον». 
«Δεν τον ξέρω αυτόν». 
«Όπως αγαπάς. Πάντως μου πρόσφερες την εμπειρία της ζωής μου». 
«Ήταν πιο συναρπαστικό κι απ' την κυρία στα Καμένα Βούρλα». 
«Αυτή είχε ήδη έναν σύζυγο». 
Μόνο αργότερα, όταν η Κλέλια με τράβηξε από τα χέρια πάνω της, και ενώ τα πράγματα σοβάρευαν πάλι διέτρεξα με το βλέμμα τους τοίχους του δωματίου για πρώτη φορά, και τότε είδα πάνω από την οροφή την εικόνα με τα φριχτά, σχεδόν φωσφορίζοντα χρώματα. Ο κλασικός ηθικολογικός πίνακας που οι ευσεβείς αστοί είχαν στην κάμαρά τους για να αποφεύγουν τον πειρασμό για κάτι περισσότερο από το σχίσιμο στο νυχτικό της συζύγου ή «Θου Κύριε» για κάτι που μέχρι τότε είχαν ακούσει μόνο σε βρόμικα αστεία. Η εικόνα αναπαριστούσε τη βιβλική περιπέτεια της εξέγερσης του Εωσφόρου. Ο έκπτωτος άγγελος, προκλητικός αλλά ηττημένος στην κάτω γωνία του πίνακα, ετοιμαζόταν να ξεκινήσει την κάθοδο της μυστηριώδους σκάλας κάτω από τη θανάσιμη απειλή του σπαθιού του αρχάγγελου Μιχαήλ. 
Ξημέρωσε Κυριακή! Της είπα είμαι ελεύθερος και διαθέσιμος.  Δεν το περίμενε. Εκεί που όλα ήταν κλειδωμένα μέσα της κι έψαχνε τον τρόπο να τα ξεκλειδώσει, ξαφνικά πήρα μόνος μου τα κλειδιά κι της άνοιξα. 'Ύστερα από δευτερόλεπτα σιωπής μου είπε: «'Ελα να σε πάρω λίγο στην αγκαλιά μου».  Αποφασίσαμε να συναντηθούμε αργά το μεσημέρι, να δούμε τα μαγαζιά, να μπλεχτούμε με τον κόσμο, ίσως για να νιώσουμε πραγματικά μαζί. Περπατούσαμε κι ήταν η πρώτη φορά που κάναμε αστεία ο ένας στον άλλο. Είχε λίγο κρύο, φυσικό για την εποχή, αλλά ο ήλιος έκανε γαλάζιο τον ουρανό όταν φτάσαμε στο Euromast. Δεν έπρεπε να αφήσω το Ρότερνταμ χωρίς να επαναλάβω τουλάχιστον μία φορά ακόμα αυτή την επίσκεψη που καταξίωνε την πόλη στο μυαλό μου. 
 Αν ψάχνεται για την καλύτερη θέα της πόλης, τότε η επιλογή είναι μια και λέγεται Euromast. 
Πρόκειται για ένα πύργο παρατήρησης από μπετόν σε σχήμα που θυμίζει κατάρτι πλοίου, που σχεδιάστηκε από τον Hugh Maaskant και χτίστηκε τη διετία 1958 –1960. Αρχικά, με ύψος 101 μέτρα ήταν το ψηλότερο κτίσμα στο Ρότερνταμ, «τίτλο» που απώλεσε όταν κατασκευάστηκε το κτίριο «Erasmus MC» με ύψος 113,5 μ., το οποίο ολοκληρώθηκε το 1968. Ανέκτησε όμως τον τίτλο του υψηλότερου κτίσματος το 1970, όταν κατασκευάστηκε ο «διαστημικός πύργος» στην κορυφή του, δίνοντάς του επιπλέον ύψος 85 μέτρων. Το συνολικό ύψος του σήμερα, μετρούμενης και της κεραίας στην κορυφή του, είναι 184,6 μέτρα, ενώ το ύψος της οροφής του είναι στα 104 μέτρα. 
Ο πύργος μου θύμιζε το ανέκδοτο: πως η Ολλανδία μόνο ένα βουνό έχει, ύψους περίπου πεντακοσίων μέτρων, και οι Ολλανδοί δεν πατάνε εκεί για να μην το χαλάσουν. Είναι σαν εθνικό τους μνημείο. 
Μπορείτε να επισκεφτείτε τη πλατφόρμα παρατήρησης σε ύψος 96 μέτρα και να γευματίσετε στο εστιατόριο που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο.
Μπήκαμε σε ένα κατάστημα στο ισόγειο! Μια περίτεχνη συσκευασία σε κουτί από ξύλο και δέρμα που περιείχε τα κεραμικά ειδώλια το αγόρι με το κορίτσι που φιλιούνται σε εντυπωσιακά μπλε κεραμικά Ντελφτ, της τράβηξε την προσοχή. 
«Σ' αρέσει;» τη ρώτησα.
«Πολύ», μου απάντησε.
«Πολύ καλά θα το πληρώσω και θα το πάρεις.»
Μου 'πιάσε το χέρι και το κράτησε σφιχτά. Κοίταξα αμήχανα έξω από το παράθυρο. Σφίχτηκε πάνω μου με ένα κλάμα βουβό, να τρέχει το δάκρυ της θαμπό να τρέχει μέχρι να γίνει κρυστάλλινο και καθαρό, αφήνοντας μέσα της ουσιαστικά, χαρά, πόθο και έρωτα. Καθίσαμε λίγο εκεί ακίνητοι, να ηρεμήσει η ατμόσφαιρα από κινήσεις κι αναπνοές, μέχρι που μίλησα πρώτος. 
«Έλα, πάμε», της είπα. Μπήκαμε στο Ασανσέρ, με αγκάλιασε, χώνοντας το πρόσωπό της στο λαιμό μου. Νόμιζα πως άκουγα την καρδιά της να χτυπάει στο στήθος μου και μείναμε έτσι μεχρι που ανεβήκαμε στο εστιατόριο να γευματίσουμε.
Περάσαμε μια εβδομάδα λιγότερο ξέφρενη όλα έγιναν πιο ήρεμα, σαν να είχαμε γνωριστεί από χρόνια και η Κλέλια ήταν καταπληκτική στο κρεβάτι, εξέπεμπε την ενέργεια της ατμόσφαιρας έπειτα από μια τροπική καταιγίδα, γεμάτη υγρή θέρμη και ώριμη πληθωρικότητα. Μπορεί να μην ήταν κανένα ντελικάτο λουλούδι, πάντως είχε φινέτσα. Το σώμα της συχνά μύριζε βούτυρο κακάο εξαιτίας της αρωματικής κρέμας που χρησιμοποιούσε τακτικά για να ενυδατώνει την επιδερμίδα της. «Τι άρωμα φοράς;» τη ρώτησα, με την περιέργειά μου κεντρισμένη από την ασυνήθιστη εκείνη οσμή. «Α, αυτό!» έκανε η Κλέλια χαμογελώντας με νόημα. «Δεν είναι άρωμα, είναι απλώς η κρέμα που απλώνω στην επιδερμίδα μου κάθε πρωί. Διατηρεί το σώμα μου απαλό. Δε σου αρέσει;» «Είναι ασυνήθιστο, το ομολογώ». 
Ήταν στα τελειώματα οι επισκευές και εγώ ένιωθα προβληματισμένος και μου φαινόταν. Δεν ήταν μόνο η ερωτική έλξη, ήταν τα συναισθήματα πιο πολύ που με βασάνιζαν.
«Τι συμβαίνει αγάπη μου, σε βλέπω σκεφτικό! Θέλεις να μιλήσουμε; Θα ήθελα πριν φύγεις να μιλήσουμε σχετικά. Τι λες;»
«Εγώ...! δεν ξέρω. Είναι στ΄ αλήθεια απαραίτητο;»
«Κοίταξε» είπε διστακτικά. Το βλέμμα της ήταν καθαρό, αποφασιστικό αλλά στο βάθος διέκρινα παράκληση. Το στόμα της χαμογελούσε αλλά τα μάτια της έλεγαν άλλα.
Είχα μια μεγάλη επιθυμία να πω ναι. Όμως κάτι με έσπρωχνε να μην αποφασίσω οποιαδήποτε δέσμευση. Όχι πως περνούσαμε συχνά ολόκληρη τη νύχτα μαζί. Άλλωστε δεν ψαχνόμουν για μια νέα μόνιμη σχέση. Δυσκολευόμουν να υποδύομαι τον ερωτευμένο. Δεν έβγαζα εκείνη την απόγνωση του ανθρώπου που αναζητά μόνιμο σύντροφο. Κάναμε έρωτα, συζητούσαμε περί ανέμων και υδάτων και στη συνέχεια οι δρόμοι μας χώριζαν, μέχρι την επόμενη φορά. Για μένα ήταν από εκείνες τις σχέσεις χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς ερωτήσεις, χωρίς κανένα στοιχείο αποκλειστικότητας. Κάλυπταν κάποιες αμοιβαίες ανάγκες, τίποτα περισσότερο. Ήταν μια σχέση στην οποία ο ίδιος είχα παρασυρθεί χωρίς να το καταλάβω. Αναμφίβολα, εκείνη είχε δώσει κάποια σημάδια, είχε ανάψει, κατά κάποιον τρόπο, το πράσινο φως, αλλά μέχρι εκεί. Από την αρχή ξέραμε ότι όλο αυτό δεν θα βγάλει πουθενά. Ότι είναι ένα αδιέξοδο! Μερικές φορές απλώς έτσι έρχονται τα πράγματα. Δεν κατάφερα να βρω τις λέξεις που θα την έκαναν να καταλάβει. Δεν ήμουν σίγουρος αν υπήρχαν τέτοιες λέξεις. Κατά βάθος η αναχώρηση του πλοίου με βόλευε ήταν μια καλή δικαιολογία να αποχαιρετίσω την Κλέλια αφήνοντας πίσω μου μια παραμορφωμένη εικόνα ειδυλλιακής σχέσης.
Τέλειωσαν οι επισκευές του πλοίου και σαλπάραμε για Νιγηρία όπου φορτώσαμε με επιστροφή στη Χάβρη για εκφόρτωση. Στη Χάβρη ξεμπάρκαρα παρέα με τον Γρήγορη τον Τρίτο και τον Μάστρο Βαγγέλη τον Πρώτο μηχανικό ο οποίος αναχωρούσε από το πλοίο εξαιτίας ενός ατυχήματος που του επέφερε κάταγμα στο αριστερό του χέρι. Μείναμε ένα βράδυ στη Χάβρη και στο ίδιο ξενοδοχείο πάλι με προορισμό την επομένη το αεροδρόμιο στο Παρίσι.
Αργά το βράδυ οι τρεις μας αράξαμε σ' ένα μικρό ήσυχο μπαράκι με ελάχιστους θαμώνες κοντά στο ξενοδοχείο να περάσει η ώρα μας. Κάποια στιγμή μια ψηλή καστανόξανθη φιγούρα γύρω στα τριάντα ζήτησε να την κεράσουμε ένα ποτό. «Έλα ψυχοπονιάρη» μου λέει ο Γρήγορης, «σε μυρίστηκε όπως οι αρκούδες το μέλι.»
Η κοπελιά μου άνοιξε την ψυχή της. Ήταν απ’ την Κροατία και είχε μπλέξει ερωτικά με Έλληνα καπετάνιο με αποτέλεσμα να ταξιδεύει μαζί του στο πλοίο αλλά κάπου το ειδύλλιο στράβωσε και ο φίλτατος καπετάνιος την ξεμπαρκάρισε στον Γαλλικό λιμένα. Παρηγοριά ζητούσε σε ανδρική αγκαλιά, με χαρά δέχτηκε να έρθει να κοιμηθούμε παρέα. Σύραμε τα πόδια μας μέχρι το ξενοδοχείο. Έλα που στη ρεσεψιόν έχει βάρδια η νεαρή κοπέλα και μου κάνει τη ζωή δύσκολη.
«Η φράση άντε και γαμήσου παλιομαλάκα» δε θα μπορούσε να βρει καλύτερη απεικόνιση στο βλέμμα της κοπελιάς καθώς με αντικρίζει συνοδευόμενο από την κυρία.
«Κύριος το δωμάτιο είναι μονόκλινο απαγορεύεται η κυρία. Γενικά απαγορεύεται η κυρία.» Μου λέει, μ' ένα παγωμένο βλέμμα. 
«Γιατί λέπρα έχει; Κοντά δυο μέτρα Σλάβα μες στο κάλος.» Μου φαίνεται πως χαμογελά αρχικά στην πελάτισσα μπροστά της προτού πάρει μια κρύα, ξινή έκφραση.
Τελικά συνθηκολόγησε αφού μου χρέωσε ακόμη ένα δωμάτιο.... βρίζοντας ατόφια Γαλλικά...
Από τα άγρια χαράματα ο Γρήγορης ταρακουνάει την πόρτα του δωματίου μου. «Το σύνοδο νοσοκόμο του Πρώτου αποκλείεται να τον κάνω εγώ, γι αυτό ξεκουμπίσου και σήκω γρήγορα μην χάσουμε το αεροπλάνο». 
Σηκώθηκα ανόρεχτα. Η αλήθεια είναι ότι ήταν μια καλή δικαιολογία να πραγματοποιήσω την ιδέα που υπέβοσκε μέσα μου να μείνω δυο-τρεις μέρες στο Παρίσι. 
Την εποχή εκείνη εργαζόμουν σε VLCC πλοία και οι συνήθεις λιμένες εκφόρτωσης ήταν Πορτ-ντε-Μπουκ, (Port-de-Bouc), η Μασσαλία, ... Cap d'Antifer. ... Χάβρη  και raffineries de pétrole Ρότερνταμ.
Με την Κλέλια συναντηθήκαμε ξανά και ξανά. Με μάλωνε γιατί δεν είχα πάρει ακόμη το δίπλωμα του Δευτέρου μηχανικού. Δεν τολμούσα να την πληροφορήσω ότι μόλις πρόσφατα είχα πάρει το δίπλωμα του Τρίτου διότι μεχρι χθες στα χαρτιά ήμουν ακόμη δόκιμος μηχανικός. Ας όψονται η Σάντρα, η Πατρίτσια και το «κακό μου» συναπάντημα.
Η Κλέλια όταν ερχόταν Ελλάδα με αναζητούσε, αλλά όλως «τυχαίως» ποτέ δεν με βρήκε. Εγώ απλώς δεν αισθανόμουν τη διάθεση ούτε είχα την ενέργεια να αναζητήσω την συντροφιά της για διασκέδαση και ευχαρίστηση. Έχουν περάσει ήδη τρία χρόνια από την πρώτη μας γνωριμία, έμαθε ότι βρίσκομαι στο λιμάνι του Ρότερνταμ. Ήταν μεσημέρι που μπουκάρισε στην τραπεζαρία αξιωματικών του πλοίου. Η θέα της μου προκάλεσε μια αντίδραση τόσο έντονη, που ήταν σαν σωματικό χτύπημα. Μου κόπηκε η ανάσα και η καρδιά μου άρχισε να χτυπά, ενώ ένα κύμα παραλυτικής έκπληξης που με είχε καθηλώσει, πλημμύρισε όλο μου το είναι. Ένιωθα λες και είχα χρόνια να την δω. Την έκπληξή μου διαδέχθηκε η απόλυτη αμηχανία, όταν διαπίστωσα ότι η γυναίκα τελούσε υπό την επήρεια του αλκοόλ όταν εισήλθε στο πλοίο και σε έξαλλη κατάσταση άρχισε να φωνασκεί, να με βρίζει και να με χτυπά. Τίποτα δεν πρόδιδε την αίγλη της γυναίκας που με μάγεψε το πρώτο μας ερωτικό βράδυ, που μπροστά στη αισθησιακή παρουσία της δεν μπόρεσα να της αντισταθώ. Τίποτα εκτός.. εκτός από τα υπέροχα εβένινα μαλλιά που κάλυπταν το ταλαιπωρημένο  πρόσωπο της. Με το πλήρωμα του πλοίου που ήταν την ώρα εκείνη στο χώρο της τραπεζαρίας να βλέπει ένα πραγματικά απίστευτο και πρωτοφανές σκηνικό που έλαβε χώρα ξαφνικά. 'Όπως πάντα, η Κλέλια μου δεν έδινε δεκάρα για τα βλέμματα που της έριχναν οι άλλοι γύρω μας. «Ρε μασκαρά!, ρε καθίκι του κερατά. Το είχα καταλάβει ότι δε θέλεις να σε βλέπουν μαζί μου. Ντρέπεσαι για μένα;»  Η φωνή της είναι βραχνή και τα μάτια της υγρά από δάκρυα που δεν έχουν κυλήσει. Με αιφνιδιάζει αποκαλύπτοντας άθελά της το σκοτάδι που φωλιάζει στην ψυχή της. 
Νιώθω άβολα να την ακούω, σα να βρίσκομαι στο κέντρο επικίνδυνης κατάστασης, να βρίσκομαι σε δεινή θέση βαλλόμενος και κατηγορούμενος! Καταπίνω την αυξανόμενη έντασή μου, ακούγοντας την παθητικά όσο μιλάει. Πασχίζω να κρατήσω την αυτοκυριαρχία μου όταν άρχισα να δέχομαι τις επιθέσεις της. Πάντως «Ρε ρεμάλι,» δεν με είπε «θετικό» αυτό. Μπροστά απ' τα μάτια μου πέρασαν φευγαλέα τόσο ζωντανά οι έντονες ηδονικές στιγμές που έζησα δυο χρόνια μαζί της, συνεπαρμένος από το νεανικό μου πάθος, που τώρα βάραιναν την ψυχή μου. Από την αρχή και η ίδια είχε μια αρκετά ξεκάθαρη εικόνα για το πως ήταν η σχέση μας και με τον καιρό και εκείνη σιωπηλά είχε συμφωνήσει ότι δεν υπήρχε προσδοκία και λαμπρές υποσχέσεις για μέλλον, και δεν το περίμενα ότι θα ερχόταν και πάλι ξανά η ίδια να με βρει, όπως το έκανε παλιά.
«Κλέλια! Σε παρακαλώ ηρέμησε γίναμε περίγελος.» και με ήρεμη φωνή την ικετεύω να ηρεμήσει.
Σταματάει χάνοντας τα λόγια της. Πιάνει το κεφάλι στα χέρια της. Ακολούθησε μια αμήχανη σιωπή!
Όταν σηκώνει τα μάτια της, με ρωτάει με παράπονο. «Θα έρθεις απόψε σπίτι μου;»
«Δε νομίζω ότι θα έρθω».
Το έβλεπε, ενδόμυχα το ήξερε, το περίμενε. Η συννεφιά στο βλέμμα, η νευρικότητα στα χέρια, το σπασμένο χαμόγελο. Κοίταξε γύρω της. «Το είχα καταλάβει ότι γύρω σου υψώθηκαν τείχη. Κρίμα όμως. Τώρα πια είμαι σίγουρη. Ντρέπεσαι για μένα.»
Χαμήλωσα τη ματιά μου στο τραπέζι. Δεν μπορούσα να συναντήσω τα βλέμμα της. Μια στιγμή δισταγμού και στη συνέχεια την κράτησα τρυφερά στην αγκαλιά μου, άρχισε να ηρεμεί. Η έκφρασή της μαλακώνει, είχε χαλαρώσει, με κοίταζε ήρεμα.
«Δεν ήταν και πολύς ο χρόνος που είχα έλθει στο Katendrecht, όταν σε γνώρισα». Μου ψιθυρίζει και κλείνει τα μάτια, σαν να πρόκειται για μια ιδιαίτερα οδυνηρή ανάμνηση, και πιάνει και πάλι το κεφάλι της στα χέρια της.  «Είναι η τελευταία φορά που συναντιόμαστε, το ξέρω. Η ζωή μου δίδαξε όταν συναντάς κάποιον πρώτη φορά είμαστε ξένοι, το ίδιο κι όταν τον συναντάς για τελευταία φορά» συνέχισε.Νιώθω σαν να μου μιλάει ένα παραπονεμένο παιδί. Πρώτη φορά την έβλεπα τόσο αδύναμη, τόσο καταβεβλημένη. Ένιωσα την ανάγκη να την αγκαλιάσω να της απαλύνω τον κυκεώνα της λύπης της. Μα παρατηρώντας την εικόνα της κάτι με συγκρατούσε, και δεν το έκανα. 
Τη ρώτησα αν επιθυμεί να της βάλω να πιει έναν καφέ να ηρεμήσει. Μου έγνεψε καταφατικά, έκλεισε τα μάτια της και έπνιξε έναν λυγμό.
Έβαλα αρκετό γαλλικό καφέ από την καφετιέρα σε μια κούπα, τον έφερε στο στόμα, αλλά το χέρι της έτρεμε, που μερικές σταγόνες κύλησαν στο σαγόνι κι έσταξαν στη μπλούζα της και της έδωσα μια χαρτοπετσέτα να σκουπιστεί. Σκουπίστηκε με αργές κινήσεις. Σιωπηλά, κάθισα δίπλα της. Άφησα να πάρει μια καλή ανάσα εστιάζοντας τη ματιά μου στους γερανούς της προβλήτας. Υπήρχε ένα παράξενο συναίσθημα διάχυτο στην ατμόσφαιρα. Η Κλέλια προσπαθεί να κρύψει την νευρικότητα που διέρχεται το κορμί και ξεσπά με το τίναγμα του ποδιού, τα δάχτυλα που ανεπαίσθητα έχουν αγκιστρωθεί στη κούπα του καφέ της. Η ματιά της κινήθηκε στο χώρο. Η σιωπή της έδωσε την απάντηση που ήθελε. Σταύρωσε τα χέρια. «Πότε θα φύγετε;» Με ρώτησε με χαμηλή ένταση φωνής
«Απόψε μεσάνυχτα θα είμαστε έτοιμοι για αναχώρηση.» 
Ο χυμένος καφές άφησε άσχημους λεκέδες στη μεταξωτή της μπλούζα. 'Όχι πως είχε σημασία πια. Της έδωσα κάτι βραζιλιάνικες πουκαμίσες και την παρακάλεσα να αλλάξει γιατί η μπλούζα της τώρα ήταν λερωμένη. Κάλεσα ένα ταξί, τη βοήθησα να επιβιβασθεί και την αισθάνθηκα να με περιεργάζεται διακριτικά για τελευταία φορά. Έδειχνε και σίγουρα ένιωθε τσακισμένη, αλλά παρ’ όλα αυτά όρθωσε το ανάστημά της και μου λέει. «Όταν το σκεφτείς ωριμότερα, τηλεφώνησέ μου. Θα περιμένω».  «Ίσως», απάντησα, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο. Της χαμογέλασα σαν να ήταν όλα μια χαρά στον κόσμο και την κατευόδωσα. Φεύγοντας μου θύμισε την υπόσχεση μου και με ρώτησε εάν πήρα εκείνο το δίπλωμα του Δεύτερου μηχανικού όπως της είχα υποσχεθεί.
«Είναι τόσο σημαντικό;!» 
«Για σένα ναι!» μου λέει. Με τον τρόπο της νοιαζόταν για μένα. Ήξερα ότι ήθελε μόνο το καλό μου. 
 Έμεινα στη θέση μου κοιτάζοντάς το ταξί να απομακρύνεται. Ο κυκεώνας των συναισθημάτων που ένιωθα τη στιγμή εκείνη έκανε την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Η Κλέλια με χρειαζόταν τώρα, και όμως εγώ την είχα απογοητεύσει και απορρίψει. Ο πόνος στα μάτια της καθώς το ταξί έστριψε στην έξοδο της προβλήτας με είχε κάνει κομμάτια. 
Ίσως αν την είχα γνωρίσει στο παρελθόν πριν την Βηρυτό... «Το παρελθόν είναι πράματα που έγιναν και μένουν σαν δεδομένα. Το ανασκαλίζεις, αν έχει κάτι να σου δώσει, καλώς. Αν όχι, το προσπερνάς όταν δεν σου βγάζει κάτι θετικό. Απλά το παίρνεις σαν δεδομένο! 'Έγινε και τελείωσε...» Και φυσικά, δε μπορώ να πω πως μετανιώνω για κάτι που έκανα ή έγινε. 
Γυρίζοντας Ελλάδα το αποφάσισα και απέκτησα και το δίπλωμα του Δεύτερου. Καιρός ήταν, άφησα τέσσερα ανέμελα νεανικά χρόνια να περάσουν όπου τα πάντα έδειχναν εύκολα και λαμπερά. Η αλήθεια είναι ότι δεν απέφυγα τον πειρασμό.  Ήμουν νέος, δυνατός και υγιής. Τα έζησα δεν παραπονιέμαι παρ' όλο που δεν ήμουν τέκνο της αστικής τάξης. Μα ήταν καιρός να επενδύσω με μεγαλύτερη σοβαρότητα στον ίδιο τον εαυτό μου.
Έκτοτε με την Κλέλια δεν συναντηθήκαμε ποτέ ξανά. Δεν είχαν περάσει παρά μόλις λίγα χρόνια από την τελευταία μας συνάντηση και με μεγάλη μου λύπη έμαθα ότι έφυγε απ' τη ζωή. Μια όμορφη νέα γυναίκα, έγινε έρμαιο της ανάγκης της και θύμα της ομορφιάς της. Θεσσαλονίκη-Βηρυτός-Katendrecht place-κοιμητήριο, ένα τσιγάρο δρόμος ήταν και τον περπάτησε με πληγές που δεν τις έκλεισε ο χρόνος.
Δεν την θυμόμουν να είχε προβλήματα υγείας. Τουναντίον ήταν σκληροτράχηλη και ανθεκτική γυναίκα. Απλά κάποιοι άνθρωποι ζουν λίγο λιγότερο. 
Θυμάμαι τη μητέρα μου που μου έλεγε ότι όλα συμβαίνουν για ένα σκοπό. Η ζωή δεν είναι δίκαιη με όλους, κάποιοι απλά μένουν στην απ' έξω.
«Να ρωτήσω κάτι.» τη ρωτούσα τη μητέρα μου.
«Ρώτα.»
«Μα γιατί; Γιατί πάει έτσι η ζωή;» 
«Γιατί; Γιατί δεν ξέρω. Απλά έτσι πάει. Ο Θεός τα φέρνει έτσι.»
«Μα αφού ο Θεός μας αγαπά, έτσι δεν μου μαθαίνεις;»
«Ναι, μας αγαπά αλλά κάποτε τα κάνει όλα από αγάπη.»
«Πφφ! Τι αγάπη είναι αυτή άμα από αγάπη πεθαίνει νέος κόσμος;»
«Η αγάπη πονά αγόρι μου. Αλλά όσο πονά, τόσο πιο πολύ σε κάνει να θέλεις να ζήσεις.» 
«Καλά.» 
 Παίρνοντας το δίπλωμα του Δεύτερου μηχανικού, ταυτόχρονα γνώρισα τη βασίλισσα της καρδίας μου και παντοτινό σύντροφο της ζωής μου. Με την αμέριστη συμπαράσταση της απέκτησα και το δίπλωμα του Πρώτου στην ώρα του, δεν σπατάλησα ούτε μια ώρα παραπάνω.
Ο αγαπητός μας πλοίαρχος έγινε και πάλι πλοιοκτήτης πολύ σύντομα. Απέκτησε με συνιδιοκτησία ένα φορτηγό πλοίο μεταφοράς χύμα τσιμέντου το οποίο χρονοναυλώθηκε στην Αιγυπτιακή κυβέρνηση.
Η φύση διαθέτει πολύ ενδιαφέροντες τρόπους εξισορρόπησης των συνθηκών που διέπουν την λειτουργία της. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχυριστεί κάνεις και για τους ανθρώπινους χαρακτήρες.
 «Ο καθένας εις το είδος του και ο Λουμίδης στους καφέδες». Λέει η διαχρονικά και πάντα επίκαιρη διαφήμιση.
Είχε περάσει κάμποσος καιρός από τότε όταν τον συνάντησα και πάλι στην Ακτή Μιαούλη στον πεζόδρομο δίπλα στο περίφημο ρολόι πριν ακόμη κατεδαφισθεί.
Με μια όντως πλεονάζουσα φιλική διάθεση με ψεγάδιασε για την τότε άρνηση μου.. Με ρώτησε πως τα πηγαίνω.. Ετοιμαζόμουν να μπαρκάρω... 
«Έκανες λάθος!» Μου λέει...  και δείχνοντας μου το εμβληματικό ρολόι με σκωπτικό λόγο με μαλώνει που ήμουν τόσο πολύ αναποφάσιστος την εποχή εκείνη.. 
«Το ρολόγια και τα κορόιδα τρέχουν συνεχώς.» Μου λέει.
Έκτοτε δεν τον είδα ξανά..
Είχαν περάσει κάποια χρόνια από την τελευταία φορά που τον είχα δει. Ήταν ένα καλοκαιρινό απόγευμα που περπατώντας με την λατρεμένη μου σύζυγο και τα δυο πολύ μικρά βλαστάρια μας στην προβλήτα του λιμένος του Βόλου έμεινα να θαυμάζω πλαγιοδετημένο ένα σμιλευμένο με περίσσια μαστοριά, εξαιρετικό ξύλινο παραδοσιακό ιστιοφόρο που έχει μήκος οκτώ μέτρα περίπου, σκάφος για να σας ταξιδέψει με ασφάλεια στις ανοιχτές θάλασσες του Αιγαίου.
Πληροφορήθηκα ότι ήταν δικό του το είχε ναυπηγήσει σε παραδοσιακό καρνάγιο που το έκτισε με περίσσια αγάπη και μεράκι και σεβασμό στην παράδοση.
Ταυτόχρονα με μεγάλη θλίψη πληροφορήθηκα την απώλεια του..  
Νέος ακόμη, στα πενήντα πέντε του χρόνια τον πρόδωσε η καρδιά του.
Έφυγε για το τελευταίο του ταξίδι......,
Χάραξε πορεία στο χάρτη για την ύστατη γαλήνη….. 

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

To Proto Mparko: Anthismeni Orchidea Sti Sera

Ναυτικός! Το πρώτο Μπάρκο, Δόκιμος μηχανικός.......
Ήταν καλοφτιαγμένος, είχε εκείνα τα κλασσικά και όμορφα μεσογειακά εξωτερικά χαρακτηριστικά. Ψηλός με φαρδιούς ώμους και σώμα δεμένο. Μαλλιά, κυματιστά και πυκνά, καλογραμμένα σαρκώδη χείλη, σκούρα μελιά μάτια, λακκάκια. Ένας νεαρός άνδρας γοητευτικός, ήσυχος, σχεδόν εσωστρεφές άτομο, με μια ευγένεια, είχε περιορισμένους φίλους και πολλές ανησυχίες.
Γεννημένος πριν από είκοσι δύο χρόνια στις δυτικές παρυφές του Λακωνικού Πάρνωνα, με την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων στα μέσα της δεκαετίας του 1970-80, αναζητούσε απαντήσεις στις υπαρξιακές ανησυχίες που τον απασχολούν, στους προβληματισμούς του, στα ερωτηματικά που αναδύονται μέσα του και αναζητούν επιτακτικά απάντηση στο πως θα είναι η επόμενη μέρα στοχεύοντας σε ένα καλύτερο μέλλον.
Αναζητά απ' τον εαυτό του να δώσει απαντήσεις σε μια σειρά από προκλήσεις μέσα από την διαδρομή και τις επιλογές που θα επηρεάσουν την κατοπινή του βελτίωση της προσωπικής και επαγγελματικής του ευημερίας, χωρίς όμως να αγνοεί τους περιορισμούς του συστήματος και τις ανάγκες που του επιβάλλουν οι παρούσες συνθήκες της καθημερινής του επιβίωσης.
Αφού δοκίμασε αναζητώντας την ευκαιρία του, στο κόσμο των «χρυσών ευκαιριών» σε διάφορες πρόσκαιρες εργασίες στη στεριά, νιώθει ότι στη παρούσα κατάσταση η δουλειά του δε του ταιριάζει, δε τον εμπνέει, έχει πολλά παράπονα για αυτή, απλώς τη χρειάζεσαι γιατί τα έξοδα τρέχουν ειδικά  τις δύσκολες αυτές εποχές. Παράλληλα εκτιμώντας τις καταστάσεις, με οδύνη διαπίστωσε ότι δεν ήξερε να πουλάει τον εαυτό µου, ντρεπόταν να τους αφήνει να τον χρησιμοποιούν ως γρανάζι μιας απρόσωπης μηχανής. Οι προγονοί του στην αγκαλιά του Πάρνωνα και του Ταϋγέτου εκεί στην κοιλάδα του Ευρώτα θεωρούσαν την ανδρεία, αρετή ισότιμη του έρωτα και της αυτοθυσίας, ήθελε να πιστεύει μια σταγόνα από το DNA τους κυκλοφορούσε και στο δικό του στο αίμα.
Ήταν εδώ και κάμποσος καιρός που τον ταλάνιζε ένα κοκτέιλ ιδεών να «μπαρκάρει» ως ναυτικός. Σαν ψίθυρος στριφογύριζαν αυτές οι ιδέες στο μυαλό που τις συνοδεύουν επίμονες φιλοδοξίες να ανοίξει νέους δρόμους και να ξεκινήσει να γράφει μια άγραφη επαγγελματική ιστορία απ' την αρχή. Η ιδέα να «μπαρκάρει» του ακούγεται αρκετά δελεαστική και ενδιαφέρουσα επιλογή... 
Τη θάλασσα την αγαπούσε αλλά δεν μπορούσε με τη λογική να εξηγήσει το γιατί. Μηδέ συγγενείς στα καράβια είχε, μηδέ μεγάλωσε σε κανένα λιμάνι.... 
Και τελικά, αποφάσισε να παραιτηθεί από την εταιρία στην οποία εργαζόταν για να κυνηγήσει το  όνειρο που δεν ήταν άλλο από το να ακολουθήσει αυτό το δρόμο, το δρόμο που οδηγούσε στη θάλασσα. Οι ναυτικοί περνούσαν μεγάλα διαστήματα μακριά από τα σπίτια και τις οικογένειές τους. Παρ' όλα αυτά, οι άνθρωποι από τα πανάρχαια χρόνια έμπαιναν στον πειρασμό να ακολουθήσουν αυτό το δρόμο. 
Σύντομα βρέθηκε στην Ακτή Μιαούλη στον Πειραιά εφοδιασμένος με το Ναυτικό Φυλλάδιο και το βιογραφικό του ανά χείρας.  Είχε όλα τα τυπικά προσόντα για να αναζητήσει μια καλή θέση εργασίας την εποχή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ενδιαφέρουσα από πολλές απόψεις για τα πληρώματα.  Ήταν περιζήτητα  να επανδρώσουν τα πλοία του Ελληνικού Εμπορικού Ναυτικού. Η ανεργία στην ξηρά αναγκάζει χιλιάδες νέους αλλά και ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας να στραφούν προς τη θάλασσα. Η Ακτή Μιαούλη στον Πειραιά γέμιζε κάθε πρωί από ναυτικούς που ζητούν μια δουλειά.
Η αναζήτηση λύσης για την έξοδο από το επαγγελματικό του αδιέξοδο του φαντάζει ότι σύντομα θα αποτελεί παρελθόν, καθώς στο χέρι κρατούσε το αεροπορικό εισιτήριο για το επαγγελματικό του ταξίδι με προορισμό λιμένα του Περσικού κόλπου. Μπάρκαρε ως Δόκιμος μηχανικός σ’ ένα ατμοκίνητο γκαζάδικο εικοσαετίας.
Και καθώς τώρα νιώθει ότι ένας καινούργιος κύκλος στη ζωή του αρχίζει, με προσδοκίες για μια καριέρα στη θάλασσα, όλα έδειχναν πως η συνέχεια των σπουδών του που τόσο πολύ επιθυμούσε, ήταν πλέον ένα όνειρο παραγκωνισμένο στο χώρο της φαντασίας.
Ίσως κάποια μέρα.
Ίσως.
....Από πότε είχε να κλάψει, στ' αλήθεια, ούτε αυτός δεν θυμόταν. Ίσως από τότε, που είχε αφήσει πίσω του αρκετά επώδυνα είναι η αλήθεια μια σχετικά αδύνατη σχέση. Αλλά και τότε, υστέρα από μια μεγάλη, γεμάτη ένταση και άφθονα δάκρυα συζήτηση που αποφάσισε ότι όλα είχαν τελειώσει δεν θυμόταν να είχε κλάψει. Έτσι κι’ αλλιώς πότιζαν ένα μαραμένο λουλούδι εδώ και πολύ καιρό, και ο χρόνος αμείλικτος είχε αποδείξει ότι ήταν ένας απλός ενθουσιασμός και του ήταν αδύνατον να αγνοήσει την πραγματικότητα. Εκείνες τις γκρίζες στιγμές διαισθανόταν ότι σπαταλάει τις σταγόνες της ψυχής του σ’ έναν δεσμό χωρίς μέλλον. Έκρυψε καλά τον πόνο του, γιατί o χωρισμός είναι πάντα επώδυνος ακόμη και όταν ξέρουμε ότι είναι η σωστή επιλογή αλλά και ο χρόνος είναι επίμονος και τα γιατρεύει όλα. Και η επιθυμία του, η ανάγκη του για νέες γνωριμίες φούντωνε και πάλι μέσα του και μεγάλωνε όπως τα μανιτάρια στην υγρασία.
Έχουν περάσει πάνω από πέντε μήνες από τότε που μπαρκάρισε στο πλοίο και βαφτίστηκε στην «αλμύρα» που του διαλύει την ανεμελιά και τον φέρνει αντιμέτωπο με μια σκληρή πραγματικότητα. Συνθήκες άγνωστες πρωτόγνωρες. Συνθήκες που τείνουν να ανατρέψουν τις μέχρι χθες εμπειρίες του. Η ζωή στη θάλασσα και τα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ναυτικοί δεν είναι «παιχνίδι» για όλους. Με μία έννοια οι ναυτικοί προσπαθούν να ανταπεξέλθουν σε μια σειρά από προκλήσεις που αντιμετωπίζουν. Σκληρή σωματική δουλειά, ψυχολογική πίεση, δύσκολες καιρικές συνθήκες, δύσκολα ταξίδια, αλλά συνάμα περιπετειώδη και συναρπαστικά. Μαθαίνουν να αγωνίζονται. Αποκτούν γνώσεις, εμπειρίες, αναπτύσσουν προσωπικότητα.
Για τον ναυτικό, η θάλασσα είναι η μεγάλη αγάπη αλλά και το στοιχειό με το οποίο παλεύουν καθημερινά οι ναυτικοί για να τα βγάλουν πέρα στη σκληρή ζωή τους. Η Θάλασσα είναι μια γυναίκα επικίνδυνη, πλανεύτρα, που δύσκολα μπορεί να κατακτήσει, μια γυναίκα που μέσω της προσπάθειας του να την τιθασεύσει τη λατρεύει. Λέγεται συχνά ότι οι συγκρίσεις αυτές φανερώνουν σεξουαλική εξιδανίκευση. Εκφράζουν μάλλον μια τόσο αρχέγονη συνάφεια ανάμεσα στη γυναίκα και τα στοιχεία όσο και η ίδια η σεξουαλικότητα. Ο άντρας περιμένει από την κατάκτηση της γυναίκας κάτι διαφορετικό από την απλή ικανοποίηση ενός ενστίκτου, η γυναίκα είναι το προνομιούχο αντικείμενο μέσω του οποίου υποτάσσει τη φύση
Το τελευταίο τους ταξίδι, με αφετηρία τον Περσικό κόλπο και προορισμό λιμένες της Ευρώπης, γίνεται με τον περίπλου της Αφρικής από τα ανατολικά προς τα δυτικά.
Σε ενδιάμεσο σταθμό του ταξιδιού σταμάτησαν για ανεφοδιασμό καυσίμων στα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου. Κάποιο λειτουργικό πρόβλημα με το πλοίο του ανεφοδιασμού των καυσίμων, έγινε η αιτία να μείνουν «ράδα» στο ασφαλές αγκυροβόλιο του νησιού για περισσότερο από δυο ημέρες.
«Τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου, στον Ατλαντικό Ωκεανό, βρίσκονται δυτικά του πιο δυτικού σημείου της Αφρικής, Το αρχιπέλαγος αποτελείται από δέκα νησιά και πέντε νησάκια, τα οποία διαιρούνται σε προσήνεμες και υπήνεμες ομάδες.
Τα νησιά είναι ηφαιστειακά στην προέλευση, και όλα εκτός από τρία είναι ορεινά. Το κλίμα είναι τροπικό και ξηρό, παρουσιάζοντας λίγη παραλλαγή καθ' όλη τη διάρκεια του έτους. Οι άνεμοι είναι συχνοί, φέρνοντας περιστασιακά σύννεφα άμμου από την έρημο Σαχάρα της Αφρική στην ανατολή. Η βροχόπτωση είναι πολύ μικρή και ανώμαλη. Η βλάστηση είναι αραιή και αποτελείται από τους διάφορους θάμνους, την αλόη, και άλλα ενάντια στη ξηρασία είδη.
Οι παρατεταμένες ξηρασίες είναι ένα αυξανόμενο πρόβλημα για το μικρό αρχιπέλαγος, το οποίο δεν έχει καμία ανανεώσιμη πηγή γλυκού νερού.
Το Πράσινο Ακρωτήριο είναι συμβαλλόμενο μέρος στις διεθνείς συμφωνίες σχετικά με τη βιοποικιλότητα, την αλλαγή κλίματος, την ερήμωση, την περιβαλλοντική τροποποίηση, το νόμο προστασίας θαλασσίου περιβάλλοντος.»
Απογευματινές ώρες βρέθηκε ξένος, μοναχικός, να περιπλανάται τους ήσυχους χωματόδρομους του νησιού, χωρίς πρόγραμμα η σχέδιο στο μυαλό του. Είχε αρκετό καιρό να περπατήσει στη στεριά, σήμερα ήταν ελεύθερος όλο το εικοσιτετράωρο να περιπλανηθεί στην πρωτεύουσα του νησιού που επεκτείνεται σε έναν λόφο με θέα το μικρο λιμάνι και τον κόλπο που αγκυροβολούν τα πλοία.
Στην πραγματικότητα δεν ήταν βέβαιος τι ακριβώς επιθυμούσε, αισθανόταν απλώς να διολισθαίνει σε κάτι για το οποίο δεν ήταν καθόλου σίγουρος τι είναι.
Χαμένος στις σκέψεις του, συνέχισε την περιπλάνηση, πήρε τη δεξιά διακλάδωση που οδηγούσε σ' ένα πανδοχείο. Ο δρόμος αν και ανηφορικός ήταν ομαλός, δεν είχε σε κανένα σημείο σκαλιά ως πάνω στο λόφο κι εκείνος περπατούσε αργά αναπνέοντας το ζεστό ανοιξιάτικο άνεμο που φυσούσε πάνω από τα βουνά με ασβεστολιθικά πετρώματα και χυνόταν πέρα στους γκρίζους λόφους και στις μικρές πολυσχιδείς  κοιλάδες με τους γραφικούς τοπικούς καταυλισμούς. Κάθε τόσο σταματούσε και γύριζε να κοιτάξει γύρω του. Η μέρα ήταν πολύ ζεστή και ο ουρανός, με ένα γκριζωπό γαλάζιο, έμοιαζε να είναι ακόμη σκεπασμένος από τη σκόνη μιας αμμοθύελλας που έπληξε το νησί και της οποίας οι τελευταίες ουρές έσβηναν στη δύση. Η ατμόσφαιρα γινόταν ανάρια κι ο ουρανός πιο ξέθωρος και κάθε ώρα που περνούσε, όλο ξεθώριαζε και η σκόνη έφευγε βιαστικά για κάπου αλλού. Ο ουρανός γίνηκε πάλι ξέθωρος κι ο ήλιος έκαιγε. Μακριοί μαντρότοιχοι συνοδεύουν τους ανηφορικούς δρόμους κατεστραμμένοι σκούροι ηφαιστιογενείς βράχοι δίνουν την θέση τους σε περιορισμένα πράσινα τοπία, θαλασσινές εικόνες διαδέχονται τους φτωχούς γραφικούς οικισμούς. Μερικά καινούργια σπίτια κάνουν δειλά την εμφάνισή τους μέσα σε όλη αυτή την κατάπτωση και ροδιές, χαρουπιές, συστάδες από φραγκοσυκιές και φοινικιές δίνουν μια ποιητική νότα στο φτωχικό τοπίο. Ολόγυρα του στο βάθος όπου υπήρχε πρασινάδα σκόρπια έβοσκαν λίγα αγριοκάτσικα που σκαρφάλωναν στις φαρδιές φαγωμένες πεζούλες.
Μπροστά του στο ύψωμα υπήρχε ένα πανδοχείο που εξυπηρετούσε τους επισκέπτες του νησιού ως επί το πλείστον, και κυρίως τα πληρώματα των πλοίων που έριχναν άγκυρα στο αγκυροβόλιο για ανεφοδιασμούς καύσιμων και για φρέσκα τρόφιμα. Στάθηκε στο πλάτωμα και αγναντεύει κάτω στο αγκυροβόλιο στην υπήνεμη πλευρά του νησιού που βλέπει νοτιοδυτικά όπου ελιμενίζονταν τα πλοία. Η ατμόσφαιρα ήταν σχετικά θολή και ο μυχός του όρμου δεν διακρίνεται πολύ καθαρά από μακριά. Οι γλάροι συνέχιζαν το σιωπηλό κυκλωτικό τους πέταγμα πάνω από τα ψαροκάικα του θαλάσσιου κόλπου. Βέβαια δεν είχε έρθει εδώ να θαυμάσει τη θέα αλλά απλώς να σπαταλήσει λίγες ώρες ανεμελιάς. Καθώς λοιπόν βυθιζόταν στις αξεδιάλυτες σκέψεις του όχι από κάποια έγνοια αλλά από ένα είδος αφηρημάδας που τον κατείχε δεν είχε αντιληφθεί ως την τελευταία στιγμή πως δύο μάτια τον παρακολουθούσαν από την άκρη του δρόμου εκεί στον εξωτερικό χώρο του πανδοχείου. Ανασηκώνοντας το βλέμμα του, την είδε μπροστά του, αρκετά μέτρα μακριά του. 
Τα μάτια ανήκαν σε νεαρό κορίτσι που στεκόταν ανάμεσα στα λιγοστά δέντρα εμπρός του.... και μια ομίχλη που σχηματίστηκε από την ομορφιά της έχει μπει τώρα μπροστά στα μάτια του. Μυστήριο! Επίσης εκτός από εκείνον και το κορίτσι, βρισκόταν πολύ λίγα άτομα εκεί γύρω. Γιατί όμως τόση ερημιά; Συνήθως στο πανδοχείο όπως τον είχαν πληροφορήσει αυτήν την ώρα, είχε πολλούς επισκέπτες. Όσο ήταν μακριά την παρατηρούσε με πολύ ενδιαφέρον, όσο πλησίαζε έκανε τον αδιάφορο, έκανε σα να μην την είχε δει. Ήταν τόσο όμορφη! Ψηλή με υπέροχα βιολετί μάτια, σταρένια επιδερμίδα, κυματιστά μαλλιά που ανέμιζαν πλούσια κι έπεφταν στους ώμους. 
Βράδυνε το βήμα και πλησίασε αργά. Όταν έφτασε κοντά, το άρωμα της ερέθισε ευχάριστα τα ρουθούνια του. Γύρω τους και κοντά τους δεν υπήρχαν διαβάτες, προχώρησε έφτασε στο ύψος της και χωρίς να σταματήσει έριξε το βλέμμα του στην κατατομή της. 
Το κορμί της δύσκολα να το περιγράψει έτσι καλλίγραμμο που ήταν. Μια λυγερή σιλουέτα, λεπτή και χυμώδης, με ατέλειωτα πόδια, που έδειχναν ακόμη πιο μακριά κάτω από το κοντό λινό αμάνικο φόρεμα που φορούσε και τελείωναν σε ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια, και εάν δεν τα εμπόδιζε το έδαφος θα συνέχιζαν χωρίς τελειωμό παρατήρησε. Μια κρεολή με κορμί κορινθιακού αμφορέα, μύτη μικρή ανασηκωμένη, μάτια αθώα γκρίζα πράσινα, το πρόσωπό της ήταν χλωμό, γκρίζο, κι όμως υπέροχο, όμορφο σαν ξωτικού, πρωτόγονα αισθησιακό.  Ήταν η χλομάδα της που την’ έκανε τόσο όμορφη; Αυτός είχε πάντα αδυναμία στο εύθραυστο, στο ευάλωτο. Τα θέλγητρα της ήταν αυτό το θεϊκό αποτέλεσμα που φέρνουν οι διασταυρώσεις της Ευρώπης με την Αφρική, στις πολιτισμικές κοινωνίες. Στο πρόσωπο της φαντάζεται να αναδύεται η Αφροδίτη από τα νερά σαν ολόδροσο κύμα, σαν κατάξανθο στάχυ, μ’ έναν τρόπο που προκαλούσε ρίγη σε κάθε αρσενικό που θα τη συναντούσε. Μόλις την πλησίασε στα τέσσερα-πέντε μέτρα, του χαμογελούσε και κάρφωνε προς το μέρος του τα σκούρα βιολετί μάτια της. Φυσικά αρχικά αυτός πίστευε πως οι ματιές και το χαμόγελο απευθύνονταν σε κάποιον δεξιά, αριστερά ή πίσω του που πιθανόν να τον ακολουθούσε, ούτε μια στιγμή δεν του πέρασε η ιδέα πως προορίζονταν γι’ αυτόν.
Χρειάστηκε ν’ αναρωτηθεί: «Ποιος είναι τέλος πάντων αυτός ο τυχερός που εισπράττει αυτές τις καυτές ματιές κι αυτό το γοητευτικό χαμόγελο;» και σταμάτησε για να κοιτάξει πίσω του. Δεν είδε όμως κανένα, ούτε δεξιά ούτε αριστερά ούτε πίσω του. Σ’ ολόκληρο το χωματόδρομο ήταν μόνο αυτός!
Καθώς γύρισε πάλι μπροστά ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με την κοπέλα και ξαφνικά, βρέθηκε να κοιτάζει τα πιο έντονα σκούρα βιολετί μάτια που είχε δει ποτέ στη ζωή του. Έλαμπαν σαν σμαράγδια, την ίδια ώρα που τα μισάνοιχτα χείλη της του χάριζαν το χαμόγελο της. Έκπληκτος συνειδητοποίησε πως η ματιά της και το χαμόγελό της προοριζόταν γι’ αυτόν. 
Την έκανε εκεί λίγο πάνω απ' τα είκοσι χρόνια, καθώς στεκόταν εκεί μπροστά του όμοια με ανθισμένη ορχιδέα στη σέρα, και τον κοιτούσε κατά πρόσωπο με ένα ανυπόμονο βλέμμα και ανησυχητικό. Μια ζώνη που έσφιγγε την λεπτή μέση της αγκάλιαζε τα ονειρεμένα στήθη της. Για ένα ξένο ήταν δύσκολο να μαντέψει την καταγωγή της. Υπήρχαν σκιές στο πρόσωπο της που φάνταζαν μεσογειακές, άλλες σκιές κάποιας βόρειας φυλής και άλλες της Αλγερινής Σαχάρας. Ολόκληρη είχε μια απαλή σχεδόν καραμελένια, απόχρωση, που θύμιζε γυάλινο βάζο με μέλι κρατημένο στο φως. Το χρώμα της του έφερε στο νου, τους απαλούς χρυσαφένιους τόνους του ποταμού της ιδιαίτερης πατρίδας του, τις ήσυχες μέρες της άνοιξης όταν ο ήλιος έπεφτε στο νερό. Τον μάγεψαν οι χρυσαφιές ανταύγειες στις ίριδες των ματιών της και τα σαρκώδη χείλη της...... και το άρωμα του αλαβάστρινου κορμιού της πλανιόταν στον αέρα. 
Όλες αυτές οι σκέψεις τον παρέσυραν. Δεν ήταν όνειρο σκέφτηκε. Τότε; Θα πρέπει να ήταν φαντασίωση. Έκλεισε  τα μάτια, βέβαιος πως ανοίγοντας τα, δεν θα υπήρχε τίποτα κι όμως όταν τα ξανάνοιξε το κορίτσι στεκόταν εκεί δεν είχε εξαφανιστεί! Κοίταξε ένα γύρω είδε κάποιους να μπαίνουν στο πανδοχείο. Το πανδοχείο βρισκόταν ανάμεσα σε μια διχάλα του δρόμου που ήταν το σύνορο ανάμεσα σε δυο γειτονιές. Πλάι στο πανδοχείο υπήρχε μια μεγάλη διπλή αυλόθυρα που οδηγούσε σε μια ευρύχωρη αυλή, όπου βρισκόταν κάποια δωμάτια, και πίσω από αυτά ένα εστιατόριο με υπαίθριο μπαρ.
Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν ξανά, κοιτάξανε ο ένας τον άλλο, και μια περίεργη ζεστασιά τον πλημμύρισε. Η έλξη ανάμεσά τους ήταν πολύ δυνατή από την πρώτη κιόλας στιγμή. Τώρα την κοίταζε και αυτός στα μάτια, μα είχε χάσει τα λόγια του. Δεν υπήρχαν φράσεις που θα την περιέγραφαν τέλεια, απλά του ξεμυάλιζε τα μάτια. Κοιτάζονταν λες και ήθελαν να κατασκοπεύσει ο ένας τις κινήσεις του άλλου. Ήταν μόνοι τους, αλλά το ίδιο έκανε. Κάθε λεπτό που περνούσε έμοιαζε να δυσκολεύει περισσότερο το ξεκίνημα της κουβέντας.  Για μερικά λεπτά στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο χωρίς να μιλούν, «...και έχοντες να πουν πολλά τα λίγα δε μπορούσι...», όπως λέει ο ποιητής. Η ηρεμία και η γοητεία της νεαρής γυναίκας τον έκαναν να αισθάνεται άβολα. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι του είχε συμβεί κι εκείνη έμοιαζε να παίζει τα πιόνια στα δάχτυλα.
Πριν προλάβει ν’ αρθρώσει λέξη τον αιφνιδίασε! Ήταν εκείνη που πήρε την απόφαση και την πρωτοβουλία να σπάσει πρώτη την σιωπή.
«Hello "Γεια σου."»  Σε αργόσυρτα αγγλικά με τραγουδιστή πορτογαλική προφορά.
Η φωνή της ηχούσε σαν την πιο γλυκιά μελωδία άρπας, θελκτική σαν ζεστή μέρα καλοκαιριού. Ήταν μια οπτασία, σαν το ουράνιο τόξο με το μαγευτικό της το βλέμμα στο γλυκό δειλινό. Δεν ξέρει τι είδε στο πρόσωπό του και του χαμογελούσε αφήνοντας να φανούν τα όμορφα δόντια της ανάμεσα στα σαρκώδη χείλη της. Ήταν τόση η περιέργειά του που σκέφτηκε να περιμένει λίγο ακόμα μέχρι να του αποκαλύψει τις πραγματικές προθέσεις της. Σιωπηλός την παρακολουθούσε χαρίζοντας της και αυτός ένα αχνό χαμόγελο. Η κοπέλα περίμενε αρκετή ώρα να της απαντήσει και η παρατεταμένη σιωπή του την έκανε να στενάξει,  ενώ αυτός αναρωτιόταν πως έγινε αυτό το θαύμα. Όχι βέβαια πως δεν είχε επαφή με γυναίκες, αλλά αυτή η κοπέλα ήταν κάτι εξαιρετικό. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει, κάποιο μυστήριο υπήρχε. Τα πήγαινε καλά με τις γυναίκες, είχε αυτό που λένε «κλινικές αρετές», τις αγαπούσε, ήταν τρυφερός μαζί τους, για κάποιο διάστημα είχε δεσμό, αυτό κράτησε δυο χρόνια. Η κοπέλα του ήταν καλή σύντροφος αλλά δεν ταίριαζαν σεξουαλικά και υπέφερε μαζί του. Χώρισαν και τώρα ένιωθε ελεύθερος.
Σήμερα όμως μια αδεξιότητα δεν τον άφηνε να συγχρονιστεί, σαν αποτέλεσμα από ένα αίσθημα ισχυρό που εμφανίζεται όταν κάποιος συναντάει μια κοπέλα και δημιουργείται ένας ακαριαίος δεσμός με την πρώτη ματιά. Συλλογίστηκε την τελευταία φορά που ενδιαφέρθηκε για εκείνον ένα τόσο χαριτωμένο πλάσμα. Μια τόσο ελκυστική κοπέλα με υπέροχη φωνή. Της απάντησε στο χαιρετισμό με μια  δυσκολία. Ψάχνοντας τις σωστές λέξεις και κάτι τέτοιες ώρες οι λέξεις είναι άτιμες. Μπορεί να είχε ζήσει στα κοσμοπολίτικα Καμένα Βούρλα πέντε καλοκαιρινές σαιζόν, εκεί σαν έφηβος ενηλικιώθηκε, μπορεί ήδη να γνώριζε σχεδόν τα πάντα γύρω από το σεξ και την ανθρώπινη σεξουαλικότητα αλλά σήμερα παρέμεινε τρομερά αμήχανος απέναντι σ' αυτή τη νεαρή γυναίκα. Ιδιαίτερα όταν η έντονη σεξουαλικότητα φώλιαζε πίσω από το βλέμμα της υπέροχης νεαρής γυναίκας.
«Όμως διάβολε γιατί δεν μπορώ να αντιδράσω σαν ενήλικας να πάψω να ταράζομαι;» Αναρωτήθηκε. Και στο κάτω-κάτω το κορίτσι απέναντι του ήταν απλώς μια γυναίκα που επιθυμούσε να περάσει λίγο χρόνο μαζί της όσο το πλοίο θα έμενε στο νησί και η κοπέλα του άρεσε. Της χαμογέλασε.
Η κοπέλα απέμεινε να τον κοιτάζει προσεκτικά στο πρόσωπό του λες κι έψαχνε για κάτι σαν να του λέει κάτι μυστικό. «Είσαι απ’ το καράβι που έφτασε σήμερα;» Άκουσε ξανά την φωνή της να τον ρωτάει:... και η φωνή της ξανά και πάλι γλυκιά σαν μέλι μάλαξε τ᾽ αφτιά του...
«Ναι! Ήρθαμε στο αγκυροβόλιο για καύσιμα. Εσύ, είσαι από εδώ;» Μπράβο, βλάκα! Τι ρωτάς τη κοπέλα, δε βρήκες κάτι πιο έξυπνο να πεις, σκέφτηκε.
Η Κοπέλα χαμογέλασε  «Όντως! Κύριε…»
«Αλκιβιάδης, η απλώς  Άλκης.».
«Διδώ..... χάρηκα πολύ κύριε Άλκη.» 
Αυτός στεκόταν ακίνητος, καθώς τα μάτια του την περιεργάστηκαν από την κορφή έως τα νύχια, και δε βιαζόταν να τη χορτάσει. Ξεροκατάπιε, η καρδιά του ανέβασε παλμούς.
«Πολύ σκεφτικό σας βλέπω, έτσι σκεφτικός είσαστε πάντα, τι σκέφτεστε;»
«Το όνομα σας.... οι Ρωμαίοι έλεγαν ότι είναι οιωνός. Διδώ λοιπόν.»
«Υπάρχει μια πολύ παλιά ιστορία που αγαπούσε ο παππούς μου.»
«Η Διδώ ήταν μια παθιασμένη πριγκίπισσα που ερωτεύτηκε τον Αινεία, αυτή που έβαλε φωτιά και έκαψε όλα του τα πράγματα, όταν εκείνος την εγκατέλειψε. Αναρωτιέμαι λοιπόν: Όταν, ο νονός σου, έδωσε αυτό το όνομα στη βαφτισιμιά του είχε φανταστεί άραγε πως της έδινε χρησμό;»
«Αα έχει ενδιαφέρον να μου διηγηθείται την ιστορία της ερωτευμένης πριγκίπισσας. Έχετε χρόνο; Θέλετε να καθίσουμε εδώ στην αλέα στο πανδοχείο για ένα δροσιστικό;».
«Ναι, έχω χρόνο... Με μεγάλη μου χαρά δέχομαι την πρόσκληση;».
Κάθισαν σε μια γωνιά στην εξωτερική αλέα του πανδοχείου σ’ ένα τραπέζι κάτω από μια συστάδα με δέντρα από τροπικούς μάγκους. Αυτή δίπλωσε προσεκτικά την ελαφριά ζακέτα της, δείχνοντας μια πλέρια αδιαφορία για τους γύρω τους και την ακούμπησε στην άδεια καρέκλα. Η αδιαφορία της ήταν προμελετημένη κι όμως ολότελα φυσική. Έμοιαζε να καταλαβαίνει ότι τον ξάφνιαζε και του χαμογελούσε αφοπλιστικά. Φαινόταν πως περίμενε σχόλια η ερωτήσεις.
Έχοντας ανάμεσα τους το ψυχρό μάρμαρο του τραπεζιού και δυο ποτήρια δροσιστικούς χυμούς, συνέχισαν εξωτερικά την τυπική συζήτηση ενώ μέσα τους ζούσαν βουβές, ελπίδες του έρωτα.
Προσπάθησε να αγνοήσει τις πεταλούδες που φτεροκοπούσαν μέσα στο στομάχι του, δυσανασχετώντας, που δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί αλλά κάθε λεπτό που περνούσε έμοιαζε να του διώχνει την νευρικότητα και ένιωσε να ηρεμεί κάπως. Παρόλο που η καρδιά του εξακολουθούσε να χτυπάει γρήγορα, ο πανικός, το ένστικτο της φυγής, είχε υποχωρήσει. Έπλεξε και στριφογύρισε τα δάχτυλά του, ετοιμαζόταν κάτι να πει, να ξεκινήσει την κουβέντας τους. 
«Να μιλάμε καλύτερα στον ενικό;»
Με ένα κούνημα του κεφαλιού της, η Διδώ συμφώνησε.
«Έχεις εκπληκτικά όμορφα μάτια.» Της είπε.
Σήκωσε τα φρύδια της σε μια κωμική γκριμάτσα. Χαμογέλασε αυτάρεσκα, τέντωσε αδιάφορα το καλοφτιαγμένο κορμί της, τον κοίταξε τρυφερά, σούφρωσε παιχνιδιάρικα τη μύτη της και γεμάτη ικανοποίηση γέλασε μελωδικά.
Πόσο μαγικός ήταν αυτός ο ήχος, είχε περάσει πολύ καιρός από την τελευταία φορά που είχε να νοιώσει τέτοιο συναίσθημα. Ένα κύμα ικανοποίησης του προκάλεσε ο ήχος αυτός, ένιωσε την καρδιά του να κτυπάει πιο δυνατά.
Βυθίστηκαν και πάλι για λίγο στη σιωπή.
Ήταν σαν να προσπαθούσαν να παρασύρει ο ένας τον άλλο σε γνώριμα νερά. Κανείς τους δεν είχε το θάρρος να προχωρήσει πρώτος αλλά και κάνεις δεν ήθελε να αντισταθεί στο δυνατό ρεύμα.
Πλησίασε άφησε το ποτήρι της στο τραπεζάκι κάθισε δίπλα του σταύρωσε τα πόδια με κομψότητα κι άρχισε να τον ρωτά το καθετί, στη συνέχεια μεταξύ σοβαρού και αστείου του ζήτησε την παλάμη του, να εξερευνήσει τα μελλούμενα, σύμφωνα με τις απίθανες λαϊκές δοξασίες, κατάλοιπα της σχέσης των κατοίκων με το παρελθόν τους και με τις σαφείς διαχρονικά πορτογαλικές επιρροές στην περιοχή. Υπήρχε κάτι απροσδιόριστο στις αισθησιακές της κινήσεις. Σαν να άρχιζε ένα παιγνίδι με τους δικούς της κανόνες. Καθώς πήρε την παλάμη του στα χέρια της, ένοιωσε ένα παράξενο μούδιασμα, το μικρό θαύμα άρχισε αμέσως που το προκαλούσε το άγγιγμα της, οι αισθήσεις του ξύπνησαν, και πριν κατορθώσει να τις ελέγξει τα μάτια του έπεσαν επάνω της σαν τα άγρια άλογα που τα ελευθερώνουν από το μαντρί της αιχμαλωσίας τους. Είχε καταφέρει να κάνει απολύτως διάφανα τα αισθήματα του. Κάθε κίνηση της έστελνε αισθησιακές εικόνες στο μυαλό του και το μυαλό του τις μετέφερε στο κορμί του. Του κρατούσε το χέρι και τον κοιτούσε στα μάτια λες και ήθελε να τον καταλάβει καλύτερα. έσφιξε τα δάχτυλά της γύρω από την παλάμη του και για λίγο τα κράτησε έτσι, σφιχτά. Όταν τον άφησε είδε το λευκό αποτύπωμα των δακτύλων της πάνω στο χέρι του.
Έμεινε για λίγο ακίνητος και αμίλητος, μόνο να την κοιτάζει, χαμογελαστός, μ' ένα γλυκό χαμόγελο σαν αυτά των ανέμελων παιδιών, ήθελε να μοιραστεί τα συναισθήματα του μαζί της. 
Την είχε ανάγκη αυτή τη γυναικεία συντροφιά. Η παρουσία της κοπέλας δίπλα του, του είχε λείψει, εγκαταλείφθηκε σ’ ένα ηδονικό λίμνασμα, του έφτανε να τη βλέπει, να ακούει το χαμηλόφωνο γέλιο της που σχημάτιζε δυο υπέροχα λακκάκια στα μάγουλα της. Του έφτανε; Όχι βέβαια!
Τότε ξεχύθηκαν τα λόγια του σα να ξεπλακώθηκε. Της είπε ότι είχε αυτή την παράξενη αίσθηση πως δεν μπορούσε να μιλήσει η να σκεφτεί, κι όμως οι σκέψεις του ήταν πεντακάθαρες.
«Μου έκανες τίποτα μάγια;» Τη ρώτησε χαμογελώντας περιπαικτικά.
«Προσπαθώ.» Την άκουσε να του απαντά με τη χαδιάρικη φωνή της. Ήταν φανερό ότι τον πείραζε και είχε κάθε λόγο. Ένιωθε τόσο αδέξιος που καταντούσε γελοίος. Της είπε πως έχει το πιο όμορφο φυσικό και λαμπερό χαμόγελο!
Αυτή σιγομουρμούρισε ένα λαϊκό σκοπό χτυπώντας με τα δάκτυλα της το ρυθμό στο τραπέζι. Τα μάτια της έλαμπαν, την ίδια στιγμή που ένιωθε να τον υπνωτίζει αυτή η μαγευτικά αθώα ματιά της. Μιλούσε τρυφερά. Με αργές κινήσεις, άπλωσε το χέρι του πάνω στην ξύλινη επιφάνεια του τραπεζιού και άγγιξε ανάλαφρα τα δάχτυλά της. Μακριά και όμορφα νύχια βαμμένα ροζ, ένα απλό δαχτυλίδι, στολισμένο με μια ιριδίζουσα πετρούλα. Η κοπέλα κοίταξε το χέρι της και απάντησε στην ερώτηση που εκείνος δεν είχε διατυπώσει. «Ήμουν αρραβωνιασμένη. Αυτός βρίσκεται στην Πορτογαλία. Με επισκεπτόταν δυο τρεις φορές το χρόνο. Δεν ήμουν όμως πια σίγουρη κατά πόσο η σχέση μας ήταν σοβαρή και τελείωσε εδώ και ένα χρόνο. Απλώς το αναφέρω, για την περίπτωση που αναρωτιόσουν». Αυτός απολάμβανε τον τρόπο που η πορτογαλική προφορά της χρωμάτιζε τις λέξεις της. «Κατάλαβα». Οι παλάμες της ήταν υπερβολικά κρύες για την εποχή. «Εσύ δε φοράς δαχτυλίδι;» τον ρώτησε. «Όχι», της είπε.
Η ιδέα να μοιραστεί τη νύχτα μαζί της, που του είχε γεννηθεί άρχισε να ανθίζει με σιγουριά μέσα του. Όταν μετά τον καφέ παρήγγειλαν και αλκοολούχους χυμούς, το κλίμα έγινε ακόμα πιο θερμό. Τα βαμμένα σε τόνο ροζ νύχια της κροτάλιζαν στο κρυστάλλινο ποτήρι, δίνοντας τον παλμό. Αυτός άρχισε να χαλαρώνει και να απολαμβάνει τη συντροφιά της, αφήνοντας το δροσερό αεράκι να συμπληρώνει ευχάριστα το σκηνικό. Μια πολύχρωμη πεταλούδα που ήρθε και κάθισε για λίγο στο τραπέζι τον ενθουσίασε και παρήγγειλε ακόμα δύο χυμούς. Η μέρα του στο νησί εξελισσόταν κάτι περισσότερο από συναρπαστική.
Τον κοιταξε στα μάτια και τον ρώτησε αυτός πως αισθανόταν. « Εγώ από η πρώτη στιγμή ευχόμουν να με κοιτάξεις, αναρωτιόμουν και ανησυχούσα αν θα το κάνεις.» Μιλούσε βιαστικά με ελαφρώς ψιθυριστή φωνή! Σαν να είχε επαναλάβει τη φράση στο μυαλό της πολλές φορές.
«Θέλω να φύγουμε από εδώ, δε νοιώθω άνετα σε αυτό το περιβάλλον που βρισκόμαστε.»
Του πρότεινε να πάνε περίπατο στην παραλία, πέρα στο παλιό πορτογαλικό οχυρό. 
«Που είναι αυτό;»
Τα μάτια της κινήθηκαν δυτικά δείχνοντας του προς την κατεύθυνση του κάστρου.
Αυτός κοίταξε στο χωματόδρομο που το έδαφος ανηφόριζε ελαφρά, εκεί στη βορειοδυτική άκρη της ακτής βρισκόταν το παλιό οχυρό και πίσω του στις φτωχογειτονιές απλώνονταν τα σπίτια από ξύλο και πέτρα με απαλούς ξεθωριασμένους χρωματικούς τόνους.
Δίστασε μόνο για λίγο. Πήρε βαθιές ανάσες και ο θερμός αέρας γέμισε τα πνευμόνια του. Ξεπερνώντας τους αρχικούς δισταγμούς αποδέχτηκε την πρόκληση.
«Γιατί όχι;» Απάντησε.
«Δεν είναι πολύ μακριά, θα πάμε με τα πόδια.» Τον πληροφόρησε και σηκώθηκε. Όταν βρέθηκαν έξω, περπάτησαν για λίγο πλάι-πλάι, μια εικόνα που του έρχεται από τα παλιά.! Σταμάτησε και του έδωσε το χέρι. Εκείνος το κράτησε τρυφερά.
Κόντευε χρόνος από τη μέρα που χάλασε η τελευταία του σχέση και είχαν περάσει έξη μήνες που βρισκόταν στο βαπόρι. Κι όλο αυτό το διάστημα δεν είχε σχέση με γυναίκα. Εκείνο που διαπίστωνε τώρα ήταν πως το πάθος του για το πρώην κορίτσι του, του είχε καταλαγιάσει σε μια ανάμνηση πιο μαλακή, πιο ουδέτερη, πιο αδιάφορη.
Μπροστά τους η θάλασσα λαμπερή και γαλάζια παντού όσο φτάνει το μάτι, τα κύματα λικνίζονται απαλά και αναστενάζουν σαν μια πελώρια αναπνοή και ο κίτρινος ήλιος έγερνε πίσω στον ορίζοντα που βάφτηκε με το ζεστό θαμπό πορτοκαλί χρώμα εκεί που η θάλασσα συναντά τον ουρανό, κι οι  μαύρες τους σκιές πίσω τους είχαν μακρύνει, μακριά σαν τις ελπίδες και τους φόβους για το μέλλον τους.
«Είναι μακριά ακόμη;»...
«Όχι πολύ, γιατί;»
«Τίποτα.... Εκείνο είναι;»
«Ναι... Δε θ' αργήσουμε να φτάσουμε»...
Να που ανοίγει ξαφνικά το τοπίο και στην απότομη κορυφή ενός λόφου, όμοιου με έναν τεράστιο σωρό από χαλάσματα, εμφανίζονται τα ερείπια του Κάστρου. Ελάχιστα μακριά από τη πολιτεία και όμως φάνταζε τόσο μακριά από τον κόσμο φώλιαζε μέσα σε σχεδόν αόρατη πλαγιά ένα χαμηλό παλιό μαύρο τείχος που το σχήμα του απορροφάται μες σ΄ ένα συμπαγή πέτρινο όγκο αρμόνικα δεμένου με τα τοιχώματα των βράχων. Μια είσοδος ανοιχτή, όμοια με το μάτι του παρελθόντος που κοιτάζει το μελαγχολικό σκούρο τριανταφυλλί πανόραμα του ήλιου που βασιλεύει και στο βάθος το σύννεφο βαμμένο μαβί και χρυσό στα βουνά του Νησιού. Το οχυρό του έμοιαζε σαν να το 'παιρνε κάποιος μ' ένα αόρατο χέρι και να το πήγαινε πιο μακριά. Του φάνηκε ότι μια περίεργη γαλήνη και μια σιωπή επικρατούσε γύρω τους.
Θαμνώδης χαμηλή βλάστηση και ένας φυσικός φράχτης από βάτα σαν ξέπλεκα μαλλιά και σκίνα περιβάλλει το παλιό οχυρό, και στο τέλος του προς τα δυτικά στη μεριά της θάλασσας ένας αβαθής βάλτος με τα νερά του να γυαλίζουν στο λιόγερμα, γεμάτος καλαμιώνες και κιτρινωπά βουρλοτόπια, στην πρασινωπή φλέβα του νερού, σε σχήμα τοξοειδές και επίμηκες προεκτεινόταν μέχρι το κύμα και στα γκρίζα στίγματα της άμμου. 
Στις εκβολές του βάλτου το λιγοστό νερό του κατάφερνε να συντηρεί συστάδες από μερικά μαγγρόβια φυτά που στέκονταν πεντακάθαρα και τηλεσκοπικά προσδιορισμένα, ενώ μια άλλη μικρότερη συστάδα στα δεξιά του βάλτου ήταν ένας θολός μαυροπράσινος λεκές που σέρνονταν μέχρι τη θάλασσα και του φαίνονται να είναι τα σύνορα του κόσμου.
Μερικές δεκάδες μέτρα δίπλα απ’ το οχυρό στην ακροθαλασσιά  δέσποζε ένα πλάτωμα που κατέληγε σ’ επίπεδο κατακόρυφο βράχο που βαθούλωνε στην βάση του πριν βουτήξει στη θάλασσα. Το έδαφος σε μερικά σημεία του πλατώματος είχε υποχωρήσει και μερικοί θάμνοι και αγριολούλουδα φύτρωναν στα πτυχές του. Δεν μεσολαβούσε τίποτα ανάμεσα στο χείλος και το νερό του ωκεανού που υπολόγισε ότι απείχε πάνω  από δέκα μέτρα, παρά μόνο η λεία κάθετη επιφάνεια του βράχου που βυθιζόταν σαν λάμα μαχαιριού στα νερά. Πισωπάτησε βιαστικά απ’ το θέαμα που αντίκρισε και σκόνταψε στην Διδώ που στεκόταν πίσω του σε απόσταση ασφαλείας. 
«Πως σου φαίνεται;» τον ρώτησε.
«Επικίνδυνα όμορφο» της απάντησε. 
«Από κάτω ο βράχος είναι φαγωμένος από το κύμα, νοιώθω σα να βρισκόμαστε σε σανίδα κατάδυσης. Δεν θα ‘πρεπε να υπάρχει ένα προστατευτικό κιγκλίδωμα, κάτι τέλος πάντων». 
«Οι νησιώτες ξέρουν να προσέχουν, ενώ οι επισκέπτες είναι σπάνιοι σ’ αυτό το μέρος.» Τον πληροφόρησε.
«Δικαιολογίες του αρχιτέκτονα. Ποιος ξέρει πόσοι έχουν φάει τα μούτρα τους.»
«Έπεσαν μόνοι τους η τους έσπρωξαν;»
Την κοίταξε με το πιο γλυκό χαμόγελο. «Κοροϊδεύεις;»
Κάθισαν στη σκιά μιας πεζούλας με τις πλάτες ακουμπισμένες στην τραχιά πετρά χαζεύοντας τα θαλασσοπούλια που έκοβαν κύκλους και εφορμούσαν στο νερό. Ο ωκεανός σκουραίνει σε βαθύ μπλε στο βάθος και το χρώμα συγχωνεύεται με το γαλάζιο του ουρανού γραμμή του ορίζοντα δεν υπάρχει, σύννεφα πουθενά.
Ο απογευματινός άνεμος έφερνε στα αυτιά τους τον απόηχο από τις φωνές στο μικρό αγκυροβόλιο και τα κρωξίματα από τα χελιδόνια που διέγραφαν τόξα στον αέρα κυνηγώντας την τροφή τους στο βάλτο.
Τα συναισθήματα του ήταν ένα κουβάρι και δεν ήταν εύκολο να τα ξεμπερδέψει. Την ήθελε αυτό ήταν αναμφίβολο, αισθανόταν πόθο και φόβο. Φόβο για την απογοήτευση που θα γέμιζε την ψυχή του η αναχώρηση, η εγκατάλειψη. Ήταν στιγμές που η μεταξύ τους σιωπή παρατεινόταν, άφηναν αναστεναγμούς που τους ανακούφιζαν από την πίεση των συναισθημάτων.
..... Η τελευταία αναλαμπή του ήλιου χάθηκε στο δυτικό ουρανό. Το γαλάζιο τ' ουρανού έχει στραφεί στο μεταξύ προς το μενεξεδί, προς το μαβί, οι ακτίνες του ήλιου έχουν γίνει κόκκινες, ύστερα από το σταχτί και φαιό, ενώ η ασπράδα του φεγγαριού ξεπροβάλλει όλο και πιο αποφασιστική έτσι όπως το φωτεινό τμήμα του κυριεύει σιγά σιγά όλο το στρογγυλό δίσκο. 
 Το φεγγάρι είναι το πιο άστατο από τα σώματα του ορατού σύμπαντος, αλλά και το πιο τακτικό όσον αφορά τις πολύπλοκες συνήθειες του, δε λείπει ποτέ από κανένα ραντεβού του.
Ένα σύννεφο που τρέχει πίσω του από γκρίζο γίνεται φωτεινό και γαλακτερό, και ο ουρανός από πίσω έχει γίνει κατάμαυρος, τ' αστέρια έχουν ανάψει, το φεγγάρι τώρα είναι ένας μεγάλος εκτυφλωτικός καθρέφτης που πετά, μια φωτεινή λίμνη που αναβλύζει ολόγυρα ακτίνες και διαχέει στο σκοτάδι ένα ψυχρό ασημένιο φωτοστέφανο πλημμυρίζοντας τους δρόμους των νυχτοβατών με άσπρο φως και τ' άστρα του ωκεανού έλαμψαν σκληρά, κοντινά στη γη, ασημώνοντας τον ουράνιο θόλο μ' ένα μεγαλείο που δεν μπορεί ούτε να διανοηθεί ένας κάτοικος της πόλις.
Τα λουλούδια του βάλτου που μοσχοβολούν, χαρίζουν το μοναδικό έντονο άρωμα τους τριγύρω, το ολόγιομο φεγγάρι, με τα χρυσοκόκκινα χρώματα που ανέβαινε μπροστά τους έλαμπε πάνω στα ερείπια του παλιού κάστρου του εγκαταλειμμένου εκεί από αιώνες ήρεμο σαν προϊστορικό μνημείο. Πέρα από μια συστάδα θάμνων ερχόταν σαν επαναλαμβανόμενο τραγούδι ο απόηχος των γρύλων και ο αναστεναγμός των καλαμιών.
Τα τζιτζίκια είχαν σωπάσει από νωρίς και η φύση ετοιμαζόταν για την νυκτερινή γαλήνη. H νύχτα που πέφτει γρήγορα, τους βρήκε τον ένα δίπλα στον άλλο, η ατμόσφαιρα είναι ευχάριστα δροσερή, και ο λικνιστικός ρυθμός του κύματος με το μονότονο μουρμούρισμα σαν εκείνο ενός μικρού παιδιού που αποκοιμιέται απομακρύνοντας κατά μέρος τις σκέψεις του και τον παρασύρει να βυθιστεί σε πρόσκαιρη λήθη, έτσι όπως την ένιωθε τρυφερά ακουμπισμένη πάνω στον ώμο του.
Στο πλάτωμα ήρθαν και κάθισαν δύο γλάροι. Ήταν φαίνεται ζευγάρι γιατί για ένα λεπτό ένωσαν τα ράμφη τους, ένα φιλί να ήταν;
Η Διδώ το εξέλαβε για καλό οιωνό. Έρωτας, αγάπη, πάθος, δεν μπορεί, παρά να ήταν οιωνός καλός. Ήρθαν να συντροφεύσουν την ευδαιμονία τους με την δικιά τους τρυφερότητα, που είναι η ίδια για όλα τα όντα του ζωικού βασιλείου.
Αυτός το επόμενο που θυμάται είναι μια δυνατή αγκωνιά στα πλευρά του και τη φωνή της Διδώ.
«Ει Θαλασσοπόρε!» 
Άνοιξε τα μάτια ξαφνιασμένος. 
Η Διδώ ήταν γονατισμένη μπροστά του.
«Ε.. Τι;»
«Αν είναι δυνατόν! Κοιμήθηκες; Χριστέ μου! Έτσι φέρεσαι πάντα όταν βγαίνεις ραντεβού;»
Στεκόταν πολύ κοντά του και ένοιωθε να βουλιάζει σ’ εκείνα τα βαθιά γκριζοπράσινα μάτια της. 
«Απλώς σκεφτόμουν»
Ανακάθισε στο έδαφος γύρισε στο πλάι, δίπλωσε τις γάμπες κάτω από τους μηρούς της απαλά, σαν γάτα, και τέντωσε τους λεπτούς αστραγάλους της . «Ήθελα να ‘ξερα τι σκέπτεσαι»
Αυτός όπως την είδε να κάθεται στις γάμπες της σκέφτηκε αμέσως, ότι η κοπέλα είχε κάνει μαθήματα μπαλέτου.  Στη συνέχεια πήρε πολύ σοβαρό ύφος και της λέει. 
«Αν αποκτήσω ένα τέτοιο σκάφος θα χρειαστώ και μούτσο»  δείχνοντας το ιστιοφόρο που ελλιμενιζόταν στο βάθος του όρμου.
Η Διδώ το σκέφτηκε λιγάκι! 
«Κάνε με δεύτερο καπετάνιο» και με μεγάλο χαμόγελο, κέφι και θετική ενέργεια! «και κόλλα το» του λέει.
Δεν της απάντησε αμέσως. Ήταν η σειρά του να ανακαθίσει στο έδαφος, έσυρε την άκρη του δαχτύλου του στο πάνω μέρος του ενός αυτιού της. Ήταν απίστευτα όμορφη στο φως του φεγγαριού. Τα μάτια της είχαν σκούρες και πράσινες πιτσιλιές. Σαν χαλκοπράσινα οπάλια. Ταξίδεψε τον αντίχειρά του στο πλάι του λαιμού της και ένιωσε το αδιόρατο κυμάτισμα όταν εκείνη ξεροκατάπιε. Υπήρχε κάτι το εξωπραγματικό στη στιγμή, κάτι ονειρικό που δεν ήθελε να τελειώσει. Καθώς τα ακροδάχτυλα του γλίστρησαν κατά μήκος του λαιμού της, το ανάλαφρο άγγιγμα φάνηκε να την αφοπλίζει. Το κορμί του αντέδρασε έντονα στο γεγονός ότι το κορίτσι βρισκόταν τόσο κοντά του. Κάψα γλίστρησε κάτω από την επιδερμίδα του και μαζεύτηκε σε άβολα σημεία. Μύες σφίχτηκαν, φούσκωσαν. 
Τώρα ήθελε να μάθει πώς να ήταν η επιδερμίδα της στο άγγιγμα, η λεία καμπύλη του γυμνού της ώμου κάτω από τα δάχτυλά του, ήθελε να εξερευνήσει με την άκρη της γλώσσας του τα αμέτρητα μυστικά που κρύβονταν κάτω από το φόρεμά της. Μπορούσε ήδη να ανακαλέσει κατά βούληση στο μυαλό του το σχήμα του σώματός της.
Έμειναν ακίνητοι, πιασμένοι, πρόσωπο με πρόσωπο, με τις ακανόνιστες ανάσες τους να μπερδεύονται μεταξύ τους. Οι δυο τους ήταν γονατισμένοι σε έναν καλοκαιρινό κήπο, ο αέρας ήταν φορτωμένος από την θαλασσινή αύρα και την ευωδιά των άλικων λουλουδιών του βάλτου και η κοπέλα βρισκόταν στην αγκαλιά του. Τα μαλλιά της έλαμπαν στο σεληνόφως, η επιδερμίδα της ήταν απαλή σαν πέταλο λουλουδιού. Το πάνω χείλι της ήταν σχεδόν τόσο γεμάτο όσο το κάτω, οι καμπύλες τόσο ντελικάτες και απαλές όσο ο ώριμος λωτός. Κοιτώντας το στόμα της, ένιωσε τις τρίχες στο σβέρκο του να σηκώνονται από έξαψη. 
Και το στόμα του χαμήλωσε στο δικό της. Επιτέλους, όλοι οι μύες του κορμιού του φάνηκαν να αναπνέουν. Επιτέλους. Βουλιάζοντας στην απόλαυση, την άφησε να τον παρασύρει. Έπαψε εντελώς να σκέφτεται και έκανε όλα όσα ήθελε, δάγκωσε απαλά το πάνω χείλι της και έπειτα το κάτω, σφράγισε τα στόματα τους, άγγιξε τη γλώσσα της με τη δική του, έπαιξε μαζί της. Ένα φιλί άρχιζε προτού τελειώσει το προηγούμενο, μια αλυσίδα από ερωτικά χάδια, ανάλαφρα αγγίγματα και σπρωξίματα. Η ευχαρίστηση τον διαπερνούσε ολόκληρο, αντηχώντας σε κάθε φλέβα και νεύρο. Η κοπέλα ανταποκρίθηκε, περνώντας το μπράτσο της γύρω από το λαιμό του. Κουνήθηκε πάνω του λες και οι αισθήσεις κατέφθαναν από παντού. Και κατέφθαναν. Πάσχισαν και οι δυο να έρθουν πιο κοντά, πιο σφιχτά, τα κορμιά τους αναζήτησαν έναν νέο, ασταθή ρυθμό. Αν δεν τους χώριζαν τα ρούχα, αυτό που έκαναν θα ήταν ένα κανονικό ερωτικό σμίξιμο. Συνέχισε να τη φιλά για πολλή ώρα αφότου θα έπρεπε να έχει σταματήσει, όχι μόνο γιατί το απολάμβανε, αλλά και γιατί ήταν απρόθυμος να αντιμετωπίσει αυτό που θα συνέβαινε στη συνέχεια. 
Έδειχναν ότι θα μείνουν για πάντα έτσι. Μια βαριά σιωπή έπεσε ανάμεσά τους. Εκείνος απλώς συνέχισε να την κοιτάζει επίμονα. Η Διδώ άρχισε να αισθάνεται την βραδινή ψύχρα στους γυμνούς της ώμους. Ανατρίχιασε, σηκώθηκε και απομακρύνθηκε αμίλητη, διέσχισε το πλάτωμα και στάθηκε στην άκρη του αγναντεύοντας το πέλαγος με την πλάτη στραμμένη προς το μέρος του. Δεν έκανε καμία κίνηση να την ακολουθήσει.
Ο χρυσός δίσκος της σελήνης ανέβαινε μεγαλόπρεπα στον ουρανό αναγγέλλοντας μια ακόμη όμορφη καλοκαιρινή νύχτα.  Ξαφνικά σηκώνεται στις μύτες των ποδιών τεντώνεται ολόκληρη και  απλώνει κουνώντας ρυθμικά τα χέρια της. Μοιάζει με χελιδόνα που ετοιμάζεται να πετάξει, δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπό της από τη γωνία από όπου έβλεπε τη σκηνή, όμως είχε εξαιρετική θέα της κορυφής του κεφαλιού της με τα όμορφα μαλλιά της γεμάτα χρυσοκόκκινες ανταύγειες λες και παίρνουν λάμψεις απ' τον ουρανό.
«Πες μου για σένα». της λέει.
«Τι θες να μάθεις;»
«Τα πάντα. Ξεκίνα και θα σου κάνω ερωτήσεις αν θέλω να μάθω περισσότερα».
«Οκέι». Κι άρχισε να μιλάει. Η φωνή της απέκτησε ένα αστείο σχεδόν βιμπράτο τόνο και γελάσανε κι οι δύο. Η εικόνα του κοριτσιού που αναδύθηκε από την ιστορία της του ήταν ακόμα πιο ξεκάθαρη από την εικόνα της γυναίκας που καθόταν τώρα κι ακουμπούσε επάνω του με το χέρι της κάτω από το μπράτσο του. Του εκμυστηρεύτηκε ότι δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της και η μητέρα της εργαζόταν αυτό τον καιρό στην Πορτογαλία. Έμενε στο νησί με την γιαγιά της η οποία απουσίαζε όλη την εβδομάδα αυτή. Είχε πάει στο άλλο άκρο του μικρού νησιού στην αδελφή της.
Η θάλασσα στα πόδια τους να τους καλεί, μα αυτοί την άκουγαν μόνο στα μικρά διαλείμματα της επαφής τους. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στ’ άστρα. Ο «Θαλασσοπόρος» την είχε αγκαλιά κάνοντας την, να ξεχάσει τον χρόνο και τον τόπο όταν της έδειχνε τα φωτεινά άστρα που στόλιζαν τη καθαρή νύχτα και της μάθαινε τους ναυτικούς μύθους για τα αστέρια εκείνα που αντανακλούν πάνω σε ευαίσθητες καρδιές.
«Και αυτά τα δύο ; Αυτά τα δύο που είναι τόσο φωτεινά και κολλημένα;»
«Μωρό μου αυτά τα δύο είναι εσύ και εγώ. Φωτεινά και αγαπημένα.»
«Για πόσο;»
Την κοίταξε με το βλέμμα του έμπειρου εραστή που κρυφογελάει με την αθωότητα και την αφέλεια του έρωτα. «Μέχρι να σταματήσουν να λάμπουν Μωρό μου. Μέχρι να σβήσουν και να πέσουν μαζί στο κενό.»
Χώθηκε όσο πιο βαθιά μπορούσε στην αγκαλιά του. Η ματιά του την προσκαλούσε να τον εμπιστευτεί και να γίνει ένα μαζί του. Δεν ένιωθε φόβο. Εκεί, στην άκρη του λόφου να ενώσουν τις ζωές τους. Τον ήθελε. Στηριζόμενος στο ένα χέρι την φίλησε απαλά στο λαιμό.
Η Διδώ έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να βυθιστεί στον παφλασμό των κυμάτων, στην αύρα της θάλασσας, στην αίσθηση του βότσαλου στο γυμνό κορμί της. Με την ψυχή της ν᾿ αναδεύει σκέψεις σιωπηλά. Δίπλα της ο Θαλασσοπόρος, και μπροστά τους φανταζόταν το καρπό του έρωτα τους. 
«Θαλασσοπόρε θέλω… θέλω… Να είσαι εσύ αυτός …» του ψιθύρισε με αβέβαιη φωνή. 
Της χαμογέλασε πλατιά, καλοσυνάτα και χάιδεψε το στόμα της με τα δάκτυλα του. Την έκανε να σωπάσει. Η Διδώ άφησε το βλέμμα να ατενίζει τα δύο αυτά αστέρια, τα δικά τους άστρα, να της λούζουν το πρόσωπο όταν τον κοιταξε.
Αυτός ξέσπασε στα γέλια.
«Τι συμβαίνει;»
«Τίποτα, τίποτα» της απάντησε σηκώνοντας τους ώμους του. «Με κάνεις και γελάω.»
«Γιατί;»
«Δεν ξέρω, για όλα»
«Ευχαριστώ! Μπορούμε να περάσουμε, απόψε τη νύχτα μαζί.» είπε.
Την κοίταξε. «Πώς;»
«Απόψε το βράδυ θα κλείσεις ένα μονόκλινο δωμάτιο στο σπίτι μου.»
«Μάλιστα» είπε απλώς.
«Θα τα κανονίσω εγώ».
«Ναι, ε;» Συνέχισε να τη κοιτάζει
«Πάει πολύς καιρός από τότε που μια κοπέλα σε κάλεσε για φαγητό; Λοιπόν τι λες;» Τον ρώτησε μετά από λίγο.
«Λοιπόν τι;»
«Θα έρθεις;»
Γέλασε και την ξαναφίλησε. Λίγο πιο βαθιά, με τα χείλη λίγο πιο ανοιχτά. «Γιατί όλα πρέπει να είναι πολύπλοκα μαζί σου;»
«Παρεμπιπτόντως» του είπε «δεν είμαι τόσο σκληρό καρύδι, θέλω να ξέρω αν θα έρθεις ή όχι»
Οι λέξεις αυτές αντήχησαν στο μυαλό του εκεί έξω στην απλωσιά του καθαρού αέρα. Δεν ήταν τόσο οι ίδιες οι λέξεις, όσο ο τόνος που χρησιμοποίησε. Και οι λέξεις αυτές ήταν ποτισμένες με έναν ακατανίκητο σεξουαλικό πόθο. Ήταν ανάγκη; 
«Κι αν δεν σου αρέσω; Αν είμαι γκέι;»
«Φοβάσαι;»
Αυτός ένιωσε να ηρεμεί κάπως. Παρόλο που η καρδιά του εξακολουθούσε να χτυπάει γρήγορα, ο πανικός, το ένστικτο της φυγής, είχε υποχωρήσει.
«Είσαι σίγουρη;»
«Ναι. Χάρηκες;»
«Κι αν…» πήγε να πει, αλλά σταμάτησε. 
«Τι, φοβάσαι ότι θα βρεθείς σε άγνωστο χώρο ενώ είσαι μαζί μου;»
«Όχι» της είπε χαμογελώντας. «Εννοώ… κι αν ερωτευθούμε; Με τρόπο μη αναστρέψιμο;»
«Πολύ αργά» είπε
«Ναι, αυτό ακριβώς λέω κι εγώ».
«Όχι, εγώ άλλο εννοώ: Έχουμε ήδη ερωτευτεί».
«Α, ναι;»
«Λίγο. Όσο χρειάζεται». 
«Αυτό φοβάμαι» της είπε, έγνεψε καταφατικά δίχως να δείχνει διατεθειμένος να ξεκινήσει. 
Έμεινε να κοιτάζει το βάλτο, και η νύχτα ήταν τόσο φωτεινή που ξεχώριζε η σκιά κάθε φυτού. Το νερό έλαμπε στο φως του φεγγαριού και μουρμούριζε μοναχικό, χωρίς να το συντροφεύουν τα πετάγματα των χελιδονιών, και όπου ήταν στάσιμο, αντικαθρεφτίζονταν τ’ αστέρια. Στο φωτεινό μονοπάτι πίσω τους διαγραφόταν ακόμη και οι σκιές από τα φύλλα στις φραγκοσυκιές και η ασημένια εικόνα τους φαίνεται τον ενέπνευσε για ενδοσκόπηση ενώ μες στη σιγαλιά της νύχτας οι καλαμιές ψιθυρίζουν την προσευχή της γης που αποκοιμιέται και μέσα στους πανάρχαιους τοίχους του κάστρου βασίλευε επιβλητική σιωπή λες και η νύχτα έπνιξε τους θορύβους..
Γύρισε το βλέμμα στον αστροφώτιστο νυκτερινό ουρανό άφησε τη σκέψη του να ταξιδέψει στους νυχτερινούς ψιθύρους και ακολουθώντας το ρυθμό της ανάσας του το βλέμμα του χάθηκε στη δημιουργία του σύμπαντος, σ’ αυτό το Μπινγκ Μπάνγκ, τη μεγάλη έκρηξη που λένε, στα αστέρια που παρουσιάζονται με τη σαφήνεια των αστραφτερών διαμαντιών. Στα βορειοδυτικά φαινόταν η ουρά του Δράκοντα, με την Μικρή Άρκτο από κάτω και τον Ηρακλή από πάνω, σ’ αυτό τον γαλαξία που βρίσκεται η Γη μας.
«Σκέψου».... συνομιλούσε με τον εαυτό του..... πως υπήρχε η πιθανότητα πως αυτός και η Διδώ, και όλη η ανθρωπότητα να υπήρχαν ήδη, αν μη τι άλλο σαν δυναμικό, σαν μια δυνατότητα, και νοιώθει το αίμα του να κυλάει πιο γρήγορα. Το νιώθει να ξεχύνεται απελευθερωμένο και ν' απλώνεται σε όλο σου το σώμα, μέχρι που τα μάγουλά του να παίρνουν χρώμα, το κόκκινο της ταραχής, ανάβουν και κορώνουν και τα μάτια του κάνουν σινιάλο και γνέφουν σ’ ένα άστρο από τον ουρανό να κατέβει, σαν ταξί να τους ταξιδέψει στα μονοπάτια της σκέψης εκεί που αξίζει για 'κείνον να πορευτούν. Ένιωσε πως είχε γίνει απόλυτη σιωπή. Τέντωσε τ΄ αυτιά του. Όμως ήταν σαν να είχε σωπάσει ολόκληρη η πλάση. Ο απόηχος από το τραγούδι των γρύλων είχε σβήσει ακόμη και οι γλάροι είχαν σωπάσει. Μοναχά το απαλό φύσημα του αέρα ακουγόταν γύρω τους. Κι έμεινε εκεί να ταξιδεύει... κοιτάζοντας... κοιτάζοντας την απεραντοσύνη του σύμπαντος με κομμένη την ανάσα. 
Αιφνίδια ακούστηκε στο πέρα στο πέλαγος από την πλευρά του αγκυροβολίου εκκωφαντικός θόρυβος σαν μια ηχηρή παραφωνία μες τη νυχτερινή σιωπή! Ήταν από το βίντσι της άγκυρας ενός τεράστιου πετρελαιοφόρου που αγκυροβολούσε στα ανοιχτά του υπήνεμου κόλπου.
Σηκώθηκε, διακόπτοντας τη νοητική του δραστηριότητα. Έγειρε πάνω της, την αγκάλιασε, την έσφιξε δυνατά και την φίλησε απαλά στα χείλη μ’ εκείνο τον τρόπο που ξυπνούσε μεμιάς τις αισθήσεις και χαμογέλασε με το χάος των συναισθημάτων και των σκέψεων του. Η ψυχή του γνωρίζει πως τώρα χρειάζεται να εστιάσει την ενέργειά της εκεί. O χρόνος είναι σχετικός σκέφτηκε, το παρελθόν πέρασε σαν να μην υπήρξε ποτέ, το μέλλον δεν υπάρχει γιατί δεν έχει συμβεί ακόμη, το παρόν είναι το μόνο που έχουμε στα χέρια μας και οφείλουμε να το ζήσουμε.
«Πάμε» της είπε και ξεκίνησαν να ανηφορίζουν την ωχρή πλαγιά. Η φύση ριγά τρεμουλιάζει, ταλαντεύεται γύρω τους. Το νυχτερινό θερμό και υγρό τροπικό αεράκι του νησιού που φυσούσε ακόμη πάνω από τα ασβεστολιθικά πετρώματα των βουνών του νησιού χαϊδεύει τα πρόσωπα τα μέλη τους.
Μια πρώην πορτογαλική αποθήκη είχε τροποποιηθεί σε άνετο και ευρύχωρο σπίτι από τον παππού της. Ο παππούς της ένα λυγερόκορμος άνδρας στη φωτογραφία, είχε έρθει στο νησί από την Ισπανία, από ένα μέρος κοντά στα γαλλικά σύνορα, ήταν Βάσκος στην καταγωγή, κανείς δε γνώριζε τους λόγους που είχε εγκαταλείψει την Ισπανία και είχε εγκατασταθεί στο νησί.
Η κυρίως κάμαρα νοικοκυρεμένη, σκουπισμένη με επιμέλεια, φτωχική είχε όλα τα απαραίτητα. Ποτέ του δεν ρώτησε και δεν έμαθε εάν έμενε μόνη της.
Βούλιαξε στα μαξιλάρια του καναπέ. Δεν είχε κοιμηθεί και πολύ τις τελευταίες σαράντα οκτώ ώρες αλλά τι να τον κάνει τον ύπνο.
Η Διδώ του έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της καθώς έμπαινε στην κουζίνα λικνίζοντας προκλητικά τους γοφούς της.
«Παλιοκόριτσο! Διαβολεμένα υπέροχο.» Μουρμούρισε χαμογελώντας πλατιά. 
Εκείνη του έβγαλε περιπαιχτικά τη γλώσσα κι ύστερα εξαφανίστηκε στο εσωτερικό της κουζίνας.
Σηκώθηκε, τέντωσε, ίσιωσε το κορμί του και την ακολούθησε.
«Πρέπει να σε προειδοποιήσω» του δήλωσε ότι δεν υπήρχαν σπουδαία πράγματα σ΄ αυτή τη κουζίνα και δεν ξέρει τι θα μπορούσε να μαγειρέψει. «Θα δοκιμάσω να ετοιμάσω κάτι πρόχειρο.»
Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ενώ μιλούσαν μεταξύ τους χρησιμοποιώντας λέξεις για να επικοινωνούν, άλλα μέρη του εαυτού τους είχαν πιάσει μια πιο λεπτομερή συζήτηση.
Η επαφή της σάρκας της, καταλυτικός παράγοντας, τον απορύθμιζε εντελώς, δεν ήξερε που βρισκόταν, το μυαλό του έβραζε. Ήθελε να κατακτήσει αυτή τη γυναίκα. Την έβρισκε τόσο απίστευτα ποθητή. Ένοιωθε την ενέργεια να διαστέλλεται μέσα του, σαν λάβα ενεργού ηφαιστείου που αναζητεί διέξοδο στο κεντρικό του κρατήρα. Ήταν να μην ξυπνήσει μέσα του το αρσενικό και η ακόρεστη δίψα στα θέλγητρα και στην μαγεία του έρωτα, και στις ερωτικές απολαύσεις. Μερικές φορές ο άντρας αναζητά την αμμουδερή παραλία, τη βελούδινη αίσθηση της νύχτας, το άρωμα του αγιοκλήματος στο κορμί νεαρών κοριτσιών.
Η Διδώ τραβήχτηκε από την αγκαλιά του και στάθηκε στο κέντρο του δωματίου. Η ανάσα της ήταν τραχιά και τα μαλλιά της ανακατωμένα.
«Περίμενε» του είπε απλά.
Αυτός ξετρελαμένος μαζί της έκανε να την αγκαλιάσει ξανά, ένοιωθε τόσο όμορφα όταν μύριζε το υπέροχο ζεστό κορμί της, το γεμάτο ζωή.
Η Διδώ έβλεπε να την καρφώνει με τρόπο έντονο, κι ίσως πρόστυχο και λάγνο. Κοκκίνισε… τον σταμάτησε τεντώνοντας τα χέρια στο στήθος του και πισωπάτησε στην κουζίνα να ετοιμάσει το γεύμα τους. Υπάκουσε έμεινε ακίνητος στη θέση του ενώ το πάθος του καταλάγιαζε αργά στα μάτια του έμεινε να κοιτάζει στις γρίλιες των παραθύρων. Πέρα απ' τα παντζούρια του σπιτιού είναι η ζεστή μαύρη βελούδινη νύχτα, η θάλασσα και πέρα μακρυά η ατέλειωτη έρημος.
Κάθισε αναπαυτικά στην άκρη στο τραπέζι της κουζίνας και μες τη ζάλη του την έβλεπε να πηγαινοέρχεται από τα ντουλάπια στο ψυγείο και στα συρτάρια για να βρει ότι της χρειαζόταν. Ηταν ικανή. Αυτός είχε πολύ καιρό να δει μια γυναίκα να ετοιμάζει δείπνο με τόση δεξιοτεχνία
Στο ψυγείο υπήρχε πιλάφι με αστακό-ουρές που είχε μαγειρέψει μονάχη της την προηγουμένη. Το έβαλε στο τηγάνι να το ενυδατώσει με μπαχαρικά. «Λοιπόν πρώτα θα τελειώσω μ' αυτό» του είπε δείχνοντας το τηγάνι «και ύστερα θα φάμε στο τραπέζι όπως όλοι οι πολιτισμένοι άνθρωποι.»
«Όπως επιθυμείτε» της απάντησε δήθεν ενοχλημένος.
Άφησε το φαγητό να ετοιμαστεί κανένα δεκάλεπτο και αυτός τη βοήθησε να στρώσουν το τραπέζι.
Η μυρωδιά του φαγητού άρχισε ν΄ απλώνεται στην κουζίνα. Το πιλάφι με αστακό-ουρές ήταν ονομαστό σ' όλο το νησί. Κοιτώντας ο ένας τον άλλο στα μάτια απήλαυσαν το γεύμα τους. Το φαγητό της ήταν πραγματική απόλαυση.
Κάποια στιγμή δεν άντεξαν, αγκαλιάστηκαν, την σήκωσε στον αέρα και τη στριφογύρισε. 
Χωρίς να το ΄χουν σχεδιάσει, βρέθηκαν ξαφνικά στο κρεβάτι αγκαλιασμένοι πάντα. Άρχισαν να φιλιούνται, ώσπου τα γέλια έγιναν σιγανά μουρμουρητά κι ασυνάρτητοι ήχοι.
«Σε θέλω τόσο πολύ.» Της είπε ανάμεσα από στα φιλιά τους
Αυτή αναστέναξε τον αγκάλιασε με τα χέρια της και τον τράβηξε τον έφερε ακόμα πιο κοντά της. Την γευόταν επιτέλους και η γεύση της ήταν πιο γλυκιά και καυτή από κάθε προσδοκία κι ονείρωξη του. Άρχισαν να γδύνουν ο ένας τον άλλο με βιασύνη, καθώς και οι δυο τους απολάμβαναν αυτά τα παρατεταμένα υγρά φιλιά τους. Της έλυσε το στηθόδεσμο της και τα αλαβάστρινα στήθη της με τις μικρές ροζ θηλές ανέπνευσαν επιτέλους ελεύθερα και πανέμορφα. Η φύση τους οδηγούσε σε πρωτόγνωρα μονοπάτια που όμως, έδειχναν να περπατούν με εμπειρία φλογερών εραστών.  Οι ανάσες τους έγιναν  βογκητά. Δεν άντεχαν άλλο. Το φεγγαρόφωτο που τρύπωνε από το μικρό παράθυρο έριχνε τραχιές σκιές στον χώρο.
Μόλις χαλάρωσαν λίγο και η αναπνοή τους επανήλθε στο φυσιολογικό της ρυθμό, μένουν για λίγο σιωπηλοί. Κοιταχτήκανε. Και, καθώς σήκωσε το χέρι του για να κρατήσει το δικό της, τον πρόλαβε. Τα δάχτυλά τους πλέχτηκαν μεταξύ τους. Το νυχτερινό αεράκι του καλοκαιριού έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα δροσίζοντας το ονειροπόλο πρόσωπο της νεαρής κοπέλας, σέρνοντας μαζί του ευωδιές από τις ολάνθιστες αυλές των σπιτιών. Ωστόσο, μια βαθιά αυλακιά ανάμεσα στα φρύδια έκλεινε προσωρινά μέσα της την αναταραχή της ψυχής της. Η Διδώ έγειρε το κεφάλι της ελαφρά στο πλάι, σαν να τον κοιτούσε από διαφορετική γωνία και έσπασε πρώτη την σιωπή. 
«Πες μου, για εκείνη, γιατί χωρίσατε;»
«Τι;» .
«Εκείνη. Εκείνη για την οποία δεν ήθελες να μιλήσεις όταν σε ρώτησα αν είχες φορέσει δαχτυλίδι και δίστασες ν’ απαντήσεις. Δεν θες να το συζητήσουμε;»
Την κοίταξε. Δεν ήξερε, ήθελε;
«Είσαι σίγουρη ότι θες…»
«Ναι, θέλω να μου πεις» είπε.
«Πόσο χρόνο έχουμε;»
«Σε πονάει ακόμη;»
«Πού και πού. Σκέφτομαι όμως ότι, αφού δεν συμφωνούσε με το επάγγελμα μου, τότε χωρισμός ήταν αναπόφευκτος».
«Αυτό πιστεύεις;»
«Ναι» είπε. «Αλλά τότε δεν ήμουν σίγουρος.»
«Γιατί με κοιτάζεις έτσι;»
«Πως σε κοιτάζω;»
Δεν του απάντησε, αλλά ξέσπασε σε χαρούμενο γέλιο. Το γέλιο της ήταν γάργαρο που όμως δεν άκουγε το κελάηδημα του γιατί μπερδευόταν το μυαλό του με τον απόηχο των λόγων του για τη παλιά του ιστορία.
«Έχεις μια ατελείωτη γλυκύτητα.» Της λέει και με το δάχτυλό του σήκωσε το πιγούνι της.
«Θέλω να μείνω ξαπλωμένη εδώ (για πάντα) και να σε ακούω να μου μιλάς.. Θέλω ν’ αποκοιμηθώ στην αγκαλιά σου καθώς θα μου μιλάς. Πες μου μια ιστορία απ’ τα ταξίδια σου.»
«Φοβάμαι πως ακόμα κι εκεί είμαι σκέτη απογοήτευση: Δεν είμαι κάλος με τις ιστορίες. Είμαι άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερη φαντασία.»
«Νομίζω πως υπερβάλλεις. Βλέπεις, ακόμα και η επιλογή του επαγγέλματός σου αυτό λέει. Παραδέξου το: Εσύ ο ίδιος είσαι η διάψευση των όσων διατείνεσαι. Πες μου απλά την δική σου ιστορία. Μου κάνει.» Του λέει η Διδώ.
«Αφού επιμένεις. Μα δεν είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα! Φοβάμαι ότι δεν έχω καμία ιδιαίτερη αξία για κανέναν άλλον εκτός από τον εαυτό μου».
«Με περιπαίζεις; η μου φαίνεται».
«Ε, πού και πού το κάνω κι αυτό. Βάλτε το στη λίστα με τα υπόλοιπα ελαττώματά μου».
«Ποτέ φεύγεις;» Τον ρώτησε.
«Τα πρωί. Όταν ξημερώσει.» 
Αυτό την ευχαρίστησε, ενώ του ψιθύριζε… «Σε τούτα τα μέρη το πρωί αργεί να ξημερώσει, κι όλη η Νύχτα είναι μπροστά μας …όλη η Νύχτα.» Και ανέβηκε πάλι επάνω του.
Το χαμηλό φως των κεριών που τρεμόπαιζε έκανε τις σκιές δυο ενωμένων κορμιών να χορεύουν στον τοίχο, σ ένα κρεσέντο περιπτύξεων. Ο ερωτικός χορός που βρισκόταν σε εξέλιξη απειλούσε να κάψει το μικρό δωμάτιο. Όταν την πήρε στην αγκαλιά του, επιθυμούσε να κάνει δικά του όλα τα πλούτη της ζωής. Στο πρόσωπό της βλέπει όλη την πανίδα και τη χλωρίδα της γης: γαζέλα, ελαφίνα, κρίνο και τριαντάφυλλο, χνουδάτο ροδάκινο, μυρωδάτο βατόμουρο... είναι πολύτιμος λίθος, φίλντισι, αχάτης, μαργαριτάρι, μετάξι, το γαλάζιο του ουρανού, η δροσιά των πηγών, ο αέρας, η φλόγα, η γη και το νερό. 
Την έσφιξε πάνω του με τόση δύναμη που την πόνεσε. Τον ήθελε και παρακαλούσε μέσα της να κρατήσει κι άλλο κι άλλο, πολύ περισσότερο. Για πάντα.
Η καυτή του ανάσα μέτρησε κάθε ύψωμα στην σπονδυλική της στήλη. Έφτασε στη μέση της κι ακολούθησε το ερωτικό της ύψωμα. Δεν άντεχε άλλο, της ήλθε να λιποθυμήσει.
Αυτός ανάσαινε πια, καυτά, στην είσοδο της σχισμούλας της που έλαμπε από την υγρασία… κι εκεί ακριβώς ήταν που άγγιξε τα κατακόκκινα έξω χείλη της με την άκρη της γλώσσας του. Πίεσε το πρόσωπό του εμπρός και οδήγησε τη γλώσσα του βίαια μέσα της.
Αυτό ήταν! Είναι η στιγμή της μεγάλης κραυγής της που ξεπήδησε από τους γοφούς της, ο κορμός της εκτοξεύεται σαν πυροτέχνημα από τη λυγερή της μέση, τα βυζιά της ερμίνες φυλακισμένες στην ίδια τους την κραυγή, πυρωμένο κάρβουνο το στόμα της που ουρλιάζει. Και τα χέρια της ρυάκια που τραγουδούν και σκορπούν αρώματα. Αυτός ξαναβρίσκει στο κορμί της τα λαμπερά αστέρια της ονειροπόλας σελήνης, το φως του ήλιου, τον ίσκιο των σπηλαίων.  Μια αλυσιδωτή αντίδραση ξεκίνησε. Τον έπνιξαν τα υγρά της που έβγαιναν σε κύματα. Τη γεύτηκε χαμογελώντας από ικανοποίηση….
.... Μέσα σε ανεμοψιθυρίσματα, τον πήρε στα κλεφτά στην αγκαλιά του για λίγο ο Μορφέας. Όταν ξαφνικά τα παντζούρια γέμισαν γραμμές φωτός, ο κόσμος είχε γράψει τον νυχτερινό του κύκλο.
Με το πρώτο φως της αυγής, αχτίδες του ανατέλλοντος Ήλιου απ’ το φεγγίτη εισχώρησαν στο δωμάτιο και μαζί με το θαμποχάραμα, έμπαινε και η μυρουδιά από τα κίτρινα άνθη της αλόης. Έξω ακούγονταν οι πρώτες φωνές των πουλιών. Ξύπνησε αλαφιασμένος στη μικρή κάμαρα και για λίγα δευτερόλεπτα προσπαθούσε να σηνειδητοποιήσει που βρισκόταν και τι είχε γίνει το βράδυ. Όταν συνήλθε και κοίταξε στο κρεβάτι η Διδώ κοιμόταν ακόμη. Το μαλακό φως του χαράματος έριχνε πάνω στο ξαπλωμένο σώμα της ένα απαλό φωτεινό πέπλο και ύπνος της ήταν γεμάτος χάρη. Στο πρόσωπο της πλανιόταν ένα ήρεμο χαμόγελο που πότε άλλοτε δεν θυμόταν να είχε ξαναδεί σε κοπέλα. Ήταν ακόμη πιο όμορφη στην αγκαλιά του Μορφέα. Έσκυψε και τη φίλησε στο μέτωπο. Την ώρα που αυτός γύρισε να ντυθεί την άκουσε να του λέει καλημέρα. Ανακάθισε στο στρώμα, στην άκρη του κρεβατιού γυμνή, και έριξε στην πλάτη τα ξέπλεκα μαλλιά της, με τα ρούχα δίπλα της διπλωμένα προσεκτικά. Τα τρυφερά της μάτια τον κοιτούσαν με ανάμεικτα συναισθήματα. Της ανταπέδωσε το βλέμμα και διέκρινε ένα δάκρυ να κυλά σαν μαργαριτάρι στο μάγουλο της. Ζύγωνε η ώρα ν' αναχωρήσει. Ήταν σαν αποβλακωμένος, λες και είχε λυγίσει από ένα αόρατο βάρος, αλλά ενθυμούμενος όλες εκείνες τις στιγμές που έζησαν το βράδυ του φαίνονται σαν απ’ τις πιο ευχάριστες  της ζωής του. Έξω ο ήλιος που είχε μόλις ανατείλει διατηρούσε ακόμη τις πορτοκαλιές αποχρώσεις του και το φως της ημέρας που έμπαινε στο δωμάτιο έδινε μια λάμψη στο περιβάλλον.
Μουρμούριζε στη γλώσσα του λέξεις μέσα από τα δόντια του, που για εκείνη ήταν ακατανόητες και δεν άργησε να της μεταδώσει την νευρικότητα του έτσι όπως στεκόταν σκεφτική και λίγο χλωμή. Ποιος ξέρει τι είχε μες το μυαλό της. Όταν μίλησε η φωνή της έτρεμε. «Τι μουρμουρίζεις; Το ξέρεις ότι παραμιλάς;» Του είπε αφού δεν καταλαβαίνει λέξη από τι της λέει.
«Τίποτα μάτια μου γλυκά. Όποιος δεν ξέρει τι να πει.... παραμιλάει. Ένας άγγελος είσαι καρδιά μου και δεν έχω το κουράγιο να... δεν ξέρω πως να.... πως να σε αποχωριστώ. Να πάλι μ' έπιασε λογοδιάρροια.» Της είπε.
Δάκρυα της ήρθαν δάκρυα στα μάτια.
«Σιώπα και μην λες ανοησίες.» Του ψιθύρισε.
Πήγε στην άκρη του κρεβατιού, κάθισε ακούμπησε το χέρι του στο μάγουλό της και της χάιδεψε τα μαλλιά. Τίναξε λίγο το κεφάλι της σα να'θελε να βάλει στη σειρά τα μυαλά της. «Πρέπει να φύγεις;»
Μάλλον τα λόγια της έκρυβαν έναν τόνο παραίτησης, μια σιγανή θλίψη και διάχυτη μελαγχολία να ρίχνει σκιά στο πρόσωπο της ... την φόβιζε η μοναξιά.
Έσκυψε το κεφάλι του και την φίλησε με μια βαθιά τρυφερότητα. Ένοιωθε επάνω στα χείλη του τη γεύση της αλμύρας από τα δάκρυα της – και ήταν η γεύση όλης της θλίψης, όλης της ανθρώπινης αδυναμίας. Για μια στιγμή τα πάντα σταμάτησαν μέσα του, λες μια βαθιά γαληνή είχε χυθεί επάνω του.
«Το πλοίο είναι έτοιμο για αναχώρηση και με περιμένει».
Εκείνη δεν κουνήθηκε καθάριζε τη φωνή της για να του πει αυτά που ήθελε, ενώ τα μάτια της ήταν σαν ένα δάσος σκιές. Δάγκωσε τα χείλη της. Η σκέψη ότι θα της έφευγε τώρα, ήταν τρομερή, τα χεριά της έτρεμαν, το πρόσωπο της συννέφιασε θλιμμένα, είχε γίνει κόκκινη σαν πιπεριά. Η φωνή της έτρεμε, τα χείλη και τα ρουθούνια της μύτης ανοιγόκλειναν όπως τα φύλλα από τον αγέρα, όπως τα φτερά του πουλιού κάτω από τον Ήλιο.
Μια στιγμή, ένιωσε να του κόβονται τα γόνατα. «Θα μπορέσω να φύγω απ’ το φιλντισένιο μου κλουβί; Ή θα με βρει εδώ ο ήλιος;» 
Έσκυψε πάνω της, μυρίζοντας τα μαλλιά της. «Είσαι τόσο όμορφη.»
Έξω ακούστηκαν οι πρώτες φωνές, το γάβγισμα ενός σκύλου και ποδοβολητά παιδιών που ξεκινούσαν για το σχολείο τους.
Όπως τον έβλεπε, να ετοιμάζεται να φύγει, την πήρε πάλι το παράπονο.
«Μη φεύγεις.» Τα πλουμιστά της μάτια ήταν γεμάτα δάκρυα.
Έμεινε ασάλευτος ενώ μέσα του προσπαθούσε να φανεί ήρεμος κι αποφασιστικός, αλλά δεν τα κατάφερνε. Να πνίγει στη θάλασσα ήθελε έτσι που τον είχε αγκαλιασμένο.
«Σε παρακαλώ μείνε εδώ μαζί μου». Του είπε με φωνή σπασμένη.
Κούνησε το κεφάλι του. «Διδώ ακόμη κι’ αν έσκιζα την καρδιά μου στα δυο, δεν θ’ άλλαζε σε τίποτα η κατάσταση. Δεν μπορώ να μείνω εδώ στα νησιά του πράσινου ακρωτηρίου. Πρέπει να γυρίσω πίσω στο πλοίο μου. Ούτε και εσύ μπορείς να ‘ρθεις μαζί μου» της είπε, και προχώρησε με αργά βήματα προς την πόρτα.
Η Διδώ τινάχτηκε σα να τη δάγκωσε φίδι και τον πλησίασε από πίσω. Δισταχτικά άπλωσε τα χέρια και τα πέρασε γύρω από τη μέση του. Εκείνος δεν αντέδρασε κι εκείνη παίρνοντας περισσότερο θάρρος σφίχτηκε πάνω του ακουμπώντας το πρόσωπο της στην πλάτη του. Έμειναν για λίγα λεπτά έτσι, σαν σύμπλεγμα απελπισίας. Γιατί, ο καθένας, από τη δική του πλευρά, ήταν πραγματικά απελπισμένος. Αυτός γύρισε μέσα στο χειραγκάλιασμα της κοπέλας και το πρόσωπο της βρέθηκε στο στήθος του. Της χάιδεψε τα μαλλιά. Οι ώμοι της Διδώ άρχισαν να τραντάζονται από αναφιλητά και τα δάκρυα να μουσκεύουν το μπλουζάκι του. Πέρασε το αριστερό χέρι του γύρω από τους ώμους της, σα για να τους κάνει να σταματήσουν το τράνταγμα. Με το δεξί έπιασε το πηγούνι της και της σήκωσε το κεφάλι. Ύστερα έσκυψε και φίλησε τα γεμάτα δάκρυα μάτια της, γευόμενος την αρμύρα τους.
Τη φίλησε με θέρμη με δύναμη, με μια αγάπη που δεν είχε νιώσει γι’ άλλη γυναίκα. Και πολλή ώρα, πολλή ώρα, τόσο που όταν απομάκρυνε τα χείλη του απ’ τα δικά της, η πιο αγνή τρυφερότητα είχε έρθει να φωλιάσει μέσα του. Η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα τώρα, όπως ακριβώς την ώρα που έκαναν έρωτα χθες το βράδυ. Έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι αρκετά.
Σκούπισε με το πανωφόρι τα μάτια της και του χαμογέλασε με κόπο. Η φωνή της άλλαξε, λες κι είχε σκληρύνει, έμοιαζε πιο αποφασιστική. 
«Θα σε ξαναδώ;». Τον ρώτησε.
Αυτός χλόμιασε ένοιωσε τα αισθήματα του να βρίσκονται παγιδευμένα σε ιστό της αράχνης που προσπαθούσαν ν' απαλλαγούν. Χαμήλωσε τη ματιά του στο πάτωμα, δεν μπορούσε να συναντήσει το βλέμμα της. Μια στιγμή δισταγμού. Έπειτα μίλησε με μια φωνή γεμάτη θλίψη.
«Δεν μπορώ να σου πω, το ελπίζω στο μέλλον. Πολλά μπορεί να συμβούν». Είπε και αναχώρησε. Ένα πικρό χαμόγελό της τον κατευόδωσε.
Στην επιστροφή για το πλοίο διανύοντας τον κατηφορικό χωματόδρομο μέσα από τα χαμηλά σπίτια, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του τραβηγμένα, το βλέμμα του χαμηλωμένο και άδειο, ένα βαθύ κενό, σημάδι πόνου που κουβαλούσε από τις εικόνες της χθεσινής βραδιάς να του υπενθυμίζει πως ένα κομμάτι του εαυτού του, έμεινε πίσω μαζί της, σαν σκιά ονείρου, για να του την θυμίζει. Ισιώνοντας το κορμί του κοίταξε για μια τελευταία φορά πίσω του και τράβηξε το σκονισμένο δρόμο βαδίζοντας ολόισια, χωρίς να σταματήσει καθώς απομακρυνόταν από το χωριό.
Ήθελε να βάλει τα κλάματα, που έκανε μια δυνατή ερωτική σχέση που όμως δεν μπορούσε να έχει ευτυχές τέλος. Η Διδώ ήταν πραγματικά ξεχωριστή, κι ακόμη το ένιωθε πως δεν ήταν δυο ξένοι μεταξύ τους. 
«Παρακαλώ, προσέξτε την σκάλα» είπε ο βατσιμάνης.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια του για να σταματήσει τα δάκρυα.
«Καλώς ήρθες στο Πλοίο». 
Έφτασε στο πλοίο εξουθενωμένος από τις έντονες παραστάσεις της χθεσινής ημέρας και νύχτας, έχοντας ανάγκη από απόλυτη μοναξιά.
Το βράδυ στη καμπίνα του, πέταξε βιαστικά τα ρούχα του κι έπεσε ξερός στο κρεβάτι. Άναψε ταυτόχρονα το πορτατίφ κι ένα τσιγάρο. Το ένα για να τον φωτίζει και το άλλο για να τον σκοτίζει. Έτριψε τα μάτια του και δοκίμασε να ιεραρχήσει τις σκέψεις του. Είχε έρθει στο καράβι να συλλέξει εμπειρίες επαγγελματικές, και είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως θα ζούσε την κάθε μέρα δυνατά, ρουφώντας εξαντλητικά κάθε της πτυχή. 
 Στην αρχή πέρασε άγρυπνες νύχτες ν' αναθυμιέται, τα ίδια και τα ίδια σαν έπεφτε στο κρεβάτι να κοιμηθεί και έμενε να κοιτάζει την οροφή στη βουβή καμπίνα του. Προσπαθεί να κοιμηθεί ήρεμος, μα ο νους του παίζει παιχνίδια και η καρδιά του πάλλει δυνατά. Μυροβόλα η αύρα της, να τον καλεί γοερά, δροσερά κ' ευώδης η ανάσα του κορμιού της, έρχονταν να τον τριβελίζει επιθυμώντας το άγγιγμα της. Να γεύεται τα χάδια της μέχρι που τον έπνιγε η μοναξιά εκεί που τελειώνει η μελαγχολία, κ’ ένα σύννεφο ν’ απλώνεται παντού στις σκέψεις του. Όμως αντί να έχει εκείνη στην αγκαλιά του τη νύχτα, αγκάλιαζε σφιχτά το μαξιλάρι και ένιωθε ένα μαράζι να τον πνίγει.
Συνεχίζοντας με το πλοίο τα ταξίδια τους, πλέον όλα είχαν πάρει το δρόμο τους. Δικαιολογείται στον εαυτό του ότι δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς! Η εικόνα όμως της Διδώ με τα θολωμένα μάτια της έρχεται ακόμη στο νου και του ανακατεύει κάποιες στιγμές τις σκέψεις του και πότε-πότε τον κυρίευαν τύψεις και μια κρυφή ενοχή, για όσα συνέβησαν εκείνο το βράδυ και τα κουβαλούσε μέσα του.
Ο ήλιος έκανε την ίδια τροχιά όπως κάθε μέρα ο χρόνος κυλούσε οι ημέρες διαδέχονταν η μία την άλλη και τον έπιανε η μελαγχολία, όταν εικόνες θολές της Διδώ τον συνόδευαν σαν σκιά. Σε όλο αυτό το διάστημα, προσπάθησε να συμβιβαστεί με τη πραγματικότητα και με το γεγονός πως αυτή είναι η μοίρα του σα ναυτικός. Το πλοίο ήταν ήδη χιλιάδες λεύγες μακριά! Κάπου είχε διαβάσει τελευταία κάτι σχετικό! «Όταν διψάς δεν είναι ανάγκη να πέσεις στο ποτάμι να πνιγείς, σκύβεις πίνεις και φεύγεις». 
Με το καιρό του φαινόταν σαν ψέμα που ο πόνος έσβηνε, όπως μαραίνονται τα κομμένα τριαντάφυλλα, και αυτός σώπαινε υποφέροντας όλο και λιγότερο διώχνοντας όλες τις θλιβερές του σκέψεις, όπως ο άνεμος περνά και γυμνώνει το δέντρο από όλα τα νεκρά του φύλλα, μέχρι που αναμνήσεις, εικόνες, όλα έγιναν αέρας, καπνός, λησμονιά στον πάτο του πηγαδιού και το μέλλον του να κρύβει καινούριους στόχους.
 
Web Informer Button