ADS

click to open

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008

Idanikos Kai Anaxios Erastis... Kavadias

Του Νίκου Καββαδία

Στο έργο του εκφράζεται η περιπέτεια μιας θαλασσινής ψυχής.
Κυριαρχεί παντού η θάλασσα,απέραντος δρόμος γνώσεων, διέξοδος του ανικανοποίητου, παρήγορη προέκταση πέρ’ απ’ τους ασφυκτικούς ορίζοντες του παραδεκτού.
Τα λιμάνια μικροί σταθμοί για λίγη ξεκούραση.
Οι άνθρωποι επιβάτες, περνούν και φεύγουν.
Οι μνήμες πολλές, πολλές φορές ανώνυμες.
Το ταξίδι, χρόνος φευγιού, δρόμος ελευθερίας.

Mal Du Depat

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαδράς, τη Σιγγαπούρ, τ' Αλγέρι και το Σφάξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ, σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα' χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ' όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει ..."

Μα ο εαυτός μου μια βραδιάν εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο, ως ένας δικαστής στυγνός, θα μου ζητήσει,
κι αυτό τ' ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει, κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.

Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

Marabou

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε , γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ' ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου όπού 'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ' το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μέσ' στην καρδιά της Άμμου.

Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

Θα προχωρήσω! ... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές,
"μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της".

Όταν την είδα και στο φως τ' αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σαν να 'χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά ... Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου ... Μ' απόμεινα κι εγώ
ένα σταυρόν απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό,
Μ' αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συχωρέσει ...

Το χέρι τρέμει ... Ο πυρετός ... Ξεχάστηκα πολύ,
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω ...

Esmeralda

Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές.
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Cabes.

Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος
κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς.
Στο κάθε χάδι κ' ένας κόμπος φεύγει ματωμένος
απ' το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής.

Ο παπαγάλος σου 'στειλε στερνή φορά το «γεια σου»
κι απάντησε απ' το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής,
πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου
κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς.

Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω: «Σε προδίνω»,
κι ο γρύλος το ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού.
Μη φεύγεις. Πες μου, το 'πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο
ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;

Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν
κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.
Τρόχισε εκείνα τα σπαθιά του λόγου που μ' αρέσουν
και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά.

Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν
και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές
στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα
που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές.

Dokimos Stin Gefira

Στο ημερολόγιο γράψαμε: « Κυκλών και καταιγίς ».
Εστείλαμε το S.O.S. μακριά σε άλλα καράβια,
κι εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριο Ινδικό
πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μια μέρα στην Μπατάβια.

Μα δεν λυπάμαι μια σταλιάν – Εμείς οι ναυτικοί
Έχουμε, λένε, την ψυχή στο διάολο πουλημένη.
Μια μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνή και σκυθρωπή,
που χρόνια τώρα και καιρούς το γιο της περιμένει.

Θεέ μου! είμαι μοναχά δεκαεννιά χρονών,
κι έχω σε μέρη μακρινά πολλές φορές γυρίσει.
Θεέ μου! έχω μιαν άκακη, μια παιδική καρδιά,
Αλλά πολύ έχω πλανηθεί, κι έχω πολύ αμαρτήσει.

Συγχώρεσέ με ... Μια βραδιά θολή στο Σάντα Φε,
καθώς κάποια με κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της,
ετράβηξα απ' την κάλτσα της μια δέσμη από λεφτά
που όλη τη μέρα εμάζευεν απ' την αισχρήν δουλειά της.

Κι ακόμα, Κύριε... ντρέπομαι να το συλλογιστώ,
(μα ήτανε τόσο κόκκινα και υγρά τα ωραία του χείλια
και κάποια κάπου ολόλυζε κιθάρα ισπανική...)
κοιμήθηκα μ' ένα μικρόν εβραίο στη Σεβίλλια.

Κύριε... τούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό
σε λίγο στις υδάτινες ειρκτές νεκρό θα πέσει...
Μα τέσσερα όμως σκέφτομαι γαλόνια εγώ χρυσά
Κι ένα θλιμμένο δόκιμο, που δεν θα τα φορέσει...

Gramma Apo Tin Marsigia

Έσχισα, φίλε μου, πολλά χαρτιά για να σου γράψω.
Εδώ η Μαρσίλια μ’έκανε πολύ να ζαλιστώ,
κι όμως δεν πέρασε στιγμή, πιστέφτε, αγαπητέ μου,
χωρίς και μες στη ζάλη μου να σας συλλογιστώ.

Σας σκεφτόμουν στο Μπουλβάρ ντε Νταμ σαν περπατούσα
ανάμεσα σε δυο τροτέζ που έκαναν σαν τρελές,
ενώ μιλώντας δυνατά τριγύρω μου περνούσαν
άνθρωποι απ’ όλες, θα ‘λεγες, του κόσμου τις φυλές.

Κι έπειτα πάλι στη μεστή από κόσμο Κανναμπιέρα,
στο Πόρτο Βέκκιο, στην τεφρήν οδό Σαιντ Ονορέ,
κι ακόμα, συγχωρήστε με, σας ένιωθα μαζί μου
στα θορυβώδη και γιομάτα κόσμο καμπαρέ.

Βορινοί ναύτες μπλέκονται με θερμαστές του Νότου,
στα γόνατά τους κάθονται κορίτσια της δουλειάς,
παίζει το πιάνο μοναχό και μια μικρή σφυρίζει
έναν παράταιρο σκοπό μιας μελωδίας παλιάς.

Κι ύστερα απ’ το Ταρτάν εβγήκα μεθυσμένος
και νόμιζα το σώμα μου ανάξιο και μικρό,
πολύ κοντά σας ένιωθα να μου χαμογελάτε
μ’ εκείνο το παράξενο το γέλιο, το πικρό.

Και μόνον όταν στην Κορνίς, σε κάποιο γκρίζο σπίτι,
γύρω από εβραίους που ‘χανε με γυναικεία ντυθεί,
σας έχασα για μια στιγμή απ’ τα μάτια μου, μου εφάνη
ο φύλακας μου άγγελος πως είχε πια χαθεί.

Αύριο φεύγω και μαζί μου φέρνω στην Αθήνα
αναμνήσεις παράξενες, πολλές, με το σωρό
και κάποιο δώρο θλιβερό, προϊόν της Μασσαλίας,
που μια Πωλίν μου χάρισε προχθές στα Numeros...

Kuro Siwo

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.

Πέρ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου 'πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες' το μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "

Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που 'χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη
κ' συ κοιτάς ακόμη πάνω απ΄το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2008

Gnorissame To Simpan Otan Itan Neo

Μικρό απόσπασμα από το βιβλίο «Προέκταση στο μέλλον»
Του Άρθουρ Κλαρκ..
...........
Όπως φαίνεται η μέχρι τώρα ζωή του γαλαξία είναι ένα απλό φτερούγισμα τού χρόνου σε σύγκριση με τα αβυσσαλέα χρονικά διαστήματα του μέλλοντος. Με το σημερινό σπάταλο ρυθμό ακτινοβολίας, τα άστρα σαν τον Ήλιο μπορούν να καίνε για δισεκατομμύρια χρόνια ακόμα. Μετά, ύστερα από διάφορες εσωτερικές περιπέτειες ησυχάζουν και συμβιβάζονται με μια ταπεινότερη μορφή υπάρξεως σαν «νάνοι». Έτσι, τα μετανιωμένα άσωτα άστρα λάμπουν για χρονικά διαστήματα που μετριούνται όχι σε δισεκατομμύρια άλλα σε τρισεκατομμύρια χρόνια. Οι πλανήτες τέτοιων άστρων, αν απέχουν απ’ τον ήλιο τους όσο απέχει ή Γη (ή έστω κι ο Ερμής) απ' το δικό της, παγώνουν σε θερμοκρασίες εκατοντάδων βαθμών κάτω απ’ το μηδέν. Αλλά στα χρονικά όρια πού εξετάζουμε, oι φυσικοί ή τεχνητοί πλανήτες μπορεί να πλησιάσουν τον ήλιο για να γλυτώσουν την επερχόμενη εποχή παγετώνων, όπως, πάει πολύς καιρός, οι άγριοι πρόγονοι μας μαζευόντουσαν γύρω απ' τη φωτιά για να προστατευτούν από το κρύο και τα θηρία της νύχτας.
Σ' Ένα περίφημο ελεγειακό απόσπασμα, ο Μπέρτραντ Ράσσελλ παρατήρησε:
…………….....τό ότι οι μόχθοι όλων των καιρών, όλη ή ευλάβεια, όλη ή έμπνευση, όλη ή εκθαμβωτική λαμπρότητα της ανθρώπινης ιδιοφυΐας, προορίζονται να εκλείψουν με το μεγάλο θάνατο του ηλιακού συστήματος, και το ότι ολόκληρο το οικοδόμημα των κατορθωμάτων του ανθρώπου πρέπει να θαφτεί αναπόφευκτα κάτω απ' τα ερείπια ενός σύμπαντος πού γκρεμίζεται, όλα αυτά, μολονότι δεν είναι εντελώς αναμφισβήτητα, είναι, ωστόσο, τόσο σίγουρα πού όποια φιλοσοφία τα απορρίπτει δεν έχει ελπίδες να ορθοποδήσει………………….
Αυτό μπορεί να είναι αρκετά σωστό. Άλλα το γκρέμισμα του σύμπαντος είναι τόσο ασύλληπτα μακριά στο μέλλον, πού δεν έχει καμία σχέση με το ανθρώπινο είδος. Η ίσως και με κανένα είδος πού τώρα υπάρχει στο σπειροειδή στρόβιλο αστεριών πού εμείς ονομάζουμε Γαλαξία.
Ο Γαλαξίας μας βρίσκεται στην άνοιξη της ζωής του, μια άνοιξη γεμάτη λαμπρότητα από το φως γαλανόλευκων αστεριών σαν τον Βέγα και τον Σείριο και, σε μικρότερη κλίμακα, τον Ήλιο μας. "Όταν όλοι αυτοί αρχίσουν να ησυχάζουν, μετά την πυρωμένη εφηβεία τους, σε μερικά δισεκατομμύρια χρόνια, τότε, μόλις θα ξεκινάει ή αληθινή ιστορία τού σύμπαντος.
Θα είναι μια ιστορία φωτισμένη μόνο από το ερυθρό και υπέρυθρο φως νωθρών αστεριών πού μόλις θα φαινόντουσαν με γυμνό μάτι. Και όμως, οι σκοτεινές αποχρώσεις του αιώνιου αυτού σύμπαντος μπορεί να είναι γεμάτες χρώμα κι ομορφιά για οποία παράξενα όντα θα έχουν προσαρμοστεί. Και θα ξέρουν ότι τούς μένουν ακόμα, όχι εκατομμύρια χρόνια με τα όποια εμείς μετράμε τις γεωλογικές περιόδους, ούτε τα δισεκατομμύρια χρόνια που τους χωρίζουν από τις περασμένες ζωές των αστεριών, άλλα χρόνια πού θα μετριούνται κυριολεκτικά σε τρισεκατομμύρια.
Θα έχουν όλο τον απαραίτητο χρόνο στις ατέλειωτες αυτές περιόδους, να δοκιμάσουν τα πάντα, να συγκεντρώσουν όλη τη γνώση. Δεν θα είναι σαν θεοί, διότι κανείς θεός απ’ όσους φαντάστηκε η ανθρώπινη διάνοια δεν είχε τις Ικανότητες πού θα εξουσιάζουν εκείνοι. Αλλά έτσι κι' αλλιώς, μπορεί να μας ζηλεύουν πού λιαζόμαστε στο πρώτο φως της Δημιουργίας, διότι εμείς γνωρίσαμε το Σύμπαν όταν ήταν νέο.

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008

Eidololatrika

Η άποψη ότι ο θρήσκος είναι πιο ευτυχισμένος από τον άθεο είναι το ίδιο άτοπη όπως και η διαδεδομένη πεποίθηση πως ο μεθυσμένος είναι πιο ευτυχισμένος από τον νηφάλιο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω
.......
Ποτέ μια τόσο βλακώδης και αναπόδεικτη ιδέα όπως αυτή του θεού δεν είχε τέτοια ασυλία. 
Daniel Dennett
..
.........................
..... Διαβάζω ελληνική μυθολογία. Κανείς απ’ τους θεούς ή από τις μοίρες δεν προαναγγέλλει πουθενά τη συντέλεια του κόσμου. Δεν απειλεί πως οι άνθρωποι θα κριθούν κατά τα έργα και τις αμαρτίες τους. Δεν προφητεύει μια Δευτέρα Παρουσία. Ποια Δευτέρα Παρουσία; Αφού όλα και όλοι είναι ήδη, νυν και αεί, εδώ. Και η γη δεν τρέμει παρά από τους οργασμούς µας. Κι απ’ τις ωδίνες των τοκετών µας.
Seafarer 
.....................................

//Ο Ακρίσιος ήθελε πάντα να αποκτήσει έναν διάδοχο για τον θρόνο του. Μετά την γέννηση της Δανάης, προσπάθησε και πάλι να αποκτήσει γιο αλλά δεν τα κατάφερε. Αποφασίζει να πάει στην Πυθία και να μάθει αν θα αποκτήσει αγόρι. Η Πυθία του ανακοινώνει πως θα αποκτήσει εγγονό από την Δανάη και πως θα σκοτωθεί από αυτόν. Γυρνώντας στο Άργος στεναχωρημένος, κλείνει την Δανάη σε ένα υπόγειο δωμάτιο, ώστε να αποφύγει την επαλήθευση του χρησμού. Η Δανάη επικοινωνούσε μόνο με την παραμάνα της, ενώ από ένα παραθύρι, υπερυψωμένο, καταλάβαινε το έξω περιβάλλον.
Όμως, ο Δίας, ερωτευμένος με την ωραία πριγκίπισσα, έπεσε από τη στέγη του κελιού της σαν χρυσή βροχή και έφτασε στην αγκαλιά της. Καρπός της ένωσής τους ήταν ο Περσέας, ιδρυτής των Μυκηνών.

Αυτά είναι απίστευτα, ε;
Ειδωλολατρικά;
Για πρωτόγονους και αμαθείς;

Δεν χρειάστηκε να έχουμε σεξουαλική ένωση, όπως το ίδιο αναφέρεται για την Παναγία και τον κρίνο. Πως συμβαίνει αυτό για μας να είναι πιστευτό; ότι μύρισε ένα κρίνο, και μέσω της χάρης του Θεού έμεινε έγκυος.
....  Αλλά… Ποτές μη λες ποτές που λέγει και ο σοφός ο κοσμάκης. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Διότι, δηλαδής; Ότι η Σάρα στα ενενήντα της τα χρόνια το περίμενε πως θα πιάσει παιδί με τον Αβραάμ; .....Σα να το βλέπω το έργο. Μεσημέρι θα ‘τανε. Θα μέτρησαν το ζάχαρο, ύστερα θα πλάγιασαν στο κρεβάτι. Λίγο θα κυλίστηκαν από δω λίγο θα ακουμπήστηκαν από εκεί και τέλος. Τους ήρθε ο ακάλεστος μουσαφίρης. Ισαάκ με το όνομα. Μεγάλη η χάρη του. 
............

*Ο Ντένετς αναφέρεται ως ένας από τους «τέσσερις καβαλάρηδες του Νέου Αθεϊσμού», μαζί με τους Ρίτσαρντ Ντόκινς, Σαμ Χάρρις και Κρίστοφερ Χίτσενς.

Υ.Γ: Για πιο hardcore πιστούς…μία συμβουλή: Ραντίστε με αγιασμό οθόνη και πληκτρολόγιο και μην ξαναπεράσετε από αυτό το άντρο της ακολασίας….
Εναλλακτικά μπορείτε να ανοίξετε το “Πως Νίκησα Τον Σατανά” του Πιτ Παπαδάκου (εκδόσεις Τα_μαύρα_μας_τα_χάλια).




 
Web Informer Button