«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας.....κλπ.. Βλέπε Μυθοπλασία ΙΙ: (Part:1)
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part..1).....Οι απογευματινές ακτίνες του ήλιου έλουζαν με φως τους καταπράσινους ελαιώνες και την όμορφη σμαραγδένια παραλία τους. Η θάλασσα απλώνεται εμπρός του γαλήνια και κρυστάλλινη, σαν θελκτικό θηλυκό που σκορπάει τον πόθο. Έτσι ένιωθε κι ο Νικηφόρος ατενίζοντας τα τυρκουάζ νερά της. Ανέβηκε στο μπαλκόνι τους που οδηγούσε στο σαλόνι και στην κουζίνα. Από εκεί, μπορούσε να δει την υπέροχη, καταγάλανη ακτογραμμή που διέγραφε όμορφους κόλπους. Ήταν τρεις ημέρες τώρα που όλη η οικογένεια είχε επιστρέψει στον μικρο οικισμό. Μα έλα που ο παππούς Θρασύβουλος δεν είχε ησυχία. Σήμερα θα πήγαινε τα εγγόνια του στη μεγαλούπολη στη παραδοσιακή εκδήλωση για την πανσέληνο και μετά μαζί με την Αντιγόνη θα επισκεπτόταν τον αδελφό του στη πόλη. «Το Φεγγάρι τον Αύγουστο όταν αρχίζει να ξεπροβάλλει πίσω από το βουνό, πρώτα σαν μία λεπτή φέτα από φως που μεγαλώνει και στρογγυλεύει και γεμίζει τον ουρανό σαν τεράστιος δίσκος είναι τόσο εξωπραγματικά μεγάλο πιάνει το μισό ουρανό και τα βάφει όλα κόκκινα.» Στο σπίτι του αδελφού του γιόρταζαν κάποια γενέθλια, καλεσμένοι και ταυτόχρονα θα έμεναν δυο με τρεις ήμερες να τακτοποιήσουν κάποιες κληρονομικές εκκρεμότητες στο συμβολαιογραφείο. Οι μικροί μπόμπιρες ούτε λόγος να γίνεται, δεν ξεκολλούσαν από τον παππού και την γιαγιά. Ο Νικηφόρος σκεφτόταν αυτό το έντονο δέσιμο των μικρών με τα πεθερικά του και ένα χαμόγελο ευχάριστης αποδοχής του γεγονότος ζωγραφίστηκε στα χείλη του. Σαν γονέας που λόγω επαγγέλματος απουσιάζει μακρόσυρτα χρονικά διαστήματα από την οικογένεια του, νιώθει ιδιαίτερη ασφάλεια και σιγουριά, για τα παιδιά τους που εκτός από τη μαμά τους η γιαγιά και ο παππούς παίζουν πολύ συχνά ενεργά το ρόλο τους στην ανατροφή των παιδιών τους. Έτσι ο αποχωρισμός, του φαίνεται λιγότερο επώδυνος, αφού ξέρει πόσο πολύ τα αγαπάνε και πως τους συμπεριφέρονται σαν να ήταν δυο φορές δικά τους παιδιά.
Ερωτική Μυθοπλασία II: (Μέρος 6).....
Είχε περάσει μόλις μια ώρα που η Εριφύλη, η Άλκηστις, ο Νικηφόρος είχαν γυρίσει από το απογευματινό θαλασσινό τους μπάνιο και ο Νικηφόρος καθισμένος στον αναπαυτικό καναπέ του μεγάλου μπαλκονιού απολαμβάνει σε μία όαση ηρεμίας το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα. Είναι απογευματάκι, φυσάει ένα ελαφρό αεράκι, δεν υπάρχει ίχνος σύννεφου, και είναι αδύνατον να μη σκεφτεί ότι τελικά μπορεί όλα να πηγαίνουν χάλια στην Ελλάδα, αλλά το ελληνικό καλοκαιράκι, πάντα μα πάντα θα είναι το απόλυτο αντίδοτο σε όλα τα κακά. Το μπαλκόνι τους βρίσκεται σε στρατηγική θέση, λίγα μόλις μέτρα από τις αμμώδες παραλίες της περιοχής με εκπληκτική άκοπη θέα τα καταγάλανα νερά του κόλπου, την κατάφυτη βουνοπλαγιά του Χελμού που απλώνεται στο βάθος περικλείοντας και ένα προστατευμένο απάνεμο λιμανάκι.
Απολαμβάνει ένα φρέσκο και αναζωογονητικό άρωμα, που έρχεται από την ηλιόλουστη ακτή με αρωματικές νότες που αναμειγνύονται, συνδυάζοντας μια λουλουδένια αίσθηση, και χαλαρώνει με τον ήχο του φλοίσβου,- την ανάσα της θάλασσας- που ο αργός ρυθμός του τον ηρεμεί.
Είναι Αύγουστος, το πιο καλό κομμάτι του καλοκαιριού. Η θάλασσα γλυκιά και καλότροπη και το δέρμα τους να απολαμβάνει τον ήλιο, τη θέρμη ύστερα από το ψύχος του χειμώνα και τις υγρές ψύχρες της άνοιξης, το καλοκαίρι απολαμβάνουν το παρατεταμένο φως, τις μέρες που έχουν μεγαλώσει. Δε φτάνουν βέβαια τις Λευκές Νύχτες της Βόρειας Ευρώπης, αλλά σίγουρα νιώθει περίεργα να είναι βράδυ ελληνικό, εννέα η ώρα η θερινή και να βλέπει τον ήλιο να στέκεται ακόμη απέναντι δυτικά στο ακρωτήρι και ο Νικηφόρος βρίσκεται σε ρομαντική αλλά και φιλοσοφική διάθεση καθώς το απαλό μελτεμάκι που φυσά δροσίζει το πρόσωπό του και χαϊδεύει τα μαλλιά του. Έκλεισε τα μάτια νανουρισμένος! Γρήγορα, του φάνηκε σα να βυθίζεται σε μια ονειροπόληση ή για την ακρίβεια σα να πέφτει σε μία κατάσταση ηδονικής χαύνωσης κι εγκατάλειψης. Τι υπέροχη αίσθηση!
«Νικηφόρε! Άλκηστις!. Πού βρίσκεστε και με αφήσατε μόνη μου;» Είναι η φωνή της Εριφύλης που ακούγεται να τους ψάχνει από το εσωτερικό της κουζίνας. Η φωνή της ήταν απαλή, αργή, ωσάν αναπάντητα ερωτηματικά να αιωρούνται μέσα της.
Ακόμη δεν είχε συνειδητοποιήσει το κάλεσμα της Εριφύλης όταν μια δεύτερη και συνάμα τρυφερή φωνή ακούστηκε από την έμπα του μπαλκονιού! «Που το ‘χεις το μυαλό σου αγόρι μου;» και του διαλύθηκαν σιγά σιγά οι ευχάριστες ονειροπολήσεις που απολάμβανε γαλήνια, νανουρισμένος από το θρόισμα του μελτεμιού. Ταυτόχρονα η φωνή παίρνει μορφή, παίρνει σχήμα γνωστό, και οι επιθυμίες γίνονται απτές και ανυπόφορες. Μπρος του πρόβαλε ένα σώμα αλαβάστρινο με ρόδινες αποχρώσεις και με σκιές βαθιές και ηδονικές. Είναι η Άλκηστις που κάνει την εμφάνιση της στα σκαλοπάτια του μπαλκονιού με το θερμό της βλέμμα να αναζητά το δικό του, και η γλυκιά φωνή της να τον καλοπιάνει.
Ήταν λίγο αφηρημένος τον τελευταίο καιρό. Μέχρι χθες ήταν σίγουρος πως η Εριφύλη ήταν η μοναδική γυναίκα της ζωής του. Τώρα που κοιτούσε την όμορφη κοπέλα να στέκεται εκεί μπροστά του, και να του κλείνει γοητευτικά το μάτι σε ένα άκρως ερωτικό κλίμα, αναριγούσε!
«Ένας διάχυτος ερωτισμός πλανάται στην ατμόσφαιρα, ανεβάζοντας την ερωτική τους διάθεση στα ουράνια και δημιουργώντας όλες τις προϋποθέσεις για καυτές σεξουαλικές στιγμές τους.» σκέφτηκε και σηκώθηκε από τον καναπέ του. Είχε την αίσθηση πως ήταν ερωτευμένος και με τις δυο γυναίκες. Είναι τριάντα τριών χρονών πια κι όμως σεξουαλικά μέσα του νοιώθει πως περνάει την πιο ώριμη φάση του όσον αφορά την σεξουαλική του ζωή.
«Κορίτσια με χάσατε, τις τελευταίες ώρες, έτσι δεν είναι;. Σας έλειψα; Πείτε βρε την αλήθεια, μην ντρέπεστε! Λιγάκι πρέπει να σας έλειψα.»
«Ααα ώστε εδώ είσαι εσύ; Και εμείς νομίζαμε πως μας βαρέθηκε το αγόρι μας; Σε κούρασε η ρουτίνα της σχέσης μας και θες να μείνεις μόνος;» Τον πειράζει η Άλκηστις και τα μάτια της γέμισαν χρυσές λάμψεις.
Αυτή τη στιγμή η θάλασσα είναι χαρά Θεού, γαλήνια, απλώνεται γαλάζια κι αρυτίδωτη, μια ελαφρά πάχνη κάθεται χαμηλά γύρω στον ορίζοντα, σπαρμένη με ακίνητα λευκά πανάκια. Πέρα εκεί, μακριά, στο θάμπος του πελάγους, το ακρωτήρι στέκεται ολόρθο στο έμπα της θάλασσας. Ο ήλιος που ετοιμάζεται να δύσει και τη θέση του θα πάρει το ολόγιομο φεγγάρι που ντύνει τον χώρο με φως ξανθό και ρόδινο. Απόψε έχει πανσέληνο και θα είναι όμορφα θα έχουν το πιο φωτεινό ολόγεμο φεγγάρι του χρόνου. «Του Αυγούστου το φεγγάρι παρά λίγο μέρα κάνει». Ακόμη και τα τζιτζίκια ξεγελιούνται και συνεχίζουν το ξέφρενο τραγούδι τους μέσα στη νύχτα που λάμπει σαν μέρα. «Τι κρίμα που δεν είναι εδώ και οι υπόλοιποι της φαμίλιας και προτίμησαν τη μεγαλούπολη.» Ειδικά κάτι τέτοιες στιγμές του λείπουν οι μικροί του μπόμπιρες που επιθυμεί να τους δώσει εκείνο το κάτι για τις στιγμές που θα απουσιάζει μακριά τους.
«Ωραία βραδιά απόψε, συμφωνείς;», συνέχισε ο Νικηφόρος αφήνοντας ένα αχνό χαμόγελο να του ξεφύγει δημιουργώντας δύο μικρά λακκάκια ανάμεσα στα αξύριστο πρόσωπο του που τον έκαναν ακόμα πιο γοητευτικό.
«Ξέρεις, θα φανώ λίγο αδιάκριτη ζητώντας να μου εκμυστηρευτείς και να μοιραστείς μαζί μας τις πιο μύχιες σκέψεις σου. Επειδή έχω κάποιες απορίες, τι θα έλεγες να έλθεις και εσύ στην κουζίνα να σε κεράσουμε ένα δροσιστικό κοκτέιλ και να μου τις λύσεις;» Του λέει η Άλκηστις και τον χαϊδεύει με τα μάτια. Άπλωσε για μια στιγμή τα ένα χέρι να του χαϊδέψει το στήθος κι έπειτα έστρεψε τα νώτα της και η σιλουέτα της χάθηκε στο διάδρομο. .
Η Εριφύλη είναι καθισμένη στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι της κουζίνας το στρωμένο με υπέροχο Floral Art τραπεζομάντιλο το γεμάτο λουλούδια με ζωντανά χρώματα και απέναντί της έχει το μεγάλο παράθυρο και στη συνέχεια ένα φυσικό δώρο μια απλωσιά και μια ανοιχτοσύνη, κι ένα μέγεθος ανεξάντλητο: η θάλασσα.! Ο οικισμός τους είναι ένας μικρός-μεγάλος τόπος. Ένας προικισμένος τόπος. Η Εριφύλη έχει μπροστά της πάνω στο τραπέζι τα υλικά για ένα ιδιαίτερο, αφράτο, φρουτένιο κι άκρως αρωματικό κέικ που λατρεύουν τα πιτσιρίκια τους.
Έκανε ζέστη στην κουζίνα που ήταν γεμάτη από πολύχρωμα αντικείμενα και τα απαραίτητα εργαλεία στον πάγκο της. Η Εριφύλη σαν τεχνίτης ήταν σκυμμένη πάνω στο έργο της. Αν και ίδρωνε πολύ, δε σταμάτησε στιγμή να δουλεύει το κέικ. Έπρεπε να το τελειώσει στην ώρα του. Τα χέρια της δούλευαν το υλικό σχεδόν από μόνα τους, σκαλίζοντας και αναδεύοντας τα υλικά.
Ο Νικηφόρος την παρατηρούσε μαγεμένος να φτιάχνει τη ζύμη χωρίς να κουράζεται, και χωρίς να παρεκκλίνει ούτε σε ένα εκατοστό από το τέλειο σχήμα της επιφάνειας. Τη φαντάζεται να είναι αγγειοπλάστης που διασκεδάζει µε τη λάσπη, παίζει μαζί της και καταφέρνει την άμορφη ύλη, να την κάνει ζωντανή! Η Εριφύλη, διαπιστώνοντας την ήρεμη σιωπή του, ύψωσε τα µάτια προς το μέρος του Νικηφόρου, και τον ρώτησε:
«Είπες κάτι, ή έτσι µου φάνηκε;»
«Όχι! Απλώς θαυμάζω την επιμονή σου και την υπομονή σου.»
Όταν τέλειωσε, ολόκληρα τα χέρια της, από τους καρπούς μέχρι τις άκρες των δαχτύλων, ήταν σκεπασμένα µε ζύμη. Ακόμη και κάτω από τα νύχια υπήρχε ζύμη. Κάποτε σταμάτησε στάθηκε ακίνητη και μισόκλεισε τα μάτια της κοιτάζοντας το μισό-τελειωμένο έργο της.
Παρά την φαινομενική της ηρεμία στην ουσία ανησυχούσε, είχε μια εσωτερική ανησυχία, νιώθει τεντωμένη, «σε αναμμένα κάρβουνα» και έκανε ιδιαίτερη προσπάθεια να μένει νηφάλια και ψύχραιμη. Ξυπνώντας το πρωί ένα δυνατό σοκ την περίμενε καθώς ο Αδάμας, αναμοχλεύοντας την ερωτική σχέση τους, που η Εριφύλη πίστευε πως είχε τελειώσει, της έστειλε μήνυμα ότι σήμερα θα βρίσκεται Ελλάδα και ανυπομονεί και πάλι να τη συναντήσει. Τώρα πλέον ο Αδάμας ζει μόνιμα στην Αγγλία και ετοιμάζεται να περάσει το καλοκαίρι του στην πατρίδα και είναι τόσο ανυπόμονος να την ξαναδεί που μετράει τις ώρες για την συνάντηση τους. «Έχω αρχίσει να χαράζω στο ημερολόγιο μου τις μέρες μέχρι τις διακοπές, όπως οι κρατούμενοι που τις μετράνε ως την αποφυλάκισή τους.» Της μήνυσε. Η στέρηση της απόλαυσης που περνούσαν μαζί της, του λείπει, του λείπει πολύ και νοσταλγεί αυτή την εποχή.
Η Εριφύλη φέρνοντας το χρόνο μερικούς μήνες πίσω ανασύρει ένα κομβόι από μνήμες αποδεικνύοντας ότι η νοσταλγία είναι μια αλυσίδα αισθήσεων.
Η Εριφύλη αγαπάει και εκτιμά τον σύζυγο της τον Νικηφόρο της. Έχουν σύμφωνα με τα κοινωνικά στάνταρ έναν ευτυχισμένο γάμο. Και πίστευε ότι το σεξ που κάνει με τον σύντροφό την ικανοποιούσε στην καλύτερη εκδοχή του! Όμως μετά από οκτώ χρόνια γάμου το αθώο κορίτσι είχε εξελιχθεί σε μοιραία, δυναμική, απαιτητική γυναίκα. Και ήταν επόμενο μια γυναίκα όπως η Εριφύλη δεν μπορεί να καλύπτει στα είκοσι οκτώ της χρόνια πλήρως τις σεξουαλικές ανάγκες ένας άντρα όταν μάλιστα αυτός ο άνδρας της σαν ναυτικός το επάγγελμα λείπει μεγάλο διάστημα από τη συζυγική εστία τους. Σε κάθε σχέση της ζωής μας υπάρχει περιθώριο για να διεκδικήσει ο καθείς περισσότερα. Και σε κάθε περίπτωση μπορεί να αναβαθμίσει την ερωτική του ζωή και να νιώσει ακόμα πιο έντονα συναισθήματα. Αυτά σκεφτόταν η Εριφύλη όταν αντίκρισε τον συναρπαστικό άνδρα στο καφέ-εστιατόριο του εμπορικού κέντρου που της εκτόξευσε την λίμπιντο.
.......Σήμερα αναμοχλεύει και πάλι την ιστορία της προσωπικής γνωριμίας τους και πως ξεκίνησε δυο ήμερες αργότερα από όταν τον είδε για πρώτη φορά. Εκείνο το πρωί η μέρα της ξεκίνησε με τη σεξουαλική της διέγερση ενοχλητικά ανικανοποίητη που την βρήκε καυλωμένη και τσαντισμένη. Νιώθει στο σώμα της να είναι διογκωμένοι οι σεξουαλικοί της ιστοί όπως οι θηλές, το αιδοίο, η κλειτορίδα, και τα κολπικά της τοιχώματα γεμάτα λίπανση. Άφησε τα παιδιά της στο νηπιαγωγείο και η σεξουαλική ένταση δεν είχε αναπαμό και ανακούφιση. Νιώθει πως δεν μπορεί να συγκρατηθεί και το φλογισμένο κορμί της αναζητά μετά επιτάσεως τον άνδρα που αντίκρισε στο εμπορικό κέντρο να της σβήσει τη φλόγα που της έχει ανάψει. Δεν είναι απλώς η σεξουαλική απόκριση του σώματος της. Είναι πως υποσυνείδητα θέλει να εμπλακεί στενά μαζί του. Είναι η αίσθηση ότι κάτι σεξουαλικό πρέπει να συμβεί μεταξύ τους για να επιλύσει την ένταση της που δε έχει αναπαμό και ανακούφιση. Γύρισε σπίτι ντύθηκε πολύ κομψά πήρε την πιστωτική της κάρτα και το αμάξι και ξεκίνησε για shopping therapy με την ελπίδα πως θα προκύψει και σεξ therapy. Στη μητέρα της είπε πως πάει να ψωνίσει στο εμπορικό κέντρο, να μην ανησυχεί.
Ο Πρωινός ήλιος είχε πάρει τον ανήφορο και τη σκέψη της Εριφύλης την απασχολούσε συνεχώς ο γοητευτικός γεμάτος ζωντάνια άνδρας που αντίκρισε στο bar-restaurant στο εμπορικό κέντρο. Είχε αυτό το βλέμμα που έκανε την καρδιά της να χτυπά πιο γρήγορα. Όπως την είχε πληροφορήσει η Ελπινίκη που είναι άπαικτη στη δημιουργία δημοσίων σχέσεων ο άνδρας που ήταν αρχιτέκτονας και τον έλεγαν Αδαμάντιο τις πρωινές ώρες παίρνει το πρωινό και τον καφέ του στο ίδιο bar-restaurant καθημερινά. Θα ήταν μεγάλη του χαρά και τιμή του αν συναντούσε κάποια στιγμή και πάλι τις όμορφες και θελκτικές κυρίες.
Μια φράση που έχει αγαπηθεί στην κοινωνία μας όσο λίγες είναι αυτή που λέει πως το σύμπαν θα συνωμοτήσει για να κάνει τις επιθυμίες σου πραγματικότητα. Αυτό που το σύμπαν θα συνωμοτήσει συνέβη την ημέρα εκείνη στην Εριφύλη με την δέουσα βοήθεια της βεβαίως καθώς δεν τα περίμενε όλα από το θεό ή την τύχη, χωρίς να κάνει τίποτα οι ίδια. Οι σοφοί πρόγονοι της έλεγαν. «Συν Αθηνά και χείρα κίνει» Η Εριφύλη έχει φτάσει στο εμπορικό κέντρο και προσπαθώντας να ευθυγραμμίσει το αυτοκίνητο στη θέση του πάρκινγκ, φρέναρε καταλαβαίνοντας πως παραλίγο να τρακάρει κάποιον πεζό που μόλις είχε κατεβεί από το αυτοκίνητο του. Έσβησε το αμάξι και περίμενε να ακούσει βρίσιμο. Κατέβασε το παράθυρο και αντί μια βρισίδι είδε την όμορφη φάτσα του αρχιτέκτονα να της λέει: «Είπαμε δε σου αρέσουμε αλλά μη μας πάρεις και τη ζωή». Καλά κατάλαβε. Ναι ήταν ο αρχιτέκτονας. «Ωχ συγνώμη! Και βέβαια δεν ήθελα να σε σκοτώσω» του είπε από αμηχανία. Τότε χτύπησε το κινητό του της ζήτησε συγνώμη και όρθιος πια μιλούσε. Μπροστά από το παράθυρό της. Φορούσε πλυμένο τζιν με λεπτή εφαρμογή και ένα Polo σκούρο μπλε μπλουζάκι. Ηταν γοητευτικός και κορμάρα. Η μούρη της ήταν σε απόσταση αναπνοής από το φούσκωμα του παντελονιού του που φαινόταν καθαρά πως ήταν προικισμένος.!
Όταν άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε από το αυτοκίνητο ο Αδαμάντιος την είδε και έπαθε. Το βλέμμα του πλανήθηκε πάνω της. Στην κιτρινωπή λάμψη από τα φώτα του υπόγειου πάρκινγκ, είδε τις θηλυκές της καμπύλες. Ένα πλούσιο στήθος υψωνόταν πάνω από τη δαχτυλιδένια μέση της, ενώ ο λαιμός της ήταν λεπτεπίλεπτος και χαριτωμένος, όπως τα χέρια της. Τα χείλη της ήταν πιο σαρκώδη απ’ όσο τα θυμόταν στο ρεστοράν, όμορφα σχηματισμένα κι είχαν μια φιλήδονη απόχρωση του ροζ. Η «καριόλα» φόραγε ένα πουκάμισο άσπρο από δαντέλα που τα στητά και υπέροχα στήθη της φαινόντουσαν καθαρά από κάτω φορούσε μία blue navy φούστα με ένα τεράστιο σκίσιμο στο πλάι και ένα δωδεκάποντο παπούτσι. Γκόμενα σαν αυτές που βλέπουμε στις φωτογραφίες του hollywood αυτό που αντίκρισε. Τον άφησε άφωνο είχε μείνει άγαλμα και την κοιτούσε. Ένα ρίγος πόθου κύλησε μέσα του, κάνοντας το σώμα του να αντιδράσει. Το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς προσπαθώντας να ξεκαθαρίσει την κατάσταση.
Της Εριφύλης τα ζωηρά μάτια της τον κοίταξαν θαρρετά, αφού έψαξαν για μια στιγμή τριγύρω, σαν να προσπαθούσε να να διαπιστώσει εάν ήταν μόνοι τους.
«Εε! Γεια σου» του κάνει η Εριφύλη
Τότε συνήλθε ο άνδρας και έψαξε να βρει κάτι να πει. «Συγγνώμη αλλά είσαι εκπληκτικά όμορφη και σε κοίταζα. Δεν μπορώ να το πιστέψω πως σε συναντάω ξανά.»
«Ευχαριστώ για το κομπλιμέντο.»
«Tι μου έλεγες;» τη ρώτησε.
«Σου έλεγα πως ζητάω συγνώμη.»
«Η αλήθεια είναι πως έχω σοκαριστεί και πως θα ήθελα έναν κρύο καφέ για να συνέλθω» είπε με ένα απέραντο χαμόγελο.
«Ένα καφέ θα ευχαρίστως θα στον κεράσω» του είπε η Εριφύλη αφού είχε συνέλθει από την αρχική της έκπληξη
«Έτσι τη δέχομαι τη συγνώμη!. Έχω να τακτοποιήσω ένα μικρο θέμα που δεν παίρνει αναβολή! Δεν θα καθυστερήσω! Σε δέκα λεπτά θα είμαι εκεί στο γνωστό μας καφέ» της λέει και έφυγε τρέχοντας στις κυλιόμενες σκαλες χωρίς να περιμένει απάντηση. Η Εριφύλη ανέβηκε αλαφιασμένη στο εσωτερικό του εμπορικού κέντρου. Πήγε κατευθείαν στις τουαλέτες του καφέ-εστιατορίου και μακιγιαρίστηκε. Κάθισε στην πιο απόμερη γωνιά του καταστήματος, παρήγγειλε καφέ και περίμενε με αγωνιώδη προσδοκία, αν και αισθάνεται έντονο άγχος! Πέρασαν πάνω από δεκαπέντε λεπτά της ώρας και ο αρχιτέκτονας τίποτα. Πραγματικά όσο έφτανε η ώρα να έλθει ο αρχιτέκτονας την είχε πιάσει ένα τρέμουλο, μια ανατριχίλα, συναισθήματα που είχαν μέσα τους και φόβο και καύλα. Ένα μέρος του εαυτού της επαναστατούσε στην ιδέα να αποκτήσει μια εξωσυζυγική σχέση. Τέτοιο θάρρος και θράσος δεν περίμενε πως θα είχε ποτέ στη ζωή της. Είχε μια παρόρμηση να το βάλει στα πόδια και να επιβιβαστεί το γρηγορότερο στο αυτοκίνητο της και να φύγει. Επάνω που ετοιμαζόταν να σηκωθεί τον βλέπει να έρχεται με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο χέρι. Ο κύβος είχε ριφθεί, η ικανοποίηση στις υψηλές σεξουαλικές ορμές της εκτός συζυγικής κλίνης ανοιγόταν μπροστά της να τις απολαύσει σαν ένα ζουμερό φιλέτο κρέατος. Και της ήταν αδύνατο να αντισταθεί. Η Εριφύλη ίσιωσε την πλάτη της αγνόησε το δυσάρεστο αίσθημα στο βάθος του στομάχου της και εστίασε την προσοχή της στον άντρα που είχε επιλέξει με προορισμό να γίνει ο εραστής της. «Να έρχεται σε ερωτική επαφή μαζί του όταν έχει αφόρητες καύλες και ο Νικηφόρος της λείπει για μήνες και θέλει κάποιον να τη γαμάει να μην αραχνιάσει το μουνί της!».» Σκέφτηκε !
Ο Αδαμάντιος της χαμογέλασε ενθαρρυντικά και η καρδιά της χτύπησε γρηγορότερα μέσα στο στήθος της. Τι όμορφος που ήταν! Με τα υπέροχα μάτια του, η μύτη του ήταν ολόισια και το χαμόγελό του αποκάλυπτε δυο σειρές τέλεια άσπρα δόντια. Όταν έφτασε δίπλα της, εκείνος πήρε το χέρι της, μέσα στη φαρδιά, ζεστή παλάμη του, και το χαμόγελό του έγινε πλατύτερο, σχηματίζοντας δυο λακκάκια στα μάγουλά του. Ποτέ της δεν είχε δει πιο τέλεια χαρακτηριστικά συγκεντρωμένα σ’ ένα πρόσωπο. Αυτός έσκυψε να φιλήσει το μάγουλό της.
Ο Αδαμάντιος της χαμογέλασε ενθαρρυντικά και η καρδιά της χτύπησε γρηγορότερα μέσα στο στήθος της. Τι όμορφος που ήταν! Με τα υπέροχα μάτια του, η μύτη του ήταν ολόισια και το χαμόγελό του αποκάλυπτε δυο σειρές τέλεια άσπρα δόντια. Όταν έφτασε δίπλα της, εκείνος πήρε το χέρι της, μέσα στη φαρδιά, ζεστή παλάμη του, και το χαμόγελό του έγινε πλατύτερο, σχηματίζοντας δυο λακκάκια στα μάγουλά του. Ποτέ της δεν είχε δει πιο τέλεια χαρακτηριστικά συγκεντρωμένα σ’ ένα πρόσωπο. Αυτός έσκυψε να φιλήσει το μάγουλό της.
«Βλέπεις ότι δε σου κρατάω κακία, Αδάμαντας»
«Εριφύλη».
«Το έχω μάθει. Χάρηκα»
«Λοιπόν να που ξαναβρεθήκαμε»
«Και παραλίγο να με σκοτώσεις» της είπε και σκάσανε στα γέλια.
«Λοιπόν, κυρία μου», της ψιθύρισε σιγανά και η ζεστή ανάσα του έκανε την επιδερμίδα της να ανατριχιάσει. «Πώς νιώθεις τώρα που συναντηθήκαμε;» Τον κοίταξε στα μάτια. «Μέχρι στιγμής νιώθω παράξενα και ανυπόμονα τι θα συμβεί. Εσύ;» Ο Αδαμάντιος γέλασε και το γέλιο του ήταν ένας βαθύς, μουσικός ήχος. Δεν την ξάφνιασε που το γέλιο του ήταν εξίσου όμορφο με όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του. «Έχεις απόλυτο δίκιο, κι εγώ έχω ένα παράξενο συναίσθημα! Ίσως μας χρειάζεται λίγος χρόνος;» Της χαμογέλασε, και του φάνηκε να χαλαρώνει. «Ίσως;».
«Άκου τι έχω να σου πω!» του είπε κάπως μαγκωμένη..
«Ναι πες μου!», εκείνος ατάραχος.
«Είμαι παντρεμένη!»
«Και αυτό το έχω μάθει! Για να μη νομίζεις πως είμαι κάποιος παλιοχαρακτήρας, ευχόμουν να συναντηθούμε γατί μου αρέσεις ιδιαίτερα σαν γυναίκα και δυο μέρες τώρα σε σκέφτομαι σαν τρελός. Σε είχα συνέχεια στο μυαλό μου. Ξέρω πως είσαι παντρεμένη και αν θες πες μου να φύγω τώρα. Αλλά να ξέρεις πως το θέλω πολύ να γίνω ο πιο θερμός εραστής σου! ».
Η Εριφύλη χαμογέλασε αμήχανα, σκεφτόταν πως ήταν ένας άντρας σκέτη κόλαση και τον θελει και αυτή και είναι μοιραίο να μπλέξει μαζί του. Από την πρώτη στιγμή που τον είδε κάτι μέσα της ξύπνησε την παροπλισμένη σεξουαλική της ενέργεια και η γοητεία του την έκαναν να νιώθει ζωντανή και καθώς ο Αδαμάντιος έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εκείνη και τα βλέμματά τους όταν συναντήθηκαν είχαν μια υποβόσκουσα επιθυμία και ήξεραν και οι δυο τους ότι ήταν θέμα χρόνου να συμβεί κάτι μεταξύ τους.
Γνωρίστηκαν υποτίθεται εντελώς φιλικά. Είπαν τα προβλήματά τους, τις ανησυχίες τους. Ο Αδάμαντας είχε διαλύσει πρόσφατα τη σχέση του με τη μνηστή του που ήταν στην Αγγλία η Εριφύλη ήταν παντρεμένη με δύο πολύ μικρά παιδιά. Το ήξεραν και οι δυο από την αρχή αυτό που θα γινόταν. Του εκμυστηρεύτηκε πως το μοναδικό αλλά πολύ μεγάλο αγκάθι στη σχέση της με τον σύζυγο της ήταν με το επάγγελμα του. Ηταν ναυτικός! Λείπει πολύ καιρό μακριά από την οικογένεια του. Άρα λοιπόν είμαι μόνη μου στο σπίτι όταν λείπει στα ταξίδια του. Η ερωτική μου διάθεση μένει για μεγάλο διάστημα όπως καταλαβαινεις ανικανοποίητη. Αποφάσισαν να γνωριστούν από ποιο κοντά. Σηκώθηκε από την καρέκλα του και κάθισε δίπλα της στον καναπέ που καθόταν η Εριφύλη. Κι από αυτή την επαφή τους ξεκινάει ο δρόμος που θα τους οδηγήσει σε πραγματική σεξουαλική δραστηριότητα μεταξύ τους.
«Είσαι πολύ όμορφη!» Της είπε και η Εριφύλη ένιωσε την καρδιά της να χτυπά δυνατά.
«Ευχαριστώ Αδαμάντιε» απάντησε νιώθοντας την ταραχή της να αυξάνεται «Είσαι και εσύ πολύ γοητευτικός άνδρας» και η συνομιλία τους διακόπηκε όταν έφτασε ο σερβιτόρος για την παραγγελία αλλά η ένταση ανάμεσά τους παρέμεινε και η Εριφύλη ήξερε ότι αυτό που ένιωθε ήταν απαγορευμένο αλλά δεν μπορούσε να το αγνοήσει και η επιθυμία της για αυτόν τον άνδρα γινόταν όλο και πιο δυνατή.
Φεύγοντας ο σερβιτόρος σκύβει και τη φιλάει απαλά στα χείλη. Έμεινε ακίνητη, τα χέρια της όμως έσφιξαν τα δικά του. Τη φιλούσε απαλά πάνω στα χείλη της, τρυφερά χωρίς ίχνος βιασύνης. Πίεσε με τη γλώσσα του σιγά-σιγά να της ανοίξει τα χείλη, τα άνοιξε δειλά, η γλώσσα της ακούμπησε την δίκη του και άρχισαν να μπλέκονται μεταξύ τους στην αρχή αργά αισθησιακά. Με τα χέρια του της έπιασε το πρόσωπο και της χάιδευε τα μαλλιά, χωρίς να σταματήσουν να φιλιούνται. Δεν της άφησε χρόνο να σκεφτεί! Είχε κολλήσει επικίνδυνα, δίπλα της και με το χέρι του χάιδευε τώρα τα μπούτια της εσωτερικά, με κυκλικές συντονισμένες κινήσεις. Το χέρι του με μαεστρία, άνοιγε και απελευθέρωνε την αχαλίνωτη σεξουαλικότητα που γέμισε και κατέβαλε μεμιάς όλο της το σώμα. Μέσα από το ντεκολτέ του δαντελωτού πουκάμισου διέκρινε όταν έσκυβε, τα στήθη της, και τις θηλές της της να πιέζουν το δαντελωτό σουτιέν της σαν ώριμα αγριοκέρασα. «Είσαι τόσο όμορφη» της είπε, και την κοίταξε στα μάτια, με μια θρασύτητα, που δικαιολόγησε τον έλεγχο που απέβλεπε το πρόστυχο κατά τα άλλα μυαλό του, όταν έβαλε το χέρι του κάτω από τη φούστα της ανάμεσά στους μηρούς της, αλλά αγχώθηκε γρήγορα, γιατί μάλλον κατάλαβε ότι δε θα μπορούσε να έχει τον απόλυτο έλεγχο για πολύ ακόμα μαζί της. Ένα Αχ ακούστηκε από τα χείλη της. Σα να μην περίμενε ότι θα κάνει κάτι τέτοιο, ενστικτωδώς έκλεισε τα πόδια της εγκλωβίζοντας το χέρι του.
«Αχ τι μου κανείς αγόρι μου! Και σφίγγει δυνατά με τα πόδια της το χέρι του, κολλώντας το πάνω στο κιλοτάκι της και ένιωσε την υγρασία από το μουνί της να μουσκεύει το ύφασμα. Ενστικτωδώς άνοιξε και πάλι ελαφρά τα πόδια της για να διευκολύνει τα δάκτυλα του να χαϊδέψουν τα μουνόχειλα της.
Αυτός την παρατήρησε να κοιτά το εξόγκωμα στο καυλί του, που είχε πετρώσει από την καύλα.
«Για σένα έχει γίνει έτσι καύλα μου, πιασ’ το» της λέει.
Απλώνει δειλά το χέρι της και το αγγίζει απαλά πάνω από το ύφασμα. Τα κόκκινα νύχια της πάνω στο πρησμένο καυλί μου στέλνουν μηνύματα αφόρητης καύλας στον εγκέφαλο του.
Ο Αδαμάντιος την κοίταξε με βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις! «Θα ήθελες να συνεχίσουμε τη συνάντηση μας κάπου πιο ιδιωτικά;» ψιθύρισε κοντά στο αυτί της.
Η Εριφύλη χωρίς να σκεφτεί του απάντησε καταφατικά.
«Πάμε.» της λέει μονολεκτικά.
«Που να πάμε;» τον ρωτάει ανήσυχη
«Εδώ κοντά στον παράδρομο της Αττικής οδού έχω ένα μικρο διαμέρισμα που το χρησιμοποιώ σαν ατελιέ ζωγραφικής.»
«Όπως καταλαβαίνεις έχω περιορισμένο χρόνο! Δεν θέλω να αργήσουμε! Έχω οικογενειακές υποχρεώσεις!»
«Δεν θα αργήσεις! Το διαμέρισμα είναι κοντά προς τη περιοχή σου. Θα πάμε με το αυτοκίνητο σου. Από εκεί θα φύγεις και σύντομα θα βρίσκεσαι στο σπίτι σου.»
«Το δικό σου αυτοκίνητο;»
«Θα γυρίσω με ταξί να το πάρω.»
Η Εριφύλη για σιγουριά, ώστε να αποφύγει από τυχόν απρόοπτα συμβάντα παίρνει τη μητέρα της τηλέφωνο και της υπενθυμίζει πως πρέπει να κατέβει Πειραιά στα γραφεία της εταιρίας του Νικηφόρου και με την διαβολεμένη κίνηση που υπάρχει στον Κηφισό δεν γνωρίζει αν θα προλάβει να γυρίσει έγκαιρα. Να έχει το νου της να πάρει τα παιδιά από το σχολείο αν αργήσει να γυρίσει.!
«Καλύτερα πάμε να φύγουμε όσο πιο σύντομα γίνεται από εδώ για να μην μες δει κανένα γνωστό μάτι εδώ μαζί σου.» του λέει
Στο αυτοκίνητο o Αδαμάντιος έβαλε στο GPS την διεύθυνση της οικίας και περίμενε την Εριφύλη να ξεκινήσει ακολουθώντας της οδηγίες του πλοηγού. Η Εριφύλη είχε στρέψει το βλέμμα της στο δρόμο καθώς ετοιμαζόταν να ξεκινήσει και, κατάλαβε πως ο Αδαμάντιος είχε τα μάτια του απάνω της και κάτι θέλανε να της πούνε που δεν το λέγανε.
«Ανυπομονώ να ακούσω αυτό που θέλεις το πεις.» του λέει.
Ο Αδαμάντιος έμεινε σιωπηλός δεν μίλησε! Ο νους του ταξίδευε σε μια ατμόσφαιρα γεμάτη ερωτισμό με το βλέμμα του να παίζει ένα παιχνίδι αποπλάνησης όπως συνέχισε να την χαιδευει απαλά.
Η Εριφύλη ένιωσε την καρδιά της να χτυπά δυνατά καθώς ο Αδαμάντιος κατέβασε το χέρι του και άρχισε να το ταξιδεύει στους μηρούς της νιώθοντας το δέρμα της να το αγγίζει για άλλη μια φορά. Βρίσκοντας το μονοπάτι χωρίς κανένα εμπόδιο ο Αδαμάντιος και κοιτάζοντας την με ένα βλέμμα γεμάτο επιθυμία συνέχισε να της χαιδευει τους μηρούς. Η Εριφύλη άφησε έναν αναστεναγμό καθώς το χέρι του προχώρησε κάτω από το ύφασμα της φούστας, να εξερευνά το εσωτερικό των μηρών της και την έκανε να αισθανθεί μία ένταση καθώς τα δάχτυλά του ταξίδευαν προς τα μέσα ανακαλύπτοντας τα πιο κρυφά σημεία της. Τα απαλά του δάκτυλα χάιδευαν το δέρμα της με μια δεξιοτεχνία που την έκανε να αναστενάζει από ευχαρίστηση. Η Εριφύλη ένιωσε το κορμί της να καίγεται και η επιθυμία να φουντώνει .
«Σε παρακαλώ μη με αναστατώνεις αλλο.! Τα χέρια σου με διεγείρουν, μου αποσπούν τη προσοχή, και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, να τα καταφέρω να ξεκινήσω το αυτοκίνητο.»
«Μωρό μου είσαι το αφροδισιακό που γοητεύει τη φαντασία μου και ενισχύει τη σεξουαλική μου ορμή! Δεν μπορώ να περιμένω. Ανυπομονεί και το παλικάρι μας, του προκαλείς μια μυστικιστική γοητεία και αυξημένη σεξουαλική επιθυμία και περιμένει το φάρμακο του»! και της δείχνει το φουσκωμένο καβάλο του! «Είναι ξεσηκωμένο σαν τη σπίθα κρυμμένη στη στάχτη που αναζητά για λευτεριά.»
«Λένε πως σε όσους ξέρουν να περιμένουν συμβαίνουν όμορφα πράγματα.» Του λέει η Εριφύλη. Προσπαθεί να εκλογικεύσει τις στιγμές και να εξουδετερώσει τις ριψοκίνδυνες σεξουαλικές επιθυμίες να λάβουν χώρα στο χώρο του πάρκινγκ. Θεώρησε πολύ επικίνδυνο η επαφή τους να δώσει στίγμα σε απρόοπτες και ανεπιθύμητες συναντήσεις.
«Με συγχωρείς Μωρό μου. Ομολογώ ότι παρασύρθηκα και είμαι ασυγχώρητος.»
Στη διαδρομή ο Αδαμάντιος έβρισκε αφορμές να χαϊδεύει τα μαλλιά της και τον αυχένα της και η έλξη μεταξύ τους γινόταν όλο και πιο έντονη. Μόλις έφτασαν μπροστά από ένα νέο κτίριο, αποτελούμενο από πέντε ορόφους, ισόγειο με piloti, που στέγαζε μερικές πολυτελείς κατοικίες, η Εριφύλη ενθουσιάστηκε. Γοητεύτηκε από την πρώτη στιγμή που το είδε. Ένας αρμονικός συνδυασμός. Η ηρεμία μέσα στην πόλη. Το κτίριο αγκαλιαζόταν από έναν όμορφο κήπο. Οδήγησε το αυτοκίνητο στη θέση πάρκινγκ που της υπέδειξε ο Αδαμάντιος και το παρκάρισε σε σημείο που δεν υπήρχε περίπτωση να δει κάποιος γνωστός το αυτοκίνητο της. Καθώς διέσχιζαν το πάρκινγκ και έμπαιναν στην κυρία είσοδο η Εριφύλη είχε κολλήσει δίπλα στον Αδαμάντιο προσπαθώντας να μην κάνει αισθητή την παρουσία της στον περίγυρο..
«Έλα. Πάμε» της λέει και της ανοίγει την πόρτα από το ασανσέρ. Πατάει το κουμπί για τον πέμπτο. Η Εριφύλη τον κοιτούσε με απορία. Το ασανσέρ ξεκίνησε και ο Αδαμάντιος χωρίς να χάσει στιγμή την κολλάει με δύναμη σε μια πλευρά και την αρχίζει στα γλωσσόφιλα και στα χουφτώματα. Της χούφτωσε το υπέροχο στήθος της έξω από το πουκάμισο και τον κώλο πάνω από τη φούστα και η Εριφύλη έβγαλε έναν μακρύ αναστεναγμό.
.......Στο χώρο του ατελιέ! Όταν μπήκαν στο δωμάτιο του και μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω τους , δεν πρόλαβαν να προχωρήσουν μέσα, τη στρίμωξε όρθια στο διάδρομο τα σώματά μας ενώθηκαν σε έναν παθιασμένο σφιχταγκάλιασμα τα χέρια του εξερευνούσαν το κορμί της και οι αναστεναγμοί της γέμιζαν το δωμάτιο και άρχισε να τη φιλάει στο λαιμό και να της πιάνει τον κώλο. Έμεινε ακίνητη και άφησε τσάντα της να πέσει . Της ξεκούμπωσε το πουκάμισο που φορούσε και άρχισε σιγά-σιγά να της ψιθυρίζει πόσο πολύ τον καυλώνει. Της έγλειφε τα βυζιά κι άφησε τη φούστα της να πέσει κάτω και να μείνει με το κιλοτάκι. Έχωσε το χέρι του στο μουνί της και έτριβε τα μουνόχειλα της. Ήταν και οι δύο όρθιοι. Τα χείλη τους ενώνονταν σε ένα παθιασμένο φιλί. Η Εριφύλη ήταν γυμνή και ο Αδάμαντας απέναντί της, κατέβαζε αργά το παντελόνι του ενώ διακρίνονταν οι μύες του στήθους του. Έδειχνε γυμνασμένος. Κοίταζε την Εριφύλη μ’ εκείνο το φιλήδονο ύφος που έδειχνε λαγνεία. Αλλά η Εριφύλη δεν τον πρόσεχε. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στην ψωλή του όταν αποκαλύφθηκε μπροστά της και καρδιά της χτύπησε πιο δυνατά. Σάλιωνε τα χείλη της με προσδοκία. Ξεκίνησε να τον περιποιείται με τα χείλη και τη γλώσσα της αργά και αισθησιακά η γεύση του η αίσθηση της σάρκας του την έκαναν να τρέμει από την ηδονή τα χέρια του αγκάλιασαν το κεφάλι της καθοδηγώντας την απαλά οι αναστεναγμοί του γίνονταν όλο και πιο δυνατοί και οι κινήσεις της γίνονταν πιο έντονες η θερμοκρασία του ανέβαινε και η ένταση κορυφωνόταν με έναν βαθύ αναστεναγμό. Η φωνή του ακούστηκε μέσα στην ησυχία. «Αυτό ήταν που ήθελες από την πρώτη στιγμή! Λοιπόν είναι όλος δικός σου». Η Εριφύλη χωρίς χρονοτριβή χάιδευε τις θηλές της ενώ παλινδρομούσε στη πούτσα του άντρα το στόμα της και το βλέμμα της προς τα πάνω να τον κοιτάζει.
«Ναι! Μπράβο Μωρό μου» της είπε. «Έτσι ρούφηξε και ετοίμασε τον πρίγκιπα να τον καυλώσεις να γαμήσει το μουνάκι σου» συνέχισε ο Αδάμαντας ενώ απαλλάχτηκε τελείως από το παντελόνι του και το εσώρουχο του.
Η Εριφύλη έπαιζε τη γλώσσα της στην ψωλή του, τον άφηνε να τραβιέται και να την ξαναμπουκώνει κι οι πόθοι της φούντωναν ενώ τη δεχόταν πάλι βαθιά στο στόμα της. Ο Αδάμαντας χάιδευε το μάγουλο και το αυτί της αλλά η ένταση ήταν φανερή στο πρόσωπό του. «Μη μου τον τελειώσεις έτσι! Δεν θέλεις να σε περιποιηθεί κι αλλού το εργαλείο μου;» και τραβήχτηκε πίσω. Η Εριφύλη πήρε μια βαθιά εισπνοή κι αισθάνθηκε τη γεύση του στη γλώσσα και τον ουρανίσκο της. Τα μάτια της γυάλιζαν από καύλα καθώς τον κοιτούσε. Σηκώθηκε όρθια έκανε μεταβολή κι έσκυψε πάνω στο τραπέζι του δωματίου που το χρησιμοποιούσε ο Αδάμαντας για τα σύνεργα της ζωγραφικής του. Αυτός γονάτισε πίσω της κι έβαλε το πρόσωπό του ανάμεσα στ’ ανοιγμένα κωλομέρια της. Από πίσω τα χείλη του άρχισαν να εξερευνούν το σώμα της αφήνοντας ένα μονοπάτι από φιλιά και ελαφρά δαγκώματα έγλειφε εξερευνώντας κάθε εκατοστό στους γλουτούς της και η αίσθηση της γλώσσας του πάνω στο δέρμα της ήταν απερίγραπτη και κάθε του φιλί ήταν σαν μια έκρηξη απόλαυσης. Ο Αδάμαντας κατέβηκε πιο χαμηλά και η γλώσσα του και τα δάχτυλά του ταξίδευαν προς τα κάτω ανακαλύπτοντας τα πιο κρυφά σημεία της. Η Εριφύλη ένιωσε το κορμί της να καίγεται η επιθυμία να φουντώνει και να τρέμει από ηδονή αγκομαχώντας. «Μη σταματάς σε παρακαλώ.» του είπε και ένας καταρράκτης από κραυγές ευχαρίστησης γέμισαν το δωμάτιο. Τα χείλη του άρχισαν να χαϊδεύουν το εσωτερικό των γλουτών της και η αναπνοή της έγινε πιο βαριά όταν η γλώσσα του άρχισε να παίζει με τις πιο ευαίσθητες περιοχές της και η αίσθηση ήταν απίστευτη η αναστεναγμοί της γίνονταν όλο και πιο δυνατοί και το σώμα της ανταποκρινόταν σε κάθε κίνησή του με απόλυτη ένταση. Σε λίγο ο Αδάμαντας σηκώθηκε. Στάθηκε όρθιος με την πούτσα του προτεταμένη. Η Εριφύλη τον κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο της. Ο ήλιος είχε μόλις μεσουρανήσει και το σπίτι ήταν γεμάτο από το έντονο φως. Πίσω της η μπαλκονόπορτα στο βάθος του σαλονιού ήταν πλημμυρισμένη από τον ήλιο που έλουζε το διαμέρισμα.
Τη ρώτησε αν της άρεσε η περιοχή, απ' ό,τι είχε δει ως τώρα. Του είπε πως πάντοτε της άρεσε να ζει στους ψηλούς ορόφους και τότε τη ρώτησε πώς έβρισκε τη θέα. Την Οδήγησε στο μεγάλο διπλό καναπέ που ήταν κάτω από το μεγάλο παράθυρο του δωματίου την έστησε με τα γόνατα στον καναπέ και τα χέρια στην πλάτη του καναπέ και στο περβάζι από το τεράστιο παράθυρο ώστε να βλέπει έξω στη μεγάλη βεράντα και στο βάθος να έχει μπροστά της την άπλετη θέα στα νοτιοδυτικά της μεγάλης πολιτείας ενώ ταυτόχρονα έβαλε το χέρι του ανάμεσα στους μηρούς της να της τους ανοίξει.
Η Εριφύλη έντρομη παρατήρησε ότι η μεγάλη βεράντα ήταν κοινόχρηστη με το διπλανό γωνιακό διαμέρισμα. Προβληματισμένη και ανήσυχη το είπε στον Αδαμάντιο. «Μωρό μου μην πανικοβάλλεσαι. Το διαμέρισμα είναι ενός ξαδέρφου μου που ζει στο Λονδίνο. Δεν υπάρχει άλλο διαμέρισμα στον όροφο και σήμερα δεν υπάρχει άλλος κάνεις εδώ πάνω στον τελευταίο όροφο πάρα μόνο εμείς οι δυο. Όταν γυρίσει ο ξάδερφος να φέρουμε και την φίλη σου την Ελπινίκη να πηδιούνται με τον ξάδερφο στο άλλο παράθυρο και να έχουμε θέα το ένα ζευγάρι στο άλλο. Πως το βλέπεις δεν είναι μια καλή ιδέα. Να νιώσει χαρά στα σκέλια της και η φιλενάδα σου» Της λέει.
«Δηλαδη είμαστε ασφαλείς να μην ανησυχώ;»
«Φυσικά, και δεν υπάρχει κανένας λόγος για να αγχώνεσαι με αρνητικές σκέψεις που δεν σου επιτρέπουν να χαλαρώσεις και να απολαύσεις την ερωτική μας πράξη. Αφέσου στα χάδια και τα φιλιά μου, «όσο περισσότερο τόσο καλύτερα» ηρέμησε και απόλαυσέ το, ώστε να ξυπνήσει μέσα σου το ερωτικό ηφαίστειο που όπως μου λες έχει έχει καταστεί ανενεργό πάνω από τρεις μήνες. Αφέσου να ξεσπάσει η καύλα που έχουμε μέσα μας. Θέλω να σε πάρω εδώ στον καναπέ στα τέσσερα και να έχουμε θέα πιάτο την Αθήνα όπως θα γαμιόμαστε.» Το μαξιλάρι του καναπέ βούλιαξε κάτω από τα γόνατα της κι ένιωσε τον πούτσο του να την πιέζει από πίσω, να χώνεται ανάμεσα στα μισάνοιχτα πόδια της. Της χάιδεψε τα πόδια της με το ένα του χέρι, από κάτω προς τα πάνω, κι έπειτα εστίασε στον κώλο της. Χούφτωσε τα κωλομέρια της, λες και ήθελε ν' αφήσει για πάντα τα αποτυπώματά του πάνω στο δέρμα της, και τη τράβηξε προς τα πίσω στα γόνατά της, ώστε να τη φέρει πιο κοντά εκεί που ήθελε. Μπορούσε να νιώσει πόσο υγρή ήταν, αισθανόταν τα υγρά της πάνω στα δάχτυλά του καθώς έπαιζε με το μουνί της και χάιδευε τα μπούτια της. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά μέσα στο στήθος της και προσπάθησε να μη σκέφτεται τίποτε άλλο παρά μόνο τη ζέστη του κορμιού του, τα χείλη του και τα μαλλιά του που τρίβονταν πάνω στην πλάτη της. Συνειδητοποίησε από πρώτο χέρι γιατί οι γυναίκες έχαναν πραγματικά το μυαλό τους με αυτόν. Επειδή τελικά καταλάβαινε όντως τις ανάγκες μιας γυναίκας, τις δικές της ανάγκες. Είχε καταφέρει ουσιαστικά να την κατακτήσει πριν καν την αγγίξει για πρώτη φορά. Κι όταν έσκυψε από πίσω της για να έρθει πιο κοντά της και ακούμπησε τα χείλη του στο αυτί της τη ρώτησε: «Πιστεύω ότι θα ουρλιάξεις από την καύλα όταν χύσεις και θα ακουστούν οι βρυχηθμοί σου στον ορίζοντα!» Η Εριφύλη ένιωσε να χάνεται πραγματικά. Ήθελε να της τον βάλει πιο γρήγορα. Είχε ανάγκη να κάνει πιο γρήγορα και να τη πηδήξει, να σβήσει τη φωτιά που είχε στα σκέλια της. «Μπορώ να μπω ακόμα πιο βαθιά μέσα σου σε αυτή τη στάση», της είπε σκύβοντας για να τη φιλήσει ξανά στην πλάτη. «Αλλά θέλω να μου πεις αν σε πονάω, εντάξει;» Κούνησε φρενιασμένα το κεφάλι της για να του δείξει ότι συμφωνούσε και πίεσε το κορμί της προς τα πίσω για να νιώσει τα χέρια του, να του δώσει να καταλάβει ότι ήθελε να της ικανοποιήσει αυτή την τρελή πείνα που ένιωθε μέσα της. Μια πνιχτή κραυγή ξέφυγε απ' το στόμα της μόλις την ακούμπησε χαμηλά στην πλάτη για να τη κρατήσει ακίνητη. Άραγε έτρεμε; «Απλώς άφησε τον εαυτό σου ελεύθερο να το νιώσει», της είπε λες και διάβασε τη σκέψη της. Η φωνή του ήταν τόσο βαθιά που έμοιαζε περισσότερο με δόνηση παρά με ήχο. «Θέλω απλώς να με υπακούσεις τώρα, με κατάλαβες;» Ένιωσε τους στιβαρούς μυς του καθώς με τα πόδια του άνοιγε τα δικά της, την άκρη του καυλιού του καθώς έπαιρνε θέση από πίσω της. Με κάθε άγγιγμα, κάθε επαφή που είχαν τα κορμιά τους. Η Εριφύλη τεντωνόταν προς τα πίσω, σηκώνοντας τον κώλο της αναζητώντας τον να μπει μέσα της. Άρχισε να τη φιλάει στον ώμο και στην πλάτη, και μετά στα πλευρά. Αναρίγησε καθώς η ζεστή αναπνοή του ήρθε σε επαφή με το κορμί της, με τα σημεία που είχε φιλήσει, είχε γευτεί, είχε γρατσουνίσει με τα δόντια του. Κι όταν της ψιθύρισε στο αυτί πόσο εκπληκτική ήταν η θέα του κορμιού της, πόσο την ήθελε τρελά. Έκλεισε τα μάτια της να εστιάσει την προσοχή της στο πόσο καυλωμένος ήταν ο πούτσος του όταν κινήθηκε απαλά προς τα εμπρός κι έτριψε την κλειτορίδα της. Άκουγε την ανάσα και τα πνιχτά βογκητά του. Κινήθηκε λίγο προς τα πίσω κι ένιωσε το στήθος της να ριγεί από την καύλα όταν τον άκουσε να βογκάει εκείνη τη στιγμή που τα κωλομέρια της άγγιξαν το καυλί του. Ήταν τόσο χοντρό, τόσο σκληρό. καθώς είχε αρχίσει να πιέζει το μουνάκι της και επιτέλους, να χωθεί αργά και βασανιστικά μέσα της. «Ω!» κατάφερε να πει και ο ήχος ακουγόταν σαν να σκίζει κυριολεκτικά τον λαιμό της για να βγει, ήταν η μόνη λέξη που μπορούσε να σκεφτεί. Ω! σε παρακαλώ μη σταματήσεις ποτέ. Κι άλλο, θέλω κι άλλο. Ο Αδάμας έγνεψε καταφατικά κι ένιωσε το σαγόνι του να πιέζει το κορμί της καθώς έμπαινε με αργές κινήσεις όλο και πιο βαθιά. Αισθάνθηκε τον πούτσο του να μπαίνει ολόκληρος μέσα της. όσο δεν πήγαινε και να την οδηγεί στο χείλος ενός μικρού οργασμού. «Νιώθεις καλά;» τη ρώτησε, κι η Εριφύλη έγνεψε ναι ενώ ήταν χαμένη από την καύλα. Άρχισε να κουνιέται, να κάνει μικρές κινήσεις με τους γοφούς του και να τη σπρώχνει πάνω στη πλάτη του καναπέ. Ένιωσε το χέρι του πάνω στον ώμο της και στα μαλλιά της έσφιξε τις μπούκλες της με τα δάχτυλά του για να την κρατήσει σταθερή, να τη κρατήσει εκεί ακριβώς που ήθελε. «Άνοιξε τα πόδια σου κι άλλο!» της είπε με ερωτική μανία. «Στηρίξου καλά στους αγκώνες σου.» Υπάκουσε χωρίς καθυστέρηση κι άρχισε να βογκάει επειδή ένιωθε τον πούτσο του να τη γαμάει βαθιά.. «Το ήξερα ότι θα είσαι τόσο καλή στο γαμήσι», της είπε, και η Εριφύλη ήταν σαν μεθυσμένη από καύλα για να καταλάβει τι της έλεγε. Νόμιζε ότι θα καταρρεύσει το πρόσωπό της ήταν κολλημένο στη πλάτη του καναπέ τα χέρια στο χαμηλό περβάζι του παράθυρου και ο κώλος της τουρλωμένος καθώς συνέχιζε να τη πηδάει. Ένιωσε το ύφασμα από το κάλυμμα του καναπέ στο μάγουλό της κι έκλεισε τα μάτια της, βγάζοντας πού και πού τη γλώσσα της για να υγραίνει τα χείλη της καθώς άκουγε τους ήχους από τις συντονισμένες κινήσεις των κορμιών τους και τις ακανόνιστες ανάσες τους. Αυτός ο άντρας ήταν εκπληκτικός. Τα μαλλιά του χάιδευαν την πλάτη της, κι εκείνη τη στιγμή άφησε τη φαντασία της να ζωγραφίσει την εικόνα: ο Αδάμας να κινείται από πάνω της τα μπράτσα του να στηρίζουν το βάρος του καθώς έσκυβε πάνω απ' το κορμί της που ριγούσε ολόκληρο ο πούτσος του να μπαινοβγαίνει όλο και πιο βαθιά μέσα της, ξανά και ξανά ο καναπές να τραντάζεται από κάτω τους. «Πες μου τι θέλεις να σου κάνω, Μωρό μου», κατάφερε να ψελλίσει η φωνή του ήταν πολύ βραχνή, σχεδόν δεν ακουγόταν.
«Κι άλλο...» άκουσε τον εαυτό της να λέει. «Πιο βαθιά. Κι άλλο πιο δυνατά»
«Παίξε με την κλειτορίδα σου...» της είπε μουγκρίζοντας. «Θέλω να χύσεις μαζί μου.»
Έχωσε το χέρι της ανάμεσα στο κάλυμμα του καναπέ και το καταϊδρωμένο κορμί της κι άγγιξε την κλειτορίδα της, υγρή και ερεθισμένη. Ο Αδάμας βρισκόταν τόσο κοντά της που μπορούσε να νιώσει τη ζέστη της κάθε του ανάσας, τον ιδρώτα του. Μπορούσε να αισθανθεί τους μυς του να τραντάζονται, να παρατηρήσει τον τρόπο που η αναπνοή του άλλαζε και οι ήχοι που έβγαζε γίνονταν πιο δυνατοί καθώς μετακινούσε τους γοφούς του κι έμπαινε τόσο βαθιά μέσα της που η σπονδυλική της στήλη τινάχτηκε απότομα, ασυναίσθητα. «Χύσε για χάρη μου, Μωρό μου!», της είπε και άρχισε να κουνάει τους γοφούς του ακόμα πιο γρήγορα. Μέσα σε μια στιγμή και με ελάχιστες κυκλικές κινήσεις με τα δάχτυλά της έχυσε. Ένιωσε να πνίγεται, λες και όλοι οι ήχοι που ήθελε να βγάλει είχαν κολλήσει στον λαιμό της. Αισθάνθηκε να την καταπίνει ένα τεράστιο κύμα το οποίο τη χτύπησε τόσο δυνατά που θα μπορούσε να ορκιστεί ότι ακόμα και τα κόκαλά της πάλλονταν από την καύλα. Ένας βόμβος πλημμύρισε τα αυτιά της δεν άκουγε τίποτα, αλλά μπορούσε να νιώσει τα μπούτια του να χτυπούν πάνω στον κώλο της, τον πούτσο του να σκληραίνει ακόμα περισσότερο πίσω της και τους μυς του να τεντώνονται προτού αφήσει ένα βογκητό, ένα ανεπαίσθητο, παρατεταμένο βογκητό σε απόσταση αναπνοής απ' τον λαιμό της. Τα σώματα τους κινούνταν μαζί με έναν τρόπο που τους οδηγούσε στην απόλυτη κορύφωση και η κορύφωση ήρθε σαν έκρηξη ευχαρίστησης που κατέκλυσε το μυαλό της Εριφύλης και τα βογγητά απόλαυσης ξέφυγαν από τα χείλη της και ένιωσε το κορμί της να τρέμει από την ένταση. Ο άνδρας την ακολούθησε αμέσως και ένιωσε το ζεστό του σπέρμα να γεμίζει το σώμα της με την αίσθηση της απόλυτης ευχαρίστησης. Η ηδονή τους ήταν απερίγραπτη τα κορμιά τους ενώθηκαν με έναν τρόπο σαν να βρήκανε ο ένας τον άλλον σε μια στιγμή απόλυτης έντασης και πάθους.
«Το είχα καταλάβει από την πρώτη στιγμή που σε είδα πως είσαι ο καλύτερος!» του ψιθύρισε «Κανόνισε να μη με διαψεύσεις για τη συνέχεια γιατί έχω σκοπό να σου στραγγίσω το πούτσο.» Τα μάτια της γυάλιζαν από καύλα καθώς τον κοιτούσε. Σηκώθηκε όρθια και πήγε να ξαπλώσει στο κρεβάτι στην κρεβατοκάμαρα. Το δωμάτιο του ατελιέ είχε τεράστια παράθυρα. Το ίδιο και τα παράθυρα στο σαλόνι και στην κρεβατοκάμαρα ήταν στ' αλήθεια πελώρια και η θέα που πρόσφεραν ενώ η γαμούσε ήταν απλόχερη, σε όλο το λεκανοπέδιο προς τα νοτιοδυτικά..
Τώρα η Εριφύλη άπλωσε το κορμί της στο κρεβάτι κι ο Αδάμαντας πήρε θέση ανάμεσα στα μπούτια της, αυτή αμέσως άνοιξε τα πόδια και του είπε: «Γλύψε με καυλιάρη στο μουνί. Κάνε με να χύσω με ένα γλυφομούνι». Ο Αδάμαντας έσκυψε πάνω από το μουνί της που γυάλιζε από τα υγρά της, και άρχισε να της γλύφει αρχικά τα μουνόχειλα, και στη συνέχεια την κλειτορίδα. Εκείνη βογκούσε από ευχαρίστηση και άρχισε να κουνάει τη λεκάνη της πάνω-κάτω. Ο άνδρας έβαλε ένα δάχτυλο στο μουνί της, και άρχισε να το κουνάει μέσα έξω αργά. «Ωωωω λιώνω καυλιάρη μου» του είπε. «Ξέρεις να φτιάχνεις μια γυναίκα» συνέχισε ανάμεσα στα βογκητά της. Μετά από αυτή την επιβεβαίωση έβαλε και δεύτερο δάχτυλο μέσα της και άρχισα να τα κουνάει δυνατά και γρήγορα. Από το ρυθμό της αναπνοής της κατάλαβε ότι ήταν έτοιμη να χύσει. Πράγματι σε λίγο όταν της πιπίλισε την κλειτορίδα, άρχισε ν τρέμει και να φωνάζει «Χυυυνωω γαμιά μου. Χυυυνωω για πάρτη σου γαμιά μου» ενώ τα υγρά από το μουνί της, είχαν πλημμυρίσει το πρόσωπό του.
Όταν η αναπνοή της, βρήκε το φυσιολογικό ρυθμό της, τον κοίταξε με ένα βλέμμα που φανέρωνε ότι από το γλυφομούνι του, όχι μόνο δεν είχε «ξεδιψάσει» αλλά μάλλον είχε καυλώσει περισσότερο.
Ο Αδάμας γύρισε και ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι, η Εριφύλη σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά του που ήταν πια ξαπλωμένος με την εντυπωσιακή του πούτσα ορθωμένη και της χαμογελούσε: «Έλα να τον καβαλήσεις, να τον ευχαριστηθείς σαν αμαζόνα που ιππεύει το ατίθασο άλογο Μωρό μου».
Με ένα βήμα στάθηκε με τα πόδια ανοιχτά πάνω από τον Αδάμαντα. Στο ύψος της μέσης του. Γονάτισε κι έβαλε το χέρι της ανάμεσα στα μπούτια της για ν’ αναζητήσει την πούτσα του. Άρχισε να χαμηλώνει το κορμί της και να φέρνει το μουνί της εκεί που το καυλί του την περίμενε. Άφησε έναν αναστεναγμό καθώς άφηνε την ψωλή του άνδρα να γλιστρά μέσα στο υγρό μουνί της. Τη γέμιζε. Έσκυψε μπροστά και στήριξε τα χέρια της πάνω στα μπράτσα του. Αυτός την έπιασε και τη στήριξε καθώς άρχισε να κινεί το κορμί της. Μπρος–πίσω στην αρχή, πάνω–κάτω και προς κάθε κατεύθυνση μετά. Τώρα φώναζε καθώς η καύλα της κορυφωνόταν, ενώ ο Αδάμας αγκομαχούσε και σήκωνε τη μέση του προκαλώντας της σπασμούς, καθώς η πούτσα του την κάρφωνε απροσδόκητα. Στο μυαλό της γύριζαν πολλά. Το ατελείωτο γαμήσι με τον Νικηφόρο της λίγους μήνες πριν, που στο κρεβάτι ήταν πάντα δυνατός σαν ταύρος, η Αλεξάνδρα η φίλη της και γειτόνισσα που πηδιόταν με το Μιλτιάδη τον άνδρα της Ναταλίας. Η Ναταλία που πηδιόταν με τον ξάδερφο του άνδρα της και ταυτόχρονα τον έπαιρνε και από προϊστάμενο της στην εταιρεία που εργαζόταν και τέλος η Κλεοπάτρα η φιλενάδα της Ελπινίκης σύζυγος ναυτικού και αυτή που είχε πάρει παραμάζωμα ότι διαθέσιμη ψωλή υπήρχε στο κύκλο της. Αλλά πάνω απ’ όλα η σκέψη της ήταν στην προικισμένη ψωλή του Αδάμαντα που πάνω της χοροπηδούσε. Έτσι το πήδημα συνεχιζόταν και αισθανόταν τη φωτιά μέσα της να φουντώνει. Ο τόνος απ’ τα ουρλιαχτά της άλλαξε, οξύνθηκε τη στιγμή που έφθανε στην κορύφωση. Δυνατά. Πολύ πιο έντονα από κάθε άλλη φορά. Αφέθηκε να πέσει πάνω στον Αδάμαντα και τα κορμιά τους γύρισαν στο πλάι για να ξεκαρφωθεί η πούτσα του και να αποκολληθούν.
Την ώρα που είχαν ντυθεί στιγμιαία η Εριφύλη παραξενεύτηκε που ένιωσε τον Αδάμαντα να καθοδηγεί το χέρι της πάνω στο παντελόνι του.
«Βλέπεις; σε θέλει ακόμη, και αντέχει να τον στραγγίσεις όπως του έχεις υποσχεθεί.» της είπε χαμογελώντας.
«Και γιατί με άφησες να ντυθώ παλιόπαιδο;» του απάντησε παιχνιδιάρικα.
«Γιατί θέλω να σε γαμήσω με τα ρούχα» συνέχισε αυτός. «Να αφήσω το σπέρμα μου στο μουνί σου, κι έτσι χυμένη να σηκωθείς και να πας στον σπίτι σου…» Τώρα της Εριφύλης της φαινόταν πολύ γλυκός και φιλικός. «Και σκεφτόμουν και εγώ αυτό ήταν όλο; Δεν τον ξεσηκώνω άλλο ενώ το μουνάκι μου είναι ακόμη διψασμένο.» Του πετάει το υπονοούμενο. Η Εριφύλη ήταν στα ντουζένια της. Δεν ξέρει τι έγινε έτσι ξαφνικά και άρχισε να συμπεριφέρεται τελείως απελευθερωμένα και να θέλει να κάνει ερωτικές πράξεις που μόνο στις φαντασιώσεις της, της αναζητούσε. Είχε και αρκετό καιρό να γαμηθεί και της είχε λείψει το γαμήσι.
Η Εριφύλη έσκυψε και πάλι στο τραπέζι και κρατήθηκε με τα χέρια της αφήνοντας τα οπίσθια της προς το μέρος του. Ο Αδάμαντας πλησίασε της σήκωσε ψηλά το φόρεμα στην πλάτη, τράβηξε και και με ένα κόπτη από τα σύνεργα ζωγραφικής έσκισε τη μικροσκοπική δαντελένια κιλότα της, την πέταξε πάνω στο τραπέζι αποκαλύπτοντας τις τρύπες της. Πήρε θέση και με μια κίνηση κάρφωσε το καυλί του μέσα της κι άρχισε να την πηδάει με ρυθμό που επιταχυνόταν. Αυτή στημένη με τους αγκώνες στο τραπέζι και το κεφάλι της όρθιο να κοιτάζει μπροστά τον τοίχο τα μάτια της γλαρωμένα, το στόμα της μισάνοιχτο, τρέχανε σάλια απ’ το πλάι. Ο Αδάμας από πίσω της με τα χέρια του να σφίγγει τη λεκάνη της από τα πλάγια και να τη τραβά προς το μέρος του πούτσου του. Έβαζε το χοντρό καυλί του βαθιά μέσα της, το κράταγε έτσι λίγα δευτερόλεπτα και μετά το έβγαζε όλο έξω. Ο πούτσος του γυάλιζε από τα υγρά του μουνιού της. Χοντρός και γεμάτος φλέβες και μ’ ένα χοντρό πουτσοκέφαλο σαν κόκκινο μανιτάρι, την ξέσκιζε. Κάθε φορά που τον έβγαζε έξω, τα ζουμιά της αναβλύζουν και τρέχουν οι σταγόνες στα μπούτια της. Το κορμί του σφιγγόταν καθώς ήταν έτοιμος να τελειώσει. Επιτάχυνε τις κινήσεις του και η πούτσα του παλινδρομούσε μέσα της βάζοντας φωτιά στο μουνί της κι ξαφνικά άφησε μια κραυγή καθώς το ζεστό ψωλόχυμα του τινάχτηκε με ορμή μέσα της.
«Πάρτα Μωρό μου! Ααααχ» μούγκρισε καθώς σφιγγόταν πάνω της περισσότερο προσπαθώντας να στραγγίξει και τις τελευταίες σταγόνες.
«Έλα… δώστα μου καβαλάρη μου μέσα μου…» αγκομαχούσε η Εριφύλη που πλέον προσπαθούσε να συνέλθει από την ένταση του οργασμού της.
Αργά ο Αδάμαντας τραβήχτηκε από μέσα της και όρθωσε το κορμί του. Η ψωλή του που κρεμόταν ξέπνοη κι αυτή μετά την ένταση των τελευταίων λεπτών. Η Εριφύλη δεν έδειχνε διάθεση να σηκωθεί κι έμενε σκυμμένη στο τραπέζι! Σε λίγο γύρισε προς τον Αδάμαντα με ένα χαμόγελο γεμάτο ικανοποίηση ανθισμένο στα χείλη της. Τέτοιες στιγμές αισθανόταν ισχυρή και κυρίαρχη, όταν ο εραστής της έδειχνε αποκαμωμένος. Κι ήξερε πως έτσι θα έμενε για ώρες, εξουθενωμένος από την ένταση. Ενώ αυτή θα μπορούσε να συνεχίσει. Αλήθεια θα μπορούσε να είχε κάποιον ακόμη; Τώρα; Αμέσως; Το μουνί της ήταν ακόμη πυρωμένο. Το είπε και το κανε η Εριφύλη. Τον στράγγιξε η πουτάνα.
Λίγο αργότερα του ζήτησε να μην την συνοδεύσει στην έξοδο από το κτίριο. Έφυγε μονάχη της χωρίς να φορά κιλότα καθώς βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι της. Αυτό που άρχισε να νιώθει ο ένας για τον άλλον έγινε θυελλώδης σχέση πάθους που τους κυρίευε όλο και περισσότερο. Η Εριφύλη είχε βρει τον κατάλληλο άντρα που είναι καταπραυντικό και γιατρικό στις καύλες της και τη γαμάει όσο λείπει ο άνδρας της στα επαγγελματικά μεγάλα του ταξίδια. Και ο Αδάμαντας είναι ένας νέος και ωραίος άνδρας, προικισμένος με ένα προικισμένο καυλί που πληρεί το καλύτερο κριτήριο για να της προσφέρει με κάθε τρόπο έντονους πολλαπλούς οργασμούς στο πυρωμένο κορμί της! Το μουνί της ανήσυχο τον αναζητούσε τακτικά και όταν της κάρφωνε την πούτσα του βαθιά μέσα της τη γαμούσε καλά, όπως ακριβώς επιθυμούσε! Ο Αδάμαντας είχε ένα φετίχ. Όταν την γαμούσε της έσκιζε και της έπαιρνε την δαντελένια κιλότα της και όταν χώριζαν η Εριφύλη έφευγε πάντα χωρίς να φορά κιλότα. Σε αντάλλαγμα για τις χρησημοποιημένες κιλότες που τις αποσπούσε, πλουσιοπάροχα της έπαιρνε όμορφα αντίστοιχα δώρα! Όπως Δαντελωτά Σετ εσωρούχων, Καλσόν Πολυτελείας, στιλάτα αξεσουάρ όπως κασκόλ και ζώνες, αρώματα!
Όταν έφτασε στη κεντρική εξωτερική αυλόπορτα του σπιτιού της άφησε έναν δυνατό αναστεναγμό και ένιωσε μια ηρεμία να την κατακλύζει, χαλαρή και χωρίς ιδιαίτερο άγχος χαμογέλασε ότι όλα έγιναν χωρίς παρενέργειες. Πάρκαρε το αυτοκίνητο στο γκαράζ, και έτρεξε στο σπίτι. Φίλησε τα παιδιά. Όλα είχαν πάει υπερβολικά καλά. Σε λίγη ώρα στεκόταν κάτω από το καυτό ντους, αφήνοντας το νερό να κυλίσει επάνω της. Ήταν τόσο ωραία η αίσθηση, τόσο απελευθερωτική! Σα να προσπαθούσε να ξεπλύνει τις αμαρτίες της και να ετοιμάζεσαι με πονηρό χαμόγελο να πραγματοποιήσει τις επόμενες! Όμως για κάποιο λόγο δεν ένιωθε ενοχές, και ούτε θα επέτρεπε σε κάποιον να την κρίνει για τις επιλογές της, και το τρόπο ζωής της. Ξέρει ότι έπρεπε να επιστρέψει στην πραγματικότητα και να βρει τον τρόπο να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της απαγορευμένης σχέση της να είναι προσεκτική προσπαθώντας να κρύψει το μυστικό της όταν ο Νικηφόρος γυρίσει από το ταξίδι του. Κρύβοντας την αλήθεια που έκρυβε στην καρδιά της, η σχέση της με τον Αδαμάντιο παρέμεινε μυστική μια κρυφή φωτιά που έκαιγε μέσα της την κρατούσε ζωντανή τη γέμιζε με πάθος. Η σχέση της με τον Αδαμάντιο συνεχίστηκε ένας κύκλος πάθους και ενοχής κάθε κρυφή συνάντηση ήταν γεμάτη ένταση και ηδονή αλλά και με μία αίσθηση ενοχής που την τρώει και το ξέρει ότι παίζει με τη φωτιά αλλά δεν μπορεί να σταματήσει το πάθος της ήταν ακατανίκητο και η απαγορευμένη φύση της σχέσης της την έκανε ακόμα πιο συναρπαστική. Δεν ξέρει τι θα φέρει το μέλλον ξέρει μόνο ότι αυτό που νιώθει για τον Αδαμάντιο είναι δυνατό και δεν μπορεί να το αρνηθεί ότι η σχέση της μπορεί να είναι απαγορευμένη αλλά είναι και η πιο έντονη και αληθινή σχέση που έχει ζήσει και θα συνεχίσει να ζει αυτή την απαγορευμένη σχέση κρύβοντας το μυστικό της και απολαμβάνοντας κάθε στιγμή πάθους και ηδονής που μπορεί να έχει με τον Αδαμάντιο. Αυτή ήταν η Εριφύλη, και δεν το διαπραγματεύοταν.
....Σήμερα θυμάται και την τελευταία τους συνάντηση. Ήταν παραμονή της αναχώρησης του Αδάμας για το Λονδίνο. Εκείνο το μοιραίο απόγευμα την περίμενε να ανταμώσουν για τελευταία φορά στο σπίτι του ξαδέρφου του που το είχαν χρησιμοποιήσει ξανά για τις ερωτικές επαφές τους, εκεί στα νότια προάστια της πόλις που ήδη είχε φτάσει πρώτος. Χτυπά την πόρτα και της ανοίγει. Είναι ολόγυμνος της χαμογελά, την καλωσορίζει και της λέει να περάσει. Μόνο μία πετσέτα μπάνιου καλύπτει τη γύμνια του. Όρμησε πάνω του και τον αγκαλιάζει σφιχτά. Το κορμί του μοσχοβολάει από το αφρόλουτρο και είναι ακόμα υγρό, μα ζεστό. Θα έλεγε ότι καίει. Και από καύλα, για την καύλα του για εκείνη. Τη κολλά στον τοίχο και φιλιούνται με πάθος, τρώνε ο ένας τον άλλον σαν να μην έχουν ποτέ ξαναφιληθεί. Με κόπο τον ξεκολλά από πάνω της και του λέει χαμογελώντας.
«Να κάνω κι εγώ ένα ντουζάκι, καυλιάρη μου;.»
Η ματιά του έχει αγριέψει, έχει θολώσει. Την αρπάζει ξανά και κολλά τα χείλη του πάνω στα δικά της ρουφώντας την. Τη βοηθάει να βγάλει με βιάση τα ρούχα της και την αγκαλιάζει ξανά κι άρχισε να τη φιλά στο στόμα. Φιλιόνταν καυτά και παθιασμένα με τις γλώσσες τους να σμίγουν σ’ ένα τρελό χορό. Ένιωσε τα χέρια του να χαϊδεύουν το στήθος της κάνοντάς τη ν’ αναστενάξει από ηδονή. Έγειρε πίσω απολαμβάνοντας την αίσθηση των χεριών του πάνω της. Άρχισε να φιλάει το στήθος της και να χαϊδεύει με τη γλώσσα απαλά τις θηλές της κάνοντάς την ν’ αναστενάζει από ευχαρίστηση. Το χέρι του γλίστρησε στο εσωτερικό των μηρών της και πλησίασε το μουνί της, που έσταζε από υγρά. Άνοιξε περισσότερο τα πόδια της επιτρέποντας στα δάχτυλά του να γλιστρήσουν μέσα της και να παίξουν με την μουσκεμένη κλειτορίδα, προκαλώντας της ρίγη ηδονής.
Κολλά ολοκληρωτικά πάνω του. Τόσο που νοιώθει πλέον τον πούτσο του που κοντεύει να τρυπήσει την πετσέτα και να πεταχτεί έξω. Βάζει το χέρι της από μέσα και πιάνει το τεράστιο εργαλείο που ζεματάει κυριολεκτικά. Κοιτάζει το σκληρό κοντάρι και γλείφει τα χείλη της επιδεικτικά. Το πιάνει στα χέρια χαλαρά, μαλακά. Αυτός αναστενάζει! Του τον παίζει λιγάκι και τον κοιτάζει με πονηριά, μέσα στα μάτια. Νιώθει την απόλυτη η αίσθηση της εξουσίας όταν ο Αδάμας αφήνεται στο στόμα της, τον κάνει ό,τι θέλει. Νιώθει ότι έχει τον έλεγχο παρότι αυτή «υπηρετεί» την ηδονή εκείνου που την απολαμβάνει εξαιρετικά όταν του παίρνει πίπα. Του κάνει εντύπωση πόσο πολύ του αρέσει να μην έχει καμία άλλη συμμετοχή παρά να αφήνει το καυλί του στη διάθεσή της. Και της Εριφύλης της αρέσει να κάνει στοματικό σεξ και δίνει τον καλύτερο της εαυτό σε αυτό. Ο Αδάμαντας είχε χαλαρώσει και το απολάμβανε. Τον είχε τρελάνει με την πίπα της! Είχε πιάσει τα χέρια του και τον τσιμπούκωνε παθιασμένα και αυτός είχε αφεθεί στις ορέξεις της!
Παρακολουθούσε τα χείλη και τη γλώσσα της να κάνουν μαγικά στο σκληρό του πούτσο και να τον παίρνει περισσότερο βαθιά όταν νιώθει πως αυτός χαλαρώνει και δεν σταματά να τον κοιτά στα μάτια. Αυτή την τόσο ιδιαίτερη στιγμή το γνωρίζει πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη καύλα από να βλέπεις τον πόθο στα μάτια του, ενώ ο πούτσος του χάνεται στο στόμα της. «Σου αρέσει άντρα μου;» τον ρωτά.
Ο Αρχιτέκτονας βογκά από καύλα αφήνοντας ένα μουρμουρητό ευχαρίστησης του, που γινόταν δυνατότερο καθώς τον έπαιρνε στο στόμα της όλο και πιο βαθιά μέχρι το λαιμό της.
«Σε θέλω», του λέει γιατί δεν ξέρει τι άλλο να πει για να εκφράσει αυτό που νοιώθει.
«Ε μαι εδώ και θέλω να σε ικανοποιήσω σε όλα σήμερα…» της λέει
«Αυτό θέλω άντρα μου!» του λέει ναζιάρικα, «Κάνε μου έρωτα!»
Έχωσε το χέρι του στις τριχούλες του μουνιού της. Άρχισε να τρίβει την κλειτορίδα της βασανιστικά. Κουνούσε το κορμί της σαν να χόρευε. Κατέβασε το δάχτυλο πιο κάτω και έτριψε τα πρησμένα μουνόχειλα της που είχαν γεμίσει υγρά. Βύθισε δυο δάχτυλα στην τρύπα της και άρχισε να της την γαμάει αργά στην αρχή και διαρκώς γρηγορότερα στη συνέχεια. Τη δάγκωνε στο λαιμό, στις θηλές της, στο στήθος κάνοντας κυκλικές κινήσεις γύρω από του ώμους της
Η Εριφύλη τραβήχτηκε κάποια στιγμή και είπε: «Σειρά σου τώρα!» του λέει
«Αγόρι μου η ψωλάρα σου έχει γίνει σίδερο. Με έχει πεθάνει η καύλα! Γάμα με να την νιώσω ολόκληρη να χώνεται στο μουνί μου.» Την ξάπλωσε στον κρεβάτι ανάσκελα της σήκωσε τα πόδια και βαστώντας τα ψηλά με τα χέρια του έσκυψε κι άρχισε να της γλείφει την μουνάρα της. Σήκωσε περισσότερο τα πόδια της για να ελέγχει και την κωλοτρυπίδα της. Της έγλειφε τη ροδέλα του κώλου της και της έχωνε λίγο την γλώσσα. Μετά σαν σπάτουλα την περνούσε σε όλη τη μουνάρα της και ρουφούσε τα μουνόχειλα της δυνατά με τις χειλάρες του. Της γάμησε λίγο και το μουνί με την γλώσσα και ανέβηκε στην κλειτορίδα της. Με τα δόντια του δάγκωσε απαλά το εξόγκωμα της και στη συνέχεια με την γλώσσα του έκανε πινελιάσματα σε αυτήν την υπέροχη κλειτορίδα. Η Εριφύλη έσκουζε δυνατά χωρίς να σταματήσει να λικνίζεται. «Βάλτον μου τώρα ρε πούστη. Δεν θέλω να χύσω έτσι. Γάμα με σαν πουτάνα! Ναι!» Ο αρχιτέκτονας ανασηκώθηκε και αφού της πέρασε την ψωλή του για λίγο σε όλο το μουνί της σάλιωσε την κορυφή και άρχισε να της την βάζει αργά-αργά. Χτυπιόταν ολόκληρη! Χώθηκε όλος στο μουνί της που έβγαζε φλόγες!
«Αα πουτσαρά μου. Γάμα τώρα γάμα δυνατά σκίσε με την πουτάνα σου ναι! Έτσι κι άλλο κι άλλο. Τι πούτσο τρώω η καριόλα. Δυνατά! Με ξεμούνιασες ψωλαρά μου. Που είσαι μωρή καριόλα Ελπινίκη να με δεις με το καυλί του γκόμενου μας μέσα μου να μου τρυπάει την μήτρα.»
Τύλιξε τα πόδια της γύρω από τη μέση του κι έχωσε τα νύχια της στην πλάτη του καθώς το σφυροκόπημα της ψωλής του στο μουνί της γινόταν τώρα πιο παθιασμένο, όπως κουνιόνταν και οι δυο όσο πιο γρήγορα και δυνατά μπορούσαν, νιώθοντας τον οργασμό να κατακλύζει όλο το σώμα της.
«Ω, γαμιά μου, θα με κάνεις να χύσω… τι γαμήσι είναι αυτό! Θα χύσω… Αααχχ… Αααχχ… Χύνω, μωρό μου… Χύνω!».
Ένιωσε ν’ ανατινάζεται. Καυτοί χυμοί έρεαν απ’ το μουνί της πάνω στην ψωλή του, που συνέχιζε να τη γαμάει με πάθος, και να κυλάνε στην κωλοτρυπίδα της μουσκεύοντας τα σεντόνια. Τότε άκουσε τις κραυγές ηδονής του αρχιτέκτονα κι ένιωσε την ψωλή του να πρήζεται και να χύνει καυτό σπέρμα μέσα της. Αυτή τη φορά όμως στο πεινασμένο για το σπέρμα του μουνί της να με κάνει να τρέμει, από την καύλα. Ήταν τόσο έντονη η καύλα που ένοιωσε να χάνει τις αισθήσεις της και από μόνο του το σώμα της συνέχιζε να ανταποκρίνεται στο σπρώξιμο της ψωλής του, μέχρι να αδειάσει το σπέρμα του στον πλημμυρισμένο από τα υγρά τους κόλπο της.
Έγειρε πίσω την πλάτη της στα μαξιλάρια χαμογελώντας ικανοποιημένη! Ευχαριστημένη αφουγκράζεται την ανάσα της που ακόμη δεν έχει ηρεμήσει νιώθοντας την απόλυτη απόλαυση σαν αστραπές και ουράνιο τόξο που είχε φέρει σε κάθε σημείο του σώματος της η μαγική ψωλή του αρχιτέκτονα. Την ένιωσε να μαλακώνει και να γλιστρά έξω από το μουνί της κι αυτόν να κάθεται δίπλα της, με την ευχαρίστηση απλωμένη στο πρόσωπό του. Το ίδιο και στο δικό της, αφού είχε γαμηθεί απόλυτα, από την πούτσα του, απολαμβάνοντας την κάθε στιγμή.
Ο αρχιτέκτονας δεν είχε ξαναδεί το μουνί της Εριφύλης να χύνει για τόση ώρα και με τόσο σταθερή ένταση. Του ζήτησε να ανέβει στα βυζιά της να μαλακιστεί και να τον βλέπει για τελευταία φόρα να χύνει για πάρτη της. Καβάλησε πάνω στο στήθος της έτριβε το πουτσοκέφαλο στις θηλές της όσο η Εριφύλη χάιδευε την πούτσα του. Το βλέμμα που του έριχνε ήταν αυτό μιας καυλωμένης γυναίκας που υποψιαζόταν ότι αυτό που είχε ανάμεσα στα απίστευτα σκληρά βυζιά της ήταν το όνειρο του σαν άνδρας. Να γαμάει αυτά τα όμορφα βυζιά που με τις τρυφερές θηλές τους του έδιναν όλη τη δυνατή ευχαρίστηση όταν τις ρουφούσε. Έτσι, όπως την κοίταζε, δεν μπορούσε παρά να νιώσει την πίεση ότι αυτό που επρόκειτο να συμβεί δεν θα έδινε καμία ανάπαυλα πριν από το πλήρες τέλος όλων αυτών. Και η Εριφύλη δεν δίστασε να του δώσει αυτή την ευχαρίστηση.Να του στριμώξει το πούτσο, ανάμεσα στα βυζιά της, και να τον ξεζουμίσει! Όντως του Αδάμαντα ήταν η ηδονική του αδυναμία να του τον στριμώχνει ανάμεσά τους και να του τον ρουφάει κιόλας. Του τον έκλεισε στα βυζιά της και ο αρχιτέκτονας άρχισε να της τα γαμάει. Του φώναζε συνέχεια να την χύσει σαν πουτάνα και τελικά πηχτό το σπέρμα του τινάχτηκε στο λαιμό, στα χειλάκια της στο μέτωπο της στα μαλλιά της και έφτασε στα μαξιλάρια πίσω της. Ξερογλειφόταν και του άρπαξε για να καθαρίσει.ο καυλί του που έχει αρχίσει να μαλακώνει πια, και να βγάζει τις τελευταίες του σταγόνες!
«Σου άρεσε καλέ μου;»… Τον ρωτά χαμογελώντας.
Ο Αδάμαντας ακόμα δε μπορεί να της μιλήσει και της γνέφει καταφατικά ανταποδίδοντας της το χαμόγελο. Του φιλά τρυφερά το κεφαλάκι του πέους του και μία σταγονίτσα κολλάει στα χείλη της. Πλησιάζει κοντά της, μέσα στην αγκαλιά της και τη φιλά στα χείλη μοιραζόμενος αυτήν την τελευταία σταγονίτσα μαζί της.
Εκείνο το μοιραίο απόγευμα λοιπόν τους βρήκε αγκαλιά να κάνουν έρωτα μέχρι που πήρε να νυχτώνει και έπρεπε να γυρίσει σπίτι της. Σχεδόν δεν τους έμεινε χρόνος να πουν τίποτε, αφού ο χρόνος τους αγκαλιάστηκε και εξατμίστηκε από το σεξουαλικό τους πάθος.
Η ιστορία τους, εξελίχθηκε τις επόμενες μέρες με βροχή μηνυμάτων που ο ένας έστελνε στον άλλον, γεμάτα συναισθηματικά και σεξουαλικά νοήματα, φτιάχνοντας ένα σενάριο πόθου, παραλογισμού αλλά και έντονου ενθουσιασμού. Τώρα αντιμετωπίζοντας το παρόν έβλεπε ότι δεν υπολόγισε πού έμπλεκε, ότι το παιχνίδι της ήταν επικίνδυνο αφού συνειδητοποίησε ότι σαν παντρεμένη είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι ενός άλλου άνδρα. Το ήξερε από την πρώτη στιγμή ότι η δημιουργία σχέσης με έναν άλλο άνδρα θεωρείται κοινωνικά και ηθικά λάθος, αλλά τότε ένιωθε ότι ήθελε να την ζήσει αυτή τη σχέση θολωμένη από το σεξουαλικό πάθος που αισθάνθηκε μέσα από αυτό τον παράνομο έρωτα. Σήμερα ήταν εξαιρετικά αναστατωμένη προφανώς διότι πίστευε ειλικρινά ότι φεύγοντας για Αγγλία ο αρχιτέκτονας και περνώντας ο καιρός έγινε απολύτως σαφές και ξεκάθαρο ότι η σχέση τους είχε τελειώσει οριστικά. Ό,τι έγινε στο παρελθόν έπρεπε να μένει εκεί. Περασμένα ξεχασμένα, ό,τι έγινε-έγινε, τουλάχιστον έτσι πίστευε εκείνη.
Και να που ξαφνικά νιώθει πραγματικά τρομαγμένη και αγχωμένη, και η ανησυχία αυτή θα μπορούσε να αποτελεί το πρελούδιο μιας νέας εξέλιξης της σχέσης της με τον αρχιτέκτονα. Τότε πήρε τη δύσκολη απόφαση να μοιραστεί το πρόβλημά της με την Άλκηστις αναζητώντας «χείρα βοηθείας» και την κατάλληλη λύση που θα τη βγάλει από το αδιέξοδο γιατί νιώθει πως κατρακυλάει προς τον γκρεμό! Η Άλκηστις την είχε αγκαλιάσει στοργικά και της είχε ψιθυρίζει. «Ξαδερφούλα μου γλυκιά εγώ είμαι εδώ για σένα. Τούτο μόνο σου λέω και να το εννοώ! Ο Αρχιτέκτονας είναι ένας πολύ στενός φίλος μου, ήταν ένας περιστασιακός μου εραστής, που εσύ τον έχεις γνωρίσει σε μια γκαλερί ζωγραφικής όπου ήμασταν καλεσμένες και σου τον σύστησαν. Το έχω συζητήσει με τον Νικηφόρο και μην μου αναστατώνεσαι τόσο πολύ. Ξέρω πολύ καλά τι κάνω γι αυτό μην ανησυχείς σε παρακαλώ κάποια πράγματα θέλουν το χρόνο τους.»
....Στο μπαλκόνι η Άλκηστις άνοιξε διάπλατα την μπαλκονόπορτα και άφησε τον αέρα τής εξοχής φρέσκος και γαλήνιος, σαν παφλασμός στο κύμα να εισβάλει στο σπίτι. Εισέρχεται στην κουζίνα με ύφος σκανδαλιάρικο και φιλική διάθεση που ως στόχο έχει να μεταφέρει θετική διάθεση στην Εριφύλη. Κάθεται αναπαυτικά στην καρέκλα της και στροβιλίζεται δυο φορές με σκανταλιάρικο ύφος. Στο μυαλό της επεξεργάζεται τρόπους να μεταφέρει στην παρέα χαμόγελα και περισσή διάθεση για πειράγματα και σκανδαλιές έτσι επιδόθηκε με ρυθμό και περιπαικτική διάθεση και καμώματα, στα συνήθη πειράγματα με προφανή στόχο την Εριφύλη. Η Εριφύλη την διέκοψε αναφωνώντας «Σταμάτα τα πειράγματα κορίτσι μου!» με αποτέλεσμα να προκαλέσει περισσότερο γέλιο και διάθεση για περαιτέρω πειράγματα. Μάταια η Εριφύλη προσπάθησε να την επαναφέρει στην τάξη. Η Άλκηστις στη συνέχεια με ύφος ανθρώπου που είχε δήθεν προσβληθεί σηκώθηκε, πήρε στη χούφτα της αλεύρι από το μπωλ στο τραπέζι και μ΄αυτό πασάλειψε την μύτη και τον μπούστο της Εριφύλης γελώντας τρανταχτά και χωρίς να πτοηθεί συνέχισε να κλέβει την παράσταση εντός της κουζίνας εξαπολύοντας ξεκαρδιστικές ατάκες που προκαλούσαν γέλιο και το γέλιο είναι η συντομότερη απόσταση μεταξύ των ανθρώπων. Και η αλήθεια είναι, ότι λειτουργούσε λυτρωτικά και αν μη τι άλλο, ενθαρρύνει την ξαδέρφης της να συμμετάσχει με τόλμη κλιμακώνοντας την ένταση στο παιχνίδι. Ήταν η στιγμή που άρχισε μια διελκυστίνδα χαλάρωσης με διασκεδαστικό τρόπο μέσω παιχνιδιάρικων και οικείων προκλήσεων. Ο Νικηφόρος υποτίθεται ότι θέλει να εκδικηθεί την Άλκηστις που πειράζει την Εριφύλη του, παίρνει αλεύρι στη μια του χούφτα και!
«Αυτό δεν θα είναι δίκαιο για την Εριφύλη μας. Δεν το δέχομαι κούκλα μου και αυτό επισύρει τιμωρία» της είπε, αγκαλιάζοντάς τη με το μπράτσο του και πλέκοντας τα δάχτυλά του στις λυμένες μπούκλες των μαλλιών της το αδειάζει στον μπούστο της Άλκηστις.
Το παιχνίδι απέκτησε παρορμητικά μια ελκυστική μορφή προσφέροντας προκλητικές αλήθειες και τολμήματα που υπόσχονται να δώσουν μια διασκεδαστική ανατροπή στις προσωπικές τους στιγμές όταν η Εριφύλη αποφάσισε να συμμετάσχει και να αλευρώσει και τους δυο. Προσπαθώντας να απαγκιστρωθεί από τα συναισθήματα της που καταπιέζονται αλλά δεν εκφράζονται, νιώθει μια βαθιά επιθυμία να νιώσει ελεύθερη να την εκφράσει αυτή την επιθυμία και να την υποστηρίξει. Άφησε τον εαυτό της ελεύθερο, χαλαρό και φέρεται αυθόρμητα, χωρίς να καταπιέζεται από κανόνες. Συμμετέχει στο κέφι της παρέας της, με καλή διάθεση καταφέρνει να προσθέσει και από μέρος της ζωντάνια και ενέργεια στην παρέα με αποτέλεσμα να αισθάνεται και να το δείχνει πιο χαρούμενη. Χωρίς να χάσει χρόνο παίρνει και αδειάζει μέσα από το σορτσάκι μια ποσότητα αλεύρι στο μουνί της Άλκηστις και στη συνέχεια βάζοντας το χέρι της μέσα από την βερμούδα του Νικηφόρου του πιάνει και του αλευρώνει τον πούτσο. Η Άλκηστις αντιδρώντας παίρνει το υπόλοιπο αλεύρι χώνει και αυτή το χέρι της μέσα στη βερμούδα του Νικηφόρου του πιάνει τον πούτσο και άρχισε με ζήλο να τον αλευρώνει να τον ζυμώνει και να τον παίζει αργά, βασανιστικά πάνω - κάτω. Ο πούτσος του Νικηφόρου δεν έμεινε αδιάφορος στην αίσθηση της επαφής τους. Τα κορίτσια κοιτάχτηκαν και τα μάτια τους έλαμπαν με νόημα! Οι δυο γυναίκες χαμογελούσαν με ικανοποίηση αλλά και με ένα πονηρό κι αγαπησιάρικο χαμόγελο στα χείλη στέλνουν ένα σέξι τολμηρό σινιάλο στο Νικηφόρο. Αυτός ένιωσε μαγεμένος από την αγνή ομορφιά τους και του καλλιεργείται μια αίσθηση προσμονής και περιέργειας, καθώς αφήνεται να φανταστεί τι μπορεί να ακολουθήσει. Αυτές ένιωσαν τον ενθουσιασμό τους να αυξάνεται μέχρι να ολοκληρωθεί η πρόκληση τους. Νιώθουν η υγρασία στους κόλπους τους να τις νοτίζει και ταυτόχρονα να τις ερεθίζει αναζητώντας την εκπλήρωση της ηδονής. Πόσο μάλλον με τέτοιον άντρα δίπλα τους ήταν αδύνατον να τον προσπεράσουν αδιάφορα. Καμιά γυναίκα δεν θα μπορούσε να περάσει από δίπλα του και να μην τον κοιτάξει να μην τον ερωτευτεί και να μην κυλιστεί μαζί του στο κρεβάτι εκεί που τα δίνει όλα και τα θέλει όλα.
Ο Νικηφόρος νιώθει την την καρδιά του να χτυπάει δυνατά! Ήταν παντρεμένος ήδη οκτώ χρόνια με την Εριφύλη, μια σέξι γυναικάρα, με όμορφες καμπύλες, του άρεσε το σεξ μαζί της αλλά πάντα έλειπε κάτι. Έλειπε αυτό που του παρουσιάζεται σήμερα. Μια εκπληκτική σεξουαλική εμπειρία, που όμοιά της δεν πίστευε ότι θα είχε την τύχη να ζήσει. Είχε πολλές εμπειρίες αλλά αυτό που του συμβαίνει σήμερα ήταν το κάτι άλλο Δεν του είχε ξανατύχει να είναι στο κρεβάτι με δύο γυναίκες ταυτόχρονα και να κάνει παθιασμένο σεξ μαζί τους. Και τι γυναίκες! Η γυναικάρα του η Εριφύλη και το ένοχο μυστικό του, η κρυφή του αδυναμία η νεαρή ξαδέρφη της, η Άλκηστις. Η Εριφύλη είναι αυτή που παίρνει σήμερα τις πρωτοβουλίες στην ερωτική τους ζωή. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Νικηφόρος έχει παθητικό ρόλο, απλά σήμερα είναι σχετικά πιο μαζεμένος με την Εριφύλη να κάνει το πρώτο βήμα σε καινούργια πράγματα. Ήταν αυτή που πήρε το πιο πουτανίστικο ύφος και τους πρότεινε ότι είναι ώρα να απελευθερώσουν το άγχος, να εκτονώσουν τη σεξουαλική τους ορμή και και να αφήσουν την έντονη ερωτική επιθυμία να τους παρασύρει να κάνουν πράγματα που ούτε καν φανταζόταν στο κρεβάτι. Τα κορίτσια ξεκίνησαν και ο Νικηφόρος τις ακολούθησε μαγεμένος να θαυμάζει τις σέξι γυναίκες που ανεβαίνουν τα εσωτερικά σκαλοπάτια κουνώντας τους «καυτούς» γλουτούς σε κοντινό πλάνο και αργή κίνηση, να τις κοιτάει με μάτια που πετούσαν φλόγες .
Δεν κρατιόταν το χέρι του κατέβηκε ενστικτωδώς στον πούτσο του, που είχε πετρώσει κιόλας, σαν για να τον προστατέψει, έβγαλε την βερμούδα του έμεινε γυμνός και το καυλί του πετάχτηκε μπροστά και έμεινε να κοιτάει και αυτό το ταβάνι. «Μμμ! Αυτή η σφριγηλότητα είναι καλός οιωνός για τη συνέχεια. Κούκλε από πού θες ν' αρχίσουμε;» τον ρώτησε φανερά καυλωμένη η Εριφύλη. Ο Νικηφόρος της έδειξε την ορθωμένη πούτσα του που ανυπομονούσε να ξεσκίσει τις καυτές τους τρυπούλες. Η Εριφύλη πλησίασε κοντά μου κι απλώνοντας το χέρι της, άρχισε να χαϊδεύει όλο το μήκος της χοντρής πούτσας μου. Το σηκωμένο καυλί του Νικηφόρου, ίσιο σαν φάρος, ήταν κολλημένο πάνω στο επίπεδο στομάχι του. Το αίμα άρδευε τη χοντρή ψωλή του. Οι όρχεις του, ολοστρόγγυλοι, είχαν μαζέψει κάτω από το όργανο που είχε βαρέσει προσοχή. Προχώρησαν αργά με την Εριφύλη σε μια αισθησιακή χορευτική κίνηση, πέρασε πίσω απ’ την πλάτη της Άλκηστις και χορεύοντας ακόμα, την βοήθησε να απελευθερωθεί από το σορτσάκι της και το μπουστάκι της. Τα βυζιά της Άλκηστις ξεχύθηκαν ανοικονόμητα και περήφανα. Τα χέρια της Εριφύλης έπαιζαν με αυτά πολύ επιδέξια. Ξαναπερνώντας μπροστά λικνίζοντας το υπέροχο κορμί της έβγαλε και η ίδια το ανάλαφρο φόρεμα της και έτριψε τα βυζιά της με της Άλκηστις. Οι κοπέλες είχαν καυλώσει ολοφάνερα. Κι ο Νικηφόρος είχε τώρα παρασυρθεί, ξεχνώντας όποια λογική σκέψη βλέποντας την Εριφύλη που χούφτωνε τον υπέροχο κώλο της Άλκηστις, προσφέροντάς του ένα υπέροχο θέαμα. Τα κορίτσια λικνίζοντας τα κορμιά τους και αλλάζοντας φιλιά και χάδια κάθισαν στο κρεβάτι. Κι οι δυο είχαν εμπειρία με γυναίκες κι σήμερα ήθελαν να έχουν ακόμη μια εμπειρία με το Νικηφόρο και μεταξύ τους. Και για τον Νικηφόρο ήταν η καλύτερη περίπτωση, δυο γυναίκες στο κρεβάτι. Δεν υπήρχαν ντροπές ούτε δισταγμοί καθώς πιάσανε η μία τα βυζιά της άλλης και γελάσανε ταυτόχρονα. Σε ένα λεπτό πιάνει η Εριφύλη την Άλκηστις και τη φιλάει θερμά στο στόμα. Η Νικηφόρος έβαλε σε χαμηλή ένταση μουσική έπαιζε από Music Player μεγάλης διάρκειας κι έτσι δεν χρειαζόταν να ασχοληθεί ξανά με αυτό το θέμα. Την ώρα που τα κορίτσια φιλιόνταν ο Νικηφόρος βρήκε την ευκαιρία να γονατίσει πίσω από την Εριφύλη, και έχωσε τη γλώσσα του ανάμεσα από τα κωλομάγουλα της. Η Εριφύλη άνοιξε τα πόδια της στη διάσταση, για να τον διευκολύνει στο έργο του! Η κωλοτρυπίδα της δεν άργησε να φανεί, όμορφη, σφιχτή και αρωματική! Έβαλε τη γλώσσα του πάνω της και άρχισε να γλύφει την περιοχή, αλλά και ακριβώς επάνω της. Την ύγρανε αρκετά με τη γλώσσα του κι εκείνη χαλάρωσε αρκετά ώστε να μπορέσει να γλιστρήσει την άκρη της γλώσσας του μέσα. Οι δύο γυναίκες παίξανε αρκετά μεταξύ τους, και αποφάσισαν να περιποιηθούν λίγο και τον Νικηφόρο που είχε γίνει μπαρούτι από την καύλα. Κι ήξεραν τι να κάνουν.
«Έλα κοντά μας.» του είπε η Εριφύλη καυλιάρικα και σαλιώνοντας το δάχτυλό της, άρχισε να παίζει με τη ρώγα της Άλκηστις. Δε χρειαζόταν άλλη πρόσκληση. Τις πλησίασε.Με δυο κινήσεις η Εριφύλη κάνοντας επαινετικά σχόλια για το καυλί του, έσκυψε και το πήρε στο στόμα της και του χάριζε απίστευτη ηδονή. Αρχίζει να του κάνει ένα τσιμπούκι όπως μόνο αυτή ξέρει να κάνει, και άρχισε να τον καυλώνει πολύ αυτή η φάση, την έβλεπε είχε αρχίσει να τα δίνει όλα, τα χείλη της απαλά αλλά και με μεγάλη μαεστρία είχαν αρχίσει να σφίγγουν το καυλί του και να ανεβοκατεβαίνουν από το μεγάλο πουτσοκέφαλο του προς τη βάση και ταυτόχρονα τα χέρια της είχαν αρχίσει να τον χαϊδεύουν παντού και η γλώσσα της άρχισε μετά τον πούτσο του που είχε γίνει τεράστιος να γλείφει και τα αρχίδια του. Ο Νικηφόρος τραβώντας απαλά από τα όμορφα μαλλιά την Εριφύλη την πήρε από το καυλί του και ρούφηξε το στόμα της με μανία. Τότε η Εριφύλη προτείνει τον σηκωμένο πούτσο στην Άλκηστις και της λέει. «Τι περιμένεις; Ελα γλύψτον να τον νοιώσεις.» Η Άλκηστις τον έπιασε στα χεράκια της και με τα χειλάκια της βάζει το κεφαλάκι του όλο μέσα στο στόμα της και με τη γλωσσίτσα της το περιεργάζεται και νιώθει τα πρώτα προσπερματικά του υγρά και τον ρούφαγε με μαεστρία ενώ τον κοιτούσε με πρόστυχο βλέμμα. Τον έτριψε στα μαγουλά της κι έπειτα τον δάγκωνε ελαφρά και τον έγλυφε πότε δυνατά και πότε ανεπαίσθητα. Το χέρι της ανεβοκατεβαίνει όλο και πιο γρήγορα, το κεφάλι της το ίδιο. Τα τρία τέταρτα του πούτσου του τώρα χάνονται με άνεση μέσα στο στόμα της που τον ρουφά αχόρταγα η καριόλα!. Του χάιδευε τα αρχίδια με μοναδικό τρόπο. Για μια στιγμή ο Νικηφόρος έχασε την μιλιά του με το θέαμα που έβλεπε! Ένα κοριτσάκι είκοσι δυο χρόνων, ένα εβδομήντα ύψος, φανταστικό κορμάκι, μακριά ίσια καστανόξανθα μαλλιά, θεϊκό προσωπάκι και το καλύτερο: μεγάλα βυζιά! να του παίρνει τσιμπούκι. Το μόνο που έκανε, άπλωσε πίσω το κορμί του να απολαύσει τις στιγμές τους. Της πιάνει το κεφάλι και την αναγκάζει να τον πάρει όλο και πιο βαθιά στο στόμα της. Σχεδόν τη βιάζει, αλλά η Άλκηστις το ευχαριστιέται. Είναι ένας συναινετικός βιασμός.
Η Εριφύλη ξάπλωσε στο πλάι, στηρίχτηκε στον αγκώνα της, σήκωσε το ένα πόδι της και άρχισε να παίζει με την κλειτορίδα της. Κρατήθηκε έτσι για λίγο, και μετά γύρισε και στήθηκε στα τέσσερα. Η Άλκηστις πέρασε από κάτω στηριζόμενη στους αγκώνες και σηκώνοντας λίγο το κεφάλι, άρχισε να γλείφει το μουνί της Εριφύλης. Ο Νικηφόρος, πέρασε πίσω από τη Εριφύλη και έβαλε στην αρχή δυο και μετά τρία δάχτυλα στο ανοιχτό μουνί. Τα υγρά της έτρεχαν στα μπούτια της καθώς τα δάχτυλά του μπαινοβγαίνανε στο καυλωμένο μουνί. Σε κάποια στιγμή η Εριφύλη άρχισε να φωνάζει και να του ζητάει να τη γαμήσει. Δεν της χάλασε το χατίρι. Στην στάση που την έγλυφε, πλησίασε, ακούμπησε το πρησμένο από καύλα πουτσοκέφαλο πάνω στα υγρά μουνόχειλα της και άφησε τον εαυτό του με το βάρος μου να πέσει πάνω της και να βυθιστεί μέσα στο τέλειο μουνάκι της. Μπήκε μέχρι τον πάτο της. Ήταν τόσο υγρή και καυλωμένη, που μπήκε μέσα της χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Η Εριφύλη άρχισε να φωνάζει «Σκίσε με γαμιά μου, σκίσε με». Την γάμαγε για μερικά λεπτά ώσπου η Εριφύλη σχεδόν δάκρυσε από την καύλα και έχυσε ποτάμι υγρά, όταν η Άλκηστις του είπε. «Εμένα δε μου το χώσεις στο μουνάκι μου που ζηλεύει;» «Μα βεβαίως» της λέει. Γύρισε την Άλκηστις μπρούμυτα της άνοιξε τα μπούτια με το ένα χέρι και έπιασε την άκρη του πούτσου του, και τον οδήγησε στο μουνί της και άρχισε να τρίβει την κλειτορίδα της πάνω στη στύση του γλιστρώντας πάνω- κάτω. Το μουνί της το ένιωθε καυτό, υγρό και λείο. Άφησε τα υγρά μουνόχειλα να χαϊδέψουν την ψωλή του με το καυτό τους άνοιγμα. Δε μπορούσε να πιστέψει πόσο τον είχε καυλώσει αυτή η καυτή γκόμενα. Έσπρωξε τα βυζιά της ίσια πάνω στα χέρια του, μετακινώντας την και φέρνοντας τα μουνόχειλα της ακόμα περισσότερο πάνω στα πλαϊνά του πούτσου του.
«Έτσι, μωρό μου τρίψε το μουνάκι σου στον πούτσο μου» γουργούρισε, κρατώντας ακόμα τα στήθη της, αφήνοντας τον αντίχειρα να γλιστράει μπρος- πίσω πάνω σε κάθε θηλή. Οι αναπνοές της γίνονταν όλο και πιο σύντομες, καθώς τα χτυπήματά της στον πούτσο του γίνονταν όλο και πιο έντονα.
«Το μουνί σου είναι τόσο καυτό και υγρό.» της είπε.
Άρπαξε τους γλουτούς της και γλίστρησε σε όλη τη διαδρομή το πούτσο του μέσα της, μέχρι που το χοντρό πουτσοκέφαλο του δε μπορούσε να προχωρήσει άλλο. Ο Νικηφόρος κράταγε τους γοφούς της στην κορυφή του πούτσου του, ο οποίος έκανε πάρτι μέσα της. Ένιωθε το μουνί της σαν ένα μικρό καμίνι πάνω στον πούτσο του. Η Άλκηστις λάτρευε αυτό που ένιωθε, μπορούσε να νιώσει καθαρά τον σφυγμό του. Το κεφάλι του πούτσου του σχεδόν παλλόταν στο υγρό μουνί της. Έκανε μια παύση, απολαμβάνοντας την αίσθηση της προσαρμογής στο μέγεθός του.
«Θεέ μου... είναι τέλειο». εξέπνευσε τελικά αργά, καθώς ένιωθε τον πούτσο του να τεντώνει το μουνί της όπως τίποτα άλλο. Ποτέ δε θυμόταν να έχει ανάψει τόσο πολύ. Είχε όλο το μήκος του μέσα της και ένιωθε κάθε εκατοστό. Ένιωθε σαν να ήταν πιο γεμάτη από ότι ήταν ποτέ και θα μπορούσε ποτέ να είναι. Αλληθώριζε από την έντονη ηδονή! Είχε παραδοθεί άνευ όρων. Ο Νικηφόρος απλώς συνέχισε να κινείται μέσα της, σπρώχνοντας ολόκληρο το σώμα της με κάθε ώθηση και τραβώντας την πίσω με τα χέρια του κάθε φορά, αυξάνοντας σιγά σιγά τη δύναμη και την ταχύτητα. Δεν πέρασε πολύ ώρα πριν ο επιβήτορας ξεκινήσει να την πηδάει ακόμα πιο σκληρά. Ταυτόχρονα η Εριφύλη είχε περάσει κάτω απ’ το μουνί της Άλκηστις και ενώ αυτός τη γαμούσε, εκείνη την έγλειφε.
Σε κάθε του διείσδυση, η Άλκηστις άρχισε να εκστασιάζεται με την αίσθηση του καυλιού του στον κόλπο της. Κρατήθηκαν σε αυτό τον ρυθμό για λίγα λεπτά. Όσο τη πηδάει, τα δάχτυλα από το ένα του χέρι της έχουν ανοίξει τα μουνόχειλα της τριαντάφυλλο. Η Άλκηστις χύνει ακόμα μία, φορά φωνάζοντάς το και πνίγοντας το χέρι του και με ριπές από τα χύσια της. Κάποια στιγμή της ψιθύρισε πως θα έχυνε σύντομα. Η Άλκηστις του ζήτησε να μην τραβηχτεί, να χύσει μέσα της. Ο Νικηφόρος τραβήχτηκε. Ξαφνικά, το σώμα του άρχισε να τρέμει και να συσπάται. Σηκώνεται όρθιος πίσω της και τρίβει το καυλί του πάνω στα κωλομέρια της, μέσα στη χαραμάδα του κώλου της, πάνω-κάτω στη κωλοτρυπίδα της. Του φωνάζει να τη γαμήσει, τον βρίζει, το ζητάει απεγνωσμένα, μα τίποτα! Χωρίς ποτέ να μπει πάλι μέσα της, ακούγοντάς τον να βογκάει, αισθάνεται τα καυτά του χύσια να προσγειώνονται πάνω στο κώλο της, στη πλάτη της, στα μαλλιά της, να τρέχουν στα μπούτια της. Η Άλκηστις, απλώς έκλεισε τα μάτια και απολάμβανε το ζεστό του σπέρμα στη σπονδυλική της στήλη.
Οι κοπέλες τον άφησαν να πάρει μία ανάσα, πριν συνεχίσουν αργότερα. Το καυλί του Νικηφόρου δεν είχε πέσει τελείως. Γούσταρε τρελά το σεξ μαζί τους.
Στη συνέχεια η Εριφύλη κάθισε πάνω στο σκληρό του και πασαλειμμένο από τα υγρά των μουνιών τους πούτσο. Τι καύλα ήταν αυτή. Η Άλκηστις παράλληλα κάθισε πάνω στο πρόσωπό του και έφερε την μουνάρα της πάνω ακριβώς από το πρόσωπό του για να την γλύψει. Βογκούσαν και οι τρεις από καύλα. Σε κάποια στιγμή τους λέει «Μωρά μου δεν μπορώ, θέλω να χύσω». Τότε σηκώνεται η Εριφύλη και του λέει. «Γαμιά, μου! Τόσο καιρό μου έλειψες πολύ! Απόψε γουστάρω πρωκτικό γαμήσι!» δήλωσε χαδιάρικα . Ο Νικηφόρος δεν μπορούσε να αρνηθεί σε μια τέτοια πρόταση. Με τίποτα δεν θα άφηνε τέτοια ευκαιρία να πάει χαμένη. Η Εριφύλη στήθηκε ναζιάρικα στα τέσσερα, τούρλωσε τον κώλο της και τον προκαλούσε, κουνώντας πρόστυχα τους γοφούς της. Παρακαλούσε να της τον χώσει κι ο Νικηφόρος, παίρνοντας λίγο-λίγο υγρά από το μουνί της, άνοιγε με το δάχτυλο την κωλοτρυπίδα της, που τόσο καιρό στους ωκεανούς που ταξίδευε του είχε γίνει η μόνιμη φαντασίωση του ο κώλος τη. Τον έκανε πολύ κέφι και συχνά ονειρευόταν να ξεσκίζει την προκλητική κωλάρα της. Το γνώριζε πως ήταν έξω από τα συνηθισμένα σε μια σχέση αλλά η καύλα μου όμως του προκαλούσε υπερίσχυε της λογικής του και τον ωθούσε να επιθυμεί τρελά να της τον γαμήσει. Το πρόβλημα του ήταν πως από απ΄όταν του μπήκε η ιδέα δεν μπορούσε να την αποβάλλει. Ο Νικηφόρος βλέποντας την πιο τρελή του φαντασίωση να γίνεται πραγματικότητα, είχε ερεθιστεί όσο δεν πήγαινε. Ενώ ο Νικηφόρος ασχολείται με τον κώλο της Εριφύλης του, χρησιμοποιώντας πότε τα δάχτυλα και πότε τη γλώσσα του οι κοπέλες έγλειφαν η μια την άλλη. Του άρεσε πολύ αυτό που γινόταν γιατί ένιωθε ότι αυτό τρέλαινε τη γυναίκα του. Σε κάθε γλύψιμο με τη γλώσσα του που τις έδινε η Εριφύλη μούγκριζε από την καύλα.
Αυτή τη φορά η Άλκηστις ανέλαβε να κρατάει ανοιχτά τα κωλομέρια της Εριφύλης ενώ ο Νικηφόρος ανέλαβε το δύσκολο κομμάτι, να χώσει την μεγάλη του ψωλή στην κωλότρυπα της Εριφύλης.
Ο Νικηφόρος πλησίασε το πουτσοκέφαλο στην τρυπούλα της. Ήταν τόσο πασαλειμμένο από τα υγρά τους που δεν χρειάστηκε να βάλει σάλιο ή κάτι άλλο για λίπανση. Το καυλί του έμπαινε σιγά-σιγά μέσα στον σφικτό κώλο. Άρχισε να πιέζει σιγά σιγά μέχρι που άρχιζε το κεφαλάκι να τρυπάει το κωλαράκι της. Από τα χειλάκια της βγήκε ένα βογκητό αλλά αντί να του ζητήσει να σταματήσει άρχισε να κουνιέται ρυθμικά, παρασύροντας τη ψωλή του όλο και πιο βαθιά στον κώλο της. Έτρεμε από πόθο και με μισόκλειστα μάτια απολάμβανε το πρωκτικό γαμήσι που της έκανε. Η Εριφύλη βογκούσε από καύλα την ώρα που την έπαιρνε από πίσω και τράβαγε συγχρόνως τα μαλλιά της σαν να ήταν αλογάκι. Ο πούτσος του είχε πάρει φωτιά από το γαμήσι, τα αρχίδια μου χτύπαγαν πάνω στα κωλομάγουλα της και αυτή βογκούσε από ηδονή καθώς άρχισε να χαλαρώνει ο σφιγκτήρας της από το πολύ γαμήσι. «Τέλεια γαμιά μου είναι, τέλεια. Τον νιώθω να με γεμίζει». Ήταν όλος μέσα της. Η πούτσα του μόλις βυθίστηκε στην στενή της τρύπα ένιωσε να πρήστηκε ακόμα πιο πολύ και άρχισε σιγά σιγά να μπαινοβγαίνει. Την πόνεσε λίγο, αλλά δεν είχε πρόβλημα. Μπήκε και βγήκε μέσα στον κώλο της αρκετές φορές.
«Κάρφωσε με γαμιά μου, σκίσε με ψωλαρά μου, δείξε μου πως γουστάρεις να με πηδάς. Ο κώλος μου σου ανήκει. Μονό εσύ θα μου τον γαμάς και θα μου τον γεμίζεις σπέρμα. Ο Νικηφόρος συνέχισε να σφυροκοπάει και να ξεσκίζει την κωλότρυπα της Εριφύλης του με δύναμη. Το χοντρό και μακρύ παλούκι του εξαφανιζόταν στον κώλο της γυναίκας του. «Μωρό μου! Θέλω να αλλάξω στάση, Θέλω να σε νιώσω πιο βαθιά.»
Ξάπλωσε ανάσκελα και έβαλε ένα μαξιλάρι στην μέση της για να ανασηκώσει ποιο πάνω τους γλουτούς της. Ο Νικηφόρος έβαλε τα ποδιά της στους ώμους του. Έβαλε το χοντρό του παλούκι στην είσοδο της κωλότρυπα της και άρχισε να την ξεσκίζει και πάλι δυνατά, τα αρχίδια του σφυροκοπούσαν τα κωλομέρια της κάθε φορά που τερμάτιζε η πούτσα του στον κώλο της.
«Χύνω» ούρλιαξε η Εριφύλη και δάκρυα ευχαρίστησης έτρεξαν από τα όμορφα μάτια της. Ο Νικηφόρος τέντωσε τη λεκάνη του ψηλά και τίναξε το σπέρμα του στο βάθος του κώλου της μουγκρίζοντας από ηδονή. «Σε χύνω μουνάρα μου!» Της λέει και τα χείλη του ενώθηκαν με τα δικά της καθώς ξανάρχιζε να της δίνει εκείνα τα απίθανα γλωσσόφιλα που την απογείωναν και έβγαζαν από μέσα της όλη την κρυμμένη της θηλυκότητα, αφού με με τον Νικηφόρο απολάμβανε να φιλιέται με τόση ένταση και πάθος. Εκείνη τη στιγμή έφτασαν και οι δύο στην κορύφωση. Ένας ορμητικός χείμαρρος από πηχτό και ζεστό σπέρμα εκτοξεύτηκε από το πουτσοκέφαλο του Νικηφόρου μέσα στον κώλο της. Ένιωθε το πηχτό του ψωλόχυμα να πλημμυρίζει το κωλάντερο της, ενώ ο Νικηφόρος εξακολουθούσε να πηγαινοέρχεται μέσα της και να της δίνει τα τελευταία σπρωξίματα της πούτσας του στον κώλο της. Κύματα ηδονής αναστάτωναν όλο της το σώμα, ενώ κάθε νεύρο, κάθε πόρος του κορμιού της πάλλονταν αδιάκοπα απολαμβάνοντας την διονυσιακή ηδονή που της χάριζε ο άντρας της! Μετά από το τεράστιο χύσιμο που δέχτηκε η Εριφύλη, ο Νικηφόρος έμεινε για λίγη ώρα μέσα της, κολλημένος πάνω της και τη χάιδευε στο σώμα της φιλούσε τις θηλές της, μέχρι να του πέσει ο πούτσος. Αφού ο Νικηφόρος άδειασε όλο του το ψωλόχυμα μέσα στο κώλο της, βγήκε από μέσα της, άφησε σιγά-σιγά τα πόδια της να ακουμπήσουν στο κρεβάτι και ξάπλωσε κουρασμένος πλάι της. Μόλις τον ένιωσε πως βγήκε έξω τα υγρά του τρέχανε από τον κώλο της. Τον ευχαρίστησε για την υπέροχη εμπειρία που της είχε χαρίσει. Εν τω μεταξύ η Άλκηστις όσο ο Νικηφόρος έπαιρνε από τον κώλο την Εριφύλη με απίστευτο ρυθμό και της μιλούσε πρόστυχα βάλθηκε να τους ατενίζει αχόρταγα, και όλο τούτο το σκηνικό φλόγιζε το κορμί της που πύρωνε ακόμα πιο πολύ. Πασκίζοντας να σβήσει τη φωτιά που της έκαιγε τα σωθικά, παραπονέθηκε του Νικηφόρου πως αυτή δεν την είχε περιποιηθεί έτσι όπως την Εριφύλη και το κωλαράκι της έχει πολλά παράπονα. Της υποσχέθηκε μόλις συνέλθει και με την πρώτη την ευκαιρία θα την περιποιηθεί ανάλογα και εκείνη από πίσω.
Η πραγματικότητα τη βραδιά εκείνη είχε ξεπεράσει και την πιο τρελή τους φαντασίωση, εξερευνώντας τα όρια και τα ενδιαφέροντα ο ένας του άλλου ενώ απολαμβάνοντας το σεξ ατελείωτα και εμπλουτίζοντας τα ερωτικά τους άτακτα παιχνίδια! Μετά από ένα διάλειμμα ήταν έτοιμοι και οι τρεις τους ζώντας αυτές τις υπέροχες εμπειρίες αποφάσισαν να δώσουν στον εαυτό τους την χαρά να χαρούν και πάλι τον έρωτα τους ελεύθερα πέρα από τα βλέμματα μιας καχύποπτης κοινωνίας και οικογένειας. Όλα θέλουν τρόπο και η ζωή είναι ωραία!
Ο Νικηφόρος είχε εξαντληθεί τελείως και έπεσε σε βαθύ ύπνο. Το επόμενο πρωί πρώτη απ’ όλους ξύπνησε η Άλκηστις. Σηκώθηκε απ' τα ξημερώματα και βάλθηκε να ετοιμάσει καφέ.
«Καλημέρα ομορφιά μου!», ακούστηκε πίσω της η αγουροξυπνημένη φωνή του Νικηφόρου που μόλις είχε βγει και αυτός στο μπαλκόνι.
«Καλημέρα ξάδερφε! Κοιμήθηκες καλά;», ρώτησε χαδιάρικα η Άλκηστις.
«Χμ... εε.. ναι, πολύ καλά!», απάντησε ο Νικηφόρος ελπίζοντας πως δεν θα φαινόταν στη νεαρή γυναίκα η εξάντληση που ένιωθε.
Τα υπέροχα μελιά μάτια της τον κοίταζαν με τρυφερότητα.
«Θέλεις καφέ; Είναι ζεστός και φρέσκος. μόλις τώρα τον έφτιαξα!»
«Η πρότασή σου ακούγεται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα!», είπε ο Νικηφόρος που σκεφτόταν ότι ο αχνιστός καφές θα έδιωχνε την κούραση από το κορμί του.
Η Άλκηστις του πρόσφερε ένα φλιτζάνι καφέ και στάθηκε δίπλα του περιμένοντας να τον δοκιμάσει. Ο Νικηφόρος ήπιε μια γουλιά και μούγκρισε ικανοποιημένος.
«Μμμ… Αυτός είναι καφές! Μπράβο μωρό μου!», είπε στη ξαδέρφη τους που τον κοίταζε με τα υπέροχα μάτια της.
Η Άλκηστις τον άφησε να πιει άλλη μια γουλιά καφέ και μετά με ναζιάρικη φωνή τον ρώτησε:
«Δεν αξίζω ένα φιλάκι για ευχαριστώ;»
«Και βέβαια!», απάντησε ο Νικηφόρος και έσκυψε να τη φιλήσει.
Η Άλκηστις ανταποκρίθηκε στο φιλί του ζεστά, με πάθος. Αυτός άγγιξε με τα χέρια του τα μεταξένια μαλλιά της και της χάιδεψε το κεφάλι.
«Πω πω! Για δες! Για δες!», ακούστηκε πίσω τους χαρούμενη η φωνή της Εριφύλης.
Είχε μόλις βγει απ’ το σπίτι, τρίβοντας τα πρησμένα απ’ τον ύπνο μάτια της και το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν ο Νικηφόρος με την Άλκηστις να φιλιούνται στο στόμα.
«Τι συμβαίνει ξαδέλφη; Τι το παράξενο είδες; Τον ξάδερφο μου ευχαριστούσα για τις υπέροχες στιγμές που μας χάρισε!», είπε χαρούμενη η Άλκηστις.
«Μου φαίνεται πως έχεις δίκιο…», απάντησε η Εριφύλη. «Έτσι ανδρούλη μου θέλει και η γυναίκα σου σου να σε φιλήσει για καλημέρα». Η κουβέντα γύρισε στα χθεσινοβραδινά που η ερωτική τους διάθεση ήταν διάχυτη. Η Νικηφόρος χαμογέλασε αινιγματικά.
«Κορίτσια μου γλυκά μπορούμε και ακόμη καλύτερα.» Τους δήλωσε ο Νικηφόρος.
Επικράτησε για λίγο σιωπή τον κοίταξαν και οι δυο ερωτηματικά και με απορία να καταλάβουν τι ακριβώς εννοούσε.
.........Ο Αδάμαντας έφτασε στην εξοχική κατοικία τους αργά το απόγευμα. Την προηγούμενη ημέρα είχε γυρίσει Ελλάδα υστέρα από ένα βραχύβιο αναζωογονητικό ταξίδι στα Κανάρια νησιά το οποίο τελικά αποδείχθηκε η μεγαλύτερη αποτυχία του στο σεξουαλικό κομμάτι. Τον υποδέχτηκε με ανοικτές αγκάλες η Άλκηστις και τον σύστησε στον Νικηφόρο όταν τον καλωσόρισαν παρέα στην είσοδο της αυλής όπου και πάρκαρε το αυτοκίνητο του.
Την πρώτη-πρώτη στιγμή που γνωρίστηκαν μια θετική αύρα σύνδεσε τους δυο άνδρες, ένιωσαν αμέσως μια ανεξήγητη οικειότητα μεταξύ τους. Ο Νικηφόρος του πρόσφερε χωρίς βιασύνη ένα πραγματικό και ειλικρινές χαμόγελο. Ο Αδάμαντας που δεν τον ξέρει, δεν έχει κάποια προδιάθεση και το χαμόγελο του Νικηφόρου ως πρώτη ενέργεια του δίνει το καλύτερο υλικό για το ξεκίνημα αυτής της νέας ανθρώπινης σχέσης. Τι καλύτερο ως θεμέλιο μιας σχέσης απ' ένα ζεστό καλωσόρισμα;!
Όπως του έλεγε και ο παππούς του Νικηφόρου πριν κάποια χρόνια, το χαμόγελο είναι το δυνατότερο όπλο που έχουμε, είναι εντελώς δωρεάν και έχει άμεσο αποτέλεσμά. Θες και άλλους λόγους για να ξεκινήσεις «να χαμογελάς και στις πέτρες»;! Τον συμβούλευε.
Ο Νικηφόρος, απολογούμενος ζητά την κατανόηση τους που θα απουσιάσει μερικά λεπτά της ώρας σε κάποια φιλική συνάντηση και θα επιστρέψει αμέσως. Παρακάλεσε την Άλκηστις να οδηγήσει τον φιλοξενούμενο στο σαλόνι τους ώστε να τον συστήσει και στην Εριφύλη.
«Πηγαίνετε! Η ξαδέλφη σου βρίσκεται στο σαλόνι εν αναμονή να γνωρίσει έναν τόσο γοητευτικό και αξιόλογο άνδρα και πιστεύω ότι θα ενθουσιαστεί με την γνωριμία του και την επιλογή σου.» Της λέει και της κλείνει πονηρά το μάτι δίνοντας της ταυτόχρονα στα γρήγορα ένα πεταχτό φιλί, αναχωρώντας.
Ο Αδάμας όταν αναχωρεί ο Νικηφόρος, καταλαμβάνεται από αμηχανία, που δεν ξέρει πώς να αντιδράσει στη δεδομένη στιγμή. Η Άλκηστις αναλαμβάνει να τον βάλει στο κλίμα.
«Πέρα απ' το γεγονός ότι είσαι απίστευτα γλυκός έτσι όπως δείχνεις αμήχανος σε πληροφορώ ότι ξέρει και υποτίθεται ότι η Εριφύλη είναι αυτή που δεν σε γνωρίζει... Προς ακόμη εκτενέστερη πληροφόρηση η σχέση του Νικηφόρου με την Εριφύλη δεν είχε εμπόδια, γνωρίστηκαν πριν από δέκα χρόνια και ένιωσαν αμέσως μια ανεξήγητη οικειότητα μεταξύ τους. Η σχέση τους δεν είχε εμπόδια, το σεξ ήταν άφθονο, οπότε αποφάσισαν αβίαστα να παντρευτούν. Τα πρώτα χρόνια του γάμου τους κύλησαν με την αγωνία να κάνουν παιδιά, και όλα πήγαν όπως τα ήθελαν, έφεραν στον κόσμο τα δυο τους αγοράκια, πηγαίνουν τις οικογενειακές διακοπές με τα κουβαδάκια τους, η σεξουαλική τους όμως ζωή λόγω του επαγγέλματος του Νικηφόρου κατά περιόδους έχει βαλτώσει. Ωστόσο, νιώθουν αποφασισμένοι να παραμείνουν ζευγάρι, για να κρατήσουν την οικογενειακή συνοχή, και βολεύονται πάντα σε αυτή την αβίαστη και τρυφερή οικειότητα που τους συνδέει. Εκείνος απουσιάζει εκτός σπιτιού μακριά στους ωκεανούς με περιστασιακές κατά καιρούς ερωμένες επικαλούμενος δικαιολογίες της δουλειάς του. Η Εριφύλη το ξέρει, αλλά λέει ότι ο Νικηφόρος της ζητάει πιο πλούσιες ερωτικές εμπειρίες από όσες μπορεί η ίδια να του προσφέρει, οπότε σιωπά και αποδέχεται ότι είναι ο μοναδικός τρόπος να επιβιώσει η σχέση τους. Και όπως καταλαβαινεις είναι μαρτύριο για τον άνδρα να τού αντιστέκεται μια γυναίκα. Κι ακόμα μεγαλύτερο μαρτύριο για τη γυναίκα να αντιστέκεται. Τα ‘χει πει κι ο Βίκτωρ Ουγκώ, και κάπως έτσι γράφονται τελικά τα μαρτυρολόγια του έρωτα. Φτάνει να μπει κανείς στο χορό, και ήδη από τα πρώτα βήματα, θα το διαπιστώσει. Είναι γεγονός. Μας θέλγει το απαγορευμένο. Κι όσα δε μπορούμε να οικειοποιηθούμε τις κρίσιμες στιγμές που η σάρκα ηδονίζεται και κοχλάζει ο πόθος όπως συνέβει με την Εριφύλη. Και νομοτελειακά να το δεις δηλαδή, ένα νόμιμο φιλί αξίζει πολύ λιγότερο από ένα κλεμμένο. Τάδε έφη Μωπασάν αυτή τη φορά. Και δίκιο έχει. Ειδικά στις περιπτώσεις εκείνες, όπου η Εριφύλη υπέφερε περισσότερο από τους νόμους παρά από την παρανομία. Ενέδωσε λοιπόν στο φλερτ σου και ξεκίνησε μια θυελλώδη περιπέτεια μαζί σου όταν αφαίρεσε ο ένας τα ρούχα του άλλου και κρατήσατε μονάχα τη φλόγα του έρωτά σας. Η Εριφύλη και ο Νικηφόρος είναι παντρεμένοι δέκα χρόνια τώρα, αλλά εξαρχής είχαν κάνει μία συμφωνία χωρίς να μπαίνουν σε λεπτομέρειες, θα μπορούν να έχουν ανοικτή και ελεύθερη σχέση, με αυτοδιάθεση σώματος και πνεύματος – παραμένοντας, όμως, σταθερά και σθεναρά μαζί, πυλώνες ο ένας στη ζωή του άλλου.Και μεχρι σήμερα τηρούν και οι δύο τη συμφωνία της σιωπής, την αναγνώριση δηλαδή του δικαιώματος του συζύγου να έχει δική του, περιστασιακή σεξουαλική ζωή. Η Εριφύλη, βέβαια, είναι η άτακτη της υπόθεσης. Αλλά, όπως ξέρεις, τα καλά κορίτσια πάνε στο παράδεισο, τα άτακτα πάνε παντού, ακόμα στον επίγειο παράδεισο και τα αγαπάνε όλοι.» του εξομολογείται η Άλκηστις γελώντας. «Ο Νικηφόρος, είναι ένας άνθρωπος δραστήριος, ταξιδεμένος, και «τσαχπίνης», όπως τον αποκαλεί η Εριφύλη. Τη νοιάζεται και την αγάπα πολύ με το δικό του τρόπο και επειδή πιστεύω ότι και εσύ την νοιάζεσαι με τον δικό σου τρόπο όρμα στο σαλόνι να την σφίξεις στην αγκαλιά σου.»
Ήταν μια όμορφη καλοκαιρινή βραδιά δίπλα στη θάλασσα, που κυλούσε τόσο όμορφα με την παρέα μας στη γνωστή ψαροταβέρνα της παραλίας να γεύονται νόστιμο φαγητό και καλό κρασί, που ανεβάζει τη θερμοκρασία στα ύψη και η όρεξή τους έχει ανοίξει για τα καλά; Η κυρά της ταβέρνας φρόντισε να κυλήσει η βραδιά τους σαν γάργαρο νεράκι και οι πελάτες της να περάσουν τόσο όμορφα. Είναι κι εκείνη η μυρωδιά απ' το ιώδιο που φέρνει η δροσιά του Μπάτη στη γαλήνη της ήσυχης ακροθαλασσιάς. Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Μα τον Έρωτα! Μυρωδιές, ήχοι, αισθήματα που εντείνουν τη διάθεση για έρωτα και οργασμό. Και επειδή ο έρωτας περνάει και από το στομάχι η όρεξή της παρέας μας είχε ανοίξει για τα καλά!
Καλαμάρι ψητό με φρέσκο πούρε από πατάτα, σαγανάκι γαρίδα, με φρυγανισμένο ψωμάκι για τους λάτρεις των θαλασσινών, όπως επίσης σουβλάκι κοτόπουλο και μπιφτεκάκια κοτόπουλου για της κοπέλες της παρέας που προσέχουν την διατροφή τους. Όλα αυτά τέλεια συνοδευμένα με μια υπέροχη καλοκαιρινή δροσερή σαλάτα με μανούρι, και βέβαια το αγαπημένα ορεκτικά του Νικηφόρου και της Εριφύλης. Τυρολουκουμάδες και φρέσκες πατατούλες με μους φέτας.
Και ένα καλό δείπνο κλείνει πάντα με ένα ωραίο γλυκό, ποιο άλλο από την υπεροχή πορτοκαλόπητα της Κυρά Ευγενίας!
Είναι η ώρα δέκα που η Εριφύλη και η Άλκηστις αναχώρησαν για το σπίτι και άφησαν του δυο άνδρες σε μια αντροπαρέα στη ταβέρνα.
Εκεί στη ταβέρνα κάποια στιγμή ο Αδάμαντας γνώρισε και τον πολιτικό μηχανικό. Είχε ακούσει στο παρελθόν το όνομα του διότι έτυχε να έχουν αποφοιτήσει από ίδιο πανεπιστήμιο στην Αγγλία! Βέβαια ο Μηχανικός μια δεκαετία πριν από τον Αδάμαντα. Οι δυο άνδρες έγιναν οι πρωταγωνιστές της βραδιάς. Μιλούν και θυμούνται πολλά από τη φοιτητική τους ζωή. Τη νοστάλγησαν την ανέμελη, την ανεξάρτητη. Ο Αδάμαντας ήταν ένας ευυπόληπτος άντρας, ψηλός, αρρενωπός από ευκατάστατη οικογένεια, τριαντάρης πλέον αλλά στο μυαλό του δεν είχε σχεδιάσει ακόμη τον γάμο. Δεν ήθελε δέσμευση, ευθύνες, στενοχώριες, παιδιά, δυσκολίες. Τα χρήματα που έβγαζε από τη δουλειά του έφθαναν και περίσσευαν, να ζει άνετα, αφού οι και οι γονείς του δεν είχαν ανάγκη. Πολλές γυναίκες στις παρέες του θα ήθελαν να κάνουν μια σχέση μαζί του. Ο Νικηφόρος διαπίστωσε με ικανοποίηση ότι ο Αδάμαντας έβγαζε προς τους τρίτους έναν ωραίο χαρακτήρα. Ήταν ευγενικός, ήρεμος, χαμογελαστός, χωρίς ιδιοτροπίες. Από την επαφή τους ο Νικηφόρος κατάλαβε ότι οι γονείς του Αδάμαντα στεναχωρούνταν που δεν είχε κάνει οικογένεια, αλλά δεν έλεγαν τίποτα, γιατί ήταν πια ένας μεγάλος άντρας, ώριμος και σκέφτονταν πως μόνος του έπρεπε να πάρει την απόφαση για το πώς θα πορευτεί στη ζωή του.
Κυλούσε πολύ όμορφα η βραδιά στην αντροπαρέα. Γελούσαν και μιλούσαν λες και είχε γνωρίσει ο ένας τον άλλο από χρόνια.
Η Εριφύλη με την Άλκηστις αφού αναχώρησαν από την ταβέρνα πολύ σύντομα έφτασαν στο σπίτι. Οι δύο γυναίκες εκτός από ξαδέρφες είχαν γίνει πλέον και κολλητές. Από όταν η Άλκηστις πέρασε στο πανεπιστήμιο έμενε σε μια γκαρσονιέρα δίπλα στο σπίτι της Εριφύλης και από την πρώτη στιγμή η Εριφύλη της φέρθηκε με πολύ αγάπη και υπήρχε μια πολύ ωραία σχέση μεταξύ τους. Εμπιστευόταν η μια γυναίκα την άλλη και έλεγαν τα πάντα. Την Εριφύλη τη συμβουλευόταν για τα αγόρια και σ’ αυτή μίλησε την πρώτη φορά που έκανε σεξ. Ήταν δύο αγαπημένες ξαδέρφες.
Δεν έχουν και μεγάλη διαφορά ηλικίας! Είκοσι οκτώ χρονών η Εριφύλη είκοσι δύο χρονών η Άλκηστις δύο γυναίκες πάνω στον ανθό της ηλικίας τους και στα ερωτικά ντουμάνια τους. Γυρνώντας στο σπίτι από την ταβέρνα όπου είχαν καταναλώσει μερικά σφηνάκια, χασκογελούσαν και αισθάνονταν υπέροχα και χωρίς αναστολές δεν αντιστάθηκαν στον πειρασμό να ανοίξουν και ένα άλλο λικέρ που είχαν στο σπίτι. Η Εριφύλη έχει διάθεση για μικρές και μεγάλες ακολασίες που θα προκαλούσε ακόμη και την παροιμιώδη για την εγκράτεια της αγία Παρθένας της Εδεσσαίας. Μα και η Άλκηστις ξαναμμένη με φυσιογνωμία παιδίσκης και φωνή ξενυχτισμένης πιο «καυτή» εικόνα δεν υπήρχε. Όταν η Εριφύλη της πρότεινε το ποτήρι με το λικέρ, καθώς ήθελε να καταστήσει σαφές ότι ήθελε συνειδητά να έχουν σεξουαλική επαφή απόψε η Άλκηστις της τονίζει . «Δεν χρειάζεται ξαδερφούλα μου να είμαι πιωμένη, για να καταλήξω στο κρεβάτι μαζί σου!».
Πλησίαζε η ώρα δώδεκα, κόντευε μεσάνυχτα που οι δυο άνδρες αποφάσισαν πως είναι ώρα να αναχωρήσουν από την ταβέρνα. Τα κορίτσια τους περιμένουν και θα ανησυχούν που καθυστερούν να εμφανιστούν. Μέσα άπω την επαφή τους οι δυο άνδρες ένιωθαν «σαν να ήξερε ο ένας τον άλλον επί χρόνια». Αλλά αυτός που ένιωσε ενθουσιασμό και φυσική έλξη πιο έντονα στη γνωριμίας τους ήταν ο Αδάμας. Από την πρώτη στιγμή της χειραψίας άρχισε να νιώθει μια ακαταμάχητη έλξη για τον Νικηφόρο που δεν μπορούσε να την προσδιορίσει, και σε συνδυασμό με τα αισθήματα οικειότητας, επιθυμεί να εκφράσει τα συναισθήματά του και πλάθει «σέξι όνειρα» να τα ζει αγκαλιά με το Νικηφόρο. Ούτε λίγο ούτε πολύ από την πρώτη κιόλας ώρα της γνωριμίας τους δείχνει τον έντονο ενθουσιασμό του. «Ο Νικηφόρος είναι απίστευτος και μου έχει πάρει το μυαλό» σκέπτεται.
Φθάνοντας στο σπίτι οι δύο άνδρες λόγω της προχωρημένης ώρας ανοίξανε τη κεντρική είσοδο αθόρυβα χωρίς να χτυπήσουν ή να καλέσουν. Ανεβαίνοντας από το σαλόνι την εσωτερική σκάλα που οδηγούσε στις κρεβατοκάμαρες άκουσαν από μέσα σαν κάτι τριξίματα και βογγητά. Ο Νικηφόρος έκανε νόημα στον Αδάμαντα φέρνοντας το δείχτη του χεριού του πάνω στα χείλη του έκανε ένα προειδοποιητικό «Σσς» να πλησιάσει ήρεμα και αθόρυβα. Ή πόρτα της μιας κρεβατοκάμαρας ήταν μισοκλεισμένη σε γωνία ίσα να περνάει το φως του διαδρόμου. Πλησίασαν, και από μέσα ακούγονταν ξεκάθαρα γυναικεία βογγητά ανείπωτης ηδονής και ρυθμικός χτύπος σάρκας με σάρκα.
«Αχ… τι μου κάνεις Εριφύλη μου αχ…» ο Νικηφόρος σχεδόν έβαλε τα γέλια. Τα κορίτσια ξέδιναν τις καύλες τους. Οι ορμές, τους χτυπάνε την πόρτα με συχνότητα. Έχουν ξέφρενες ορμόνες και κάνουν σαν τρελά για σεξ.
«Σσσττ! ήσυχα,» είπε του Αδάμαντα, «πέφτει πλακομούνι μέσα.»
«Άσε με να δω, έλα, κάνε άκρη.» είπε ο Αδάμας, κι σπρώχνοντας έχωσε τη μούρη του στη γωνία της πόρτας με φοβερή περιέργεια.
«Πω, πω… χαμός είπε, τι πλακομούνια είναι αυτά;. Είναι καβάλα η μια στην άλλη και κάνουν το εξήντα ενιά.!»
Ένας απίστευτος διάλογος και μετά αγκομαχητά και λαχάνιασμα. Περίμεναν οι δυο άνδρες και μετά από λίγο, σιγά-σιγά χτυπήσανε την πόρτα.
Ακούστηκαν βήματα και η πόρτα άνοιξε προβάλλοντας αναμαλλιάσμενη η Εριφύλη, που μόλις τους είδε έσκασε στα γέλια.
«Βρε καλώς τα παιδιά τα καλά, πω, πω… βίζιτες πολλές έχουμε σήμερα. Έλα Άλκηστις κάτι φιλαράκια μου είναι. Να τους πούμε να περάσουν;»
«Καλώς μου τα καλώς μου τα, και ας άργησαν» είπε η Άλκηστις.
«Άμα ενοχλούμε φεύγουμε, μη σας βάλουμε σε δύσκολη θέση. Άλλωστε βόλτα κάναμε και είπαμε να περάσουμε μήπως και χρειάζεται κάτι.» Απάντησε ο Νικηφόρος με δήθεν ένα ψιλό - απογοητευμένο ύφος.
«Αγορίνες μου όχι, γιατί να φύγετε, να καθίσετε και θα περάσουμε όμορφα! Δύο καυλιάρικα κορίτσια που λατρεύουν να γαμιούνται τη βρίσκουμε μεταξύ μας αλλά γουστάρουμε και δυο άντρες ανάμεσα μας που είναι πρόθυμοι να μας ικανοποιήσουν. Ρουφάμε τις πούτσες τους και στη συνέχεια τις καβαλάμε δυνατά. Αλήθεια για πες τε! Μπας κι ακούσατε τίποτα ερωτικά σκιρτήματα από έξω όπως ερχόσασταν;» Ρώτησε η Εριφύλη.
«Όχι μόνο εμείς, όλη η παραλία» είπε ο Αδάμαντας.
«Πως γνωριστήκατε με την Άλκηστις,» ρώτησε ο Νικηφόρος αιφνιδιάζοντας τον Αδάμαντα γιατί χάζευε τις βυζάρες της Εριφύλης με τις μεγάλες ορθωμένες ρώγες ολόμαυρες και μεγάλες «σαν ελιές Καλαμών», που ανατρίχιαζαν στο δροσερό περιβάλλον του μεσονυκτίου.
«Μια φορά που έκανα τζόκινγκ στο πάρκο Τρίτση, παρατηρούσα και θαύμαζα ένα άμορφο θέαμα και αφηρημένος σκόνταψα έπεσα πάνω της και έτσι απλά ξεκίνησε η γνωριμία μας.»
«Τι ήταν αυτό το όμορφο θέαμα που σε έκανε τόσο απρόσεκτο καλέ μου φίλε...»
«Τρία είναι τα πιο όμορφα θεάματα σ' αυτόν τον κόσμο είναι ένα πλοίο με όλα τα πανιά του ανοιχτά, ένα άλογο που καλπάζει και μια νέα γυναίκα που κάνει τζόκινγκ με υπέροχους γλουτούς και ένα κορμί με έντονες καμπύλες.»
«Τα κορίτσια μας τα βλέπεις!» συνέχισε ο Νικηφόρος. «Γυρεύουν αρσενικό και μας κοιτάζουν ξελιγωμένες.»
«Νικηφόρε μου πολύ σε γουστάρω εκτός από ωραίος άνδρας γοητευτικός, αθλητικός έχεις και χαρακτηριστικά που συνιστούν το «γνήσιο αρσενικό» είσαι και εκλεκτικός τύπος, και από ότι έχω καταλάβει και οι δυο πανέμορφες γυναίκες είναι ξετρελλαμένες μαζί σου.», του είπε
«Φίλε μου δεν φτάνει να είσαι «άνδρας», πρέπει να είσαι «αρσενικός». Με το ωραίο φύλο, αυτό που ξέρω είναι πως αν ευχαριστιέσαι εσύ τη ζωή που κάνεις, τότε θα την ευχαριστιούνται κι εκείνες! Να κάνεις αυτό που γουστάρεις πάντα στα πλαίσια της ευπρέπειας και της καλής ανατροφής σου, να δίνεσαι εκεί που πρέπει, να αντιμετωπίζεις τις γυναίκες όπως τις αξίζει. Ο «τέλειος άνδρας» στα μάτια των γυναικών είναι ένα ωραίο παραμύθι… Άλλωστε, όλοι οι άνδρες υπήρξαν «τέλειοι» τον πρώτο καιρό στα μάτια των γυναικών! Μετά ήρθε το ο «πρίγκιπας» γίνεται «βάτραχος! Αρσενικός σημαίνει να μπαίνεις στο ψητό…
Ο Νικηφόρος με τον Αδάμαντα κοιτάζανε έκθαμβοι και η καύλα τους ανέβηκε στα ύψη! «Πρέπει οι κοπέλες μας να είναι μούσκεμα παπί στο μουνάκι τους. Τις βλέπεις πως κουνάνε τη μεσούλα τους και μιλάμε για πρώτα μoυνιά!» λέει ο Αδάμαντας.
Οι δυο άνδρες είχαν ήδη καυλώσει αρκετά. Η Νικηφόρος ρώτησε τον Αδάμαντα πως του φαινόταν η Εριφύλη του, και εκείνος του απάντησε πως φαινόταν υπέροχη. Έτσι, δεν κρατήθηκαν για πολύ ακόμα, και οι δυο άνδρες γδύθηκαν και ήταν έτοιμοι να ικανοποιήσουν τις δυο θερμές γυναίκες.
Η Άλκηστις άνοιξε τα μεγάλα παράθυρα της κρεβατοκάμαρας και έσυρε τη συρόμενη σήτα προστασίας από τα έντομα ώστε να αφήσει τη νυχτερινή αύρα να δροσίσει το θερμό περιβάλλον. Η μουσική από την μακρινή καντίνα της απέναντι ακτής πλημμύρισε απαλά τ' αυτιά τους. Αυτή τη φορά, ήταν λάτιν ρυθμοί. Η Εριφύλη ταυτόχρονα έκλεισε τα φώτα και ψιθύρισε συνωμοτικά στον Αδάμαντα να έρθει γρήγορα κοντά της. Η κρεβατοκαμαρα φωτιζόταν σε χαμηλή ορατότητα απ'ο το νυχτερινό φως της σελήνης. Τέσσερα ολόγυμνα κορμιά, ήταν λουσμένα από μια αχλή προς το σκούρο κιτρινωπό χρώμα. Η Εριφύλη έπεσε γονατισμένη στο κρεβάτι, έτοιμη να προσφέρει τους γλουτούς της σε έναν από του δυο άνδρες. Για την ώρα, ήταν ο Αδάμαντας εκείνος που στεκόταν και την κοίταζε με τους μυώνες του τεντωμένους, σε επιφυλακή. Η Εριφύλη γύρισε το βλέμμα της κοίταξε το Νικηφόρο του έκλεισε το μάτι και με μία γλυκιά φωνή του είπε αν έχει πρόβλημα να δεχθεί αυτή τον Αδάμαντα. Ο Νικηφόρος ένευσε όχι και παρότρυνε τον Αδάμαντα να ετοιμαστεί να γαμήσει την Εριφύλη. «Ας ξεκινήσουμε» ψιθύρισε με χαμηλή φωνή ο Νικηφόρος, λες και μπορούσαν να τους ακούσουν εκεί έξω στο ερημικό περιβάλλον της εξοχής η και κάποιος από διερχόμενο αυτοκίνητο στον επαρχιακό δρόμο της παραλίας. Η Εριφύλη δεν είχε αλλάξει θέση, και ο Αδάμαντας είχε αρχίσει να εξερευνά κάθε τμήμα του κορμιού της. Με το ένα του χέρι αυνανιζόταν, με το άλλο χάιδευε απαλά την Εριφύλη, ενώ η γλώσσα του διέτρεχε την πλάτη της. Αυτό που κυριολεκτικά μάγεψε την Άλκηστις ήταν το χέρι με το οποίο αυνανιζόταν ο Αδάμαντας, το οποίο κάλυπτε μονάχα το μισό του μεγάλου καυλιού του. Της έκανε εντύπωση που αυνανιζόταν! Χωρίς να χάσει χρόνο πήγε και γονάτισε αμέσως στο περβάζι του μεγάλου παραθύρου, παίρνοντας την ίδια ακριβώς θέση που είχε η Εριφύλη στο κρεβάτι και προέτρεψε το Νικηφόρο να μιμηθεί τον Αδάμαντα. Ο Νικηφόρος πρόθυμα σάλιωσε την παλάμη του έπαιζε τον πούτσο του κι έμεινε να χαζεύει το υπέροχο θέαμα. «Ξέρω ότι τον θες σκληρό και χοντρό. Θα στον ετοιμάσω.» της είπε και συνέχισε να παίζει τον πούτσο του.
Στάθηκε πίσω της και κράτησε ανοικτά τα πόδια της φέρνοντας τον πούτσο του στην είσοδο στα χείλη του υπέροχου μουνιού της. Έσπρωξε ελαφρά. Λίγο ακόμη και άρχισε να μπαίνει.
«Αχ ρε καργιόλη, δωσ’ τον μου όλο.»
Ο Νικηφόρος δεν ήθελε κάτι άλλο. Με δύναμη έσπρωξε και μπήκε όλος μέσα της. Έμεινε ακίνητος για λίγη ώρα. Έπιασε τις θηλές της. Τόσο μεγάλες και τόσο σκληρές δεν τις είχε ξαναδεί.
Η Άλκηστις με το πλάι του ματιού είδε τον Αδάμαντα τον εραστή της Εριφύλης να μπαίνει μέσα της. Δεν μπορούσε να μη σκεφτεί πως θα πρέπει σίγουρα να την πόνεσε... Αλλά τι θέαμα! Ο Αδάμαντας κουνιόταν αργά μέσα της. Η Εριφύλη, πάλι, πρέπει να ανυπομονούσε, γιατί κόλλησε βάναυσα επάνω του, αναγκάζοντάς τον να κάνει πιο γρήγορες κινήσεις.
'Η Άλκηστις έκανε το ίδιο με τον Νικηφόρο της και, ένιωσε μια ισχυρή ώθησή του την αποζημίωσε για τη αναμονή της. Η Άλκηστις και ο Νικηφόρος παρακολουθούσαν το άλλο ζευγάρι και προσπαθούσαν να συγχρονίσουν τις κινήσεις τους με τις δικές τους. Τα δύο ζευγάρια έκαναν έρωτα με μια ζωώδη έντασή, τα ευκίνητα σώματά τους, λαμποκοπούσαν από τον ιδρώτα. Τα στήθη της Εριφύλης αναπηδούσαν φρενιασμένα και μπορούσα να φανταστώ, περισσότερο απ' όσο μπορούσα πραγματικά να δω, πως το τεράστιο πέος του εραστή της έμπαινε όλο και βαθύτερα με κάθε ώθηση του Αδάμαντα. Ο Αδάμαντας επιτάχυνε το ρυθμό του και ο Νικηφόρος τον ακολούθησε. Η Άλκηστις όπως κρατιόταν στο περβάζι κόντεψε να χάσει την ισορροπία της. Είδε όμως πως και η Εριφύλη κόντευε να πάθει το ίδιο. Και οι δύο άντρες επιβράδυναν μαζί, πιάνοντας τες από το λαιμό και τους ώμους, πριν τις αρπάξουν από τα μαλλιά για να μπουν όσο πιο βαθιά μπορούσαν, σκληρότεροι από ποτέ. Τελειώσαν όλοι μαζί. Ο Νικηφόρος ανάγκασε την Άλκηστις να καθίσει στο περβάζι του παραθύρου κι είχε όρεξη να τη βασανίσει. Πλησίασε και η ανάσα του ίσα που έφτανε στην κλειτορίδα της. Άγγιξε με τη γλώσσα του τα χείλη του υπέροχου μουνιού της και συνέχισε προς στα πόδια της με απαλά αγγίγματα σε διάφορα σημεία. Επέστρεψε στο μουνί της. Η γλώσσα του ακουμπούσε για ελάχιστες στιγμές την κλειτορίδα της που όλο και φούσκωνε και πάλι απομακρύνονταν. Φευγαλέα και τα μουνόχειλα.
«Μη με παιδεύεις, γλείψε με.»
Ο Νικηφόρος της έδινε αυτό που ήθελε για ένα δύο δευτερόλεπτα και μετά απλά της έστελνε την ανάσα μου εκεί που τώρα ήταν το επίκεντρο του κορμιού της. Την είχε τρελάνει. Παρακαλούσε και προσπαθούσε με τα χέρια της να τραβήξει το κεφάλι του κοντά στο μουνί της.
«Γλείψε με ρε ξάδερφε, γλείψε με την πουτάνα.»
«Όχι ακόμα ξαδέρφη.»
Τα χέρια της στα βυζιά της παίζανε με τις θηλές της. Τις τραβούσε και τις τσιμπούσε με δύναμη ενώ προσπαθούσε τινάζοντας τη λεκάνη της να κολλήσει το μουνί της στο στόμα του.
Ξαφνικά έχωσε τη γλώσσα του όσο πιο βαθιά μπορούσε στη μουνάρα της. Τραντάχτηκε ολόκληρη και σε δευτερόλεπτα άρχισε να χύνει χάνοντας τον έλεγχο του κορμιού της. Τα χέρια της από τα βυζιά της ήρθαν αμέσως στο μουνί της. Έτριβε την κλειτορίδα της κι έβριζε. Ο Νικηφόρος τραβήχτηκε πιο πίσω κι αμέσως αυτή έβαλε τρία δάκτυλα στο μουνί της. Πέρασε λίγη ώρα μέχρι να ηρεμήσει. Το βλέμμα της είχε πλέον μαλακώσει και χαμογελούσε.
Στο κρεβάτι η Εριφύλη ξέροντας ότι ο Αδάμας ξετρελαίνεται να του τον παίρνει πίπα -ποιος άντρας δεν ξετρελαίνεται;- ήθελε να κάνει την ευχαρίστησή του να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Πέρασε τη γλώσσα της πάνω από τα χείλη της, έπεσα στα γόνατα και γλίστρησα όλη σχεδόν την πούτσα του στο στόμα της. Όταν κάνει κάτι τέτοιο, το απολαμβάνει με όλες της τις αισθήσεις. Η δύναμη που αισθάνεται όταν έχει το καυλί του στο στόμα της είναι απερίγραπτη: γίνεται η κυρία της κατάστασης. Τον ρουφούσε πεινασμένα, έγλειφε ηδονικά τα όργανά του.
Επιτάχυνε, το ρυθμό της, καταπίνοντας τον όσο πιο βαθιά μπορούσε, μέχρι που αισθάνθηκε πως δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο. Ξετρελάθηκε σαν ένιωσε μια να επιβραδύνει το ρυθμό της και μια να τον γλείφει και να τον ρουφάει παθιασμένα. Ύστερα, άφησε το χέρι της να αναλάβει τη συνέχεια. Μετά από ένα λεπτό, τον άρπαξε πάλι με το στόμα της και η γλυκιά της τυραννία συνεχίστηκε. Τα χείλη της έσφιγγαν το σκληρό του όργανο, άλλοτε απαλά, άλλοτε δυνατά, αλλά πάντα ερεθιστικά. Τελικά, του επέτρεψε να τη λούσει με τους χυμούς της τέχνης της.
«Τι να πω.» τους λέει η Άλκηστις ακουμπισμένη στο περβάζι. Δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτα καλύτερο από το δροσερό αεράκι της βεράντας μας! Αυτή η κρεβατοκαμαρα υπόσχεται σίγουρα πολύ ευχάριστη βραδιά.
Τη βραδιά αυτή η σχέση των δυο ανδρών και των δυο γυναικών έχει εξελιχθεί σε ένα ατελείωτο ερωτικό, απελευθερωμένο σεξ, όπου τα κάνανε όλα, συζητούσαν και φαντασιώνονταν τα πάντα που μπορούσαν να τους καυλώσουν και να κάνουν πράξη τις φαντασιώσεις που είχαν! Οι οργασμοί τους χτύπησαν τα κορμιά τους όπως χτυπάνε τα οργισμένα κύματα του ωκεανού στις βραχώδεις παραλίες!
..... Η ήμερα ξημέρωσε με τον ήλιο τεράστιο. Η Εριφύλη άνοιξε την μπαλκονόπορτα της κρεβατοκάμαρας! Όλα της είναι αλλιώτικα σήμερα. Όλα της μοιάζουν πιο όμορφα και οι άνθρωποι γύρω της ευτυχισμένοι. Έβαλε μουσική! Κατέβηκε στο ισόγειο και βρήκε το Νικηφόρο και τον Αδάμαντα στο κάτω μπαλκόνι. Ο Νικηφόρος ήδη από νωρίς είχε ετοιμάσει τον γαλλικό καφέ και τα μυρωδάτα από το φρέσκο βούτυρο κρουασάν.
Ο Αδάμας είχε ξυπνήσει χαρούμενος και τώρα κοιτούσε τον Νικηφόρο που σοβαρός, δεν έδειξε κάτι ιδιαίτερο προς εκείνον, αυτός όμως καιγόταν κάθε που τον έβλεπε.
Η Εριφύλη φίλησε τον Νικηφόρο καλημέρισε τον Αδάμαντα και γέμισε μια κούπα καφέ που σήμερα της μυρίζει αλλιώς!
«Μμ!, αα, τι ωραία που μυρίζει ο καφές σου! Μυρίζει ζωή ο καφές σου σήμερα.»
Η Άλκηστις κοιμάται ακόμη στον ξενώνα τυλιγμένη στην αμέριμνη γαλήνη του κυριακάτικου ξημερώματος. Η πανσέληνος ίσως να της είχε προκαλέσει υπνηλία. Γενικά, η πανσέληνος σε άλλους προκαλεί ένταση και σε άλλους υπνηλία. Ίσως και να ονειρεύεται την όμορφη ιστορία της Σελήνης: Η Σελήνη, αφού τελειώνει την καθημερινή βραδινή της περιπλάνηση πάνω στον κύκλο του ουρανού, φεύγει και πηγαίνει να συναντήσει τον μεγάλο της έρωτα, τον ωραίο Ενδυμίωνα. Τον βρίσκει πάντα σε μια σπηλιά κοντά στην ακρογιαλιά. Εκεί η ερωτευμένη Σελήνη τον γεμίζει χάδια και φιλιά. Ο νέος άντρας, όμως, που είναι θεός του ύπνου, δεν ανταποκρίνεται με το ίδιο πάθος, μισοναρκωμένος όπως είναι σχεδόν μόνιμα, αφού κοιμάται. Τότε αυτή φεύγει χλωμή και θλιμμένη, ενώ τα σκυλιά του Ενδυμίωνα την αποχαιρετούν αλυχτώντας.
Καθώς η μεσονύχτια νεροποντή είχε καθαρίσει την ατμόσφαιρα ο ήλιος σηκώνεται αργά πάνω από τον ορίζοντα, το φως του λάμπει τόσο, είναι γαλανό τόσο, ώστε νομίζεις ότι μπερδεύονται κάποιες ώρες ο θόλος με το πέλαγος πού δεν ξεχωρίζεις που είναι ο ουρανός και πού η θάλασσα. Μόνο ένα τεμπέλικο κύμα ακουγόταν να πηγαινοέρχεται και να σκάει τσιγκούνικα αφρούς όπως έπεφτε στην άμμο. Σαν να βαριόταν για πιο δραματικά πάρε δώσε.
Εκείνη την ώρα καταφθάνουν και ο Θρασύβουλος με την Αντιγόνη και τα μικρά παιδιά και η αυλή αποκτά ενέργεια και κινητικότητα.
Τα παιδιά παίζανε χαρούμενα παρέα με το Νικηφόρο και ο Αδάμαντας έμεινε ακίνητος εκεί να τους χαζεύει. Με το φόρτο και το άγχος της επιτυχίας είχε ξεχάσει πως είναι να παίζεις, να πέφτεις, να γελάς, να ζεις τις στιγμές, να δείχνεις αθώος! Χαιρόταν στις εκδηλώσεις χαράς του Νικηφόρου και, ασφαλώς, χαιρόταν και ο ίδιος.
Βάλανε τα μαγιό τους, ξαπλώσαν στον ήλιο, να πάρουν χρώμα, βούτηξαν στα υπέροχα νερά, που ήταν ρηχά μπροστά τους, η άμμος του βυθού να πρασινίζει και να φαίνεται, λιάστηκαν βρεγμένοι και η μέρα τους πέρασε με ανέμελες στιγμές και κυρίως συν τοις άλλοις απόλαυσαν και ένα υπέροχο μπριάμ της Αντιγόνης συνοδεία με φρέσκα ψάρια ψημένα στο μπάρμπεκιου και μυρωδάτο τοπικό λευκό κρασί.
Το δειλινό ο Θρασύβουλος και η Αντιγόνη με μια μεγάλη υπόσχεση ότι πολύ σύντομα θα επιστρέψουν πήραν την πολυπόθητη άδεια από τους μπόμπιρες ότι μπορούν να αναχωρήσουν.
Ο Αδάμας με την Άλκηστις είναι και αυτοί έτοιμοι να αναχωρήσουν για μια μικρή τριήμερη εξόρμηση με προορισμό κάποιο κοντινό νησί που εξυπηρετείται με φέρι μπόατ...
Την ώρα που ετοιμάζονται για αναχώρηση η Εριφύλη έμεινε να τους κοιτάζει. Τα λόγια, δύσκολα βγαίνουν από το στόμα χωρίς βαθύτερη σκέψη.
«Αν ταξιδεύατε με ιστιοπλοϊκό θα σας έλεγα ακολουθείστε τον «Μπάτη» τον άνεμο με το διάφανο φύσημα που την υπόσχεσή του έρωτα μουρμουρίζει. Είναι η πιο όμορφη και ασφαλής διαδρομή αυτή την εποχή. Καλά να περάσετε. Και μην μας ξεχνάτε.» Τους εύχεται ο Νικηφόρος.
Ο Αδάμαντας πλησίασε, κάνανε χειραψία με την Εριφύλη, και με τον Νικηφόρο επιπλέον μια αντρική αγκαλιά, αυτήν του ακουμπούν οι ώμοι και χτυπάς τον άλλον στην πλάτη σα να μην ήθελε να περάσει η στιγμή.
«Φεύγω.» του είπε,
«Ναι, φεύγεις» Του απάντησε.
«Αν σε είχα γνωρίσει πριν μερικά χρόνια ίσως οι ζωές μας ήταν διαφορετικές σήμερα».
«Ίσως» απάντησε κοφτά ο Νικηφόρος.
«Δεν θέλω να ανταλλάξουμε τηλέφωνα, δεν ξέρω αν μπορώ να το διαχειριστώ, τι λες;».
«Ας το αφήσουμε τότε.» Του απάντησε, ο Νικηφόρος.
Ο Νικηφόρος την Άλκηστις την συμβούλευσε.
«Εμπιστέψου το ένστικτο σου! Αυτό θα σου λέει πάντα την αλήθεια και αυτό που νιώθεις για τους ανθρώπους!»
Η Εριφύλη γύρισε το φωτεινό της βλέμμα προς το μέρος τους. Στα μάτια τους κοίταξε, τους χαμογέλασε και τους κούνησε χέρι της.
Έμεινε τώρα με την τρυφερή αγάπη της για τους δυο γιους της, και τον έρωτας της για τον σύντροφο της. Έμεινε με τα πάθη της, τις μάχες και τα λάθη της στη ζωή. Είναι απλά ο Εριφύλη!
...Είχαν σταθεί εμπρός στο μπαλκόνι κ έβλεπαν τη θάλασσα. Ένα αεράκι τη
σγούρενε ωχροπράσινη, ισκιωμένη μεριές-μεριές από αραιά σύννεφα, αλλού
σταχτιά αλλού άσπρα με κίτρινες αντιφεγγιές εδώ και κει. Το μάκρος
χανότανε σκουρότερο, πια σταχτερό. Από το βάθος στο έμπα του κόλπου
ακούονταν τριχτός ο θόρυβος που έκανε το βίντσι από κάποιο ψαροκάικο..
Το καλοκαίρι που μας πέρασε, όλα αυτά που μέχρι χθες αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής επαφής τους σιγά- σιγά βγαίνουν από το παιχνίδι και έμελλε όλα να αλλάξουν. Μεταξύ τους δημιουργήθηκε ένα πολύ έντονο ερωτικό ενδιαφέρον και ένα ακόμα πιο έντονο φλερτ. Καταλάβαιναν και οι δυο ότι η οικειότητα δεν άργησε να μετατραπεί σε πάθος, και το πάθος σε ερωτική έλξη και σφοδρή επιθυμία για σεξουαλική επαφή τους με αποτέλεσμα να μη μπορούν να αντισταθούν!.
«Ωραία θέα! Εδώ στη θάλασσα νιώθω υπέροχα, νιώθω τόσο ελεύθερη!» Του λέει κοιτώντας δήθεν το πέλαγος μπροστά τους.
«Όντως! Είναι πανέμορφη η θέα.» Απάντησε ο Νικηφόρος, μόνο που τα μάτια του δεν κοίταζαν τη θάλασσα αλλά ανάμεσα στα πόδια της.
Εκείνη του χαμογέλασε και ο Νικηφόρος ένιωθε έντονα το γαργάλημα χαμηλά στην κοιλιά του, την ανάσα να γίνεται βαριά, το βλέμμα να κάνει βόλτα στο κορμί της και λάγνες σκέψεις να ξεπηδούν από κάθε εγκεφαλικό του κύτταρο.
Η Νεφέλη διέκρινε την έξαψη και την επιθυμία στη ματιά του Νικηφόρου και ένα χαμόγελο ικανοποίησης απλώθηκε στα κόκκινα χείλια της.
«Τι λες εσύ; Δεν αξίζει το θέαμα της θάλασσας που βλέπεις μπροστά σου;» Τον ρώτησε ναζιάρικα και με καυλιάρικο κάρφωμα στα μάτια.
«Εεε… Ναι! Και βέβαια είναι η καλύτερη θέα!» λέει, κοιτώντας ωστόσο ακόμη τον θάμνο της εκεί ανάμεσα στα μπούτια της.
«Σε κάνει να ανυπομονείς να μπεις, εκεί εε; Να την απολαύσεις!» Τον ρωτάει, πνίγοντας ένα πονηρό γελάκι…
Ήταν φανερό ότι και της Νεφέλης ξεχείλιζε η καύλα της και η σεξουαλική της επιθυμία αναζητούσε διέξοδο. Ταυτόχρονα το απολάμβανε που τον καθήλωνε με το θέαμα που του προσέφερε..
«Μμμμ, ακριβώς», της απαντά…
«Ρίχνουν τα δίκτυα οι ψαράδες.» Του λέει
Και του Νικηφόρου του φάνηκε πως το άκουσε σα μακρινό αντίλαλο!
Τα σκόρπια σύννεφα στον ουρανό είχαν σκουρίνει.
Η Εριφύλη του έπιασε το χέρι και βλέποντάς τον στο πρόσωπο:
«Σ’ αγαπώ!» Του είπε σιγά,
Ο
Νικηφόρος της έσφιξε το χέρι, την κοίταξε στα μάτια και πήρε θέση στο
πλευρό της. Η Εριφύλη ένιωσε να κολλάει το κορμί του πάνω της την
αγκαλιάζει τρυφερά και της ψιθυρίζει ποιητικά.
«Όπου και αν
βρίσκομαι η σκέψη μου αληταριό, τρέχει συνέχεια για να σ' ανταμώσει.
Γιατί είσαι μέσα στην ψυχή μου ακόμη κι ας μην το καταλαβαίνεις»
Η Εριφύλη του έπιασε και το άλλο χέρι, τον έσυρε κοντά της κ έσκυψε στο στήθος του το πρόσωπο της.
Στάθηκε
ακουμπισμένη απάνω του. Στον αέρα του σκοτισμένου δειλινού σύγχυζε μια
άχνα αόριστη μέσα από τα λιόδεντρα κ έβαφε με χρώμα θαμπού μουντού
ατσαλιού πέρα τον όγκο του απέναντι βουνού.
«Πώς μου αρέσει
έτσι που με κρατάς,» ψιθύρισε η Εριφύλη. Δεν έπνεε πνοή, και ο λόγος της
φάνηκε στο Νικηφόρο σαν ψιθύρισμα της ίδιας θολωμένης ώρας. Δε μίλησε
από φόβο μην ταράξει τη σιγή της. Έσκυψε μόνο στην Εριφύλη και της
φίλησε τα χείλη.
Κ΄ έμειναν και οι δυο άφωνοι κοιτάζοντας στο βάθος.
Έπειτα η Εριφύλη βάζοντας το χέρι γύρω στο λαιμό του, στην ησυχία αυτή, είπε σιγά.
«Πόσο
είμαι ευτυχισμένη!» Και τρίβεται πάνω του, και κοιτάζοντας τον με
τρυφερότητα γουργουρίζει με έναν ιδιαίτερο τρόπο σημάδι πως ζητάει και
κάτι άλλο.
«Σ’ αγαπώ!» Του λέει ξανά.
«Σ’ αγαπώ!» Της λέει ξανά..
«Θέλω αποδείξεις» Του λέει.
«Οι
ερωτευμένοι, που λες αγάπη μου δεν χρειάζονται αποδείξεις. Απλά
καυλώνουν ο ένας απ’ τον άλλον. Γι’ αυτό κι η καύλα τους είναι
παροιμιώδης, αυθεντική, ικανή για όλα. Γιατί είναι μια καύλα που έχει
πρόσωπο, σάρκα κι οστά. Δεν πρόκειται γι’ ακόμη μια ενστικτώδη ανάγκη
του κορμιού που ζητάει οτιδήποτε αρκεί να ικανοποιηθεί.
Εξαιτίας
σου νιώθω ασυγκράτητος, το δικό σου χαμόγελο με φέρνει στα άκρα, το
δικό σου βλέμμα με διαλύει, η δική του αύρα δοκιμάζει τις αντοχές μου,
το δικό σου κορμί ποθώ σαν μανιασμένος. Με λίγα λόγια με καυλώνεις
επειδή ακριβώς είσαι αυτή που είσαι και όσο συ με κοιτάζεις με κάνεις να
μην κρατιέμαι και να θέλω να σε στριμώξω στον τοίχο.»
Η Εριφύλη μια στιγμή ως να δίστασε. Μα έπειτα στη ματιά της έπαιξε μια λάμψη
«Είναι τόσο απλό! Αλήθεια έχω ξεχάσει από πότε έχεις να με γαμήσεις στα όρθια.»
Ο Νικηφόρος τη χάιδεψε ελαφρά στο πρόσωπο μ ένα χαμόγελο, και αφού την κοίταξε μια στιγμή της λέει με φωνή ζωηρότερη.
«Θέλεις τώρα εδώ στο μπαλκόνι;»
«Ντροπή
σου.! Αν και δεν την βρίσκω άσχημη ιδέα.» Του άπλωσε βουβή τα μπράτσα,
κι αυτός την τράβηξε ολόκληρη στην αγκαλιά του και τη φίλησε αχόρταγα,
παθιασμένα, βαθιά στα χείλια.
Όταν την άφησε, ξέπνοος, της
είπε πνιχτά: «Είμαι ακόμη ζαλισμένος από τη γεύση του φιλιού σου.
Ανυπομονώ να γευτώ ξανά το νέκταρ του κορμιού σου. Μετρώ τις ώρες!»
«Το θέλω όσο κι εσύ. Αυτό είμαστε κι έτσι θέλω να μείνουμε. Ανεπανόρθωτα ερωτευμένοι.» Του λέει
Καθώς κοίταζαν ο ένας τον άλλο, άκουσαν πίσω τους φωνές. Γύρισαν και είδαν τα παιδιά τους.
Κοιτάχτηκαν αμίλητοι και οι δυο.
«Νυχτώνει,» ψιθύρισε ο Νικηφόρος και κοίταζε έξω τη βαριά ατμοσφαίρα.
«Ναι νυχτώνει,» είπε και η Εριφύλη σαν αυτόματο.
Τα
παιδιά δεν είχαν αναπαμό, ξεφαντώνουν στην αυλή…. Τι καλύτερη θέα από
τα παιδιά που ξεφαντώνουν στην αυλή! Έχουν αυτή τη χαρά σ’ ένα απόλυτα
ασφαλές περιβάλλον, τρέχουν όλη μέρα, παίζουν, ποδηλατούν και νιώθουν
ελεύθερα κάτω από το άγρυπνο μάτι του Νικηφόρου και της Εριφύλης.
.......
Η Άλκηστις με τον Αδάμαντα αφού περιηγήθηκαν σε μοναδικού φυσικού
κάλλους περιοχές και συγκεκριμένα περιηγήθηκαν τις ακτές της Χαλκιδική
αυτή την περιοχή με τις πανέμορφες ακτογραμμές της άλλες με βράχους που
κρύβουν μέσα τους παραδεισένια νερά και άλλες με αμμουδιά για να χάνεστε
στα χρυσαφένια και τιρκουάζ χρώματα. Τοπία με κρυφές ομορφιές και
ήσυχες γωνιές.
Το εκδρομικό τους τριήμερο έλαβε τέλος πολύ
γρήγορα. Ο Αδάμας αναχώρησε για Αθηνά και στη συνεχεία για Λονδίνο με
την υπόσχεση να καλέσει και να φιλοξενήσει την Άλκηστις όταν ωριμάσουν
και το επιτρέπουν οι συνθήκες.
Ο
Νικηφόρος δεν μπορεί να τ' αρνηθεί, πως πάντα του άρεσε αρκετά ως γυναίκα αλλά
λόγω της οικογενειακής σχέσης, με την ίδια και τον άντρα της, ποτέ δεν
την είχε δει ερωτικά παρ' ότι όταν είχαν γνωριστεί, υπήρχε ξεκάθαρα από
την αρχή μία αμοιβαία συμπάθεια και έλξη. Είχαν αναπτύξει μεταξύ τους
κάποια μεγαλύτερη οικειότητα. Πάντα υπήρχαν κάποιες περίεργες ματιές και
κάποια τύπου υπονοούμενα αλλά και οι δυο το έριχναν πάντα στην πλάκα.
Ίσως και αυτό να λειτουργούσε σαν άμυνα σε όλο αυτό που τους συνέβαινε. Η Άλκηστις μετακόμισε στο πατρικό
εξοχικό τους σπίτι, μια εκατοντάδα μέτρα μακριά από το εξοχικό της
Εριφύλης. Ήταν ένα πανέμορφο παλαιό ανακαινισμένο οίκημα, μπαλκόνι
μπροστά στη θάλασσα στη μια πλευρά κι ένα καταπράσινο βουνό στην πίσω
του πλευρά. Είχαν έλθει και οι γονείς της. Ο πατέρας της ο Παυσανίας
αδελφός του Θρασύβουλου και η Νεφέλη η μητέρα της. Ο Παυσανίας ήταν δυο
χρονιά μικρότερος του αδελφού του, ένας άνθρωπος ήρεμος και ευγενικός
στις κοινωνικές συναναστροφές του. Η μοίρα στα δυο αδέλφια φέρθηκε πολύ
σκληρά τελευταία. Δεν το χωράει ο ανθρώπινος νους τον πόνο που έχουν
βιώσει. Δεν είχε περάσει ένας χρόνος από το πολύ σοβαρό ατύχημα του
Θρασύβουλου και ο Παυσανίας παρουσίασε επιπλοκές στην υγεία του μ’
αποτέλεσμα να περιορίσει το εύρος των δραστηριοτήτων του και να
συνταξιοδοτηθεί πρόωρα. Οικονομικά είχαν το τρόπο τους τα κατάφερναν.Η Νεφέλη στα σαράντα πέντε της χρονιά μια ζουμερή και αφράτη γυναικά ήταν ένας υπέροχος και καλόκαρδος άνθρωπος, καθώς επίσης πρόσχαρη, κοινωνική και πολύ επικοινωνιακή. Έχει απίθανα λείο δέρμα. Λίγα πράγματα μπορεί να είναι πιο ελκυστικά από μια γυναίκα με λείο δέρμα καθώς επίσης και μια φατσούλα απίστευτα γλυκιά και όμορφη που επίσης συνδυάζεται με ένα λάγνο βλέμμα και ωραία σγουρά μαλλιά καστανόξανθα (πιο πολύ προς το καστανό). Και δεν υπάρχει πιο σέξι χαρακτηριστικό σε μια γυναίκα, από το να είναι η ψυχή της παρέας. Να γελάει, να έχει ενέργεια και να βγάζει τόση θετική διάθεση από μέσα της που αυτομάτως ανεβάζει και το δικό σου κέφι και ηθικό.
Αν
όντως επιθυμείς να εντοπίσεις μια τέτοια γυναίκα, ο Νικηφόρος είναι
βέβαιος πως αυτή είναι η Νεφέλη με την οποία πάντοτε είχε καλές σχέσεις
και πάντοτε της έλεγε ότι ήταν η αγαπημένη του θεία. Τη θυμάται από τα
πρώτα χρόνια του γάμου του με την ανιψιά της..... Μια καυστική και καπάτσα γυναίκα που όταν θέλει σεξ το δείχνει και μπορεί να σε ισοπεδώσει
στο διάβα της χωρίς να ξεπερνά τα όρια του πρόστυχου και του χυδαίου.
Ξέρει να ζει και να απολαμβάνει την κάθε στιγμή. Είτε καλοντυμένη και με
βαμμένα νύχια, είτε άβαφη και με αχτένιστα μαλλιά. Ποτέ δεν θα την
έλεγες «μουνάρα» αλλά πάντα ήταν πολύ γοητευτική. Παρά την ηλικία της η Νεφέλη έχει ένα τέλειο σώμα με πολύ καλές αναλογίες παρά το μικρό ύψος της σχετικά.
Το καλοκαίρι που μας πέρασε, όλα αυτά που μέχρι χθες αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής επαφής τους σιγά- σιγά βγαίνουν από το παιχνίδι και έμελλε όλα να αλλάξουν. Μεταξύ τους δημιουργήθηκε ένα πολύ έντονο ερωτικό ενδιαφέρον και ένα ακόμα πιο έντονο φλερτ. Καταλάβαιναν και οι δυο ότι η οικειότητα δεν άργησε να μετατραπεί σε πάθος, και το πάθος σε ερωτική έλξη και σφοδρή επιθυμία για σεξουαλική επαφή τους με αποτέλεσμα να μη μπορούν να αντισταθούν!.
.......
Η Εριφύλη είναι αρκετά δεμένη με το σόι του πατέρα της και διατηρούν
συχνές επαφές. Με τον ερχομό του Παυσανία και της Νεφέλης οι δυο
οικογένειες είχαν γίνει ουσιαστικά μια, ισορροπώντας ανάμεσα στα δύο
σπίτια, με προτεραιότητα το σπίτι της Νεφέλης που εφάπτονταν στο κύμα,
και η ζωή τους κυλούσε στους ήρεμους ρυθμούς της εξοχής στη θάλασσα και
των καλοκαιρινών διακοπών..
Οι μέρες τους περνούσαν χαλαρά,
στην παραλία, φαγητό, ατελείωτες συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων,
είχαν θέσει ως κανόνα πως δεν θα επιτρέψουν να ασχοληθούν καθόλου με τις
δουλειές.
Ο καιρός των διακοπών έφτανε στο τέλος του και η Εριφύλη τα είχε χάσει με το πόσο γρήγορα περνούσε ο καιρός.
Η
οικογένεια της δεν είχε ξανακάνει ποτέ τόσο μακροχρόνιες διακοπές. Η
περίοδος της ανάπαυσης έφτανε σιγά σιγά στο τέλος της. Επίσης, και ο
καιρός είχε βάλει πλώρη για το φθινόπωρο. Στο δεύτερο δεκαήμερο του
Αυγούστου ο καύσωνας παραχώρησε τη θέση του σε μια σχετικά δροσερή νύχτα
ουρανός φαινόταν πιο καθαρός και το ανοιχτό γαλάζιο χρώμα του σχεδόν
διάφανο. Ούτε μια εβδομάδα δεν είχε απομείνει, καθώς στο τέλος του μήνα
έπρεπε να βρίσκονται στην Αθήνα όπως όλοι οι μαθητές και οι υπάλληλοι.
Το καλοκαίρι δυστυχώς τελείωσε. Κρίμα. Όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν
δεν λένε;
Τώρα τέρμα τα ψέματα, επιστροφή στη βάση, στην
καθημερινότητα και στην ρουτίνα. Και μπορεί η επιστροφή από τις διακοπές
να μην είναι σίγουρα το πιο ευχάριστο πράγμα, ωστόσο δεν χρειάζεται να
της προκαλεί στρες και αρνητική διάθεση. Με λίγο προγραμματισμό μπορεί
να της φανεί λιγότερο οδυνηρή απ’ όσο αρχικά φανταζόταν. Η Εριφύλη
χαμογέλασε σκεπτόμενη τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας που όμως, χάρη
στην προσμονή και το ενδιαφέρον για την έναρξη των μαθημάτων στο
Εργαστήρι Βυζαντινής Αγιογραφίας όπου παράλληλα έκανε ελεύθερες σπουδές
ζωγραφικής και βυζαντινής αγιογραφίας, ήταν καλοδεχούμενη και επιθυμητή,
παρ' όλα αυτά, η επικείμενη αναχώρηση της έπεφτε βαριά.
....
Είναι η τελευταία εβδομάδα. Όλοι τους απολαμβάνουν το απογευματινό τους
μπάνιο έκτος από τον Νικηφόρο που αισθάνεται ελαφρώς αδιάθετος και έχει
αράξει στον μεγάλο καναπέ του μπαλκονιού στο σπίτι της Νεφέλης.
Ατενίζοντας τον ορίζοντα και την θάλασσα έχει βυθιστεί στην νιρβάνα των
αισθήσεων γαληνεύοντας με τους ήχους απ' το θρόισμα της παλίρροιας στην
ακτή.
Πρώτη καταφθάνει απ΄ τη θάλασσα η Νεφέλη, μπήκε κάτω από το υπαίθριο ντους της αυλής και ξέπλενε το σώμα της από την αλμύρα. Ο Νικηφόρος άκουγε και έβλεπε το νερό να τρέχει. Η εικόνα της να ξεπλένεται αργά αργά, με το νερό να στάζει στο κωλαράκι της, μέσα από το τέλειο μαύρο μαγιό της είναι ερεθιστική. Νιώθει να του σηκώνεται και μέχρι να τελειώσει το ντους η Νεφέλη αυτός αισθάνεται να έχει πλήρη στύση. Η Νεφέλη το αντιλαμβάνεται και αποφασίζει να παίξει μαζί του. Σε λίγο ο ήχος του νερού έσβησε. Κοιτάζει γύρω της δεν υπάρχει ψυχή εκτός από τον Νικηφόρο απέναντι στον καναπέ. Βγάζει το ολόσωμο μαγιό της και μένει τελείως γυμνή μπροστά του. Το δέρμα της σταρένιο από τον ήλιο του καλοκαιριού. Ανάμεσα στα στήθη της λαμπυρίζει ένα λεπτό ρυάκι νερού, σαν καταρράκτης κάπου στο βάθος, ένας καταρράκτης κάπου ψηλά σε μια βουνοπλαγιά και ανάμεσα στα πόδια της ένας υπέροχος θάμνος, να ξεπροβάλλει φουντωτός σε πρώτο πλάνο, με τα υγρά του χείλη να γυαλίζουν στο βάθος του. Τώρα σκουπιζόταν στα δυο σφριγηλά στητά χωρίς χαλάρωση στήθη και στο τουρλωτό κωλαράκι που καυλώνει ακόμη και άγιο. Στη συνέχεια παίρνει το φουστάνι της ένα καλοκαιρινό μίνι φλοράλ που κρεμόταν στο σχοινί της αυλής και το φορά με αργό τέμπο, ο ιδανικός τρόπος που ενεργοποιεί ερωτικά τον θεατή της και του γεννά προσδοκίες για τη συνέχεια, έχοντας σκοπίμως τα σκέλη της αρκούντως ανοικτά ενώ είχε και το νου της στο Νικηφόρο που την κοιτούσε με λαγνεία.
«Πως αισθάνεσαι;» Τον ρωτάει
«Ξαφνικά
ένιωσα σαν να µε είχε πατήσει τρένο. Αλλά τώρα…. Καλύτερα!» Της
απαντάει. Αναστενάζει βαθιά και ηδονικά χωρίς να πάρει τα μάτια του από
πάνω της.
....Είναι σαστισμένος και είναι φανερό ότι η θέα απ΄ το γυμνό κορμί και το κάδρο με το μουνί της Νεφέλης τον έχει αναστατώσει.
Αυτή
τον καταλαβαίνει! (Αλώστε αυτό επιθυμούσε να πετύχει και το είχε
καταφέρει.)... Έχει ήδη ανεβεί στην βεράντα και στέκεται όρθια δίπλα
του στο καναπέ.
«Πολύ υγρασία στην ατμόσφαιρα. Ειδικά σήμερα αυτή η ζέστη
και η υγρασία δεν υποφέρονται με τίποτα. Έχω ανάψει. Θα σκάσω! Δεν
μπορώ θέλω να τα βγάλω όλα».» Του λέει.
Με μια κίνηση ανασηκώνει
προκλητικά από μπροστά το φουστάνι της και αρχίζει να το ανεμίζει για
να κάνει αέρα στους μηρούς και στο μουνί της. Εκεί, μπροστά του. Η
πουτάνα είχε απόλυτη συνείδηση του ακαταμάχητου όπλου της και μαστίγωνε
τις αισθήσεις του. Ο Νικηφόρος τρελάθηκε, προσπαθούσε να βρει τρόπο, να
δει όσα γίνεται περισσότερα και η ίδια δεν έχασε ευκαιρία να πυρπολήσει
την καύλα του. «Ωραία θέα! Εδώ στη θάλασσα νιώθω υπέροχα, νιώθω τόσο ελεύθερη!» Του λέει κοιτώντας δήθεν το πέλαγος μπροστά τους.
«Όντως! Είναι πανέμορφη η θέα.» Απάντησε ο Νικηφόρος, μόνο που τα μάτια του δεν κοίταζαν τη θάλασσα αλλά ανάμεσα στα πόδια της.
Εκείνη του χαμογέλασε και ο Νικηφόρος ένιωθε έντονα το γαργάλημα χαμηλά στην κοιλιά του, την ανάσα να γίνεται βαριά, το βλέμμα να κάνει βόλτα στο κορμί της και λάγνες σκέψεις να ξεπηδούν από κάθε εγκεφαλικό του κύτταρο.
Η Νεφέλη διέκρινε την έξαψη και την επιθυμία στη ματιά του Νικηφόρου και ένα χαμόγελο ικανοποίησης απλώθηκε στα κόκκινα χείλια της.
«Τι λες εσύ; Δεν αξίζει το θέαμα της θάλασσας που βλέπεις μπροστά σου;» Τον ρώτησε ναζιάρικα και με καυλιάρικο κάρφωμα στα μάτια.
«Εεε… Ναι! Και βέβαια είναι η καλύτερη θέα!» λέει, κοιτώντας ωστόσο ακόμη τον θάμνο της εκεί ανάμεσα στα μπούτια της.
«Σε κάνει να ανυπομονείς να μπεις, εκεί εε; Να την απολαύσεις!» Τον ρωτάει, πνίγοντας ένα πονηρό γελάκι…
Ήταν φανερό ότι και της Νεφέλης ξεχείλιζε η καύλα της και η σεξουαλική της επιθυμία αναζητούσε διέξοδο. Ταυτόχρονα το απολάμβανε που τον καθήλωνε με το θέαμα που του προσέφερε..
«Μμμμ, ακριβώς», της απαντά…
Επάνω στην ώρα ακριβώς πίσω της κάνει την εμφάνιση και η υπόλοιπη οικογένεια.
Ο
Νικηφόρος έχει μείνει με το στόμα ανοιχτό, μουδιασμένο κι
ακινητοποιημένο. Μέσα του χτύπησε κόκκινο καμπανάκι που κάνει την
αδρεναλίνη του ν’ αρχίσει ν’ ανεβαίνει με βασανιστικά γρήγορους ρυθμούς,
χωρίς καν να τον έχει αγγίξει. Απλά του έχει δείξει με τον πιο ωμό
τρόπο ότι τον θέλει.
Η Εριφύλη καταφθάνει σκύβει τον φιλάει τρυφερά στο μέτωπο… για να δει αν είναι ζεστός.
«Ζεστός μου φαίνεσαι. Να βάλουμε θερμόμετρο…»
«Ασχολήσου με τα παιδιά θα τον αναλάβω εγώ.» Λέει η Νεφέλη.
«Αχ βρε Νεφέλη μου. Θησαυρός ανεκτίμητος είσαι.»
Φεύγοντας
στο εσωτερικό του σπιτιού ν’ ασχοληθεί με τους μπόμπιρες η Εριφύλη, η
Νεφέλη δεν χάνει ευκαιρία να πετάξει το καρφί της στον Νικηφόρο,
«Θησαυρός!
Εε: Κάποιοι άλλοι δεν τον εκτιμούν τόσο πολύ αν και εγώ είμαι πάντα
εκεί για εκείνους.» Του λέει με το ερωτικό της βλέμμα γεμάτο προσμονή.
«Το
ότι κάποιος δε το λέει «φωναχτά», δεν σημαίνει ότι δεν εκτιμά ιδιαίτερα
τα προσόντα σου.» Φέρνοντας στο φως και τις δικές του μύχιες σκέψεις
της σεξουαλικής του επιθυμίας.
Η Νεφέλη φέρνει ένα σεντόνι και
πλησιάζοντας στο πλευρό του, άπλωσε το χέρι της, και οι χτύποι της
καρδιάς της έγιναν πιο γρήγοροι καθώς ακούμπησε τα δάχτυλά της στο
μέτωπό του. Τον σκεπάζει και τον βοηθά να βάλει το θερμόμετρο.
Ταυτόχρονα του ετοιμάζει ένα αντιπυρετικό χάπι.
«Κάνε λίγο
χώρο» του λέει και κάθεται μαζί του στον καναπέ με τον κώλο της να
εφάπτεται στα γεννητικά όργανα του Νικηφόρου κι αυτός βρήκε ευκαιρία να
τρίβει το καυλί του πάνω στο κωλαράκι της, το οποίο ήταν σκέτη κόλαση..
«Για να δω τι έχουμε.» και του παίρνει το θερμόμετρο.
Πίσω
της ένιωθε το πούτσο του να ζωντανεύει, να μεγαλώνει και να σκληραίνει
πολύ, έχει γίνει μυώδης, ζωηρός, σκληρός και την πιέζει με δύναμη στα
κωλομέρια.
«Τριάντα επτά και δυο. Δέκατα έχεις. Με το ντεπόν θα συνέρθεις, αν χρειαστεί θα πάρουμε και το γιατρό για οδηγίες.»
«Μ’ αυτόν που ξύπνησε και είναι ανήσυχος τι θα κάνουμε να ηρεμήσει;» Και του τον χαϊδεύει πάνω από το σεντόνι.
Την
κοίταξε στα μάτια, της έσκασε το γνωστό έκφυλο χαμόγελο του και με το
βλέμμα του να τάζει. «Κάτσε να το κουβεντιάσουμε. Αυτό ρυθμίζεται.» Της
λέει.
«Έκφυλο κάθαρμα. Λόγια-λόγια, μόνο στα λόγια μένεις. Το είδες σαν λαμπάδα έχω ανάψει. Δεν φαντάζεσαι τι θα σου έκανα τώρα αν ήμασταν μόνοι μας.» Του ψιθύρισε.
«Κι εγώ από τώρα άρχισα να σκέφτομαι τι θα σου κάνω όταν βρούμε την ευκαιρία.»
«Μωρό μου θα περιμένω πώς και πώς να βρούμε μαζί αυτές τις ευκαιρίες. Πες μου τι θα μου κάνεις τα θέλω όλα με κάθε λεπτομέρεια!»
«Νεφέλη
μου! Σε γουστάρω τρελά και έχω απίστευτες καύλες με τρελή όρεξη, και είμαι διαθέσιμος να σβήσουμε τις καύλες μας ο ένας πάνω στον άλλον. Το εννοώ και μου βγαίνει αβίαστα από τη πολύ καύλα.
Η Νεφέλη πήρε το
συνετό ύφος και με τα χέρια της του έκανε νόημα να ηρεμήσει. Όλη οι
οικογένεια βγήκε στο μπαλκόνι να σχεδιάσουν την βραδιά τους..
«Νεφέλη
θα πεταχτούμε στο χωριό με το θείο και τα παιδιά να πάρουμε ένα ψητό
κοτόπουλο σουβλάκια και παγωτά… Η Άλκηστις μέσα βλέπει στην τηλεόραση
την αγαπημένη της σειρά.. Θα ‘ρθεις μαζί μας…» Της λέει η Εριφύλη…
«Όχι θα μείνω! Βαριέμαι. Θα κάνω παρέα στον ασθενή μας. Αν και βλέπω πως ζωντάνεψε.»
Μόλις
φεύγουν όλοι η Νεφέλη πηγαίνει στο μπάνιο παίρνει ακόμη ένα
αντιπυρετικό (για να σιγουρέψει ότι η Άλκηστις είναι στην τηλεόραση)
Τη βλέπει αφοσιωμένη στο σαλόνι να απολαμβάνει το σήριαλ και τη δροσούλα πίνοντας ένα δροσιστικό..
Δικαιολογείται
για τα κουνούπια, κλίνει την μπαλκονόπορτα και τις κουρτίνες. Νιώθει
μια σχετική ασφάλεια γυρίζει κάθεται πάλι στον καναπέ.
Ο
Νικηφόρος της έκανε χώρο να καθίσει πιο άνετα με το ένα πόδι της επάνω
στον καναπέ και το μουνί της φάτσα να λειτουργεί σαν το καλύτερο
αφροδισιακό για εκείνον κι αυτή να έχει όρεξη για τρελίτσες.
Τη κοίταξε πονηρά και τη ρώτησε «Γιατί έκλεισες την μπαλκονόπορτα;» Και έβαλε το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της.
«Δεν ξέρεις γιατί;» Του απάντησε ναζιάρικα.
Ο
Νικηφόρος χαμογέλασε, και άφησε το χέρι του να γλιστρήσει πάνω στην
μεταξένια επιδερμίδα της Νεφέλης μέχρι που άγγιξε τις απαλές της σγουρές
μουνότριχες..
«Μμμ! Μ’ αρέσει να με χαϊδεύεις… Βρες την κλειτορίδα μου και τρίψε με μέχρι να χύσω!»», ψιθύρισε λαχανιασμένα η Νεφέλη.
Ένιωθε
τα κωλομέρια της να πιέζονται απ’ τον πούτσο του, που όσο περνούσε η
ώρα γινόταν όλο και πιο σκληρός κάτω απ’ την βερμούδα του.
Άνοιξε
λίγο ακόμη τα πόδια της και τον άφησε να συνεχίσει να της βάζει κι άλλο
δάχτυλο, ενώ αυτή τον έτριβε πάνω από την βερμούδα μέχρι που έβαλε το
χέρι της μες στην βερμούδα του.
Χούφτωσε τον πούτσο του. Μόλις τον έπιασε τα ‘χασε. Αλλά μετά από λίγο γελώντας του λέει: «Πω πω!... Τι εργαλείο είναι αυτό αγόρι μου; Είναι ακόμα πιο μεγάλος απ’ όσο μου φαινόταν!», είπε λιγωμένη και κούνησε το χέρι της πάνω κάτω στην σκληρή καυτή παλλόμενη σάρκα του. «Γι’ αυτό τα μωρά μου η ανιψιά μου και η κόρη μου δεν το αφήνουν να ησυχάσει. Τέτοιο καυλί και τέτοιος παίδαρος, ούτε εγώ θα τον άφηνα, έλα αγόρι μου, να σε ξεκαυλώσω για τα καλά τώρα. Άντε, να σε μάθει η θεία να μαστορεύεις καλά!»
Ο Νικηφόρος γλίστρησε το μακρύ, μεσαίο του δάχτυλα ανάμεσα στα μπούτια της Νεφέλης και της χάιδεψε τα παχιά της μουνόχειλα.
Το δικό της χέρι σταμάτησε να ανεβοκατεβαίνει στο πρησμένο καυλί από πάνω μέχρι κάτω και να τον τυραννά, έμεινε κλεισμένο σφιχτά γύρω του.
«Έλα αγόρι μου... Έλα καύλα μου γλυκιά…»
«Πες μου τι θες να σου κάνει τ’ αγόρι σου!» Της είπε. «Πες μου τι θες να σου κάνει καυλιάρα μου...» Επέμεινε.
«Θέλω να νιώσω τον σκληρό πούτσο σου μέσα μου..»
«Θέλεις το καυλί μου στη μουνάρα σου καύλα μου;»
«Ναι καυλιάρη μου. Ναι! Το θέλω η γαμημένη! Το θέλω η πουτάνα!»
«Πες μου πάλι.. τι είσαι;»
«Μουνάρα γαμημένη».
«Τι άλλο;»
«Ξεκωλιάρα. Πουτάνα!»
«Μ’ αρέσει να σε ακούω να το λες».
Η
θάλασσα δίπλα τους ήταν σκοτεινή μα ησυχασμένη, και ο ουρανός απάνω
ξάστερος. Τ' άστρα έριχναν από ψηλά υγρές ακτίνες, μα δεν έφταναν να
φέξουν κάτω τα θαμπά νερά. Ο Νικηφόρος ένιωθε την υγρή πνοή των νερών,
τη βαθιά πνοή του κόλπου που απλωνόταν πέρα και ο ουρανός του τέντωνε
από πάνω σκοτεινό μανδύα, σα να ήθελε να τους φυλάξει από αδιάκριτα
μάτια.
Επικρατούσε σιωπή. Του ήταν σα μια σιωπή ανήσυχη λες
και σάλευε κάτι κρυφό και σκοτεινό. Με κάθε τους κίνηση, κι άλλες
αισθήσεις αποκαλύπτονταν και η διέγερση μετατρεπόταν σε εξαίσια ωμή
ηδονή..
«Ααααχ!», αναστέναξε σιγά η Νεφέλη ενώ η ανάσα της έγινε πιο γρήγορη.
«Σσσ! δεν πιστεύω να έρθει κανένας και να γίνει της πουτάνας;», την προειδοποίησε ο Νικηφόρος ανήσυχος.
Το
δάχτυλό του χώρισε τα μουνόχειλα της Νεφέλης και γλίστρησε ανάμεσά
τους. Η ροδαλή επιδερμίδα του μουνιού της ήταν καυτή και υγρή. Ακριβώς
μόλις πίεσε την μουνότρυπα της η Νεφέλη βόγκηξε σιγανά και το χέρι της
σφίχτηκε πιο δυνατά στο καυλί του Νικηφόρου.
«Ααααχ!», αναστέναξε με την σειρά του ο Νικηφόρος.
«Σσσσ!», ψιθύρισε κοροϊδευτικά η Νεφέλη.
Η κατάσταση ξέφευγε ολοένα από
τον έλεγχό τους. Η Νεφέλη ένιωθε στην παλάμη της την
πούτσα του να σπαρταράει ανεξέλεγκτα. Έχυναν και οι δύο τώρα με
δαγκωμένα χείλια απ’ την καύλα προσπαθώντας να μην προδοθούν. Οι στιγμές
φαίνονταν αιώνες μέχρι να μπορέσουν να ηρεμήσουν και να ξαναβρούν τον
κανονικό ρυθμό της ανάσας τους.
Τελικά ο Νικηφόρος τράβηξε τα
χέρια του απ’ το μουνί και τον κώλο της Νεφέλης. Η Νεφέλη ένιωσε το
καυλί του να μαλακώνει στην παλάμη της.
Τα χύσια του έχουν γεμίσει το χέρι της. Τα πασαλείβει στο καυλί του και
τα σκουπίζει με την βερμούδα. Πηγαίνει στο σχοινί του απλώματος παίρνει
μια άλλη να του δώσει για να αλλάξει. Το άγχος μήπως αποκαλυφθούν την
έκανε νευρική και ανήσυχη. Φοβόταν μην αντιληφθεί κάτι ύποπτο η Άλκηστις
γιατί δεν ήθελε να δώσει δικαιώματα.
Κάτι μέσα τους όμως
τους έλεγε πως αυτό δεν ήταν το τέλος. Αυτό ίσως να ήταν η αρχή για
κάτι που καταλάβαιναν πολύ καλά ότι δεν θα μπορούσαν εύκολα να το
αποφύγουν.
«Δεν τελειώσαμε οι δύο μας εδώ, θα έχουμε και συνέχεια στο υπόσχομαι» του λέει και του κλείνει πονηρά το μάτι. Είναι αυτό το κλείσιμο του ματιού της που του υπόσχεται ένα σκηνικό γεμάτο αισθήματα και αισθήσεις, ερωτικό και ταξιδιάρικο.
Μόλις και πρόλαβαν να ηρεμήσουν και να συμμαζευτούν όταν στην αυλή κατέφθασε φουριόζικα σύσσωμη η υπόλοιπη φαμίλια.
Βρισκόμαστε πλέον στο πρώτο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη.
Τη τελευταία εβδομάδα πριν την αναχώρηση η Νεφέλη παρακάλεσε το Νικηφόρο να πάνε με το φορτηγάκι του Παυσανία στον απέναντι λόφο στο μαντρί που χειμάζει το χειμώνα τα πρόβατα ο τσοπάνος να πάρουν μερικά τσουβάλια κοπριά για τα παρτέρια του κήπου.
Αφήνοντας πίσω τους τον οικισμό διασχίζουν χαμηλά την λιόφυτη πλαγιά παράλληλα με την παραλία. Προχωράνε δεξιά πάντα παράλληλα με τη θάλασσα. Κάτω χαμηλά σε όλο αυτό το μήκος της διαδρομής αναπτύσσεται αμμώδης παραλία. Στο δρόμο η Νεφέλη άρχισε να τον ρωτάει πως τα πηγαίνει με την πεθερά του την Αντιγόνη και τι αισθήματα τρέφει για αυτή.
«Νεφέλη! Δεν έχω κανένα απολύτως παράπονο από την σχέση μου με την πεθερά μου.
Τον ρωτάει πως τη βλέπει σαν γυναίκα και εάν ποτέ του την έχει φλερτάρει!
Η αλήθεια είναι πως από την πρώτη στιγμή που τη γνώρισα με εντυπωσίασε σαν γυναικεία παρουσία και δεν το κρύβω, μου δημιουργούσε συναισθηματική αντίδραση σαν αυτή που βιώνουμε, όταν βρίσκουμε κάποιο άτομο σεξουαλικά ελκυστικό. Μου δημιουργούσε σεξουαλική ένταση σαν αυτή που συμβαίνει στο σώμα σου όταν αλληλεπιδράς με κάποιον με τον οποίον θέλεις να κάνεις σεξ, αλλά δεν κάνεις. Η πεθερά μου είναι μία φανταστική γυναίκα, που μοιάζει πολύ στην Εριφύλη στον χαρακτήρα. Εγώ τη θεωρώ έντονα ελκυστική και η αλήθεια είναι πως η ερωτική μου επιθυμία για εκείνη είναι πάντα διαθέσιμη, όμως, δεν έχω την παραμικρή σκέψη να προχωρήσω για κάτι περισσότερο. Ζούμε σχεδόν στο ίδιο σπίτι και ως εκ τούτου συναντιόμαστε δύο ή τρεις φορές την ημέρα. Με την Εριφύλη μου κάνω σεξ τακτικά όταν είμαι στην Ελλάδα και είναι υπέροχο, αλλά στους ωκεανούς τους ατέλειωτους μήνες, φαντασιώνομαι έντονα την Αντιγόνη και πολλές φορές νιώθω ένοχος γι ‘αυτό. Σε παρακαλώ ας αλλάξουμε κουβέντα…»
«Αγόρι μου γιατί να νιώθεις ένοχος! Δεν μου πέφτει λόγος βέβαια αλλά το είχα απορία! Δε το βλέπεις τα τελευταία χρόνια ότι χωρίς σεξουαλική ζωή μαραίνεται και αυτή; Δεν σε προβληματίζει το γεγονός είναι νέα γυναίκα ακόμα! Δεν αναρωτιέσαι πόσο ικανοποιημένη είναι και πώς νιώθει όταν τα προβλήματα που την απασχολούν την επηρεάζουν και της στερούν την ευχαρίστηση που παίρνουμε από το σεξ; Το ότι ήρθε μια ατυχία με τον Θρασύβουλο δεν πάει να πει ότι θα ζήσει από δω και πέρα σαν υπηρέτρια του πεθερού σου ή σαν καλόγρια. Υπάρχει άνθρωπος στην ηλικία της που δεν του αρέσει το σεξ και δεν αναζητά τη σεξουαλική επαφή;» του λέει και του έκλεισε το μάτι!
«Το έχω σκεφτεί άπειρες φορές! Θέλω πολύ να την ξεμουνιάσω την πουτάνα αλλά σκέφτομαι ότι θα μπλέξουμε άσχημα! Δεν ξέρω! Νιώθω ενοχικά που μου γίνεται ξύλο από την καύλα όταν τη σκέφτομαι αλλά κρατιέμαι, για να μην έχουμε άλλα! Μόνο που το σκέφτομαι ως ερωτική ιστορία μαζί της ανάβω αλλά δεν θέλω να μπω σε τέτοια μπερδέματα! Είναι η μάνα τη Εριφύλης μου και προσπαθώ να μην ξεφύγω, αν και δεν είναι καθόλου εύκολο όταν στο δίνει στο πιάτο και σε καυλώνει σε κάθε ευκαιρία!»
«Ένα σου λέω! Έχουμε μόνο μια ζωή, οπότε φρόντισε το καλύτερο για τη πεθερά σου που μαραίνεται και όταν το αποφασίσεις, δώσε τον καλύτερο σου εαυτό μαζί της. Βάλτην κάτω και τίναξε τις τα καπάκια! που λέτε και εσείς οι μηχανικοί.»
Ο Νικηφόρος κόντεψε να πνίγει από το γέλιο του με την προτροπή της. «Δηλαδή να τη γαμάω μέχρι να ανοίξουν οι βαλβίδες ασφαλείας!» της λέει σκασμένος στα γέλια.
«Αυτό να κάνεις γιατί όπως μου εκμηστηρεύτικε έχει πολύ καιρό να κάνει σεξ και το είχε ανάγκη.»
«Δεν ξέρω αν θα το κάνω τελικά. Αντιστέκομαι αλλά για πόσο ακόμα; Κάποιος άλλος δεν ξέρω τι θα έκανε στην θέση μου, μάλλον θα την είχε πηδήξει! Τόσες ιστορίες ακούμε κάθε μέρα και η κάψα μου για την πεθερά μου κρατάει χρόνια, έχει όμως λίγο καιρό που είναι μη διαχειρίσιμη, ειδικά από τη στιγμή που ένιωσα στο βλέμμα της την ίδια καύλα με μένα και την ίδια ανυπομονησία να ζήσουμε τον ανεκπλήρωτο απαγορευμένο έρωτα! Προσπαθώ να βρω τρόπο να ικανοποιήσω το πάθος μου γι' αυτήν χωρίς συνέπειες και για τους δύο μας.»
Ούτε που κατάλαβαν πότε έφτασαν στο τελείωμα από τα λιόδεντρα και της αμμώδους παραλίας όταν συναντούν τον ανηφορικό χωματόδρομο στη πλαγιά τον οποία ανεβαίνουν και βρίσκονται σε ομαλό τοπίο πάνω από την θάλασσα. Ο Νικηφόρος κοίταξε ολόγυρα. Βρισκόταν μερικές εκατοντάδες μέτρα από τη θάλασσα στη γερτή πλαγιά του βουνού μέσα σ’ ένα πυκνό δάσος από ρείκια και πουρνάρια. Σταμάτησε το αυτοκίνητο στο τέλος του χωματόδρομου και κάθισε να απολαύσει τους ήχους του δάσους. Βρισκόταν μπροστά σε ένα μαντρί με λιθόκτιστα τοιχία σε σχήμα μεγάλου πετάλου, με μια μεγάλη ξύλινη καλύβα στο έμπα του. Πλησιάζοντας αργά δεν διέκριναν ψυχή. Ο βοσκός το μαντρί το χρησιμοποιούσε το χειμώνα που κατέβαζε το κοπάδι από την οροσειρά του βουνού στα πεδινά για χειμαδιό. Τη Νεφέλη μια βασανιστική ερωτική επιθυμία την είχε κυριεύσει όταν βρέθηκαν οι δυο τους στη καλύβα του ερήμου μαντριού. Ο Νικηφόρος αισθάνθηκε την αλλαγή στο βλέμμα της, έγινε πιο οξύ και πιο εξεταστικό. Με την αδημονία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της τον τράβηξε και τον παρέσυρε μέσα στην καλύβα τον έσυρε επάνω της σφραγίζοντας του το στόμα με ένα καυτό φιλί. Δεν άργησαν να βρεθούν στριμωγμένοι επάνω στο υποτυπώδες ξύλινο κρεβάτι όπου η Νεφέλη άπλωσε τις λινές σακούλες για στρώμα. Το καυλί του ανέλαβε αμέσως υπηρεσία. Άρχισε να ψάχνει τη λαχταριστή είσοδο της. Ακινητοποίησε τα μπούτια της όσο πιο ανοικτά μπορούσε και την εμβόλισε μεμιάς. Ήταν μια άγρια διείσδυση από την αδημονία της επαφής τους. Μια άγρια χαρά από την επιβεβαίωση του ανδρισμού τον κατέκλυσε με την ορμητική είσοδο στο μουνί της. Φίλησε ρουφηχτά τη Νεφέλη και έσυρε τα χείλη του σ’ όλο το δροσερό πρόσωπο της με μικρές δαγκωνιές ολόγυρα. Συγχρόνως μέσα στο λαχάνιασμα από την ερωτική λαχτάρα της ψιθύριζε του κόσμου τα γλυκόλογα ανάκατα με αισχρόλογα στο αφτί, της αλαφιασμένης γυναίκας από την απρόσμενα ορμητική είσοδο του..
Ο Νικηφόρος με το καυλί του όρθιο σκληρό σαν πέτρα να πάλλεται από καύλα, σε συνδυασμό με το καλογυμνασμένο του κορμί του με αυταρχικό τρόπο της προσέφερε έντονες στιγμές σεξ και υποταγής. Μέσα στο σκιερό φως της καλύβας, το μόνο που μπορούσε να ακούσει κανείς ήταν ο τριγμός από το ξύλινο κρεβάτι καθώς ο Νικηφόρος γαμούσε τη Νεφέλη ορμητικά και δυνατά και κόλλησε τα χείλη του στα δικά της. Το χέρι του κατέβηκε στο κωλαράκι της και σύντομα ένα σαλιωμένο δάκτυλό του παραβίασε την σούφρα της και μπήκε μέσα εξερευνώντας την τρύπα της .
«Μαζί μου θα ευχαριστηθείς το σεξ! Μαζί θα ζήσουμε όλες τις ερωτικές φαντασιώσεις και οι ανεκπλήρωτες σεξουαλικές ανάγκες σου !» και συνέχισε να τη πηδάει με ορμή.
«Ας γυρίσουμε! Έχουμε αργήσει.» του είπε κάποια στιγμή.
Το καλοκαίρι τελείωσε και το τελευταίο βράδυ της αναχώρησης το γιόρτασαν όλοι παρέα στο σπίτι της Εριφύλης και του Νικηφόρου. Κάποια στιγμή η Νεφέλη λέει του Νικηφόρου να τη συνοδέψει μέχρι το σπίτι της να φέρουν από το βαρέλι της αποθήκης κρασί.
«Ώστε αύριο φεύγετε;», του είπε χαμογελαστά όταν έφτασαν στο σπίτι. «Θέλω να σε ευχαριστήσω για τις ωραίες στιγμές που μου χάρισες. Ελπίζω να συναντηθούμε πάλι πολύ σύντομα…»
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της. Ο Νικηφόρος την άρπαξε στα στιβαρά του χέρια και της κατέβασε με μια κίνηση τη κιλότα. Βουβά την στρίμωξε δίπλα στο πλυντήριο, κατέβασε και αυτός τη βερμούδα του. Άρπαξε με τα δυνατά του χέρια τα πόδια της Νεφέλης, τα σήκωσε στον αέρα και τα τύλιξε στα πλευρά του.
«Τι κάνεις;», τον ρωτήσει ναζιάρικα ο Νεφέλη.
Ο Νικηφόρος της έκοψε τη φράση με ένα καυτό φιλί και ξεκίνησε ένα ακόμα ασυγκράτητο γαμήσι εκεί στα όρθια πάνω στο πλυντήριο. Και οι δύο, αμίλητοι τώρα, να βαριανασαίνουν και να αγκομαχούν πλημμυρισμένοι από ηδονή. Τέλειωσαν συγχρόνως, βουβά, όπως ξεκίνησαν.
«Σ' ευχαριστώ…», ψέλλισε η Νεφέλη, μαζεύοντας τη κιλότα της.
«Σύντομα θα ξανά ρθω!», της είπε με πάθος ο Νικηφόρος.
Η Νεφέλη δεν απάντησε! Σ' όλη τη διαδρομή του γυρισμού, μουσκεμένη μέσα στο κιλοτάκι της από το σπέρμα του Νικηφόρου, ξαναζούσε νοερά κατευχαριστημένη τη πρωτόγνωρη ερωτική της εμπειρία…
Η Εριφύλη με τον Νικηφόρο και τα παιδιά έχουν επιστρέψει στην Αθήνα. Πέρασαν πολύ καλά σε αυτές τις διακοπές και πιστεύουν πως θα έχει και συνέχεια Το ζευγάρι έχουν αναθεωρήσει πολλά πράγματα πάρα πολύ μετά από τις διακοπές τους. Η Εριφύλη τον αγαπά πάρα πολύ και αυτός την αγαπάει πολύ αλλά πιστεύουν ότι λίγο ανανέωση κάνει πολύ καλό στη σεξουαλική τους ζωή την περίοδο των διακοπών.
Η Άλκηστις ετοιμάζεται πυρετωδώς για την εξεταστική της..
Ο Παυσανίας και η Νεφέλη είναι ακόμη στο χωριό τους, αλλά ο Παυσανίας προγραμμάτισε και κατέβηκε στην Αθήνα για λίγο καιρό στον αδελφό του και να κάνει ταυτόχρονα και τις απαραίτητες ιατρικές εξετάσεις..
Η
Εριφύλη ζητά από την Νεφέλη που έχει μείνει στο χωριό και
πηγαινοέρχεται στο εξοχικό να έχει στην φροντίδα της τον Νικηφόρο που θα
ανεβεί για μια εβδομάδα να ταχτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες με το
σπίτι που θα μείνει κλειστό το χειμώνα. Ταυτόχρονα θα έχει και αυτή
κάποιον να την εξυπηρετεί στις μετακινήσεις της αφού δεν έχει αυτοκίνητο.
Η αλήθεια είναι ότι ο Νικηφόρος εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι η Νεφέλη ήταν μονάχη της, και σχεδίασε αυτές τις εργασίες να συμπέσουν.
….
Είχαν περάσει μόλις λίγες ημέρες απ όταν οι δυο οικογένειες χώρισαν και
η μοναξιά, κυρίως η σεξουαλική μοναξιά, την Νεφέλη την έκανε ανυπόμονη
και προβληματισμένη.
Απόψε μόνη της στο εξοχικό ένιωθε μια
αδημονία! Η καρδιά της σκιρτούσε σε μία προσπάθεια να αποσαφηνίσει ένα
κρίσιμο ερώτημα μέσα της. Είναι έτοιμη απ΄ το στάδιο της ερωτικής
πρόκλησης και της σεξουαλικής φαντασίωσης να διαβεί τον Ρουβίκωνα σε
κάτι που αποτελεί το χειροπιαστό, και σχετίζεται κατά κύριο λόγο με την
εκτόνωση των σεξουαλικών ορμών της, δηλαδή το σεξ.
Σκεφτόταν
ότι ο Νικηφόρος την επόμενη θα ήταν εκεί και μαζί του αναζητούσε μια νέα
ερωτική πηγή που θα «δροσίσει» τη συσσωρευμένη σεξουαλική της ένταση.
Της ήρθε μια γλυκιά ζαλάδα. «Αχ, το σπιτάκι μου, τι ευτυχία εδώ, ησυχία»
μονολόγησε. Ένιωθε καλά εκεί. Πολύ καλά. Κι έπεσε να κοιμηθεί. Έμοιαζε
με κουτάβι στη φωλιά του. Όταν ξύπνησε, ένιωθε ανανεωμένη, χαρούμενη και
χαμογελαστή. Αναμένει η προσδοκώμενη απιστία της να δώσει πνοή στη
σεξουαλική της ζωή και ν’ αναζωπυρώνει τη φλόγα της χαμένης ερωτικής της
επιθυμίας.
Αργά το μεσημέρι αποφάσισε να πεταχτεί στο χωριό
ν’ αγοράσει τα απαιτούμενα για ένα πλούσιο δείπνο. «Θα το γιορτάσω
σήμερα σαν να ‘χω γενέθλια. Α, γαμώτο, σε λίγες ήμερες κλείνω τα σαράντα
πέντε.» Κι αυτό έκανε. Το απόγευμα τη βρήκε να τον περιμένει χαλαρά στο
πάρκινγκ του Super Market κατά μήκος του κοινοτικού δρόμου. Είχαν
μιλήσει στο τηλέφωνο.
Βλέποντας όλη αυτή την γιορτινή τροφοδοσία ο Νικηφόρος σφυρίζει έκπληκτος. «Μάλλον έκανα την τύχη μου απόψε.»
Με το που έφτασε πολύ θερμά τον καλωσόρισε και ξεκίνησαν για το εξοχικό. Κάθισε δίπλα του και παρατηρούσε το κάθε τι πάνω της.
Η Νεφέλη σήμερα ήταν όντως μια κούκλα. Δεν ξέρει γιατί αλλά βλέποντας τον Νικηφόρο, η ατμόσφαιρα ήταν ερωτική μεν αλλά κάπως περίεργη! Του χαμογέλασε άχνα και μπερδεμένα, ένιωθε φοβερή αμηχανία σε σημείο που ήθελε να ανοίξει η πόρτα να κατέβει. Από τη μία έλιωνε από ηδονή, από την άλλη ένιωθε ντροπή. Προσπαθούσε να κρατήσει την ψυχραιμία της και να είναι cool.
Μίλησαν για διάφορα.
Η Νεφέλη μια γυναίκα μέσης ηλικίας παντρεμένη με παιδιά… (σύζυγος και μητέρα) με καλή ερωτική ζωή στην αρχή του γάμου, αλλά και στην πορεία του, δεν ήταν δυσαρεστημένη (μην είναι και αχάριστη…). Ζούσε την απόλυτη οικογενειακή ευδαιμονία (ένας ευτυχισμένος και υγιής γάμος, ένας δοτικός σύζυγος, δύο υπέροχα παιδιά.), αλλά τον τελευταίο καιρό, λίγο η κούραση της καθημερινότητας, εργασία, δουλειές, και τελευταία προκύψαν και τα σοβαρά προβλήματα υγείας του Παυσανία και το σεξ είχε γίνει πλέον πολυτέλεια.. Η ερωτική τους ζωή μπορεί να πει ότι μετά τόσα χρόνια είχε αρχίσει πλέον να διαισθάνεται τα χαοτικά κενά στο σεξουαλικό αφήγημα που συνόδευε το «πακέτο». Και τα ενεργά ακόμη κοιτάσματα τεστοστερόνης προσπαθούν να βρουν απεγνωσμένα διέξοδο προτού επέλθει η αναπόδραστη ξηρασία. Σήμερα είναι μια γυναίκα που βιώνει πόθους και σεξουαλικές επιθυμίες που εκτείνονται πέραν των ορίων του γάμου της, αυτό συνιστά αυτόματα ένα τελεσίγραφο και μια ένδειξη ότι είναι κάτι που δεν παίρνει από τον άντρα δίπλα της.
Έτσι, στο τέλος του καλοκαιριού που έμεινε μοναχή της για αρκετές ημέρες είπε να το ρίξει έξω με παρτενέρ τον Νικηφόρο που ήταν η φαντασίωση της και ήθελε να κάνει κάτι μαζί του στο κρεβάτι κυνηγώντας την ερωτική αφύπνιση απ' τη χειμερία νάρκη της επιθυμίας της την περιπέτεια και τη νέα εμπειρία. Θέλει να επαναπροσδιορίσει τη σχέση με το σώμα της και την ηδονή. Θέλει να νιώσει ότι μετά από ένα σεξουαλικό διάλειμμα ξαναγύρισε πιο έμπειρη και πιο αθώα από ποτέ στην «πιάτσα».
«Όποιος δεν ρισκάρει δεν καταφέρνει τίποτα»... Δικαιολογούσε την απόφαση της.
Μα και ο Νικηφόρος έψαχνε την ευκαιρία, έκανε υποθέσεις και αναζητούσε προφάσεις για το πως θα γινόταν να ικανοποιήσει την σεξουαλική της δίψα. Πάντα ήθελε να της δηλώσει τον πόθο του, αλλά κάτι τον σταμάταγε όταν συνειδητοποιούσε τι πήγαινε να κάνει και το ακύρωνε.
Η σκηνή, που ξεπλενόταν στο υπαίθριο ντους, ήταν στοιχεία που του δείχνουν την αχαρτογράφητη σεξουαλική επιθυμία της Νεφέλης μια γυναίκας που ανακαλύπτει τον χαμένο ερωτισμό της στη μέση ηλικία, πολύ πιο αχαλίνωτα από αυτόν που της υπαγορεύουν τα στεγανά της ηθικής και της κοινωνικής της ταυτότητας. Ακόμα με καύλα θυμάται το σκηνικό και τα μεθεόρτια του καναπέ, πως κουνούσε τα λαγόνια της, και θα ανακαλύψει ότι η Νεφέλη είναι ακόρεστη και επιθετική σεξουαλικά μ' ένα σώμα γλιστερό και δυναμωμένο από τον ήλιο, ανάλγητο και θελκτικό. . και ενώ θα έπρεπε να νοιώθει ενοχές, αντίθετα ένοιωθε πιο ερεθισμένη.
Όταν
απομακρύνθηκαν από το χωριό η Νεφέλη έβγαλε από την τσάντα της ένα
slimline τσιγάρο και το άναψε. Γνώριζε την αδυναμία του Νικηφόρου, να
καπνίζει η γυναίκα την ώρα του ερωτικού φλερτ.
Αυτός έσκυψε και χαϊδεύοντας της την πλάτη της ψιθύρισε:
«Είσαι από τις πιο σέξι και γοητευτικές γυναίκες που έχω γνωρίσει. Θέλω πολύ να σε νιώσω στην αγκαλιά μου, αν θες κι εσύ». Κάποια
στιγμή, σταμάτησε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου, έσκυψε πλησίασε
και την φίλησε στο λαιμό. Στην αρχή αυτή αφέθηκε διστακτικά.
«Σε ενοχλεί αυτό που κάνω;»
«Εεε…»
Δυσκολευόταν να μιλήσει. Μόλις ο Νικηφόρος είδε ότι δεν απαντά, πήρε τα χέρια του από πάνω της.
«Συγνώμη… Δεν ξέρω τι...!»
«Εεε... Εγώ συγνώμη που δεν μίλησα αμέσως. Απλά με έπιασες να..... Δεν με ενόχλησε καθόλου αυτό που έκανες…»
«Πάντα χαίρομαι όταν σε βλέπω Νεφέλη μου!» είπε και την κοίταζε στα μάτια.
«Η θεία πουτάνα και ο ανιψιός πουτανιάρης. Όμορφα μου ακούγεται!» Του λέει.
Ο Νικηφόρος βλέποντας τα σύννεφα της λέει πως πρέπει να ξεκινήσουν για τον προορισμό τους.
«Ώρα
να ξεκινήσουμε γιατί βλέπω χαμηλά σύννεφα που καλύπτουν όλο τον ουρανό
αλλά επιτρέπουν τις ακτίνες του ηλίου να τα διαπερνούν. Μερικές φορές
αυτά τα σύννεφα φέρνουν και λίγη βροχή.»
Το μεγαλύτερο μέρος
του δρόμου πέρναγε μέσα από δάσος με ελιές που συνόρευαν με την θάλασσα.
Οδηγούσε αργά και μύριζαν τις πρώτες νότες του φθινοπώρου, σύντομα ο
ουρανός άρχισε να αλλάζει χρώμα. Οι κόκκινες και μωβ ανταύγειες ήταν
πραγματικά όμορφες, αλλά ήδη η ορατότητα άρχισε να μειώνεται. Τριγύρω
τους υπάρχει η σιωπή της εξοχής που μόνο το θρόισμα των φύλλων την
διακόπτει… Και ο Νικηφόρος με την Νεφέλη συνέχισαν να συζητάνε διάφορα
μα ως επί το πλείστον η συζήτηση περιστράφηκε σε θέματα που εξασφαλίζουν
το ερωτικό πλησίασμα και την έλξη ανάμεσα τους.
«Δεν μου λες αυτός ο αρχιτέκτονας πως και πέρασε από τα μέρη μας…»
«Κάποιος φίλος που τον φιλοξενήσαμε για λίγο…»
«Φίλος εε! Εγώ λέω να ‘χεις τα μάτια σου ανοικτά.»
«Γιατί τι έκανε ο κερατάς!»
«Αγόρι μου όρκο δεν παίρνω, μα σαν στο λέει η Νεφέλη...έχε τα μάτια σου ανοιχτά, όπως λέμε και στο χωριό μας.»
«Δεν ξέρω αν προσπαθείς να μου πεις κάτι.!»
«Λοιπόν ναι προσπαθώ! Άκου λοιπόν να δεις πως έχει η ιστορία...
Ήταν
εκείνες τις ημέρες που είχαν έλθει στην πόλη να μας επισκεφτούν ο
Θρασύβουλος η Αντιγόνη με τα παιδιά σας και εσύ η Εριφύλη και η
Άλκηστις μου είχατε μείνει στις μοναξιές σας. Άτιμε άνδρα ήθελα να
‘ξέρα πως τα περνούσες η μάλλον πως τα κατάφερνες..
Εγώ είχα
έλθει ξαφνικά στο εξοχικό για να φέρω μια μικροσυσκευή της κουζίνας. Δεν σας
βρήκα στο σπίτι αν και ήταν ακόμη σχετικά νωρίς. Φόρεσα το μαγιό μου τύλιξα μια μεγάλη πετσετα μπάνιου επάνω μου και είπα να κατέβω στη θάλασσα να σας συναντήσω και να
δροσιστώ.
Βγαίνοντας στο πλάτωμα της αυλής κοίταξα στην
παραλία να σας βρω. Η παραλία έρημη, έτσι και αλλιώς, η μικρή μας παραλία όταν οι οικογένειες μας λείπουν είναι πάντα έρημη και απομονωμένη. Και τι βλέπω την Εριφύλη με έναν άγνωστο σε μένα νεαρό άνδρα! Ωραίος άνδρας δε λέω.
«Ω, να τα μας!» είπα όταν τους είδα! Το ό,τι τους έπιασα στα πράσα με σόκαρε. Και πως κοίταζε ο ένας τον άλλο. Βεβαιώθηκα
ότι δεν με κατάλαβαν. Αποφάσισα να μη κατέβω στην αμμουδιά. Πήγα
αθόρυβα και στάθηκα κάτω από τον τεράστιο ευκάλυπτο της αυλής και πίσω από τη μεγάλη συστάδα με τα σκίνα σε σημείο που τους έβλεπα καθαρά κρυμμένη και
αθέατη. Λίγα μέτρα πιάτο μπροστά μου ήταν το ζευγάρι μας και επικρατούσε
τόση ησυχία που μπορούσα να ακούσω ακόμη τις ανάσες τους.
....... «Εδώ λοιπόν ξεκινάει η ερωτική μας ιστορία που θα σου διηγηθώ......!»
Απόμερη γωνία, μικρός χρυσαφένιος ο όρμος, πίσω από το σμιλεμένο βράχο της παράλια μας, καταπληκτικό καταφύγιο για ασκητική λατρεία με τη φύση.
Εσύ με την Άλκηστις κολυμπούσατε στα βαθιά… Σας έβλεπα όλο πιο πολύ να απομακρύνεστε μέχρι που σας έχασα. Κοίτα
να δεις που όλα μαζί σας έμοιαζαν ύποπτα, μα τα προσπερνώ για να μην
ρίξω λάδι στη φωτιά. Σας καταλάβαινα ότι η θάλασσα και ο ήλιος σας είχε
ανοίξει την όρεξη για σεξ, και μάλλον ψάχνατε να βρείτε τον τρόπο να
κάνετε το δικό σας παιχνίδι.
Κάτω στη παραλία η Εριφύλη μόλις είχε βγει από το νερό και κρατώντας το αντηλιακό πλησίαζε τον Αρχιτέκτονα που είχε ξαπλώσει στην σκιά.Το κορμί της είχε πάρει ένα σοκολατί χρώμα σημάδι της συνεχούς σχεδόν παραμονής της στην θάλασσα. Έκανε σύνθεση με το καστανικκοκινο μαλλί της που είχε φτιάξει μόλις εκείνο το πρωί. Της πήγαινε και ήταν ακόμη πιο όμορφη έτσι.
«Πολύ ζέστη σήμερα Μωρό μου θα ψηθούμε!» Κατάλαβα να της λέει..
«Ναι! έχει πολύ ήλιο, και η ζεστή δεν αντέχετε με τίποτα, βοήθησε με σε παρακαλώ να βάλω και πάλι αντηλιακό», του λέει και χωρίς να περιμένει ξάπλωσε μπρούμυτα, άνοιξε τα πόδια της να βλέπει ο ήλιος καλύτερα τους γλουτούς και τ' απόκρυφα κάτω απ' το βραζιλιάνικο μπικίνι, και να αισθάνεται τα φευγαλέα χάδια απ' το θαλάσσιο αεράκι να σαλεύει στο κορμί της ευχάριστα.....
Αυτός παίρνει το αντηλιακό ρίχνει λαδάκι στην πλάτη της και άρχισε να το απλώνει κάνοντας ελαφρό μασάζ στο σφιχτό δέρμα της Εριφύλης που χαμογελούσε.
«Έχεις δυνατά χέρια» Του λέει. «Έκανες ποτέ σου μασάζ σε γυναίκα;» Τον ρώτησε.
«Ναι, έχω κάνει.»
«Που το έμαθες;»
Είχα πάει πριν τρία χρόνια στο Θιβέτ και μάθαινα «σιάτσου» μασάζ για ισορροπία και χαλάρωση για να έρθω να το κάνω σ΄εσένα Εριφύλη μου» Της απάντησε γελώντας και εκείνος για να την πειράξει.
Η Εριφύλη από την πρώτη στιγμή τους έβλεπα ήταν αρκετά θερμή και διαχυτική μαζί του και δεν φαινόταν να έχει καμία συστολή. Αντιθέτως κατάλαβα πως είχε όρεξη για παιγνίδια! Γύρισε το κεφάλι της και τον κοίταξε.
«Ααα,! Αυτό είναι υπέροχο νέο. Αν μου κάνεις και μασάζ, θα σου το χρωστάω, να στο ανταποδώσω.» Του λέει.
«Φυσικά στη διάθεση σου Μωρό μου με μεγάλη μου ευχαρίστηση! Το μασάζ είναι ελιξίριο! Τονώνει την ερωτική διάθεση ενώ ταυτόχρονα απαλλάσσει το μυαλό από την ένταση και το στρες.» της λέει και ξεκίνησε με ένα χαλαρωτικό μασάζ σε όλη της την πλάτη, αυτή αφέθηκε στα χεριά του. Έλιωνε μπορώ να σου πω και όλο ανασηκωνόταν και κοίταζε πίσω στην θάλασσα μήπως κάνετε την εμφάνιση εσύ και η Άλκηστις. Σιγά μην γυρνούσατε, εσείς ζούσατε τα δικά σας παιγνίδια άλλα όπως είπα το προσπερνώ.
Ο Αρχιτέκτονας κατάλαβε την αγωνία της και της λέει «Τι κοιτάς Μωρό μου αυτοί ζουν το Μύθο τους θα αργήσουν να γυρίσουν είμαι σίγουρος. Μην ανησυχείς δεν υπάρχει ψυχή γύρο μας.» Και αυτή ήταν και η αλήθεια. Τίποτα. Κανένας.! Μοναξιά παντού!
Ο Τύπος συνεχίζει να κάνει ακόμη πιο αισθησιακό το μασάζ στο κορμάκι της. «Καλογυμνασμένο, σφιχτό κορμί, με σταρένιο δέρμα, τέλεια μαυρισμένο από τον ήλιο. Με τρελαίνει Μωρό μου το κορμί σου.» τον άκουσα να της ψιθυρίζει καυλιάρικα, λες και το έκανε επίτηδες για να καυλώσει και μένα. Έχει τελειώσει το μασάζ στη πλάτη και κατεβαίνει προς το κωλαράκι της. Δεν φάνηκε να διστάζει καθόλου. Η δικιά σου νιώθει το χάδι του στους γλουτούς της με τη δροσιά του λαδιού, και του ανοίγει και άλλο ναζιάρικα τα πόδια
της. Το χέρι του απωθεί το κορδόνι από το μαγιό στην χαραμάδα της άρχισε να χαϊδεύει απαλά τη πίσω τρύπα της.
Γεμίζει
και πάλι την παλάμη του με λάδι, της σηκώνει λίγο την λεκάνη της να του
δώσει χώρο στα χεριά και αυτός χουφτώνει απαλά όλο το μουνί της, και με την παλάμη του της
κάνει μασάζ πάνω κάτω στα πρησμένα μουνόχειλα, η καύλα την τρελαίνει, τον
θέλει να τη γαμήσει.
«Αχ, τι μαγικά χέρια έχεις! Αχ, εκεί! Αχ, ναι, εκεί, κάτω που μου αρέσει πολύ » ακούστηκε η ξεψυχισμένη φωνή της και η κατάσταση να ξεφεύγει με «απρόβλεπτες» συνέπειες. Η Εριφύλη είναι πολύ ευχαριστημένη με τα υπέροχα χέρια του, που αρχίζει να την διεισδύει σκληρά με τα δάχτυλά του δίνοντας της έναν έντονο οργασμό.
Εκείνη ώρα εντελώς απρόσμενα στο πέταλο της απόκρυφης γωνιάς της παραλίας ένας μοναχικός νεαρός εμφανίστηκε πεζοπορώντας ανάμεσα στα βράχια. Προσπερνώντας από κάποια απόσταση το βλέμμα του πέφτει φυσικά στο κωλαράκι της Εριφύλης
και ύστερα στον αρχιτέκτονα. Πιο ζηλόφθονο βλέμμα ίσως δεν του έχουν
ξαναρίξει. Αυτός ατάραχος συνεχίζει απλά το μασάζ τώρα χαμηλά
στα πόδια της, ο νεαρός χάθηκε στη πλάτη του μυχού της αμμουδιάς πίσω από τους βράχους και ολόγυρα πλέον επικρατούσε απολυτή ερημιά και μια γαλήνια θάλασσα. Το ζευγάρι ήταν το μόνο ζωντανό ανθρώπινο πλάσμα στη μικρή μας αμμουδιά. Ένιωθαν απελευθερωμένοι που να φανταστούν ότι κάποιος τους έπαιρνε μάτι τους άκουγε και καύλωνε. Ξάπλωσε δίπλα της και είχαν πλακωθεί στα φιλιά και τα χάδια ο νεαρός άνδρας και η Εριφύλη εκεί στην ερημιά και εκείνη τη στιγμή το τελευταίο που σκεπτόντουσαν ήταν το ότι κάποιος άλλος μπορούσε να τους παρακολουθεί. Δεν υπήρχε κανείς γι' αυτούς. Μοναχά το θρόισμα των φύλλων των δέντρων ηχούσε απαλά, άντε και κάποιο πνιχτό κρώξιμο πουλιού κουρνιασμένου στα κλαδιά στους ευκαλύπτους.Εγώ η παρείσακτος και αόρατος θεατής του ζευγαριού, σβέλτα και ελαφρά προχώρησα και βρέθηκα την κατάλληλη στιγμή, χωρίς κακόβουλη πρόθεση στη κρυφή και απρόσιτη τοποθεσία να τους παρακολουθώ από πολύ κοντινή απόσταση.
Ήταν μεγάλη καύλα να βλέπω τον τύπο να συνεχίζει να κάνει μασάζ στο μουνί της ανιψιάς μου και εγώ να παίρνω μάτι. Το όλο σκηνικό με είχε τρελάνει! Προσπαθούσα να μην το σκέπτομαι, αλλά δε γινόταν το μυαλό μου ήταν κολλημένο, είχα και εγώ τρελές καύλες πλέον! Χωρίς να καθυστερήσω ξεκίνησα και εγώ το μοναχικό μου παιγνίδι. Κάθισα οκλαδόν, με την πλάτη ακουμπισμένη στον κορμό του ευκαλύπτου πίσω από τα σκίνα και φάτσα κάρτα μπροστά μου τα δυο ημίγυμνα κορμιά τους. Ο άνδρας είχε κατεβάσει τη βερμούδα από μπροστά και ο πούτσος ορθώθηκε μπρος του σκληρός. Δεν χρειαζόταν να περιμένω άλλο. Έβαλα το δεξί μου χέρι στο γατάκι μου και αρχίσω να μαλακίζομαι. Ποιο γαμήσι; Δεν υπάρχει καλύτερος οργασμός από τη μαλακία που βαράς παίρνοντας μάτι ένα ανύποπτο ζευγάρι, όπως η Εριφύλη που έχει τουρλώσει την κολάρα της και την κουνάει πάνω στο καυλωμένο παλούκι του άνδρα. Ήθελε τον πούτσο του μέσα της, οπότε αυτός της έδωσε αυτό που ζητούσε! Της ανοίγει τα πόδια, χαμηλώνει και ο πούτσος του γλιστράει μέσα στο μουνί της. Την έπιασε από την μέση και την γαμούσε αργά και ηδονικά. Έβγαζε τον πούτσο του ολόκληρο και τον ξανακάρφωνε στο μουνί της όσο πιο δυνατά μπορούσε. Τον κοιτούσα που μπαινόβγαινε. Τα μουνόχειλα της σχημάτιζαν μία μεμβράνη που τον τύλιγε και σερνόταν πάνω του κάθε φορά που έβγαινε. Η Εριφύλη έβγαλε μια κραυγή καύλας ανασηκώθηκε ακόμη περισσότερο και έσκυψε μπροστά για να τον διευκολύνει. Το χέρι της έπαιζε την κλειτορίδα της. Τα υγρά της μούσκευαν τα αρχίδια του. Εγώ έβαζα και έβγαζα όλο και πιο γρήγορα τα δάχτυλα μου στην πεινασμένη για ηδονή τρύπα μου. Νιώθω μια κραυγή να βγαίνει πνιχτά μέσα από την ψυχή μου. « Αχ! Έτσι γαμιά μου! Σκίσε το μουνί της πασά μου! Γάμησε τη πουτάνα την ανιψιά μου. Χύνω και ΄γω ασταμάτητα κι ας μας ακούσει όποιος θέλει» και παραδίδομαι σε ατέλειωτο οργασμό. Έφυγα χωρίς να σας δω και γύρισα στην πόλη προβληματισμένη πως να αντιδράσω.
Ήταν μεγάλη καύλα να βλέπω τον τύπο να συνεχίζει να κάνει μασάζ στο μουνί της ανιψιάς μου και εγώ να παίρνω μάτι. Το όλο σκηνικό με είχε τρελάνει! Προσπαθούσα να μην το σκέπτομαι, αλλά δε γινόταν το μυαλό μου ήταν κολλημένο, είχα και εγώ τρελές καύλες πλέον! Χωρίς να καθυστερήσω ξεκίνησα και εγώ το μοναχικό μου παιγνίδι. Κάθισα οκλαδόν, με την πλάτη ακουμπισμένη στον κορμό του ευκαλύπτου πίσω από τα σκίνα και φάτσα κάρτα μπροστά μου τα δυο ημίγυμνα κορμιά τους. Ο άνδρας είχε κατεβάσει τη βερμούδα από μπροστά και ο πούτσος ορθώθηκε μπρος του σκληρός. Δεν χρειαζόταν να περιμένω άλλο. Έβαλα το δεξί μου χέρι στο γατάκι μου και αρχίσω να μαλακίζομαι. Ποιο γαμήσι; Δεν υπάρχει καλύτερος οργασμός από τη μαλακία που βαράς παίρνοντας μάτι ένα ανύποπτο ζευγάρι, όπως η Εριφύλη που έχει τουρλώσει την κολάρα της και την κουνάει πάνω στο καυλωμένο παλούκι του άνδρα. Ήθελε τον πούτσο του μέσα της, οπότε αυτός της έδωσε αυτό που ζητούσε! Της ανοίγει τα πόδια, χαμηλώνει και ο πούτσος του γλιστράει μέσα στο μουνί της. Την έπιασε από την μέση και την γαμούσε αργά και ηδονικά. Έβγαζε τον πούτσο του ολόκληρο και τον ξανακάρφωνε στο μουνί της όσο πιο δυνατά μπορούσε. Τον κοιτούσα που μπαινόβγαινε. Τα μουνόχειλα της σχημάτιζαν μία μεμβράνη που τον τύλιγε και σερνόταν πάνω του κάθε φορά που έβγαινε. Η Εριφύλη έβγαλε μια κραυγή καύλας ανασηκώθηκε ακόμη περισσότερο και έσκυψε μπροστά για να τον διευκολύνει. Το χέρι της έπαιζε την κλειτορίδα της. Τα υγρά της μούσκευαν τα αρχίδια του. Εγώ έβαζα και έβγαζα όλο και πιο γρήγορα τα δάχτυλα μου στην πεινασμένη για ηδονή τρύπα μου. Νιώθω μια κραυγή να βγαίνει πνιχτά μέσα από την ψυχή μου. « Αχ! Έτσι γαμιά μου! Σκίσε το μουνί της πασά μου! Γάμησε τη πουτάνα την ανιψιά μου. Χύνω και ΄γω ασταμάτητα κι ας μας ακούσει όποιος θέλει» και παραδίδομαι σε ατέλειωτο οργασμό. Έφυγα χωρίς να σας δω και γύρισα στην πόλη προβληματισμένη πως να αντιδράσω.
..«Ααα την Καριόλα την ανιψιά σου» Λέει ο Νικηφόρος και ξεσπάει σε δυνατά γέλια. «Γι'
αυτό και εγώ μετά το μεσημεριανό γεύμα την ώρα που εγώ ανέβαινα επάνω στα δωμάτια για ύπνο και είχα
φτάσει στα τελευταία σκαλοπάτια και δεν με βλέπανε την άκουσα να του
λέει του αρχιτέκτονα. Ο Νικηφόρος πάει για ύπνο. Ίσως είναι η
κατάλληλη ώρα να σου ανταποδώσω τη χάρη για το υπέροχο μασάζ που μου
έκανες στη παραλία. Σε δέκα λεπτά θα κατέβω στον ξενώνα μ’ ένα γλυκό που έκανα με
τα χεράκια μου να σε ευχαριστήσω.» Την ώρα που κατέβαινε στο ξενώνα σίγουρα θα έριξε μια ματιά πίσω της να αντιληφθεί αν εγώ αναπαυόμουν ήδη στο κρεβάτι μας..
«Νεφέλη μου σα να τους βλέπω στη συνέχεια του μασάζ. Ο Αρχιτέκτονας να της προσφέρει και πάλι μοναδική εμπειρία αισθησιακού μασάζ με τον πούτσο του στη σφιχτή κωλοτρυπίδα της.! Τι νόμιζες; Ότι θα με σοκάρεις; Ότι δεν ξέρω τι συμβαίνει μέσα στο σπίτι μου ή ότι θα μου έπεφτε ο ουρανός στο κεφάλι με αυτά που μαθαίνω; Το
γαμήσι Νεφέλη μου δεν είναι μόνον πράξη. Το γαμήσι δεν το ψάχνεις μόνον
στο κάτω κεφάλι, αλλά κυκλοφορεί μέσα στο μεγάλο, στο επάνω κεφάλι.
Στο πως το σκέπτεσαι. Στο πως το συναισθάνεσαι. Έλα εσύ στη θέση της
Εριφύλης την ώρα που ντυμένη σένια, με το πράσινο φουστάνι με την μαύρη
ζώνη και τις ασορτί μαύρες γόβες, και με το κατακόκκινο κραγιόν στο
χρώμα της φωτιάς, κοιτάζει τον εαυτό της στο μεγάλο καθρέφτη της
κρεβατοκάμαρας και με θαυμασμό σκέφτεται και λέει δυνατά φτου σου
μουνάρα μου! Και χαϊδεύει μονάχη το μουνί της. Πόση να κάνει
υπομονή και πόσο να αντέξει κάτι τέτοιες στιγμές που υπάρχει το σεξ στο
μυαλό της, και το κορίτσι η Εριφύλη μας το βράδυ πάλι μόνη ξενυχτά με τα
ποδάρια ανοιχτά και μουσκίδι την κιλότα; Είναι τόσο καυλωμένη που
επαναστατεί, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Ο πόθος μπαίνει μέσα της και
στριφογυρίζει, τον νιώθει κάτω από το δέρμα της, τον νιώθει στους
παλμούς της καρδιάς της που αυξάνονται, κάτω χαμηλά στην κοιλιά, που
γίνεται τόσο ευαίσθητη που ένα άγγιγμα ή ακόμη και η σκέψη για το
πρόσωπο που ποθεί γεμίζει αίμα την κλειτορίδα της. Είναι εκείνες οι
στιγμές που το μουνί της έχει ψυχή και λογικό να γουστάρει γαμήσι και
παιχνίδια.! Και ο Νικηφόρος της απουσιάζει πολύ καιρό και μαζί του απουσιάζει και η ικανοποίηση της καύλας της που την αναζητάει το αίμα της και η ψυχούλα της. Βλέπεις μετά από δέκα χρόνια γάμου και με τη συχνή και μακροχρόνια απουσία του είναι ένας εξαιρετικός καταλύτης που η καύλα στη ζωή της γίνεται ανυπόφορα ενοχλητική σαν ασθένεια που έγινε χρονία και ψάχνει να βρει γιατρό.
Κατανοώ πλήρως πως όταν απουσιάζω από το κρεβάτι μας μεγάλα χρονικά διαστήματα να νιώθει την έλλειψη του σεξ. Γιατί ήταν φανερό ότι η Εριφύλη που δεν μπορούσε να βρει ικανοποίηση από μένα γιατί απουσίαζα στα πέρατα των ωκεανών της υδρογείου, αργά ή γρήγορα, θα σκεφτόταν να αναζητήσει τη σεξουαλική ευχαρίστηση κάπου αλλού! Αυτό που μέσα μου πάντα το θεωρούσα αναπόφευκτο! Και με το δίκιο της όταν νιώθει τη σεξουαλική στέρηση. Το σεξ είναι βιολογική ανάγκη μας, υποτίθεται βρίσκουμε σύντροφο για να ικανοποιούμε αυτή την ανάγκη, αλλιώς καθόμασταν και μόνοι μας και αυτό το τελευταίο είναι το αγκάθι. Που έλεγε και το άσμα.
Συζητώντας και κουτσομπολεύοντας ούτε που κατάλαβαν πότε έφτασαν στο σπίτι. Το
σπίτι βρίσκεται στο τέλος του οικισμού, σε μια σχετικά απομονωμένη παραλία, μακριά
από ενοχλήσεις και άλλους ανθρώπους. Εκεί θα είχαν για μια βδομάδα μια
ήρεμη ζωή, με σπάνιες επισκέψεις στην πόλη που θα 'ταν αρκετές για να μη
θεωρηθούν ερημίτες και κάποιες φορές θα είχαν και περαστικούς
επισκέπτες, φίλους και από τα γύρω εξοχικά σπίτια που θα τάραζαν τη
ρουτίνα τους.
Η Νεφέλη κατεβαίνοντας απ’ το αυτοκίνητο άκουσε τις πρώτες σταγόνες της βροχής στα κεραμίδια και χαμογέλασε μέσα της. «Βρέχει!
Δεν ξέρω γιατί, αλλά η βροχή μου θυμίζει το άρωμα της ηδονής.» Τρέχει
ανοίγει την πόρτα του σπιτιού και κρατά την ανοικτή να περάσει ο
Νικηφόρος με τις σακούλες τα ψώνια. Η πρώτη του σκέψη ήταν να
πάει κι αυτός γρήγορα στο σπίτι, αλλά έμεινε ακίνητος στη θέση του, με
το βλέμμα στυλωμένο στη γαλήνια επιφάνεια της θάλασσας, στα νωθρά,
ακίνητα κλαδιά των δέντρων, στο συννεφιασμένο ουρανό. Η βροχή σταμάτησε
και για λίγο επικράτησε απόλυτη σιωπή. «Μωρό μου! στα μέρη
μας λένε… Όποιος πιστεύει πως η λιακάδα φέρνει την ευτυχία, δεν έχει
χορέψει στη βροχή.. Και έχεις παρατηρήσει ποτέ μια ξεχωριστή οσμή στην
ατμόσφαιρα, όταν οι πρώτες φθινοπωρινές σταγόνες βροχής πέφτουν στο
ζεστό, ξηρό έδαφος; Είναι αυτό που πολλοί περιγράφουν ως «μυρίζει το
χώμα».
Αμέσως μετά φάνηκαν οι πρώτες λάμψεις απ’ τις αστραπές
και ακολούθησαν οι βροντές της πρόσκαιρης και απρόσκλητης πρώτης
καταιγίδας τούτου του φθινοπώρου. Ο Νικηφόρος αφού ξεφόρτωσε
τις τσάντες πετάχτηκε στο δικό του σπίτι να επιθεωρήσει τις ασφαλιστικές
διατάξεις ώστε να το ασφαλίσει από την κακοκαιρία που έρχεται στην
περιοχή και είναι έτοιμη να δείξει τα «δόντια» της ... ιδιαίτερα τη
νύχτα που αναμένεται να δημιουργήσει προβλήματα. Το μπουρίνι τελικά ήταν τοπικού χαρακτήρα, όχι μεγάλης χρονικής διάρκειας και τα καιρικά φαινόμενα εξασθένησαν σχετικά σύντομα.
Η
Νεφέλη κατέβηκε στην παραλία. Περπάτησε ξυπόλυτη πάνω στη νοτισμένη
άμμο. Λατρεύει τη θάλασσα μετά τη βροχή. Ήταν μόνη της. Λογικό τέτοια
εποχή. Νυχτώνει όλο και πιο νωρίς αλλά δεν κάνει ακόμα κρύο. Δυο
δελφίνια βγήκαν στα ρηχά. Με το ζόρι κρατήθηκε και δεν βούτηξε μαζί
τους. Ούτε θυμάται πόση ώρα έμεινε εκεί. Η αίσθηση του υγρού χώματος στα
πέλματά της την χαλαρώνει απίστευτα. Η παραλία το φθινόπωρο γίνεται το
σπίτι της πλέον. Κι ας βρέχει. Της αρέσει η ησυχία της. Μπορεί να
συγκεντρωθεί στις σκέψεις της. Η θάλασσα παίρνει ένα μαβί χρώμα μετά τη
δύση. Το αγαπά αυτό το χρώμα τελικά.
Γυρνώντας ο Νικηφόρος στέκεται στο μπαλκόνι και ατενίζει την Νεφέλη να ρεμβάζει στην παραλία. Περπατούσε ανέμελη στην άκρη της θάλασσας, με τα παπούτσια της στο χέρι. Την βλέπει να απολαμβάνει σιωπηρά τη γαλήνη με τον ερχομό του πρώτου φεγγαριού και μαγεμένη απ’ το νωχελικό λίκνισμα των δέντρων στο ελαφρύ αεράκι, ανατρίχιασε ελαφρά στη φθινοπωρινή υγρασία και είχε καρφώσει τα υπέροχα μάτια της στον κατακόκκινο ήλιο που βασίλευε αργά - αργά στο βάθος της κατασπράσινης κορυφής του Χλωμού που δέσποζε πάνω απ' την κοιλάδα.
Ο Νικηφόρος χωρίς να το σκεφτεί σκύβει στο μπαλκόνι και της φωνάζει: «Νεφέλη, Νεφέλη!» Δεν τον ακούει, δεν τον είχε προσέξει, ότι είχε γυρίσει, μέχρι που βαρέθηκε να ρεμβάζει και γύρισε και τον κοίταξε. Αυτά που έλεγαν τα μάτια τους δε γινόταν να ειπωθούν εύκολα με λόγια. Αρκεί να κοιταχτούν και ξέρουν. Της χαμογελάει και του απαντά καταφατικά με το κεφάλι.
.... Μέχρι να ανεβεί η Νεφέλη ο Νικηφόρος έχει
ανάψει το τζάκι, έβαλε απαλή μουσική να παίζει και ετοίμασε ένα κρύο
δείπνο μ’ ένα μπουκάλι μυρωδάτο κρασί.
Η Νεφέλη για τα
σαράντα πέντε της χρόνια είναι μια πολύ δυνατή γυναίκα, με ηλιοκαμένο
δέρμα, κορμί σφικτό, ούτε ίχνος λίπους. Γλυκιά, χαμογελαστή, με τα
κατάλευκα δόντια της και ένα περπάτημα αργό και ταυτόχρονα προκλητικό,
με το στητό της κωλαράκι. Δεν είναι ο τύπος της ψηλής γυναικάρας με τα
ατέλειωτα πόδια. Αλλά είναι αυτό που λένε σέξι, με τέλειες αναλογίες κι
ένα βλέμμα, που όταν σε κοιτάξει, τρελαίνεσαι και θέλεις να την
ξεσκίσεις. Έχει αυτό το πρόστυχο που προκαλεί τον άντρα. Η Νεφέλη, ακόμα
και ράσο να φορέσει θα τραβάει τους άντρες.
Μπαίνοντας στο
σπίτι στάθηκε δίπλα στο τζάκι να στεγνώσει και τον περίμενε να κάνει την
κίνηση, απλώς για να μην του στερήσει την ευκαιρία να παίξει τον
πανάρχαιο ανδρικό ρόλο. Δεν ανάσαινε, όταν την πλησίασε. Χαμήλωσε
ξαφνικά τα μάτια, όταν έφτασε πολύ κοντά της. Άπλωσε το χέρι, άρπαξε τα
μαλλιά της πίσω απ’ τον αυχένα της, τράβηξε το κεφάλι της προς τα πίσω,
και κόλλησε, σκύβοντας, τα χείλη του στα δικά της, που μισάνοιξαν. Δεν
είχε μεγάλη διάρκεια το φιλί, αλλά μεγάλη ένταση. Αναστέναξε βαθιά και
ρούφηξε την ανάσα που βγήκε με θόρυβο από το στόμα της.
Μείνανε
για λίγο έτσι... Ανάσαινε την ευωδιά του μουσκεμένου κορμιού της και
των μαλλιών της, και παρακολουθούσε τη δική της απαλή ανάσα, να ηρεμεί
σιγά - σιγά. Σήκωσε το κεφάλι της ξαφνικά, και τον κοίταξε. Τα μάτια της
έλαμπαν…
Έτσι, το παραμύθι τους άρχισε να γράφεται κι η ιστορία τους ξεκίνησε.
Η αλήθεια είναι ότι η
δύσκολη καθημερινότητα και η ρουτίνα είχε βαλτώσει την ερωτική της
διάθεση και το σεξ σχεδόν εξαφανίστηκε από τα καθημερινά ενδιαφέροντα
της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έπαψε να είναι ένα ερωτικό ον που
έμπαινε συχνά σε πειρασμό και το χειρότερο πως δεν ήξερε τι έπρεπε να
κάνει σ' αυτές τις περιπτώσεις, όταν οι πιο κρυφές της σκέψεις, αυτές
που δεν τολμούν να ειπωθούν, ώρες ώρες ταξίδευαν στο μέσα της, με την
μορφή του Νικηφόρου.
.... Ήταν αυτό το καλοκαίρι όμως που ήδη
τα σημάδια της δείχνουν ότι χρειάζεται να ζωντανέψει τη σεξουαλική της
ζωή. Είχε αρχίσει να σκέφτεσαι ότι κάτι δεν πάει καλά σε αυτόν τον τομέα
αλλά δεν είναι σίγουρη τι ακριβώς.
Η μήπως τελικά είναι σίγουρη;
Ένιωθε
περίεργα xαλαρωμένη τη ζωή της και ο οργανισμός της να ζητάει τη γεύση
μιας περιπέτειας, τη σχέση την περιστασιακή και φευγαλέα, το κάτι άλλο
το πιο φρέσκο που θα χρωματίσει τις ημέρες της και τη ρουτινιασμένη
εικόνα της.
..... Δεν μπορεί να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που ένιωσε τόση σεξουαλική ενέργεια να διατρέχει το σώμα της.
Η εικόνα της ξαπλωμένης Εριφύλης και το απολαυστικό ερωτικό μασάζ στα όρια της σαρκικής ακολασίας και της ηδονής που της έκανε στην ερημική παράλια ο Αρχιτέκτονας την αναστάτωσε, φέρνοντας έντονο σεξουαλικό πάθος στις επόμενες νύχτες της.
Αλλά τι λέω τώρα; Όλοι οι ναυτικοί ξέρουν πως οι γυναίκες τους σπανίως καταφέρνουν να μένουν πιστές, ψάχνουν αλλού όσα τους λείπουν και κυλιούνται στα κρεβάτια τα ξένα.... γαμιούνται κρυφά...., αλλά το κρατάνε εφτασφράγιστο μυστικό.
Να όπως εκείνη η συγχωριανή μου η Φαίδρα.
Η Φαίδρα είναι παντρεμένη και έχει και δυο παιδιά. Ο άντρας της είναι ναυτικός και λείπει πολύ καιρό από το σπίτι. Η Φαίδρα μένει με την πεθερά της. Η πεθερά της Φαίδρας είχε συστήσει στην νύφη της έναν συγγενή της καθηγητή στην Αθήνα που θα βοηθούσε τα εγγόνια της στα σχολικά τους. Mε τον καιρό οι φήμες λένε ότι έτσι όπως εξελίχθηκε η ιστορία μεταξύ τους είναι αρκετά σίγουρο ότι η Φαίδρα είχε και η ίδια παράνομη σχέση εκείνη την εποχή, και άρχισε να κερατώνει τον άντρα της.
..Τέλος πάντων κάπως έτσι η Νεφέλη, θυμάται ιστορίες παλιές με τις γυναίκες των ναυτικών. Και δεν είναι και λίγα, όλα όσα είχε ακούσει να συμβαίνουν στην εποχή της γιαγιά της που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια πολιτεία λιμάνι και είχε πολλούς ναυτικούς. Πως γλυκοκοιτούσαν εκείνο τον παλιό καιρό τους ταχυδρόμους, και γενικά οποιονδήποτε άντρα έμπαινε για τον οποιονδήποτε λόγο στα σπίτια τους όπως ακόμη και οι γαλατάδες.
Λοιπόν από την τρίτη ή τέταρτη επίσκεψη τους γινόταν φανερό ότι υπάρχει η επιθυμία να υπάρξει προσέγγιση μεταξύ τους, γίνεται φανερή από το βλέμμα «οικειότητας». Ένα βλέμμα που δείχνει ερωτικό ενδιαφέρον και που πυροδοτεί τη σεξουαλική επιθυμία της γυναίκας για σεξ.. Τους άνοιγαν την πόρτα φορώντας μόνο ένα μισάνοιχτο διάφανο νεγκλιζέ που που δεν άφηνε και πολλά στη φαντασία για το πληθωρικό κορμί τους και να σου τα κομπλιμέντα, και να σου οι φιλοφρονήσεις, και «Αχ, Λεβέντη μου, περάστε μέσα να σας κεράσουμε ένα γλυκό του κουταλιού που μου φέρατε το μηνιάτικο από τον άντρα μου», και «Αν θες ομορφιά μου να σας προσφέρω ένα καφέ και νερό για τον δρόμο που τραβήξατε μέχρις εδώ;» πρότειναν ευθαρσώς.
«Μα είναι πρέπον;» έλεγε διστάζων ο άνδρας.
«Γιατί δεν περνάτε μέσα να μην τα λέμε όρθια στην πόρτα; Θα σας τρατάρω και γλυκόν περγαμόντον, που κατασκεύασα με τα χεράκια μου,» επιχειρηματολόγουσε η κυρία και δεν είχαν τελειωμό τα νάζια της, τα ωραία της, άμα ήταν ομορφάντρας ο λεγάμενος και του κάνει χώρο να περάσει.
Χαλούσε και αυτός χατήρι; Διότι εις το γλυκόν περγαμόντον ουδείς δύναται να αντισταθεί, και άλλο που δεν ήθελε να μπει στον πειρασμό.
«Και γιατί όχι καλή κυρία να περάσω να τα πούμε και από κοντά.» Συμφωνούσε ο ομορφάντρας και όταν τα θέματα της επαγγελματικής συνεργασίας είχαν λυθεί και αναλυθεί λεπτομερώς περνούσαν και στα προσωπικά. Το παράπονο της ήταν πως ήταν τόσα χρόνια παντρεμένη και όμως πόσο μόνη νοιώθει και βολοδέρνει στη μοναξιά της. Το πρόβλημα είναι ότι η δουλειά που κάνει ο άνδρας της περιέχει μεγάλης διάρκειας ταξίδια με αποτέλεσμα να μην περνάνε ούτε το μισό χρόνο μαζί όπως ένα κανονικό ζευγάρι. Αυτή η απουσία του συζύγου επηρεάζει την κοινωνική αλλά και την ερωτική της ζωή. Είναι που ο έρωτας είναι ένα μεγάλο και περίπλοκο κεφάλαιο και η Νεφέλη φαντάζεται στη συνέχεια η γυναίκα του ναυτικού υποκύπτει στη σαγήνη του σεξ και της καύλας, και πως ο ομορφάντρας της γλυκαίνει το παράπονο.!
«Μου λείπει πολύ» του απαντούσε «αλλά μην νομίζεις ότι είναι και εύκολο είμαι σχεδόν σαράντα πέντε τώρα και όλοι πλέον κυνηγάνε τα πιπίνια»
«Εγώ πάντως όχι προτιμώ τις γυναίκες της ηλικίας σου. Έχω πάει με νεότερες που δε σε φτάνουν στο τόσο».»
Αυτό της άρεσε φαίνεται και ξαναχαμογέλασε!
«Μμμμμ έχω ακούσει τέτοια….»
«Εσύ φταις που δεν φροντίζεις να κάνεις όσα χρειάζεται για να λιώνουν οι άνδρες για πάρτη σου. Εσύ φταις όχι οι άνδρες!»
«Αυτά τα λες για να με παρηγορήσεις. Ούτε εσύ τα πιστεύεις».
Η κυρά έδειχνε μπερδεμένη! Είναι καυλωμένη αλλά όχι πολύ έμπειρη. Περιμένει από τον άνδρα να αναλάβει αυτός πρωτοβουλία.
««Αλήθεια τα λες;»
«Μπορώ να στο αποδείξω ότι ώρα θέλεις μωρό μου» της είπε σκύβοντας προς το μέρος της.
Η γυναίκα είχε ανάψει αλλά πως να το παραδεχτεί. Ο γεροδεμένος νεαρός ταχυδρόμος της είχε ανασκαλίσει όλες τις μνήμες πώς είναι να σε θελει ένα όμορφο αρσενικό, αλλά δεν έπαυε να γνωρίζει ότι ήταν λάθος σε πολλά επίπεδα.
«Κοίτα, λυπάμαι, καλύτερα να φύγεις τώρα,» του λέει.
«Αφού το θέλεις κοπέλα μου και εσύ» της ψιθύρισε αργά. Με θάρρος βάζει το ένα χέρι κάτω από το φόρεμα της και το ανέβασε αργά-αργά στο μηρό της Η αναπνοή της γυναίκας γινόταν όλο και πιο γρήγορη και ρηχή όσο πλησίαζε στο μουνί της. Θέλοντας να τη βασανίσει, του χέρι μετακινήθηκε ξανά προς τα κάτω στο αριστερό της πόδι. Το ανέβασε ξανά αυτή τη φορά λίγο πιο γρήγορα και ένιωσε μια σύσφιξη του μηρού της κάνοντας και πάλι επαφή με το παλλόμενο μουνί της πίσω από το βρακάκι της πριν το χέρι ξαναγυρίσει στο δεξί της πόδι. Ο άνδρας το επανέλαβε αυτό αρκετές φορές σαν να έπαιζε μαζί της. Η γυναίκα αισθανόταν τρομοκρατημένη, αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά καυλωμένη. Ήξερε ότι αυτό ήταν λάθος. Ο τελευταίος άλλος άντρας που είχε έρθει σε επαφή με το μουνί της ήταν ο άντρας της ο ναυτικός πριν μερικούς μήνες. «Ω, Θεέ μου...» βόγκηξε καθώς ο άνδρας τη βοήθησε να βγάλει την κιλότα της και με το δάχτυλο του διέτρεχε κατά μήκος των χειλιών της κάτω περιοχής της. Στη συνέχεια ο άνδρας έσυρε αργά δύο δάχτυλα κατά μήκος του μουνιού της και η γυναίκα ανατρίχιασε στην επαφή με την κλειτορίδα της. Στα επόμενα δευτερόλεπτα εκείνος άγγιζε μόνο τα μουνόχειλα της και χάιδεψε ξανά την κλειτορίδα της με μια κίνηση προς τα κάτω, κι εκείνη αναστέναξε σχεδόν σαν να ανακουφίστηκε.
«Είσαι καυλοπούτανο.» της ψιθύρισε ο άνδρας με ένα πλατύ χαμόγελο. Η γυναίκα είχε τα μάτια της κλειστά καθώς εκείνος συνέχιζε να πειράζει το μουνί της και να ψιθυρίζει. Βλέννα έρεε τώρα από το μουνί της, ενώ της φιλούσε το λαιμό, βλέποντας ότι είχε αρχίσει η παράδοση. Ο άνδρας πέρασε το μεσαίο του δάχτυλο πάνω από το μουνί της αυτή τη φορά ασκώντας μεγαλύτερη πίεση. Το δάχτυλό του γλίστρησε εύκολα ανάμεσα στις πτυχές της, καθώς τα χείλη της χωρίστηκαν και αγκάλιασαν τον εισβολέα τους.
Η γυναίκα ανατρίχιασε: «Ω, γαμώτο, Θεέ μου...», αναστέναξε δυνατά. Αυτός βλέποντας την καύλα της, βύθισε περαιτέρω το δάχτυλό του στη θάλασσα των χυμών του μουνιού της και παρέμεινε μέσα της, λυγίζοντας διακριτικά το δάχτυλό του, δοκιμάζοντας την ένταση στην τρύπα της.
Η γυναίκα ανέπνεε τώρα βαριά, καθώς εκείνος έπαιζε με τη ζουμερή της τρύπα. Έσπρωξε το δάχτυλό του πιο μέσα, μέχρι που δε μπορούσε να προχωρήσει άλλο προκαλώντας έναν πανίσχυρο βογκητό από την αποπλανημένη πλέον σαρανταπεντάρα γυναίκα.
«Ω, Χριστέ μου.» φώναξε.
Ο άνδρας άρχισε ξαφνικά να της βάζει δάχτυλα με πολύ πιο επιθετικό και γρήγορο τρόπο. Βόγκηξε η γυναίκα καθώς ο άνδρας την έφερνε όλο και πιο κοντά σε έναν οργασμό. Διατήρησε το γρήγορο ρυθμό για τουλάχιστον ένα λεπτό, μέχρι που ο κόλπος της ξέσπασε εντελώς, εκτοξεύοντας τη μια ροή μετά την άλλη χυμών πάνω στον εαυτό της, στο κρεβάτι και εκείνον.
«Έτσι καργιολάκι.» γέλασε ο άνδρας πριν της ανοίξει διάπλατα τα πόδια της. Η γυναίκα είχε κλείσει τα μάτια της, ασθμαίνοντας με σφιγμένες γροθιές στο κρεβάτι. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι που άνοιξε τα μάτια της πάνω στην ώρα για να δει έναν πλέον ημίγυμνο άνδρα να ανεβαίνει στο κρεβάτι και να τοποθετεί ένα μεγάλο και χοντρό πέος μπροστά από τον κόλπο της. Είχε παραλύσει. «Ω, όχι.» διαμαρτυρήθηκε, καταβάλλοντας προσπάθεια για να φανεί ότι αντιδρούσε, εάν και όσο το έλεγε δε μπορούσε να πάρει το βλέμμα της από τον παλλόμενο πούτσο του άνδρα που πλησίαζε απειλητικά το μουσκεμένο μουνί της.
«Δίκιο έχεις,» της απάντησε χαμογελαστά ο άνδρας. «Πριν το γαμήσω θέλω να γευτώ αυτό το παραμελημένο μουνάκι, κυρία μου»., πιάνοντας τη με τα δύο χέρια από τους γοφούς και απλώς σήκωσε το σώμα της, τραβώντας το εύκολα πάνω του, με τους γοφούς και τα πόδια της να αιωρούνται μπροστά από το πρόσωπό του..
«Σταμάτα!» Μουρμούρισε, αλλά δεν πάλεψε καθόλου για να ξεφύγει. Ένιωσε την καυτή του ανάσα στο μουνί της και ένιωσε την υγρή του γλώσσα να αρχίζει να χτυπάει την κλειτορίδα της και ένιωσε σα μία έκρηξη να συνέβη στον εγκέφαλο της. Ο άνδρας συνέχισε να την πειράζει μόνο με την άκρη της γλώσσας του και δε χρειάστηκαν παρά λίγες ανάσες για να ευχηθεί κρυφά η μπερδεμένη γυναίκα να τη γλείψει περισσότερο. Ένιωθε κάθε αργό αλλά ηλεκτρικό άγγιγμα στην κλειτορίδα της. Ο άνδρας έβαλε τα χέρια του γύρω από τα οπίσθια της και έσφιγγε δυνατά κάθε κωλομέρι της. Εκείνη για πρώτη φορά άρχισε ασυναίσθητα να κουνάει λίγο τους γοφούς της και ο άνδρας χαμογέλασε καθώς έβλεπε να σπρώχνει το μουνί της αργά προς το πρόσωπό του. Τράβηξε αργά κι άλλο τα κωλομάγουλα της και στη συνέχεια έγειρε το κεφάλι του προς τα κάτω, επιτρέποντας στο μεγαλύτερο μέρος της γλώσσας του να την αγγίξει ακόμα περισσότερο. Έγλειφε αργά τη σχισμή της, σπρώχνοντας την γλώσσα του ανάμεσα στα χείλη της και εξερευνώντας το άνοιγμα στο εσωτερικό της με την άκρη της γλώσσας του. Την άκουσε να βογκάει και ανταποκρίθηκε με περισσότερη γλώσσα. Η γυναίκα βρισκόταν στα πρόθυρα μιας έκστασης, νιώθοντας τη γλώσσα του άνδρα να πειράζει την είσοδό της. Ένιωθε το μουνί της να την αγκαλιάζει και συνειδητοποίησε ότι σχεδόν έσφιγγε το μουνί της στο πρόσωπό του. Πριν μπει μέσα της, ο άνδρας έφτασε ψηλά και με τα δύο του χέρια χάιδεψε το απίστευτο ζευγάρι βυζιών που βρισκόταν μπροστά του και που αναπηδούσαν από ταραχή. Τα δάχτυλά του επικεντρώθηκαν στις διογκωμένες κι ανασηκωμένες θηλές της, κάτι που ανάγκασε τη γυναίκα να ανοίξει το στόμα της και να πάρει λίγο αέρα. Σκέφτηκε ξανά την κατάσταση στην οποία βρισκόταν και δεν ήξερε πώς μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό να κάνει σεξ με έναν άλλο άνδρα. Κοίταξε κάτω ανάμεσα στα πόδια της, όπου διαγράφονταν η κορυφή του πέους του άνδρα, να παίζει με την υγρή σχισμή της, και φοβόταν να παραδεχτεί ότι ήθελε να το νιώσει μέσα της.
Ο άνδρας είχε σχεδόν χαθεί στα βυζιά της, αλλά κατάλαβε τη γυναίκα να τραβάει τα γόνατα της πάνω από τους γοφούς του και να φέρνει το γυμνό της μουνί στη μέση του άξονά του. Ένιωσε τα χείλη της να απλώνονται σε κάθε πλευρά του πούτσου του. Έφτασε με το ένα χέρι και έπιασε την άκρη του πούτσου του, καθώς άρχισε να τρίβει την κλειτορίδα της πάνω στη στύση του γλιστρώντας πάνω- κάτω. Το μουνί της το ένιωθε καυτό, υγρό και λείο. Άφησε τα υγρά μουνόχειλα να χαϊδέψουν την ψωλή του με το καυτό τους άνοιγμα. Δε μπορούσε να πιστέψει πόσο τον είχε καυλώσει αυτή η καυτή γκόμενα. Έσπρωξε τα βυζιά της ίσια πάνω του, μετακινώντας την και φέρνοντας τα μουνόχειλα της ακόμα περισσότερο πάνω στα πλαϊνά του πούτσου του.
«Έτσι, καλή μου κυρία, τρίψε το μουνάκι σου στον πούτσο μου» της γουργούρισε, κρατώντας ακόμα τα στήθη της, αφήνοντας τον αντίχειρα να γλιστράει μπρος- πίσω πάνω σε κάθε θηλή. Οι αναπνοές της γίνονταν όλο και πιο σύντομες, καθώς τα χτυπήματά της στον πούτσο του γίνονταν όλο και πιο έντονα.
«Το μουνί σου είναι τόσο καυτό και υγρό» της είπε, τραβώντας το βλέμμα της.
Άρπαξε τον κώλο της και γλίστρησε το πούτσο του μέσα στο μουνί της σε όλη τη διαδρομή , μέχρι που το χοντρό πουτσοκέφαλο του δε μπορούσε να προχωρήσει άλλο. Ο άνδρας κράταγε τους γοφούς της στην κορυφή του πούτσου του, ο οποίος έκανε πάρτι μέσα της. Ένιωθε το μουνί της σαν ένα μικρό καμίνι πάνω στον πούτσο του. Η γυναίκα λάτρευε αυτό που ένιωθε, μπορούσε να νιώσει καθαρά τον σφυγμό του. Το κεφάλι του πούτσου του σχεδόν παλλόταν στο υγρό μουνί της. Ήξερε ότι δεν ήταν παρθένα, αλλά ένιωθε σαν παρθένα μετά από τόσους μήνες ξηρασίας. Έκανε μια παύση, απολαμβάνοντας την αίσθηση της προσαρμογής στο μέγεθός του. Εντάξει, σκέφτηκε, αυτό θα συμβεί μόνο αυτή τη φορά και κανείς δε θα το μάθει ποτέ.
«Θεέ μου... είναι τέλειο». εξέπνευσε τελικά αργά, καθώς ένιωθε τον πούτσο του να τεντώνει το μουνί της όπως τίποτα άλλο. Ποτέ δε θυμόταν να έχει ανάψει τόσο πολύ. Είχε το όλο το μήκος του μέσα της και ένιωθε κάθε εκατοστό μέσα της. Ένιωθε σαν να ήταν πιο γεμάτη από ότι ήταν ποτέ και θα μπορούσε ποτέ να είναι. Αλληθώριζε από την έντονη ηδονή! Είχε παραδοθεί άνευ όρων. Ο άνδρας απλώς συνέχισε να κινείται μέσα της, σπρώχνοντας ολόκληρο το σώμα της με κάθε ώθηση και τραβώντας την πίσω με τα χέρια του κάθε φορά, αυξάνοντας σιγά σιγά τη δύναμη και την ταχύτητα. Δεν πέρασε πολύ ώρα πριν ο επιβήτορας ξεκινήσει να την πηδάει ακόμα πιο σκληρά. Οι πατούσες της κυμάτιζαν τώρα άγρια προς το ταβάνι και η ίδια πνιγόταν στον πόθο της. Κάθε ώθηση την ανάγκαζε να βογκάει από καύλα. Νέοι πίδακες υγρών εκτοξεύονταν από μέσα της πιτσιλώντας και τους δύο. Η γυναίκα είχε χάσει κάθε αίσθηση χρόνου ένιωθε τον πούτσο του μέσα της να αρχίζει να αναπηδάει πιο γρήγορα και δυνατά, ενεργοποιώντας κάθε νεύρο στο μουνί της. Δεν ήξερε πραγματικά τι να κάνει. Της άρεσε το πώς ένιωθε, αλλά ένιωθε ντροπιασμένη. Μήπως επειδή δεν ήθελε να ξέρει πόσο τσούλα είχε γίνει ξαφνικά; Ανταποκρινόταν όμως ασυναίσθητα στο ρυθμό του, ανταποδίδοντας με μικρές δικές της αντεπιθέσεις. Δεν της είχε συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο με το σύζυγο της.
« Αχ, ναι...» ξέφυγε . Ο πούτσος του γαμιά της άνοιγε το μουνί της Μπορούσε να νιώσει ότι ο άνδρας της τα έδινε όλα τώρα. Την κρατούσε και από τους δύο γοφούς και την οδηγούσε. Ο χοντρός πούτσος του τη διέλυε. « Ναι! Γάμησε με με το χοντρό καυλί σου...» άκουσε ο άνδρας να ξεστομίζει η γυναίκα μιλώντας πλέον σαν πουτάνα, καθώς έσπρωξε τη λεκάνη της μέχρι τέλους πάνω στην πούτσα του. Και αυτό που άκουσε στη συνέχεια ο άνδρας δεν μπορούσε πραγματικά να το περιγράψει- μόνο ένα μακρόσυρτο είδος αναπνευστικών ουρλιαχτών και βογκητών, καθώς το σφιχτό μουνί της έσφιγγε όλο πάνω του. Ο άνδρας είχε ξαναδεί αυτό το βλέμμα και σε άλλες γυναίκες. Ήξερε ότι όταν θα άρχιζε να την γαμάει πραγματικά, θα τα έχανε. Ένιωθε υπέροχα, αλλά ήταν έτοιμος να ανεβάσει ένταση. Άρχισε να κάνει απαλά συχνότερες μικρές μαχαιριές προς τα πάνω με τον πούτσο του για αρχή σε αργό ρυθμό.
Η γυναίκα ένιωσε τον πούτσο του μέσα της να αρχίζει να αναπηδάει πιο γρήγορα και δυνατά, ενεργοποιώντας κάθε νεύρο στο μουνί της. Δεν ήξερε πραγματικά τι να κάνει. Της άρεσε το πώς ένιωθε, αλλά ένιωθε ντροπιασμένη. Μήπως επειδή δεν ήθελε να ξέρει πόσο τσούλα είχε γίνει ξαφνικά; Ανταποκρινόταν όμως ασυναίσθητα στο ρυθμό του, ανταποδίδοντας με μικρές δικές της αντεπιθέσεις.
Ο άνδρας άρχισε να της τον καρφώνει με ρυθμό και την άκουσε να βγάζει ένα μακρόσυρτο ήχο ηδονής να πιάνει δυνατά τους ώμους του με τα χέρια της και στη συνέχεια να επιδεικνύει τις εκπληκτικές της ικανότητες στη σεξουαλική δράση με το μουνί της. Τα δόντια της ήταν γυμνά αλλά ενωμένα καθώς ανέπνεε μέσα από αυτά, προσπαθώντας να παρακολουθήσει τη δράση που χτιζόταν ανάμεσα στα πόδια της. Ακολουθώντας απόλυτα τον ρυθμό της, άρχισε να την ανεβοκατεβάζει πάνω στον πούτσο του, όπως άρμοζε για μια καυλιάρα γυναίκα σαν κι εκείνη.
«Θεέ μου, ναι..» φώναζε καθώς τον ένιωθε να τη γαμάει, με τον πούτσο του να βυθίζεται μέσα της ξανά και ξανά, νιώθοντας κάθε σπιθαμή του μέσα της. Τα στόματα τους απείχαν μόνο λίγα εκατοστά μεταξύ τους. Η γυναίκα είχε ήδη βιώσει τρεις οργασμούς, αλλά δεν είχαν φιληθεί ακόμα. Την ένιωσε να κλειδώνει τα μπούτια της πιο σφιχτά γύρω από τη μέση του. Την κρατούσε ακίνητη, καρφωμένη στην παλλόμενη στύση του και το μουνί της σχεδόν έτρεμε, πιεζόταν εντελώς σε κάθε επιφάνεια, τυλιγμένο τόσο σφιχτά γύρω του. Έκλεισε τα μάτια της και τον φίλησε βαθιά, λατρεύοντας τα χείλη του με τη γλώσσα της. Η γυναίκα είχε παραδοθεί άνευ όρων. Οι πατούσες της κυμάτιζαν τώρα άγρια προς το ταβάνι και η ίδια πνιγόταν στον πόθο της. Κάθε ώθηση την ανάγκαζε να ουρλιάζει από καύλα. Νέοι πίδακες υγρών εκτοξεύονταν από μέσα της πιτσιλώντας και τους δύο.
Ακολούθησαν κι άλλες ενδιαφέροντες συναντήσεις τους και ερωτικές συνευρέσεις τους όσο ο άντρας της έλειπε σε μπάρκο, αλλά μετά που ο άντρας της επέστρεψε από τα καραβιά το κόψανε. Άλλωστε αυτό είναι το καλό με τις παντρεμένες γυναίκες με ναυτικούς ότι ξέρουν ποτέ να σταματήσουν μια κατάσταση χωρίς να δημιουργούν προβλήματα στο στεφάνι τους. Όταν ο σύζυγος ερχόταν τότε ο εραστής έφευγε και στη συνέχεια όταν ο σύζυγος έφευγε, ο εραστής επέστρεφε σαν μην είχε συμβεί τίποτα. Μάλιστα με τη σκέψη της η Νεφέλη δικαιολογούσε τις ενέργειες τους, λέγοντας ότι και οι άνδρες τους έκαναν το ίδιο πράγμα στα λιμάνια.
.....Η Νεφέλη αναρωτιέται αν η φαντασίωση της ερωτικής σκηνής με την άγνωστη γυναίκα του ναυτικού είναι η «καλύτερη» καυτή ερωτική σκηνή ή κάτι τέτοιο, μάλλον θα έπρεπε να το σκεφτεί αρκετή ώρα γιατί στο μυαλό της εξελίσσεται μία άλλη σκηνή. ερωτική σκηνή που της έρχεται πρώτη στο μυαλό είναι το σκηνικό με το ερωτικό μασάζ της ανιψιάς της της Εριφύλης με τον γοητευτικό αρχιτέκτονα στην ερημική παραλία. Αυτή η σκηνή, με την ανιψιά της είναι αλλιώτικη από τις άλλες και ήταν το έναυσμα που η Νεφέλη νιώθει να πατά στη διαχωριστική γραμμή, φλερτάροντας και αυτή με την εξωσυζυγική σχέση. Ήταν ο σπινθήρας που απελευθέρωσε την σεξουαλική της διέγερση και ανασήκωσε το καπάκι και της δικής της έρπουσας σεξουαλικής επιθυμίας της. Όπως και να 'χει, ενθυμούμενη τη σκηνή ήδη έχει αρχίσει και φτιάχνεται με το θέαμα τους και μέσα της «βράζει» το ερωτικό σεξουαλικό της κομμάτι.
Σκεφτόταν τώρα τον Νικηφόρο. Πολύ το ήθελε να βρει και να δώσει παρηγοριά στο αρρενωπό κορμί του. Ήταν
μέρες τώρα που έβλεπε συνέχεια ένα ερωτικό όνειρο, που διανθισμένο με
παραλλαγές ανάλογα με τις διαθέσεις της, είχε πάντα πάνω της την ίδια
επίδραση: ξυπνούσε με φωτιά ανάμεσα στα πόδια. Την έπιανε ένας
ακαταμάχητος πόθος για χάδια και φιλιά. Με το που έφερνε στο νου της τα
ερωτικά παιχνίδια του ονείρου, το σώμα της σπαρταρούσε από τη στέρηση.
Το πρησμένο αιδοίο της την έτρωγε σαν να επρόκειτο να επακολουθήσει
συνουσία. Η Νεφέλη θα ήθελε να είναι εκεί ο Νικηφόρος για να την πάρει
εδώ και τώρα στο υγρό από τη νυχτερινή ηδονή της κρεβάτι. Δε χρειάζονταν
ούτε χάδια ούτε προκαταρκτικά. Λάγνες
σκέψεις ξεπηδούν από κάθε κύτταρο της που την παρασύρουν να γκρεμίσει
το κάστρα της και ό,τι απέμεινε από τις αντιστάσεις της και να
απολαμβάνει μαζί του τους ανεκπλήρωτους πόθους της, ενάντια σε κάθε
ηθικολογική προκατάληψη, γιατί το σεξ έχει τη δική του ηθική, η οποία
πηγαίνει μακρύτερα από το καλό και το κακό.
«Γιατί όχι; Στο πηγάδι κατούρησα εγώ; που το μουνί μου κατάντησε σαν σύκο μαραμένο;» Μονολογεί περίλυπη.
Ίσως
υπάρχουν κάποιες αναστολές.... και «αντικειμενικές δυσκολίες» ..... που
δυσκολεύουν το σενάριο... Μα όλα είναι ανοιχτά.... Έτοιμα να την
οδηγήσουν σε επικίνδυνες ζώνες, άγονες γραμμές, άγνωστη γη και να
παρασύρουν όποιο αρνητικό συναίσθημα βρει μπροστά της γιατί όσο κι αν
αναβάλλει το ραντεβού της με τις καύλες, εκείνες θα της χτυπούν την
πόρτα μέχρι να τους ανοίξει.
....Το απόβραδο άρχισε να σβήνει, και η νύχτα απλωνόταν σιγά σιγά, είχε σκοτεινιάσει όταν άρχισε και πάλι να φυσάει ένας δυνατός αέρας.Η μπαλκονόπορτα στο δωμάτιο του ήταν μισάνοιχτη, και ο αέρας έκανε τις τραβηγμένες κουρτίνες να ανεμίζουν ελαφρά καθώς δυνάμωνε προμηνώντας μιαν φθινοπωρινή μπόρα. Η θάλασσα, ρευστό ασήμι, σωστός καθρέπτης της νύχτας, με ένα αλαφρό κυματάκι και ο Χλωμός απέναντι βουνοσειρά μισοσκότεινη με θεόρατη κορμοστασιά, αγκαλιάζονταν με αγάπη με τη θάλασσα. Υπήρχε κάτι δυσοίωνο έτσι όπως άρχισε να φουσκώνει ο αφρός και τα κύματα έσκαγαν στην αμμουδιά και στα βράχια κάτω από το σπίτι με τη θάλασσα να ρυτιδιάζει. Σε λιγότερο από μισή ώρα όλα αλλάζουν. Αλλεπάλληλα κύματα σκάνε στην αμμουδιά και η παραλία γεμίζει με σκόνη από αλάτι. Πέρα, στα βάθη του κόλπου, εκεί που του φεγγαριού το φως έφτανε αμφίβολο για να φωτίσει φτωχά την βουνοσειρά του Τρίκερι, εκεί θα κάναν συνάντηση τα σύννεφα με τα κύματα. Τα σύννεφα για να καλησπερίσουν τις κορφές, τα κύματα για να αγκαλιάσουν τις ακτές, ίσια εκεί που απλωνόταν το νερό.
Ο Νικηφόρος κλείνει τα παράθυρα. Η βροχή και ο αέρας δυναμώνουν μα αυτός δεν έδινε σημασία, δεν άκουγε το σφύριγμα του αέρα, ούτε τον άγριο βόμβο του νερού καθώς, για εκείνον, τίποτα έξω από το δωμάτιο δεν υπήρχε εκείνη την ώρα. Το μόνο θρόισμα που έφτανε ως τα αυτιά του και τον μεθούσε , ήταν το θρόισμα από τα ρούχα της Νεφέλης που έπεφταν στο δάπεδο με ένα ρυθμό γαλήνιο και παθιασμένο ταυτόχρονα, σε τέλειο συντονισμό με τις κινήσεις των χεριών του.
«Χαίρομαι που ντύθηκες ελαφρά», γέλασε στο αυτί της τη στιγμή που έσκυβε και τη φιλούσε στο λαιμό, φτάνοντας ως το στέρνο με την άκρη της γλώσσας του.
Η Νεφέλη τον μιμήθηκε χαμογελώντας, άφησε ένα σιγανό βογκητό ηδονής και σήκωσε τα χέρια στον αέρα, βοηθώντας τον να της βγάλει το αέρινο φλοράλ φουστάνι που είχε φορέσει νωρίτερα εκείνο το πρωί. Πολύ γρήγορα, ένας μικρός σωρός από ρούχα σχηματίστηκε γύρω από τα αθλητικά παπούτσια της, το φουστάνι, τα λευκά μικροσκοπικά εσώρουχά της.
«Κάνε μου έρωτα, θέλω να με λατρεύεις ως το ξημέρωμα, να γίνεις δικός μου σαν να μην υπάρχει ξημέρωμα…» μουρμούρισε ξέπνοα, έγειρε προς τα πίσω το κεφάλι και αφέθηκε στα χάδια του.
Η θερμοκρασία στο δωμάτιο έχει ανέβει σε υψηλά επίπεδα, η φωτιά στο τζάκι σιγοκαίει εμπρός από τα δύο ποτήρια κόκκινο κρασί και τα αναμμένα κεριά φωτίζουν το μισοσκόταδο, κάνοντας τα βλέμματά τους να φαίνονται πιο διαπεραστικά.
Δε χρειάζεται ούτε να πουν ούτε να κάνουν προκαταρκτικά πολλά.
Γιατί η καύλα του κορμιού δε χρειάζεται τίποτε παραπάνω απ' το αντικείμενο του πόθου του..... παρά μόνο ένα άλλο κορμί.
Αγκαλιαστήκαν. Η όμορφη ερωτική τους περιπέτεια μόλις άρχιζε. Η Νεφέλη ήταν πραγματικά σεξουαλικά πεινασμένη βρισκόταν σε μία κατάσταση που δεν είχε ξαναβρεθεί και ο Νικηφόρος έτοιμος και διαθέσιμος να χορτάσει την σεξουαλική της πείνα.
Αυτή τη φορά θα περνούσαν στο κυρίως πιάτο, συλλογίστηκε η Νεφέλη χαμογελώντας, καθώς φανταζόταν ήδη τον εαυτό της ξαπλωμένο στο κρεβάτι και τον Νικηφόρο να τη γαμάει δυνατά με το έμβολο του. Το υπέρδιπλο κρεβάτι, καλυμμένο με ένα κουβερλί με παραστάσεις, ασορτί με τις κουρτίνες, φαινόταν τόσο μαλακό, που και μόνο που το έβλεπες λαχταρούσες να ξαπλώσεις. Κάτι που δεν άργησε να κάνει η Νεφέλη μόλις γδύθηκε. Χαμογελώντας πλατιά, είχε ανοίξει τα πόδια της, όπου ψηλά ανάμεσά τους το αιδοίο της σπαρταρούσε. Θα μ αφήσει να αδημονώ για πολύ ακόμα; είπε μέσα της, στριφογυρίζοντας από την ανυπομονησία.Τον κατάλαβε που μπήκε ακροπατώντας ήσυχα- ήσυχα στο δωμάτιο και μια στιγμή που δίστασε και του ξέφυγε ένας τρυφερός αναστεναγμός! Η απολυτή ησυχία ίσως να τον τρόμαζε! Έπειτα τον κατάλαβε ότι έπαιζε με το πούτσο του. Οι χτύποι της καρδιάς της επιταχύνθηκαν καθώς την πλησίαζε με ελαφριά βήματα. Στη σκέψη αυτή, σύγχυση κυρίευσε το μυαλό της και το μουνάκι της πήρε φωτιά.
Εκείνος έβγαλε έναν τρυφερό αναστεναγμό όταν την είδε να γδύνεται. Οι χτύποι της καρδιάς της επιταχύνθηκαν καθώς την πλησίαζε με ελαφριά βήματα. Στη σκέψη του, σύγχυση κυρίευσε το μυαλό της και το μουνάκι της πήρε φωτιά. Το κρεβάτι έτριξε από το βάρος του Νικηφόρου και το στρώμα βούλιαξε γύρω της. Σύντομα άνοιξε το στόμα της, και πήρε το κεφάλι του πούτσου του. Ερεθισμένη από την πίπα που της επέβαλλε, η Νεφέλη παραδόθηκε στο καυλί, που χώθηκε βαθιά ως το λαιμό της, σαλιώνοντας το κυκλικά για να το βοηθήσει να γλιστράει ευκολότερα. Η ψωλή άρχισε να μπαινοβγαίνει μέσα στο στόμα της, με ισχυρές κινήσεις, που της ήταν αδύνατον να τις ελέγξει. Η ίδια ήταν απλώς μια διαλλακτική τρύπα όπου εκείνος διείσδυσε ακόμα πιο βαθιά, στο ρυθμό των αντρικών ορμών του. Ο Νικηφόρος δε σκόπευε να χύσει μέσα στο στόμα της. Κρατιόταν για να την κάνει να γευτεί κι άλλες ηδονές. Όταν ο Νικηφόρος άγγιξε με τη γλώσσα του την κλειτορίδα της, μια κραυγούλα έκπληξης βγήκε από το στόμα της. Τα δάχτυλα του Νικηφόρου κρατούσαν ανοιχτά τα μικρά χείλη του αιδοίου της για να φαίνεται καλύτερα το φουσκωμένο μαργαριτάρι του πόθου. Έπειτα άρχισε να τη γλείφει με κοφτά, γρήγορα πλαταγίσματα της γλώσσας του. Τόσο ερεθισμένη που ήταν η Νεφέλη, δε χρειάζονταν ατελείωτα προκαταρκτικά. Σε λίγα δευτερόλεπτα έχυσε, με την κοιλιά της να σφαδάζει από τους σπασμούς. Τα τινάγματα του κορμιού της, σε συνδυασμό με τις κραυγές της, επιβεβαίωσαν στον Νικηφόρο ότι ήταν έτοιμη για ένα ωραίο καβάλημα... Ο Νικηφόρος την άφησε να απολαύσει τις τελευταίες αποκρίσεις του οργασμού. Έπειτα έριξε το βαρύ σώμα του επάνω της. Όταν η Νεφέλη ένιωσε το καυλί του, σκληρό σαν σίδερο, να πιέζει το μουνί της, άνοιξε τα πόδια της όσο πιο πολύ μπορούσε. Σ’ αυτή τη στάση υποταγής, ήθελε από τον εαυτό της να είναι πύλη ορθάνοιχτη για το ρωμαλέο φαλλό. Με μια αργή κίνηση της λεκάνης της, τον δέχτηκε στη χοάνη κόλπου της. Ο ακίνητος πούτσος, βαθιά μέσα στην υγρή κοιλότητα, γέμισε τη Νεφέλη μέχρι τη μήτρα. Όμως αυτό ήταν μόνο το πρελούδιο για ένα βίαιο πήδημα. Την ήπια διείσδυση διαδέχτηκε ένα άγριο γαμήσι. Ο Νικηφόρος κάρφωνε τον πυρπολημένο κόλπο της γρήγορα και δυνατά, χωρίς να σταματάει. Η Νεφέλη βογκούσε και λαχάνιαζε πνιχτά, στο έλεος δαιμονικά δυνατών αισθήσεων. Έπειτα ο Νικηφόρος τράβηξε την παρτενέρ του από κάτω του, σαν να ήταν μαριονέτα, την ξάπλωσε στο πλάι και κουλουριάστηκε πίσω από την υποταγμένη ερωμένη του σαν κουτάλι, με το σηκωμένο πούτσο του να ακουμπά στους γλουτούς της. Μετά τον έτριψε για ώρα στην υγρή χωρίστρα της. Η στύση του ήταν θηριώδης, σκληρή σαν τσιμέντο. Καθώς ανεβοκατέβαινε, η αποφασιστική βάλανος φλέρταρε πότε με την τρύπα του κόλπου και πότε με του πρωκτού. Ο Νικηφόρος δεν μπορούσε να αγνοήσει τις προτάσεις του μελαχρινού ματιού, που σπαρταρούσε παρακλητικά. Ωστόσο για άλλη μια φορά εισχώρησε απότομα στο ανοιχτό αιδοίο της Νεφέλης. Από πίσω την κάρφωσε ακόμα πιο άγρια απ' όσο από μπροστά, με δύναμη και βιαιότητα, σε σημείο που την πονούσε. Η Νεφέλη ένιωθε μέσα στον κόλπο της τα χτυπήματα του ηλεκτρισμένου πούτσου του. Ο Νικηφόρος εξακολουθούσε να τη γαμάει, ένα κυρίαρχο αρσενικό, και με το δάχτυλό του άρχισε να τσιγκλάει τον πρωκτό της. Έπειτα από επαναλαμβανόμενες πιέσεις, ο δείκτης του μπήκε ολόκληρος μέσα στην τρύπα. Εκείνη τη στιγμή η Νεφέλη ένιωσε τόσο έντονη ηδονή, που ο οργασμός τη χτύπησε σαν κεραυνός. Νιώθοντας τον κόλπο της να συσπάται γρήγορα γύρω από το καυλί του, ο Νικηφόρος επιβράδυνε το ρυθμό του, χωρίς να βγάλει το δάχτυλό του από το στενό δακτύλιο. Κυριευμένη από μια πρωτόγνωρη δίψα για ακολασία να την απαλλάσσει από κάθε αναστολή, η Νεφέλη κύρτωσε ακόμα περισσότερο το κορμί της για να χωθεί βαθύτερα μέσα της το δάχτυλο που τη βυθοσκοπούσε. Ο Νικηφόρος χάιδεψε με ζήλο την κλειτορίδα της με το άλλο του χέρι, ενώ το τεντωμένο δάχτυλό του μπαινόβγαινε αργά στη στενή τρύπα του πρωκτού της. Η ηδονή της παρτενέρ του είχε δεκαπλασιαστεί. Το μαρτυρούσαν οι κυματισμοί του κορμιού της και τα συνεχή βογκητά της. Θα καταλάβει επιτελούς; αναρωτήθηκε η Νεφέλη. Έτσι ερεθισμένη και ανοιχτή που ήταν, έπρεπε να τη γαμήσει από πίσω. Θα το τολμούσε άραγε; Οι λάγνες συστροφές του κορμιού της έγιναν πιο έντονες για να τον κάνει να καταλάβει. Ναι, τώρα ήταν έτοιμη να τον δεχτεί από πίσω! Τη διακατείχε η εμμονή να νιώσει το σκληρό πούτσο του Νικηφόρου στα τρίσβαθα του κώλου της. Εκείνος πρέπει να το κατάλαβε, γιατί έβγαλε το δάχτυλό του και ακούμπησε το στρογγυλό κεφάλι της ψωλής του στο γλιστερό ματάκι. Δεν μπήκε μέσα της όμως, γιατί ήθελε να ακούσει τη Νεφέλη να του το λέει. Με το καυλί του να σημαδεύει τον πρωκτό της και ψιθύρισε στο αφτί της μια λέξη, μονάχα μία, εν είδει ερώτησης: «Ναι;» Και η Νεφέλη του αντιγύρισε το «ναι» της με φωνή βραχνή από τον πόθο. Η Νεφέλη άκουσε ένα καπάκι να ανοίγει, έπειτα ένιωσε να της αλείφει τον πρωκτό με μια κρύα και γλοιώδη ουσία: λιπαντικό ζελέ. Α, άρα είχε έρθει προετοιμασμένος. Είναι πονηρός, σκέφτηκε. Το καθίκι, ο μανιακός! Πως μ’ ανάβει! σκέφτηκε. Κι έπειτα δε σκέφτηκε τίποτα πια, γιατί η μεγαλειώδης πούτσα άρχισε να χαλαρώνει τη δύστροπη κωλοτρυπίδα της, οπότε την έπιασε ο πρώτος πόνος. Αν και η Νεφέλη δεν το ήθελε, η πύλη της αντιστεκόταν. Ο δακτύλιος σφιγγόταν μηχανικά γύρω από το φορτικό καυλί. Ό,τι κι αν λένε, ένα πέος, και μάλιστα ερεθισμένο, είναι σαφώς πιο χοντρό από ένα δάχτυλο. Αντιμέτωπος με το εμπόδιο, ο Νικηφόρος δεν τολμούσε να προχωρήσει. Η Νεφέλη πήρε μια βαθιά ανάσα, χαλάρωσε όσο μπορούσε, έπιασε τη στιβαρή ψωλή και την οδήγησε απαλά μέσα από το σφιγμένο δακτύλιο. Με τη βοήθεια του χεριού της Νεφέλης, ο Νικηφόρος έσπρωχνε τη βάλανο του αργά, χιλιοστό το χιλιοστό, διαστέλλοντας ολοένα περισσότερο το σφιγκτήρα. Όσο πιο πολύ άνοιγε τόσο εντονότερο γινόταν το κάψιμο. Η Νεφέλη μπήκε στον πειρασμό να τον διώξει. Προτίμησε όμως να υπομείνει τον πόνο, ακίνητη, χωρίς να αφήνει το πέος να διεισδύσει πιο βαθιά. Περίμενε να υποχωρήσει ο πόνος. Ο πρωκτός της θα συνήθιζε την εισβολή, όπως και το αιδοίο της όταν είχε χάσει την παρθενιά της. Δε λένε ότι το καλό πράγμα αργεί να γίνει; Ο Νικηφόρος, που ήταν υποχρεωμένος να ελέγξει τις κατακτητικές ορμές του, περνούσε κι αυτός δύσκολες στιγμές. Υπέφερε πολύ, σκιρτούσε, βασανιζόταν από έναν πιεστικό πόθο να κάνει τρέλες μέσα στην καυτή σπηλιά. Για να χαλαρώσει την παρτενέρ του, τη φιλούσε στο λαιμό, στα χείλια, της έτριβε αδιάκοπα την κλειτορίδα. Ο πόνος της Νεφέλης μετριάστηκε και παραχώρησε τη θέση του σε ένα ανείπωτα απολαυστικό αίσθημα διάνοιξης. Η κοπέλα δε χρειαζόταν να εκφράσει την ευφορία της. Ο Νικηφόρος την ένιωσε και ξανάρχισε να εισχωρεί στον πυρήνα της κοιλιάς της. Όσο έμπαινε τόσο άνοιγαν οι βάνες της ηδονής. Μόλις το καυλί χώθηκε ανάμεσα στα κωλομέρια της Νεφέλης, ο Νικηφόρος σταμάτησε και πάλι. Ακίνητοι, λαχανιασμένοι και οι δυο τους, απολάμβαναν τους συγχρονισμένους ξέφρενους παλμούς τους. Η τρύπα του πρωκτού προσδοκούσε την ψωλή με ρυθμικές συσπάσεις. Η Νεφέλη ανάσαινε στον ίδιο ρυθμό και η κοιλιά της τιναζόταν ακούσια. Ο Νικηφόρος, καταλαβαίνοντας την αναστάτωση της, άρχισε να χαϊδεύει την κλειτορίδα της πιο έντονα. Τα δάχτυλά του έτριβαν ζωηρά το φλογισμένο κουμπάκι της. Τα κύματα κλειτοριδικής ηδονής διαδίδονταν μακρύτερα απ' όσο συνήθως. Κατέκλυζαν την κοιλιά της, μπροστά, πίσω, εξαπλώνονταν σταδιακά σε ολόκληρο το κορμί της. Από τους αστραγάλους ως τις ρίζες των μαλλιών της, δεν υπήρχε ίχνος σάρκας παραμελημένο. Είχε την αίσθηση ότι το σώμα της είχε δεχτεί εισβολή από το γιγαντιαίο φαλλό. Κάθε κάρφωμα προκαλούσε απολαυστικά μουδιάσματα που διαχέονταν ως την άκρη των δαχτύλων της. Όταν ο Νικηφόρος επιτάχυνε το ρυθμό του, με ελαφρές κινήσεις της λεκάνης, η Νεφέλη κυριεύτηκε από νευρικό τρέμουλο. Η ένταση των αισθήσεων την έπνιγε. Ο σφιγκτήρας της παλλόταν ολοένα και πιο γρήγορα γύρω από το αεικίνητο όργανο, προμηνύοντας τον οργασμό. Τελείωσε σπαρταρώντας, την ίδια στιγμή που έχυσε κι ο ερωτικός της σύντροφος. Η εκτόνωση τη συγκλόνισε με απίστευτους σπασμούς και ρίγη. Ούρλιαξε από ηδονή, αδυνατώντας να συγκρατήσει τις κραυγές ευτυχίας, ενώ ο Νικηφόρος έπνιγε ένα λαρυγγικό βογκητό, πιέζοντας το πιγούνι του πάνω στο λευκό ώμο της παρτενέρ του. Οι δύο εραστές έμειναν ακίνητοι για μια ατελείωτη στιγμή, λες και η εκρηκτική κορύφωση τους είχε αδειάσει από όλη τους την ενέργεια. 'Όταν η Νεφέλη συνήλθε, έκανε να μιλήσει. Ήθελε να του πει πόσο δυνατό ήταν αυτό που έζησαν, πόσο τέλεια ταυτίζονταν, ότι δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι αυτή η πόρτα μπορούσε να οδηγήσει σε τόσο ασύλληπτη ηδονή... Όμως από τις πρώτες λέξεις που πήγε να αρθρώσει, ο Νικηφόρος της έβαλε το δάχτυλο στα χείλια... «Σσστ», της ψιθύρισε, πνίγοντας τα λόγια της μ’ ένα φιλί.
....Ξαπλωμένοι και οι δυο μετά από τον έρωτα, γελούσαν με γέλιο λυτρωτικό κι απελευθερωτικό σαν τέλειωσε η παρέλαση της σάρκας.
Με
μια ήσυχη κίνηση ολόγυμνη, σαν οδαλίσκη, κούρνιασε βαθιά στην αγκαλιά
του εραστή της, ευτυχισμένη και ολοκληρωτικά παρασυρμένη στη στιγμή
αυτή, δεν ήθελε να μολύνει τη σκέψη της με το αβέβαιο αύριο. Το «τώρα»
ήταν το σημαντικό, το «μετά» θα το κοίταζαν μαζί αργότερα. Σε λίγο
πέφταν για ύπνο. Το πρωί θα 'χουν τη συνέχεια.
Το ότι ο Νικηφόρος πήγε σπίτι της και γαμήθηκαν στα κρυφά, το ότι είναι η θεία της Εριφύλης και είναι και οι δύο παντρεμένοι και πρέπει να προσέχουν, η σχέση αυτή άρχισε να τους συναρπάζει και νομίζουν ότι θα κρατήσει αν φυσικά το θέλουν και οι δύο τους. Σε μερικές μέρες που χωρίσουν, θα μείνει η γλύκα του να έρχεσαι κοντά με έναν άνθρωπο που σου αρέσει και του αρέσεις, μακριά από δράματα.
Το ότι ο Νικηφόρος πήγε σπίτι της και γαμήθηκαν στα κρυφά, το ότι είναι η θεία της Εριφύλης και είναι και οι δύο παντρεμένοι και πρέπει να προσέχουν, η σχέση αυτή άρχισε να τους συναρπάζει και νομίζουν ότι θα κρατήσει αν φυσικά το θέλουν και οι δύο τους. Σε μερικές μέρες που χωρίσουν, θα μείνει η γλύκα του να έρχεσαι κοντά με έναν άνθρωπο που σου αρέσει και του αρέσεις, μακριά από δράματα.
Τα ξύλα στο τζάκι συνέχισαν να
τριζοβολάν για πολλή ώρα, οι σκιές της φωτιάς χόρευαν πάνω στα γυμνά
τους κορμιά, που πάλευαν, αγκαλιάζονταν, αποχωρίζονταν κι έπειτα
ξανάσμιξαν και γίνονταν ένα. Έτσι αποκοιμηθήκαν ως το πρωί
εξουθενωμένοι, ο Νικηφόρος με τη Νεφέλη αγκαλιά πάνω στη λερωμένη από τα
χύσια τους φλοκάτη. Η φωτιά κοιμήθηκε κι αυτή μετά από δυο ώρες, αλλά
δε κρύωνε κανείς τους πάνω στη ζεστή φλοκάτη...
Ερωτική Μυθοπλασία II: (Μέρος 6).....
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου