ADS

click to open

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2023

Apo Tin Paidikotita Stin Efivia: o Epilogos

...O Αλκιβιάδης λόγω βιοποριστικών και όχι μόνο συνθηκών εγκατέλειψε το λύκειο προς μεγάλη απογοήτευση της Κύπριας φιλολόγου του που αλλιώς την φανταζόταν την σταδιοδρομία του. (Όχι πάντως μηχανικό...  Κάτι για ρεπόρτερ του έλεγε. Δημοσιογράφος εννοείς; τη ρωτούσε.) «Για κάποιους ανθρώπους τα γράμματα γίνονται πολυτέλεια όταν το μόνο που τους έχει απομείνει είναι η περηφάνια της φτώχειας τους.» Και άντε και πώς να το ανακοινώσει στην Ιοκάστη που τον έβλεπε να παίρνει τα γράμματα και καμάρωνε. Έβλεπε στο γιο της τα διψασμένα για γνώση μάτια της.
Από τα παιδικά του χρόνια, ο Αλκιβιάδης ήταν φορτωμένος με ευθύνες και έπρεπε να αγωνιστεί σκληρά για το ψωμί του, αφού η Ιοκάστη του και ο Κλέαρχος ήταν φτωχοί και δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν στον ανήσυχο Αλκιβιάδη μια καλή εκπαίδευση, για την οποία τόσο λαχταρούσε. 
.....Πού να ’ξερε η δόλια η Ιοκάστη πως για το φτωχόπαιδο του παλιού εκείνου καιρού, τα τρύπια και χιλιομπαλωμένα παντελόνια του θα γίνονταν αιτία να του κλέψουν τον ήλιο της ελπίδας που δεν έμαθε πολλά γράμματα, και ξένες γλώσσες. Γιατί, πού να περισσέψουν λεφτά για καινούριο παντελόνι, τότε που η φτώχεια κυνηγούσε τους ανθρώπους. Αυτά τα τρύπια, τα χιλιομπαλωμένα παντελόνια που φορούσε από ανάγκη και περισσή ανέχεια, έγιναν η αιτία ώστε ο Αλκιβιάδης στην προεφηβική του ηλικία να νοιώθει άβολα και ν' αρνείται να πηγαίνει στο φροντιστήριο των αγγλικών και των γαλλικών βρίσκοντας χιλιάδες δικαιολογίες για να μην στεναχωρεί την Ιοκάστη, που του τα παρείχε δουλεύοντας πολύ σκληρά και πολλές ώρες..και σήμερα την ευγνωμονεί, γιατί ακόμα του θυμίζουν το καθήκον και τη θέση του μέσα στην κοινωνία, κάθε φορά που πάει να ξεχαστεί.
..,, Απλώς τελείωσε μια νυκτερινή σχόλη εργοδηγών μηχανολόγων.. Υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του ως υπαξιωματικός στο τεχνικό κλάδο στα τεθωρακισμένα. Με το τέλος της στρατιωτικής θητείας επέτυχε πρόσληψης στο τεχνικό τμήμα της ολυμπιακής αεροπορίας αλλά δεν τον ικανοποιούσαν την εποχή εκείνη οι μισθολογικές προοπτικές και αποφάσισε να μην αποδεχθεί την πρόσληψη. Με το πτυχίο του εργοδηγού μηχανολόγου, φοίτησε ένα χρόνο στις  ακαδημίες των εμποροπλοιάρχων ώστε να ακολουθήσει το επάγγελμα του ναυτικού. Τον κέρδισε η θάλασσα το παιδικό του όνειρο, παρασύροντας τον στα πιο μαγευτικά ταξίδια. Κι’ η θάλασσα τον δέχτηκε στην αγκαλιά της. Την συνέχεια των σπουδών που πολύ την επιθυμούσε, ήταν πλέον ένα όνειρο παραγκωνισμένο στο χώρο της φαντασίας.
Ίσως κάποια μέρα.
Ίσως.
Μα εκείνη η μέρα δεν ήρθε, δεν παρουσιάστηκε ποτέ. Τώρα που έχει τα τριπλάσια χρόνια, κυνηγάει την παιδική ηλικία που δεν είχε, και γι' αυτό του αρέσουν οι παιδικές περιπέτειες.
Την ίδια εποχή είναι που συντελείτε η σωματική μεταμόρφωση του Τηλέμαχου. Μέχρι τότε στα δεκατέσσερα του χρόνια ήταν ένα κοντό παιδί που ψήλωσε απότομα στα δεκαπέντε με δεκαέξι του χρόνια, κι ακόμα συνέχισε να ψηλώνει, σαν κάποιο χέρι μαγικό να έπλαθε το κορμί του. Ψήλωσε αρκετά, απέκτησε φυσική ομορφιά, και από έφηβος έδειχνε μεγάλη αυτοκυριαρχία και εμπιστοσύνη στον εαυτό του.Το πρόσωπό του είχε στιβαρή χάρη και το βλέμμα του ήταν χαϊδευτικό, ήμερο, αντίφεγγε με μελί φωτεινές αναλαμπές. Ένας όμορφος έφηβος με καστανόξανθα μαλλιά που συνήθως τα άφηνε λίγο περισσότερο μακρύτερα απ' όσο έπρεπε. Η φυσική του σεξουαλικότητα και ο ήρεμος θελκτικός τόνος της φωνής του κυριαρχούσαν στους γύρο του. Ήταν αυτός απ’ τα αδέλφια που είχε όλα εκείνα τα φυσικά σωματικά χαρίσματα των προγόνων από την πλευρά της μητέρας τους.
Ο μικρός Ιάσονας μεγαλώνοντας ψήλωσε έγινε ένα γεροδεμένο παλικαράκι. Τέλειωσε το δημοτικό και προετοιμάζεται για εισαγωγικές εξετάσεις στο γυμνάσιο. Προετοιμάζεται τρόπος του λέγειν διότι τα βιβλία γενικά του έφερναν αλλεργία.
Ο Αλκιβιάδης αν και είχε εγκαταλείψει το Λύκειο, διατηρούσε καλές αναμνήσεις και εκτιμούσε το παιδαγωγικό έργο του πατρινού γυμνασιάρχη του και αντίστοιχα ο γυμνασιάρχης εκτιμούσε την φιλομάθεια του Αλκιβιάδη… Με θάρρος λοιπόν ζήτησε από τον γυμνασιάρχη να βοηθήσει τον μικρό Ιάσονα διότι είναι ένα πανέξυπνο παιδί απλά δεν τα πάει καλά με τα γράμματα.
Ακόμη και σήμερα ο Αλκιβιάδης θυμάται με νοσταλγία και σεβασμό τον καταγωγή απ’ την Πάτρα γυμνασιάρχη του να του γραπώνει την μύτη με τον Δείκτη και τον μεσαίο δάκτυλο και να τον ταρακουνά μέχρι που τον έπαιρναν τα ζουμιά απ  την αιμορραγούσα μύτη… 
Το έγκλημα του ήταν ότι είχε ζωηρή φαντασία και μια μεγάλη αγάπη στις περιπέτειες, έγραφε γλαφυρές εκθέσεις, αλλά οι σελίδες του ήταν σαν ένα ολάνθιστο λιβάδι σπαρμένο παπαρούνες.  Η Κύπρια φιλόλογος χαμογελούσε με κατανόηση αλλά ο γυμνασιάρχης το είχε βάλει αμέτη-μωχαμέτη ο μαθητής του να μάθει και ορθογραφία.
«Ζωντόβολο θα μάθεις ποτέ να γραφείς σωστά τις λέξεις.» Και τον ταρακουνούσε χωρίς οίκτο. Αλλά στα ματιά του ο Αλκιβιάδης έβλεπε μια ζεστή, τρυφερή ματιά που ενδιαφερόταν για εκείνον. Αυτή η κρυμμένη τρυφερότητα  ήταν η απόδειξη της αγάπης του για τον μαθητή του.
Ο μικρός Ιάσονας συμμετείχε αναγκαστικά για να πάρει μέρος στις εισαγωγικές εξετάσεις για το γυμνάσιο, για να μην πικράνει την Ιοκάστη και τον αδελφό του ύστερα από τις δέουσες ασφυκτικές παραινέσεις, αλλά παρακάλεσε το γυμνασιάρχη να μην τον βοηθήσει γιατί δεν επιθυμεί να πάει στο γυμνάσιο. Το 'βλέπε για γράμματα ότι δεν μπορούσε να προχωρήσει, θεωρούσε το σχολικό βάρος ασήκωτο. Ήταν καιρός του να διαλέξει μια τέχνη. Ο γυμνασιάρχης με κατανόηση του χάιδεψε στοργικά το κεφάλι και του ευχήθηκε να βρει αυτό που επιθυμεί στην ζωή του. Με το πέρασμα το χρόνου δεν κάθισε ξανά ποτέ σε θρανία, βρήκε όμως τον δρόμο του, κι έκανε προκοπή  ύστερα από μόχθο και σκληρή δουλειά. ...  
Η ίδια η ζωή έχει διδάξει πως ουκ ολίγοι, που δεν κάθισαν σε θρανία, βρήκαν τον δρόμο τους, δούλεψαν σκληρά και πέτυχαν πολλά. Όπως ο ιδιόμορφος και πλούσιος Κεφαλλονίτης της ανέκδοτης ιστορίας που λέγεται από στόμα σε στόμα, για πολλά χρόνια, που λέει στο τραπεζίτη του «Αν ήξερα να γράφω θα ήμουν καντηλανάφτης»Την ίδια εποχή είναι που συντελείτε η σωματική μεταμόρφωση του Τηλέμαχου. Μέχρι τότε στα δεκατέσσερα του χρόνια ήταν ένα κοντό παιδί που ψήλωσε απότομα στα δεκαπέντε με δεκαέξι του χρόνια, κι ακόμα συνέχισε να ψηλώνει, σαν κάποιο χέρι μαγικό να έπλαθε το κορμί του. Ψήλωσε αρκετά, απέκτησε φυσική ομορφιά, και από έφηβος έδειχνε μεγάλη αυτοκυριαρχία και εμπιστοσύνη στον εαυτό του.Το πρόσωπό του είχε στιβαρή χάρη και το βλέμμα του ήταν χαϊδευτικό, ήμερο, αντίφεγγε με μελί φωτεινές αναλαμπές. Ένας όμορφος έφηβος με καστανόξανθα μαλλιά που συνήθως τα άφηνε λίγο περισσότερο μακρύτερα απ' όσο έπρεπε. Η φυσική του σεξουαλικότητα και ο ήρεμος θελκτικός τόνος της φωνής του κυριαρχούσαν στους γύρο του. Ήταν αυτός απ’ τα αδέλφια που είχε όλα εκείνα τα φυσικά σωματικά χαρίσματα των προγόνων από την πλευρά της μητέρας τους.
Ο μικρός Ιάσονας μεγαλώνοντας ψήλωσε έγινε ένα γεροδεμένο παλικαράκι. Τέλειωσε το δημοτικό και προετοιμάζεται για εισαγωγικές εξετάσεις στο γυμνάσιο. Προετοιμάζεται τρόπος του λέγειν διότι τα βιβλία γενικά του έφερναν αλλεργία.
Ο Αλκιβιάδης αν και είχε εγκαταλείψει το Λύκειο, διατηρούσε καλές αναμνήσεις και εκτιμούσε το παιδαγωγικό έργο του πατρινού γυμνασιάρχη του και αντίστοιχα ο γυμνασιάρχης εκτιμούσε την φιλομάθεια του Αλκιβιάδη… Με θάρρος λοιπόν ζήτησε από τον γυμνασιάρχη να βοηθήσει τον μικρό Ιάσονα διότι είναι ένα πανέξυπνο παιδί απλά δεν τα πάει καλά με τα γράμματα.
Ακόμη και σήμερα ο Αλκιβιάδης θυμάται με νοσταλγία και σεβασμό τον καταγωγή απ’ την Πάτρα γυμνασιάρχη του να του γραπώνει την μύτη με τον Δείκτη και τον μεσαίο δάκτυλο και να τον ταρακουνά μέχρι που τον έπαιρναν τα ζουμιά απ  την αιμορραγούσα μύτη… 
Το έγκλημα του ήταν ότι είχε ζωηρή φαντασία και μια μεγάλη αγάπη στις περιπέτειες, έγραφε γλαφυρές εκθέσεις, αλλά οι σελίδες του ήταν σαν ένα ολάνθιστο λιβάδι σπαρμένο παπαρούνες.  Η Κύπρια φιλόλογος χαμογελούσε με κατανόηση αλλά ο γυμνασιάρχης το είχε βάλει αμέτη-μωχαμέτη ο μαθητής του να μάθει και ορθογραφία.
«Ζωντόβολο θα μάθεις ποτέ να γραφείς σωστά τις λέξεις.» Και τον ταρακουνούσε χωρίς οίκτο. Αλλά στα ματιά του ο Αλκιβιάδης έβλεπε μια ζεστή, τρυφερή ματιά που ενδιαφερόταν για εκείνον. Αυτή η κρυμμένη τρυφερότητα  ήταν η απόδειξη της αγάπης του για τον μαθητή του.
Ο μικρός Ιάσονας συμμετείχε αναγκαστικά για να πάρει μέρος στις εισαγωγικές εξετάσεις για το γυμνάσιο, για να μην πικράνει την Ιοκάστη και τον αδελφό του ύστερα από τις δέουσες ασφυκτικές παραινέσεις, αλλά παρακάλεσε το γυμνασιάρχη να μην τον βοηθήσει γιατί δεν επιθυμεί να πάει στο γυμνάσιο. Το 'βλέπε για γράμματα ότι δεν μπορούσε να προχωρήσει, θεωρούσε το σχολικό βάρος ασήκωτο. Ήταν καιρός του να διαλέξει μια τέχνη. Ο γυμνασιάρχης με κατανόηση του χάιδεψε στοργικά το κεφάλι και του ευχήθηκε να βρει αυτό που επιθυμεί στην ζωή του. Με το πέρασμα το χρόνου δεν κάθισε ξανά ποτέ σε θρανία, βρήκε όμως τον δρόμο του, κι έκανε προκοπή  ύστερα από μόχθο και σκληρή δουλειά. ...  
Η ίδια η ζωή έχει διδάξει πως ουκ ολίγοι, που δεν κάθισαν σε θρανία, βρήκαν τον δρόμο τους, δούλεψαν σκληρά και πέτυχαν πολλά. Όπως ο ιδιόμορφος και πλούσιος Κεφαλλονίτης της ανέκδοτης ιστορίας που λέγεται από στόμα σε στόμα, για πολλά χρόνια, που λέει στο τραπεζίτη του «Αν ήξερα να γράφω θα ήμουν καντηλανάφτης»
Ο Κλέαρχος η Ιοκάστη με τον Τηλέμαχο και τον Ιάσονα μετακόμισαν στην Αθήνα το διάστημα της στρατιωτικής θητείας του Αλκιβιάδη.
Η Ιοκάστη. Η υπέροχη μητέρα τους.
Απεβίωσε στα εξήντα επτά της χρόνια σε πολύ καλή φυσική και πνευματική κατάσταση και καλή φυσική σωματική δραστηριότητα, από αιφνίδιο θάνατο (την πρόδωσε η αγνή καρδιά της) που ξάφνιασε τόσο το γιατρό της, καθώς και όλους τους άλλους γύρω τους.
Του Αλκιβιάδη υπάρχουν ακόμη μέσα στο μυαλό και στην ψυχή του αναμνήσεις, εικόνες της και συναισθήματα από το παρελθόν τους που έχουν χαραχτεί βαθιά μέσα του και δεν ξεχνιούνται, αν και έχουν ξεθωριάσει και δεν είναι τόσο ζωντανές με το πέρασμα του χρόνου, που τις κουβαλά ακόμα και σήμερα. Οι αναμνήσεις είναι συνυφασμένες με το παρελθόν του και το παρελθόν του καθορίζει άμεσα το παρόν και το μέλλον του.  Η Ιοκάστη του είναι μια ανάμνηση που για αυτόν σημαίνει κάτι θετικό, κάτι που θέλει να θυμάται για όσο ζει, κάτι που βίωσε και τον έκανε ευτυχισμένο και η ανάμνηση της βρίσκεται σε μια γωνιά της ψυχής και του μυαλού του και τον συντροφεύει να έχει το ψυχικό σθένος για να πετύχει, να είναι αισιόδοξος, τολμηρός και δυνατός όπως αυτή τον συμβούλευε. Το αποτύπωμα που άφησε, δεν ξεθώριασε! Μέσα του «φωσφορίζει» να του την θυμίζει ανελέητα και να 'ρχεται στα χείλη του ψιθυριστά πόσο τους λείπει....
Επέστρεψε εσπευσμένα από το Χιούστον των ΗΠΑ όπου βρισκόταν.
Δεν τα κατάφερε! Δεν πρόλαβε να την ασπαστεί αν και έτρεξε να αγκαλιάσει για τελευταία φορά το άψυχο σώμα της. Αν και το επιθυμούσε.
Ο άνεμος της μνήμης γέμισε μελαγχολική σκόνη το μυαλό του και αμέσως το πρόσωπό του σκοτείνιασε ενθυμούμενος την εικόνα της πρόωρα χαμένης μητέρας του. Ο πόνος του ξεχείλισε για μια ακόμα φορά και τα μάτια του άρπαξαν φωτιά. Είχε καιρό να κλάψει, παρόλο που η σκέψη της τον βάραινε διαρκώς. Από εκείνο το μελανό δευτερόλεπτο που έμαθε για τον αιφνίδιο θάνατό της, μια σκιά σαν κοράκι ήρθε και κάθισε μόνιμα στην ψυχή του. Άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν, ζητώντας να ξορκίσει την προσωπική του τραγωδία. Αν τον έβλεπε από μια γωνιά του σύμπαντος, σίγουρα θα τον καμάρωνε. 
Τον πρώτο καιρό τις νύχτες που το φεγγάρι έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα, μες στα βαθιά μεσάνυχτα σαν λύκος μοναχικός, σερνόταν κρυφά μέσα από τους ίσκιους και τρύπωνε σαν φάντασμα στην τελευταία κατοικία της.
Ήθελε να είναι ολομόναχοι οι δυο τους, πλησίαζε αθόρυβα, εκεί που εκείνη κοιμόταν ήσυχα και γαλήνια. Να τα πούνε. Και να μην τους ακούει κανείς. Στεκόταν πάνω από την λιτή μαρμάρινη πλάκα, η ψυχή του κομμάτια. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έφυγε τόσο νωρίς, έτσι ξαφνικά, χωρίς ένα αντίο, χωρίς μια λέξη… Περίμενε εκεί….Κλαίει, μ' έντονο, γοερό κλάμα και τα δάκρυα που καίγανε χύνονται ζεστά απάνω στο κρύο μάρμαρο. Γονατιστός επάνω της και αναρωτιόταν «Γιατί;»  Καμία απάντηση από πουθενά. «Που πήγε η γαλήνη και η ηρεμία σου. Γιατί χάθηκε η ομορφιά της ψυχής σου; Γιατί; Χάθηκαν τα χάδια σου τα τρυφερά.» 'Όταν ήταν μικρός, ερχόταν ακροπατώντας στο κρεβάτι του λίγο πριν κοιμηθεί, για να τον σκεπάσει. Του χάιδευε τα μαλλιά, τον μύριζε απαλά, τον ασπαζόταν τρυφερά όπως μόνο μια μάνα ξέρει και πήγαινε να ξαποστάσει από την κούραση της ημέρας. Πέρασαν κιόλας τριάντα πέντε χρόνια, συλλογίστηκε. Έτσι απλά! Σαν ένα ανοιγόκλεισμα του ματιού. Κι ένοιωσε στο μάγουλό του, το φιλί της μάνας του, όπως όταν τον αποχαιρετούσε στο πρώτο του μπάρκο. «Να πας στο καλό καρδιά μου. Να σε φυλάει ο Άγιος μας, εκεί στα ξένα που πηγαίνεις». Έχωσε μέσα στη τσέπη από το σακάκι του ένα φυλακτό και τον ξεπροβόδισε μέχρι το αεροδρόμιο που ετοιμαζόταν να σαλπάρει για τον Περσικό κόλπο. 
Έφευγε όταν η μέρα χάραζε και ο ορίζοντας ρόδιζε στο βάθος. Έκλεινε τα μάτια και το ξέρει πως δεν υπάρχει γιατί. Έτσι είναι ο κόσμος.
Ο Κλέαρχος.
Απεβίωσε στα ογδόντα πέντε του έτη. Ο Αλκιβιάδης με τα χέρια του ... του έκλεισε τα μάτια όταν αναχώρησε η ψυχή του από το σώμα του, για ν' αναπαυθεί.. (........ αιώνια μετά των δικαίων........)
Ο Τηλέμαχος.
Τελείωσε το Λύκειο,  σταμάτησε όμως εκεί, δεν έκανε ένα βήμα ακόμη να πάρει εφόδια για να προχωρήσει παραπέρα,. Oταν ήταν μικρός μάλλον ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής, δεν υπάρχει παιδί που παίζει μπάλα και να μη θέλει να γίνει ποδοσφαιριστής.  Είχε μεγάλο φυσικό ταλέντο, αλλά ήταν τρομερά απείθαρχος, οπότε το πλάνο αυτό δεν προχώρησε με επιτυχία.  Μετά, και καθώς τα πράγματα σοβάρευαν και οι αποφάσεις έπρεπε να έχουν και κάποιον ρεαλισμό, αυτός παρέμεινε αναποφάσιστος, επιβεβαιώνοντας τη αστάθεια του χαρακτήρα μου. Δεν είχε ιδέα τι μπορεί πραγματικά να του αρέσει, ίσως μόνο μια αίσθηση, αλλά κι αυτή δεν ήταν αρκετή. Υπηρέτησε στις ειδικές δυνάμεις καταδρομών του στρατού. Του Αλκιβιάδη δεν του φάνηκε παράξενο αλλά είχε κάποιους φόβους με την επιλογή του αδελφού του. Πίστευε ότι δεν ταίριαζε με τον ατίθασο χαρακτήρα του να γίνει μέλος μίας επίλεκτης ομάδας καταδρομέων που πρέπει να περάσει από ασκήσεις και γυμνάσια που προκαλούν τρόμο και πόνο και ορισμένες φορές μάλιστα η εκπαίδευση για τα ειδικά αυτά σώματα ξεπερνάει κάθε φαντασία.
Η μετέπειτα επαγγελματική ζωή του πολυτάραχη και ασταθής. Ασχολήθηκε με μια πληθώρα από επαγγέλματα. Από δουλειές του ποδαριού μέχρι επιτυχημένες επιχειρήσεις. Μπορεί να ‘ταν ένα χαρισματικό παιδί, αλλά οδήγησε την ζωή του χωρίς πηδάλιο, ανήσυχος, χωρίς πληρότητα, τελικά βούλιαξε στο βάλτο της καθημερινότητας, με τα σπουδαία του χαρίσματα χαμένα. Από την εφηβική του ηλικία η περιπέτεια ήταν συνυφασμένη με την ίδια τη ζωή μου. Ήταν αυτός απ’ τα αδέλφια που είχε όλα εκείνα τα φυσικά σωματικά χαρίσματα των προγόνων από την πλευρά της μητέρας τους. Ήταν ένας όμορφος άντρας με καστανόξανθα μαλλιά που συνήθως τα άφηνε λίγο περισσότερο μακρύτερα απ' όσο έπρεπε. Τον Τηλέμαχο τον σκότωσε το ίδιο του το πάθος για τη ζωή. Και η ίδια η ζωή τον έδιωξε από την αγκαλιά της. Δε χρειάστηκε και πολύς κόπος για να αναποδογυρίσει το σκάφος παρασύροντας στο βυθό ότι υπήρχε πάνω του. Όταν τον βάλανε κάτω απ' τη γη ήταν μονάχα σαράντα τριών ετών. Χάθηκε έτσι ξαφνικά. Ποιος θα το 'λεγε. Σαράντα τρία χρόνια ανέμελης ζωής που ξαφνικά ένα ύπουλο τσίμπημα στην καρδιά τον σκόρπισε για πάντα.
Λάκισε απ' τούτη τη ζωή χωρίς να τους πει ούτε ένα αντίο.....
 Ο Ιάσονας. ....
Όταν ο Ιάσονας είπε την απόφαση του η Ιοκάστη δεν συμφωνούσε που αποφάσισε να παρατήσει τα γράμματα για μια τέχνη, το θεωρούσε παράτολμη κίνηση για την μετέπειτα ζωή του, θύμωσε πικράθηκε μα η απόφαση του Ιάσονα ήταν αγύριστη... Ο Κλέαρχος που είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον Βενιαμίν τους δεν του έκανε εντύπωση και δεν αντέδρασε στις επιθυμίες του Ιάσονα. Τουναντίον πολλές φορές  έγινε πολύτιμος αρωγός στις προσπάθειες του.
Και ο Αλκιβιάδης καθησύχασε την μητέρα τους. «Αυτό το παιδί έχει έμφυτο μέσα του το δαιμόνιο του εμπορίου, και μην το υποτιμάς, μητέρα» της είπε.
Από έφηβος ξημεροβραδιαζόταν δουλεύοντας τόσο σκληρά που είχε συνηθίσει να κοπιάζει για να πετύχει. Του χρειαζόταν εξάλλου να κάνει βήματα προόδου, για να κλείσει το στόμα της μητέρας τους, η οποία ανησυχούσε σχετικά με το μέλλον του. Ασχολήθηκε ταυτόχρονα με τεχνικές εργασίες υδραυλικών εγκαταστάσεων, και με εμπορικές δουλειές, μειώνοντας με γοργό ρυθμό την απόσταση που χρειάζεται να διανυθεί ως την καταξίωση.
Παντρεύτηκε νεαρότατος και ήδη στη στρατιωτική θητεία του είχε μια κόρη, που έφερε πανάξια το όνομα της μητέρας τους. Υπηρέτησε στην επίλεκτη Μονάδα της Προεδρικής Φρουράς παρ’ ότι δεν ήταν επιλογή του, ούτε το επιθυμούσε.. Απλώς επιλέγει με κριτήρια κυρίως ήθους και σωματικά. Και αυτό ο Αλκιβιάδης νομίζει ότι τα λέει όλα!  Αργότερα ο χαρακτήρας του, το εμπορικό και επιχειρηματικό δαιμόνιο που είχε μέσα του, είχαν σημαντική συμβολή στην προώθηση της κοινωνικής του ευημερίας, με αποτέλεσμα η βελτίωση της ευημερίας του να να συνδεθεί με τη δημιουργία μια όμορφης οικογένειας.
.........Το ταξίδι, η περιπέτεια και η μακριά πορεία τελειώνει σ' εκείνο το μέρος όπου πηγαίνει η φλόγα όταν σβήνει, στο άυλο παρελθόν .
.......... Όταν αρχίζει να σουρουπώνει, παίρνει το μονοπάτι που οδηγεί στην ακτή, όπου κάθεται ώρες ολόκληρες εκεί που σκάει το κύμα, στην άμμο την ποτισμένη από την αλμύρα, και αγναντεύει το πέλαγος. Βλέπει τα  κύματα να παφλάζουν στην αμμουδιά στα πόδια του, τα νιώθει στο ρυθμό του φλοίσβου τους να του ψιθυρίζουν ολόγυρα από το σώμα του. Έκλεισε  τα μάτια του για ν' ακούσει τη μουσική τους μα δεν τ' άκουγε παρά μόνο τον παφλασμό τους. Ήταν η αντάρα της ψυχής του, που βούβαινε τα πάντα γύρω του. Το μυαλό του ανασύρει από τα ξεχασμένα υπόγειά του αναμνήσεις, είναι οι στιγμές που εύχεται να μπορούσε να γκρεμίσει τα σύνορα του Χώρου και του Χρόνου. Αισθάνεται τη μαγεία να αναβλύζει από κάθε κόκκο άμμου στην ακρογιαλιά, να εξαπλώνεται γύρω του με τα κύματα του νερού και του αέρα. Ξαναγυρίζει στα χρόνια της ξέγνοιαστης παιδικότητας, που τα κορμιά τους ήτανε στητά σαν λαμπάδες, τα πρόσωπα αρυτίδωτα σαν χυμώδη φρέσκα ροδάκινα, τα μάτια λαμπερά, γεμάτα φλόγα και το κεφάλι σκεπασμένο από πλούσια ατίθασα μαλλιά.
Τα κύματα του σιγοτραγουδούσαν τραγούδια δίχως μουσική, σφύριζαν σκοπούς δίχως λόγια, με μόνο στόμα, με μόνη γλώσσα κι έκφραση, τη γλώσσα των κυμάτων και εκεί καθισμένος στην αμμουδιά, ταξίδευε με τα καράβια που περνούσαν...
...............................................
***Πηγή … Η Κουμουστά της Λακεδαίμονος…
Θεοδ. Σ. Κατσουλάκου… Παν. Χ. Στούμπου
Εκδοση ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΞΗΡΟΚΑΜΠΙΟΥ......ΣΠΑΡΤΗ 2012
Γ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ
1. Οικογένειες και ιστορική τους παρουσία… Σελίδα 199….

**Kατά την παράδοση ήταν ο πρώτος οικιστής της Ρειχιάς από τις Σπέτσες στα 1795…Βλέπε: Λακωνικαί Σπουδαί… Τόμος 20
Ελευθερίου Π. Αλεξάκη… ΚΡΥΜΜΕΝΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΑΛΒΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟΑΛΒΑΝΟΠΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗ ΒΑ ΛΑΚΩΝΙΑ. (1400-2000)

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2023

«Den Legonte Ta Panta Stous Pantes»

.
........... Την εποχή εκείνη στο τέλος τη εφηβείας του Αλκιβιάδη, ο Κλέαρχος ένοιωθε εντελώς αποστραγγισμένος από ενέργεια και παρουσίαζε φιλάσθενο χαρακτήρα και ασθένειες τον ταλαιπωρούσαν. Ο θεράπων του ιατρός τους δήλωσε, ότι λόγω του ιστορικού με τα νεφρά του, χρήζει νοσοκομειακής περίθαλψης και για «καλύτερα» αποτελέσματα τον παρέπεμψε σε μεγάλο νοσοκομείο των Αθηνών για περαιτέρω κλινικές εξετάσεις καθώς τους δήλωσε ότι τις κρίνει πραγματικά απαραίτητες...
 «Ταλαιπωρήθηκε στις κυνηγητικές εξορμήσεις στα βουνά και τα λαγκάδια που εφορμούσαν με τον φίλο του το γιατρό.» Μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Αλκιβιάδης στην Ιοκάστη.
«Αλκιβιάδη σε παρακαλώ! Μη λες τέτοια λόγια για την ίδιο σου τον πατέρα». Τον μάλωσε η μητέρα του.
Έχει περάσει μια εβδομάδα που η Ιοκάστη άφησε τον Κλέαρχο στην εποπτεία των γιατρών με τη συνδρομή της αδελφής της που μένει στην Αθήνα. Επιστρέφει πάλι στο νοσοκομείο στην Αθήνα για να δει την πρόοδο της ανάρρωσης του Κλέαρχου. Διαβαίνοντας το εσωτερικό μεγάλο πάρκο του νοσοκομείου έπιασε στα «πράσα» τον Κλέαρχο να ερωτοτροπεί σε παγκάκι του πάρκου με μια νοσοκόμα. Είχε δίκιο λοιπόν η αδελφή της που τον επισκεπτόταν καθημερινά και εκμυστηρευόταν της Ιοκάστης ότι ο Κλέαρχος τον τελευταίο καιρό εκμεταλλεύεται την ψυχολογία της με την φιλάσθενη νοοτροπία που παρουσιάζει. Αδελφή μου της έλεγε το μυαλό του είναι στο «Ο γιατρός θεραπεύει, αλλά η νοσοκόμα φροντίζει τον ασθενή.» Και της τόνιζε ιδιαίτερα με στόμφο ειρωνικό αυτό το «αλλά η νοσοκόμα φροντίζει τον ασθενή.»
Ο Κλέαρχος τις ώρες εκείνες ήταν τόσο απορροφημένος το μόνο που σκέφτεσαι είναι το πουλί του και τα σαλιαρίσματα! Δεν πήρε είδηση την παρουσία ούτε καν τον ίσκιο της Ιοκάστης. Την Ιοκάστη ένας τεράστιος θυμός την είχε πλημμυρίσει και ξεχείλιζε από κάθε της πόρο. Μια πίκρα. Αγαπούσε τον Κλέαρχο, λαχταρούσε και ανησυχούσε να τον συναντήσει ώστε να μάθει για την πορεία της υγείας του. Η αντίδρασή της έμοιαζε με βουβή κραυγή: Κυριευμένη από απογοήτευση πήρε των κομματιών της κι έφυγε χωρίς να την πάρει είδηση ο Κλέαρχος. Γύρισε άναυλη στη Λαμία..
Με τη επιστροφή στη Λαμία μια απέραντη πίκρα και ένας βουβός θυμός αιωρείται και κυριαρχεί στο περιβάλλον του σπιτιού τους. Ο Αλκιβιάδης αντιλαμβάνεται ποιος είναι ο στόχος του θυμού, και ο θυμός αποτελεί πρόβλημα όταν δεν εκφράζεται και παραμένει βουβός. Λύπη βαθιά τον πλημμύρισε στο βουβό συναπάντημα των ματιών τους με την Ιοκάστη.
«Μητέρα! Όσο κάποιος δε μιλάει, όσο κρατά βουβή την πίκρα και την ενόχλησή του,  σχεδόν πάντοτε φωλιάζει ένας άλλος βουβός θυμός και γι' αυτό αγριότερος. Ο ανεκδήλωτος θυμός είναι δηλητήριο που έχει κατεύθυνση, συσσωρεύεται και κάποια στιγμή εκπυρσοκροτεί. Βουβά, σαν συριγμός..»
Της πρότεινε με θέρμη να του μιλήσει ανοιχτά για το πρόβλημά της και γ’ αυτόν που της το προξενεί. Να του εξομολογηθεί τις σκέψεις της, τις αντιρρήσεις της, την πίκρα της, το θυμό της. Ό,τι τέλος πάντων ταλαιπωρεί τη σχέση τους με τον πατέρα του..
«Ακόμη και να μη σε καταλάβω, θα νιώσεις καλύτερα με τον εαυτό σου που μίλησες. Θα νιώσεις καλύτερα με την αυτοεκτίμησή σου. Είναι πολύ πιο εύκολο να είσαι ειλικρινής και θαρραλέα από το να είσαι λυπημένη και θυμωμένη. Είναι, δεν είναι;.!»
Η Ιοκάστη δάμασε το θυμό της, άφησε να ξεθυμάνει η οργή της και βουβά σταλαματιά-σταλαματιά τα δάκρυά της πέφτουν, έπνιξε κάθε φωνή διαμαρτυρίας και του μίλησε μέσα από τα βάθη της καρδιάς από τις βαθύτερες τις πιο εσωτερικές περιοχές της ψυχής της. Παράπονο την έπιασε, αναστενάζει και διηγείται εφηβικές αναμνήσεις για τις επιλογές της, και με παράτονο να βγαίνει το αχ της φωνή της μέσ' από τα φυλλοκάρδια της.
.....Τα χωριά του Ζάρακα κατά την περίοδο της Κατοχής, ήταν θέατρο δραστηριοτήτων της Εθνικής Αντίστασης. Στο Γέρακα στο Κυπαρίσσι και αλλού έφθαναν συχνά ελληνικά και συμμαχικά υποβρύχια, τη νύχτα, από τη Μέση Ανατολή. Διακινούσαν κατασκόπους και είχαν επαφή  με τις  μονάδες Εθνικής Αντίστασης. Μέλη της ομάδας αυτής  μαζί με τους ντόπιους, Ζαρακίτικης καταγωγής,  περιέθαλπαν και έκρυβαν από  τους Γερμανούς,  με κίνδυνο της ζωής τους  Έλληνες και ξένους  κατασκόπους.
Η Ρηχιά ήταν και παραμένει αγροτική περιοχή. Μερικά από τα χωράφια βρίσκονται σε μακρινή απόσταση από του οικισμούς, όχι τόσο χιλιομετρικώς αλλά χρονικώς γιατί ο απαιτούμενος χρόνος μεταβίβασης σε αυτά ήταν μεγάλος, επειδή η μεταφορές γίνονταν με μουλάρια και γαϊδούρια σε δρόμους δύσβατους. Για τον λόγο αυτό δημιουργήθηκε η ανάγκη κατασκευής καταλυμάτων- καταφυγίων για αποθηκεύσεις και την προστασία από τις καιρικές συνθήκες. Στα μακρινά κτήματα όπως τα Καρίκια, που ήταν οι ιδιοκτησίες της οικογενείας του παππού σου βοσκούσαν τα πρόβατά μας και καλλιεργούσαμε  τα χτήματα μας. Εκεί στα Καρίκια, οι πρόγονοι μας είχαν χτίσει ένα ισόγειο σπιτάκι με κεραμίδια που κάλυπταν ανθρώπους και ζώα μαζί.  Ταυτόχρονα χαμηλά στο μυχό της θάλασσας στη θέση Βρίζα είχαν χτίσει πρόχειρο καταφύγιο τη λεγομένη τούρλα που  θύμιζε κτίσμα της λεγομένης « Μεγαλιθικής Περιόδου.»
Ο Αλκιβιάδης ανέμενε προσηνής την συνέχεια της ιστορίας της, προβληματισμένος για το τι σκοπό  εξυπηρετεί η περιγραφή της περιοχής. Έχοντας ζήσει και ο ίδιος για ένα διάστημα στο χωριό, όλα αυτά τα γνώριζε από πρώτο χέρι.
Εδώ η Ιοκάστη σταμάτησε για λίγο την αφήγησή της, όντας εμφανώς πιο ήρεμη. Έκλεισε για λίγο τα μάτια και άρχισε πάλι να του αφηγείται. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τότε κατάλαβε πως είχε φτάσει στο πιο δύσκολο. Ξεκίνησε μια εκ βαθέων εξομολόγηση όταν ξανάπιασε το μίτο των συλλογισμών της. Ζούσε τόσο έντονα το παρελθόν, που το παρόν δεν την ενδιέφερε πια σχεδόν καθόλου. Όσο η δροσερή σκιά της μουριάς σκέπαζε την αυλή κι η μυρωδιά απ' τα χρυσάνθεμα έφτανε από τον κήπο, τόσο πιο έντονα θυμόταν την εποχή εκείνη.
...........Στη Νοτιοανατολική Λακωνία κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής 1941-1944. οι πρώτες ομάδες ανταρτών είχαν δημιουργηθεί στην οροσειρά του Πάρνωνα ήδη απ’ τα τέλη του 1942. Αρχικά, οι ομάδες είχαν πολύ περιορισμένη δράση λόγω έλλειψης οπλισμού και έμψυχου δυναμικού. Η κατάσταση άλλαξε την Άνοιξη του 1943 με την άφιξη της πρώτης αγγλικής αποστολής, και το τέλος της Ιταλικής Κατοχής από  το καλοκαίρι του 1943 και  βρισκόμαστε πλέον στην δεύτερη αιματηρή γερμανική κατοχή στην Πελοπόννησο. Την εποχή εκείνη Έλληνες και Βρετανοί κομάντος  είχαν  φθάσει στη Λακωνία από τη Μέση Ανατολή με τελικό τους προορισμό να ενισχύσουν την Αντίσταση.
Βρετανοί κομάντος έπεσαν με αλεξίπτωτα κοντά στην  θαλάσσια περιοχή του μικρού όρμου Βρίζα στο κάβο στις Λούτσισες με δύσκολες καιρικές συνθήκες εκεί που βρίσκεται το κατάλυμα- καταφύγιο της οικογένειας μας... Λόγω σφοδρής βροχής και ισχυρών ανεμών έχασε τα ίχνη ο ένας του άλλου. Φήμες μιλούσαν για έναν τραυματία και έναν ακόμη θανάσιμα τραυματία στην περιοχή... ο νεότερος είχε βγει στη θέση Βρίζα. Επειδή δεν βρήκε άμεσα μια ασφαλή γωνιά τη βροχερή νύχτα, η αγωνία είχε ήδη αρχίσει να φωλιάζει στο στομάχι του όταν ανακάλυψε μια μικρή σπηλιά όπου βρήκε ασφαλές και φιλόξενο καταφύγιο τις νυχτερινές ώρες. Μέσα στο θαμπό φως της αυγής, η πρώτη εικόνα μπροστά του μοιάζει σχεδόν με ζωγραφική σύνθεση στην ψυχή του. Μια στήλη λευκού καπνού ήταν ορατή καθώς υψωνόταν στην υγρασία της ατμόσφαιρας. Μόλις που χαράζει και με ψιλή-ψιλή βροχή κατά αραιά διαστήματα ακολούθησε τον κατσικόδρομο που οδηγούσε από τον όρμο της Βρίζα στο κατάλυμα- καταφύγιο της οικογένειας μας μετά από δύσκολη πεζοπορία. Το κατάλυμα- καταφύγιο ήταν μια πανάρχαια τούρλα που είχε μετατραπεί σε με τον χρόνο σε πιο ευρύχωρο κατάλυμα.
Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά ο καιρός τα ίδια και τα ίδια, όταν βλέπεις αυτά τα μαύρα σύννεφα στην Κουλοχέρα να κολλάνε κατά το Αμπελάκι, να κατηφορίζουν κατά το Σκίθι και να ξαπλώνονται στα Μαντριά, να περιμένεις κι άλλες βροχές, όπως συνηθίζουν να το λένε οι τσοπαναραίοι (ποιμένες).
Ο νεαρός άνδρας εντοπίστηκε πρώτα από τα σκυλιά του κοπαδιού μας. Ο παππούς σου πρόσταξε  τα σκυλιά να ησυχάσουν. Αν και βρεγμένος και έχοντας ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα φαινόταν ότι διέθετε την απαραίτητη στιβαρότητα να επιβιώνει σε δυσμενείς συνθήκες και ευτυχώς, έδειχνε καλά στην υγεία του. Μπήκε στο σπίτι ζητώντας την άδεια να απευθυνθεί στη γιαγιά σου. Συμπαθητικός, καλοσχηματισμένος, όμορφος, πειστικός..... φαινόταν και πολύ ειλικρινής.
Ήταν η περιπέτεια ενός νεαρού, Βρετανού στρατιώτη, ο οποίος, μπάρκαρε μια νύχτα της άνοιξης του 1943; από την Μέση Ανατολή με προορισμό την Κρήτη, και την Πελοπόννησο κι από ‘κει, περπατώντας, κατέληξε στην εξώπορτα του αγρότο-καλυβιού μας.
Εγώ μόλις είχα αναχωρήσει για το μαντρί μας που βρισκόταν κοντά στο κατάλυμα. Σε μια στιγμή κοίταξα πίσω και είδα σε μικρή απόσταση το νεαρό στρατιώτη.
......... Η ανάμνηση ξετυλίχτηκε στο μυαλό της, δάκρυα άρχισαν να πλημμυρίζουν τα μάτια της. Η εικόνα του Βρετανού στρατιώτη πρέπει να είχε πλημμυρίσει το μυαλό της.
....... Ο παππούς σου γέμισε ποτήρι με ρακί και του το πρόσφερε. Το ήπιε λαίμαργα σαν να έπινε νερό, οι γουλιές κατέβαιναν χωρίς να το καταλαβαίνει, μέχρι που ξαφνικά ξαναζωντάνεψε, πήρε δύναμη. Ήταν σαν «μάννα εξ ουρανού» διότι όπως ήταν γεμάτος αλάτι από τα κύματα, αισθανόταν αφόρητη δίψα. Τον βοήθησε να βγάλει τα βρεγμένα ρούχα του και του έδωσε να ρίξει επάνω του μια κάπα που φορούσε ο παππούς σου φτιαγμένη από τραγόμαλλο. Ο απρόσμενος επισκέπτης τυλίχτηκε με την κάπα καθώς κούρνιαζε πιο κοντά στη φωτιά με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο έτσι ώστε όσο το δυνατόν να φτάνει περισσότερη θερμότητα επάνω του. Η γιαγιά σου ετοίμασε ένα ζεστό πρωινό με φρέσκο γάλα, και φρέσκο-ψημένο χωριάτικο ψωμί με τηγανιτά αυγά για τον ταλαιπωρημένο στρατιώτη και μπόλικο τουλουμίσιο τυρί με ελιές.
Η οικογένεια μας, τηρώντας τις πατροπαράδοτες παραδόσεις του τόπου μας, απέκρυψαν τον περιπλανώμενο στρατιώτη, μοιράστηκαν μαζί του το λιγοστό φαγητό μας, με κίνδυνο της ζωής τους αφού οι Γερμανικές διαταγές ήταν σαφείς. Όποιος παρέχει αρωγή στον εχθρό θα τιμωρείται με θάνατο, (έλεγε η διαταγή του Γερμανού Διοικητή Φρουρίου της Μονεμβάσιας).
Ο νεαρός Βρετανός στρατιώτης ήξερε λίγα ελληνικά που τα είχε μάθει στη Μέση Ανατολή και στην Κρήτη. Λέξεις που τον βοηθούσαν στην επαφή του..
Ο παππούς σου χωρίς να χάσει καιρό αναχώρησε για τη Ρηχιά να βρει το σύνδεσμο των ανταρτών και να τον φέρει σε επαφή με Βρετανό στρατιώτη.
Έμεινε μαζί μας κρυμμένος και την επομένη. Και τις δύο μέρες που ακολούθησαν, φανταζόταν ότι ήταν καλά κρυμμένος, με ασφάλεια στο οικογενειακό κατάλυμα- καταφύγιο μέχρι που ο παππούς σου τον έφερε σ' επαφή με τους συνδέσμους των ανταρτικών ομάδων στην περιοχή. Τον διαβεβαιώσαμε ότι ήταν καλά κρυμμένος ακόμη κι από ακούσιους πληροφοριοδότες. «Ήδη ο θείος σου είχε πιάσει όπλο του αντάρτη και το 1946-47, ήταν σε λόχο αντάρτικο.» Ένοιωθε μια σιγουριά και μια ασφάλεια, που του μαλάκωνε την ψυχή.
Έκτοτε, ποτέ μου δεν έμαθα τι απέγινε ο Βρετανός στρατιώτης. Θυμάμαι που έδωσε καραμέλες και σοκολάτες στις μικρές μου αδελφές. Ναι τον συμπάθησα από την πρώτη στιγμή. Ήταν ένας πολύ απλός και ευθύς άνθρωπος. Εκείνα τα γκρίζο-πράσινα μάτια του με σημάδεψαν με την ύπαρξή τους. Μας υποσχέθηκε μόλις τελειώσει ο πόλεμος θα προσπαθήσει να ξαναγυρίσει και να μας ξαναβρεί. Με ρώτησε αν με το καλό όλα αυτά τελειώσουν αν θα ήθελα να πάω στην Αγγλία να τον βρω. Μας υποσχέθηκε ότι θα μας γραφεί συχνά. Όταν αυτό είναι εφικτό. Την εποχή εκείνη ετοιμαζόταν τα βαφτίσια της μικρής-μικρής θείας σου. Νονός της ήταν πρώην βουλευτής από την Κρεμαστή που είχε σπουδάσει νομικά στο Παρίσι, μετέπειτα υπουργός στην κυβέρνηση του Σ. Βενιζέλου. Ζήτησα από την γιαγιά σου να μεσολαβήσει να είναι αυτός ο σύνδεσμος έχοντας την μεγάλη ελπίδα ότι έτσι ίσως θα μπορέσω να έχω επαφή μαζί του.
Είναι η στιγμή που στης Ιοκάστης το μυαλό επικρατεί μελαγχολική διάθεση ανακαλώντας με νοσταλγία γεγονότα και αμυδρές εικόνες εκείνης της εποχής. Στην σκέψη της λιμνάζουν και πάλι οι ίδιες μελαγχολικές ιδέες, όπως τότε! Που δεν τις εξωτερικεύει. Ένα «κουβάρι» το οποίο δεν το αφήνει να ξετυλιχτεί. Άπλα νοιώθει. Μελαγχολική. Θλιμμένη...
Ο Αλκιβιάδης βλέποντας τώρα την ωχρά και μελαγχολική όψη της μάνας του την έπιασε απ' το χέρι και την τράβηξε μαλακά να κάτσει δίπλα του. Κοίταξε γύρω του με τα ζεστά δάκτυλα του ακουμπισμένα στο χέρι της και μ' αυτή την έκφραση θυμού και εξάντλησης στο πρόσωπο του εκφράζοντας τη δυσαρέσκεια του και πιο πολύ απ' όλα τον εξόργιζε η υποτακτηκότητα της μητέρας του στη συζυγική της σχέση με τον πατέρα του.
Η Ιοκάστη τότε έβαλε το πρόσωπο της στις χούφτες της, έγειρε το κεφάλι της πάνω στα γόνατά της κι έτσι όπως καθόταν ζαρωμένη άρχισε να κλαίει πνιχτά μ' έναν τρόπο σα να 'βγάζε από μέσα της το παράπονο μιας ζωής. Ένας βουβός αναστεναγμός, της ξέφυγε πιο πολύ σαν λυγμός ήταν.  Οι ανάσες της γίνονταν βαθιές και λαχανιασμένες, ένιωθε σαν να είχε τρέξει. Και κατά κάποιον τρόπο ίσως να το είχε κάνει κιόλας. Έτρεχε πίσω από τη ζωή που επιθυμούσε για την οικογένεια της και σύντροφος της δεν βοηθούσε, να την αποκτήσουν.
.....Ο Αλκιβιάδης για πρώτη φορά προβληματιζεται εάν η μητέρα του εννοούσε όσα είχε πει και όσα δεν είχε πει. Μητέρα! όλοι μας νιώθουμε κάποιες φορές θλιμμένοι ή άκεφοι – κι αυτό μάλιστα δεν είναι καθόλου κακό μπορεί να νιώθεις σύγχυση και να είσαι πληγωμένη από τη συμπεριφορά του πατέρα, συμπεριφορά σαν και αυτές που αισθάνεσαι ότι το ποτήρι ξεχειλίζει, αλλά το γνωρίζεις πολύ καλύτερα ότι ο πατέρας δεν είναι κακός, απλώς παθιάζεται ορισμένες φορές με συμπεριφορές και οι πράξεις του ξεφεύγουν από τα όρια και σε βγάζουν από τα ρούχα σου. Καιρός πολύς έχει περάσει από την τελευταία φορά που το χωριό σε χαρακτήρισε «θαρραλέα γυναίκα». Είκοσι χρόνια ακριβώς από εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό που είπατε χαμογελαστοί καλημέρα ο ένας στον άλλο..... Η Ιοκάστη φίλησε με τρυφερότητα τον γιο της. Ένιωσε όλες της τις θολές σκέψεις να διαλύονται. Μόνο μια σκέψη κυριαρχεί στο μυαλό της. Των παιδιών της, της οικογένειάς της.
......Ο Αλκιβιάδης σήμερα «επιμένοντας μυθιστορηματικά» αποπειράται να ζωντανέψει τις πραγματικές αναμνήσεις της Ιοκάστης αυτές που άγγιξαν την ψυχή της και που δεν τόλμησε να του εξομολογηθεί. Γιατί η ανάμνηση της ευτυχίας, δεν είναι πια ευτυχία. Είναι στιγμιαίες σκέψεις και βουβές ονειροφαντασίες, απ' τα εφηβικά σκιρτήματα. Που σβήνουν σαν τα χνάρια στο μαλακό το χώμα.
                     «Δεν λέγονται τα πάντα στους πάντες: Ου πάσι τα πάντα ρητά».
Η Ιοκάστη δεν είχε διακρίνει καλά το πρόσωπο του νέου που ήρθε από τόπο μακρινό, αλλά πρόσεξε την ψηλή του κορμοστασιά και τα βρεγμένα πυκνά μαλλιά του που χρύσιζαν σαν τη φλόγα της φωτιάς. Και ένοιωθε ήδη κάτι σαν τσίμπημα στο στήθος. Κάθε λέξη του και η ξενική του προφορά έκαναν την καρδιά της να σκιρτάει..
Ο Στρατιώτης παρά την θερμή υποδοχή που του έκαναν ένοιωθε εκείνο που πραγματικά ήταν, ξένος ανάμεσα σε κόσμο διαφορετικό από εκείνον. Τώρα όμως έβλεπε να τον σερβίρουν όλο φροντίδα, την γιαγιά να του χαμογελά σαν να ήταν μωρό και τα μικρά κορίτσια καθισμένα στο λίθινο πάγκο να τον κοιτάζουν παραξενεμένα, αλλά χωρίς φόβο. Ένοιωσε ότι όλοι ήταν σοβαροί, αλλά ευτυχισμένοι, μέσα στη φτωχική καλύβα τους.
........Έπιασε τον εαυτό του να την κοιτάζει.«Πόσο χρόνων να είναι;» Αναρωτιέται!
Ήταν αυτές οι πρώτες του σκέψεις μόλις είδε την κοπέλα που στεκόταν πίσω του, και τον κοίταζε επίμονα με μάτια λαμπερά και έτσι όπως ήταν σκυμμένος έστρεψε για να της χαμογελάσει. Όμορφη κοπέλα με το αγέρωχο παράστημα της. Η εικόνα της είχε πλημμυρίσει το μυαλό του με τα λυτά τα μαλλιά της, ελεύθερα όπως τα ρυάκια και τα χόρτα στα λιβάδια.  
«Μου φαίνεται πως ονειρεύομαι. Τι φυσική ομορφιά! Πανέμορφο δροσερό πρόσωπο νεανίδας, γεμάτο υγεία το σφριγηλό και λαμπερό κορμί της δεν χρειάζεται τα φτιασίδια. Ένα παρθένο κορμί που έχει τη φρεσκάδα των μυστικών πηγών, τη βελούδινη πρωινή απαλότητα του μπουμπουκιού, τη γυαλάδα του μαργαριταριού όταν βέβηλα χέρια δεν έχουν ακόμη ποτέ χαϊδέψει. Ο στρατιώτης μαγεύεται απ' την εικόνα της που είναι τόσο ξεκάθαρη, νιώθει σαν τον ιππότη στο μύθο ο οποίος ανοίγει με μεγάλη δυσκολία δρόμο ανάμεσα από αγκαθωτούς θάμνους για να κόψει ένα τριαντάφυλλο που κανείς ποτέ δεν είχε μυρίσει.»
Τα κατάφερε με μεγάλη δυσκολία να πιάσει κουβέντα μαζί της. Και δώστου νοήματα ενώ συζητάνε και προσπαθούν να συνεννοηθούν. Λόγια και βλέμματα εναλλάσσονταν. Θετική αύρα αναδυόταν απ' όλα τα μέρη του φτωχού καλυβιού. Τα μάτια τους μιλάνε πιο πολύ από τη γλώσσα τους. Η Ιοκάστη προσπαθούσε πολύ να συγκεντρωθεί, να καταπνίξει τις επιθυμίες που φούντωναν μέσα της. Είναι η έφηβη που που θέλει να γίνει γυναίκα. Εν μέρει μόνο τα κατάφερνε να συγκρατηθεί και να μην φανερώσει την ερωτική έξαψη, που της είχε προκαλέσει. Μια μαγική κλωστή έμοιαζε να τους συνδέει  διεγείροντας τους με τρόπο κόσμιο και φλογερό.
...... Την επομένη περιμένοντας τον παππού και τα νέα από τον σύνδεσμο, κάποια στιγμή βρέθηκαν περπατώντας οι δυο τους ανάμεσα στο πράσινο των θάμνων, εκείνος ψηλός και στητός, εκείνη σταρένια και καστανή, φαίνεται πως τους ευχαριστούσε εκείνη η επαφή επειδή κοίταζαν προς την κορυφή της Κουλοχέρα και γελούσαν.
«Νομίζω πως είναι η ώρα να πάμε να βρούμε τον πατέρα μου.»
Ο στρατιώτης έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει», κι έστρεψε το κεφάλι του.
Τα μάτια της απείχαν μόλις λίγα εκατοστά απ' τα δικά του. Πόσο ήθελε να τη φιλήσει, αλλά αντ' αυτού είπε απλώς: «Πάμε».
Οι ασπάλαθοι και τα ρείκια που πατούσαν στο δύσβατο μονοπάτι ήταν τραχιά. Τα κοτσάνια τους μπλέκονταν στα παπούτσια τους καθώς έσερναν τα βήματά τούς, διασχίζοντας το άγονο τοπίο. Ο ήλιος που έδυε άπλωνε τις σκιές του πάνω στα ρείκια και ο ανοιξιάτικος αέρας ψυχρός μύριζε λουλούδια, μερικές μέλισσες βούιζαν ράθυμα, πηγαίνοντας  από λουλούδι σε λουλούδι ενώ οι χαμηλοί θάμνοι μοσχοβολούσαν. Ο στρατιώτης άπλωσε και πήρε το χέρι της μέσα στο δικό του. Η Ιοκάστη δεν αντέδρασε. Ένιωσε τόσο φυσικό το άγγιγμα του. Το ήθελε τόσο πολύ. Ένοιωθε το χέρι της να εγκαταλείπεται τρέμοντας λιγάκι μέσα στο δικό του, ενώ τα σκληρά και ζεστά δάχτυλα του μπλέκονταν δυνατά με τα δικά της σαν να ήταν εραστές. Αισθάνθηκε να της τρέμουν τα γόνατα, σκιρτούσε η καρδία της και μέσα της ένοιωσε τη φωτεινή ομορφιά του ηλιοβασιλέματος, από τις τελευταίες αχτίδες του ηλίου προς τη μεριά της δύσης. Αυτή να χάνεται μες την ευφορία της μέθης και στις απραγματοποίητες επιθυμίες και φαντασιώσεις της.
Επάνω στη πιο δύσκολη στιγμή μπήκαν στο πετρόκτιστο μαντρί εκεί που τους περίμεναν οι γονείς της.  Η Ιοκάστη ντράπηκε, μαζεύτηκε μέσα στο καβούκι της, γύρισε στην πραγματικότητα. Της φάνηκε ότι έσβησε η φλόγα της μέθης και το αίμα σταμάτησε να χτυπά με βία μέσα στις φλέβες της.
Αργά το βράδυ έπεσε ανήσυχη στο στρώμα με την σκέψη του. Πως είναι να είσαι ερωτευμένη σκέφτηκε. Άμα είσαι πεινασμένη το ξέρεις φωνάζουν τα σπλάχνα σου. Όταν στην παγωνιά του χειμώνα κρυώνεις πάλι το λένε τα σπλάχνα σου. Όταν όμως είσαι ερωτευμένη και θέλεις να το πεις, δυσκολεύεσαι. Αυτό που θέλεις να πεις πως το λένε; Κοιτούσε ψηλά με τα μάτια της γεμάτα όνειρα. Και όμως κάτι την φόβιζε, γιατί ήταν η πρώτη της φορά που ένιωθε την ανάγκη να την φιλούσε αυτός ο άγνωστος όμορφος άνδρας.
Τον πρώτο καιρό τις βροχερές μέρες της άνοιξης, και ενώ έπαιρνε να βραδιάζει καθισμένη μπροστά στο λιθόκτιστο σπιτάκι τους, ατένιζε τη θάλασσα από ψηλά, μια μελαγχολία πολύ θλιμμένη την γέμιζε.
«Γιατί όμως δεν μπορώ να ξεχάσω το βλέμμα του, τη γνωριμία. Γιατί με πονάει ακόμα;  Αφού το ξέρω δεν υπάρχει ελπίδα;  Ίσως να είναι το πρώτο σκίρτημα που ποτέ δεν ξεχνιέται.» Συλλογίζεται με την εικόνα του και την γυροφέρνει στο μυαλό της.
Ξανάβλεπε το μειλίχιο χαμόγελο του όπως τον είδε την τελευταία φορά περνώντας πλάι της για να πάει για ύπνο και γεννήθηκε μέσα της η τρελή ελπίδα.
Πόσο θα ήθελε να κοιμόντουσαν μαζί στο ίδιο κρεβάτι, αλλά το ήξερε ότι άδικα το περίμενε. Αποκοιμήθηκε περιμένοντας τον και ίσως ακόμη να τον περιμένει στα όνειρα της σαν να ψάχνει κάτι χαμένο...
Στην εφηβεία της ο χρόνος κυλούσε ραγδαία  και ο χρόνος τ' αλλάζει όλα, τίποτα δεν αντιστέκεται στο πέρασμα του, οι εφηβικές αναμνήσεις με τα πρώτα εφηβικά ερωτικά σκιρτήματα, σκόρπισαν και έσβησαν μέσα της όπως τα σύννεφα στον ουρανό γύρω από το φεγγάρι, όταν φυσάει η τραμουντάνα.
........Όσο κι αν μπορεί να φαίνεται απίστευτο ότι ένα γαρύφαλλο καταφέρνει ν' αντέχει στην παγωνιά. Το ίδιο μπορεί να φαίνεται απίστευτο κι όμως ναι, η σχέση του Κλέαρχου και της Ιοκάστης μπορούσε ν' αντέξει τους κραδασμούς που ήταν αναπόφευκτοι. Και να που είχαν πετύχει τη συντροφική κατανόηση, που καθένας τους ανέμενε και προσδοκούσε, από τον άλλο και με τον καιρό ήταν και πάλι όλα καλά, και η συμβίωση τους όπως τότε τον παλιό καιρό που μοιράζονταν τη χαρά και την αγωνία τους. Με την Ιοκάστη που από πάντα σεβόταν βαθύτατα την επιλογή που είχε ακολουθήσει, σ' ένα γάμο ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που πίστευε ότι αγαπιόνταν, και στον οποίο παρέμενε πιστή.  Και τον Κλέαρχο να νιώθει ότι είναι ασφαλής δίπλα σε μια τέτοια δυναμική σύντροφο που τον εμπνέει και τον κάνει να νιώθει θετικά για τον εαυτό μου.
Μεγαλώνοντας ο Αλκιβιάδης συχνά-πυκνά όσο κοίταζε μέσα του πιο βαθιά, τόσο πιο πολύ αναρωτιέται τι είναι αυτό που έκανε την Ιοκάστη να ερωτευτεί τον Κλέαρχο και να τον αγάπα τόσο άδολα, τόσο αγνά, τόσο αληθινά που έμαθε να ξεχνάει και να συγχωρεί.
Αυτή η άδολη αγάπη της του θυμίζει την ευλάβεια της θρησκευτικής της πίστης έχοντας ακόμη «νωπές» τις μνήμες από το τελευταίο επεισόδιο. Μοιάζει σαν να ήταν χθες το επεισόδιο που του θυμίζει πόσο δυνατό είναι το δέσιμο της Ιοκάστης με τον Κλέαρχο....
Στο πέρασμα των χρόνων ο Κλέαρχος σαν φανατικός κυνηγός έζησε υπέροχες στιγμές και μοιράστηκε πολύ όμορφες εμπειρίες με άλλους φίλους κυνηγούς που απέκτησε στη Λαμία... Ταξίδεψε σ' όμορφα τοπία, σε λίμνες σε βάλτους και σε απομακρυσμένες περιοχές. Γνώρισε κανάλια και όχθες με αξέχαστα κυνήγια υδροβίων στο Σπερχειό ποταμό, στην καρδιά του χειμώνα που προσελκύουν παπιά, όταν ο τόπος είναι απείραχτος από κυνηγετική πίεση ή όταν η παγωνιά στα ανοικτά νερά έχει σπρώξει τα πουλιά σε μέρη πιο απάνεμα, που «ρεματίζουν» και δεν παγώνουν.
Σε μια από αυτές τις εξορμήσεις χάθηκε ένας πολύ καλός του φίλος κυνηγός.  Παρά τις επίμονες έρευνες για την ανεύρεση του όταν χάθηκε στην περιοχή του Σπερχειού ποταμού αυτές είχαν προβεί άκαρπες μέχρι που τον βρήκαν μετά από μια εβδομάδα στο Μαλιακό κόλπο. Τον είχε ξεβράσει ο ποταμός.
Αν και απ' το συμβάν έχει περάσει ένα εύλογο χρονικό διάστημα, είναι προφανές πως το γεγονός έχει περάσει υποσυνείδητα στην Ιοκάστη και της δημιούργησε μια εσωτερική ψυχική γρατζουνιά. Πάνω από ένας χρόνος έχει περάσει πλέον από τις ημέρες εκείνες. Ο Κλέαρχος μετά από μια ακόμη ημερήσια κυνηγητική εξόρμηση, νύχτωσε κι ακόμη να φανεί. Νύχτωσε για τα καλά, ανάψανε απ’ ώρα τα ηλεκτρικά. Έχει και μια υγρασία, του κέρατα. Φυσάει νοτιάς, που περονιάζει τα κόκαλα. Ο ουρανός πίσσα και άνεμος βρυχάται. Στο σπίτι έπεσε μια βουβαμάρα για πολλή ώρα. Μια μούγκα, που γινόταν αβάσταχτη όσο περνούσε η ώρα να φανεί.  Και τότε σαν να την έζωσαν τα μαύρα φίδια, σηκώθηκε και ξεπόρτισε. 
«Πούντος να φανεί; Ούτε πέντε ώρες νύχτα δεν απόμειναν». 
Ξεκίνησε και πήγε κάτω χαμηλά στο ρέμα ανέβηκε στο βράχο.... Το κρύο την ανάγκαζε να σφίγγεται και να τυλίγεται στο φαρδύ πανωφόρι της. Και η Ιοκάστη τότε άρχισε σιγανά να μουρμουρίζει ένα μακρόσυρτο θλιβερό σκοπό και τον επαναλαμβάνει πολλές φορές κάτι σαν παραπονεμένο μοιρολόι με φωνή βραχνή, θλιβερή και παραπονεμένη. Ασυντόνιστη, μέσα από τα δόντια της .
«Που είσαι, Κλεαρχέ μου; Φανερώσου. Βρέχει και αστράφτει ο ουρανός. Που είσαι, Κλεαρχέ μου; Φανερώσου.»
Δεν πέρασαν μερικά λεπτά που ξεκίνησε το μοιρολόι και θόρυβος μοτοσυκλέτας ακούστηκε να έρχεται από το παράλληλο μονοπάτι του ρέματος.  Ήταν ο ήχος απ' τη μοτοσυκλέτα, του «εξαφανισμένου!» κυνηγού. Όταν η αγωνία καταστάλαξε, όταν η καταχνιά στο μυαλό της Ιοκάστης διαλύθηκε, όταν ηρέμησε η ψυχή της, ο  Αλκιβιάδης δεν ήξερε με ποιον από τους δυο ήταν πραγματικά περισσότερο θυμωμένος, εξοργισμένος.  
«Ρε μάνα! Ρε μάνα!  Τι να πω ρε μάνα! κλάματα και μοιρολόγια, που άργησε να φανεί ο Άρχοντας;»
 Η Ιοκάστη αυτό που αισθανόταν για τον Κλέαρχο το αποκαλούσε αγάπη επειδή δεν υπήρχε πιο κατάλληλη λέξη. Ήταν η αίσθηση της ταυτότητας της ο καθρέπτης του εσωτερικού της κόσμου. Χωρίς αυτό αισθανόταν ότι είναι κάτι άδειο. Κάτι λιγότερο.

.Σημείωση Ι: Ο Αλκιβιάδης την εποχή εκείνη δεν έδωσε σημασία στην αφήγηση της Ιοκάστης... το θεώρησε ένα εφήμερο εφηβικό ερωτικό σκίρτημα στο μυαλό της..... για ένα νεαρό Βρετανό στρατιώτη με γκρίζο-πράσινα μάτια.....
Σήμερα που έχει την περιέργεια να αποτυπώσει με ακρίβειά το επεισόδιο...., δυστυχώς ο παππούς η γιαγιά και η μητέρα του.... έχουν προ πολλού αποδημήσει...  
Η ογδοντάχρονη σήμερα θεία του...... (ήταν οκτάχρονη τότε....)  θυμάται πολύ καλά.... ένα νεαρό στρατιώτη βρεγμένο ως το κόκκαλο που εμφανίστηκε στην πόρτα του καταλύματος ξαφνικά ένα πρωινό.... (Παιδούλα... ένοιωσε φόβο στην παρουσία του....) και μερικές λεπτομέρειες ... (πχ... φορούσε μια Πουλάδα μεταλλική - ασημένια;-χρυσή; - που την χάρισε μ' επιμονή στη γιαγιά και ένα φουλάρι που το χάρισε στην αδελφή της.... Ακόμη θυμάται πως είχε αφήσει πίσω του στη θάλασσα έναν νεκρό.....  είχαν πέσει μαζί απ' το αεροπλάνο..)
Μετά από εκτεταμένη ερεύνα στο διαδίκτυο ... ο Αλκιβιάδης πιστεύει ότι η αποστολή  που..... ταιριάζει με την αφήγηση της μητέρας του.... (Βέβαια το 1943 - 1944..... η μια αποστολή πρακτόρων διαδεχόταν την άλλη.... είχε πήξει ο Πάρνωνας και ο Ταΰγετος στους Εγγλέζους και Έλληνες πράκτορες .... άλλοι έρχονταν.... άλλοι φυγαδεύονταν.....)
πρέπει να 'ταν αυτή................
............20 Μαΐου 1943 έπεσε στον Πάρνωνα ο Άγγλος ταγματάρχης Χέριγκτον με ένα ασυρματιστή και δύο ακόμα, ο ένα εξ αυτών κατά την πτώση σκοτώθηκε................  Πηγή:http://pluton22.blogspot.com/2014/11/
................... Η ίδια με άλλη ημερομηνία.....Τη νύχτα της 12ης-13ης Μαΐου 1943 οι Έλληνες απεσταλμένοι υποδέχτηκαν στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου τη δεύτερη αποστολή, η οποία αποτελούνταν από τον Άγγλο ταγματάρχη Χάρινγκτον και άλλους τρεις αξιωματικούς. Κατά την πτώση με τα αλεξίπτωτα, δύο απ’ αυτούς ο σμηναγός Δρακούλης και άλλος ένας ανθυπολοχαγός, τραυματίστηκαν θανάσιμα.
Πηγή: https://skalalakonias.wordpress.com/2016/05/08/oelasnotialakonia/

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2023

O Efivos Orimase

....... Χίλια εννιακόσια εξήντα οκτώ, είναι ήδη η επέτειος ενός χρόνου του Απριλιανού πραξικοπήματος τότε που ήρθε στην ζωή του και η πρώτη του ξέφρενη ερωτική νύχτα. Ο Αλκιβιάδης έκλεισε τα δέκα οκτώ του χρόνια στα περασμένα του γενέθλια, και είναι πλέον σ’ αυτό το στάδιο που σαν νέος περνώντας στη μεταεφηβική ηλικία αρχίζει να ωριμάζει και αναζητά να ακολουθείσει πλέον τη δική του  αυτόνομη ζωή. Αργά το απόγευμα συνοδεύοντας την Ιοκάστη βρίσκονται στην εξωτερική αυλή στο σπίτι της χήρας της Ασπασίας. Η Ιοκάστη αναζητούσε κάποιες κοινωνικές πληροφορίες και οι δυο γυναίκες συζητούσαν μπροστά στην πόρτα εισόδου της μεγάλης αυλής. Ο Αλκιβιαδης είχε περάσει πάνω από ένας χρόνος από τότε που είχε συναντήσει τελευταία φορά την Ασπασία. Μεγαλώνοντας σαν έφηβος πλέον έπιασε τον εαυτό του να τη σκέφτεται σεξουαλικά, την ντρεπόταν και είχε σταματήσει και τα πρωτοχρονιάτικα ποδαρικά. Σήμερα που τη βλέπει έμεινε ευχάριστα άναυδος με την εμφάνιση της. Κι είναι έτσι τροφαντή, λαχταριστή που άγιο μπορεί σε πειρασμό να βάλει. Και μέσα του άρχισε να φουντώνει η ηδονή, σαν τη φωτιά που φουντώνει όσο της ρίχνουμε ξύλα. Βλέποντας το ερωτικό βλέμμα του νεαρού, η Ασπασία κοκκίνισε απότομα. Το βλέμμα του πρόδιδε το ερωτικό ενδιαφέρον του για εκείνη «πρόδιδε» ξεκάθαρα τις σκέψεις του για το ότι ήθελε σεξ, μέσα από το βλέμμα του.
Όλα αυτά τα χρόνια που είχαν περάσει εκείνος είχε ψηθεί είχε γίνει άντρας και εκείνη, αντίθετα, ήταν κλεισμένη μες στους τοίχους του σπιτιού, σαν τις καλόγριες, προστατευμένη από τις δυσκολίες της ζωής. Η Ασπασία έβρισκε διέξοδο στη μοναξιά της πηγαίνοντας στην αγορά τα πρωινά από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, Κυριακή στην εκκλησιά και τα απογεύματα ασχολιόταν με τον κήπο τη που τον λάτρευε και ο κήπος της έμοιαζε με Παράδεισο.
Και να που τώρα εκεί στη πόρτα αυτού του επίγειου παράδεισου στέκεται ένας αληθινός άγγελος και όχι αποκύημα φαντασίας. Τι ήταν τούτο Θεέ μου! Ένα παλικάρι που την παρακολουθούσε χαμογελώντας ερωτικά. Η Ασπασία ανέπνευσε, έβλεπε το χέρι της Μοίρας να την ακουμπάει για να αδράξει την ευκαιρία που της παρουσιάστηκε, μέσα της ένιωσε τρικυμία, μια ολοκληρωτική αναστάτωση που αφορούσε τις ερωτικές παρορμήσεις της και την πιθανότητα ενός ερωτικού ρίσκου. Στο πρόσωπο του Αλκιβιάδη είδε έναν ενδιαφέροντα νεαρό που ίσως να γέμιζε τις μέρες της . Ο Αλκιβιάδης  αισθάνθηκε το βλέμμα της να περιπλανιέται συνέχεια επάνω του καθώς μιλούσε με την Ιοκάστη. Έστελνε μηνύματα που μπορούν να μιλήσουν με τα μάτια, να φιλήσουν με το βλέμμα και να φέρουν μία μαγευτική χάρη στην καρδιά.
Μετά από επτά χρόνια και έχοντας βιώσει τον οδυνηρό θάνατο του συζύγου της ήταν θλιμμένη συνέχεια. Τόσα χρόνια σε μια θλίψη συνήθισε τόσο που ξέχασε για λίγο τον εαυτό της. Τελευταία φαίνεται πως αποφάσισε ότι ήθελε να αλλάξει εντελώς την ζωή της και να αφιερώσει περισσότερο χρόνο και φροντίδα στον εαυτό της. Μετά από αρκετούς μήνες προσπάθειας ήταν και πάλι σε φόρμα και είχε ολοκληρώσει την «μεταμόρφωσή της», αλλά, ένιωθε αρκετά μόνη. Δεν είχε κάνει κάποια σχέση γιατί δεν αισθανόταν έτοιμη ακόμα. 
Αμέριμνες καθώς συζητούν η Ιοκάστη και η Ασπασία ο Αλκιβιαδης έμεινε παράμερα αναμένοντας τη μητέρα του, όταν βλέπει από τον πλαϊνό δρόμο να έρχεται η Μυρσίνη. Η Μυρσίνη και ο Αλκιβιαδης, δύο νέοι με παρελθόν που έχουν πολύ καιρό να ιδωθούν.  Πάει καιρός που ο Αλκιβιάδης είχε μάθει πως η Μυρσίνη ήταν σε σχέση με έφεδρο αξιωματικό από το γειτονικό στρατόπεδο, η οποία σχέση έληξε άδοξα διότι ο νεαρός επήρε μετάθεση για τη Βόρεια Ελλάδα και της κούνησε μαντήλι αναζητώντας νέα φιλόξενη αγκαλιά.
Η κοπέλα όταν τον είδε έκανε σαν παιδάκι που της χαρίζουν το πιο όμορφο δώρο, έβγαλε μια μικρή τσιρίδα έκπληξης και τον αγκάλιασε σφιχτά φιλώντας τον στα μάγουλα. Έμεινε για κάποια δευτερόλεπτα στην αγκαλιά του και όταν τραβήχτηκε λίγο πίσω, του έδωσε ένα φιλί στο στόμα λέγοντας ψιθυριστά. «Σε πεθύμησα παλιοτόμαρο». Έγιναν οι απαραίτητες φιλοφρονήσεις με τις γυναίκες εκθειάζοντας η μια την άλλη και ο Αλκιβιαδης με τη Μυρσίνη αποσυρθηκαν στην άκρη να αφήσουν τις δυο γυναίκες να συνεχίσουν την συζήτηση τους και να πουν και αυτοί τα δικά τους. Η ώρα περνούσε. Κάποια στιγμή η Μυρσίνη παραπάτησε αδέξια χάνει την ισορροπία της μπροστά του και για να μην πέσει κάτω τον άρπαξε και κρατήθηκε επάνω του πιάνοντας με το ένα χέρι το πανωφόρι του και με το άλλο την περιοχή στα αχαμνά του. Συνηδειτοποιόντας έκπληκτη το αποτέλεσμα ζήτησε συγνώμη.
«Συγνώμη ελπίζω να μην σε πόνεσα, αν και το χρειάζεσαι! Στο χρωστάω!» του λέει και τα χάιδεψε απαλά, στοργικά επάνω από το παντελόνι. Η Ιοκάστη είχε γυρισμένη την πλάτη άλλα η Ασπασία βλέποντας την σκηνή τον κάρφωσε μ’ ένα βλέμμα συνοδευόμενο από το αινιγματικό χαμόγελο της που είναι έκφραση φλερτ. Ότι ήταν να πει τ 'λεγε με τα παιχνιδιαρικα της μάτια που έπεφταν κατά-πάνω του, τον κοιτούσε κι αυτός κοκκίνιζε χαμένος μέσα σε ντροπαλή απόγνωση. Είχε έρθει η ώρα να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο της. Σκεφτόταν. Η Μυρσίνη τον κοιτούσε στα μάτια σαν να προσπαθούσε κάτι να του πει, να του κάνει ξεκάθαρο τις επιθυμίες της, ζητώντας ανταπόκριση. Το βλέμμα της Ασπασίας δεν του το επέτρεπε, τον κοιτούσε ήσυχα ήσυχα, δίχως να του μιλήσει, μα του φάνηκε πως ξεχώρισε στα μάτια της ένα τάξιμο. Η Ασπασία βρίσκοντας χίλιες προφάσεις έπεισε την Ιοκάστη να μείνει ο Αλκιβιάδης σπίτι της το βράδυ. Ο ήλιος έγερνε πίσω από τις βουνοκορφές, βασίλευε απαλά, και τα βουνά της Αταλάντης και της Χαλκίδας πέρα πότε φλογίζονταν κατακόκκινα, πότε κολυμπούσαν σε χρυσομάλλη καταχνιά, και πότε άνοιγαν σαν πελώρια μενεξεδένια ανοιξιάτικα μπουκέτα. Η Λαμία χάνονταν ανάμεσα σε τριφυλλοσπαρμένες ραχούλες του στενόμακρου απέραντου κάμπου με την πρασινισμένη στρώση. Αριστερά η κατάγυμνη Όθρυς ατέλειωτη σειρά με χυτά, καταστρόγγυλα βουνά και δεξιά καμάρωνε πρασινισμένη, η ελατοφυτεμμένη και βελανιδοφουντωμένη Οίτη, κι ο Σπερχειός κάτου στον κάμπο φιδωτός, μέγας κι ατέλειωτος, ξεχύνονταν σα γιγαντιαίο ασημοστόλιστο φίδι μέσα στου κάμπου τις πικροδάφνες, τις λυγαριές, τα πλατάνια και τα κυπαρίσσια, ανάμεσα στα πρασινισμένα χωράφια και λιβάδια. Η Ιοκάστη με την Μυρσίνη αναχώρησαν αφού τους καληνύχτισαν με την προτροπή της Ιοκάστης να προσέχει να μην κυκλοφορήσει έξω το βράδυ. Φοβόταν τη βραδιά της επετείου ότι ίσως συνέβαιναν επεισόδια. Καθώς και η Μυρσίνη έφευγε, τον χαιρετούσε και τον κοιτούσε με ένα περίεργα λυπημένο ύφος, ίσως περίμενε να δει κάτι διαφορετικό στις αντιδράσεις του και δεν το είδε.
«Το τσουλάκι! πως σε κοιτούσε έτσι η ξελιγωμένη; με λιγωμένα μάτια και προκλητικά πρόστυχα να το λυτρώσεις από την καύλα ήθελε.» λέει πικρόχολα μόλις απομακρύνθηκαν η Ασπασία για να κρίνει υπαινικτικά την Μυρσίνη.
«Ξέρετε κυρία. Ασπασία.» είπε, προσπαθώντας να δικαιολογήσει την σκηνή και τη Μυρσίνη. Χωρίς να προλάβει να από σώσει την κουβέντα του.
«Με κάνεις και αισθάνομαι σαν γριά καντηλανάφτισσα. Ακούς εκεί Κυρία Ασπασία. Ασπασία σκέτο. Εκτός εάν ήθελες να πας μαζί της και όχι να κάνεις παρέα με γριές σαν και εμένα»! Τον πλησίασε περισσότερο και αυτός έκανε ένα βήμα πίσω. Του χαμογέλασε πονηρά με αυτό το σέξι χαμόγελο που φώναζε πως απόψε εγώ εσένα θα σε αποπλανήσω. Ένοιωσε η αλήθεια αμήχανα και προσπαθούσε κάτι να πει, μάλλον δεν τα κατάφερε. Ότι δεν τη βλέπει έτσι.
«Λοιπόν, θα περάσεις ή θα την βγάλουμε εδώ στην πόρτα» του είπε προσπαθώντας να σπάσει την αμηχανία του, συρτώνοντας ταυτόχρονα πίσω τους την αυλόπορτα  και περπατάει κουνώντας επιδεικτικά κι όλο νάζι τα λαγόνια της μέχρι που μπήκε μέσα στο σπίτι. Την ακολούθησε, τάχυνε το βήμα χωρίς να ξεκολλήσει τα μάτια από τους εύσαρκους γλουτούς της, που τον αναστάτωναν, καθώς λικνίζονταν στο αργό, περιπατητικό της βάδισμα.
Ήταν όμορφη ως κορασίδα η Ασπασία και τώρα ως πενηντα πεντε της χρονια έμοιαζε πολύ μικρότερη, παραμένει όμορφη, με στητή  κορμοστασιά, με λαμπερό πρόσωπο που πάνω του κυριαρχούσαν τα τεράστια μελιά μάτια της. Σαν καθόταν ή έμενε στητή δεν υπήρχε περίπτωση να μην σκαλώσουν πάνω της τα μάτια των αντρών. Και τους έρωτές της είχε, στα νιατα της έρωτες που έρχονται και φεύγουν, γιατί μάλλον δεν ήταν έρωτες στιβαροί μα πάνω στο σεξ στηριζόταν.
Καθώς η Ασπασία ανέβηκε στο πλατύσκαλο το φουστάνι της είχε ένα μεγάλο άνοιγμα και φανερωνόταν όλος ο μηρός περίπου και ο Αλκιβιαδης παρατήρησε στα κλεφτά το εσωτερικό τους. Ένιωσε τον ανδρισμό του να μεγαλώνει. Κι απέμεινε εκεί να κοιτά. Η Ασπασία, ρίχνοντας του μια φευγαλέα ματιά, είδε το βλέμμα του να στηρίζεται μέσα στο μηρό της. Μειδίασε. Τον κοίταξε στα μάτια. Είδε τον πόθο του. Εκείνη ένιωσε τη δικιά της ηδονή. Δεν ήταν δύσκολο να συμβεί.
«Θέλω να αισθάνεσαι άνετα, κι όχι να με ντρέπεσαι. . Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να με ντρέπεσαι.» Συμπλήρωσε τον μονόλογο της.
Απλά αισθανόταν λίγο άβολα στο να εκφραστεί ως άνδρας και όχι ως έφηβος πλέον. Ντρεπόταν να πει ότι δεν έχει κάνει πραγματική σχέση, ότι είναι σχετικά άπειρος. Μα παράξενα απόψε νιώθει πραγματικά άνετα με την Ασπασία.
«Στην Ιοκάστη είπα ότι χρειάζομαι τη βοήθεια σου για ένα σωρό δουλειές που επείγουν. Ξεκινάμε από το τζάκι γιατί οι δουλειές που έχω στο μυαλό μου θέλουν ατμόσφαιρα, αυθορμητισμό και φαντασία. Δεν πιστεύω να διαφωνείς με τις επιλογές μου;» Τον ρώτησε χωρίς να περιμένει απάντηση. Από πολύ μικρός τη συμπαθούσε ιδιαίτερα αυτή τη γυναίκα, αλλά αυτό απόψε είναι κάτι άλλο. Προς τα έξω διατηρεί μία ήρεμη ψυχραιμία, αλλά μέσα της είναι θαμμένα βαθιά μεγάλα πάθη. Δεν ξέρει αν θέλει κάτι παραπάνω, θέλει όμως να της δείξει ότι ενδιαφέρεται για εκείνη, ότι μετράει ακόμα σαν γυναίκα. Τη θέλει!
Η Ασπασία οργάνωσε και προετοίμασε τον χώρο, την ατμόσφαιρα. Στη μεγάλη, ασβεστωμένη κάμαρα με τις άσπρες λεπτές κουρτίνες στα παράθυρα έστρωσε ένα αφράτο και ζεστό χαλί φτιαγμένο από μαλλί, μία κίτρινη φλοκάτη, σωστός κρόκος αυγού εμπρός στο τζάκι και τον άφησε να ανάψει το τζάκι όσο αυτή θα ετοίμαζε το βραδινό τους. Ετοίμασε να ψήσουν μαριναρισμένα αρνίσια παϊδάκια που είχε στο ψυγείο, έφερε και ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, ένα πιάτο με κομμάτια κεφαλογραβιέρα, ένα μπολ με τσακιστές ελιές και τα απέθεσε σ' ένα τραπεζάκι δίπλα στο τζάκι. Ο Αλκιβιάδης όμορφος, με ανάστατα τα κυματιστά μαλλιά του είχε αράξει στον καναπέ δίπλα στο τζάκι, σίγουρα δεν του λείπει κάποια αμηχανία όταν ήρθε και κάθισε η Ασπασία στη πολυθρόνα αντίκρυ του. Πέρασε το χέρι του μέσα από τα καστανά σγουρά μαλλιά του και κοίταξε αφηρημένα τον τοίχο δίπλα του, ο οποίος ήταν καλυμμένος με πίνακες σε καμβά που είχαν σαν θέμα υπέροχα τοπία από την φύση.  Μα και η Ασπασία προσπαθούσε να κοντρολάρει τις μύχιες σκέψεις της. Μικρή σιωπή. Τον κάλεσε να περάσει το βράδυ σπίτι της μα τώρα δεν ξέρει πώς ν’ αρχίσει. Πως να παραμερίσει τα πέπλα που κρύβουν τις βαθύτερες επιθυμίες της. «Ίσως είναι μια ευκαιρία να πλέξω μαζί του μια πρόσκαιρη ερωτική ιστορία και όσο πάρει να χαρώ και εγώ την ηδονή.» σκέφτεται.
Προσπαθεί να απεικονίσει αυτό που φαντάζεται. Μια σκηνή του σινεμά! Πως ο Αλκιβιαδης πηδούσε μια γυναίκα ριγμένη στα τέσσερα και με τα μαλλιά της να της κρύβουν το πρόσωπο, η εικόνα αυτή διάβηκε και κάθισε στο κατώφλι του νου της Ασπασίας. Κοίταξε επίμονα τον Αλκιβιάδη, τα μάτια της να λάμπουν αινιγματικά και προσπάθησε μέσα της να μετρήσει το μέγεθος της καύλα της. Νοούσε, εκείνες τις στιγμές που της μιλούσε, το ένοχο σεξουαλικό πάθος της. Έβλεπε τον ανδρισμό του να διαγράφεται ξεσηκωμένος. Και σε αυτήν κάποια υγρά γέμιζαν τον χώρο κάτω της. Σήμερα αισθάνθηκε πιο αποφασισμένη. Γέμισε τα ποτήρια τους κρασί και ξεκίνησαν να μιλάνε περί ανέμων και υδάτων. Τον πείραζε συνέχεια και γρήγορα άρχισε να τον ρωτάει για τα κορίτσια της ηλικίας του και τις σχέσεις μαζί τους, εάν είχε κάποια ολοκληρωμένη σχέση. Αισθάνεται μια συνεχή νευρικότητα και μια ανάγκη αδιάκοπης κίνησης. Περισσότερη από κάθε άλλη φορά. Όταν της είπε ότι όχι δεν είχε και τις φοβερές επιτυχίες στον ερωτικό τομέα με τα κορίτσια... ότι είναι σε αυτή την ηλικία και δεν έχει κάνει μια ολοκληρωμένη σχέση δεν ήθελε να το πιστέψει.
«Κούκλε μου με τα προσόντα σου έπρεπε να κάνουν ουρά οι υποψήφιες. Τι κάνεις λάθος;»
«Ίσως αγνοώ στο παιχνίδι τις σωστές ατάκες!» Είπε.
Γέλασε με την καρδιά της...«Μάλλον δεν σ' αρέσουν οι δεσμεύσεις. Σωστά;»
«Πες το και έτσι» Είπε πάλι.
«Ίσως είμαι δύσκολος, μια δυο που μ' άρεσαν με είχαν προλάβει άλλοι. Ατύχησα.»
 Ενώ μιλούσαν η Ασπασία έδειχνε να φλεγόταν.Την παρακολουθούσε να σηκώνει σιγά-σιγά το φόρεμα της έτσι ώστε να αποκαλύπτονται τα πόδια της, και άλλαζε συνεχώς σταύρωμα. Ήταν η γυναίκα που διεκδικεί το απαγορευμένο μέχρι χτες σε αυτή δικαίωμα στην ηδονή και από την άλλη ο Αλκιβιάδης να νιώθει απροετοίμαστος και μέσ’ στα φυλλοκάρδια του ένα φόβο!
Και αφού έβαζε κρασί άρχισε να κάθεται πιο κοντά του μέχρι που κόλλησε πάνω του και ακουμπούσε το χέρι της στο μηρό του. Ένα τεράστιο φούσκωμα δημιουργήθηκε στο παντελόνι του, είναι η στιγμή που νιώθει το τρέμουλο του ερωτικής επιθυμίας να τον συνεπαίρνει τις αισθήσεις του να παραλύουν την αναπνοή του να γίνεται κόμπος, την καρδιά του να χτυπάει δυνατά και τις παλάμες του να ιδρώνουν.
Τότε είναι που η Ασπασία αποφάσισε να κάνει πρώτη το μεγάλο βήμα. Σηκώθηκε και έφυγε προς το δωμάτιό της λέγοντάς ότι θα επιστρέψει σε λίγο. Σε λίγο επέστρεψε και σβήνοντας τα φώτα στάθηκε μπροστά του στο φως της φωτιάς φορώντας ένα διάφανο μαύρο νυχτικό, με μια μικρή ασημένια κιλότα από μέσα. Έκανε μια περιστροφή, τον κοιταξε ερωτιάρικα καθώς αυτος είχε μαζευτεί στον καναπέ και την κοιτούσε με ορθάνοιχτα μάτια, ενώ το χέρι του ασυναίσθητα είχε κατέβει στο φούσκωμα του παντελονιού του που κόντευε να σκιστεί.
«Μην πεις κουβέντα…..» Του λέει.
Τον πλησίασε και γονάτισε αργά-αργά ανάμεσα στα πόδια του. Ακούμπησε το χέρι της πάνω στο φούσκωμα του παντελονιού και το χάιδεψε απαλά. «Κατά πως φαίνεται, σου αρέσει που τον χαϊδεύω και πως θέλεις λίγη βοήθεια με αυτό ε;» Του λέει. Αυτός είχε παραδοθεί. Δεν ήταν και δύσκολο να το πάθει. Όλα ήταν τόσο έντονα. Απροσποίητα. Θυμάται την καρδιά του να αντηχεί μες στα μηνίγγια και την ανάσα που κοβόταν καθ όλη τη διάρκεια της περίπτυξης των χεριών της. Πόσο επιδέξια περιέφερε το χέρι της και άπλωνε όλο το χάδι στην επιφάνεια της στύσης του, πως περιτρέχει τις γραμμές στο εσωτερικό του και ζύγιζε απαλά το χάδι από τον αφαλό και κάτω. Ο Αλκιβιάδης απέφευγε να την κοιτάξει στα μάτια. Δε μπορούσε. Δεν άντεχε. Δεν ήξερε γιατί. Δεν του είχε ξανασυμβεί. «Επ, κοίτα με,» του είπε, και κείνος χαμήλωσε ακόμη πιο πολύ το βλέμμα. Άπλωσε το χέρι της έπιασε το πηγούνι και σήκωσε το κατεβασμένο κεφάλι του με τα δάχτυλα της. Ήταν ερωτική η ματιά της. «Με ρωτάς τώρα, δηλαδή; Ναι! μου αρέσει. Μ' αρέσει αυτό που ζω.»
«Μωρό μου! αναρωτιέμαι πόσες φορές αντέχεις να κάνεις σεξ σε ένα βράδυ; Γιατί εγώ έχω ξεχάσει πως το κάνουν. Λες να έχω γίνει ξανά παρθένα;» Τον ρωτάει χαδιάρικα.
Της απάντησε ποιητικά.
Ένας νεαρός με μια κυρά στοιχηματίζει Πως δώδεκα φορές θα της το κάνει.
Εκείνη δέχεται, και μάνι-μάνι Στο στρώμα πέφτουν και το γλέντι αρχίζει.
Μα όταν αυτός μετράει ως τις οχτώ, «Το μέτρημα,» του λέει, «δεν είναι σωστό.
Με κλέβεις μια. Χωρίς να σε προσβάλω. Θαρρώ πως δεν αντέχεις άλλο. Και να ξεφύγεις προσπαθείς.»
Κι ο τύπος απαντάει ευθύς: «Εγώ πάντα μετράω με προσοχή. Μα αν θέλεις, ξεκινάμε απ΄την αρχή.»
Τον κοιτάζει έκπληκτη... «Σίγουρα δεν έχεις ξεμουνιάσει μερικές ξεφωνημένες πιτσιρίκες;» Τον ρωτάει. Δεν της απάντησε, άφησε την ερώτηση αναπάντητη.  Θεώρησε ότι η ερώτηση ανήκε στο είδος ερωτήσεων που δεν επιδέχονται απαντήσεως.
Ανέβηκε πάνω του έβγαλε το νυχτικό της, αποκαλύπτοντας το μεγάλο στήθος της. Χώθηκε μέσα του σαν υπνωτισμένος....  Τον έσπρωξε απαλά πίσω στην πλάτη του καναπέ και κατέβηκε πάλι ανάμεσα στα πόδια του. Του έβγαλε την μπλούζα χάιδεψε λίγο το στέρνο του με τη γλώσσα της, κατέβηκε προς τα κάτω του έβγαλε το παντελόνι και το εσώρουχο. Δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή της για το «κανόνι» που έκρυβε στο παντελόνι του. «Παναγία μου! Παίδαρος με πλούσια τα ελέη του. «Τώρα είμαι σίγουρη ουρά θα κάνουν τα νυμφίδια γι αυτή τη βόμβα στο παντελόνι σου! Πανάθεμα με! Προσωρινά ας το ξεχάσουν.»
.... Άνοιξε για μια στιγμή μονάχα τα βλέφαρά του ν' αποτυπώσει το βλέμμα της. Το πρόσωπό της λες κι είχε πάρει φωτιά, καθώς χανόταν ξαναμμένο σε συσπάσεις ηδονής. Από το μισάνοιχτο στόμα της έβγαιναν μικρές κοφτές κραυγές, που δυνάμωναν όσο πλησίαζε η ώρα της κορύφωσης. Τύλιξε τα πόδια της γύρω του. Έβαλε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και άρχισε να τον σφίγγει όλο και πιο δυνατά. Αυτός κάρφωσε τα μάτια του επάνω της, το κορμί του μεταμορφώθηκε σε μια εύφλεκτη δάδα που έδινε το φως για την πιο ιερή σπονδή. Άδειασε από μέσα του όλο το κρυμμένο του πάθος κι είδε το κορμί της να πάλλεται, συντονισμένο με το δικό του, σ' έναν χορό δαιμονικό. Την έκρηξη ακολούθησε η σιωπή, ενώ η καρδιά του πυροβολούσε αδιακρίτως. Εκείνη έβγαλε ένα μικρό αναστεναγμό πλήρωσης και ανακούφισης τον κοίταξε τρυφερά και τον αγκάλιασε με τα δυο της χέρια. Χώθηκε στον ώμο της. Εκείνη τον έσφιξε δυνατά και του χάιδεψε τα μαλλιά. «Δεν έχω νιώσει ποτέ ξανά τόσο όμορφα», ήταν το μόνο που κατάφερε να πει κι έγειρε αποκαμωμένος το κορμί του δίπλα της. «Ναι, ήταν όμορφα», παραδέχτηκε κι εκείνη με σβηστή φωνή. Τα μάτια της έλαμπαν.
Μωρό μου! Στ' αλήθεια ζήλεψα όπως σε κοίταζε αυτό τσουλάκι η Μυρσίνη. Της τ' έχεις πετάξει τα ματάκια σίγουρα, μα όταν κατάλαβα ότι αποφάσισες να μείνεις μαζί μου, το βρακί μου έγινε μούσκεμα. Και να ξέρεις σίγα που ξέρει να γαμηθεί το μαλακισμένο, ένα ξέκωλο, πουτανάκι της οκάς είναι. Μια τσούλα ξενέρωτη που σε κοίταζε σαν ξελιγωμένη λυσσάρα; Και ούτε που γύρισε να μας κοιτάξει, καλά-καλά. Είχε μάτια μόνο για χάρη σου, πολύ κολλημένη μαζί σου.» Όπως καταλάβαινε είχε κολλήσει με την Μυρσίνη. Την ζήλευε στ’ αλήθεια.
Το πέος του συνέχισε και πάλι να παίρνει φωτιά, πολύ του άρεσαν τα βρομόλογα της.
«Παναγία μου, θα αρχίσω να ουρλιάζω  με το σεξ που μου χαρίζεις απόψε, είναι υπέροχο, πώς στο καλό ζούσα τόσο καιρό χωρίς αυτό το δώρο της φύσης στον άνθρωπο!  Ακούω πουλάκια να κελαηδούν και κάποια πυροτεχνήματα! Ναι, όλη η πλάση γιορτάζει μαζί μου απόψε! Ήταν το αποκορύφωμα της ηδονής μιας χήρας που νεκρανασταινόταν η γυναικεία φύση της.
Τον αισθάνθηκε να σκληραίνει κι άλλο, μπήκε και πάλι μέσα της, έγινε πιο βίαιος, τα χέρια του χάιδευαν το στήθος της με δύναμη, έσπρωξε τη λεκάνη της προς τα πάνω για να ταιριάζει μέσα της απόλυτα. Τελειώσανε ταυτόχρονα και πολύ δυνατά, ενώ έκοβε την ανάσα του με τη δική της. Έμεινε μέσα της. Έπεσε εξαντλημένη πάνω του. Την αγκάλιασε τρυφερά, τον δάγκωσε στον ώμο. Τα μάτια της λαμποκοπούσαν λιγωμένα από ευχαρίστηση, η ανάσα της είχε βαρύνει, την κοιτούσε κι την ήθελε, τον ήθελε κι αυτή, τον είχε μέσα της μα δεν τον χόρταινε. Ούτε κατάλαβαν πόση ώρα έμειναν ακίνητοι στο πάτωμα! ξέπνοοι, αγκαλιά, να προσπαθούν να συνέλθουν από την ένταση των οργασμών τους! «Τι γαμήσι! Ακόμα με πονάνε τα σκέλια μου. Με ξέσχισες. Ήταν βροχή στο ξεραμένο μου μουνί». Του λέει.
Θυμάται ότι του ζήτησε να μείνει μέσα της..
Ως πότε, αχόρταγη γυναίκα, Πρέπει, λοιπόν, να τον αφήσω μέσα.
Το εργαλείο μου, που δέκα Κιόλας σου το’κανε φορές;
Ας’ το να πάρει μιαν ανάσα Και πριν το πετεινάρι κράξει
Πάλι εδώ θα’ναι, αν το θες. Φτερά δεν έχει, να πετάξει.
Η Ασπασία του χαμογέλασε πολύ χαρούμενη με αυτό που της είπε, πήρε το χέρι του και το έβαλε πάνω στο στήθος της και ενώ η θηλή της άρχισε να σκληραίνει, το χεράκι της άρχισε να δουλεύει το πουτσο του πάνω κάτω, αργά – αργά. Ανακάλυπταν ο ένας τον άλλο μέχρι που τους πήρε ο ύπνος. Τ’ άστρα κατά την Ανατολή έλιωναν ένα ένα. Μόνος ο πρόσχαρος Αυγερινός, του φεγγαριού ο διώχτης, έλαμπε τώρα. Ο ουρανός άρχιζε χαμηλά ν’ αργυρώνεται κι η αυγή δε θ’ αργούσε να προβάλει. Μια αμυδρή φωτεινή απόχρωση είχε απλωθεί στην ανατολική πλευρά του ουρανού, πάνω από το γκρίζο της οροσειράς της Όθρυς που στέκεται επιβλητική πάνω από το Κρόκιο και το Αθαμάντιο Πεδίο, και σχεδόν αμέσως το θαμπό φως της αυγής πέρασε κλεφτά στην ατμόσφαιρα, πάνω από τη γη. Τα σπουργίτια, οι αιώνιοι μαντατοφόροι του ερχομού της ημέρας, χάλαγαν τον κόσμο με τα διαπεραστικά τους τιτιβίσματα στη Μελικοκιά της αυλής. Το φεγγάρι διέσχισε όλο τον ορίζοντα, αλλά εκείνοι δεν το είδαν. 
......Περνώντας οι μέρες, ένα ερώτημα δεν έπαυε να στριφογυρίζει στη σκέψη του, και να τον προβληματίζει.  Αυτό είναι ένα ερώτημα που ερεθίζει την φαντασία του, ακόμα, και αν η ερώτηση «γιατί;» δεν έχει απάντηση. Συνειδητοποιεί ότι όση αρνητική επίδραση υπήρχε στο να σμίξει με την Μυρσίνη, ξαφνικά και συντονισμένα ή ωσεί συντονισμένα η Ιοκάστη έγινε το βράδυ εκείνο ο συνδετικός κρίκος να σμίξει με την Ασπασία, μια ώριμη γυναίκα αρκετά μεγαλύτερη από την Ιοκάστη.
Τα πρώτα βράδια στο κρεβάτι ανάσκελα με τα χέρια πίσω από το κεφάλι συνειδητοποίησε πως, ακόμα και τώρα ξυπνητός, την ονειρευόταν με τα μάτια ανοιχτά. Κατά περίεργο τρόπο, η πραγματικότητα ήταν πολύ καλύτερη απ' ό,τι την είχε φανταστεί, ήταν υπέροχη. Ήταν όπως ποιητικά το είπε η Ασπασία..... Πώς στο καλό ζούσε τόσο καιρό χωρίς αυτό το δώρο της φύσης στον άνθρωπο!  Άκουγε πουλάκια να κελαηδούν και κάποια πυροτεχνήματα! Ναι, όλη η πλάση γιόρταζε μαζί τους!  Δεν ξανάσμιξαν. Με τον καιρό η αλήθεια είναι πως την έψαχνε μερικές φορές στα όνειρα του, και όταν την έβρισκε, τη σκέψη του πλημμύριζε η ανάμνηση της μοναδικής ξέφρενης ερωτικής νύχτας τους, την οποία είχε αρχίσει κιόλας να ξεχνάει, όπως συμβαίνει με τις ελκυστικές επαφές που συναντούμε τυχαία στο δρόμο μας κι ύστερα τις χάνουμε. 
Έτσι είναι η ζωή κι ο έρωτας. Oι άνθρωποι εκτός από ύλη είναι και ενέργεια και σαν ενεργειακά όντα συνεχώς αλληλεπιδρούν ο ένας με τον άλλο. Το βράδυ εκείνο λοιπόν έκαναν έρωτα ώρες ατέλειωτες, κι όταν πια είχαν χορτάσει, το πάθος τους εξανεμίστηκε και χώρισαν οι δρόμοι τους...
Ενδιάμεσα, όλα αυτά τα χρόνια, της εφηβείας με τη Μυρσίνη είχανε βρεθεί λίγες φορές και κάποιες από αυτές κάνανε το παιχνίδι τους αν και ποτέ δεν είχανε ολοκληρώσει την επαφή τους.

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2023

Kalokairi 1966

.....Καλοκαίρι του χίλια εννιακόσια εξήντα έξι.  Ο Αλκιβιάδης είχε ήδη αναχωρήσει για Αθήνα και από εκεί με την θεία Ερμιόνη για Μονεμβάσια. Μάλιστα, η Ερμιόνη του είχε προτείνει από το Πάσχα το καλοκαίρι να πάμε μαζί οι δύο τους δυο εβδομάδες διακοπές στο χωριό! Δεν το έκρυβε ότι τον  ξεσήκωσε η ιδέα αυτή, σκεφτόταν πόσο έντονα περάσαν το τελευταίο Πάσχα. Ίσως μια καινούργια καλοκαιρινή γνωριμία... να αφεθεί σε αυτή τη τρέλα και του αρέσει πολύ. Ένα ταξίδι διακοπών που ρουφάει ήλιο, θάλασσα ένταση και φυσικά την ανατροπή.
Σαν έφηβος σκέπτεται την ανατροπή, του αρέσει σαν ιδέα. Τα μικρότερα αδέλφια ήδη είχαν πάει σε καλοκαιρινή κατασκήνωση.
«Η Ρηχειά ήταν στη νηπιακή ηλικία η καλοκαιρινή του διαμονή. Μα και στην εφηβεία του πέρασε δυο ολόκληρα καλοκαίρια εκεί. Στο δρόμο προς τη Βλυχάδα, τοπίο μαγικό η Ράχη. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως πολύ κοντά σε αυτό τον ορεινό οικισμό βρίσκεται η μαγευτική παραλία της Βλυχάδας. Άγνωστη για τους πολλούς, ακριβό προνόμιο για αυτούς που την γνωρίζουν. Είναι βίωμα, μαγεία, και δεν παίρνει περιγραφή η μαγευτική αυτή παραλία, εκεί που η θάλασσα λαμπυρίζει σε χιλιάδες σταγόνες φωτός. Ένα τοπίο με μυστική παρθενικότητα, με αρώματα βουνού και ψιθύρους της θάλασσας. Παραλία δυσπρόσιτη, η επίσκεψη γίνεται μέσα από μονοπάτια με πικροδάφνες, γαλατσίδες, κιτρινοξιλιές, συκιές και σκίνα. Τα καλοκαιρινά βράδια στη Βλυχάδα είναι δροσερά. Είναι ο γλυκός νυκτερινός αέρας που κατεβαίνει από τα βουνά του Ζάρακα με τα έλατα και περνάει από τα αμπέλια, τις ελιές, τις χαρουπιές και τις συκιές και φέρνει μαζί το θυμάρι που σμίγει με τη θαλασσινή αύρα. Αυτή η αύρα είναι που μαζί με τον ήσυχο παφλασμό του νερού σε νανουρίζουν τα βράδια κοντά στο κύμα, όταν αποκαμωμένος από το κολύμπι ησυχάζεις.»
Έπαιρναν μόνο πατάτες, κρεμμύδια, ψωμί, ελιές, λάδι, μερικά λεμόνια και μια μεγάλη κατσαρόλα. Με ορμητήριο τον βράχο, (Το σήμα κατατεθέν του πανέμορφου μυχού.)  είχαν τον τρόπο να προμηθευτούν τα ψάρια.. Αυθεντική μπουγιαμπέσα. Μάγειρας ο θείος Πέτρος.  Σύζυγος της δεύτερης αδελφής της Ιοκάστης. Έμεναν σε πρόχειρες καλύβες τα λεγόμενα «Τσαρδιά» . Φτιαγμένα με φυσικά υλικά, καλυμμένα συνήθως με καλάμια  και φύλλα από φτέρες.
......... Είναι οι αναμνήσεις του αυτές, η ταυτότητά του, η ιστορία του, ο σημερινός του εαυτός. Είναι οι στιγμές εκείνες που «ζωντανεύουν», την πιο νοσταλγική εποχή του χρόνου, τότε που οι μέρες έμοιαζαν ξέγνοιαστες και όλα ιδανικά.
Πότε δεν έλειπαν και τα απρόοπτα συμβάντα με απρόβλεπτες εξελίξεις ή καταλήξεις! Η ευχάριστες στιγμές του καθενός στη ζωή δεν μπαίνουν στη μεζούρα του χρόνου.
Στον πάτο του γκρεμού η θάλασσα περνώντας πάνω από τα βότσαλα, εισχωρούσε στην ακτή δημιουργώντας μια αβαθή μικρή λίμνη που δεν θα ήταν περισσότερο από είκοσι, ίσως είκοσι πέντε μέτρα το πλάτος της και το μήκος της. Όταν σκούρα μπλε κύματα έρχονταν με φόρα κι έσπαγαν με θυμό πάνω στην αμμουδιά, το νερό που παγιδευόταν μέσα στη λίμνη ήταν διάφανο, πρασινωπό κι έμοιαζε ακίνητο. Μια μικρή λίμνη με δική της παραλία, καμωμένη από καθαρή άμμο και στολισμένη με μικρά βουναλάκια από φύκια, άλλα ξασπρισμένα από τον ήλιο κι άλλα διατηρώντας ακόμα την καφετιά γυαλάδα τους. Ένας Θεός ήξερε από πού είχαν έρθει τα φύκια. Πάντως όχι από εκεί κοντά, αφού το νερό ήταν τόσο ξάστερο, που φαινόταν καθαρά ο βυθός. «Ο βυθός είναι γεμάτος χέλια και αναδύονται στην επιφάνεια εάν ρίξεις στην λίμνη τα φυτά που ονομάζονται γαλατσίδες, (φλόμος), με τον γαλακτώδη και δηλητηριώδη χυμό που εμπεριέχεται μέσα τους.» Του λέει ο θείος του.
Ο Αλκιβιάδης έριξε μια ματιά στην Ερμιόνη να δει τι εντύπωση της είχαν κάνει τα λόγια του θείου του. Το χαμόγελο που είδε το ήξερε καλά.
Λέξη δεν πίστευε από ότι είχε ακούσει για τα χέλια. Όμως, ακόμα κι αν όλα αυτά που έλεγε ο θείος του δεν ήταν αλήθεια, ακόμα κι αν δεν υπήρχαν χέλια, ένιωθε μια περιέργεια να το διαπιστώσει. Θα ήθελε, να έβλεπε με τα μάτια του, τα χέλια που έλεγε ότι είναι γεμάτος ο βυθός.
Οι Πελώριοι βράχοι ήταν τόσο εντυπωσιακοί, που ο Αλκιβιάδης πήρε την απόφαση να ανεβεί μέχρι τη κορυφή τους και από εκεί στο χορταριασμένο πλάτωμα που τριγύρω είχε φραγκοσυκιές, αθάνατους κι ένα σωρό θάμνους από γαλατσίδες.  Άρχισε να ψάχνει γύρω του προσπαθώντας να βρει κάποιο πέρασμα. Έψαχνε για ώρα και ήταν έτοιμος να τα παρατήσει απογοητευμένος. Στην πλαγιά την άνοιξη είχε βλάστηση αλλά το καλοκαίρι το χώμα ήταν κατάξερο και αφιλόξενο. Ξαφνικά το βλέμμα του έπεσε πάνω σ' ένα φιδογυριστό κομμάτι γης που φαινόταν πατημένο. Μάλλον κάποιο παλιό μονοπάτι, που όμως είχε παρασυρθεί από χειμωνιάτικες νεροποντές χρόνων μέχρι να σβηστεί τελείως. Ένα μονοπάτι κακοτράχαλο, απότομο, διαβρωμένο, που εσύ αν δεν το ήθελες μια, εκείνο δεν σε ήθελε δέκα. Κι όμως αποφάσισε ότι θα μπορούσε να το ακολουθήσει. Σκαρφαλώνει λίγο ψηλότερα σε μια άλλη γυαλιστερή εσοχή του παραλιακού γκρεμού και αρκουδίζει αναζητώντας τα μαγικά εκείνα φυτά  που θα βγάλουν τα χέλια από την φωλιά τους. Κάτω στην αμμουδιά η φιγούρα της Ερμιόνης να τρέχει πέρα δώθε θορυβημένη, και η αχνή φωνή της να φτάνει στ’ αυτιά του. «Πρόσεχε.» Του λέει
«Πρόσεχε που πατούν τα πόδια σου.»
«Σταμάτα. Μη φωνάζεις.» Της λέει ο Αλκιβιάδης
Τώρα η αμμουδιά είναι κάτω χαμηλά και τα αγωνιώδη καλέσματα της Ερμιόνης ακούγονται καθαρά αλλά μακρινά…
Το πόδι του μπλοκάρει σε κάτι ρίζες που ξεκολλούν και μαζί και ένα κομμάτι του γκρεμού, του στέρεου κόσμου που τελικά δεν είναι τόσο στέρεος, ξεκολλά, και ξαφνικά κατρακυλά κι εκείνος ορμητικά προς τα κάτω, με τα χέρια τεντωμένα γλιστρά στον κατήφορο. Κι έρχεται να σταματήσει με μια πνιχτή ανάσα πόνου επάνω σε πουρνάρια και αγκάθια, προσβεβλημένος τόσο που αρνείται να βάλει τις φωνές.
Η Ερμιόνη από κάτω τον κοιτά παγωμένα με μια έκφραση αγωνίας, έκπληξης, και τρόμου. Ένοιωσε ότι τη κτύπησε αστροπελέκι. Μούδιασε ολόκληρη.
Aν και νιώθει τον πόνο σαν βελονιές στο σώμα του, προσπαθεί να ηρεμήσει την Ερμιόνη να συνέλθει από την αρχική τρομάρα που πέρασε εξ αίτιας του.
«Μη φωνάζεις. Ηρέμησε.» Της λέει. «Γλίστρησα. Μα είμαι μια χαρά.»
Η ταραγμένη Ερμιόνη τον κατηγορεί που δεν άκουσε τις συμβουλές της. Είναι έξαλλη. «Είχε μαλλιάσει η γλώσσα σου να λέω να μην επιχειρήσεις να ανέβεις στο βράχο. Είσαι αγύριστο κεφάλι. Δεν συμμορφώνεσαι.»
Τώρα που τον βλέπει αρτιμελή και μ' ελάχιστους μώλωπες της βγαίνει ένας θυμός να τον βρίσει να φωνάξει, να του δώσει μπουνιές.
«Έχεις δίκιο. Ηρέμησε σε παρακαλώ.»
Εν τέλει οι κακές στιγμές φεύγουν όπως η ξαφνική νεροποντή. Ο Αλκιβιάδης χαμογελά συγκαταβατικά όλο μαλαγανιά και αθωότητα για να αποφορτίσει το κλίμα, και να την καθησυχάσει. «Θειούλα μου σε λατρεύω, ηρέμησε σε παρακαλώ.»
.......Ο Λυκούργος βρίσκεται στην Υπάτη για οικοδομικές εργασίες. Τα κορίτσια τους επίσης σε καλοκαιρινή κατασκήνωση στην Ευρυτανία. Έχουν μείνει πίσω η Πανδώρα η Ιοκάστη και ο Κλέαρχος. Το εργοστάσιο που εργάζονται βρίσκεται σε παύση αναμένοντας την νέα σοδειά βαμβακιού. Η Ιοκάστη εργάζεται περιστασιακά πάλι σε σπίτια ο Κλέαρχος ως συνήθως άνεργος τον περισσότερο καιρό.
Τελευταία ταλαιπωρείται από συμπτώματα κολικού του νεφρού και θεωρήθηκε απαραίτητο άμα τη εμφάνιση των συμπτωμάτων να εισήχθη για θεραπεία σε κλινική. Όταν η Ιοκάστη αναχώρησε από την κλινική, ο Κλέαρχος  «έμεινε σε καλά χέρια».. Από ότι φημολογείται μια νοσοκόμα της βάρδιας είναι «Νύμφω» και παλιά γνώριμη του Κλέαρχου...  Έχει και στα χέρια της μελέτη που ισχυρίζεται ότι βρήκε τη λύση ώστε να καταφέρνει ο οργανισμός να αποβάλλει εύκολα τις πέτρες, κι αυτή η λύση δεν είναι άλλη από το πολύ σεξ. Στον Κλέαρχο κάποιοι «καλοθελητές» λένε ότι αυτή την θεραπευτική μέθοδο την είχε προγραμματίσει με αυξημένη δόση στην θεραπεία του. Τελικά έχει πέραση και στις νοσοκόμες. Αρέσει ακόμα. Τράβαγε σα μαγνήτης όλα τα νυμφίδια και τις εύκολες.
Γυρίζοντας η Ιοκάστη σπίτι ήταν ένα όμορφο καλοκαιρινό βράδυ, καθώς τα φυτά στις γύρω αυλές σκορπούσαν σαν βάλσαμο την ευωδιά τους, τα αστέρια ψηλά διαγράφανε την τροχιά τους και το μουρμούρισμα από το λιγοστό νερό στο ρέμα, αργό-κυλούσε σιγανά και μιλούσε στις ψυχές. Βόρειο δυτικά του σπιτιού υπήρχε ένα κατηφορικό πλάτωμα με δεκάδες δέντρα, από, συκιές, ευκαλύπτους και ακακίες που «έφτιαχναν» ένα μικρό δάσος κυριολεκτικά μέσα στα σπίτια.  Εκεί κούρνιαζαν καρακάξες με τα εντυπωσιακά τους χρώματα, μέσα σ' ένα όργιο από φωνές, σπουργίτια  και μερικές  κουκουβάγιες. Μια τέτοια βραδιά κρατούσε μέσα της τη χαρούμενη υπόσχεση μιας καινούργιας ηλιόλουστης μέρας όλο ξεγνοιασιά, μιας μέρας προικισμένης με χίλιες δυο, αμέτρητες ευκαιρίες για χαρές και περιπέτειες. Ένοιωθε τόσο κουρασμένη που το μόνο που χρειάζεται είναι ένα χαλαρωτικό ντους. Στάθηκε απέναντι από τον καθρέφτη και κοίταξε το κουρασμένο και θλιμμένο της πρόσωπο. Δεν ξέρει από πότε έχει γίνει έτσι. Βασικά δεν θυμάται... πάει καιρός από τότε. Βρήκε τον εαυτό της να μπαίνει σε σκέψεις και αμέσως σταμάτησε. Δεν της αρέσει πλέον να σκέφτεται, μόνο να ζει τις στιγμές. Παλιά, συνέχεια σκεφτόταν και πιστεύει πως η πολύ σκέψη την άλλαξε και την έφερε σε αυτήν την κατάσταση. Παλιά, συνέχεια σκεφτόταν τις συνέπειες για το κάθε τι... πήρε μια βαθιά ανάσα και γδύθηκε, έβαλε τα ρούχα της διπλωμένα στο καλάθι των άπλυτων, άνοιξε το ντους. Μετά από μια γεμάτη ένταση ημέρα προσπαθούσε να αναπτύξει μια θετική αντίληψη για τα πράγματα. «Δεν χρειάζεται να φοράς ροζ γυαλιά πρωί βράδυ για βλέπεις τα θετικά της ζωής. Σκέψου θετικά και σίγουρα το σύμπαν θα συνωμοτήσει για να φέρει αυτό το θετικό που ζητάς.» Μιλούσε με τον εαυτό της. Έφτιαξε το νερό στη θερμοκρασία που της αρέσει και μπήκε μέσα. Χρησιμοποίησε το αφρόλουτρο και ξεκίνησε να το απλώνει με τα χέρια της παντού.  Το απολαμβάνει, τα χέρια της γλιστρούν σε όλο της το κορμί.
Σαν ν' άκουσε τη φωνή της Πανδώρας.
«Χτύπησε κανείς την πόρτα μου;» Ρωτάει.
Δεν έβρισκε το μπουρνούζι της, άρπαξε μια απαλή λευκή πετσέτα , τύλιξε το γυμνό κορμί της, τύλιξε και τα μαλλιά της πρόχειρα με μια πετσέτα  και πήγε ν' ανοίξει την πόρτα.
Εκεί στεκόταν η Πανδώρα με ένα εξαιρετικά κολλητό καλοκαιρινό μαύρο μπλουζάκι, το οποίο άφηνε να καταλάβεις ότι από μέσα δε φορούσε σουτιέν, κι ένα μαύρο κολλάν που άφηνε τα θεσπέσια κωλομέρια της να διαγράφονται. Κρατούσε ένα μπουκάλι κρασί και είχε μια εντελώς αλέγρα συμπεριφορά. κάτι που έκανε την Ιοκάστη να δυσανασχετήσει, αλλά δεν το έδειξε..
«Κορίτσαρος! συγγνώμη που σε διακόπτω μα μήπως χάσατε κάποια κοπέλα αδύνατη, κοκκινομάλλα με βιολετί μάτια; Έχει και εκφραστικό πρόσωπο, και μου είπαν ότι την περιμένατε να σου διώξει την μοναξιά.»
Η πόρτα άνοιξε και την προσκάλεσε. Μάλλον ανόρεχτα, είναι η αλήθεια. Σκεφτόταν ότι η Πανδώρα ήταν προικισμένη με αρκετή περιέργεια και της άρεσε να έχει κάποιον να κουβεντιάζει ενώ εκείνη δεν ένοιωθε μοναξιά. Η Ιοκάστη απλώς εκείνες τις στιγμές θα προτιμούσε να μείνει μόνη.

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2023

Efivikes Foyskodendries

.....Tι του φέρνει του Αλκιβιάδη η πρώτη εβδομάδα του Απρίλη, στα χίλια εννιακόσια εξήντα έξι…. σύμφωνα με τον Ωροσκόπο του…. Μελαγχολία υπάρχει μεν, αλλά το Σαββατοκύριακο θα του γίνουν προτάσεις για αποδράσεις και καλό είναι να ακολουθήσει. Πολλά σταθεροποιούνται και σοβαρεύουν τέλος η ονειροπόληση ο Κρόνος σε εξάγωνο με Ερμή για τρίτη φορά θέλει λογική. Και ναι η θεία Ερμιόνη τον κάλεσε να πάνε μαζί στο χωριό για τη Γιορτή του Πάσχα.
Η Ερμιόνη είναι το δέκατο παιδί της γιαγιάς. Το στερνοπούλι τους. Η όμορφη Ερμιόνη. Η αγαπημένη του Ερμιόνη ο φαντασιακός του παιδικός έρωτας. Έχουν μόνο πέντε- έξι χρόνια διαφορά. Στο εσωτερικό του κόσμο είναι από πάντα ριζωμένο το αίσθημα ότι είναι η μεγαλύτερη και αξιολάτρευτη αδελφή του.
Η πάντα αισθησιακή και ιδιαίτερη φωνή της έρχεται να ταιριάξει απόλυτα με την εμφάνιση της χαριτωμένης και  όμορφης θείας του Ερμιόνης. Της αδελφής της Ιοκάστης, η οποία τώρα ήταν μια εικοσάχρονη κοπέλα. Κομψή, λεπτεπίλεπτη, με μια ομορφιά θηλυκή….
Εν αντιθέσει με την αδελφή της, την Ιοκάστη, που ήταν γεροδεμένη, «σιδερένιο» κορμί από φυσικού της. Η Ιοκάστη δείχνει να μην χρειάζεται δίπλα της τον άνδρα για να την προστατεύει. Θυμάται τα πρώτα χρόνια η Ιοκάστη νεαρή γυναίκα ακόμη όταν τα καλοκαίρια πηγαίναν για μπάνια στην Αγία Μαρίνα. Δεν είχε μαγιό και έμπαινε με το ελαφρύ καλοκαιρινό φουστάνι στη θάλασσα. Όταν έβγαινε περπατώντας στο νερό το φόρεμα κολλούσε πάνω στο γεροδεμένο σώμα της και η όλη παρουσία της να εκπέμπει έναν σαγηνευτικό ζωικό ερωτισμό. Η κίνηση, το λίκνισμα του σώματος της Ιοκάστης σε συνάρτηση με το περιβάλλον δημιουργούν μια αισθησιακή παρουσία, αυτή την πηγαία θέρμη που εκπέμπουν οι καμπύλες του  κορμιού της.
....Η Αφροδίτη συναντά τον Ποσειδώνα στους ιχθείς και επιζητεί να κάνουμε όνειρα κάτω από ρομαντικά αστέρια. Το σ' αγαπώ απλόχερα... λίγο κρασί..... ανάψτε κεριά και χαθείτε στον κόσμο των αισθήσεων και των παραισθήσεων. Η Νέα Σελήνη ευνοεί νέα ξεκινήματα, νέες ευκαιρίες να αποκτήσετε νέους φίλους και σας κάνει ιδιαίτερα δημοφιλείς.
Αυτός είναι έτοιμος πάντως. Δεν έχασε την ευκαιρία. Είναι πλέον και επίσημα δέκα έξι χρονών.
Λιμένας Πειραιώς και μια Κυριακή πρωί βρίσκονται στο κατάστρωμα του επιβατηγού πλοίου «Μυρτιδιώτισσα» με το χαρακτηριστικό ασπρόμαυρο σκαρί και την κιτρινόλευκη τσιμινιέρα: Το καράβι που έκανε τη λεγόμενη  «μαύρη» γραμμή.
Σούρουπο, ένα καταπληκτικό ηλιοβασίλεμα στο Γέρακα έγινε το εντυπωσιακό σκηνικό του κατάπλου του πλοίου στον κόλπο.
Ηλιοβασίλεμα στο κόλπο του Γέρακα είναι κατά γενική ομολογία, ένα από τα πιο ωραία μέρη στην Ελλάδα. Ο Γέρακας είναι ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό, το οποίο είναι χτισμένο κυριολεκτικά μέσα σε ένα φιόρδ! Όχι στη Νορβηγία, αλλά στην Πελοπόννησο και είναι χτισμένο στο μοναδικό ελληνικό… φιόρδ ! Βρίσκεται στις ανατολικές ακτές του νομού Λακωνίας. Αν ο Γέρακας ήταν εποχή, θα ήταν σίγουρα άνοιξη.
Θα 'ταν περασμένα μεσάνυχτα όταν φτάσανε στο πατρικό τους σπίτι -του παππού του- στο χωριό. Θερμές χειραψίες, αγκαλιές φιλιά και πολλά χαμόγελα από τους πολυπληθείς  συγγενείς που ήρθαν να πουν το καλωσόρισες.
Αυτός ως συνήθως κόλλησε με τον πληθωρικό παππού, τον γεμάτο γνώση ζωής, τόλμη και αισιοδοξία. Ένας παππούς που μετατρέπει σε παραμύθι την καθημερινότητα, την περιπέτεια της ζωής του. Καταφέρνει πάντα να εξάπτει τη φαντασία του και να κερδίζει το θαυμασμό του. Μετατρέπει σε παραμύθι την οικογενειακή τους ιστορία. Μετατρέπει σε παραμύθι μια βόλτα στο μαντρί με τα γίδια, μια επίσκεψη στα μελίσσια του με τις παραδοσιακές κυψέλες  τα κοφινέλια, μια επίσκεψη στην τούρλα τους το μεγαλιθικό κτίσμα όπου λημέριαζαν το καλοκαίρι τα κοπάδια τους. Μετατρέπει σε παραμύθι ένα ταξίδι στη γειτονική Μονεμβάσια. Τρέχει με τη φαντασία του πίσω από τα νιάτα του, χαζεύει τους σύγχρονους ρυθμούς ζωής. Ο «Ψεύτης παππούς» τον πάει όσο πιο μακριά γίνεται στη δική του φαντασία. Νοιώθει πολύ τυχερός που έχει έναν τέτοιο παππού με τόσες γνώσεις και εμπειρίες της καθημερινής ζωής.
Τον ρώτησε σχολείο πως τα πάει.
Του εξομολογήθηκε ότι δεν είναι ιδιαίτερα επιμελής, αλλά προσπαθεί να ευχαριστεί τους δασκάλους του. Είναι περισσότερο ονειροπόλος, με φαντασία και με μια ξεχωριστή ματιά για τον κόσμο που τον περιβάλλει.
Ο Αλκιβιάδης θυμάται και ανακαλεί τις μνήμες του με τον παππού του, όλα εκείνα τα ξεχωριστά που του άρεσαν, όλα εκείνα τα ιδιαίτερα που θέλουν για πάντα να κρατήσει, τις υπέροχες στιγμές του με το παππού. Και φυσικά πάντα υπάρχει ο παππούς στη σκέψη του και στις αναμνήσεις του.
Μία τυχαία εξέλιξη στο τέλος της εβδομάδας τον πιέζει ψυχολογικά και τον διεγείρει ερωτικά! Όπως  λέει και ο ωροσκόπος του «το τέλος της εβδομάδας, με το τρίγωνο Αφροδίτης – Ποσειδώνα, θα είναι ιδιαίτερα αισθαντικό, αφού παρασύρεσαι από τα συναισθήματά σου και το απολαμβάνεις!»
Η εβδομάδα είχε κυλίσει έχοντας «απασφαλίσει» σαν έφηβος συναισθήματα, διαθέσεις και συμπεριφορές με την πόρτα ανοιχτή μπροστά σε μία τυχαία γνωριμία. Που σημαίνει περιπέτεια, ανατροπή, ξενύχτι και αλητεία, σπάζοντας τη ρουτίνα και την μονοτονία του χρόνου που κύλησε.
Την κοιτά! Συνήλθε και συνέχισε να την κοιτάει.
Δεν ήταν απλό όνειρο. Ήταν εκεί, μπροστά του, ολοζώντανη. Σήμερα θυμάται κάθε λεπτομέρεια απ’ το πρόσωπο της, κάθε φακίδα, κάθε κίτρινο ίχνος στη γαλάζια ίριδα της. Φορούσε ένα φουστάνι απ’ αυτά με τις τιράντες. Η ίδια κοιτά μπροστά της ανέκφραστη. Αστραφτερή διασχίζει το πλακόστρωτο προκαλώντας τις διακριτικές ματιές του. Έμεινε να κουνάει τα μάτια μου πέρα-δώθε, σαν εκκρεμές, για λίγα δευτερόλεπτα, μπορεί μόνο για ένα ή δύο, δεν ξέρει. Αλλά θυμάται, σαν να ‘τανε ταινία, να βλέπει το προφίλ της με τη λεπτή μύτη τη σχεδόν διάφανη εκείνη τη στιγμή στο φως του απογευματινού Ήλιου. Του ήλιου που χύνεται στα μπαλκόνια και κάνει τα λουλούδια στις γλάστρες ν’ ανάβουν με ζωηρά κόκκινα και πορτοκάλια χρώματα. Ήταν το μελαχρινό κορίτσι με δέρμα στο χρώμα του σιταριού, με ζουμερές καμπύλες και μ' ένα προσωπάκι ζωγραφιά, η αιτία πού προερχόταν ένα μούδιασμα στα πόδια και η καρδιά του να χτυπά λίγο πιο γρήγορα. Ένα απαλό ρίγος αξεδιάλυτα δεμένο με μια ύπουλη σεξουαλική επιθυμία. Όταν την είδε πρώτη φορά κάτι σκίρτησε μέσα του, του ερέθισε το μυαλό σαν να τον κτύπησε η φθινοπωρινή τραμουντάνα του Μυρτώου πελάγους. Δεν ήθελε μονάχα να την κοιτά. Kάτι παραπάνω επιθυμούσε. Όλα ήταν μια ερωτική επιθυμία που πλανιόταν μέσα του, κι όπως η φωτιά έχει ανάγκη από οξυγόνο, έτσι και η επιθυμία είχε ανάγκη από ανταπόκριση. Οι επιθυμίες πάντα θα περιμένουν μια δικαίωση, μια ανταπόδοση. Έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς με τη ζωή. Ζητούν μερίδιο, φορούν κόκκινο κραγιόν κι έχουν φιλήδονα χείλη. Και είναι η εποχή που η καύλα είναι αφόρητη κόλαση, τον ακολουθεί πάντα. Σε κάθε υποψία γυμνού δέρματος που διακρίνεται ανάμεσα απ’ τα ρούχα, στο παραμικρό φύσημα του αέρα που αναστατώνει τα μαλλιά ή τη φούστα μιας περαστικής, μια ιδιαίτερη βραχνάδα στη φωνή, ένα τυχαίο άγγιγμα στο μετρό ή στον κινηματογράφο, είναι αρκετά για να τινάξουν σπινθήρες μες στο μυαλό του και να πυροδοτήσουν εκρήξεις στο σώμα του. Πόσο μάλλον ένα φιλί ή η λεπτή μυρωδιά ενός ιδρωμένου κορμιού, και τότε αισθάνεται μέσα του να τρικυμίζει μια έντονη επιθυμία να ακολουθείσει την καύλα του, τη φουσκοδεντριά του, τη λίμπιντο του. Αναζητά μια σαρκικά σεξουαλική επιθυμία χωρίς κριτήριο. Η σεξουαλική αυτή έλξη που πολλές φορές είναι ανεξήγητη τον κάνει να νιώθει ότι αυτό το κορίτσι του αρέσει και τον ενδιαφέρει. Θέλει να κάνει έρωτα μαζί του, ή έστω απλά νιώθει την ανάγκη να το αγγίξει, να το φιλήσει και να το κάνει να νιώσει όμορφα στην αγκαλιά του. Προσπάθησε με επιμονή και υπομονή για να υπάρξει αποτέλεσμα μα συνάντησε τοίχο αδιαπέραστο.
Η Ερμιόνη φοβήθηκε με αυτή την επιμονή του και την αδρεναλίνη του στα ύψη.
Η Ερμιόνη, σοβαρεύτηκε. Του έβγαλε κήρυγμα και του ‘δώσε μερικές συμβουλές για τις παρορμήσεις του που αν τις υποτάξει θα ‘χουν γλιτώσει από τυχόν άσχημα προβλήματα .
«Σου ζητάω απλώς να είσαι προσεκτικός», του είπε, έχοντας τώρα πάρει ένα ύφος σαν να ικέτευε. «Σου ζητάω απλώς να είσαι προσγειωμένος και συνετός. Συγκρατήσου για να μην μας δημιουργήσεις προβλήματα.» Συμπλήρωσε.
«Ερμιόνη μου γλυκιά μη με μαλώνεις, είπα να δοκιμάσω, κακό είναι να φλερτάρω κάτι που μου αρέσει; αν το δούμε στατιστικά είναι πολύ πιθανό να πετύχει. Εντάξει, δώσε μου ένα καλό λόγο γιατί με αρνείται πεισματικά και σου υπόσχομαι δεν πρόκειται να την ξαναενοχλήσω.»
Όσο και να το ήθελε δεν μπορούσε να έκανε και κάτι διαφορετικό. Είχε γευτεί την πρώτη εφηβικη του απόρριψη ο εγωισμός του δέχτηκε πλήγμα και αυτό τον πληγώνει αλλά δεν θα πέσει στα πατώματα κιόλας όταν η κοπελιά του έριξε άκυρο! Όλα στη ζωή είναι ένα τυχερό παιχνίδι. Έτσι και στον έρωτα, οι πιθανότητες να κερδίσει ή να χάσει ήταν 50-50!  Ρίσκαρε αλλά δε χαλάστηκε ιδιαίτερα που έφαγε χυλόπιτα γιατί το έχει υπολογίσει σαν ενδεχόμενο!
Οι διακοπές για τις γιορτές του Πάσχα τελείωσαν. Το λεωφορείο για Μολάους γεμάτο από κόσμο. Συνωστισμός. Απίστευτο στρίμωγμα. Χριστέ μου!...Να-τη πάλι! Το μελαχρινό κοριτσόπουλο καταφθάνει αργοπορημένο και η καρδιά του σφίχτηκε όταν την είδε. Είναι με τη μητέρα της τον πληροφορεί η Ερμιόνη.
«Ήσυχα και σε θέλω φρόνιμο και συνετό.» Του λέει.
Κάθεται στο τέλος και μπαίνει μαζί τους στο λεωφορείο. Δεν έχασε την ευκαιρία να στριμωχτεί κοντά της, τα χέρια του λαχταρούσαν να την αγγίξουν – αν μη τι άλλο, προκειμένου να εκτονώσουν τα συναισθήματα που είχαν συσσωρευτεί τις προηγούμενες ημέρες. Το λεωφορείο ήταν πια φίσκα. Υπήρχαν τόσοι επιβάτες σ’ αυτό το μικρό χώρο και όλοι στεκόντουσαν πολύ πιο κοντά από όσο θα θέλανε υπό φυσιολογικές συνθήκες. Ένας ψηλός, επιβάτης χρειάστηκε να γείρει λιγάκι μπροστά για να μπορέσουν οι πόρτες να κλείσουν πίσω του. «Προχωρήστε στο βάθος, παρακαλώ», ακούστηκε η ευγενική αλλά ψυχρή φωνή ενός άλλου επιβάτη. Κανείς δε σάλεψε. Οι θύρες έκλεισαν, το πίσω μέρος ήταν πλέον πίτα στον κόσμο, οπότε οι άλλοι επιβάτες τον στραβοκοίταξαν καθώς προσπαθούσε να τρυπώσει σε ένα μικρό κενό δίπλα στην πόρτα, ακριβώς πίσω στη μητέρα της και στην κοπέλα όταν η μητέρα της λέει στη κοπέλα να προχωρήσει μπροστά που είναι μια θεία της και ταξιδεύει μαζί τους.
Επικρατούσε μια μικρή οχλαγωγία και οι υπόλοιποι επιβάτες με δυσκολία σχημάτισαν ένα διάδρομο για να περάσει το κορίτσι και σε λίγα δευτερόλεπτα είχε χαθεί στα μπροστινά καθίσματα. Προς μεγάλη του απογοήτευση και πάλι που θα έπρεπε να περάσει τις επόμενη μια ώρα τσιτωμένος και δυστυχής! Καθώς το όχημα ξεκίνησε, κουνηθήκανε όλοι μαζί, πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο, παραπατώντας ελάχιστα και τεντώνοντας τα χέρια τους για να στηριχτούν κάπου και να ανακτήσουν την ισορροπία τους. Εκείνος τινάχτηκε προς τα εμπρός και η μητέρα της μπροστά του τσίτωσε την πλάτη της για να σταθεροποιηθεί. Ένιωσε το σώμα της να κολλάει φευγαλέα πάνω στο δικό του.
Βρέθηκαν λοιπόν έχει επαφή με τους γλουτούς της κυρίας εντελώς φυσιολογικά, χωρίς να φανεί ότι το έκανε από πρόθεση και η ενέργεια του να θεωρηθεί ανεπιθύμητο άγγιγμα και ως τρόπος σεξουαλικής παρενόχλησης. Η μητέρα της γύρω στα τριάντα-πέντε με σαράντα, ήταν γυναίκα με καμπύλες, όμορφη, περιποιημένη, καλοχτενισμένη και σκερτσόζα, έτσι όπως ήταν στριμωγμένη, με το χέρι απλωμένο για να κρατιέται από τη χειρολαβή, όλα της τα ρούχα έμοιαζαν επάνω της ελαφρώς μικρότερα απ’ ό,τι θα έπρεπε. Στη βιασύνη της να κρατηθεί, σχεδόν έπεσε πάνω του. Του ζήτησε συγγνώμη, ο Αλκιβιάδης έδειξε κατανόηση χαμογελώντας, «είναι όμορφο πλάσμα η μαμά», σκέφτηκε κι ένιωσε ένα ρίγος. Στάθηκε για λίγο αμήχανος κι ένιωσε κάπως παράξενα. Έκλεισε τα μάτια του και φαντάστηκε μια φευγαλέα σκηνή: Άραγε το λεωφορείο θα τρανταχτεί ξανά μπροστά όπως παίρνει τις απότομες στροφές του ορεινού δρόμου; Πράγματι, έτσι έγινε.  Η μητέρα της πάλι έπεσε πάνω του κι αυτός τώρα νιώθοντας τολμηρός έσφιξε τους μηρούς του. Τρίφτηκε απαλά επάνω του, τον έκανε να ξεχάσει την έφηβη και το απίστευτο στρίμωγμα. Στο τέλος κατάφερε να κολλήσει ακριβώς εκεί που σίγουρα θα του δημιουργούσε πρόβλημα. Έγινε «επακούμβηση» όπως θα έλεγε και ο ξάδερφος του ο Μπότης που μόλις πρόσφατα υπηρετούσε τη θητεία του σε ακταιωρό. Θυμάται τον ξάδερφο του, που ο νους του ήταν συνεχώς στα κορίτσια, μάλιστα όπως ομολογούσε επιδιδόταν στο προσφιλές, εκείνον τον καιρό το ερωτικό «κολλητήρι». Ο Αλκιβιαδης το θεωρούσε ακατανόητο κάτι τέτοιο αλλά και αδύνατο να το κάνει, γιατί ποτέ δε θα ερεθιζόταν δημόσια με τέτοιο χυδαίο, όπως πίστευε, τρόπο… Όπως πίστευε!.
«Καλά, είναι δυνατόν να δέχεται μια γυναίκα να κολλάς πίσω της;» του έλεγε.
«Πίστεψε με, οι περισσότερες τα θέλουν, δεν τις πειράζει, και εσύ έχεις κάνει τη δουλειά σου, για τη δική του σεξουαλική ευχαρίστηση.»
Ένα απαλό άρωμα έφτανε μέχρι εκείνον, σίγουρα πολύ καλύτερο από την ιδρωτίλα που μυρίζει συνήθως κανείς στο λεωφορείο τέτοια εποχή. Την αισθάνθηκε να τσιτώνει. Μια ευτραφής μεγάλη γυναίκα δίπλα τους, σκουντώντας την στην πλάτη με τον αγκώνα της όπως έκανε να βγάλει ένα δέμα από την τεράστια τσάντα της, για να της δώσει περισσότερο χώρο, την ανάγκασε και στριμώχτηκε ακόμα πιο κοντά του ή μπορεί απλώς να απολάμβανε και αυτή την εγγύτητα των σωμάτων τους σκέφτηκε ικανοποιημένος. Το λεωφορείο τραντάχτηκε ξανά και για τον Αλκιβιάδη αρχίζει το ευχάριστο μαρτύριο. Το φούσκωμα που ένοιωθε χαμηλά δεν έλεγε να πέσει και σε κάθε κίνηση του οχήματος την ακουμπούσε. Τώρα το σώμα της ήταν κολλημένο πάνω στο δικό του, οπότε, παίρνοντας θάρρος από τη φαινομενικά τυχαία επαφή τους, έγειρε μια ιδέα προς τα εμπρός, έτσι ώστε το φούσκωμα του παντελονιού του να έρθει σε συνεχή επαφή με τους γλουτούς της. Ένιωσε ξαφνικά ένα τσίμπημα φόβου και σκέφτηκε μήπως το είχε παρατραβήξει. Φοβήθηκε ότι θα τον έπαιρνε χαμπάρι κανένας επιβάτης αλλά το όλο σκηνικό τον είχε εξιτάρει και ένοιωθε περίεργα. Δεν θυμάται αν άλλη φορά να ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει τόσο ξέφρενα.Τι θα έκανε έτσι και του μιλούσε;  Για το επόμενο λεπτό δεν έγινε τίποτα και κάπως ηρέμησε όταν αισθάνθηκε τη γυναίκα αντί να προσπαθήσει να αποφύγει την επαφή, κολλάει το κορμί της σχεδόν πάνω του, ένιωθε τώρα την κάθε της εισπνοή και εκπνοή πάνω στις ωμοπλάτες του και τις μύτες των παπουτσιών του στο πίσω μέρος των τακουνιών της. Και ήταν σίγουρος πλέον και δεν υπήρχε αμφιβολία πως και εκείνη καταλάβαινε, παρά την ουδέτερη στάση της, γι’ αυτό που ένιωθε να σαλεύει πάνω στα οπίσθια της. Στη συνέχεια, η γυναίκα είχε αρχίσει να στρέφει το πρόσωπό της προς το μέρος του, προσπαθώντας να τον κοιτάξει στα μάτια κι αυτός δε λέει τίποτα, κράτησε το βλέμμα του χαμηλωμένο και το πρόσωπό του σοβαρό, λες και η πίεση του σώματός του πάνω στο δικό της δεν είχε τίποτα άσεμνο. Τον έκοψε από πάνω μέχρι κάτω εξακολουθεί να τον κοιτάει, χαμογελάει πονηρά τον κοιτά στα μάτια και του πιάνει την κουβέντα! «Εγγονός του Μπάρμπα Οδυσσέα του Πρίφτη, δεν είσαι εσύ; Ωραίο παλικάρι είσαι! Ψηλός κι εσύ. Το έχει το σόι σας. Πάντως από ότι βλέπω πρέπει να μοιάζεις του πάτερα σου και όχι της μητέρας σου.»
«Μάλλον έχεις δίκιο, έτσι μου λένε όλοι.» Της απάντησε.
«Της μητέρας σου έχω ακούσει την ιστορία της. Πρέπει ν' είναι δυναμική γυναίκα ε;» Του λέει ερωτηματικά.
«Εγώ τη θεωρώ απλά μοναδική.» Της απαντά χωρίς περαιτέρω σχόλια.
«Μήπως νιώθεις άσχημα μ' αυτό το αναπόφευκτο στριμωξίδι;» Τη ρωτάει, φοβούμενος ακόμη ότι ίσως της δημιουργεί θέμα με το επιπλέον στρίμωγμα που επιδιώκει.
«Όχι αγόρι μου, όλα καλά! Μην ανησυχείς!» του λέει και συνεχίζει να του χαμογελά όλο σκέρτσο.
Αναρωτιέται «Είναι δυνατόν να μην καταλαβαίνει;» και συνέχισε να τρίβεται επάνω της με περισσότερο θάρρος και μέσα στις απορίες του η κυρία κάνει κάτι κινήσεις, δήθεν να αποκτήσει χώρο και κολλάει και αυτή ακόμη πιο έντονα πάνω του και τον κάνει να νοιώθει παράξενα. Και τρομερά ανήσυχος, ενώ το κούνημα του λεωφορείου επιβάρυνε την κατάσταση καθώς με το κορμί της επάνω του απολαμβάνει την επαφή τους και νοιώθει το καυλί του να θέλει να κόψει το ύφασμα και να πεταχτεί προς τα έξω έτοιμο να εκραγεί! Ένιωσε τα μάγουλά του να κοκκινίζουν. Τι γίνεται αν;
Η Γυναίκα του δείχνει ξεκάθαρα ότι δεν της είναι ανεπιθύμητη η σωματική επαφή τους, βρίσκεται σε ήρεμη κατάσταση και συνεχίζει κανονικά, να τον ρώτα πληροφορίες για την μητέρα του και ταυτόχρονα να τον πιέζει τώρα και εκείνη που τον αισθάνεται ότι είναι τόσο «σκληρός» και έδειξε να αποδέχεται τη σωματική επαφή τους σαν μια φυσική ευχαρίστηση! Του άρεσε! Στην εφηβεία του νιώθει ερωτική διέγερση και την ανάγκη για σεξουαλική επαφή. Ήταν ένα συναίσθημα αυθόρμητο. Πήγαζε από μέσα από τα ενδόμυχα του, πέρα από τον ελέγχο της λογικής του, γι' αυτό και η λογική του σκέψη δεν μπορούσε εύκολα να αλλοιώσει τη δύναμη του συναισθήματος στην περίοδο της εφηβείας του. Να είσαι φρόνιμος και συνετός δεν του είπε η Ερμιόνη...  Δηλαδή πόσο συνετός; και πόσο πιο φρόνιμος ρε Ερμιόνη. Με «κράμπες» κατάντησε στους όρχεις, έτσι ψυχρός ατάραχος και απαθής που προσπαθούσε να μείνει πλημυρισμένος από μια ατελείωτη θέρμη. Εκείνες τις ώρες αισθάνεται πως η κυρία «έχει τα πιο όμορφα οπίσθια του κόσμου».  
......... Η κοπελιά με τη μητέρα της αναχώρησαν για Σπάρτη. Αν ήταν στο χέρι του μαζί της θα πήγαινε μέχρι και την Αθήνα έτσι κολλημένος όρθιος πίσω της. Αναχώρησαν για Μονεμβάσια και η Ερμιόνη με τον Αλκιβιάδη.. Επιβίβαση στο πλοίο Μυρτιδιώτισσα και επιστροφή. Στο πλοίο συνάντησαν και μια πρώτη εξαδέλφη της Ερμιόνης. Θεία του δηλαδή και αυτή. Μια εικοσάχρονη.... ένα ανερχόμενο μοντέλο που ζούσε στη Νέα Υόρκη. Δεν υπήρχαν λόγια να την περιγράψει. Μιλούσε η εικόνα της. Φορώντας μια σούπερ μίνι ριγέ κόκκινη φούστα. Φόκους στα ατελείωτα και καλλίγραμμα πόδια της έκαναν οι επιβάτες. Τους άφησε με το στόμα ανοιχτό με την εμφάνιση της.
«Σόι πάει το βασίλειο. Όμορφο το σόι της μητέρας μου» σκέφτηκε ο Αλκιβιάδης.
Τελικά ήταν ένα ενδιαφέρον δέκα-πενθήμερο από πολλές απόψεις.
 
Web Informer Button