ADS

click to open

Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

Erotic Mythoplassia II.. (Part.. 7)

...Ένα μικρο απόσπασμα από την «Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ....»
«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε Μυθοπλασία ΙΙ: (Part:1)
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part..1).....Βρισκόμαστε πλέον στο τέλος του Σεπτέμβρη αρχάς Οκτώβρη. Έχει περάσει ένας μήνας από τις διακοπές του καλοκαιριού για τις οικογένειες τους. Η «θερινή ραστώνη» η δύναμη που τα ισοπεδώνει όλα, ή η «καλοκαιρινή ραστώνη» που εύκολα χρησιμοποιεί όποιος θέλει να χαρακτηρίσει την πλήρη αδράνεια, τη χαλαρότητα που επικρατεί το καλοκαίρι και ειδικότερα τον Αύγουστο κάτω από έναν ήλιο που στέκει αγέρωχος εκεί ψηλά και δίνει ώθηση στα ενδόμυχα όνειρα και τις επιθυμίες μας, να ζούμε πιο έντονα, να σκεφτόμαστε θετικά πράγματα, να χαράσσουμε το μέλλον μας και ο,τι μπορεί να συμβεί να μετατίθεται σε μέλλοντα χρόνο. Στις μέρες μας όπου το άγχος και οι ρυθμοί της καθημερινότητας μας είναι αυξημένοι, οι διακοπές και οι μικρές αποδράσεις μπορούν να μας δώσουν μια ανάσα ξεκούρασης, η όποια έχει πολύ ευεργετικές επιπτώσεις και στην μετέπειτα ζωή μας. Απελευθερωνόμαστε, ηρεμούμε για να ξεφύγουμε από πίεση, άγχος και απαιτήσεις και θέλουμε να τα ξεχάσουμε όλα. Αυτές λοιπόν οι ανέμελες στιγμές που έζησαν οι οικογένειες τους έχουν μείνει εκεί στις ακρογιαλιές του πανέμορφου κόλπου. στη θάλασσα όπου το νερό ξέπλενε τις αισθήσεις τους και το αλάτι επούλωνε τις πληγές τους. Οι διακοπές φαντάζουν πλέον ανάμνηση και το κάθε μέλος της ευρύτερης οικογένειας βρίσκεται σήμερα και πάλι ενεργό στα εργασιακά και οικογενειακά τους καθήκοντα. 
Η Εριφύλη πέρα από τις οικογενειακές καθημερινές υποχρεώσεις της σαν μητέρα δυο μικρών παιδιών με προσμονή και ενδιαφέρον ανέμενε την έναρξη των μαθημάτων στο Εργαστήρι Βυζαντινής Αγιογραφίας όπου έκανε ελεύθερες σπουδές ζωγραφικής και βυζαντινής αγιογραφίας. Η Άλκηστις είχε προσληφθεί αναπληρώτρια δασκάλα σε σχολείο της Κρήτης και ταυτόχρονα αποφάσισε να κάνει μεταπτυχιακό μέσω ίντερνετ σε κυπριακό πανεπιστήμιο. Η Νεφέλη τις ήμερες εκείνες ο Νικηφόρος έμαθε πως βρίσκεται  καθ΄ οδόν προς την Ολλανδία κάνοντας το συνοδηγό σε έναν δεύτερο-ξάδελφο της που έκανε επαγγελματικά ταξίδια με την νταλίκα του στην Ευρώπη και ταυτόχρονα απολάμβανε τον ταξιδιωτικό τουρισμό. Επικοινωνιακή, καλοσυνάτη και αισιόδοξη η Νεφέλη είναι ιδιαίτερα χαρούμενος άνθρωπος απολαμβάνει τις στιγμές της ζωής της και φροντίζει να τις κάνει ξεχωριστές! Ο ξάδερφος της ήταν ένας τριανταπεντάρης κούκλος νταλικέρης που εξακολουθεί να είναι ερωτευμένος με τα ταξίδια και την νταλίκα του και που κατά τη διάρκεια της μεγάλης διαδρομής στο ταξίδι τους προς την Ολλανδία και επιστροφή καβαλούσε εκτός από το θηρίο τη νταλίκα, και αυτό το τρυφερό πλασματάκι τη Νεφέλη. Τη λέει «μουνίτσα» του και αυτή του λέει ότι είναι ο καβαλάρης νταλικέρης της. Άλλωστε η νταλίκα διέθετε χώρο για γαμήσι διαρκείας. Ο Νικηφόρος τους φαντάζεται στο κρεβάτι στην καμπίνα της νταλίκας. Τη Νεφέλη, ξαπλωμένη ανάσκελα με τα πόδια της ορθάνοιχτα. Ο Νταλικέρης από πάνω της να τη γαμάει με μεγάλες κινήσεις. Έβγαζε τον πούτσο του ως το κεφαλάκι και ξανακατέβαινε μέσα της ως το τέρμα. Η Νεφέλη τον κρατούσε από τη μέση, λέγοντάς του: «Αααχ γαμιά μου τι είναι αυτό που μου κάνεις;»
«Σε σκίζω καύλα μου!» της απαντούσε.
«Ναι καυλιάρη μου, αυτό μου κάνεις, Θέλω να μπεις μέσα μου και να με σπρώξεις όσο δυνατά σου αρέσει. Κάνε με δική σου» του λέει με λάγνο βλέμμα. 
Η πούτσα του μπαινόβγαινε σαν έμβολο και κάθε φορά που έμπαινε, έσπρωχνε τη λεκάνη του δυνατά, ώστε η Νεφέλη να νιώθει το γαμήσι πιο έντονα που παραληρούσε από τον ερεθισμό της.
«Αχχχ» φώναζε, «τι γαμήσι είναι αυτό που μου κάνεις!!», 
Η Νεφέλη στη συνέχεια τύλιξε τα πόδια της γύρω του, και έσπρωχνε τον κώλο του με τις φτέρνες της, φέρνοντάς τον πιο βαθιά μέσα της. Ταυτόχρονα τον αγκάλιασε και άρχισαν να φιλιούνται με πάθος καθώς γαμιόνταν ρυθμικά. 
«Γαμιά μου. Θέλω μόλις ξεκινήσει ο οργασμός μου, να αφήσεις κι εσύ το σπέρμα σου μέσα μου».
«Μα δεν έβαλα προφυλακτικό» της επισήμανε ο νταλικέρης.
«Μπορείς να με γεμίσεις μια και παίρνω χάπι». και συνέχισαν σε ακόμα πιο έντονο ρυθμό. Γαμιόνταν σαν ερωτευμένο ζευγάρι που τα έχει πρωτοφτιάξει. Συνέχισε να τον σφίγγει πάνω της και να τον φιλάει! Ξαφνικά ένιωσε το μουνί της να τον ρουφάει παραπάνω.
«Χύνω γαμιά μου! Χύνω άντρα μου!! Αχχ τι καύλα είναι αυτή! Ααχ θα χάσω το μυαλό μου!»
Άρχισε κι ο νταλικέρης να έχει έναν από τους πιο έντονους οργασμούς του.
«Χύνω πουτάνα μου! Αδειάζω μέσα σου, καυλιάρικο γυναικάκι!! Αχχ ναι, έτσι τράβα με πιο μέσα!!»
«Ναι-ναι τα θέλω μέσα μου εκεί. Μη βγεις, μη βγεις.» 
Ο νταλικέρης αρχίζει να σφίγγεται και η Νεφέλη νιώθει το πέος του να πάλλεται και τα ζεστά υγρά του να την πλημμυρίζουν. Συνεχίζει για λίγο να κουνιέται μέχρι να αδειάσει τελείως και βγαίνει. Νιώθει τόσο άδεια μα και τόσο γεμάτη! Γυρίζει και τον κοιτάει με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά.
Μείνανε έτσι για κάμποση ώρα, αγκαλιασμένοι, να χαϊδεύονται. Χαμογελούσαν, γιατί ήξεραν πως θα υπάρξει κι επόμενη φορά....
..... Ο Νικηφόρος σχεδιάζει σύντομα να μπαρκάρει. Ο Αδαμάντιος είναι μόνιμος κάτοικος πλέον στην Αγγλία και  έστειλε μήνυμα με ιδιαίτερο νόημα στο Νικηφόρο πως αδημονεί πότε θα συναντηθούν και πάλι οι δυο τους όταν οι συνθήκες του το επιτρέπουν.
Η γιαγιά Πανωραία αποφάσισε να αφήσει το σπίτι στο χωριό και να μετακομίσει μόνιμα στην Αθήνα κοντά στην κόρη της την Αντιγόνη. Ενοικίασαν μια μικρή μονοκατοικία με κήπο κοντά τους την επίπλωσαν με όλα τα απαραίτητα με την αμέριστη βοήθεια και της Εριφύλης.
Το σπίτι στο χωριό αποφάσισαν να το ενοικιάσουν σε μια οικογένεια μεταναστών, εργάτες γης που εργάζονταν στις φυτείες της περιοχής. Ο Νικηφόρος ανέλαβε να πάει στο χωριό. Του έχουν κάνει το απαραίτητο πληρεξούσιο ώστε να μεριμνήσει για τις δέουσεςς συμφωνίες. 
Αφού ο Νικηφόρος θα έφευγε για τρεις με τέσσερις ημέρες, η Εριφύλη του, είχε βαλθεί να τον φροντίσει όσο πιο καλά μπορούσε, ώστε να μην χρειαστεί να ξενοκοιτάξει τις ημέρες που θα ήταν στο χωριό. Παραμονή της αναχώρησης τα τσιμπουκόχειλα της ρούφαγαν ανελέητα το καυλί του που πλέον ήταν πολύ σκληρό. Συνέχισε να παίζει τον πούτσο του ενώ ταυτόχρονα της μάλαζε τα βυζιά της.
«Σειρά σου…», του λέει τη στιγμή που οι πρώτες σταγόνες από σπέρμα έκαναν την εμφάνιση τους. «Και μην τολμήσεις να χύσεις προτού σου πω εγώ!»
Ο Νικηφόρος υπάκουσε πρόθυμα και έβαλε το κεφάλι του ανάμεσα στα ποδαράκια της. Η Εριφύλη είχε καυλώσει πολύ και το μουνάκι της είχε αρχίσει να μυρίζει την γλυκιά του μυρωδιά. Με την γλώσσα του άρχισε να της γλείφει την κλειτορίδα της ενώ ταυτόχρονα είχε περάσει τα χέρια του κάτω από τα κωλομέρια της και μπορούσε να την κουμαντάρει και να ελέγχει το μέγεθος της καύλας της.
Πότε – πότε τα δάκτυλα του γλίστραγαν και έφταναν στο κωλαράκι της. Χάιδευαν την χαράδρα και έφταναν στην κωλότρυπα. Ένα ή δύο δάκτυλα ήταν εύκολη υπόθεση για το κωλαράκι της. Η Εριφύλη είχε πλέον φτιαχτεί πολύ και το μουνάκι της ήταν υγρό οπότε την καβάλησε και μπήκε μέσα της. Η καύλα της είχε φτάσει πολύ ψηλά και άρχισε να φωνάζει όπως πάντα:
«Σκίσε με ψωλαρά μου! Ναι! Γάμα το μουνί μου. Γάμα το, μη σταματάς! Πιο δυνατά, ναι, ναι! Πω πω! Τι μου κάνεις! Αχ, αχ, ναι…»
Συνέχιζε να τη γαμάει δυνατά όπως της άρεσε. Να την καρφώνει τη μια στιγμή και την άλλη να τρίβει το κεφάλι του πούτσου μου επάνω στην κλειτορίδα της. Σε κατάσταση παροξυσμού η Εριφύλη έχυσε και ένιωσε τον πούτσο του να χάνεται μέσα στα χύσια της. Τράβηξε την ψωλή του και την έφερε μπροστά στο πρόσωπό της:
«Τώρα αγάπη μου μπορείς να χύσεις…», του είπε πουτανιάρικα και πήρε την ψωλή του στο στόμα της.
Δεν άργησε! Στο τρίτο τράβηγμα που έκανε το καυλί του συσπάστηκε και ένιωσε το σπέρμα του να ανεβαίνει με ορμή. Δεν μπόρεσε να το κοντρολάρει καλά και αρκετά από τα χύσια του κατέληξαν στο στομάχι της.
«Πάλι τα κατάφερες!», του είπε. «Μαλάκα άνδρα ξέρεις ότι δεν θέλω να τα καταπίνω…»
«Καλά μωράκι μου…», της αποκρίθηκε. «Την επόμενη φορά θα προσέχω περισσότερο…»
Και οι δύο ήξεραν πως και την επόμενη φορά πάλι στο στόμα θα την έχυνε! 
Το πρωί ο Νικηφόρος έκανε μπάνιο, ντύθηκε και κατέβασε τα πράγματα στο αμάξι. Ανεβαίνοντας να φιλήσει την Εριφύλη του τη βρήκε να μιλάει στο τηλέφωνο. Της έκανε νεύμα για να μάθει ποιος είναι και κατάλαβε πως μιλούσε με την πεθερά του. Καλά λέει. Τώρα μπλέξαμε. Μέχρι να το κλείσει το τηλέφωνο εγώ έχω πάει στο χωριό και γυρίζω κιόλας! Και όμως αυτή τη φορά δεν έγινε έτσι.
«Αγάπη μου; θέλει να έλθει και η μαμά μαζί για να πάρει ορισμένα πράγματα από το σπίτι;»
«Άντε να έλθει και η μαμά…», είπε ο Νικηφόρος με μια δόση δήθεν βαρεμάρας. Μονό μην καθυστερήσουμε και μας πάρει μεσημέρι!
«Μην γκρινιάζεις  μωρό μου… δεν θα σε καθυστερήσει πολύ.«
«Ναι, ναι…ξέρω!», απάντησε. «Να ρωτήσω; Μήπως η μάνα σου θα τσοντάρει στην βενζίνα;»
Αυτό το τελευταίο ακούστηκε μέχρι το τηλέφωνο και οι συνέπειες ήταν άμεσες. Η πεθερά του τα πήρε στο κρανίο και άρχισε να του τα σούρει κανονικά στο τηλέφωνο. Δεν τον ενοχλεί όμως! Γιατί γνώριζε πως εικονικό ήταν το ξέσπασμα της για την τιμή των όπλων. Αυτό το ταξίδι στο χωριό να πάνε παρέα τον είχαν συνωμοτήσει οι δυο τους. Όλα ξεκίνησαν όταν ο γαμπρός και η πεθερά αποφάσισαν να περάσουν τα δυο τους τρεις τεσσερις ήμερες στο σπίτι της γιαγιάς Πανωραίας στο χωριό. Έτσι παραμύθιασαν τον πεθερό και την κόρη ότι είναι αναγκαίο να πάνε και οι δυο. 
Ήταν δέκα παρά δέκα. Ο Νικηφόρος βρισκόταν ήδη μπροστά στη αυτοκίνητο, που το είχε πλύνει την προηγούμενη μέρα και έλαμπε κάτω από το πρωινό ήλιο. Έκανε ένα έλεγχο κοιτάζοντας το γύρω-γύρω και μετά άνοιξε το πορτ μπαγκάζ, έβαλε μέσα το σακίδιο του και ώ του θαύματος! Λες και η
Αντιγόνη περίμενε πίσω από την πόρτα, εμφανίστηκε στην είσοδο της κατοικίας κρατώντας μια τσάντα και ένα σακβουαγιάζ. Ο Νικηφόρος έσπευσε να την βοηθήσει μα η Αντιγόνη δήθεν συνοφρυωμένη
δεν του είπε τίποτα. Άνοιξε μόνη της το πορτ μπαγκάζ και έβαλε το σακίδιο της μέσα. Έπειτα γύρισε μπήκε στο αυτοκίνητο και τον κοίταξε καλά – καλά.
«Απορώ τι σου βρήκε η κόρη μου!», είπε και η σκληρή της έκφραση έσπασε ελαφρά στην άκρη των χειλιών της αντιλαμβανόμενη ότι η κόρη της τους παρακολουθεί από το μπαλκόνι..
Σημάδι ότι διασκέδαζε κατά βάθος την πλάκα που της έκανε με τη βενζίνη. Βολεύτηκε στη θέση του συνοδηγού τράβηξε πουτανιάρικα την πουκαμίσα της αφού φόρεσε την ζώνη της και οι βυζάρες της τονίστηκαν ακόμα περισσότερο. Μάλιστα τώρα οι δύο ρώγες της άρχισαν να διαγράφονται ευκρινώς κάτω από το λευκό πουκάμισο. Το μάτι του στιγμιαία καρφώθηκε ηδονικά επάνω τους αλλά ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του.
«Τι μου βρήκε η κόρη σου; Την μεγάλη μου καρδιά!», γυρίζει και της λέει κλείνοντας το μάτι ενώ ταυτόχρονα έβαλε μπροστά το αμάξι.
Κατάλαβε το υπονοούμενο γύρισε το βλέμμα χαμηλά ανάμεσα στα πόδια του και φτιάχνοντας τα μαλλιά της του είπε:
«Ελπίζω τώρα που θα οδηγείς να σκέφτεσαι με το επάνω κεφάλι και όχι με το κάτω…» του είπε με φωνή τελείως αλλαγμένη και καυλιάρικη αυτή τη φορά.
«Θα προσέχω κυρία μου», της είπε!
Ξεκίνησαν περάσαν τα τα διόδια της Κορίνθου και ο Νικηφόρος πράγμα ασυνήθιστα γι αυτόν οδηγούσε ήρεμος και προσεχτικός στη κίνηση του δρόμου χωρίς να βιάζεται. Η Αντιγόνη το πρόσεξε και με αφορμή αυτό, δεν άργησε να τον ρωτήσει.
«Καλά πως και δεν βιάζεσαι; Έτσι που πηγαίνεις δεν πρόκειται να είμαστε πριν το μεσημέρι στο χωριό.»
Έλεγαν διάφορα, όταν στο ξαφνικό κάποια στιγμή τον ρώτησε. «Εκείνη τη συνταγή για την πρωκτική αλοιφή με τα αυγά την θυμάσαι αν την χρειαστούμε;»
Ηλεκτρικό ρεύμα κτύπησε τον Νικηφόρο ενθυμούμενος την τελευταία τους συζήτηση στο δρόμο του εξοχικού τους το καλοκαίρι.
«Υπονοείς κάτι με πλάγιο και έμμεσο τρόπο.» 
Αντί άλλης απάντησης, η Αντιγόνη σύρθηκε κοντά του ναζιάρικα , και τον φίλησε στον αυχένα του. Ήτανε βέβαιο πια, πως ο σκοπός του ταξιδιού τους είχε κύριο πιάτο την ερωτική επαφή τους που τόσο πολύ επιθυμούσαν αμφότεροι μετά το τελευταίο καλοκαίρι τους. Μέσα στις υποχρεώσεις του Νικηφόρου λοιπόν εκτός από τις μεσιτικές ασχολίες για το ενοικιαστήριο του σπιτιου του είχε προστεθεί και η σεξουαλική  φροντίδα της Αντιγόνης, που τώρα τον τύλιγε και τον μεθούσε η ζέστα του κορμιού της και αυτό τον αναστάτωνε. Τον έζωνε και τον έκαιγε η ίδια φλόγα που είχε νιώσει να τον καίει και με την κόρη της. Τούτη η φλόγα όμως ήτανε πιο απειλητική γιατί του ήταν ακόμη καινούργια και άγνωστη, όταν ο γαμπρός καταλήγει να υποκύπτει στον πόθο και στην επιθυμία να κάνει σεξ με την πεθερά του. 
«Φτάνουμε!», της λέει καθώς η μεγάλη ευθεία του αυτοκινητόδρομου ετοιμάζεται να κάνει την δεξιά στροφή και να περάσει μπροστά από το χωριό.
Άφησε τον αυτοκινητόδρομο και φτάνοντας στο σπίτι του ζήτησε να κατεβάσει και το σακίδιο της.
Στο χωριό η Αττική λιακάδα είχε πάει περίπατο. Ο ουρανός ήταν γκρίζος μα δε φαινόταν να το πάει για βροχή, ο Οκτώβριος όμως, είναι τόσο απρόβλεπτος με τις θερμοκρασίες του.
«Ζέστη! Θες να σου φτιάξω καφέ να ξεκουραστείς λίγο αγόρι μου;», του είπε με φωνή τελείως αλλαγμένη και καυλιάρικη αυτή τη φορά.
«Ναι!», της είπε και ένιωσε το καυλί του να θεριεύει μέσα στο παντελόνι του.
Πήγε στην κουζίνα και ο Νικηφόρος αναπαύθηκε στον καναπέ του σαλονιού. Γύρισε μετά από λίγο με τον καφέ και δροσερό νερό και προς μεγάλη του έκπληξη είχε λύσει τα μαλλιά της ενώ είχε βγάλει το σουτιέν της. Είχε αφήσει και δύο κουμπιά της πουκαμίσας της ξεκούμπωτα και πλέον οι βυζάρες της διαγράφονταν πελώριες κάτω από το διάφανο ύφασμα. Το θέαμα τον είχε καυλώσει.
Ήθελε να τη γαμήσει την καυλιάρα πεθερά του που είχε μπροστά του όσο τίποτε άλλο εκείνη τη στιγμή. Ίδρωσε και σκουπίστηκε με το χέρι. Παρατήρησε τον ιδρώτα του και του είπε: «Ίδρωσες μανάρι μου; Να σε σκουπίσω…» Και έβγαλε την πουκαμίσα της και άρχισε να τον σκουπίζει. Τα βυζιά της κρέμονταν μπροστά του και οι θηλές της ήταν τεράστιες σε σχέση με τις θηλές της Εριφύλης. Τα είδα όλα!
«Λοιπόν καυλιάρη, θα μου δείξεις τώρα τι σου βρήκε η κόρη μου;»
Γυρίζει, της πιάνει τα χέρια, την κοιτάζει στα μάτια και συνεχίζει: «Σε θέλουμε στη ζωή μας, σε θέλω στη ζωή μου,» λέγοντας αργά την τελευταία του πρόταση.
Σκύβει και τη φιλάει απαλά στα χείλη. Έμεινε ακίνητη, τα χέρια της όμως έσφιξαν τα δικά του. Τη φιλούσε απαλά πάνω στα χείλη της, τρυφερά χωρίς ίχνος βιασύνης. Πίεσε με τη γλώσσα του σιγά-σιγά να της ανοίξει τα χείλη, τα άνοιξε δειλά, η γλώσσα της ακούμπησε την δίκη του και άρχισαν να μπλέκονται μεταξύ τους στην αρχή αργά αισθησιακά. Με τα χέρια του της έπιασε το πρόσωπο και της χάιδευε τα μαλλιά, χωρίς να σταματήσουν να φιλιούνται, η Αντιγόνη άπλωσε τα χέρια της και τα πέρασε γύρω από το λαιμό του.
Δεν της άφησε χρόνο να σκεφτεί, τα χέρια του της χάιδευαν την πλάτη ενώ άρχισε να την φιλάει στον λαιμό. Βογκούσε ελαφρά, ήθελε να την πάει σιγά-σιγά, για να μην αντιδράσει. Τη σήκωσε και της πέρασε τα πόδια της αριστερά και δεξιά του και την κάθισε στα πόδια του. Η φούστα της είχε σηκωθεί ψηλά στα μπούτια της. Το λευκό κιλοτάκι της ακουμπούσε τον καβάλο του που ήταν πρησμένος. Με την επαφή τους έβγαλε ένα «ααχ…» από τα φιλήδονα χείλη της. Έβαλε τα χέρια του μέσα από το σουτιέν στα στήθη της και τα έβγαλε έξω ένα-ένα, ενώ τα συγκρατούσε από κάτω το σουτιέν. Μπροστά στα μάτια του είχε τα μεγάλα στήθη της πεθεράς του. Του άρεσε που είχε αρκετά μεγάλες θηλές, πιο μεγάλες από της Εριφύλης, ενώ ήταν πρησμένες και σκληρές.
Τα χάιδεψε απαλά ενώ της έτριψε της θηλές με τα δάχτυλα του, καθώς το φιλί τους δεν είχε τελειωμό. Τα χέρια της ήταν μπλεγμένα στα μαλλιά του. Της άφησε τα χείλη και κατέβηκε να τη φιλάει κάτω στο λαιμό και να κατευθύνεται προς τα κάτω. Πέρασε τη γλώσσα του έως ανάμεσα στα στήθη της, ενώ ένιωθε την ανάσα της να γίνεται πιο γρήγορη. Τα χέρια της ήταν στην πλάτη του και τον χάιδευαν. Στη συνέχεια τα χέρια του ήταν το ένα πίσω από το λαιμό της πιάνοντας τον κοντοκουρεμένο σβέρκο της, ενώ το άλλο κατευθύνθηκε και πέρασε μέσα από τη φούστα και το κιλοτάκι της χαϊδεύοντας τα κωλομέρια της. Ένα τίναγμα της λεκάνης της την ώρα που ακούμπησε το κωλαράκι της, έφερε πιο κοντά το μουνάκι της πάνω στο καυλί του, κάνοντας τη να νιώσει πόσο σκληρός ήταν.
Κατευθύνθηκε στα στήθη της και, άρχισε να περιστρέφω την γλώσσα του γύρω από τη μεγάλη καφετιά θηλή της. H ανάσα της πεθεράς του είχε γίνει κόφτη και γρήγορη. Mε το που δάγκωσε απαλά τη θηλή της ένιωσε ένα δυνατό πόνο στην πλάτη του από τα νύχια της που είχαν βυθιστεί στη σάρκα του, ενώ η Αντιγόνη έριξε το κεφάλι της πίσω μουρμουρίζοντας ότι τελείωσε.
Τα πόδια της είχαν σφιχτεί γύρω από τα δικά του και την ένιωσε να έχει δυνατούς σπασμούς. Έκοψε λίγο ρυθμό αλλά συνέχισε να της γλείφει τις θηλές και να τις δαγκώνει ελαφρά, ενώ με το χέρι συνέχισε να της χαϊδεύει το κωλαράκι.
Τη σήκωσε και την ξάπλωσε στον καναπέ πέφτοντας επάνω της και φιλώντας την και πάλι. H φούστα της είχε διπλώσει γύρω από τη μέση της. Ο Νικηφόρος με το ένα του χέρι ξεκούμπωσε το παντελόνι του και το κατέβασε μαζί με το μποξεράκι του, μένοντας γυμνός. Στηριζόμενος ξάπλωσε πάνω της, και ακούμπησε το καυλί του πάνω στο κιλοτάκι της και ένιωσε την υγρασία από το προηγούμενο χύσιμο της. Άρχισε να τρίβεται πάνω της φιλώντας τη συνέχεια. Η Αντιγόνη είχε κλειστά τα μάτια της και με τα χέρια της του χάιδευε την πλάτη. Τα πόδια της είχαν τυλιχτεί γύρω από τη μέση του κλειδώνοντας τον πάνω της. Την ένιωθε πάλι να ανεβάζει ρυθμούς στην αναπνοή της, σημάδι ότι ακόμα ένας οργασμός ερχόταν.
«Χύσε για μένα καύλα μου,» της ψιθύρισε στο αυτί «χύσε καυλιάρα μου.»
Ένα αχ βγήκε από τα χείλη της. «Τελειώνω πάλι, αγόρι μου, τελειώνω για σένα…» και γέμισε κι αλλά υγρά το εσώρουχο της ενώ είχε τεντώσει τα πόδια της. Την άφησε να ηρεμήσει λίγο και να ξαναβρεί την αναπνοή της.
Κατέβηκε ανάμεσα στα πόδια της και της έβγαλε το εσώρουχο χαϊδεύοντας και φιλώντας τα σε όλη τη διαδρομή προς τα κάτω, μπούτια, γόνατα, γάμπες, δαχτυλάκια με το υπέροχο κόκκινο χρώμα. Χωρίς δεύτερη σκέψη βούτηξε το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια της.
Ένα «Ααχ» ακούστηκε από τα χείλη της. Σα να μην περίμενε ότι θα της κάνει κάτι τέτοιο, ενστικτωδώς έκλεισε τα πόδια της εγκλωβίζοντας το κεφάλι του. Άρχισε να γεύεται το μουνάκι της περνώντας τη γλώσσα του απαλά στην αρχή από πάνω του.
«Αχ τι μου κανείς αγόρι μου, δε μου το έχουν ξανακάνει αυτό..»
«Γεύομαι το λαχταριστό μουνάκι σου καύλα μου… και είναι τόσο καυτό! Δεν το χορταίνω ομορφιά μου.»
«Είναι υπέροχο, δεν έχω ξανανιώσει έτσι, ναι, ναι, εκεί…» του λέει, καθώς η γλώσσα του μια γλείφει εσωτερικά τα μουνόχειλα της, μια περιστρέφεται στην κλειτορίδα της. Με τα δάχτυλα του της τα ανοίγει και με τη γλώσσα του τη γαμάει κανονικά, προσπαθώντας να τη βάλει όσο πιο βαθιά μπορούσε. Έμεινε αρκετή ώρα γλείφοντας και γαμώντας τη με τη γλώσσα του, ενώ η πεθερά του βογκούσε από καύλα, και με το χέρι της πίεζε το κεφάλι του πάνω της και με το άλλο δειλά χάιδευε το στήθος της.
«Ναι αγόρι μου, γλείψε με, τη θέλω τη γλώσσα σου μέσα μου βαθιά. Συνέχισε θα ξανατελειώσω, τι μου κανείς σήμερα;»
«Θα χύσεις καύλα μου; Θέλω να σε ακούσω να το λες. Μη ντρέπεσαι, άσε τον εαυτό σου.»
«Ναι, θα σε χύσω άντρα μου, θα σου δώσω τα υγρά μου να τα πιεις, εσύ μου τα έφτιαξες, δικά σου είναι.»
«Έτσι σε θέλω καυλιάρα μου πεθερούλα, να γίνεσαι πουτάνα στα χέρια του γαμπρού σου.»
«Παρ’ τα άντρα μου, χύνω η γυναίκα, χύνω όπως δεν έχω χύσει πάλι, πιες τα χύσια της πεθερούλας σου γαμπρούλη μου…» και σφίγγει δυνατά με τα πόδια της το κεφάλι του, κολλώντας το πάνω στο μουνί της που έβγαζε πάλι μια μεγάλη ποσότητα υγρών. Τα έγλειφε με μεγάλη ευχαρίστηση παίρνοντας τα όλα στο στόμα μου. Είχε λυθεί και είχε αφήσει ελεύθερο το σώμα της στον καναπέ χαλαρώνοντας το σφίξιμο που του είχε κάνει. Ο Νικηφόρος σηκώθηκε και πήγε προς τα πάνω, άρχισε να τη φιλάει.
«Πάρε τα χύσια σου καύλα μου, δοκίμασε τα υγρά σου.»
«Τι μου κανείς αγόρι μου; Με έχεις τρελάνει!»
Είχαν χαθεί στην ηδονή και δε σκεφτόταν τίποτα. Η Αντιγόνη ήταν ακόμα με τη φούστα μαζεμένη στην μέση της και το σουτιέν της από κάτω από τα βυζιά της, ενώ ο Νικηφόρος μόνο με ένα μπλουζάκι. Σηκώθηκε και έβγαλε το μπλουζάκι του. Στεκόταν όρθιος μπροστά της. Τότε την είδε να κοιτά το καυλί του, που ήταν κατακόκκινο από την καύλα.
«Για σένα έχει γίνει έτσι καύλα μου, πιασ’ το της λέει και σκύβει να της ξεκουμπώσει το σουτιέν πίσω από την πλάτη ελευθερώνοντας τα στήθη της. Απλώνει δειλά το χέρι της και τον αγγίζει απαλά. Τα κόκκινα νύχια της πάνω στο πρησμένο καυλί του στέλνουν μηνύματα αφόρητης καύλας στον εγκέφαλο του. Απλώνει το άλλο της χέρι και του χαϊδεύει τα αρχίδια, που κρέμονται γεμάτα χύσια.
«Είναι τόσο απαλά, είναι υπέροχα!» Τύλιξε το χέρι της γύρω από το καυλί του και άρχισε να το παίζει ελαφρά, ενώ το άλλο μάλαζε τα αρχίδια του.
«Παρ’ το λίγο στο στόμα σου ομορφιά μου.»
«Δεν το έχω ξανακάνει, τίποτα από όσα έχω κάνει σήμερα δε έχω ξανακάνει και είναι όλα τόσο ωραία, δε χορταίνω την ηδονή που μου προσφέρεις αγόρι μου.»
«Για όλα υπάρχει μια αρχή, και τι καλύτερη ευκαιρία από την καύλα που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή;»
Σκύβει δειλά και ακουμπά τα χείλη της πάνω στο πουτσοκέφαλο σαν να του δίνει ένα φιλί.
«Άνοιξε το στοματάκι σου αγάπη μου και παρ’ το μέσα.»
Άνοιξε λίγο το στοματάκι της και πήρε το μισό πουτσοκέφαλο μέσα της.
«Άσε λίγο σάλιο πάνω του καύλα μου.»
Ο Νικηφόρος ένιωσε τη γλώσσα της να του απλώνει σάλιο, ενώ το είχε πάρει όλο το κεφαλάκι μέσα στο στόμα της.
«Έτσι μπράβο αγάπη μου το κανείς υπέροχα.»
Σιγά-σιγά προσπάθησε να πάρει κι άλλο καυλί μέσα της. Με το χέρι της κράταγε τον πούτσο του και τάιζε το στοματάκι της.
«Καύλα μου το κανείς υπέροχα, είσαι γεννημένη για να παίρνεις τσιμπούκια.»
Έβγαλε το καυλί μου από το στόμα της, άφησε λίγο σάλιο πάνω του και ξανά το έβαλε μέσα της, αυτή τη φορά περισσότερο. Το βγάζει πάλι και το ξαναφτύνει, αυτή την φορά με περισσότερο σάλιο, που άρχισε να κυλά έως τα αρχίδια του. Πέρασε τη γλώσσα της κατά μήκος της πούτσας του και κατευθύνθηκε στα αρχίδια του. Πέρασε παιχνιδιάρικα τη γλώσσα της πάνω τους και άρχισε να τα μπουκώνει στο στόμα της.
«Το κανείς υπέροχα μωρό μου, που τα έμαθες εσύ αυτά;»
«Τρία χρόνια χωρίς γαμήσι, έχω τρελαθεί στην τσόντα και στο δάχτυλο καυλιάρη μου, έχω δει τόσα πολλά και θέλω να τα ζήσω, έχω στερηθεί το γαμήσι και τώρα που το βρήκα δε θέλω να χαθεί καμία ευκαιρία.»
Ξανά έβαλε το καυλί του στο στόμα της και άρχισε να το βάζει και να το βγάζει, κοιτώντας τον στα μάτια. ο Νικηφόρος δεν το πίστευε αυτό που ζούσε! Είχε την καυτή πεθερά του στα γόνατα μπροστά του και του έπαιρνε ένα καυτό τσιμπούκι με πάθος. Ένιωθε το τέλος να έρχεται.
«Θα χύσω μωρό μου που τα θες;»
Χωρίς να του απαντήσει τον ξαναβάζει στο στόμα της ενώ με τα χέρια της τον χουφτώνει από τα κωλομέρια μπήγοντας τα νύχια της μέσα του. Άρχισε να της γαμάει δυνατά το στόμα, με το καυλί του γεμάτο σάλια και προσπερματικά υγρά.
«Χύνω καύλα μου, παρ’ τα όλα δικά σου.»
Ένα Μμ… ακούστηκε και άρχισε να καταπίνει όλα τα χύσια του.
Τα κατάπιε όλα και δεν άφησε το καυλί του παρά μόνο όταν είχε τελειώσει και δεν είχε άλλο σπέρμα. Σηκώθηκε και τον φίλησε στο στόμα.
«Για πρώτη φορά καλά τα πήγα ε;»
«Για αρχή καλά τα πηγές αλλά έχεις πολλά να μάθεις», της είπε δίνοντας της ένα απαλό χαστούκι στο κωλομέρι της.
«Αυτό θα είναι το μυστικό μας πια», μου απαντά.
«Είναι μόνο η αρχή Αντιγόνη μου. Πάμε τώρα να κανονίσουμε τις δουλειές μας».
«Ότι θες εσύ αγόρι μου.»
Ηταν ήδη απόγευμα μια δροσερή φθινοπωρινή ήμερα στο χωριό! Το χωριό μόλις δύο ώρες από την Αθήνα, στην δυτική Πελοπόννησο, είναι ένας από τους κορυφαίους προορισμούς για τους λάτρεις του φθινοπωρινού δάσους. Τα δάση είναι γεμάτα πεύκα. Ελαιώνες και οπωρώνες µε αχλαδιές και μηλιές καλύπτουν τις χαμηλότερες πλαγιές, πλατάνια μεγαλώνουν στα πολλά φαράγγια και στις ρεματιές γύρω από το χωριό, και γίνονται ένας πίνακας ζωγραφικής με τα κίτρινα, καφέ και κόκκινα χρώματα στα κλαδιά τους, που ανακατεύονται με το βαθυπράσινο χρώμα των μαυρόπευκων. Τα μονοπάτια γύρω από το χωριό περιβάλλονται από µοβ ρείκια, άγριους θάμνους και κουμαριές µε ώριμα κόκκινα κούμαρα και ευαίσθητα λευκά λουλούδια. Τα κυκλάμινα ανθίζουν σε ανοιχτό ροζ και πορφυρό μέσα στους ελαιώνες. Τα πλατάνια που αναπτύσσονται στα ρέματα χάνουν σιγά-σιγά τα φύλλα τους, τα οποία συσσωρεύονται πάνω στα παλιά καλντερίμια, που έχουν συχνά βρύα. Τα χρώματα, η βροχή, ακόμα και η μυρωδιά του χώματος είναι εκεί για να μας θυμίζουν πως η επαφή με τη φύση μπορεί να λειτουργήσει ως διαφυγή από τις σκοτούρες των δύσκολων καιρών που ζούμε. 
Αποφάσισαν ότι για σήμερα ήταν αρκετή η ενασχόληση τους με τα γραφειοκρατικά. Άλλωστε οι δημόσιες υπηρεσίες δεν λειτουργούν μετά τις τρεις απογευματινή ώρα! Γύρισαν στο σπίτι αφού απόλαυσαν ένα ελαφρύ γρήγορο γεύμα στο εστιατόριο του χωριού. Μόλις μπήκαν στο σαλόνι αγκαλιάστηκαν κι άρχισαν να φιλιούνται με μανία. Κάνανε σα μαθητούδια, αλλά η έξαψη τους ήταν έντονη κι ο πόθος τους μόλις είχε φουντώσει. Ο Νικηφόρος ένιωθε πάλι την πούτσα του έτοιμη για νέο γύρο και η Αντιγόνη φαινόταν ότι δεν είχε χορτάσει.
«Θέλω να σε απολαύσω κι άλλο γυναικάρα μου,» της είπε.
«Κι εγώ σε θέλω πάλι τώρα μέσα μου αγόρι μου, όμως... όμως πρέπει να προσέχουμε.»
Στο μυαλό του χιλιάδες σκέψεις, που όλες έσβηναν μπροστά στον πόθο του για εκείνη τη γυναίκα. Χάιδευε το κορμί της πάνω από το φόρεμα και τη φιλούσε συνέχεια, χωρίς να μιλάει.
«Απόψε εδώ! Μαζί σου! Αυτή η νύχτα θα είναι δική μας! Εσύ θέλεις να χαρούμε μια νύχτα γεμάτη έρωτα;»
«Φυσικά και το θέλω.»
«Ε, πήγαινε κάνε ένα μπάνιο κι άσε με να κανονίσω εγώ τα υπόλοιπα.»
«Αμέσως παίρνει τηλέφωνο την Εριφύλη! Της εξήγησε πως τα γραφειοκρατικά απαιτούν χρόνο! Τι να της έλεγε; Ότι θα μείνει όσο μπορεί περισσότερο στο χωριό να γαμάει τη μάνα της; «Κρίμα αγάπη μου, που θα μείνεις μόνος με τη μάνα μου. Ελπίζω να μη βαρεθείς». Και να ήξερε! 
Κατέβηκε, ασφάλισε το αυτοκίνητο, κλείδωσε την εξώπορτα της αυλής και γυρνώντας κλείδωσε και την πόρτα του σπιτιού. Άκουγε το νερό να τρέχει και φτιαχνόταν. Σκεφτόταν αυτό το κορμί που δροσίζεται τώρα σε λίγο θα γίνει δικό του, σκεφτόταν και την Εριφύλη που θα την κεράτωνε και με ποια, σκεφτόταν πόσο τρελό ήταν όλο αυτό αλλά όχι και τόσο ξαφνικό, άκουγε το νερό να τρέχει και μετά να σταματάει κι αμέσως σταμάτησαν όλες οι σκέψεις του.
«Έλα να κάνεις κι εσύ ένα ντουζάκι. Έχει πολύ νερό, ακούστηκε η ναζιάρικη φωνή της Αντιγόνης.
«Μπαίνει στο μπάνιο, τη βλέπει τυλιγμένη στην πετσέτα και θέλει να την πάρει επιτόπου. Της δίνει ένα μικρό χαστούκι στο κωλαράκι και της λέει:
«Τι μουνάρα είσαι εσύ; Τι θεά; Σε ποθώ τρελά, όμως θέλω να γίνω κι εγώ καθαρός για να σε ικανοποιήσω όπως σου αξίζει. Μόνο ένα ορεκτικό θα πάρω τώρα, και σκύβει και της φιλάει στη θηλή.
«Ανατρίχιασα αγάπη μου! Πάω στη κουζίνα να σε περιμένω και να φτιάξω και κάτι πρόχειρο να φάμε.»
«Μπήκε, έκανε ένα ντους στα γρήγορα κι όταν ετοιμάστηκε πήγε και αυτός στην κουζίνα. Η Αντιγόνη είχε φορέσει ένα μοβ ανάλαφρο νυχτικό με τιραντάκια και δαντέλα, λίγο κοντό, τα βυζιά της χύμα από μέσα και ένα μικρό δαντελένιο μαύρο κιλοτάκι από κάτω. Έλαμπε όλη καθώς πήγε και κόλλησε δίπλα του ναζιάρικα.
«Τι έχεις στο μυαλό σου άτακτο αγόρι;» αστειεύτηκε.
«Θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα είσαι η πουτάνα μου από δω και πέρα.»
«Ναι άντρα μου! Στο υπόσχομαι! Θα είμαι!»
Ήταν τόση η καύλα στην ατμόσφαιρα που δεν καθίσαν καν στο τραπέζι.
«Πάμε στο κρεβάτι τώρα!» Και τον τράβηξε απ' το χέρι.
Μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα κι αμέσως η Αντιγόνη χωρίς να χάσει χρόνο ξάπλωσε ανάσκελα.
«Έλα αγόρι μου! Είμαι δική σου! Ολόκληρη! Η πουτάνα σου είμαι.Κάνε με ό,τι θες. »
Μεμιάς πέφτει μπρούμυτα και της ανοίγει τα πόδια, τραβάει το μαύρο δαντελένιο κιλοτάκι, το βγάζει γρήγορα κι αρχίζει ένα γλειφομούνι, σα διψασμένος στην έρημο. Παχουλό μουνί, με αρκετές τρίχες, μαυριδερές, πρησμένα μουνόχειλα, μοσχομύριζε από το μπάνιο, μουσκεμένο από την καύλα. Ο Νικηφόρος είχε βουτήξει στον Παράδεισο! Η Αντιγόνη βόγκαγε και τιναζόταν σα να τη χτυπούσε ηλεκτρικό ρεύμα.
«Αχ με τρελαίνεις αγόρι μου! Πόσα χρόνια είχα να το ευχαριστηθώ να με γλύφουν εκεί κάτω! Ο πεθερός σου βαριόταν να μου το κάνει κι ας ήξερε πόσο μου άρεσε. Μόνο να μου τον βάζει στα γρήγορα για να ξεκαυλώνει εκείνος ήθελε. Να 'σαι καλά. Ξαναζωντανεύει το μουνί μου. Εκεί! Εκεί! Γλείψε με κι άλλο! Έτσι! Μη σταματάς! Κι άλλο αγορίνα μου.»
Την έγλειφε ώρα και το απολάμβανε. Ρουφούσε τα υγρά της και και η Αντιγόνη μούγκριζε. Την ένιωθε σαν ένα άγριο ζώο που ξυπνάει από λήθαργο. Σιγά-σιγά η γλώσσα του γλιστρούσε προς το κωλαράκι της, ώσπου έφτασε στην πίσω τρύπα της. Εκεί άλλη αποκάλυψη!
« Αυτό. Αχ αυτό! Πόσο με τρελαίνει να μου γλύφουν αυτή την τρυπούλα μου!. Αστέρι μου, όλα τα ξέρεις εσύ!»
Το κορμί της πηγαινοερχόταν δεξιά αριστερά όσο η γλώσσα του έπαιζε με την κωλοτρυπίδα της. Γύρω-γύρω και λίγο μέσα. Ο Νικηφόρος είχε γίνει τούρμπο από την καύλα του. Με γρήγορες κινήσεις της βγάζει το νυχτικό, το πετάει, πετάει και το μποξεράκι  του κι ορμάει πάνω της. Τα γυμνά τους κορμιά ενώθηκαν. Φανταστική αίσθηση αφράτου, διαθέσιμου σώματος. Όπως είναι με τα μουνοχύματα στο στόμα, ορμάει και τη φιλάει. Βγάζει τη γλώσσα της και τον γλείφει.
«Μμ… τι γεύση!»
«Σ αρέσει η γεύση απ' τη μουνάρα σου, χαρά μου;»
«Με φτιάχνει άγρια! Τώρα κατάλαβα γιατί ήσουν τόση ώρα εκεί κάτω. Ήρθε όμως κι η σειρά σου. Άσε με να σε φροντίσω…» και στρίβει προς τα κάτω, ανοίγοντας του τα πόδια από πάνω του. Αρχίζουν ένα φανταστικό εξήντα ενιά. Τον έγλειφε με τέχνη, χάιδευε τ' αρχίδια του, τα ρουφούσε και τα πιπίλαγε από όλες τις πλευρές.
«Τι ψωλάρα έχεις αγόρι μου; Γι' αυτό χαίρεται η κόρη μου με σένα! Θα μου τη δίνεις όμως και μένα κάπου-κάπου; Τη θέλει και η καυλιάρα πεθερούλα σου.»
Μόνο που δεν την έχυσε εκείνη τη στιγμή. Τραβήχτηκε λίγο, πήρε μια ανάσα, κι τς έβαλε κωλοδάχτυλο! Μουνοχύματα, ανακατεμένα με τα σάλια του, ήταν το καλύτερο λιπαντικό.
«Ααχ Αγόρι μου! Πόσο μ΄ αρέσει!»
«Είπαμε, από σήμερα εσύ είσαι η τσούλα μου!»
«Αχ…Ναι! Εσύ είσαι ο γαμιάς μου και εγώ η σκλάβα σου. Η σκλάβα της πούτσας σου!»
«Έλα τώρα να σε γαμήσω κανονικά, να το ευχαριστηθούμε.»
Γυρίζει ανάσκελα και της τον βάζει στο μουνί της. Τα χέρια της του σφίγγουν τη μέση και δίνει ρυθμό. Τα πόδια της διάπλατα ανοιχτά κι ο Νικηφόρος βυθίζεται και ξαναβγαίνει. Νιώθει τα μουνόχειλα της σα βεντούζα να του τυλίγουν το καυλί. Απίστευτο! Πηδάει την πεθερά του δεύτερη φορά σε μια μέρα! Πριν λίγες ώρες φαινόταν τρελό και τώρα είναι το πιο φυσικό γαμήσι δυο εραστών. Στο βάθος ακούει το κινητό του να χτυπάει. Άστο, λέει μέσα του, μεχρι που σταμάτησε. Τη γυρίζει στο πλάι τώρα, το ένα πόδι της στην πλάτη του και της μαλάζει και τις βυζάρες της. Ξαφνικά ακούγεται το δικό της κινητό στο κομοδίνο.
«Είναι η Εριφύλη. Πρέπει να το σηκώσω.»
Ο Νικηφόρος μένει ακίνητος, καρφωμένος μέσα της.
«Ναι…!» η φωνή της βραχνιασμένη από την καύλα.
«Ωχ μαμά, κοιμόσουν και σε ξύπνησα; Συγνώμη. Έπαιρνα το Νικηφόρο να δω πώς είναι αλλά δεν το σήκωνε.
«Δεν πειράζει παιδί μου δεν κοιμόμουν είναι πολύ νωρίς ακόμη. Έχει βγει στον κήπο και περιποιείται τις λεμονιές. Να τον φωνάξω;»
«Όχι! όχι μην τον φωνάζεις δεν είναι ανάγκη! Την καλησπέρα του και από τον κουμπάρο μας τον Αλέξανδρο. Είναι εδώ και πίνουμε καφεδάκι παρέα!
«Και την δίκη μου την καλησπέρα μου στον κουμπάρο τον Αλέξανδρο. Τα παιδιά πως είναι;.»
«Τα παιδιά είναι στη βόλτα με τον παππού! Όπου να ναι γυρίζουν»
Μετά την πρώτη σιωπηλή ανακοπή ο Νικηφόρος αρχίζει να κουνιέται μέσα της σιωπηλός, αργά-αργά. Η πουτάνα η πεθερά του, το ευχαριστιέται και συνεχίζει την κουβέντα. Αυτός ταυτόχρονα σκεφτόταν τον κουμπάρο του τον Αλέξανδρο με την Εριφύλη που υποτίθεται πως πίνουν καφέ και ένα εκατομμύριο συναρπαστικές σκέψεις περνούσαν τώρα από το μυαλό του καθώς σκεφτόταν με τη φαντασίωση του πως ο Αλέξανδρος είχε ξαπλώσει ανάσκελα την Εριφύλη στον καναπέ και τη γαμούσε με δύναμη. Πότε έβαζε ένα πόδι της στον ώμο του πότε και τα δύο, πότε τη γυρνούσε στο πλάι και το μόνο που δεν έκανε ήταν να κόψει ρυθμό. Η πούτσα του μπαινόβγαινε στο μουνί της σαν έμβολο χτυπώντας στη μήτρα της δίνοντας της απανωτούς οργασμούς. Σε μια φάση της ανοίγει τέρμα τα πόδια και της λέει:
«Χύνω πουτάνα μου, χύνω μέσα στο καυτό σου μουνί.»
«Ο γαμπρούλης μου ήταν πολύ ταλαιπωρημένος όλη την ημέρα και τώρα στον κήπο το απολαμβάνει σαν μικρο παιδί! Μην ανησυχείς κόρη μου και το φροντίζω εγώ να είναι ευχαριστημένος. Είναι και δίκη μου ευχαρίστηση να τον περιποιούμαι.»
Όλη αυτή την ώρα ο Νικηφόρος άρχισε να την καρφώνει ποιο έντονα, βαθιά και η όλη φάση την ερέθιζε πολύ. Δάγκωνε τα χείλια της για να μην αναστενάξει κι π Νικηφόρος τρελαινόταν περισσότερο. Είχε καυλώσει με το όλο σκηνικό του τηλεφώνου, και με τη φαντασίωση του πως ο Αλέξανδρος παλουκώνει την Εριφύλη στον καναπέ  με ρυθμό.
«Εντάξει μαμά, να σ' αφήσω να ξεκουρασθείς κι εσύ. Για σου μαμά. Τα λέμε το πρωί.»
«Για σου κόρη μου. Πάω να συνεχίσω αυτό που διέκοψα!»
Την καριόλα την Αντιγόνη. Την έφτιαχναν τα υπονοούμενα. Σφίγγεται πάνω του κι ο Νικηφόρος αρχίζει να τη δαγκώνει όπου βρίσκει και να τη χτυπάει στα κωλομέρια.
«Τελικά είσαι μεγάλη πουτάνα κυρά Αντιγόνη. Πολύ καριόλα!»
«Ε κάτι ξέρουμε κι εμείς Νικηφόρε.»
 Ο Νικηφόρος νιώθει πως δε μπορεί να κρατηθεί άλλο.Θέλει να τη χύσει τη πεθερούλα του και να της γεμίσει το μουνί.
«Ναι αγόρι μου. Έλα δώστα μου όλα μέσα μου, να ξανανιώσω.» Το μουνί της είχε υγρανθεί και το καυλί του μπαινόβγαινε μέσα της χωρίς το παραμικρό ζόρι. Η Αντιγόνη είχε καυλώσει και η χαρά της ανέβαινε ολοένα.
«Ναι, έτσι ψωλαρά μου. Γάμα τη μουνάρα μου. Γάμα τη! Σκίσε με γαμιά μου! Τι μου κάνεις πουτσαρά μου; Ναι! Ναι! Σκίσε με!!!»  του φώναζε ενώ ακούγονταν το τρίξιμο των ελατηρίων του κρεβατιού.
«Ναι... ναι, Σε παρακαλώ, μη σταματάς» η Αντιγόνη τον παρακαλούσε να συνεχίσει να την πηδάει.
«Σε ποιον ανήκει αυτό το στενό μουνάκι που στάζει;»
«Μωρό μου... είναι δικό σου Νικηφόρε μου! Είναι δικό σου όποτε το θέλεις!»
«Και βέβαια είναι! Αυτό το παραμελημένο μουνί δε θα μπορεί να ζήσει πια χωρίς τον  πούτσο μου μέσα του. Έτσι δεν είναι;»
«Όχι... γαμιά μου, είναι τόσο ωραία, ξέσκισε με, πουτσαρά μου. Αχ ναι... νιώθω τα αρχίδια σου να χτυπούν στην κλειτορίδα μου, είναι τόσο ωραία».
«Θα χύσεις πάλι πάνω στην ψωλάρα μου, καυλάκι;»
«Ναι, ναι... έχεις τόσο μεγάλο πούτσο!»
«Έτσι, πεθερούλα μου χύσε πάνω μου μωρό μου... λατρεύω τα χύσια σου πάνω στη ψωλή μου.»
«Μ' αρέσει όταν μου μιλάς έτσι γαμπρούλη μου,  ωχ... θεέ μου! Σε παρακαλώ μη σταματάς! Πάλι τελειώνω... πάλι τελειώνω! Γάμα με.»
Το χτύπημα του κρεβατιού στον τοίχο εντάθηκε σε συνδυασμό με τα απελπισμένα βογκητά της Αντιγόνης.
Ο Νικηφόρος άρπαξε τον κώλο της και γλίστρησε το μουνί της σε όλη τη διαδρομή πάνω στον άξονά του, μέχρι που το χοντρό πουτσοκέφαλο του δε μπορούσε να προχωρήσει άλλο. Περίμενε μέχρι να νιώσει την είσοδό της να σφίγγεται στο καυλί του και τράβηξε το κεφάλι του πούτσου του έξω και ξανά δυνατά μέσα, ξεχειλώνοντας την πύλη της, ενώ ο οργασμός της συνεχιζόταν ακάθεκτος, με εκείνη σε ένα σχεδόν σεξουαλικό παραλήρημα.
 Η Αντιγόνη λάτρευε αυτό που ένιωθε, μπορούσε να νιώσει καθαρά τον σφυγμό του. Το κεφάλι του πούτσου του σχεδόν παλλόταν στο υγρό μουνί της. Ήξερε ότι δεν ήταν παρθένα, αλλά ένιωθε σαν παρθένα μετά από τόσα χρόνια ξηρασίας.  
«Θεέ μου... είναι τέλειο...» εξέπνευσε τελικά αργά, καθώς ένιωθε τον πούτσο του να τεντώνει το μουνί της όπως τίποτα άλλο. Το αιδοίο της ήταν μούσκεμα για τον πούτσο του. Ποτέ δε θυμόταν να έχει ανάψει τόσο πολύ. Είχε το όλο το μήκος του μέσα της και ένιωθε κάθε εκατοστό μέσα της. Ένιωθε σαν να ήταν πιο γεμάτη από ό,τι ήταν ποτέ και θα μπορούσε ποτέ να είναι. Αλληθώριζε από την έντονη ηδονή! Ένιωσε τον πούτσο του μέσα της να αρχίζει να αναπηδάει πιο γρήγορα και δυνατά, ενεργοποιώντας κάθε νεύρο στο μουνί της.  
 «Θεέ μου, ναι...» φώναζε καθώς τον ένιωθε να τη γαμάει, με τον πούτσο του να βυθίζεται μέσα της ξανά και ξανά, ανακαλύπτοντας νέα ανεξερεύνητα εδάφη. Η Αντιγόνη είχε παραδοθεί άνευ όρων. Ο Νικηφόρος απλώς συνέχισε να κινείται μέσα της, σπρώχνοντας ολόκληρο το σώμα της με κάθε ώθηση και τραβώντας την πίσω με τα χέρια του κάθε φορά, αυξάνοντας σιγά σιγά τη δύναμη και την ταχύτητα. Οι πατούσες της κυμάτιζαν τώρα άγρια προς το ταβάνι και η ίδια πνιγόταν στον πόθο της. Λίγες στιγμές αργότερα εξερράγησαν μαζί. Η Αντιγόνη συνέχισε τις αγωνιώδεις κραυγές της, ενώ από τα χείλη του Νικηφόρου έβγαιναν χαμηλοί βρυχηθμοί. «Χύνω το μουνάκι το γλυκό...» και βυθίστηκε όλος μέσα της ακουμπώντας στους αγκώνες του δεξιά αριστερά του στήθους της, κουνώντας αργά τη λεκάνη του μόνο, με το φουσκωμένο του όργανο ως τη ρίζα μέσα στην πεθερά του την Αντιγόνη. Τον ένιωσε να συσπάται μέσα της καθώς την γέμισε με το καυτό σπέρμα του. Ήταν σίγουρη ότι τα υγρά του μουνιού της έσταζαν πάνω του.  Σήκωσε τα ποδαράκια της και τα έκανε δαχτυλίδι στη μέση του. Έμειναν έτσι για δέκα λεπτά μετά ο Νικηφόρος βγήκε από μέσα της και ξάπλωσε δίπλα της αφήνοντας μια μουνότρυπα που έχασκε, και πηχτά λευκά υγρά να τρέχουνε πάνω στα σεντόνια , αλλάζοντας το χρώμα τους σε μπεζ ανοιχτό.
.... Ισχυρές βροχές και καταιγίδα μετέτρεψαν σε ποτάμια τους δρόμους του χωριού ξημερώματα της Παρασκευής. Η Αντιγόνη ξύπνησε πρώτη και πήρε τηλέφωνο στο δημαρχείο να διαπιστώσει εάν οι υπηρεσίες του λειτουργούν κανονικά. Μετά από αρκετή αναμονή στο τηλέφωνο η αρμόδια υπάλληλος του δήμου την ενημέρωσε πως το προγραμματισμένο ραντεβού τους για την έκδοση των απαραίτητων εγγράφων που ζητούσαν ματαιώθηκε για την Δευτέρα. Ο λόγος φυσικά ήταν οι κακές καιρικές συνθήκες και η δυνατή βροχή που ξεκίνησε περίπου τις μεταμεσονύχτιες ώρες είχε αποτέλεσμα να πάθει βλάβη το ηλεκτρονικό δίκτυο του τμήματος εγγράφων του δήμου.
Ο Νικηφόρος ξύπνησε από τη μυρωδιά του τσιγαρισμένου μπέικον που έμπαινε στο μεγάλο υπνοδωμάτιο. Μετατόπισε τον γυμνό κορμό του προς τα δεξιά και παρατήρησε πως η Αντιγόνη έλειπε από το κρεβάτι και ήταν αυτή που προκαλούσε την απολαυστική μυρωδιά που αναδυόταν από την κουζίνα. Γλίστρησε αθόρυβα από το κρεβάτι και εντόπισε το μποξεράκι του. Το τράβηξε στα μυώδη πόδια του φροντίζοντας να το περάσει πάνω από το κρεμασμένο όσχεο του και να βάλει τον μακρύ και χαλαρό πούτσο του μέσα στο τεντωμένο ύφασμα. Κατευθύνθηκε στην τουαλέτα και αφού άδειασε σχεδόν ένα λίτρο κάτουρο, βγήκε έξω και πήγε προς την κουζίνα όπου βρήκε την Αντιγόνη, να εργάζεται επιμελώς στην κουζίνα.
«Μωρό μου, αυτό μυρίζει πολύ ωραία!»
Η Αντιγόνη παραλίγο να καεί καθώς ξαφνιάστηκε από τη βαθιά φωνή πίσω της. Γύρισε για να δει τον μυώδη άντρα να στέκεται κοντά της μόνο με το εσώρουχό του. Ένα χαρούμενο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της.
«Σκέφτηκα ότι θα εκτιμούσες ένα πλούσιο γεύμα μετά από αυτή την καταπόνηση!»
«Ναι, έχεις δίκιο, Μωρό μου, με ξετίναξες χθες,» γέλασε ο Νικηφόρος
Αυτή τη φορά ήταν η σειρά της Αντιγόνης να γελάσει. Το να πει κανείς ότι ήταν αυτή που έδινε το ρυθμό ήταν ένας αστείος ισχυρισμός. Ο κερατάς ήξερε ότι το να υπονοήσει κανείς οτιδήποτε άλλο εκτός από το γεγονός ότι η Αντιγόνη γαμιόταν με έναν ολοκληρωτικό τρόπο, ήταν καθαρό ψέμα. 
«Νικηφόρε, δεν είμαι πραγματικά σίγουρη ότι αυτή είναι μια ακριβής εκτίμηση των όσα έζησα τη νύχτα! Θέλω να πω, πως σχεδόν κόντεψα να λιποθυμήσω από την ευχαρίστηση τουλάχιστον δύο φορές! Το στήθος του Νικηφόρου φούσκωσε από περηφάνια.
Το πρόσωπό της Αντιγόνης ήταν ξαναμμένο, αλαφρό κόκκινο χρώμα έβαφε τα χλωμά της μάγουλα, τα μεγάλα μαύρα μάτια της σπίθιζαν
«Κοριτσάκι μου πως είσαι σήμερα; Κοιμήθηκες καλά;»
Έσκυψε και τη φίλησε στο στόμα. Ήτανε το πρώτο τους πρωινό φιλί που έγινε όμως αυθόρμητα και ένιωσε τη γλύκα του φιλιού της όμορφης πεθεράς του που ξέχασε τελείως την κόρη της την Εριφύλη. Είχαν λιώσει τελείως οι πάγοι μετά την πρόσφατη σεξουαλική επαφής τους. Ήθελε να κερδίσει την εμπιστοσύνη της, να τον εμπιστευτεί και να την κάνει να αναζητά μαζί του στο κρεβάτι, ότι δεν πρόφθασαν να να κάνουν στη χτεσινή νύχτα.
Η Αντιγόνη φάνηκε πως το πήρε το μήνυμα και μάλιστα πάρα πολύ σύντομα. Πριν προλάβει να σηκωθεί ο Νικηφόρος, του έπιασε το κεφάλι και τον κράτησε κάτω, συνεχίζοντας να τον φιλά τώρα αυτή, άγρια, παθιασμένα και σε βαθμό που δεν περίμενε ο Νικηφόρος.
Όταν αποσπάσθηκε από την λαβή της, της είπε. «Με το μαλακό Αντιγόνη μου, με το μαλακό κοριτσάκι μου. Εδώ είμαστε, δεν φύγαμε.»
«Κοριτσι μου η μυρωδιά του φρεσκοψημένου κρουασάν μου ενισχύει το επίπεδο της ευτυχίας που νιώθω. Και το μπέικον μυρίζει υπέροχα και νιώθω πως πεινάω σαν λύκος. Δεν φτιάχνεις και εκείνα τα αυγά που είναι στη φρουτιέρα πάνω στο πάγκο. 
«Τα αυγά δεν είπαμε ότι τα χρειαζόμαστε για λιπαντικό;» Του λέει μ΄ ενα μελιστάλαχτο πουτανίστικο ύφος.
«Ελα βρε κορίτσι μου που πιστεύεις τα γιατροσόφια! Αστειευόμουν. Καλά, είναι δυνατόν να πιστεύεις πως το εννοούσα στα σοβαρά αυτό;»
«Αα ώστε αστειευόσουν. Και εγώ που το πήρα στα σοβαρά!»
 «Μη μου αγχώνεσαι! Έχω μεριμνήσει και έχουμε καλύτερη επιλογή για το πρωκτικό σεξ. Λιπαντικό τελευταίας τεχνολογίας που η χρήση του κατά τη διάρκεια της ερωτικής επαφής, κάνει το σεξ πιο ευχάριστο και πιο απολαυστικό και διευκολύνει και τον οργασμό..» 
Η Αντιγόνη έκανε πως δεν άκουσε! Ταυτόχρονα τον πληροφορεί τα υπέροχα νέα. «Τηλεφώνησα στο Δημαρχείο και με ενημέρωσαν πως το δημοτολόγιο τους δεν λειτουργεί σήμερα και το ραντεβού μας αναβλήθηκε για τη Δευτέρα.» 
Μάλιστα! Μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση. Η ξαφνική νεροποντή είχε κατορθώσει να μετατρέψει απρόσμενα της το σπίτι στο χωριό σε φωλιά του παράνομου ερωτευμένου ζευγαριού.
 «Να πάρω τηλέφωνο την Εριφύλη να την ενημερώσω για να μην ανησυχεί η επιστροφή μας στην Αθήνα μετατίθεται για την επόμενη εβδομάδα.! »
Στην άλλη άκρη του τηλεφώνου η Εριφύλη μαθαίνοντας τα τελευταία νέα του λέει πως λυπάται που τον έβαλε σε τέτοια ταλαιπωρία και τον παρακαλεί θερμά να είναι υπομονετικός, ευγενικός και με κατανόηση με τη μαμά της τώρα που έχει την ανάγκη του. Τον ενημέρωσε πως χθες πέρασε ο κουμπάρος ο Αλέξανδρος και της ζήτησε τη βοήθεια της στον προεκλογικό του αγώνα γιατί βάζει υποψηφιότητα για δημοτικός σύμβουλος. Του υποσχέθηκε ότι θα τον συνδράμει με πολύ μεγάλη της χαρά. «Θα τον συνδράμει ψυχή και σώματι!» Το σκέφτηκε ο Νικηφόρος αλλά δεν τόλμησε να το πει.
 Επίσης αύριο Σάββατο οι κουμπάροι ο Αλέξανδρος με τη Νικολέτα θα πάνε οικογενειακώς με τα παιδιά τους στο Τατόι που έχει επίδειξη με ανεμόπτερα και είναι καλεσμένη να πάει και αυτή μαζί τους με τα παιδιά μας ώστε να χαρούν και να διασκεδάσουν.
Η Νικολέτα η κουμπάρα είναι μια καστανόξανθη ομορφιά μια πολύ γλυκιά γυναίκα με ωραίο σώμα. Λίγο χλομή και σαν κουρασμένη, αλλά πολύ όμορφη. Γυναίκα ιδανική που δημιουργεί ένα πολύ θετικό κλίμα και μια οικογενειακή θαλπωρή σύμφωνα με τα γούστα του Νικηφόρου. Ο Αλέξανδρος, ήταν ένας ψηλός εύσωμος καστανόξανθος τριανταπεντάρης που δεν περνούσε απαρατήρητος με τα φωτεινά γαλανά του μάτια. Γενικά τα ζευγάρια έχουν μια άψογη σχέση, κάνουν καλή παρέα όλοι μαζί, έχουν πολλά κοινά ενδιαφέροντα. Βρίσκονται συχνά, έχουν πάει διακοπές μαζί, γενικά υπάρχει μεγάλη οικειότητα σε σημείο που να συζητάνε τα πάντα, ακόμα και τα προβλήματα της δουλειάς τους. Η σχέση τους έγινε ακόμα πιο στενή όταν έγιναν κουμπάροι, λόγω βάφτισης. Επισκέπτονται πλέον ο ένας τον άλλο πιο συχνά, μοιράζονται τις ανησυχίες τους για τη ζωή, έχουν εν τέλει πολύ καλή «χημεία».
Όσο ο Νικηφόρος απουσιάζει στο εξωτερικό για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και δεν το λες ότι η Εριφύλη περνούσε και τις πιο ευτυχισμένες στιγμές στο γάμο της λόγω της απουσίας του. Η Εριφύλη στα είκοσι οκτώ της χρόνια και στα ντουζένια έχοντας να γαμηθεί μήνες οι καύλες της χτυπάνε κόκκινο. Ειδικά μόλις άρχιζε το γαργαλητό ανάμεσα στα πόδια της και ένιωθε το στήθος της έτοιμο να εκραγεί, οι θηλές της να έχουν σκληρύνει τόσο που την πονάνε και μια ύπουλη υγρασία ν' απλώνεται στο εσώρουχό της; Είναι τόσο ερεθισμένη, και τόσο ανίκανη να συγκρατήσει τον εαυτό της ώστε αναζητάει έναν πούτσο να της πάρει αυτό το γαργαλητό. Τι ποιο λογικό να ικανοποιεί τις καύλες της, ο κολλητός φίλος όπως έχει την υποχρέωση σαν κουμπάρος τους όταν η Εριφύλη νιώθει την ανάγκη για ένα ξένο καυλί! Υποθέτει νοερά ο Νικηφόρος. 
.... Όση ώρα ο Νικηφόρος μιλούσε στο τηλέφωνο η Αντιγόνη μάζεψε το τραπέζι και ασχολήθηκε στο νεροχύτη να πλύνει τα πιάτα και τα τηγάνια. Κάποια λεπτή αχτίδα του ήλιου που έμπαινε από το παράθυρο έπεφτε νωχελικά στο τρυφερό της πρόσωπο που είχε πάρει ένα ρόδινο χρώμα που την έκανε να μοιάζει με λουλούδι που παίρνει τα πρώτα χρώματα της άνοιξης. Καθόταν ήρεμος και την κοιτούσε και τον κυρίευε μια άγρια χαρά. Την πήρε μια τρυφερή αγκαλιά από πίσω και της έδωσε ένα φιλί στο λαιμό ψιθυρίζοντας της: «Τώρα πια είσαι στα δίχτυα μου» ,της ψιθύρισε απαλά, καθώς την χάζευε. «Ένα κομμάτι του εαυτού σου θα είναι πάντα δικό μου» της ψιθύρισε καθώς συνέχισε να την χαϊδεύει τρυφερά.
Εκείνη φώλιασε πάνω του, σχεδόν γλαρωμένη και νικημένη, σε μια στιγμή ανακωχής. Η φωνή της ακούστηκε σχεδόν παιδική.
«Τι θέλεις;» Του ψιθύρισε σχεδόν ναζιάρικα.
«Σε θέλω πολύ γλυκιά μου. Σε θέλω κάθε στιγμή, κι εσύ με θέλεις.» Την ένιωσε να αποτραβιέται στιγμιαία και την ξανατράβηξε πάνω του.
«Παραδέξου το μωρό μου. Κανένας άλλος δεν σε έχει κάνει να νιώσεις έτσι. Είχες μάθει να αντιστέκεσαι στον πόθο σου, όμως τώρα δεν μπορείς να κάνεις πίσω.» και της χάιδεψε απαλά τον λαιμό. Τα χέρια του ταξίδεψαν στο στομάχι της και στην κοιλιά της και άρχισε να την χαϊδεύει κυκλικά. Την ένιωσε να ανατριχιάζει και να βογκάει αδύναμα. Το κορμί της ασυναίσθητα κόλλησε πάνω στο δικό του. 
Το χέρι του συνέχισε να χαϊδεύει κυκλικά την μέση της και την κοιλιά της και που και που περνούσε φευγαλέα από το μουνάκι της. 
«Πάρε με..πάρε με» …του φώναξε.
Το χέρι του πήγε στο συνηθισμένο και αγαπημένο του σημείο. Στην κωλότρυπα. Απότομα η Αντιγόνη ηρέμησε και του είπε:
«Θέλεις να γαμήσεις κώλο ψωλαρά μου;»
«Ναι!», είπε και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.
«Γιατί, σου λείπει;», τον ρώτησε ναζιάρικα. «Δεν σου κάθεται η πουτανίτσα η κόρη μου;», είπε και ταυτόχρονα πήρε την ψωλή του στο χέρι της.
«Δεν μου κάθεται!», της  απάντησε αλλά της έλεγε ψέματα! «Αλλά τώρα θα επανορθώσεις εσύ!», της είπε και την πήρε στην αγκαλιά του. Την σήκωσε και την μετέφερε στην κρεβατοκαμαρα. Την έγλυφε και την χάιδευε και κείνη ένιωθε τον κόσμο να λιώνει γύρω της. Δεν το πίστευε ότι της άρεσε τόσο πολύ. Δεν το πίστευε ότι ξαφνικά ο γαμπρός της είχε γίνει ο πιο αισθησιακός άντρας που είχε γνωρίσει. Άρχισε να τον αναζητά με το κορμί της, να κολλάει πάνω του, να βογκάει και να περιμένει τα φιλιά του.
«Τι θές!» Της κράτησε σταθερά στο κεφάλι και την κοίταξε βαθιά στα μάτια..
«Να μου κάνεις και πάλι έρωτα.»του απάντησε ξέπνοα, βυθισμένη στο κύμα του πόθου.
Ο Νικηφόρος τραβήχτηκε λίγο πίσω και έφερε το κεφάλι του λίγα εκατοστά από την ευαίσθητη περιοχή της.
«Θέλω να γευτώ αυτό το παραμελημένο μουνάκι, κυρία μου». της είπε και το πρόσωπο του είχε ένα άτακτο χαμόγελο, πιάνοντας τη με τα δύο χέρια από τους γοφούς. Σήκωσε το τέλειο σώμα της, τραβώντας το εύκολα πάνω του, με τους γοφούς και τα πόδια της να αιωρούνται μπροστά από το πρόσωπό του. Ένιωσε την καυτή του ανάσα στο μουνί της και ένιωσε την υγρή του γλώσσα να αρχίζει να χτυπάει την κλειτορίδα της. Ήξερε ότι δεν υπήρχε τίποτα πιο ξεδιάντροπο αλλά ένιωθε ξαφνικά τόσο ωραία, ποτέ δεν είχε αγγίξει γλώσσα το αιδοίο της και ήταν σα μία έκρηξη να συνέβη στον εγκέφαλο της. Ο  Νικηφόρος συνέχισε να την πειράζει μόνο με την άκρη της γλώσσας του και δε χρειάστηκαν παρά λίγες ανάσες για να ευχηθεί η Αντιγόνη να τη γλείψει περισσότερο. Ένιωθε κάθε αργό αλλά ηλεκτρικό άγγιγμα στην κλειτορίδα της. Ο Νικηφόρος σταύρωσε τα χέρια του γύρω από τα οπίσθια της και έσφιγγε δυνατά κάθε κωλομέρι της. Εκείνη για πρώτη φορά άρχισε ασυναίσθητα να κουνάει λίγο τους γοφούς της και ο Νικηφόρος χαμογέλασε καθώς έβλεπε να σπρώχνει το μουνί της αργά προς το πρόσωπό του.
Τράβηξε αργά κι άλλο τα κωλομάγουλα της και στη συνέχεια έγειρε το κεφάλι του προς τα κάτω, επιτρέποντας στο μεγαλύτερο μέρος της γλώσσας του να την αγγίξει ακόμα περισσότερο. Έγλειφε αργά τη σχισμή της, σπρώχνοντας την γλώσσα του ανάμεσα στα χείλη της και εξερευνώντας το άνοιγμα στο εσωτερικό της με την άκρη της γλώσσας του.
Την άκουσε να βογκάει και ανταποκρίθηκε με περισσότερη γλώσσα. Η Αντιγόνη βρισκόταν στα πρόθυρα μιας έκστασης που δεν είχε γνωρίσει ποτέ, νιώθοντας τη γλώσσα του γαμπρού της να πειράζει την είσοδό της. Ένιωθε το μουνί της να την αγκαλιάζει και συνειδητοποίησε ότι σχεδόν έσφιγγε το μουνί της στο πρόσωπό του.
Εκείνη τη στιγμή ο  Νικηφόρος έσπρωξε τη γλώσσα του στο άνοιγμά της και διεισδύοντας όσο πιο βαθιά μπορούσε να φτάσει. Ένιωσε ολόκληρο το σώμα της να τρέμει μια, δύο και μετά μια τρίτη φορά, καθώς το μουνί της έσφιγγε τη γλώσσα του.
Η Αντιγόνη έχυσε αμέσως, σχεδόν πνιγόταν από το ένα κύμα ηδονής μετά το άλλο που την κατέκλυζε. Χωρίς να το σκεφτεί, της ξέφυγαν απαράδεκτα για εκείνη λόγια καθώς ένιωθε κάθε χιλιοστό της καυτής γλώσσας του μέσα της. Παραλίγο να λιποθυμήσει από το έντονα αυτό νέο συναίσθημα, αλλά μετά τον ένιωσε να την αφήνει ξανά κάτω.
Ο Νικηφόρος έσκυψε ανάμεσα στη γλυκιά χαράδρα των οπισθίων της Αντιγόνης και έθαψε το πρόσωπο του ανάμεσα τους. Η γλώσσα του άρχισε να της γαργαλάει την σφιχτή απαγορευμένη τρυπούλα του πρωκτού της και η Αντιγόνη βογκούσε από το δυνατό ρούφηγμα του. Της ρουφούσε την κωλότρυπα και της έχωνε τη γλώσσα του μέσα της στριφογυρίζοντας ενώ η ψωλή του και τα αρχίδια του κρεμόταν προς τα κάτω ανάμεσα στα σκέλια του όπως είχε σκύψει και της ρουφούσε όλες τις τρύπες της. Ένιωθε πως ήταν ακμαίος και θα την γαμούσε πάλι. Έβαζε το δάκτυλο του στον πρωκτό της Αντιγόνης για να της χαλαρώσει το σφιγκτήρα κι εκείνη ζοριζόταν. Σηκώθηκε στα γόνατα του, και έβαλε το χέρι του πάνω στη μέση της Αντιγόνης. Στο κομοδίνο διπλά του είχε αποθέσει το σωληνάριο με το πρωκτικό λιπαντικό που μπορεί να μετατρέψει μια απλή πρωκτική διείσδυση σε ιδιαίτερα απολαυστική διαδικασία και να δώσει την καλύτερη δυνατή αίσθηση κατά τη διάρκεια του πρωκτικού σεξ. Έβαλε άφθονο λιπαντικό στα δάχτυλα του πασαλείβοντας την έξω από την δουλεμένη της κωλοτρυπίδα της Αντιγόνης. Έβαλε ξανά στα δάχτυλα του έχωσε το ένα αρχικά και μετά δυο δάχτυλα στο ορθό έντερο της Αντιγόνης κάνοντας την να τιναχτεί! Ξαναπήρε πάλι λιπαντικό και άλειψε εξίσου άφθονο στο θηρίο ανάμεσα στα πόδια του. Η λεκάνη του άρχισε να κινείται αργά επάνω καθώς άνοιγε τους μηρούς του ώστε να βρεθεί επάνω ακριβώς από τα ανοιχτά κωλομάγουλα της Αντιγόνης, με την ψωλή του να δείχνει το στόχο. Πλέον είχε καθηλώσει την Αντιγόνη ενώ το κωλαράκι της παρέμενε ελαφρά ανασηκωμένο και οι μηροί της ορθάνοιχτοι. Το μουνάκι της εκτεθειμένο με τα χείλη ορθάνοιχτα από το γλείψιμο έτρεχε διάφανα υγρά και γυάλιζε. Ο Νικηφόρος ακούμπησε τη βάλανο του σιγά στην πίσω είσοδο της πεθεράς του που μούγκρισε απαλά.
«Να με προσέξεις, ε γαμπρούλη μου; Σιγά-σιγά μωρό μου... τι μεγάλο που είναι, με ανοίγει, Αααχ…» καθώς έμπαινε το πρησμένο από την ανείπωτη καύλα πουτσοκέφαλο του στο κωλαράκι της διαστέλλοντας της το σφιγκτήρα. Έβλεπε πλέον ότι της είχε βάλει τη βάλανο του μέσα της αλλά είχε σταματήσει περιμένοντας την να χαλαρώσει όσο γινόταν να χαλαρώσει ένα στενό κωλαράκι που τον είχε πάρει πρωκτικά μόνο στα νεανικά της χρόνια. Το θέαμα ήταν απίστευτα καυλωτικό. 
«Νικηφόρε μου πονάω, πονάω πολύ, είναι τεράστιο, Ααα…,» είπε η Αντιγόνη.
«Χαλάρωσε», της ψιθύρισε. «Είναι αρχή ακόμα γι αυτό πόνεσε...δε βιαζόμαστε. Μη σφίγγεσαι καθόλου.. Πάρε βαθιά ανάσα γλυκιά μου, ηρέμησε μωρό μου.» είπε ο Νικηφόρος καθώς κουνήθηκε ελαφρά βάζοντας μισό πόντο μέσα-έξω.
Η σιγουριά του την καθησύχασε αρκετά, προσπάθησε να ηρεμήσει και να χαλαρώσει το κορμί της. Βέβαια, είχε σχετικά θορυβηθεί...αν πόνεσε μόνο το κεφάλι, τότε πού θα πήγαινε ο υπόλοιπος πούτσος; Έβγαλε όμως αυτή τη σκέψη από το μυαλό της τον κοίταξε στα μάτια με εμπιστοσύνη και αφέθηκε στην εμπειρία του. Μετά από λίγο, η κωλοτρυπίδα της είχε αρχίσει να συνηθίζει την αίσθηση της διάτασης και ο πούτσος του Νικηφόρου γλίστρησε λίγο πιο βαθιά. Τινάχτηκε πάλι, αλλά προσπάθησε να χαλαρώσει ξανά. 
«Θα ανοίξει άμα στο ζεστάνω λίγο,» της είπε κι άρχισε να βάζει και να βγάζει ελάχιστα το παλούκι μέσα της. Η Αντιγόνη πάσχιζε να πάρει ανάσα. Σε λίγο πράγματι ο κώλος της είχε ανοίξει διάπλατα και με τη βοήθεια και του λιπαντικού, ο Νικηφόρος έβαζε κι έβγαζε τη μισή του ψωλή άνετα μέσα της. Η Αντιγόνη είχε αρχίσει να καυλώνει και σιγά σιγά να το απολαμβάνει. Ταυτόχρονα, ο Νικηφόρος άρχισε να της χαϊδεύει το μουνάκι, να παίζει την κλειτορίδα της, να τσιμπάει απαλά τα χειλάκια, να χώνει δάχτυλα μέσα στην υγρή της μουνότρυπα, αυτό το τελευταίο ειδικά, ήταν τρελή καύλα! Να της παραβιάζει και τις δυο της τρύπες ταυτόχρονα, τη μια με τον πούτσο και την άλλη με το δάχτυλο. Ένιωθε να ανοίγει, να της αγγίζει τα σπλάχνα, ένιωθε πουτάνα πρόστυχη που γαμιόταν από παντού!.!.
«Έλα άντρα μου βαθιά, σε νιώθω. Έλα ξέσκισε μου το κωλί, Αα… πονάει αλλά είμαι η πουτάνα σου, μου αρέσει, βαλ’ τον όλον μέσα σάτυρε, Ααα… το θέλω όλο.» 
Ο Νικηφόρος παίρνοντας θάρρος τη γαμούσε όλο και πιο βαθιά. Η κωλότρυπα της είχε ανοίξει και την έκαιγε αλλά είχε κατακαυλώσει με το θηρίο μέσα της. Ο Νικηφόρος είχε χώσει πλέον τα τρία τέταρτα της ψωλής του στη πεθερά του και τη γαμούσε βαθιά αλλά απαλά. Τώρα πλέον το ζευγάρι, απολάμβανε τον πρωκτικό έρωτα και ήταν σε άλλα πελάγη. Ο Νικηφόρος έχωνε με άνεση το καυλί του μέσα της σχεδόν ως τη ρίζα του, λίγο έμενε, βογκώντας από ευχαρίστηση και καύλα, ενώ η  Αντιγόνη μουρμούριζε ακατάληπτα, από καύλα. Με το χεράκι της ξεκίνησε να τρίβει έντονα την κλειτορίδα της πλέον, ενώ την εμβόλιζε σταθερά και βαθιά ο Νικηφόρος.
«Ω… ναι, ναι, ναι άντρα μου, πάρε με όλη βαθιά, χύσε, χύσε, χύσε αγάπη μου την πουτανίτσα σου, ξεκώλιασε με πουτσαρά μου, χώσ’ τον μου όλο το καυλί σου, βαρβάτε μου γαμπρούλη έλα…» του βογκούσε ενώ ο Νικηφόρος της όργωνε τη σούφρα της κανονικά. Η Αντιγόνη πλέον ανταποκρινόταν κι όσο μπορούσε τούρλωνε το κωλαράκι της επάνω για να διευκολύνει το έμβολο του να τη διαπεράσει. Όλα άρχισαν να παίρνουν πιο γρήγορο ρυθμό. Ο Νικηφόρος μούγκριζε κι επιτάχυνε, ήθελε να τη χύσει πλέον, και η Αντιγόνη φώναζε, έσκουζε όλο και πιο πρόστυχα…
«Είμαι το πουτανάκι σου, θέλω τη ψωλάρα σου όλο-δική μου, γάμα με πουτσαρά, έτσι καυλώνω, χύσ’ τα μου όλα, μέσα στη κοιλιά μου, τα θέλω δικά μου τα χύσια σου, έλα, έλα ξέσκισε με , ξεκώλιασε με πούστη γαμπρέ!» Το χύσιμο του ήτανε τρομερό, ίσως από το σφίξιμο της σούφρας του κώλου της.
«Χύνω το κωλί σου πουτάνα, ομορφιά, καύλα μου.» έλεγε και με αργές ψωλιές εκτόξευε στο κωλάντερο της πηχτές καυτές ριπές σπέρματος. Το κωλαράκι της τεντωνόταν αχόρταγο να πιει το καυτό σπέρμα του Νικηφόρου, μέχρι που αυτός άρχισε να τραβιέται μαλακωμένος και στραγγισμένος από χύσια με το πέος του να βγαίνει από μια ξεχειλωμένη οπή, εκεί που ήταν άλλοτε η κλειστή καστανή της απαλή κωλότρυπα. Την είχε ξεσκίσει, ήταν μια ξεκωλιασμένη πουτανίτσα πια. Ο Νικηφόρος ξάπλωσε δίπλα της. Η Αντιγόνη έμεινε μπρούμυτα. Οι συσπάσεις του εντέρου της, έκαναν τα χύσια του να ξεχειλίζουν και να βγαίνουν από την ξεχειλωμένη της κωλοτρυπίδα που σιγά-σιγά προσπαθούσε να πάρει σχήμα.


0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Web Informer Button