ADS

click to open

Slider

Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2023

Ta Neanika Toy Xronia

....Τα πρώτα χρόνια στη Λαμία και την εποχή που ήταν μαθητής ακόμη του δημοτικού σχολείου τελειώνοντας η σχολική χρονιά τα καλοκαίρια ο Αλκιβιάδης εργαζόταν περιστασιακά σε διάφορες δουλειές του ποδαριού. Αρχικά σ΄ ένα καφενείο ήταν ο μικρός που μετέφερε τους καφέδες στους πελάτες. Στη συνέχεια έκανε το βοηθό σε πλανόδιο πωλητή πάγου για τα ψυγεία της εποχής! To επάγγελμα του παγοπώλη την δεκαετία του εξήντα είχε ξεχωριστή θέση κυρίως τους καυτούς μήνες του καλοκαιριού! Θυμάται που σηκώνονταν με το αφεντικό του απ' τα βαθιά χαράματα για να προλάβουν τις παραγγελίες τους και να ικανοποιήσουν την απαιτητική πελατεία τους. Το μεροκάματο ήταν σκληρό με το μεταφορικό τους μέσον ένα τρίτροχο μηχανάκι, μετάφεραν τις κολόνες του πάγου από τα παγοποιείο της πόλης στους πελάτες και φυσικά έπρεπε να κινείτε γρήγορα, να είναι σβέλτος στη δουλειά του να κόβει τον πάγο και να τον μεταφέρει στα σπίτια ή στα μαγαζιά, ανάλογα. Περιστασιακά βοηθούσε έμπορο υποδημάτων την εποχή που γινόταν το παζάρι. Επίσης εκεί στις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη τους έπαιρνε η Ιοκάστη η μητέρα τους αυτόν και τα μικρά αδέλφια του στις βαμβακοφυτείες του Λαμιακού κάμπου και μάζευαν βαμβάκι τότε που η συγκομιδή του βαμβακιού γινόταν με τον παραδοσιακό χειρωνακτικό τρόπο, πριν οι βαμβακοσυλλεκτικές μηχανές αντικαταστήσουν τους ανθρώπους και κατακλύσουν τον κάμπο. Η εργασία συγκομιδής ήταν επίπονος, απαιτείτο περισσότερος χρόνος αλλά και περισσότερα εργατικά χέρια. Η συγκομιδή του βαμβακιού ξεκινούσε το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου και συνήθως μέχρι το τέλος του Οκτωβρίου και άρχιζε από το πρωί ως και τη δύση του ηλίου! Χρόνια ευτυχισμένα; Χρόνια δυστυχισμένα; Πως να τα πεις; Δούλευαν από το πρωί μέχρι το βασίλεμα του Ήλιου και χαιρόταν τις πέντε-δέκα δεκάρες που έφερναν το βράδυ στο σπίτι και συνέχιζε η Ιοκάστη τις σπιτικές εργασίες μέχρι αργά.
Τελειώνοντας η σχολική χρονιά το καλοκαίρι του 1965 το  δεκαπεντάχρονο Αλκιβιάδη, ο πατέρας του ο Κλέαρχος τον μετέφερε στα Καμένα Βούρλα για εργασία. Ήταν η εποχή που τα Καμένα Βούρλα ήταν δημοφιλές τουριστικό θέρετρο και υπήρχαν ευκαιρίες για εργασία. Εκεί ξεκίνησε την καριέρα στα τουριστικά επαγγέλματα πλένοντας τα ποτήρια του μπαρ γνωστού ξενοδοχείου.  Πολύ σύντομα έγινε βοηθός σερβιτόρου μέχρι το τέλος της καλοκαιρινής σαιζόν.
Με την έναρξη της σχολικής χρονιάς ίσχυε η νέα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964  στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ήταν σε δύο τριετείς κύκλους (το Γυμνάσιο και το Λύκειο), και το «Ακαδημαϊκό Απολυτήριο» για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, με την ταυτόχρονη κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων στα ΑΕΙ, και η δημοτική γλώσσα ως όργανο και αντικείμενο διδασκαλίας και μάθησης. Κύριοι μεταρρυθμιστικοί στόχοι ήταν να γίνει η εκπαίδευση προσιτή σε όλες τις κοινωνικές τάξεις (δωρεάν παιδεία) και να διευθετηθεί ταυτόχρονα, με την ανάπτυξη ενός δεύτερου δικτύου τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης. Και πολύ απλά από το γυμνάσιο που είχε τελειώσει ο Αλκιβιαδης για εισαγωγή στο Λύκειο απαιτούντο πλέον εισαγωγικές εξετάσεις. Ο Αλκιβιάδης είχε την ατυχία να του συμβεί ένα απρόσμενο συμβάν και έχασε το λεωφορείο της γραμμής από τα Καμένα βούρλα για τη Λαμία την ήμερα των εξετάσεων και δεν έλαβε μέρος. Στο μυαλό του είχε καθίσει και η ιδέα ότι οι σπουδές στο Λύκειο κατά βάση προετοίμαζαν τους μαθητές για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και στη συνέχεια για ηγετικές θέσεις στη κοινωνία και προσωπικά για να ολοκληρώσει αυτό το κύκλο ένιωθε ότι δεν έχει το οικονομικό υπόβαθρο να υποστηρίξει αυτό το κύκλο σπουδών.
Είχε αρχίσει δειλά-δειλά να σχεδιάζει το μέλλον του. Γυρίζοντας στη Λαμία και εγκαταλείποντας το Λύκειο είχε δυο σκέψεις στο μυαλό του. Πρώτον να βγάλει ναυτικό φυλλάδιο και δεύτερο να φοιτήσει στη σχόλη εμποροπλοιάρχων τη φημισμένη «ΛΑΜΙΑΚΗ». Οι απόφοιτοι της σχολής την εποχή εκείνη  ήταν περιζήτητοι στην εμπορική ναυτιλία.
Ναυτικό φυλλάδιο λόγω ηλικίας απαιτείτο γονική συναίνεση. Από τον Κλέαρχο ήταν πολύ εύκολο να τη πάρει μα αυτός επιθυμούσε τη συναίνεση να του τη δώσει η Ιοκάστη. Αρχικά ήταν ανένδοτη, έκαμψε τις αντιστάσεις της όταν της υποσχέθηκε ότι μέχρι να πάει στρατιώτης δεν θα φύγει. Ενδόμυχα πίστευε ότι θα του περάσει και έδωσε τη συγκατάθεση της. Το πρόβλημα της σχολής αποδείχτηκε ανυπέρβλητο. Ήταν ημερησία η σχολή και τα δίδακτρα ασήκωτα για το οικογενειακό τους βαλάντιο. Σαν εναλλακτική αποφάσισε να φοιτήσει στο νυχτερινό τμήμα εργοδηγών μηχανολόγων της σχολής και έπιασε δουλειά σ΄ ένα κατάστημα χονδρεμπορικής με δημητριακά προϊόντα τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Το κατάστημα ήταν  στη περιοχή της λαχαναγοράς και ταυτόχρονα έκανε μερικές έχτρα εργασίες βοηθώντας στα ξεφορτώματα των φορτηγών για έχτρα χαρτζιλίκι. Ήταν και η εποχή που απόκτησε τη βλαβερή συνήθεια του καπνίσματος και ταυτόχρονα η υπεύθυνη της σχολής αγγλικών όπου φοιτούσε κάλεσε την Ιοκάστη και της εκμυστηρεύτικε τις πολύ συχνές απουσίες του. Βλέπεις μάθαινε γαλλικό μπιλιάρδο το παλικάρι το έβρισκε πολύ πιο ενδιαφέρον.
Το  καλοκαίρι του 1966 δέκα εξάχρονος προσελήφθη εποχικός εργάτης στη ΔΕΗ. Την εποχή εκείνη επέκτειναν το δίκτυο της επιχείρησης στα γύρω χωριά της Υπάτης και αναζητούσαν προσωπικό να σκάβει για να τοποθετηθούν οι κολόνες του νέου δικτύου. Κοπιαστική η διαδικασία εγκατάστασης του νέου δικτύου, ειδικά αυτό της Υπάτης διάσχιζε βουνά και λαγκάδια. Πριν το σκάψιμο των λάκκων μέσα στους οποίους θα «εμφύτευαν» τις κολόνες, είχε προηγηθεί τεχνική μελέτη και σήμανση τοποθέτησης τους. Όλες οι κολόνες που τοποθετήθηκαν στη περιοχή προς επέκταση του δικτύου προς τα χωριά είχαν ύψος από 10 μέχρι 15 μέτρα και η θεμελίωση τους γύρω στα δυο μέτρα για λόγους αντοχής και τήρησης των κανόνων ασφαλείας. Θεόρατα ξύλα. Τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν γερανοί, που να σηκώναν και «φυτεύαν» τις κολώνες. Η διαδικασία που ακολουθούσαν οι εργάτες της ΔΕΗ ήταν η εξής: Πρώτα άνοιγε ο λάκκος με προσοχή ώστε μη χαλάσει η συνοχή της γης γύρω του.  Ο Εργάτης χειριζόταν έναν ατσάλινο σφυρήλατο λοστό 225 εκατοστών μήκος περίπου τη γνωστή παραμίνα. Σφυρηλατημένο ατσάλι για αντοχή με στιλβωμένα, λοξά νύχια για ακρίβεια στο σκάψιμο.
Ο Αλκιβιάδης, δέκα εξάχρονος ήταν όχι απλώς ο νεότερος της εργατικής ομάδας αλλά σχεδόν οι περισσότεροι τον θεωρούσαν παιδί τους. Είχε συμφωνήσει με τον εργοδηγό ότι δεν θέλει διάλειμμα στην εργασία του απλά όταν τελειώσει το λάκκο του να είναι ελεύθερος. Ο εργοδηγός γελώντας συγκαταβατικά συμφώνησε μαζί του. Δυστυχώς για τον Αλκιβιάδη σε ελάχιστα σημεία το έδαφος ήταν ευκολόχρηστο στους περισσότερους λάκκους ήταν σκέτος γρανίτης. 'Όσο πιο στενός ήταν ο λάκκος, τόσο καλύτερα. Μετά έβαζαν στην μια πλευρά του λάκκου ένα έλασμα, το λεγόμενο ως «γκόμενα» στην αργκό των εργατών και παράλληλα πλησίαζαν την κολόνα από την απέναντι πλευρά. Στη συνέχεια άρχιζαν να σηκώνουν την κολόνα από τη μια άκρη της, για να μπορεί να γλιστράει το κάτω μέρος της, μέχρι να σηκωθεί όρθια. Για τη δική τους ασφάλεια και για να υπάρχει καλύτερος έλεγχος σε όλη τη διαδικασία, η κολόνα ήταν δεμένη με σκοινιά δεξιά και αριστερά. 'Όταν κατάφερναν να τοποθετήσουν την κολόνα κατακόρυφα μέσα στο λάκκο, ρίχνανε μέσα χώμα και τραβούσαν τη λαμαρίνα, που πλέον δεν χρειαζόταν. Η διαδικασία τελείωνε με καλό πάκτωμα του χώματος με ειδικούς τετράγωνους κόπανους.
Πέρασε ο Ιούνιος και τέλος Ιουλίου αρχές Αυγούστου είχε στηθεί το δίκτυο, τέλειωσε το σκάψιμο παροπλίστηκε η παραμίνα και έμειναν αναμνήσεις οι κάλοι, οι φουσκάλες και το σκίσιμο στο δέρμα του Αλκιβιάδη κάτι που  αποτελεί συχνό φαινόμενο για όσους ασχολούνται με βαριές χειρονακτικές εργασίες χωρίς να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα προστασίας. Στη συνέχεια άρχισε η σύνδεση δικτύου στα σπίτια. Ηλεκτρολόγος της εταιρείας εκτιμώντας τον πρότεινε στη διοίκηση να τον πάρει βοηθό του και να ανανεώσουν τη σύμβαση όταν τελείωση το τρίμηνο του. Δεν είχε περάσει ούτε εβδομάδα στα νέα του καθήκοντα που η θεία του Ερμιόνη τον κάλεσε να πάνε στο χωριό στη Ρειχιά. Και όταν τον Αλκιβιάδη τον καλεί η Ερμιόνη σαν άλλος Μωυσής ανοίγει πέρασμα στη θάλασσα και ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της. Με το πρώτο λεωφορείο της γραμμής ο Αλκιβιάδης αναχώρησε για Αθήνα και από εκεί με την θεία Ερμιόνη για Μονεμβάσια. Μάλιστα, η Ερμιόνη του είχε προτείνει από το Πάσχα το καλοκαίρι να πάμε μαζί οι δύο τους δυο εβδομάδες διακοπές στο χωριό! Δεν το έκρυβε ότι τον ξεσήκωσε η ιδέα αυτή, σκεφτόταν πόσο έντονα περάσαν το τελευταίο Πάσχα. Ίσως μια καινούργια καλοκαιρινή γνωριμία και αυτός να αφεθεί σε αυτή τη φαντασιακή τρέλα του και του αρέσει πολύ. Ένα ταξίδι διακοπών που θα ρουφάει ήλιο, θάλασσα ένταση και φυσικά την ανατροπή.
Γυρίζοντας ο Αλκιβιάδης από τις καλοκαιρινές διακοπές παράλληλα με τη φοίτηση στη σχόλη του αναζήτησε μία εργασία παρεμφερή στο τεχνικό κλάδο αλλά την εποχή εκείνη το μαθητευόμενο οι εργοδότες το προσλάμβαναν άμισθο για να μάθει τη τέχνη. Αναγκάστηκε να ασχοληθεί με οικοδομικές εργασίες που ήταν πιο προσοδοφόρες οικονομικά. Στη λέσχη που σύχναζε για μπιλιάρδο γνώρισε ένα νεαρό εργολάβο που είχε αναλάβει την εργολαβία της επένδυσης πλακιδίων στις εγκαταστάσεις του μεγάλου επίγειου δορυφορικού σταθμού στις Θερμοπύλες και στα νεοαναγειρόμενα σφαγεία Λαμίας. Αναζητούσε εργάτη για να παρασκευάζει τις λάσπες στους δυο μαστόρους του, προσφέρθηκε τον προσέλαβε στην μικρή του ομάδα που την απάρτιζαν τρία-τέσσερα άτομα όλα πολύ νεαρής ηλικίας και έτσι περίπου κύλησε η εφηβεία του μεχρι την ενηλικίωση του. Με το καιρό έγινε ένας καλός μάστορας σε επενδύσεις πλακιδίων το χειμώνα και σερβιτόρος-μπάρμαν τα καλοκαίρια στα Καμένα Βούρλα. Επίσης ο εργολάβος εκτός από ένας πολύ καλός παίκτης στο γαλλικό μπιλιάρδο ήταν και άριστος σκακιστής, και δεν άργησε να γαλουχήσει και τον Αλκιβιάδη να εντρυφήσει στα μυστικά του σπουδαίου αυτού παιχνιδιού.
Η Ιοκάστη μερίμνησε με μια καθηγήτρια αγγλικών να κάνει ο Αλκιβιάδης ατομικά μαθήματα στο σπίτι της καθηγήτριας και έτσι κουτσό-έμαθε πέντε υποφερτές αράδες από δαύτα γιατί με αρχαία και ξένες γλώσσες δεν το είχε το άθλημα. Τουναντίον διάβαζε ότι βρισκόταν στα χέρια του. Η υπεύθυνη της δημοτικής βιβλιοθήκης Λαμίας του είχε το ελεύθερο ότι ώρα ήθελε όποιο βιβλίο ήθελε του το παραχωρούσε ελεύθερα! Και από τα πρώτα βιβλία της βιβλιοθήκης ήταν και «Τα κατά συνθήκην ψεύδη» του Μαξ Νορντάου  (1849-1923).  Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του, εβραϊκής καταγωγής, Αυστριακού στοχαστή Μαξιμίλιαν Ζίντφελντ… που τον σημάδεψε σα χαρακτήρα. Το διάβασε όταν ήταν δέκα πέντε χρονών και τον συνεπήρε τόσο πολύ που το ξαναδιάβασε και πάλι δεύτερη φορά.
Απλώς τελείωσε τη νυκτερινή σχόλη εργοδηγών μηχανολόγων. Τελευταία χρονιά η σχολή  του επέστρεψε το χρηματικό ποσό που είχε καταβάλλει στα δίδακτρα σαν ο μαθητής που ξεχώρισε με την απόδοσή του. Βρισκόταν στα Καμένα Βούρλα δούλευε στο μπαρ-μπουφέ μεγάλου εστιατόριου που του έφερε ο ταχυδρόμος τα χρήματα. Την εποχή εκείνη στα Καμένα Βούρλα έκαναν εμφανίσεις περιοδεύοντες θίασοι τραγουδοποιών. Για ένα μεγάλο διάστημα ήταν και ο Γιάννης Σπάρτακος, ο «μικρός βασιλιάς» της τζαζ ένας από τους κορυφαίους Έλληνες συνθέτες, πιανίστας και μαέστρος με τέσσερα πέντε κοριτσόπουλα στη πίστα. Λογικό ήταν να μη χρειαζόταν ο Αλκιβιαδης και ιδιαίτερο κόπο να καταναλώσει το αντίτιμο της υποτροφίας του.
Υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του ως υπαξιωματικός στο τεχνικό κλάδο στα τεθωρακισμένα. Με την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, σκεπτόταν τον επαγγελματικό προσανατολισμό του και την επιλογή του σωστού επαγγέλματος που θα ταίριαζε στον χαρακτήρα του, τα ενδιαφέροντά του, και σα νέος θα είχε την ευκαιρία να εξελιχθεί στο μέλλον σ' έναν ενήλικα που θα αντλεί ικανοποίηση από την εργασία του! Σαν απόφοιτος της Μέσης σχολής Εργοδηγών μηχανολόγων έκανε αίτηση πρόσληψης στον ΟΤΕ και Την Ολυμπιακή Αεροπορία για τα  τεχνικά τμήματα. Αναμένοντας της έκβαση των αιτήσεων δούλευε εργάτης στις οικοδομές. Την εποχή του 1972 στην Αθήνα γινόταν οργασμός ανοικοδόμησης. Η αναμενόμενη πρόσληψη καθυστερούσε, και τότε θυμήθηκε το ναυτικό του φυλλάδιο το καταχωνιασμένο από την Ιοκάστη σε κάποιο συρτάρι. Το ξέθαψε κατέβηκε Πειραιά και χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε στο Περσικό κόλπο μπαρκαρισμένος σ' ένα γκαζάδικο. Ταυτόχρονα η Ολυμπιακή του πρότεινε πρόσληψη άλλα δεν την αποδέχτηκε. Έμεινε εννέα μήνες στη θάλασσα. Γύρισε Ελλάδα και αποφάσισε να φοιτήσει ως είχε δικαίωμα ένα έτος σχόλη μηχανικών εμπορικού ναυτικού ώστε το επιλεχθέν επάγγελμα να του διασφαλίζει τις επιδιωκόμενες προοπτικές εξέλιξης του, και να μην αποτελεί μια παρωχημένη επιλογή που ενδεχομένως θα τον οδηγούσε σε μια αδιέξοδη κατάσταση στασιμότητας. Τον κέρδισε η θάλασσα το παιδικό του όνειρο, παρασύροντας τον στα πιο μαγευτικά ταξίδια. Κι’ η θάλασσα τον δέχτηκε στην αγκαλιά της.
Κάποια στιγμή ονειρεύτηκε και την συνέχεια των σπουδών του, μα ένιωσε ότι ήταν πλέον ένα όνειρο παραγκωνισμένο στο χώρο της φαντασίας του.
«Ίσως κάποια μέρα.» Σκέφτηκε.
«Ίσως.»
Μα εκείνη η μέρα δεν ήρθε, δεν παρουσιάστηκε ποτέ. Τώρα που έχει τα τριπλάσια χρόνια, κυνηγάει την παιδική ηλικία που δεν είχε, και γι' αυτό του αρέσουν οι παιδικές περιπέτειες. 
Υ.Γ: Και στα είκοσι οκτώ του χρόνια έκοψε και το τσιγάρο άπαξ και δια παντός.



Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2023

Ena Vradi Me Augoustiatiko Fegari

Μικρό απόσπασμα από Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part 3) .....Είχε αρχίσει να βραδιάζει κι ανάψαν τα φώτα στο δρόμο, οι σκιές αρχίζουν να παίζουν κρυφτό καθώς η ώρα περνά και η νυχτερινή ζωή που προσφέρει ο μικρός παραθαλάσσιος οικισμός στον οποίο ζουν ξυπνά και ζωντανεύει. Περασμένες εννέα, βραδινή ώρα, ξεκίνησαν για την μικρή παραδοσιακή παραθαλάσσια ψαροταβέρνα της περιοχής που λειτουργούσε τους καλοκαιρινούς μήνες και αποτελεί πόλο έλξης για τους οικιστές αλλά και για τους λιγοστούς παραθεριστές.  Η Εριφύλη και η Άλκηστις φόρεσαν από ένα πανομοιότυπο Μίντι πουκάμισο φόρεμα απλά διαφορετικού χρώματος, ένα θηλυκό, αέρινο, δροσερό και άνετο ρούχο ιδανικό για κάθε περίσταση που αναδείκνυε την υπέροχη σιλουέτα τους. Ντυμένες λες και απόψε γουστάρουν ο ανδρικός πληθυσμός της ταβέρνας να τις βρίσκουν ακαταμάχητες..
Μόλις είδε τις εντυπωσιακές γυναίκες με την «εκρηκτική» τους εμφάνιση ο Νικηφόρος, σκίρτησε η καρδιά του, οι παλμοί ανέβηκαν, το βλέμμα του έκανε ολόκληρη συζήτηση από αυτό που έβλεπε, ξεκλειδώθηκε το αγόρι μας κελάηδησε και πρόδωσε τα συναισθήματα του. Εντελώς ασυναίσθητα, οι λέξεις ξέφυγαν από τα χείλη του:
«Ωχ Παναγία μου και Χριστέ μου! Τι μουνάρες!» Με λίγα λόγια, προφανώς ο συνδυασμός ξανθιάς και καστανό-κοκκινομάλλας δεν μπορούσε παρά να πλημμυρίσει από συνταρακτικά ερεθίσματα τον αμφιβληστροειδή του.
Και προφανώς, τον άκουσε η Εριφύλη και φυσικά και η Άλκηστις και δεν είναι η πρώτη τους φορά που έχουν ακούσει τη συγκεκριμένη φράση από κάποιον άντρα. 
«Σ’ αρέσουμε αγορίνα μου…;» Τον ρώτησε η Εριφύλη, όχι τόσο για να πει τη γνώμη του, όσο για ν’ ακούσει τις μαγικές λέξεις, που κάνουν τις γυναίκες να νιώθουν πολλούς πόντους ψηλότερες.
«Είστε και οι δυο υπέροχες μωρό μου!  Η εμφάνιση σας, θα κάψει καρδιές στη ταβέρνα κάνοντας τον ανδρικό πληθυσμό να λιώνει σαν βούτυρο σε φρυγανισμένο ψωμί και μόνο που θα σας βλέπει. Έχετε μια γοητεία και ένα σεξ απίλ που γοητεύει και που τραβάει σαν μαγνήτης, τους άντρες. Είστε ακαταμάχητες με τις καμπυλωτές κορμάρες σας. Για νιώστε και εμένα που οι κακοπροαίρετοι μόλις μας δουν στην ταβέρνα να συνοδεύω σε κοινή θέα τα αβυσσαλέα ντεκολτέ σας και τις βυζοχαράδρες σας, θα σκεφτούν κάπως «καλώς τον κερατά».
«Μη φορτώνεις έτσι ρε Μωρό μου, όλες μας πιάνει που και που μια τάση να θέλουμε να ντυθούμε κάπως πιο.... ξέκωλα.. δε σημαίνει κάτι το ότι θέλουμε να αρέσουμε ή ότι θέλουμε να σου δείξουμε ότι αρέσουμε για να σε έχουμε λίγο στην τσίτα.»
ο Νικηφόρος τις υπερασπίστηκε σαν άντρας ο σωστός. «Αν δεν τα βάλετε τώρα, πότε θα τα βάλετε;» ..(Οι πουτανίτσες ξέρουν πολύ καλά ότι οι βυζάρες τους είναι ακαταμάχητες, σιγά μην τους δώσει πάτημα ότι τις λέει ξέκωλα. Τώρα αν θα φανεί και λίγο φλώρος ας το καταπιεί.)
«Αρέσουμε αγορίνα, αρέσουμε, πώς να το κάνουμε; Κι αν οι άντρες καυλώνουν μαζί μας, που φταίμε εμείς για αυτό σε παρακαλώ; Όχι για πες μου να σε χαρώ.» λάλησε κελαηδώντας η Άλκηστις.
«Έτσι πρέπει να είναι τα αγαπημένα ζευγάρια, όσο υπάρχει πάθος, υπάρχει και απόλαυση!» συμπλήρωσε η Εριφύλη.
«Άγιε μου Φανούρη μεγάλη η χάρη σου, τα κορίτσια μ’ άναψαν φωτιές μου πήραν το μυαλό, χάρισε μου χίλια μάτια για να τις θωρώ!»
«Χαχαχα! Χαλάρωσε και μη μασάς ρε χαζέ! Τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσαι! Απόλαυσε την γυναικάρα σου αγορίνα μου να φοράει ότι θέλει, είναι δικαίωμα της, στα πλαίσια του ανεκτού! Άμα δε συμφωνούσες, δε θα έμπλεκες με μια γυναίκα που ντύνεται έτσι, δεν το ανακάλυψες υποθέτω τώρα! Μακάρι όλοι οι άνδρες να είχαν το πρόβλημα σου! Οι εννιά στους δέκα σε ζηλεύουν με το που σας βλέπουν! Παίξτο θυμωμένος και φορτωμένος εσύ βέβαια, μην παίρνει και πολλά θάρρητα η ξαδέρφη, αλλά καταβάθως να το χαίρεσαι αυτό που έχεις. Τόσα χρόνια είστε μαζί! Εντάξει τη φάση bibibo θα τη ξεπεράσει κάποια στιγμή, γι αυτό μην σκας, άσε δε που μπορεί να το έχεις συνηθίσει και 'συ και να έχει πάψει να σ' ενοχλεί! Αχ! σας ζηλεύω σα ζευγάρι.... άντε και στα δικά μου!» συμπλήρωσε η Άλκηστις.
«Ναι ρε ξαδέρφη, το καταλαβαίνω αυτό που λες! Είναι ακριβώς όπως τα λες. Συμφωνώ απόλυτα. Από την άλλη, θεωρώ φυσιολογικό και το ότι είναι κάτι που δεν παύει επιδερμικά να με ενοχλεί.»
«Ξέρεις ένα αρχαίο ρητό λέει: Σε όλα υπάρχει νόμος, στο μάτι όχι όμως! Κάτι θα ήξεραν όσοι το είπαν.»
Λόγο του ότι ήταν μεσοβδόμαδα στην ταβέρνα υπήρχαν λιγοστοί πελάτες και μια παρέα που ξεχώριζε αποτελείτο από τρεις νεαρούς στρατιώτες οι οποίοι πρέπει να είχαν μάλλον έλθει από κάποιο μακρινό στρατόπεδο διότι στη γύρω περιοχή δεν υπήρχαν στρατόπεδα.
Οι κυρίες ήταν καταπληκτικές. Κομψότητα, πρόκληση κι αισθησιασμό μαζί, κλέβανε τις ματιές περαστικών και θαμώνων! Ξαφνικά, κάποιες εκδηλώσεις θαυμασμού, ακούστηκαν από το τραπέζι των στρατιωτών για τα δυο υπέροχα θηλυκά, που ήταν εξαιρετικά τολμηρά ντυμένα, με τα ανάλαφρα φουστανάκια τους που άφηναν εκτός από τους καλλίγραμμους μηρούς, άφηναν απ’ έξω και μέρος των γλουτών. Αδιάφορες στις εκδηλώσεις οι δυο γυναίκες - έτσι έδειχναν - κατηφόριζαν συζητώντας και οι στρατιώτες απλώς σταθήκαν ν’ απολαμβάνουν και την πίσω θέα τους. Ο Νικηφόρος τις ακολουθούσε, από πολύ κοντά και μόλις έφτασε κοντά τους και βλέποντας τους να τις παρακολουθούν με θαυμασμό, άκουσε τον ένα στρατιώτη που αναφώνησε «εις ευήκοων όλων» δείχνοντας τις κοπέλες:
«Ορίστε κύριοι, αυτοί είναι κώλοι! Βολιότικοι, εκατό χρόνια μπροστά!»… 
Το τραπέζι ήταν στρωμένο κυριολεκτικά πάνω στο κύμα με θέα μοναδική στον όμορφο κόλπο. Το φεγγάρι βγήκε μέσα από τη θάλασσα ίδιο, κομμένο στη μέση, πορτοκάλι παράξενα φωτισμένο φάνταζε πλεούμενο που ερχόταν από μακριά.  Η ζέστη, τύλιγε τα σώματα τους και οι δυο γυναίκες παραδομένες στην πανσέληνο νύχτα απομακρύνθηκαν και προχώρησαν προς την αμμουδιά της ακτής.Έβγαλαν τα σανδάλια τους και ξυπόλυτες μπήκαν στο ρηχό νερό περπατώντας στον ασημένιο θαλασσινό διάδρομο. Πλατσούριζαν τα πόδια τους στη θάλασσα με φωνές και πειράγματα έβρεχε η μία την άλλη.. 
Τα σώματα τους ανατρίχιασαν, ενώ το φως του φεγγαριού έπαιζε με τον ακάλυπτο μπούστο τους και τις σκληρές θηλές τους, που όρθιες τρύπαγαν το ύφασμα του φουστανιού τους.
Δυο παιδιά πιο πέρα στα βράχια της ακτής κυνηγούσαν τα καβούρια που έκαναν το μεθυσμένο τους περίπατο στην υγρή άμμο.
Από το βάθος στο έμπα του κόλπου ακούστηκε ένα τραγούδι και στο βάθος της ακρογιαλιάς οι σιλουέτες ξεχώριζαν λουσμένες στο νυχτερινό φως. Η χορωδία ακολουθούσε τη φωνή του πρώτου που τραγουδούσε. Στο ύψωμα τα γέρικα ελαιόδεντρα άρχισαν να τρέμουν ελαφρά κι ύστερα να κυματίζουν καθώς η θαλάσσια αύρα χάιδευε τα φύλλα και τους κορμούς τους. Ο δίσκος του φεγγαριού φώτιζε τους λόφους και τη θάλασσα. Οι τραγουδιστές συνέχιζαν τη βαρκαρόλα.
« Λέω να βγάλουμε τα φουστάνια και να μπούμε στο νερό», είπε η Άλκηστις.
«Ανάθεμά σε, Άλκηστις», χαμογέλασε πονηρά η Εριφύλη.
Κοίταξαν αμήχανα η μία την άλλη, ξαφνικό κρύο διαπέρασε την επιδερμίδα τους, κατόπιν στράφηκαν προς την ταβέρνα και τότε διαπίστωσαν πως ο Νικηφόρος τις αναζητούσε.
Το μενού περιελάμβανε μικρές, τραγανές, πεντανόστιμες κουτσομουρίτσες που τρώγονταν σαν πασατέμπο! Γαρίδες ψητές στα κάρβουνα σε σουβλάκια με άρωμα σκόρδου και εσπεριδοειδή! Καλαμάρια ψητά, ο τέλειος μεζές για τσίπουρο-καταστάσεις και πατατοσαλάτα με μαϊντανό για να συνοδεύσουν το τσίπουρο. Η κυρά της ταβέρνας ξέροντας την αδυναμία του Νικηφόρου πάντα του επιφύλασσε μια ευχάριστη έκπληξη.  Μια μυρωδάτη πορτοκαλόπιτα σαν κέρασμα στο τέλος. Αυτή την ταβέρνα ο Νικηφόρος την ένοιωθε σαν στο σπίτι του και την απολάμβανε με την παρέα του η με την οικογένειά του τακτικά.
Περνώντας η ώρα έφτανε κανείς να το καταλάβει ότι τα φανταράκια δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους πάνω από τις δυο γυναίκες αλλά και αυτές με τις τολμηρές στιλιστικές επιλογές τους άφηναν ελάχιστα στην φαντασία. Ειδικά μετά από δυο τρία ποτηράκια τσίπουρο τόσο η ευθυμία τους, όσο και το πλεόνασμα κεφιού το άφησαν να ξεχειλίζει ξεχνιόταν και άφηναν ελευθέρα στη θέα τα πλούσια προσόντα τους και στα μάτια των φαντάρων να χαϊδεύουν το εσωτερικό των μηρών τους μέχρι τα μικροσκοπικά εσώρουχα. Είναι νέες και όμορφες, έχουν όλο τον κόσμο στα πόδια τους και μάλιστα άρχισαν να είναι πιο χαλαρές και τολμηρές ταυτόχρονα....έδειχναν να το διασκεδάζουν.
Και ο Νικηφόρος το διασκέδαζε… Χάρηκε ιδιαίτερα διαπιστώνοντας ότι τα κορίτσια απολάμβαναν την ομορφιά του καλοκαιριού, ξέγνοιαστες στις διακοπές τους, μακριά από σκοτούρες και άγχος,  χωρίς ευθύνες απόψε και με άφθονο χιούμορ. Τις κοίταξε, χαμογέλασε αμυδρά και πονηρά λέγοντας:
«Το απολαμβάνετε νομίζω! Αλλά κορίτσια…σεμνάαα!»
«Όσο δεν φαντάζεσαι!»  απάντησε η Άλκηστις, δαγκώνοντας τα χείλη της. «Γιατί σεμνά; Γιατί καλέ; Μα τι κάναμε;»
«Ρε κορίτσια! Τι κάνατε η τώρα που καθίσατε θα έχετε πολλά να αποκαλύψετε. Άτακτα κορίτσια με τα καυλιάρικα φορεματάκια που φορέσατε, έτσι και μόλις ανασηκωθούν λίγο δίνουν φόρα παρτίδα το περιεχόμενο τους και ανάβετε ερωτικές φωτιές. Τα φανταράκια βλέπουν εντελώς δωρεάν τις μικροσκοπικές κιλότες σας που δεν κρύβουν τις κοιλάδες με τα ειδυλλιακά τοπία σας, όμορφα σκιαγραφημένα σαν πανόραμα και ζουν όνειρα ερωτικά.»… τους είπε
«Τι το κακό κάνουμε; Τους αφήνουμε να απολαύσουν και να χαρούν τις ομορφιές της φύσης.»...
«Είναι προφανές ότι σας τρώνε με τα μάτια έτσι σεξουαλικά ντυμένες όπως είστε και σας γουστάρουν πολύ. Τα μάτια τους βγάζετε κάθε φορά που σας βλέπουν! Και θα ΄θέλουν να βγάλουν και τα δικά σας μάτια! Αλλά κι αυτοί ομορφόπαιδα είναι.»
«Και της το έλεγα της ξαδέρφης. Εριφύλη έξω βγαίνουμε σε ταβέρνα πάμε οι sic κυρίες αν θέλουν να αισθάνονται περισσότερο θηλυκά και σέξι δεν φοράνε εσώρουχα. Αισθάνονται απόλυτα ελεύθερες. Δεν τις νοιάζει πως θα κάτσουν ή πως θα σηκωθούν, διότι απλά δεν τις  απασχολεί αν κοιτάνε ή όχι.»
«Διαβολοκόριτσα είστε αυτό που λένε η πέτρα του σκανδάλου. Θα τους τρελάνετε! Δεν σας έμαθαν ότι μόνο στους άντρες επιτρέπεται να εκφράζουν τις σεξουαλικές τους ανάγκες ενώ οι γυναίκες που τις εκφράζουν μπορεί να θεωρηθούν ανήθικες, λάγνες και αμαρτωλές; »
«Ε ναι! Και εμείς αυτό είμαστε! Καυλιάρες λάγνες και αμαρτωλές από πάνω μέχρι κάτω.» Του λέει ναζιάρικα η Άλκηστις ζαρώνοντας παιχνιδιάρικα την μυτούλα της και σουφρώνοντας τα χειλάκια της.
«Πάντως ξαδερφούλα σε θαυμάζω, γιατί δε μασάς πουθενά…» είπε η Εριφύλη.
«Τι εννοείς ξαδέρφη;»… απάντησε η Άλκηστις.
«Να, την ιστορία με τις κιλότες! Δεν τα δείχνεις εύκολα σε ξένους ανθρώπους. Αλλά και το όλο στυλ σου, απόψε ρε παιδί μου, βγάζει μια πονηριά μια πουτανιά όταν είσαι με δικούς σου ανθρώπους!
«Μα αν δεν αισθάνομαι άνετα με εσάς, τότε με ποιους; Στη τελική, μου αρέσει να καταλαβαίνω ότι είμαι ποθητή, ακόμα και από τους «ξένους»» και χαμογέλασε πονηρά στο Νικηφόρο τρίβοντας την πατούσα της στο καλάμι του κάτω από το τραπέζι...
«Έχει τα δίκια της η ερωτιάρα ξαδερφούλα μας. Και όπως λέει ο σοφός λαός, οι άντρες οι σωστοί υποκλίνονται εις του μουνιού τη χάρη. ». Τόνισε ο Νικηφόρος που φαινόταν ότι είχε διάθεση και για να πει περισσότερα, αλλά δεν τολμούσε να μιλήσει μπροστά στη Εριφύλη.
Όντως το κλίμα ήταν απολαυστικά χαλαρό. Στο βάθος του υπαίθριου εξωτερικού χώρου της ταβέρνας από κάτω από την μεγάλη πέργκολα, καθόταν μια μεγάλη παρέα που την αποτελούσαν γνωστοί και φίλοι του Νικηφόρου. Ο Νικηφόρος ζητώντας την άδεια τους ετοιμάσθηκε να σηκωθεί, ν' αφήσει τα κορίτσια στην ανεμελιά τους για να πάει στο τραπέζι της παρέας.
Η Εριφύλη τον πιάνει από το χέρι όταν ήταν έτοιμος να σηκωθεί ο Νικηφόρος τον τραβά να σκύψει διπλά της και του ψιθυρίζει στ’ αυτί φανερά καυλωμένη και του πετάει την ατάκα που τον έστειλε έβδομο ουρανό.
«Μην αργήσεις! Να ξέρεις ότι σε περιμένει ένα κολασμένο βράδυ ερωτικής απόλαυσης. Και ελπίζω να έχεις αντοχές, σε θέλω ταύρο απόψε.
«Για μένα το λες αυτό;»
«Εσύ τι λες; Βλέπεις κανέναν άλλο εδώ γύρω μας; »
«Δεν ξέρω, μπορεί να σας γυάλισε καμιά διαθέσιμη πούτσα στον περίγυρο και να ερεθιστήκατε.»
«Πούτσες θες να πεις. Και άμεσα διαθέσιμες μάλιστα» δείχνοντας του που να κοιτάξει με κεκαλυμμένο νόημα προς τα φανταράκια χαμογελώντας με στυλ ικανοποίησης. Παράλληλα γυρίζει και τον κοιτάει καθώς κάθεται πλάι της και τον καμαρώνει! 
«Τι κούκλος που είσαι ρε μωράκι μου;» του ψιθύρισε με αισθησιακή φωνή πλησιάζοντας στο αυτί του και του σκάει ένα φιλί στο μάγουλο.
Τα χείλη της ζωγράφισαν ένα καλοσχηματισμένο κόκκινο σημάδι. Για μια στιγμή σκέφτηκε να το αφήσει έτσι. Σαν να ήθελε να επιδεικνύει κάποιο κατόρθωμά της. Γρήγορα όμως άλλαξε γνώμη και με μία κίνηση του χεριού της, του το έτριψε να φύγει. Το χέρι του Νικηφόρου κατέβηκε ενστικτωδώς στον πούτσο του, που είχε πετρώσει, σαν για να τον προστατέψει. Αυτό φυσικά δεν της ξέφυγε της Εριφύλης. Με τρόπο  βάζει το δικό της χέρι στο καυλί του πάνω από το παντελόνι του που είχε αρχίσει να καυλώνει κι απλά κρυβόταν κάτω από το τραπέζι. Τα μάτια της Εριφύλης φώτισαν, ένα χαμόγελο ικανοποίησης πλημμύρισε το πρόσωπό της καθώς τα μάτια της ταξίδεψαν στο πρόσωπό του και ανοιγόκλεισαν με σαφές νόημα.  
«Μωράκι μου εσύ!» του είπε και το άρπαξε με το χέρι της με μαεστρία.
«Εεε ! Κάτσε φρόνιμα! Περίμενε να πάμε σπίτι… Μας βλέπει ο κόσμος! » της είπε με ναζιάρικο τόνο.
«Ε άντε ρε μανάρι μου! Πήγαινε στους φίλους σου, που θέλεις και μην αργείς. Που τους έχεις δει;»
«Εδώ στο βάθος της αλέας είναι μωρούλι μου… πηγαίνω και επιστρέφω σύντομα!» της είπε και σηκώθηκε με χαρωπό τρόπο ελευθερώνοντας το χέρι του.
Επικράτησε μια σιωπή για λίγα δευτερόλεπτα!  
«Μμμμ! Έτσι, μωρό μου... Έτσι, καυλιάρη μου. Μην αργήσεις μωρό μου!»
«Πουτανίτσα μου, αυτά μου κάνεις και με καυλώνεις περισσότερο!»
«Κι ακόμα δεν έχεις δει τίποτα μωρό μου.» Η βραδιά τους μόλις είχε αρχίσει… ..............

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2023

Sto Super Market Me Ta Biologika

...Ένα μικρό απόσπασμα από την ανάρτηση «Ερωτική μυθοπλασία Ι: (Part 2)...........
Στη Θεσσαλονίκη αργά το βράδυ του Σαββάτου προς ξημερώματα της Κυριακής, η Ναυσικά και η Ανδρομάχη κατευχαριστημένες που έζησαν μια εντελώς διαφορετική αισθησιακή εμπειρία παρασυρμένες από το ανομολόγητο πάθος της μιας για την άλλη μοιράστηκαν αχαλίνωτο σεξ που τις είχε στείλει στα ουράνια και χορτασμένες από sex οι δύο γυναίκες έχουν πέσει αγκαλιασμένες σε βαθύ ύπνο στο άνετο και αναπαυτικό κρεβάτι του ξενοδοχείου!
 Πίσω στην Αθήνα ο Αλκιβιάδης το ίδιο σαββατόβραδο βιώνει το αίσθημα της μοναξιάς του σε μια φορτισμένη συναισθηματική κατάσταση, έχοντας έντονες νυχτερινές αϋπνίες, και οι αϋπνίες τον ταξίδευαν στα μονοπάτια της μνήμης, και του ζητούσαν επίμονα να ζήσει ανεκπλήρωτες ερωτικές επιθυμίες! Η αιτία που ζει τις εσωτερικές ενσυνείδητες συγκρούσεις του είναι η ερωτική επιθυμία για μια γυναίκα, που σήμερα την είδε μετά από χρόνια με μια λαχτάρα που κατάφερε να τον αγγίξει και να χαραχτεί βαθιά στην συνείδηση του απρόσμενα το μεσημέρι του Σαββάτου και του δημιουργεί την αίσθηση πως μέσα του γεννιέται κάτι μυστικό, κάτι συνωμοτικό, μα και ανησυχητικό μαζί, και ο νους του αδυνατεί να σταματήσει να τη σκέφτεται. Η μορφή της είχε κάνει νυχτερινή απόβαση στο μυαλό του και στη σκέψη της δεν ησυχάζει με τίποτα. Νιώθει απόψε αυτό το ρομαντικό συναίσθημα γι αυτή τη γυναίκα με τον ψυχισμό ενός εφήβου, τότε που έψαχνε τη ζωή του χωρίς να ξέρει πού θα τη βρει. Ένιωσε ένα μικρό τσιμπηματάκι στην καρδιά με τις αναδυόμενες σκέψεις. Είχε πρόσφατα αφήσει πίσω του τα σαράντα του χρόνια κι η Βαλερία σήμερα του είχε φανεί ίδια με την αέρινη οπτασία που έβλεπε στα εφηβικά του όνειρα. Και σήμερα στα σαράντα του χρόνια γνωρίζει ότι η σεξουαλική επιθυμία είναι ένα πάθος στο οποίο υπάγονται όλα τα άλλα πάθη και στο οποίο όλα ενώνονται και η πραγματική ευτυχία στηρίζεται στις αισθήσεις και η αρετή δεν ικανοποιεί καμιά από αυτές!
Η ιστορία του ξεκίνησε όπως κάπως έτσι ξεκινούν πολλές ιστορίες οι οποίες συμβαίνουν κάποτε! Όταν ξημέρωσε το Σάββατο τίποτα δεν προανήγγειλε ότι αυτό το συνηθισμένο Σάββατο που απολάμβανε τη προσωρινή μοναξιά του θα ερχόταν κάποια στιγμή να πολιορκείται από μύχιες και ανεκπλήρωτες ερωτικές επιθυμίες, και το ενδιαφέρον και η προσοχή του να εστιάζεται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο που έγινε η εφήμερη ηρωίδα του και το αντικείμενο του αναπάντεχου ερωτικού του πάθους η γοητευτική Βαλερία με την απαράμιλλη κομψότητα της. Όχι, ειλικρινά, τίποτα δεν προμήνυε την τρελή τροπή που θα έπαιρναν οι σεξουαλικές του διαθέσεις απ' τα επερχόμενα γεγονότα. 
Ο Αλκιβιάδης άνοιξε τα μάτια του στις επτά και δέκα. Τον είχε ξυπνήσει η καμπάνα της μικρής εκκλησίας τους, η μέρα φάνταζε ωραία, ηλιόλουστη, κάτι που έπρεπε να εκμεταλλευτεί, μια και το φθινόπωρο ήταν προ των πυλών. Ως συνήθως, τεντώθηκε απλώνοντας τα χέρια του στο κρεβάτι τα σεντόνια ήταν κρύα. Η Ανδρομάχη η εδώ και δέκα πέντε χρόνια σύντροφος του, είχε ήδη αποδράσει από χθες για τη τριήμερη εκδρομή  της.   
Πήγε στο μπάνιο, έκανε την πρωινή του τουαλέτα έπλυνε τα δόντια του, μετά πήγε στο δωμάτιο έβγαλε τις πιτζάμες του και έβαλε ρούχα εργασίας κήπου. 'Έφτιαξε το πρωινό καφέ του, πήγε βόλτα το σκύλο, καθάρισε το κλουβί με τον παπαγάλο άνοιξε το Κομπιούτερ και  έλεγξε τα  Εmail του. Ο Αλκιβιάδης αυτό το ΠΣΚ ζει τη προσωρινά εργένικη ζωή του χαλαρός και νηφάλιος. Η Ανδρομάχη τον ανησύχησε λίγο! Συνήθως όταν απουσίαζε τον έπαιρνε πρώτη τηλέφωνο απ' τα άγρια χαράματα να μιλήσουν, σήμερα ασυνήθιστο περνούσε η ώρα, ανέβηκε ο ήλιος και το τηλέφωνο δεν κτύπησε! Την πήρε πρώτος, άργησε να το σηκώσει και όταν το σήκωσε του παραπονέθηκε για τους κολικούς της που τη ταλαιπώρησαν τη νύχτα της Παρασκευής! Ανησύχησε και αναστατώθηκε που η Ανδρομάχη του βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα τέτοιο δυσάρεστο γεγονός μα η ίδια τον καθησύχασε, λέγοντάς του πως όλα πάνε καλά και ήταν κάτι περαστικό και πάει της πέρασε! Τον διαβεβαίωσε πως ήδη ένιωθε πολύ πιο ευχάριστη διάθεση και μάλιστα του έκλεισε το τηλέφωνο σύντομα γιατί όσο μιλούσαν στο τηλέφωνο την απασχολούσε και την καθυστερούσε να πάρει την επομένη δόση με τη θεραπεία της που θα την ανέβαζε ακόμη περισσότερο και αν κατάλαβε καλά η θεραπεία της ήταν σε υπόθετο. Του εξήγησε πως το χθεσινό βράδυ ένιωθε περίεργα ρίγη που προκαλούσαν φλόγες στο κορμί της και από υπερβολική ανυπομονησία να τις καταπολεμήσει, έκανε το λάθος και πήρε διπλή δοσολογία το γιατρικό της για να ανακουφιστεί, και δυστυχώς της έλειπε και ο «κούκλος» της που τον είχε τόσο μεγάλη ανάγκη εκείνες τις ώρες. 
«Ανδρομάχη Μωρό μου! Με κάνεις ν’ ανησυχώ. Καλά εγώ σου έλειπα, ο ρασοφόρος ο φίλος μας που ήταν να σου συμπαρασταθεί στη ταλαιπωρία σου; Η Ναυσικά;!»
«Η Ναυσικά ο Θεός να την έχει καλά μου συμπαραστάθηκε αγάπη μου! Ευτυχώς που ήταν κάτι περαστικό, μπορεί να με ταλαιπώρησε αλλά σημασία έχει που στο τέλος όλα πήγαν καλά! Ήταν κάτι που το έζησα τη νύχτα αλλά δεν χρειάζεται να υπερβάλουμε και δεν χρειάζεται να ανησυχείς αγάπη μου γιατί έχω βρει το κατάλληλο γιατρικό και με καθυστερείς να το πάρω πάλι στην ώρα μου! »
«Ναι έχεις δίκιο αγάπη μου να μην σε καθυστερώ και υποφέρεις! Να προσέχεις και να μη μου ταλαιπωρείσαι!»  
«Εντάξει αφού τα είπαμε αυτό πάει και πέρασε! Καλά είμαι τώρα και σ΄ευχαριστώ. Εσύ πως είσαι;»
«Καλά είμαι αγάπη μου απλά μου λείπεις αλλά εσύ μη το σκέφτεσαι κοίτα να περνάς όμορφα και μη σε νοιάζει εγώ εδώ είμαι και θα σε περιμένω να μου πεις ωραίες και πολλές ιστορίες του ταξιδιού σου! Φιλιά!.»
«Σου έχω πει πόσο σε λατρεύω;»
«Περίεργα μου τα λέει η Ανδρομάχη μου! Όταν σου λέει πως σε λατρεύει οι σκέψεις μου είναι αντικρουόμενες.» Μουρμούρισε προβληματισμένος ο Αλκιβιάδης κλείνοντας το τηλέφωνο! «Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά, αυτά που λέει είναι αυτά που κάνει! Βιάζεται λέει να πάρει το γιατρικό της! Ύποπτο μου φαίνεται! Η περιήγησης του εκκλησιαστικού τουρισμού τελείωσε νωρίς το απόγευμα  και έτσι οι γυναίκες είχαν την ευκαιρία στον υπόλοιπο χρόνο της να κάνουν ένα γρήγορο ντους και στη συνέχεια ο ελεύθερος χρόνος τους αποτελεί μια καλή αφορμή για να βγουν έξω και να το διασκεδάσουν! Όσο κι αν δεν θέλουν να το συνειδητοποιήσουν τα τριάντα πέντε έχουν χτυπήσει την πόρτα τους. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να τα βάψουν μαύρα. Βρίσκονται στην καλύτερη και πιο δημιουργική ηλικία για τη γυναίκα γενικότερα! Αποφάσισαν μια βόλτα στα  club/bar  της Θεσσαλονίκης με πολύ ωραία μουσική και πολύ καλή εξυπηρέτηση. Σ΄ένα από αυτά τα club/bar «κρυμμένο» σε στοά με ατμόσφαιρα αυθεντικού μπαρ, ευνοεί την κουβέντα, ενώ ταυτόχρονα τις μεταφέρει σε κάποια γειτονιά της Θεσσαλονίκης με τον πολύ ιδιαίτερο χώρο του και με το καλό Servise θα έχουν την δυνατότητα να περάσουν όμορφες και ποιοτικές στιγμές κατά την διάρκεια της βραδινής τους εξόδου. Ήταν ένα ιδιαίτερο στέκι για τα νιάτα και όχι μόνο όπου μια σχετικά νέα γυναίκα που δεν συνοδεύεται από άνδρα όπως η Ανδρομάχη αεράτη, φωτεινή, πανέμορφη, σίγουρη για τον εαυτό της, εισήλθε αγέρωχη πάνω αδιαφορώντας για τις φλογερές ματιές που συγκέντρωνε γιατί ήξερε πως κάπου μέσα εκεί θα βρισκόταν και αυτός που απόψε αναζητεί να βρει. Έναν ελκυστικό έμπειρο και ξαναμμένο νεαρό από αυτούς που κάνουν το μεταπτυχιακό τους και συχνάζουν εκεί η κάποιο νεαρό αξιωματικό από το πλήρωμα του πολεμικού πλοίου που το είδε πλαγιοδετημένο στο λιμάνι και ότι προκύψει στη συνέχεια της βραδιάς. Η περίπτωση είναι απλή γνωρίζονται, φλερτάρουν, της πιάνει αυτός τη κουβέντα, μπορεί να έχουν πιει κι ένα ποτό παραπάνω, «το ‘να πράγμα φέρνει τ’ άλλο» και νάτο βρίσκονται από κοντά και βγάζουν τα μάτια τους. Τι όχι;  Ο Αλκιβιαδης αναρωτιέται μήπως αυτό ήταν το βασικό της κίνητρο της εκδρομής της και ότι η νύχτα της κύλησε συνδυάζοντας την απόδραση με την απόλαυση με στιγμές μυστικές, λάμψεις μαγικές κι αγκαλιές ερωτικές, στην αγκαλιά ενός όμορφου, νεαρού καλοσχηματισμένου άνδρα με γυμνασμένο σώμα, και η Ανδρομάχη σαν ασυγκράτητα επιθετική γυναίκα με τους νεαρούς άνδρες ως παλιά καραβάνα με πολλά γραμμένα χιλιόμετρα στον ερωτικό στίβο, τον πλάνεψε η καυτή παρουσία της και του «ξύπνησε» τα ερωτικά του ένστικτα και με δική της πρωτοβουλία και χωρίς αναστολές, σαν γυναίκα-αρπακτικό που ξέρει τι θέλει και πώς πρέπει να κινηθεί για να το αποκτήσει στην αναζήτησή μιας σχέσης με σεξ της μίας βραδιάς ώστε να καλύψει την έλλειψη του Αλκιβιάδη! Δεν ψάχνει να βρει τον έρωτα της ζωής της όταν αναζητά έναν νεαρό άνδρα για σεξ της μια βραδιάς, αλλά ένα υποκατάστατο μικρότερης ηλικίας του Αλκιβιάδη με αυξημένη σεξουαλική απόδοση στο σεξ που θα διεγείρει το σεξουαλικό της ένστικτο, θα αυξήσει τη σεξουαλικής της ευχαρίστηση και θα περάσει μαζί του για λίγες ώρες ερωτική απόλαυση και ηδονή. Θέλει να νιώσει συναισθήματα πρωτόγνωρα, να ζήσει τον έρωτα σε όλη του τη διάσταση, να αφεθεί κι ας πονέσει. Το θεωρεί ότι είναι φυσικό να βιώνει αυτές τις κοινωνικές κατακτήσεις του φύλου της και να μην αισθάνεται ενοχές ότι διαπράττει αταξίες ή αμαρτήματα επωφελούμενη από αυτές.  Ο Αλκιβιαδης φαντάζεται την Ανδρομάχη με την κολλητή της τη Ναυσικά και την ξαδέρφη της Ναυσικάς να πηγαίνουν στο club/bar παρέα, που σημαίνει δεν θέλουν να φανούν εύκολες, ειδικά στα μάτια των θαμώνων, «κρατώντας» έτσι τις άμυνες τους στο «πέσιμο»  πράγμα που κάνει το παιχνίδι τους λιγάκι πιο εύκολο.  Δεν υπήρχε άντρας που να μην έριχνε το βλέμμα του πάνω της. Η Ανδρομάχη τους έβλεπε όλους χωρίς να κοιτάζει κανέναν. 
Στο βάθος του club/bar η Ανδρομάχη κοντοστάθηκε και για μια στιγμή αιφνιδιάστηκε ευχάριστα που είδε έναν πολύ ελκυστικό νεαρό άνδρα, ψηλό, ευθυτενή, με αρρενωπά χαρακτηριστικά που η συμμετρία των χαρακτηριστικών του προσώπου του αποπνέουν μια ιδιαίτερη γοητεία, ξεχώριζε ανάμεσα στους θαμώνες και η Ανδρομάχη γοητεύτηκε με την παρουσία του. Η έκπληξή της είναι κάτι παραπάνω από εμφανής όταν τον αντικρίζει, δεν έχει πέσει και πολύ έξω από την περιγραφή που είχε φτιάξει με το μυαλό της. Η μόνη διαφορά είναι ότι της φαντάζει πιο νεανικός με τα ανέμελα καστανά τσουλούφια που πέφτουν στο νεανικό πανέμορφο πρόσωπο του. 
Εντόπισε λοιπόν το υποψήφιο θήραμα που ψάχνει την ήσυχη αυτή βραδιά για να περάσει μαζί του μια καυτή ερωτική νύχτα που θα την οδηγήσει στην απόλυτη σεξουαλική ικανοποίηση, και η Ανδρομάχη με κάποιες ενοχές ένιωσε το μουνί της να υγραίνεται και να ερεθίζεται υπενθυμίζοντας της ότι είναι έτοιμο για τρελά γαμήσια από την ώρα που είδε το νεαρό άνδρα. Μια ανατριχίλα διαπερνά όλο το κορμί της, ξεχνάει το πού βρίσκεται, δεν γνωρίζει ποιος μπορεί να είναι ο άγνωστος, δεν νιώθει τίποτα άλλο παρά μια έντονη επιθυμία να κάνει πραγματικότητα τα πιο τρελά της όνειρα. Η βραδιά της έδειχνε ότι θα ξεκινούσε με τις καλύτερες προϋποθέσεις. Σαν έμπειρη γυναίκα για να μην καρφωθούν οι αμαρτωλές της προθέσεις από την πρώτη στιγμή έψαχνε την κατάλληλη ευκαιρία ή αφορμή για να καταλήξει με τον πλέον ανώδυνο και πλάγιο τρόπο στον αρχικό σκοπό της και να τραβήξει την προσοχή του, με ασφάλεια και διακριτικότητα ως προς τις προθέσεις της, ώστε να τον παρασύρει και να τον κάνει να θελει και εκείνος να την προσέξει και να θελει να τη γνωρίσει. Αντάλλαξε οπτική επαφή μαζί του πολύ διακριτικά στην αρχή και όσο ακαταμάχητο κι αν τον έβρισκε, απόφυγε να τον κοιτάει πολύ έντονα αλλά το κατάλαβε ότι τον είχε εντυπωσιάσει με την κομψή εμφάνιση, το σικ ντύσιμο της που αναδεικνύει το σώμα της με όμορφο τρόπο, χωρίς να είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτικό. Αυτό το βράδυ η Ανδρομάχη είναι πιο χαλαρά, ντυμένη είχε προτιμήσει ένα ρούχο με έξω ώμους πολύ μα πολύ όμορφο και κολακευτικό. Μια τριανταπεντάρα γυναίκα, όμορφη, σικάτη, ευγενική, που έκλεβε την παράσταση με τη δήθεν διακριτικότητά της, αλλά και τον αέρα της ταυτόχρονα. Αφού ανταλλάξανε ματιές η Ανδρομάχη γύρισε να παραγγείλει στο μπαρ αργά προσεκτικά ώστε να του δώσει αρκετό χρόνο για να την κοιτάξει καλά και να την εκτιμήσει και να τραβήξει την προσοχή του με τη φυσική εμφάνιση της και την αυτοπεποίθηση τουλάχιστον σαν πρώτη ματιά. Γυρνώντας  πάλι το βλέμμα στην αίθουσα ένιωσε το βλέμμα του να τη σκανάρει! Ο νεαρός άνδρας αφού έμεινε καρφωμένος να την κοιτάει για κάποια δευτερόλεπτα, γύρισε το βλέμμα του στο πρόσωπο της και την είδε να τον κοιτά με λάγνα ματιά που μαρτυρά ότι είναι διαθέσιμη και πρόθυμη να του παραδοθεί. Αμίλητος πήρε το ποτήρι του και ήπιε μία γουλιά από το ποτό που έπινε, σαν να ήθελε να βρέξει τα ξεραμένα του χείλη. Στην πραγματικότητα η παρουσία της γυναίκας του φάνηκε να τον πυροβολούσε στην καρδιά του. Η Ανδρομάχη αντελήφθην την αμηχανία του νεαρού και του πέταξε το πιο γλυκό χαμόγελο της και το πρόσωπό της είχε μία ψιλοπουτανίστικη έκφραση που του έλεγε χωρίς λόγια. «Τη νύχτα αυτή Μωρό μου εσύ θα με έχεις στη θερμή την αγκαλιά σου. Το βλέπω ότι σε καυλώνω και γουστάρω τη καύλα σου! Δε σκέπτομαι τίποτε άλλο παρά πώς θα με γαμάς ατέλειωτα μια ολόκληρη νύχτα.»
Αχ και που να ήξερε, ότι όλα γίνονται βάσει σχεδίου. Όχι ότι χρειάζεται να το μάθει κιόλας. Όρμα Ανδρομάχη! Είσαι σε καλό δρόμο. Οι κλεμμένες ματιές και οι παιχνιδιάρικες ανταλλαγές είχαν εμβαθύνει τη σύνδεσή τους! Το πρόσωπο του νεαρού φωτίστηκε από έκπληξη και φάνηκε ότι το θέαμα που έβλεπε του άρεσε και με το βλέμμα του την «έγδυνε» και  αυτό που έβλεπε επιβεβαίωνε την εντύπωσή του ότι η γυναίκα είχε απίστευτο κορμί, πανέμορφη για τρελό σεξ και το ύφος της, δείχνει ότι η γυναίκα έχει πολλές αρετές και οι επιδόσεις της στο κρεβάτι πρέπει να είναι από τις πιο μεγάλες.
Η Ανδρομάχη κάποια στιγμή βρήκε μια δικαιολογία για να μιλήσει μαζί του, ζητώντας δήθεν μια πληροφορία, ξέροντας ότι οι άντρες λατρεύουν να βοηθούν μια γυναίκα όταν τους το ζητά. 
«Με μεγάλη μου ευχαρίστηση αν γνωρίζω τι σας απασχολεί να σας βοηθήσω» είπε και άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της για χειραψία. Η ατμόσφαιρα μεταξύ τους ήταν πολύ ηλεκτρισμένη, ένιωθαν μια απίστευτη χημεία ανάμεσά τους αλλά η Ανδρομάχη προσπαθούσε να καταπνίξει οποιοδήποτε ίχνος αδυναμίας της.
«Αν μου το επιτρέπεται θεωρώ σωστό να σας συστηθώ πρώτα!»
«Φυσικά και σας το επιτρέπω!,» αποκρίθηκε ευγενικά η Ανδρομάχη! 
«Φίλιππος! χάρηκα πολύ ωραία μου κυρία!.»
«Ανδρομάχη: χάρηκα και εγώ Φίλιππε.»
«Αν και εσείς συμφωνείται μπορούμε να μιλήσουμε στον ενικό;» Τη ρώτησε.
Η Ανδρομάχη έγνεψε συγκαταβατικά.
Η Ναυσικά και η ξαδέρφη της αποχώρησαν πολύ διακριτικά για να συνεχίσουν τη βόλτα τους και την πληροφορούν ότι θα συναντηθούν στο ξενοδοχείο τους.
Αφού συστήθηκαν ο νεαρός άνδρας την πληροφορεί ότι έχει βρεθεί στη Θεσσαλονίκη για επαγγελματικούς λόγους. Η εταιρεία που εργάζεται συμμετέχει σε κάποιο συνέδριο και την αντιπροσωπεύει.»
«Όμορφη Κυρία μου θα ξεκινούσα τη γνωριμία μας λέγοντας σας ότι είστε υπέροχη και απόψε είστε το πιο όμορφο πλάσμα που βρίσκεται στο club/bar! » 
«Είμαι σίγουρη ότι λέτε τα ίδια σε όλες τις γυναίκες!»
«Όχι και όλες. Με αδικείς! Βγάζετε πολύ γρήγορα συμπεράσματα χωρίς να με γνωρίζεται.»
«Ας γνωριστούμε λοιπόν, πάντα υπάρχει περιθώριο να γνωριστούμε λίγο καλύτερα. Και όπως είπαμε στον ενικό.» του είπε αυθόρμητα η Ανδρομάχη και γυρίζει το βλέμμα της στο πάτωμα. Ένιωθε τα μάγουλά της να καίνε για την πρωτοβουλία της.
«Σωστά στον ενικό, νέοι άνθρωποι είμαστε! Ελπίζω να γνωριστούμε όχι λίγο καλύτερα, αλλά πολύ καλά,» της είπε με ύφος γεμάτο υπονοούμενα.
Η καρδιά της κόντευε να βγει από το στήθος της. Όπως είχε καθίσει σταυροπόδι πιέζοντας τη κλειτορίδα της ένιωθε υγρή, όταν τον είδε να βάζει το χέρι του στο πούτσο του ακουμπώντας τον πάνω από το παντελόνι του.
«Μάλιστα!. Καλά ξεκινάμε τη νύχτας μας». σκέφτηκε, και ένα χαμόγελο ικανοποίησης σχηματίστηκε στο πρόσωπό της. 
«Εσείς είστε από εδώ από τη Θεσσαλονίκη;.»
«Όχι! Από την Αθήνα!» Μια πολύ καλή φίλη μου συμμετέχει σ' ένα τριήμερο σεμινάριο πληροφορικής που γίνεται εδώ στη πόλι και σκέφτηκα ότι θα ήταν υπέροχο να αποδράσω παρέα της και να γνωρίσω και εγώ την όμορφη Θεσσαλονίκη μας.»
Ο Φίλιππος γέλασε, με τα μάτια του να λάμπουν από προσμονή. «Ελπίζω να χαρείτε και να απολαύσετε το τριήμερο σας. Λοιπόν μπορείτε να στηριχτείτε επάνω μου να σας δείξω τα όμορφα κατατόπια από απόψε κιόλας.» της είπε ξυπνώντας την από το λήθαργο των σεξουαλικών σκέψεων που είχε βυθιστεί. «Και για ό,τι χρειαστείς μη διστάσεις, να ζητήσεις την βοήθειά μου, εγώ θα στη δώσω και θα σε βοηθήσω να ικανοποιήσεις όλες σου τις επιθυμίες αρκεί να το ζητήσεις..»
«Σε όλα; Ότι χρειαστώ;» Τον κοίταξε και του γέλασε πονηρά δίνοντας του να καταλάβει τι είναι αυτό που ζητούσε.
«Πες μου, λοιπόν, τι μπορώ να κάνω για εσάς ωραία μου κυρία; Πες το και βρίσκομαι στην απόλυτη διάθεσή σας να σας προσφέρω τις υπηρεσίες μου.»
«Ευχαριστώ Φίλιππε! Προς το παρόν απολαμβάνω πολύ την παρέα σου, είσαι ένα ενδιαφέρον και ευχάριστο άτομο. Και σε παρακαλώ κόψε το «Ωραία μου Κυρία» το βρίσκω ρετρό, βγαλμένο από κιτάπια άλλης εποχής. Μάχη με λένε οι φίλοι μου.» Ο ενθουσιασμός της Ανδρομάχης ήταν έκδηλος.
«Σ’ ευχαριστώ Μάχη! Εκτιμώ πολύ την ειλικρίνεια σου. Για να είμαι ειλικρινής, νιώθω πως υπάρχει τόση χημεία μεταξύ μας που καλύτερα δεν γίνεται. Είσαι πολύ όμορφη! Μου αρέσεις πολύ.»
«Χάρηκα και εγώ πολύ που σε γνώρισα, απόψε! Δεν ξέρω αν μπορώ να πιστέψω σε κάτι τόσο ρομαντικό, πάντως το μόνο σίγουρο είναι ότι νιώθω πως μεταξύ μας όντως υπάρχει χημεία! »
«Είσαι εξαιρετικός άνθρωπος, Μάχη μου! Συγνώμη που παίρνω το θάρρος, και σου εκφράζω ανοιχτά τις προθέσεις μου, νομίζω πως εμείς οι δυο ταιριάζουμε ως ζευγάρι και χωρίς να θέλω να σε κάνω να νιώθεις άβολα ελπίζω να εκτιμήσεις και εσύ την ειλικρίνειά μου!»
«Δεν νιώθω άβολα Φίλιππε μου, και δεν χρειάζεται να βάζεις όρια! Απεναντίας νιώθω πολύ ευχάριστα και άνετα μαζί σου. Δεν λένε πως η ντομπροσύνη και η ειλικρίνεια πάντα κερδίζουν;!»
«Οπότε είναι όλα οκ! Στις σχέσεις έμαθα πως «αν θες να κερδίσεις κάποια, τότε θα πρέπει να είσαι και πρόθυμος να τη χάσεις». Πιστεύω πως δεν σε βάζω σε δύσκολη θέση, που θα σε ρωτήσω, αν έχεις ελεύθερο χρόνο να σε πάω σε ένα πολύ όμορφο μέρος εδώ κοντά ή θα πρέπει να γυρίσεις στο ξενοδοχείο όπου σε περιμένουν οι φίλες σου!;»
«Όχι Φίλιππε, δεν έχω θέμα με το χρόνο. Απόψε είμαι μια ελεύθερη γυναίκα και μπορώ να γυρίσω ότι ώρα θέλω στο ξενοδοχείο μας.»
«Ευχάριστο μου ακούγεται! Και εγώ ελεύθερος είμαι και στην απόλυτη διάθεση σου. Συνεπώς αποφασίστηκε! Είναι μόνο δέκα λεπτά η διαδρομή. Είναι ένα εξαιρετικό ξενοδοχείο με μπαρ-ρεστοράν, πισίνα και όμορφη μουσική. Τι λες κι εσύ; Ξεκινάμε;»
Η Ανδρομάχη έγνεψε πρόθυμα, με ένα πλατύ χαμόγελο να απλώνεται στο πρόσωπό της. Προφανώς η σκέψη τους είναι ίδια και η επαφή τους προσφέρει όλη τη διέγερση και την ένταση που χαρακτηρίζουν τα πρώτα ραντεβού. Όλα κυλούσαν με ευχάριστο ρυθμό, με κουβεντούλα, και μια πολύ καλή χημεία σαν συντροφιά. Ένιωθαν υπέροχα και οι δυο τους. Η συνάντησή τους πληρεί όλες τις προϋποθέσεις που αμφότεροι νιώθουν αυτό το κάτι που τους κάνει να πιστεύουν πως σίγουρα θα προκύψει μεταξύ τους η προσδοκώμενη ανταπόκριση στο ερωτικό κάλεσμα που επιθυμούν διακαώς να κάνουν ο ένας στον άλλον.
Διαβάζοντας τα πρόσωπα τους όλα συγκλίνουν σ΄ ένα ερωτικό μήνυμα και περιγράφουν όλα αυτά που θέλουν να κάνουν.
«Εκεί μένεις;»
«Όχι μένω εδώ στο κοντινό ξενοδοχείο όπου έχω και το αυτοκίνητο μου στο πάρκινγκ! Για ευκολία αν  συμφωνείς και εσύ προτείνω να πάρουμε ταξί.»
«Συμφωνώ! Απόψε αφήνομαι ψυχή και σώμα στα στιβαρά σου χέρια και εσύ καπετάνιος να κουμαντάρεις τη βαρκούλα μας να βγούμε στα ανοιχτά! Το μυαλό της δημιουργεί σκόρπιες εικόνες χαρούμενες, ξέγνοιαστες, ανθρώπους να επιδίδονται σε ερωτικές περιπτύξεις χωρίς ίχνος ντροπής. Κλείνει τα μάτια και φαντάζεται κι εκείνη ότι απόψε έχει το θάρρος να ξεφύγει από τη σεμνότυφη φύση της, να αφεθεί στα στιβαρά μπράτσα του νεαρού άνδρα που θα την οδηγήσουν σε στιγμές αχαλίνωτου πάθους, να ζήσει όσα ονειρεύεται και δεν τολμούσε να εκφράσει.»
Ο Αλκιβιάδης γνωρίζει από πρώτο χέρι ότι η Ανδρομάχη προικισμένη από τη φύση με το χάρισμα της ομορφιάς είχε τον τρόπο να πετυχαίνει σύντομα το στόχο της να τρελαίνει τους άντρες, και όταν ήθελε ήξερε να τους φτάνει στα άκρα από την καύλα. Τους φαντάζεται φεύγοντας από το club/bar μέσα σε ένα ταξί και σε όλη τη διαδρομή να απαριθμεί του νεαρού άνδρα όλους τους πρόστυχους τρόπους με τους οποίους θα τον καβαλήσει με το που θα φτάσουν στο ξενοδοχείο, και άρχισε να του χαϊδεύει τον πούτσο πάνω από το παντελόνι. Ο νεαρός άνδρας ένιωσε αμήχανα εκείνη τη στιγμή και γύρισε το βλέμμα του ίσια μπροστά, κοίταξε μήπως τους είχε είχε πάρει είδηση ο ταξιτζής, αλλά ευτυχώς όχι. Ξεπερνώντας τους όποιους δισταγμούς του σιγά-σιγά, έβαλε κι αυτός το χέρι του επάνω στα πόδια της κάτω από το φουστάνι της και άρχισε να της τα χαϊδεύει. Οι άκρες των δαχτύλων του ταξίδευαν κατά μήκος των εσωτερικών μηρών της Ανδρομάχης, πλησιάζοντας όλο και πιο κοντά στο κέντρο της ηδονής της. Έπιασε το απαλό κιλοτάκι της και άρχισε να της το χαϊδεύει ενώ η Ανδρομάχη άνοιξε τα πόδια της να τον διευκολύνει. Μετακίνησε αργά το κάτω μέρος της κιλότα της και εξερεύνησε απαλά τα βάθη της ενώ η Ανδρομάχη συνέχιζε με το ένα της χέρι στο καβάλο του να του χαιδευει τον πούτσο εκεί ακριβώς που ήταν έτοιμος να εκραγεί από το φούσκωμα. Τον νιώθει να σκληραίνει και να μεγαλώνει και είναι πλέον έρμαιο στο χέρι της, δικός της! Ο νεαρός άνδρας δεν μπορούσε να βγάλει μιλιά. Ήταν σαν να ήταν σε νιρβάνα!
«Απ' ότι βλέπω σου έχω κάνει μεγάλη ζημιά και θα πρέπει αυτό να το διορθώσουμε.» Του ψιθυρίζει συνωμοτικά, με μια παιχνιδιάρικη λάμψη να χορεύει στα μάτια της.
«Μωρό μου,» της ψιθυρίζει  και αυτός. «Περιμένω με αδημονία αυτή τη στιγμή. Είναι η αρχή της νύχτας μας.» Την πλησίασε, της έπιασε απαλά το πρόσωπο και αργά έσκυψε και τη φίλησε απαλά στα χείλη της.
«Σε θέλω!», ψιθύρισε. «Σε θέλω πολύ…» της είπε κοιτώντας τη στα μάτια και παραδόθηκαν σ΄ ένα ατελείωτο φιλί το οποίο ένιωσαν πως κράτησε για ώρες λες και τα χείλη τους δε σταματούσαν να αναζητούν τη λύτρωση. «Απόψε είμαι δική σου. Το σώμα μου το ζητά και όλη τη νύχτα θα είμαστε ένα μωρό μου.» του ψιθύρισε κι αυτή και συνέχισε να του χαιδευει το πούτσο προσπαθώντας τώρα να βάλει το χέρι της μέσα από το παντελόνι του χωρίς όμως να τα καταφέρει. Χαμένοι στην ένταση της σύνδεσής τους, απολάμβαναν το γλυκό βασανιστήριο της προσμονής.
Η Ανδρομάχη κατέβηκε πρώτη από το ταξί, ο νεαρός άνδρας είχε μείνει πίσω να την κοιτάει. Φυσικά δεν άργησε να την ακολουθήσει. H Ανδρομάχη έφτασε στο ξενοδοχείο και κατευθύνθηκε στη ρεσεψιόν και εκεί τον περίμενε να τη φτάσει. Έκλεισαν δωμάτιο σαν ζευγάρι και παράγγειλαν room service αλλά με λύπη ο ρεσεψιονίστ τους πληροφόρησε ότι το room service είχε κλείσει από τις 21:30 Ευγενικά τους πληροφόρησε ότι είχε τον τρόπο να τους εξυπηρετήσει. Τον ευχαρίστησαν για την καλοσύνη του παρήγγειλαν, τους οδήγησε στο ασανσέρ, και θα τους τηλεφωνούσε στο δωμάτιο όταν έλθει η παραγγελία τους !.
Μπαίνουν μέσα στο ασανσέρ με την Ανδρομάχη πισωπατώντας. Τα χείλη τους συναντήθηκαν σε ένα άγριο, παθιασμένο φιλί, εντείνοντας τον ηλεκτρισμό ανάμεσά του καθώς εξερευνούσαν τα βάθη της επιθυμίας τους. «Απόψε σε θέλω να λιώνεις από καύλα στο κρεβάτι!» της ψιθυρίζει μέσα στο αυτί της και νιώθει τη γλώσσα του να χαϊδεύει το λοβό του αυτιού της. Χαμηλώνει τα βλέφαρα της και η καρδιά της χορεύει σε τρελούς ρυθμούς μόλις νιώθει το άγγιγμα της γλώσσας του και τη καυτή ανάσα του μέσα στο αυτί της κάνοντας τις τρίχες του σβέρκου να σηκωθούν όρθιες. Δαγκώνει το κάτω χείλος της απολαμβάνοντας το χάδι του. «Με τρελαίνεις» σιγομουρμουρίζει ανήμπορη.
«Σε θέλω σαν τρελός!» επιμένει εκείνος θέλοντας να τη βασανίσει και η γλώσσα του κυλάει στο λαιμό της. Ένας αναστεναγμός βγαίνει μέσα από το στόμα της και όλο της το είναι ουρλιάζει από ηδονή. «Αφού το θέλεις και εσύ!» συμπλήρωσε με το στόμα του να περνάει από το μάγουλο της ώσπου φτάνει στις άκρες των χειλιών της.
Έφτασαν στον όροφο ανοίγοντας η πόρτα του ανελκυστήρα στο διάδρομο η Ανδρομάχη ενστικτωδώς τραβήχτηκε από την αγκαλιά του. Ρίχνει μια ανήσυχη ματιά τριγύρω! Ένιωσε ένα μείγμα ενθουσιασμού και ανησυχίας να κυλάει στις φλέβες της. Ένα μέρος της ήθελε να αγκαλιάσει τη νέα της τόλμη και την ευκαιρία να απολαύσει την επιθυμία της για σεξ με το νεαρό άνδρα αλλά ένα άλλο μέρος της ανησυχούσε!
«Νιώθω μια ανησυχία» παραδέχεται ψιθυριστά όλα αυτά μου έχουν έρθει πολύ απότομα!
«Δεν κάνουμε κάτι το κακό Μωρό μου». την καθησυχάζει ο Φίλιππος. 
«Όλα αυτά έχουν έρθει πολύ απότομα!» Επαναλαμβάνει προσπαθώντας να χωνέψει την τολμηρή απόφαση της ότι κάνει κάτι που ήταν εντελώς νέο, απρόσμενο, πολύ προχωρημένο και επικίνδυνο.
Μπαίνουν στο δωμάτιο την αγκαλιάζει πάλι και τα ακροδάχτυλα του κατεβαίνουν ρυθμικά έως τη άκρη του φορέματος της. Αναστενάζει δυνατά μόλις τα κρύα δάχτυλα του πιάνουν τη γυμνή σάρκα της που καίει από προσμονή. Τα δάχτυλα του πιάνουν το σημείο που τελειώνει το καλτσόν που φοράει ώσπου το τραβάει και νιώθει το χέρι του να της το κατεβάζει. 
«................................................»
 Παραδομένη λοιπόν- στο έκτακτο με εχεμύθεια one night stand- σε μιας ιδιαίτερης περίπτωσης ερωτικής συνεύρεσης απέθεσε το διψασμένο για σεξ κορμί της στις αχαλίνωτες σεξουαλικές ορμές του νεαρού άνδρα και της μιας νύχτας γαμιά της ο οποίος έχει όλα τα στοιχεία εκείνα που καλύπτουν και ικανοποιούν όλες τις σεξουαλικές απαιτήσεις της αποδεικνύοντας της ότι είναι ανεξάντλητος αφού τα επίπεδα τεστοστερόνης του χτυπούν κόκκινο και της προσφέρει μια σεξουαλική σχέση με άγριο, ανεξάντλητο σεξ και τρελά ερωτικά παιχνίδια σε μία ακραία έκλυση πόθου, που τον θέλει ανάμεσα στα σκέλια της να γίνει κομμάτια για χάρη της.! 
Αυτά σκέφτηκε φευγαλέα ο Αλκιβιάδης αλλά το άφησε να περάσει ασχολίαστο. «Δεν χρειάζεται ν’ αναρωτιέμαι!  Είναι μικρή η ζωή μπροστά σε κάτι τέτοια ασφυκτικά διλήμματα που τίθενται και το κέρατο είναι από εκείνες τις καταστάσεις που έρχονται όταν δεν τις περιμένεις η τουλάχιστον δεν έχεις ποτέ σκεφτεί ή φανταστεί πως θα μπορούσε να χτυπήσει και τη δική σου πόρτα, αφού στη σχέση σου όλα μοιάζουν να κυλούν ρόδινα. Και ο ρασοφόρος εξομολογος της και κολλητός του που χάθηκε την ώρα που τον είχε ανάγκη το κορίτσι τους; Ε!, Θα του τα ψάλει όταν συναντηθούν.»
Κατά τ' άλλα όμως το Σαββάτο του είχε ξεκινήσει φυσιολογικά, με όλες τις συνήθειες του, τους εξαναγκασμούς και τις μικρές απολαύσεις του. Καθώς είχε τελειώσει το σκάλισμα στα παρτέρια του κήπου καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας με το laptop μπροστά του και με καλή διάθεση και με τα ακουστικά στα αφτιά, είχε συνδέσει στο YouTube τη Σινέντ Ο' Κόνορ στο Nothing Compares 2 U, και ταυτόχρονα είχε ανοίξει το blog του στο ιντερνέτ και προσπαθούσε να σπαταλήσει έτσι το ελάχιστο ταλέντο του δημιουργώντας και χρησιμοποιώντας λέξεις που να χαϊδεύουν τα αφτιά των αναγνωστών που καταβροχθίζουν τις ιστορίες στο ιντερνέτ και κάπως έτσι η μέρα του κύλησε γρήγορα και δημιουργικά. Κάποια στιγμή αναρωτήθηκε τι θα προτιμούσε για μεσημεριανό γεύμα. Η σκέψη να βγει έξω για φαγητό δεν τον ενθουσίαζε. Άλλωστε ήταν αρχή του να μη πλησιάζει εύκολα καταστήματα ταχυφαγίας ή καντίνες. Το ψυγείο στη κουζίνα τους, ήταν φίσκα, δεν έλειπαν ποτέ τα τρόφιμα. Τη προοπτική όμως να φάει κάτι κατεψυγμένο την απέρριψε. Το θρεπτικό, ισορροπημένο, περιορισμένο σε λίπος γεύμα θα ήταν το ιδανικό! Η υγιεινή και γευστική διατροφή του ανέβαζε το ηθικό! Σήμερα αποφάσισε να πεταχτεί στο super market της περιοχής με τα βιολογικά προϊόντα που έχει γεύματα όμορφα τοποθετημένα μέσα σε  κουτιά φαγητού, θα ήταν το «γεύμα του στο πόδι». Η αλήθεια είναι ότι ήθελε να βγει λίγο έξω οπότε γιατί όχι; Πήγε στο δωμάτιο του και ετοιμάστηκε να βγάλει τα πρόχειρα ρούχα που φορούσε και να βάλει ένα τζιν και ένα πουκάμισο καθαρό. Έκανε αρκετή ζέστη οπότε το σκέφτηκε και δεν άλλαξε. «Εντάξει στο super market πηγαίνω όχι στο μέγαρο μουσικής» και ξεπόρτισε βάζοντας και κάτι ξεφτισμένα ανδρικά Μοκασίνια College που ήταν έξω από την κυρία είσοδο. Σαν σκιά, μέσα στην αντηλιά, είδε τον εαυτό του στη μεγάλη τζαμαρία της μπαλκονόπορτας, είχε κάνει και ένα σχετικά βαθύ κούρεμα τελευταία, αποφάσισε πως από εμφάνιση ήταν να τον κλαίνε οι ρέγγες. 
Ενώ έκανε μια βόλτα στο κατάστημα αναμένοντας να εκτελέσουν τη παραγγελία του στο βιολογικό τμήμα του εστιατορίου βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με μια γυναίκα ιδιαίτερα ελκυστική που τον μαγνήτισε. Ο Αλκιβιαδης λίγο έλειψε να μη την αναγνωρίσει. Από μακριά το μόνο που έβλεπε ήταν οι μακριές γάμπες της, που διαγράφονταν ανάγλυφα κάτω από το ύφασμα μιας υπέροχη σικάτης φούστας.
Ήταν ψηλή λεπτή και ένα διακριτικό μακιγιάζ συμπλήρωνε την εικόνα αυτής της γυναίκας. Στην αρχή μπερδεύτηκε με μια παράξενη σύμπτωση. Του φάνηκε φτυστή η Μία Γουάλας, η ηρωίδα του Πάλπ Φίξιον, που την υποδυόταν η Ούμα Θέρμαν. Όμορφη τρομερά αισθησιακή. Την αναγνώρισε ήταν η Βαλερία που προχωρούσε προς το τμήμα με τα ψάρια και τα κατεψυγμένα θαλασσινά του καταστήματος! Ήταν αυτόπτης μάρτυρας μιας εξαιρετικής ομορφιάς και έμεινε άναυδος με την σέξι και ιδιαίτερα ελκυστική παρουσία της. Εντυπωσιακή, ψηλή καλοφτιαγμένη χάρμα ιδέσθαι. Η επιδερμίδα της σαν ώριμο στάχυ, το αγέρωχο ύφος της και οι ιδανικές αναλογίες της θύμιζαν αρχαίο άγαλμα της Κλασικής και Ελληνιστικής περιόδου. Τα μαύρα μαλλιά της, πολύ ωραία, άφηναν κάποιες τούφες να πέφτουν ατημέλητα και να αγκαλιάζουν το πρόσωπό της. Το βήμα της γοργό, η περπατησιά της λυγερή, σφιχτοί μηροί, που σίγουρα τους διατηρούσε με τζόκινγκ και καθημερινό γυμναστήριο! Μία θύελλα τεστοστερόνης! Ένα λαχταριστό κορμί που άναβε φωτιές. Τέρψη των ματιών και ξύπνημα των πόθων. Στο ρυθμό της μουσικής των τακουνιών της που κοπανούσαν στα πλακάκια του καταστήματος, η σιλουέτα της, ελισσόταν ανάμεσα στους πελάτες και οι πιο αδιάκριτοι από αυτούς έστρεφαν το κεφάλι στο πέρασμά της. Τα αίματα άναβαν, οι καρδιές επιτάχυναν και το μυαλό τους κατακλιζόταν από ένοχες σκέψεις. Η Βαλερία όπως τη βλέπει σήμερα στα τριάντα πέντε της χρόνια ήταν μια μελαχρινή γυναίκα πιο όμορφη από τότε που τη γνώρισε ο Αλκιβιαδης. 
Το χαριτωμένο μουτράκι της και η σκανταλιάρικη μύτη της της έδιναν ναζιάρικο ύφος. Κοιτούσε τον κόσμο με ορθάνοιχτα μάτια, κατάμαυρα, χρώμα που προίκιζε το βλέμμα της με μεγάλη γκάμα εκφράσεων. Πάντα στην τρίχα! Η αλήθεια ήταν πως ο Αλκιβιαδης αν και είχε εκπλαγεί τα πρώτα δευτερόλεπτα, δεν είχε ξαφνιαστεί ωστόσο. Ελεημόνησε τον εαυτό του αμήχανος! Δεν ήξερε που να κρυφτεί με το θέαμα που παρουσίαζε. Καταστροφή! Έμοιαζε να καταριέται τον εαυτό του, βλαστήμησε δις! Πρώτον γιατί δεν έβαλε το τζιν και το καθαρό πουκάμισο! Τα παπούτσια ας πούμε πως τρώγονται. Αμ! το άλλο με το κοντοκουρεμένο κεφάλι! Και του γκρίνιαζε η Ανδρομάχη! «Κούκλε» μου να σε χαρώ εγώ! Σαν ηλίθιος είσαι μ αυτό το κούρεμα! Τι μύγα σε τσίμπησε και κουρεύτηκες έτσι! Αχ βρε Ανδρομάχη μου πως γίνεται να έχεις πάντα δίκιο.! 
Γοητευμένος από το θέαμα μπροστά του, με ένα μείγμα θαυμασμού και επιθυμίας εμφανές στα μάτια του είχε μια στιγμή δισταγμού πριν μαζέψει το κουράγιο του και τη πλησιάσει να τη χαιρετήσει! Χαιρετήθηκαν αλλά δεν μπορούσε να το χωνέψει ακόμα και τυμπάνιζε νευρικά τα δάχτυλά του πάνω στο παντελόνι του.  Δίπλα του η Βαλερία με άψογο χτένισμα και σικάτο ντύσιμο και αυτός, σαν συνοδός που έχει βγάλει το σκύλο βόλτα στα χώματα του γειτονικού πάρκου. Ακόμα και στη θλιβερή κατάσταση που ένιωθε ότι βρισκόταν του ήταν δύσκολο να μη σκάσει ένα χαμόγελο βλέποντας την υποδοχή που του είχε επιφυλάξει με αφοπλιστική ειλικρίνεια η Βαλερία με τη χαρούμενη όψη της, μ' ένα εγκάρδιο και πλατύ χαμόγελό και το χέρι προτεταμένο για χειραψία, ήταν το έναυσμα για μια πολύ ευεργετική επίδραση στα συναισθήματα του Αλκιβιάδη. Τώρα ένιωθε πολύ πιο χαλαρωμένος για την ασουλούπωτη εμφάνιση του. Ακόμα κι η στιγμιαία ψιλοκουβέντα που έπιασε με τον υπάλληλο στο πάγκο με τα ψάρια τον είχε ηρεμήσει και ξαναβρήκε για λίγο την καλή του διάθεση. Της χαμογελούσε ευγενικά, με την ιδιαίτερη συστολή που τον κατείχε. Εντάξει δεν ήταν και γελοίο το θέαμα του μα αυτός αντικειμενικά πίστευε, πως η σημερινή αμφίεση του δεν ταίριαζε και πολύ στη φυσιογνωμία του.
Ο Υπάλληλος απευθυνόταν με κάτι μακρόσυρτα «κυρία μου! σε ψιλές φέτες θέλετε το σολομό», καθώς οι κλεφτές ματιές του όλο ξέφευγαν προς τις ωραίες γάμπες της Βαλερίας πέρα από το να βεβαιωθεί ότι της είχε φανεί χρήσιμος.
«Μη μου πεις πως συχνάζεις κι εσύ στο βιολογικό τμήμα του super market;» ήταν αναμενόμενο, το σχόλιο της.
«Όχι συχνά μα σήμερα που είμαι εργένης προσπαθώ να αντλήσω έμπνευση για το δείπνο μου! Ακολουθώ το συρμό που λέει πως τα βιολογικά προϊόντα είναι hot τάση, κι οι συνταγές τους είναι ισορροπημένες και δεν παχαίνουν.» 
«Ναι, έχεις δίκιο! Πώς και Σαββατοκύριακο, είσαι εργένης; Η Ανδρομάχη;»
«Στο  πλαίσιο ενός συνεδρίου, που συμμετέχει η φίλη σας η Ναυσικά, βρήκαν ευκαιρια και απέδρασαν ένα τριήμερο παρέα!»
«Τα παιδιά; Στο χωρίο με παππού και γιαγιά;»
«Ναι! η τελευταία τους εβδομάδα των διακοπών.» 
Απορροφημένοι έλεγαν πολλά και διάφορα, όταν ο υπάλληλος τη πληροφόρησε πως είναι έτοιμα τα φιλέτα του φρέσκου σολομού που είχε παραγγείλει η Βαλερία, και αμφότεροι ξεκίνησαν για τα ταμεία του καταστήματος. Ο Αλκιβιάδης όμως κοίταζε τη Βαλερία αχόρταγα, με ένα απροσδιόριστο βλέμμα. Έδειχνε αδιάφορος, ή μάλλον ήθελε να το παίξει αδιάφορος γιατί μέσα του σκεπτόταν πως αυτός ο λαχταριστός κορίτσαρος θα γινόταν ιδανικός παρτενέρ στο κρεβάτι του. Αυτό το πανέμορφο αψεγάδιαστο κορμί με τις αρμονικές καμπύλες και τα ατέλειωτα πόδια! . Η Βαλερία έριξε μια κλεφτή ματιά και το κατάλαβε ότι τη κοιτάζει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δεν φάνηκε να πειράχτηκε. Ίσως να κολακεύτηκε κιόλας από την εμφάνιση της.
Η Βαλερία ήταν ο τελευταίος κρίκος της παρέας τριών κοριτσιών από το δημοτικό σχολείο. Η Ανδρομάχη, η Ναυσικά και η Βαλερία. Ήταν κι οι τρεις μια χαρά γκόμενες, η Βαλερία όμως ήταν η πιο εκκεντρική και ανεξάρτητη της ομάδας, ήταν πολύ καλή με τα μικρά παιδιά. Το περιπετειώδες ταμπεραμέντο της διασκέδαζε πολύ τις φίλες της, που τρελαίνονταν για τις θεοπάλαβες ιστορίες της.
Τη θυμάται από τα εφηβικά της χρόνια μαθήτρια του λυκείου! Απλή ζωή ζούσε και ζει η Βαλερία ακόμη και σήμερα από όσο γνωρίζει. Ήσυχα τα εφηβικά της χρόνια, συνετές σπουδές, γάμο µε άντρα που την ερωτεύτηκε και την αγάπησε! Και τα κατάφερε τελικά και έγινε καθηγητρια και αποδείχτηκε ότι ήταν πλασμένη γι’ αυτή τη δουλειά. Η επικοινωνία, η ζεστή ατμόσφαιρα, οι αιχμηρές συζητήσεις, αυτός ήταν ο δρόμος της! Ατενίζοντας την σήμερα, μετά από μερικά χρόνια που είχε να τη δει, τόσο όμορφη, τόσο ζωντανή του αγγίζει όλες τις αισθήσεις του μυαλό του, το οποίο λειτουργεί στιγμιαία και αναρωτιέται! Άραγε μήπως πίσω από αυτή τη σταθερή ζωή, καταφέρνει να κρύβει απαγορευμένες επιθυμίες και ένοχα μυστικά όπως όλοι μας. 
Τίποτα δεν προανήγγειλε και τίποτα δεν προμήνυε ότι μια απλή ουρανοκατέβατη συνάντηση με μια οικογενειακή φίλη από τα παλιά ανάμεσα στα ράφια ενός super market θα του πυροδοτούσε ένα τόσο έντονο αίσθημα κάψας που στο πέρασμα της ώρας άρχισε να απλώνεται χαμηλά στην κοιλιά του και ο ίδιος ολόκληρος να φλέγεται από πόθο που ζητούσε ικανοποίηση.
Ο Αλκιβιαδης δεν μπορούσε παρά να γοητευτεί από τη γοητεία της Βαλερίας που ξυπνούσε μέσα του μια πρωτόγονη λαχτάρα αλλά σαν άνδρας δεν είχε ταμπεραμέντο πιτ μπουλ που ορμάει σε ό,τι γυναικείο ποδόγυρο κινείται και του αρέσει, αλλά ήταν υπομονετικός και επίμονος, κάτι που πολλές φορές είχε αποδειχτεί εξίσου προσοδοφόρο με το θράσος που του έλειπε. Δεν είχε αυτή τη σπίθα της διαφθοράς, ώστε να δείξει τον απόκρυφο πόθου του στην ηρωίδα του με εμμονή και χωρίς ενοχές εγκαταλείποντας κάθε κοινωνικά θεμιτό, για να ικανοποιήσει τον ανικανοποίητο πόθο του εισβάλλοντας μέσα στο ασφαλές οικογενειακό της λιμάνι. Διάβολε! Αλήθεια πόσο ανόητος άραγε να της φαίνεται με τους δισταγμούς του! Η λογική του έλεγε ότι δεν μπορούσε να κάνει εκείνος το πρώτο βήμα. Η Βαλερία είναι το «κλειδί», ακόμη κι ένα ζεστό χαμόγελο της μπορεί να βοηθήσει πολύ στο να σπάσει ο πάγος!
Ο κόμπος στο στομάχι του γινόταν όλο και πιο σφιχτός όσο περπατούσαν ο ένας διπλά στον άλλο. Μόλις βγήκαν από την αυτόματη πόρτα του καταστήματός στο υπαίθριο πάρκινγκ, οι δυο τους ήταν σιωπηλοί. Ο Αλκιβιάδης στενάζει βαριά. Ένας τέλειος στεναγμός απίστευτης καύλας. Αλλά με μια δόση αθωότητας και ενοχής μαζί. Σαν να ομολογεί στον εαυτό του πως ξέρει πολύ καλά ότι δεν πρέπει να το σκέφτεται αυτό. Ότι είναι απαγορευμένο. Αλλά και ότι δεν μπορεί να σταματήσει να το σκέφτεται. Ότι ο πειρασμός είναι πολύ μεγάλος για να μπορέσει ν’ αντισταθεί. Πήρε μια γεμάτη ανάσα και προσπάθησε να συντονιστεί με το περιβάλλον. Την παρακολουθούσε που πήγαινε στο αυτοκίνητο της. Είχε ένα απίστευτο βάδισμα. Κάτι στους γοφούς της θύμιζε αιλουροειδές και έδινε την αίσθηση ότι βάδιζε σε αργή κίνηση. Έπρεπε να σταματήσει να την κοιτάζει. Αν κοίταζε συνέχεια τα οπίσθια της κινδύνευε να στραβολαιμιάσει.
Έπειτα, καθώς ο Αλκιβιάδης ετοιμαζόταν να πάρει το αυτοκίνητο, στάθηκε μπροστά στη πόρτα του και βλέποντάς την Βαλερία έτοιμη να μπει στο αυτοκίνητο της, αμφιταλαντεύτηκε για μερικά δεύτερα  και κοιτάζοντας τη στα μάτια ξεφούρνισε: « Μην το πάρεις στραβά! Αν δεν είχες αυτοκίνητο θα δεχόσουν να σε πάω σπίτι σου; Έτσι, για να θυμηθούμε τα παλιά τότε που είμασταν γειτόνοι...» «Ε, ναι, γιατί όχι», ψέλλισε η Βαλερία αιφνιδιασμένη. «Ωραία! χάρηκα πολύ που σε είδα. Προτείνω να κανονίσουμε, με την πρώτη ευκαιρία ένα φιλικό δείπνο να έρθουν και πάλι οι οικογένειες μας πιο κοντά.
Η Βαλερία τον λοξοκοίταξε κι έπειτα κούνησε το κεφάλι της θετικά. Του Φάνηκε πως προσπαθούσε να επιλέξει με προσοχή τα λόγια της.
Η κίνηση στην έξοδο του super market αυξανόταν διαρκώς και ο Αλκιβιαδης τη περιεργαζόταν μέσα από τα σκούρα τζάμια του αυτοκινήτου και από τη θέση του οδηγού όπου στρογγυλοκάθησε στο σκιερό πάρκινγκ! Σαν ένας περίεργος που κατασκοπεύει από κάποιο παράθυρο, μπορούσε να παρακολουθεί την Βαλερία χωρίς να είναι σίγουρος αν εκείνη ξέρει ότι ήταν αντικείμενο παρατήρησης του. Παρατηρούσε σχολαστικά κάθε της μορφασμό, επιζητώντας να εισβάλει λαθραία στις σκέψεις της και να αποκτήσει πολύχρωμο περιεχόμενο απ' τη προσωπική της ζωή. Όμορφη, προσεγμένη γυναίκα πραγματικό θηλυκό η όποια ξέρει με μαεστρία ν’ αναδεικνύει τα δυνατά της σημεία που της χάρισε η φύση. Τη θυμήθηκε πώς ήταν νεαρή δεκαοκτάχρονη, όταν τους σύστησε η Ανδρομάχη και πρωτογνωρίστηκαν. Κάτω από το σκανταλιάρικο βλέμμα της, το χαρούμενο γέλιο της κρυβόταν μια θερμή νεαρή γυναίκα πάντα έτοιμη να βοηθήσει τους φίλους της.
Η Βαλερία το κατάλαβε ότι ο Αλκιβιαδης είχε προσηλωθεί πάνω της επίμονα και διεκδικητικά και κινείτο ανέμελα, σχεδόν απρόσεκτα. Το ψηλό κορμί της ήταν ελαφρώς σκυφτό, το πρόσωπό της χαλαρωμένο, με μια μόνιμη ρυτίδα ανησυχίας στο χαμόγελο της. Το φως του μεσημεριανού ήλιου στο εσωτερικό του αυτοκινήτου της έπεφτε στο πρόσωπό της κι εκείνος δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από πάνω της. ου φάνηκε πως του χαμογέλασε με μια λάμψη σκανταλιάς στα μάτια της. Μπορεί να ήταν η λαχτάρα του, που έκανε το κορμί του να κινηθεί, γιατί εκείνη έστρεψε απότομα τη προσοχή της στην έξοδο του πάρκινγκ! Επιλέγει από ένστικτο, τη στιγμή που θα του ρίξει μία και μοναδική ματιά, λίγο πριν αποχωρήσει απ’ το σκηνικό. Ο Αλκιβιαδης, έχοντας περάσει τη βασανιστική δοκιμασία της αδιαφορίας, νιώθει το ακαριαίο κοίταγμα της να μαγνητίζει την προσοχή του και να καρφώνεται σαν κεντρί στην καρδιά του. Η Βαλερία αποχωρώντας αυτοκρατορικά, έχει ήδη θέσει τους κανόνες της. Εκείνη βασίλισσα στον θρόνο, εκείνος πιστός ιππότης αφιερωμένος στη γοητεία της. Έμεινε να τη βλέπει να ξεμακραίνει ασάλευτα, βουβά. Τα βλέμματά τους ενώθηκαν τελευταία φορά. Ο Αλκιβιάδης. έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να τιθασεύσει τις αισθήσεις του και με τη σκέψη στραμμένη στο τελευταίο χαμόγελο της. Αυτό το χαμόγελο! Πόσο λαχταρούσε ν΄ακουμπήσει τα χείλη του στα δικά της, φιλώντας τη στοργικά στα κερασένια της χείλια, ενώ θα τη κρατούσε προστατευτικά στην αγκαλιά του. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος, ο σφυγμός του είχε αφηνιάσει και το φούσκωμα ανάμεσα στα πόδια του δεν έπαυε να του υπενθυμίζει τη διέγερσή του με σουβλιές. Προσπάθησε μάταια να αντισταθεί στις ανήθικες σκέψεις του επικαλούμενος τη κοινωνική ηθική του που επιτάσσει σεβασμό και να μην εμπλέκεται σε παράνομες ερωτικές υποθέσεις!  Ωστόσο, όπου υπερχειλίζει το συναίσθημα, είθισται να ωχριά η πειθώ του μυαλού.  
Έτσι, του Αλκιβιάδη, παρά τις ενστάσεις του αυτό το σαββατόβραδο η Βαλερία εντελώς ξαφνικά, από το πουθενά είχε εισβάλει στο συναίσθημα του σαν μια γλυκιά αμαρτία η παρουσία της. Μια αμαρτία κρυμμένη στο πάθος του. Αυτό είναι. Ένα πάθος. Ένα ανομολόγητο πάθος που είχε γίνει η βραδινή του ερωτική πρέζα στη μοναξιά του! Αυτό το βράδυ σκέφτεται με τη ψυχή και το συναίσθημα κι όχι με τη λογική, και είναι κι αυτό το δάγκωμα που νιώθει σαν τη σκέφτεται! Στο μυαλό του τη φαντάζεται, ότι είναι ερωτικό ζευγάρι και αυτή η διαπίστωση του προκαλούσε μια συναισθηματική κατάσταση στην οποία βιώνει για κάτι που θα ήθελε να συμβεί στο εγγύς παρόν ή στο μέλλον!
..Έξω είχε αρχίσει να σουρουπώνει η πιο λατρεμένη του ώρα της ημέρας και ενώ ο ήλιος προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από το οροπέδιο της Πλάτωσης και το Θριάσιο πεδίο, είχε φτάσει η στιγμή για την πιο χαλαρωτική απόλαυση. Ο Αλκιβιαδης διάλεξε από το έπιπλο ένα μπουκάλι Mandarin Napoleon αυτό το εξαιρετικό βελγικό κονιάκ ηλικίας δέκα ετών ακούμπησε ένα ποτήρι στον πάγκο της κουζίνας πάνω στη μαρμάρινη επιφάνεια. Σέρβιρε προσεκτικά κονιάκ στο ποτήρι, δεν ήθελε λεκέδες στη λευκή επιφάνεια του μαρμάρου. Φέρνοντάς το στο στόμα, έκλεισε τα μάτια του απολαμβάνοντας τις αρωματικά αλκοολούχες γεύσεις του cognac που άρχισαν να ρέουν στις φλέβες του, και σε αρμονική συντροφιά να δένουν με τις γεύσεις του μαλακού ganache εσπρέσο και τις γεύσεις από κομποτέ μανταρίνι. Το συνηθισμένο του εκρηκτικό μείγμα ξύπνησε τις αισθήσεις του, και ένα αίσθημα ευεξίας και πληρότητας τον κατέλαβε μονομιάς. Έκλεισε τα φώτα πήρε το ποτήρι με το λικέρ και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο όπου ήταν το γραφείου του. Το λάτρευε το μικρο του δωμάτιο. Ο χώρος σε συνδυασμό με το φως που έμπαινε από τα παράθυρα του δημιουργούσαν την αίσθηση ότι βρισκόταν σε μπαλκόνι. Το δωμάτιο το είχε διακοσμήσει η Ανδρομάχη όπως και το υπόλοιπο σπίτι. Είχε διαλέξει ταπετσαρίες, βιβλιοθήκες, γραφείο, φωτογραφίες και πίνακες για τους τοίχους. Και ο Αλκιβιαδης ήταν ενθουσιασμένος με ό,τι είχε κάνει. Ποτέ δεν αμφισβήτησε το γούστο της, μάλιστα, ένιωθε πολύ περήφανος! 
Βούλιαξε στην καρέκλα του γραφείου πίσω από τον υπολογιστή, έκανε μισή στροφή και βρέθηκε να κοιτάζει απ΄το παράθυρο ατενίζοντας στον ορίζοντα το νυχτερινό ουρανό λες και αναζητούσε εκεί τη μορφή της που θα ήθελε να βρίσκεται απόψε μαζί του. Ο Αλκιβιαδης  ανοιγόκλεισε τα μάτια, όρθωσε το κορμί του στην καρέκλα και έκανε πάλι μισή στροφή, ώστε να βρεθεί αντίκρυ στην οθόνη του δεκαεφτάρη TOSHIBA Notebook. Κούνησε το ποντίκι και η οθόνη απέκτησε ζωή. Ήταν αργά, είχε ήδη πάει μεσάνυχτα, αλλά ο Αλκιβιάδης δεν είχε καμιά όρεξη να κοιμηθεί, ήταν πολύ νευρικός. Αν πήγαινε για ύπνο, θα αναμάσαγε τα ίδια και τα ίδια... Καλύτερα να απασχολούσε το μυαλό του. Άνοιξε τον πλοηγό ιντερνέτ, πληκτρολόγησε το κωδικό του blogger και άνοιξε νέα ανάρτηση..
Η ανάρτηση, αναμφίβολα, όταν θα ήταν πιο νηφάλιος θα κατέληγε στη «διαγραφή» ή στα «πρόχειρα», αλλά του άρεσε και η ιδέα να φλερτάρει με τον κίνδυνο να το ανεβάσει στο blog του και να στείλει το link με MSN στη Βαλερία να το διαβάσει. 
 Η γυναίκα απόψε είναι συνεχώς στο μυαλό του σε σημείο που νιώθει μπερδεμένος και δεν μπορεί να ελέγξει τη σεξουαλική του ισορροπία!. Στη θύμηση της επιταχύνονται όλα: οι χτύποι της καρδιάς του, η ανάσα του, οι σκέψεις του. Τους φαντάζεται οι δυο τους σ΄ ένα μέρος και έναν χώρο απόλυτης ηρεμίας, αδιαπραγμάτευτης ποιότητας και διακριτικής πολυτέλειας. «............................................................ ..................... ................................................» Χαυνωμένος όπως ήταν, του πήρε λίγα λεπτά για να βγει από τους αισθησιακούς μαιάνδρους της αφήγησης του. Οι κρόταφοι του χτυπούσαν μισόκλεισε τα μάτια κι αναστέναξε ζαλισμένος από το ονειρικό του ταξίδι. Τα αφτιά του βούιζαν με τις ανήθικες σκέψεις που είχε στο πίσω μέρος του μυαλού του. Απόμεινε να κοιτάζει την οθόνη με βαριά βλέφαρα. Διάβασε και ξαναδιάβασε το κείμενο που ήταν αποθηκευμένο στο πρόχειρο προτού κλείσει τον υπολογιστή. Κράτησε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια και βάλθηκε να καταλάβει τι του είχε συμβεί. Εκείνο το βράδυ έμεινε πολλές ώρες καθισμένος επάνω στην καρέκλα του γραφείου. Έβαλε ένα δεύτερο πότο το έπινε ήσυχα αφήνοντας τη φαντασία του να ταξιδέψει. Έβλεπε τα φώτα από τα αυτοκίνητα να περνούν απέναντι στη γέφυρα του περιφερειακού της Αττικής οδού. Το διασκέδαζε να μαντεύει από πού έρχονται και που πηγαίνουν. Δεν είχε καμιά διάθεση να πάει να ξαπλώσει και η μοναχική ατμόσφαιρα στο γραφείο του, του φαινόταν ιδανική συντροφιά για την όντως παράξενη διάθεση του. Μελαγχολία ανάμεικτη με ελπίδα, φόβο και έρωτα. Θυμήθηκε την Ανδρομάχη του και κρυφογέλασε. «Ίσως αύριο που έρθει να μου διώξει τα φαντάσματα της νύχτας», ψιθύρισε και κάπου εκεί χάθηκε στην αγκαλιά των σεντονιών. Το επόμενο πρωί ξύπνησε πιασμένος από έναν άσχημο ύπνο. Όλα τα χθεσινά του ξανάρχονταν στο νου, τριγύριζαν στο μυαλό του και τον απασχολούσαν. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και χασμουρήθηκε. Έριξε μια ματιά στο ξυπνητήρι που βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο. Έκανε ένα μορφασμό βλέποντας το είδωλο του στον απέναντι καθρέπτη της κρεβατοκάμαρας. Αυτό που έβλεπε ήταν γένια τριών ημερών κύκλους γύρω από τα μάτια και μερικά ατίθασα ανακατεμένα μικρά τσουλούφια από τα κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά του, ξανάπεσε πίσω στο κρεβάτι. Ένιωθε ένας άλλος εαυτός του. «Σκατά! Είσαι αξιοθρήνητος!» Παραδέχθηκε συνοφρυωμένος. «Πρέπει να κάνεις ένα χλιαρό ντους να συνέλθεις» μονολόγησε. Ύστερα από αρκετή ώρα μέσα στο ντους βγαίνοντας στο μπαλκόνι καλημέρισε τη πρωινή αύρα! Προσπαθεί να επανέλθει στην κανονικότητα του και να αφήσει πίσω του τις νυχτερινές ονειροφαντασίες του, ν΄ αφήσει πίσω το γεγονός, ότι η ανάμνηση της Βαλερίας «στοιχειώνει τη σκέψη του». Το καλύτερο που μπορεί να κάνει είναι να αναζητήσει μέσα του τις απαντήσεις στο πως θα προχωρήσει παρακάτω κλείνοντας τη πόρτα στις σφοδρές ερωτικές επιθυμίες του για τη Βαλερία και ακολούθησε το κλασικό του πρωινό σύστημα στις αργίες και στις μοναξιές του. Βόλτα το σκύλο στο πάρκο, περιποίηση στο παπαγάλο και σήμερα να μη ξεχάσει και το καναρίνι. Η επερχόμενες ώρες ήταν απολύτως προβλέψιμες μιας συνηθισμένης Κυριακή.



Σάββατο 26 Αυγούστου 2023

Ta Kata Sinthiki Pseudi

«Τα κατά συνθήκην ψεύδη» του Μαξ Νορντάου 

Ήμουν έφηβος όταν έπεσε στα χέρια μου!

Δυο λόγια, εξ αντιγραφής, για τον συγγραφέα (1849-1923). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του, εβραϊκής καταγωγής, Αυστριακού στοχαστή Μαξιμίλιαν Ζίντφελντ· γιατρός στο επάγγελμα, έζησε στο Παρίσι όπου βρήκε ιδανικές συνθήκες να εξειδικευθεί στην κοινωνική κριτική και στο ξεμπρόστιασμα του αστικού φαρισαϊσμού. Στον πρόλογο ο ίδιος, με λεοντή προφήτη, προειδοποιεί: «Πολλοί αναγνώστες θ’ αγανακτήσουν, προ πάντων εκείνοι που θα διαβάσουν εδώ τις πιο μύχιες γνώμες τους». Υποστηρίζει: «Η μεγάλη ασθένεια της εποχής μας είναι η δειλία. Δεν έχουμε θάρρος να πούμε ανοιχτά τη γνώμη μας, ν’ αναλάβουμε ευθύνη για όσα πιστεύουμε στ’ αλήθεια». Το κατά Νορντάου ακόμα χειρότερο: «Δεν θέλουμε να ψυχράνουμε κανέναν, ούτε να χτυπήσουμε καμιά πρόληψη. Κι αυτό το λέμε σεβασμό των πεποιθήσεων του άλλου. Αλλά οι άλλοι είναι εκείνοι που δεν σέβονται καθόλου τις δικές μας πεποιθήσεις, τις κακολογούν, τις κυνηγάνε με μίσος». Μύλος, έτσι;

 

Τρίτη 25 Ιουλίου 2023

H Bolta Sto Attiko Parko Akirothike

Ένα μικρό απόσπασμα από την ανάρτηση «Ερωτική μυθοπλασία ΙΙ: (Part 2)
.....Έμεινε ακίνητη με τα μάτια ανοιχτά περιμένοντας ν' ακούσει τις φωνές από τα βλαστάρια της κάτω στη μεγάλη αυλή τους. Από τις προηγούμενες ημέρες είχε υποσχεθεί στα παιδιά μια εκδρομή στο Αττικό πάρκο. Το συνήθιζε να επιβραβεύει τους λατρεμένους της μπόμπιρες για την καλή τους συμπεριφορά. Το θεωρεί ότι είναι ο καλύτερος και αποτελεσματικότερος τρόπος για να τα βοηθήσει να αποκτήσουν καλές συνήθειες. Πίστευε ότι η επιβράβευση της καλής συμπεριφοράς είναι προτιμότερη από τη διόρθωση της κακής. Το Αττικό πάρκο είναι ένας χώρος για αναψυχή με καθαρό αέρα. Να διασκεδάσουν λοιπόν τα μικρά της στο ζωολογικό κήπο και η ίδια να αποφορτίσει το μυαλό της από τις «ένοχες» σκέψεις και επιθυμίες.
Φόρεσε ένα  ψηλόμεσο τζιν που «αγκαλιάζει» το σώμα της, κάνοντας άψογη εφαρμογή ένα κομμάτι που τόνιζε με κομψό και θηλυκό τρόπο τις καμπύλες της καθώς τέτοιου τύπου παντελόνια κολακεύουν όλους τους σωματότυπους. Η Εριφύλη το συνδύασε με μπλε πουκάμισο και αθλητικά παπούτσια. Ικανοποιημένη με την εμφάνιση της βγήκε στο μπαλκόνι να δει στην αυλή τους αν έχουν ξυπνήσει τα παιδιά.
Τον πρώτο που βλέπει είναι απέναντι ο γείτονας της ο Μιλτιάδης που βολτάρει νευρικά στην βεράντα του.
«Καλημέρα γείτονα.»
«Καλημέρα γειτόνισσα.»
«Πως και είσαι εδώ σήμερα; Η Ναταλία μου είπε ότι θα ταξιδεύατε οικογενειακώς στη Σαλαμίνα το Σαββατοκύριακο.»
«Ναι έτσι ήταν στο πρόγραμμα.  Αλλά αναπάντεχα είχα να μικρό ατύχημα στο πόδι μου, όχι τίποτα σπουδαίο και έμεινα για να μην το κουράσω.»
«Περαστικά σου.»
«Ευχαριστώ. Βρε Εριφύλη. Μήπως σου βρίσκεται κανένα τσιγάρο; Ξέρεις τον πόνο του να θες ένα ρημάδι τσιγάρο και να μην έχεις.» Της λέει με παραπονιάρικη φωνή.
Ο Μιλτιάδης είναι συστηματικός τρακαδόρος,  σπάνια παίρνει δικό του πακέτο επειδή διατείνεται μονίμως πως δεν καπνίζει, άντε να καπνίσει καμιά φορά και τότε αρχίζει: «Να σου πάρω μωρέ ένα τσιγάρο;». Κι το ‘χει συνήθεια να παίρνει ένα τσιγάρο από τον ένα φίλο του κι ένα τσιγάρο από την άλλο.
«Ναι βρε Μιλτιάδη! Τι ρωτάς; Περίμενε ένα λεπτό. Μόνο μην μας πάρει χαμπάρι η ΕΣΑ.»
ΕΣΑ εννοεί τον πατέρα της. 
Η Εριφύλη καπνίζει καμιά φορά κρυφά από τον πατέρα της. Τον λατρεύει και δεν θέλει να τον στεναχωρεί με τις ατασθαλίες της.
Κατέβηκε στο πλατύσκαλο της σκάλας να του δώσει το τσιγάρο. Εντάξει η Εριφύλη είναι ωραίο και πολύ σέξι θηλυκό που έχει ως δυνατό της σημείο το στήθος της. Πολύ ωραίο όλο της το κορμί, καταπληκτικός και ο κώλος της, αλλά για το στήθος της τα κομπλιμέντα που ακούει είναι το κάτι άλλο. Όπως έσκυψε στο μαντρότοιχο δυο υπέροχα στήθια αποκαλύπτονται μπροστά του που της ξεχείλισαν από το μισό-κουμπωμένο πουκάμισο που φορούσε. Κάτω από το φόρεμα διαγράφονταν περήφανα και στητά στήθη με δύο θηλές σφιχτές και σφριγηλές, με την στοργή και την τρυφερότητα των είκοσι οκτώ τους  χρόνων,  αψηφούν τη βαρύτητα και τον χλευάζουν όλο αυθάδεια! Οι ρόγες της σκούρες, σκληρές και ολόρθες ανασήκωναν έντονα το ύφασμα σαν να ήθελαν να βγάλουν τα μάτια του Μιλτιάδη.
Ο Μιλτιάδης ξερό-κατάπιε τραβώντας ηδονικά μια τζούρα καπνού. «Μμμμμμ!»  είπε με καυλιάρικη φωνή που μόλις που βγήκε ο ήχος της φωνής του, ενώ παρατηρούσε κάθε χιλιοστό του κορμιού της Εριφύλης.
«Καλός o καιρός και με θαυμάσια ορατότητα.»  Μονολογεί δήθεν αόριστα και υπομειδιώντας ως εκδήλωση ευχαρίστησης γι αυτό που βλέπει, ο Μιλτιάδης.
«Ναι όντως θαυμάσια μέρα και θαυμάσια ορατότητα. Γείτονα να γνωρίζεις όμως όταν η ορατότητα είναι θαυμάσια τότε είναι που το μυαλό μας μειώνει τις άλλες αισθήσεις.» Του απάντα με φιλάρεσκο ανθυπομειδίαμα η Εριφύλη.
............Ταυτόχρονα  να 'σου και ξεχύνονται στην αυλή και οι μικροί μπόμπιρες και από πίσω τους και ο παππούς..
«Καλημέρα πατέρα. Λίγο κομμένο σε βλέπω σήμερα.»
«Καλημέρα κόρη. Μια χαρά είμαι. Εσύ τι κάνεις;»
«Πίνω τον καφέ μου. Να σου φτιάξω να πιούμε παρέα.»
«Ναι κορούλα μου. Σαν τον καφέ από τα χεράκια σου, δεν έχει.»
«Είσαι εσύ μια μαλαγάνα παππούς. Η μητέρα που είναι;»
«Έχει πάει στο χασάπη να ψωνίσει. Το μεσημέρι έρχεται ο αδελφός σου και ετοιμάζει τραπέζι.»
«Πως και έτσι ξαφνικά το αδελφάκι;»
«Δεν ξέρω θα μας πει όταν έλθει.»
Πίνοντας τον καφέ τους ο πατέρας της τη ρωτάει περίεργος.
«Για πού το βάλαμε και στολιστήκαμε πρωί-πρωί; Αν επιτρέπεται.»
«Έχω υποσχεθεί στα παιδιά να πάμε μια βόλτα στο Αττικό πάρκο.»
«Τώρα που έρχεται ο θείος τους; Αναβάλλετε.»
«Εύκολο το έχεις; Για πες το τους.»
«Θα τα καταφέρεις εσύ. Έχεις τον τρόπο σου με τα παιδιά.»
«Ναι! Θα τους φωνάξω να ψηφίσουμε. Εγώ ψηφίζω λευκό.»
«Ντροπή σου. Σα να μου λες πατέρα σε κλέβω.»
«Ωραία δεν πάμε, ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις.»
«Τελικά εσύ είσαι η μαλαγάνα. Λοιπόν έχουν πάρει πρωινό τους πάω μια βόλτα στην επάνω γειτονιά στο Στράτο με τα άλογα. Οπού να ‘ναι έρχεται και η μητέρα σου με την ξαδέλφη σου την Άλκηστις. Έχουν πάει μαζί για να ψωνίσουν.»
«Εσύ θα πας, με τα παιδιά, κι εμένα πού μ' αφήνεις; μοναχή, σαν καλαμιά στον κάμπο ημέρα αργία;»
«Να η κόρη το έριξε και στην ποίηση. Έχασα τίποτα επεισόδια; Μετά τη ζωγραφική! Μη μου θυμώνεις σε λίγο θα είναι εδώ η μάνα σου με την ξαδέρφη σου. Και σε κάθε περίπτωση δεν θ’ αργήσουμε. Θα έλθω γρήγορα για να πάμε στο αεροδρόμιο. Άλλωστε εσύ θα μας πας στο αεροδρόμιο.»
«Ναι μαμά εσύ θα μας πας.» Συμφωνούν και οι μπόμπιρες.
«Μικρά μου τρυφερά διαβολάκια. Πάλι με τον παππού και τη γιαγιά το βράδυ. Την μαμά την ξεχάσατε. Να γυρίσετε γρήγορα μας περιμένει να μιλήσουμε στο τηλέφωνο ο μπαμπάς, Το λέω και στον παππού τον ξεχασιάρη.» 
Η Εριφύλη είχε με έντονο τρόπο εμφυσήσει στους μικρούς γιους της να επιθυμούν να έχουν τακτική επικοινωνία με τον πατέρα τους. Ακούραστα και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αγάπη καλλιεργούσε αυτή την επαφή και επιθυμούσε να έχει η επικοινωνία τους όσο περισσότερο και τακτικότερο χρόνο γινόταν. Ήταν το μυστικό της όμορφης σχέσης τους από απόσταση..... η ειλικρίνεια και η επικοινωνία...... 
Η Εριφύλη τον Νικηφόρο που είναι μακριά τους τον κρατά ενήμερο για μικρά και μεγάλα θέματα, και μοιράζονται μαζί του γεγονότα σημαντικά και ασήμαντα, ότι συμβαίνει στην καθημερινότητα τους, προκειμένου να μη χάνουν την επαφή και το δεσμό τους. Σλόγκαν είχε γίνει ο Νικηφόρος και η οικογένεια του στα ασύρματα δίκτυα της εποχής στους ωκεανούς. Οι διάλογοι τους μερικές φορές ήταν μια ατέλειωτη ακουστική απόλαυση.
Μόλις έχουν αναχωρήσει ο παππούς Θρασύβουλος με τα μικρά παιδιά, καταφθάνει η Αντιγόνη η μητέρα της Εριφύλης μαζί με την ανιψιά της την νεαρή εικοσάχρονη φοιτήτρια την Άλκηστις.
Η Αντιγόνη. Μια  ενδιαφέρουσα γυναίκα που την λάτρεψε ο Νικηφόρος από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους για την αυτοπεποίθηση και για το δυναμισμό της! Αλλά ταυτόχρονα του φάνταζε και του φαντάζει απίστευτα γοητευτική στα μάτια του ακόμη και στα σαράντα επτά της χρόνια συνεχίζει να εκπέμπει, την αύρα της και την προσωπικότητά της. 
Μια γοητευτική γυναίκα που ακόμη την θυμάται στον γάμο της κόρης της με περίσσεια χάρη και χαρακτηριστική θηλυκότητα! αρκετές φορές «έσυρε» τον χορό με τέτοιο ρυθμό και θηλυκές φιγούρες που ξεσήκωσε όσους ήταν παρόντες στο γλέντι του γάμου. Ο Νικηφόρος εκείνη τη μέρα κυριολεκτικά είχε μείνει άφωνος κατ’ αρχήν με τις χορευτικές ικανότητες της σέξι Εριφύλης που ξεσήκωσαν «τσουνάμι» χειροκροτημάτων, άλλα και της ακαταμάχητα γοητευτικής Αντιγόνης.
«Καλημέρα μητέρα. Καλημέρα ξαδέλφη.»
Η Αντιγόνη αφού αντάλλαξαν με την Εριφύλη την καλημέρα τους και τις  απαραίτητες πληροφορίες για το υπόλοιπο της ημέρας η μια κάτω στην αυλή και η άλλη στο  μπαλκόνι αναχωρεί στο εσωτερικό του σπιτιού.
Η Άλκηστις ρωτάει την Εριφύλη. «Θα κατέβεις για καφέ η θα ανέβω εγώ επάνω;»
«Έχω μερικές εκκρεμότητες να ταχτοποιήσω. Θα κατέβω αργότερα. Αν θέλεις ανέβα για παρέα.»
Η Άλκηστις αφήνει τα ψώνια στην θεία της και ανεβαίνει στον όροφο στης Εριφύλης.
«Καλημέρα και από κοντά ξαδέλφη. Τι βλέπω όπως πάντα άψογα ντυμένη. Στην τρίχα βλέπω. Τι να υποθέσω;»
«Η  φοιτήτρια μας φορά μπλουζάκι του γυμναστηρίου και τη βαπτιστική φούστα της. Ααα από ότι βλέπω και κάτι στραβοπατημένες γόβες της μαμάς έτοιμη να βγάλει το σκύλο βόλτα στα χώματα. Ξαδέλφη άμα τα είχα φορέσει εγώ, «ψιλά» θα μου έδιναν στο Μετρό.»
«Λίγο τσιτωμένη και σε επιθετική διάθεση σε βρίσκω. Έχει γίνει κάτι; »
«Συγγνώμη αγάπη μου. Η αλήθεια είναι ότι είχα κακό ύπνο το βράδυ. Μάλλον με πείραξε η χθεσινή υγρασία.»
«Μόνο αυτή η άτιμη η υγρασία είναι η αιτία;»
«Τι άλλο να είναι;»
«Εγώ που να ξέρω; Εσύ θα μου πεις τι σε βασανίζει; Τι άλλο να θέλει ένα κορίτσαρος σαν την ξαδέλφη μου.»
«Τι άλλο να θέλω; Και τι να με πείραξε;»
«Να! Μήπως σε πείραξαν οι φτέρνες σου που είχαν βγάλει φουσκάλες από τα σούρτα φέρτα στα μαγαζιά στο γνωστό εμπορικό κέντρο και είπες να ξαποστάσεις στο μαγευτικό περιβάλλον, εκεί που απολάμβανες το δροσιστικό κοκτέιλ χθες;»
«Εσύ τι γύρευες στο εμπορικό κέντρο;»
«Έλα μου ντε τι γύρευα εγώ εκεί; Λες να μ’ έστειλε ο Νικηφόρος να σε κατασκοπεύω; Αλήθεια  τι θέλει ο κόσμος στο εμπορικό κέντρο ξαδέρφη;»
«Μπορεί!  Λέω εγώ τώρα! Η σεμνή νεαρά μου ξαδέλφη η Άλκηστις να θέλει να σουλατσάρει αυτές τις καυτά σέξι ατέλειωτες χυτές ποδάρες που έχει και να τις δείχνει χωρίς πρόβλημα μέχρι ψηλά στο βρακί της και να χαρίζει τις καλύτερες, κι απολαυστικές σαρκικές ηδονές στο φιλοθέαμον κοινό! »
«Ξαδέρφη μου γλυκιά πρόσεχε τι λες. Το λέει και το τραγουδάκι ξαδέλφη. Εμένα το ματάκι μου άλλα έψαχνε να βρει και αλλά εντόπισε ξαφνικά… Τι έψαχνα; Η κολλητή μου ήθελε οπωσδήποτε να αποκτήσει τσάντα κι εγώ έπρεπε να δείξω κατανόηση στο ότι δεν της άρεσαν οι περίπου εκατό που είχαμε δει. Ενώ λοιπόν αναλύαμε το φλέγον ζήτημα που την απασχολούσε γυρίζω το βλέμμα μου και τι βλέπω. 
«Ρε συ Καλλιόπη, η Εριφύλη με την Ελπινίκη δεν είναι αυτές οι μορφονιές;» Ερωτώ και απαντώ στον εαυτό μου.
«Καλά έβλεπα; η ξαδέρφη ήταν κομματάκι «απρόσεκτη».....................................

Πέμπτη 11 Μαΐου 2023

Anemogenitries! Ena Amfilegomeno Project

Ένα μικρό απόσπασμα από την ανάρτηση μου..... Ερωτική μυθοπλασία II:(Part 6)....
..........................Έτσι λοιπόν κύλησε η μέρα τους, μέχρι αργά το μεσημέρι, με μαγείρεμα, φαγητό, και όταν κάθισαν στο τραπέζι δοκιμάζοντας τη συνταγή της Νεφέλης ενθουσιάστηκαν. Το κρέας ήταν εύγευστο και τρυφερό αυτό όμως που το έκανε να ξεχωρίζει ήταν η σάλτσα του με το λεπτό άρωμα του σκόρδου και της κανέλας αλλά και η όψη της σάλτσας με την κρεμώδη υφή της. Και φτάσανε στην ώρα του καφέ. Η Νεφέλη δεν χαλάει την συνήθεια της. Ελληνικός καφές πάντα. Βάζει τα φλιτζανάκια στο τραπέζι και με το τεράστιο μπρίκι που αχνίζει σερβίρει. Πίνουν αργά αργά κουβεντιάζοντας τα νέα του χωριού, της χώρας, και τα προσωπικά τους. Με κουβέντα κι ονειροπολήματα. Ο Νικηφόρος πρέπει να ομολογήσει ότι με μεγάλη του χαρά διαπίστωσε ότι τις δυο γυναίκες τις συνέδεε μια αληθινή και στέρεη φιλία. Σχετικά δεν δυσκολεύτηκε να σκεφτεί ότι «το Ποίημα στους φίλους» που έτυχε να διαβάσει του περίφημου αργεντινού συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες ήταν το πλέον κατάλληλο για να αποδώσει τη φιλία τους και έδωσε απάντηση σε όλα του τα ερωτήματα.
«Δεν μπορώ να σου δώσω λύσεις για τα προβλήματα της ζωής σου, ούτε έχω απαντήσεις για τις αμφιβολίες και τους φόβους σου, όμως μπορώ να σε ακούσω και να τα μοιραστώ μαζί σου.
Δεν μπορώ να αλλάξω το παρελθόν ή το μέλλον σου αλλά όταν με χρειάζεσαι θα είμαι δίπλα σου.
Δεν μπορώ να αποτρέψω τα παραπατήματα σου, όμως μπορώ να σου προσφέρω το χέρι μου για να κρατηθείς και να μην πέσεις.» 
Της Φαίδρας είναι αλήθεια ότι το «ημερολόγιο» της πάντα ήταν γεμάτο με λίγα κενά κατά διαστήματα και πάντα είχε ιστορίες με αρκετά ενδιαφέρουσες γνωριμίες. Είχε έναν απίστευτο μηχανισμό επιτυχούς επιβίωσης και δεν παραδινόταν εύκολα. Φρόντισε να αναπτύξει τόσα ταλέντα και τόσες τεχνικές γοητείας έτσι που πάντα περιστοιχιζόταν από ερωτευμένα μάτια. Είχε έναν πιστό σύζυγο, και ένα τσούρμο θαυμαστές γύρω γύρω. Δεν χορταίνεις να την ακούς αφού οι αφηγήσεις της είναι πάντοτε απολαυστικές και παραστατικές και ο λόγος της ατέλειωτος και εξαιρετικά χορταστικός. Είναι μια καλλιτέχνις των λέξεων, που ζωγραφίζει τις ιστορίες και τους χαρακτήρες της με ζωντάνια και έμπνευση με τη φωνή της να δημιουργεί πολλαπλασιαστική ηχώ στ' αυτιά του. Οι διάλογοι μαζί της χαρακτηρίζονταν από εξομολογητικές διαθέσεις που του επέτρεπαν κάποιες στιγμές να φτάσει και σ' ερωτήσεις κλειδιά, και δε δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να βρει τους κοινούς τους τόπους. Η Φαίδρα του άρεσε από την πρώτη στιγμή που την είχε δει και σήμερα όσο προχωρούσαν οι συζητήσεις τους τον κέρδιζε ακόμα περισσότερο. Ήταν ευγενέστατη χωρίς να δίνει οποιοδήποτε δικαίωμα για κάτι παραπάνω από την αρχή μιας φιλίας ανάμεσα τους. Ή τουλάχιστον αυτό υποδείκνυε αρχικώς η στάση της. Μίλησαν αρκετά για τις σκέψεις τους και τις σχέσεις τους. 
Ταυτόχρονα ο Νικηφόρος είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από πολύ κοντά καλύτερα τη Δανάη. Αυτό το κορίτσι ήταν όλο ζωντάνια και κέφι, που τον σαγήνευε ακόμη και με το πιο αμυδρό βλέμμα της σαν ιέρεια του ερωτισμού όταν έριχναν μεταξύ τους κλεφτές όλο νόημα ματιές παριστάνοντας τους αδιάφορους! Ωστόσο, η φαντασία τους μάντευε πολλά και η εν γένει στάση της άφηνε περιθώρια για σεξουαλικούς συνειρμούς όταν τεμπέλιαζε και τεντωνόταν στον καναπέ σαν αξιολάτρευτο κατοικίδιο... Δεν είχε τίποτε το προσποιητό επάνω της με το ονειροπόλο βλέμμα στα όμορφα μάτια της! Κάποια στιγμή η κοπέλα στράφηκε στην μητέρα της και της λέει πως θα πάει να ξαπλώσει στο κρεβάτι της. Οι λιγοστές φακίδες στο πρόσωπο και στα χέρια της φανερώθηκαν έντονες έτσι όπως περνούσε τη φωτισμένη είσοδο του σπιτιου από τον Ήλιο που φεγγοβολούσε ακόμη μολονότι η ώρα ήταν περασμένη.
Ο Νικηφόρος πήρε τον καφέ του, μετακόμισε στο καναπέ κι απολάμβανε τις ιστορίες, ειδικά την διασκεδαστική αφήγησή της, και έκανε σχόλια, φροντίζοντας και αυτός να κρατά ανάλαφρη την ατμόσφαιρα με χαλαρή κουβεντούλα που ξεκίνησε μεταξύ τους και του έδωσε την ευκαιρία να ξεδιπλώσει την ικανότητά του να αφήνει τους άλλους να μιλάνε, μυρίζοντας τη ζεστή θηλυκή μυρωδιά τους.
Κοίταζε τις δύο γυναίκες ίσια στα μάτια δείχνοντας με ελαφρές μυϊκές συσπάσεις το ενδιαφέρον του, ενώ παράλληλα καθοδηγούσε την κουβέντα με υπόγειες έξυπνες ερωτήσεις. Ήταν περίφημος ακροατής ούτως ή άλλως, οπότε η δημιουργία ευχάριστου κλίματος παρέας ήταν μακράν η ειδικότητά του.
Οι δικές του πεζές ναυτικές ιστορίες δεν έκρινε ότι είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εκείνες κι έτσι τεχνηέντως, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τα δικά τους ενδιαφέροντα. Αποτύπωνε κάθε λέξη της Φαίδρας κι ένιωθε την αύρα της εκφραστικότητάς της να τον μαγεύει. Μιλούσε αργά με σιγανή φωνή και το ζεστό ανέμελο βλέμμα της γινόταν πύρινο, καθώς άφηνε τους συλλογισμούς της να ξεδιπλωθούν. Τα ελαφρώς υγρά χείλη της γεννούσαν διαρκώς πνιχτά γελάκια που γρατζούνιζαν τις αισθήσεις του. Η ώρα κυλούσε στα όμορφα λιβάδια της οικειότητας τους. 
Τελευταία η Φαίδρα συμμετείχε στον αγώνα των κατοίκων ενάντια στον σχεδιασμό του αιολικού πάρκου στην περιοχή. Για ‘κείνη αλλοιώνουν θρασύτατα το τοπίο του βουνού. 
Τους εξηγούσε με ζέση γιατί δεκάδες τοπικές κοινωνίες, περιβαλλοντικές οργανώσεις, τοπικοί φορείς και συλλογικότητες ανά τη χώρα έχουν ξεσηκωθεί για τις ανεμογεννήτριες.  Δεν είναι η αιολική ενέργεια μια εναλλακτική ανανεώσιμη πηγή ενέργειας που λειτουργεί προς όφελος του φυσικού περιβάλλοντος και άρα της ζωής! Και αντιδρούν οι κάτοικοι, οι τοπικοί φορείς για τη βάναυση αλλοίωση του τοπίου έτσι όπως το έχουν γνωρίσει με το σύνθημα «Ελεύθερα Βουνά Χωρίς Αιολικά».
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η αιολική ενέργεια και οι ανεμογεννήτριες είναι μια εναλλακτική, ανανεώσιμη πηγή ενέργειας. Αυτά που αμφισβητούνται έντονα, είναι η επιλογή πολύ μεγάλων ανεμογεννητριών και η χωροθέτηση τους, ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές. Μικρό το όφελος, μεγάλη η καταστροφή! Σύμφωνα με στοιχεία η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια από τη λειτουργία ανεμογεννητριών είναι απίστευτα ασήμαντη ενώ η καταστροφή στο φυσικό περιβάλλον είναι πρωτοφανής και ανεπανόρθωτη! 
Οι δρόμοι που διανοίγονται για την κατασκευή των αιολικών πάρκων καταστρέφουν το ορεινό τοπίο και τους οικότοπους ενώ πολλές φορές αλλάζουν ακόμη και την πορεία των βρόχινων νερών με διάφορες επιπτώσεις για το περιβάλλον.
H πράσινη ενέργεια και η χρήση των ΑΠΕ δημιουργούν μία νέα πραγματικότητα για τις κοινωνίες τόσο από πλευράς περιβαλλοντικής όσο και οικονομικής.
Η τιμή του ρεύματος που παράγεται από την αιολική ενέργεια, και που φτάνει στο τελικό αποδέκτη, δηλαδή τον καταναλωτή, όχι μόνο δεν είναι μειωμένη, αλλά αυξάνεται από 130% έως 400%, σε σχέση με τις τιμές της συμβατικής ενέργειας.
Ο ήχος που κάνουν τα φτερά τους καθώς γυρίζουν, ένας διαπεραστικός γδούπος που θυμίζει ελικόπτερο, ακούγεται περισσότερο μακριά παρά στη βάση της ανεμογεννήτριας όπου γίνονται συνήθως οι σχετικές μετρήσεις, ενώ ταυτόχρονα παράγονται υπόηχοι και υπέρηχοι που δεν γίνονται αντιληπτοί αλλά κανείς δεν ξέρει αν και κατά πόσο βλάπτουν ανθρώπους και ζώα. Και κάτι ακόμη που πολύς κόσμος αγνοεί.
Η λειτουργία των γιγαντιαίων ανεμογεννητριών δεν επιτρέπει τη δημιουργία χιονιού στις βουνοκορφές, (όπως ακριβώς βάζουν ανεμόμυλους στα πεδινά για να προστατέψουν τα πορτοκάλια από τον πάγο) με αποτέλεσμα να μειώνεται σημαντικά ο υδροφόρος ορίζοντας και να χάνονται πολύτιμοι υδροφόροι πόροι.
Η χλωρίδα, η πανίδα, οι ανεξερεύνητες αρχαιολογικές θέσεις, τα παραδοσιακά μονοπάτια, θα χαθούν κάτω από το βάρος των βίαιων επεμβάσεων. Οι εκατοντάδες ανεμογεννήτριες, οι υποσταθμοί, οι γραμμές μεταφοράς θα εξαφανίσουν το κάλλος των φυσικών τοπίων που θα μετατραπούν σε βιομηχανικές ζώνες παραγωγής αιολικής ενέργειας.
Το ζωικό βασίλειο θα υποφέρει. Έχει εκτιμηθεί ότι χιλιάδες αποδημητικά πουλιά, γεράκια, χρυσαετόι γυπαετοί κλπ. σκοτώνονται από αιολικούς στροβιλοκινητήρες ετησίως.
Όσο για το αισθητικό μέρος;  Μια άχαρη σιδεροκατασκευή,  ψηλή, καταστρέφει για πάντα τον χαρακτήρα των κορυφών.  Άσε που οι βάσεις τους οι οποίες γίνονται συνήθως με ανατινάξεις κρύβουν μέσα τους άπειρους τόνους μπετόν ανακατεμένο με ιδιαίτερα τοξικά επιβραδυντικά πήξης.
Κι όταν οι συμβάσεις για τη χρήση τους λήξουν τι γίνεται τότε; Οι κορυφές μετατρέπονται σε ένα απέραντο νεκροταφείο καλωδίων κι επικίνδυνων παλιοσιδερικών που αιωρούνται στο κενό.
Το μεγαλύτερο αιολικό πάρκο στην Ευρώπη απασχολεί μόνο τρεις μόνιμους υπαλλήλους.  Ακόμη και το επιχείρημα ότι δημιουργούν θέσεις εργασίας στην τοπική κοινωνία είναι κι αυτό ένα ψέμα.
Το απόγευμα οι γυναίκες αναχώρησαν. Η Νεφέλη πρόθυμα συνόδευσε τη Φαίδρα, ήθελε και η ίδια να συμμετέχει στον εσπερινό. Ευκαιρία ήταν.  
Η Φαιδρά έδωσε τα κλειδιά της μηχανής και της αποθήκης στο Νικηφόρο και τον ευχαρίστησε θερμά που που αναλαμβάνει να μεταφέρει τη μηχανή στο χωριό. 
Αναχώρησαν οι γυναίκες με προορισμό το χωριό από όπου θα έπαιρναν και την ηλικιωμένη χήρα μητέρα της Φαίδρας. 
 
Web Informer Button