
Μικρό απόσπασμα από Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part 3) .....Είχε αρχίσει να βραδιάζει κι ανάψαν τα φώτα στο δρόμο, οι σκιές αρχίζουν να παίζουν κρυφτό καθώς η ώρα περνά και η νυχτερινή ζωή που προσφέρει ο μικρός παραθαλάσσιος οικισμός στον οποίο ζουν ξυπνά και ζωντανεύει. Περασμένες εννέα, βραδινή ώρα, ξεκίνησαν για την μικρή παραδοσιακή παραθαλάσσια ψαροταβέρνα της περιοχής που λειτουργούσε τους καλοκαιρινούς μήνες και αποτελεί πόλο έλξης για τους οικιστές αλλά και για τους λιγοστούς παραθεριστές. Η Εριφύλη και η Άλκηστις φόρεσαν από ένα πανομοιότυπο Μίντι πουκάμισο φόρεμα απλά διαφορετικού χρώματος, ένα θηλυκό, αέρινο, δροσερό και άνετο ρούχο ιδανικό για κάθε περίσταση που αναδείκνυε την υπέροχη σιλουέτα τους. Ντυμένες λες και απόψε γουστάρουν ο ανδρικός πληθυσμός της ταβέρνας να τις βρίσκουν ακαταμάχητες..
Μόλις είδε τις εντυπωσιακές γυναίκες με την «εκρηκτική» τους εμφάνιση ο Νικηφόρος, σκίρτησε η καρδιά του, οι παλμοί ανέβηκαν, το βλέμμα του έκανε ολόκληρη συζήτηση από αυτό που έβλεπε, ξεκλειδώθηκε το αγόρι μας κελάηδησε και πρόδωσε τα συναισθήματα του. Εντελώς ασυναίσθητα, οι λέξεις ξέφυγαν από τα χείλη του:
«Ωχ Παναγία μου και Χριστέ μου! Τι μουνάρες!» Με λίγα λόγια, προφανώς ο συνδυασμός ξανθιάς και καστανό-κοκκινομάλλας δεν μπορούσε παρά να πλημμυρίσει από συνταρακτικά ερεθίσματα τον αμφιβληστροειδή του.
Και προφανώς, τον άκουσε η Εριφύλη και φυσικά και η Άλκηστις και δεν είναι η πρώτη τους φορά που έχουν ακούσει τη συγκεκριμένη φράση από κάποιον άντρα.
«Σ’ αρέσουμε αγορίνα μου…;» Τον ρώτησε η Εριφύλη, όχι τόσο για να πει τη γνώμη του, όσο για ν’ ακούσει τις μαγικές λέξεις, που κάνουν τις γυναίκες να νιώθουν πολλούς πόντους ψηλότερες.
«Είστε και οι δυο υπέροχες μωρό μου! Η εμφάνιση σας, θα κάψει καρδιές στη ταβέρνα κάνοντας τον ανδρικό πληθυσμό να λιώνει σαν βούτυρο σε φρυγανισμένο ψωμί και μόνο που θα σας βλέπει. Έχετε μια γοητεία και ένα σεξ απίλ που γοητεύει και που τραβάει σαν μαγνήτης, τους άντρες. Είστε ακαταμάχητες με τις καμπυλωτές κορμάρες σας. Για νιώστε και εμένα που οι κακοπροαίρετοι μόλις μας δουν στην ταβέρνα να συνοδεύω σε κοινή θέα τα αβυσσαλέα ντεκολτέ σας και τις βυζοχαράδρες σας, θα σκεφτούν κάπως «καλώς τον κερατά».
«Μη φορτώνεις έτσι ρε Μωρό μου, όλες μας πιάνει που και που μια τάση να θέλουμε να ντυθούμε κάπως πιο.... ξέκωλα.. δε σημαίνει κάτι το ότι θέλουμε να αρέσουμε ή ότι θέλουμε να σου δείξουμε ότι αρέσουμε για να σε έχουμε λίγο στην τσίτα.»
ο Νικηφόρος τις υπερασπίστηκε σαν άντρας ο σωστός. «Αν δεν τα βάλετε τώρα, πότε θα τα βάλετε;» ..(Οι πουτανίτσες ξέρουν πολύ καλά ότι οι βυζάρες τους είναι ακαταμάχητες, σιγά μην τους δώσει πάτημα ότι τις λέει ξέκωλα. Τώρα αν θα φανεί και λίγο φλώρος ας το καταπιεί.)
«Αρέσουμε αγορίνα, αρέσουμε, πώς να το κάνουμε; Κι αν οι άντρες καυλώνουν μαζί μας, που φταίμε εμείς για αυτό σε παρακαλώ; Όχι για πες μου να σε χαρώ.» λάλησε κελαηδώντας η Άλκηστις.
«Έτσι πρέπει να είναι τα αγαπημένα ζευγάρια, όσο υπάρχει πάθος, υπάρχει και απόλαυση!» συμπλήρωσε η Εριφύλη.
«Άγιε μου Φανούρη μεγάλη η χάρη σου, τα κορίτσια μ’ άναψαν φωτιές μου πήραν το μυαλό, χάρισε μου χίλια μάτια για να τις θωρώ!»
«Χαχαχα! Χαλάρωσε και μη μασάς ρε χαζέ! Τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσαι! Απόλαυσε την γυναικάρα σου αγορίνα μου να φοράει ότι θέλει, είναι δικαίωμα της, στα πλαίσια του ανεκτού! Άμα δε συμφωνούσες, δε θα έμπλεκες με μια γυναίκα που ντύνεται έτσι, δεν το ανακάλυψες υποθέτω τώρα! Μακάρι όλοι οι άνδρες να είχαν το πρόβλημα σου! Οι εννιά στους δέκα σε ζηλεύουν με το που σας βλέπουν! Παίξτο θυμωμένος και φορτωμένος εσύ βέβαια, μην παίρνει και πολλά θάρρητα η ξαδέρφη, αλλά καταβάθως να το χαίρεσαι αυτό που έχεις. Τόσα χρόνια είστε μαζί! Εντάξει τη φάση bibibo θα τη ξεπεράσει κάποια στιγμή, γι αυτό μην σκας, άσε δε που μπορεί να το έχεις συνηθίσει και 'συ και να έχει πάψει να σ' ενοχλεί! Αχ! σας ζηλεύω σα ζευγάρι.... άντε και στα δικά μου!» συμπλήρωσε η Άλκηστις.
«Ναι ρε ξαδέρφη, το καταλαβαίνω αυτό που λες! Είναι ακριβώς όπως τα λες. Συμφωνώ απόλυτα. Από την άλλη, θεωρώ φυσιολογικό και το ότι είναι κάτι που δεν παύει επιδερμικά να με ενοχλεί.»
«Ξέρεις ένα αρχαίο ρητό λέει: Σε όλα υπάρχει νόμος, στο μάτι όχι όμως! Κάτι θα ήξεραν όσοι το είπαν.»
Λόγο του ότι ήταν μεσοβδόμαδα στην ταβέρνα υπήρχαν λιγοστοί πελάτες και μια παρέα που ξεχώριζε αποτελείτο από τρεις νεαρούς στρατιώτες οι οποίοι πρέπει να είχαν μάλλον έλθει από κάποιο μακρινό στρατόπεδο διότι στη γύρω περιοχή δεν υπήρχαν στρατόπεδα.
Οι κυρίες ήταν καταπληκτικές. Κομψότητα, πρόκληση κι αισθησιασμό μαζί, κλέβανε τις ματιές περαστικών και θαμώνων! Ξαφνικά, κάποιες εκδηλώσεις θαυμασμού, ακούστηκαν από το τραπέζι των στρατιωτών για τα δυο υπέροχα θηλυκά, που ήταν εξαιρετικά τολμηρά ντυμένα, με τα ανάλαφρα φουστανάκια τους που άφηναν εκτός από τους καλλίγραμμους μηρούς, άφηναν απ’ έξω και μέρος των γλουτών. Αδιάφορες στις εκδηλώσεις οι δυο γυναίκες - έτσι έδειχναν - κατηφόριζαν συζητώντας και οι στρατιώτες απλώς σταθήκαν ν’ απολαμβάνουν και την πίσω θέα τους. Ο Νικηφόρος τις ακολουθούσε, από πολύ κοντά και μόλις έφτασε κοντά τους και βλέποντας τους να τις παρακολουθούν με θαυμασμό, άκουσε τον ένα στρατιώτη που αναφώνησε «εις ευήκοων όλων» δείχνοντας τις κοπέλες:
«Ορίστε κύριοι, αυτοί είναι κώλοι! Βολιότικοι, εκατό χρόνια μπροστά!»…
Το τραπέζι ήταν στρωμένο κυριολεκτικά πάνω στο κύμα με θέα μοναδική στον όμορφο κόλπο. Το φεγγάρι βγήκε μέσα από τη θάλασσα ίδιο, κομμένο στη μέση, πορτοκάλι παράξενα φωτισμένο φάνταζε πλεούμενο που ερχόταν από μακριά. Η ζέστη, τύλιγε τα σώματα τους και οι δυο γυναίκες παραδομένες στην πανσέληνο νύχτα απομακρύνθηκαν και προχώρησαν προς την αμμουδιά της ακτής.Έβγαλαν τα σανδάλια τους και ξυπόλυτες μπήκαν στο ρηχό νερό περπατώντας στον ασημένιο θαλασσινό διάδρομο. Πλατσούριζαν τα πόδια τους στη θάλασσα με φωνές και πειράγματα έβρεχε η μία την άλλη..
Τα σώματα τους ανατρίχιασαν, ενώ το φως του φεγγαριού έπαιζε με τον ακάλυπτο μπούστο τους και τις σκληρές θηλές τους, που όρθιες τρύπαγαν το ύφασμα του φουστανιού τους.
Δυο παιδιά πιο πέρα στα βράχια της ακτής κυνηγούσαν τα καβούρια που έκαναν το μεθυσμένο τους περίπατο στην υγρή άμμο.
Από το βάθος στο έμπα του κόλπου ακούστηκε ένα τραγούδι και στο βάθος της ακρογιαλιάς οι σιλουέτες ξεχώριζαν λουσμένες στο νυχτερινό φως. Η χορωδία ακολουθούσε τη φωνή του πρώτου που τραγουδούσε. Στο ύψωμα τα γέρικα ελαιόδεντρα άρχισαν να τρέμουν ελαφρά κι ύστερα να κυματίζουν καθώς η θαλάσσια αύρα χάιδευε τα φύλλα και τους κορμούς τους. Ο δίσκος του φεγγαριού φώτιζε τους λόφους και τη θάλασσα. Οι τραγουδιστές συνέχιζαν τη βαρκαρόλα.
« Λέω να βγάλουμε τα φουστάνια και να μπούμε στο νερό», είπε η Άλκηστις.
«Ανάθεμά σε, Άλκηστις», χαμογέλασε πονηρά η Εριφύλη.
Κοίταξαν αμήχανα η μία την άλλη, ξαφνικό κρύο διαπέρασε την επιδερμίδα τους, κατόπιν στράφηκαν προς την ταβέρνα και τότε διαπίστωσαν πως ο Νικηφόρος τις αναζητούσε.
Το μενού περιελάμβανε μικρές, τραγανές, πεντανόστιμες κουτσομουρίτσες που τρώγονταν σαν πασατέμπο! Γαρίδες ψητές στα κάρβουνα σε σουβλάκια με άρωμα σκόρδου και εσπεριδοειδή! Καλαμάρια ψητά, ο τέλειος μεζές για τσίπουρο-καταστάσεις και πατατοσαλάτα με μαϊντανό για να συνοδεύσουν το τσίπουρο. Η κυρά της ταβέρνας ξέροντας την αδυναμία του Νικηφόρου πάντα του επιφύλασσε μια ευχάριστη έκπληξη. Μια μυρωδάτη πορτοκαλόπιτα σαν κέρασμα στο τέλος. Αυτή την ταβέρνα ο Νικηφόρος την ένοιωθε σαν στο σπίτι του και την απολάμβανε με την παρέα του η με την οικογένειά του τακτικά.
Περνώντας η ώρα έφτανε κανείς να το καταλάβει ότι τα φανταράκια δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους πάνω από τις δυο γυναίκες αλλά και αυτές με τις τολμηρές στιλιστικές επιλογές τους άφηναν ελάχιστα στην φαντασία. Ειδικά μετά από δυο τρία ποτηράκια τσίπουρο τόσο η ευθυμία τους, όσο και το πλεόνασμα κεφιού το άφησαν να ξεχειλίζει ξεχνιόταν και άφηναν ελευθέρα στη θέα τα πλούσια προσόντα τους και στα μάτια των φαντάρων να χαϊδεύουν το εσωτερικό των μηρών τους μέχρι τα μικροσκοπικά εσώρουχα. Είναι νέες και όμορφες, έχουν όλο τον κόσμο στα πόδια τους και μάλιστα άρχισαν να είναι πιο χαλαρές και τολμηρές ταυτόχρονα....έδειχναν να το διασκεδάζουν.
Και ο Νικηφόρος το διασκέδαζε… Χάρηκε ιδιαίτερα διαπιστώνοντας ότι τα κορίτσια απολάμβαναν την ομορφιά του καλοκαιριού, ξέγνοιαστες στις διακοπές τους, μακριά από σκοτούρες και άγχος, χωρίς ευθύνες απόψε και με άφθονο χιούμορ. Τις κοίταξε, χαμογέλασε αμυδρά και πονηρά λέγοντας:
«Το απολαμβάνετε νομίζω! Αλλά κορίτσια…σεμνάαα!»
«Όσο δεν φαντάζεσαι!» απάντησε η Άλκηστις, δαγκώνοντας τα χείλη της. «Γιατί σεμνά; Γιατί καλέ; Μα τι κάναμε;»
«Ρε κορίτσια! Τι κάνατε η τώρα που καθίσατε θα έχετε πολλά να αποκαλύψετε. Άτακτα κορίτσια με τα καυλιάρικα φορεματάκια που φορέσατε, έτσι και μόλις ανασηκωθούν λίγο δίνουν φόρα παρτίδα το περιεχόμενο τους και ανάβετε ερωτικές φωτιές. Τα φανταράκια βλέπουν εντελώς δωρεάν τις μικροσκοπικές κιλότες σας που δεν κρύβουν τις κοιλάδες με τα ειδυλλιακά τοπία σας, όμορφα σκιαγραφημένα σαν πανόραμα και ζουν όνειρα ερωτικά.»… τους είπε
«Τι το κακό κάνουμε; Τους αφήνουμε να απολαύσουν και να χαρούν τις ομορφιές της φύσης.»...
«Είναι προφανές ότι σας τρώνε με τα μάτια έτσι σεξουαλικά ντυμένες όπως είστε και σας γουστάρουν πολύ. Τα μάτια τους βγάζετε κάθε φορά που σας βλέπουν! Και θα ΄θέλουν να βγάλουν και τα δικά σας μάτια! Αλλά κι αυτοί ομορφόπαιδα είναι.»
«Και της το έλεγα της ξαδέρφης. Εριφύλη έξω βγαίνουμε σε ταβέρνα πάμε οι sic κυρίες αν θέλουν να αισθάνονται περισσότερο θηλυκά και σέξι δεν φοράνε εσώρουχα. Αισθάνονται απόλυτα ελεύθερες. Δεν τις νοιάζει πως θα κάτσουν ή πως θα σηκωθούν, διότι απλά δεν τις απασχολεί αν κοιτάνε ή όχι.»
«Διαβολοκόριτσα είστε αυτό που λένε η πέτρα του σκανδάλου. Θα τους τρελάνετε! Δεν σας έμαθαν ότι μόνο στους άντρες επιτρέπεται να εκφράζουν τις σεξουαλικές τους ανάγκες ενώ οι γυναίκες που τις εκφράζουν μπορεί να θεωρηθούν ανήθικες, λάγνες και αμαρτωλές; »
«Ε ναι! Και εμείς αυτό είμαστε! Καυλιάρες λάγνες και αμαρτωλές από πάνω μέχρι κάτω.» Του λέει ναζιάρικα η Άλκηστις ζαρώνοντας παιχνιδιάρικα την μυτούλα της και σουφρώνοντας τα χειλάκια της.
«Πάντως ξαδερφούλα σε θαυμάζω, γιατί δε μασάς πουθενά…» είπε η Εριφύλη.
«Τι εννοείς ξαδέρφη;»… απάντησε η Άλκηστις.
«Να, την ιστορία με τις κιλότες! Δεν τα δείχνεις εύκολα σε ξένους ανθρώπους. Αλλά και το όλο στυλ σου, απόψε ρε παιδί μου, βγάζει μια πονηριά μια πουτανιά όταν είσαι με δικούς σου ανθρώπους!
«Μα αν δεν αισθάνομαι άνετα με εσάς, τότε με ποιους; Στη τελική, μου αρέσει να καταλαβαίνω ότι είμαι ποθητή, ακόμα και από τους «ξένους»» και χαμογέλασε πονηρά στο Νικηφόρο τρίβοντας την πατούσα της στο καλάμι του κάτω από το τραπέζι...
«Έχει τα δίκια της η ερωτιάρα ξαδερφούλα μας. Και όπως λέει ο σοφός λαός, οι άντρες οι σωστοί υποκλίνονται εις του μουνιού τη χάρη. ». Τόνισε ο Νικηφόρος που φαινόταν ότι είχε διάθεση και για να πει περισσότερα, αλλά δεν τολμούσε να μιλήσει μπροστά στη Εριφύλη.
Όντως το κλίμα ήταν απολαυστικά χαλαρό. Στο βάθος του υπαίθριου εξωτερικού χώρου της ταβέρνας από κάτω από την μεγάλη πέργκολα, καθόταν μια μεγάλη παρέα που την αποτελούσαν γνωστοί και φίλοι του Νικηφόρου. Ο Νικηφόρος ζητώντας την άδεια τους ετοιμάσθηκε να σηκωθεί, ν' αφήσει τα κορίτσια στην ανεμελιά τους για να πάει στο τραπέζι της παρέας.
Η Εριφύλη τον πιάνει από το χέρι όταν ήταν έτοιμος να σηκωθεί ο Νικηφόρος τον τραβά να σκύψει διπλά της και του ψιθυρίζει στ’ αυτί φανερά καυλωμένη και του πετάει την ατάκα που τον έστειλε έβδομο ουρανό.
«Μην αργήσεις! Να ξέρεις ότι σε περιμένει ένα κολασμένο βράδυ ερωτικής απόλαυσης. Και ελπίζω να έχεις αντοχές, σε θέλω ταύρο απόψε.
«Για μένα το λες αυτό;»
«Εσύ τι λες; Βλέπεις κανέναν άλλο εδώ γύρω μας; »
«Δεν ξέρω, μπορεί να σας γυάλισε καμιά διαθέσιμη πούτσα στον περίγυρο και να ερεθιστήκατε.»
«Πούτσες θες να πεις. Και άμεσα διαθέσιμες μάλιστα» δείχνοντας του που να κοιτάξει με κεκαλυμμένο νόημα προς τα φανταράκια χαμογελώντας με στυλ ικανοποίησης. Παράλληλα γυρίζει και τον κοιτάει καθώς κάθεται πλάι της και τον καμαρώνει!
«Τι κούκλος που είσαι ρε μωράκι μου;» του ψιθύρισε με αισθησιακή φωνή πλησιάζοντας στο αυτί του και του σκάει ένα φιλί στο μάγουλο.
Τα χείλη της ζωγράφισαν ένα καλοσχηματισμένο κόκκινο σημάδι. Για μια στιγμή σκέφτηκε να το αφήσει έτσι. Σαν να ήθελε να επιδεικνύει κάποιο κατόρθωμά της. Γρήγορα όμως άλλαξε γνώμη και με μία κίνηση του χεριού της, του το έτριψε να φύγει. Το χέρι του Νικηφόρου κατέβηκε ενστικτωδώς στον πούτσο του, που είχε πετρώσει, σαν για να τον προστατέψει. Αυτό φυσικά δεν της ξέφυγε της Εριφύλης. Με τρόπο βάζει το δικό της χέρι στο καυλί του πάνω από το παντελόνι του που είχε αρχίσει να καυλώνει κι απλά κρυβόταν κάτω από το τραπέζι. Τα μάτια της Εριφύλης φώτισαν, ένα χαμόγελο ικανοποίησης πλημμύρισε το πρόσωπό της καθώς τα μάτια της ταξίδεψαν στο πρόσωπό του και ανοιγόκλεισαν με σαφές νόημα.
«Μωράκι μου εσύ!» του είπε και το άρπαξε με το χέρι της με μαεστρία.
«Εεε ! Κάτσε φρόνιμα! Περίμενε να πάμε σπίτι… Μας βλέπει ο κόσμος! » της είπε με ναζιάρικο τόνο.
«Ε άντε ρε μανάρι μου! Πήγαινε στους φίλους σου, που θέλεις και μην αργείς. Που τους έχεις δει;»
«Εδώ στο βάθος της αλέας είναι μωρούλι μου… πηγαίνω και επιστρέφω σύντομα!» της είπε και σηκώθηκε με χαρωπό τρόπο ελευθερώνοντας το χέρι του.
Επικράτησε μια σιωπή για λίγα δευτερόλεπτα!
«Μμμμ! Έτσι, μωρό μου... Έτσι, καυλιάρη μου. Μην αργήσεις μωρό μου!»
«Πουτανίτσα μου, αυτά μου κάνεις και με καυλώνεις περισσότερο!»
«Κι ακόμα δεν έχεις δει τίποτα μωρό μου.» Η βραδιά τους μόλις είχε αρχίσει… ..............