ADS

click to open

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

Mathitis Sto 3o Dimotiko Sxoleio Lamias

............ Οι διακοπές του καλοκαιριού τελειώσαν, σε λίγες μέρες θα επιστρέψουν όλοι οι μαθητές στο σχολείο για μια ακόμη σχολική χρονιά. Ο Αλκιβιάδης, ακόμη μέχρι και σήμερα θυμάται την πρώτη ημέρα που πήγε στο νέο του σχολείο στη μεγάλη πολιτεία. Σκέψεις μπλεγμένες με ήχους και εικόνες κι αυτός κάπου εκεί ανάμεσα, εκείνο το πρωινό στις αρχές του φθινοπώρου με τις πρώτες ελαφρές ψυχρές πνοές του άνεμου, τότε που με τη λαχτάρα στα μάτια και ένα κόμπο στην ψυχή είχε ανέβει με τα πόδια τον ανηφορικό δρόμο που οδηγούσε στο Τρίτο δημοτικό σχολείο της Λαμίας. Τι ανησυχία Θεέ μου, τι αγωνία και τι ανασφάλεια που ένιωθε. Αντίο ξενοιασιά. Πρόκειται για την πρώτη του σχολική χρονιά στο μεγάλο σχολικό συγκρότημα της πόλις, έχοντας μόλις πρόσφατα μετακομίσει από το μικρό χωριό του Λακωνικού Πάρνωνα. Ένα άγνωστο μαθητούδι της τρίτης τάξης ανάμεσα στο μεγάλο πλήθος των μικρών μαθητών του σχολείου και αυτό του προκαλούσε μια διάθεση προβληματισμού και αμηχανίας. Έριξε μια τελευταία ματιά πίσω του στο δρόμο και μετά από μια στιγμή δισταγμού και νευρικότητας, καρτερικά ανέβηκε τα σκαλιά της εισόδου διέσχισε τη μεγάλη σιδερένια αυλόπορτα κ’ εισήλθε στο προαύλιο που οδηγούσε στην εσωτερική αυλή του τεράστιου κτηρίου. Τη βοή μες στ’ αυτιά του, την σκέπασε μια ασυνήθιστη για το χωριατόπαιδο βαβούρα, ένα κουβάρι φωνές ξεχύνονταν απ’ το βάθος της τεράστιας αυλής του σχολίου.
Χαμένος μέσα στο πλήθος κοίταξε γύρω του κ’ αναγνωρίζοντας δυο τρία παιδιά από τη νέα του γειτονιά γουργούρισε με ικανοποίηση, ήταν αυτό που χρειαζόταν η διάθεση του να επηρεαστεί ευχάριστα και να σβήσει κάθε δυσφορία του. Όλα γύρω του έδειχναν ιδιαίτερα θορυβώδη, χαρούμενα, τα παιδιά γελούσαν και τριγύριζαν από συντροφιά σε συντροφιά. Έτσι, μέρα με τη μέρα συνήθισε σ' αυτό το περιβάλλον και το αγάπησε αφού έγινε κομμάτι της καθημερινότητάς του. Κατάλαβε ότι κι’ αυτός πια θ’ αποτελούσε τμήμα αυτής της μεγάλης συντροφιάς. Χρειάστηκε κάποιος χρόνος να αφομοιωθεί με τους συμμαθητές του, λόγο της ιδιόμορφης λακωνικής προφοράς του, άλλα πολύ γρήγορα δημιούργησε φίλιες και ποτέ του δεν ένοιωσε ξένος από τους συμμαθητές του με τους οποίους  ζούσε τις ίδιες αγωνίες  και τις ίδιες φιλοδοξίες μαζί τους για την επιτυχία.
Δεν ήταν βέβαια καμία μαθητική μεγαλοφυΐα αλλά με την έντονη περιέργεια και διάθεση για μάθηση υπήρξε καλός μαθητής, χωρίς να είναι ιδιαίτερα επιμελής και συνεπής στις σχολικές του υποχρεώσεις, δεν δημιουργούσε προβλήματα στο σχολείο, στους δασκάλους και στους συμμαθητές του και, γενικά, έπαιρνε καλούς βαθμούς. Τα κατάφερνε όχι κι άσχημα στο σχολείο και στα μαθήματα, αλλά όχι σε βάρος της προσωπικής ευχαρίστησης, είχε ισορροπία ανάμεσα στις σχολικές επιδόσεις και στο παιχνίδι, στην παρέα με συνομηλίκους, στην τεμπελιά και στο χασομέρι της παιδικής ηλικίας.
Την πρώτη του χρονιά στο νέο του σχολείο δυο συμμαθήτριες και ένας συμμαθητής του ξεχώριζαν τόσο για το ήθος τους όσο και για την άρτια εκπαίδευσή τους.
Ποτέ του δεν ένοιωσε την ανάγκη να δοκιμάσει τις δυνατότητές του, να τους συναγωνιστεί στις διακρίσεις. Τώρα, γυρεύει να τους φέρει καλόβολα μπροστά του, να θυμηθεί όλες τις ωραίες αναμνήσεις τους, τα πρόσωπα τους, τα σουσούμια τους. Μα δε του έρχονται στο νου παρά θολές οι εικόνες τους, χαμένες.
Η Στέλλα.
Η φήμη της μεσουρανούσε στην μαθητική τη τάξη. Μάζευε τον κόσμο γύρω της όπως το φως τις πεταλούδες, το έβρισκε απίθανο να είναι μόνη της, διότι σύμφωνα με το παλιό απόφθεγμα, οι ωραίες δεν μένουν ποτέ μόνες.
Άσπρη και καστανόξανθη, εκείνο που τη ξεχώριζε περισσότερο ήταν τα μεγάλα φωτεινά της μάτια που βαστούσαν ένα ξάστερο ψιχάλισμα μέσα στην παιδιάστικη παρουσία.
Δεκαετίες αργότερα την είδε σε εξώφυλλα περιοδικών, ν’ αναφέρονται στην αξιόλογη καλλιτεχνική της δραστηριότητα.
Επιτυχημένη μουσικός, η Στέλλα ήταν όμορφη σαν πάντα.
Η Μαρία ένα κοριτσόπουλο με τη λευκή λάμψη του δέρματος, ιδανικό μοντέλο για να ζωγραφίσεις το  πορτρέτο μιας νεαρής κοπέλας.
Ο Αλκιβιαδης την θεωρούσε ως το πλέον χαρισματικό άτομο της νεανικής τους τάξης. Διέθετε το ευλογημένο προνόμιο του προικισμένου ατόμου με δημιουργικότητα και ικανότητα μάθησης. Ένα φυσικό ταλέντο στο γράψιμο και πολύ της άρεσε να διαβάζει. Πριν από κάποιο καιρό είχε βρει αυτό το κείμενο της «Rosemarie Urquico» στο οποίο εξηγούσε γιατί ένα κορίτσι που διαβάζει είναι η κατάλληλη σύντροφος. Μεταξύ άλλων, έγραψε ότι: «Βγες με ένα κορίτσι που διαβάζει γιατί το αξίζεις. Αξίζεις ένα κορίτσι που μπορεί να σου δώσει τον πιο πολύχρωμο κόσμο. Αν θέλεις όλον τον κόσμο και τους κόσμους πίσω από αυτόν, βγες με ένα κορίτσι που διαβάζει. Ακόμα καλύτερα, βγες με ένα κορίτσι που γράφει.»
Η Μαρία ξεχώριζε για τους ευγενικούς της τρόπους και την καλοσύνη της. Ήταν ήσυχο, πρόσχαρο κοριτσόπουλο και γλυκόλογο. Θυμάται τα μεγάλα μελαχρινά της μάτια που κάποιες φορές κοιτάζανε τόσο παράξενα και πετούσαν τόσο αστραφτερές αναλαμπές που δε βαστούσες να τα βλέπεις. Εκείνο που την ξεχώριζε περισσότερο μέσα σε όλη την παρέα ήταν πως βαστιόταν πάντα καθαρή, και δε φαινότανε ποτέ αχτένιστη. Ίσιωνε με τις παλάμες τα σγουρά μαλλιά της, με τη φανταχτερή τους λάμψη, το ίσιασμα αυτό το συνήθιζε συχνά ακόμη και μέσα στο ξάναμμα του παιχνιδιού, στεκόταν άξαφνα κι  έσιαζε τα μαλλιά της, την έβλεπες που κοίταζε γύρω της με την αστραφτερή μελαχρινή ματιά της και μ' ένα γέλιο γλυκό ευαίσθητο, που έδειχνε τα αστραφτερά λευκά της δόντια.
Ο Δημήτρης.
Ευαίσθητη, εξευγενισμένη, χαρούμενη ψυχή,  έσφυζε από ζωή.
Αν και από μεγαλοαστική οικογένεια είχε αμοιβαία φιλική σχέση μ’ όλους στην τάξη και έχαιρε εκτίμησης στις καθημερινές συντροφιές.
Στο γαλήνιο πρόσωπο του τα φωτεινά μελιά μάτια γίνονταν πελώρια κι η λάμψη τους σκιαζόταν από την αγωνία, όπως ο ήλιος από τα σύννεφα όταν κάτι του πήγαινε στραβά, γέμιζαν καταχνιά, ένιωθε παγιδευμένος.

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

Telikos Proorismos "Lamia"

....Λαμία... Ήταν μια ζεστή καλοκαιρινή βραδιά, μεσάνυχτα που έφτασαν στη Λαμία...
Τον πρώτο καιρό την οικογένεια η ζωή στη Λαμία τους βρήκε ταλαιπωρημένους, παραζαλισμένους και σε μια καινούρια πραγματικότητα μα οπωσδήποτε με καλή διάθεση σαν πρόσφυγες που βρήκαν καταφύγιο για ένα καινούργιο ξεκίνημα, με διάθεση να ξεπεραστούν οι πρώτες πρακτικές δυσκολίες και να εξοικειωθούν με το νέο τους περιβάλλον. Ξεκίνησαν λοιπόν μια καινούργια ζωή πολύ φτωχικά, απλά και δύσκολα, σε μια πολύ φτωχική περιοχή στα περίχωρα της πόλης, μένοντας αρχικά σε ένα πολύ μικρό φτωχικό σπιτάκι, ένα κοινότυπο τούβλινο κτίσμα, μόλις μια κάμαρα δίπλα στο ρέμα που αποτελούσε τον φιλόξενο χώρο διαμονής για όλη την οικογένεια. Ήταν σε μια εργατική φτωχογειτονιά «το Αραπόρεμα» στης δυτικές παρυφές της πόλης, κάτω απ' το λόφο του Αγίου Λουκά και περνώντας τους  «Μύλους Κρόκου - Μουζέλη», μια χέρσα περιοχή που σταδιακά διαμορφώθηκε σε αστικό περιβάλλον στη μεταπολεμική περίοδο. Κατέφθαναν τριγύρω στην ανατολική πλευρά του ρέματος πολλοί από τα γύρω  χωριά, μεταναστεύοντας, χτίζοντας τις χαμηλές κατοικίες τους και ξεκινώντας μια νέα ζωή. Λαϊκή γειτονιά, φτωχολογιά, χαμηλά σπίτια, μπακάλικα, καφενεία και ρεμπέτικα. Από εκείνες τις γειτονιές που οι γιαγιάδες βγάζουν τις καρεκλίτσες τους μπροστά από το σπίτι το απόγευμα και περιμένουν τις γειτόνισσες για λίγο κουτσομπολιό και οι άντρες συχνάζουν στα καφενεία, μετά τη δουλειά, για ένα ουζάκι και μια γρήγορη παρτίδα τάβλι.
Εκεί σ΄αυτή την συνοικία και σε αυτό το φιλόξενο περιβάλλον της λαϊκής γειτονιάς ο Αλκιβιάδης έζησε το τελείωμα της παιδικής του ζωής, και ανοίγοντας ένα καινούργιο κεφάλαιο έζησε το ξεκίνημα της εφηβείας του, με συναισθήματα ανάμικτα, με χαρά αλλά και με φόβο περισσότερο σαν δυσκολία στην προσαρμογή στην καινούργια πραγματικότητα  που καλείται να διαχειριστεί. Ταυτόχρονα έζησε και τις πρώτες μεγάλες αλλαγές που άλλαξε τον κόσμο τους και βελτίωσε τη ζωή τους ριζικά.  Απ’ το λυχνάρι και τις λάμπες πετρελαίου που φώτιζαν τις νύχτες στο χωριό γνώρισε το ηλεκτρικό ρεύμα που δεν υπήρχε βέβαια τότε στο χωριό. Άντε ποιος να πιστέψει σήμερα ότι οι πιο πολλοί χωριανοί ούτε πού 'ξέραν τι είναι αυτό.
Η Πυροστιά που τοποθετούσαν τα μαγειρικά σκεύη και μαγείρευαν μέσα στο τζάκι ήταν παρελθόν, τα αντικατέστησαν το γκάζι οι ξυλόσομπες και δειλά-δειλία έκαναν την εμφάνιση τους και τα ηλεκτρικά σκεύη του νοικοκυριού.
Και αυτό που σημαντικά άλλαξε προς το καλύτερο ήταν το ότι το σχολείο ήταν πολύ κοντά τους και ο Αλκιβιάδης απ' το μονοτάξιο σχολείο βρέθηκε σε κανονικό εξατάξιο.
Ένοιωσε ότι αν παλέψουν πολύ όλη η οικογένεια θα τους δοθεί ο δρόμος και ο ορίζοντας της προοπτικής. να λάμψουν και να ξεφύγουν από το διαρκές άγχος και την αβεβαιότητα που τους προσέφερε ο φτωχικός οικισμός τους..
Κι όμως ανεξάρτητα από τις ελπίδες και τα όνειρα του για μια καλύτερη ζωή, εικόνες και μια νοσταλγική ανάμνηση από τους παιδικούς του τόπους του θυμίζουν πόσο βαθιά ριζωμένες είναι οι μνήμες στο μυαλό και την ψυχή του που ανακαλούν το χτες, και γίνονται μπάλσαμο παρηγοριάς στις δύσκολες ώρες του.
Στα βορειοδυτικά της γειτονιάς υπήρχαν βοσκοτόπια, μεγάλοι χέρσοι λόφοι και φαράγγια που του θύμιζαν το χωριό. Σε μια ρεματιά υπήρχε και τεχνητή λίμνη όμοια με τι μικρή λιμνούλα στα περιβόλια του χωριού του, της έλειπε ο αιωνόβιος πλάτανος και οι πολλές μοβ περικοκλάδες αλλά είχε άφθονες καλαμιώνες. Σε τούτη τη μικρή τη λίμνη, είχε φτιάξει το δικό του καταφύγιο. Το έδαφος εκτεινόταν με ελαφρούς κυματισμούς προς όλες τις κατευθύνσεις και όπου κι αν έστρεφε τη ματιά του, οι επιφάνειες τρεμόπαιζαν από την κάψα του εδάφους. Μουντάδα στα υψώματα, στον ορίζοντα, στη χέρσα γη, όταν πλάκωνε η καταχνιά και η κατσιφάρα η βουβή. Εκεί ήταν ο δικός του μικρός κόσμος όπου του άρεσε τα καλοκαίρια να απομονώνεται και με τα μάτια κλειστά, άφηνε τις αναμνήσεις από τον τόπο του να τον παρασύρουν. Ονειροπολούσε. Με τον καιρό, άρχισε να νοσταλγεί το χωριό του, θυμόταν τις ηλιόλουστες πλαγιές στο Μεγάλο Ρέμα κι αναστέναζε. Ζωντανεύει όταν του ‘ρχεται η θύμηση του ποτισμένου χώματος με την ιδιαίτερη μυρουδιά της γης που αναστάτωνε το μέσα του λες και συναντούσε κάτι δικό του. Ας ήταν μπορετό να κάθιζε, δέκα λεφτά μονάχα, κάτω απ’ το δροσό της αλαφροΐσκιωτης μουριάς στην καλοκαιρινή την κάψα, να νιώθει μια αίσθηση δροσιάς στο πλάτωμα με το μικρό μποστάνι τους πίσω στο Μεγάλο Ρέμα με την όμορφη, ήρεμη, ασημένια μικρή λιμνούλα με τα καθάρια νερά, που ξεπρόβαλαν πίσω από τον αιωνόβιο πλάτανο στο τέλος μιας διχάλας από το στρατί που φιδοσερνόταν εμπρός του. Τριγύρω πυκνοί θάμνοι από βάτα, σφεντάμια, φτέρες και ένα πλήθος από ανθοφόρα φυτά πλαισίωναν το τοπίο με τα πανέμορφα και πολύχρωμα λουλούδια τους, τα υδρόβια φυτά που επέπλεαν, δημιουργούσαν μια πανδαισία χρωμάτων, και ο συνδυασμός των αρωμάτων με τις χιλιάδες ευωδιές να κατακλύζουν τα πνευμόνια του.
Στοιβαγμένες εικόνες στα θολά διαμερίσματα της μνήμης, αβίαστα προβάλλουν εμπρός του.
«Τα σφεντάμια και οι φτέρες είναι ακόμα αδιάφθορα,
Αλλά χωρίς αμφιβολία, όταν αποκτήσουν συνείδηση
Θ’ αρχίσουν κι αυτά να καταριούνται και να βρίζουν.»
Εικόνες της εκείνης της εποχής  μόλις που περπάτησε καλά, και στιγμή δεν καθότανε. Έτρεχε μες στα πεζούλια στις πλαγιές και ήταν ελεύθερος σαν τον άνεμο, χαρούμενος σαν την Άνοιξη και ανέμελος σαν το Καλοκαίρι.
Της  εποχής που πότιζε το μικρό μποστάνι τους, χαμηλά στη ρεματιά, ανάμεσα στα νεροκάλαμα, ένα λουρί χωράφι και έτρεχε ξέγνοιαστος, τσαλαβουτώντας μέσα στα νερά  με το κοντοβράκι του και με το μακρύ το φτυάρι στα αδύνατα χέρια του, να αλλάζει τα κανάλια του ποτιστικού νερού ανάμεσα στα παρτέρια με τα λαχανικά και τις κολοκυθιές τις φορτωμένες πορτοκαλιά λουλούδια, μεγάλα σαν χάλκινες τρουμπέτες, ευτυχισμένος όπως το πουλί απάνω στο κλαδί του. Τα μεσημέρια του καλοκαιριού, κάθονταν  στον ίσκιο κάτω από το μεγάλο πλάτανο, που πάνω στα κλαδιά του πετούσαν και κελαηδούσαν πουλιά, και τα χελιδόνια βουτούσαν χαριτωμένα πίνοντας το δροσερό νερό της λιμνούλας.
Τ' ήταν ο κόσμος τότε γι' αυτόν παρά ένα περιβόλι απέραντο, καταπράσινο και μοσχοβολημένο περιβόλι, με τη φύση να βρίσκεται στ’ αποκορύφωμα της λάμψης της, απ’ του ήλιου τις χρυσές ακτίνες.
Οι τόποι του χωριού του είναι ένα κομμάτι του εαυτού του, και οι μνήμες ομφάλιος λώρος να τον συνδέει με τα μέρη των παιδικών του χρόνων.
Χωριό του στη γειρτή πλαγιά, σημείωμα της άδολης πρώτης αγάπης, κυπαρίσσια κι αγριολούλουδα, θάμνοι που πτερυγίζουν οι μέλισσες και άνεμο-δαρμένοι βράχοι, θεόρατοι με ένα λευκό στις βαθιές ρυτίδες τους που άφησε ο χρόνος στην περιφορά του οργισμένου βοριά. Και πέρα μακριά στο διάφανο σαν ακουαρέλα, μια γραμμή στο χάραγμα, στο βάθος του ορίζοντα εκεί που η θάλασσα τον ουρανό φιλούσε. Στις πλαγιές θυμάρια, φασκομηλιές και ρίγανες, μυρουδιές ευλογημένες κατρακυλούν μες στα σπαρτά σαν σκέψεις ανεκπλήρωτες, όπως ο άνεμος που σμίλευε στις πέτρες τα σχήματα των άγονων περιπλανήσεων του. Και αυτός, «κουτσούβελο» με κοντό παντελονάκι και γρατζουνισμένα γόνατα τρέχει στις αλάνες και τους δρόμους του χωριού, με σφεντόνα και λερωμένα δάκρυα, όταν ο ήλιος στέγνωνε την αλμύρα τους. Τρεχαλητά και φωνές. Κυνηγητά και παιχνίδια. Όλα της φύσης τα χρώματα είναι ζεστά. Δένονται με τους απανωτούς ήχους των ανέμων στους βράχους. Κι όταν ο θόρυβος κοπάσει, και ο ήλιος σαν μεστωμένο πορτοκάλι, βουτάει στου Κούνου την πλάτη  μαζί του χάνονται και τα χρώματα, πέφτει το σούρουπο με ασημένιες σκιές και τα παιδιά πασχίζουν να μαντέψουν από πού θα ξεπροβάλει η σελήνη. Ανέμελη ζωή, με δίχως πάθη, με πολλά οράματα.
Είναι μια ηδονή που δεν ξεχνιέται εύκολα απ' όσους την ένιωσαν. Όλα αυτά μνήμες και γεύσεις, μυρωδιές, ακοές, οράματα και αφές των παιδικών μας χρόνων που μας δυναστεύουν μιαν ολάκερη ζωή. Δεν το γνώρισε ολότελα το καημένο του το χωριό, που του γελούσε πάντα στον ύπνο του και στα όνειρα του.
«Με της σκέψης τα πλάνα φτερά
στο χωριό του τρέχει να φτάσει.
Στης λιμνούλας τ’ ασημένια νερά».....

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2023

Afixis Sto Limani Tou Pirea

......... Είχανε κουρνιάσει στις στενές κουκέτες του πλοίου προσπαθώντας να βολευτούμε όσο καλύτερα μπορούσαν. Κάποια στιγμή ο Τηλέμαχος γλίστρησε έξω στο κατάστρωμα διασχίζοντας την εξωτερική πόρτα του ακκομοδεσίου του πλοίου στη δροσιά της υγρασίας που ερχόταν από τη θάλασσα.
Έμεινε στη θέση του ακίνητος σαν κεραυνόπληκτος και κοίταζε σαστισμένος τις εικόνες από το λιμάνι του Πειραιά την ώρα που ξημερώνει.
Έχει καρφώσει τα μάτια του στη στεριά, και ο μικρούλης προσπαθεί να πιαστεί από πολλά πράγματα για να αισθανθεί ότι μπορεί απ' τον άγνωστο κόσμο εκεί έξω που μόλις τον αντικρίζει και είναι τεράστιος και δαιδαλώδης.. Οι αισθήσεις του λαίμαργα αποτύπωναν τη θέα από το πολύβουο και ανήσυχο λιμάνι του Πειραιά, ένας γρήγορα αναπτυσσόμενος χώρος που εκτείνονταν εμπρός του, ένα περιβάλλον μιας πραγματικής μεγαλούπολης.
Οι λέξεις βγήκαν αβίαστα χωρίς δυσκολία από τα χείλη του.
«Μαμά! Μαμά, έλα, έλα να δεις.! Πω-πω! Κοίτα σπίτια! Κοίτα πλοία!»
««Κοίτα, κοίτα, Μαμά! Να-να και αυτοκίνητα! »
Πώς να περιγράψει τα συναισθήματα που ένιωθε εκείνη την ώρα ο μικρός αδελφός του που ξαφνικά από το μικρό απομονωμένο οικισμό βρέθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, μια κοσμοπολίτικη πολιτεία γεμάτη ζωή και κίνηση. Η παραλία φωτόλουστη, πλοία να πηγαινοέρχονται στο λιμάνι, ρίχνοντας ή τραβώντας την άγκυρα, να λύνονται ή να δένονται στις προβλήτες.
Το φως του ήλιου ξεχύνεται γύρω στο σκληρό γαλάζιο χρώμα του ουρανού εκτυφλωτικό, επιθετικό, σαν να θέλουν οι αχτίδες να κυνηγήσουν ότι κρύβει τον πρωτόγνωρο νέο κόσμο στα φτωχά και ανίδεα χωριατόπουλα.
Η μητέρα τους στην αρχή νόμισε πως την γελούν τα μάτια της αντικρίζοντας να ξεδιπλώνεται μπροστά της μία πολύβουη πολιτεία, ζωντανή που σφύζει από ζωή, μέσα από τους πολυσύχναστους κεντρικούς της δρόμους δημιουργώντας μια ζωντανή ατμόσφαιρα.
Όταν συνήλθε από την έκπληξη τον κοίταξε τρυφερά πήρε τα χέρια του μες στα δικά της χέρια, του χαμογέλασε και τον έσφιξε στο στήθος της.
Ο μικρός Τηλέμαχος κούρνιασε πάνω της και ένιωσε την αγκαλιά της σαν ο φρέσκος δροσερός αέρας που μπήκε στα πνευμόνια του.
Το χαμόγελο που απλώθηκε στο πρόσωπο της μητέρας του, του Αλκιβιάδη του θύμισε τα μικρά κύματα που σκάνε στην άκρη του γιαλού την ώρα που δεν φυσάει.
Αυτή ήταν η μητέρα τους.
Ήταν το δροσερό ποτήρι που εναπόθεταν την κάθε ελπίδα τους, τα βάσανα, τις χαρές τους και τους καημούς τους... 
Ήταν ένα τριαντάφυλλο, που μύριζε τόσο γλυκά.
Είναι πάντα δίπλα τους, σιωπηλά, διακριτικά, γεμάτη καταλυτική αγάπη, νιάξιμο, φροντίδα, δύναμη και προσμονή.
Είναι η γλυκιά τους μάνα. 
Αμίλητη τώρα ατένιζε την θέα απ’ αυτόν τον καινούργιο κόσμο εκεί έξω και αναρωτιόταν αν αυτή η περιπέτεια, θα αποτελούσε μια νέα καλύτερη σελίδα στη ζωή τους. Σκέφτεται  πως μια καινούργια αυγή τους είχε ξημερώσει και προσδοκούσε να καταφέρουν να κάνουν όσα αυτή είχε ονειρευτεί στην εφηβεία της σήμερα τα παιδιά της.
Ακόμα αναρωτιόταν αν η απόφαση να πάρουν τους δρόμους της ξενιτιάς με στόχο να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την μίζερη ζωή του φτωχικού χωριού ήταν η σωστή απόφαση.
Με τα μάτια μισόκλειστα φαντάζεται, ήταν ωραίο να φαντάζεται διάφορα μα δεν έβρισκε άκρη στις σκέψεις της. Ηθελε να ρωτήσει τον εαυτό της εκατομμύρια πράγματα και δεν είχε απαντήσεις να του δώσει. Πού πήγαιναν, τι έπρεπε να περιμένουν. Χιλιάδες «κι αν...», «ίσως» και τι θα γινόταν στο τέλος.
Τόσο την είχαν απορροφήσει οι σκέψεις της που δεν πήρε είδηση πότε το πλοίο πρόσδεσε στην προβλήτα και ήδη ξεκινούσε η αποβίβαση.
........Στην έναρξη της εφηβείας του ο Αλκιβιάδης μπαίνοντας στον αθέατο κόσμο της μνήμης του ανακαλύπτει τοπία ανέγγιχτα, διαβάζει στο τετράδιο του μυαλού του ιστορίες γοητευτικές, αισθάνεται να βρίσκονται τα πάντα μέσα εκεί σε μι’ αρμονική ισορροπία. Κι όμως μια γκρίζα κουκκίδα, κάτι σαν βαθιά ομίχλη, του σκεπάζει την πρόσβαση να ανακαλύψει το καράβι που τους μετέφερε στον Πειραιά.
Λίγα χρόνια αργότερα έφηβος πλέον έκανε το ίδιο ταξίδι δυο-τρία καλοκαίρια.
Τα ταξίδια ήταν πανέμορφα μια και το πλοίο παρέπλεε συνεχώς τις ακτές της Πελοποννήσου εκεί όπου οι νότιες παρυφές του Πάρνωνα βουτάνε στο Μυρτώο Πέλαγος και τα αρώματα του βουνού σμίγουν με την αύρα της θάλασσας.
Η άγρια ομορφιά αυτού του φυσικού τοπίου, αυτής της γεωγραφικής ορεινής περιοχής του Ζάρακα με τα πέντε χωριά του. Ομορφότερο όλων το παράκτιο Κυπαρίσσι, με μια φυσιογνωμία στεριανή και νησιώτικη μαζί, κτισμένο αμφιθεατρικά, κοιτάζει την ανατολή του ήλιου και σκοτεινιάζει νωρίς λόγω των κορυφών του Ζάρακα, που εμποδίζουν τον ήλιο από τη Δύση να φωτίσει τον τόπο. Όταν κοιτάζεις την περιοχή από τη θάλασσα, μοιάζει με θρόνο προς το Μυρτώο Πέλαγος.
Θυμάται το Γέρακα. Από τις πιο εντυπωσιακές γωνιές της Λακωνίας, ένα μικρό λιμάνι που αναδύεται μέσα από ένα επιβλητικό τοπίο. Άφωνος θα μείνει ο ανυποψίαστος επισκέπτης πλησιάζοντας το Λιμάνι του Γέρακα. Ένα σπανιότατο φιόρδ μοναδικής ομορφιάς ξεδιπλώνεται μπροστά του. «Ευλίμενον χωρίον» ονομάστηκε από τον Παυσανία, στο έργο του «Λακωνικά».
Μια ματιά είναι αρκετή για να αντιληφθεί κανείς πόσο συναρπαστικά πολυσχιδές είναι το τοπίο και να υποπτευθεί πόσο θεαματικά πολυτάραχη είναι η γεωλογική του ιστορία.
Η γαλήνη του τοπίου και η γραφικότητα του οικισμού συνθέτουν ένα μοναδικό σκηνικό.
 Ο ακύμαντος κόλπος του, ένα από τα μεγαλύτερα φυσικά λιμάνια της Μεσογείου, ετοιμάζεται να υποδεχτεί το σούρουπο. Το πλοίο έμπαινε με την πλώρη στον αρκετά στενό όρμο και φουντάριζε αρόδο, επικίνδυνα κοντά στα βράχια και τα αβαθή. Η αποβίβαση επιβατών και εμπορευμάτων γινόταν με καΐκια. Αναχώρηση με ανάποδα, διότι ούτε λόγος για χώρο να γυρίσει εκεί μέσα. Μετά το Γέρακα, στέκει καταμεσής του Μυρτώου πελάγους ένας πελώριος βράχος, η Μονεμβασιά. Το πέτρινο καράβι του Ρίτσου. Η αγέρωχη καστροπολιτεία.
 «Όταν η θάλασσα σμίλεψε την πέτρα... Όταν ο ήλιος γέμισε χρώματα τον ουρανό... Όταν η ακρογιαλιά καλύφθηκε από την ξανθιά άμμο... Γεννήθηκε ένα μέρος για τις πιο όμορφες και έντονες στιγμές μας.» Ατμόσφαιρα ερωτική, γεμάτη μυστήριο και μαγεία, είναι η ώρα που κυνηγούσε το καλύτερο ηλιοβασίλεμα του κάστρου.
....Ανασκαλεύοντας τη μνήμη ο Αλκιβιάδης νιώθει μια βαθιά ριζωμένη αίσθηση, ότι όλο αυτό το ταξίδι της μετανάστευσης το έζησε ακουμπισμένος στις κουπαστές του θρυλικού επιβατικού πλοίου της ακτοπλοΐας το περίφημο «Μυρτιδιώτισα.»
Η σιλουέτα του πλοίου είναι χαραγμένη στη μνήμη των ταξιδιωτών ανεξίτηλα! Ήταν το καράβι της άγονης γραμμής, που μετέφερε τις χαρές τους, τις λύπες τους, τα όνειρά τους. Είναι το καράβι που έφερε μεγάλη αλλαγή στη θαλάσσια συγκοινωνία και δεν σκιάχτηκε τις φουρτούνες του Κάβο Μαλιά, γιατί είχε στο τιμόνι του την ίδια τη Παναγία τη Μυρτιδιώτισα.
Το Μυρτιδιώτισα είχε ναυπηγηθεί στη Σκωτία το 1929 ως Lochness για την παραδοσιακή ακτοπλοϊκή εταιρία MacBrayne. Στην Ελλάδα το έφερε το 1958 ο Σ. Μπιλίνης και έγραψε την ιστορία του στη λεγόμενη «μαύρη γραμμή» (Πειραιάς- ανατολικά παράλια Πελοποννήσου, Κύθηρα) ώσπου διαλύθηκε το 1973 στο Πέραμα.
Η αφίσα εποχής ξεκινά την αναφορά της στο «νεοαγορασθέν πολυτελέστατον ατμόπλοιον Μυρτιδιώτισσα», παραθέτοντας τα βασικά του χαρακτηριστικά και την εσωτερική διαμόρφωση, προτού δημοσιεύσει το πρόγραμμα δρομολογίων του. Για το Μυρτιδιώτισα, έλεγαν πως του ήταν γραφτό να ταξιδεύει σε μυστικιστικές γραμμές, από τα ανεμοδαρμένα νησιά των Εβρίδων στις κακοτράχαλες ακρογιαλιές της Λακωνίας, από την ομίχλη των Σκωτσέζικων φιόρδ στις σφηκοφωλιές των όρμων στο Κυπαρίσσι, στο Γέρακα, στο Πόρτο Κάγιο, στο Σολοτέρι.
Το Μυρτιδιώτισσα πραγματοποίησε το παρθενικό του δρομολόγιο στην άγονη γραμμή της ανατολικής Πελοποννήσου το καλοκαίρι 1958.
Ήταν ένα πλοίο ιστορία. Μια όαση, σε μία άγονη γραμμή. Καράβι μιας άλλης εποχής, κουβαλώντας πάντα περήφανες ράτσες ανθρώπων.
Ήταν το πλοίο που η οικογένεια του ξεκίνησε το μακρινό της ταξίδι.
.....Στον Πειραιά η οικογένεια επιβιβάστηκε στην επιβατική αμαξοστοιχία του ΟΣΕ με προορισμό τη Λαμία, κουβαλώντας μαζί τους και τα λιγοστά υπάρχοντα τους, μόλις δυο μπόγους που ήταν όλη κι όλη η κινητή τους περιουσία τυλιγμένη σε σεντόνια.

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2023

Tria Kofta Ki Ena Paratetameno Sfirigma Toy Apoxeretismou

........... Το απομεσήμερο έφτασαν στη Μονεμβασιά, μόλις λίγα μέτρα μπροστά τους εκτείνεται μια  θάλασσα με γαλαζοπράσινες αποχρώσεις. Ο ήλιος στα δεξιά πάνω από το Φοινίκη ετοιμάζεται να δύσει πίσω στο Λακωνικό κόλπο. Μπροστά τα μεσαιωνικά τείχη της Μονεμβασιάς και πίσω τους κρύβεται η μαγευτική καστροπολιτεία που φιλοξενεί βυζαντινές εκκλησίες, επιβλητικά αρχοντικά, γραφικά καλντερίμια και μία σειρά από ξενώνες, εστιατόρια, μπαρ και καταστήματα που βρίσκονται σε αρμονία με το αρχιτεκτονικό προφίλ της πόλης. Στον «Βράχο της Μονεμβασιάς» συνδιαλλέγεται η άγρια ομορφιά της πέτρας με το μπλε της θάλασσας και το σήμερα με την ατμόσφαιρα των μεσαιωνικών χρόνων.
Ήταν κοντά στο Ηλιοβασίλεμα τέλη του Ιούλη και έκανε μια διαβολεμένη ζέστη, αλλά εκεί στην ακροθαλασσιά που ξεκινούσε η τσιμεντένια προβλήτα του λιμένα το φρέσκο θαλασσινό αεράκι κρατούσε την θερμοκρασία σε ανεκτά επίπεδα. Παρ’ όλα αυτά είχαν λουστεί στον ιδρώτα καθώς περίμεναν να επιβιβαστούν στο μικρό επιβατικό καΐκι που θα τους μετέφερε στο μεγάλο καράβι, που φάνταζε σαν μαύρο-άσπρο κάστρο, πάμφωτο, επιβλητικό και περήφανο και είχε φουντάρει αρόδο στο αγκυροβόλιο στον ανοικτό κόρφο σε μια θάλασσα γεμάτη ρυτίδες. Κατάμαυρο το σκαρί. Άσπρη η γέφυρα. Και το όνομα του γραμμένο με άσπρη λαδομπογιά μαζί με το νηολόγιο. 
Στο τέλος της τσιμεντένιας προβλήτας της μικρής μαρίνας του λιμένα είχε πλαγιοδετήσει η «Αρτεμισία»  ένα παραδοσιακό ξύλινο καλοδιατηρημένο επιβατικό καΐκι που μόλις είχε βγει από τον ταρσανά του Γυθείου και ήταν ολόφρεσκα βαμμένη. Ένα γερό σκαρί με ευκολίες, και καθίσματα για επιβάτες.  Τα πλευρά της, φρεσκοβαμμένα, άστραφταν, λειασμένα και ξασπρισμένα. Ο καπετάνιος της, γαλήνιος στο απογευματινό μελτεμάκι καθοδηγούσε τους επιβάτες να πάρουν ασφαλείς θέσεις.
Ήταν ώρα του ηλιογέρματος, όταν ο καπετάνιος του καϊκιού με την ήρεμη φωνή του έγνεψε στον άντρα στην αποβάθρα και αυτός του έλυσε τα σχοινιά! Έβαλε εμπρός τη μηχανή, και κράτησε την τιμονιέρα σταθερά στα χέρια του, η Αρτεμισία σκαμπανέβασε ελαφρά όταν ο καπετάνιος έβαλε όπισθεν για να απομακρυνθεί από την προβλήτα, με κατεύθυνση προς τα ανατολικά, με μια επιδέξια μανούβρα. Θα μπορούσε να οδηγήσει το καΐκι και με κλειστά μάτια. Ο ίδιος είχε κάνει αυτή τη διαδρομή τόσες φορές, που είχε χάσει το λογαριασμό. Μπορεί να του είχε γίνει ρουτίνα, αλλά δεν ήταν ποτέ μονότονη. Ένιωθε ως συνήθως, την ελευθερία της θάλασσας και του γαλανού ουρανού, ενώ κρατούσε το τιμόνι και αφουγκραζόταν το βόμβο της μηχανής.
Η «Αρτεμισία» ταρακουνήθηκε καθώς αναχωρούσε από τη προβλήτα του μικρού λιμένα για να γλιστρήσει στα βαθιά νερά. 
Ο καιρός μαλακός καλοκαιρινός, πουνέντες, και το καΐκι στην απογευματινή παλίρροια γύριζε κι έπιανε να μποτζάρει απ’ τ’ αντιμάμαλο που γεννιόνταν καθώς η θάλασσα χτυπούσε στην προβλήτα και πισωγύριζε. Ο καπετάνιος τιμόνευε με μαεστρία, κάνοντας οχτάρια πάνω στα κύματα. Σιγοτραγουδούσε κιόλας.
Το απαλό αεράκι τους χάιδευε το πρόσωπο. Ήταν ζεστό και ας ήταν ήδη σούρουπο. Λευκά, ακίνδυνα σύννεφα φαίνονταν διάσπαρτα στον ορίζοντα. Τα νερά που έσκιζε το καΐκι ήταν καταγάλανα.
Όταν η «Αρτεμισία» έβαλε πλώρη το ανοικτό πέλαγος και απομακρυνόταν από την ακτή μαζί της απομακρυνόταν και αυτός και ίσως έφευγε για πάντα, αφήνοντας πίσω του το μικρό φτωχό οικισμό τους, το πετρόκτιστο ασβεστοβαμμένο σχολείο του στα Κουλέντια, τη μικρούλα καταπράσινη λίμνη στου «Μειμέτ αγά», με το λιγοστό τρεχούμενο νερό που άρδευε τα περιβόλια του οικισμού.
Πριν γνωρίσει την απέραντη θάλασσα γνώρισε τη μικρή τεχνητή λίμνη στα δυτικά όρια του οικισμού τους, κάτω από τη σκιά ενός γιγάντιου αιωνόβιου πλατάνου. Πυκνοί θάμνοι από βάτα, σφεντάμια, φτέρες και ένα πλήθος από ανθοφόρα φυτά πλαισίωναν τριγύρω την όμορφη, ήρεμη, ασημένια μικρή λιμνούλα με καθάρια νερά, που ξεπρόβαλε πίσω από τον αιωνόβιο πλάτανο στο τέλος μιας διχάλας από το στρατί που φιδοσερνόταν εμπρός του. Τα πανέμορφα και πολύχρωμα λουλούδια, τα υδρόβια φυτά που επέπλεαν, δημιουργούσαν μια πανδαισία χρωμάτων, και ο συνδυασμός των αρωμάτων με τις χιλιάδες ευωδιές να κατακλύζουν τα πνευμόνια σου.
Το μακρινό τους ταξίδι του ξενιτεμού μόλις είχε ξεκινήσει με το ασπρογάλανο καΐκι την «Αρτεμισία.» Ήταν το πρώτο τους βήμα.
Η φαμίλια  ....η μητέρα πρωτίστως..... είχε γυρίσει την πλάτη της στον τόπο της και σ’ αυτό που της ήταν οικείο, αλλά και αυτό το τίμημα ήταν μικρό, προκειμένου να παλέψει ώστε να μπορέσει να προσφέρει στα παιδιά της όλα όσα ονειρευόταν πως δικαιούνταν.
Ο Τηλέμαχος ο τετράχρονος αδελφός του άκουσε τον υπόκωφο παφλασμό των κυμάτων καθώς σκάνε στον καθρέφτη του καϊκιού, λικνίζοντας το, τρόμαξε. Δε σάλευε, το πρόσωπο του είχε μια έκφραση τρομαγμένη, μια παράξενη ταραχή.. Τα χέρια του τρέμανε, άρπαξε το παντελόνι του συνεπιβάτη εμπρός του και το κρατούσε σφικτά φοβισμένα, δάκρυα ξεχείλισαν απ' τα μάτια του. Ο κύριος στοργικά ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του μικρού αγοριού και του μίλησε καθησυχαστικά.
Ο Τηλέμαχος αναστέναξε άφησε το παντελόνι σήκωσε τα μάτια και τα χαμήλωσε πάλι, νιώθοντας ανίσχυρος και φοβισμένος, ...
Κάθισε χάμω στο κατάστρωμα αγκάλιασε τα γόνατα του, ακούμπησε πάνω τους, το πηγούνι του κι άρχισε να κλαίει με ένα νευρικό, καταπιεσμένο κλάμα. 
Η μητέρα τους τον πλησίασε τρομαγμένη, τον σήκωσε όρθιο, είδε το πρόσωπό του πλημμυρισμένο στα δάκρυα..... δάκρυα άφθονα. Έδωσε το μικρό δίχρονο αδελφό τους που κρατούσε στην αγκαλιά, στον άνδρα της, έβγαλε τη ζακέτα της και σκέπασε το αγόρι της, κι αυτό κούρνιασε μέσα στην αγκαλιά της μάνας του γραπώνοντας τα δάχτυλά της. 
«Ψυχή μου!» Του ψιθύριζε με τρυφερότητα. «Εδώ είμαι εγώ, δεν θα σ' αφήσω πότε!» Και τον κρατάει στο στήθος της όπως όταν ήταν μωρό να μην της κλαίει.
«Εδώ είναι η μανούλα σου», του λέει γλυκά, αποθέτοντας ένα τελευταίο χάδι στο μέτωπό του πριν σηκωθεί. Ο Τηλέμαχος αναστενάζει και τα μάτια του λάμπανε ζωηρά τώρα, μπορούσες να δεις στα μάτια του την ανακούφιση καθώς κοίταζε την μητέρα τους.
Η «Αρτεμισία» έπλεε χρησιμοποιώντας τη μισή ταχύτητά της, σκαμπανέβαζε, υστέρα από πάλεμα με την παλίρροια, κάποτε έφτασε μπροστά στο έμπα του λιμανιού δίπλα στο μεγάλο ποστάλι. Ο καπετάνιος πήρε στροφή στη στερνή μανούβρα, να καβατζάρει, για να φέρει το καΐκι στα δίπλα στην υπήνεμη πλευρά του πλοίου με ασφάλεια στο κύμα.  Μπήκανε στην απανεμιά.  «Στις Θέσεις σας παρακαλώ!» φώναξε ο καπετάνιος. «Ένας- ένας στη σκάλα, οι γυναίκες και τα παιδιά πρώτα.» Αυτό έκανε ένα σωρό δειλά πρόσωπα να στραφούν προς το μέρος του. Οι επιβάτες έσπευσαν να τον υπακούσουν. 
....Τρία κοφτά κι ένα παρατεταμένο σφύριγμα, σκόρπισαν γύρωθε τη χαρά και τον αποχαιρετισμό του καραβιού. Οι προπέλες αναδεύτηκαν μαντίλια ανέμισαν  ψηλά στο κατάστρωμα, στη γέφυρα και στην αποβάθρα. Σφύριζε το καράβι την αναχώρηση και χύθηκε λεύτερο μπροστά, μαζί σφύριζαν και τα καΐκια. Σφύριζαν το φευγιό στους ταξιδιάρηδες. Για όσους ήτανε να φεύγουνε. Να πάνε μακριά σε άλλους τόπους. Σε τόπους που τους περιμένανε, και καθώς το πλοίο αύξανε ταχύτητα οι επιβάτες κουνούσαν τα μαντίλια όσο περισσότερο μπορούσαν, συντηρώντας τον δεσμό με τα πρόσωπα που χάνονταν στην ακτή. 
Ο ήλιος τραβά δυτικά πίσω απ’ τα ψηλώματα βασιλεύοντας με τις τελευταίες του αχτίνες, να πορφυροβάφουν στρωτό γυαλί τα νερά, κι οι ίσκιοι πέφτουν βιαστικοί στα κύματα της λακωνικής ακτής. Ανατολικά βρίσκεται το Μυρτώο Πέλαγος και το πλοίο χαράζει πορεία στον ανοικτό ορίζοντα. Η Παλιά Μονεμβάσια, νότια του μεγάλου βράχου, μένει πίσω τους. Ο ουρανός ήταν καθαρός, τα πρώτα άστρα φάνηκαν στο στερέωμα.
Το σούρουπο έδωσε τη σκυτάλη στην νύχτα που μοσχοβολά την υγρή οσμή της θάλασσας και το φεγγάρι ένας χρυσαφένιος δίσκος, αναδύεται πέρα στον μακρινό ορίζοντα έτοιμο κι’ αυτό να αρχίσει το ταξίδι του στον ουρανό, φτάνοντας πέρα, στους μακρινούς ωκεανούς, στις μακρινές θάλασσες, κι αυτός συλλογιέται ακουμπισμένος στην κουπαστή την αναχώρηση, φέρνει στα μάτια του τη γη που γεννήθηκε ν’ απομακρύνεται μέσα στ' απόνερα που αφήνει πίσω της η προπέλα του «Ποσταλιού».
Ή λάμψη της δύσης αναλήφθηκε απ' τις βουνοκορφές, το σούρουπο γέμιζε το Μυρτώο πέλαγος, και άρχισε να σκοτεινιάζει πέρα από την κορυφή της Κουλοχέρας στα χωριά του Ζάρακα. Ένα μεγάλο γλαροπούλι βούτηξε στο νερό. Τα στεφάνια πάνω στην απαλή επιφάνεια της θάλασσας πλάταιναν ολοένα. Μπροστά στον ορίζοντα πρόβαλε η βραχονησίδα Παραπόλα. Στην αρχή ήταν μια μικρή κουκκίδα στο βάθος του αστροφώτιστου ορίζοντα που άρχισε να παίρνει σχήμα και μορφή καθώς την πλησίαζαν.
Και πίσω εκεί μακριά, μια άλλη κουκκίδα, καταμεσής του Μυρτώου πελάγους ο πελώριος βράχος της Μονεμβασιάς, το πέτρινο καράβι του Ρίτσου, η αγέρωχη καστροπολιτεία ξεμακραίνει.
«Κυρά Μονοβασιά μου, πέτρινο καράβι μου. Χιλιάδες οι φλόκοι σου και τα πανιά σου. Κι όλο ασάλευτη μένεις να με αρμενίζεις μες στην οικουμένη» έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος για τον τόπο του, τη Μονεμβασιά. Για τον άγριο βράχο, την Άκρα Μινώα -όπως  ονομαζόταν κατά την αρχαιότητα- που αποκόπηκε από την Πελοπόννησο με έναν σεισμό το 375 μ.X. και πήρε τη μορφή που πήρε σήμερα.
Είχε πια σχεδόν νυχτώσει.

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

H Mera Ths Anachorisis

...1958.. Η αναχώρηση από τα Μπουμπουτσέλια....
Η Ιοκάστη ήταν βυθισμένη σε ακαθόριστες και αφηρημένες σκέψεις το διάστημα εκείνο. Αυτό που ονειρεύεται είναι να αλλάξει τη μοίρα τους, και να χτίσει ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της.
Το τελευταίο βράδυ ήταν ορθή μπρος στο παράθυρο τους, με κουφωμένα τα σκούρα-μελιά της μάτια, και κοίταζε. Κοίταζε  ασάλευτη, ενώ το φεγγαρόφωτο έπεφτε πάνω της, κάνοντάς τη να μοιάζει με απαστράπτουσα. Τα αστέρια έλαμπαν με το ψυχρό τους φως, ενώ η ημισέληνος έλουζε τα πάντα, η Ιοκάστη έμενε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο σαν να φύτρωσε ξαφνικά εκεί έξω ένας καινούργιος κόσμος και πάσχιζε να τον μάθει. Σε ξένα μέρη, που πάμε πρόσφυγες, τι άραγες μας περιμένει; Τι μέρες είναι ν' ανατείλουν;
«Μανούλα, τι κοιτάζεις;!»
«Τίποτα αγάπη μου.! Απλά κάτι σκέφτομαι.»
Η φωνή της ήταν κάπως αλλιώτικη, αλλαγμένη, κάπως βραχνή, το πρόσωπο σφιγμένο, συννεφιασμένο ακίνητο και βουβό. Τα μάτια της βυθίστηκαν πάλι εκεί έξω στην απεραντοσύνη τ' ουρανού σαν κάτι να γρικούσε μέσα της και πάλευε να το ξεκαθαρίσει.
Ύστερα στράφηκε προς το μέρος τους, γλύκαινε το πρόσωπο της χαμογέλασε και τους κάλεσε κοντά της ...τα παιδιά της... τα φίλησε στα μάγουλα και άρχισε να τους μιλά για τον κόσμο. Να τους μιλά για τον κόσμο αυτόν που υπάρχει εκεί έξω πέρα απ’ τη θάλασσα και για τα παιδιά που έχουν ευκαιρίες να κάνουν μεγάλα πράγματα στη ζωή τους. Να τους μιλά για τους ανθρώπους που δημιουργούν καινούργιους κόσμους. Να τους εξηγεί πως κάθε στιγμή της ζωής είναι μια μάχη, μια απόφαση, μια γεμάτη νόημα επιλογή που σε κάνει να νιώθεις πως μπορείς να ονειρευτείς τη ζωή σου όπως την θέλεις.
Έπειτα τους είπε για την αναχώρηση.
Τώρα τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. Τα κοιτούσε τόσο στοργικά. Γέμισαν δάκρυα και τα δικά τους. Σύρθηκαν μέσα στα απλωμένα χέρια της, μαζεύτηκαν πάνω της κουρνιάζοντας στην αγκαλιά της, εκείνη τα έσφιξε όσο πιο κοντά της μπορούσε.
«Μανούλα μην κλαις...» Της είπε λυπημένα, με μια φωνή παράξενα συρτή ο Αλκιβιάδης.
«Σιώπα, μην κλαις… μη φοβάσαι εμείς είμαστε εδώ..»
Η Ιοκάστη δε μίλησε ξανά, τους κράτησε στην αγκαλιά της σιωπηλή, συνεχίζοντας να τους χαϊδεύει μέχρι που σιγά σιγά τα δάκρυα της αραίωσαν, δίνοντας τη θέση τους σε αναστεναγμούς. Κρατώντας σφιχτά τα παιδιά της, ότι γλυκό και ιερό έχει στη ζωή της αναστενάζει γιατί ’ναι όλα πίκρα και καημός. Σταδιακά πλάκωσε μια σιωπή, όπως η πίσσα που ρίχνεται στο χώμα. Μια σιωπή βαθιά γεμάτη νόημα, ελπίδα, δύναμη, και αυθεντικότητα. 
Ήταν που ονειρευόταν για λόγου τους μια καλύτερη τύχη: Να σηκωθούν και να πετάξουν σαν τους αετούς που έβγαλαν φτερά. Και να που μες στην κουρασμένη φαντασία της τα πράγματα αλλάζουν ξαφνικά όψη, όπως από τη νύχτα στη μέρα. Όλα γίνονται φως, μια γλύκα και όλα τριγύρω ξανανθίζουν όπως η κοιλάδα την άνοιξη.
Της Ιοκάστης τότε ένας τελευταίος βαρύς αναστεναγμός ξέφυγε από το στήθος που έλυσε την σιωπή.
Ξέσπασε. Ένα τραγούδι αντήχησε. Νοσταλγικό και πονεμένο τραγούδι του νόστου και της προσφυγιάς. Μια υπόκωφη μελωδία, σε παράπονο, σε λυγμό, γυμνή χωρίς μουσική, που είχε μόνο λίγες νότες σε ρυθμό κι ωστόσο ατέλειωτες παραλλαγές.
 Στο μυαλό του Αλκιβιάδη για χρόνια τώρα αντηχεί αυτό το τραγούδι, γλυκόλαλα και τόσο απαλά, κι αν μπορούσε να το εκφράσει, θα το έλεγε το Τραγούδι της οικογένειας τους. Έκλεινε τα μάτια του για ν' ακούσει την πλούσια, ζεστή και γλυκιά φωνή της μητέρας του, και οι σκέψεις του γέμιζαν με τα σκούρα μελιά μάτια της, που έλαμπαν σαν αστέρια.
Τη μέρα του φευγιού από τα ξημερώματα ακόμα ο Αλκιβιαδης σηκώθηκε και βγήκε έξω, κατέβηκε στο διάσελο με τη στέρνα των περιβολιών, πέρασε στο περιβόλι τους, έκανε ένα γύρο τις πεζούλες  αποχαιρέτησε στα πεταχτά  το νερό, το χώμα, τον αγέρα του τόπου του, μάζεψε μυριστικά αγριόχορτα κι οι παλάμες του μύρισαν θρούμπα, φασκόμηλο και θυμάρι. Ανέβηκε στο  ψήλωμα, στ' αλώνι κοίταξε τον τόπο τους ολόγυρα να τον χορτάσει, να τον πάρει μαζί του. Αυστηρό, σοβαρό τοπίο από σκούρα δέντρα και χρωματιστά λουλούδια που έλαμπαν στο πρωινό ήλιο. Μακριά, κατά νότου, πέρα από τα Φούτια η παραλία της Καστέλας μ΄ένα μικρο νησάκι, αμμουδερό, λαμποκοπούσαν τριανταφυλλένια και κοκκίνιζαν  στις πρώτες αχτίδες. Και πέρα δυτικά στο Μεγάλο Ρέμα, ελιές, συκιές, λίγα αμπέλια εδώ και εκεί και στα απάνεμα γούπατα ανάμεσα σε βουναλάκια, στέκονται πλατωσιές γυρμένες προς το νότο, με ξινόδεντρα και μουριές και μερικά μποστάνια. Ώρα πολλή χαιρόταν από το ψήλωμα τους απαλούς κυματισμούς της γης ζώνες ζώνες οι βαθύσκιωτες συκιές, οι ασημόφυλλες ελιές, οι ηλιοκαμένες αμυγδαλιές, οι σκουροπράσινες σκαμνιές και χαρουπιές που απλώνονταν μπροστά του. Και πέρα, κατά νότου, στραφτάλιζε η θάλασσα, απέραντη, έρημη, έφτανε ως τα Κύθηρα και τη Κρήτη. Έμοιαζε ετούτο τοπίο του χωριού του, λιγόλογο, λυτρωμένο από περιττά πλούτη, δυνατό και συγκρατημένο ξεχώριζε και μοσχοβολούσαν οι λεμονιές κι οι πορτοκαλιές, από το περιβόλι τους.
«Το χωριό μου!» Μουρμούριζε και η καρδιά του αναπετάριζε.
Κατέβηκε από το αλώνι, πήρε το μονοπάτι του Άγιου Παντελεήμονα. Ήταν Κυριακή, μα ο παππάς λειτουργούσε στα Λυρά αυτή τη βδομάδα και η εκκλησία ήταν έρημη. Στάθηκε! Ευθύς ως πήρε το μάτι του, η καρδιά του σκίρτησε οι σκέψεις του κόπηκαν. Ήταν τα παιδιά του οικισμού. Τα κορίτσια του Πολυζώη του Μάρκου, αγόρια και κορίτσια του Καραστατήρη, του Κατσουλώτου, των Αρώνη. Όταν τον συνάντησαν τα πρόσωπά τους άνοιξαν, πύκνωσε η αραιωμένη παράταξη κι όλες και όλοι μαζί τον καλημέρισαν με γάργαρες φωνές. Την ίδια στιγμή ο Παναγιώτης του Πολυζώη Αρώνη κτύπησε τη καμπάνα του Άγιου, χαρούμενος, παιχνιδιάρικος ο ήχος της, γέμισε τον αέρα ευδαιμονία.
Ο ήλιος είχε ψηλώσει, ο ουρανός ήταν κατακάθαρος. Στριμώχτηκε στις αγκαλιές τους, κοίταξε δυστυχισμένος το Μυρτώο πέλαγος. Ένιωθε το σώμα του να πλέει σε μια θάλασσα κι ο νους του, ακολουθώντας το κύμα, γίνονταν κύμα κι υποτάσσονταν κι αυτός, χωρίς αντίσταση, στο χορευτό ρυθμό της θάλασσας.  Κάτι σάλευε μέσα του κυριευμένος από επιθυμίες, και ελπίδες και προσδοκούσε τη λύτρωση. Άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά του, σα να θελε να τους πάρει μέσα όλους. Τους αγκάλιασε έναν-έναν σταυρωτά τους φίλησε και τους χαιρέτησε όλους με περίσσια εγκάρδια λόγια. Καλή τύχη σε ότι κι αν κάνεις του ευχήθηκαν..
..... Το μονοπάτι από το σπιτάκι τους στον  οικισμό μέχρι τη δημόσιο χωματόδρομο ανηφορικό σκαρφάλωνε προς τα επάνω, ενισχυμένο από τοιχία ξερολιθιάς. Κατσιασμένοι πρίνοι, πικραμυγδαλιές και γκορτσιές ορθώνονταν χωρίς τάξη κατά μήκος του στενού, ελικοειδούς και σπαρμένου με λιθάρια δρόμου κι ο Αλκιβιάδης περπατούσε αργά λες και τα πόδια του αρνούνταν να τον υπακούσουν πια. Κάθε τόσο σταματούσε και γύριζε να κοιτάξει το σπιτάκι τους που ήταν χωμένο ανάμεσα στις δυο αιωνόβιες ελιές και την μυγδαλιά στο νοτιά της αυλής τους πάνω από το τοίχος από τις ξερολιθιές και πιο κάτω το χαντάκι με τις φραγκοσυκιές, το σύνορο που τους χώριζε με την ιδιοκτησία του μπάρμπα Παναγιώτη. Του φαινόταν να μοιάζει με φωλιά, μια πραγματική φωλιά. Κάθε φορά που έφευγε από τον οικισμό για το σχολείο στο χωριό το κοίταζε έτσι, τρυφερά και μελαγχολικά. Σήμερα ένιωθε σαν ένα πουλί που μεταναστεύει και αφήνει εκεί πίσω το ένα κομμάτι του εαυτού του, τη δύναμη που δίνει η πατρώα γη, το ξεμονάχιασμα από τον κόσμο του, και ανηφορίζοντας προς τη δημοσιά περνώντας ανάμεσα από ρείκια, και χαμηλά πουρνάρια, του φαινόταν πως είναι προσκυνητής, που κατευθύνεται σ’ έναν τόπο  μετάνοιας: στον μακρινό τον κόσμο. Και ενώ δούλευαν στο μυαλό του αυτά τα ονειροπολήματα, έκανε στροφή προς τα πίσω να δει τη μητέρα του που είχε μείνει ακίνητη και κοιτούσε προς το καμπαναριό της εκκλησίας του χωριού του που υψωνόταν κόντρα στην ανατολική πλευρά του ουρανού. Η μητέρα του για λίγες στιγμές, στάθηκε ακίνητη να αποθαυμάσει το χρώμα του ουρανού, να αναλογιστεί τον καθημερινό μόχθο τους για την επιβίωση και να κάνει το σταυρό της. «Καλέ μου Θεέ, βοήθησε μας, προσευχήθηκε σιωπηλά. Ο Αλκιβιαδης αναρίγησε. Αγαπούσε το χωριό του. Ήταν ένας ιδιαίτερος τόπος γι’ αυτόν: Είχε γεννηθεί εκεί. Εκεί γνώρισε τη ζωή. Εκεί βρισκόταν όλη η ευτυχία που είχε γευτεί στον κόσμο. Αλλά τώρα—τώρα ήταν ανάγκη να φύγουν. «Μπροστά στην ανάγκη, σκύβουν το κεφάλι και οι θεοί,» έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, όπως τους είχε πει ο δάσκαλός του μια μέρα στην τάξη. «Ανάγκα και θεοί πείθονται.» 
Βουβοί οι χωρικοί έβλεπαν έναν άντρα, ο πατέρας τους να πηγαίνει μπροστά με ένα μπόγο στον ώμο του. Και στο κατόπι του μια νεαρή γυναίκα η μητέρα τους με δυο μικρά αγόρια δίπλα της και ένα μικρότερο στην αγκαλιά της. Προχώρησαν προς τα εκεί που άρχιζε ο πλατύς ανηφορικός δρόμος που οδηγούσε για την πολιτεία της Μονεμβασιάς.

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2023

Etimasies Anachorisis

.....Από την αρχή της άνοιξης του 1958 ο Αλκιβιάδης σαν μεγαλύτερος από τα παιδιά κάτι είχε καταλάβει ότι οι γονείς του ετοιμάζουν κάτι ξεχωριστό, ότι ετοιμάζουν την οικογένεια για ταξίδι χωρίς επιστροφή. Σαφείς οι προθέσεις του πατέρα που παρουσίαζαν τα σημάδια! Τα σημάδια του φευγιού! Μια βιασύνη, όπως γίνεται όταν ετοιμάζεσαι για ταξίδι. Ένα ασταμάτητο πήγαιν' έλα. Δεν τον χωρούσε ο τόπος. Τα κτηματάκια τους, οι κόποι και ο ιδρώτας του, επάνω που άρχισαν ν' αποδίδουν καρπούς, για την εξασφάλιση των αναγκαίων ώστε η φαμίλια τους να μη στερείται τα αναγκαία δεν τα καλλιέργησε. Χρειάστηκε πολύς κόπος, προσωπική δουλειά και ένα μικρό αγροτικό δάνειο, που ακόμη το χρωστούσε  στην αγροτική - ληστρική - τράπεζα, για να τ' αποκτήσει. Δέκα χρόνια κατοχής και εργασίας στα κτηματάκια τα είχαν κάνει δικά τους. Μα οι ελάχιστες σοδειές ήταν εποχιακές και τα λίγα ζωντανά που είχαν δεν μπορούσαν να ταΐζουν ολόκληρο το σπιτικό, σε τακτική βάση, περισσότερο απ' ό,τι το έκαναν ήδη. Και μία μικρή επένδυση στο ελαιοτριβείο του οικισμού που εξακολουθούσε να φέρνει κάποια κέρδη κάθε χρόνο είχε και αυτή πάρει το κατήφορο. Και ο πατέρας ενώ έπαιρνε να βραδιάζει ατένιζε το έργο του από απέναντι, καθισμένος μπροστά  από τον  Άγιο Παντελεήμονα και τα αγνάντευε πέρα για το λόγο ότι τα χωράφια βρίσκονταν από την άλλη μεριά και τους ανήκαν και η φύση γύρω τους του φαινόταν πολύ θλιμμένη. Οι αιμασιές από φραγκοσυκιές τα κλείνουν από πάνω προς τα κάτω σαν γκρίζοι τοίχοι που σέρνονται από πεζούλα σε πεζούλα, και από από το λόφο μέχρι τη ρεματιά, του φαίνονταν να είναι τα σύνορα του κόσμου τους. Το καμίνι για τα ξυλοκάρβουνα ένα έργο υπομονής, που είχε κατασκευάσει ο ίδιος σιγά σιγά με τα χρόνια και με κόπο, κάτω στη τούμπα του μικρού κτήματος, στη γερτή πλαγιά της «Πάνω Λάκας» είχε ήδη διαβεί ο Μάρτης και ούτε που το έστησε για να ενισχύσει το λιγοστό εισόδημα τους.
Έρημη γη φτωχή και λίγη στο μερτικό τους, αδυνατούσε να τους θρέψει και να τους χαρίσει μια ζωή σύμφωνη μ' εκείνη που ο καθείς φτιάχνει στα όνειρα τους. Εκεί στην απομόνωση της επαρχίας, εκεί που έλειπαν τα απαραίτητα που κάνουν την ζωή του ανθρώπου ποιο ανεκτή, εκεί που ο μονός δρόμος που είχε άσφαλτο ήταν αυτός που περνούσε έξω από το χωριό, εκεί που η άνθρωποι δεν είχαν κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για κάτι που θα τους αναβάθμιση την ζωή τους, εκεί λοιπόν στην εγκατάλειψη του κράτους που μόνο οι γόνιμες περιοχές είχαν την αίγλη της ζωτικής επαρχίας, εκεί που τους είχαν ξεχασμένους, εκεί που οι άντρες ζούσαν σε μια αφιλόξενη γη και για να ζήσουν οι οικογένειες τους  έφευγαν εργάτες στις πολιτείες και στα καράβια, τα φορτηγά και τα πετρελαιοφόρα, εκεί λοιπόν 
που ο κόσμος έφευγε και πήγαινε μακριά, στην ξενιτιά, να βρει την τύχη του, σκέφτεται κι αυτός το μέλλον τους και να ελπίζει στη βοήθεια του Θεού για καλύτερες μέρες.
.. Καθώς τα πρώτα χρόνια πέρασαν η Ιοκάστη και ο Κλέαρχος άρχισαν να το συζητούν και όσο περισσότερο το συζητούσαν, τόσο περισσότερο συμφωνούσαν ότι το χωριουδάκι τους δεν μπορούσε να θρέψει ούτε εκείνους που είχαν γεννηθεί εκεί από παλιά ούτε τα παιδιά τους. Η ιδέα του Κλέαρχου να μεταναστεύσουν στριφογύριζε καιρό στο μυαλό του, όμως όλο και το ανέβαλε, το ανέβαλε, ποιος ξέρει αν από φόβο για το άγνωστο η από αναποφασιστικότητα. Πέρασε άγρυπνες νύχτες να το σκέπτεται, να δώσει κουράγιο στον εαυτό του να μην δειλιάσει όταν ορίσει τη μέρα της αναχώρησης. 
Είδε κι απόειδε ο πατέρας πως προκοπή στο χωριό δεν υπήρχε ούτε γι' αυτόν, ούτε για την φαμιλιά τους και πήρε τη μεγάλη απόφαση. «Αργά η γρήγορα όλα φτάνουν σε τούτη τη ζωή.» Σκέφτηκε.  
Στο τέλος εξέφρασε την επιθυμία στον αδελφό του, εάν έβρισκε δουλειά στην πολιτεία. Η απασχόλησή του στη χέρσα και άνυδρη γη δεν του άρεσε ήταν μια ταπεινή και  κοπιαστική δουλειά, του έτρωγε τα νιάτα χωρίς αντίκρυσμα. Όχι ότι αγαπούσε ιδιαίτερα και με ζήλο τη φιλόπονη ζωή βέβαια, μα δεν έπαυε όμως να είναι άντρας και αρκούσε η σκιά του για να προστατεύει ακόμη την οικογένεια του. 
Σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε τους φόβους του και τις αμφιβολίες του για το αν αυτή η κίνηση ήταν η καλύτερη, μα αυτούς τους φόβους τους περιόριζε η ανέχεια, οι λιγοστοί πόροι, η έλλειψη επιλογών και εργασίας στον τόπο τους. Υπήρχαν και οι φήμες που διαδίδονταν. «Οι Πολιτείες έχουν ευκαιρίες. Εκεί βρίσκεις εύκολα δουλειά. Εκεί που τρως το ψωμί σου με βούτυρο.» Και επήρε την απόφαση να ξενιτευτούν για ένα καλύτερο μέλλον που έμοιαζε δεδομένο. Υπήρχε και ο αδερφός του, πού 'ταν παντρεμένος εκεί, κάπως μια γωνία θα 'βρίσκε να τους βοηθήσει στο ξεκίνημα. Είχε ακούσει βέβαια κι από άλλους συγχωριανούς, πως στην πολιτεία χαμένος δεν έμενε κανείς. Ρώτησε o πατέρας του για περισσότερες λεπτομέρειες, ξαναρώτησε τα ζύγισε, τ' αποφάσισε. Και όταν το απεφάσισε γρήγορα σαν αστραπή έγιναν όλα.. Ξεκίνησαν ετοιμασίες για την αναχώρηση στη Λαμία. Με το όνειρο να γευτούν κι αυτοί τα αγαθά της μεγαλούπολης. Χρήματα βέβαια δεν υπήρχαν, ούτε τα χρήματα του εισιτηρίου. Αλλά αφού το αποφάσισε για όλα υπήρχε λύση. Κάποιοι θα του έδιναν το ποσό που χρειαζόταν αν τους υπέγραφε την παραχώρηση τής όποιας περιουσίας ή του σπιτιού τους στο χωριό. 
Πούλησε και την μικρή οικία τους με τον όμορφο φούρνο, κι από κοντά και το κτηματάκι δίπλα στο φούρνο με τις αγκινάρες πούλησε και το μικρό περιβολάκι πίσω από την μικρή λιμνούλα. Μιαν αγάπη βαθιά, πλατιά και απέραντη ήταν εκείνη που ένιωθε στα στήθια του ο Αλκιβιάδης γι’ αυτό το μικρό περιβόλι, με τα λίγα δέντρα στα σύνορα του. Όλα για ένα κομμάτι ψωμί βέβαια, για τα ναύλα της φαμίλιας με προορισμό τη Λαμία. Χαλάλι ας του γίνονταν του φίλου του, τ' αδερφικού, που τα παρέλαβε.
Η μέρα αναχώρησης τους έφτασε. Είχε φτάσει η στιγμή! Όλα ήταν έτοιμα. Τελικά με πόνο ψυχής πούλησαν και το τελευταίο απομεινάρι της περιουσίας τους το κτήμα με τις ελιές, εκεί στο μάτι της ρεματιάς στου Μεϊμέτ-αγά ίδιο με την καρδιά που χτυπούσε στο στήθος τους. Ζούσαν από αυτό.
...... Ακόμη και το πιο μακρινό ταξίδι αναγκαστικά αρχίζει με ένα απλό πρώτο βήμα. Είμαστε στο καλοκαίρι του χίλια εννιακόσια πενήντα οκτώ και το φαινόμενο της εσωτερικής μετανάστευσης στην Ελλάδα την περίοδο αυτή είναι στο ζενίθ. Ο ξεριζωμός από την ύπαιθρο από τα γονικά εδάφη, η αστυφιλία, εξακολουθεί να πιέζει την καρδιά κάθε Λάκωνα, αδιάφορο αν κατοικούσε σε πλούσιους κάμπους και δασωμένα βουνά, η σε πτωχή και χέρσα γη.  
Και έφευγαν με τα καράβια τα γεμάτα νέους και νέες που είχε σαν αποτέλεσμα την ερήμωση των χωριών και την υπερδιόγκωση των μεγάλων αστικών κέντρων προς αναζήτηση σταθερής και μόνιμης εργασίας καθώς και η υπόσχεση των πόλεων για μια καλύτερη ζωή.
........Σήμερα οι μνήμες των πρώτων παιδικών του χρόνων ξυπνούν, έρχονται σαν κύματα και πλημμυρίζουν τις σκέψεις του. Δεν μπορεί εύκολα να ξεχάσει, ξαναγυρίζει πάλι και πάλι o τόπος του μέσα στα όνειρά του και νοσταλγεί μελαγχολικά εκεί που περπάτησε τα πρώτα βήματα του. Ταυτόχρονα μετρά τα πεπραγμένα της ζωής του, που ακολουθούσε το δρόμο της ξενιτιάς και άνοιξε νέους ορίζοντες. 
Ο σοφός παππούς του όπως πάντα με το χαμόγελο στα χείλια, συγκαταβατικός και γαλήνιος έλεγε. «Γιε μου τα στάσιμα νερά βρομίζουν».
 
Web Informer Button