ADS

click to open
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Kiniras, Smina kai o Adonis

Ο πλούσιος βασιλιάς της Κύπρου Κινύρας είχε μια πεντάμορφη κόρη, που πεισματικά αρνιόταν της χαρές του έρωτα. Ήρωες πολλοί και πριγκιπόπουλα έφυγαν λυπημένα, χωρίς να καταφέρουν να αποκτήσουν την πεντάμορφη κόρη του, Σμύρνα. Η θεά όμως του Έρωτα Αφροδίτη, προσβεβλημένη από τη στάση της που δεν της προσέφερε τις απαιτούμενες τιμές, έστειλε στη Σμύρνα για τιμωρία ερωτικό πάθος για τον ίδιο τον πατέρα της. “ Το πάθος όλο και φούντωνε, αποφάσισε να τα φανερώσει όλα στην παραμάνα της την Ιππολύτη. Η ασυνείδητη γριά της υποσχέθηκε τρόπο να βρει” Έτσι η Σμύρνα έσμιξε με τον ίδιο τον πατέρα της, χωρίς εκείνος να το ξέρει, στο θεοσκότεινο κοιτώνα του. Πέρασε όμως καιρός. Η Σμύρνα είχε έγκυος μείνει. Όταν ο εξαπατημένος πατέρας έμαθε την ντροπή του, να την τιμωρήσει θέλησε την θυγατέρα του, και την κατεδίωξε με γυμνό σπαθί. Οι θεοί όμως άκουσαν τις σπαρακτικές παρακλήσεις της καταδιωκόμενης, θεόπληκτης Σμύρνας και για να την γλιτώσουν την μεταμόρφωσαν σε δέντρο. Την Σμύρνα!
Ο Κινύρας, ο αιμομίκτης πλούσιος βασιλιάς της Κύπρου, μετά απ’ αυτή την ντροπή του αυτοκτόνησε. Ύστερα από εννιά μήνες, το “δέντρο” άνοιξε και βγήκε ένα παιδί, μοναδικής ομορφιάς ο Άδωνις. Θαμπωμένη η Αφροδίτη το έκλεισε σ’ ένα κιβώτιο και το εμπιστεύτηκε στην Περσεφόνη, με την εντολή να μην το ανοίξει”. Η εντολή βέβαια ως συνήθως έφερε αντίθετο αποτέλεσμα. Η Περσεφόνη άνοιξε το κιβώτιο, είδε τον πανέμορφο μικρούλη Αδωνη κι αρνιόταν την επιστροφή του στην Αφροδίτη. Έτσι μεγάλος ξέσπασε ”καβγάς”, ο απόηχος του στον Δια έφθασε τον δικαστή τον ύστατο. Να βρει μια λύση δίκαιη για τις δυο γυναίκες [Σολομώντεια] που διεκδικούσαν το όμορφο μωρό τον Αδωνη.
Ο Δίας όρισε τέσσερις μήνες ο θαυματουργικά γεννημένος Αδωνις θα τους περνούσε στον Όλυμπο ψηλά, μετά, “χώρισε στη μέση” τον υπόλοιπο χρόνο του Αδωνη που θα τον περνούσε μαζί με τις “δυο μητέρες του” την Αφροδίτη και την Περσεφόνη.
Ο μύθος τούτος του Αδωνη περιέχει όλες τις παραδοξότητες της οικογένειας του Λωτ που με τόση φυσικότητα περιλαμβάνονται στον μύθο των Σοδόμων.
Βέβαια εδώ ο ηθικός ήρωας της βίβλου δεν έχει ενδοιασμούς να τον “μεθάνε τακτικά τα κοράσια του” και να ορέγεται τους χυμούς των. Ο καλός θεός για τους φίλους και τους συγγενείς είναι. Για μερικές αιμομιξίες του Λωτ τώρα με τις κόρες του μέχρι τα κορίτσια να πιάσουνε καρπό, εντάξει δεν χάλασε και ο κόσμος. Διάβολε ολόκληρο ιδιωτικό θεό έχουμε. Τέσσερις πόλεις μας βοήθησε να κάψουμε και να πάρουμε την πλούσια γη τους [Σόδομα, Γόμαρα, Αδάμα, Σεβωειμ]. Άλλωστε εδώ ο Αβραάμ παρουσίαζε την όμορφη Χαλδαία γυναίκα του για αδελφή του, και σαν πετυχημένος νταβατζής, βοηθούμενος βέβαια από τις Χαλδαίας ψευτομαγειες και ταχυδακτυλουργίες του, έβαλε στο χέρι ολόκληρους Φαραώ και λοιπούς φυλάρχους. Συνηθισμένο φαινόμενο η ηθική ανωτερότητα τους. Με τα πολλά μεθύσια τα κατάφεραν, τούτα τα κορασιά, δεν γέννησαν Αδωνη, αλλά Άμμων και Μωαβ.

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2009

Ta Aloga Tou Diomidi

8os Άθλος του Ηρακλή

Ο Διομήδης ήταν πολεμόχαρος βασιλιάς της Θράκης, γιος του θεού, του πόλεμου Άρη, και αρχηγός ενός ξακουσμένου στρατού με τ’ όνομα Βιστονες. Το καμάρι όμως του Διομήδη ήταν τέσσερα ατίθασα άλογα “Κηλωνες”, απ’ τα οποία φιλοδοξούσε, να αποκτήσει μια φοβερή γενιά αλόγων, για να εξοπλίσει μ’ αυτά τους ήδη τρομερούς πολεμιστές του, πεζοπόρους όμως Βίστονες. Αυτά ακριβώς τα άλογα πήρε εντολή ο Ηρακλής από τον Ευρυσθέα να κλέψει.
Ο Ηρακλής ξεκινώντας γι’ αυτόν τον δύσκολο άθλο πήρε μαζί του μερικούς φίλους του, αν χρειαστεί να πολεμήσουν στο πλευρό του. Ανάμεσα τους και ο Αβδηρος ένας τολμηρός νέος από την Λοκρίδα. Ο ήρωας με τους συντρόφους του έφθασε στην Θράκη με πλοίο.
Ο Ηρακλής έμαθε που είναι οι στάβλοι και ενώ οι σύντροφοι του πέσανε ξαφνικά πάνω στους φύλακες και τους δέσανε, αυτός έλυσε τα άλογα, και πιάνοντας από τα χαλινάρια, τα οδήγησε στο πλοίο. Εσείς μείνετε εδώ ώσπου να βάλω τα άλογα στο πλοίο και φωνάξτε αν δείτε ότι έρχεται ο Διομήδης, είπε στους συντρόφους του.
Ο Αβδηρος όμως έτρεξε πίσω του μήπως χρειασθεί βοήθεια. Δεν πρόλαβαν να βάλουν τα άλογα στο πλοίο και ακούστηκαν φωνές. Ο Διομήδης. Έρχεται ο Διομήδης με τους Βιστονες.
Ο Ηρακλής έμεινε για λίγο αναποφάσιστος.
Ο Αβδηρος κατάλαβε.
- Άσε τ’ άλογα σε μένα είπε. 
Ο Ηρακλής το σκέφτηκε. Έδωσε τα άλογα στον Άβδηρο Και έτρεξε πίσω να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο. Βλέπει μακριά λεφουσι από αμέτρητους Βιστονες, με πρώτο τον Διομήδη καβάλα σε μαύρο άλογο. Έτρεχαν και φώναζαν αγρία σείοντας στα χέρια τους μακριά κοντάρια.
Ο κίνδυνος για τον Ηρακλή και τους συντρόφους μεγάλος. Πως τόσο λίγοι να τα βάλουν με τόσο πολλούς. Μα ο Ηρακλής βρήκε την λύση. Πρόσεξε ότι ο κάμπος μπροστά του ήταν χαμηλότερα από την θάλασσα και προστατευόταν από ένα μεγάλο ανάχωμα. – Εμπρός ν’ ανοίξουμε, ένα κανάλι να πλημμυρίσει ο κάμπος λέει στους συντρόφους του, και πρώτος ρίχτηκε στη δουλειά. Γρήγορα άνοιξαν ένα μικρό κανάλι στενό, μα η θάλασσα όπως έτρεχε γρήγορα το πλάτυνε και ένας ορμητικός χείμαρρος άρχισε να πλημμυρίζει τον κάμπο, σχηματίζοντας μια λίμνη την Βιστονιδα, όπως λέγεται και σήμερα. Πολλοί Βιστονες παρασύρθηκαν στα αφρισμένα νερά και οι υπόλοιποι το έβαλαν στα ποδιά να γλιτώσουν. Ο Διομήδης με μερικούς συντρόφους του που ήδη είχαν προχωρήσει αρκετά δεν πειράχτηκαν από τα νερά αλλά μείνανε αποκομμένοι, και είχαν να αντιμετωπίσουν τον Ηρακλή και τους συντρόφους του. 
Σαστισμένοι σαν αγρίμια που πιάστηκαν σε παγίδα δέχτηκαν την επίθεση του Ηρακλή και των συντρόφων του που γρήγορα τους σκότωσαν.
Σημείωση..” Κάθε ομοιότητα με βιβλικές θρησκευτικές ιστορίες, πρόσωπα και καταστάσεις είναι συμπτωματική;”

Τρίτη 16 Ιουνίου 2009

Apollonas Phivos o Aionios Efivos

Ο τελευταίος χρησμός της Πυθίας Νικάνδρας ήταν: 
Έστ ήμαρ ότε Φοίβος 
πάλιν ελεύσεται 
και ες αει έσεται!
Μετάφραση
Θα έρθει μέρα που ο Απόλλων
Θα έρθει πάλι
Και θα μείνει για πάντα.
Αναμφίβολα ο Απόλλων είναι ο ελληνικότερος των θεών. Όπως πολύ σωστά επισημαίνουν σύγχρονοι μελετητές της ελληνικής θρησκείας, τούτος ο θεός αντιπροσωπεύει τη νέα έκφραση θρησκευτικής γνώσης για τον κόσμο και την ανθρώπινη ύπαρξη, πράγματα πέρα για πέρα ελληνικά και ανεπανάληπτα. Ο Απόλλων είναι ο όμορφος, ο ευγενικός θεός του φωτός και του ήλιου. Η προσωνυμία Φοίβος (ο «φωτεινός») εκφράζει αυτή την πτυχή του χαρακτήρα του. Επιπλέον, η γνώση, η αλήθεια, η δικαιοσύνη και η αγνότητα βρίσκονται κάτω από την προστασία του. Δεν θα αποτελούσε υπερβολή, αν λέγαμε πως η πνευματική δύναμη, που ο Απόλλων ενσαρκώνει, είναι το θεμέλιο του δυτικού πολιτισμού.
Η λατρεία του Απόλλωνα, απαντά σε ολόκληρο τον ελληνόφωνο κόσμο: από τη Σικελία στη Δύση μέχρι τον Φάση ποταμό στον Εύξεινο Πόντο. Στον θεό αυτό ανήκουν οι πρώτοι ναοί και τα λατρευτικά αγάλματα, και από τον θεό αυτόν προέρχονται τα θεοφορικά ονόματα Απολλώνιος, Απολλόδωρος, Απολλοφάνης κ.ά.
Από τα τεμένη του Απόλλωνα το σπουδαιότερο είναι οι Δελφοί – το «κέντρο του κόσμου», ο «ομφαλός της γης». Στους Δελφούς χαράχτηκε η περιβόητη ρήση «Γνώθι σεαυτόν», το ανώτατο απολλώνιο δίδαγμα. Για πολλούς αιώνες τούτο το δελφικό μαντείο είναι η ζωτική δύναμη ολόκληρου του Ελληνισμού.
Ο Απόλλωνας είναι ο Θεός του φωτός, ο Θεός της μαντικής τέχνης και των οραμάτων, της μουσικής, των τραγουδιών και της ποίησης (προστάτης των καλών τεχνών), ο αιώνιος έφηβος. Ακόμη είναι ο Θεός της θεραπείας αλλά επειδή πολύ συχνά στην αρχαία Ελλάδα όποιος είναι ικανός για το καλύτερο, είναι ικανός και για το χειρότερο, ο Απόλλωνας είναι ο θεός της πανούκλας και των αρρωστιών.

Ο Απόλλωνας ή πολύ συχνά ονομαζόμενος με το γνωστότερο προσωνύμιο του, Φοίβος, είναι ο δίδυμος αδελφός της Θεάς Άρτεμης. Πατέρας του είναι ο Δίας και μητέρα του η Λητώ μία εκ των τιτάνων που η σεμνότητα και η μετριοφροσύνη την αντιπροσώπευαν πλήρως. Για πολλούς η Λητώ αντιπροσωπεύει το σκοτάδι κατ’ άλλους πάλι το φως της ημέρας. Ο Δίας σε μία από τις πολλές απιστίες του στην Ήρα, ερωτεύτηκε την Λητώ και έσμιξε μαζί της. Μην μπορώντας η Ήρα να τιμωρήσει τον άπιστο σύζυγό της, στράφηκε στη Λητώ μην αφήνοντάς την να γεννήσει. Η Λητώ, ετοιμόγεννη γυρνούσε από μέρος σε μέρος ψάχνοντας τον κατάλληλο τόπο για να φέρει στο φως τα παιδιά της, όμως καμία γη δεν την φιλοξενούσε από τον φόβο για την οργή της Ήρας που θα έπεφτε πάνω της. Ύστερά από καιρό, βρέθηκε το κατάλληλο μέρος για την Λητώ, ήταν ένα πλεούμενο ξερονήσι το οποίο φανέρωσε ο Ποσειδώνας, και το οποίο δεν φοβόταν την οργή της Ήρας. Το νησί ήταν άγονο και δεν προσφερόταν ούτε για καλλιέργεια, ούτε για κτηνοτροφική δραστηριότητα, έτσι δεν είχε να χάσει τίποτα όταν η οργή της βασίλισσας των Θεών θα έπεφτε πάνω του. Το όνομά του αρχικά ήταν Ορτυγία και σήμαινε γη των ορτυκιών στη συνέχεια όμως μετά την γέννηση του Απόλλωνα και αφού ο Θεός το στερέωσε με τέσσερις πασσάλους στο βυθό, το ονόμασε Δήλο (Φωτεινό). Το μέρος είχε βρεθεί για την γέννηση των θεών, παρόλα αυτά όμως η Λητώ δεν μπορούσε να γεννήσει τους θεούς, αφού η Ήρα, κράταγε στον Όλυμπο την Ειλειθυία, την θεά των αίσιων τοκετών. Η Δήμητρα, η Αθηνά και η Αφροδίτη έσπευσαν σε βοήθεια της σπαράζουσας τιτάνιδας όμως ήταν αδύνατο να γεννήσει η Λητώ παρά την παρουσία τους, χωρίς την συγκατάθεση της Ήρας. Τότε οι θεές έστειλαν την Ίριδα στην Ήρα για να την πείσει, προσφέροντάς της και ένα περίτεχνο περιδέραιο κατασκευασμένο από τον Ήφαιστο. Η Ήρα το δέχτηκε και ηρέμισε, αφήνοντας την Ειλειθυία να πάει στη Δήλο. Μετά από την τεράστια ταλαιπωρία της η Λητώ κατάφερε να γέννηση, πρώτα την Άρτεμη και μετά τον Απόλλωνα.
Χαρακτηριστικό της γέννησης του Απόλλωνα, εκτός της μεγάλης ταλαιπωρίας της μητέρας του, ήταν ότι δεν βύζαξε καθώς αμέσως η Θέμιδα έσταξε στο στόμα του μερικές σταγόνες από νέκταρ και αμβροσία και το βρέφος άρχισε να μεγαλώνει με εκπληκτικό ρυθμό. Μέσα σε λίγη ώρα πήρε την οριστική του μορφή, μία πανέμορφη όψη και έγινε ο Θεός που αντάξιός του σε ομορφιά δεν υπήρχε. Δικαίως οι θεές τον χάζευαν να κάνει τα πρώτα του βήματα πάνω στο νησί, το οποίο άφησε σε λίγο ταξιδεύοντας για τον Όλυμπο όπου στήθηκε μεγάλη γιορτή για χάρη του, στην οποία έπαιζε την λύρα που μόλις του είχε χαρίσει ο πατέρας του και δεν την αποχωρίστηκε ποτέ. Ένα από τα κατορθώματα του Απόλλωνα ήταν ότι κατάφερε να σκοτώσει στους Δελφούς, τον Δράκοντα Πύθωνα. Το τέρας αυτό είχε δέκα χέρια και τέσσερα μάτια και κυνηγούσε την Λητώ μην αφήνοντας την να γεννήσει. Αφού γέννησε πήγε στους Δελφούς και εκεί κατάστρεφε τα πάντα και σκότωνε τους ανθρώπους. Αφού το σκότωσε ο Απόλλωνας, για να τον τιμήσουν οι κάτοικοι, έχτισαν μαντείο προς τιμή του και θέσπισαν τα Πύθια (αγώνες προς τιμή του Απόλλωνα). Το μαντείο αυτό ήταν το σημαντικότερο της αρχαιότητας και σε αυτό κατέφευγαν από όλη την Ελλάδα όσοι αναζητούσαν κάποιο χρησμό. Εκεί, η Πυθία καθήμενη πάνω στον ιερό τρίποδα και μασώντας φύλλα δάφνης έδινε τους διφορούμενους χρησμούς της. Χωρίς αμφιβολία ο Απόλλωνας είναι ο πιο όμορφος σε θεούς και ανθρώπους. Το υπέροχο σώμα του, το καλογυμνασμένο, αρμονικό, άτριχο κορμί του και τα πάρα πολύ όμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου του, με τα γαλανά του μάτια και τις μικρές ξανθές του μπούκλες θα τα ζήλευε ο καθένας. Παρόλα αυτά όμως, παρά την ομορφιά του, δεν έχει τις ερωτικές επιτυχίες που αναμένουμε. Οι γυναίκες όχι μόνο δεν γοητεύονται από τον Θεό αλλά τρέχουν μακριά του μη θέλοντας να έρθουν σε επαφή μαζί του. Έτσι όταν ερωτεύτηκε την Δάφνη, την κόρη του θεού ποταμού Πηνειού της Θεσσαλίας αυτή έτρεχε μακριά στο δάσος μη θέλοντας να τον
παντρευτεί. Πέρασαν μερόνυχτα με τον Θεό να την κυνηγάει και να καταφέρνει τελικά να την πλησιάσει αρκετά, όμως τότε η Νύμφη παρακάλεσε τον πατέρα της να την σώσει και εκείνος την λυπήθηκε κα την μεταμόρφωσε στο ομώνυμο φυτό. Βλέποντάς την ο Απόλλωνας τότε απογοητευμένος και απαρηγόρητος που δεν κατάφερε να ενωθεί μαζί της, αγκάλιασε το δέντρο που κάποτε ήταν το σώμα της κοπέλας, έκοψε ένα κλαδί με φύλλα της που κάποτε ήταν τα μαλλιά της και το φόρεσε στο κεφάλι του ορκιζόμενος πως έκτοτε θα την είχε πάντα μαζί του και η Δάφνη έγινε το ιερό του δέντρο.  Ακόμη ένα παράδειγμα ανεπιτυχούς έρωτα του θεού, είναι ο έρωτάς του με την Κασσάνδρα, την κόρης του βασιλιά της Τροίας Πριάμου. Ο Θεός ερωτεύτηκε την νεαρή βασιλοπούλα, όμως και αυτή αρνήθηκε τον έρωτά του. Τότε για να την πείσει, της υποσχέθηκε πως θα της χάριζε την ικανότητα της μαντείας. Η Κασσάνδρα ενέδωσε τελικά στον Θεό όμως απογοητεύτηκε πολύ από την συνεύρεση μαζί του και τον έδιωξε. Τότε ο Απόλλωνας θυμωμένος που μια κοινή θνητή τόλμησε να τον υποτιμήσει, σεβόμενος όμως και την υπόσχεση που της είχε δώσει, της παραχώρησε μεν την ικανότητα να προβλέπει το μέλλον, όμως την έκανε έτσι ώστε κανείς να μην την πιστεύει.
Τέλος ένας ακόμη χαρακτηριστικός μύθος που όπως και οι υπόλοιποι έτσι και αυτός φανερώνει μεταξύ άλλων ότι δεν αρκεί να είσαι ο ομορφότερος αλλά πρέπει να είσαι ο κατάλληλος, είναι ο έρωτας του Φοίβου για την Μάρπησσα, την βασιλοπούλα της Αιτωλίας. Την κοπέλα διεκδίκησε ο Θεός με έναν θνητό, τον Ίδα, τον οποίο και πολέμησε. Ο Δίας όμως με έναν κεραυνό του τους χώρισε και ο Μάρπησσα έπρεπε να διαλέξει. Ο Απόλλωνας της υποσχέθηκε πως θα της ήταν για
πάντα πιστός και η ζωή δίπλα σε έναν θεό θα ήταν ονειρική, η Μάρπησσα όμως, φοβούμενη πως όταν τα χρόνια θα περνούσαν και η ομορφιά και τα νιάτα της θα χανόντουσαν ο Απόλλωνας θα την εγκατέλειπε, διάλεξε τον θνητό Ίδα. Εκτός όμως από γυναίκες, ο Θεός αγάπησε και άντρες, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον έρωτά του για τον Υάκινθο, έναν πολύ όμορφο θνητό. Παίζοντας όμως μαζί του με τον δίσκο μία μέρα, ο Ζέφυρος, ο άνεμος που ζήλευε τον Απόλλωνα, παρέσυρε τον δίσκο του και σκότωσε τον θνητό. Απαρηγόρητος ο Απόλλωνας τον μεταμόρφωσε στο γνωστό λουλούδι για να μείνει αθάνατο για πάντα έτσι το όνομά του.
Ο Απόλλωνας δύο φορές, αφού του αφαιρέθηκαν από τον Δία οι θεϊκές του δυνάμεις, διατάχθηκε από τον πατέρα του να υπηρετήσει ως δούλος σε κάποιον θνητό.  Και τις δύο φορές ο Φοίβος υπηρέτησε ο βοσκός σε κάποιο κοπάδι γι’ αυτό θεωρείται και ποιμένας θεός. Η πρώτη φορά ήταν όταν υπηρέτησε τον βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα επειδή συνωμότησε με την Ήρα, την Αθηνά και τον Ποσειδώνα για να πάρουν την εξουσία από τον Δία. Ο Λαομέδωντας, στο τέλος αρνήθηκε να
πληρώσει τον Απόλλωνα για τις υπηρεσίες του λέγοντας του μάλιστα, όταν ο θεός διαμαρτυρήθηκε, πως θα του έκοβε τα αυτιά και θα τον πουλούσε ως δούλο. Όταν ο χρόνος πέρασε και ο θεός ξαναπέκτησε τις θεϊκές του δυνάμεις τον τιμώρησε στέλνοντας φονικό λοιμό στην Τροία θερίζοντας την χώρα για έξι μήνες. Η δεύτερη φορά που υπηρέτησε θνητό ο Θεός ήταν όταν, επειδή ο Δίας κεραυνοβόλησε τον γιο του Απόλλωνα τον Ασκληπιό όταν ο τελευταίος έχοντας προοδεύσει πάρα πολύ στην ιατρική του τέχνη που και μπορούσε να ανάσταινε μέχρι και νεκρούς, ο Φοίβος τόξευε πάνω από τον ουρανό τους Κύκλωπες που χάρισαν στον πατέρα του τον φονικό κεραυνό. Τότε ο Δίας αφαιρώντας ξανά τις δυνάμεις του γιου του τον έστειλε στις Φέρρες της Θεσσαλίας, στον βασιλιά Άδμητο. Ο Άδμητος αντικρίζοντας την εξαίσια μορφή του Απόλλωνα αντιλήφθηκε αμέσως την θεϊκή του υπόσταση και του πρόσφερε τον θρόνο του όμως ο Φοίβος του φανέρωσε πως ήτα θέλημα του πατέρα του να μπει στην υπηρεσία του. Ευχαριστημένος από την συμπεριφορά του Άδμητου ο Απόλλωνας, τον αντάμειψε για την ευγένεια και τους καλούς του τρόπους χαρίζοντας την ευημερία στο παλάτι και στην χώρα του, η οποία έγινε ιδιαίτερα καρποφόρα με συγκομιδή δύο φορές το χρόνο ενώ οι αγελάδες τους γεννούσαν δύο μοσχάρια τη φορά.
Σημείωση:
Υπάρχει μια παράδοση, που λέει πως στη χώρα των Υπερβορείων ένας ιερός κήπος ήταν αφιερωμένος στον Απόλλωνα, καθώς και κάποια λατρεία του θεού, με το ιερατείο στην απόλυτη δικαιοδοσία της οικογένειας των Βορείων. Οι πληροφορίες, που έχουμε, για τον κήπο έρχονται από ένα απόσπασμα τραγωδίας του Σοφοκλή, όπου ο ποιητής μιλά για την αρπαγή της παρθένας Ορείθυιας από τον θεό του Βορείου Ανέμου και τη μεταφορά της μακριά, στην απώτρεη άκρη της γης και του ορανού, στον κήπο του Απόλλωνα. Οι σχετικοί στίχοι της εν λόγω τραγωδίας του Σοφοκλή, όπως εμφανίζονται στον Στράβωνα (7.3), δείχνουν τον Απόλλωνα να είναι Υπερβόρειος θεός με το ιερό του μέσα σ’ έναν κήπο.




Τετάρτη 20 Μαΐου 2009

Beautiful Helen Of Sparta

Η αποκαλούμενη και Ωραία Ελένη, περίφημη για την ομορφιά της, στην ελληνική μυθολογία ήταν κόρη του Τυνδάρεω ή του Δία και σύζυγος του Μενέλαου, του βασιλέα της Σπάρτης. Η αρπαγή της από τον Πάρη και η μεταφορά της στην Τροία έγινε αφορμή, σύμφωνα με τον μύθο, του Τρωικού Πολέμου.
Ο Όμηρος την ονομάζει κόρη του Δία και φαίνεται ότι γεννήθηκε από την επαφή του με τη Λήδα, την οποία ο θεός επεσκέφθη μεταμορφωμένος σε κύκνο.
Είναι δηλαδή αδελφή των Διοσκούρων Κάστορα και Πολυδεύκη.
Γεννήθηκε πλάι στον Ευρώτα ποταμό και στην θέση Έλος και σύμφωνα με την παράδοση ονομάσθηκε Ελένη.
Ήταν η ωραιότερη γυναίκα της γης, ακόμη και ανάμεσα στις Θεές του Ολύμπου, επειδή πήρε την λαμπρότητα του ήλιου και το κάλλος της Αφροδίτης.
Λέγεται παιδούλα ακόμη την έκλεψαν ο Εναωφορος του Ιπποκοωντος πρώτα και μετά οι γιοι του Αφαρεως, αλλά την επέστρεψαν στο σπίτι της επειδή φοβήθηκαν τους αδελφούς της Διόσκουρους.
Ο θρύλος της ομορφιάς της είχε εξαπλωθεί σ' όλη την Ελλάδα.
Την Ελένη μεγάλωνε στην αυλή του ο βασιλιάς της Σπάρτης Τυνδάρεος, που νόμιζε ότι ήταν πραγματικά δική του κόρη. Η ξεχωριστή της ομορφιά δεν άργησε να γίνει αφορμή να απαχθεί σε μικρή ηλικία από τον Θησέα, που την έφερε στην Άφιδνα της Αττικής και απέκτησε μαζί της μια κόρη, την Ιφιγένεια. Όταν όμως ο Θησέας κατέβηκε στον Άδη (άλλη ονομασία του θεού Πλούτωνα αλλά και του κάτω κόσμου) για την απαγωγή της Περσεφόνης, τα αδέλφια της, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, κατάφεραν να την ελευθερώσουν και να τη φέρουν στην αυλή του πατέρα τους. Τώρα όμως είχε γίνει πια γνωστή η ομορφιά της νέας γυναίκας σε όλη την Ελλάδα και άρχισαν να καταφθάνουν στο παλάτι του θνητού πατέρα της Ελένης μνηστήρες ή εκπρόσωποί τους, που προσπαθούσαν να την εξασφαλίσουν για λογαριασμό τους.
Μπροστά σε τόσες υποψηφιότητες, ο βασιλιάς Τυνδάρεος βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς γνώριζε καλά πως, όποιον και να διάλεγε για σύζυγο της κόρης του, θα έκανε εχθρούς όλους τους υπόλοιπους. Από τη δύσκολη αυτή θέση τον έβγαλε ο Οδυσσέας, που ζήτησε ως αντάλλαγμα για τη συνδρομή του την Πηνελόπη, την ανιψιά του βασιλιά, για σύζυγο. Συμβούλεψε λοιπόν ο Οδυσσέας τον Τυνδάρεο να πείσει τους υποψήφιους γαμπρούς να αφήσουν την Ελένη να διαλέξει μόνη της το σύζυγό της. Πριν όμως κάνει η Ελένη την επιλογή της, έπρεπε όλοι να ορκιστούν ότι θα τιμωρήσουν εκείνον που τυχόν θα επιχειρούσε να την αποσπάσει από τη συζυγική εστία. Όλοι ορκίστηκαν με προθυμία, με εξαίρεση τον ίδιο τον Οδυσσέα και τον Αχιλλέα, που ήταν πολύ νέος για να προβάλει αξιώσεις. Και τότε η Ελένη διάλεξε για σύζυγό της τον Μενέλαο, γεγονός που βόλευε τον Τυνδάρεο παρά πολύ, όχι μόνο γιατί ο Μενέλαος ήταν ο πιο πλούσιος από όλους τους Αχαιούς, αλλά και γιατί τον υποστήριζε ως υποψήφιο ο αδερφός του ο Αγαμέμνονας, που είχε παντρευτεί την άλλη κόρη του Τυνδάρεου, την Κλυταιμνήστρα. Και όταν σκοτώθηκαν ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, κλήθηκε ο Μενέλαος να γίνει βασιλιάς της Σπάρτης. Το σχέδιο για τον Τρωικό πόλεμο πήγαινε καλά. Οι ηγεμόνες των Αχαιών, με λιγοστές εξαιρέσεις, είχαν δεσμευθεί με όρκους να υπερασπιστούν μια γυναίκα, η οποία ήταν γραφτό να απαχθεί από τον άντρα της, γιατί αποτελούσε το "δώρο" μιας θεάς σ' έναν θνητό.

Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΩΡΑΙΑΣ ΕΛΕΝΗΣ

Η Αφροδίτη, είχε υποσχεθεί στον Πάρη την ομορφότερη γυναίκα. Όταν λοιπόν ανακοίνωσε στην οικογένειά του την επιθυμία του να ταξιδέψει, δεν έφερε κανένας αντιρρήσεις, αν και τα αδέρφια του, ο Έλενος και η Κασσάνδρα, που κατείχαν τη μαντική τέχνη, προφήτεψαν ότι ένα τέτοιο ταξίδι θα είχε ως συνέπεια την καταστροφή της Τροίας. Οι προφητείες αυτές δε στάθηκαν ικανές να τον σταματήσουν. Είχε άλλωστε με το μέρος του την Αφροδίτη, που του έδωσε μάλιστα το γιο της τον Αινεία ως συνοδό για το ταξίδι. Έτσι ο Φέρεκλος κατασκεύασε για λογαριασμό του Πάρη πλοία, γιατί οι Τρώες δεν ασχολούνταν ως τότε με τη θάλασσα εξαιτίας κάποιου παλιού χρησμού που έλεγε πως η καταστροφή θα ερχόταν από τη θάλασσα. Όταν τα πλοία ετοιμάστηκαν, ξεκίνησε ο Πάρης με κατεύθυνση το παλάτι του Μενέλαου στη Σπάρτη.
Φτάνοντας εκεί, ο Μενέλαος τον υποδέχτηκε θερμά και με όλες τις τιμές που προβλέπονταν από τους κανόνες της φιλοξενίας. Δέκα μέρες αργότερα όμως αναγκάστηκε ο Μενέλαος να πάει στην Κρήτη, για να κηδέψει τον παππού του, τον Κατρέα. Πριν φύγει, έδωσε την εντολή στη γυναίκα του να φροντίσει τους ξένους όσο γίνεται καλύτερα. Χωρίς να την εμποδίζει τίποτα πια, εκπλήρωσε η Αφροδίτη την υπόσχεσή της στον Πάρη. Εκμεταλλευόμενος ο Πάρης την απουσία του Μενέλαου έβαλε την Ελένη στα καράβια του, παίρνοντας μαζί του και μεγάλο μέρος των θησαυρών του παλατιού, καθώς και μερικές δούλες της Ελένης (ανάμεσά τους τη μητέρα του Θησέα Αίθρα και την αδερφή του συντρόφου του Θησέα Πειρίθου, την Κλυμένη ) κι έφυγε.
Η Ελένη εγκατέλειψε στο παλάτι την εννιάχρονη κόρη της, την Ερμιόνη. Το ταξίδι του γυρισμού στην Τροία δεν ήταν όμως τόσο εύκολο για τον Πάρη και τη συνοδεία του. Οδηγημένα τα πλοία από κακοκαιρίες, που έστειλε η Ήρα, έφτασαν στη Σιδώνα αρχικά. Κατόπιν κρύφτηκαν για αρκετό καιρό στην Κύπρο και στη Φοινίκη, γιατί δεν ήξεραν αν τους κυνηγούν. Μετά από αρκετές περιπέτειες έφτασαν ωστόσο στην Τροία, όπου ο Πάρης επισημοποίησε τη σχέση του με την Ελένη.
Γυρίζοντας ο Μενέλαος, που είχε ειδοποιηθεί από την Ίριδα, στο παλάτι του, το βρήκε άδειο όχι μόνο από γυναίκα αλλά και από τα υπάρχοντά του. Η παραβίαση των πατροπαράδοτων νόμων της φιλοξενίας και η εξύβριση του Μενέλαου από τον Πάρη προκάλεσε την οργή και την αγανάκτηση και του ίδιου του Μενέλαου και του αδερφού του του Αγαμέμνονα, στον οποίο αμέσως προσέφυγε. Μόλις ξεπέρασαν την πρώτη έκπληξη, έστειλαν πρεσβεία στην Τροία, απαιτώντας από το βασιλιά της τον Πρίαμο να τους δώσει και την κλεμμένη γυναίκα αλλά και τους θησαυρούς που είχαν αρπαχτεί από το παλάτι του Μενέλαου. Η πρεσβεία γύρισε άπραχτη, καθώς ο Πρίαμος αρνήθηκε κατηγορηματικά, θέλοντας προφανώς να κάνει το χατίρι του γιου του. Όταν η προσπάθειά τους αυτή δεν ευδοκίμησε, κατάλαβαν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή από τον πόλεμο.

«...τωόντι ομοιάζει ωσάν θεάς η τρομερή θωριά της...»

Η Ίρις ειδοποιεί την Ελένη ότι ο Μενέλαος πρόκειται να μονομαχήσει με τον Πάρη για χάρη
της. Επιθυμώντας να δει τον σύζυγό της, εκείνη πηγαίνει προς τον «πύργο των Σκαιών Πυλών»,
όπου βρίσκονται ήδη ο Πρίαμος, οι αρχηγοί των Τρώων και οι σύμβουλοί τους:
...που γέροντες ως ήσαν
είχαν αφήσει τ’ άρματα, αλλ’ ήσαν δημηγόροι
εξαίρετοι και ομοίαζαν τους τσίτσικες που χύνουν
από το πυκνό το φύλλωμα την ιλαρή λαλιά τους.
Κι αμ’ είδαν πως εσίμωνε στον πύργον την Ελένην
συνομιλούσαν σιγανά με λόγια πτερωμένα:
«Κρίμα δεν έχουν οι Αχαιοί, δεν έχουν κρίμα οι Τρώες
χάριν ομοίας γυναικός τόσον καιρόν να πάσχουν·
τωόντι ομοιάζει ωσάν θεάς η τρομερή θωριά της·
αλλά και ως είναι ασύγκριτη καλύτερα να φύγει
παρά να μένει συμφορά σ’ εμάς και στα παιδιά μας.»
Κι ο Πρίαμος εκάλεσε σιμά του την Ελένην:
«Προχώρησε, παιδί μου, εδώ κοντά μου να καθίσεις
τον πρώτον άνδρα σου να ιδείς, τους συγγενείς, τους φίλους·
συ δεν μου πταίεις, οι θεοί μου πταίουν, οπού εκείνοι
μ’ έριξαν στον πολυθρήνητον των Αχαιών αγώνα·
κι εκείνον τον θεόρατο να μου ονομάσεις άνδρα
που ανάμεσα των Αχαιών τόσο λαμπρά φαντάζει.
Αλήθεια, στο ανάστημα τον υπερβαίνουν κι άλλοι,
αλλ’ άνδρα ως αυτόν καλόν και σεβαστόν δεν είδα
εις την ζωήν μου· φαίνεται τωόντι βασιλέας».
Και προς αυτόν απάντησεν η Ελένη γυνή θεία:
«Σέβας και φόβον, ω γλυκέ, σου έχω πενθερέ μου·
κάλλιο να είχα σκοτωθεί, παρά να φύγ’ οϊμένα,
με τον υιόν σου, αφήνοντας τον θάλαμον, τους φίλους,
τες τρυφερές ομήλικες, την μόνην θυγατέρα·
αλλ’ έζησα· να φθείρεται στα κλάυματα η ζωή μου.
Αλλά σ’ αυτό που μ’ ερωτάς εγώ θα σ’ απαντήσω.
Εκείνος είναι ο κραταιός Ατρείδης Αγαμέμνων,
συνάμα βασιλιάς καλός και ανδρείος πολεμάρχος
και ανδράδελφον, έναν καιρόν, εγώ τον είχα η σκύλα»!

Ομήρου Ιλιάδα, Γ 150-180, ΟΕΔΒ 39 «…κι έκλαιγα που με τύφλωσε την έρμη

η Αφροδίτη …»

Ο Τηλέμαχος έρχεται στο παλάτι του Μενέλαου στη Σπάρτη να μάθει νεότερα για τον πατέρα
του, τον Οδυσσέα. Τον συνοδεύει ο γιος του Νέστορα, ο Πεισίστρατος. Οι δυο νέοι φτάνουν το
βράδυ που γίνονται οι γάμοι των παιδιών του Μενέλαου. Χωρίς να ξέρει ποιοι είναι, ο βασιλιάς
δίνει εντολή να τους περιποιηθούν. Ο Τηλέμαχος εντυπωσιάζεται από τα πλούτη του παλατιού.
Στο τραπέζι του γάμου η κουβέντα έρχεται στον Οδυσσέα και ο Τηλέμαχος δακρύζει. Την ώρα
εκείνη φτάνει η Ελένη «σαν άλλη Άρτεμη με τα χρυσά τα βέλη». Οι συνοδοί της κρατούν τα σύ-
νεργα, για να τυλίξει το νήμα που χρειάζεται όταν υφαίνει· τα περισσότερα από αυτά είναι δώρα
των φιλενάδων της από την Αίγυπτο. Αναγνωρίζει τον Τηλέμαχο, που μοιάζει στον πατέρα του.
Ο Μενέλαος στενοχωριέται, γιατί ο Οδυσσέας, ενώ πρόσφερε τόση βοήθεια, στερείται ακόμη τη
χαρά της επιστροφής. Τότε αρχίζουν τον θρήνο όλοι μαζί...
Τότε άλλο η θεογέννητη σοφίστηκε η Ελένη.
Κρυφά βοτάνι στο κρασί που πίνανε τους ρίχνει,
πόσβηνε πόνους και καημούς και τα πικρά φαρμάκια.
Μες στο ποτήρι ανάμιχτο σαν το ’πινε κανένας,
όλη τη μέρα δεν μπορούν τα δάκρυα να του τρέχουν,
κι αν πέθαινε ο πατέρας του κι η μάνα του, κι εμπρός του
σφαγμένο αν έβλεπε αδερφό και γιο του αγαπημένο.
Τέτοια βοτάνια μαγικά είχε του Δία η κόρη,
παρμένα απ’ την Πολύδαμνα του Θώνα τη γυναίκα
στην Αίγυπτο, όπου η πλούσια γης βγάζει ανακατωμένα
άλλα βοτάνια ωφέλιμα κι άλλα θανατηφόρα.
Καθένας είναι εκεί γιατρός σοφός κι απ’ όλους πρώτος,
γιατί τον Παίονα αρχικό προπάτορα τον έχουν.
Σαν το ’ριξε και πρόσταξε να φέρουν να κεράσουν,
άρχισε πάλε κι έλεγε με το γλυκό το στόμα·
«Θεόθρεφτε τ’ Ατρέα γιε, και σεις αρχοντοπαίδια,
άλλοτε σ’ άλλονε ο Θεός καλοτυχιά του δίνει,
και σ’ άλλον πάλε συμφορές, γιατί τα δύνεται όλα.
Και τώρα εδώ που κάθεστε και τρώτε στο παλάτι
και την κουβέντα χαίρεστε, κάτι θα πω ν’ αρέσει.
Κι όλα πού να τ’ αφηγηθώ και να τα ονοματίσω,
και τόσα κατορθώματα του τολμηρού Δυσσέα!
Όμως αυτό πώς το ’καμε ο άντρας ο γενναίος
στην Τροία, που σας πλάκωναν τους Αχαιούς τα πάθια.
Με δυνατές βαρηματιές χάλασε το κορμί του,

Φόρεσε ρούχα φτωχικά που φαίνονταν σα δούλος
και μπήκε στην πλατύδρομη την πόλη των οχτρών του.
Κι όπως μεταμορφώθηκε σαν ψωμοζήτης ήταν,
που τέτοιος πριν δεν έδειχνε στ’ αργίτικα καράβια.
Έτσι αλλαγμένος τρύπωσε στο Κάστρο του Πριάμου.
Οι άλλοι σώπαιναν, κι εγώ τον γνώρισα μονάχη
και τον ρωτούσα, όμως αυτός μου ξέφευγε με τέχνη.
Κι όταν τον έλουζα έπειτα κι έτριβα με το λάδι
και καθαρά του φόρεσα κι όρκο μεγάλο πήρα,
πως δε θα τον φανέρωνα πρωτύτερα στους Τρώες,
πριν φτάσει στις καλύβες του και στα γοργά καράβια,
μου ’πε πια τότε το σκοπό των Αχαιών ποιος ήταν.
Κι αφού με τ’ άπονο σπαθί σκότωσε πλήθος Τρώες,
γύρισε πίσω κι όνομα μεγάλο πήρε απ’ όλους.
Τότες οι άλλες Τρώισσες πικρά μοιρολογούσαν,
μα εγώ πετούσα από χαρά, γιατί είχε πια γυρίσει
μέσα η καρδιά μου κι ήθελα στο σπίτι να γυρίσω,
κι έκλαιγα που με τύφλωσε την έρμη η Αφροδίτη,
όταν στην Τροία μ’ έφερε αλάργα απ’ την πατρίδα,
κι άφησα εδώ την κόρη μου, το σπίτι μου, τον άντρα,
που άλλον δεν είχε ανώτερο στη λεβεντιά, στη γνώση».

Ομήρου Οδύσσεια, δ΄, στίχοι: 222-267


....Μενέλαος και Ωραία Ελένη - Μια συναρπαστική ιστορία αγάπης και πολέμου
Όλοι ξέρουμε τον μύθο της Ωραίας Ελένης. Είναι από τις ιστορίες αυτές που μαθαίνουμε ήδη από πολύ νωρίς, μαθαίνοντας για τους θεούς και τους ήρωες της Αρχαίας Ελλάδας καθώς και τα δυο μεγάλα έπη του Ομήρου, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Και αν το δεύτερο από αυτά τα έπη επικεντρώνεται στις περιπέτειες του πολυμήχανου Οδυσσέα που αγωνίζεται να επιστρέψει στην Ιθάκη, το πρώτο έχει να κάνει με τον τελευταίο χρόνο του Τρωικού Πολέμου, εκεί όπου χιλιάδες άντρες οδηγήθηκαν στη μάχη και στον θάνατο για την Ελένη. Την Ελένη που αποφάσισε να κλεφτεί με τον Πάρη, τον πρίγκηπα της Τροίας εγκαταλείποντας τον σύζυγο της και βασιλιά της Σπάρτης, Μενέλαο.
Αυτά και μόνο είναι αρκετά για να σκιαγραφήσουμε τους τρεις χαρακτήρες. Σκεφτόμαστε την Ελένη ως άτιμη και άπιστη, τον Πάρη ως σωτήρα μιας καταπιεσμένης συζύγου και τον απατημένο Μενέλαο ως άξεστο και άπληστο άρχοντα όπως τείνουν να τον παρουσιάζουν στις ταινίες των τελευταίων χρόνων καθώς επίσης και σε μερικές αποδόσεις για παιδιά όπου προσπαθούν εν συντομία να πουν την ιστορία σε λίγες γραμμές.
Κι όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν μεγάλο και παρεξηγημένο έρωτα. Όχι της Ελένης και του Πάρη. Της Ελένης και του Μενέλαου.
Ας τα πάρουμε από την αρχή.
Ο Μενέλαος ήταν ο μικρός γιος του βασιλιά των Μυκηνών Ατρέα. Ο Όμηρος τον ονομάζει “ξανθό” και “ωραίο”, πράγμα που σήμαινε ότι παρόλο που είχε εντελώς θνητή καταγωγή, διέθετε κάτι το θεϊκό στην όψη. Ήταν επίσης δίκαιος, τίμιος, ευγενικός και καλός φίλος. Αυτά μπορούμε να τα επιβεβαιώσουμε διαβάζοντας την Ιλιάδα και ειδικά το περιστατικό με την μάχη για το πτώμα του Πάτροκλου που οι Τρώες ήθελαν να βεβηλώσουν. Γενικά υπήρχε κάτι το “ιπποτικό” στο χαρακτήρα του Μενέλαου και το γεγονός και μόνο ότι κίνησε γη και ουρανό για να κερδίσει πίσω την αγαπημένη του και όχι για να την εκδικηθεί, μας λέει επίσης πολλά.
Ας πάμε πάλι πίσω στα παιδικά του χρόνια. Μπορεί μεν ο Μενέλαος να ήταν πρίγκιπας των Μυκηνών, είχε όμως την ατυχία να δει τον πατέρα του να δολοφονείται από τον θείο του, τον Θυέστη, τον αδελφό του Ατρέα που ήθελε να γίνει βασιλιάς. Ο Θυέστης στη συνέχεια κυνήγησε τον Μενέλαο και τον Αγαμέμνονα για να τους σκοτώσει και αυτούς ώστε να μην υπάρχουν δικαιωματικοί διάδοχοι του θρόνου. Έτσι οι δυο νεαροί Ατρείδες έφυγαν μακριά από τις Μυκήνες και βρήκαν καταφύγιο στη Σπάρτη, εκεί όπου βασίλευε ο Τυνδάρεως, ο πατέρας της Ωραίας Ελένης και της Κλυταιμνήστρας. Εκεί έζησαν ο Αγαμέμνονας και ο Μενέλαος προσφέροντας τις υπηρεσίες τους μέχρι να ενηλικιωθούν και να εκδικηθούν το θάνατο του πατέρα τους.
Εδώ, λοιπόν, μπαίνει στην ιστορία η Ελένη, προικισμένη που ήταν με θεϊκή ομορφιά. Το δώρο αυτό όμως την έβαζε συνεχώς σε μπελάδες. Κοριτσάκι ήταν την είδε ο Θησέας, ο γνωστός ήρωας, και μπήκε στον πειρασμό να την απαγάγει, πράγμα που και έκανε, προκαλώντας έτσι την οργή των αδελφών της, του Κάστορα και του Πολυδεύκη, οι οποίοι για να σώσουν την αδελφή τους κατέστρεψαν την Αθήνα, το βασίλειο του Θησέα (μύθος που μας θυμίζει την μετέπειτα χρόνια έχθρα μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών). Αυτό βέβαια είναι το τίμημα του να είσαι ημίθεος, πόσο μάλλον παιδί του Δία. Διότι η ομορφιά της Ελένης δεν ήταν τυχαία. Στην πραγματικότητα η μητέρα της, η Λύδα δεν την έκανε με τον Τυνδάρεω αλλά με τον Δία ο οποίος είχε πάρει τη μορφή ενός λευκού κύκνου, γεννώντας έτσι δύο αυγά μέσα από τα οποία βγήκαν ο παντοδύναμος Πολυδεύκης και η πανέμορφη Ελένη.
Αφού οι Διόσκουροι κατάφεραν να την βρουν και την σώσουν, η Ελένη επέστρεψε στη Σπάρτη μεγαλώνοντας μαζί με τα αδέλφια της και τους Ατρείδες, τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο. Και κάπου εκεί ένας έρωτας άρχισε να γεννιέται μεταξύ της Ελένης και του Μενέλαου που εκείνον τον καιρό φύλαγε τα κοπάδια του Τυνδάρεου.
Μεγάλωσαν οι Ατρείδες και ήρθε η ώρα να εκδικηθούν το θάνατο του πατέρα τους. Επέστρεψαν στις Μυκήνες και βοήθεια από τη Σπάρτη και σκότωσαν τον Θυέστη. Έτσι ο Αγαμέμνονας, ως μεγάλος γιος, έγινε ο βασιλιάς των Μυκηνών και ζήτησε για γυναίκα του την Κλυταιμνήστρα, την αδελφή της Ελένης. Όσο για τον Μενέλαο, επέστρεψε στη Σπάρτη κοντά στην αγαπημένη του Ελένη, γνωρίζοντας πως σε λίγο καιρό θα την έχανε για πάντα. Γιατί η Ελένη έφτασε σε ηλικία γάμου και δεκάδες βασιλιάδες και πρίγκιπες ήρθαν να τη ζητήσουν.
Σχεδόν όλοι όσοι πήραν μέρος αργότερα στον Τρωικό Πόλεμο ως αρχηγοί, επισκέφτηκαν το παλάτι του Τυνδάερου με όνειρο να κάνουν δική τους την Ελένη. Ανάμεσα τους ο Αχιλλέας, ο Αίαντας, ο Διομύδης και ο Οδυσσέας. Όλοι τους έπρεπε να περάσουν αθλητικές δοκιμασίες και όποιος έβγαινε πρωταθλητής θα έκανε την Ελένη γυναίκα του. Όμως ήταν δύσκολο να στεφθεί ο νικητής ανάμεσα σε τόσους ήρωες, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να τραβηχτούν όπλα και να ξεσπάσει τρομερός καβγάς.
Τη λύση την έδωσε ο Οδυσσέας. Και ποια λύση ήταν αυτή. Να άφηναν την ίδια την Ελένη να διαλέξει τον άντρα που ήθελε για σύντροφο της.
Έτσι κι έγινε. Η Ελένη αφέθηκε μέσα στα βασιλόπουλα να επιλέξει. Όμως αυτός που επέλεξε δεν ήταν βασιλιάς. Ήταν ο Μενέλαος. Ο παιδικός της φίλος, ο εκλεκτός της καρδιάς της.
Κι έτσι το ζευγάρι παντρεύτηκε και έζησε ευτυχισμένο. Αργότερα απέκτησαν ένα κοριτσάκι, την Ερμιόνη. Και όταν ο Τυνδάρεως πέθανε από γηρατειά, τη θέση του πήρε ο Μενέλαος και έγινε βασιλιάς της Σπάρτης.
Την ευτυχία τους όμως ήρθε να ταράξει ο μικρός γιος του Πρίαμου, ο Πάρης. Αυτός ήρθε ως φιλοξενούμενος του Μενέλαου με τον οποίο είχαν γίνει φίλοι πριν από λίγο καιρό στην Τροία, όταν ο πρώτος έσωσε τη ζωή του δεύτερου από ένα αγριογούρουνο. Ο Πάρης όμως είχε άλλα σχέδια καταφθάνοντας στην Σπάρτη. Είχε έρθει για να πάρει το δώρο που του είχε τάξει η θεά Αφροδίτη σε αντάλλαγμα του Μήλου της Έριδος που της χάρισε ως ομορφότερη από τις τρεις θεές που τον είχαν θέσει για κριτή.
Και το δώρο αυτό δεν ήταν άλλο από την ίδια την Ελένη.
Η Ελένη, από τη μεριά της δεν ήθελε να αφήσει ούτε τον άντρα της ούτε και το παιδί της. Οι αναμνήσεις από την απαγωγή του Θησέα και την καταστροφή της Αθήνας της είχαν αφήσει σημάδια. Δεν ήθελε να ξαναπεράσει τα ίδια και χειρότερα για χάρη του νεαρού Τρώα. Όμως αναγκάστηκε να υποκύψει στο όνομα της θεάς. Κι έτσι, μια νύχτα που ο Μενέλαος έλειπε στην Κρήτη για να βρεθεί αναγκαστικά στο πλάι του φίλου του, του Ιδομενέα, έφυγε με τον Πάρη.
Κατά μία έννοια υπήρξε απαγωγή. Δεν έφυγαν οι δυο τους αφού ο Πάρης έκλεψε μαζί με την Ελένη και τους θησαυρούς του Μενέλαου, μαζί και κάποιες γυναίκες του παλατιού. Ο φίλος του ο Αινείας προσπάθησε να τον συνετίσει μα ο Πάρης ήταν αρκετά άπληστος για να σταματήσει. Και μόνο που είχε σβήσει από μέσα του την αγαπημένη του Οινώνη, μια νύμφη με την οποία ήταν παντρεμένος, αυτό αρκούσε για να φανερώσει την αλαζονεία του.
Τα νέα έφτασαν στον Μενέλαο ο οποίος πληγωμένος τόσο από την γυναίκα του όσο και από την ασυγχώρητη συμπεριφορά του φιλοξενούμενου του, ταξίδεψε ως την Τροία για να λύσει το θέμα ειρηνικά. Οι Τρώες όμως δεν τον δέχτηκαν κι έτσι ο Μενέλαος γύρισε στην Σπάρτη ταπεινωμένος. Ο αδελφός του, ο Αγαμέμνονας, ο οποίος εδώ και καιρό έκανε βλέψεις να κατακτήσει την Τροία, βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε. Θα καλούσε όλους τους βασιλιάδες της Ελλάδας να πολεμήσουν στο πλευρό των Ατρειδών όπως είχαν ορκιστεί να κάνουν την μέρα που η Ελένη διάλεξε τον Μενέλαο για σύζυγο της.
 Η συνέχεια είναι σε όλους μας γνωστή. Δεκάδες στρατοί συγκεντρώθηκαν στην Αυλίδα για να σαλπάρουν μέχρι την Τροία και να πολεμήσουν για χάρη της Ελένης και του Μενέλαου. Δέκα ολόκληρα χρόνια κράτησε ο πόλεμος και χιλιάδες Έλληνες και Τρώες έχασαν την ζωή τους, ανάμεσα τους μεγάλοι ήρωες όπως ο Αχιλλέας και ο Έκτορας. Σκοτώθηκε και ο Πάρης από τον Φιλοκτήτη κι έτσι ο Μενέλαος έχασε την ευκαιρία του να τον εκδικηθεί. Ο Διήφοβος, αδελφός του Πάρη, βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε. Να κάνει δική του την Ελένη με αποτέλεσμα να νιώσει την οργή του Μενέλαου όταν ο Δούρειος Ίππος μπήκε στην Τροία και οι Έλληνες έλυσαν την πολιορκία.
Τώρα, έπειτα από τόσον καιρό αγωνίας, σφαγής, πόνου, αίματος και δακρύων, το ζευγάρι ήταν και πάλι μαζί. Η ώρα τους να επιστρέψουν στην πατρίδα και στην κόρη τους, είχε φτάσει.
Ή έτσι πίστευαν.
Ο Μενέλαος και η Ελένη, πέρα από τα δέκα χρόνια που έκαναν να ανταμώσουν, χρειάστηκαν άλλα οχτώ για να γυρίσουν στην Σπάρτη. Μια τρομερή φουρτούνα έξω από την Λακωνία έστειλε το καράβι τους μακριά, σε χώρες που δεν είχαν επισκεφτεί. Πέρασαν από την Συδώνα, την Αιθιοπία, την Κύπρο, την Φοινίκη και την Λιβυή. Στην Αίγυπτο τους φιλοξένησε η βασίλισσα Πολυδάμια η οποία χάρισε στην Ελένη ένα μαγικό βότανο που όποιος το έπινε, ξεχνούσε τα δυσάρεστα του παρελθόντος.
Για να φτάσουν τελικά στην Σπάρτη έπρεπε πρώτα να βρουν τον Πρωτέα, τον Γέρο της Θάλασσας και να πάρουν το χρησμό του. Μετά από πολλές περιπέτειες ο Μενέλαος κατάφερε να αιχμαλωτίσει τον Πρωτέα για να μάθει σε ποιους θεούς έπρεπε να θυσιάσει και ποιον δρόμο να ακολουθήσει.
Ο Πρωτέας αποκάλυψε τα πάντα στον Μενέλαο και μαζί με αυτά τις τύχες των συντρόφων του. Του είπε για την ταλαιπωρία του Οδυσσέα και για την δολοφονία του αδελφού του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο, τον γιο του Θυέστη. Όμως του είπε και κάτι ευχάριστο. Ότι ο Μενέλαος και η Ελένη δεν θα αποχωρίζονταν ποτέ ξανά ο ένας τον άλλον και θα ζούσαν μαζί ως τα βαθιά γεράματα. Και όταν θα έκλειναν τα μάτια τους θα πήγαιναν στα Ηλύσια Πεδία όπου θα συνέχιζαν να ζουν αγαπημένοι για όλη την αιωνιότητα.
Και έτσι έγινε. Ο Μενέλαος και η Ελένη, οι δυο παιδικοί φίλοι που χτυπήθηκαν από την μοίρα να ζουν χωριστά στα ωραιότερα χρόνια της ζωής τους, επιτέλους βρήκαν γαλήνη μετά θάνατον. Και παραμένουν ερωτευμένοι και αγαπημένοι μακριά από τις έχθρες, τις αδικίες και τον πόλεμο, εκεί όπου ξεκουράζονται οι ήρωες και εραστές μιας αλλοτινής εποχής.

Μύθοι και Θρύλοι της Αρχαίας Ελλάδας Ν.Α. Κουν εκδ Λειψία, Ιφιγένεια εκδ Στρατικη, Ο Πόλεμος της Τροίας Λιντσει Κλαρκ εκδ Λιβάνη.

Γιώργος Χατζηκυριάκος
https://www.willowisps.gr/main/-/14/2/2017-2

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

O Idas Kai I Marpissa

Η ιστορία του Ίδας και της Μάρπησσα είναι ένας μύθος της αγάπης.
Αυτοί οι δύο χαρακτήρες απέδειξαν ότι η αγάπη και η αιώνια αφοσίωση δεν μπορούν να κατακτηθούν από το ξίφος, τη δύναμη, την ομορφιά ή τη δόξα. Η Μάρπησσα ήταν νέο κορίτσι που κάποιο χρόνο στη ζωή της βρήκε η ίδια στην ανάγκη να επιλέξει το σύζυγό της μεταξύ ενός θνητού και ενός Θεού. Ποια ήταν η απόφασή της; 
Κοιτάξτε μέσω του μύθου για να βρείτε την απάντηση.
...........................................................................................................
Ι)... "Στην ελληνική μυθολογία η Μάρπησσα ήταν θυγατέρα του ποτάμιου θεού Εύηνου. Η Μάρπησσα απάχθηκε από τον `Ιδα, που την είχε δεί να χορεύει στο ιερό της «Ορτυγίας Αρτέμιδος», επάνω στο όρος Χαλκίς της Αιτωλίας. Ο Εύηνος κυνήγησε πάνω σε ένα άρμα τον Ίδα μέχρι τον ποταμό Λυκόρμα. Εκεί ο Ίδας του ξέφυγε επειδή είχε φτερωτό άρμα που του είχε δώσει ο πατέρας του, ο θεός Ποσειδώνας."
ΙΙ)... Ίδας μυθολογικός ήρωας των Αιτωλών και Μεσσηνίων. Ήταν γιος του Αφαρέα και αδερφός του Λυγκέα. Κατά την παράδοση, έκλεψε με τη θέλησή της από το ναό του Απόλλωνα την κόρη του ποταμού Εύηνου Μάρπησσα, την οποία ο θεός είχε αρπάξει με τη βία. Ο Απόλλωνας τον καταδίωξε και μονομάχησε μαζί του. Τότε μεσολάβησε ο Δίας και ρίχνοντας έναν κεραυνό χώρισε τους δύο αντίπαλους. Μετά έδωσε εντολή να διαλέξει ελεύθερα η Μάρπησσα όποιον από τους δύο ήθελε για σύζυγο. Εκείνη διάλεξε τον Ίδα και από την ένωσή τους γεννήθηκε η Κλεοπάτρα, η σύζυγος του Μελέαγρου.

........................................................................................................
Οι Έλληνες δεν δίστασαν να τα βάλουν με τους θεούς τους.
Και κυρίως ο κατ’ εξοχήν θεομαχητής ήρωας... ο Ηρακλής.
Ο Μενέλαος πάλεψε με τον Νηρέα.
Ο Ηρακλής με τον Αχελώο, τον Απόλλωνα, τον Άρη που τον λάβωσε σοβαρά στο πόδι, τον Πλούτωνα, τους Τιτάνες, και με τον ίδιο τον Δια, όταν τόλμησε να ελευθερώσει τον Προμηθέα από τα δεσμά του.
Αλλά ένας Ήρωας που αξίζει να αναφερθεί, και να συγκριθεί με τα ιστορήματα της βίβλου, και τους λόγους που ο Αβραάμ, έδωσε την γυναίκα του στην κλίνη του Φαραώ για να σώσει το τομάρι του.
Είναι ο Ίδας. 
Ο ήρωας Ίδας στον αντίστοιχο ελληνικό θρύλο αρνείται να παραδώσει την εκλεκτή της καρδιάς του Μάρπησσα ακόμη κι όταν τη διεκδικεί ένας υπέρλαμπρος θεός, ο κατάξανθος σαϊτευτής Απόλλωνας. Ο ισχυρότερος αντεραστής, ο ίδιος ο θεός Απόλλωνας ζητά να πάρει την αγαπημένη του Μάρπισσα, καθώς ο Ίδας έφθασε στη Μεσσηνία. 
Ο Ίδας όμως δεν υποχώρησε, ούτε στιγμή δεν δίστασε. Απειλητικός τέντωσε το τόξο του ενάντια στο θεό.
Έλεγαν πως το τόξο του δεν λάθεψε ποτέ!
Ο Δίας όμως φρόντισε να συγκρατήσει το χέρι του ήρωα την κρίσιμη στιγμή. Άφησε την εκλογή στη διάθεση της νύφης.
Είχε έρθει ο καιρός που “κανείς” δεν μπορούσε να παραμερίσει αμαχητί έναν ήρωα!
Όσο… “θεός” και αν νόμιζε πως ήταν!
Η Μάρπησσα διάλεξε για μνηστήρα της το “θνητό” θεομάχο Ίδα.
“ Της λιγνοστραγαλης της Μάρπησσας Και του Ίδα, απ’ τους παλιούς που στάθηκε στη γη ο πιο αντρειωμένος. Κι ασκωσε αντίκρυ στον Απόλλωνα τον Φοίβο το δοξάρι”
Ο Ίδας μαζί με τους άλλους θεομάχους ήρωες στον ελληνικό θρύλο, σηματοδοτεί το τέλος της μακροχρόνιας ανεμπόδιστης εκμετάλλευσης των “θνητών” απ’ τους “θεούς”. Όλοι οι Ολύμπιοι δεν θα αργήσουν να αντιληφθούν ότι με τα “βέλη” του ο Έλληνας, είναι ο πρώτος που αναχαιτίζει την ακατάσχετη βουλιμία των θεών του....
.....................
 
 Upgrade
 Πηγή: Τα πάντα ρεί news Αυγούστου 30, 2019
http://www.tapantareinews.gr/2019/08/blog-post_547.html
 
Από τον Απολλόδωρο και την βιβλιοθήκη του μαθαίνουμε:
     Α 7,8 Εὔηνος μὲν οὖν ἐγέννησε Μάρπησσαν, ἣν Ἀπόλλωνος μνηστευομένου Ἴδας ὁ Ἀφαρέως ἥρπασε, λαβὼν παρὰ Ποσειδῶνος ἅρμα ὑπόπτερον. διώκων δὲ Εὔηνος ἐφ᾽ ἅρματος ἐπὶ τὸν Λυκόρμαν ἦλθε ποταμόν, καταλαβεῖν δ᾽ οὐ δυνάμενος τοὺς μὲν ἵππους ἀπέσφαξεν, ἑαυτὸν δ᾽ εἰς τὸν ποταμὸν ἔβαλε· καὶ καλεῖται Εὔηνος ὁ ποταμὸς ἀπ᾽ ἐκείνου.
    Α 7,9 Ἴδας δὲ εἰς Μεσσήνην παραγίνεται, καὶ αὐτῷ ὁ Ἀπόλλων περιτυχὼν ἀφαιρεῖται τὴν κόρην. μαχομένων δὲ αὐτῶν περὶ τῶν τῆς παιδὸς γάμων, Ζεὺς διαλύσας ἐπέτρεψεν αὐτῇ τῇ παρθένῳ ἑλέσθαι ὁποτέρῳ βούλεται συνοικεῖν· ἡ δὲ δείσασα, ὡς ἂν μὴ γηρῶσαν αὐτὴν Ἀπόλλων καταλίπῃ, τὸν Ἴδαν εἵλετο ἄνδρα.

απόδοση:
   Ο Εύηνος απέκτησε μια κόρη, τη Μάρπησσα, που ενώ ήταν μνηστή του Απόλλωνα, την άρπαξε ο Ίδας, ο γιος του Αφάρεα, με άρμα φτερωτό, που το πήρε από τον Ποσειδώνα. Ο Εύηνος τους καταδίωξε πάνω σε άρμα και έφτασε μέχρι τον ποταμό Λυκόρμα αλλά επειδή δεν μπορούσε να τους φτάσει, έσφαξε τα άλογα και έπεσε στον ποταμό· από εκείνον ονομάστηκε Εύηνος ο ποταμός. Ο Ίδας έφτασε στη Μεσσήνη, αλλά τον βρήκε ο Απόλλωνας και του πήρε την κόρη. Κι εκεί που μάχονταν ποιος θα την παντρευτεί, ο Δίας μπήκε στη μέση και τους χώρισε και προέτρεψε την κόρη να διαλέξει με ποιον θέλει να μείνει· εκείνη, από φόβο μήπως ο Απόλλωνας την εγκαταλείψει όταν γεράσει, διάλεξε για άντρα της τον Ίδα.

 Απολλόδωρος 1.60.1

Ο Ίδας της Ελληνικής Μυθολογίας
Ο Ίδας είναι Μεσσήνιος Ήρωας της Ελληνικής Μυθολογίας, όπου περιγράφεται στην Ιλιάδα ως ο δυνατότερος και πιο τολμηρός από όλους τους ανθρώπους. Ήταν γιος του Αφαρέως και της Αρήνης, της οικογένειας του Περιήρους. Ο Αφαρέας (Αφαρεύς) είναι από τους δημοφιλέστερους ήρωες του μεσσηνιακού ηρωικού κύκλου και σύμβολο της αντιστάσεως των Μεσσηνίων κατά των Σπαρτιατών, παρά το γεγονός ότι αργότερα λατρευόταν και στη Σπάρτη. Αδέλφια του ήταν ο Λυγκέας και ο Πίσος. Επίσης ήταν εξάδελφος των Διοσκούρων και των Λευκιππιδών. Παρέα με τον Λυγκέα πήραν μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία και στο κυνήγι του Καλυδωνίου Κάπρου.

Ο Ίδας στην Αιτωλία
Κάποτε, ο Ίδας έτυχε να περάσει από τη μακρινή Αιτωλία. Εκεί, στο ιερό της «Ορτυγίας Αρτέμιδος», επάνω στο όρος Χαλκίς της Αιτωλίας, γινόταν μια γιορτή αφιερωμένη στη θεά Άρτεμη και στο πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο γύρω από το ναό, ο Ίδας διέκρινε μια πανέμορφη κοπέλα να χορεύει μαγευτικά. Την έλεγαν Μάρπησσα και ήταν κόρη του Βασιλιά της Αιτωλίας, του Εύηνου. Ο Ίδας μαγεύτηκε τόσο πολύ από την ομορφιά της Μάρπησσας και τον θεσπέσιο χορό της, και αποφάσισε να την κλέψει, να την οδηγήσει στη Μεσσηνία και να την παντρευτεί.

Η αρπαγή της Μάρπησσας
Πλησίασε λοιπόν τη Μάρπησσα, άπλωσε τα δυνατά χέρια του, την άρπαξε και στη συνέχεια έφυγε με το άρμα του για τη Μεσσηνία. Ο Εύηνος, αφού έμαθε γρήγορα για την αρπαγή της κόρης του, ανέβηκε και αυτός στο άρμα του για να προλάβει τον Ίδα και τον κυνήγησε μέχρι τον ποταμό Λυκόρμα. Όμως ο Ίδας είχε ήδη κερδίσει δρόμο, τα άλογά του τα οποία ήταν δώρο του πατέρα του Ποσειδώνα ήταν γρηγορότερα ενώ μπορούσαν ακόμη και να πετούν. Έτσι, ο Ίδας κατάφερε να ξεφύγει από τον Εύηνο και έφτασε στη Μεσσηνία. Ο Εύηνος είτε από λύπη, είτε κατά την μάχη του με τον Ίδα, πνίγηκε στα νερά του ποταμού της Αιτωλίας που πήρε από τότε το όνομα του.

Απόλλων εναντίον Ίδα
Ωστόσο και ο θεός Απόλλωνας ενδιαφερόταν να παντρευτεί την όμορφη Μάρπησσα μιας και είχε κι αυτός γοητευτεί από αυτήν, κάποια άλλη φορά που την είχε δει στο παρελθόν. Θύμωσε λοιπόν που την άρπαξε ο Ίδας και ανέβηκε στο άρμα του με τα φτερωτά άλογά του και έφτασε στη Μεσσηνία. Σταμάτησε ο Απόλλωνας το άρμα του δίπλα στου Ίδα και του ζήτησε να του παραχωρήσει τη Μάρπησσα για να την παντρευτεί. Ο Ίδας όμως αρνήθηκε και σύντομα οι δύο άντρες άρπαξαν το δόρυ και την ασπίδα τους και ξέσπασε μια τρομερή μονομαχία μεταξύ τους. Ο Απόλλωνας ήταν θεός αλλά και ο Ίδας επίσης πολύ δυνατός και μπορούσε να αποκρούει όλα τα χτυπήματα του Απόλλωνα.

Η επέμβαση του Δία και η απόφαση της Μάρπησσας
Η μάχη ήταν αμφίρροπη, κανείς δεν υποχωρούσε ενώ οι αντίπαλοι προκαλούσαν και χλεύαζαν ο ένας τον άλλο κατά τη διάρκεια της. Ο Δίας από τον Όλυμπο, άκουσε τη φοβερή κλαγγή των όπλων και πέταξε σύντομα προς τη Μεσσηνία για να επέμβει. Αρχικά προέτρεψε να πάρει τη Μάρπησσα ο πιο δυνατός, αλλά αφού η μονομαχία τους δεν είχε βγάλει νικητή, αποφάσισε να κάνει την επιλογή του άντρα της η ίδια η Μάρπησσα. Ο Απόλλωνας αισθάνθηκε σίγουρος ότι η Μάρπησσα θα επέλεγε αυτόν για σύζυγο, μιας και ήταν θεός ισχυρός και όμορφος, σε αντίθεση με το Μεσσήνιο γίγαντα ο οποίος ήταν χοντροκομμένος και θνητός.

Η Μάρπησσα ξανακοίταξε τους δύο άντρες. Σκέφτηκε ότι μπορεί ο Απόλλωνας να ήταν θεός και ομορφότερος, αλλά κάποια στιγμή που αυτή θα γεράσει, θα την διώξει και θα παντρευτεί μια άλλη γυναίκα. Αντιθέτως, ο Ίδας μπορεί να ήταν θνητός και άσχημος, αλλά θα έμενε κοντά της μέχρι και τα γεράματα να την προστατεύει και να τη νοιάζεται. Έτσι η Μάρπησσα επέλεξε ως σύζυγο τον Ίδα.
Ο Απόλλωνας έκπληκτος και συνάμα δυσαρεστημένος για την ταπείνωση που δέχτηκε, ανέβηκε στο άρμα του με τα φτερωτά άλογα, και έφυγε αστραπιαία γεμάτος οργή. Έτσι λοιπόν, ο Ίδας κέρδισε την όμορφη Μάρπησσα, την παντρεύτηκε και έζησε ευτυχισμένος μαζί της στη Μεσσηνία, κάνοντας μια κόρη μαζί, την Κλεοπάτρα.

Παραλλαγές του μύθου
Η απλή αυτή μορφή του μύθου εμφανίζεται και στον Σιμωνίδη. Ο Σχολιαστής του Ομήρου όμως γράφει ότι ο Εύηνος εξανάγκαζε τους μνηστήρες της Μάρπησσας να διαγωνισθούν μαζί του στην αρματοδρομία, έκοβε τα κεφάλια των νικημένων και στόλιζε με αυτά τους τοίχους του ανακτόρου του ή του ναού του Ποσειδώνα, δηλαδή έκανε ό,τι και ο Οινόμαος.

Σε άλλη εκδοχή μάλιστα ο Εύηνος έκτισε ολόκληρο ναό μόνο από τα κρανία αυτά! Η μεγάλη ομοιότητα των μύθων Οινομάου-Ιπποδαμείας και Ευήνου-Μάρπησσας καταλήγει σε συνένωσή τους στη μεταγενέστερη παράδοση του Πλουτάρχου: ο Εύηνος είχε νυμφευθεί την κόρη του Οινομάου. Στον αρχικό μύθο όμως σύζυγος του Ευήνου και μητέρα της Μάρπησσας είναι η Αλκίππη.

Η κόρη της Μάρπησσας
Ο Όμηρος στο I της Ιλιάδας, μέσα από την αφήγηση του Ήρωα Φοίνικα, αναφέρεται στην κόρη της Μάρπησσας, Κλεοπάτρα η οποία είχε παντρευτεί τον Μελέαγρο. Ο Φοίνικας ανήκε στην τριμελή επιτροπή που ορίστηκε από τον Νέστορα για την επίσκεψη στην σκηνή του Αχιλλέα με σκοπό να τον πείσουν να γυρίσει στην μάχη. Στην αφήγηση του ο Φοίνικας αναφέρεται στην οικογένεια της Μάρπησσας. Αναφέρει χαρακτηριστικά στο αρχαίο κείμενο:
    ἤτοι ὃ μητρὶ φίλῃ Ἀλθαίῃ χωόμενος κῆρ κεῖτο παρὰ μνηστῇ ἀλόχῳ καλῇ Κλεοπάτρῃ κούρῃ Μαρπήσσης καλλισφύρου Εὐηνίνης Ἴδεώ θ', ὃς κάρτιστος ἐπιχθονίων γένετ' ἀνδρῶν τῶν τότε

Περίληψη ολόκληρης της αφήγησης του Φοίνικα στην Ιλιάδα:
Κάποτε γινόταν πόλεμος ανάμεσα στους Κουρήτες και τους Αιτωλούς γύρω από την όμορφη Καλυδώνα (529-32). Αιτία για το κακό ήταν η θεά Άρτεμη που θυμωμένη με τον Οινέα, επειδή δεν της αφιέρωσε τους πρώτους καρπούς του θερισμού, έστειλε έναν κάπρο που κατέστρεφε τη γη και τους καρπούς της Αιτωλίας. Ο Μελέαγρος το σκότωσε, μα η θεά ξεσήκωσε διαμάχη στους Κουρήτες και τους Αιτωλούς για το δέρμα και το κεφάλι του κάπρου (533-49). Πολεμούσε στο πλευρό των Αιτωλών ο Μελέαγρος και όλα έβαιναν καλώς, ώσπου ο ήρωας οργισμένος με τη μητέρα του κλείστηκε στο σπίτι του πλάι στη γυναίκα του την Κλεοπάτρα (550-56), που οι γονείς της την φώναζαν Αλκυόνη, για να τους θυμίζει το πάθημα της μητέρας της Μάρπησσας, όταν την άρπαξε ο Απόλλωνας και ο άντρας της ο Ίδας και πατέρας της Κλεοπάτρας την έσωσε παίρνοντας το τόξο να χτυπήσει το θεό (557-64). Η περιγραφή ξαναγυρνά στη συνέχεια του θυμού του Μελεάγρου εξηγώντας ότι εξοργίστηκε με τη μητέρα του την Αλθαία, καθώς αυτή πικραμένη, που ο γιος της σκότωσε τον αδερφό της, τον καταράστηκε να βρει το θάνατο καλώντας την Ερινύα (565-73/4). Ο Μελέαγρος δε λυγίζει από τα ολοένα και αυξανόμενα παρακάλια των Αιτωλών γερόντων που του έστειλαν ιερείς και υπόσχονταν δώρα ούτε από τα παρακάλια του πατέρα του Οινέα ούτε των αδερφών και της μητέρας του ούτε των πολυαγαπημένων του φίλων (574-87). Μόνο όταν η πόλη φτάνει στον έσχατο κίνδυνο συγκινείται από το κλάμα της αγαπημένης του γυναίκας, που του προλέγει τα δεινά(588-95). Σώζει την πόλη του, αλλά τώρα πια δε λαμβάνει τα δώρα (596-9).



 
Web Informer Button