ADS

click to open

Δευτέρα 3 Μαΐου 2010

Erotiki Mythoplassia II.. (Part.. 5)

.......Ο ήλιος έλουζε με τις απογευματινές ακτίνες του, την όμορφη σμαραγδένια παραλία τους. Η θάλασσα φαινόταν τόσο γαλήνια και κρυστάλλινη, σαν θελκτικό θηλυκό που σκορπάει τον πόθο. Έτσι ένιωθε κι ο Νικηφόρος βλέποντάς τα καταγάλανα νερά της. Ανέβηκε στο μπαλκόνι τους που οδηγούσε στο σαλόνι και στην κουζίνα. Από εκεί, μπορούσε να δει την υπέροχη, καταγάλανη ακτογραμμή που διέγραφε όμορφους κόλπους. Ήταν τρεις ημέρες τώρα που όλη η οικογένεια είχε επιστρέψει στον μικρο οικισμό. Μα έλα που ο παππούς Θρασύβουλος δεν είχε ησυχία. Σήμερα θα πήγαινε τα εγγόνια του στη μεγαλούπολη στη παραδοσιακή εκδήλωση για την πανσέληνο και μετά μαζί με την Αντιγόνη στον αδελφό του στη πόλη. «Το Φεγγάρι τον Αύγουστο  όταν αρχίζει να ξεπροβάλλει πίσω από το βουνό, πρώτα σαν μία λεπτή φέτα από φως που μεγαλώνει και στρογγυλεύει και γεμίζει τον ουρανό σαν τεράστιος δίσκος είναι τόσο εξωπραγματικά μεγάλο πιάνει το μισό ουρανό και τα βάφει όλα κόκκινα.» 
 Στο σπίτι του αδελφού του γιόρταζαν κάποια γενέθλια, καλεσμένοι και ταυτόχρονα θα έμεναν δυο με τρεις ήμερες να τακτοποιήσουν κάποιες κληρονομικές εκκρεμότητες στο συμβολαιογραφείο. Οι μικροί μπόμπιρες ούτε λόγος να γίνεται, δεν ξεκολλούσαν από τον παππού και την γιαγιά. Σκεφτόταν αυτό το έντονο δέσιμο των μικρών με τα πεθερικά του ο Νικηφόρος και ένα χαμόγελο αποδοχής ζωγραφίστηκε στα χείλη του. Σαν γονέας που λόγω επαγγέλματος απουσιάζει από την οικογένεια του, νιώθει ιδιαίτερη ασφάλεια και σιγουριά, για τα παιδιά τους που εκτός από τη μαμά τους η γιαγιά και ο παππούς παίζουν πολύ συχνά το ρόλο τους στην ανατροφή των παιδιών τους. Έτσι ο αποχωρισμός, του φαίνεται λιγότερο επώδυνος, αφού ξέρει πόσο πολύ τα αγαπάνε και πως τους συμπεριφέρονται σαν να ήταν δυο φορές δικά τους παιδιά.
Είχε περάσει μόλις μια ώρα που είχαν γυρίσει από το θαλασσινό τους μπάνιο και καθισμένος στον αναπαυτικό καναπέ του μεγάλου μπαλκονιού απολαμβάνει τo μαγευτικό ηλιοβασίλεμα, αυτή τη μαγευτική θέα που φαίνεται από το μπαλκόνι του σπιτιού τους! Αναπνέει την ευχάριστη μυρωδιά των λουλουδιών, κι ακούει τον χαλαρωτικό και συγχρόνως αναζωογονητικό ήχο του νερού. Φυσάει ένα ευχάριστο δροσερό αεράκι, είναι Αύγουστος, το πιο καλό κομμάτι του καλοκαιριού. Η θάλασσα γλυκιά και καλότροπη, το δέρμα τους απολαμβάνει τον ήλιο, τη θέρμη ύστερα από το ψύχος του χειμώνα και τις υγρές ψύχρες της άνοιξης, απολαμβάνουν το παρατεταμένο φως, τις μέρες που έχουν μεγαλώσει. Δε φτάνουν βέβαια τις Λευκές Νύχτες της Βόρειας Ευρώπης, αλλά σίγουρα νιώθει περίεργα να είναι βράδυ ελληνικό, εννέα η θερινή ώρα, και να βλέπει τον ήλιο ακόμη απέναντι δυτικά στο ακρωτήρι  και ο Νικηφόρος βρίσκεται σε ρομαντική αλλά και φιλοσοφική διάθεση καθώς το απαλό μελτεμάκι που φυσά δροσίζει το πρόσωπό του και χαϊδεύει τα μαλλιά του. Έκλεισε τα μάτια νανουρισμένος! Γρήγορα, του φάνηκε σα να βυθίζεται σε μια ονειροπόληση ή για την ακρίβεια σα να πέφτει σε μία κατάσταση ηδονικής χαύνωσης κι εγκατάλειψης. Τι υπέροχη αίσθηση!
«Νικηφόρε! Άλκηστις!. Πού βρίσκεστε και με αφήσατε μόνη μου;» Η φωνή είναι της Εριφύλης που ακούγεται να ρωτάει από το εσωτερικό της κουζίνας. Η φωνή της ήταν απαλή, αργή, ωσάν αναπάντητα ερωτηματικά να αιωρούνται μέσα της.  
Ακόμη δεν είχε συνειδητοποιήσει το κάλεσμα της Εριφύλης όταν μια δεύτερη και συνάμα τρυφερή φωνή  ακούστηκε από την άλλη άκρη του μπαλκονιού! «Που το ‘ χεις το μυαλό σου αγόρι μου;» και του διαλύθηκαν σιγά σιγά οι ευχάριστες ονειροπολήσεις που απολάμβανε γαλήνια, νανουρισμένος από το θρόισμα του μελτεμιού. Ταυτόχρονα η φωνή παίρνει μορφή, παίρνει σχήμα γνωστό, και οι επιθυμίες γίνονται απτές και ανυπόφορες. Μπρος του πρόβαλε ένα σώμα αλαβάστρινο με ρόδινες αποχρώσεις και με σκιές βαθιές και ηδονικές.... Είναι η Άλκηστις που κάνει την εμφάνιση της στα σκαλοπάτια του μπαλκονιού με το θερμό της βλέμμα να αναζητά το δικό του, και η γλυκιά φωνή της να τον καλοπιάνει.
Ήταν λίγο αφηρημένος τον τελευταίο καιρό. Μέχρι χθες ήταν σίγουρος πως η Εριφύλη ήταν η μοναδική γυναίκα της ζωής του. Τώρα κοιτούσε την όμορφη κοπέλα που στεκόταν εκεί μπροστά του, και του έκλεινε γοητευτικά το μάτι σε ένα άκρως ερωτικό κλίμα.
«Ένας ένας διάχυτος ερωτισμός πλανάται στην ατμόσφαιρα, ανεβάζοντας την ερωτική τους διάθεση στα ουράνια και δημιουργώντας όλες τις προϋποθέσεις για καυτές σεξουαλικές ιστορίες.» σκέφτηκε και σηκώθηκε από τον καναπέ του. Είχε την αίσθηση πως ήταν ερωτευμένος και με τις δυο γυναίκες. Είναι τριάντα τριών χρονών πια κι όμως σεξουαλικά μέσα του νοιώθει πως περνάει την πιο ώριμη φάση του όσον αφορά την σεξουαλική του ζωή.
«Να ‘μαι! Εδώ είμαι! Με χάσατε κορίτσια; Σας έλειψα;»
«Ααα ώστε εδώ είσαι εσύ; Σε χάσαμε, νομίζαμε πως έφυγες!» Τον πειράζει η Άλκηστις και τα μάτια της γέμισαν χρυσές λάμψεις.
Αυτή τη στιγμή η θάλασσα είναι χαρά Θεού, γαλήνια, απλώνεται γαλάζια κι αρυτίδωτη, μια ελαφρά πάχνη κάθεται χαμηλά γύρω στον ορίζοντα, σπαρμένη με ακίνητα λευκά πανάκια. Πέρα εκεί, μακριά, στο θάμπος του πελάγους, το ακρωτήρι στέκεται ολόρθο στο έμπα της θάλασσας. Ο ήλιος που ετοιμάζεται να δύσει και τη θέση του θα πάρει το ολόγιομο φεγγάρι το το ντύνει με φως ξανθό και ρόδινο. Απόψε έχει πανσέληνο και θα είναι όμορφα θα έχουν το πιο φωτεινό ολόγεμο φεγγάρι του χρόνου. «Του Αυγούστου το φεγγάρι παρά λίγο μέρα κάνει». Ακόμη και τα τζιτζίκια ξεγελιούνται και συνεχίζουν το ξέφρενο τραγούδι τους μέσα στη νύχτα που λάμπει σαν μέρα. «Τι κρίμα που δεν είναι εδώ και οι υπόλοιποι της φαμίλιας και προτίμησαν τη μεγαλούπολη.» Ειδικά κάτι τέτοιες στιγμές του λείπουν οι μικροί του μπόμπιρες που επιθυμεί να τους δώσει εκείνο το κάτι για τις στιγμές που θα τους λείπει.
«Ωραία βραδιά απόψε, συμφωνείς;», συνέχισε ο Νικηφόρος αφήνοντας ένα αχνό χαμόγελο να του ξεφύγει δημιουργώντας δύο μικρά λακκάκια ανάμεσα στα αξύριστο πρόσωπο του που τον έκαναν ακόμα πιο γοητευτικό.
«Ξέρεις, θα φανώ λίγο αδιάκριτη ζητώντας να μου εκμυστηρευτείς και να μοιραστείς μαζί μας τις πιο μύχιες σκέψεις σου. Επειδή έχω κάποιες απορίες, τι θα έλεγες να έλθεις και εσύ στην κουζίνα να σε κεράσουμε ένα δροσιστικό κοκτέιλ και να μου τις λύσεις;» Του λέει η Άλκηστις και τον χαϊδεύει με τα μάτια. Άπλωσε για μια στιγμή τα ένα χέρι να του χαϊδέψει το στήθος κι έπειτα έστρεψε τα νώτα της και η σιλουέτα της χάθηκε στο διάδρομο. .
Η Εριφύλη είναι καθισμένη στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι της κουζίνας το στρωμένο με υπέροχο Floral Art τραπεζομάντιλο το γεμάτο λουλούδια με ζωντανά χρώματα και απέναντί της έχει το μεγάλο παράθυρο και στη συνέχεια ένα φυσικό δώρο μια απλωσιά και μια ανοιχτοσύνη, κι ένα μέγεθος ανεξάντλητο: η θάλασσα.! Ο οικισμός τους είναι ένας μικρός-μεγάλος τόπος. Ένας προικισμένος τόπος. Η Εριφύλη έχει μπροστά της πάνω στο τραπέζι τα υλικά για ένα ιδιαίτερο, αφράτο, φρουτένιο κι άκρως αρωματικό κέικ που λατρεύουν τα πιτσιρίκια τους.
Έκανε ζέστη στην κουζίνα που ήταν γεμάτη από πολύχρωμα αντικείμενα και τα απαραίτητα εργαλεία στον πάγκο της. Η Εριφύλη σαν τεχνίτης ήταν σκυμμένη πάνω στο έργο της. Αν και ίδρωνε πολύ, δε σταμάτησε στιγμή να δουλεύει το κέικ. Έπρεπε να το τελειώσει στην ώρα του. Τα χέρια της δούλευαν το υλικό σχεδόν από μόνα τους, σκαλίζοντας και αναδεύοντας τα υλικά. Κάποτε σταμάτησε στάθηκε ακίνητη και μισόκλεισε τα μάτια της κοιτάζοντας το μισό-τελειωμένο έργο της.
Παρά την φαινομενική της ηρεμία στην ουσία ανησυχούσε, είχε μια εσωτερική ανησυχία, νιώθει τεντωμένη, «σε αναμμένα κάρβουνα» και έκανε ιδιαίτερη προσπάθεια να μένει νηφάλια και ψύχραιμη. Ξυπνώντας το πρωί ένα δυνατό σοκ την περίμενε καθώς ο Αδάμας , αναμοχλεύοντας την ερωτική σχέση τους, που πίστευε πως είχε τελειώσει, της έστειλε μήνυμα ότι σήμερα θα βρίσκεται Ελλάδα και ανυπομονεί να τη συναντήσει. Τώρα πλέον ο Αδάμας ζει μόνιμα στην Αγγλία και ετοιμάζεται να περάσει το καλοκαίρι του στην πατρίδα και είναι τόσο ανυπόμονος που  μετράει τις ώρες για την συνάντηση τους. «Έχω αρχίσει να χαράζω στο ημερολόγιο μου τις μέρες μέχρι τις διακοπές, όπως οι κρατούμενοι που τις μετράνε ως την αποφυλάκισή τους.» Της μήνυσε. Η στέρηση της απόλαυσης που περνούσαν μαζί του λείπει, του λείπει πολύ και νοσταλγεί αυτή την εποχή.
Η Εριφύλη φέρνοντας το χρόνο μερικούς μήνες πίσω ανασύρει ένα κομβόι από μνήμες αποδεικνύοντας ότι η νοσταλγία είναι μια αλυσίδα αισθήσεων..
Ήταν παραμονή της αναχώρησης του Αδάμας για το Λονδίνο. Εκείνο το μοιραίο απόγευμα τους βρήκε αγκαλιά στο σπίτι του, να κάνουν έρωτα μέχρι που πήρε να νυχτώνει και έπρεπε να γυρίσει σπίτι της. Σχεδόν δεν είπαν τίποτε, αφού ο χρόνος τους αγκαλιάστηκε από το σεξουαλικό τους πάθος. 
Η ιστορία τους, εξελίχθηκε τις επόμενες μέρες με βροχή μηνυμάτων που ο ένας έστελνε στον άλλον, γεμάτα συναισθηματικά και σεξουαλικά νοήματα, φτιάχνοντας ένα σενάριο πόθου, παραλογισμού αλλά και έντονου ενθουσιασμού. Τώρα αντιμετωπίζοντας το παρόν έβλεπε ότι δεν υπολόγισε πού έμπλεκε, ότι το παιχνίδι της ήταν επικίνδυνο αφού συνειδητοποίησε ότι σαν παντρεμένη είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι ενός άλλου άνδρα. 
Το ήξερε από την πρώτη στιγμή ότι η δημιουργία σχέσης με έναν άλλο άνδρα θεωρείται κοινωνικά και ηθικά λάθος, αλλά τότε ένιωθε ότι ήθελε να την ζήσει αυτή τη σχέση θολωμένη από το σεξουαλικό πάθος που αισθάνθηκε μέσα από αυτό τον παράνομο έρωτα.
Ήταν εξαιρετικά αναστατωμένη προφανώς διότι πίστευε ειλικρινά ότι φεύγοντας για Αγγλία ο Αρχιτέκτονας και περνώντας ο καιρός έγινε απολύτως σαφές και ξεκάθαρο και στους δύο ότι η σχέση τους είχε τελειώσει οριστικά. Τουλάχιστον έτσι πίστευε εκείνη. 
Και να που ξαφνικά νιώθει πραγματικά τρομαγμένη και αγχωμένη, και πως κατρακυλάει προς τον γκρεμό όταν πήρε τη δύσκολη απόφαση να μοιραστεί το πρόβλημά της με την Άλκηστις αναζητώντας «χείρα βοηθείας» και την κατάλληλη λύση που θα τη βγάλει από το αδιέξοδο! Η Άλκηστις την είχε αγκαλιάσει στοργικά και της είχε ψιθυρίζει. «Ξαδερφούλα μου γλυκιά εγώ είμαι εδώ για σένα. Τούτο μόνο σου λέω και να το εννοώ! Ο Αρχιτέκτονας είναι ένας πολύ στενός φίλος μου, είναι ένας δικός μου άνθρωπος, που εσύ μόνο περιστασιακά τον έχεις γνωρίσει σε μια γκαλερί ζωγραφικής όπου ήμασταν καλεσμένες και σου τον σύστησαν. Το έχω συζητήσει με τον Νικηφόρο και μην μου αναστατώνεσαι τόσο πολύ. Ξέρω πολύ καλά τι κάνω γι αυτό μην ανησυχείς σε παρακαλώ κάποια πράγματα θέλουν το χρόνο τους.»
.... Η Άλκηστις άνοιξε διάπλατα την μπαλκονόπορτα και άφησε τον αέρα τής εξοχής φρέσκος και γαλήνιος, σαν παφλασμός στο κύμα να εισβάλει στο σπίτι. Εισέρχεται στην κουζίνα με ύφος σκανδαλιάρικο και φιλική διάθεση που ως στόχο έχει να μεταφέρει θετική διάθεση στην Εριφύλη.Κάθεται αναπαυτικά στην καρέκλα της και στροβιλίζεται δυο φορές με σκανταλιάρικο ύφος. Στο μυαλό της επεξεργάζεται τρόπους να μεταφέρει στην παρέα  χαμόγελα και περισσή διάθεση για πειράγματα και σκανδαλιές έτσι επιδόθηκε, στα συνήθη πειράγματα με προφανή στόχο την Εριφύλη. Η Εριφύλη την διέκοψε αναφωνώντας «Σταμάτα τα πειράγματα κορίτσι μου!» με αποτέλεσμα να προκαλέσει περισσότερο γέλιο και διάθεση για περαιτέρω πειράγματα. Μάταια η Εριφύλη προσπάθησε να την επαναφέρει στην τάξη. Η Άλκηστις στη συνέχεια με ύφος ανθρώπου που είχε δήθεν προσβληθεί σηκώθηκε, πήρε στη χούφτα της αλεύρι και μ΄αυτό πασάλειψε την μύτη και τον μπούστο της Εριφύλης γελώντας τρανταχτά και χωρίς να πτοήσει συνέχισε τον χαβαλέ για να τον συνηθίσουν και οι υπόλοιποι. Και η αλήθεια είναι, ότι λειτουργούσε λυτρωτικά. Αν μην τι άλλο, της θύμισε της ξαδέρφης της, πως όσο δεν χάνουν το γέλιο τους, υπάρχει ελπίδα για να λύσουν το πρόβλημα τους, και όντως το αποτέλεσμα είναι να προκαλέσει γέλιο και διάθεση για περαιτέρω πειράγματα.
Ήταν η στιγμή που άρχισε μια διελκυστίνδα παιγνιδιού και χαλάρωσης. Ο Νικηφόρος για να εκδικηθεί την Άλκηστις που πειράζει την Εριφύλη του, παίρνει αλεύρι και «Αυτό δεν θα είναι δίκαιο για την Εριφύλη. Ούτε καν για εμένα τον ίδιο». της είπε, αγκαλιάζοντάς τη με το μπράτσο του και πλέκοντας τα δάχτυλά του στις λυμένες μπούκλες των  μαλλιών της το αδειάζει στον μπούστο της Άλκηστις. «Δεν θα μπορώ παρά να φανώ σωστός σύζυγος.» Το παιχνίδι απέκτησε παρορμητικά ένα πολύ ευχάριστο ενδιαφέρον όταν η Εριφύλη αποφάσισε να αλευρώσει και τους δυο. Απελευθερωμένη απ' την ένταση των συναισθημάτων γελούσε με την ψύχη της την ώρα που αδειάζει μέσα από το σορτσάκι της Άλκηστις αλεύρι στο μουνί της και του Νικηφόρου τραβώντας του την βερμούδα του αλευρώνει τον πούτσο. Η Άλκηστις χωρίς να χάσει καιρό παίρνει το υπόλοιπο αλεύρι χώνει το χέρι της μέσα στη βερμούδα του Νικηφόρου του πιάνει τον πούτσο και άρχισε με ζήλο να τον αλευρώνει να τον ζυμώνει και να τον παίζει αργά, βασανιστικά πάνω - κάτω. Ο πούτσος του Νικηφόρου στο θέαμα αυτό δεν έμεινε αδιάφορος. Τα κορίτσια κοιτάχτηκαν και τα μάτια τους έλαμπαν με νόημα! Χαμογελούσαν και οι δύο με ικανοποίηση αλλά και με ένα πονηρό κι αγαπησιάρικο χαμόγελο στα χείλη. Αυτός ένιωσε μαγεμένος από την αγνή ομορφιά τους, αυτές ένιωσαν κάτι σαν υγρασία να τις νοτίζει και ταυτόχρονα να τις ερεθίζει αναζητώντας την εκπλήρωση της ηδονής. Πόσο μάλλον με τέτοιον άντρα δίπλα τους ήταν αδύνατον να τον προσπεράσουν αδιάφορα. Καμιά γυναίκα δεν θα μπορούσε να περάσει από δίπλα του και να μην τον κοιτάξει να μην τον ερωτευτεί και να μην κυλιστεί μαζί του στο κρεβάτι εκεί που τα δίνει όλα και τα θέλει όλα.
..................Ο τρεις τους λοιπόν ζώντας αυτές τις υπέροχες εμπειρίες αποφάσισαν να δώσουν στον εαυτό τους την χαρά να χαρούν τον έρωτα τους ελεύθερα πέρα από τα βλέμματα μιας καχύποπτης κοινωνίας και οικογένειας.  Όλα θέλουν τρόπο και η ζωή είναι ωραία!
Ο Νικηφόρος είχε εξαντληθεί τελείως και έπεσε σε βαθύ ύπνο.
Το επόμενο πρωί πρώτη απ’ όλους ξύπνησε η Άλκηστις. Σηκώθηκε απ' τα ξημερώματα και βάλθηκε να ετοιμάσει καφέ. 
«Καλημέρα ομορφιά μου!», ακούστηκε πίσω της η αγουροξυπνημένη φωνή του Νικηφόρου που μόλις είχε βγει και αυτός στο μπαλκόνι.
«Καλημέρα ξάδερφε! Κοιμήθηκες καλά;», ρώτησε χαδιάρικα η Άλκηστις.
«Χμ... εε.. ναι, πολύ καλά!», απάντησε ο Νικηφόρος ελπίζοντας πως δεν θα φαινόταν στη νεαρή γυναίκα η εξάντληση που ένιωθε.
Τα υπέροχα μελιά μάτια της τον κοίταζαν με τρυφερότητα.
«Θέλεις καφέ; Είναι ζεστός και φρέσκος. μόλις τώρα τον έφτιαξα!»
«Η πρότασή σου ακούγεται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα!», είπε ο Νικηφόρος που σκεφτόταν ότι ο αχνιστός καφές θα έδιωχνε την κούραση από το κορμί του.
Η Άλκηστις του πρόσφερε ένα φλιτζάνι καφέ και στάθηκε δίπλα του περιμένοντας να τον δοκιμάσει. Ο Νικηφόρος ήπιε μια γουλιά και μούγκρισε ικανοποιημένος.
«Μμμ… Αυτός είναι καφές! Μπράβο μωρό μου!», είπε στη ξαδέρφη τους που τον κοίταζε με τα υπέροχα μάτια της.
Η Άλκηστις τον άφησε να πιει άλλη μια γουλιά καφέ και μετά με ναζιάρικη φωνή τον ρώτησε:
«Δεν αξίζω ένα φιλάκι για ευχαριστώ;»
«Και βέβαια!», απάντησε ο Νικηφόρος και έσκυψε να τη φιλήσει.
Η Άλκηστις ανταποκρίθηκε στο φιλί του ζεστά, με πάθος. Αυτός άγγιξε με τα χέρια του τα μεταξένια μαλλιά της και της χάιδεψε το κεφάλι. 
«Πω πω! Για δες! Για δες!», ακούστηκε πίσω τους χαρούμενη η φωνή της Εριφύλης.
Είχε μόλις βγει απ’ το σπίτι, τρίβοντας τα πρησμένα απ’ τον ύπνο μάτια της και το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν ο Νικηφόρος με την Άλκηστις να φιλιούνται στο στόμα.
«Τι συμβαίνει ξαδέλφη; Τι το παράξενο είδες; Τον ξάδερφο μου ευχαριστούσα για τις υπέροχες στιγμές που μας χάρισε!», είπε χαρούμενη η Άλκηστις.
«Μου φαίνεται πως έχεις δίκιο…», απάντησε η Εριφύλη. «Έτσι ανδρούλη μου θέλει και η γυναίκα σου σου να σε φιλήσει για καλημέρα». Η κουβέντα γύρισε στα χθεσινοβραδινά που η ερωτική τους διάθεση ήταν διάχυτη. Η Νικηφόρος χαμογέλασε αινιγματικά.
«Κορίτσια μου γλυκά μπορούμε και ακόμη καλύτερα.» Τους δήλωσε ο Νικηφόρος.
Επικράτησε για λίγο σιωπή τον κοίταξαν και οι δυο ερωτηματικά και με απορία να καταλάβουν τι ακριβώς εννοούσε.
.....................Ο Αδάμαντας έφτασε στην εξοχική κατοικία τους αργά το απόγευμα. Την προηγούμενη ημέρα είχε γυρίσει Ελλάδα υστέρα από ένα βραχύβιο αναζωογονητικό ταξίδι στα Κανάρια νησιά το οποίο τελικά αποδείχθηκε η μεγαλύτερη αποτυχία του στο σεξουαλικό κομμάτι. Τον υποδέχτηκε με ανοικτές αγκάλες η Άλκηστις και τον σύστησε στον Νικηφόρο όταν τον καλωσόρισαν παρέα στην είσοδο της αυλής όπου και πάρκαρε το αυτοκίνητο του. 
Την πρώτη-πρώτη στιγμή που γνωρίστηκαν μια θετική αύρα σύνδεσε τους δυο άνδρες, ένιωσαν αμέσως μια ανεξήγητη οικειότητα μεταξύ τους. Ο Νικηφόρος του πρόσφερε χωρίς βιασύνη ένα πραγματικό και ειλικρινές χαμόγελο. Ο Αδάμαντας που δεν τον ξέρει, δεν έχει κάποια προδιάθεση και το χαμόγελο του Νικηφόρου ως πρώτη ενέργεια του δίνει το καλύτερο υλικό για το ξεκίνημα αυτής της νέας ανθρώπινης σχέσης. Τι καλύτερο ως θεμέλιο μιας σχέσης απ' ένα ζεστό καλωσόρισμα;!
Όπως του έλεγε και ο παππούς του Νικηφόρου πριν κάποια χρόνια, το χαμόγελο είναι το δυνατότερο όπλο που έχουμε, είναι εντελώς δωρεάν, έχει άμεσο αποτέλεσμά. Θες και άλλους λόγους για να ξεκινήσεις «να χαμογελάς και στις πέτρες»;! Τον συμβούλευε.
Ο Νικηφόρος, απολογούμενος ζητά την κατανόηση τους που θα απουσιάσει μερικά λεπτά της ώρας σε κάποια φιλική συνάντηση και θα επιστρέψει αμέσως.  Παρακάλεσε την Άλκηστις να οδηγήσει τον φιλοξενούμενο στο σαλόνι τους ώστε να τον συστήσει και στην Εριφύλη.
«Πηγαίνετε! Η ξαδέλφη σου βρίσκεται στο σαλόνι εν αναμονή να γνωρίσει έναν τόσο γοητευτικό και αξιόλογο άνδρα και πιστεύω ότι θα ενθουσιαστεί με την γνωριμία του και την επιλογή σου.» Της λέει και της κλείνει πονηρά το μάτι δίνοντας της ταυτόχρονα στα γρήγορα ένα πεταχτό φιλί, αναχωρώντας.
Ο Αδάμας όταν αναχωρεί ο Νικηφόρος, καταλαμβάνεται από αμηχανία, που δεν ξέρει πώς να αντιδράσει στη δεδομένη στιγμή. Η Άλκηστις αναλαμβάνει να τον βάλει στο κλίμα.
«Πέρα απ' το γεγονός ότι είσαι απίστευτα γλυκός έτσι όπως δείχνεις αμήχανος σε πληροφορώ ότι ξέρει και υποτίθεται ότι η Εριφύλη είναι αυτή που δεν σε γνωρίζει... Προς ακόμη εκτενέστερη πληροφόρηση η σχέση του Νικηφόρου με την Εριφύλη δεν είχε εμπόδια, γνωρίστηκαν πριν από δέκα χρόνια και ένιωσαν αμέσως μια ανεξήγητη οικειότητα μεταξύ τους. Η σχέση τους δεν είχε εμπόδια, το σεξ ήταν άφθονο, οπότε αποφάσισαν αβίαστα να παντρευτούν. Τα πρώτα χρόνια του γάμου τους κύλησαν με την αγωνία να κάνουν παιδιά, και όλα πήγαν όπως τα ήθελαν, έφεραν στον κόσμο τα δυο τους αγοράκια, πηγαίνουν τις οικογενειακές διακοπές με τα κουβαδάκια τους, η σεξουαλική τους όμως ζωή λόγω του επαγγέλματος του Νικηφόρου κατά περιόδους έχει βαλτώσει. Ωστόσο, νιώθουν αποφασισμένοι να παραμείνουν ζευγάρι, για να κρατήσουν την οικογενειακή συνοχή, και βολεύονται πάντα σε αυτή την αβίαστη και τρυφερή οικειότητα που τους συνδέει. Εκείνος απουσιάζει εκτός σπιτιού μακριά στους ωκεανούς με περιστασιακές κατά καιρούς ερωμένες επικαλούμενος δικαιολογίες της δουλειάς του. Η Εριφύλη το ξέρει, αλλά λέει ότι ο Νικηφόρος της ζητάει πιο πλούσιες ερωτικές εμπειρίες από όσες μπορεί η ίδια να του προσφέρει, οπότε σιωπά και αποδέχεται ότι είναι ο μοναδικός τρόπος να επιβιώσει η σχέση τους. Και όπως καταλαβαινεις είναι μαρτύριο για τον άντρα να του αντιστέκεται μια γυναίκα, αλλά είναι ακόμη μεγαλύτερο μαρτύριο για μια γυναίκα να αντιστέκεται και η Εριφύλη, ενέδωσε στο φλερτ σου και ξεκίνησε μια θυελλώδη περιπέτεια μαζί σου. Η Εριφύλη και ο Νικηφόρος δεν έχουν μιλήσει ποτέ ανοιχτά για τον ανοιχτό γάμο τους. Και μεχρι σήμερα τηρούν και οι δύο τη συμφωνία της σιωπής, την αναγνώριση δηλαδή του δικαιώματος του συζύγου να έχει δική του, περιστασιακή σεξουαλική ζωή.
Ο Νικηφόρος τη νοιάζεται και την αγάπα πολύ με το δικό του τρόπο και επειδή πιστεύω ότι και εσύ την νοιάζεσαι με τον δικό σου τρόπο όρμα να την σφίξεις στην αγκαλιά σου.»
Ήταν μια όμορφη καλοκαιρινή βραδιά δίπλα στη θάλασσα, που κυλούσε τόσο όμορφα με την παρέα μας στη γνωστή ψαροταβέρνα της παραλίας να γεύονται νόστιμο φαγητό και καλό κρασί, που ανεβάζει τη θερμοκρασία στα ύψη και η όρεξή τους έχει ανοίξει για τα καλά; Η κυρά της ταβέρνας φρόντισε να κυλήσει η βραδιά τους σαν γάργαρο νεράκι και οι πελάτες της να περάσουν τόσο όμορφα. Είναι κι εκείνη η μυρωδιά απ' το ιώδιο που φέρνει η δροσιά του Μπάτη στη γαλήνη της ήσυχης ακροθαλασσιάς. Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Μα τον  Έρωτα! Μυρωδιές, ήχοι, αισθήματα που εντείνουν τη διάθεση για έρωτα και οργασμό. Και επειδή ο έρωτας περνάει και από το στομάχι η όρεξή της παρέας μας είχε ανοίξει για τα καλά! 
Καλαμάρι ψητό με φρέσκο πούρε από πατάτα, σαγανάκι γαρίδα, με φρυγανισμένο ψωμάκι για τους λάτρεις των θαλασσινών, όπως επίσης σουβλάκι κοτόπουλο και μπιφτεκάκια κοτόπουλου για της κοπέλες  της παρέας που προσέχουν την διατροφή τους. Όλα αυτά τέλεια συνοδευμένα με μια υπέροχη καλοκαιρινή δροσερή σαλάτα με μανούρι, και βέβαια το αγαπημένα ορεκτικά του Νικηφόρου και της Εριφύλης. Τυρολουκουμάδες και φρέσκες πατατούλες με μους φέτας.
Και ένα καλό δείπνο κλείνει πάντα με ένα ωραίο γλυκό, ποιο άλλο από την υπεροχή πορτοκαλόπητα της Κυρά Ευγενίας!
Είναι η ώρα δέκα που η Εριφύλη και η Άλκηστις αναχώρησαν για το σπίτι και άφησαν του δυο άνδρες σε μια αντροπαρέα στη ταβέρνα. 
Εκεί στη ταβέρνα κάποια στιγμή ο Αδάμαντας γνώρισε και τον πολιτικό μηχανικό. Είχε ακούσει στο παρελθόν το όνομα του διότι έτυχε να έχουν αποφοιτήσει από ίδιο πανεπιστήμιο στην Αγγλία! Βέβαια ο Μηχανικός μια δεκαετία πριν από τον Αδάμαντα. Οι δυο άνδρες έγιναν οι πρωταγωνιστές της βραδιάς. Μιλούν και  θυμούνται πολλά από τη φοιτητική τους ζωή. Τη νοστάλγησαν την ανέμελη, την ανεξάρτητη. Ο Αδάμαντας ήταν ένας ευυπόληπτος άντρας, ψηλός, αρρενωπός από ευκατάστατη οικογένεια, τριαντάρης πλέον αλλά στο μυαλό του δεν είχε σχεδιάσει ακόμη  τον γάμο. Δεν ήθελε δέσμευση, ευθύνες, στενοχώριες, παιδιά, δυσκολίες. Τα χρήματα που έβγαζε από τη δουλειά του έφθαναν και περίσσευαν, να ζει άνετα, αφού οι και οι γονείς του δεν είχαν ανάγκη. Πολλές γυναίκες στις παρέες του θα ήθελαν να κάνουν μια σχέση μαζί του. Ο Νικηφόρος διαπίστωσε με ικανοποίηση ότι ο Αδάμαντας έβγαζε προς τους τρίτους έναν ωραίο χαρακτήρα. Ήταν ευγενικός, ήρεμος, χαμογελαστός, χωρίς ιδιοτροπίες. Από την επαφή τους ο Νικηφόρος κατάλαβε ότι οι γονείς του Αδάμαντα στεναχωρούνταν που δεν είχε κάνει οικογένεια, αλλά δεν έλεγαν τίποτα, γιατί ήταν πια ένας μεγάλος άντρας, ώριμος και σκέφτονταν πως μόνος του έπρεπε να πάρει την απόφαση για το πώς θα πορευτεί στη ζωή του. 
Κυλούσε πολύ όμορφα η βραδιά στην αντροπαρέα. Γελούσαν και μιλούσαν λες και είχε γνωρίσει ο ένας τον άλλο από χρόνια. 
Η Εριφύλη με την Άλκηστις αφού αναχώρησαν από την ταβέρνα πολύ σύντομα έφτασαν στο σπίτι. Οι δύο γυναίκες εκτός από ξαδέρφες είχαν γίνει πλέον και κολλητές. Από όταν η Άλκηστις πέρασε στο πανεπιστήμιο έμενε σε μια γκαρσονιέρα δίπλα στο σπίτι της Εριφύλης  και από την πρώτη στιγμή η Εριφύλη της φέρθηκε με πολύ αγάπη και υπήρχε μια πολύ ωραία σχέση μεταξύ τους. Εμπιστευόταν η μια γυναίκα την άλλη και έλεγαν τα πάντα. Την Εριφύλη συμβουλευόταν για τα αγόρια και σ’ αυτή μίλησε την πρώτη φορά που έκανε σεξ. Ήταν δύο αγαπημένες ξαδέρφες.
Δεν έχουν και μεγάλη διαφορά ηλικίας! Είκοσι οκτώ χρονών η Εριφύλη είκοσι ενός χρονών η Άλκηστις δύο γυναίκες πάνω στον ανθό της ηλικίας τους και στα ερωτικά ντουμάνια τους. Γυρνώντας στο σπίτι από την ταβέρνα όπου είχαν καταναλώσει μερικά σφηνάκια, χασκογελούσαν και αισθάνονταν υπέροχα και χωρίς αναστολές δεν αντιστάθηκαν στον πειρασμό να ανοίξουν και ένα άλλο λικέρ που είχαν στο σπίτι. Η Εριφύλη έχει διάθεση για μικρές και μεγάλες ακολασίες που θα προκαλούσε ακόμη και την παροιμιώδη για την εγκράτεια της αγία Παρθένας της Εδεσσαίας. Μα και η Άλκηστις ξαναμμένη με φυσιογνωμία παιδίσκης και φωνή ξενυχτισμένης πιο «καυτή» εικόνα δεν υπήρχε. Όταν η Εριφύλη της πρότεινε το ποτήρι με το λικέρ, καθώς ήθελε να καταστήσει σαφές ότι ήθελε συνειδητά να έχουν σεξουαλική επαφή απόψε η Άλκηστις της τονίζει . «Δεν χρειάζεται ξαδερφούλα μου να είμαι πιωμένη, για να καταλήξω στο κρεβάτι μαζί σου!».  
Πλησίαζε η ώρα δώδεκα, κόντευε μεσάνυχτα που οι δυο άνδρες αποφάσισαν πως είναι ώρα να αναχωρήσουν από την ταβέρνα. Τα κορίτσια τους περιμένουν και θα ανησυχούν που καθυστερούν να εμφανιστούν. Μέσα άπω την επαφή τους οι δυο άνδρες ένιωθαν «σαν να ήξερε ο ένας τον άλλον επί χρόνια». Αλλά αυτός που ένιωσε ενθουσιασμό και φυσική έλξη πιο έντονα στη γνωριμίας τους ήταν ο Αδάμας. Από την πρώτη στιγμή της χειραψίας άρχισε να νιώθει μια ακαταμάχητη έλξη για τον Νικηφόρο που δεν μπορούσε να την προσδιορίσει, και σε συνδυασμό με τα αισθήματα οικειότητας, επιθυμεί να εκφράσει τα συναισθήματά του και  πλάθει «σέξι όνειρα» να τα ζει αγκαλιά με το Νικηφόρο. Ούτε λίγο ούτε πολύ από την πρώτη  κιόλας ώρα της γνωριμίας τους δείχνει τον έντονο ενθουσιασμό του. «Ο Νικηφόρος είναι απίστευτος και μου έχει πάρει το μυαλό» σκέπτεται. 
Φθάνοντας στο σπίτι οι δύο άνδρες λόγω της προχωρημένης ώρας ανοίξανε τη κεντρική είσοδο αθόρυβα χωρίς να χτυπήσουν ή να καλέσουν. Ανεβαίνοντας από το σαλόνι την εσωτερική σκάλα που οδηγούσε στις κρεβατοκάμαρες άκουσαν από μέσα σαν κάτι τριξίματα και βογγητά. Ο Νικηφόρος έκανε νόημα στον Αδάμαντα φέρνοντας το δείχτη του χεριού του πάνω στα χείλη του έκανε ένα προειδοποιητικό «Σσς» να πλησιάσει ήρεμα και αθόρυβα. Ή πόρτα της μιας κρεβατοκάμαρας ήταν μισοκλεισμένη σε γωνία ίσα να περνάει το φως του διαδρόμου. Πλησίασαν, και από μέσα ακούγονταν ξεκάθαρα γυναικεία βογγητά ανείπωτης ηδονής και ρυθμικός χτύπος σάρκας με σάρκα. 
«Αχ… τι μου κάνεις Εριφύλη μου αχ…» ο Νικηφόρος σχεδόν έβαλε τα γέλια. Τα κορίτσια ξέδιναν τις καύλες τους.
«Σσσττ! ήσυχα,» είπε του Αδάμαντα, «πέφτει πλακομούνι μέσα.»
«Άσε με να δω, έλα, κάνε άκρη.» είπε ο Αδάμας, κι σπρώχνοντας έχωσε τη μούρη του στη γωνία της πόρτας με φοβερή περιέργεια.
«Πω, πω… χαμός είπε, τι πλακομούνια είναι αυτά;. Είναι καβάλα η μια στην άλλη και κάνουν το εξήντα ενιά.!»
Ένας απίστευτος διάλογος και μετά αγκομαχητά και λαχάνιασμα. Περίμεναν οι δυο άνδρες και μετά από λίγο, σιγά-σιγά  χτυπήσανε την πόρτα. 
Ακούστηκαν βήματα και η πόρτα άνοιξε προβάλλοντας αναμαλλιάσμενη η Εριφύλη, που μόλις τους είδε έσκασε στα γέλια.
«Βρε καλώς τα παιδιά τα καλά, πω, πω… βίζιτες πολλές έχουμε σήμερα. Έλα Άλκηστις κάτι φιλαράκια μου είναι. Να τους πούμε να περάσουν;»
«Καλώς μου τα καλώς μου τα, και ας άργησαν» είπε η Άλκηστις.
«Άμα ενοχλούμε φεύγουμε, μη σας βάλουμε σε δύσκολη θέση. Άλλωστε βόλτα κάναμε και είπαμε να περάσουμε μήπως και χρειάζεται κάτι.» Απάντησε ο Νικηφόρος με δήθεν ένα ψιλό - απογοητευμένο ύφος.
«Βρε όχι να καθίσετε και θα περάσουμε όμορφα! Αλήθεια για πες τε ! μπας κι ακούσατε τίποτα από έξω;» Ρώτησε η Εριφύλη.
«Όχι μόνο εμείς, όλη η παραλία» είπε ο Αδάμαντας.
«Πως γνωριστήκατε με την Άλκηστις,» ρώτησε ο Νικηφόρος αιφνιδιάζοντας τον Αδάμαντα γιατί χάζευε τις βυζάρες της Εριφύλης με τις μεγάλες ορθωμένες ρώγες ολόμαυρες και μεγάλες «σαν ελιές Καλαμών», που ανατρίχιαζαν στο δροσερό περιβάλλον του μεσονυκτίου.
«Μια φορά που έκανα τζόκινγκ στο πάρκο Τρίτση, παρατηρούσα και θαύμαζα ένα άμορφο θέαμα και αφηρημένος σκόνταψα έπεσα πάνω της και έτσι απλά ξεκίνησε η γνωριμία μας.»
«Τι ήταν αυτό το όμορφο θέαμα που σε έκανε τόσο απρόσεκτο καλέ μου φίλε...»
«Τρία είναι τα πιο όμορφα θεάματα σ' αυτόν τον κόσμο είναι ένα πλοίο με όλα τα πανιά του ανοιχτά, ένα άλογο που καλπάζει και μια νέα γυναίκα που κάνει τζόκινγκ με υπέροχους γλουτούς και ένα κορμί με έντονες καμπύλες.»
«Τα κορίτσια μας τα βλέπεις!» συνέχισε ο Νικηφόρος. «Γυρεύουν αρσενικό και μας κοιτάζουν ξελιγωμένες.» 
«Νικηφόρε μου πολύ σε γουστάρω εκτός από ωραίος άνδρας γοητευτικός, αθλητικός έχεις και χαρακτηριστικά που συνιστούν το «γνήσιο αρσενικό» είσαι και εκλεκτικός τύπος, και από ότι έχω καταλάβει και οι δυο γυναίκες πανέμορφες γυναίκες είναι ξετρελλαμένες μαζί σου.», του είπε
«Φίλε μου δεν φτάνει να είσαι «άνδρας», πρέπει να είσαι «αρσενικός». Με το ωραίο φύλο, αυτό που ξέρω είναι πως αν ευχαριστιέσαι εσύ τη ζωή που κάνεις, τότε θα την ευχαριστιούνται κι εκείνες! Να κάνεις αυτό που γουστάρεις πάντα στα πλαίσια της ευπρέπειας και της καλής ανατροφής σου, να δίνεσαι εκεί που πρέπει, να αντιμετωπίζεις τις γυναίκες όπως τις αξίζει. Ο «τέλειος άνδρας» στα μάτια των γυναικών είναι ένα ωραίο παραμύθι… Άλλωστε, όλοι οι άνδρες υπήρξαν «τέλειοι» τον πρώτο καιρό στα μάτια των γυναικών! Μετά ήρθε το ο «πρίγκιπας» γίνεται «βάτραχος! Αρσενικός σημαίνει να μπαίνεις στο ψητό… Πρέπει οι κοπέλες μας να είναι μούσκεμα παπί στο μουνάκι τους. Τις βλέπεις πως κουνάνε τη μεσούλα τους.»
Τη βραδιά αυτή η σχέση των δυο ανδρών και των δυο γυναικών αυτή έχει εξελιχθεί σε ένα ατελείωτο ερωτικό, απελευθερωμένο σεξ , όπου τα κάνανε όλα, συζητούσαν και φαντασιώνονταν τα πάντα που μπορούσαν να τους καυλώσουν και να κάνουν πράξη τις φαντασιώσεις που είχαν! Οι οργασμοί τους χτύπησαν τα κορμιά τους όπως χτυπάνε τα οργισμένα κύματα του ωκεανού στις παραλίες!
 ..... Η ήμερα ξημέρωσε με τον ήλιο τεράστιο. Η Εριφύλη άνοιξε την μπαλκονόπορτα της κρεβατοκάμαρας! Όλα της είναι αλλιώτικα σήμερα. Όλα της μοιάζουν πιο όμορφα και οι άνθρωποι γύρω της ευτυχισμένοι. Έβαλε μουσική! Κατέβηκε στο ισόγειο και βρήκε το Νικηφόρο και τον Αδάμαντα στο κάτω μπαλκόνι. Ο Νικηφόρος ήδη από νωρίς είχε ετοιμάσει τον γαλλικό καφέ και τα μυρωδάτα από το φρέσκο βούτυρο κρουασάν.
Ο Αδάμας είχε ξυπνήσει χαρούμενος και τώρα κοιτούσε τον Νικηφόρο που σοβαρός, δεν έδειξε κάτι ιδιαίτερο προς εκείνον, αυτός όμως καιγόταν κάθε που τον έβλεπε.
Η Εριφύλη φίλησε τον Νικηφόρο καλημέρισε τον Αδάμαντα και γέμισε μια κούπα καφέ που σήμερα της μυρίζει αλλιώς!
«Μμ!, αα, τι ωραία που μυρίζει ο καφές σου! Μυρίζει ζωή ο καφές σου σήμερα.»
Η Άλκηστις κοιμάται ακόμη στον ξενώνα τυλιγμένη στην αμέριμνη γαλήνη του κυριακάτικου ξημερώματος. Η πανσέληνος ίσως να της είχε προκαλέσει υπνηλία. Γενικά, η πανσέληνος σε άλλους προκαλεί ένταση και σε άλλους υπνηλία. Ίσως και να ονειρεύεται την όμορφη ιστορία της Σελήνης: Η Σελήνη, αφού τελειώνει την καθημερινή βραδινή της περιπλάνηση πάνω στον κύκλο του ουρανού, φεύγει και πηγαίνει να συναντήσει τον μεγάλο της έρωτα, τον ωραίο Ενδυμίωνα. Τον βρίσκει πάντα σε μια σπηλιά κοντά στην ακρογιαλιά. Εκεί η ερωτευμένη Σελήνη τον γεμίζει χάδια και φιλιά. Ο νέος άντρας, όμως, που είναι θεός του ύπνου, δεν ανταποκρίνεται με το ίδιο πάθος, μισοναρκωμένος όπως είναι σχεδόν μόνιμα, αφού κοιμάται. Τότε αυτή φεύγει χλωμή και θλιμμένη, ενώ τα σκυλιά του Ενδυμίωνα την αποχαιρετούν αλυχτώντας.
Καθώς η μεσονύχτια νεροποντή είχε καθαρίσει την ατμόσφαιρα ο ήλιος σηκώνεται αργά πάνω από τον ορίζοντα, το φως του λάμπει τόσο, είναι γαλανό τόσο, ώστε νομίζεις ότι μπερδεύονται κάποιες ώρες ο θόλος με το πέλαγος πού δεν ξεχωρίζεις που είναι ο ουρανός και πού η θάλασσα. Μόνο ένα τεμπέλικο κύμα ακουγόταν να πηγαινοέρχεται και να σκάει τσιγκούνικα αφρούς όπως έπεφτε στην άμμο. Σαν να βαριόταν για πιο δραματικά πάρε δώσε. 
Εκείνη την ώρα καταφθάνουν και ο Θρασύβουλος με την Αντιγόνη και τα μικρά παιδιά και η αυλή αποκτά ενέργεια και κινητικότητα.
Τα παιδιά παίζανε χαρούμενα παρέα με το Νικηφόρο και ο Αδάμαντας έμεινε ακίνητος εκεί να τους χαζεύει. Με το φόρτο και το άγχος της επιτυχίας είχε ξεχάσει πως είναι να παίζεις, να πέφτεις, να γελάς, να ζεις τις στιγμές, να δείχνεις αθώος! Χαιρόταν στις εκδηλώσεις χαράς του Νικηφόρου και, ασφαλώς, χαιρόταν και ο ίδιος.
Βάλανε τα μαγιό τους, ξαπλώσαν στον ήλιο, να πάρουν χρώμα, βούτηξαν στα υπέροχα νερά, που ήταν ρηχά μπροστά τους, η άμμος του βυθού να πρασινίζει και να φαίνεται, λιάστηκαν βρεγμένοι και η μέρα τους πέρασε με ανέμελες στιγμές και κυρίως συν τοις άλλοις απόλαυσαν και ένα υπέροχο μπριάμ της Αντιγόνης συνοδεία με φρέσκα ψάρια ψημένα στο μπάρμπεκιου και μυρωδάτο τοπικό λευκό κρασί.
Το δειλινό ο Θρασύβουλος και η Αντιγόνη με μια μεγάλη υπόσχεση ότι πολύ σύντομα θα επιστρέψουν πήραν την πολυπόθητη άδεια από τους μπόμπιρες ότι μπορούν να αναχωρήσουν.
Ο Αδάμας με την Άλκηστις είναι και αυτοί έτοιμοι να αναχωρήσουν για μια μικρή τριήμερη εξόρμηση με προορισμό κάποιο κοντινό νησί που εξυπηρετείται με φέρι μπόατ... 
Την ώρα που ετοιμάζονται για αναχώρηση η Εριφύλη έμεινε να τους κοιτάζει. Τα λόγια, δύσκολα βγαίνουν από το στόμα χωρίς βαθύτερη σκέψη.
«Αν ταξιδεύατε με ιστιοπλοϊκό θα σας έλεγα ακολουθείστε τον «Μπάτη» τον άνεμο με το διάφανο φύσημα που την υπόσχεσή του έρωτα μουρμουρίζει. Είναι η πιο όμορφη και ασφαλής διαδρομή αυτή την εποχή. Καλά να περάσετε. Και μην μας ξεχνάτε.» Τους εύχεται ο Νικηφόρος.
Ο Αδάμαντας πλησίασε, κάνανε χειραψία με την Εριφύλη, και με τον Νικηφόρο επιπλέον μια αντρική αγκαλιά, αυτήν του ακουμπούν οι ώμοι και χτυπάς τον άλλον στην πλάτη  σα να μην ήθελε να περάσει η στιγμή.
«Φεύγω.» του είπε, 
«Ναι, φεύγεις» Του απάντησε. 
«Αν σε είχα γνωρίσει πριν μερικά χρόνια ίσως οι ζωές μας ήταν διαφορετικές σήμερα». 
«Ίσως» απάντησε κοφτά ο Νικηφόρος.
«Δεν θέλω να ανταλλάξουμε τηλέφωνα, δεν ξέρω αν μπορώ να το διαχειριστώ, τι λες;». 
«Ας το αφήσουμε τότε.» Του απάντησε, ο Νικηφόρος.
Ο Νικηφόρος την Άλκηστις την συμβούλευσε.
«Εμπιστέψου το ένστικτο σου! Αυτό θα σου λέει πάντα την αλήθεια και αυτό που νιώθεις για τους ανθρώπους!»
Η Εριφύλη γύρισε το φωτεινό της βλέμμα προς το μέρος τους. Στα μάτια τους κοίταξε, τους χαμογέλασε και τους κούνησε χέρι της.
Έμεινε τώρα με την τρυφερή αγάπη της για τους δυο γιους της, και τον έρωτας της για τον σύντροφο της. Έμεινε με τα πάθη της, τις μάχες και τα λάθη της στη ζωή. Είναι απλά ο Εριφύλη!
...Είχαν σταθεί εμπρός στο μπαλκόνι κ έβλεπαν τη θάλασσα. Ένα αεράκι τη σγούρενε ωχροπράσινη, ισκιωμένη μεριές-μεριές από αραιά σύννεφα, αλλού σταχτιά αλλού άσπρα με κίτρινες αντιφεγγιές εδώ και κει. Το μάκρος χανότανε σκουρότερο, πια σταχτερό. Από το βάθος στο έμπα του κόλπου ακούονταν τριχτός ο θόρυβος που έκανε το βίντσι από κάποιο ψαροκάικο..
«Ρίχνουν τα δίκτυα οι ψαράδες.» Του λέει
Και του Νικηφόρου του φάνηκε πως το άκουσε σα μακρινό αντίλαλο!
Τα σκόρπια σύννεφα στον ουρανό είχαν σκουρίνει.
Η Εριφύλη του έπιασε το χέρι και βλέποντάς τον στο πρόσωπο:
«Σ’ αγαπώ!» Του είπε σιγά,
Ο Νικηφόρος της έσφιξε το χέρι, την κοίταξε στα μάτια και πήρε θέση στο πλευρό της. Η Εριφύλη ένιωσε να κολλάει το κορμί του πάνω της την αγκαλιάζει τρυφερά και της ψιθυρίζει ποιητικά.
«Όπου και αν βρίσκομαι η σκέψη μου αληταριό, τρέχει συνέχεια για να σ' ανταμώσει. Γιατί είσαι μέσα στην ψυχή μου ακόμη κι ας μην το καταλαβαίνεις»
Η Εριφύλη του έπιασε και το άλλο χέρι, τον έσυρε κοντά της κ έσκυψε στο στήθος του το πρόσωπο της.
Στάθηκε ακουμπισμένη απάνω του. Στον αέρα του σκοτισμένου δειλινού σύγχυζε μια άχνα αόριστη μέσα από τα λιόδεντρα κ έβαφε με χρώμα θαμπού μουντού ατσαλιού πέρα τον όγκο του απέναντι βουνού.
«Πώς μου αρέσει έτσι που με κρατάς,» ψιθύρισε η Εριφύλη. Δεν έπνεε πνοή, και ο λόγος της φάνηκε στο Νικηφόρο σαν ψιθύρισμα της ίδιας θολωμένης ώρας. Δε μίλησε από φόβο μην ταράξει τη σιγή της. Έσκυψε μόνο στην Εριφύλη και της φίλησε τα χείλη.
Κ΄ έμειναν και οι δυο άφωνοι κοιτάζοντας στο βάθος.
Έπειτα η Εριφύλη βάζοντας το χέρι γύρω στο λαιμό του, στην ησυχία αυτή, είπε σιγά.
«Πόσο είμαι ευτυχισμένη!» Και τρίβεται πάνω του, και κοιτάζοντας τον με τρυφερότητα γουργουρίζει με έναν ιδιαίτερο τρόπο σημάδι πως ζητάει και κάτι άλλο.
«Σ’ αγαπώ!» Του λέει ξανά.
«Σ’ αγαπώ!» Της λέει  ξανά..
«Θέλω αποδείξεις» Του λέει.
«Οι ερωτευμένοι, που λες αγάπη μου δεν χρειάζονται αποδείξεις. Απλά καυλώνουν ο ένας απ’ τον άλλον. Γι’ αυτό κι η καύλα τους είναι παροιμιώδης, αυθεντική, ικανή για όλα. Γιατί είναι μια καύλα που έχει πρόσωπο, σάρκα κι οστά. Δεν πρόκειται γι’ ακόμη μια ενστικτώδη ανάγκη του κορμιού που ζητάει οτιδήποτε αρκεί να ικανοποιηθεί. 
Εξαιτίας σου νιώθω ασυγκράτητος, το δικό σου χαμόγελο με φέρνει στα άκρα, το δικό σου βλέμμα με διαλύει, η δική του αύρα δοκιμάζει τις αντοχές μου, το δικό σου κορμί ποθώ σαν μανιασμένος. Με λίγα λόγια με καυλώνεις επειδή ακριβώς είσαι αυτή που είσαι και όσο συ με κοιτάζεις με κάνεις να μην κρατιέμαι και να θέλω να σε στριμώξω στον τοίχο.» 
Η Εριφύλη μια στιγμή ως να δίστασε. Μα έπειτα στη ματιά της έπαιξε μια λάμψη
«Είναι τόσο απλό! Αλήθεια έχω ξεχάσει από πότε έχεις να με γαμήσεις στα όρθια.»
Ο Νικηφόρος τη χάιδεψε ελαφρά στο πρόσωπο μ ένα χαμόγελο, και αφού την κοίταξε μια στιγμή της λέει με φωνή ζωηρότερη.
«Θέλεις τώρα εδώ στο μπαλκόνι;»
«Ντροπή σου.! Αν και δεν την βρίσκω άσχημη ιδέα.» Του άπλωσε βουβή τα μπράτσα, κι αυτός την τράβηξε ολόκληρη στην αγκαλιά του και τη φίλησε αχόρταγα, παθιασμένα, βαθιά στα χείλια.
Όταν την άφησε, ξέπνοος, της είπε πνιχτά:  «Είμαι ακόμη ζαλισμένος από τη γεύση του φιλιού σου. Ανυπομονώ να γευτώ ξανά το νέκταρ του κορμιού σου. Μετρώ τις ώρες!»
«Το θέλω όσο κι εσύ. Αυτό είμαστε κι έτσι θέλω να μείνουμε. Ανεπανόρθωτα ερωτευμένοι.» Του λέει
Καθώς κοίταζαν ο ένας τον άλλο, άκουσαν πίσω τους φωνές. Γύρισαν και είδαν τα παιδιά τους.
Κοιτάχτηκαν αμίλητοι και οι δυο.
«Νυχτώνει,» ψιθύρισε ο Νικηφόρος και κοίταζε έξω το βαρύ αέρα.
«Ναι νυχτώνει,»  είπε και η Εριφύλη σαν αυτόματα.
Τα παιδιά δεν είχαν αναπαμό, ξεφαντώνουν στην αυλή…. Τι καλύτερη θέα από τα παιδιά που ξεφαντώνουν στην αυλή! Έχουν αυτή τη χαρά σ’ ένα απόλυτα ασφαλές περιβάλλον, τρέχουν όλη μέρα, παίζουν, ποδηλατούν και νιώθουν ελεύθερα κάτω από το άγρυπνο μάτι του Νικηφόρου και της Εριφύλης.
....... Η Άλκηστις με τον Αδάμαντα αφού περιηγήθηκαν σε μοναδικού φυσικού κάλλους περιοχές και συγκεκριμένα περιηγήθηκαν τις ακτές της Χαλκιδική αυτή την περιοχή με τις πανέμορφες ακτογραμμές της άλλες με βράχους που κρύβουν μέσα τους παραδεισένια νερά και άλλες με αμμουδιά για να χάνεστε στα χρυσαφένια και τιρκουάζ χρώματα. Τοπία με κρυφές ομορφιές και ήσυχες γωνιές.
Το εκδρομικό τους τριήμερο έλαβε τέλος πολύ γρήγορα. Ο Αδάμας αναχώρησε για Αθηνά και στη συνεχεία για Λονδίνο με την υπόσχεση να καλέσει και να  φιλοξενήσει την Άλκηστις όταν ωριμάσουν και το επιτρέπουν οι συνθήκες.
 Η Άλκηστις μετακόμισε στο πατρικό εξοχικό τους σπίτι, μια εκατοντάδα μέτρα μακριά από το εξοχικό της Εριφύλης. Ήταν ένα πανέμορφο παλαιό ανακαινισμένο οίκημα, μπαλκόνι μπροστά στη θάλασσα στη μια πλευρά κι ένα καταπράσινο βουνό στην πίσω του πλευρά. Είχαν έλθει και οι γονείς της. Ο πατέρας της ο Παυσανίας αδελφός του Θρασύβουλου και η Νεφέλη η μητέρα της. Ο Παυσανίας ήταν δυο χρονιά μικρότερος του αδελφού του, ένας άνθρωπος ήρεμος και ευγενικός στις κοινωνικές συναναστροφές του. Η μοίρα στα δυο αδέλφια φέρθηκε πολύ σκληρά τελευταία. Δεν το χωράει ο ανθρώπινος νους τον πόνο που έχουν βιώσει. Δεν είχε περάσει ένας χρόνος από το πολύ σοβαρό ατύχημα του Θρασύβουλου και ο Παυσανίας παρουσίασε επιπλοκές στην υγεία του μ’ αποτέλεσμα να περιορίσει το εύρος των δραστηριοτήτων του και να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα. Οικονομικά είχαν το τρόπο τους τα κατάφερναν.Η Νεφέλη στα σαράντα πέντε της χρονιά μια ζουμερή και αφράτη γυναικά ήταν ένας υπέροχος και καλόκαρδος άνθρωπος, καθώς επίσης πρόσχαρη, κοινωνική και πολύ επικοινωνιακή.  Έχει απίθανα λείο δέρμα. Λίγα πράγματα μπορεί να είναι πιο ελκυστικά από μια γυναίκα με λείο δέρμα καθώς επίσης και μια φατσούλα απίστευτα γλυκιά και όμορφη που επίσης συνδυάζεται με ένα λάγνο βλέμμα και ωραία σγουρά μαλλιά καστανόξανθα (πιο πολύ προς το καστανό). Και δεν υπάρχει πιο σέξι χαρακτηριστικό σε μια γυναίκα, από το να είναι η ψυχή της παρέας. Να γελάει, να έχει ενέργεια και να βγάζει τόση θετική διάθεση από μέσα της που αυτομάτως ανεβάζει και το δικό σου κέφι και ηθικό. 
Αν όντως επιθυμείς να εντοπίσεις μια τέτοια γυναίκα, ο Νικηφόρος είναι βέβαιος πως αυτή είναι η Νεφέλη με την οποία πάντοτε είχε καλές σχέσεις και πάντοτε της έλεγε ότι ήταν η αγαπημένη του θεία. Τη θυμάται από τα πρώτα χρόνια του γάμου του με την ανιψιά της..... Μια καυστική και καπάτσα γυναίκα που όταν θέλει σεξ το δείχνει και μπορεί να σε ισοπεδώσει στο διάβα της χωρίς να ξεπερνά τα όρια του πρόστυχου και του χυδαίου. Ξέρει να ζει και να απολαμβάνει την κάθε στιγμή. Είτε καλοντυμένη και με βαμμένα νύχια, είτε άβαφη και με αχτένιστα μαλλιά. Ποτέ δεν θα την έλεγες «μουνάρα» αλλά πάντα ήταν πολύ γοητευτική. Παρά την ηλικία της η Νεφέλη έχει ένα τέλειο σώμα με πολύ καλές αναλογίες παρά το μικρό ύψος της σχετικά. 
Ο Νικηφόρος δεν μπορεί να τ' αρνηθεί, πως πάντα του άρεσε αρκετά ως γυναίκα αλλά λόγω της οικογενειακής σχέσης, με την ίδια και τον άντρα της, ποτέ δεν την είχε δει ερωτικά παρ' ότι όταν είχαν γνωριστεί, υπήρχε ξεκάθαρα από την αρχή μία αμοιβαία συμπάθεια και έλξη. Είχαν αναπτύξει μεταξύ τους κάποια μεγαλύτερη οικειότητα. Πάντα υπήρχαν κάποιες περίεργες ματιές και κάποια τύπου υπονοούμενα αλλά και οι δυο το έριχναν πάντα στην πλάκα. Ίσως και αυτό να λειτουργούσε σαν άμυνα σε όλο αυτό που τους συνέβαινε.
Το καλοκαίρι που μας πέρασε, όλα αυτά που μέχρι χθες αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής επαφής τους σιγά- σιγά βγαίνουν από το παιχνίδι και έμελλε όλα να αλλάξουν. Μεταξύ τους δημιουργήθηκε ένα πολύ έντονο ερωτικό ενδιαφέρον και ένα ακόμα πιο έντονο φλερτ. Καταλάβαιναν και οι δυο ότι η οικειότητα δεν άργησε να μετατραπεί σε πάθος, και το πάθος σε ερωτική έλξη και σφοδρή επιθυμία για σεξουαλική επαφή τους με αποτέλεσμα να μη μπορούν να αντισταθούν!.
 ....... Η Εριφύλη είναι αρκετά δεμένη με το σόι του πατέρα της και διατηρούν συχνές επαφές. Με τον ερχομό του Παυσανία και της Νεφέλης οι δυο οικογένειες είχαν γίνει ουσιαστικά μια, ισορροπώντας ανάμεσα στα δύο σπίτια, με προτεραιότητα το σπίτι της Νεφέλης που εφάπτονταν στο κύμα, και η ζωή τους κυλούσε στους ήρεμους ρυθμούς της εξοχής στη θάλασσα  και των καλοκαιρινών διακοπών.. 
Οι μέρες τους περνούσαν χαλαρά, στην παραλία, φαγητό,  ατελείωτες συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων, είχαν θέσει ως κανόνα πως δεν θα επιτρέψουν να ασχοληθούν καθόλου με τις δουλειές.
Ο καιρός των διακοπών έφτανε στο τέλος του και η Εριφύλη τα είχε χάσει με το πόσο γρήγορα περνούσε ο καιρός.
Η οικογένεια της δεν είχε ξανακάνει ποτέ τόσο μακροχρόνιες διακοπές. Η περίοδος της ανάπαυσης έφτανε σιγά σιγά στο τέλος της. Επίσης, και ο καιρός είχε βάλει πλώρη για το φθινόπωρο. Στο δεύτερο δεκαήμερο του Αυγούστου ο καύσωνας παραχώρησε τη θέση του σε μια σχετικά δροσερή νύχτα ουρανός φαινόταν πιο καθαρός και το ανοιχτό γαλάζιο χρώμα του σχεδόν διάφανο. Ούτε μια εβδομάδα δεν είχε απομείνει, καθώς στο τέλος του μήνα έπρεπε να βρίσκονται στην Αθήνα όπως όλοι οι μαθητές και οι υπάλληλοι. Το καλοκαίρι δυστυχώς τελείωσε. Κρίμα. Όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν δεν λένε; 
Τώρα τέρμα τα ψέματα, επιστροφή στη βάση, στην καθημερινότητα και στην ρουτίνα. Και μπορεί η επιστροφή από τις διακοπές να μην είναι σίγουρα το πιο ευχάριστο πράγμα, ωστόσο δεν χρειάζεται να της προκαλεί στρες και αρνητική διάθεση. Με λίγο προγραμματισμό μπορεί να της φανεί λιγότερο οδυνηρή απ’ όσο αρχικά φανταζόταν. Η Εριφύλη χαμογέλασε σκεπτόμενη τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας που όμως, χάρη στην προσμονή και το ενδιαφέρον για την έναρξη των μαθημάτων στο Εργαστήρι Βυζαντινής Αγιογραφίας όπου παράλληλα έκανε ελεύθερες σπουδές ζωγραφικής και βυζαντινής αγιογραφίας, ήταν καλοδεχούμενη και επιθυμητή, παρ' όλα αυτά, η επικείμενη αναχώρηση της έπεφτε βαριά.
.... Είναι η τελευταία εβδομάδα. Όλοι τους απολαμβάνουν το απογευματινό τους μπάνιο έκτος από τον Νικηφόρο που αισθάνεται ελαφρώς αδιάθετος και έχει αράξει στον μεγάλο καναπέ του μπαλκονιού στο σπίτι της Νεφέλης. Ατενίζοντας τον ορίζοντα και την θάλασσα έχει βυθιστεί στην νιρβάνα των αισθήσεων γαληνεύοντας με τους ήχους απ' το θρόισμα της παλίρροιας στην ακτή.
Πρώτη καταφθάνει απ΄ τη θάλασσα η Νεφέλη, μπήκε κάτω από το υπαίθριο ντους της αυλής και ξέπλενε το σώμα της από την αλμύρα. Ο Νικηφόρος άκουγε και έβλεπε το νερό να τρέχει. Η εικόνα της να ξεπλένεται αργά αργά, με το νερό να στάζει στο κωλαράκι της, μέσα από το τέλειο μαύρο μαγιό της είναι ερεθιστική. Νιώθει να του σηκώνεται και, μέχρι να τελειώσει το ντους, να έχει πλήρη στύση. Η Νεφέλη το αντιλαμβάνεται και αποφασίζει να παίξει μαζί του. Σε λίγο ο ήχος του νερού έσβησε.Τώρα σκουπιζόταν. Κοιτάζει γύρω της δεν υπάρχει ψυχή εκτός από τον Νικηφόρο απέναντι στον καναπέ. 
Βγάζει το ολόσωμο μαγιό της μένει τελείως γυμνή μπροστά του. Το δέρμα της σταρένιο από τον ήλιο του καλοκαιριού ακόμα και ανάμεσα στα πόδια της και ένας υπέροχος θάμνος, να ξεπροβάλλει φουντωτός σε πρώτο πλάνο, με τα υγρά του χείλη να γυαλίζουν στο βάθος του. Γυναίκα με δυο σφριγηλά στητά χωρίς χαλάρωση στήθη και τουρλωτό κωλαράκι που καυλώνει ακόμη και άγιο. Στη συνέχεια παίρνει το φουστάνι της ένα καλοκαιρινό μίνι φλοράλ που κρεμόταν στο σχοινί της αυλής και το φορά με αργό τέμπο, έχοντας σκοπίµως τα σκέλη της αρκούντως ανοικτά τοιουτοτρόπως ώστε να βλέπει ο Νικηφόρος με όλη του την άνεση το τρυφερό μουνί της. Ο ιδανικός τρόπος που ενεργοποιεί ερωτικά τον θεατή και του γεννά προσδοκίες για τη συνέχεια
Την κοιτούσε με λαγνεία.
«Πως αισθάνεσαι;» Τον ρωτάει
«Ξαφνικά ένιωσα σαν να µε είχε πατήσει τρένο. Αλλά τώρα…. Καλύτερα!» Της απαντάει.  Αναστενάζει βαθιά και ηδονικά χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
....Είναι σαστισμένος και φανερό ότι η θέα απ΄ το γυμνό κορμί και το μουνί της Νεφέλης τον έχει αναστατώσει.
Αυτή τον καταλαβαίνει! (Αλώστε αυτό επιθυμούσε να πετύχει και το είχε καταφέρει.)... έχει ήδη ανεβεί στην βεράντα και στέκεται όρθια δίπλα του.
«Πολύ υγρασία στην ατμόσφαιρα. Ειδικά σήμερα αυτή η ζέστη και η υγρασία δεν υποφέρονται με τίποτα. Έχω ανάψει. Θα σκάσω! Δεν μπορώ θέλω να τα βγάλω όλα».» Του λέει.
Με μια κίνηση ανασηκώνει προκλητικά  από μπροστά το φουστάνι της και αρχίζει να το  ανεμίζει για να κάνει αέρα στους μηρούς και στο μουνί της. Εκεί, μπροστά του. Η πουτάνα είχε απόλυτη συνείδηση του ακαταμάχητου όπλου της και μαστίγωνε τις αισθήσεις του.  Ο Νικηφόρος τρελάθηκε, προσπαθούσε να βρει τρόπο, να δει όσα γίνεται περισσότερα και η ίδια δεν έχασε ευκαιρία να πυρπολήσει την καύλα του.
«Ωραία θέα! Εδώ στην εξοχή νιώθω υπέροχα, νιώθω τόσο ελεύθερη!» Του λέει κοιτώντας δήθεν την θάλασσα
«Όντως! Είναι πανέμορφη»…»  Απάντησε ο Νικηφόρος, μόνο που τα μάτια του δεν κοίταζαν τη θάλασσα αλλά ανάμεσα στα πόδια της.
Εκείνη του χαμογέλασε και ο Νικηφόρος ένιωθε το γαργάλημα χαμηλά στην κοιλιά του, την ανάσα να γίνεται βαριά, το βλέμμα να κάνει βόλτα στο κορμί της και λάγνες σκέψεις να ξεπηδούν από κάθε εγκεφαλικό του κύτταρο.
Η Νεφέλη διέκρινε την έξαψη  και την επιθυμία στη ματιά του Νικηφόρου και ένα χαμόγελο ικανοποίησης απλώθηκε στα κόκκινα χείλια της.
«Τι λες εσύ; Δεν είναι από τις καλύτερες που έχεις δει;» Τον ρώτησε ναζιάρικα και με καυλιάρικο κάρφωμα στα μάτια
«Εεε… Ναι! Και βέβαια είναι η καλύτερη!» λέει, κοιτώντας ωστόσο ακόμη τον θάμνο της εκεί ανάμεσα στα μπούτια της.
«Σε κάνει να ανυπομονείς να μπεις, εκεί εε;» Τον ρωτάει, πνίγοντας ένα πονηρό γελάκι…
Ήταν φανερό ότι  και της Νεφέλης ξεχείλιζε η καύλα της, η σεξουαλική της επιθυμία αναζητούσε διέξοδο. Ταυτόχρονα το απολάμβανε που τον καθήλωνε με το θέαμα που του προσέφερε..
«Μμμμ, ακριβώς», της απαντά…
Επάνω στην ώρα ακριβώς πίσω της κάνει την εμφάνιση και η υπόλοιπη οικογένεια.
Ο Νικηφόρος έχει μείνει με το στόμα ανοιχτό, μουδιασμένο κι ακινητοποιημένο. Μέσα του χτύπησε κόκκινο καμπανάκι που κάνει την αδρεναλίνη του ν’ αρχίσει ν’ ανεβαίνει με βασανιστικά γρήγορους ρυθμούς, χωρίς καν να τον έχει αγγίξει. Απλά του έχει δείξει με τον πιο ωμό τρόπο ότι τον θέλει.
Η Εριφύλη καταφθάνει σκύβει τον φιλάει τρυφερά στο μέτωπο… για να δει αν είναι ζεστός.
«Ζεστός μου φαίνεσαι. Να βάλουμε θερμόμετρο…»
«Ασχολήσου με τα παιδιά θα τον αναλάβω εγώ.» Λέει η Νεφέλη.
«Αχ βρε Νεφέλη μου. Θησαυρός ανεκτίμητος είσαι.»
Φεύγοντας στο εσωτερικό του σπιτιού ν’ ασχοληθεί με τους μπόμπιρες η Εριφύλη, η Νεφέλη δεν χάνει ευκαιρία να πετάξει το καρφί της στον Νικηφόρο,
«Θησαυρός! Εε:  Κάποιοι άλλοι δεν τον εκτιμούν τόσο πολύ αν και εγώ είμαι πάντα εκεί για εκείνους.» Του λέει με το ερωτικό της βλέμμα γεμάτο προσμονή.
«Το ότι κάποιος δε το λέει «φωναχτά», δεν σημαίνει ότι δεν εκτιμά ιδιαίτερα τα προσόντα σου.» Φέρνοντας στο φως και τις δικές του μύχιες σκέψεις της σεξουαλικής του επιθυμίας.
Η Νεφέλη φέρνει ένα σεντόνι και πλησιάζοντας στο πλευρό του, άπλωσε το χέρι της, και οι χτύποι της καρδιάς της έγιναν πιο γρήγοροι καθώς ακούμπησε τα δάχτυλά της στο μέτωπό του. Τον σκεπάζει και τον βοηθά να βάλει το θερμόμετρο. Ταυτόχρονα του ετοιμάζει ένα αντιπυρετικό χάπι.
«Κάνε λίγο χώρο» του λέει και κάθεται μαζί του στον καναπέ με τον κώλο της να εφάπτεται στα γεννητικά όργανα του Νικηφόρου κι αυτός βρήκε ευκαιρία να τρίβει το καυλί του πάνω στο κωλαράκι της, το οποίο ήταν σκέτη κόλαση..
«Για να δω τι έχουμε.» και του παίρνει το θερμόμετρο.
Πίσω της ένιωθε το πούτσο του να ζωντανεύει, να μεγαλώνει και να σκληραίνει πολύ, έχει γίνει μυώδης, ζωηρός, σκληρός και την πιέζει με δύναμη στα κωλομέρια.
«Τριάντα επτά και δυο. Δέκατα έχεις. Με το ντεπόν θα συνέρθεις, αν χρειαστεί θα πάρουμε και το γιατρό για οδηγίες.»
«Μ’ αυτόν που ξύπνησε και είναι ανήσυχος τι θα κάνουμε να ηρεμήσει;» Και του τον χαϊδεύει πάνω από το σεντόνι.
Την κοίταξε στα μάτια, της έσκασε το γνωστό έκφυλο χαμόγελο του και με το βλέμμα του να τάζει. «Κάτσε να το κουβεντιάσουμε. Αυτό ρυθμίζεται.» Της λέει.
«Έκφυλο κάθαρμα. Λόγια-λόγια, μόνο στα λόγια μένεις. Το είδες σαν λαμπάδα έχω ανάψει. Δεν φαντάζεσαι τι θα σου έκανα τώρα αν ήμασταν μόνοι μας.» Του ψιθύρισε. 
«Κι εγώ από τώρα άρχισα να σκέφτομαι τι θα σου κάνω όταν βρούμε την ευκαιρία.»
«Μωρό μου θα περιμένω πώς και πώς να βρούμε μαζί αυτές τις ευκαιρίες. Πες μου τι θα μου κάνεις τα θέλω όλα με κάθε λεπτομέρεια!»
«Νεφέλη μου! Σε γουστάρω τρελά και έχω απίστευτες καύλες με τρελή όρεξη, και είμαι διαθέσιμος να σβήσουμε τις καύλες μας ο ένας πάνω στον άλλον. Το εννοώ και μου βγαίνει αβίαστα από τη πολύ καύλα.
Η Νεφέλη πήρε το συνετό ύφος και με τα χέρια της του έκανε νόημα να ηρεμήσει. Όλη οι οικογένεια βγήκε στο μπαλκόνι να σχεδιάσουν την βραδιά τους..
«Νεφέλη θα πεταχτούμε στο χωριό με το θείο και τα παιδιά να πάρουμε ένα ψητό κοτόπουλο σουβλάκια και παγωτά… Η Άλκηστις μέσα βλέπει στην τηλεόραση την αγαπημένη της σειρά.. Θα ‘ρθεις μαζί μας…» Της λέει η Εριφύλη…
«Όχι θα μείνω! Βαριέμαι. Θα κάνω παρέα στον ασθενή μας. Αν και βλέπω πως ζωντάνεψε.»
Μόλις φεύγουν όλοι η Νεφέλη πηγαίνει στο μπάνιο παίρνει ακόμη ένα αντιπυρετικό (για να σιγουρέψει ότι η Άλκηστις είναι στην τηλεόραση)  
Τη βλέπει αφοσιωμένη στο σαλόνι να απολαμβάνει το σήριαλ και τη δροσούλα πίνοντας ένα δροσιστικό..
Δικαιολογείται για τα κουνούπια, κλίνει την μπαλκονόπορτα και τις κουρτίνες. Νιώθει μια σχετική ασφάλεια γυρίζει κάθεται πάλι στον καναπέ. 
Ο Νικηφόρος της έκανε χώρο να καθίσει πιο άνετα με το ένα πόδι της επάνω στον καναπέ και το μουνί της φάτσα να λειτουργεί σαν το καλύτερο αφροδισιακό για εκείνον κι αυτή να έχει όρεξη για τρελίτσες.
Τη κοίταξε πονηρά και τη ρώτησε «Γιατί έκλεισες την μπαλκονόπορτα;» Και έβαλε το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της.
«Δεν ξέρεις γιατί;» Του απάντησε ναζιάρικα. 
Ο Νικηφόρος χαμογέλασε, και άφησε το χέρι του να γλιστρήσει πάνω στην μεταξένια επιδερμίδα της Νεφέλης μέχρι που άγγιξε τις απαλές της σγουρές μουνότριχες..
«Μμμ! Μ’ αρέσει να με χαϊδεύεις… Βρες την κλειτορίδα μου και τρίψε με μέχρι να χύσω!»», ψιθύρισε λαχανιασμένα η Νεφέλη.
Ένιωθε τα κωλομέρια της να πιέζονται απ’ τον πούτσο του, που όσο περνούσε η ώρα γινόταν όλο και πιο σκληρός κάτω απ’ την βερμούδα του. 
Άνοιξε λίγο ακόμη τα πόδια της και τον άφησε να συνεχίσει να της βάζει κι άλλο δάχτυλο, ενώ αυτή τον έτριβε πάνω από την βερμούδα μέχρι που έβαλε το χέρι της μες στην βερμούδα του. 
Χούφτωσε τον πούτσο του. Μόλις τον έπιασε τα ‘χασε. Αλλά μετά από λίγο γελώντας του λέει: «Πω πω!... Τι εργαλείο είναι αυτό αγόρι μου; Είναι ακόμα πιο μεγάλος απ’ όσο μου φαινόταν!», είπε λιγωμένη και κούνησε το χέρι της πάνω κάτω στην σκληρή καυτή παλλόμενη σάρκα του. «Γι’ αυτό τα μωρά μου η ανιψιά μου και η κόρη μου δεν το αφήνουν να ησυχάσει. Τέτοιο καυλί και τέτοιος παίδαρος, ούτε εγώ θα τον άφηνα, έλα αγόρι μου, να σε ξεκαυλώσω για τα καλά τώρα.  Άντε, να σε μάθει η θεία να μαστορεύεις καλά!»
Ο Νικηφόρος γλίστρησε το μακρύ, μεσαίο του δάχτυλα ανάμεσα στα μπούτια της Νεφέλης και της χάιδεψε τα παχιά της μουνόχειλα.
Το δικό της χέρι σταμάτησε να ανεβοκατεβαίνει στο πρησμένο καυλί από πάνω μέχρι κάτω και να τον τυραννά, έμεινε κλεισμένο σφιχτά γύρω του. 
«Έλα αγόρι μου... Έλα καύλα μου γλυκιά…»
«Πες μου τι θες να σου κάνει τ’ αγόρι σου!» Της είπε. «Πες μου τι θες να σου κάνει καυλιάρα μου...» Επέμεινε.
«Θέλω να νιώσω τον σκληρό πούτσο σου μέσα μου..»
Η θάλασσα δίπλα τους ήταν σκοτεινή μα ησυχασμένη, και ο ουρανός απάνω ξάστερος. Τ' άστρα έριχναν από ψηλά υγρές ακτίνες, μα δεν έφταναν να φέξουν κάτω τα θαμπά νερά. Ο  Νικηφόρος ένιωθε την υγρή πνοή των νερών, τη βαθιά πνοή του κόλπου που απλωνόταν πέρα και ο ουρανός του τέντωνε από πάνω σκοτεινό μανδύα, σα να ήθελε να τους φυλάξει από αδιάκριτα μάτια. 
Επικρατούσε σιωπή. Του ήταν σα μια σιωπή ανήσυχη λες και σάλευε κάτι κρυφό και σκοτεινό. Με κάθε τους κίνηση, κι άλλες αισθήσεις αποκαλύπτονταν και η διέγερση μετατρεπόταν σε εξαίσια ωμή ηδονή..
«Ααααχ!», αναστέναξε σιγά η Νεφέλη ενώ η ανάσα της έγινε πιο γρήγορη.
«Σσσ! δεν πιστεύω να έρθει κανένας και να γίνει της πουτάνας;», την προειδοποίησε ο Νικηφόρος ανήσυχος.
Το δάχτυλό του χώρισε τα μουνόχειλα της Νεφέλης και γλίστρησε ανάμεσά τους. Η ροδαλή επιδερμίδα του μουνιού της ήταν καυτή και υγρή. Ακριβώς μόλις πίεσε την μουνότρυπα της η Νεφέλη βόγκηξε σιγανά και το χέρι της σφίχτηκε πιο δυνατά στο καυλί του Νικηφόρου.
«Ααααχ!», αναστέναξε με την σειρά του ο Νικηφόρος.
«Σσσσ!», ψιθύρισε κοροϊδευτικά η Νεφέλη.
Η κατάσταση ξέφευγε ολοένα από τον έλεγχό τους. Η Νεφέλη ένιωθε στην παλάμη της την  πούτσα του να σπαρταράει ανεξέλεγκτα. Έχυναν και οι δύο τώρα με δαγκωμένα χείλια απ’ την καύλα προσπαθώντας να μην προδοθούν. Οι στιγμές φαίνονταν αιώνες μέχρι να μπορέσουν να ηρεμήσουν και να ξαναβρούν τον κανονικό ρυθμό της ανάσας τους.
Τελικά ο Νικηφόρος τράβηξε τα χέρια του απ’ το μουνί και τον κώλο της Νεφέλης. Η Νεφέλη ένιωσε το καυλί του να μαλακώνει στην παλάμη της.
Τα χύσια του έχουν γεμίσει το χέρι της. Τα πασαλείβει στο καυλί του και τα σκουπίζει με την βερμούδα. Πηγαίνει στο σχοινί του απλώματος παίρνει μια άλλη να του δώσει για να αλλάξει. Το άγχος μήπως αποκαλυφθούν την έκανε νευρική και ανήσυχη. Φοβόταν μην αντιληφθεί κάτι ύποπτο η Άλκηστις γιατί δεν ήθελε να δώσει δικαιώματα.
Κάτι μέσα τους όμως τους έλεγε πως αυτό δεν ήταν το τέλος. Αυτό ίσως να ήταν η αρχή για κάτι που καταλάβαιναν πολύ καλά ότι δεν θα μπορούσαν εύκολα να το αποφύγουν.
«Δεν τελειώσαμε οι δύο μας εδώ, θα έχουμε και συνέχεια στο υπόσχομαι» του λέει και του κλείνει πονηρά το μάτι. Είναι αυτό  το κλείσιμο του ματιού της που του υπόσχεται ένα σκηνικό γεμάτο αισθήματα και αισθήσεις, ερωτικό και ταξιδιάρικο.
Μόλις και πρόλαβαν να ηρεμήσουν και να συμμαζευτούν όταν στην αυλή κατέφθασε φουριόζικα σύσσωμη η υπόλοιπη φαμίλια.
Βρισκόμαστε πλέον στο πρώτο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη.
Τη τελευταία εβδομάδα πριν την αναχώρηση η Νεφέλη παρακάλεσε το Νικηφόρο να πάνε με το φορτηγάκι του Παυσανία στον απέναντι λόφο στο μαντρί που χειμάζει το χειμώνα τα πρόβατα ο τσοπάνος  να πάρουν μερικά τσουβάλια κοπριά για τα παρτέρια του κήπου.
Στο δρόμο η Νεφέλη άρχισε να τον ρωτάει πως τα πηγαίνει με την πεθερά του την Αντιγόνη και τι αισθήματα τρέφει για αυτή και εάν ποτέ του την έχει φλερτάρει κατά το παρελθόν.
«Νεφέλη! Δεν έχω κανένα απολύτως παράπονο. Το μόνο μελανό σημείο είναι πως από την αρχή που τη γνώρισα έλκομαι σεξουαλικά έντονα από την Αντιγόνη. Η πεθερά μου είναι μία φανταστική γυναίκα, που μοιάζει πολύ στην Εριφύλη στον χαρακτήρα. Εγώ τη θεωρώ πολύ πιο όμορφη και πολύ πιο ελκυστική και η αλήθεια είναι πως κάτι έχει δημιουργηθεί στον ορίζοντα. Εγώ όμως, δεν είχα την παραμικρή σκέψη για κάτι περισσότερο. Ζούμε σχεδόν στο ίδιο σπίτι και ως εκ τούτου συναντιόμαστε δύο ή τρεις φορές την ημέρα. Με την Εριφύλη μου κάνω σεξ τακτικά όταν είμαι στην Ελλάδα και είναι υπέροχο, αλλά στους ωκεανούς τους ατέλειωτους μήνες, φαντασιώνομαι έντονα την Αντιγόνη και πολλές φορές νιώθω ένοχος γι ‘αυτό. Σε παρακαλώ ας αλλάξουμε κουβέντα…»
«Αγόρι μου δε το βλέπεις ότι χωρίς σεξουαλική ζωή μαραίνεται και αυτή; Δεν σε προβληματίζει το γεγονός είναι νέα γυναίκα ακόμα, και σίγουρα νιώθει την επιθυμία για κάποια ερωτική σχέση, να βγει να ξεσκάσει λίγο. Το ότι ήρθε μια ατυχία με τον Θρασύβουλο δεν πάει να πει ότι θα ζήσει από δω και πέρα σαν υπηρέτρια του πεθερού σου ή σαν καλόγρια.  Υπάρχει άνθρωπος που δεν του αρέσει το σεξ και δεν αναζητά τη σεξουαλική επαφή;  Ένα σου λέω ότι έχουμε μόνο μια ζωή, οπότε φρόντισε το καλύτερο για τη πεθερά σου που μαραίνεται!» 
Ούτε που κατάλαβαν πότε έφτασαν στο προορισμό τους. Ο Νικηφόρος κοίταξε ολόγυρα. Βρισκόταν μερικές εκατοντάδες μέτρα από τη θάλασσα στη γερτή πλαγιά του βουνού μέσα σ’ ένα πυκνό δάσος από ρείκια και πουρνάρια. Σταμάτησε το αυτοκίνητο στο τέλος του χωματόδρομου και κάθισε να απολαύσει τους ήχους του δάσους. Βρισκόταν μπροστά σε ένα μαντρί με μια μεγάλη ξύλινη καλύβα. Πλησιάζοντας αργά δεν διέκριναν ψυχή. Ο βοσκός το μαντρί το χρησιμοποιούσε το χειμώνα που κατέβαζε το κοπάδι από την οροσειρά του βουνού στα πεδινά για χειμαδιό. Τη Νεφέλη μια βασανιστική ερωτική επιθυμία την είχε κυριεύσει όταν βρέθηκαν οι δυο τους στη καλύβα του ερήμου μαντριού. Ο Νικηφόρος αισθάνθηκε την αλλαγή στο βλέμμα της, έγινε πιο οξύ και πιο εξεταστικό. Με μια άγρια κίνηση τον τράβηξε πάνω της βρέθηκαν στο ξύλινο κρεβάτι και τον έσυρε επάνω της σφραγίζοντας του το στόμα με ένα καυτό φιλί. Το καυλί του ανέλαβε αμέσως υπηρεσία. Άρχισε να ψάχνει τη λαχταριστή είσοδο της. Ακινητοποίησε τα μπούτια της όσο πιο ανοικτά μπορούσε και την εμβόλισε μεμιάς. Ήταν μια άγρια διείσδυση από την αδημονία της επαφής τους. Μια άγρια χαρά από την επιβεβαίωση του ανδρισμού τον κατέκλυσε και καλμάρισε την ορμητική είσοδο. Φίλησε ρουφηχτά τη Νεφέλη και έσυρε τα χείλη του σ’ όλο το δροσερό πρόσωπο της με μικρές δαγκωνιές ολόγυρα. Συγχρόνως μέσα στο λαχάνιασμα από την ερωτική λαχτάρα ψιθύριζε της κόσμου τα γλυκόλογα ανάκατα με αισχρόλογα στο αφτί, της αλαφιασμένης γυναίκας από την απρόσμενα ορμητική είσοδο του..
«Ας γυρίσουμε! Έχουμε αργήσει.» της είπε.
Το καλοκαίρι τελείωσε και το τελευταίο βράδυ της αναχώρησης το γιόρτασαν όλοι παρέα στο σπίτι της Εριφύλης και του Νικηφόρου. Κάποια στιγμή η Νεφέλη λέει του Νικηφόρου να τη συνοδέψει μέχρι το σπίτι της να φέρουν από το βαρέλι της αποθήκης κρασί. 
«Ώστε αύριο φεύγετε;», του είπε χαμογελαστά. «Θέλω να σε ευχαριστήσω για τις ωραίες στιγμές που μου χάρισες. Ελπίζω να συναντηθούμε πάλι πολύ σύντομα…»
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της. Ο Νικηφόρος την άρπαξε στα στιβαρά του χέρια και της κατέβασε με μια κίνηση τη κιλότα. Βουβά την στρίμωξε δίπλα στο πλυντήριο, κατέβασε και αυτός τη βερμούδα του. Άρπαξε με τα δυνατά του χέρια τα πόδια της Νεφέλης, τα σήκωσε στον αέρα και τα τύλιξε στα πλευρά του.
«Τι κάνεις;», τον ρωτήσει ναζιάρικα ο Νεφέλη.
Ο Νικηφόρος της έκοψε τη φράση με ένα καυτό φιλί και ξεκίνησε ένα ακόμα ασυγκράτητο γαμήσι εκεί στα όρθια πάνω στο πλυντήριο. Και οι δύο, αμίλητοι τώρα, να βαριανασαίνουν και να αγκομαχούν πλημμυρισμένοι από ηδονή. Τέλειωσαν συγχρόνως, βουβά, όπως ξεκίνησαν.
«Σ' ευχαριστώ…», ψέλλισε η Νεφέλη, μαζεύοντας τη κιλότα της.
«Σύντομα θα ξανάρθω!», της είπε με πάθος ο Νικηφόρος.
Η Νεφέλη δεν απάντησε! Σ' όλη τη διαδρομή του γυρισμού, μουσκεμένη μέσα στο κιλοτάκι της από το σπέρμα του Νικηφόρου, ξαναζούσε νοερά κατευχαριστημένη τη πρωτόγνωρη ερωτική της εμπειρία…
Η Εριφύλη με τον Νικηφόρο και τα παιδιά έχουν επιστρέψει στην Αθήνα. Πέρασαν πολύ καλά σε αυτές τις διακοπές και πιστεύουν πως θα έχει και συνέχεια Το ζευγάρι έχουν αναθεωρήσει πολλά πράγματα πάρα πολύ μετά από τις διακοπές τους. Η Εριφύλη τον αγαπά πάρα πολύ και αυτός την αγαπάει πολύ αλλά πιστεύουν ότι λίγο ανανέωση κάνει πολύ καλό στη σεξουαλική τους ζωή την περίοδο των διακοπών.
Η Άλκηστις ετοιμάζεται πυρετωδώς για την εξεταστική της..
Ο Παυσανίας και η Νεφέλη είναι ακόμη στο χωριό τους, αλλά ο Παυσανίας προγραμμάτισε και κατέβηκε στην Αθήνα για λίγο καιρό στον αδελφό του και να κάνει ταυτόχρονα και τις απαραίτητες ιατρικές εξετάσεις..
Η Εριφύλη ζητά από την Νεφέλη που έχει μείνει στο χωριό και πηγαινοέρχεται στο εξοχικό να έχει στην φροντίδα της τον Νικηφόρο που θα ανεβεί για μια εβδομάδα να ταχτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες με το σπίτι που θα μείνει κλειστό το χειμώνα. Ταυτόχρονα θα έχει και αυτή κάποιον να την εξυπηρετεί στις μετακινήσεις της αφού δεν έχει αυτοκίνητο.
Η αλήθεια είναι ότι ο Νικηφόρος εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι η Νεφέλη ήταν μονάχη της, και σχεδίασε αυτές τις εργασίες να συμπέσουν.
…. Είχαν περάσει μόλις λίγες ημέρες απ όταν οι δυο οικογένειες χώρισαν και η μοναξιά, κυρίως η σεξουαλική μοναξιά, την Νεφέλη την έκανε ανυπόμονη και προβληματισμένη.
Απόψε μόνη της στο εξοχικό ένιωθε μια αδημονία! Η καρδιά της σκιρτούσε σε μία προσπάθεια να αποσαφηνίσει ένα κρίσιμο ερώτημα μέσα της. Είναι έτοιμη απ΄ το στάδιο της ερωτικής πρόκλησης και της σεξουαλικής φαντασίωσης να διαβεί τον Ρουβίκωνα σε κάτι που αποτελεί το χειροπιαστό, και σχετίζεται κατά κύριο λόγο με την εκτόνωση των σεξουαλικών ορμών της, δηλαδή το σεξ.
Σκεφτόταν ότι ο Νικηφόρος την επόμενη θα ήταν εκεί και μαζί του αναζητούσε μια νέα ερωτική πηγή που θα «δροσίσει» τη συσσωρευμένη σεξουαλική της ένταση. Της ήρθε μια γλυκιά ζαλάδα. «Αχ, το σπιτάκι μου, τι ευτυχία εδώ, ησυχία» μονολόγησε. Ένιωθε καλά εκεί. Πολύ καλά. Κι έπεσε να κοιμηθεί. Έμοιαζε με κουτάβι στη φωλιά του. Όταν ξύπνησε, ένιωθε ανανεωμένη, χαρούμενη και χαμογελαστή. Αναμένει η προσδοκώμενη απιστία της να δώσει πνοή στη σεξουαλική της ζωή και ν’ αναζωπυρώνει τη φλόγα της χαμένης ερωτικής της επιθυμίας.
Αργά το μεσημέρι αποφάσισε να πεταχτεί στο χωριό ν’ αγοράσει τα απαιτούμενα για ένα πλούσιο δείπνο. «Θα το γιορτάσω σήμερα σαν να ‘χω γενέθλια. Α, γαμώτο, σε λίγες ήμερες κλείνω τα σαράντα πέντε.» Κι αυτό έκανε. Το απόγευμα τη βρήκε να τον περιμένει χαλαρά στο πάρκινγκ του Super Market κατά μήκος του κοινοτικού δρόμου. Είχαν μιλήσει στο τηλέφωνο.
Βλέποντας όλη αυτή την γιορτινή τροφοδοσία ο Νικηφόρος σφυρίζει έκπληκτος. «Μάλλον έκανα την τύχη μου απόψε.»
Με το που έφτασε πολύ θερμά τον καλωσόρισε και ξεκίνησαν για το εξοχικό. Κάθισε δίπλα του και παρατηρούσε το κάθε τι πάνω της. 
Η Νεφέλη σήμερα ήταν όντως μια κούκλα. Δεν ξέρει γιατί αλλά βλέποντας τον Νικηφόρο, η ατμόσφαιρα ήταν ερωτική μεν αλλά κάπως περίεργη! Του χαμογέλασε άχνα και μπερδεμένα, ένιωθε φοβερή αμηχανία σε σημείο που ήθελε να ανοίξει η πόρτα να κατέβει. Από τη μία έλιωνε από ηδονή, από την άλλη ένιωθε ντροπή.  Προσπαθούσε να κρατήσει την ψυχραιμία της και να είναι cool.
Μίλησαν για διάφορα.
Η Νεφέλη μια γυναίκα μέσης ηλικίας παντρεμένη με παιδιά… (σύζυγος και μητέρα) με καλή ερωτική ζωή στην αρχή του γάμου, αλλά και στην πορεία του, δεν ήταν δυσαρεστημένη (μην είναι και αχάριστη…). Ζούσε την απόλυτη οικογενειακή ευδαιμονία (ένας ευτυχισμένος και υγιής γάμος, ένας δοτικός σύζυγος, δύο υπέροχα παιδιά.), αλλά τον τελευταίο καιρό, λίγο η κούραση της καθημερινότητας, εργασία, δουλειές, και τελευταία προκύψαν και τα σοβαρά προβλήματα υγείας του Παυσανία και το σεξ είχε γίνει πλέον πολυτέλεια.. Η ερωτική τους ζωή μπορεί να πει ότι μετά τόσα χρόνια είχε αρχίσει πλέον να διαισθάνεται τα χαοτικά κενά στο σεξουαλικό αφήγημα που συνόδευε το «πακέτο». Και τα ενεργά ακόμη κοιτάσματα τεστοστερόνης προσπαθούν να βρουν απεγνωσμένα διέξοδο προτού επέλθει η αναπόδραστη ξηρασία. Σήμερα είναι μια γυναίκα που βιώνει πόθους και σεξουαλικές επιθυμίες που εκτείνονται πέραν των ορίων του γάμου της, αυτό συνιστά αυτόματα ένα τελεσίγραφο και μια ένδειξη ότι είναι κάτι που δεν παίρνει από τον άντρα δίπλα της.
Έτσι, στο τέλος του καλοκαιριού που έμεινε μοναχή της για αρκετές ημέρες είπε να το ρίξει έξω με παρτενέρ τον Νικηφόρο που ήταν η φαντασίωση της και ήθελε να κάνει κάτι μαζί του στο κρεβάτι κυνηγώντας την ερωτική αφύπνιση απ' τη χειμερία νάρκη της επιθυμίας της την περιπέτεια και τη νέα εμπειρία. Θέλει να επαναπροσδιορίσει τη σχέση με το σώμα της και την ηδονή. Θέλει να νιώσει ότι μετά από ένα σεξουαλικό διάλειμμα ξαναγύρισε πιο έμπειρη και πιο αθώα από ποτέ στην «πιάτσα».
«Όποιος δεν ρισκάρει δεν καταφέρνει τίποτα»... Δικαιολογούσε την απόφαση της.
Μα και ο Νικηφόρος έψαχνε την ευκαιρία, έκανε υποθέσεις και αναζητούσε προφάσεις για το πως θα γινόταν να ικανοποιήσει την σεξουαλική της δίψα. Πάντα ήθελε να της δηλώσει τον πόθο του, αλλά κάτι τον σταμάταγε όταν συνειδητοποιούσε τι πήγαινε να κάνει και το ακύρωνε.
Η σκηνή, που ξεπλενόταν στο υπαίθριο ντους, ήταν στοιχεία που του δείχνουν την αχαρτογράφητη σεξουαλική επιθυμία της Νεφέλης μια γυναίκας που ανακαλύπτει τον χαμένο ερωτισμό της στη μέση ηλικία, πολύ πιο αχαλίνωτα από αυτόν που της υπαγορεύουν τα στεγανά της ηθικής και της κοινωνικής της ταυτότητας. Ακόμα με καύλα θυμάται το σκηνικό και τα μεθεόρτια του καναπέ, πως κουνούσε τα λαγόνια της, και θα ανακαλύψει ότι η Νεφέλη είναι ακόρεστη και επιθετική σεξουαλικά μ' ένα σώμα γλιστερό και δυναμωμένο από τον ήλιο, ανάλγητο και θελκτικό. . και ενώ θα έπρεπε να νοιώθει ενοχές, αντίθετα ένοιωθε πιο ερεθισμένη.
Όταν απομακρύνθηκαν από το χωριό η Νεφέλη έβγαλε από την τσάντα της ένα slimline τσιγάρο και το άναψε. Γνώριζε την αδυναμία του Νικηφόρου, να  καπνίζει η γυναίκα την ώρα του ερωτικού φλερτ.
Αυτός έσκυψε και χαϊδεύοντας της την πλάτη της ψιθύρισε:
«Είσαι από τις πιο σέξι και γοητευτικές γυναίκες που έχω γνωρίσει. Θα ήθελα πολύ να σε νιώσω, αν θες κι εσύ».
Κάποια στιγμή, σταμάτησε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου, έσκυψε πλησίασε και την φίλησε στο λαιμό. Στην αρχή αυτή αφέθηκε διστακτικά.
«Σε ενοχλεί αυτό που κάνω;»
«Εεε…»
Δυσκολευόταν να μιλήσει. Μόλις ο Νικηφόρος είδε ότι δεν απαντά, πήρε τα χέρια του από πάνω της.
«Συγνώμη… Δεν ξέρω τι...!»
«Εεε... Εγώ συγνώμη που δεν μίλησα αμέσως. Απλά με έπιασες να..... Δεν με ενόχλησε καθόλου αυτό που έκανες…»
«Πάντα χαίρομαι όταν σε βλέπω Νεφέλη μου!» είπε και την κοίταζε στα μάτια.
«Η θεία πουτάνα και ο ανιψιός πουτανιάρης. Όμορφα μου ακούγεται!» Του λέει.
Ο Νικηφόρος βλέποντας τα σύννεφα της λέει πως πρέπει να ξεκινήσουν για τον προορισμό τους. 
«Ώρα να ξεκινήσουμε γιατί βλέπω χαμηλά σύννεφα που καλύπτουν όλο τον ουρανό αλλά επιτρέπουν τις ακτίνες του ηλίου να τα διαπερνούν. Μερικές φορές αυτά τα σύννεφα φέρνουν και λίγη βροχή.» 
Το μεγαλύτερο μέρος του δρόμου πέρναγε μέσα από δάσος με ελιές που συνόρευαν με την θάλασσα. Οδηγούσε αργά και μύριζαν τις πρώτες νότες του φθινοπώρου, σύντομα ο ουρανός άρχισε να αλλάζει χρώμα. Οι κόκκινες και μωβ ανταύγειες ήταν πραγματικά όμορφες, αλλά ήδη η ορατότητα άρχισε να μειώνεται. Τριγύρω τους υπάρχει η σιωπή της εξοχής που μόνο το θρόισμα των φύλλων την διακόπτει… Και ο Νικηφόρος με την Νεφέλη συνέχισαν να συζητάνε διάφορα μα ως επί το πλείστον η συζήτηση περιστράφηκε σε θέματα που εξασφαλίζουν το ερωτικό πλησίασμα και την έλξη ανάμεσα τους.
«Δεν μου λες αυτός ο αρχιτέκτονας πως και πέρασε από τα μέρη μας…»
«Κάποιος φίλος που τον φιλοξενήσαμε για λίγο…»
«Φίλος εε! Εγώ λέω να ‘χεις τα μάτια σου ανοικτά.»
«Γιατί τι έκανε ο κερατάς!»
 «Αγόρι μου όρκο δεν παίρνω, μα σαν στο λέει η Νεφέλη... έχε τον νου σου.»
Λοιπόν, άκου πως έχουν τα πράγματα.... 
Ήταν εκείνες τις ημέρες που είχαν έλθει στην πόλη να μας επισκεφτούν ο Θρασύβουλος η Αντιγόνη με τα παιδιά σας  και εσύ η Εριφύλη και η Άλκηστις μου είχατε μείνει στις μοναξιές σας. Άτιμε άνδρα ήθελα να  ‘ξέρα πως τα περνούσες η μάλλον πως τα κατάφερνες..
Εγώ είχα έλθει ξαφνικά στο εξοχικό για να φέρω μια συσκευή κουζίνας. Δεν σας βρήκα στο σπίτι αν και ήταν  ακόμη σχετικά  νωρίς. Φόρεσα το μαγιό μου τύλιξα μια μεγάλη πετσετα μπάνιου επάνω μου και είπα να κατέβω στη θάλασσα να σας συναντήσω και να δροσιστώ.
Βγαίνοντας στο πλάτωμα της αυλής κοίταξα στην παραλία να σας βρω. Η παραλία έρημη, έτσι και αλλιώς, έχει ελάχιστο κόσμο η δική μας παραλία όταν οι οικογένειες μας λείπουν.
«Ω, να τα μας!» είπα όταν τους είδα! Το ό,τι τους έπιασα στα πράσα με σόκαρε. Και πως κοίταζε ο ένας τον άλλο.. 
Βεβαιώθηκα ότι δεν με κατάλαβαν. Αποφάσισα να μη κατέβω στην αμμουδιά. Πήγα αθόρυβα και στάθηκα κάτω από τον τεράστιο ευκάλυπτο και πίσω από την μεγάλη συστάδα με τα σκίνα σε σημείο που τους έβλεπα κρυμμένη και αθέατη. Λίγα μέτρα πιάτο μπροστά μου ήταν το ζευγάρι μας και επικρατούσε τόση ησυχία που μπορούσα να ακούσω ακόμη τις ανάσες τους.
....... «Εδώ λοιπόν ξεκινάει η ερωτική μας ιστορία που θα σου διηγηθώ......!»
Εσύ με την Άλκηστις κολυμπούσατε στα βαθιά… Σας έβλεπα όλο πιο πολύ να απομακρύνεστε μέχρι που σας έχασα. 
Κοίτα να δεις που όλα μαζί σας έμοιαζαν ύποπτα, μα τα προσπερνώ για να μην ρίξω λάδι στη φωτιά. Σας καταλάβαινα ότι η θάλασσα και ο ήλιος σας είχε ανοίξει την όρεξη για σεξ, και  μάλλον ψάχνατε να βρείτε τον τρόπο να κάνετε παιχνίδι.
Κάτω στη παραλία η Εριφύλη μόλις είχε βγει από το νερό και κρατώντας το αντηλιακό πλησίαζε τον Αρχιτέκτονα που είχε ξαπλώσει στην σκιά.Το κορμί της είχε πάρει ένα σοκολατί χρώμα σημάδι της συνεχούς σχεδόν παραμονής της στην θάλασσα. Έκανε σύνθεση με το καστανικκοκινο μαλλί της που είχε φτιάξει μόλις εκείνο το πρωί. Της πήγαινε και ήταν ακόμη πιο όμορφη έτσι.
«Πολύ ζέστη σήμερα κούκλα μου θα ψηθούμε!» Κατάλαβα να της λέει..
«Ναι! έχει πολύ ήλιο, και η ζεστή δεν αντέχετε με τίποτα, βοήθησε με να βάλω και πάλι αντηλιακό», του λέει και χωρίς να περιμένει ξάπλωσε μπρούμυτα, άνοιξε τα πόδια της να βλέπει ο ήλιος καλύτερα τους γλουτούς και τ' απόκρυφα κάτω απ' το βραζιλιάνικο μπικίνι, και να αισθάνεται τα φευγαλέα χάδια απ' το θαλάσσιο αεράκι....
Αυτός ρίχνει λαδάκι στην πλάτη της και άρχισε να το απλώνει κάνοντας ελαφρό μασάζ στο σφιχτό δέρμα της Εριφύλης που χαμογελούσε.
«Έχεις δυνατά χέρια, έκανες ποτέ σου μασάζ;» Τον ρώτησε.
"Ναι, τρία  χρόνια στο Θιβέτ μάθαινα «σιάτσου» για να έρθω να το κάνω σ΄εσένα Εριφύλη μου» Της απάντησε γελώντας και εκείνος για να την πειράξει.
Η Εριφύλη που είχε όρεξη για πλάκες, γύρισε το κεφάλι της και τον κοίταξε.
«Ααα,! Αυτό είναι υπέροχο νέο. Αν μου κάνεις και μασάζ, θα σου το χρωστάω.» Του λέει
«Φυσικά στη διάθεση σου» της λέει και ξεκίνησε ένα μασάζ σε όλη της την πλάτη, αυτή αφέθηκε στα χεριά του, έλιωνε μπορώ να σου πω και όλο ανασηκωνόταν και κοίταζε πίσω στην θάλασσα μήπως κάνετε την εμφάνιση εσύ και η Άλκηστις.
Σιγά μην γυρνούσατε, ζούσατε τα δικά σας παιγνίδια άλλα όπως είπα το προσπερνώ.
Ο Αρχιτέκτονας το κατάλαβε και της λέει «τι κοιτάς Μωρό μου αυτοί ζουν το Μύθο τους θα αργήσουν σίγουρα.» Και αυτή ήταν και η αλήθεια.
Ο Τύπος συνεχίζει να κάνει μασάζ στο κορμάκι της..
«Καλογυμνασμένο, σφιχτό, με σταρένιο δέρμα, τέλεια μαυρισμένο από τον ήλιο, με τρελαίνει το κορμί σου.» Της ψιθυρίζει..
Έχει τελειώσει με πλάτη και κατεβαίνει προς το κωλαράκι της. Δεν φάνηκε να διστάζει καθόλου.
Η δικιά σου νιώθει στο λακκάκι της μέσης της αρκετό λάδι, και του ανοίγει και άλλο ναζιάρικα τα πόδια της. Το χέρι του στην χαραμάδα, άρχισε να χαϊδεύει τη πίσω τρύπα της. 
Γεμίζει και πάλι την παλάμη του με λάδι, της σηκώνει λίγο την λεκάνη της να του δώσει χώρο, χουφτώνει απαλά όλο το μουνί της, και με την παλάμη του της κάνει μασάζ πάνω κάτω στα μουνόχειλα, η καύλα την τρελαίνει, τον θέλει....
«ΑΧ, αχ, εκεί! Αχ, ναι, εκεί, κάτω που μου αρέσει πολύ. Βάλε τα δάκτυλα σου μέσα καύλα μου».. ακούστηκε η ξεψυχισμένη φωνή της.
Εκείνη την ώρα καταφθάνει ένας ακόμη λουόμενος. Ένας μοναχικός νεαρός τους προσπέρασε, και το βλέμμα του πέφτει φυσικά στο κωλαράκι της Εριφύλης και  ύστερα στον αρχιτέκτονα. Πιο ζηλόφθονο βλέμμα ίσως δεν του έχουν ξαναρίξει.
Αυτός ατάραχος συνεχίζει απλά το μασάζ τώρα χαμηλά στα πόδια της,, ο νεαρός χάθηκε στο βάθος και ολόγυρα επικρατούσε απολυτή ερημιά.
..Που να φανταστούν ότι κάποιος τους έπαιρνε μάτι τους άκουγε και καύλωνε. Ξάπλωσε δίπλα της και είχαν πλακωθεί στα φιλιά και τα χάδια ο νεαρός άνδρας και η Εριφύλη εκεί στην ερημιά και εκείνη τη στιγμή το τελευταίο που σκεπτόντουσαν ήταν ότι κάποιος άλλος τους παρακολουθούσε. Δεν υπήρχε κανείς γι' αυτούς. Μοναχά το θρόισμα των φύλλων των δέντρων άκουγαν, άντε και κάποιο πνιχτό κρώξιμο πουλιού κουρνιασμένου στα κλαδιά στους ευκαλύπτους. Εγώ ο παρείσακτος και αόρατος θεατής βρέθηκα στην κατάλληλη, την πιο ιδεώδη θέση και στάση.
Χωρίς να το σκεφτώ ξεκίνησα και εγώ το μοναχικό μου παιγνίδι. Κάθισα οκλαδόν, με την πλάτη ακουμπισμένη στον κορμό του ευκαλύπτου πίσω από τα σκίνα και φάτσα κάρτα μπροστά του τα δυο ημίγυμνα κορμιά τους. Δεν χρειαζόταν να περιμένω άλλο. Έβαλα το δεξί μου χέρι στο γατάκι μου και  αρχίσω να μαλακίζομαι. Ποιο γαμήσι; Δεν υπάρχει καλύτερο γαμήσι από τη μαλακία που βαράς παίρνοντας μάτι το ανύποπτο ζευγάρι. Έβαζα και έβγαζα όλο και πιο γρήγορα τα δάχτυλα μου στην πεινασμένη για ηδονή τρύπα μου. 
Έφυγα χωρίς να σας δω και γύρισα στην πόλη προβληματισμένη.  
..«Ααα την Καριόλα την ανιψιά σου» Λέει ο Νικηφόρος και ξεσπάει σε δυνατά γέλια.
Γι' αυτό την ώρα που εγώ ανέβαινα επάνω στα δωμάτια για ύπνο και είχα φτάσει στα τελευταία σκαλοπάτια και δεν με βλέπανε την άκουσα να του λέει του αρχιτέκτονα..
«Ο Νικηφόρος πάει για ύπνο. Ίσως ήρθε η κατάλληλη ώρα να σου ανταποδώσω τη χάρη για το υπέροχο μασάζ που μου έκανες.. Σε δέκα λεπτά θα κατέβω στον ξενώνα μ’ ένα γλυκό που έκανα με τα χεράκια μου.» Σίγουρα θα έριξε μια ματιά πίσω της να δει αν τη παρακολουθούσα. 
Νεφέλη μου να σα να  βλέπω στη συνέχεια του μασάζ. 
«..... Αχ Νεφέλη μου! Τι νόμιζες; Ότι θα με σοκάρεις; Ότι δεν ξέρω τι συμβαίνει μέσα στο σπίτι μου ή ότι  θα μου έπεφτε ο ουρανός στο κεφάλι;
Το γαμήσι Νεφέλη μου δεν είναι μόνον πράξη. Το γαμήσι δεν το ψάχνεις μόνον στο κάτω κεφάλι, αλλά κυκλοφορεί μέσα στο μεγάλο, στο επάνω κεφάλι.  Στο πως το σκέπτεσαι. Στο πως το συναισθάνεσαι. Έλα εσύ στη θέση της Εριφύλης την ώρα που ντυμένη σένια, με το πράσινο φουστάνι με την μαύρη ζώνη και τις ασορτί μαύρες γόβες, και με το κατακόκκινο κραγιόν στο χρώμα της φωτιάς, κοιτάζει τον εαυτό της στο μεγάλο καθρέφτη της κρεβατοκάμαρας και με θαυμασμό σκέφτεται και λέει δυνατά  φτου σου μουνάρα μου! Και χαϊδεύει μονάχη το μουνί της. Πόση να κάνει υπομονή και πόσο να αντέξει κάτι τέτοιες στιγμές που υπάρχει το σεξ στο μυαλό της, και το κορίτσι η Εριφύλη μας το βράδυ πάλι μόνη ξενυχτά με τα ποδάρια ανοιχτά και μουσκίδι την κιλότα; Είναι τόσο καυλωμένη που επαναστατεί, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Ο πόθος μπαίνει μέσα της και στριφογυρίζει, τον νιώθει κάτω από το δέρμα της, τον νιώθει στους παλμούς της καρδιάς της που αυξάνονται, κάτω χαμηλά στην κοιλιά, που γίνεται τόσο ευαίσθητη που ένα άγγιγμα ή ακόμη και η σκέψη για το πρόσωπο που ποθεί γεμίζει αίμα την κλειτορίδα της. Είναι εκείνες οι στιγμές που το μουνί της έχει ψυχή και λογικό να γουστάρει γαμήσι και παιχνίδια.! 
Και ο δικός της απουσιάζει τόσο πολύ καιρό.....  και την ικανοποίηση της καύλας την αναζητάει το αίμα της και η ψυχούλα της. Βλέπεις μετά από δέκα χρόνια γάμου η ζωή γίνεται ανιαρή.
Συζητώντας και κουτσομπολεύοντας ούτε που κατάλαβαν πότε έφτασαν στο σπίτι.
Το σπίτι βρίσκεται στο τέλος του οικισμού, σε μια σχετικά απομονωμένη παραλία, μακριά από ενοχλήσεις και άλλους ανθρώπους. Εκεί θα είχαν για μια βδομάδα μια ήρεμη ζωή, με σπάνιες επισκέψεις στην πόλη που θα 'ταν αρκετές για να μη θεωρηθούν ερημίτες και κάποιες φορές θα είχαν και περαστικούς επισκέπτες, φίλους και από τα γύρω εξοχικά σπίτια που θα τάραζαν τη ρουτίνα τους.
Η Νεφέλη κατεβαίνοντας απ’ το αυτοκίνητο άκουσε τις πρώτες σταγόνες της βροχής στα κεραμίδια και χαμογέλασε μέσα της. 
«Βρέχει! Δεν ξέρω γιατί, αλλά η βροχή μου θυμίζει το άρωμα της ηδονής.» Τρέχει ανοίγει την πόρτα του σπιτιού και κρατά την ανοικτή να περάσει ο Νικηφόρος με τις σακούλες τα ψώνια.
 Η πρώτη του σκέψη ήταν να πάει κι αυτός γρήγορα στο σπίτι, αλλά έμεινε ακίνητος στη θέση του, με το βλέμμα στυλωμένο στη γαλήνια επιφάνεια της θάλασσας, στα νωθρά, ακίνητα κλαδιά των δέντρων, στο συννεφιασμένο ουρανό. Η βροχή σταμάτησε και για λίγο επικράτησε απόλυτη σιωπή.
 «Μωρό μου! στα μέρη μας λένε… Όποιος πιστεύει πως η λιακάδα φέρνει την ευτυχία, δεν έχει χορέψει στη βροχή..  Και έχεις παρατηρήσει ποτέ μια ξεχωριστή οσμή στην ατμόσφαιρα, όταν οι πρώτες φθινοπωρινές σταγόνες βροχής πέφτουν στο ζεστό, ξηρό έδαφος; Είναι αυτό που πολλοί περιγράφουν ως «μυρίζει το χώμα». 
Αμέσως μετά φάνηκαν οι πρώτες λάμψεις απ’ τις αστραπές και ακολούθησαν οι βροντές της πρόσκαιρης και απρόσκλητης πρώτης καταιγίδας τούτου του φθινοπώρου.
Ο Νικηφόρος αφού ξεφόρτωσε τις τσάντες πετάχτηκε στο δικό του σπίτι να επιθεωρήσει τις ασφαλιστικές διατάξεις ώστε να το ασφαλίσει από την κακοκαιρία που έρχεται στην περιοχή και είναι έτοιμη να δείξει τα «δόντια» της ... ιδιαίτερα τη νύχτα που αναμένεται να δημιουργήσει προβλήματα. 
Το μπουρίνι τελικά ήταν τοπικού χαρακτήρα, όχι μεγάλης χρονικής διάρκειας και τα καιρικά φαινόμενα εξασθένησαν σχετικά σύντομα.
Η Νεφέλη κατέβηκε στην παραλία. Περπάτησε ξυπόλυτη πάνω στη νοτισμένη άμμο. Λατρεύει τη θάλασσα μετά τη βροχή. Ήταν μόνη της. Λογικό τέτοια εποχή.  Νυχτώνει όλο και πιο νωρίς αλλά δεν κάνει ακόμα κρύο. Δυο δελφίνια βγήκαν στα ρηχά. Με το ζόρι κρατήθηκε και δεν βούτηξε μαζί τους. Ούτε θυμάται πόση ώρα έμεινε εκεί. Η αίσθηση του υγρού χώματος στα πέλματά της την χαλαρώνει απίστευτα. Η παραλία το φθινόπωρο γίνεται το σπίτι της πλέον. Κι ας βρέχει. Της αρέσει η ησυχία της. Μπορεί να συγκεντρωθεί στις σκέψεις της. Η θάλασσα παίρνει ένα μαβί χρώμα μετά τη δύση. Το αγαπά αυτό το χρώμα τελικά.
Γυρνώντας ο Νικηφόρος στέκεται στο μπαλκόνι και ατενίζει την Νεφέλη να ρεμβάζει στην παραλία. Περπατούσε ανέμελη  στην άκρη της θάλασσας, με τα παπούτσια της στο χέρι. Την βλέπει να απολαμβάνει σιωπηρά τη γαλήνη με τον ερχομό του πρώτου φεγγαριού και μαγεμένη απ’ το νωχελικό λίκνισμα των δέντρων στο ελαφρύ αεράκι, ανατρίχιασε ελαφρά στη φθινοπωρινή υγρασία και είχε καρφώσει τα υπέροχα μάτια της στον κατακόκκινο ήλιο που βασίλευε αργά - αργά στο βάθος της κατασπράσινης κορυφής του Χλωμού που δέσποζε πάνω απ' την κοιλάδα.
Ο Νικηφόρος χωρίς να το σκεφτεί σκύβει στο μπαλκόνι και της φωνάζει: «Νεφέλη, Νεφέλη!» Δεν τον ακούει, δεν τον είχε προσέξει, ότι είχε γυρίσει, μέχρι που βαρέθηκε να ρεμβάζει και γύρισε και τον κοίταξε. Αυτά που έλεγαν τα μάτια τους δε γινόταν να ειπωθούν εύκολα με λόγια. Αρκεί να κοιταχτούν και ξέρουν. Της χαμογελάει και του απαντά καταφατικά με το κεφάλι.
.... Μέχρι να ανεβεί η Νεφέλη ο Νικηφόρος έχει ανάψει το τζάκι, έβαλε απαλή μουσική να παίζει και ετοίμασε ένα κρύο δείπνο μ’ ένα μπουκάλι μυρωδάτο κρασί. 
Η Νεφέλη για τα σαράντα πέντε της χρόνια είναι μια πολύ δυνατή γυναίκα, με ηλιοκαμένο δέρμα,  κορμί σφικτό, ούτε ίχνος λίπους. Γλυκιά, χαμογελαστή, με τα κατάλευκα δόντια της και ένα περπάτημα αργό και ταυτόχρονα προκλητικό, με το στητό της κωλαράκι. Δεν είναι ο τύπος της ψηλής γυναικάρας με τα ατέλειωτα πόδια. Αλλά είναι αυτό που λένε σέξι, με τέλειες αναλογίες κι ένα βλέμμα, που όταν σε κοιτάξει, τρελαίνεσαι και θέλεις να την ξεσκίσεις. Έχει αυτό το πρόστυχο που προκαλεί τον άντρα. Η Νεφέλη, ακόμα και ράσο να φορέσει θα τραβάει τους άντρες.
Μπαίνοντας στο σπίτι στάθηκε δίπλα στο τζάκι να στεγνώσει και τον περίμενε να κάνει την κίνηση, απλώς για να μην του στερήσει την ευκαιρία να παίξει τον πανάρχαιο ανδρικό ρόλο. Δεν ανάσαινε, όταν την πλησίασε. Χαμήλωσε ξαφνικά τα μάτια, όταν έφτασε πολύ κοντά της. Άπλωσε το χέρι, άρπαξε τα μαλλιά της πίσω απ’ τον αυχένα της, τράβηξε το κεφάλι της προς τα πίσω, και κόλλησε, σκύβοντας, τα χείλη του στα δικά της, που μισάνοιξαν. Δεν είχε μεγάλη διάρκεια το φιλί, αλλά μεγάλη ένταση. Αναστέναξε βαθιά και ρούφηξε την ανάσα που βγήκε με θόρυβο από το στόμα της.
Μείνανε για λίγο έτσι... Ανάσαινε την ευωδιά του μουσκεμένου κορμιού της και των μαλλιών της, και παρακολουθούσε τη δική της απαλή ανάσα, να ηρεμεί σιγά - σιγά. Σήκωσε το κεφάλι της ξαφνικά, και τον κοίταξε. Τα μάτια της έλαμπαν…
Έτσι, το παραμύθι τους άρχισε να γράφεται κι η ιστορία τους ξεκίνησε.
Η αλήθεια είναι ότι η δύσκολη καθημερινότητα και η ρουτίνα είχε βαλτώσει την ερωτική της διάθεση και το σεξ σχεδόν εξαφανίστηκε από τα καθημερινά ενδιαφέροντα της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έπαψε να είναι ένα ερωτικό ον που έμπαινε συχνά σε πειρασμό και το χειρότερο πως δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει σ' αυτές τις περιπτώσεις, όταν οι πιο κρυφές της σκέψεις, αυτές που δεν τολμούν να ειπωθούν, ώρες ώρες ταξίδευαν στο μέσα της, με την μορφή του Νικηφόρου.
.... Ήταν αυτό το καλοκαίρι όμως που ήδη τα σημάδια της δείχνουν ότι χρειάζεται να ζωντανέψει τη σεξουαλική της ζωή. Είχε αρχίσει να σκέφτεσαι ότι κάτι δεν πάει καλά σε αυτόν τον τομέα αλλά δεν είναι σίγουρη τι ακριβώς.
Η μήπως τελικά είναι σίγουρη;
Ένιωθε περίεργα xαλαρωμένη τη ζωή της και ο οργανισμός της να ζητάει τη γεύση μιας περιπέτειας, τη σχέση την περιστασιακή και φευγαλέα, το κάτι άλλο το πιο φρέσκο που θα χρωματίσει τις ημέρες της και τη ρουτινιασμένη εικόνα της.
..... Δεν μπορεί να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που ένιωσε τόση σεξουαλική ενέργεια να διατρέχει το σώμα της. 
Η εικόνα της ξαπλωμένης Εριφύλης και το απολαυστικό ερωτικό μασάζ στα όρια της σαρκικής ακολασίας και της ηδονής που της έκανε στην ερημική παράλια ο Αρχιτέκτονας την αναστάτωσε, φέρνοντας έντονο σεξουαλικό πάθος στις επόμενες νύχτες της.
Αλλά τι λέω τώρα; Όλοι οι ναυτικοί ξέρουν πως οι γυναίκες τους σπανίως καταφέρνουν να μένουν πιστές, ψάχνουν αλλού όσα τους λείπουν και κυλιούνται στα κρεβάτια τα ξένα.... γαμιούνται κρυφά...., αλλά το κρατάνε εφτασφράγιστο μυστικό. 
Να όπως εκείνη η συγχωριανή μου η Φαίδρα.
Η Φαίδρα είναι παντρεμένη και έχει και δυο παιδιά. Ο άντρας της είναι ναυτικός και λείπει πολύ καιρό από το σπίτι. Η Φαίδρα μένει με την πεθερά της. Η πεθερά της Φαίδρας είχε συστήσει στην νύφη της έναν συγγενή της καθηγητή στην Αθήνα που θα βοηθούσε τα εγγόνια της στα σχολικά τους. Mε τον καιρό οι φήμες λένε ότι έτσι όπως εξελίχθηκε η ιστορία μεταξύ τους είναι αρκετά σίγουρο ότι η Φαίδρα είχε και η ίδια παράνομη σχέση εκείνη την εποχή, και άρχισε να κερατώνει τον άντρα της. 
..Τέλος πάντων κάπως έτσι η Νεφέλη, θυμάται ιστορίες παλιές με τις γυναίκες των ναυτικών. Και δεν είναι και λίγα, όλα όσα είχε ακούσει να συμβαίνουν στην εποχή της γιαγιά της που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια πολύ λιμάνι με πολλούς ναυτικούς. Πως γλυκοκοιτούσαν εκείνο τον παλιό καιρό τους ταχυδρόμους, και γενικά οποιονδήποτε άντρα έμπαινε για τον οποιονδήποτε λόγο στα σπίτια τους όπως ακόμη και οι γαλατάδες. 
Λοιπόν από την τρίτη ή τέταρτη επίσκεψη τους γινόταν φανερό ότι υπάρχει η επιθυμία να υπάρξει προσέγγιση μεταξύ τους, γίνεται φανερή από το βλέμμα «οικειότητας». Ένα βλέμμα που δείχνει ερωτικό ενδιαφέρον και  που πυροδοτεί τη σεξουαλική επιθυμία της γυναίκας για σεξ.. Τους άνοιγαν την πόρτα φορώντας μόνο ένα μισάνοιχτο διάφανο νεγκλιζέ που που δεν άφηνε και πολλά στη φαντασία για το πληθωρικό κορμί τους και να σου τα κομπλιμέντα, και να σου οι φιλοφρονήσεις, και «Αχ, Λεβέντη μου, περάστε μέσα να σας κεράσουμε ένα γλυκό του κουταλιού που μου φέρατε το μηνιάτικο από τον άντρα μου», και «Αν θες ομορφιά μου να σας προσφέρω ένα καφέ και νερό για τον δρόμο που τραβήξατε μέχρις εδώ;» πρότειναν ευθαρσώς. 
«Μα είναι πρέπον;» έλεγε διστάζων ο άνδρας. 
«Γιατί δεν περνάτε μέσα να μην τα λέμε όρθια στην πόρτα; Θα σας τρατάρω και γλυκόν περγαμόντον, που κατασκεύασα με τα χεράκια μου,» επιχειρηματολόγουσε η κυρία και δεν είχαν τελειωμό τα νάζια της, τα ωραία της, άμα ήταν ομορφάντρας ο λεγάμενος και του κάνει χώρο να περάσει.
Χαλούσε και αυτός χατήρι; Διότι εις το γλυκόν περγαμόντον ουδείς δύναται να αντισταθεί, και άλλο που δεν ήθελε να μπει στον πειρασμό. 
«Και γιατί όχι καλή κυρία να περάσω να τα πούμε και από κοντά.» Συμφωνούσε ο ομορφάντρας και όταν τα θέματα της επαγγελματικής συνεργασίας είχαν λυθεί και αναλυθεί λεπτομερώς περνούσαν και στα προσωπικά. Το παράπονο ήταν πως ήταν τόσα χρόνια παντρεμένη και όμως πόσο μόνη νοιώθει και βολοδέρνει στη μοναξιά της, βλέπεις λείπει τακτικά ο άνδρας της, στα μεγάλα ταξίδια του. 
Είναι που ο έρωτας είναι ένα μεγάλο και περίπλοκο κεφάλαιο και η Νεφέλη φαντάζεται τη συνέχεια της γυναίκας του ναυτικού και πως ο ομορφάντρας της γλυκαίνει το παράπονο.! 
«Λοιπόν τι σου λείπει;» την ρώτησε ο ομορφάντρας «το σεξ; Δεν νομίζω ότι μια γυναικάρα με την δική σου εμφάνιση θα είχε πρόβλημα».
«Μου λείπει πολύ» του απαντούσε «αλλά μην νομίζεις ότι είναι και εύκολο είμαι σχεδόν σαράντα πέντε τώρα και όλοι πλέον κυνηγάνε τα πιπίνια»
«Εγώ πάντως όχι προτιμώ τις γυναίκες της ηλικίας σου»
«Μμμμμ έχω ακούσει τέτοια….» 
«Μπορώ να στο αποδείξω ότι ώρα θέλεις μωρό μου» της είπα σκύβοντας προς το μέρος της.
Βρέθηκαν μερικές φορές ακόμα αλλά μετά ο άντρας της επέστρεψε από τα καραβιά και κόψανε. Άλλωστε αυτό είναι το καλό με τις παντρεμένες με ναυτικούς ότι ξέρουν ποτέ να σταματήσουν μια κατάσταση χωρίς να δημιουργούν προβλήματα.
..... Το σκηνικό λοιπόν με το ερωτικό μασάζ της ανιψιάς της με τον γοητευτικό αρχιτέκτονα, ήταν το έναυσμα που η Νεφέλη νιώθει να πατά στη διαχωριστική γραμμή, φλερτάροντας και αυτή με την εξωσυζυγική σχέση. Ήταν το έναυσμα που απελευθέρωσε την σεξουαλική της διέγερση και ανασήκωσε το καπάκι και της δικής της έρπουσας σεξουαλικής επιθυμίας της. Όπως και να 'χει, ήδη έχει αρχίσει και φτιάχνεται με το θέαμα τους και μέσα της «βράζει» το ερωτικό σεξουαλικό της κομμάτι. 
Σκεφτόταν τώρα τον Νικηφόρο. Πολύ το ήθελε να βρει και να δώσει παρηγοριά στο αρρενωπό κορμί του. Ήταν μέρες τώρα που έβλεπε συνέχεια ένα ερωτικό όνειρο, που διανθισμένο με παραλλαγές ανάλογα με τις διαθέσεις της, είχε πάντα πάνω της την ίδια επίδραση: ξυπνούσε με φωτιά ανάμεσα στα πόδια. Την έπιανε ένας ακαταμάχητος πόθος για χάδια και φιλιά. Με το που έφερνε στο νου της τα ερωτικά παιχνίδια του ονείρου, το σώμα της σπαρταρούσε από τη στέρηση. Το πρησμένο αιδοίο της την έτρωγε σαν να επρόκειτο να επακολουθήσει συνουσία. Η Νεφέλη θα ήθελε να είναι εκεί ο Νικηφόρος για να την πάρει εδώ και τώρα στο υγρό από τη νυχτερινή ηδονή της κρεβάτι. Δε χρειάζονταν ούτε χάδια ούτε προκαταρκτικά. Λάγνες σκέψεις ξεπηδούν από κάθε κύτταρο της που την  παρασύρουν να γκρεμίσει το κάστρα της και ό,τι απέμεινε από τις αντιστάσεις της και να απολαμβάνει μαζί του τους  ανεκπλήρωτους πόθους της, ενάντια σε κάθε ηθικολογική προκατάληψη, γιατί το σεξ έχει τη δική του ηθική, η οποία πηγαίνει μακρύτερα από το καλό και το κακό.
«Γιατί όχι; Στο πηγάδι κατούρησα εγώ; που το μουνί μου κατάντησε σαν σύκο μαραμένο;»  Μονολογεί περίλυπη. 
Ίσως υπάρχουν κάποιες αναστολές.... και «αντικειμενικές δυσκολίες» ..... που δυσκολεύουν το σενάριο...  Μα όλα είναι ανοιχτά.... Έτοιμα να την οδηγήσουν σε επικίνδυνες ζώνες, άγονες γραμμές, άγνωστη γη και να παρασύρουν όποιο αρνητικό συναίσθημα βρει μπροστά της γιατί όσο κι αν αναβάλλει το ραντεβού της με τις καύλες, εκείνες θα της χτυπούν την πόρτα μέχρι να τους ανοίξει.
 ....Το απόβραδο άρχισε να σβήνει, και η νύχτα απλωνόταν σιγά σιγά, είχε σκοτεινιάσει όταν άρχισε και πάλι να φυσάει ένας δυνατός αέρας.Η μπαλκονόπορτα στο δωμάτιο του ήταν μισάνοιχτη, και ο αέρας έκανε τις τραβηγμένες κουρτίνες να ανεμίζουν ελαφρά καθώς δυνάμωνε προμηνώντας μιαν φθινοπωρινή μπόρα.
Η θάλασσα ήταν όμοια με ζωγραφιά από λάδι, μα υπήρχε κάτι δυσοίωνο έτσι όπως φούσκωνε ο αφρός
και τα κύματα έσκαγαν στην αμμουδιά και στα βράχια κάτω από το σπίτι.
Η θάλασσα ρυτιδιάζει. Σε λιγότερο από μισή ώρα όλα αλλάζουν. Αλλεπάλληλα κύματα σκάνε στην αμμουδιά και η παραλία γεμίζει με σκόνη από αλάτι. 
Ο Νικηφόρος κλείνει τα παράθυρα. Η βροχή και ο αέρας δυναμώνουν μα αυτός δεν έδινε σημασία, δεν άκουγε το σφύριγμα του αέρα, ούτε τον άγριο βόμβο του νερού καθώς, για εκείνον, τίποτα έξω από το δωμάτιο δεν υπήρχε εκείνη την ώρα. Το μόνο θρόισμα που έφτανε ως τα αυτιά του και τον μεθούσε , ήταν το θρόισμα από τα ρούχα της Νεφέλης που έπεφταν στο δάπεδο με ένα ρυθμό γαλήνιο και παθιασμένο ταυτόχρονα, σε τέλειο συντονισμό με τις κινήσεις των χεριών του.
«Χαίρομαι που ντύθηκες ελαφρά», γέλασε στο αυτί της τη στιγμή που έσκυβε και τη φιλούσε στο λαιμό, φτάνοντας ως το στέρνο με την άκρη της γλώσσας του.
Η Νεφέλη τον μιμήθηκε χαμογελώντας, άφησε ένα σιγανό βογκητό ηδονής και σήκωσε τα χέρια στον αέρα, βοηθώντας τον να της βγάλει το αέρινο φλοράλ φουστάνι που είχε φορέσει νωρίτερα εκείνο το πρωί. Πολύ γρήγορα, ένας μικρός σωρός από ρούχα σχηματίστηκε γύρω από τα αθλητικά παπούτσια της, το φουστάνι, τα λευκά μικροσκοπικά εσώρουχά της.
«Κάνε μου έρωτα, θέλω να με λατρεύεις ως το ξημέρωμα, να γίνεις δικός μου σαν να μην υπάρχει ξημέρωμα…» μουρμούρισε ξέπνοα, έγειρε προς τα πίσω το κεφάλι και αφέθηκε στα χάδια του.
Η θερμοκρασία στο δωμάτιο έχει ανέβει σε υψηλά επίπεδα, η φωτιά στο τζάκι σιγοκαίει εμπρός από τα δύο ποτήρια κόκκινο κρασί και τα αναμμένα κεριά φωτίζουν το μισοσκόταδο, κάνοντας τα βλέμματά τους να φαίνονται πιο διαπεραστικά.
Δε χρειάζεται ούτε να πουν ούτε να κάνουν προκαταρκτικά πολλά.
Γιατί η καύλα του κορμιού δε χρειάζεται τίποτε παραπάνω απ' το αντικείμενο του πόθου του..... παρά μόνο ένα άλλο κορμί.
Αγκαλιαστήκαν. Η όμορφη ερωτική τους περιπέτεια μόλις άρχιζε. Η Νεφέλη ήταν πραγματικά σεξουαλικά πεινασμένη βρισκόταν σε μία κατάσταση που δεν είχε ξαναβρεθεί και ο Νικηφόρος έτοιμος και διαθέσιμος να χορτάσει την σεξουαλική της πείνα. 
Αυτή τη φορά θα περνούσαν στο κυρίως πιάτο, συλλογίστηκε η Νεφέλη χαμογελώντας, καθώς φανταζόταν ήδη τον εαυτό της ξαπλωμένο στο κρεβάτι και τον Νικηφόρο να τη γαμάει δυνατά με το έμβολο του. Το υπέρδιπλο κρεβάτι, καλυμμένο με ένα κουβερλί με παραστάσεις, ασορτί με τις κουρτίνες, φαινόταν τόσο μαλακό, που και μόνο που το έβλεπες λαχταρούσες να ξαπλώσεις. Κάτι που δεν άργησε να κάνει η Νεφέλη μόλις γδύθηκε. Χαμογελώντας πλατιά, είχε ανοίξει τα πόδια της, όπου ψηλά ανάμεσά τους το αιδοίο της σπαρταρούσε. Θα μ αφήσει να αδημονώ για πολύ ακόμα; είπε μέσα της, στριφογυρίζοντας από την ανυπομονησία.Τον κατάλαβε που μπήκε ακροπατώντας ήσυχα- ήσυχα στο δωμάτιο και μια στιγμή που δίστασε και του ξέφυγε ένας τρυφερός αναστεναγμός! Η απολυτή ησυχία ίσως να τον τρόμαζε!  Έπειτα τον κατάλαβε ότι έπαιζε με το πούτσο του. Οι χτύποι της καρδιάς της επιταχύνθηκαν καθώς την πλησίαζε με ελαφριά βήματα. Στη σκέψη αυτή, σύγχυση κυρίευσε το μυαλό της και το μουνάκι της πήρε φωτιά.
Εκείνος έβγαλε έναν τρυφερό αναστεναγμό όταν την είδε να γδύνεται. Οι χτύποι της καρδιάς της επιταχύνθηκαν καθώς την πλησίαζε με ελαφριά βήματα. Στη σκέψη του, σύγχυση κυρίευσε το μυαλό της και το μουνάκι της πήρε φωτιά. Το κρεβάτι έτριξε από το βάρος του Νικηφόρου και το στρώμα βούλιαξε γύρω της. Σύντομα άνοιξε το στόμα της, και πήρε το κεφάλι του πούτσου του. Ερεθισμένη από την πίπα που της επέβαλλε, η Νεφέλη παραδόθηκε στο καυλί, που χώθηκε βαθιά ως το λαιμό της, σαλιώνοντας το κυκλικά για να το βοηθήσει να γλιστράει ευκολότερα. Η ψωλή άρχισε να μπαινοβγαίνει μέσα στο στόμα της, με ισχυρές κινήσεις, που της ήταν αδύνατον να τις ελέγξει. Η ίδια ήταν απλώς μια διαλλακτική τρύπα όπου εκείνος διείσδυσε ακόμα πιο βαθιά, στο ρυθμό των αντρικών ορμών του. Ο Νικηφόρος δε σκόπευε να χύσει μέσα στο στόμα της. Κρατιόταν για να την κάνει να γευτεί κι άλλες ηδονές. Όταν ο Νικηφόρος άγγιξε με τη γλώσσα του την κλειτορίδα της, μια κραυγούλα έκπληξης βγήκε από το στόμα της. Τα δάχτυλα του Νικηφόρου κρατούσαν ανοιχτά τα μικρά χείλη του αιδοίου της για να φαίνεται καλύτερα το φουσκωμένο μαργαριτάρι του πόθου. Έπειτα άρχισε να τη γλείφει με κοφτά, γρήγορα πλαταγίσματα της γλώσσας του. Τόσο ερεθισμένη που ήταν η Νεφέλη, δε χρειάζονταν ατελείωτα προκαταρκτικά. Σε λίγα δευτερόλεπτα έχυσε, με την κοιλιά της να σφαδάζει από τους σπασμούς. Τα τινάγματα του κορμιού της, σε συνδυασμό με τις κραυγές της, επιβεβαίωσαν στον Νικηφόρο ότι ήταν έτοιμη για ένα ωραίο καβάλημα... Ο Νικηφόρος την άφησε να απολαύσει τις τελευταίες αποκρίσεις του οργασμού. Έπειτα έριξε το βαρύ σώμα του επάνω της. Όταν η Νεφέλη ένιωσε το καυλί του, σκληρό σαν σίδερο, να πιέζει το μουνί της, άνοιξε τα πόδια της όσο πιο πολύ μπορούσε. Σ’ αυτή τη στάση υποταγής, ήθελε από τον εαυτό της να είναι πύλη ορθάνοιχτη για το ρωμαλέο φαλλό. Με μια αργή κίνηση της λεκάνης της, τον δέχτηκε στη χοάνη κόλπου της. Ο ακίνητος πούτσος, βαθιά μέσα στην υγρή κοιλότητα, γέμισε τη Νεφέλη μέχρι τη μήτρα. Όμως αυτό ήταν μόνο το πρελούδιο για ένα βίαιο πήδημα. Την ήπια διείσδυση διαδέχτηκε ένα άγριο γαμήσι. Ο Νικηφόρος κάρφωνε τον πυρπολημένο κόλπο της γρήγορα και δυνατά, χωρίς να σταματάει. Η Νεφέλη βογκούσε και λαχάνιαζε πνιχτά, στο έλεος δαιμονικά δυνατών αισθήσεων. Έπειτα ο Νικηφόρος τράβηξε την παρτενέρ του από κάτω του, σαν να ήταν μαριονέτα, την ξάπλωσε στο πλάι και κουλουριάστηκε πίσω από την υποταγμένη ερωμένη του σαν κουτάλι, με το σηκωμένο πούτσο του να ακουμπά στους γλουτούς της. Μετά τον έτριψε για ώρα στην υγρή χωρίστρα της. Η στύση του ήταν θηριώδης, σκληρή σαν τσιμέντο. Καθώς ανεβοκατέβαινε, η αποφασιστική βάλανος φλέρταρε πότε με την τρύπα του κόλπου και πότε με του πρωκτού. Ο Νικηφόρος δεν μπορούσε να αγνοήσει τις προτάσεις του μελαχρινού ματιού, που σπαρταρούσε παρακλητικά. Ωστόσο για άλλη μια φορά εισχώρησε απότομα στο ανοιχτό αιδοίο της Νεφέλης. Από πίσω την κάρφωσε ακόμα πιο άγρια απ' όσο από μπροστά, με δύναμη και βιαιότητα, σε σημείο που την πονούσε. Η Νεφέλη ένιωθε μέσα στον κόλπο της τα χτυπήματα του ηλεκτρισμένου πούτσου του. Ο Νικηφόρος εξακολουθούσε να τη γαμάει, ένα κυρίαρχο αρσενικό, και με το δάχτυλό του άρχισε να τσιγκλάει τον πρωκτό της. Έπειτα από επαναλαμβανόμενες πιέσεις, ο δείκτης του μπήκε ολόκληρος μέσα στην τρύπα. Εκείνη τη στιγμή η Νεφέλη ένιωσε τόσο έντονη ηδονή, που ο οργασμός τη χτύπησε σαν κεραυνός. Νιώθοντας τον κόλπο της να συσπάται γρήγορα γύρω από το καυλί του, ο Νικηφόρος επιβράδυνε το ρυθμό του, χωρίς να βγάλει το δάχτυλό του από το στενό δακτύλιο. Κυριευμένη από μια πρωτόγνωρη δίψα για ακολασία να την απαλλάσσει από κάθε αναστολή, η Νεφέλη κύρτωσε ακόμα περισσότερο το κορμί της για να χωθεί βαθύτερα μέσα της το δάχτυλο που τη βυθοσκοπούσε. Ο Νικηφόρος χάιδεψε με ζήλο την κλειτορίδα της με το άλλο του χέρι, ενώ το τεντωμένο δάχτυλό του μπαινόβγαινε αργά στη στενή τρύπα του πρωκτού της. Η ηδονή της παρτενέρ του είχε δεκαπλασιαστεί. Το μαρτυρούσαν οι κυματισμοί του κορμιού της και τα συνεχή βογκητά της. Θα καταλάβει επιτελούς; αναρωτήθηκε η Νεφέλη. Έτσι ερεθισμένη και ανοιχτή που ήταν, έπρεπε να τη γαμήσει από πίσω. Θα το τολμούσε άραγε; Οι λάγνες συστροφές του κορμιού της έγιναν πιο έντονες για να τον κάνει να καταλάβει. Ναι, τώρα ήταν έτοιμη να τον δεχτεί από πίσω! Τη διακατείχε η εμμονή να νιώσει το σκληρό πούτσο του Νικηφόρου στα τρίσβαθα του κώλου της. Εκείνος πρέπει να το κατάλαβε, γιατί έβγαλε το δάχτυλό του και ακούμπησε το στρογγυλό κεφάλι της ψωλής του στο γλιστερό ματάκι. Δεν μπήκε μέσα της όμως, γιατί ήθελε να ακούσει τη Νεφέλη να του το λέει. Με το καυλί του να σημαδεύει τον πρωκτό της και ψιθύρισε στο αφτί της μια λέξη, μονάχα μία, εν είδει ερώτησης: «Ναι;» Και η Νεφέλη του αντιγύρισε το «ναι» της με φωνή βραχνή από τον πόθο. Η Νεφέλη άκουσε ένα καπάκι να ανοίγει, έπειτα ένιωσε να της αλείφει τον πρωκτό με μια κρύα και γλοιώδη ουσία: λιπαντικό ζελέ. Α, άρα είχε έρθει προετοιμασμένος. Είναι πονηρός, σκέφτηκε. Το καθίκι, ο μανιακός! Πως μ’ ανάβει! σκέφτηκε. Κι έπειτα δε σκέφτηκε τίποτα πια, γιατί η μεγαλειώδης πούτσα άρχισε να χαλαρώνει τη δύστροπη κωλοτρυπίδα της, οπότε την έπιασε ο πρώτος πόνος. Αν και η Νεφέλη δεν το ήθελε, η πύλη της αντιστεκόταν. Ο δακτύλιος σφιγγόταν μηχανικά γύρω από το φορτικό καυλί. Ό,τι κι αν λένε, ένα πέος, και μάλιστα ερεθισμένο, είναι σαφώς πιο χοντρό από ένα δάχτυλο. Αντιμέτωπος με το εμπόδιο, ο Νικηφόρος δεν τολμούσε να προχωρήσει. Η Νεφέλη πήρε μια βαθιά ανάσα, χαλάρωσε όσο μπορούσε, έπιασε τη στιβαρή ψωλή και την οδήγησε απαλά μέσα από το σφιγμένο δακτύλιο. Με τη βοήθεια του χεριού της Νεφέλης, ο Νικηφόρος έσπρωχνε τη βάλανο του αργά, χιλιοστό το χιλιοστό, διαστέλλοντας ολοένα περισσότερο το σφιγκτήρα. Όσο πιο πολύ άνοιγε τόσο εντονότερο γινόταν το κάψιμο. Η Νεφέλη μπήκε στον πειρασμό να τον διώξει. Προτίμησε όμως να υπομείνει τον πόνο, ακίνητη, χωρίς να αφήνει το πέος να διεισδύσει πιο βαθιά. Περίμενε να υποχωρήσει ο πόνος. Ο πρωκτός της θα συνήθιζε την εισβολή, όπως και το αιδοίο της όταν είχε χάσει την παρθενιά της. Δε λένε ότι το καλό πράγμα αργεί να γίνει; Ο Νικηφόρος, που ήταν υποχρεωμένος να ελέγξει τις κατακτητικές ορμές του, περνούσε κι αυτός δύσκολες στιγμές. Υπέφερε πολύ, σκιρτούσε, βασανιζόταν από έναν πιεστικό πόθο να κάνει τρέλες μέσα στην καυτή σπηλιά. Για να χαλαρώσει την παρτενέρ του, τη φιλούσε στο λαιμό, στα χείλια, της έτριβε αδιάκοπα την κλειτορίδα. Ο πόνος της Νεφέλης μετριάστηκε και παραχώρησε τη θέση του σε ένα ανείπωτα απολαυστικό αίσθημα διάνοιξης. Η κοπέλα δε χρειαζόταν να εκφράσει την ευφορία της. Ο Νικηφόρος την ένιωσε και ξανάρχισε να εισχωρεί στον πυρήνα της κοιλιάς της. Όσο έμπαινε τόσο άνοιγαν οι βάνες της ηδονής. Μόλις το καυλί χώθηκε ανάμεσα στα κωλομέρια της Νεφέλης, ο Νικηφόρος σταμάτησε και πάλι. Ακίνητοι, λαχανιασμένοι και οι δυο τους, απολάμβαναν τους συγχρονισμένους ξέφρενους παλμούς τους. Η τρύπα του πρωκτού προσδοκούσε την ψωλή με ρυθμικές συσπάσεις. Η Νεφέλη ανάσαινε στον ίδιο ρυθμό και η κοιλιά της τιναζόταν ακούσια. Ο Νικηφόρος, καταλαβαίνοντας την αναστάτωση της, άρχισε να χαϊδεύει την κλειτορίδα της πιο έντονα. Τα δάχτυλά του έτριβαν ζωηρά το φλογισμένο κουμπάκι της. Τα κύματα κλειτοριδικής ηδονής διαδίδονταν μακρύτερα απ' όσο συνήθως. Κατέκλυζαν την κοιλιά της, μπροστά, πίσω, εξαπλώνονταν σταδιακά σε ολόκληρο το κορμί της. Από τους αστραγάλους ως τις ρίζες των μαλλιών της, δεν υπήρχε ίχνος σάρκας παραμελημένο. Είχε την αίσθηση ότι το σώμα της είχε δεχτεί εισβολή από το γιγαντιαίο φαλλό. Κάθε κάρφωμα προκαλούσε απολαυστικά μουδιάσματα που διαχέονταν ως την άκρη των δαχτύλων της. Όταν ο Νικηφόρος επιτάχυνε το ρυθμό του, με ελαφρές κινήσεις της λεκάνης, η Νεφέλη κυριεύτηκε από νευρικό τρέμουλο. Η ένταση των αισθήσεων την έπνιγε. Ο σφιγκτήρας της παλλόταν ολοένα και πιο γρήγορα γύρω από το αεικίνητο όργανο, προμηνύοντας τον οργασμό. Τελείωσε σπαρταρώντας, την ίδια στιγμή που έχυσε κι ο ερωτικός της σύντροφος. Η εκτόνωση τη συγκλόνισε με απίστευτους σπασμούς και ρίγη. Ούρλιαξε από ηδονή, αδυνατώντας να συγκρατήσει τις κραυγές ευτυχίας, ενώ ο Νικηφόρος έπνιγε ένα λαρυγγικό βογκητό, πιέζοντας το πιγούνι του πάνω στο λευκό ώμο της παρτενέρ του. Οι δύο εραστές έμειναν ακίνητοι για μια ατελείωτη στιγμή, λες και η εκρηκτική κορύφωση τους είχε αδειάσει από όλη τους την ενέργεια. 'Όταν η Νεφέλη συνήλθε, έκανε να μιλήσει. Ήθελε να του πει πόσο δυνατό ήταν αυτό που έζησαν, πόσο τέλεια ταυτίζονταν, ότι δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι αυτή η πόρτα μπορούσε να οδηγήσει σε τόσο ασύλληπτη ηδονή... Όμως από τις πρώτες λέξεις που πήγε να αρθρώσει, ο Νικηφόρος της έβαλε το δάχτυλο στα χείλια... «Σσστ», της ψιθύρισε, πνίγοντας τα λόγια της μ’ ένα φιλί.
....Ξαπλωμένοι και οι δυο μετά από τον έρωτα, γελούσαν με γέλιο λυτρωτικό κι απελευθερωτικό σαν τέλειωσε η παρέλαση της σάρκας.
Με μια ήσυχη κίνηση ολόγυμνη, σαν οδαλίσκη, κούρνιασε βαθιά στην αγκαλιά του εραστή της, ευτυχισμένη και ολοκληρωτικά παρασυρμένη  στη στιγμή αυτή, δεν ήθελε να μολύνει τη σκέψη της με το αβέβαιο αύριο. Το «τώρα» ήταν το σημαντικό, το «μετά» θα το κοίταζαν μαζί αργότερα. Σε λίγο πέφταν για ύπνο. Το πρωί θα 'χουν τη συνέχεια.
Το ότι ο Νικηφόρος πήγε σπίτι της και γαμήθηκαν στα κρυφά, το ότι είναι η θεία της Εριφύλης και είναι και οι δύο παντρεμένοι και πρέπει να προσέχουν, η σχέση αυτή άρχισε να τους συναρπάζει και νομίζουν ότι θα κρατήσει αν φυσικά το θέλουν και οι δύο τους. Σε μερικές μέρες που χωρίσουν, θα μείνει η γλύκα του να έρχεσαι κοντά με έναν άνθρωπο που σου αρέσει και του αρέσεις, μακριά από δράματα.
Τα ξύλα στο τζάκι συνέχισαν να τριζοβολάν για πολλή ώρα, οι σκιές της φωτιάς χόρευαν πάνω στα γυμνά τους κορμιά, που πάλευαν, αγκαλιάζονταν, αποχωρίζονταν κι έπειτα ξανάσμιξαν και γίνονταν ένα. Έτσι αποκοιμηθήκαν ως το πρωί εξουθενωμένοι, ο Νικηφόρος με τη Νεφέλη αγκαλιά πάνω στη λερωμένη από τα χύσια τους φλοκάτη. Η φωτιά κοιμήθηκε κι αυτή μετά από δυο ώρες, αλλά δε κρύωνε κανείς τους πάνω στη ζεστή φλοκάτη.
 
Click to Open
Ερωτική Μυθοπλασία II: (Μέρος 6)
.....
 
Web Informer Button