ADS

click to open

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Eixe Andria Kai Tharos.. [Part..III]

Το τραγικό μήνυμα ήρθε ένα απόγευμα μιας κρύας συννεφιασμένης και μουντής φθινοπωρινής ημέρας συνοδευόμενο απ’ τη βουή και την αντάρα των ριπών του ανέμου που ορμητικά κατέβαινε από τη βορειοδυτική Πάρνηθα, μέσα απ’ τα ρέματα της Γκούρας και της Γιαννούλας μαστιγώνοντας τον οικιστικό ιστό. Ακούω τον άνεμο που ξεφυλλίζει τα δέντρα, και τα τελευταία εναπομείναντα φύλλα από τις μεγάλες λευκές λεύκες που στέκονται εκεί έξω στο δρόμο του σπιτιού μας στροβιλίζονταν πέρα μακριά .
Το μήνυμα που τον συγκινεί έλεγε: «Πέθανε η Σοφία.»
Αρχικά σκέφτηκα αν και ήταν αναπόφευκτο να γίνει κάποια στιγμή δεν ήθελα να είναι αλήθεια.
Μου φαινόταν απίστευτο ότι αυτή η περίφημη κορμοστασιά της μας άφησε χωρίς την παρουσία της, είχε έρθει ο θάνατος, δεν ήθελα να το πιστέψω ότι η μοίρα επιφύλασσε αυτό το γρήγορο τέλος, γι’ αυτή η γυναίκα του Ήλιου και της δράσης.
Την θυμάμαι με την ασίγαστη ενεργητικότητα της που την μετέδιδε γύρω της .
Κρατούσε το κεφάλι ψηλά αγέρωχη, σαν ορκισμένη εχθρός της υποταγής, απρόθυμη να αποδεχτεί τον ελάχιστο οίκτο,
«Ένας άνθρωπος πρέπει να ζει για κάτι» την θυμάμαι να λέει.
Μου είναι αδύνατον να ενσωματώσω μέσα σε λίγες λέξεις όλα όσα θα έπρεπε όταν το αντικείμενό μου είναι αυτού τους είδους πρόσωπα ...
Ο χαρακτήρας της ήταν κτισμένος από ατσάλι.
Ποτέ της δεν έδειξε την χειμωνιάτικη θλίψη της
Ποτέ της δεν έδειξε τη βαθιά ριζωμένη μελαγχολία της από τα σκοτεινά βάθη της ψυχής της, αντίθετα το διάπλατο χαμόγελο της μας αποκάλυπτε μια εξωτερική χαρά.
Δεν την θυμάμαι ποτέ άκεφη, μελαγχολική σαν να πετούσε μακριά πολύ μακριά τα άσχημα και δυσάρεστα και να κρατούσε ότι ήταν όμορφο και γόνιμο.
Αν ήμουν γλύπτης και επιθυμούσα να δημιουργήσω την ιδανική γυναικεία φιγούρα θα της ζητούσα να είναι το μοντέλο μου.
.......Aπ' το παράθυρο μου με βουβή θλίψη ατένιζα τα πανύψηλα κυπαρίσσια στον προαύλιο χώρο του Αϊ Γιάννη  να γέρνουν σαν προσκυνητές στη μνήμη της από την ορμή του παγωμένου αέρα που όλο και δυναμώνει, και ο ουρανός να σκοτεινιάζει στους γύρω λόφους.
Για μια στιγμή ο άνεμος κόπασε και η φύση ηρέμησε, τίποτα δεν σάλευε, μια σιγαλιά, μια απειλητική σιωπή πλημμύρισε τον τόπο.
Η καμπάνα στη μικρή εκκλησία σήμανε την απογευματινή ώρα.
Η καμπάνα σταμάτησε να κτυπά σα να είχε μαρμαρώσει.
Ο απόηχος από τον τελευταίο ήχο αιωρήθηκε και έσβησε στον αέρα.
Ο αγέρας ούρλιαξε ξανά, χωρίς ανάσα, κυνηγώντας την σιωπή.
Ένοιωθα όχι απλά εξαντλημένος αλλά στεγνός άδειος προσπαθώντας να συγκρατήσω την συγκίνηση μου, οι σκέψεις με πλημύριζαν, με ταξίδευαν πίσω στα ταξίδια μας.
Τρία χρόνια νωρίτερα
Άνοιξη στα χίλια εννιακόσια ογδόντα έξι.
Βρισκόμαστε στον λιμένα Τρουά Ριβιέρ του Καναδά, φορτώνουμε ξυλεία με προορισμό την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Στο σαλόνι του πλοίου βρίσκεται ο υπεύθυνος του φορτίου, με τον πλοίαρχο μας να του διηγείται τις ιστορίες του. Ο πράκτορας, ένας άντρας γύρω στα σαράντα, ψηλός λεπτός είχε καστανόξανθα κοντοκουρεμένα μαλλιά, ευχάριστο πρόσωπο. Πρέπει να του διηγείται την ιστορία με τα καύσιμα διότι τους συνάντησα στη συζήτηση την ώρα που ο πλοίαρχος μου πλέκει το εγκώμιο σαν συνεργάτη του.
Μας σύστησε ο πλοίαρχος τονίζοντας μου ταυτόχρονα ότι ο επιθεωρητής είναι Γερμανοκαναδός πρώην πρώτος μηχανικός, που έχει μείνει στα γραφεία της εταιρείας ως επιθεωρητής φορτίων.
Από τη συζήτηση πρόεκυψε εγκάρδια συνεργασία και από κάθε άποψη ο πράκτορας ήταν μια ενδιαφέρουσα προσωπικότητα.
Ταυτόχρονα σε προσωπικό επίπεδο όταν έμαθε ότι έχω σεβαστή ήδη υπηρεσία πρώτου μηχανικού αν και σχετικά νέος στην ηλικία, με ρώτησε γιατί δεν παίρνω στα σοβαρά μια πρόταση να εργαστώ στη στεριά σε κάποιο ναυτιλιακό γραφείο.
Με τον πλοίαρχο είχαμε και πάλι συζητήσει εκτενώς για το θέμα αυτό.
Ο πλοίαρχος για τον εαυτό του ένοιωθε ότι περνώντας τα χρόνια τα γραφεία απωλέσανε την ατράνταχτη κοινή λογική, μετά δε τόσα χρόνια θητείας στη θάλασσα του ήταν δύσκολο να βρει κάτι πιο απλόχωρο να του ταιριάζει.
Εγώ επανέλαβα μονότονα σε ρυθμό αφήγησης όλα αυτά που ο πλοίαρχος ήδη γνώριζε και ταυτόχρονα μπορούσε να τα καταλάβει.
«Οι περισσότεροι διευθυντές επιχειρήσεων σήμερα διότι πλέον δεν υπάρχουν εφοπλιστές, αναζητούν ανθρώπους στελέχη που να παίρνουν και να εκτελούν εντολές αμελλητί και υπάκουα, συμφώνα με το καταστατικό της εταιρείας.
Είναι κάποιες φόρες όμως που ο κυνισμός τους αγγίζει τα όρια της απόλυτης κοινωνικής ανευθυνότητας, και είναι και κάποιοι εκεί έξω που στ’ αλήθεια θα μπορούσαν να σε ψήσουν και να σε φάνε χωρίς οίκτο.
Ένα κομμάτι του εαυτού μου δεν δέχεται την συγκεκριμένη νοοτροπία, αντιδρά δεν προσαρμόζεται.
Μου αρέσει, με γεμίζει αυτό που κάνω και απλά περιμένω να εκτιμήσουν τα προσόντα μου τόσο σα ναυτίλου, όσο και να εκτιμήσουν το άριστο κουμαντάρισμα του σκάφους και των προωστηρίων του. Δεν αναζητώ να μου πλέξουν το εγκώμιο, αλλά σεβασμό.
Ποτέ μου δεν θεώρησα μέχρι σήμερα τη θάλασσα προθάλαμο για μια θέση στη στεριά, τα γραφεία αυτής της μορφής με αφήνουν αδιάφορο δεν μου ταιριάζουν, και ο δικός μου προβληματισμός είναι έντονος όταν είσαι αναγκασμένος να παίρνεις και να εκτελείς εντολές που πολλές φορές τις θεωρείς ηλίθιες.
Ταπεινή μου διαπίστωση είναι ότι έχουμε να διανύσουμε ακόμη πολύ δρόμο μέχρι να συνδυάσουμε αποτελεσματικά την πείρα με την τεχνολογία και όχι να περιοριζόμαστε στο ένα η στο άλλο, πεισματικά και ατελέσφορα. Καλούμαστε να ανταποκριθούμε σε εντελώς νέες προκλήσεις και απαιτήσεις που έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
Την παρούσα περίοδο γραφειοκράτες με αμφιλεγόμενα προσόντα, παρουσιάζονται για αυθεντίες και καταλαμβάνουν τα υψηλά κλιμάκια της ιεραρχίας στις εταιρείες με ικανότητες αναρριχόμενων φυτών.
Έχω την αίσθηση ότι η καρδιά μου θα φτερούγιζε σαν παγιδευμένο πουλί κλεισμένος πίσω από ένα τέτοιο γραφείο. Ένοιωθα πάντα μια τάση ανεξαρτησίας, να ταξιδεύω τον κόσμο, ίσως να ήταν και η αφορμή που έγινα ναυτικός.
Μπορεί να φαίνεται ανόητο αλλά κάποτε μέσα μου σαν φευγαλέο σύννεφο είχα ένα όνειρο πολύ κοινό, να συνεχίσω τις σπουδές, αλλά υπήρχε έλλειψης στόχων, για την ακρίβεια με την πιο πλατιά έννοια του όρου απλώς να αποκτήσω ευρύτερες γνώσεις. Κάπου κάπου το όνειρο αυτό γυρνάει και μου κτυπάει την πόρτα.»
Πλησιάζοντας προς το τέλος της φόρτωσης ο επιθεωρητής μας ανήγγειλε ότι έχει κανονίσει να δειπνήσουμε παρέα μια από τις προσεχείς ημέρες.
Το απαιτεί το πρωτόκολλο μας είπε, και μας ρώτησε εάν έχουμε κάποια προτίμηση.
«Εγώ μόνο εάν υπάρχουν μετά το δείπνο οι φημισμένες μαύρες άγριες φράουλες του Κεμπέκ, με την γαλλική συνταγή δέχομαι την πρόσκληση, μην το ξεχάσεις και δυο μπουκάλια κρασί Μοντρασσέ. Την χρονολογία την αφήνω σ’ εσένα.» Του δήλωσα με σοβαροφανή και εγκάρδια διάθεση.
Γέλασε, απλώς με κοίταξε, δεν έκανε κανένα σχόλιο και ξεμάκρυνε αναχωρώντας.
Δειπνήσαμε σ’ ένα ήσυχο κοσμικό ρεστοράν στο κέντρο της πόλης, η ατμόσφαιρα ανέδιδε εξαιρετική ποιότητα πλαισιωμένη από καλόγουστο αποικιακό διάκοσμο.
Δυστυχώς πρέπει να άρεσε εξίσου σε πολύ κόσμο κι έτσι αναγκαστήκαμε να περιμένουμε κάμποση ώρα στο συμπαθητικό μπαρ φλυαρώντας.
Είχαμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε την τοπική μαγειρική που είναι γεμάτη από συνδυασμούς γεύσεων. Το χαρακτηριστικό της περιοχής είναι ότι έχει αφομοιώσει της φαινομενικά ατέλειωτες επιρροές μαγειρικής από την αποικιοκρατία και συνεχίζεται ως και τις μέρες μας με το μεγάλο μεταναστευτικό κύμα που φέρνει μαζί του νέες μαγειρικές παραδόσεις . Η γευστική πρόταση προς τα πλήρη χορταστικά πιάτα παίρνει άλλες διαστάσεις.
Το φαγητό με θαυμάσια γεύση, το κρασί άρωμα μεθυστικό, και εγώ να νοιώθω σαν καναδική χήνα που εκτρέφεται για να παχύνει.
Το επιδόρπιο του ήταν οι φημισμένες μαύρες άγριες φράουλες του Κεμπέκ.
Την προηγουμένη ημέρα της αναχώρησης αποφάσισα να κάνω μια τελευταία  εξόρμηση στο καταπράσινο τοπίο που περιβάλλει γύρω μας τον λιμένα,.
Ο Ήλιος ήταν ζεστός ψηλά στον καταγάλανο ουρανό, αγκάλιαζε ευεργετικά τον ανοικτό ορίζοντα, λίγα λευκά σαν χιόνι σύννεφα έχουν σχεδόν εξαφανιστεί πέρα μακριά στον καναδικό βορρά πίσω από τις δασώδεις βουνοκορφές.
Έχοντας επιστρέψει από τον περίπατο που είχα κάνει στους δρόμους της πόλης, βρίσκομαι ήρεμος και γαλήνιος να αναπαύομαι στο κοντινό μεγάλο πάρκο με τα αιωνόβια δέντρα τα γεμάτα μοβ καρπούς και κληματσίδες που αναρριχώνται προς τα ουράνια και τυλίγονται γύρω από του τεράστιους επιβλητικούς κορμούς τους, και το φως του Ήλιου να αχνοφέγγει μέσα από το πυκνό φύλλωμα τους, απολαμβάνοντας την επαφή μου με την ανοιξιάτικη φύση στην όχθη του μεγάλου ποταμού.
Η χλόη έχει ψηλώσει, αγριόχορτα φύτρωναν στις άκρες των δρόμων, ζωηρόχρωμα πολύχρωμα λουλούδια υψώνονταν στις πρασιές και στα παρτέρια.
Πότε πότε κάποιος σκίουρος ξεπροβάλει μέσα από τα δένδρα μπροστά μου κι ένα μικρό κορίτσι τους κυνηγούσε  να παίξει μαζί τους, με το λουλουδάτο φουστάνι και τις καστανόξανθες αστραφτερές της μπούκλες να λάμπουν στον ανοιξιάτικο ήλιο.
Νεαρός μικρόσωμος σκύλος έτρεχε πίσω της γαβγίζοντας παιχνιδιάρικα, χαρούμενα.
Κάπου είχα ακούσει, σε τηλεοπτική συζήτηση θαρρώ.
«Ένας σκύλος αντικατοπτρίζει τη ζωή της οικογένειας, ποτέ δεν θα δείτε παιγνιδιάρικο σκύλο σε μίζερη οικογένεια, η κακόκεφο σκύλο σε χαρούμενη.»
Ο αχνός καπνός από τα φουγάρα των πλοίων και των αυτοκινούμενων γερανών στην προβλήτα του λιμανιού αργοταξίδευε και έσβηνε ψηλά στον ουρανό.
Ήταν ένας γραφικός τόπος, έβλεπα το νερό στα κανάλια, ήταν  κάτι που με γαλήνεψε.
Το νερό το αμνιακό υγρό από το οποίο γεννήθηκε το είδος μας.  
Το νερό αυτή η αρχέγονη μήτρα των πάντων. Θεμελιώσαμε τους πολιτισμούς μας στις ακτές και σε όχθες ποταμών. Το νερό είναι η ζωή.
Είναι μια παροδική απόδραση από την πραγματικότητα που διακόπτεται την στιγμή που ξεκολλάς το βλέμμα σου από την θέα και στρέφεσαι ξανά στα τρέχοντα ζητήματα, σ’ αυτούς που αγαπάς και που στηρίζοντα σ’ εσένα και σε χρειάζονται.
Έκλεισα τα μάτια, άφησα τον εαυτό μου να βουλιάξει βαθειά στην απόδραση.
Βλέπω το μικρό μου γιο που προσπαθώντας να ισορροπήσει το σώμα του μεταφέρει μια μικρή γλάστρα με ορχιδέα από την γωνιά του σαλονιού στον πάγκο της κουζίνας κάτω από το παράθυρο.
Προσπαθούσε αλλά δεν έφτανε ακόμη το μπόι του να την ακουμπήσει στον πάγκο, αποτυγχάνοντας την ξαναγύριζε στο σαλόνι στη θέση της.
Για κάποιο παντελώς ανεξήγητο λόγο αυτή την ενέργεια και διαδρομή την έκανε πολλές φορές, η γλάστρα είχε γράψει χιλιόμετρα διαδρομής.
Βλέπω τον μεγαλύτερο μου γιο στον ζωολογικό κήπο της Αμβέρσας να ξεφεύγει της προσοχής μου, να έχει απλώσει το τρυφερό χεράκι του μέσα από τα πλέγματα ενός κλουβιού και να  χαϊδεύει έναν μικρό νεοσσό στο κεφάλι και η μητέρα του νεοσσού ένας τεράστιος γυπαετός των Άνδεων να τον κοιτάζει αμέριμνα. Το ράμφος του γυπαετού ήταν ικανό να αποκολλήσει το χέρι του θρασύτατου τετράχρονου μπόμπιρα από την ωμοπλάτη. Μέχρι να αποφασίσει ο μικρός να τελειώσει τα χάδια του και να βγάλει το χεράκι του από τα πλέγματα εγώ πιθανώς τότε ν' απόκτησα τις πρώτες λευκές τρίχες στο κεφάλι μου σε σχετικά νεαρή ηλικία.
Βλέπω την όμορφη νεαρή σύζυγο μου τα πρωινά που ξυπνάμε να βρίσκεται πάντα εκεί στο πλάι μου να μου χαμογελάει τρυφερά και τα όμορφα μελιά της μάτια να λαμποκοπούν σαν πρωινές ηλιαχτίδες που τρυπώνουν στις γρίλιες τω παραθύρων.
Βλέπω ότι μου λείπουν, μου λείπουν πολύ.
……. Η νύχτα έπεφτε. Η θάλασσα ήταν ήρεμη, το φεγγάρι μόλις που φαινόταν μέσα από τα σύννεφα, καθώς το πλοίο άφηνε πίσω του τον ευρύ κόλπο του Σαιντ Λόρενς και έβαζε πλώρη στον ανοικτό ωκεανό με πορεία ανατολικά νοτιοανατολικά.
Ο Ποσειδώνας και ο Αίολος ήταν απλόχερα γενναιόδωροι μαζί μας, το ταξίδι από το Τρουά Ριβιέρ στην Αλεξάνδρεια ήταν ήρεμο με ευνοϊκούς ανέμους.
Παραήταν καλά τα σύννεφα και οι αέρηδες καιρός Λιβανούδικος όπως τον λένε και οι σύγχρονοι ναυτικοί μας.
Με την άφιξη στην Αλεξάνδρεια το πλοίο πρόσδεσε στο παλιό λιμάνι στην προβλήτα του επιβατικού σταθμού, λίγα μέτρα μακριά από την κεντρική πύλη.
Αλεξάνδρεια, πόλη και μεγάλος θαλάσσιος λιμένας στη βόρεια Αίγυπτο, στο δέλτα του ποταμού Νείλου, σε μια λωρίδα γης που χωρίζει τη λίμνη Μαριούτ από τη Μεσόγειο. Η πόλη ιδρύθηκε σε 332  Π.Χ.  από τον Αλέξανδρο τον μέγα, βασιλιά της Μακεδονίας, ο οποίος την θεμελίωσε ως έναν από τους κυριότερους λιμένες του αρχαίου κόσμου. Ένας κυματοθραύστης φτιαγμένος από ογκόλιθους σχεδόν χίλια εξακόσια μέτρα στο μήκος αποκαλούμενος «επτά στάδια» χτίστηκε στο νησί Φάρος που εσωκλείνει ένα ευρύχωρο λιμάνι.
Ο διάσημος φάρος, που θεωρείται ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, θεμελιώθηκε και κτίστηκε επίσης στο νησί Φάρος.
Η σύγχρονη πόλη είναι τοποθετημένη κυρίως στην ηπειρωτική χώρα.
Τα ταξίδια μου στην πόλη των Πτολεμαίων και του Καβάφη, ίσως κάποια στιγμή να τα περιγράψω αυτόνομα, οι ιστορικές αναμνήσεις σ’ αυτόν τον λίκνο του ελληνισμού είναι ποτάμι ατελείωτο, οι άνθρωποι χάνονται αλλά τα ονόματα τους επιζούν στις μνήμες μας.
Ο ακμάζων κάποτε ελληνισμός στις  μέρες μας καθημερινά συρρικνώνεται όλο και περισσότερο, τίποτα δεν είναι όπως παλιά.
Από την Αλεξάνδρεια αναχωρήσαμε μια αποπνικτικά ζεστή μέρα του Μαΐου, προς το παρόν ναύλο για το πλοίο δεν υπήρχε, οι οδηγίες ήταν να ταξιδεύουμε με οικονομική ταχύτητα και με πορεία στα νοτιοδυτικά της  Κρήτης.
Πλέοντας ανοικτά των Κυθήρων λάβαμε τηλεγράφημα να κατευθυνθούμε με προορισμό την Αυγούστα της Σικελίας που είναι και ο λιμένας φόρτωσης.
Ο πλοίαρχος με ρώτησε αν είναι να έλθει η σύζυγος μου στον λιμένα, να επικοινωνήσει με την σύζυγο του να έλθουν μαζί παρέα.
Με εξέπληξε θετικά.
Έχοντας περάσει μαζί τόσο χρόνο με ατέλειωτες συζητήσεις,  σε μια στιγμή ήρεμων αναπολήσεων μου διηγήθηκε πως έχασε το παιδί του άλλα από όσο τουλάχιστον είχα διαπιστώσει η οικογένεια του ήταν αυστηρά έξω από τις ιστορίες του, σπάνια τον είχα ακούσει να αναφέρεται στην οικογένεια του, στην σύζυγο του,  στην κόρη του. Οι οικογένεια του  δεν προσφερόταν για ευρεία κατανάλωση. εγώ από μία εσωτερική ευγένεια, σεβόμενος την ιδιαίτερη σιωπή του ποτέ δεν τον είχα ρωτήσει για τα οικογενειακά του και ήξερα πως αν το θεωρούσε απαραίτητο θα μου τα έλεγε ο ίδιος..
Αρχικά με την σύζυγο μου είχαμε συμφωνήσει ότι θα έλθει αεροπορικώς μέσω Ρώμης στην Κατάνια οπού και θα την αναμένω.
Στην τελευταία επικοινωνία μας μου δήλωσε ότι θα ερχόταν σιδηροδρομικώς στον σταθμό της Αυγούστα από το Μπρίντιζι όπου θα πήγαιναν με το πλοίο της γραμμής από την Πάτρα μαζί με τη σύζυγο του πλοιάρχου.
Μου φάνηκε πολύ παράξενο πάντα απ’ όσο θυμάμαι δεν ήθελε να ταξιδέψει ένα ταξίδι τόσο μακρινό με το τραίνο.
Είχα αντιρρήσεις, ήταν πολύ μεγάλη κατά την γνώμη μου η ταλαιπωρία και ταυτόχρονα θα ταλαιπωρούσε και το δίχρονο γιο μας που την ακολουθούσε, αλλά εφ’ όσον νομίζει ότι η ίδια δεν θα έχει πρόβλημα, είμαι αναγκασμένος να συμφωνήσω.
Είναι ήδη περασμένη η ώρα της άφιξης και η αμαξοστοιχία δεν έχει φανεί στην Αυγούστα .
Ρωτώ υπάλληλο του σταθμού γιατί αυτή η καθυστέρηση, με πληροφορεί ότι το δρομολόγιο που του αναφέρω δεν θα έρθει Αυγούστα αλλά συνεχίζει από Κατάνια για εσωτερική Σικελία.
Για την Αυγούστα θα έλθει ανταπόκριση από Κατάνια σε μια ώρα.
Η προσμονή άρχισε να με εκνευρίζει, δεν ήξερα αν κάτι πηγαίνει στραβά.
Τα συναισθήματα μου πηγαινοέρχονταν σαν τα κύματα στην κοντινή παραλία, οι αντιρρήσεις μου για το ταξίδι με την αμαξοστοιχία ξεπρόβαλαν μπροστά μου.
Έδιωξα την εικόνα απ’ το μυαλό μου, δεν ήταν και ο πιο κατάλληλος χρόνος για οργή.
Ο πλοίαρχος ήταν ατάραχος και την παρούσα στιγμή ήταν το πιο σωστό συναίσθημα που μπορούσε να μου μεταδώσει.
Μετά από καθυστέρηση δυο και πλέον ώρες, η αναμονή πήρε τέλος, η αμαξοστοιχία κατέλαβε την θέση αποβίβασης στον ανοικτό υπαίθριο σταθμό της πόλης.  
Αναστέναξα ανακουφισμένος, η ζωή μας όλη είναι συναντήσεις, ένας σταθμός πλημμυρισμένος με στιγμές άφιξης, στιγμές αναχώρησης.
Ο πλοίαρχος χαιρέτισε εγκάρδια την σύζυγο μου, τον γιο μου, ακολούθως μου σύστησε την σύζυγο του. Την κυρία Σοφία.
Η ένταση της προσμονής φαίνεται ότι ήταν ζωγραφισμένη ακόμη επάνω μου, δεν τα είχα  καταφέρει να χαλαρώσω.
Η κυρία Σοφία το αντελήφθη αμέσως, γυρίζει στον σύζυγο της και του λέει.
«Δεν εξήγησες στο παλικάρι από εδώ ότι μαζί μου η οικογένεια του δεν είχε να φοβηθεί για κανένα πρόβλημα στο ταξίδι μας.»
Την στιγμή εκείνη την δήλωση της την προσέλαβα σαν κάτι το υπερβολικά εγωιστικό, την χαιρέτισα με την απαιτουμένη ευγένεια.
«Το εκτιμώ ειλικρινά αυτό που λέτε», απάντησα μάλλον αδέξια και άτσαλα.
«Τι αγροίκος» υποθέτω θα σκέφτηκε.
Έπιασα τον εαυτό μου να την χαρτογραφεί. Αναζητούσα να δω κάτι περισσότερο από μια άχαρη και επιδερμική προσέγγιση.
Την ήξερα τόσο λίγο.
Όλη της η εμφάνιση αεράτη μεγαλόπρεπη, τι θαυμάσιο πλάσμα που ήταν.
Ψηλή, αρχοντική, τέλεια φιγούρα, υπέροχο πρόσωπο με δυο όμορφα εκφραστικά καστανά μάτια να σε κοιτάζουν φιλικά, μια καλλονή που ποτέ της δεν έκρυψε τον εαυτό της στο ημίφως αν και ήδη διαβεί προ πολλού την τέταρτη δεκαετία της ζωής της, ούτε τη φθορά στη φυσική ομορφιά της.
Μου μετέδωσε μια αίσθηση ότι μπορούσε να παίζει με κοφτερά εργαλεία χωρίς να φοβάται για τα ντελικάτα όμορφα χέρια της.
Ξεκινήσαμε για το λιμάνι, το πλοίο βρισκόταν στο εσωτερικό αγκυροβόλιο, οι τελευταίες πληροφορίες, μιλούσαν ότι το πετροχημικό εργοστάσιο αδυνατούσε να ικανοποιήσει με την παραγωγή του την ζήτηση και θα παραμένουμε μεγάλο διάστημα στο αγκυροβόλιο μέχρι να ετοιμάσουν το φορτίο μας, προηγούνται άλλα πλοία.
Ανεπίσημα ο πράκτορας μας πληροφόρησε ότι το διάστημα παραμονής και φόρτωσης ίσως και να είναι μεγαλύτερο από σαράντα ημέρες.
Οι καλοί θεοί της Μεγάλης Ελλάδας ήταν μαζί μας, και ο Ποσειδώνας δεν ήταν πλέον εξοργισμένος, είχε ξεχάσει τον πολυμήχανο πρόγονο μας που τύφλωσε τον γιο του στην περιοχή και μας φερόταν απλόχερα φιλικά.  
Θα υπάρχει άφθονος χρόνος ώστε να ικανοποιήσω την επιθυμία μου, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον, να επισκεφτώ την γειτονική φημισμένη αρχαία πόλη, τις Συρακούσες την πατρίδα του Αρχιμήδη, και να περπατήσω τα μονοπάτια της μνήμης μιας ατέλειωτης ιστορικής  διαδρομής που έγραψε το μεγαλείο του ελληνισμού. Μια βουτιά στην ιστορία μας.
Η Αυγούστα είναι θαλάσσιος λιμένας και ναύσταθμος στην Ιταλία,  βρίσκεται στο βόρειο τέλος του ομώνυμου κόλπου στην ανατολική ακτή της Σικελίας, δέκα οκτώ χιλιόμετρα βόρεια των Συρακουσών. Είναι σε ένα νησί που συνδέεται με γέφυρα με την ηπειρωτική χώρα. Μεταξύ της νήσου και της ηπειρωτικής χώρας στη δύση βρίσκεται ένας καλά προστατευμένος κόλπος που προσφέρει ένα από τα μεγαλύτερα και ασφαλέστερα αγκυροβόλια της Μεσογείου. Η Αυγούστα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος λιμένας της Ιταλίας στον διακινούμενο όγκο φορτίων ετησίως, μετά τον λιμένα της Γένοβας.
Στη συνέχεια αντελήφθην ότι ο μικρός μου γιος είχε γίνει αχώριστος με την καπετάνισσα με εξέπληξε παράξενα πως και συμβαίνει αυτό διότι συνήθως ο μικρός με μεγάλη δυσκολία ξεκολλούσε από την μητέρα του.
Περνώντας οι μέρες συνειδητοποίησα ότι είχαν μια ισχυρή χημεία μεταξύ τους.
«Δεν σου φαίνεται ότι ο γιος, μας πουλάει συνέχεια, που τον χάνεις και όλο από πίσω από την καπετάνισσα βρίσκεται;»
«Βλέπω ότι μας αφήνει κάμποσες στιγμές μοναχούς», μου είπε με τρυφερό χαμόγελο γεμάτο υπονοούμενα το γλυκό μου ταίρι.
Η σύζυγος μου με χαριτωμένη και τσαχπίνικη άνεση γινόταν εξαίσια σκανδαλιάρα.
Η κυρία Σοφία κυριολεκτικά τον τυραννούσε και τον βασάνιζε παίζοντας μαζί του, έβαζε συνήθως τα κλάματα ο μικρός εγώ εξοργιζόμουν, αλλά δεν έλεγε να ξεκολλήσει από την αγκαλιά της.
Η καθημερινή επαφή μας έκανε μια οικογένεια, η καπετάνισσα ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη, υπήρχε μια μεγάλη κινητήρια δύναμη μέσα της, γυναίκα με  δυναμισμό και ζωντάνια. Δεν ήταν καμιά ελαφρόμυαλη κοσμική, αλλά μια δυναμική περήφανη γυναίκα, γλυκιά και ευγενική ιδιοσυγκρασία.
Είχαμε άφθονο ελεύθερο χρόνο και οι συζητήσεις μας ήταν ατέλειωτες, ταυτόχρονα με αρκετές οικογενειακές εξόδους στην πόλη, η οποία επαφή έφερε στο προσκήνιο μια σοβαρή και εγκάρδια σχέση να μας διευθύνει στην καθημερινότητα μας.
Μια δυο φόρες επισκεφτήκαμε και την γειτονική πόλη τις φημισμένες Συρακούσες.
Στο σκέψη μου πριν την επίσκεψη κυριαρχούσε το ένδοξο και λαμπρό ελληνικό παρελθόν της. Ένοιωσα μια μικρή πικρή απογοήτευση συναντώντας μια σημερινή κλασσική μεσογειακή πόλη του νότου.
Συρακούσες, πόλη και λιμένας της Ιταλίας, στη νοτιοανατολική ακτή του νησιού της Σικελίας. Η παλαιά πόλη βρίσκεται στο νησί Ορτυγία, που χωρίζεται από ένα κανάλι από την ηπειρωτική χώρα. Στην αρχαιότητα οι Συρακούσες ήταν η μεγαλύτερη και ισχυρότερη πόλη στη Σικελία. Τα μνημεία της παλαιάς πόλης περιλαμβάνουν ένα ελληνικό θέατρο σκαλισμένο σε βράχο, χωρητικότητας ενός ακροατήριου δέκα πέντε χιλιάδες ατόμων, ένα ρωμαϊκό αμφιθέατρο, το μεγάλος βωμό του Ιέρωνα του δεύτερου, και η ακρόπολη που κτίστηκε από τον Διόνυσο το νεώτερο νωρίς στον τέταρτο αιώνα  π.χ.
Οι άποικοι από την ελληνική πόλη  Κόρινθο, ίδρυσαν τις Συρακούσες στα 734  π.χ.
Η αρχική εγκατάσταση έγινε στη νήσο Ορτυγία και επεκτάθηκε σύντομα στην ηπειρωτική χώρα.
Οι Ρωμαίοι κατέλαβαν τις Συρακούσες σε 212  π.χ., αν και η υπεράσπισης της πόλης ήταν ενισχυμένη από τις αμυντικές μηχανές του μεγάλου έλληνα εφευρέτη Αρχιμήδη.
Οι μέρες κυλούσαν ήταν ημέρες ηρεμίας, ξενοιασιάς, αγάπης και έρωτα.
Η κυρία Σοφία αναχώρησε για την πατρίδα μονάχη της αρκετές ημέρες πριν από τον απόπλου του πλοίου, ακολουθώντας αντίστροφα την διαδρομή άφιξης. Πιθανώς να είχε κάποια φοβία με τα αεροπλάνα, σκέφτηκα.
Μας χαιρέτισε κρυφά από τον γιο μου. Τελικά δεν το αποφύγαμε το δράμα.
Απελπισμένα αναζητούσε την  «Φοφία» του όπως την αποκαλούσε και όσο δεν την έβρισκε τόσο μαράζωνε και έκλαιγε. Χρειάστηκε μεγάλη υπομονή να το ξεπεράσει.
Πέρασε ο καιρός η φόρτωση έφτανε στο τέλος της αναχώρησε και η σύζυγος μου στην επιστροφή με το αεροπλάνο, μέσω Ρώμης. Τρεις ημέρες καθυστέρηση και ταλαιπωρία σε ξενοδοχείο στη Ρώμη λόγο απεργίας του προσωπικού των αερογραμμών της Αλιτάλια.
Όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο με ρώτησε αν έχω να προσθέσω τίποτα για το άνετο και χωρίς ταλαιπωρία ταξίδι που της πρότεινα
«Ουδέν σχόλιο,» απάντησα.
Η φόρτωση έχει τελειώσει και άρχισε η διαδικασία της αναχώρησης.
Το πλοίο έχει αποπλεύσει από τον ασφαλή θαλάσσιο  κόλπο του λιμένα ξεμακραίνοντας από την στεριά με πορεία νοτιοανατολική.
Βρισκόμαστε στη γέφυρα του πλοίου.  Δεξιά μας φαίνεται η Ορτυγία, άραγε πώς να ένοιωθαν οι πρώτοι Κορίνθιοι έποικοι φθάνοντας σ’ αυτή τη γη, αναρωτήθηκα.
Το φως του Ήλιου που βασίλευε αντανακλούσε στα μεγάλα τζάμια της γέφυρας. Σε λίγο ο ορίζοντας θα μοιάζει σαν να έχει πάρει φωτιά, και τα νερά της Μεσογείου να λάμπουν σαν λιωμένη λάβα στο ηλιοβασίλεμα.
«Έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας» του είπα.
Κάτι τον ανησυχούσε δεν υπήρχε αμφιβολία. Τον γνώριζα πολύ καλά πλέον.
Αναρωτιόμουν αλλά δεν ήθελα να τον επηρεάσω να μιλήσει.
Περίμενα να είναι δίκη του η απόφαση να το κάνει.
Στο τέλος μιας κοπιαστικής ημέρας  για άλλη μια φορά άφηνε και πάλι τα αισθήματα του να ξεφύγουν από την ομίχλη του μυαλού του, οι εικόνες πάλευαν να αναδυθούν από τα βάθη της μνήμης, ανάμεσα στις εκατοντάδες ερωτήσεις που πλανιόνταν στο κεφάλι του σαν τα πυκνά γκρίζα σύννεφα. Μου διηγήθηκε την υπόλοιπη τραγική προσωπική του ιστορία, σαν απαγγελία.
…..Υπάρχει μια αλήθεια μια πραγματικότητα ένα σκληρό γεγονός που παραμένει ξεκάθαρο μετά από εκείνο το απόγευμα με την τελική έκθεση του γιατρού της που περιελάμβανε αρκετά δυσάρεστα ευρήματα. Τα μάτια του γιατρού δεν έλεγαν ψέματα, δεν ήταν γραφτό να ξεπεράσουν την καταιγίδα που έρχεται.
Την κοίταξε αργά συντετριμμένος προσπαθώντας να κρύψει την απέραντη θλίψη του, σκέφτηκε ότι η μοίρα είναι τρομερή μερικές φόρες.
Η σύζυγος ήθελε την αλήθεια την πραγματικότητα όσο σκληρά και άσχημα να είναι τα νέα που θα άκουγε, όχι λόγια που οι ασθενείς θέλουν ν’ ακούσουν, «ήθελε την αλήθεια που διαλύει όλες τις ψευδαισθήσεις»  με μια έκφραση που δεν χρειαζόταν εξωραϊσμούς ούτε υποσημειώσεις, ήταν έτοιμη.
Φεύγοντας από το ιατρείο σιωπηλά τον παρακάλεσε να περάσουν από το κοιμητήριο. Επήρε μερικά φρέσκα λουλούδια επήγε γονάτισε και τα απέθεσε στον τάφο του γιου της, εκεί έκλεισε τα υγρά της μάτια και άφησε τα δάκρυα να τρέξουν ελεύθερα.
Σιγά σιγά τα δάκρυα σταμάτησαν και ανέκτησε τον έλεγχο του εαυτού της, σκούπισε το πρόσωπο της, είπε μέσα της μια προσευχή, έπρεπε να φανεί δυνατή και πάλι, και κίνησε ανάμεσα από τις ταφόπλακες, αμίλητη γύρισε στο αυτοκίνητο οπού τον συνάντησε.
Καθόταν ακίνητος ανήμπορος να την παρηγορήσει.
Έτσι φέρονταν χρόνια τώρα πενθούσαν χωριστά, δεν τα κατάφερναν στις εκδηλώσεις των νεκροταφείων, απλώς τα μάτια τους αντάμωσαν με κατανόηση και κοινή θλίψη. Είναι αυτές η στιγμές που ένα θρίλερ είναι η ζωή, άγρια και τρομακτική.
Έχοντας από χρόνια επιβίωση ψυχικά από το πρόωρο θάνατο του γιου του αντιμετώπιζε σήμερα τον αργό χαμό της γυναίκας του.
Για μια στιγμή προσπάθησε να φανταστεί τη ζωή χωρίς τη σύζυγο του.
Αντίκρισε ένα γκρίζο κενό, σαν έναν συννεφιασμένο ουρανό.
Δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή χωρίς την σύζυγο του
Κάπου είχε διαβάσει. «Η ζωή είναι δώρο, η ζωή είναι ευλογία.» Έτσι απλά.
Είχε μάθει μόνο να προβλέπει και να αντιμετωπίζει τις καταιγίδες στους ωκεανούς, αυτή η καταιγίδα η σημερινή τον ξεπερνούσε.
Ζωντάνεψε ξαφνικά, με κοίταξε, ράγισε η καρδιά μου.
Αδυνατούσα να το πιστέψω.
Μείναμε αμίλητοι ο καθένας βυθισμένος στις δίκες του σκέψεις, ο μοναδικός ήχος που ακουγόταν ήταν ο σταθερός ρυθμός από τα κυλιόμενα έμβολα των μηχανών που αντανακλούσε ο ρυθμός τους στην καπνοδόχο του πλοίου και από εκεί στο εξωτερικό περιβάλλον.
Προσπαθώ να αντιληφθώ την ζωή από την οπτική μιας γυναίκας που βλέπει ότι όλες οι νεανικές της φιλοδοξίες καταρρέουν σκληρά.
Χάνει με τον πιο τραγικό τρόπο το λατρεμένο παιδί της σε τρυφερή ηλικία.
Και όταν με τα χρόνια συνέρχεται από το τρομερό και αδυσώπητο κτύπημα της μοίρας, μαθαίνει το δικό της σκληρό πρόβλημα.
Αναρωτιόμουν αν μπορεί να είναι αλήθεια αυτό το βελούδινο πρόσωπο που γνώρισα να κρύβει τόση δύναμη από ατσάλι μέσα του.
Ποτέ της δεν μας έδειξε το τραγικό της δράμα.
Υπάρχουν μερικοί θεολόγοι που ισχυρίζονται ότι η κόλαση δεν είναι ένας τόπος, αλλά μια ψυχική κατάσταση.
Κάνουν λάθος
Η κόλαση είναι εδώ μαζί μας, κρυμμένη στα βάθη της ψυχής μας.
Δύο χρόνια νωρίτερα.
Ήταν Σαββάτο και είχα ξυπνήσει από νωρίς.
Υπήρχαν πολλά που μπορούσα να σκεφτώ, αλλά όχι και πολλά να κάνω τόσο νωρίς το πρωί. Κοιτούσα έξω από το παράθυρο μου το φωτεινό πρωινό πίνοντας τον στιγμιαίο εσπρέσο καφέ μου. Στο γρασίδι στα παρτέρια της απέναντι πλατείας και στο μεγάλο εξωτερικό περίβολο με τις ακακίες και τις μουριές της  μικρής παλαιάς αναπαλαιωμένης εκκλησίας του Αϊ Γιάννη αναδυόταν υδρατμοί από την πρωινή φθινοπωρινή υγρασία, και εγώ είχα καλή διάθεση.  Ήταν υπερβολικά ήσυχα, οι πρώτοι πιστοί περπατούσαν νωχελικά προς την είσοδο του εσωτερικού περιβόλου της εκκλησίας με τα πανύψηλα κυπαρίσσια και τα μεγάλα πεύκα. Ανυπομονούσα  να σηκωθεί και η υπόλοιπη οικογένεια για να προγραμματίσουμε κάποια έξοδο του Σαββάτου αργότερα.
Ήμουν βαθειά απορροφημένος, να παρατηρώ έναν στιλπνό κατάμαυρο κότσυφα με κεχριμπαρένιο ράμφος και κίτρινα σκούρα πόδια, στο μεγάλο πεύκο στην ανατολική αυλή της θείας Μαρίας που υψωνόταν απέναντι ακριβώς από το παράθυρο μας . Ο κότσυφας καθαριζόταν χώνοντας το ράμφος του στις φτερούγες του και στο στήθος του. Αναρωτιόμουν που να ήταν το ταίρι του, γιατί ο μεγάλος μου ο γιος μου με είχε πληροφορήσει ότι ένα ζευγάρι κοτσύφια έχουν την φωλιά τους στο απέναντι πεύκο, όταν κτύπησε το τηλέφωνο.
Από την άλλη άκρη μια γνώριμη φωνή.
Ήταν ωραίο να ακούω την φωνή του καπετάν Στέφανου τόσο εύθυμη. Μας καλούσε στο εξοχικό τους στα Βασιλικά της Χαλκίδας για Σαββατοκύριακο.
Είχα να τον δω αρκετές εβδομάδες και με χαροποίησε έντονα το γεγονός να έχουμε την ευκαιρία ξανασυναντηθούμε πάλι.
Τελικά το τηλεφώνημα αποδείχθηκε ένα  θεόσταλτο κάλεσμα  που μας έδινε λύση στο  πρόγραμμα της εξόδου το Σαββάτο.
Με ρώτησε αν δέχομαι την πρόσκληση.
Στεκόμουν με το ακουστικό στο χέρι και γελούσα, ακουγόταν πολύ καλό. Δεν ήταν ανάγκη να το σκεφτώ. Του είπα στον πιο φιλικό τόνο ότι είναι μια θαυμάσια πρόσκληση και δίκη μου επιθυμία είναι να ξαναβρεθούμε, σε μερικές ώρες θα βρισκόμαστε στα Βασιλικά της Χαλκίδας στο εξοχικό τους.
Έκλεισα χαμογελώντας.
Στράφηκα και κοίταξα έξω από το παράθυρο ο κότσυφας δεν στεκόταν εκεί, είχε φύγει  δεν τον έβλεπα στο πεύκο,  δυο γκριζωπές δεκαοχτούρες σκάλιζαν το χώμα ψάχνοντας για την τροφή τους  κάτω από το την συκιά δίπλα στο πεύκο.
Γνωριζόμαστε με τον καπετάν Στέφανο ένα χρόνο τώρα.
Δεν μπορώ να πω ότι είμαστε κολλητοί. 
Αν και μας χωρίζει μια σχετική διάφορα ηλικίας, υπάρχει μια φιλία που στηρίζεται στην ειλικρίνεια την ευθύτητα και στην άψογη συνεργασία που είχαμε στο τελευταίο μπάρκο μας. Μας αρέσει να μιλάμε με τις ώρες για τις ναυτικές μας ιστορίες.
Θυμήθηκα την τελευταία φορά που είχαμε συναντηθεί. 
Ήταν στο διαμέρισμα τους σ’ ένα παράπλευρο δρόμο στην Κυψέλη. Ένα μεγάλο ρετιρέ με ευρύχωρο σαλόνι στο χρυσαφί μπεζ χρώμα επιπλωμένο με έπιπλα από την μακρινή άπω ανατολή. Σχεδόν τα πάντα μέσα στο σαλόνι τους είχαν ταξιδέψει μαζί του από την μακρινή Κίνα στην Ελλάδα και γέμιζαν ασφυκτικά τον ευρύχωρο χώρο.
Έπιπλα με διακόσμηση μορφές φτερωτών μυθικών ζώων σκαλισμένα περίτεχνα με ανατολίτικη επιμέλεια, κομμάτια σημαντικά. Ακόμη και τα φωτιστικά οροφής απ έπνεαν κινέζικη τεχνοτροπία. Προσωπικα δεν με ενθουσίαζε αυτός ο τύπος της διακόσμησης, προτιμώ λιτές απλές γεωμετρικές γραμμές στο χώρο.
Η σύζυγος μου που πιστεύω ότι έχει μια πολύ φινετσάτη αίσθηση με την διακόσμηση των χώρων γενικά, φεύγοντας την άκουσα να μου λέει. «Στοιβαγμένος απó τον πλούτο των κομψών επίπλων, σε βαθμό υπερβολής, ο χώρος παρουσιάζει τελικά μάλλον άκομψο αποτέλεσμα.»
Η εικόνα που έχω στο μυαλό με τον καπετάν Στέφανο από την τελευταία μας συνάντηση είναι καθισμένος στη μεγάλη αναπαυτική πολυθρόνα του σαλονιού, στην πλαϊνή πλάτη της πολυθρόνας έχει αναρριχηθεί η κόρη του μια εικοσιπεντάχρονη όμορφη καστανόξανθη γυναικεία παρουσία με υποψία από διάσπαρτες αμυδρές φακίδες στο πρόσωπο της, να γέρνει συνεχώς τρυφερά επάνω του. Υπήρχε ένας ιδιαίτερος δεσμός μεταξύ τους, ήταν ορατό ότι τον αντιμετώπιζε με μια τρυφερή προσέγγιση. Ο καπετάν Στέφανος έδειχνε ξέγνοιαστος χαρούμενος. Και η κόρη του τα ίδιο. Τον παρατήρησα να προσηλώνεται στο πρόσωπο της, σαν να ήθελε να αφομοιώσει τα χαρακτηριστικά της να φωτογραφίσει την εικόνα της.
Η κυρία Σοφία τους κοιτούσε με ικανοποίηση, στο βλέμμα της υπήρχε ένα χαμόγελο αγνής και αβίαστης ευθυμίας. Ένοιωθε στ’ αλήθεια ευχάριστα που τα πήγαιναν τόσο καλά ο πατέρας με την κόρη. Νοιαζόταν για εκείνους.
Ο μεγάλος μου γιος είχε ήδη ξυπνήσει είχε πάρει την θέση μου στο κρεβάτι δίπλα στην μαμά του γουργουρίζοντας νυσταγμένος όταν τους μετέφερα την πρόσκληση.
«Μπίνγκο» αναφώνησε.
«Θα δούμε τις πέρδικες τους φασιανούς και τα παγόνια.»
Ανέλαβα να ξυπνήσω τον μικρό μας γιο. Συνήθως μαζί του είχαμε ένα δύσκολο πρωινό ξύπνημα , σήμερα πιστεύω όταν του αναγγείλω που λογαριάζουμε να πάμε έξοδο για το Σαββάτο μας θα τον χαροποιήσει ιδιαίτερα δεν θα έχουμε παιδικές μουρμούρες. Η κυρία «Φοφία» παρέμενε, μεγάλη αδυναμία του.
Περνώντας από την Χαλκίδα σκέφτηκα πέρα από το παραδοσιακά εθιμοτυπικά που συνηθίζεται να προσφέρουμε γλυκά στους οικοδεσπότες να πάρω μερικά φρέσκα ψαριά από την τοπική πλούσια στο είδος των θαλασσινών αγορά, τα ψάρια ήταν η αδυναμία του καπετάν Στέφανου.
Η σύζυγος με απέτρεψε, δεν το θεωρούσε σωστό.
«Προσβάλλεις τους οικοδεσπότες, τους ανθρώπους που σε καλούν» μου είπε. «Εάν ήσουν ψαράς έστω ερασιτέχνης και τα είχες ο ίδιος ψαρέψει το καταλαβαίνω, αλλά όχι να πάρεις ψάρια της αγοράς να προσφέρεις σε μια φιλική επίσκεψη.»
Μάλλον είχε δίκιο ως συνήθως.
Αυτό δεν το έχω καταλάβει ακόμη και σήμερα είναι πως γίνεται να καταλήγουμε πάντα ότι έχει δίκιο.
Αφήνοντας πίσω μας την Χαλκίδα γυρίζουμε αριστερά με κατεύθυνση βορειοδυτική για να πάρουμε τον τοπικό δρόμο που οδηγεί στα Βασιλικά.
Ακολούθησα τον παραλιακό δρόμο περνώντας μέσα από την Νέα Αρτάκη, μετά την έξοδο οδηγούσα αργά προσεκτικά μέσα από τους τοπικούς δρόμους, η προσοχή μου εντάθηκε, δεν είχα καμία διάθεση να χάσω και να ψάχνω πάλι να βρω την διασταύρωση του δρόμου που οδηγούσε στο σπίτι τους όπως απρόσμενα μας συνέβη στην τελευταία μας επίσκεψη.
Αριστερά απλώνεται ο βόρειος ευβοϊκός κόλπος, υπάρχουν πολλά σταθμευμένα αυτοκίνητα στις παραλίες, είχε αρκετούς λουόμενους στις αμμουδιές. Η ημέρα ήταν απροσδόκητα ζεστή σχεδόν καλοκαιρινή για την εποχή. Μια αύρα έρχεται από την μεριά της θάλασσας. Συνήθως πετούσαν γλάροι στην περιοχή, σήμερα δεν φαίνεται τίποτα.
Μπροστά μας σε έναν μεγάλο εγκαταλειμμένο μεταφορικό ιμάντα, ένα γιγάντιο πανό διαμαρτυρίας μεταφέρει στους περαστικούς τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στο βιομηχανικό συγκρότημα της περιοχής «Σκαλιστήρι». Άκουσα στις είδησης των οκτώ ότι έχουν βάλει λουκέτο οι μονάδες παράγωγης για βιομηχανικά πυρότουβλα, πολλοί εργαζόμενοι έμειναν άνεργοι, γενικά η ευρεία περιοχή έχει μεγάλο πρόβλημα ανεργίας αυτή την εποχή.
Περάσαμε μέσα από τον επαρχιακό δρόμο όπου αφήσαμε πίσω μας μερικά σπίτια δεξιά και αριστερά  τριγυρισμένα με φράκτες.
Είχαμε σταματήσει μπροστά στην είσοδο, όταν η καπετάνισσα βγήκε να μας ανοίξει την κεντρική εξώπορτα του κτήματος. Είχε μια ακτινοβολία που δήλωνε πως ήξερε πώς να διοχέτευση την ενεργεία της. Μας κοίταξε, ποτέ μου δεν αντίκρισα μέσα στα ματιά της τη φλόγα που επρόκειτο να σβήσει. Ο μικρός κατέβηκε πρώτος από το αυτοκίνητο και σίφουνας χώθηκε στην αγκαλιά της καπετάνισσας με το πρόσωπο του να χαμογέλα σαν Ήλιος, αυτή τον έσφιξε δυνατά μέχρι που τον πόνεσε.
Ο καπετάν Στέφανος με την αγροτική του ενδυμασία, οδηγούσε το μικρό τρακτέρ του, όργωνε ένα τμήμα από το κτήμα, ο μεγάλος μου γιος έτρεξε κοντά του με το σκύλο να τρέχει πιο πίσω, ένας γερμανικός ποιμενικός γιγαντόσωμος.
Μας κούνησε το χέρι σ’ έναν χαιρετισμό και συνέχισε να τελειώσει το όργωμα.
Μπρος από τον περίβολο του σπιτιού στην πλακόστρωτη αυλή υπήρχε μεγάλη πέργκολα με κληματαριά που έριχνε τον ίσκιο της στα παρτέρια με τα λουλούδια.
Η οικοδομή ήταν κτισμένη ακριβώς στο κέντρο ενός κτήματος έξι στρεμμάτων.
Εμπρός υπήρχε ο αγροτικός δρόμος, στη συνέχεια μια λωρίδα από χέρσα χωράφια εκατό μετρά περίπου πλάτος τέλειωνε στην όμορφη αμμουδιά του βόρειου ευβοϊκού κόλπου. Στο πίσω μέρος  πέρα από το φράκτη απλώνετε πράσινος αγρός με μερικά μικρά κτήματα από ελιές και στο βάθος ξεκινούσε το δασύλλιο με τη χαμηλή βλάστηση από πουρνάρια και συνέχιζε σε πευκόφυτο λόφο. Η ζέστη της ημέρας πύρωνε το χώμα δημιουργώντας την εντύπωση πως οι ελιές χορεύουν στον ακίνητο αέρα. Χωριζόταν σε δυο ανεξάρτητες μεζονέτες η ανατολική ήταν η δική τους. Η δυτική άνηκε σε πολύ στενό τους οικογενειακό πρόσωπο μαζί με το μισό κτήμα,. Η διαχείριση του κτήματος ήταν κοινή. Ο πρώτος όροφος ήταν η  κυρία είσοδος, ένα τεράστιο σαλόνι με λιτή επίπλωση και ένα μεγάλο τζάκι να καταλαμβάνει το βάθος του χώρου. Ακολουθούσε η υπερυψωμένη τραπεζαρία με την κουζίνα και η εσωτερική σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια του ορόφου.
«Παράξενο! Αυτό ουδεμία σχέση έχει με το ανατολίτικο σαλόνι κινεζικής έμπνευσης  της Αθήνας. Τελικά όπου υπάρχει απλότητα, εκεί υπάρχει και ομορφιά.» Είχε κριτικάρει με ψιθυριστή φωνή η σύζυγος.
Στο χώρο στάθμευσης αντίκρισα και το τζιπ που είχε παραγγελθεί στη Γερμανία και το είχε παραλάβει την τελευταία εβδομάδα, διπλά στο αυτοκίνητο της συζύγου.
Ο τόπος προσέλκυσε αγοραστές χάρις στην κοντινή του απόσταση από την Αθήνα και το φυσικό του κάλλος. Η ανοικοδόμηση ήταν ραγδαία στην περιοχή, και μάλιστα με κτίσματα όχι πάντα όμορφα.
Με την σύζυγο μου υπήρχε σιωπηρή δέσμευση. Δεν γνωρίζουμε τίποτα για το θέμα υγείας της καπετάνισσας.
Η γυναίκες ασχολήθηκαν κουβεντιάζοντας με τον δικό τους τρόπο που ξέρουν.
Ο καπετάν Στέφανος τακτοποίησε το μικρό τρακτέρ στο υπόστεγο της αποθήκης και ξεκίνησε με του γιους μου να τρέχουν ξοπίσω του στο πίσω μέρος του κτήματος στα κτίσματα με τα ορτύκια τις κότες και τις πέρδικες που συντηρούσε. Είχε φτιάξει και μικρό εκκολαπτήριο, περίμενε να βγουν οι νεοσσοί πολύ σύντομα.
Τους εξηγούσε όλα τα σχετικά με την εκτροφή, ο μεγάλος τον άκουγε με ευλάβεια. Ο εξάχρονος μεγάλος μου γιος ήταν μυημένος από τον παππού του σε πολλά μυστικά από την ζωή της υπαίθρου με τα ζώα και τα πτηνά και το ενδιαφέρον του γι’ αυτό το αντικείμενο ήταν μοναδικό. Ακολούθως ακροβολίστηκαν στα γύρω δέντρα να τους δείξει φωλιές πουλιών που είχε ανακαλύψει, τους εξηγούσε με σχετικές ιστορίες.
Τους ακολουθούσα, στην φλυαρία τους.
Μας άφησε στην περιπλάνηση μας ανάμεσα στις ελιές και επέστρεψε στο σπίτι να κάνει το μπάνιο του και να ετοιμάσει τη φωτιά για το μπάρμπεκιου.
Τα κρέατα τα είχε ετοιμάσει από το βράδυ, τα πικάντικα ήταν η αδυναμία του.
Θυμάμαι ένα πρωινό τις πρώτες μας ημέρες στο πλοίο.
Άκουσα έναν προειδοποιητικό ήχο να διαχέεται από το γραφείο του. Μου κίνησε την περιέργεια τι να συμβαίνει, τι είναι αυτός ο ήχος. Τον βρήκα που μετρούσε την πίεση του με το ηλεκτρονικό μαραφέτι.
Το μεσημέρι έριξε μια κουταλιά της σούπας πιπέρι στο φαγητό του και το ένα τέταρτο την συσκευασία του ταμπάσκο. Την άλλη μέρα θα μετρούσε και πάλι την πίεση του. Τόσο απλά.
Επιστρέφοντας απ’ την βόλτα αισθάνθηκα τις μυρωδιές φρεσκοψημένης πίτας.
Ομαδικά επιτεθήκαμε στα ορεκτικά και στο ψητό με διάθεση.
Ο καπετάνιος ως συνήθως είχε διάθεση για φλυαρία και εκείνη την ημέρα, γεμίζοντας τα ποτήρια μας με δροσερή κεχριμπαρένια ρετσίνα.
Έκανε μερικές σιωπηλές παύσεις και συνέχιζε την εξιστόρηση μέχρι να ξετυλίξει ολόκληρο το κουβάρι της μνήμης του.
Η σύζυγος μου μας διηγήθηκε την πρώτη της εμπειρία της γνωριμίας με την καπετάνισσα.
«Έχουμε κατέβει στο ναυτιλιακό γραφείο στον Πειραιά για τις τελευταίες διατυπώσεις του ταξιδιού μας στην Ιταλία με το αυτοκίνητο της κύριας Σοφίας. Επιστρέφοντας διασχίζαμε την Κολοκοτρώνη ακολουθώντας ένα μεγάλο φορτηγό το οποίο ξαφνικά στάθμευσε με τα φώτα πορείας του να αναβοσβήνουν για να ξεφορτώσει. Η καπετάνισσα του έβαλε τις φωνές ότι δεν μπορεί να κλίνει έτσι απροειδοποίητα τον δρόμο.
Ο φορτηγατζής ειρωνικά της λέει «Τι μου φωνάζεις κυρία μου δεν πας στο σπίτι σου να πλύνεις τα πιάτα σου, για φαντάσου που θέλεις και να οδηγείς.»
Κατέβηκε από το αυτοκίνητο άγρια θάλασσα, ο φορτηγατζής για να γλυτώσει την οργή της ανέβηκε στο φορτηγό και ξεκίνησε για το γύρο του τετραγώνου. Εγώ σοκαρίστηκα και προσπαθούσα να κρυφτώ χαμηλά στο κάθισμα του συνοδηγού, λέγοντας «Θεέ μου βοήθησε μας».
Τελικά μάλλον ο φορτηγατζής χρειαζόταν τη βοήθεια του όπως αποδείχτηκε.
Θυμηθήκαμε τόσα πολλά, ήταν λες και ο αέρας της Σικελίας είχε μπει στο αίμα μας.
Μια ευχάριστη μέρα, από αυτές που απολαμβάνεις, και νιώθεις μια αίσθηση χαλάρωσης παρέα με ανθρώπους που εκτιμάς.
Ο σοφός παππούς μου έλεγε.
 «Δεν έχει σημασία πόσο γεμάτη είναι η ζωή σου, δεν έχει σημασία πόσο στριμωγμένος είσαι, γιατί πρέπει να ξέρεις – πάντα θα υπάρχει λίγος χρόνος για δυο μπύρες με φίλους --»
Αργά το σούρουπο τους ευχαριστήσαμε θερμά για την φιλοξενία και αναχωρήσαμε, πολύ θα το θέλαμε να μείνουμε για διανυκτέρευση που μας πρότειναν αλλά πρέπει να επιστρέψουμε.
---------------
Η θλίψη ήταν εκκωφαντική και μου έκλεψε ότι είχε απομείνει από την σκέψη. Η μνήμη σταμάτησε να λειτουργεί.
Η καμπάνα στη μικρή εκκλησία σήμανε την απογευματινή ώρα.
Η καμπάνα σταμάτησε να κτυπά σα να είχε μαρμαρώσει. Ο απόηχος από τον τελευταίο ήχο αιωρήθηκε και έσβησε στον αέρα.
Ο αγέρας ούρλιαξε ξανά, χωρίς ανάσα, κυνηγώντας την σιωπή.
---------------
Τον είδα ξανά, όχι δεν ήταν το πρόσωπο που είχα γνωρίσει.
Φαινόταν τρομερά εύθραυστος.
Η έκφραση στο πρόσωπο του ήταν έκφραση πένθους και θλίψης. Είχε οριστικά χαθεί η έκφραση της ήρεμης αποφασιστικότητας.
Ξεκίνησε πολύ σύντομα να την συναντήσει.
Έφυγε για το τελευταίο του ταξίδι......,
Χάραξε πορεία στο χάρτη για την ύστατη γαλήνη.

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Eixe Andria Kai Tharos... [Part..II]

Λιόγερμα, όταν ο Ήλιος που δύει θέλει να παίξει με τα φωτεινά του χρώματα, τότε ο καμβάς της ανοικτής θάλασσας με τον ορίζοντα γίνονται έργο τέχνης, όλα φαίνονταν να φλέγονται γύρω του με την πλάση βαμμένη στα χρώματα του.
Η αίσθηση είναι μοναδική δεν μπορώ να σκεφτώ τις κατάλληλα καλύτερες  λέξεις για να μπορείς να περιγράφεις το υπέροχο θέαμα.
Η ηλιοφάνεια είχε επιστρέψει για τα καλά τις τελευταίες ημέρες, το λαμπερό φως του απογευματινού Ήλιου φώτιζε το γραφείο του πλοιάρχου, όπου βρισκόμασταν αφού είχε  περάσει λίγος χρόνος από το δείπνο των πέντε, όταν ο νεαρός Φιλιππινέζος ασυρματιστής κατέφθασε, κρατώντας στα χέρια τα νέο μετεωρολογικό δελτίο κάτωχρος και θορυβημένος, η αναστάτωση του ήταν εμφανής.
Οι πληροφορίες έλεγαν ότι το τελευταίο τετράωρο, εκδόθηκε  επείγουσα προειδοποίηση κινδύνου προς όλα τα πλοία με την ωκεάνια διαδρομή μας από το διεθνή μετεωρολογικό οργανισμό για τη ναυτιλία με πρόβλεψη για έντονα καιρικά φαινόμενα, καταιγίδα που  χαρακτηρίζεται από τους ακραία κρύους και ισχυρούς ανέμους για την εποχή, θα σαρώνει την περιοχή τις επόμενες  ημέρες.
Ο πλοίαρχος έμμεινε ασάλευτος τουλάχιστον για ένα λεπτό, τον κοίταξε λες και τον έβλεπε για πρώτη φορά, έκανε ένα μορφασμό, γύρισε και μου είπε.
«Ψάξε βαθιά κάποιον που γυρνά άσκοπα από εδώ κι από κει χωρίς να έχει τίποτα συγκεκριμένο στο μυαλό του και θα βρεις τον άνθρωπο που αναζητάς.» Μου τονίζει με έμφαση.
«Είναι ιδέα πως μου δίνεις την εντύπωση ότι είσαι λίγο σκληρός μαζί του;» τον ρώτησα.
«Δεν είπα πως είναι εντελώς ηλίθιος, απλώς η έλλειψη εμπειρίας του είναι εμφανής, η διαίσθηση μου λέει ότι δεν έχει αντιληφθεί πως βρισκόμαστε εξακόσια τόσα μίλια νοτιότερα από την υποτιθέμενη διαδρομή μας.»
Περίμενα να ακούσω κανένα κήρυγμα, ο άνθρωπος πρέπει να εκτελεί το καθήκον του, με προσοχή και επιμέλεια, όμως αυτός με αιφνιδίασε.
Πήρε στα χέρια του το δελτίο με τις τελευταίες πληροφορίες τους έριξε μια ματιά με τη δέουσα προσοχή, αφού τελείωσε τον έλεγχο το δίπλωσε προσεκτικά και το έδωσε πίσω στον ασυρματιστή, χαμογελώντας κεφάτα.
«Ξέχνα το, δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς, πάντως ευχαριστώ για την έγκαιρη ενημέρωση.» Του είπε. 
«Ελπίζω να μην συνέβη τίποτα δυσάρεστο στην περιοχή.» Συμπλήρωσε την σκέψη του.
Νοιώθοντας μπερδεμένος ο νεαρός Φιλιππινέζος αντιλαμβάνεται ότι το δελτίο και η περιγραφή του δεν συγκινεί τον πλοίαρχο, δεν ήταν πολύ έμπειρος με τον τρόπο που λειτουργούσαν οι Έλληνες ναυτικοί, όλα αυτά του φαίνονταν κάπως αφύσικα, αλλά τουλάχιστον προσπαθούσε να κατανοήσει πως πρέπει να φέρει εις πέρας την συνεργασία και να βελτιώσει την επαφή, γεγονός που τον καθιστούσε συμπαθητικό.
Ήρεμος και αντιλαμβανόμενος ότι δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα για το πλοίο, απευθύνθηκε με την ανατολίτικη ευγένεια που τον χαρακτήριζε.
«Αν δε με θέλετε τίποτα άλλο να πηγαίνω κύριε.»
Το πλοίο γλιστρούσε με εντυπωσιακά ευνοϊκές καιρικές συνθήκες παρασυρμένο από τα θαλάσσια ρεύματα πέρα νοτιοδυτικά από τα νησιά Μαδέρας, αρχιπέλαγος στον Ατλαντικό ωκεανό, έχει βρει την ήρεμη ρότα του με προορισμό τον λιμένα Τσάρλεστον στις νοτιοανατολικές ακτές των Ηνωμένων Πολιτειών.
Το βαρόμετρο ήταν σταθερά σε υψηλές τιμές η ταχύτητα του σκάφους αύξανε εξ’ αιτίας των ευνοϊκών συνθηκών της θάλασσας και το ελαφρό αεράκι είχε και αυτό στρέψει πίσω αυτή τη φορά στην πρύμνη, ερχόμενο από την ανατολή, το ίδιο το ταξίδι έμοιαζε ότι ήταν ένας ευχάριστος περίπατος.
Η θύελλα που εκτείνεται βορειοδυτικά από το αρχιπέλαγος των Αζόρων και απλώνεται μέχρι το ακρωτήριο Χατέρας στην ανατολική ακτή των ηνωμένων πολιτειών, δεν μας απειλεί, έχουμε γλιτώσει είναι μακριά μας, μερίμνησε εντελώς γι’ αυτό ο έμπειρος πλοίαρχος, να παρακάμψει την ωκεάνια διαδρομή.
Χρόνια τώρα πέρασε το μεγαλύτερο διάστημα της υπηρεσίας του πλοίαρχος διασχίζοντας την θαλάσσια οδό στον Ατλαντικό ωκεανό όλες τις εποχές του έτους, τα ήξερε καλά αυτά τα νερά τα είχε ζήσει στο πετσί του, οι γνώσεις του δεν ήταν από τους χάρτες. Ήταν ένας τολμηρός ναυτικός που ταυτόχρονα ήξερε πώς να διατηρεί τη ναυσιπλοΐα του σκάφους μέσα από τις καλύτερες συνθήκες.
Η επαναλαμβανόμενες συχνές καταιγίδες και οι θύελλες καθιστούν τα περιβάλλοντα ύδατα της παραπάνω περιοχής επικίνδυνα για τη ναυσιπλοΐα.
Αφήνοντας πίσω μας τον Ατλαντικό ωκεανό διασχίζουμε μια αλυσίδα από μικρά αμμώδη και συχνά ελώδη νησιά που βρίσκονται κατά μήκος της ακτής, εισερχόμαστε στο τέλος ενός ευρύ κόλπου όπου αντικρίζουμε με γαλανό ασυννέφιαστο ουρανό το Τσάρλεστον. Ο αέρας ήταν καθαρός αρωματισμένος με τη μυρωδιά των δένδρων. Έκλεισα τα μάτια μου και στάθηκα ανασαίνοντας τη δροσερή μυρωδιά του, ήταν η μυρωδιά που φανταζόμουν ότι πρέπει να έχει ο αέρας, και να την κρατάς για πάντα στα πνευμόνια σου. Έχεις την αίσθηση ότι είσαι πλημυρισμένος οξυγόνο.
Το Τσάρλεστον είναι από τους πιο πολυάσχολους λιμένας των νοτιοανατολικών Ηνωμένων Πολιτειών, διαχειρίζεται δε το παράκτιο και υπερπόντιο εμπόριο.
Το λιμάνι είναι τοποθετημένο σε μια στενή και χαμηλή χερσόνησο στη συμβολή των μαιάνδρων τριών ποταμών που περιβάλλονται από κόκκινους λόφους.
Όταν βρέχει οι ποταμοί φουσκώνουν και πλημμυρίζουν κάνοντας γόνιμο το έδαφος στις κοιλάδες τους. Έτσι κατά μήκος στις όχθες τω ποταμών, έχουν αναπτυχθεί οργιώδης βλάστηση και γιγάντια αειθαλή δένδρα με τεράστιους κορμούς και πυκνό φύλλωμα όπου μέσα τους κρύβονται κοπάδια από χιλιάδες πουλιά, ο πλούτος και η έκταση της βλάστησης είναι κάτι το εντυπωσιακό.
Η πόλης ιδρύθηκε το χίλια εξακόσια εβδομήντα και ονομάστηκε προς τιμή του  Charles ΙΙ, βασιλιά της Αγγλίας. Η κοινότητα άκμασε και ευημέρησε σύντομα ως εμπορικό  κέντρο για τις μεγάλες φυτείες ρυζιού της περιοχής, λουλακιού, και πιο πρόσφατα βαμβακιού και ως σημαντικός λιμένας της Αμερικής στο εμπόριο σκλάβων.
Τελευταίες οδηγίες που ήρθαν μας γνωστοποιούσαν ότι θα παραμείνουμε στο εξωτερικό αγκυροβόλιο του λιμένος εν αναμονή, μέχρι να απελευθερωθεί η προβλήτα εκφόρτωσης.
Μερικές ημέρες αργότερα το πλοίο είχε προσδέσει στη θέση εκφόρτωσης του λιμένος, κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών μας επισκέφτηκε απρόσμενα ένας άντρας  ελληνικής καταγωγής από κάποιο χωριό της ανατολικής  Κρήτης.
Ήταν εξηντάρης όχι πολύ ψηλός με γκρίζα μαλλιά, πλατύ ευχάριστο πρόσωπο και σκούρα μάτια....., παρατήρησα ότι στα χέρια του κρατούσε συνήθως ένα καπέλο που σπάνια τον είδα να το έχει φορέσει.
Ήταν μετανάστης πρώτης γενιάς, συνταξιούχος πλέον,  χαιρόταν  σαν μάθαινε την άφιξη ελληνικού πλοίου, πήγαινε πάντα για επίσκεψη, του άρεσε πολύ που βρισκόταν ανάμεσα σε πατριώτες του ήταν απόδραση από την ρουτίνα και την  πλήξη της καθημερινότητας, ένοιωθε δε ότι ο δεσμός με την πατρίδα του ανανεωνόταν, δεν ήθελε να ξεχάσει το παρελθόν του τις ρίζες του κι’ εκμεταλλευόταν όλα όσα μπορούσε να του προσφέρει μια τέτοια συνάντηση.
Διαμόρφωνε θερμές φιλίες με τους Έλληνες ναυτικούς στο διάστημα παραμονής τους, το φλύαρο αλλά εξαιρετικά ευγενικό χιούμορ του γινόταν αποδεκτό, ήταν σαφές ότι δεν παρενοχλούσε κανένα αντιθέτως δημιουργούσε ευχάριστες σκέψεις.
Δεν υπήρχαν  παρά μόνο ελάχιστοι ελληνικής καταγωγής κάτοικοι στην περιοχή τα τελευταία χρονιά, μας πληροφόρησε με μια αδιόρατη πικρία στη φωνή του.
Κάθισε μερικές φορές και μοιράστηκε την παρέα μας στο δείπνο, δημιουργήθηκε μια οικειότητα και μια πρόσκαιρη φιλία.
Δεν ήταν ο τύπος του συνταξιούχου μεσήλικα που παίρνει το καλάμι του και απομονώνεται στην παραλία. Περνώντας τα χρόνια σ’ αυτή τη γωνιά της γης ένοιωθε την καρδιά του να φτερουγίζει χαρούμενα ανάμεσα σε συμπατριώτες του.
Κάποια στιγμή τον ρώτησα εάν μπορεί να με βοηθήσει χωρίς να του γίνομαι ενοχλητικός.
«Χρειάζομαι πληροφορίες που θα μπορέσω να βρω την παραγγελία που έχω από τη σύζυγο μου. Μου ζήτησε από εδώ την Αμερική να αγοράσω δυο ζευγάρια σεντόνια με διπλή ύφανση βαμβακερό από την εσωτερική πλευρά και λινό από την εξωτερική, και η ύφανση να έχει τόσες πλέξεις στη ίντσα. Μα την αλήθεια ξέχασα πόσες πλέξεις μου είπε, να πάρω τηλέφωνο να την ρωτήσω να μου τις υπενθυμίσει και πάλι.»
«Είσαι σίγουρος, ότι δεν παντρεύτηκες κλώνο της Υπατία; Άκου πλέξεις στην ίντσα, αυτό δεν το είχα ακούσει ξανά.» Μου είπε ο πλοίαρχος και χαμογέλασε νοερά
Ήταν μεγάλη η χαρά του να μας ξεναγήσει παρέα και ο πλοίαρχος το Σάββατο στο μεγάλο εμπορικό κέντρο που υπάρχει στην έξοδο της πόλης, εκεί να ψάξουμε και θα βρούμε ότι θέλουμε για να αγοράσουμε, μετά να καθίσουμε σε κάποιο από τα πολύ καλά εστιατόρια να απολαύσουμε τις πάμπολλες θαλασσινές λιχουδιές της περιοχής.
Να μην ξεχνάτε μας ενημέρωσε ότι βρισκόμαστε ήδη στο ξεκίνημα του Απρίλη στη διάρκεια του οποίου στην περιοχή πραγματοποιούνται οι γιορτές που περιλαμβάνουν το φεστιβάλ  ευχαριστιών του αλιευτικού στόλου των θαλασσινών, και την εορταστική εκδήλωση κατά την οποία γιορτάζουν την αλιευτική βιομηχανία γαρίδων.
Χρησιμοποιώντας  τον αστικό αυτοκινητόδρομο ο πατριώτης οδηγούσε ήρεμα φροντίζοντας να μην ξεπεράσει το όριο ταχύτητας, διασχίσαμε την μεγάλη κεντρική οδό της παλιάς πόλης όπου συναντάμε πολλά ιστορικά κτήρια από την περίοδο του δεκάτου εβδόμου και δεκάτου ογδόου αιώνα που παραμένουν σε αρίστη κατάσταση με παραδοσιακά χρώματα και επιβλητική εμφάνιση όταν τα φώτιζε ο Ήλιος.
Ο πατριώτης μας πληροφόρησε ότι το μεγάλο αναπαλαιωμένο κτήριο μπροστά μας έχει κατασκευαστεί το χίλια επτακόσια εβδομήντα ένα από τους Βρετανούς, χρησιμοποιείτο ως ένας εμπορικός οίκος για το ρύζι και το λουλάκι, καθώς επίσης και ένα μεγάλο  τμήμα που βλέπουμε με τους πυργίσκους και τις πολεμίστρες του ήταν οι παλιές φυλακές [τα μπουντρούμια] ένα μνημείο πόνου και δυστυχίας για τους έγχρωμους αμερικανούς την εποχή της δουλείας, ακόμη και τα πληρώματα των πλοίων που είχαν το ίδιο χρώμα καταδικάζονταν σε φυλάκιση για όλο το διάστημα που το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι.
Είναι το κτήριο όπου συνδέεται στενά το παρόν με το παρελθόν διότι εκεί στεγάστηκαν οι τρεις υπογράφοντες την Διακήρυξη της ανεξαρτησίας.
Σταμάτησε το αυτοκίνητο σε ένα τεράστιο  στεγασμένο πάρκινγκ και ξεκινήσαμε περπατώντας για το εμπορικό κέντρο, που ξεδιπλωνόταν μπροστά μας και το πλαισίωναν πολλά καταστήματα σε λαμπερά διώροφα κτήρια με μεγάλους άνετους δρόμους και καταπράσινες φροντισμένες πρασιές. Χωρίς να θέλω να υπερβάλλω  όλο το τοπίο θύμιζε την πεμπτουσία του αμερικανικού τρόπου ζωής. Περάσαμε πρώτα από το κιόσκι με τις εφημερίδες, για να πάρει ο συμπατριώτης την αγαπημένη του εφημερίδα.
Στη συνέχεια έκανε ότι μπορούσε να μας εξυπηρετήσει, με απογοήτευση διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε ελπίδα να ικανοποιήσει  τις δύσκολες καταναλωτικές αναζητήσεις μου, σύμφωνα πάντα με τις περιγραφές της αξιολάτρευτης συζύγου μου.
Σπαταλήσαμε αρκετό από το χρόνο μας για ψάξιμο, τελικά περισσότερο από ταπεινωτικές ενοχές για την ταλαιπωρία που υπέβαλα την παρέα, για να μην πέσουν τα μούτρα μου που λέμε, αποφάσισα και αγόρασα ένα ζευγάρι μεταξωτά σεντόνια, αλλά δυστυχώς όταν τα έφερα στην Ελλάδα η σύζυγος τα θεώρησε πολύ κιτς και με άκομψο γούστο, ουδέποτε τα είδα να τα χρησιμοποιεί, κάπου τα καταχώνιασε σα να μην υπήρξαν ποτέ.
Το βράδυ μας βρήκε καθισμένους στο αίθριο ενός κομψού ρεστοράν, δίπλα στο ποτάμι που το σκουρόχρωμο νερό του σερνόταν σαν φίδι μπροστά μας, απολαμβάνοντας το δείπνο που είχαμε παραγγείλει μια αρκετά πλούσια ποικιλία από θαλασσινά, φλυαρώντας για θέματα της πατρίδας με συντροφιά τα νυκτερινά τιτιβίσματα από τα χιλιάδες πουλιά στα δένδρα του ποταμού.
Όλα ήταν εξόχως εξαιρετικά, τα τιμήσαμε δεόντως με το λευκό ντόπιο κρασί, και για το τέλος απολαύσαμε από ένα ποτήρι γαλλικό κονιάκ με πλούσιο άρωμα.
Αναχωρώντας από τον λιμένα, βρισκόμασταν στον ανοικτό ωκεανό, που αντιμετωπίσαμε μεγάλο πρόβλημα με την ποιότητα των καυσίμων. Αναγκάστηκα για μεγάλο χρονικό διάστημα, να αντικαταστήσω τα δίκτυα με ελαφρύ καύσιμο που δεν το χρησιμοποιούμε σε συνθήκες ανοικτής θάλασσας για οικονομικούς λόγους.
Η ταλαιπωρία για την αποκατάσταση του προβλήματος που προέκυψε ήταν μια δουλειά απίστευτα έντονη και χρονοβόρα, βρισκόμασταν όλο το πλήρωμα της μηχανής σε συνθήκες ανάγκης για περισσότερο από τριάντα ώρες σκληρής και εξαντλητικής εργασίας.
Έχοντας ήδη πιει τον πέμπτο η έκτο καφέ, είχα την εντύπωση ότι κοιμόμουν όρθιος, και ονειρευόμουν ένα κρεβάτι όπως ο πεινασμένος σκύλος ένα κόκκαλο.
Τα μάτια μου ήταν κόκκινα από την αϋπνία και το σώμα μου ανέδινε μυρωδιά ιδρώτα ανακατεμένου με καύσιμα πετρέλαια.
Ανεβαίνοντας από το μηχανοστάσιο ανακάλυψα τον πλοίαρχο φρέσκο και ξεκούραστο να μασουλίζει τις πρωινές του φρυγανιές καθισμένος αναπαυτικά και άνετα στο σαλόνι, στις πιο χαλαρές στιγμές του.
«Αυτή μάλιστα είναι ζωή! την επομένη φορά μπαρκάρω πλοίαρχος.» Του είπα.
Περίμενε να τελειώσω ότι είχα να πω για το συμβάν και τις ενέργειες για την πλήρη αποκατάσταση και επιστράτευσε μια σύντομη συνάμα δε πικάντικη ιστορία για να μου μεταδώσει ενέργεια να με ξυπνήσει.
Χαμογέλασα. Δεν αστειευόταν, το πίστευε ότι ύστερα από την τελευταία σκληρή δοκιμασία χρειαζόμουν όντως μια κάποια χαλάρωση.
«Όσο ενδιαφέρουσα και να είναι η ιστορία δεν θα καταφέρει να με κρατήσει ξύπνιο, ούτε το μυαλό μου να λειτουργήσει καλύτερα», και τον άφησα πριν ακόμη προλάβει να τελειώσει την διήγηση της  ιστορίας του.
Την μεθεπομένη μέρα ήρθε στο γραφείο μου κρατώντας το τελευταίο εισερχόμενο τηλεγράφημα, ξεστομίζοντας εκνευρισμένος αυτά που είχε στο μυαλό του και μου το έδωσε να το διαβάσω.
Οι ναυλωτές ευγενικά διαμαρτύρονταν, για την ποσότητα που καταναλώσαμε στο ελαφρύ καύσιμο ενώ το πλοίο ταξίδευε σε ανοικτή θάλασσα, και σύμφωνα με το ναυλοσύμφωνο, σελίδα τέσσερα παράγραφος επτά, το πλοίο σε ανοικτή θάλασσα υποχρεούται οι καταναλώσεις να είναι βαρέα καύσιμα.
Η μουρμούρα του είχε να κάνει με τους γραφιάδες που έστειλαν το τηλεγράφημα.
Τον πονούσε αυτή η σκέψη, δεν το μπορούσε, απεχθανόταν τους γραφειοκράτες που κυριαρχούσαν παντού πλέον.
«Μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά δεν πρέπει καθόλου να ξεχνάς ότι αυτοί είναι οι ισχυροί σήμερα, αυτό είναι νομοτελειακό. Στο χωριό μου έχουμε μια παροιμία όχι όπως ήξερες μα όπως βρήκες. Αυτή η διαμάχη είναι μια πολύ παλιά ιστορία.» Του είπα.
Η δροσερή αύρα του ωκεανού πλημμύριζε την ατμόσφαιρα του βαθυγάλανου ουρανού, διασχίζαμε την περιοχή ανατολικά του ακρωτηρίου Χατέρας, το πλοίο γλιστρούσε σιωπηλά κατά μήκος του ορίζοντα με πορεία που οδηγούσε στο βορρά διασχίζοντας τον ωκεανό και το δροσερό αεράκι της άνοιξης.
Οι συχνές καταιγίδες και οι θύελλες καθιστούν την περιοχή επικίνδυνη καθώς τα θαλάσσια ύδατα επηρεάζονται από τις ανατολικές και δυτικές δονήσεις του ρεύματος του Κόλπου. Η περιοχή από το ακρωτήριο Χατέρας είναι γνωστή ως "νεκροταφείο του Ατλαντικού" λόγω των πολλών ναυαγίων της.
Ρεύμα του κόλπου είναι το θερμό ρεύμα που δημιουργείται στον κόλπο του Μεξικού και ρέει βορειοανατολικά κατά μήκος της ακτής της Βόρειας Αμερικής προς τη Νέα Γη έπειτα ανατολικά πέρα από τον Ατλαντικό Ωκεανό στις ακτές των βρετανικών νησιών. Οι μελέτες έδειξαν ότι το ρεύμα του Κόλπου περιπλανιέται όπως ένας μεγάλος ποταμός μεταξύ του ακρωτηρίου Χατέρας και τη Νέα Αγγλίας.
Πλέοντας προς την είσοδο του κόλπου Σαιντ Λόρενς, ένα μεγάλο βραχίονα του Ατλαντικού Ωκεανού, στον ανατολικό Καναδά, συνερπασμένος αντίκρισα δεκάδες φάλαινες που περιέβαλαν το πλοίο ακολουθώντας την πορεία μας αναδύονται και βυθίζονται με ρυθμό και παφλασμό στην επιφάνεια εκεί που τα γλυκά νερά του ποταμού Σαιντ Λόρενς κυλούν αέναα στη θάλασσα, στροβιλίζονται σε δίνη με τα νερά του ωκεανού, και το πλούσιο σε οξυγόνο υγρό περιβάλλον έλκει τις φάλαινες, σ’ ένα συμπόσιο από εδέσματα, γαρίδες κριλ, καλαμάρια, ρέγκες, σολομό και βακαλάο.
Το πλοίο εισήλθε στον Σαιντ Λόρενς, ποταμό στην ανατολική Βόρεια Αμερική, η κύρια έξοδος των μεγάλων λιμνών, ρέει βορειοανατολικά από τη λίμνη Οντάριο στον ομώνυμο κόλπο στο βόρειο Ατλαντικό ωκεανό, ως τμήμα του θαλάσσιου δρόμου ενός συστήματος από λεκάνες, και εκβαθυμένων καναλιών που επιτρέπουν τη μετάβαση των ποντοπόρων σκαφών στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά, συνδέοντας τις μεγάλες λίμνες με τον Ατλαντικό Ωκεανό.
Πλέοντας δυτικά από την πόλη του Κεμπέκ ένα πρωί προς το λιμένα προορισμού Τρουά Ριβιέρ κατά μήκος του ευρύ ποταμού, ξαφνικά αιφνιδιαστήκαμε, ο εθνικός μας ύμνος δονούσε την ατμόσφαιρα του μπλε ουρανού, φάνηκε να προέρχεται από τη δασώδη ακτή. Πλησιάζοντας γινόταν αντιληπτό ότι η μουσική ερχόταν από μια μεγάλη εξοχική κατοικία, μοναχική στην υπερυψωμένη κοίτη του ποταμού. Ένα τεράστιο μεγάφωνο παιάνιζε και δίπλα του σ’ ένα ιστό κυμάτιζε η Ελληνική σημαία. Φθάνοντας στο λιμένα ο πράκτορας μας διηγήθηκε την ιστορία.
Ένας ναυπηγός έκτισε μακριά από το αστικό περιβάλλον την κατοικία του στην υπερυψωμένη όχθη του ποταμού μεταξύ των πόλεων του Κεμπέκ και της Σορέλ, άρχισε αυτό το χόμπι του χαιρετισμού στα διασχίζοντα τον ποταμό σκάφη το χίλια εννιακόσια εξήντα τέσσερα, για να μαθαίνει στα μικρά παιδιά του γεωγραφία και ακούραστα το συνεχίζει είκοσι και πλέον χρόνια μετά, μέχρι σήμερα.
Στα ντουλάπια του έχει κρεμασμένες και περιποιημένες σημαίες όλων των εθνών. Μια στεγανή κονσόλα περιέχει το κασετόφωνο και τις κασέτες των εθνικών ύμνων.
Τα σκάφη συνήθως τον χαιρετούν επιστρέφοντας ευγενικά το χαιρετισμό με τρία μακροχρόνια σφυρίγματα και δυο σύντομα.
Ο λιμένας άφιξης το Τρουά Ριβιέρ, είναι ένας σε βαθιά νερά λιμένας και ένα βιομηχανικό κέντρο, που παράγει μεγάλες ποσότητες ξυλείας, ειδικά δημοσιογραφικό χαρτί. Η δεύτερη παλαιότερη αποικία στον Καναδά μετά από το Κεμπέκ.
Το όνομά του σημαίνει «τρεις ποταμούς» για τα τρία κανάλια μέσω των οποίων ο ποταμός Άγιος  Μαυρίκιος  χύνεται στον ποταμό του  Σαιντ Λόρενς.
Το φορτίο ήταν οικοδομική ξυλεία με προορισμό την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Την προβλήτα δεν την χώριζε παρά ένας δρόμος από την πνιγμένη στη βλάστηση περιοχή, οι συνεχόμενες συστάδες θάμνων σχημάτιζαν ένα πράσινο και καφέ χάλι πάνω από αρδευτικά κανάλια, προάγγελο ενός μεγάλου δάσους που επεκτείνονταν προς το βορρά, και καλύπτεται με τα πυκνά κωνοφόρα δένδρα, και το νερό του ποταμού με την υγρή μυρωδιά του να κυλάει πλάι μας κατά μήκος της όχθης................

Click to Open
Είχε ανδρεία και θάρρος III:
.....

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Eixe Andria Kai Tharos.... [Part..I]

Αρκετά ψηλός άνδρας,  μια φιγούρα επιβλητική, και όπως ήταν αναμενόμενο κάπως ξεχώριζε με τη μεγαλοπρεπή του εμφάνιση. Πλησίαζε τα εξήντα του χρόνια,  διατηρούσε ακμαία και αξιοθαύμαστη ενεργητικότητα, συνήθως ήταν αξύριστος
Του φαινόταν ότι κάποτε είχε αρκετά γυμνασμένο κορμί, παρέμενε γεροδεμένος, δυνατός, είχε κότσια που λέμε για την ηλικία του. 
Είναι ζωντανές ακόμη οι μνήμες από τις αρχικές μου αντιρρήσεις, να συνεργαστώ μαζί του, χωρίς να τον γνωρίζω προσωπικά, απλά έχοντας στο παρελθόν ακούσει διάφορες παραλλαγές του ίδιου θέματος για την προσωπικότητα του.
Βρισκόμαστε προς το τέλος του χειμώνα στα χίλια εννιακόσια ογδόντα πέντε, δεν ήταν παρά μόνο μόλις λίγες ημέρες που είχα γυρίσει στην πατρίδα, στη ζεστή οικογενειακή αγκαλιά από το τελευταίο μου μπάρκο, ένα μακρύ ταξίδι, και αρμένιζα τώρα σ’ ένα απόλυτα γαληνεμένο νοητικό σύμπαν.
Απρόσμενα ένα πρωινό με κάλεσε στο γραφείο του ο καπετάν Γιώργης, διευθυντής της εταιρείας, μου δήλωσε ότι θα ξεκινούσε χρονοναύλωση ένα πλοίο που ήταν παροπλισμένο με την κρίση της ναυτιλίας από το χίλια εννιακόσια ογδόντα ένα στην Ελευσίνα, με πλήρωμα από τις Φιλιππίνες και θα προτιμούσε να δεχόμουν να αναλάβω την επιστασία του μηχανοστασίου στο ξεκίνημα του.
Πλοίαρχος θα ήταν ο καπετάν Στέφανος. Είχα ακούσει κάτι φήμες, σε συνδυασμό με τις ιστορίες που κυκλοφορούσαν στα καπνιστήρια για τους Χιώτες καπεταναίους κυρίως δε όσο αναφορά την παλαιά γενιά, σαν νεαρός πρώτος μηχανικός, είχα και εγώ κάποιους ενδοιασμούς και μια βαθιά δυσπιστία.
-Καπετάν Γιώργη με ρίχνεις στα βαθιά νερά να κολυμπήσω από άποψη συνεργασίας χωρίς να ξέρω μπάνιο του είπα, έχω ακούσει ιστορίες και θα είναι κρίμα στα πρώτα χρόνια της θαλάσσιας καριέρας μου να δημιουργήσω και να μου δημιουργηθούν προβλήματα.
Ο καπετάν Γιώργης ήταν ένας χαρισματικά έξυπνος άνθρωπος.
Στα οργανωτικά προσόντα στη δουλειά του ήταν απαράμιλλος, εντοπίζοντας με την πρώτη τους ικανούς, τους μέτριους και τους ανίκανους όταν το έκρινε ότι αυτό ήταν απαραίτητο. Η κρίση του απ’ όσα γνωρίζω ποτέ του δεν τον είχε προδώσει.
-- Εντάξει παραδέχτηκε αλλά να ξέρεις «Θοδωρή παιδί μου» όπως με αποκαλούσε, μην ακούς τις φήμες αν δεν έχεις ιδία αντίληψη, είμαι σίγουρος δεν θα έχεις κανένα πρόβλημα άκου εγώ τι σου λέω και θα το θυμηθείς.
Συμπληρώνοντας τις απαραίτητες επισκευές στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος αναχωρήσαμε για την Κωστάντζα της Ρουμανίας προς φόρτωση.
Ο πλοίαρχος αν και στην εργασία του είναι εξωστρεφής, ηγετικός, μερικές φορές ακόμη και νευρικός, έξω απ’ αυτή είναι ένας χαρακτήρας νηφάλιος, ήρεμος.
Από όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ήταν η ετοιμότητα ανά πάσα στιγμή να βρει ακροατήριο και να διηγηθεί μια ιστορία. Δεν ήταν διατεθειμένος να σ’ αφήσει να του ξεφύγεις χωρίς να ακούσεις μια ιστορία του βγαλμένη από την πολύχρονη περιπλάνηση του στους ωκεανούς.
Με την πάροδο του χρόνου είχαμε προχωρήσει σε μια πληθώρα από ιστορίες του, στο τέλος είχα χάσει το λογαριασμό, η τελική κατάληξη ήταν να επαναλαμβάνει την ίδια ιστορία αρκετές φορές, απλά και μόνο με μικρές παραλλαγές.
Με την σημερινή εμπειρία μου πλέον τολμώ να πω, συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους καλύτερους, τέρας ψυχραιμίας, μυαλό ξυράφι, μεθοδικός.
Διασχίζοντας τα στενά του Ελλησπόντου, γίνεσαι μάρτυρας ενός ονειρικού τοπίου, με βουκολική ομορφιά που κάθε σπιθαμή εδάφους αναβλύζει, ακτινοβολεί και εκπέμπει δοξασίες, και πνευματική περιπέτεια του πολιτισμού μας στη διάβα της ιστορίας από τους αργοναύτες έως και σήμερα.
Πήρα και εγώ κουράγιο βρίσκοντας πεδίο λαμπρό να τον εντυπωσιάσω, κάνοντας μια διάλεξη με ιστορικές αναδρομές της περιοχής.
Ελλήσποντος στενό μεταξύ της ασιατικής Τουρκίας και της χερσονήσου της Καλλίπολη της ευρωπαϊκής Τουρκίας. Συνδέει την αιγαία θάλασσα και τη θάλασσα του μαρμαρά, διαμορφώνοντας κατά συνέπεια μια σύνδεση στην υδάτινη οδό μεταξύ της μεσογείου και μαύρης θάλασσας. Το στενό αποτελεί ένα μέρος του ορίου μεταξύ της Ευρώπης και της Ασίας.
Η ονομασία προέρχεται από τον ελληνικό μύθο που είναι γνωστός από την αρχαιότητα. Το αρχαίο όνομα,  λέγεται έχει προέλθει από την Έλλη, η οποία πνίγηκε στο στενό όταν έπεσε από το πίσω μέρος του χρυσόμαλλου κριού. Επίσης Δαρδανέλια από τον Λέανδρο ένα νέο από τη Άβυδο που ήταν σφοδρά ερωτευμένος με την Ηρώ ιέρεια της θεάς Αφροδίτης. Ηρώ και Λέανδρος....... και του αφηγούμαι το δραματικό μύθο....
Την επομένη της άφιξης εις τον λιμένα της Κωστάντζας βγήκαμε στην πόλη ο πλοίαρχος θα πήγαινε στον πράκτορα για υποθέσεις που αφορούσαν το πλοίο και τα φορτία του και εγώ στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης οπού θα συναντούσα την σύζυγο μου που ερχόταν από το αεροδρόμιο του Βουκουρεστίου μαζί με τον δίχρονο μικρό υιό μας. Στην έξοδο από την πύλη του λιμένος στη απαρχή μιας πλατείας θέλησα να αγοράσω μερικά λουλούδια σ’ ένα υπαίθριο ανθοπωλείο. Όπως κρατούσα τα χρήματα για να πληρώσω την πωλήτρια δυο νεαρά άτομα εμφανίστηκαν από το πουθενά, αυτά που οι γηγενείς Ρουμάνοι αποκαλούν τουρκόγυφτους και μου άρπαξαν τα χρήματα μέσα από τα χέρια.
Τα αντανακλαστικά του θύμισαν αιλουροειδή της αφρικάνικης σαβάνας που επιτίθεται στη λεία του. Σε χρόνο μηδέν κατάφερε έφτασε και άρπαξε από το σβέρκο το νεαρό που είχε τα χρήματα μου τον ταρακούνησε και τον ανάγκασε να του παραδώσει πίσω τα χρήματα, η σκηνή ήταν απίστευτη, είχα μείνει άφωνος.
Δεν ήταν διατεθειμένος να τους αφήσει να του ξεφύγουν μου δήλωσε κοφτά.
Από τότε η  θύμηση του συμβάντος πλανιόταν συχνά ανάμεσα μας.
Θόρυβος και οχλοβοή βασίλευε στο σιδηροδρομικό σταθμό με την άφιξη του τρένου. Μεγάλο πλήθος από επιβάτες και αποσκευές συνωστίζονταν στην αποβάθρα. Παραμένοντας λίγο πίσω από την αποβάθρα παρατηρούσα καρτερικά μέσα από αυτό το χαοτικό πηγαινέλα των επιβατών τα παράθυρα των βαγονιών προσπαθώντας να εντοπίσω που βρίσκεται η σύζυγος μου.
Ενστικτωδώς την προσοχή μου τράβηξε στα μπροστινά παράθυρα, αψεγάδιαστο γυναικείο πρόσωπο, μ’ ένα ζευγάρι πράσινα μάτια να λάμπουν σαν φρεσκοκομμένο γρασίδι, κοιτούσαν με αδημονία γύρω τους, τι πειρασμός και αυτός σκέφτηκα.
Γύρισα και πάλι το βλέμμα στο υπόλοιπο τρένο για τη σύζυγο μου, ήταν όμως πολύ αργά, πριν ακόμη τελειώσω την σκέψη μου μια ξεκάθαρη και καταφανώς οργισμένη φωνή αντήχησε στη γλώσσα μας μέσα στη οχλοβοή.
«Εάν δεν κάνω λάθος εγώ είμαι στ’ άλλο παράθυρο.»
Την κοίταξα κι αντίκρισα μέσα στην όμορφη νεανική ματιά της ένα σμήνος λέξεων να βγαίνουν απ τα μάτια της. Είδα τη φλόγα που πρόδιδε αυτά που το μυαλό της επεξεργάζονταν.
Κάνοντας ένα μορφασμό, απελπισίας και καρτερικότητας, τα συναισθήματα μου έγιναν μέσα μου ένα κουβάρι, αναρωτήθηκα πως θα είναι τα χειρότερα που με αναμένουν.
«Ηρέμησε, όλα θα ξεκαθαρίσουν και θα διορθωθούν, φέρθηκες όμως πολύ απρόσεκτα, χωρίς σεβασμό.» Ένα καυτό ρεύμα διαπέρασε όλα μου τα κύτταρα, και η «αύρα» της βυθίστηκε μέσα μου κι απάλυνε την ένταση. 
Γεμίζει ο νους μου αναμνήσεις από την γνωριμία μας. Αισθανόμουν φοβερή χημεία μαζί της...
Καστανόξανθη ψηλή, ζωντανή, απλή, με μάτια που πετούσαν φλόγες, δεν περνούσε απαρατήρητη. Περπατούσε στους δρόμους της γειτονιάς με βήμα ζωηρό, κι εγώ την καμάρωνα.
Ήμουν λίγο μεγαλύτερος της, αυτή ακόμα φοιτούσε στο λύκειο. Η γνωριμία, ο έρωτας και ο γάμος μας έγιναν σε σύντομο χρονικό διάστημα... Σύντομα γίνανε ζευγάρι από τα πλέον αξιαγάπητα της γειτονιάς... Άριστη σύζυγος και υποδειγματική μάνα καμάρωνε για τα παιδιά μας....
«Το ήξερε ότι ήταν η γυναίκα που αγαπούσα, δεν ήταν δυνατόν να αγνοήσει την πραγματικότητα.» Κι ένα περιπαικτικό χαμόγελο σκίασε το πρόσωπο μου. Ο έρωτας είναι θέμα φυσικής, ο γάμος είναι θέμα χημείας.  Η αγάπη μας δεν εστιάζεται να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλο, αλλά να βλέπουμε μαζί προς την ίδια κατεύθυνση.
Τελικά δεν απαιτήθηκαν διπλωματικές ικανότητες υψηλού επίπεδου, ετούτη η γυναίκα έχει με το δικό της τρόπο κάτι το ξεχωριστό, η οργή της δεν κράτησε παρά ελάχιστα, γρήγορα καταλάγιασε, ένα γλυκό σαν Ήλιος χαμόγελο χαράχτηκε στο όμορφο πρόσωπο της με αέρινη χάρη.
Ενθαρρυμένος πήρα κουράγιο, και ξεφυσώντας με ανακούφιση αισθάνθηκα το κουβάρι να ξετυλίγεται μέσα μου, όλα μου τα σύννεφα διαλύθηκαν.
Στην Κωστάντζα μείναμε αρκετές ημέρες, ήταν τα τελευταία χρόνια που η δύσκολη ζωή και η ανέχεια ήταν ορατή δια γυμνού οφθαλμού πλέον στο πολιτικό σκηνικό της χώρας. Ο καπετάν Στέφανος είχε ταξιδέψει με πλοία μεταφέροντας φορτία πολλές φορές στη Ρουμανία και γνωριζόταν προσωπικά τόσο με τις αρχές, όσο και με το προσωπικό του λιμένος.
Η φόρτωση κυλούσε ήρεμα χωρίς αξιοσημείωτα συμβάντα.
Απέναντι από την κυρία είσοδο του λιμένος βρισκόταν όμορφο κλασσικού ρυθμού κτίριο, κτισμένο μπαλκόνι στη θάλασσα που λειτουργούσε ως καζίνο προεπαναστατικά και ακολούθως είχε μετατραπεί σε εστιατόριο, για υψηλά πρόσωπα, αλλά το συνηθέστερο ήταν να  κάνουν κατάληψη τα ελληνικά πληρώματα στα περισσότερα τραπέζια στις αίθουσες και στο υπαίθριο.
Με τις γνωριμίες μας και το ανάλογο αντίτιμο είχαμε συνήθως ένα τραπέζι επάνω στο κύμα, ο πλοίαρχος εγώ η σύζυγος μου και ο μικρός υιός μας.
Ένα σαββατόβραδο βρήκαμε το εστιατόριο γεμάτο, τα συνήθη τραπέζια ήταν πλήρη ένα από αυτά στο μπαλκόνι είχε ταμπέλα «RESERVE», και ακριβώς πίσω του έχει ένα τραπέζι μόλις ετοιμάζεται να εκκενωθεί. Καλώ τον σερβιτόρο και του ζητώ να μας δώσει το «RESERVE» τραπέζι με το αζημίωτο και να μεταφέρει την ταμπέλα..
«Μάλιστα κύριος» μου λέει. 
Το βλέμμα του ταξίδεψε γρήγορα γύρω του και ταχυδακτυλουργικά μεταφέρει την πινακίδα στα αποφάγια του πίσω τραπεζιού και μας βάζει να καθίσουμε  στο μπαλκόνι της θάλασσας
Πίσω μας μόλις νεοφερμένο, σχετικά νεαρό ζευγάρι έκπληκτο κοιτάζει τη σκηνή.
Τελικά όταν καθάρισαν το πίσω τραπέζι και κάθισε το ζευγάρι, κάποια στιγμή πιάνοντας κουβέντα μάθαμε ότι ήταν διπλωμάτης καριέρας και μέλος της διπλωματικής βαθμίδας, επιτετραμμένος στην Πρεσβεία της Σαουδικής Αραβίας στην Ρουμανία. Είχαν επισκεφτεί με την μνηστή του την Κωνστάνζα και το «RESERVE» τραπέζι προοριζόταν για το ζευγάρι.
Η αλήθεια είναι δεν αισθάνθηκα και πολύ καλά, αλλά αυτό δεν άλλαζε κάτι.
«Αυτό είναι ακόμα ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της χώρας, αυτά παθαίνει όποιος δεν έχει DUNHILL τσιγάρα μαζί του. Πάντως σας εύχομαι καλή σας όρεξη από καρδιάς.» Τους δήλωσα. 
Και σαν μια μικρή συγγνώμη για να μην έχουμε τύψεις, η ευγένεια τους να μας δώσει μια ευκαιρία να αποκαταστήσουμε την ατασθαλία μας προσφέροντας τους ένα μπουκάλι με το όντως θαυμάσιο τοπικό κόκκινο κρασί, θα μας τιμούσε ιδιαίτερα να μην μας το αρνηθούν. Και το συμβάν πήρε τέλος μέσα σε απόλυτη οικειότητα φιλικά και πολιτισμένα.
Αν και η άνοιξη έχει ήδη αρχίσει, ο Ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από τα απειλητικά γκρίζα και μαύρα σύννεφα, που έμοιαζαν με τον καπνό από τις καμινάδες των εργοστασίων που αναδύονταν  πέρα στον ορίζοντα του λιμένος, όταν γυρίζαμε από μια συνηθισμένη έξοδο στην πόλη.
Η Κωνστάνζα έχει μεγάλους δρόμους με δενδροστοιχίες, πολλές πλατείες και πάρκα πλημμυρισμένα με πολύχρωμα εποχιακά λουλούδια. 
Βρισκόμαστε σε κεντρική πλατεία της και ξαφνικά αντιλαμβάνομαι την σύζυγο μου να έχει εφορμήσει μέσα στο πάρκο και αρχίζει να ξεριζώνει μερικά λουλούδια και να τα βάζει στη τσάντα που κουβαλούσε μαζί της. 
Από την έκπληξη μου τότε σκέφτηκα από άμεσα μου να ανοίξει η γη και να με καταπιεί για κάτι που έκανε κάποιος άλλος, εκφράζοντας ταυτόχρονα έντονα την δυσαρέσκειά μου.
Στο μέτωπο της φάνηκαν λεπτές ρυτίδες που πρόδιδαν τον εκνευρισμό της για την συμπεριφορά μου, αλλά παρά ταύτα συνέχιζε και ταχτοποιούσε τα λάφυρα της χωρίς ίχνος ταραχής.
Βλέποντας γύρω μου γρήγορα αντιλήφθηκα ότι είχα υψώσει την φωνή μου παραπάνω απ' το φυσιολογικό, πήρα βαθιές ανάσες και έμεινα να την παρατηρώ  να τελειώσει.
Όταν μετά παρέλευση έξι μηνών επέστρεψα στην πατρίδα έκπληκτος αντίκρισα στον είσοδο του σπιτιού μας αριστερά και δεξιά στην πόρτα δυο λευκές μπιγκόνιες τεράστιες, ύψος απίστευτο πάνω από δυο μέτρα.
Γύρισα κοίταξα ερωτηματικά τη σύζυγο μου και τα λουλούδια
Για λίγο σταθήκαμε χωρίς κανένας απ’ τους δυο να μιλεί. Μεσολάβησε ένα διάστημα σιωπής, την διαισθανόμουν ότι κάτι περίμενε από μένα.
Ολόκληρη η σκηνή του επεισοδίου της πλατείας πέρασε για μια στιγμή μπροστά από τα μάτια μου, σαν μια ομίχλη της ανάμνησης του παρελθόντος.
«Τις έθρεψε οι χριστιανική σου ευλογία εκεί στο δρόμο της Κωστάντζας.» Μου είπε. «Μα καλά δε ντρεπόσουν ολόκληρος άνδρας να βρίζεις μες στο κόσμο; Να σε χαρώ εγώ που μου παριστάνεις και τον πολιτισμένο.»
Μου εξήγησε ότι δεν είχε δει ξανά λευκές μπιγκόνιες ήταν κάτι πολύ σπάνιο στην Ελλάδα μέχρι τα πρόσφατα χρόνια, διαφορετικά δεν υπήρχε λόγος να τις κουβαλήσει από την Ρουμανία και μάλιστα με αυτό τον τρόπο.
Από πάντα την θυμάμαι να έχει έμπνευση με φαντασία, ένα ιδιαίτερο πάθος, μια τρυφερή αγάπη με τα λουλούδια και της αναγνωρίζω το εκπληκτικά καλό της γούστο.
................Η φόρτωση στο λιμένα έλαβε τέλος, η αλήθεια είναι ότι διήρκεσε μεγάλο χρονικό διάστημα, συνέργησε σ’ αυτό το αποτέλεσμα και οι γνωριμίες του πλοιάρχου.
Η σύζυγος με τον μικρο υιό επέστρεψαν αεροπορικώς από Βουκουρέστι στην πατρίδα, και το πλοίο ξεκίνησε το προγραμματισμένο του ταξίδι.
Διασχίζοντας την Μεσόγειο θάλασσα ένα βράδυ της δεύτερης εβδομάδας το πλοίο μπήκε στο Στενό του Γιβραλτάρ πλέοντας σε ήρεμα νερά.  Μπροστά μας σ' ένα άνοιγμα δέκα μιλίων βρισκόταν οι Ηράκλειες στήλες. Η νύχτα δροσερή και ένα αραιό πούσι αιωρείται εκεί έξω άλλα διακρίνονταν καθαρά το σκοτεινό περίγραμμα των ισπανικών ακτών και τα φώτα πορείας από κάποια παραπλέοντα σκάφη. Στο πλοίο επικρατούσε μια ζεστή ατμόσφαιρα με υγρασία. 
Δεξιά πρόβαλε ο βράχος του Γιβραλτάρ και αριστερά από την πλευρά του Μαρόκου το Τζεμάλ Μουσά. Στήλες του Ηρακλή είναι το όνομα που τους δίνεται από τους αρχαίους Έλληνες σε δύο οξυμένους βράχους που πλαισιώνουν την ανατολική είσοδο του στενού, το Γιβραλτάρ και τη Σέουτα και διαμορφώνουν το κλασσικό πέρασμα, οι οποίοι στέφθηκαν ασημένιοι από τους φοινικικούς ναυτικούς για να χαρακτηρίσουν τα όρια της ασφαλούς ναυσιπλοΐας για τους αρχαίους μεσογειακούς λαούς.
Διανύουμε ήδη τη δεύτερη εβδομάδα από την αναχώρηση, με προορισμό το λιμένα του Νόρφολκ στις ανατολικές ακτές της Βορείου Αμερικής. που έχουμε αφήσει πολύ πίσω μας το πέρασμα στα στενά με της στήλες του Ηρακλή. 
Ήταν τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου και οι θύελλες που συμβαίνουν συχνά την περίοδο της ισημερίας είχαν αρχίσει με τρομερή βιαιότητα. Όλη τη μέρα ο άνεμος ούρλιαζε και η βροχή σφυροκοπούσε το πλοίο, λες και οι μεγάλες δυνάμεις της φύσης θέλουν να γνωρίσουμε την παρουσία τους και να δείξουν στην ανθρωπότητα ότι ποτέ της δεν θα είναι ασφαλής ακόμη και  πίσω από τα κάγκελα του πολιτισμού της.
Καθώς το βράδυ έπεφτε, η θύελλα γινόταν ακόμη πιο δυνατή, θορυβώδης, εφιαλτική. Ουρλιάζοντας ο άνεμος συναντούσε τον αχό της βροχής και γίνονται ένα με τον παφλασμό των κυμάτων της θάλασσας, προμηνύοντας ακόμη μια δύσκολη και βασανιστική βραδιά.
Εξαντλημένοι και κακοπαθημένοι από το συνεχές σκαμπανέβασμα του πλοίου προσπαθούσαμε να μείνουμε όρθιοι τις δυο τελευταίες ημέρες που βρισκόμασταν στο έλεος της θύελλας.
Ο καπετάν Στέφανος αρκετά έμπειρος θαλασσοπόρος με πολύχρονη καριέρα πλοιάρχου και με καταγωγή από την ναυτομάνα Χίο είχε καταφέρει και διατηρούσε ακέραια την ψυχραιμία του, ταυτόχρονα δε μου έλεγε ναυτικές ιστορίες στο μακρύ διάστημα που του κρατούσα συντροφιά στη γέφυρα του πλοίου.
«Οι Μάγνητες τολμηροί και ριψοκίνδυνοι θαλασσοπόροι από την πατρίδα του Ιάσονα άφηναν το πλοίο να αρμενίζει με τον καιρό, αυτή είναι αυθεντική μοναδική αναλλοίωτη συνταγή, όσο διαφορετικές κι’ αν είναι η εποχές.» Μου τόνισε.
«Δεν έχεις άδικο του απάντησα, διαφορετικές εποχές, πολιτισμοί, κουλτούρες, και μνήμες ν’ αναπηδούν, και σε παρασύρουν στο χθες. Όπου και να κοιτάξεις πάντα θα βρεις κάτι που να συνδέει το παρόν με το παρελθόν. Ένα ταξίδι στο χρόνο είναι η ζωή, και το ταξίδι εμπλουτίζει με εμπειρία τη ζωή του ταξιδιώτη.»
«Ο αγώνας για να ανταπεξέλθεις στις αντίξοες συνθήκες της θεομηνίας απαιτεί την υπομονή και την επιμονή της Πηνελόπης, και να ξέρεις ότι κάθε εποχή που φεύγει είναι μια σελίδα που γυρίζει αλλά και η νέα σελίδα γράφεται πάντα με το ίδιο αλφάβητο.» Συνέχισε τις ιστορίες του.
Ελέγχοντας τα νεοεισερχόμενα δελτία του καιρού σε συνδυασμό με τους χάρτες ο πλοίαρχος συνόψισε την κατάσταση, και μιλώντας ήρεμα χωρίς να υψώσει τη φωνή του διέταξε τον τιμονιέρη πορεία νότια νοτιοδυτική να αποφύγουμε το χαμηλό βαρομετρικό που απλωνόταν σε μεγάλη έκταση εμπρός μας στα δυτικά από τις Αζόρες νήσους στον ανοικτό ωκεανό.
Μερικά θέματα τα αντιμετώπιζε πολύ πρακτικά, «φροντίζοντας το καράβι να περνάει τα μεγάλα κύματα δίχως να μπατάρει», όπως συνήθιζε να λέει.
«Ανίκανοι γραφειοκράτες μουρμούρισε πολύ θυμωμένος, με την προηγμένη τεχνολογία σας που υποτίθεται ότι ήρθε να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο και να αντικαταστήσει ανθρώπους σαν εμάς.»
Κάπου εδώ έξω υπάρχει κι ένας άλλος κόσμος για τον οποίο δεν γνωρίζουν το παραμικρό. Είναι αυτό που λέμε η φύση σε συνδυασμό με τον ανθρώπινο παράγοντα που δεν έχει σχέση με τα ηλεκτρονικά τους κόλπα.
Οι άνθρωποι λοιπόν σαν κι εμάς καλούνται να αντιμετωπίσουν αυτό το κόσμο σε καθημερινή βάση για χρόνια ολόκληρα.
Διακρίνοντας την δυσφορία στον τόνο της φωνής του, προσπάθησα να διασκεδάσω την εκδήλωση της οργής του.
«Για να το λες έτσι θα είναι, αλλά πρέπει να έχεις και πίστη στο μέλλον, ο κόσμος ανήκει στους νέους μαζί με όλα τα κουμπιά του, έχουν  αδιαμφισβήτητες ικανότητες τόνισα για να διεκδικήσουν το μέλλον με περισσότερο πείσμα.»
Δεν ήταν δύστροπος άνθρωπος απλώς ήταν υπεύθυνος, αποτελεσματικός.
Ο στόχος του ήταν το επικουρικό γραφείο ενημέρωσης για ασφαλή πλεύση της ωκεάνιας διαδρομής, που τα πρώτα χρόνια, ήταν αναποτελεσματικό και πολλές φορές οι πληροφορίες τους εγκυμονούσαν και κινδύνους.
Ξημερώνοντας, το φως του πορτοκαλί  Ήλιου φώτιζε τα γαλανά νερά η ατμόσφαιρα ήταν ευχάριστα δροσερή, οι άνεμοι είχαν κοπάσει η διαυγής ατμόσφαιρα δεν έδειχνε ότι στο διάστημα των τελευταίων τριών ημερών, αυτό το απέραντο τμήμα του ωκεανού είχε δεχθεί την επίθεση μιας φοβερής θύελλας και είχε βρεθεί στο έλεος των ανέμων.
Η φυσική του αντοχή είχε ξεπεράσει τα όρια της εξάντλησης, με αποτέλεσμα να μην τον κολλάει ύπνος, αν και έχει διανύσει πολύ χρόνο στη γέφυρα από την στιγμή που είχε ξυπνήσει.
Ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του στο φως της καινούργιας ημέρας άφησε το βλέμμα του να χαθεί στο μακρινό και φωτεινό ορίζοντα, τα μάτια του πρόδιδαν πως το μυαλό του ήταν αλλού.
Τότε ήταν που μου άνοιξε την πόρτα της ζωής του, σε κάτι πολύ προσωπικό που δεν το εκμυστηρεύεσαι στον καθένα, διηγήθηκε τα σημάδια του πόνου που κουβαλούσε στην ψυχή του, τη μεγαλύτερη τραγωδία που δε νομίζω πως θα ‘θελα να το ακούσω ότι έχει συμβεί, με λίγες λέξεις μόνο.
Δεν θα μπορούσε κανείς να συνδέσει το θάνατο μ, έναν τέτοιο άνθρωπο.
Μια ολόκληρη ζωή πέρασε για μια στιγμή μπροστά από τα μάτια του.
Μπορεί να έφταιγε η κούραση η τα γεγονότα από τις προηγούμενες ημέρες, αλλά όταν μίλησε η φωνή του φανέρωνε ασυνήθιστη πίκρα.
.......Έχουν περάσει μερικά χρόνια από τότε.
Ήταν ένα φθινοπωρινό πρωινό στην λεωφόρο Κηφισίας στη διάβαση των πεζών με τα φανάρια, από μια στιγμιαία ολιγωρία έφυγε από το πλάι της ο μικρούλης γιος του.
Ξέφυγε από το χέρι της μητέρας του, και το κορμί του κύλησε στην  άσφαλτο.  Είχε σκοτωθεί το παιδί του, άφησε την τελευταία πνοή το αγγελούδι τους, εμπρός στα ματιά της μικρής του αδελφής και της δυστυχισμένης μητέρας. Είδαν τον τρόμο στα ματάκια του και τα μικρά λευκά του δόντια  στο ανοιχτό στόμα του και έπειτα παρουσιάστηκε το άλικο τριαντάφυλλο στο μπρος μέρος του κεφαλιού του. Η μάνα έπεσε δίπλα του σαν να ‘χε δεχτεί μια δυνατή γροθιά πίσω στη ράχη γονάτισε πάνω του το αγκάλιασε με λαχτάρα και το έσφιξε στο κορμί της .
Τον κρατούσε στην αγκαλιά της κι έσφιγγε ο άψυχο κορμάκι του κι έκλαιγε και ούρλιαζε με ασύνορη αγωνία. «Όχι, όχι γλυκέ μου Ιησού, όχι γιατί να συμβεί:»
 Στον απόηχο από την βουή της κυκλοφοριακής συμφόρησης ταξίδευε το κλάμα της χαροκαμένης μάνας για τη συμφορά που τη βρήκε.
Η μέρα ήταν συννεφιασμένη, βροχερή, και η ψιλή βροχή ξέπλενε το αίμα από την ανοικτή πληγή στο λαβωμένο πρόσωπο του.
«Δεν ξέρω εάν ποτέ θα τα καταφέρω να το ξεπεράσω, μια ομίχλη σκεπάζει μέσα μου τα πάντα, όλα τα πράγματα όλους τους τόπους, είναι μια ανάμνηση που αξίζει τον κόπο να την κρατήσω σφικτά.»
Οι απαντήσεις γυρεύουν πάντα το μυστικό εκείνο που δε φαίνεται το κρυμμένο στις σκιές και στο σκοτάδι.
Και το τραγούδι που σφύριζε ο άνεμος εμπρός μας ανάμεσα στα ικριώματα των γερανών του πλοίου, μιλά για δυστυχία και θλίψη, για πόνο και θάνατο.
...... Νεώτερες οδηγίες μας  πληροφορούν ότι λιμένας προορισμού εκφόρτωσης είναι το Τσάρλεστον στην ανατολική ακτή των ηνωμένων πολιτειών, όχι το Νόρφολκ.
«Λέω ότι είναι καλύτερα να ηρεμήσεις, νομίζω ότι είναι όλα υπό έλεγχο πλέον, στην κατάσταση που είσαι είναι καιρός να ξεκουράσεις το ταλαιπωρημένο κορμί σου.»
«Έχεις απόλυτο δίκιο, νοιώθω ψόφιος στην κούραση τα μέλη μου με πονάμε και το κεφάλι μου πηγαίνει να σπάσει.»
«Θα έχουμε αρκετό χρόνο μπροστά μας, ώστε να κάνουμε κατάδυση στα βάθη της  ψυχής μας, και να περπατήσουμε στα μονοπάτια των αναμνήσεων από τα ταξίδια μας.» Συμπλήρωσα.

Click to Open
Είχε ανδρεία και θάρρος II:
.....

 
Web Informer Button