ADS

click to open

Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

Erotiki Mythoplassia II: (Part.. 4)

........«Βρε το άτιμο το Ζουζούνι τι μας κάνει απόψε με την μυθοπλαστική αφήγηση της που με δεξιοτεχνία έρχεται να ρίξει φως στα πιθανά εξωσυζυγικά παραστρατήματα της πεθεράς μου! Η εξαιρετική πλοκή της ιστορίας της περιγράφει τα υποτιθέμενα γεγονότα με μαγικό τρόπο που όταν την ακούς μόνο αδιάφορο δε σε αφήνει. Έπλασε μια καυτή ερωτική περιπέτεια γεμάτη δράση και πλοκή βγαλμένη με απόλυτη μαεστρία μέσα από την αφήγηση της για μια νεαρή παντρεμένη γυναίκα που αγαπιέται από έναν άλλο άνδρα. Μια γοητευτική και σοβαρή μητέρα, η οποία απροσδόκητα επιλέγει να ζήσει ριψοκίνδυνες και ακραίες ερωτικές ιστορίες σε μια παθιασμένη ερωτική σχέση με τον γοητευτικό εργοδότη της και ζει το ερωτικό της πάθος µε μια μοναδική ένταση που ρίχνει τις αντιστάσεις της και παρασύρεται σε μια ερωτική σχέση με μαγική διαδικασία που την απολαμβάνει.
Η ιστορία της βγαλμένη από αληθινές ιστορίες απόλυτα συνυφασμένες με την πραγματική ζωή, με παρέσυρε και εμένα και αλλάξαμε θέμα. Αλήθεια ρε Ζουζούνι τι ηλικία έχει αυτός ο πως τον λες. Ο γλίτσας;»
«Γύρω στα σαράντα πέντε τον κάνω.»
«Και με την Φαίδρα δηλαδή τι παίζει; Πως και έμπλεξε με τον κομψευόμενο λιμοκοντόρο; Είναι και κοντός αναθεμάτον! Για λέγε, το θέμα είναι γαργαλιστικό και οι λεπτομέρειές του ακόμα, γαργαλιστικότερες!»
«Πώς το καταλαβαίνεις ρε ξαδέρφη ότι ο άνθρωπος είναι λιμοκοντόρος;»
«Τι να σου πω ξαδερφούλα μου! Αυτός κάνει μπαμ από χιλιόμετρα μακρυά. Είναι ντυμένος και συμπεριφέρεται επιδεικτικά λες και είναι Κόντης. Δεν το βλέπεις; Ένας ψευτό-δανδής, ένα χάρχαλο. Δεν ξέρω κιόλας, αν μπορεί να γαμεί.»
«Όπως και να ’λέγεται υποτιμητικά ο άνθρωπος, όσο τον αφορά, η συχνή συναναστροφή του με την Φαίδρα, εξάπτει τα κουτσομπολιά, και δίνει τροφή για σχόλια δεδομένου ότι και ο σύζυγος της Φαίδρας είναι ναυτικός και συνήθως είναι μακροχρόνια απών από την οικογένεια του και το συζυγικό κρεβάτι τους. Και όπως λέμε δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά.» 
«Αλήθεια γιατί οι κοντοί έχουν πάντα τις καλύτερες γκόμενες; Είχε δίκιο η γιαγιά μας, που μας έλεγε ότι όλα τα καλά αιδοία έχουν πάει στους κοντούς.» 
«Μπράβο η γιαγιά! Δηλαδή χωρίς ντροπή έλεγε τέτοια λόγια η γιαγιά μας.» της λέει παιχνιδιάρικα η Άλκηστις.
«Ντροπή-ξενδροπή το ως άνω αξίωμα ότι όλα τα καλά αιδοία για κάποιο μυστηριώδη λόγο έχουν πάει στους κοντούς δεν είναι κάτι το αόριστο και νεφελώδες αλλά επαληθεύεται πανηγυρικά. Ωστόσο, οι ανά την οικουμένη ψυχίατροι το μελετούν, χωρίς να έχουν καταλήξει ακόμη σε συμπέρασμα.»
«Ώστε επαληθεύεται πανηγυρικά; Δεν έχω λόγους να το αμφισβητήσω ούτε έχω βάσιμες αντιρρήσεις για την αλήθεια ή την ορθότητα σε κάτι που δεν είναι αόριστο και νεφελώδες. Αυτό, άλλωστε, επαληθεύεται πανηγυρικά από τα ίδια τα γεγονότα. Έτσι είναι η ζωή, συμβαίνουν αυτά, ειδικότερα, στην παρούσα συγκυρία που ο ερίτιμος σύζυγος της Φαίδρας είναι απών από τη συζυγική κλίνη, και τον περισσότερο καιρό αλωνίζει τους ωκεανούς με τα καράβια, και είναι αναγκασμένος με το επάγγελμα που διάλεξε να κάνει ν' αγωνίζεται να προσφέρει πλουσιοπάροχα τον άρτον της οικογενείας του. Και όταν καλή μου ξαδέρφη η καύλα είναι περισσότερο ενοχλητική και επώδυνη, τότε είναι που έρχεται ο διάολος, που δεν χρωστάει ποτέ καλό, λέει να το ρίξει λίγο έξω, βάζοντας την ουρά του τις ατέλειωτες μέρες και νύχτες που την Φαίδρα την αγγίζουν η μοναξιά, η θλίψη, και η νοσταλγία του σαρκικού πάθους και αναζητά στις ονειροπολήσεις της την ερωτική επαφή. 
Υποψιάζομαι πως η Φαίδρα ένιωθε ότι γινόταν μια έντονη μάχη μέσα στο μυαλό της: Η μία πλευρά της έλεγε ότι σαν μια νέα γυναίκα ήταν απόλυτα φυσιολογικό να έχει σεξουαλικές ορμές και να επιθυμεί να τις ικανοποιήσει στη πράξη ενώ μια η άλλη πλευρά της ψιθύριζε πως έπρεπε να αρνηθεί να πραγματοποιήσει  αυτές τις επιθυμίες της και να παραμείνει το «καλό» κορίτσι, η καλή και σεμνή νοικοκυρά. Να παραμένει πιστή και αφοσιωμένη σύζυγος και μια ενάρετη οικογενειαρχης, και η συμπεριφορά της πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψη της και  τις αντιδράσεις των άλλων γύρω της έστω κι αν οι επιθυμίες της πηγάζουν από τα μύχια της ύπαρξης της. Να συμβιβάζεται με όσους κανόνες συμπεριφοράς ρυθμίζουν τα μέλη που απαρτίζουν τη κοινωνική της συμβίωση. Το πρόβλημα όμως είναι πως στη καθημερινή της πραγματικότητα, μαίνεται ένας πεισματικός ανταρτοπόλεμος ανάμεσα στην ανάγκη της να υπακούσει στην εσωτερική φωνή της σεξουαλικής επιθυμίας της και στην προσπάθεια να λάβει υπ’ όψη της το συμβόλαιο υπακοής στους κοινωνικά αναγνωρισμένους κανόνες συμπεριφοράς.
Ο κόμπος έφτασε στο κτένι όταν ο σύζυγος της ανακοίνωσε ότι ανανέωσε τη σύμβαση εργασίας και θα μείνει στο καράβι μερικούς μήνες ακόμη. Η κοπέλα σοκαρίστηκε, ήταν πολύ αναπάντεχο. Τότε ήταν που σκέφτηκε πως έφτασε η ώρα να αντιμετωπίσει δραστικά μια δυσάρεστη κατάσταση. Τη ρώτησε κανείς αυτήν αν την πείραζε να τον περιμένει ακόμα μερικούς μήνες; Όχι βέβαια. Απλώς της το ανακοίνωσε πως θα παρέτεινε το ταξίδι του και το σεξ στο συζυγικό κρεβάτι θα έπρεπε να περιμένει μέχρι να γυρίσει ο σύζυγος από το εξωτερικό. Η Φαίδρα είχε πάρει την υπομονή της μητέρας της και μπορούσε να αντέξει πολλά πριν χάσει την ψυχραιμία της. Και δεν υπήρχε λόγος να τη χάσει στη συγκεκριμένη περίσταση. Τα βράδια όταν τα παιδιά της  κοιμόντουσαν, αυνανιζόταν στα σκοτάδια προσπαθώντας να καταπραΰνει την κάψα που ένοιωθε. Ήταν ένα ένοχο μυστικό, που ακόμα και τώρα, μετά τα τριάντα της, τη βασάνιζε. Είχε παντρευτεί για να θάψει τελικώς τις βρώμικες σκέψεις που κατέκλυζαν το μυαλό της αλλά το ανησυχητικό όμως ήταν ότι τώρα τελευταία, οι προστυχιές έρχονται στο μυαλό της όλο και πιο συχνά για κάποιο λόγο. Έπρεπε να βρει έναν εραστή και σύντομα μάλιστα. Ένιωθε έντονη επιθυμία να ικανοποιήσει την ανάγκη στις σεξουαλικές της ορμές, και να παρακάμψει τους κανόνες!
 Παραβιάζοντας λοιπόν τους κανόνες τουλάχιστον δεν θα πήγαινε με τον πρώτο τυχόντα. Οπότε ο καθηγητής της κόρης της δεν ήταν ο πρώτος τυχόντας, ήταν και άμεσα διαθέσιμος και μια κάποια λύση. Βλέπεις ο αγαπητός σύζυγος της Φαίδρας δεν είχε πάντα κατά νου αυτό που έλεγαν οι πιο παλιοί. Η μακροχρόνια απουσία του συζύγου από το σπίτι οδηγεί τη σύζυγο στη συζυγική απιστία: «άσε τα μεγάλα ταξίδια χωρίς τη γυναίκα σου, και να ’χεις πάντα κατά νου, ότι δηλαδή, όσο ο καλός μου αργεί, το κέρατο του αυξάνει».
«Μη μου πεις ότι παίζει και «φάση» με τη Φαίδρα, και ότι έχει εμπλακεί σε μία σχέση μόνο για το σεξ μαζί του. Μα είναι δυνατόν! Είναι τόσο τυχερός ο τζιτζιφιόγκος που του κάθεται η κυρία;»  
«Είναι άλλωστε «κοινό μυστικό»  ότι έχουν περιστασιακά συνευρεθεί σε ερωτικές επαφές μεταξύ τους. Στην Αθήνα μάλιστα οι κακές γλώσσες του περίγυρου της τάξης της κόρης λένε διάφορα λίγο έως πολύ καυστικά! σχόλια.»
«Όπως;» 
«Ο «Λιμοκοντόρος» είχε αναλάβει «φιλικά» τα καθήκοντα να βοηθά επικουρικά την κόρη της στα μαθήματα την χρονιά που ετοιμαζόταν για τις πανελλήνιες εξετάσεις της και η Φαίδρα ένιωθε βαθιά την υποχρέωση και αναζητούσε εύσχημο τρόπο να βγάλει την υποχρέωση και να τον ευχαριστήσει που παρείχε μαθησιακή καθοδήγηση στην κόρη της. Ταυτόχρονα όμως, και ο «Λιμοκοντόρος» έψαχνε την ευκαιρία για να πηδήξει την Φαίδρα. Η Φαίδρα δεν άργησε να του ανταποδώσει και αυτή την υποχρέωση της. Εε! Να οι κακόβουλες διαδόσεις, αφήνουν υπαινιγμούς και λένε ότι δέχεται απροσκόπτως τις επισκέψεις του και τον αποζημιώνει για την βοήθεια που προσφέρει στην κόρη της και τον πληρώνει καλά, και όταν χρειάζεται να την βοηθήσει καμία ώρα παραπάνω τον πληρώνει.. ακόμα πιο καλά... 
«Όταν λες ακόμα πιο καλά... πώς το εννοείς;»
«Οι φήμες λένε ότι τον «λιμοκοντόρο» τον διεγείρουν ορέξεις διαφορετικής φύσεως, συνεπώς όταν βρίσκει ξεκλείδωτη την πίσω πόρτα της του αρέσει να κάνουν ένα καυτό παιγνίδι στο δεύτερο μέρος με την πίσω πόρτα της.»
«Από τη πίσω πόρτα Εε; Η αλλιώς οθωμανικό… χμμμμ ωραία φάση είναι αυτή…»
«Ξαδέρφη έχω απορία! Γιατί το ΄λένε οθωμανικό;»
«Γιατί οι Τούρκοι μας πήρανε καβάλα τετρακόσια χρόνια και το μάθανε!»
«Σοβαρά το λες;»
«Υπάρχει κι ένας πιο επίσημος, ιστορικοφανής, επιστημονικοφανής τρόπος ότι μάλλον λάθος ορισμός είναι! Λοιπόν, υπάρχει και μία άλλη εκδοχή. Οι Δυτικοί το λένε «Ελληνικό», εμείς οθωμανικό, οι Τούρκοι το λένε «Περσικό». Οι Πέρσες ότι λέγεται «Qazvin style». Το Qazvin είναι πόλη της Περσίας που φημίζεται για ανωμαλίες κλπ, και μάλιστα είναι πηγή ανεκδότων, όπως π.χ. έχουμε εμείς τα Ποντιακά ανέκδοτα. Παράδειγμα: μια μαμά δε βρίσκει το παιδί της, και πάει στην αστυνομία και δίνει περιγραφή: «οκτώ χρονών, στρουμπουλά μπούτια, φορούσε σορτσάκι, ροδαλά μαγουλάκια» και ο αστυνομικός πιάνει τον ασύρματο και λέει: «οχτάχρονος χάθηκε στην περιοχή του νότιου Qazvin. 
Συμπέρασμα: οι δυτικοί το ρίχνουν σε μας, εμείς στους Τούρκους, οι Τούρκοι στους Πέρσες, και οι Πέρσες σε συγκεκριμένους Πέρσες.
Όπως και να έχει πάντως και ότι και να λέμε ρε Άλκηστις το βέβαιον είναι ότι η Φαίδρα είναι όντως ωραία γυναίκα, αυτό που λέμε μετά θαυμασμού «μπουκιά και συχώριο», μου θυμίζει αυτήν την ηθοποιό που έπαιζε στο …. Πρόεδρος για μια Μέρα…  να δεις πως την λένε. Διάβολε δεν το πιστεύω ότι έμπλεξε με αυτόν τον λιμοκοντόρο. Αυτή είναι πολύ κοκέτα και αυτός αγάπη μου είναι σαν ζαρωμένη ρέγκα.»
«Εριφύλη! Sigourney Weaver, την λένε και από ότι γνωρίζω είναι και η μεγάλη αδυναμία του Νικηφόρου.»
«Ποια η Φαίδρα;»
«Για την ηθοποιό λέω. Για την Φαιδρά δεν ξέρω. Λες να την γουστάρει ο Νικηφόρος; Διόλου απίθανο εσύ δεν λες ότι είναι πολύ ωραία γκόμενα. Λογικό το βρίσκω να κολλάει το ματάκι του.»
«Λογικό; Αμ άμα θέλει να του τα βγάλω; Άκου λογικό! Ποσό χρονών είναι η Φαίδρα και πόσο η κόρη της;»
«Πρέπει να είναι γύρω στα τριάντα έξι με τριάντα επτά η Φαίδρα και δεκαοκτώ με δεκαεννιά η κόρη της.»
«Δηλαδή η Φαίδρα παντρεύτηκε πολύ μικρή;»
«Ναι! Οι κακές γλώσσες, που ως συνήθως συμβαίνει εις τα χωριά, «δεν χρωστούν καλό σε άνθρωπο», λεν πως ήταν λίγο ζωηρή και άτακτη δεδομένης της αναμφισβήτητης ομορφιάς της, αλλά και του ιδιαιτέρως φλογερού ταμπεραμέντου της. Βεβαίως συνηθίζεται να λέγεται και ότι «καπνός χωρίς φωτιά δεν βγαίνει» και ίσως αυτό να είχε κάποιαν βάσιν αλήθειας. Οι συντηρητικοί γονείς της που την απόκτησαν σε μεγάλη ηλικία επιθυμούσαν να τη δουν παντρεμένη με έναν άνθρωπο που θα τη φρόντιζε, γι' αυτό και φρόντισαν και την πάντρεψαν γρήγορα μ’ ένα κοντοχωριανό της ναυτικό.  Υποψιάζομαι ότι οι γονείς της πίεσαν για το γάμο και σίγουρα δεν υπήρχε έρωτας σε αυτόν. Ζούνε στην Αθήνα το χειμώνα και στο χωριό έρχονται για διακοπές το καλοκαίρι.» 
«Εννοείται ξαδέρφη, πως δεν επικροτούμε την απιστία της και σεβόμαστε το δικαίωμά της να ζει όπως θέλει και να μοιράζεται τον έρωτα με όποιον θέλει επίσης. Η νεαρή δεν ξέρει τίποτα;»
«Ίσως και να υποψιάζεται. Τι να σου πω. Δανάη τη λένε και είναι και αυτή πολύ όμορφη, ομορφότερη κι από την μάνα και πολύ καυλιάρικο νυμφίδιο. Ψάχνεται και από ότι ξέρω και τελευταία ερωτοτροπεί από δω κι από κει, με αποτέλεσμα να έχει συχνούς καυγάδες με την γιαγιά της και την μητέρα της, όταν συχνά ξεπορτίζει και ψάχνει για επιβήτορα. Τουτέστιν  δεν είναι από τις κοπέλες που περιορίζουν τον εαυτό τους. Είναι λίγο κακομαθημένη, αλλά πολύ όμορφη, κληρονόμησε την ομορφιά της μητέρας της, Και η μητέρα της είναι πιο ήπια πιο εκλεπτυσμένη. Και σε αντίθεση με τη Δανάη, η Φαίδρα είναι πιο ευγενική και πιο συμπονετική φύση!»
Η Εριφύλη αποφασίζει ότι είναι ώρα να τα μαζεύουν σιγά-σιγά.
«Τι λες ώρα δεν είναι να αναχωρήσουμε. Ας φωνάξουμε το Νικηφόρο! Περιμένει σαν βαρβάτο άλογο, να ζευγαρώσει με τις φοράδες! Ετοιμάσου να τον δαμάσουμε παρέα.» 
Η καρδιά της Άλκηστις φτερούγισε, κοιτάζοντας πέρα στο τραπέζι που βρισκόταν ο Νικηφόρος, είχε απολαύσει το δείπνο, αλλά τώρα ένιωθε να υγραίνεται από την σεξουαλική προσμονή.
«Ξαδέρφη έχω ένα έντονο συναίσθημα αμφιβολίας που με κυριεύει για το πως θα ανταποκριθεί!»
«Άσε το παιχνίδι επάνω μου! Για ότι συμβεί και φυσικά οτιδήποτε ακολουθείσει. Εσύ απλά βάλε όλο το σεξαπίλ σου! Δεν έχεις ιδέα τι μας περιμένει. Ο Νικηφόρος πάντα, μα πάντα, πιέζει τα σωστά κουμπιά. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που τον έχω.» λέει η Εριφύλη της Άλκηστις και το μυαλό της περιπλανιέται σε αυτά που είχε σχεδιάσει για τους τρεις τους απόψε. Βέβαια είχε και αυτή λίγο άγχος! Ήταν μια αρκετά τολμηρή κίνηση, αλλά ένιωθε ότι με ευχαρίστηση ο Νικηφόρος θα συναινούσε. Το πίστευε ότι θα του άρεσε η ιδέα της.
Όλα έμοιαζαν ιδανικά συμφωνημένα μεχρι που η κυρά της ταβέρνας μαζί με τον λογαριασμό έφερε και την πληροφορία ότι την Άλκηστις την ζητούσαν στο τηλέφωνο και αυτό το τηλεφώνημα ήταν που ήρθε για να ανατρέψει τα ερωτικά πλάνα που η Εριφύλη σχεδίαζε! Ένα ερωτικό τρίγωνο με συμμετοχή και της Άρτεμις για λίγη ποικιλία στην ερωτική τους ζωή με το Νικηφόρο της πάνω και πέρα από κάθε ταμπού, που δεν χωράνε συντηρητισμοί, καθώς ο άνθρωπος από τη φύση του ανήκει στα πολυγαμικά ζώα και περιορίζεται στη μονογαμία εξ εθίμου και θρησκείας. Μια αληθινή λοιπόν επανάσταση με ανοιχτό μυαλό που θέτει την αγάπη τους πάνω και πέρα από κάθε ταμπού, σχήμα, θεσμό και κλισέ πριν αρχίσουν να αισθάνονται τα θεμέλια της μονογαμικής τους σχέσης να τρίζουν και ο στερεότυπος θεσμός του ζευγαριού να καταρρέει. 
Συγκεκριμένα, την  Άλκηστις την αναζητούσε ο θείος της που είχε το φαρμακείο του κοντινού χωριού και τη βραδιά αυτή ήταν εφημερεύον για όλα τα γύρω χωριά. Πολλές φορές η Άλκηστις τους βοηθούσε στις εφημερίες την καλοκαιρινή περίοδο με το αζημίωτο! Η θεία της που εκτελούσε την εφημερία είχε να απροσδόκητο ατύχημα με αποτελέσματα ο θείος ήταν αναγκασμένος να απουσιάσει για μερικές ώρες. Η κοπέλα που βοηθούσε στη διαχείριση του φαρμακείου φοβόταν να μείνει μόνη της στο φαρμακείο τις νυχτερινές ώρες. Ο θείος της λοιπόν παρακαλούσε θερμά την Άλκηστις να τους εξυπηρετήσει μένοντας με την υπάλληλο από τα μεσάνυχτα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες που θα γυρίσει. Η Άλκηστις το δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Η Εριφύλη προθυμοποιήθηκε να της δανείσει το αυτοκίνητο αν το επιθυμεί, η εναλλακτικά να την πάνε με τον Νικηφόρο στο χωριό. Ούτε δέκα λεπτά δρόμος δεν είναι. Τελικά στο τραπέζι που είχε καθίσει ο Νικηφόρος ήταν ο πολιτικός μηχανικός που είχε αναλάβει την ανέγερση της οικοδομής τους με την σύζυγο του και εκείνη την ώρα αναχωρούσαν και αυτοί. Έτσι το θέμα λύθηκε και η Άλκηστις θα πήγαινε με το ζευγάρι στο χωριό. 
Η Εριφύλη της έδωσε το κλειδί του σπιτιού για να πάρει φεύγοντας ότι χρειάζεται. «Κρατά το θα το χρειαστείς αν έρθεις πολύ πρωί» της λέει. Ο Νικηφόρος έχει και άλλο στα κλειδιά του αυτοκίνητο.
.......Γυρίζοντας τώρα το ζεύγος ο Νικηφόρος και η Εριφύλη στο σπίτι περασμένες έντεκα βράδυ, ήταν μια όμορφη βραδιά με φεγγάρι, με έναν ουρανό χωρίς σύννεφα και αστέρια που τρεμόπαιζαν σε συνδυασμένες κινήσεις. Όταν έφθασαν στο τέλος  του δρόμου μπροστά στην πόρτα του κήπου ο Νικηφόρος τράβηξε την Εριφύλη πίσω από την κολόνα της μεγάλης αυλόπορτας. Την τράβηξε γρήγορα στην αγκαλιά του και έφερε τα χείλη του στα δικά της. Δέκα χρόνια τώρα το ερωτικό τους σμίξιμο ξεκινάει πριν πέσουν ακόμη στο κρεβάτι και όταν σμίγουν επιτέλους τα κορμιά τους, είναι για ν' αγγίξουν το αποκορύφωμα του έρωτα και της ηδονής.
«Μμμμ »... Η Εριφύλη στέναξε. Ένιωσε τα χέρια του να γλιστρούν κάτω από τη γυμνή πλάτη της και κάτω από το φόρεμά της για να χαϊδέψουν τους γλουτούς της. Η σάρκα της ήταν κρουστή κάτω απ' τις παλάμες του, το δέρμα της σαν ακριβό μετάξι. Το σώμα της ανέδινε μια μυρωδιά που του ήταν τόσο οικεία: Μια απόλυτα ερεθιστική μυρωδιά!
Ο Νικηφόρος χάιδεψε στη βουβωνική χώρα της Εριφύλης του και αισθάνθηκε πόσο ερεθισμένη ήταν. Η Εριφύλη στέναξε ξανά και τον έσπρωξε πίσω.
«Θεέ μου, το χρειαζόμουν αυτό.» Είπε ο Νικηφόρος χωρίς ανάσα όταν τα χείλη τους χωρίστηκαν μετά από ένα μακρύ φιλί.
Η Εριφύλη δεν αισθάνονταν το κεφάλι της από το φιλί και το τσίπουρο. Έφερε τα χείλη της στα δικά του για ένα δεύτερο φιλί που κράτησε ακόμα περισσότερο. Δούλεψε τη γλώσσα της στο στόμα του και τον ένιωσε να την αιχμαλωτίζει αμέσως με τα χείλη του. Στέναξε, καθώς πιέζονταν ακόμα πιο σκληρά τις κάτω περιοχές της. Τα χέρια του χτύπησαν τους γλουτούς κάτω από το φόρεμα, πιέζοντας την εύπλαστη σάρκα στα δυνατά δάκτυλά του.
Ένα από τα χέρια του Νικηφόρου γλίστρησε στη συνέχεια προς τα πάνω στους γυμνούς μηρούς της Εριφύλης. Το σώμα του ήταν οδυνηρά ζωντανεμένο, απαιτητικό, ξαναμμένο, ερεθισμένο, με το απαλό, θηλυκό σώμα που κρατούσε τώρα στα μπράτσα του.
«Ω Θεέ μου!» κλαψούρισε η Εριφύλη καθώς το χέρι του έφτασε στο δαντελωτό μαύρο εσώρουχό της και άγγιξε το μουνί της μέσα από αυτό..
Ο Νικηφόρος χαμογέλασε στον εαυτό του καθώς μπορούσε να νιώσει τα πρησμένα και υγρά χείλη του αιδοίου της κάτω από τα δάχτυλά του. Στη συνέχεια, ένα δάκτυλο βρήκε το μουνί της.
«Νικηφόρε - Νικηφόρε σε παρακαλώ! Περνάει κόσμος! Θα μας δουν.» Ένας μικρός ήχος βγήκε από τα χείλη της καθώς το δάχτυλό του γλίστρησε σιγά-σιγά στο μουνί της.
«Ω, βλέπω ότι είσαι ενθουσιασμένη» της είπε περιχαρής. «Αυτό είναι καλό. Γιατί αυτό είναι μόνο η αρχή, μωρό μου!» Και άρχισε να τρίβει με τα δάχτυλά του την κλειτορίδα της.
Η Εριφύλη δάγκωσε τα χείλη της.
«Μωρό μου! Τι δώρο μου έστειλε ο Θεός.! Τι γυναικάρα είσαι εσύ. Αχ θα με πεθάνεις! Θέλω τόσο πολύ να σε γαμήσω απόψε!»
«Πρόστυχε άνδρα. Χωρίς ντροπή, τα ίδια μου λες κάθε βράδυ!»
Ξαφνικά, υπήρχαν φωνές που έρχονταν από το δρόμο. Καθώς οι φωνές πλησίαζαν πιο κοντά, η Εριφύλη απομακρύνθηκε προς το εσωτερικό της αυλής......
Φθάνοντας σπίτι η  Εριφύλη άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Ο Νικηφόρος έκανε μια μεγάλη βόλτα γύρω από το κτίριο και τις αυλές για να σιγουρευτεί ότι δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Τέλος αφού όλα ήταν στη θέση τους μπήκε μέσα στο σπίτι και κλείδωσε την πόρτα.
«Καλώς τον και ας άργησε. Σου έλειψα καθόλου ρε μωρό;»
«Βεβαίως. Εσύ τι λες;  Ξεχνιούνται αυτά που μου έκανες στην ταβέρνα και στο δρόμο;» Της απαντάει.
Η Εριφύλη είχε καθίσει στον καναπέ με την πλάτη ξαπλωμένη πίσω, είχε μαζέψει τα πόδια ώστε να πατούν στα πέλματα επάνω στο αναπαυτικό σκαμπό μπροστά της με τα γόνατα λυγισμένα και κρατώντας τα ανοιχτά και εκείνος έχει θαυμάσια θέα, παρακολουθώντας το εσωτερικό των μηρών της. 
Απλώνεται νωχελικά, ανάβει τσιγάρο, τα χείλη της αγκάλιασαν το φίλτρο του τσιγάρου ρουφώντας αργά, ηδονικά και χαμογελώντας τον παρακολουθούσε όπως η γάτα το ποντίκι και μ' ένα βλέμμα  συννεφιασμένο σαν να σου έλεγε «την γάμησες».... Ένας μικρός αναστεναγμός δραπέτευσε απ' τα χείλη της, ηδονικός.
«Απόψε μιλάμε ότι είμαι πολύ έκφυλο άτομο και με ιδιαίτερα γούστα. Σε θέλω δυνατό. Ας μη χάνουμε χρόνο λοιπόν. Κάθισε στην πολυθρόνα μπροστά μου και βγάλε την πούτσα σου έξω και παίξτην θέλω να σε βλέπω να την παίζεις με φτιάχνει να σε βλέπω να την παίζεις.»
Η επιθυμία της εκτελέστηκε αμέσως. Ο Νικηφόρος με μια γλυκιά αποχαύνωση, και το μυαλό του παραδομένο σε μια στάση που είχε γίνει παθητική, έκανε αυτό που του ζήτησε η Εριφύλη όσο αυτή τον κοιτούσε περιπαικτικά και ταυτόχρονα ρουφούσε αισθησιακά το τσιγάρο της κάνοντας την καύτρα μα λαμποκοπάει αλλόκοτα στο χαμηλό φως του σαλονιού. 
Η συστολή του την έσπρωχνε να γίνει πιο προκλητική ακόμα. «Έτσι μ’ αρέσεις. Να με υπακούς.» και η φωνή της ακούστηκε βραχνή.
Αργά- αργά άρχισε να σουρώνει το φόρεμά της μαζεύοντας το προς τα πάνω  μέχρι τους μηρούς της. Σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα όταν ήταν ακριβώς κάτω από τον καβάλο της, πειράζοντας τον Νικηφόρο. Στη συνέχεια  το σήκωσε ακόμη περισσότερο στη μέση της αποκαλύπτοντας τη δαντελένια κιλότα της και ένας μικρός στεναγμός συγκίνησης βγήκε από τα χείλη της καθώς την βλέπει να χαϊδεύει το καλοσχηματισμένο της κορμί, να αγγίζει επιδεικτικά το στητό της στήθος, ερεθίζοντας τις καλοσχηματισμένες της θηλές, κάνοντας κύκλους γύρω από τον αφαλό της, χαϊδεύοντας το εσωτερικό των μηρών της.
Με τα δάχτυλα της παραμέρισε την κιλότα και τώρα του Νικηφόρου μπροστά του ήταν πολύ υγρό και πρησμένο το μουνί της Εριφύλης του. Τα εξωτερικά χείλη ήταν τόσο ομαλά που σχεδόν έλαμπαν. Τα εσωτερικά χείλη προ εξείχαν και υπήρχαν ασημί χορδές του χυμού της, που κρέμονταν και ήταν έτοιμες να στάξουν στο πάτωμα. Οι μηροί της, σε όλη την επάνω διαδρομή, έλαμπαν από το χυμό της.
«Βγάλε μου την κιλότα.» Τον διατάζει.
Όταν η Εριφύλη είδε ότι ο Νικηφόρος ήταν έτοιμος να την αρπάξει, τον έσπρωξε πίσω. Ταυτόχρονα είχε πια ανοίξει τελείως τα πόδια της και με τα χέρια της αρχίζει να χαϊδεύει την κλειτορίδα της.
Το στόμα του κάλυψε το μουνί της και άρχισε να πιπιλίζει τα πρησμένα χείλη μέσα. Τα δάγκωσε απαλά και στη συνέχεια χρησιμοποίησε τη γλώσσα του για να γλύψει όλο αυτό το ερωτικό σημείο έχοντας ως μοναδικό σκοπό να ικανοποιήσει την Εριφύλη του.
Κάθε φορά που άγγιζε την κλειτορίδα της η Εριφύλη τιναζόταν σα να τη χτύπαγε ηλεκτρικό ρεύμα. Ήξερε την αδυναμία της και όσο του περνούσε απ’ το χέρι την τρέλαινε.
«Σταμάτα να παίζεις μαζί μου καριόλη και ρούφα την κλειτορίδα μου,» απαίτησε σχεδόν με φωνή παραμορφωμένη απ΄την καύλα. 
Στη συνέχεια, άρχισε να χοροπηδά τους γοφούς της στο πρόσωπό του. Τράβηξε ελαφρώς το κεφάλι του, με τη γλώσσα του να έρχεται σε επαφή με την πρησμένη κλειτορίδα της. Τα πόδια της σηκώθηκαν και τυλίχτηκαν γύρω από το λαιμό του, φυλακίζοντας το στόμα του στην υγρή της σάρκα.
Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να σταθεί. Ξαφνικά, ένιωσε ένα μακρύ μούδιασμα σε όλο το σώμα, ανατρίχιασε και ούρλιαξε, καθώς ήρθε μια τεράστια κορύφωση. Τράβηξε το κεφάλι του Νικηφόρου στο παλλόμενο μουνί της, σχεδόν τον έπνιγε από ασφυξία.
Τον Νικηφόρο δεν τον ένοιαζε καθόλου. Το πρόσωπό του πλημμύριζε από τους χυμούς της Εριφύλης του. Τα χείλη της είχαν απλωθεί στο πρόσωπό του, απλώνοντας το χυμό της από το πηγούνι μέχρι το μέτωπό του. Αισθάνονταν ότι το πρόσωπό του ήταν θαμμένο μέσα σε ένα ζουμερό καρπούζι.
«Δώστα όλα τώρα αγόρι μου. Φτιάξε την τσούλα σου. Δείξε μου τι αξίζεις ρε καριόλη. Λιώσε με.»
Το αποκορύφωμα της Εριφύλης συνεχίστηκε και συνεχίστηκε. Κάθε φορά που σκέφτονταν ότι τελείωσε, ο Νικηφόρος θα έγλυφε ένα άλλο σημείο και θα την έφερνε ξανά στην κορύφωση. Τέλος, το σώμα της Εριφύλης άρχισε να χαλαρώνει με λίγες δονήσεις που εξακολουθούν να τρέχουν μέσα της. 
Στη συνέχεια, έπρεπε να σπρώξει το πρόσωπο του Νικηφόρου από τα πλέον ευαίσθητα σεξουαλικά χείλη της. Δεν άντεχε άλλο. Δεν είχε ποτέ αποκορύφωση τόσο τέλεια όσο αυτή σήμερα που κράτησε τόση ώρα. Αισθάνονταν το σώμα της σαν ένα κουρέλι. Κατρακύλησε στον καναπέ, με τα πόδια τυλιγμένα γύρω από το λαιμό του Νικηφόρου. Όταν τον κοίταξε γονατισμένο ανάμεσα στα πόδια της, υπήρχε ένα χαζό χαμόγελο στο πρόσωπό του. Το πρόσωπό του ήταν κυριολεκτικά καλυμμένο με τους χυμούς της.
Ο Νικηφόρος κάθισε πίσω στα πόδια του χαμογελώντας σαν τη γάτα που έφαγε το καναρίνι. Η Εριφύλη του χαμογελάει ευχαριστημένη, νιώθοντας μια διάθεση ευφορίας, σηκώθηκε από τον καναπέ του έσκασε ένα ειρωνικό χαμόγελο βλέποντας τον να μένει με την πούτσα του κάγκελο και έφυγε κουνώντας προκλητικά και καυλιάρικα το κωλαράκι της προς την σκάλα που ανεβάζει στα υπνοδωμάτια. Προχωράει πολύ επιδεικτικά βγάζει το φόρεμα της κάνει ένα «ουπς!» και το αφήνει να πέσει κάτω μ' ένα αυτάρεσκο χαμόγελο. 
Πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση της ξεκούμπωσε απότομα το σουτιέν της και με μια κίνηση του το πέταξε ενώ πόζαρε με τα δύο χέρια της στη μέση της δείχνοντας τα βυζιά της και του χαμογέλαγε γλυκά γεμάτη νάζι και σκέρτσο! Το δαντελένιο κιλοτάκι που κρατούσε στο χέρι της το ανέμισε σαν σημαία κατάκτησης οχυρού πάνω από το κεφάλι της σε ένα χορό τελετουργικό, μαγικό, ύμνος κάθαρσης στην ομορφιά της και το πέταξε πίσω της την ώρα που χάθηκε από την οπτική επαφή του Νικηφόρου.
Η Εριφύλη όταν είχε κέφι χόρευε τόσο όμορφα, λικνιζόταν τόσο ανεξέλεγκτα στον ανατολίτικο σκοπό, που ο Νικηφόρος τα έχανε αφήνοντας το βλέμμα να διασχίζει τις κινήσεις του κορμιού της να την παρακολουθεί, σ΄αυτόν τον καταιγισμό κινήσεων και εκφράσεων, ένα χορό ποίημα που θα ζήλευε και ο μεγαλύτερος ταξιδευτής στην αναζήτηση της μέθης και της παραίσθησης. Τη θαύμαζε και άφηνε την
φαντασία του να την ονειρεύεται!
Ο Νικηφόρος ασφάλισε τα παράθυρα έσβησε τα φώτα και ανέβηκε και αυτός την σκάλα. Η Εριφύλη είχε φορέσει τη ρόμπα της. Με σίγουρες κινήσεις ο Νικηφόρος τράβηξε το κορδόνι της ρόμπας κι έχωσε το δεξί χέρι απαιτητικό ανάμεσα στα σκέλια της. Η μεταξωτή ρόμπα γλίστρησε όπως γλιστράει η θάλασσα πάνω στη λευκή άμμο και η γύμνια της έφεγγε στο μισοσκόταδο. Τα δόντια του πίεσαν τρυφερά τον ευαίσθητο λαιμό της. Με το γόνατο την έσπρωξε ελαφρά. Έχασε εκείνη την ισορροπία της κι έπεσε πίσω στο κρεβάτι με τα φρέσκο-αρωματισμένα σκεπάσματα. Εκεί ξέσπασε και των δυο το αφρισμένο κύμα.
Τη κοίταξε με λαγνεία καθώς είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι και τον περίμενε. Το δέρμα της σταρένιο από τον ήλιο του καλοκαιριού ακόμα και ανάμεσα στα πόδια της και ένας θύσανος που ξεχώριζε. Έβγαλε τα ρούχα του και κινήθηκε προς το μέρος της. Τη χάιδεψε με το χέρι του κι εκείνη ανατρίχιασε. Κοιτάχτηκαν φευγαλέα μα τόσο επίμονα κι ακούστηκε ένας μικρός αναστεναγμός από μέρους της.
Στο φως του φεγγαριού, μέσα στην ησυχία, θα απολάμβαναν αυτό που είχε να προσφέρει ο ένας στον άλλον. Ο Νικηφόρος άγγιξε με το στόμα του το δικό της, ανάλαφρα σαν χάδι. Εκείνη αναστέναξε αχνά, και το κοιμισμένο κορμί της χαλάρωσε πάνω στο δικό του. Αν η Εριφύλη ονειρευόταν τώρα, ονειρευόταν όμορφα πράγματα, ήρεμα νερά, απαλό χορτάρι. Ο Νικηφόρος έσυρε το χέρι του στην πλάτη της, εξερευνώντας την ψηλή, λεπτή, λυγερή και δυνατή σιλουέτα της. Το κορμί του φούντωσε και άρχισε να σφύζει. Το πάθος του είχε αρχίσει να ξυπνάει. Της Εριφύλης ο πόθος έδειξε να ξυπνάει σταδιακά. Πρώτα ξύπνησε το δέρμα της, ύστερα το αίμα της, ύστερα οι μύες της, ένας ένας. Το κορμί της ήταν σε εγρήγορση προτού ξυπνήσει το μυαλό της. Βρισκόταν στην αγκαλιά του Νικηφόρου, που ήταν φουντωμένος, πεινούσε για εκείνη. Όταν το στόμα του αιχμαλώτισε πάλι το δικό της, αυτή ανταποκρίθηκε. Ήθελε να του δοθεί όσο πιο απόλυτα μπορούσε, προσφέροντας ταυτόχρονα και στους δύο την ηδονή που προσφέρει ο έρωτας όταν δεν υπάρχουν αναστολές. Τα μπράτσα της τυλίχτηκαν γύρω του, ενώ το στόμα της τρυγούσε άπληστα το δικό του. Η Εριφύλη δάγκωσε το κάτω χείλος του, το ρούφηξε, και άκουσε την ανάσα του να βγαίνει λαχανιασμένη. Το κορμί του σφίχτηκε απότομα πάνω στο δικό της  αργά, διερευνητικά, και τον άκουσε να προφέρει ξέπνοα το όνομά της, προσπαθώντας να διατηρήσει τον έλεγχο. Η γλώσσα της σύρθηκε στο λαιμό του, η αρρενωπή γεύση του τη μέθυσε. Βρήκε το σφυγμό του, που χτυπούσε το ίδιο ξέφρενα με τον δικό της. Μετακινήθηκε πάλι και αυτή τη φορά ξάπλωσε πάνω του. Το κορμί του ήταν δικό της για να το κατακτήσει. Ένα της άγγιγμα και η φωτιά φούντωνε όπως στα ξερόκλαδα του δάσους. Τον γευόταν και η υγρασία των χειλιών της τον δρόσιζε σαν τη νυχτερινή αύρα. «Πες μου τι θέλεις». Η  Εριφύλη σήκωσε το κεφάλι της και τα μάτια της άστραψαν στο φεγγαρόφωτο, σκούρα και πανέμορφα.  Η πείνα που ένιωθαν ήταν ακόρεστη. Την άρπαξε από τους γοφούς, τη σήκωσε και την κατέβασε απότομα πάνω του, μπήκε βαθιά μέσα της. Η Εριφύλη έμεινε ξέπνοη από την ηδονή. Ρίγη συντάραξαν το κορμί της, ξανά και ξανά. Ο Νικηφόρος την έπιασε από τα χέρια, έπλεξε τα δάχτυλά του με τα δικά της. Εκείνη έκανε τότε τόξο το κορμί της προς τα πίσω και παραδόθηκε στην ανάγκη της, ακολουθώντας έναν ξέφρενο, απελπισμένο, ανεξέλεγκτο ρυθμό. Ικανοποίηση, πόνος, χαρά, τη συγκλόνισαν όλα ταυτόχρονα ανεβάζοντας τη σε απίστευτα ύψη.
Βούλιαξε στο στρώμα το κορμί της κι εκείνος τη ρούφαγε αχόρταγα ενώ οι ανάσες ακούγονταν τώρα, περισσότερο. Η ατμόσφαιρα ήταν μεν καυτή αλλά στα προχωρημένα μεσάνυχτα ο Νικηφόρος νοιώθοντας μια ελαφριά ψύχρα στο γυμνό κορμί του χώθηκε κάτω από το σεντόνι να ηρεμήσει. Όμως η Εριφύλη δεν είχε ικανοποιηθεί. Άνοιξε τα σεντόνια και χώθηκε μαζί του από κάτω. 
 ..... Είχε αρχίσει πια να αχνοφέγγει. Ο σκοτεινός όγκος του απέναντι βουνού έπαιρνε σιγά σιγά ένα σκουροπράσινο με που και που καφετί πινελιές χρώμα. Η σιγαλιά της νύχτας υποχωρούσε. Οι πρώτοι ήχοι της μέρας ερχόντουσαν δειλά δειλά δηλώνοντας ότι η ζωή συνεχίζει τον αέναο κύκλο της. Αυτή την ώρα ο θείος της Άλκηστις την επιστρέφει στο εξοχικό σπίτι ευχαριστώντας την πολύ θερμά για την πολύτιμη βοήθειά της.
Με τα παντζούρια του σπιτιού κλειστά στο σπίτι επικρατεί ακόμη σκοτάδι όταν η Άλκηστις μπαίνει στο σπίτι και πατώντας στις μύτες των ποδιών της ανεβαίνει την εσωτερική σκάλα. Περνώντας μπροστά από την κρεβατοκάμαρα του ζευγαριού η πόρτα τους είναι ορθάνοικτη. Κοντοστέκεται γεμάτη περιέργεια και προσπαθεί να ξεκαθαρίσει την εικόνα που βλέπει. Στο μισοσκόταδο διακρίνει τον Νικηφόρο να κοιμάται ανάσκελα γυμνός.  
Στο άλλο άκρο του κρεβατιού αποσβολωμένη βλέπει την Εριφύλη που αναστέναξε στριφογυρίζοντας το καλοσχηματισμένο κορμί της στο μεγάλο κρεβάτι λες και κοιμόταν μόνη της, με τα πόδια ορθάνοιχτα και αν δεν κάνει λάθος και διακρίνει καλά την σκιά της, με τ' ένα χέρι σιγά-σιγά να χαϊδεύει το στήθος της και να τρίβει τις ρώγες της και με τ’ άλλο να γαμάει το μουνί της χώνοντας τα τρία δάκτυλα όσο ποιο βαθιά μπορούσε απολαμβάνοντας τις ερωτικές της φαντασίες.
«Η καριόλα ξαδερφούλα δεν χορταίνει πούτσα. Σίγουρα τον φίλο της τον Αρχιτέκτονα, σκέφτεται και τα τρελά γαμήσια που είχαν κάνει. Τον τελευταίο καιρό πριν έλθει ο Νικηφόρος της τον κάρφωνε κανονικά πολύ συχνά, καθώς γούσταρε πολύ ο ένας τον άλλο. Πιστεύω τελικά ότι της λείπει τον έχει επιθυμήσει και τώρα τον χρειάζεται να της οργώσει το μουνάκι της.»
Η Εριφύλη αντιλαμβάνεται την παρουσία της Άλκηστις σαν σκιά. Σηκώνεται προσεκτικά αργά-αργά να μην ανησυχήσει τον Νικηφόρο και πηγαίνει στην πόρτα. Έφερε το δείκτη από τα δάχτυλά της στα χείλη, κάνοντάς νόημα στην Άλκηστις να μην κάνει θόρυβο. Την παίρνει από το χέρι και την οδηγεί διπλά στο κρεβάτι του Νικηφόρου και της βάζει το χέρι να χαϊδέψει τον πούτσο του Νικηφόρου.
«Μη! Όχι ξαδέρφη! Όχι! Δεν μπορώ να το κάνω!», διαμαρτυρήθηκε η Άλκηστις και την έσπρωξε πίσω.
«Και λοιπόν τι αλλάζει Μωρό μου;» ρώτησε η  Εριφύλη που πλησίασε κοντά της. «Ήθελες να πηδηχτείς με τον Νικηφόρο χωρίς να το ξέρω και σου άρεσε πολύ αυτή η ιδέα. Έτσι δεν είναι; Ποια είναι λοιπόν η διαφορά τώρα που το ξέρω αλλά δεν με πειράζει;»
«Δεν... δεν ξέρω…», ψέλλισε η Άλκηστις προσπαθώντας να βρει τα κατάλληλα λόγια για να εξηγήσει τα μπερδεμένα της συναισθήματα.
Ήθελε σίγουρα τον Νικηφόρο αλλά τα τελευταία απομεινάρια της παλιάς ηθικής της την ανάγκαζαν να απορρίψει την ιδέα να γαμηθεί μαζί του μπροστά στην Εριφύλη! Πώς θα μπορούσε όμως να το εξηγήσει αυτό στη ξαδέρφη της;
«Μου φαίνεται πως πρέπει να μ ακούσεις λίγο», είπε σιγά η Εριφύλη στη νεαρή ξαδέρφη της. «Ήμουν κι εγώ κάποτε στην ηλικία σου. Και έζησα όλη, τα νεανικά μου χρόνια μ’ αυτές τις φοβίες και τις οπισθοδρομικές σκέψεις. Μας είχαν διδάξει και μας είχαν κάνει να το πιστέψουμε κιόλας ότι η απόλαυση του σεξ είναι κάτι βρώμικο, το ανήθικο και ότι θα έπρεπε να ντρεπόμαστε για την ευχαρίστηση που ένιωθαν τα κορμιά μας. Αλλά είναι μια απόλυτα φυσική απόλαυση και άργησα πολύ να το συνειδητοποιήσω.» 
Η Άλκηστις άκουγε πολύ προσεκτικά κάθε λέξη της ξαδέρφη της. Πρώτη φορά της μιλούσε κάποιος τόσο όμορφα...    
«Ξέρεις ξαδέρφη, μου αρέσει φοβερά το σεξ. Αλήθεια λέω! Αλλά οι ενοχές μου είναι αυτές που μου χαλάνε όλο το κέφι όταν το κάνω... Δεν αντέχω άλλο τις ενοχές μου»
«Πρέπει να κάνεις την επιλογή σου. Επιτέλους κάνε αυτό που σου αρέσει και κλείδωσε τις ενοχές σου σ’ ένα αορατο διαμερισμα του μυαλού σου!»
H Άλκηστις δεν  χρειάστηκε και πολύ για να φανερώσει τις έντονες ερωτικές επιθυμίες της, αλλά μόνο για μερικες στιγμές δίσταζε να αποφασίσει. Έγλειψε τα τρεμάμενα χείλια της, έδιωξε τις τελευταίες αμφιβολίες της και κοίταξε κατάματα την Εριφύλη.    
«Ξαδέρφη, ναι θέλω αληθινά να κάνω έρωτα μαζί του. Θέλω να με γαμήσει!»
«Τελικά το ξέρω οτι το θέλεις μωρό μου!» διαπίστωσε με ικανοποίηση η Εριφύλη.
«Ναι το θέλω και μπορώ. Δεν δίνω δεκάρα για το τι θα σκεφτούν οι άλλοι. Θέλω να το κάνω. Θέλω να νιώσω πως είναι να με γαμάει ο θεόρατος, ζουμερός αντρικός πούτσος του Νικηφόρου!»
Η Εριφύλη χαμογέλασε και είπε: «Και βέβαια μπορείς. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να μάθεις σαν γυναίκα είναι ότι δεν μπορείς να αλλάζεις γνώμη την τελευταία στιγμή οταν εχεις ερεθισει σεξουαλικα το Νικηφόρο. Δεν μπορείς να καυλώνεις τον πούτσο ενός άντρα και μετά να του λες όχι! Και εσύ τον Νικηφόρο τον έχεις καυλώσει όσο δεν φαντάζεσαι και τώρα ήρθε η ώρα να σου μάθει τι μπορείς να κάνεις με το μουνάκι σου!»
 Ως εκ θαύματος με τα πρώτα χάδια η πρωινή στύση κάνει την εμφάνιση της. Η Εριφύλη πηγαίνει αθόρυβα και κατεβάζει της ρολό-κουρτίνες σκίασης του δωματίου και στην κρεβατοκάμαρα επικρατεί αμυδρό σκοτάδι.  
Στέκεται πίσω από την Άλκηστης, άρχισε να τη χαϊδεύει για να την ηρεμήσει, πλησιάζει τα χείλη της στο αυτί και της ψιθυρίζει. «Στο είχα υποσχεθεί μωρό μου! Τώρα είναι όλος δικός σου, πιστεύω ότι ξέρεις τι πρέπει να κάνεις.» 
Αφού της γλείφει και της δαγκώνει απαλά το αυτί, της βγάζει το φουστάνι πάνω από το κεφάλι, της χαϊδεύει την ραχοκοκαλιά με τον δείκτη του χεριού της μέχρι την σχισμή του κώλου. Στη συνέχεια της κατεβάζει την κιλότα και την βοηθάει να την ξεπεράσει από τα πόδια της. Η Άλκηστις στηθόδεσμο δεν φορούσε έχει μείνει γυμνή συνεχίζοντας να χαϊδεύει την πούτσα του Νικηφόρου. 
Ο Νικηφόρος αναδεύεται και μέσα στο μισοσκόταδο και στα ξυπνητούρια του βογκάει από καύλα και  νομίζοντας ότι είναι η Εριφύλη του, της πιάνει το κεφάλι και της το σπρώχνει προς τα κάτω για να πάρει όλο το πρησμένο όργανο του. Η Εριφύλη κάνει νόημα στην Άλκηστις να ανέβει στο κρεβάτι. Ο Νικηφόρος χρειάστηκε λίγα δευτερόλεπτα για να καταλάβει ότι αυτή η λεπτή φιγούρα ήταν η Άλκηστις, οπότε δε χρειάστηκε καν να ρίξει μια ματιά στο πρόσωπό της για να την αναγνωρίσει. Αυτό που άφησε άναυδο τον Νικηφόρο ήταν το γεγονός ότι η Άλκηστις ήταν εντελώς γυμνή και οι δυο γυναίκες έδειχναν ευχαριστημένες. Αλλά η εικόνα του πούτσου του στο στόμα της Άλκηστις τον συγκλόνισε. Τα γεγονότα έτρεχαν τόσο γρήγορα στο μυαλό του Νικηφόρου. Πρώτα η Άλκηστις, να παίζει το καυλί του με τα υπέροχα μακριά της δάχτυλά και μετά η Εριφύλη του σχεδόν να τον παρακαλάει να πηδήξει την ξαδέρφη της!
Ο Νικηφόρος δε μπορούσε να το πιστέψει. Κοίταξε την Εριφύλη για να δει την αντίδρασή της, αλλά μπορούσε να δει μόνο τα μεταξένια καστανοκόκκινα μαλλιά στο πίσω μέρος του κεφαλιού της.
Ο Νικηφόρος σκεφτόταν ότι ζούσε ένα υπέροχο όνειρο. Όλες του οι φαντασιώσεις ακόμα και οι πιο κρυφές του επιθυμίες γινόντουσαν πραγματικότητα. Η Εριφύλη του τραβήχτηκε στο πλάι κάνοντάς του χώρο να ανέβει πάνω στην καυλωμένη κορμάρα της ξαδέρφης τους!
«Μωρό μου, δεν μπορώ να το πιστέψω!» της λέει.
Ακριβώς τότε, ένιωσε το μουνί της Άλκηστις να αναζητάει τον πούτσο του που τον πίεζε αποφασιστικά. Ο Νικηφόρος δε σκέφτηκε καν τι προκαλούσε τη διέγερση της ξαδέρφης τους, και βούτηξε να γλείψει το πίσω μέρος του λαιμού της, ένα από τα γνωστά αδύναμα σημεία στις γυναίκες. Η γλώσσα του τρελαινόταν με το δέρμα της, καθώς η Άλκηστις, αναζητούσε επαφή με τον πούτσο του και άρχισε να αναπνέει βαριά.
Ο Νικηφόρος ήταν αποφασισμένος να γαμήσει καλά την Άλκηστις. Ήθελε να της δείξει ότι δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός. «Και οι δύο το θέλουμε αυτό μωρό μου. Είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον.» της ψιθύρισε επιθετικά στο αυτί της, καθώς τα χέρια του περιπλανιόταν ανεξέλεγκτα στο σώμα της. 
Το μυαλό της δε μπήκε στον κόπο να αναρωτηθεί, γιατί το μουνί της είχε πάρει τώρα φωτιά, με τις αισθήσεις της γυμνής του σάρκας πάνω στη δική της να εκτοξεύουν σπίθες μέσα της. Ήταν τόσο υγρή που χρειάστηκαν μόλις λίγα δευτερόλεπτα για να καλυφθεί ο πούτσος του Νικηφόρου με τους χυμούς της. Βρισκόταν σε ηδονική έκσταση και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να αναστενάζει, βογκώντας απαλά κάθε τόσο, και να συνεχίζει να κουνάει τους γοφούς της, προσπαθώντας να ξύσει τη φαγούρα που έκαιγε βαθιά μέσα της.
«Αυτό το μουνί είναι τόσο υγρό για μένα, μωρό μου. Θα το λατρέψεις αυτό!»
Ο Νικηφόρος βογκούσε καθώς η άκρη του πούτσου του ευθυγραμμίστηκε με το άνοιγμά της. Έσπρωξε μέσα... Ο Νικηφόρος είχε μετακινήσει τα χέρια του ώστε να κρατούν και τα δύο τα βυζιά της Άλκηστις. Είχε περιμένει το μουνί της να προσαρμοστεί στο κεφάλι του και τώρα πίεζε αργά το ένα εκατοστό μετά το άλλο μέσα στο σφιχτό μουνί της
«Μμμ!... Θεέ μου!» Φώναξε η Άλκηστις. Έπιασε σφιχτά τα σεντόνια, τραβώντας τα για να κρατηθεί. Δεν είχε νιώσει ποτέ τόση ηδονή. Ο Νικηφόρος είχε ήδη περάσει το πιο βαθύ σημείο που είχε φτάσει ποτέ οποιοσδήποτε από τους δύο προηγούμενους φίλους της, για να λέμε την αλήθεια, και εξακολουθούσε να την ταΐζει περισσότερο! 
«Γαμώτο, αυτό το μουνί είναι σφιχτό! Δεν πειράζει, θα είναι πολύ πιο χαλαρό τώρα που θα το γαμήσω.»
Ο Νικηφόρος συνέχισε να πιέζει μέσα της. Μετά από μερικά ακόμα εκατοστά έφτασε τελικά στο κατώτατο σημείο μέσα της.
«Γαμώτο, είναι τόσο μεγάλο! Τόσο μεγάλο!» βογκούσε η Άλκηστις.
«Ναι μωρό μου, αισθάνεσαι καλά, έτσι δεν είναι;» Ο Κώστας άρχισε να βγάζει τον πούτσο του και να τον ξαναβάζει μέσα, απολαμβάνοντας σιγά σιγά αυτό το σφιχτό  μουνάκι.
«Μμμ!»... βογκούσε η Άλκηστις καταφατικά. Δεν κουνιόταν, άφηνε τον Νικηφόρος να κάνει όλες τις αργές ωθήσεις!
«Μπα, θέλω να σε ακούσω να το λες. Θέλω να μου πεις πόσο πολύ θέλεις αυτόν τον πούτσο,ς» τη είπε και σταμάτησε τις ωθήσεις του.
Η Άλκηστις δάγκωσε δυνατά το κάτω χείλος της, μέχρι που δεν άντεξε άλλο.
«Ναι! Είναι γαμημένα καταπληκτική αίσθηση! Δεν με έχουν ξαναγεμίσει έτσι!»
«Λοιπόν, θέλεις να συνεχίσω να σε γαμάω; Ή θέλεις να σταματήσεις τώρα αμέσως;»
«Όχι, σε παρακαλώ, δώσ' το μου!»
«Ικέτευε για το καυλί μου...
«Σε παρακαλώ, δώσε μου αυτή την γλυκιά ψωλή!»
Η Άλκηστις ένιωσε φωτιές ηδονής καθώς ο Νικηφόρος άρχισε να την εμβολίζει δυνατά.
«Ω, Θεέ μου, ναι... γαμώ το κέρατο σου τι πούτσος είναι αυτός;»
Ο Νικηφόρος τη σήκωσε και την έβαλε στα τέσσερα. Κανονικά δεν της άρεσε να τη γαμάνε έτσι, αλλά ο τρόπος που ο Νικηφόρος είχε πάρει τον πλήρη έλεγχο, την εξιτάρισε. Δεν υπήρχε περίπτωση να πει όχι. Η Άλκηστις έβγαλε ένα δυνατό βογκητό καθώς έβαζε ξανά τον μεγάλο πούτσο του μέσα της και άρχισε να τη γαμάει ανελέητα. Ένιωθε το μουνί της να αλλάζει μέγεθος, να αλλάζει για να προσαρμοστεί στο πούτσο. Έβγαλε μάλιστα ένα χαρούμενο στρίγκλισμα καθώς της χτυπούσε τον κώλο. Την γαμούσε τόσο καλά, που άρχισε να νιώθει έναν εξαιρετικά ισχυρό οργασμό να χτίζεται μέσα της
«Ω, Θεέ μου, θα τελειώσω... τόσο γρήγορα! Θα με κάνεις να τελειώσω τόσο γρήγορα!
«Ναι, έτσι... τελείωσε πάνω στο γαμιά σου»... βρυχήθηκε καθώς την χαστούκιζε ξανά.
Η Άλκηστις με μια δυνατή κραυγή, έχυσε πάνω στον πούτσο του.
Ωστόσο, εκείνος δεν είχε τελειώσει ακόμα. Τη γύρισε ανάποδα και άρχισε να τη γαμάει ιεραποστολικά. Η Άλκηστις τύλιξε ενστικτωδώς τα χέρια και τα πόδια της γύρω από τη μυώδη πλάτη του, τραβώντας τον μέσα της. Δεν πρόσεξε ούτε έλεγξε τις λέξεις που είπε στη συνέχεια, μέχρι που τις άκουσε η ίδια.
«Θεέ μου, ναι, κάνε με το πουτανάκι σου!»
Ο Νικηφόρος χαμογέλασε καθώς την κοίταζε βαθιά μέσα στα πλημμυρισμένα από ηδονή μάτια της.
«Σε ποιον ανήκει αυτό το μουνάκι; Πες μου, τσουλίτσα μου»...
«Σε σένα. Είναι δικό σου. Δικό σου»...
Τελείωσε ξανά. Σκληρά. Η Άλκηστις δε μπορούσε να πιστέψει αυτά που έλεγε, αλλά το ένιωθε τόσο φυσικό, τόσο σωστό. Κούνησε τους γοφούς της πάνω του καθώς εκείνος συνέχιζε να τη γαμάει. Ακουγόταν τόσο δυνατά, το χτύπημα της σάρκας πάνω στη σάρκα, που ενισχύθηκε από τον ανάμεικτο ιδρώτα των κορμιών τους.
Της φάνηκε μια ευτυχισμένη αιωνιότητα, μέχρι που ο Νικηφόρος διπλασίασε το ρυθμό του και άρχισε να βογκάει, δηλώνοντας ότι θα τελείωνε.
«Ναι μωρό μου, τελείωσε στο μουνάκι μου! Γέμισε το» ικέτευε, με τα λεία, μαυρισμένα πόδια της να κουνιούνται στον αέρα. Με έναν βρυχηθμό, ο Νικηφόρος άρχισε να εκτοξεύει το τεράστιο φορτίο του μέσα της. Η Άλκηστις δεν είχε ξανανιώσει ποτέ τόσο καυτό σπέρμα στο μουνί της, η αίσθηση αυτή της προκάλεσε έναν ακόμη οργασμό. Είχε γεμίσει τόσο πολύ με σπέρμα που άρχισε γρήγορα να στάζει από μέσα της, στον κώλο της και στο κρεβάτι. Ο Νικηφόρος έσκυψε σε αυτήν και το ζευγάρι άρχισε να φιλιέται για άλλη μια φορά, με λιγότερη ένταση αυτή τη φορά. 
 .....Η σκέψη της Εριφύλης πέρασε καυτερή απ' το μυαλό του, κι έκλεισε τα μάτια μ’ έναν αθέλητο μορφασμό. Κι αμέσως μετά συνειδητοποίησε πως η Εριφύλη στεκόταν στην πόρτα και τους παρακολουθούσε χαμογελώντας. Γύρισε και την κοίταξε.
«Πάντα έλεγα πως το πρωινό γαμήσι είναι το καλύτερο. Τα επίπεδα της τεστοστερόνης είναι τα υψηλότερα από οποιαδήποτε άλλη ώρα της ημέρας, οπότε το σεξ είναι εγγυημένα καλό. Κατεβείτε τώρα για το κανονικό πρωινό.» Τους είπε η Εριφύλη και τους άφησε πίσω της κολλημένους ακόμη.
Ο Νικηφόρος η μόνη ενοχή που ένιωθε για την ώρα, ήταν ότι δεν ένιωθε καθόλου ένοχος. Σαν να είχε πάρει κάτι που ήταν δικαιωματικά δικό του, που του το χρωστούσε η μοίρα, και κανείς δε θα μπορούσε να του το αμφισβητήσει. Δεν μίλησε παρά μόνο κράτησε το υπέροχο και ευαίσθητο αυτό πλάσμα, σιωπηλός μέσα στην αγκαλιά του. Της άρεσε η κίνηση του και την έκανε να γαντζωθεί σφιχτά πάνω του, να του γεμίσει την αγκαλιά.  
Τα νύχια της καρφώθηκαν στην πλάτη του. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα τελειώσει αυτή η επαφή.  
«Είσαι ο καλύτερος ξάδελφος του κόσμου.» Τον άφησε εκεί και πήγε να κάνει ένα ντους και να ντυθεί.
Το αυτοκίνητο της Εριφύλης ακούστηκε να φτάνει στην αυλή. Ο Νικηφόρος ανέβηκε στον όροφο και μπήκε στο μπάνιο, όταν η Άρτεμις είχε ήδη τελειώσει το μπάνιο της και κατέβαινε στο ισόγειο.
Η Εριφύλη κατέφθασε γελαστή περιποιημένη, δείχνει φρέσκια και κομψή αν και φορτωμένη από το σούπερ μάρκετ. Η Άλκηστις κατέβηκε στην αυλή να βοηθήσει την ξαδέρφη της. Εκεί είδε ότι η Εριφύλη είχε παρέα. 
Ήταν μαζί της και η Φαίδρα.
 ...Ήταν η Φαίδρα.
«Έχει κάποιο πρόβλημα με το αυτοκίνητο της το άφησε το συνεργείο και με παρακάλεσε να την μεταφέρω. Δέχτηκα με την προϋπόθεση ότι θα μας κάνει παρέα για ένα καφεδάκι πριν πάμε για μπάνιο και να μας πει τα κουτσομπολιά του χωριού από πρώτο χέρι. Ήρθε μαζί και η κόρη της η Δανάη, την αφήσαμε περνώντας απ' το σπίτι τους και θα μας συναντήσει στη παραλία.»
Την ώρα που ο Νικηφόρος κατέβαινε στο σαλόνι η Φαίδρα ετοιμαζόταν να φύγει.
«Καλημέρα σας κύριε Νικηφόρε.» Τον καλημερίζει με φωνή γλυκιά, ζεστή.
«Μ' όλο το θάρρος Φαίδρα, εντάξει όταν αποκαλείς τον άλλο «κύριε» επιβάλλεται ο πληθυντικός της ευγένειας…. Αλλά μεταξύ μας με κανείς να νοιώθω αποξενωμένος από τον τόπο μ’ αυτά τα…. ευγένειας. Ξένος ήμουν που ήρθα γαμπρός δεν λέω αλλά τώρα νοιώθω κομμάτι του τόπου πλέον.»
«Όπως αγαπάς Νικηφόρε μου. Για σας! Ευχαριστώ για την εξυπηρέτηση και για τον καφέ.» Και γυρίζοντας στην Εριφύλη της τονίζει το ρεζουμέ από την τελευταία τους κουβέντα στον καφέ. 
«Στο χωριό δεν χρειάζεται να δώσει κανείς δικαίωμα. Είναι άγραφος νομός το κουτσομπολιό. Είναι το οξυγόνο μας. Αυτό και η τηλεόραση. Τα λέμε στην παραλία….»
«Όπως αγαπάς Νικηφόρε μου. Εεε.» Λένε μ’ ένα στόμα η Εριφύλη και η Άλκηστις… και ψάχνουν να πιάσουν κόκκινο. 
«Μας αρέσει η Sigourney Weaver… ποιος να το λέγε. Για πρόσεχε γιατί θα σου δέσω το παλαμάρι φιόγκο με τις μπάλες του. Εξηγηθήκαμε;» Του λέει η Εριφύλη και κουνάει το κεφάλι με κατανόηση ότι συμφωνεί και η Άλκηστις.
«Κορίτσια ήρεμα γιατί τα χρειάζεστε.»
«Τα χρειαζόμαστε; Αμ δε! τα φανταράκια ακόμη στο χωριό είδα ότι είναι.»
«Καλά παραδίνομαι. Κάποια άλλη επιθυμία σας.»
«Με ειδοποίησαν ο Θρασύβουλος με την Αντιγόνη ότι θα μείνουν και το σαββατοκύριακο στου Βρασίδα, θέλουν να πάνε την Κυριακή το πρωί στο μοναστήρι στη Θεία λειτουργία και μετά θα γυρίσουν. Μου λείπουν τα παιδιά αλλά…»
«Και μένα μου λείπουν»  συμπληρώνει ο Νικηφόρος. 
«Αλλά; Τι εννοείς αλλά;.» Ρωτάει την Εριφύλη.
«Παρασκευή σήμερα, έχουμε ακόμη δυο καυτές μέρες και νύχτες μπροστά μας… κριαράκι μου και το κοπάδι σε χρειάζεται ντούρο.»
«Χωρίς βοήθεια από την κουρτίνα;»
«Χωρίς βοήθεια. Μαζέψου μην το παρακάνουμε.»
Παρασκευή λοιπόν μεσημεράκι και η παρέα τους εκμεταλλευόμενη την ηλιόλουστη ημέρα βρίσκεται στην μικρή εσωτερική σχεδόν «ιδιωτική» αμμουδιά για μπάνιο με μάρτυρα μόνο τον ήλιο και το κύμα.  Η θάλασσα μπροστά τους αστράφτει. Η ζέστη του μεσημεριού πυρπολούσε την ακτή. Πράγματι, ο καιρός ήταν θαυμάσιος. Ένας καιρός ηδονικός και, όπως λέγουν, θείος. Ο ήλιος έλαμπε και θέρμαινε τα πάντα, τον ουρανό, τη θάλασσα, την όμορφη παραλία τους, και τούς λιγοστούς λουόμενους. Όλοι τους ήταν χαρούμενοι. Ο Νικηφόρoς ξαπλωμένος στη χρυσή άμμο απολαμβάνει τον ήλιο του Αυγούστου και φορτίζει την εσωτερική του μπαταρία θαυμάζοντας τα καλλίγραμμα κορμιά της γυναικείας παρέας του!
Εκείνη την ώρα έπιασε τον εαυτό του να κοιτάζει και να απολαμβάνει τα φανερά θέλγητρα και τις αρμονικές καμπύλες απ' τα τέσσερα γοητευτικά πλάσματα  που δεν είχαν μπει στο νερό και τον περίμεναν. Ήταν εκπληκτικές και διεγείρουν ακόμη περισσότερο τις ήδη ζωηρώς διεγερμένες αισθήσεις του. Τέσσερις γυναίκες «μπουκιά και συχώριο.» Το κορμί της Εριφύλης το ήξερε βέβαια, σπιθαμή προς σπιθαμή, ένα είκοσι οκτάχρονο άγριο θηλυκό που σε καθηλώνει με τα οπίσθια «κόλαση» Η Άλκηστις είκοσι ενός ετών μ’ ένα πανέμορφο, γυμνασμένο και πολύ θηλυκό σώμα. Η Φαιδρά στα τριάντα πέντε της χρόνια μια σκληροτράχηλη αλλά πανέμορφη γυναίκα. Η Δανάη όμως ήταν το κάτι άλλο, ένα δεκαοκτάχρονο θηλυκό με σώμα που κόβει την ανάσα και καμπύλες που θα ζήλευε κάθε θηλυκό για να σε στείλει κατευθείαν στην κόλαση! Κολύμπησε όσο μπορούσε προς το μέρος της για να 'ναι παρών όταν εκείνη έβγαινε στην επιφάνεια για να ρίξει μια κλεφτή ματιά στη λάμψη της υγρής της σάρκας, της πασπαλισμένης με νερό και ήλιο.Τα μάτια του είχαν ακινητοποιηθεί εκεί! Τίποτε δεν τον εμπόδιζε να κοιτάζει. Κανείς δεν μπορούσε να του απαγορέψει να τη βλέπει!  Συνέχισε ανενόχλητος την οπτική του, απόλαυση ατενίζοντας και πάλι τη Δανάη, που κολυμπούσε τώρα ύπτιο, απαλά στην ήρεμη θάλασσα. Η θέα του τρυφερού νεανικού κορμιού τίναξε σαν ηλεκτρικό ρεύμα τον ήδη πρησμένο πούτσο του.
«Κύριε Νικηφόρε… συγγνώμη… Νικηφόρε… έχουμε μια συζήτηση με τα κορίτσια για ένα πρόγραμμα που αφορά την σωτηρία της ψυχής μας…. Για λεπτομέρειες θα στα πει καλύτερα η Εριφύλη…» Τον προσγείωσε απότομα η Φαίδρα στην πραγματικότητα.
Τα κορίτσια σαν θρησκευόμενες με την προτροπή της Φαίδρας αποφάσισαν να συμμετάσχουν στην αγρυπνία που έχει οριστεί για τις 21:30 το βράδυ στο κοντινό μοναστήρι από τις μοναχές του μοναστηριού και να ενώσουν τις προσευχές τους υπέρ υγείας στις οικογένειες τους και για να ευχηθούν γαλήνιες θάλασσες στους συντρόφους τους εκεί που ταξιδεύουν στους ωκεανούς.
Η Εριφύλη εξήγησε του Νικηφόρου ότι θα αναχωρήσουν νωρίς το απόγευμα θα πάνε να πάρουν από του θείου Βρασίδα και την Αντιγόνη να συμμετάσχει και αυτή στην αγρυπνία. 
Με το πέρας της αγρυπνίας, θα μείνουν το Σάββατο στο πάνω χωριό στο θείο Βρασίδα. Η Φαιδρά έχει συγγενείς επίσης στο επάνω χωριό να μείνει. Θα παρακολουθήσουν όλοι μαζί την πρωινή κυριακάτικη μοναστηριακή λειτουργία και θα επιστρέψουν στην παράλια Κυριακή μεσημέρι. Ζητούν μαζί με την άδεια του και την ευχή του.
Μετά το θαλάσσιο μπάνιο ο Νικηφόρος έκανε στα κορίτσια το τραπέζι στην γνωστή οικογενειακή ταβέρνα. Τελειώνοντας το γεύμα και λίγο πριν αναχωρήσουν από την ταβέρνα η Άλκηστις παραπονέθηκε ότι αισθάνεται αυξημένη κούραση, εξάντληση, ατονία και της φαντάζει βουνό να φέρει εις πέρας τις υποχρεώσεις της αγρυπνίας.
Για να έχουν τον άνετο χρόνο μπροστά τους ώστε να πάνε να παραλάβουν και την Αντιγόνη τα κορίτσια αποφάσισαν να αναχωρήσουν σύντομα. 
Μετά από μια μικρή διαβούλευση συμβουλεύουν την Άλκηστις ότι εάν νοιώθει ότι θα ταλαιπωρηθεί καλό θα ‘ναι να μείνει και να μην πάει μαζί τους. 
«Άλλωστε δεν θα ‘ναι μοναχή της είναι και ο Νικηφόρος για να την προσέχει.» Πληροφόρησε την παρέα η Εριφύλη μένοντας πίσω την ώρα που η Φαίδρα με την Δανάη έμπαιναν στο αυτοκίνητο περιμένοντας και την Εριφύλη.
Αναχωρώντας και η Εριφύλη τονίζει με νόημα στο Νικηφόρο χαμηλόφωνα να μην ακούσει η Φαίδρα και η Δανάη. «Να μου περιποιείσαι καλά την ξαδέλφη γιατί θα το μάθω αν δεν την προσέχεις και την θα την έχεις άσχημα!», είπε, ενώ το χέρι της τον χάιδεψε ανάμεσα στους μηρούς του όπως τον αποχαιρετούσε.
«Μην ανησυχείτε τους τονίζει με έντονο τόνο ο Νικηφόρος αν είναι αναγκαίο και χρήσιμο θα την πάω στο χωριό στο γιατρό. Αχρείαστος να ‘ναι.» Και αφού κατευόδωσε τα υπόλοιπα κορίτσια ο Νικηφόρος γύρισε στο σαλόνι.
«Θησαυρέ γιατί έγινες μελαγχολική. Τι συμβαίνει; Έγινε κάτι;» Ρωτάει την Άλκηστις
«Δε νιώθω και πολύ καλά αλλά εντάξει..»
«Τι έγινε, θες να μου πεις;»
«Όχι!»
« Εντάξει, όταν είσαι έτοιμη, εγώ θα είμαι εδώ για σένα!»
Σιωπή, για λίγη ώρα. «Σαν αποχαυνωμένος από ερωτική επιθυμία την κοιτούσες..... ξελιγωμένος»
«Τι λες ματάκια μου δεν σε καταλαβαίνω.»
«Αυτό το  νυμφίδιο την Δανάη που το έπαιζε εύκολη, ήδη από τα δεκαπέντε της. ... Μια τσούλα ξενέρωτη είναι που σε κοίταζε σαν ξελιγωμένη λυσσάρα.» αναφώνησε η Άλκηστις και τα µάτια της έγιναν μεγάλα σαν πιάτα του γλυκού.
«Και εγώ τι φταίω.»
«Όσο εκείνη το έπαιζε ναζιάρα και σκερτσόζα, με τα μάτια γαμιόσασταν. Για αυτό άνοιξες λάκκο στην παραλία στην άμμο για να κρύψεις τον ανδρισμό σου και να μη πάρουμε χαμπάρι τις καύλες σου; Και αυτή συνεχώς να αλλάζει στάση ανοιγοκλείνοντας τα πόδια της, προσφέροντας το μουνί της κάθε τρεις και λίγο βορά στα μάτια σου.»
«Αμ έτσι πες μου. Τώρα δικαιολογούνται οι ατονίες που φαντάζουν βουνό.»
«Θα μου είναι πάντα δύσκολο να σου λέω τι αισθάνομαι, αν και νομίζω ότι ξέρεις ήδη τι αισθάνομαι για σένα.».
«Ηρέμησε κοπέλα μου πολύ δραματική δεν έγινες;. Χωρίς λόγο.»
«Ίσως είμαι λίγο υπερβολική, αλλά να ζηλεύω. Και απ' το βλέμμα που της έριχνες κατάλαβα τον πόθο σου.»
«Και τι περιμένεις από εμένα;!»
«Σου άρεσε ε;!»
«Συγνώμη, τι να κάνω; Εγώ φταίω που είναι ένα καυλιάρικο νυμφίδιο; Η αλήθεια δεν φιμώνεται»
«Τέλος πάντων. Ας όψεται που δεν μπορώ να σου κρατήσω μούτρα»
«Εδώ που τα λέμε είναι καλή!»
«Γιατί… επειδή τα δείχνει; Αν τα πετούσα κι εγώ έξω θα με κοιτούσες έτσι;!»
«Δε δοκιμάζουμε;!» Της πρότεινε αστειευόμενος.
«Σ’ αγαπάω! » Τον κοίταξε του έδωσε ένα φιλί και ο Νικηφόρος της άνοιγε την αγκαλιά του κι αυτή κούρνιασε εκεί σαν ερωτευμένο κοριτσάκι...
Ήταν η στιγμή που αρχίζει η σχέση τους να έχει μια ένταση κι ένα πάθος πρωτόγνωρο και για τους δύο. Αυτός την ερωτεύτηκε για το χαμόγελό της κι αυτή του το μετέδιδε με πείσμα. Αυτός την λάτρεψε για τη λάμψη των ματιών της κι αυτή κοιτούσε μόνο αυτόν. Εκείνος θα της χαρίσει νύχτες πάθους κι αυτή του παραδίνεται άνευ όρων!
«Ο έρωτας Μωρό μου δεν είναι λόγια. Είναι στιγμές. Δεν εξηγείται, απλά τον ζεις. Είναι πάθος. Είναι πόθος. Είναι φαντασία. Μην ψάχνεις το για πάντα, δεν ωφελεί. Ζήσε τον  κι όπου σε βγάλει. Μην έχεις άμυνες, μην έχεις αντιστάσεις. Παραδώσου στη δύναμή του κι απόλαυσε τη διαδρομή! Ο έρωτας μωρό μου είναι γλέντι.» Της λέει ο Νικηφόρος, και τη φίλησε απαλά στα χείλη.
 ...Το ηλιοβασίλεμα που ήταν υπέροχο τους βρήκε αραχτούς στην μεγάλη βεράντα του ισογείου να απολαμβάνουν το δροσιστικό cocktail τους. Τα αραιά λίγα σύννεφα στον ορίζοντα και τα νερά πήραν χρώματα ζωντανά, εκεί που ήταν προηγούμενα ωχρά. Ασφάλισαν το ισόγειο και ξεκίνησαν για τα δώματα. Ανέβηκαν την σκάλα όπως την είχαν κατεβεί την τελευταία φορά. Η Άλκηστις τον αγκάλιασε απ 'το λαιμό κι εκείνος την τράβηξε πάνω του. Τα πόδια της γαντζώθηκαν στη μέση του και κόλλησε τόσο σφιχτά πάνω του όταν ο Νικηφόρος άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα. Τον ένιωθε ερεθισμένο και τόσο περισσότερο τον φιλούσε, της είχε ξυπνήσει μέσα της τον πόθο, και την ανάγκη για να τον κατακτήσει. Βγήκαν στο επάνω μπαλκόνι και την απώθησε απαλά στο δάπεδο. Τα αραιά σύννεφα αναχωρώντας ανατολικά παιχνίδιζαν στην επιφάνεια των νερών παίζοντας ερωτικό παιχνίδι. Ήταν τόσο γοητευτικά…
Όταν ο ήλιος βυθίστηκε μέσα στη θάλασσα, τους βρήκε για λίγο ακόμα όρθιους στα κάγκελα του μπαλκονιού απ’ όπου τον αποχαιρέτησαν ατενίζοντας  τ’ ασημένια νερά του κόλπου που καθρέφτιζαν τ’ αστέρια του νυχτερινού ουρανού. Ο Νικηφόρος ήρθε και στάθηκε πίσω της ατενίζοντας την θέα μπροστά τους. Την τράβηξε κοντά του σφίγγοντας την στην αγκαλιά του. Την έσφιξε περισσότερο πάνω του και η Άλκηστις έκλεισε τα μάτια συνειδητοποιώντας εκείνη τη στιγμή πόσο πολύ τον ήθελε.
Μπροστά τους απλωνόταν ο στενόμακρος μυχός του εσωτερικού θαλάσσιου κόλπου και στο βάθος οι παραλίες στις ανατολικές και βόρειες ακτές του μεγάλου κόλπου με της πανύψηλες βουνοκορφές στην περιοχή Ακρωτήρι.
Σκοτείνιασε όταν αποφάσισαν να περάσουν στην κρεβατοκάμαρα. Στον ουρανό βγήκαν τα άστρα και το φεγγάρι, που ήταν κείνη τη βραδιά τρία τέταρτα, φωτεινό και καθαρό. Κοιτάχτηκαν χαμογελώντας απόλυτα ικανοποιημένοι και οι δυο.
«Έλα!» Ευλαβικά σχεδόν την οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα του. Νιώθει το χαμόγελό της και χαμογελάει κι αυτός. 
 Ξημέρωσε. Το φως της μέρας έπαιρνε τη θέση του στον πανέμορφο θαλάσσιο οικισμό. Τ’ άστρα και η σελήνη κρύφτηκαν κι ένας πρωινός φωτεινός με μπλε χρώμα ουρανός έκανε την εμφάνισή του σε λίγο. Και η γραμμή του ορίζοντα εξαφανίζεται, αφήνοντάς σε να αναρωτιέσαι πού τελειώνει η θάλασσα και πού ξεκινά ο ουρανός της. Το φως του ήλιου, που έμπαινε από το ανατολικό παράθυρο. Δίπλα του κοιμόταν βαθιά η Άλκηστις σε μία πολύ σέξι στάση. Τράβηξε απαλά το σεντόνι και βάλθηκε να την κοιτάζει. Το φως του ήλιου έπεφτε στο κορμί της και το φώτιζε. Στο φως της ημέρας ήταν πολύ πιο όμορφη. Η επιδερμίδα της ήταν αλαβάστρινη. Τα στήθη της στητά, υπέροχα θα μπορούσε να συγκριθεί ακόμη και με την Εριφύλη. Μόνο που η Άλκηστις ήταν είκοσι ενός ετών και η Εριφύλη είκοσι οκτώ. Και εκείνος τριάντα τρία. Σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο. 
Η Άλκηστις ξύπνησε στο διπλό κρεβάτι με μια ευεξία που είχε να νιώσει από γυμνασιοκόριτσο, τότε που ξημέρωνε η πρώτη μέρα των διακοπών. Το πρωινό είχε αρχίσει να προχωρεί και μια τετράγωνη λωρίδα Ήλιου εισχωρούσε σαν προβολέας από το παράθυρο. Άλκηστις γύρισε πλευρό, άπλωσε το χέρι της, δεν τον βρήκε και άνοιξε τα μάτια της, νυσταγμένα. Μόλις τον είδε, ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό της.
Έγειρε πίσω και την κοίταξε στα μάτια. Ήταν φανερό ότι περίμενε να ακούσει κάποιο σχόλιο από το στόμα της. Η Άλκηστις μπήκε σε επιφυλακή αναζητώντας κάποια ένδειξη στο πρόσωπο του, τι είναι αυτό που θέλει ν’ ακούσει.
«Χθες το βράδυ.» ρώτησε ο Νικηφόρος «ένιωσες τόσο όμορφα όσο ένιωσα και ‘γω;»
Η ανακούφιση την έλουσε σαν ζεστό κύμα. Ο Νικηφόρος ζητούσε επιβεβαίωση για να συγκρίνει την απόδοση του εάν ήταν αντάξια των προσδοκιών της.
Η Άλκηστις πήρε ένα πονηρό χαμόγελο και απάντησε:
«Εάν τα μισά απ' ό,τι θυμάμαι είναι αλήθεια, δεν τολμάω ούτε να τα πω. Ακόμη μουδιασμένο είναι!» του είπε χαμογελώντας δείχνοντάς το μουνάκι της.
«Ε, το ταλαιπωρήσαμε πολύ εχθές. Και δεν ήταν μαθημένο στο ζόρισμα, το καημένο».
«Σήμερα θα το ταλαιπωρήσουμε;» Τον ρώτησε παιχνιδιάρικα.
Ο Νικηφόρος πλημμύρισε ανακούφιση και χαρά. Σηκώθηκε όρθιος. 
«Και τώρα δεν πάμε να πάρουμε πρωινό;» Πρότεινε ο Νικηφόρος. «Πεινάω σαν λύκος!» Συμφώνησαν και οι δύο, φόρεσαν κάτι πρόχειρο και κατέβηκαν στην Κουζίνα. Η Άλκηστις, έκανε πάλι τα μαγικά της και το πρωινό ήταν σε λίγο έτοιμο. 
«Μετά το πρωινό θα ανέβουμε στο χωριό, ξέρω ένα κρεοπωλείο με βιολογικό μοσχάρι.. το φέρνει από το πάνω χωριό… να το προλάβουμε πριν εξαντληθεί.»
Ήταν ένα όμορφο πρωινό και η Άλκηστις είχε μια λάμψη στο χαμογελαστό πρόσωπο της, σημάδι ότι είχε σηκωθεί ικανοποιημένη από το κρεβάτι του άνδρα που ποθούσε φορώντας ένα μίνι κρεμ φόρεμα με ανοιχτή πλάτη που τρελαίνει κόσμο. Τα βλέμματα θαυμασμού και ζήλιας των περαστικών γέμιζαν ικανοποίηση τον Νικηφόρο γιατί δεν είχε καμία αμφιβολία για το ποιος ήταν υπεύθυνος για τα συναισθήματα της.
Σάββατο… γυρίζοντας από το χωριό μαρινάρισαν το κρέας το έβαλαν στο ψυγείο και αναχώρησαν για την παράλια …δυο βήματα από το σπίτι…. να ζήσουν ξένοιαστες στιγμές στην ηλιόλουστη θάλασσα. ...Αργά το μεσημέρι επέστρεψαν στο σπίτι. Ο Νικηφόρος ετοίμασε το μπάρμπεκιου και η Άλκηστις έστρωσε το τραπέζι. Είναι ήδη αργά απόγευμα. Μόλις έχουν τελειώσει το γεύμα τους και η Άλκηστις τον αφήνει μονάχο του στο τραπέζι και τρέχει να αναπαύσει το κορμί της στον μεγάλο καναπέ του σαλονιού. «Έχω αυτή τη γλυκιά κούραση που θέλω να λιποθυμήσω μπρούμυτα στα πλακάκια εκεί ακριβώς που είσαι και να με πάρεις αγκαλιά.» Του λέει…
«Είναι αυτή η γλυκιά αίσθηση που με γαργαλάει… είναι ο άνεμος στο πρόσωπό μας, οι μυρωδιές, η  θάλασσα και ο ήχος των κυμάτων…. Που με νανουρίζει γλυκά. Δώσε λίγο χρόνο χαλάρωσης που θα μου δώσει ενέργεια και ζωντάνια…» Του συνεχίζει.
«Μωρό μου χαλάρωσε λοιπόν και σχεδίασε τι ωραία πράγματα θα κάνουμε τις υπόλοιπες ώρες που είμαστε μαζί.» Της απαντάει.
Έτσι η Άλκηστις χαλάρωσε, άφησε τον εαυτό της ελεύθερο και σε λίγο ένα άσπρο σύννεφο την ταξίδεψε…. και πολύ σύντομα βυθίστηκε σε έναν βαθύ γλυκό ύπνο…
Η  Άλκηστις όχι μόνο κοιμήθηκε το απόγευμα αλλά ξύπνησε γεμάτη ενέργεια και ένιωθε να θέλει να πετάξει!!
«Ο απογευματινός υπνάκος είναι ότι καλύτερο.» Του λέει. Σηκώθηκε και του ζήτησε μια αγκαλιά, ένα φιλί…
«Είναι η ώρα που πέφτει ο ήλιος» της λέει «και το ηλιοβασίλεμα χαρίζει τις πιο ρομαντικές στιγμές της ημέρας και μας γεμίζει με υπέροχα συναισθήματα, όπως και τα χρώματα που αλλάζει ...Λοιπόν τι λες θα πάμε να κολυμπήσουμε στις μαγικές αντανακλάσεις του; Ποτέ μην σπαταλάς χρόνο για να κάνεις κάτι ασήμαντο, όταν εκεί έξω υπάρχει η θάλασσα κι ένα ηλιοβασίλεμα που μπορείς να το απολαύσεις.»
Αφού κολύμπησαν στην άδεια παραλία για καμπόση ώρα παιγνιδίζοντας σαν μικρά παιδιά μέσα στο νερό η Άλκηστις  κάνει την κίνηση και κολλάει πάνω του. Ήθελε να βγάλει τον πούτσο του να της παραμερίσει το μαγιό και να την πάρει εκεί στα όρθια μέσα στο νερό.
«Όχι εδώ μωρό μου.... της ψιθύρισε στο αυτί. Εδώ μπορεί να μας δει κανένα μάτι.»
Την ώρα που ο ήλιος έδυε και χρωμάτιζε για ύστατη φορά τον ουρανό τους βρήκε τώρα να παιχνιδίζουν και να ερωτοτροπούν κάτω από το νερό στο εξωτερικό ντους του σπιτιού, με ένα πηγαίο τρόπο, γεμάτο ζωή.
«Μωρό μου ηρέμησε, θα γίνουμε θέαμα.»
Τον άφησε και μπήκε στο σπίτι όταν όχι μόνο του χαμογέλασε αλλά του έβγαλε και  κοροϊδευτικά τη γλώσσα.
Η Άλκηστις έβγαλε το βρεγμένο μαγιό της έβαλε μια πετσέτα γύρω της και άπλωσε το μαγιό μ’ αυτό του Νικηφόρου στα κάγκελα του κάτω μπαλκονιού. Ο Νικηφόρος με την βερμούδα γυμνός επάνω ασφάλισε το σπίτι και ξεκίνησε ν’ ανεβεί την σκάλα. Η Άλκηστις άφησε την πετσέτα έμεινε γυμνή και έτρεξε πίσω του, τον έφτασε και τον καβάλησε γυμνή με το στήθος της στην πλάτη του τύλιξε το πόδια της στην μέση του. Αφήνοντας ελεύθερο το ένα της χέρι και γέρνοντας το κορμί της προσπάθησε να το χώσει μέσα στη βερμούδα του ψάχνοντας το θηρίο.
«Κορίτσι μου θα πέσουμε και θα γίνει κανένα άσχημο ατύχημα.» Της λέει.
Του έδωσε ένα παιχνιδιάρικο δάγκωμα στην πλάτη και απαλά φιλιά γύρω από το αυτί για να τον προϊδεάσει για το τι έπεται στην συνέχεια, ενώ ο Νικηφόρος ένιωθε τις ρόγες από τα βυζιά της να του τρυπούν το δέρμα.
«Πολύ συγκρατημένο σε βλέπω. Δεν πιστεύω να νομίζεις ότι τελειώσαμε με μια βραδιά;» του λέει..
 Φτάνοντας στην κρεβατοκάμαρα ο Νικηφόρος έκλεισε την μπαλκονόπορτα και το παράθυρο. Όταν τον ρώτησε γιατί κλείνει τις μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα της απάντησε:
«Σαββατόβραδο μωρό μου, έχουμε και σκληρό αγώνα, έρχεται και κόσμος στα απέναντι σπίτια κι εσύ φωνάζεις. Πού να σε πάω;»
«Δεν ξέρω τι έχω πάθει μαζί σου, όμως δεν μπορώ να σταματήσω να σε σκέφτομαι....Κάθε πρωί που ξυπνάω, και κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ είσαι η μόνη μου σκέψη.... Τι μου έχεις κάνει μου λες;» Την άκουσε να τον ρωτάει και σίγουρα δεν περίμενε απάντηση.
«Γλυκό κορίτσι αυτό σημαίνει ότι δεν έχεις σχέση, η ότι έχεις απλά μια σχέση επιδερμική. Σωστά;»
Αμέσως σαν αστραπή της ήλθε στο μυαλό ο Αρχιτέκτονας ο γκόμενος της Εριφύλης και στη στιγμή άρχισε να πλάθει μελλοντικά ερωτικά σενάρια στο μυαλό της που σκέφτεται ότι θα κάνουν πιο εύκολη την ερωτική τους σχέση εάν ευοδώσουν. Το να αποτύχει το σχέδιο δεν της περνάει από το μυαλό γιατί αισθάνεται ότι ο Νικηφόρος την θέλει σαν τρελός και άλλο τόσο τον θέλει και αυτή.
«Γνωρίζω κάποιον, μιλάμε καμία φορά στο τηλέφωνο για ενδιαφέροντα κλπ μου φαίνεται ΟΚ τύπος άλλα δεν υπάρχει κάτι, πέρα από μια απλή γνωριμία.»
«Στο τηλέφωνο!;»
«Ναι είναι στο Λονδίνο και θα 'ρθει τέλος καλοκαιριού.»
«Και εσύ πως τον γνώρισες;»
«Τον γνώρισα σε μια γκαλερί ζωγραφικής.»
«Δεν το ήξερα ότι έχεις και εσύ το μικρόβιο της ξαδέρφης σου.»
«Απεναντίας. Εγώ είμαι της μουσικής. Άλλωστε το ξέρεις.»
«Ναι γι αυτό και απόρησα.»
«Η ξαδέρφη είναι η υπεύθυνη για την γνωριμία. Απλά συστηθήκαμε αλλάξαμε τηλέφωνα και μέχρι εκεί γιατί αναχώρησε την επόμενη. Από τότε υποτίθεται πως έχουμε κρατήσει μία φιλική θα έλεγα σχέση μεταξύ μας.»
«Και η Εριφύλη πως τον γνώριζε.;»
«Είναι ένας νεαρός Αρχιτέκτονας με χόμπι ταυτόχρονα τη ζωγραφική. Μια εποχή είχε επισκεφτεί το εργαστήρι ζωγραφικής που δραστηριοποιείται η ξαδέρφη και τον εντυπωσίασε που μια τόσο νέα και όμορφη γυναίκα ζωγραφίζει τόσο εμπνευσμένα. Γνωρίστηκαν καλύτερα και εκθειάζοντας το ταλέντο της την προσκάλεσε να παραστεί στα εγκαίνια έκθεσης ζωγραφικών έργων όπου παρουσίαζε και δυο τρεις δικούς του πίνακες. Μάλιστα τις έδωσε τρεις προσκλήσεις εάν είχε συνοδούς ευχαρίστως ήταν ευπρόσδεκτοι..»
«Όταν γνωρίστηκαν καλύτερα, ποιο από όλα τα ταλέντα της εκθείασε; Ο Αρχιτέκτονας!»
«Λογικά οι Αρχιτέκτονες και οι ζωγράφοι την ομορφιά και τις σωματικές αναλογίες δεν εκτιμούν;» Του λέει κοιτώντας τον λάγνα με αυτό το παιχνίδισμα, την όρεξη, την ζωντάνια και τη νεανική ενέργεια και ταυτόχρονα του σφίγγει με το χέρι της τον πούτσο του.
«Δηλαδή μπορεί και να την ζήτησε να του ποζάρει σαν γυμνό μοντέλο στο εργαστήριο του;»
«Ααα λες; Αυτό δεν το σκέφτηκα. Διόλου απίθανο. Την φαντάζεσαι την Εριφύλη να ποζάρει γυμνή και να σου ζητήσει ν' αγοράσεις το γυμνό της πίνακα για το σαλόνι σας; Αλλά δεν νομίζω αν συνέβαινε θα μου το 'λεγε.» Και συνεχίζει να παίζει με τον πούτσο του.
«Τελικά πήγατε παρέα στην έκθεση;»
«Ναι! Ήταν και η Ελπινίκη μαζί μας. Στην αρχή ένιωσα κάπως έξω από τα νερά μου, όταν είδα τις κυρίες περιποιημένες στη τρίχα και κομψά ντυμένες με τον κατάλληλο τρόπο, ώστε να μπορούν να γοητεύσουν ιδιαίτερα. Η Εριφύλη φορούσε μια Μίντι μαύρη στενή φούστα, με ένα λευκό δαντελένιο πουκάμισο επάνω. Μαύρο καλτσόν, γόβες με ψηλά τακούνια και ένα κόκκινο σακάκι. Το μαύρο δαντέλα σουτιέν που φορούσε προκαλούσε αντίθεση με την λευκό πουκάμισο και υπερτόνιζε τις βυζάρες της κάνοντας τα βλέμματα των αντρών να γυρίζουν προς το μέρος της. Το ξέρεις ότι είναι μια γυναίκα που δεν περνάει απαρατήρητη.
Συνήθως όταν την ακολουθούσα ντυνόμουν απλά. Τότε δεν ξέρω τι μ' έπιασε και δοκίμασα ότι είχα και δεν είχα. Τίποτα δε μ΄ άρεσε. Στο τέλος διάλεξα από την φτωχή γκαρνταρόμπα μου ότι πιο καλό και σέξι υπήρχε και αυτό ήταν ένα μικρό μαύρο φόρεμα όχι αρκετά επίσημο μα αρκετά σέξι».
«Πολύ παράξενο πως και δεν μου το έχει αναφέρει η Εριφύλη τη γνωριμία της με τον αρχιτέκτονα! Και. Πήγατε. Για πες μου τι είδατε εκεί.;»
 «Μπαίνοντας στην είσοδο ο Αρχιτέκτονας όταν μας είδε το μεγάλο και διαχυτικό χαμόγελο του τον έκανε να αστράφτει και κατευθύνθηκε προς το μέρος μας. Η πρώτη μου εντύπωση ήταν ότι με τις κυρίες γνωριζόταν αρκετά καλά. Την Εριφύλη όμως με το που την είδε φωτίστηκε ιδιαίτερα το πρόσωπό του. Την αγκάλιασε με ιδιαίτερη θέρμη πολύ τρυφερά, χωρίς να φοβάται να το δείξει. Την κοιτούσε και έλιωνε, ήταν φανερό ότι του έχει κλέψει την καρδιά. Μιλάμε και αυτός εντυπωσιακός άνδρας. Στο ύψος σου. Στιβαρός όπως και εσύ. Και να δεις έμοιαζε ενός ηθοποιού που είναι φημισμένος για τα προσόντα του. Να κάτι σαν τα δικά σου.» Και του σφίγγει πιο δυνατά τον πούτσο.
«Αργότερα καθυστερημένα ήρθε και ένας ξάδελφος του. Μας τον σύστησε ο Αρχιτέκτονας. Τι να σου λέω, ομορφάντρας κι αυτός με ανεπιτήδευτο στυλ, το ντύσιμο που λατρεύω στον άντρα, τζιν, μακό μπλουζάκι, γαμάτες μπότες, δερμάτινο μπουφάν. Και γούσταρα διπλά, που αν και μεγαλοστέλεχος εταιρίας φορούσε αυτά τα ρούχα.
Μας κοίταζε και τις τρεις και σκεπτόταν πως θα γίνει να μας πηδήξει όλες. Ήταν γεγονός πως γυάλισε το μάτι του περισσότερο νομίζω για μένα από την πρώτη στιγμή. Ο Αρχιτέκτονας έπιασε αγκαζέ την Εριφύλη σαν να του έλεγε. Αυτή είναι δική μου και μην τολμήσεις μακριά τα χέρια σου, την πήρε αγκαζέ απομακρύνθηκαν και έμεινα εγώ η Ελπινίκη και ο ξάδελφος.
 Η Ελπινίκη σύντομα βρήκε κάποιο γνωστό της έπιασαν την κουβέντα και έμεινα αμανάτι με τον ξάδελφο «να παίρνει μάτι», τα μπούτια μου. Καθίσαμε κάπου απόμερα να του τα δείχνω καλύτερα. Με έτρωγε με τα μάτια του από πάνω ως κάτω. Κάθισα σε μία καρέκλα και απολάμβανα ένα ποτήρι δροσιστικό κοκτέιλ. Το μίνι που φορούσα αποκάλυπτε τα καλλίγραμμα πόδια μου και όχι μόνο. Πιάσαμε συζήτηση γι άσχετα θέματα και απολαμβάναμε ο ένας την παρέα του άλλου, αλλά ταυτόχρονα όλο και γύριζε επιδέξια την κουβέντα και ρωτούσε για την ξαδέλφη μου ήταν φανερό ότι την γουστάριζε. Το είπαμε η ξαδέρφη είναι μια γυναίκα που δεν περνάει απαρατήρητη. Ήταν σίγουρα γοητευτικός άνδρας. Αρρενωπός, με καταπληκτικό και γεροδεμένο σώμα, και μία φωνή που σε μάγευε. Δεν το κρύβω μια γλυκιά ανατριχίλα πέρασε από το κορμί μου. Τι άντρας ήταν αυτός;
Αν μου ζητούσε να πάμε σπίτι του μετά, θα του έλεγα «ναι» σε όλες τις γλώσσες. Το βρακάκι μου είχε γίνει τόσο μούσκεμα, που ήθελα να πάω στην τουαλέτα και να το βγάλω.
«Και. Τι έγινε στη συνέχεια;»
«Εεε να τελικά ούτε τα τηλέφωνα μας δεν ανταλλάξαμε γιατί του κόλλησε στρείδι μια γνωριμία του από τα φοιτητικά του χρόνια στα αμφιθέατρα και με άφησε στα κρύα του λουτρού. Όμως με τον Αρχιτέκτονα με κομψό και ευγενικό τρόπο παρουσία της Εριφύλης και της Ελπινίκης ανταλλάξαμε τηλέφωνα ώστε να με βοηθούσε να παρακολουθήσω κάποια προγράμματα Εράσμους. Δεν σου κρύβω ότι  έχοντας γίνει μάρτυρας σε κάποιο ιδιαίτερα προσωπικό ερωτικό συμβάν του Αρχιτέκτονα είχα καυλώσει φοβερά και αυτός το γνώριζε και πλέον μου την έπεφτε. Δεν μπορώ να πω με φλέρταρε με τακτ και πολιτισμένα. Τελειώνοντας την επίσκεψη μας ζήτησαν να μας συνοδεύσουν και να πάμε κάπου παραλιακά για ψάρι, και στη συνέχεια ότι προκύψει αλλά η Εριφύλη με την Ελπινίκη έπρεπε να γυρίσουν και έτσι έμεινε η γνωριμία μου μαζί τους στο ξεκίνημα. Την επόμενη αναχώρησαν για Λονδίνο και έχουμε μείνει στο επαναδείν.»
«Ώστε ο Αρχιτέκτονας και η Εριφύλη κάποια στιγμή απομακρύνθηκαν. Και πόσο μακριά πήγαν ρε Άλκηστις.»
«Δεν ξέρω. Σάμπως πρόλαβα να τους ρωτήσω!»
«Δηλαδή μπορεί και να πήγαν να κάνουν σεξ στα κρυφά; να πήγαν να βγάλουν τα μάτια τους.»
«Ηρέμησε Μωρό μου. Εκεί γύρω τριγύριζαν. Άλλωστε ήταν ένας από τους οικοδεσπότες της έκθεσης δεν γινόταν να απουσιάζει για πολύ από την αίθουσα. Ήταν συνεχώς περικυκλωμένος από κόσμο. Απλώς δεν έχανε την ευκαιρία να βρίσκεται δίπλα της και να της δείχνει τον θαυμασμό του.»
«Μόνο τον θαυμασμό του της έδειχνε;»
«Εκείνη την ήμερα; Μμμμ! Θα έλεγα ότι της έδειχνε τις ικανότητες του και τα ταλέντα του σαν ζωγράφος. Τώρα για άλλες ημέρες τι να σου πω! Δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά τι της δείχνει. Ίσως στα ιδιαίτερα του ατελιέ του να της δείχνει το καβαλέτο με τα εργαλεία του.»
«Καλά προκειμένου να καείς σε προτιμώ αρτιμελή. Για λέγε μου τώρα εσύ γιατί με μπερδεύεις;. Με ποιον έχεις επαφή με τον ξάδελφο η με τον Αρχιτέκτονα;.»
«Με τον ξάδελφο τα πράγματα δεν πήγαν από το καλό στο καλύτερο από την αρχή και δεν είχε αίσιο τέλος το εφήμερο φλερτ. Το πρώτο που έκανα είναι να ψαρέψω μέσω της Εριφύλης το ενδιαφέρον του Αρχιτέκτονα. Και φυσικά από τα συμφραζόμενα κατάλαβα ότι έχουν συζητήσει για μένα και μάλλον κατάλαβα ότι περισσότερο ενδιαφέρεται για μένα ο Αρχιτέκτονας. Εγώ καύλα δαγκωτό εσένα προτιμώ αλλά στην ανάγκη δεν θα 'λεγα όχι στον Αρχιτέκτονα αν και κατά βάθος υποψιάζομαι με θέλει στο κρεβάτι λόγω ότι είμαι η μικρότερη από τις τρεις και ίσως για να 'χει ευκολότερη πρόσβαση στην Εριφύλη γιατί ήταν φανερό ότι ήταν μεγάλη η καψούρα του μαζί της.»
«Εεε να τα πάλι με την Εριφύλη και τον Ζωγράφο η τέλος πάντων τον Αρχιτέκτονα. Άλκηστις σαν και άρχισα να νιώθω παράξενα και να μου μπαίνουν παράξενες σκέψεις στο μυαλό.»
«Σαν πολύ το σκέπτεσαι. Και με φέρνεις και μένα σε δύσκολη θέση.»
«Έχω ένα μεγάλο ελάττωμα: Να σκέφτομαι πολύ! .»
«Μωρό μου!» Την ακούει να του ψιθυρίζει στο αυτί και να του το γλείφει αργά ενώ το χέρι της παίζει αργά-αργά τον πούτσο, που είναι πάλι σκληρός.
«Σε θέλω τόσο πολύ!»
«Μα και εγώ ξέρεις πόσο σε θέλω Μωρό μου αλλά μυστήριο είσαι για μένα όταν μου λες ότι σε φέρνω σε δύσκολη θέση.»
Μα ο Νικηφόρος την κατάλαβε τι είναι αυτά που δεν θελει να του πει. Είχε ακούσει κιόλας κάτι διαδόσεις σχετικές και την ενθάρρυνε να εξηγηθεί. Δεν ήξερε η Άλκηστις, δεν τολμούσε- δεν ήξερε έναν τέτοιον λόγο πώς να πει στο Νικηφόρο ότι η Εριφύλη του τον απατούσε όταν αυτός ταξίδευε στις θάλασσες τις μακρινές. 
«Αυτές οι κουβέντες είναι πάντα δύσκολες και με φέρνεις σε δύσκολη θέση γιατί για μένα η Εριφύλη είναι αδελφή μου… Είναι ένα ιδιαίτερο κομμάτι της ζωής μου. Δεν μπορώ να μιλήσω ελεύθερα.»
«Αλήθεια δεν έχω την παραμικρή πρόθεση να σε φέρω σε δύσκολη θέση αλλά ακόμη αγάπη μου δεν κατάλαβα τι θέλεις να μου πεις.»
«Θα σου πω. Αλλά θέλω να θυμάσαι ότι εγώ φυσικά, δε σού είπα τίποτα. Μου τ’ ορκίζεσαι;»
«Αφού δεν μου είπες τίποτα γιατί να ορκιστώ;»
«Μη με δουλεύεις σε παρακαλώ! Ξέρεις τι θέλω να μου κάνεις έτσι δεν είναι;»
«Μμμ! Αν δεν κάνω λάθος ξέρω μωρό μου.»
«Σ’ αγαπώ!»
«Κι εγώ.»
Τον κοίταξε στα μάτια και του είπε. «Θέλεις να μιλήσουμε γι αυτό;»
«Εσύ τι λες!»
«Τι θέλεις να πούμε.» 
««Εσύ, θα μου πεις τι είναι αυτά που πρέπει να μάθω!» 
«Τι θέλεις τώρα να σου πω ακριβώς τι κάνανε; Δυσκολεύομαι!»
«Ναι θέλω να μάθω! Καλύτερα να ξέρω παρά να φαντάζομαι. Εξήγησε τα μου όπως μπορείς»
«Είσαι βέβαιος; Θα το κρατήσεις μυστικό ότι μάθεις;»
«Μπορώ να κάνω αλλιώς;»
«Πολύ καλά θα σου πω! Το καλό που σου θέλω. Και ο καλύτερος τρόπος να κρατήσεις ένα μυστικό είναι να προσποιηθείς ότι δεν υπάρχει. Συμφωνείς; »
«Αφού συμφωνήσαμε τα τυπικά, λέγε να τελειώνουμε!»
«Λοιπόν να το πάρει το ποτάμι! Σε ότι και να σου διηγηθώ σε εμπιστεύομαι ότι θα μείνει μεταξύ μας. Ξέρω ότι μπορώ να βασίζομαι σε σένα.»
Η Άλκηστις σώπασε για ένα λεπτό, ίσα-ίσα  για να κατασταλάξει σε μια απόφαση!... Είναι σε δίλημμα. Προβληματίζεται να αποφασίσει πως και τι θα πει για την ξαδέρφη της καθώς αυτές οι καινούργιες σκέψεις της αποτελούν μια ιδιαίτερα προκλητική εμπειρία.
«Τι θέλεις τώρα να σου πω ακριβώς τι κάνανε;»
«Εντάξει, ρε Άλκηστις οι γυναίκες είναι περίπλοκες. Κάποιος σοφός το είπε. Ίσως να μην χρειάζομαι απέραντη σοφία για να καταλάβω την αλήθεια που κρύβεται σ’ αυτό το γνωμικό γι αυτό ας περάσουμε στο δια ταύτα. Τι είναι αυτό που σε δυσκολεύει και σε προβληματίζει;»
«Λοιπόν. Αν και δυσκολεύομαι θα σου το πω απλά και χωρίς περιστροφές!  Περνώντας η ώρα ένιωσα την ανάγκη να πάω στην τουαλέτα που βρισκόταν στον ημιυπόγειο χώρο του κτηρίου. Από λάθος εκτίμηση αφηρημένα κατέβηκα στο υπόγειο που ήταν αποθήκες με γραφεία. Καταλαβαίνοντας το λάθος μου γύρισα να επιστρέψω πίσω στο ημιυπόγειο.»
Εδώ κάνει μια παύση της αφήγησης της η Άλκηστις. Ήταν και πάλι πολύ καυλωμένη καθώς η σκέψη της ανατρέχει στα γεγονότα της έκθεσης ζωγραφικής όπως τα θυμόταν και πάλι και ήθελε να γαμηθεί! Έτσι άρχισε να πιάνει τον πούτσο του Νικηφόρου τον φιλάει και άρχισε να του κάνει πίπα…
«Τι έπαθες μωρό μου πολλές καύλες έχεις πάλι.»
«Έχω» του λέει «πολλές» και ανέβηκε από πάνω του αμέσως, ήθελε άμεσα να γαμηθεί. Έτσι πως ήταν από πάνω του της λέει.
«Τους είδες που γαμιόντουσταν μωρό μου;» 
«Ναι μωρό μου τους είδα» του λέει «και καύλωνα πολύ» και ζητάει του Νικηφόρου να της κάνει έρωτα ακριβώς όπως της ιστορίας που θα του διηγηθεί.
«Έλα καύλα μου να με γαμήσεις πάλι και εγώ θα σου διηγηθώ τι ακριβώς έκαναν η γυναικούλα σου και ο Αρχιτέκτονας.» Του λέει και άρχισε να  περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια όσα είδε, άκουσε, έζησε και κυρίως βίωσε όσα έγιναν εκείνη την ημέρα.
....... Άκουσα κουβέντες στα σκαλοπάτια και ταυτόχρονα αναγνώρισα τα πόδια της Εριφύλης και του Αρχιτέκτονα. Μιλούσαν και κατέβαιναν τη σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο.
Ένιωθαν χαρούμενοι και ευδιάθετοι. Στα χωράφια τους.
Ο Αρχιτέκτονας δεν έκρυβε τη στύση του. Του άρεσε να της επιδεικνύει τον σκληρό του πούτσο.
«Κοίτα εδώ, μωράκι μου. Κοίτα πώς μ' έχεις κάνει».
Η Εριφύλη κοίταξε. Είχε μέρες να κάνει σεξ. Καταλαβαίνω ότι τον θέλει πολύ γιατί της έχει λείψει το σεξ. 
«Τι είναι αυτό το κοντάρι; Ε; Εγώ ούτε που σ' ακούμπησα».
«Μόνο που σε κοιτάζω Μωρό μου, αυτά παθαίνω. Τι να σου κάνω;»
«Αχ, μωράκι μου, εσύ μέρα με την ημέρα είσαι και πιο καυλιάρης».
Η Εριφύλη του έπιασε τον πούτσο πάνω από το παντελόνι. Τον έσφιξε. Τον άφησε μόνο για μια στιγμή, γιατί παραπάτησε και προσπάθησε να κρατήσει την ισορροπία της στο πλατύσκαλο. Ισορροπώντας το σώμα της αμέσως του τον ξανάπιασε δείχνοντας του ότι εκείνες οι στιγμές η λίμπιντο της ανεβαίνει έχει όρεξη για σεξ, και ξέρει ότι αυτός έχει τη διάθεση και μπορεί να την ικανοποιήσει.
Εγώ από την τρομάρα που πήρα με το που τους είδα έμεινα σύξυλη. Ξαναγύρισα αλαφιασμένη πίσω και μόλις που πρόλαβα να μπω στο εσωτερικό του πρώτου γραφείου μπροστά μου που ήταν ευτυχώς ήταν ξεκλείδωτο.
Το φως μέσα ήταν λιγοστό. Αρχικά άφηνε στο μάτι μόνο τα περιγράμματα των λιγοστών επίπλων. Ένας καναπές μια καρέκλα γραφείου και ντουλάπες αρχειοθέτησης εγγράφων σε διπλή σειρά που μου έδωσαν την ευκαιρία να κρυφτώ αθέατη. Καθώς τα μάτια μου συνήθιζαν αργά στο μισοσκόταδο, είδα το πόμολο να γυρίζει. Η πόρτα άνοιξε. «Σκοτεινά! Δεν είναι κανείς μέσα, μπορούμε να μπούμε» άκουσα την Εριφύλη που του είπε χωρίς να τον κοιτάζει και μπήκε την στιγμή που πρόλαβα να κρυφτώ πίσω από κάτι ντουλάπια να μη με πάρουν χαμπάρι. Ο Αρχιτέκτονας πέρασε, έριξε μια γρήγορη ματιά στο χώρο να συνηθίσει το μισοσκόταδο, έκλεισε την πόρτα πίσω του και την ασφάλισε. Παραμέρισα λίγο για να δω. Ένα δυνατό σοκ με περίμενε καθώς τους είδα όταν μπήκαν μέσα στο δωμάτιο και η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει απ’ την ταχυπαλμία. Σηκώθηκα στα νύχια να μπορώ να δω καλύτερα. Κάτι ψίθυροι μόλις που ακούγονταν! Η επαφή τους δεν άφηνε το παραμικρό περιθώριο για παρανοήσεις.
«Ελπίζω να μην αργήσουμε πολύ και δώσουμε τροφή για κακεντρεχή σχόλια.» 
«Μωρό μου δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανησυχείς, πληροφόρησα την υπεύθυνη της γκαλερί ότι  χρειάζομαι να απουσιάσω για λίγο χρόνο και ταυτόχρονα ζήτησα από την Ελπινίκη να σε καλύψει για την απουσία σου αν σε αναζητήσει η μικρή ξαδέρφη σου. Έχουμε μισή ώρα στη διάθεση μας.» 
Κοιτάζονταν στα μάτια με προσμονή γεμάτοι λαχτάρα λες και πάσχιζαν λαίμαργα να σβήσουν την ερωτική τους δίψα. Έπρεπε κάπου να καθίσω, όσο πιο ήσυχα γινότανε. Το στόμα μου στεγνό και το μυαλό μου άδειο. Για μια στιγμή σκέφτηκα να βγω να τους πιάσω στα πράσα, αλλά κώλωσα. Όταν τα μάτια μου είχαν συνηθίσει καλύτερα το γκριζωπό φως και εντόπισα πιο καθαρά σιλουέτες τους είδα να φιλιούνται. Δεν είχα πολύ καλή οπτική και αποφάσισα να αλλάξω θέση και να πλησιάσω όσο περισσότερο γίνεται χωρίς να γίνω αντιληπτή. Η ιδέα πλέον να τους έχω απέναντί μου και να τους πάρω μάτι άρχισε να μου προκαλεί ενδιαφέρον, είχα κάπως περίεργη διάθεση, αναμένοντας πιθανώς ένα ωραίο πήδημα. Καύλωσα στην σκέψη να δω τον Αρχιτέκτονα να την γαμάει και περισσότερο να βλέπω τις αντιδράσεις της Εριφύλης! Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω μους. Στα μάτια μου η εικόνα της Εριφύλης να γαμιέται με κάποιον άλλο άνδρα, εκτός από 'σένα, δεν ήταν κάτι που το είχα φανταστεί ποτέ μου έως τότε. Παρέμεινα ακίνητη και αθόρυβη αρκετά κοντά και έμεινα καθηλωμένη στην θέση μου, σχεδόν χωρίς ανάσα και τους παρακολουθούσα..Την είχε στριμώξει για τα καλά στο μεγάλο άδειο γραφείο που υπήρχε πίσω της. Τη φιλούσε παντού, στο στόμα, στο λαιμό μέχρι που εκείνη αμέσως άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισο της και να το ανοίγει με καύλα και νάζι κοιτώντας τον στα μάτια, για να διαπιστώσει πόσο πολύ μπορεί να τον καυλώσει. Η Εριφύλη ήταν ένα καυτό θηλυκό που παραμιλούσε από την ένταση και τη καύλα της  Φάνηκε ότι είχε μεγάλη ερωτική διάθεση. Ήταν τόσο καυλωμένη, που δε μπορούσε να συγκρατήσει τις ορμές της.
Ένας χείμαρρος από λέξεις που έσταζαν από καύλα, ερωτισμό και γυναικεία τρυφερότητα. Όλα μαζί, ανάκατα. 
Τον είδα να στέκεται απέναντί της με τον πούτσο έξω από το παντελόνι του παίζοντας τον χαλαρά. Χωρίς να το θέλω καρφώθηκα πάνω σε αυτό το υπέροχο δείγμα ανδρισμού και ξεροκατάπια. Το πέος του σάλεψε σκληραίνοντας σε μια εντυπωσιακή στύση η Εριφύλη το είδε χαμογέλασε και του είπε
«Μωρό μου τόσο πολύ σ' έχω καυλώσει;»
Τι να της απαντήσεις τώρα ο αρχιτέκτονας. 
Του τον έπιασε στο χέρι της, ο αρχιτέκτονας έβγαλε ένα απαλό βαθύ μουγκρητό. «Πω, πω τι ζημιά μου κάνεις Μωρό μου.»
Το χέρι της Εριφύλης, παλινδρομούσε στο πέος του αποκαλύπτοντας μια μελανή βιολετιά φουσκωτή και γυαλιστερή βάλανο. Οι όρχεις του τώρα ήταν στο άλλο της χεράκι και τους έκανε ένα απαλό μασάζ σφίγγοντας τους διαδοχικά γεμίζοντας τη χούφτα της. Το μέγεθός του με είχε σοκάρει.
Ο αρχιτέκτονας δεν συγκρατιόταν από τις καύλες. Η γλώσσα του σώματος δεν έλεγε ψέματα. Τα μάτια πρόδιδαν άμεσα τις ερωτικές του προθέσεις. Φουλ χαμόγελο, σε όλη του την έκταση, έδειχνε έναν άνδρα που δεν συγκρατιόταν. Η Εριφύλη του άρεσε, την ήθελε. Έπιασε το κεφάλι της στα δυο του χέρια κι άρχισε να τη φιλάει και να τη ρουφάει στο στόμα.
Η Εριφύλη με τα στήθια έξω οι ρώγες της όρθιες ερεθισμένες από την ψύχρα του δωματίου και από την καύλα.  Γύρισε και κάθισε στην περιστρεφόμενη καρέκλα του γραφείου και ξεκίνησε να του παίρνει το πούτσο στο στόμα της όσο πιο βαθιά μπορούσε. Όμως ήταν πολύ μεγάλος για να τον βάλει μέχρι τέρμα. Εκείνος προσπαθούσε να κρατηθεί και αυτή προσπαθούσε να τον κάνει να τελειώσει κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
«Έλα, πάρε τον πούτσο μου στο στόμα σου, ρούφα τον, έτσι μπράβο, τι καλή καργιολίτσα είσαι εσύ; Που τα είχες κρυμμένα αυτά τα ταλέντα τόσο καιρό; Βλέπεις τι καλά θα περνάμε που ήσουν καλό κορίτσι μαζί μου εξαρχής; Πάρ' τον μέχρι μέσα τώρα, έτσι, βαθιά.» Είχε γείρει το κεφάλι του πίσω και της πιάνει το κεφάλι ενώ ταυτόχρονα κινούσε τη λεκάνη του μπρος πίσω γαμώντας της το στόμα ξανά και ξανά. Την κατάλαβα ότι ένιωθε να πνίγεται αλλά την άκουγα να ψελλίζει. «Τι καύλα είναι αυτή και πόσο πολύ μου αρέσει να μου ξεσκίζεις τις τρύπες»!
Κάποια στιγμή τη σήκωσε με τα δυο του χέρια και τη ξάπλωσε πάνω στο μεγάλο γραφείο. «Με έχεις τρελάνει στην καύλα μωρό μου, είσαι θεόμουνο.»
Της έβγαλε τις γόβες της σήκωσε ψηλά την τη φούστα της, και κατέβασε προσεκτικά το καλτσόν της, μέχρι να της το βγάλει όλο. Της έβγαλε το δαντελένιο κιλοτάκι που φορούσε, και το πέταξε πάνω στο γραφείο. Έπεσε πάνω της, άρχισε να χουφτώνει το μουνί της, και να τη φιλά στο στόμα, στο λαιμό, στο αυτί της. Με το χέρι του πασπάτευε το μουνί της, έχωσε μέσα δύο δάχτυλα και ρυθμικά τη γαμούσε μ’αυτά. Το μουνί της ήταν μούσκεμα. Έβγαλε τα δάχτυλά του, και άρχισε να τα γλύφει. «Απ’ότι βλέπω καύλα μου, έτοιμη, για ξέσκισμα είσαι!» 
«Που’σαι ναυτικέ να δεις τι καύλες έχει η πουτάνα η γυναίκα σου!!» αναφώνησε θριαμβευτικά και ξανάχωσε τα δάχτυλα στο μουνί της.
«Και τώρα μωρό μου, τι θέλεις να σου κάνω; Πες μου, τι θέλεις να σου κάνω;» της λέει με επιτακτικό ύφος και σηκώνεται όρθιος μπροστά στο τραπέζι. 
Ο αρχιτέκτονας τραβήχτηκε λίγο πίσω και έφερε το κεφάλι του λίγα εκατοστά από την ευαίσθητη περιοχή της.
«Θέλω να γευτώ αυτό το παραμελημένο μουνάκι, της είπε με ένα δαιμονισμένο χαμόγελο, πιάνοντας τη με τα δύο χέρια από τους γοφούς, τραβώντας την εύκολα πάνω του, με τους γοφούς και τα πόδια της να αιωρούνται μπροστά από το πρόσωπό του.
«Σταμάτα!» φώναξε, αλλά δεν πάλεψε καθόλου για να ξεφύγει. Ένιωσε την καυτή του ανάσα στο μουνί της και ένιωσε την υγρή του γλώσσα να αρχίζει να χτυπάει την κλειτορίδα της και ένιωθε ξαφνικά τόσο ωραία, ήταν σα μία έκρηξη να συνέβη στον εγκέφαλο της.
Ο αρχιτέκτονας συνέχισε να την πειράζει μόνο με την άκρη της γλώσσας του και δε χρειάστηκαν παρά λίγες ανάσες για να ευχηθεί η Εριφύλη να τη γλείψει περισσότερο. Ένιωθε κάθε αργό αλλά ηλεκτρικό άγγιγμα στην κλειτορίδα της. Ο αρχιτέκτονας σταύρωσε τα χέρια του γύρω από τα οπίσθια της και έσφιγγε δυνατά κάθε κωλομέρι της. Εκείνη άρχισε ασυναίσθητα να κουνάει λίγο τους γοφούς της και ο αρχιτέκτονας χαμογέλασε καθώς έβλεπε να σπρώχνει το μουνί της αργά προς το πρόσωπό του.
Τράβηξε αργά κι άλλο τα κωλομάγουλα της και στη συνέχεια έγειρε το κεφάλι του προς τα κάτω, επιτρέποντας στο μεγαλύτερο μέρος της γλώσσας του να την αγγίξει ακόμα περισσότερο. Έγλειφε αργά τη σχισμή της, σπρώχνοντας την γλώσσα του ανάμεσα στα χείλη της και εξερευνώντας το άνοιγμα στο εσωτερικό της με την άκρη της γλώσσας του.
Την άκουσα να βογκάει και αυτός ανταποκρίθηκε με περισσότερη γλώσσα. Η Εριφύλη βρισκόταν στα πρόθυρα μιας έκστασης, νιώθοντας τη γλώσσα του αρχιτέκτονα να πειράζει την είσοδό της. Ένιωθε το μουνί της να την αγκαλιάζει και συνειδητοποίησε ότι σχεδόν έσφιγγε το μουνί της στο πρόσωπό του.
Εκείνη τη στιγμή ο αρχιτέκτονας έσπρωξε τη γλώσσα του στο άνοιγμά της, ανοίγοντας αργά το κανάλι του έρωτα της και διεισδύοντας όσο πιο βαθιά μπορούσε να φτάσει. Ένιωσε ολόκληρο το σώμα της να τρέμει μια, δύο και μετά μια τρίτη φορά, καθώς το μουνί της έσφιγγε τη γλώσσα του. 
Η Εριφύλη έχυσε αμέσως, σχεδόν πνιγόταν από το ένα κύμα ηδονής μετά το άλλο που την κατέκλυζε.
Εγώ είχα ακουμπήσει στη γωνιά του τοίχου, ώστε να μπορώ παράλληλα να παρακολουθώ άνετα χωρίς να χάνω καμία λεπτομέρεια από το σκηνικό. Δεν είχα παρά να επιστρατεύσω όλη μου την παρατηρητικότητα. Μπορούσα να δω στο ημίφως το μουνάκι της να γυαλίζει από τα υγρά της ηδονής που το πλημμύριζαν. Βρισκόμουν και εγώ σε μία ημιάγρια κατάσταση και είχα βάλει το δάκτυλο μου στο μουνί μου, για να επιταχύνω τον οργασμό μου, γιατί δεν ήξερα πως να συγκρατείσω τον εαυτό μου. Μέσα στο δωμάτιο η ερωτική σκηνή τώρα ήταν ακόμα πιο hardcore και γινόταν κι άλλο.  
Το κατάλαβα ότι χωρίς να το σκεφτεί, της ξαδέρφης της ξέφυγαν απαράδεκτα για εκείνη λόγια καθώς ένιωθε κάθε χιλιοστό της καυτής γλώσσας του μέσα της όταν τον ένιωσε να την αφήνει ξανά κάτω.
Τότε συνειδητοποίησα ότι ο αρχιτέκτονας σκόπευε να τη γαμήσει. Ήταν έτοιμος να ακουμπήσει το υγρό μουνί της ακριβώς πάνω στο πούτσο του, ο οποίος ήταν σκληρός και πρησμένος. Τα μάτια της άνοιξαν και είπε «Ναι! Ναι!». Τον ήθελε με όλη την γυναικεία της φύση. Η πούτσα του τρίβονταν τώρα στη χαράδρα των υπέροχων οπισθίων της και περίσσευε προβάλλοντας πάνω από τους γλουτούς της. Αυτή έτριβε τα μουνόχειλα της πάνω στον κορμό του πέους του ενώ αυτός τώρα της ρουφούσε και της δάγκωνε άπληστα τα τρυφερά της στήθη.
Πριν μπει μέσα της, ο αρχιτέκτονας έφτασε ψηλά και με τα δύο του χέρια χάιδεψε το απίστευτο ζευγάρι βυζιών που βρισκόταν μπροστά του και που αναπηδούσαν από ταραχή. Τα δάχτυλά του επικεντρώθηκαν στις διογκωμένες κι ανασηκωμένες θηλές της, κάτι που ανάγκασε την Εριφύλη να ανοίξει το στόμα της και να πάρει λίγο αέρα.  
Κοίταξε κάτω ανάμεσα στα πόδια της, όπου διαγράφονταν η κορυφή του πέους του αρχιτέκτονα, να παίζει με την υγρή σχισμή της, και φοβόταν να παραδεχτεί ότι ήθελε να το νιώσει μέσα της. Συνειδητοποίησε επίσης ότι έτριβε την κλειτορίδα της πάνω στη σκληρή χορδή των μυών στη βάση του πούτσου του, και με τα χέρια του να δουλεύουν έτσι το στήθος της, ήταν έτοιμη να χύσει ξανά. 
Έπιασε κάθε ένα από τα στήθη της σαν ήταν πεπόνια στην αγορά και τράβηξε τις ροζ ρώγες της μέχρι το στόμα του. Η Εριφύλη δεν είχε άλλη επιλογή από το να βρει ακριβώς πάνω στον πούτσο που προσπαθούσε να εισέλθει μέσα της. Την είχε τραβήξει πάνω στο σώμα του, και η κλειτορίδα της ήταν τώρα πιεσμένη πάνω στο παχύ μέρος του μέσου του πούτσου του. Το κεφάλι φαινόταν να φτάνει σχεδόν μέχρι τον αφαλό της. Τον ένιωθε τώρα να δουλεύει κάθε μια από τις ευαίσθητες ρώγες της με τα χείλη και τη γλώσσα του, και ένιωθε τον καυτό παλμό του πούτσου του κατευθείαν πάνω στην κλειτορίδα της, και δεν μπορούσε παρά να ανταποκριθεί.
Ο Αρχιτέκτονας κατάλαβε την Εριφύλη να τραβάει τα γόνατα της πάνω από τους γοφούς του και να φέρνει το γυμνό της μουνί στη μέση του άξονά του. Ένιωσε τα χείλη της να απλώνονται σε κάθε πλευρά του πούτσου του. Έφτασε με το ένα χέρι και έπιασε την άκρη του πούτσου του, καθώς άρχισε να τρίβει την κλειτορίδα της πάνω στη στύση του γλιστρώντας πάνω- κάτω. Το μουνί της το ένιωθε καυτό, υγρό και λείο. Άφησε τα υγρά μουνόχειλα να χαϊδέψουν την ψωλή του με το καυτό τους άνοιγμα. Δε μπορούσε να πιστέψει πόσο τον είχε καυλώσει αυτή η καυτή γκόμενα. Έσπρωξε τα βυζιά της ίσια πάνω του, μετακινώντας την και φέρνοντας τα μουνόχειλα της ακόμα περισσότερο πάνω στα πλαϊνά του πούτσου του.
«Έτσι, καύλα μου, τρίψε το μουνάκι σου στον πούτσο μου»...
γουργούρισε, κρατώντας ακόμα τα στήθη της, αφήνοντας τον αντίχειρα να γλιστράει μπρος- πίσω πάνω σε κάθε θηλή. Οι αναπνοές της γίνονταν όλο και πιο σύντομες, καθώς τα χτυπήματά της στον πούτσο του γίνονταν όλο και πιο έντονα.
«Το μουνί σου είναι τόσο καυτό και υγρό...» είπε, τραβώντας το βλέμμα της.
Η Εριφύλη κοίταξε πάλι κάτω, στην τεράστια φλεβιασμένη ράγα πάνω στην οποία έτρεχαν οι χυμοί του μουνιού της, μην πιστεύοντας ότι όλα αυτά τα υγρά προέρχονταν από εκείνη, όσο το σώμα της άρχισε να τρέμει ξανά.
Πράγματι, ενώ η δικιά σου έχυνε και τραντάζονταν οι γάμπες της που τις είχε στους ώμους του διάπλατες,  και τώρα το παλούκι του σημάδευε την απόκρυφη είσοδο της, με τα πρησμένα χείλη του αιδοίου της να γυαλίζουν διάπλατα και το βλέμμα που τον εκλιπαρούσε να την κάνει επιτέλους δική του. Μπήκε μέσα της. Είχε χωθεί ως τη ρίζα της και τα τα μουνόχειλα της διάπλατα να έχουν αγκαλιάσει τον πούτσο του τεζαρισμένα και κατακόκκινα. Τώρα άρχισε να τη σφυροκοπάει... την κάρφωνε βαθιά και κάθε φορά που έβγαινε ως τη μέση αυτή έπαιρνε ανάσα, μέχρι που ξαναμπαίνοντας μέσα της άνοιγε το στόμα της βογκώντας. Άκουγα πόσο υγρό ήταν το μουνάκι της κάνοντας υγρούς ήχους καθώς τη γαμούσε κανονικά.
Ο Αρχιτέκτονας ήξερε καλά ότι αυτή ήταν η στιγμή να φάει στην ολότητα του τον πούτσο του. Άρπαξε τον κώλο της και γλίστρησε το μουνί της σε όλη τη διαδρομή πάνω στον άξονά του, μέχρι που το χοντρό πουτσοκέφαλο του δε μπορούσε να προχωρήσει άλλο.
Αυτή και μόνο η ενέργεια φαίνεται να έκανε την Εριφύλη να αλαλιάσει από έκσταση, τρίβοντας από μόνη της τώρα το μουνί της σκληρά πάνω στην άκρη του ανδρισμού του. Ο Αρχιτέκτονας περίμενε μέχρι να νιώσει την είσοδό της να σφίγγεται στο καυλί του και τράβηξε το κεφάλι του πούτσου του έξω και ξανά δυνατά μέσα, ξεχειλώνοντας την πύλη της, ενώ ο οργασμός της συνεχιζόταν ακάθεκτος, με εκείνη σε ένα σχεδόν σεξουαλικό παραλήρημα.
Ο Αρχιτέκτονας ακόμα κράταγε τους στρογγυλούς γοφούς της στην κορυφή του πούτσου του, ο οποίος έκανε πάρτι μέσα της. Ένιωθε το μουνί της σαν ένα μικρό καμίνι πάνω στον πούτσο του, αλλά δε μπορούσε να δει πώς είχε ανοίξει στα δύο εξαιτίας του καταπληκτικού ζευγαριού βυζιών που τρίβονταν πάνω στο πρόσωπο του.
Η Εριφύλη λάτρευε αυτό που ένιωθε, μπορούσε να νιώσει καθαρά τον σφυγμό του. Το κεφάλι του πούτσου του σχεδόν παλλόταν στο υγρό μουνί της. Ήξερε ότι δεν ήταν παρθένα, αλλά ένιωθε σαν παρθένα μετά από τόση ξηρασία. Έκανε μια παύση, απολαμβάνοντας την αίσθηση της προσαρμογής στο μέγεθός του. Εντάξει, σκέφτηκε, αυτό συμβαίνει κανείς δε θα το μάθει ποτέ.
«Θεέ μου... είναι τέλειο»... εξέπνευσε τελικά αργά, καθώς ένιωθε τον πούτσο του να τεντώνει το μουνί της όπως τίποτα άλλο. Το αιδοίο της ήταν μούσκεμα για τον πούτσο του. Είχε το όλο το μήκος του μέσα της και ένιωθε κάθε εκατοστό μέσα της. Ένιωθε σαν να ήταν πιο γεμάτη από ό,τι ήταν ποτέ και θα μπορούσε ποτέ να είναι. Αλληθώριζε από την έντονη ηδονή!
«Χριστέ μου, το να τη βλέπω να ανταποκρίνεται έτσι ήταν πέρα από τις πιο τρελές μου φαντασιώσεις. Πάντα υποψιαζόμουν ότι θα της άρεσε πολύ το σεξ με έναν προικισμένο... ε... πεινασμένο σαν άλογο επιβήτορα σαν εσένα. Αλλά δεν το περίμενα να είναι έτσι. Μωρό μου της άξιζαν εύσημα της σέξι ξαδέρφης μου! Έκανε ό,τι μπορούσε για να ακολουθήσει το ρυθμό του επιβήτορα της» σχολιάζει η Άλκηστις στη ροή της ιστορίας της και συνεχίζει ακάθεκτη να περιγράφει με λεπτομέρειες τα ερωτικά κατορθώματα  της Εριφύλης.
Ο Αρχιτέκτονας είχε ξαναδεί αυτό το βλέμμα και σε άλλες γυναίκες, αλλά σπάνια τόσο καυλωτικά παρανοϊκό. Ήξερε ότι όταν θα άρχιζε να την γαμάει πραγματικά, θα τα έχανε. Ένιωθε υπέροχα, αλλά ήταν έτοιμος να ανεβάσει ένταση. Άρχισε να κάνει απαλά συχνότερες μικρές μαχαιριές προς τα πάνω με τον πούτσο του για αρχή σε αργό ρυθμό.
Η Εριφύλη ένιωσε τον πούτσο του μέσα της να αρχίζει να αναπηδάει πιο γρήγορα και δυνατά, ενεργοποιώντας κάθε νεύρο στο μουνί της. Της άρεσε το πώς ένιωθε, αλλά ένιωθε και ντροπιασμένη. Μήπως επειδή δεν ήθελε να ξέρει πόσο τσούλα είχε γίνει ξαφνικά; 
Ο Αρχιτέκτονας άρχισε να της τον καρφώνει και την άκουσε να βγάζει ένα μακρόσυρτο ήχο ηδονής και να πιάνει δυνατά τους ώμους του με τα χέρια της. Ο Αρχιτέκτονας παρακολουθούσε την καυτή σκύλα ξαδέρφη μου να αρχίζει από μόνη της να γαμάει το χοντρό του καυλί. Τα δόντια της ήταν γυμνά αλλά ενωμένα καθώς ανέπνεε μέσα από αυτά, προσπαθώντας να παρακολουθήσει τη δράση που χτιζόταν ανάμεσα στα πόδια της. Ακολουθώντας απόλυτα τον ρυθμό της, άρχισε να την ανεβοκατεβάζει πάνω στον πούτσο του, όπως άρμοζε για μια καυλιάρα γυναίκα σαν κι εκείνη.
«Θεέ μου, ναι...» φώναζε καθώς τον ένιωθε να τη γαμάει, με τον πούτσο του να βυθίζεται μέσα της ξανά και ξανά, ανακαλύπτοντας νέα ανεξερεύνητα εδάφη. 
Τα στόματα τους απείχαν μόνο λίγα εκατοστά μεταξύ τους. Η Εριφύλη είχε ήδη βιώσει δυο οργασμούς. Κοίταξε κατευθείαν στα μάτια του με ένα είδος φλεγόμενου πάθους, σχεδόν θυμωμένου, ενώ τα βυζιά της χοροπηδούσαν απαλά με την κίνηση πάνω- κάτω. Καθώς την κοίταζε κι εκείνος, την άφησε να γλιστρήσει και παρακολουθούσε τα μάτια της να κλείνουν σε σχισμές. Ο Αρχιτέκτονας άκουσε τις γρήγορες αναπνοές της και την ένιωσε να κλειδώνει τα μπούτια της πιο σφιχτά γύρω από τη μέση του. Την κρατούσε ακίνητη, καρφωμένη στην παλλόμενη στύση του.
Η Εριφύλη βρισκόταν σε έκσταση, νιώθοντας τον τεράστιο πούτσο του στο μουνί της και τα στιβαρά  του χέρια να την κρατούν στο σμιλεμένο στήθος του. Δεν ήξερε γιατί, αλλά ήθελε να τον φιλήσει τώρα. Αυτός ο επιβήτορας την είχε ξετρελάνει και τώρα αποδείκνυε ξανά και ξανά ότι ήταν η πιο σωστή αμαρτία που είχε κάνει ποτέ, αν και ήταν βέβαιη ότι θα το μετάνιωνε. Όλες οι σκέψεις για την χριστιανό-κοινωνική ηθική της είχαν πάει περίπατο. Το μουνί της σχεδόν έτρεμε, πιεζόταν εντελώς σε κάθε επιφάνεια, τυλιγμένο τόσο σφιχτά γύρω του. Αυτό ήταν ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα και η Εριφύλη άνοιξε το στόμα της και τέντωσε το πρόσωπό της προς το δικό του, έκλεισε τα μάτια της και τον φίλησε βαθιά, λατρεύοντας τα χείλη του με τη γλώσσα της. 
Τώρα ενωμένοι και από πάνω και από κάτω και τυλιγμένοι στο ενδιάμεσο, φιλήθηκαν. Ο Αρχιτέκτονας ένιωσε τη Εριφύλη να ξεκλειδώνει τα πόδια της από τη μέση του και παρακολούθησε τα γόνατά της να πέφτουν ανοιχτά σε κάθε πλευρά του. Ένιωσε τα χέρια της να φτάνουν γύρω από τον λαιμό και την πλάτη του. Τα δάχτυλά της τον πίεζαν όταν άρχισε να γλιστράει τον μεγάλο πούτσο του μπρος- πίσω μέσα της, καθώς εκείνη ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα.
Η Εριφύλη είχε παραδοθεί άνευ όρων. Ο Αρχιτέκτονας απλώς συνέχισε να κινείται μέσα της, σπρώχνοντας ολόκληρο το σώμα της με κάθε ώθηση και τραβώντας την πίσω με τα χέρια του κάθε φορά, αυξάνοντας σιγά σιγά τη δύναμη και την ταχύτητα. Δεν πέρασε πολύ ώρα πριν ο επιβήτορας ξεκινήσει να την πηδάει ακόμα πιο σκληρά. Οι πατούσες της κυμάτιζαν τώρα άγρια προς το ταβάνι και η ίδια πνιγόταν στον πόθο της. Κάθε ώθηση την ανάγκαζε να ουρλιάζει από καύλα. Νέοι πίδακες υγρών εκτοξεύονταν από μέσα της πιτσιλώντας και τους δύο. Η Εριφύλη είχε χάσει κάθε αίσθηση χρόνου.
«Ναι! Γάμησε με με το χοντρό καυλί σου...» άκουσε ο Αρχιτέκτονας να ξεστομίζει η Εριφύλη, μιλώντας πλέον σαν πουτάνα, καθώς έσπρωξε το στρογγυλό κωλαράκι της μέχρι τέλους πάνω στην πούτσα του. Και αυτό που άκουσε στη συνέχεια ο Αρχιτέκτονας δεν μπορούσε πραγματικά να το περιγράψει- μόνο ένα μακρόσυρτο είδος αναπνευστικών βογκητών, καθώς το σφιχτό μουνί της έσφιγγε όλο πάνω του.
«Είσαι τόσο καλή στο γαμήσι, μωρό μου»... της ψιθύρισε καθώς μείωσε το ρυθμό του, απολαμβάνοντας απόλυτα το μουνί της γύρω από τον πούτσο του. Λίγες στιγμές αργότερα εξερράγησαν μαζί. Η Εριφύλη συνέχισε τις αγωνιώδεις κραυγές της, ενώ από τα χείλη του Αρχιτέκτονα έβγαιναν χαμηλοί βρυχηθμοί. Τον ένιωσε να συσπάται μέσα της καθώς την γέμισε με το καυτό σπέρμα του. Ήταν σίγουρη ότι τα υγρά του μουνιού της έσταζαν πάνω του.
«Θεέ μου, αυτό ήταν καταπληκτικό, ήταν τόσο καλό!» έκανε ασθμαίνοντας η Εριφύλη, ενώ απομάκρυνε το καυτό και υγρό από τους απανωτούς οργασμούς μουνί της από την πούτσα του Αρχιτέκτονα ψάχνοντας να πιάσει την κιλότα της, ώστε να φύγει. Είχε περάσει πολύ καλά, αλλά έπρεπε να γυρίσει στην αίθουσα και να ξεχάσει όσα έγιναν, επιστρέφοντας ξανά τάχιστα στο δρόμο των επιταγών της ενάρετης συζύγου.
......Ο Αρχιτέκτονας σηκώθηκε και άρχισε να ανεβάζει το μποξεράκι και το παντελόνι του. Την ώρα που κούμπωνε το παντελόνι του, τον άκουσα να της λέει:
«Μωρό μου! Από την πρώτη στιγμή που σε γνώρισα ήμουν σίγουρος ότι εσύ είσαι γυναίκα γεννημένη για γαμήσι γι αυτό περνάμε καλά εμείς οι δυο όποτε συναντιόμαστε!»
«Το ξέρεις πως είσαι μεγάλο καθίκι;!» Του λέει με μια μελιστάλαχτη και πολύ καυλιάρικη φωνή η Εριφύλη.
«Εγώ είμαι μεγάλο καθίκι και εσύ μεγάλη πουτάνα.» Της απαντάει ενώ την κοίταζε με βλέμμα λάγνο, γεμάτο πόθο και γλύκα συνάμα.
Ήταν κι εκείνος ξέπνοος αλλά έδειχνε απόλυτα πλήρης και ικανοποιημένος. Την ίδια στιγμή παίρνει στα χέρια του το κομμένο στρινγκ, και το έβαλε στην τσέπη του σακακιού του.
«Έτσι κι αλλιώς δεν μπορείς να το φορέσεις. Θα το κρατήσω για λάφυρο. Είναι το πρώτο μου ενθύμιο.» Της λέει και γελάει ικανοποιημένος. 
«Αν δεν ήσουν παντρεμένη θα σε ήθελα δίπλα μου μόνιμα. Ξέρω πως αυτό το καιρό περάσαμε και οι δυο μας ωραία αλλά εσύ μπορεί να νιώθεις τις ενοχές σου όταν περάσουν οι ωραίες μας στιγμές . Θέλω να ξέρεις πως το τηλέφωνό μου είναι είκοσι τέσσερις ώρες το είκοσι τετράωρο διαθέσιμο για εσένα. Ελπίζω να μείνεις ευτυχισμένη με τον άντρα σου, που ζηλεύω πολύ και θα ξανά πω πως είναι πολύ τυχερός αλλά αν θέλεις οποτεδήποτε κάτι από εμένα θα είμαι πάντα διαθέσιμος για εσένα.
Αύριο φεύγω για Λονδίνο και δεν ξέρω αν θα μείνω ελεύθερος για καιρό ή γρήγορα βρω κάτι άλλο, αλλά ελπίζω αν βρω να είναι σαν κι εσένα, αν και πολύ φοβάμαι ότι τα καλούπια για τον καθένα μας βγαίνουν μια φορά.» 
Ο όμορφος εραστής της είχε κάνει φανταστικό σεξ και τώρα χρειαζόταν λίγο χρόνο για να ηρεμήσει από το γαμήσι. Δεν μπορώ να περιγράψω την ευτυχία που ζωγραφιζόταν στο πρόσωπο της. Ήταν ακόμα ξαπλωμένη στο τραπέζι. Χαμογελούσε ελαφρά. Έδειχνε πραγματικά ευτυχισμένη
Η Εριφύλη άρχισε να βάζει το καλτσόν, ψηλά υπήρχε ένας λεκές, ευτυχώς καλυπτόταν  από την φούστα της. Κατέβασε τη φούστα όσο γινόταν πιο χαμηλά, έφτιαξε το σουτιέν, το πουκάμισο της, λίγο μεικαπ στο πρόσωπο, τα μαλλιά της που ήταν ανακατεμένα, έβαλε τις γόβες, πήρε την τσάντα της άνοιξε τη πόρτα και αναχώρησε. Καθώς βγήκε στο διάδρομο που οδηγούσε στα σκαλοπάτια, ξαφνικά είδε τον μικρο καφέ λεκέ στον καβάλο της φούστας της. Ευτυχώς, που ο αρχιτέκτονας αποδείχτηκε προσεκτικός εραστής. Δεν άφησε παρά μόνο αυτό το μικρό λεκέ, εξωτερικά στο φόρεμα της οπότε μπόρεσε να επιστρέψει στην αίθουσα με ασφάλεια.
Για ένα λεπτό, μπήκε στις τουαλέτες για να τον καθαρίσει. Ταυτόχρονα ένα σκανδαλιστικό συναίσθημα πέρασε μέσα της καθώς ανέβαινε τα σκαλιά προς την αίθουσα με τα μουνόχειλα της γύρω-γύρω πασαλειμμένα από το σπέρμα του Αρχιτέκτονα να μουσκεύουν το καβάλο του καλτσόν. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια άνοιξε την πόρτα μπήκε στην αίθουσα και συνάντησε την Ελπινίκη χωρίς κιλοτάκι και το μουνί της πνιγμένο στην υγρασία. Πόσο είχε λείψει; Είκοσι λεπτά; Παραπάνω; Μισή ώρα δεν ήταν! Ενώ ήταν έτοιμη να της πει καμία δικαιολογία, ότι πήγε στην τουαλέτα κλπ, η Ελπινίκη ούτε που κατάλαβε ότι έλειπε! 
....... Σ' αυτό το σημείο ο Νικηφόρος δεν μιλούσε, απεναντίας νιώθει μια περίεργα έντονη ηδονική έξαψη όταν ακούει τα ερωτικά κατορθώματα της Εριφύλης του να του τα διηγείται η νεαρή ξαδέρφη της. Όλη αυτή η διήγηση που του αποκαλύπτει τα πλούσια ερωτικά παραστρατήματα της Εριφύλης του τον καύλωσε τόσο που τα είχε χαμένα. Είχε μείνει άναυδος με αυτά που άκουγε. Ο πούτσος του κόντευε να σπάσει. «Είναι δυνατόν να την ακούω να μου λέει πως γαμιόταν με άλλον άνδρα η Εριφύλη μου και εγώ να καυλώνω τόσο πολύ.» Φαντάστηκε την Εριφύλη, λάγνα, παθιασμένη για άγριο σεξ δεν άργησε να καταλήξει στο κρεβάτι να συνευρεθεί ερωτικά και να ικανοποιείται σεξουαλικά με τον εραστή της.
Το γνώριζε πως της Εριφύλης οι σεξουαλικές ορμές είχαν μια αστείρευτη ζωτικότητα και εξέπεμπαν ενέργεια όπως αυτής που αιωρείται στην ατμόσφαιρα έπειτα από μια τροπική καταιγίδα,. Ήταν γεμάτη υγρασία, θέρμη και ώριμη πληθωρικότητα. Πάντως, προς μεγάλη του έκπληξη, η σκέψη της Εριφύλης μ΄ άλλον  αγκαλιά στο κρεβάτι τον είχε ανάψει. Δεν υπήρχε περίπτωση να της το πει, όμως. 
Της Άλκηστις της δηλώνει πόσο πολύ του είχε εξάψει τη φαντασία η αφήγηση της και τον καυλώνει η ιστορία όπως την ακούει να του την διηγιέται τόσο ζωντανά. Το πως ακριβώς γαμιόταν η Εριφύλη του.
«Καυλώνεις αγόρι μου που σου διηγούμαι τα κατορθώματα της και πως γαμιόταν η Εριφύλη σου;»
«Ναι! Μωρό μου! Όσο ακούω όλα αυτά που μου λες, τόσο πιο πολύ με κάνεις να καυλώνω... Με φτιάχνεις με τρελαίνεις καύλα μου!! Και στο κάτω – κάτω δεν είμαι ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος άντρας στον κόσμο που καυλώνει με τη φαντασίωση πως η συντροφος του γαμιέται με κάποιον προικισμένο γαμιά. Έτσι δεν είναι;»
«Καυλιάρη μου, είσαι σίγουρος σ' αυτό που λες; Αλήθεια;»
«Σήκω να πάμε στο Μοναστήρι να συναντήσουμε τις οικογένειες και να προσευχηθούμε και στη συνέχεια θα δεις και άλλα που θα σ' αρέσουν. Ο έρωτας μας δεν τελειώνει σήμερα.»
Η μέρα ξημέρωσε όμορφη και προμηνυόταν ηλιόλουστη στον μικρο οικισμό. Μια από τις «υποχρεώσεις» ήταν η προσκυνηματικού ενδιαφέροντος εκδρομή τους  να επισκεφθούν το αφιερωμένο στην Παναγία μεγάλο Μοναστήρι όπου εκεί θα συναντούσαν και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και θα συμμετείχαν και στην Κυριακάτικη θεία λειτουργία του Μοναστηριού.
Το ζευγάρι ξεκίνησε το μικρό του ταξίδι με τον Ήλιο χαράζοντας και πέρα σε κάποιο  βάθος ν' ανταύγαζε. Η Άλκηστις κάθε φορά που τον παρατηρούσε, το πρόσωπό της φωτιζόταν. Της άρεσε να τον πειράζει και εκείνος να γελάει με τ' αστεία της.
Γύρισε και την κοίταξε.
Έγειρε και τον φίλησε.
«Όπως είπαμε, όπως συζητήσαμε και συμφωνήσαμε. Για την Εριφύλη δεν ξέρεις τίποτα.»
«Πως δεν ξέρω. Η Εριφύλη μου γαμιέται με άλλον άντρα που αποδεικνύει για άλλη μια φορά πόσο πολύ πουτάνες μπορούν να γίνουν οι γυναίκες όταν το θέλουν. Ακόμα και η Εριφύλη μου.»
«Μωρό μου εγώ! Δηλαδή εσύ μου ορκίστηκες πως δεν σου είπα τίποτα. Τίποτα δεν είπα και αφού δεν είπα εσύ πως το ξέρεις.»
«Ξέρω πως η Εριφύλη μου δεν είναι αθώα».
«Ορκίστηκες ότι δεν.»
«Ναι! Ορκίστηκα ότι δεν.»
«Μου ορκίστηκες. Ότι δεν ξέρεις τίποτα.»
«Όχι Μωρό μου!  Θα ήταν υποκριτικό ότι ορκίστηκα πως δεν ξέρω! Ορκίστηκα ότι δεν θα πω αυτά που μου διηγήθηκες. Όχι ότι δεν ξέρω.»
«Δηλαδή! Με μπερδεύεις! Τι ισχύει για ό,τι λέχθηκε το βράδυ. Σε παρακαλώ κοίτα με! Μη με κάνεις και φοβάμαι. Σε παρακαλώ αγάπη μου.»
«Ρε Άλκηστις. Ορκίστηκα και δεν καταπατώ τον όρκο μου. Δεν είπα ποτέ πως είναι εύκολο, αλλά ορκίστηκα πως ότι μου έχεις πει θα θαφτεί και δεν θα βγει στην επιφάνεια.... Στο ξαναείπα! Όσο με ξέρεις εσύ. Σου φέρνω για αρσενικό των σπηλαίων; Άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής; πρωτόγονος, απολίτιστος.»
«Απεναντίας και εγώ στο ξαναλέω. Είσαι ο πιο γλυκός και τρυφερός άνδρας που έχω γνωρίσει. Και η Εριφύλη είχε μείνει πολύ καιρό μόνη της, και όταν το κορμί της σπαρταρούσε από ρίγος ηδονής και έπαιρνε φωτιά, από την φλόγα που έκαιγε μέσα της όσο σε καρτερούσε, και ευ αργούσες να γυρίσεις, είχε ανάγκη από λίγο σεξ. Εεε ώσπου δεν το άντεξε.. Το καταλαβαίνεις πιστεύω σαν άντρας που δεν έχεις κολλήματα..»
«Πως! Το καταλαβαίνω! Και! Τώρα;» Αναρωτιέται ο Νικηφόρος ολίγον προβληματισμένος.
«Και! Τώρα τι;»
«Να αναρωτιέμαι πως καταλήγει η ιστορία μας.»
«Αγόρι μου γλυκό. Περνάμε πολύ καλά σε αυτές τις διακοπές και πιστεύω πως με ελεύθερο πνεύμα θα έχει και ευχάριστη συνέχεια αυτή η ιστορία. Η Εριφύλη σου σε αγαπά πάρα πολύ και εσύ την αγαπάς πολύ αλλά πιστεύω ότι λίγο ανανέωση θα σας κάνει πολύ καλό...
Σκέφτομαι μήπως... Λέω να! Να καλέσουμε τον Αρχιτέκτονα να περάσει μαζί μας στο υπόλοιπο των διακοπών μας; Να απαλλάξουμε και σένα από ένα μέρος στο βαρύ φορτίο που έχεις μπροστά σου...»
«Δηλαδή! Λες; Θα έρθει; Αν τον καλέσεις;»
«Έχω προετοιμάσει το πεδίο. Ήδη χθες το απόγευμα του τηλεφώνησα και τον ρώτησα πως θα του φαινόταν να τον φιλοξενούσαμε για μερικές ήμερες στην πανέμορφη περιοχή μας.
Απλώς περιμένω και την δική σου έγκριση σου εάν είσαι διατεθειμένος να τον φιλοξενήσετε.»
«Δηλαδή το δέχτηκε; (εννοείς ότι το δέχτηκε;)»
«Δέχτηκε με προθυμία και ιδιαίτερη χαρά την πρόσκληση.
«Ασφαλώς και με μεγάλη χαρά δέχομαι την πρόσκληση να επισκεφθώ την ηλιόλουστη περιοχή σας». Μου είπε.
Ο Νικηφόρος την κοιτάζει και το χαμόγελό του απλώνεται σε όλο του το πρόσωπο του, δεν περιορίζεται στο στόμα, απλώνεται σε όλο του το πρόσωπο.
«Αυτό σημαίνει ότι το είναι θετικός και ότι τον επηρεάζω .... » Σκέφτεται μ΄ έκδηλη ικανοποίηση η Άλκηστις.
«Δεν μου απάντησες.» Του λέει και στο χαμόγελό της να αντανακλάται το μέσα της.
«Ομορφιά μου όταν κουρνιάζεις στην αγκαλιά μου το ξέρεις ότι είμαι εντελώς ξετρελαμένος μαζί σου δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου;»
«Να τον καλέσω;»
«Και η Εριφύλη; Είσαι σίγουρη ότι θα συμφωνεί;»
« Άστο σε μένα. Θα τον παρουσιάσω εραστή μου και υποψήφιο σύντροφο.»
«Ναι! Μικρή μου για σένα το κάνω! Κάλεσε τον. Και νοιώθω σα να τους βλέπω.»
«Δηλαδή τι είναι αυτό που βλέπεις;»
«Να! Να έχει στηρίξει η Εριφύλη την πλάτη της στον τοίχο, να έχει τυλίξει τα πόδια της γύρω από τη μέση του και αυτός έτσι όπως την κρατά, σφικτά στην αγκαλιά του να διεισδύει μέσα της.»
«Το ξέρεις ότι της αρέσει της Εριφύλης αυτή η στάση;»
«Εσύ τι λες;  Σ΄ όλους αρέσουν τ’ απαγορευμένα και τα γρήγορα.»
«Εγώ λέω ότι δεν μ' έχεις γαμήσει σ' αυτή τη στάση και μου τη χρωστάς.»
«Μάλλον μωρό μου σε εξιτάρει κάπως η ιδέα να μη μας πιάσουν στα πράσα. Ωραία όλα αυτά μάτια μου, αλλά τη συγκεκριμένη στάση δεν την λες και για χόρταση. Τα προκαταρκτικά συνήθως πάνε περίπατο και όλα τελειώνουν σχετικά γρήγορα.»
«Αγάπη μου είναι η ερωτική στάση που χαίρεσαι να κλειδώνει το σώμα σου όταν τον έχεις μέσα σου»...
«Μήπως να το συζητούσατε κάποια άλλη στιγμή; Σε λίγο φτάνουμε στο μοναστήρι… Μέχρι εδώ ακούγονται τα γέλια από τα μικρά μας βλαστάρια.»
«Βλέπω ένα χαζοχαρούμενο μπαμπά που οι μικροί του μπόμπιρες να τον τρελαίνουν με τα καμώματά τους και αυτός να απολαμβάνει το γλυκό του μαρτύριο!»
«Είναι όντως βασανιστικά γλυκό μαρτύριο τα παιδιά αγάπη μου. Γι' αυτό άκου λοιπόν τη συμβουλή μου. Εάν ο Αρχιτέκτονας είναι όπως μου τον περιγράφεις....  και πρέπει να είναι γιατί ταυτόχρονα έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στην κρίση, και την διορατικότητα της Εριφύλης να ξεχωρίζει αυτό που λέμε «καλή πάστα ανθρώπου». Γι αυτό μην το σκέφτεσαι, προχώρα και εμείς κουμπάροι και γρήγορα νονοί στους απογόνους.»
Φτάνοντας στον τεράστιο προαύλιο χώρο του Μοναστηριού συναντούν ένα τσούρμο πιτσιρίκια να παίζουν αμέριμνα κάτω από ον ίσκιο των τεράστιων δέντρων.
Κάπου εκεί ανάμεσα τους ξεχωρίζουν οι μικροί του μπόμπιρες να ξεφαντώνουν κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της Δανάης.
«Η όμορφη  Δανάη μας μεγάλωσε και της πάνε ο ρόλος και τα καθήκοντα παιδαγωγού,! Έχει τα προσόντα!» Της λέει ο Νικηφόρος και πήρε μια έκφραση θαυμασμού σαν κάποιον που βλέπει ένα κορίτσι σκέτη τρέλα, κορμί απίστευτο, μελανουράκι, με ένα υπέροχο βαθύ μαύρισμα από τις διακοπές της, κατσαρό μαλλί και ένα πρόσωπο να «κόβεις φλέβες».  
«Όντως έχει προσόντα! Είναι μια κούκλα το καυλιάρικο πουτανάκι, που ξεσηκώνει με την προκλητική του εμφάνιση τα νάζια και τα καμώματα του. Τι έγινε ρε; Σε φτιάχνει η πιτσιρίκα και τα μάτια σου άνοιξαν διάπλατα μπροστά στις βυζάρες της.; Το κοκαλάκι της νυχτερίδας έχεις καριόλη άνδρα.» Του λέει μ' όλο υπονοούμενα η Άλκηστις και αφού του λέει αυτά τον κοιτάει και του χαμογελάει με νόημα.
«Τι έγινε πάλι;» Αναρωτιέται ο Νικηφόρος…
«Περιττό να σου πω πως την κοιτούσες όταν είχες γυρίσει για να την πάρεις μάτι.. Είμαι σίγουρη....  φανταζόσουν την πιτσιρικά να καλπάζει πάνω στο σκληρό σου καυλί και οι βυζάρες της να χοροπηδάνε πάνω κάτω σαν τρελές!»
«Τι είναι αυτά που λες... είναι τρελά.» Της είπε ο Νικηφόρος.
«Αγορίνα μου, δεν σου αρέσει το τσουλάκι;» Τον ρώτησε.
«Υπάρχει νορμάλ άνδρας που θα πει όχι; Δεν μου αρέσει;» .
«Τότε ποιο είναι το πρόβλημά σου; Δεν ξέρω πόσο εύκολα θα τα καταφέρεις με τους μικρούς σου μπόμπιρες, αλλά με το καυλιάρικο τσουλάκι που καίγεται από καύλα θα τα φτύσεις, για να το ικανοποιήσεις.
Και για να σε βοηθήσω! Ακριβώς απέναντι είναι ένα τεράστιο φυσικό πάρκο μέσα στο δάσος, ιδανικό σκηνικό για να εξαφανιστείτε από τα ραντάρ του κόσμου χαμένοι μέσα στο τοπίο, στη φύση, με μόνη σας έννοια να ικανοποιήσει ο ένας στον άλλον τις σεξουαλικές του ανάγκες.
Εκεί λοιπόν είναι πολύ ασφαλές μέρος να χαζεύουν τα πιτσιρίκια με τα ζώα και τους φασιανούς και εσύ να δαμάζεις αυτό το ουρί του παραδείσου! Την πιτσιρίκα με το ντεκολτέ που ξεχειλίζει από το στήθος της. Δες τη! Σε βλέπει και γυαλίζει το μάτι του από τη καύλα. Στον έρωτα, αγάπη μου μη ζητάς το «ναι» από τα χείλη της γυναίκας, αλλά από τα μάτια της. Το κορίτσι στο δείχνει τι θέλει χωρίς να στο ομολογεί. Τα μάτια της. Αχ αυτά τα μάτια της. Λάμπουν και γυαλίζουν από καύλα όταν σε κοιτάζει.
Χαμογελούν και ακτινοβολεί το τετράγωνο του μοναστηριού.
Έχετε πάνω από μια ώρα μέχρι να τελειώσει η Θεία λειτουργία. Άντε και με την ευχή μου καλά γαμήσια κυριακάτικα. Θεέ μου συγχώρα με.»
«Άλκηστις! Μπορεί να μην μου φαίνεται αλλά δεν είμαι σάτυρος αγάπη μου. Γι αυτό κάνε την προσευχή σου και ζήτα ταπεινά συγγνώμη που σκέφτηκες αισχρά για μένα και μόλις γυρίσουμε θα!...»
«Άκουσες εμένα να σε λέω σάτυρο;»
«Όχι αλλά δεν μ' αρέσει να σκέπτεσαι ότι υπάρχει η φήμη, προκειμένου να ικανοποιήσω τις γενετήσιες ορμές μου αποπλανώ πιτσιρίκες. Δε λέω η Δανάη απ' ότι έχω καταλάβει έχει ήδη ξεκινήσει τη νέα της φοιτητική ζωή αυτό το χρόνο. Άρα μικρή διαφορά στην ηλικία έχετε φοιτητριούλα μου.»
«Ξαδερφούλη μου! Λέω εγώ τώρα! Μήπως θυμάσαι μια δεκαετία πριν; Δέκα-οκτάχρονη πιτσιρίκα στην ηλικία της Δανάης, λαχταριστή και χυμώδης το απόλυτο θηλυκό ήταν και η ξαδέλφη μου όταν την γνώρισες. Το ατίθασο κορίτσι για φίλημα που οι άνδρες τη βλέπανε και την λιγουρεύονταν ακόμα και στα όνειρά τους. Πιτσιρίκα και γαμάτη θεογκόμενα που ήταν τρελά ερωτευμένη μαζί σου και εσύ δεν άφησες την ευκαιρία να πάει χαμένη και τη ξεπαρθένιασες!.»
«Δεν μας τα λες καλά μου φαίνεται Μωρό μου. Πρώτον κορίτσι μου γλυκό με παρεξήγησες μ' αυτά που λες! Είναι όλα αισχρές διαδόσεις! Όλα έγιναν με τη θέληση της αγάπη μου. Και να μην ξεχνάς ότι πολύ σύντομα παντρευτήκαμε! Και το στεφάνι μου το 'χω κορόνα στο κεφάλι μου.»
«Χμ! Δε σε βλέπω να φοράς κορόνα! Με λίγα λόγια δεν άφησες την ευκαιρία να πάει χαμένη. Και σιγά μην την άφηνες τέτοια κούκλα ονειρεμένη, με μαβιά μάτια, μπούκλα καστανόξανθη και κάτι βλεφαρίδες ίσαμε απέναντι! Ένα πρόσωπο πολύ γλυκό και μια φωνή όλο καύλα. ..»
«Και δεύτερον, εσείς τα κορίτσια βιάζεστε να μεγαλώσετε επηρεασμένες από της σεξουαλικές σας ορμές και της κακές παρέες και χάνετε την παρθενιά σας γύρω στα δέκα έξι. Συνήθως με τ πιο ακατάλληλο άντρα. Το σεξ είναι βιαστικό, αγχωμένο και φυσικά χωρίς γάμο. Αν ο άντρας είναι μαλάκας, συνήθως στο 60-70% των περιπτώσεων η κοπέλα μένει έγκυος και η οικογένεια θα πρέπει να φροντίσει και μεγαλώσει ένα μωρό χωρίς πατέρα.»
«Καλά παραδίνομαι. Δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα μαζί σου. Αλήθεια είπες κάτι για όταν γυρίσουμε; Ότι θα; Τι θα; Γίνε όμως λίγο πιο σαφής.»
«Ξέρεις!… Σκέπτομαι πολύ για την τιμωρία που σου αξίζει για αυτά λες, όταν γυρίσουμε… θα...» της είπε κάτι σαν απειλή σαν υπόσχεση.
«Και μόνο που σκέπτομαι την τιμωρία υγραίνομαι.» Του απάντησε, χαμογελώντας με το σκανταλιάρικο  βλέμμα της.
«Άντε πήγαινε μέσα να εκκλησιαστείς.... γιατί ο σατανάς σε πιλατεύει....   και λέγε-λέγε με φούντωσες...» Της ήρθε η πληρωμένη απάντηση.
«Φούντωσες Μωρό μου; Όχι ότι δεν το πιστεύω! Όση εμπειρία και να έχει κανείς, όταν το βλέμμα του πέφτει επάνω στο ωραίο γκομενάκι που έχει αφήσει τα μπαλκόνια του ανοιχτά.» και του δείχνει τη Δανάη…  «χαζεύει τη θέα και η καρδούλα του χτυπάει δυνατά, τα ξεχνάει όλα ακόμη και σ' αυτόν τον ιερό χώρο αφήνει το σώμα του να νικήσει το πνεύμα του και ο πόθος καίει τα σωθικά του.»
«Δε θα το συζητήσω μαζί σου αυτό τώρα.» της είπε, μέσα από τα δόντια του με ύφος συννεφιασμένο.
«Έλα που δεν θέλεις, αλλού αυτά να τα πουλάς! Η πιτσιρίκα μέρες τώρα σε προκαλεί πωs γουστάρει. Ξέρεις τι θέλει και στο ζητά να την τιμήσεις με τη προσοχή σου!.» Του λέει κλείνοντας πονηρά το μάτι.
«Δεν τσιμπάω κορίτσι μου γλυκό και επειδή στη χθεσινή βραδιά μας, γεύτηκα ατέλειωτες και μοναδικές ηδονές που ξεπέρασαν τις προσδοκίες μου, επίτρεψε μου να περιμένω την επόμενη μαζί σου».
«Έχω ήδη αρχίσει να σε φαντάζομαι μαζί μου στο κρεβάτι για να ξεσπάσει ο θυμός σου!»
Το μόνο που κατάφερε να της πει την ώρα που η Άλκηστις αναχωρούσε για το εσωτερικό του ναού ήταν ότι θα πληρώσει για αυτό που του κάνει. 
Η απάντηση της;
«Ανυπομονώ μωρό μου! Και η κόλαση να με περιμένει μαζί σου θα είναι μια παραδεισένια Κόλαση για να πληρώσω ευχαρίστως τις «αμαρτίες» μου!»
Ήταν η στιγμή που οι ζωηροί μπόμπιρες τον αντιλήφθηκαν και σαν χείμαρρος ξεχύθηκαν με λαχτάρα να τον συναντήσουν.
Μα και ο Νικηφόρος με τη σειρά του, με πόδια που θαρρείς κι είχαν βγάλει φτερά έτρεχε να πέσει στην αγκαλιά τους. ... Η αγκαλιά τους ήταν το απόλυτο φάρμακο της ευτυχίας του ...
 
Click to Open
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ: (Μέρος  5)
.....
 
Web Informer Button