ADS

click to open

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

Adelfe Mou Ton Xassame

Ξυπνάς μια μέρα κι η άνοιξη γλιστράει απροειδοποίητα σα πολύχρωμο χαλί στις δυτικές παρυφές της Πάρνηθας. Όλο τον Μάρτιο, φυσούσαν δυτικοί και βόρειοι άνεμοι και όταν ο ήλιος έδυε όλα έμοιαζαν φωταγωγημένα στις μικρές αυλές στις βόρειες συνοικίες της πόλις μας. Οι ακακίες, οι πασχαλιές, οι αμυγδαλιές, και όλα αυτά τα μεγάλα και γυμνά το χειμώνα δέντρα ξυπνάνε σαν από λήθαργο, ότι κ' αν συμβεί δε αργότερα, καταιγίδα, χιονοθύελλα, χαλάζι, δεν ξανά-κοιμούνται μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου. Ο δροσερός αέρας στις ανηφορικές πλαγιές μυρίζει κιόλας φυλλώματα.
Την εποχή εκείνη το μεγάλο πετρελαιοφόρο όπου ήταν ναυτολογημένος, εκτελούσε εργασίες επισκευών στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά. Εδώ και τρεις μήνες του είχε λείψει η οικογένεια του. Λόγω πολλών άλλων πιεστικών υποχρεώσεων, δεν είχε το χρόνο που θα ήθελε να αφιερώσει στην οικογένεια του και τώρα στην διάρκεια των επισκευών προσπαθεί τον ελεύθερο χρόνο που έχει να τον αφιερώνει στην σύζυγο και τα παιδιά τους. Σήμερα ταχτοποιώντας τις τελευταίες λεπτομέρειες με τον επικεφαλής των συνεργείων επισκευών, αργά το απόγευμα αναχώρησε για το σπίτι του όπου περίμεναν την άφιξή του με ανυπομονησία.. Η σύζυγος τον πληροφόρησε στο τηλέφωνο ότι του έχει φτιάξει και ένα ταψί αναποδογυριστή μηλόπιτα με καραμελωμένα μήλα, αφράτη και να μην αργήσει και κρυώσει…  (την συνταγή της αδυναμίας του)…. Είναι έτοιμη να  την «κατασπαράξει.»
Φθάνοντας στο σπίτι,  η κουζίνα μύριζε το άρωμα της κανέλας άλλα μηλόπιτα δεν φαινόταν πουθενά.
«Προ ολίγου πέρασε ο αδελφός σου να μας δει, κι αφού πρώτα έφαγε δυο κομμάτια μηλόπιτα, φεύγοντας μας πήρε και το ταψί ολάκαιρο στέλνοντας φιλιά στον αέρα......»
«Χαλάλι του. Το ξέρεις ότι εκτιμά τη μαγειρική σου.» Βιάστηκε να δικαιολογήσει τον αδελφό του μ' ένα πλατύ χαμόγελο για να της φτιάξει η διάθεσή της.
Κατά τις έξι παρά κάτι κτύπησε το τηλέφωνο. 
«Ο αδελφός θα ‘ναι.» Σκέφτηκε. «Θα παίρνει με διάθεση να δικαιολογηθεί και να απολογηθεί για την ληστεία του.»
Στην άλλη άκρη ήταν όντως ο μικρότερος αδελφός του.
Η φωνή του ακούγεται «πιεσµένη», τραχιά και βραχνή, παρουσιάζει «σπασίματα».
Αυτός ο τόνος της φωνής του αδελφού του τον έβγαλε απότομα από τις ευχάριστες σκέψεις του και ο ήχος της φωνής του αντήχησε σαν μικρό καμπανάκι μέσα στο κεφάλι του. Χρειάστηκε κάμποση ώρα για να καταλάβει τι του έλεγε. Η πρώτη σκέψη του ήταν ότι ο αδελφος του είχε πάλι μπλεξίματα και θα έπρεπε να τον ξεμπλέξουν εκείνοι. 
«Αδελφέ μου τον χάσαμε.» Κατάλαβε να του λέει.
«Τι θέλεις να πεις;» Μάταια προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς εννοούσε ο αδελφός του.
«Τον χάσαμε, έφυγε ξαφνικά και αυτός απ’ την ζωή.» Επανέλαβε ο μικρότερος αδελφός του παραδομένος, σαν να  κατάπινε τα λόγια του...
Όταν είχε κλείσει, το τηλέφωνο, δεν μπορούσε να σκεφτεί καθόλου.
Έχοντας χάσει την λατρευτή μητέρα τους μόλις πρόσφατα. 
Ούτε ένας χρόνος δεν είχε περάσει από την απώλεια της.
......Η υπέροχη μητέρα τους.
Απεβίωσε στα εξήντα επτά της χρόνια με πολύ καλή σωματική υγεία από αιφνίδιο θάνατο (την πρόδωσε η αγνή καρδιά της) που ξάφνιασε τόσο το γιατρό της, καθώς και όλους τους άλλους γύρω τους.
Υπάρχουν ακόμη μέσα του αναμνήσεις από το παρελθόν, αν και έχουν ξεθωριάσει και δεν είναι τόσο ζωντανές με το πέρασμα του χρόνου, που τις κουβαλά ακόμα και σήμερα. Τις ψυχολογικές ουλές από τον θάνατο της.
Επέστρεψε εσπευσμένα από το Χιούστον των ΗΠΑ όπου βρισκόταν.
Δεν τα κατάφερε... δεν πρόλαβε να την ασπαστεί για τελευταία φορά. Αν και το επιθυμούσε.
Τον πρώτο καιρό μες στα βαθιά μεσάνυχτα σαν λύκος μοναχικός, σερνόταν κρυφά μέσα από τους ίσκιους και τρύπωνε σαν φάντασμα στην τελευταία κατοικία της.
Ήθελε να είναι ολομόναχοι οι δυο τους. Να τα πούνε. Και να μην τους ακούει κανείς. Στεκόταν πάνω από την λιτή μαρμάρινη πλάκα, η ψυχή του κομμάτια. Κλαίει, μ' έντονο, γοερό κλάμα και τα δάκρυα που καίγανε χύνονται ζεστά απάνω στο κρύο μάρμαρο. Γονατιστός επάνω της και αναρωτιόταν «Γιατί;»  Καμία απάντηση από πουθενά. «Που πήγε η γαλήνη και η ηρεμία σου. Γιατί χάθηκε η ομορφιά της ψυχής σου; Γιατί; Χάθηκαν τα χάδια σου τα τρυφερά. Γιατί; Γιατί;»
........ Ακούγοντας λοιπόν σήμερα αναστατωμένο τον μικρότερο αδελφό του, ένας καταρράκτης μαύρες ιδέες και κακά προαισθήματα ήρθαν να φωλιάσουν στο μυαλό του... μάταια προσπαθούσε να τα διώξει λες και ήταν απαγορευμένες επιθυμίες.
«Με πήραν τηλέφωνο απ’ την Ρόδο, ο αδελφός μας (το τζινάκι μας) είναι νεκρός. Με ειδοποίησαν πως το βρήκαν νεκρό ενώ κοιμόταν στο κρεβάτι σπίτι του.»
Ο αδελφός τους δεν ήταν άρρωστος. Πέθανε ξαφνικά. Σταμάτησε τη νύχτα στον ύπνο του να κτυπά η καρδιά του. «Τίποτε δεν προμήνυε το τραγικό περιστατικό». 
Όταν είχε δεχτεί το τηλεφώνημα, χρειάστηκε κάμποση ώρα για να καταλάβει τι του έλεγε ο μικρός. 
Ο Αδελφός είχε καθίσει με τους φίλους του μέχρι αργά σε μια ταβέρνα και στη συνέχεια αναχώρησε για το σπίτι του για ύπνο. Το πρωί της Δευτέρας θα επέστρεφε στον Αφάντου όπου εργαζόταν τον τελευταίο καιρό.
Όταν η διήγηση της συνομιλίας με τον μικρό αδελφό του τελείωσε, στο δωμάτιο έπεσε σιωπή! 
Καθώς τον έπνιγε ένα καινούριο κύμα θλίψης, βίωσε την αίσθηση του αναπόφευκτου. Ο αδερφός του ζούσε πάντα στα όρια της έντονης ζωής. Αυτή τη φορά τα είχε υπερβεί. Από την παιδική του ηλικία ο αδελφός ήταν ονειροπόλος, αλλά ήταν και ένας άνθρωπος γεμάτος ζωή που του άρεσε να λέει πως ήταν ελεύθερος επαγγελματίας. Δε στέριωνε πουθενά.
Τώρα μαύρα φίδια τον είχαν ζώσει για τα καλά. Η ιδέα ότι ο αδελφός του πέθανε τον έσφαζε και δεν ήθελε να τη σκέφτεται.
Κλονίστηκε, αλλά ακόμη δεν το δεχόταν, δεν ήθελε να το πιστέψει, δεν μπορούσε να το πιστέψει.  Ήταν σαν να έβλεπε εφιάλτη. Δεν ήθελε να πιστέψει ότι συνέβαινε στ’ αλήθεια όλο αυτό και περίμενε από στιγμή σε στιγμή την διάψευση. Κούνησε το κεφάλι του αποφασιστικά. «Δεν το πιστεύω!» δήλωσε. «Δεν μπορεί να είναι αλήθεια!»
Σκοτείνιασε! Έκλεισε τα μάτια του παραδομένος, με το στόμα ανοιχτό και μάταια προσπαθούσε να βρει τα λόγια του. Ο αιφνίδιος θάνατος του αδελφού του τον ταρακούνησε. Την στιγμή που η πληροφορία ρίζωσε στο μυαλό έφτασε η ψυχή στα πόδια του. Ένοιωσε σαν να ‘φύγε μεμιάς όλος ο αέρας από μέσα του, είχε την αίσθηση ότι δεν μπορούσε ν’ ανασάνει. Το αίμα έτρεχε γρήγορα στα μηλίγγια του και τα δάκρυα κυλούσαν από τα δυο του μάτια. 
Η είδηση του θανάτου του αδελφού του ήρθε και φώλιασε μέσα του αργά επώδυνα σαν το βήμα του λύκου, όπως το σύρσιμο της έχιδνας, έτσι όπως έρχονται όλες οι κακές σκέψεις και φωλιάζουν μέσα μας μια μέρα που το κακό φουντώνει όπως οι ανοιξιάτικοι θάμνοι.
 Ο ήλιος στα δυτικά άρχισε να γέρνει, ένοιωσε μια λεπτή ψύχρα να τον ζώνει. Το δωμάτιο σκοτείνιασε, όλα γύρω του ξαφνικά σώπασαν, έξαψη πλημμύρισε το μυαλό του. Ένας οξύς πόνος άρχισε να τον βασανίζει στο στομάχι, ξεράθηκαν τα χείλη του. Ο πόνος συνέχεια δυνάμωνε. Ένοιωθε να τον διαπερνά στην αριστερή πλευρά από τη μέση του θώρακα. Τα μάτια του θάμπωναν. Αυτό που συνέβηκε ήταν κάτι που δύσκολα μπορούσε να το δεχτεί. 
Η γυναίκα του στεκόταν δίπλα του ξαφνιασμένη και λίγο τρομαγμένη., τον κοιτούσε στα μάτια που τώρα είχαν γίνει πελώρια κι η λάμψη τους σκιαζόταν απ’ την αγωνία, όπως το φεγγάρι απ’ τα σύννεφα.
Το έβλεπε στο συγκλονισμένο πρόσωπο του να μεγαλώνει η απελπισία του και αναζητούσε κι αυτή απαντήσεις. Αυτός με μάτια θολά λες κ’ έβλεπε έναν απαίσιο εφιάλτη, με φωνή βραχνή και αφύσικη της εξήγησε όσο πιο σύντομα τα γεγονότα που του μετέφερε ο μικρότερος αδελφός του.
Όταν της ανήγγειλε την είδηση, εκείνη ανασήκωσε τα χέρια της και τράβηξε πίσω τα μαλλιά της σα να ήθελε να σπρώξει μακριά την εικόνα που περνούσε απ’ τα μάτια της. 
Κρατήθηκε από το μπράτσο του ... 
«Πότε συνέβη το μοιραίο; Πώς έτσι ξαφνικά;» Τα χέρια της τον χάιδεψαν με τρυφερότητα στους ωμούς, έσκυψε και έγειρε στο στήθος του για να μη φανεί και το δικό της μέγεθος της θλίψης.
«Είναι τόσο απροσδόκητο.» ψέλλισε. 
«Και τόσο άδικο.» Συμπλήρωσε σα να μονολογούσε. 
Βαθιά επηρεασμένη από την απρόσμενη είδηση που τους άφησε άναυδους, προσπάθησε να του δώσει κουράγιο και δυνάμεις. Να τον παρηγορήσει. Οι αναστεναγμοί της αντηχούσαν όμοια με το θρόισμα των φύλλων στους πανύψηλους ευκαλύπτους στο απέναντι πεζοδρόμιο του σπιτιού τους καθώς τα κουνούσε ο αγέρας, πασχίζοντας ταυτόχρονα να κρύψει τη δική της βαθιά θλίψη και συγκίνηση, να διατηρήσει την ψυχραιμία της.
Ο χρόνος κυλούσε κι αυτός έμενε εκεί ακίνητος, αναποφάσιστος λες και ήταν χωμένος στο βούρκο και βυθιζόταν αργά-αργά δίχως να μπορεί να κάνει κάτι για να ξεφύγει. 
Ο βούρκος έφτανε ήδη μέχρι το λαιμό του, τόνε ρουφάει, βουλιάζει-βουλιάζει, σε μια σιωπηλή καταβόθρα...
Είχε παραλύσει πνιγόταν.
Η γυναίκα του τον γράπωσε από τον αγκώνα, τον ταρακούνησε νοιώθοντας την αδήριτη ανάγκη του να πάρει καθαρό αέρα. Ένα αίσθημα ανακούφισης διαπέρασε τις φλέβες του. Μπορούσε ν’ αναπνεύσει ελευθέρα. Τη φίλησε για να την καθησυχάσει.
«Νομίζω ότι σας πέφτει το βάρος να φύγετε και να πάτε να τον φέρεται.» Του είπε κοιτάζοντας τον μες στα μάτια. «Ναι πρέπει να φύγω.» Της λέει, καθώς τον έπνιγε ένα καινούριο κύμα θλίψης, βίωσε την αίσθηση του αναπόφευκτου. Ο αδερφός του ήταν ονειροπόλος που ζούσε πάντα στα όρια της καταστροφής. Αυτή τη φορά μάλλον τα είχε υπερβεί. 
Μουδιασμένος, καθώς κατευθυνόταν προς το τηλέφωνο να κλείσει μια πτήση για τη Ρόδο την επομένη το ένιωθε ότι ένα μέρος του εαυτού του είχε χαθεί..
Η γυναίκα του τώρα, είναι αυτή που είχε χάσει το θάρρος της και συνέχισε να τον κοιτάζει στα μάτια λες και την είχε πιάσει πυρετός. Ή θρησκευτική πίστη ήταν βαθιά ριζωμένη στην ψυχή της και η μεταφυσική ελπίδα την οδηγεί στη ζωή της πιστεύοντας πάντα σ’ αυτό που συνήθιζε να λέει.
«Όλα είναι γραφτό να γίνουν έτσι!» 
Συγκράτησε όμως το παραλήρημα της ψυχής της. 
«Ο Θεός ας τον δεχθεί στην αγκαλιά του. Ήταν θέλημα του.» Πρόφερε για κατευόδιο….
Το θλιβερό γεγονός απλώθηκε μπροστά του και το παρελθόν τον αγκάλιαζε σαν όνειρο σαν ίσκιος και θάμπωνε συμπυκνώνοντας την εικόνα του αδελφού του.Δεν ήθελε ακόμη να πιστέψει αυτό που συνέβηκε να το παραδεχτεί και να το συνειδητοποιήσει μέσα του.
Δεν.....δεν...δεν....  Στέκονταν όρθιος κοιτάζοντας πέρα τις βουνοπλαγιές θαρρείς και περίμενε κάποιον να ρθει.
Ζωντανή η χαμογελαστή μορφή του φαίνεται να αιωρείται μπροστά στα μάτια του..
Σαν να τη βλέπει τώρα την ψηλόλιγνη κορμοστασιά του κάτω από το λαμπερό Ήλιο του δειλινού όρθια, σα να ήθελε να αναμετρηθεί με τον ίσκιο του ή με κάτι πιο δυνατό απ’ αυτόν. Θα μπορούσε να τον ζωγραφίσει με το γλυκό χαμόγελο του και με το βλέμμα του χαμένο πέρα μακριά.
Η καρδιά φτερούγισε, χτυπάει «τρελά», χωρίς ρυθμό, και ζάλη στο κεφάλι όταν κατάλαβε ότι η πραγματικότητα έλιωσε τις ελπίδες του, αφήνοντας τον στον πόνο.
Γιατί έφυγε έτσι ξαφνικά;
«Και δεν άφησε πίσω του ούτε ένα αντίο;»
Η επίμονη αίσθηση ότι κάτι έχει σφηνώσει στον λαιμό του τον έπνιγε.
Γύρω του τόση ησυχία επικρατούσε. Ακουγόταν ακόμη και το πέταγμα της μύγας.
Οι μεγαλύτερες τραγωδίες έρχονται χωρίς να τις  έχουμε σκεφτεί και μας δαγκώνουν όπως οι δαγκάνες του σκορπιού.
«Καλό σου ταξίδι, αγαπημένε μου αδελφέ, γλυκό μας ...(Τζινάκι).. Θα μας λείψεις πάρα πολύ αγαπημένε μου αδελφέ, θα μας λείψεις ... 
Πως να σου πω το τελευταίο αντίο; πως;.» 
Η γλώσσα μπερδεύτηκε και οι  λέξεις σχηματίστηκαν στα χείλη του χωρίς να ειπωθούν.
"Όργωνε ο Xάρος, όργωνε. Τον κάματο δεν παύει
μέρα και νύχτ' ακοίμητο τ' αλέτρι του δουλεύει.
Eσυνεπήρε το βλαστό, τον έγειρε στο χώμα
και δίχως σάλαγο, βουβός, περνά και διβολίζει."
Οι λέξεις δεν μπορούν να περιγράψουν το πως νιώθει....
Με πόνο ψυχής συλλογίστηκε. Η ζωή που 'κανε  ο αδελφός του είχε αφήσει τα σημάδια της. Η μοίρα μας αν και είναι αμείλικτα σοφή, στον αδελφό του προσέφερε λιγότερα δώρα απ’ όσα του άξιζαν ν’ αποκτήσει.
Η τραγική κατάληξη του αδελφού του και η αυλαία του αποχαιρετισμού της ζωής του, ίσως τελικά και να ‘ταν ταιριαστή με το πάθος και τις κρυφές καθημερινές αλήθειες που έζησε στην σύντομη ζωή του.
Τον αδελφό του ο χρόνος και η μοίρα τον είχαν αλλάξει, και ταυτόχρονα ο ίδιος ο χρόνος του ακύρωσε και τα όνειρα για το μέλλον.
Ο δεύτερος αδελφός του το μικρό τρομαγμένο αγόρι στη λέμβο της αναχώρησης εκεί στην προβλήτα της Μονεμβασιάς, εξελίχθηκε σ’ ένα ξεχωριστό παιδί, ένα παιδί με πολλά ταλέντα, ένα νέο και πολύ όμορφο αγόρι που σκεφτόταν ότι «καλά προχωρά η ζωή».
Τον θυμαται στην εφηβεία του να συντελείτε η σωματική μεταμόρφωση του. Μέχρι τότε ένα μέτριου ύψους παιδί ψήλωσε απότομα στα δεκατέσσερα με δεκαπέντε χρόνια του, κι ακόμα συνέχισε να ψηλώνει, σαν κάποιο χέρι μαγικό να έπλασε το κορμί του. Ψήλωσε αρκετά, απέκτησε φυσική ομορφιά, και από έφηβος έδειχνε μεγάλη αυτοκυριαρχία και εμπιστοσύνη στον εαυτό του.Το πρόσωπό του είχε στιβαρή χάρη και το βλέμμα του ήταν χαϊδευτικό, ήμερο, αντίφεγγε με μελί φωτεινές αναλαμπές. Ένας όμορφος έφηβος με καστανόξανθα μαλλιά που συνήθως τα άφηνε λίγο περισσότερο μακρύτερα απ' όσο έπρεπε. Η φυσική του σεξουαλικότητα και ο ήρεμος θελκτικός τόνος της φωνής του κυριαρχούσαν στους γύρο του. Ήταν αυτός απ’ τα αδέλφια που είχε όλα εκείνα τα φυσικά σωματικά χαρίσματα των προγόνων από την πλευρά της μητέρας τους.
Αγαπούσε τον αθλητισμό και τη βυζαντινή μουσική.
Γυμνασμένος και πολύ καλός αθλητής. 
Μαύρη ζώνη στο καράτε, φοβερός στο ποδόσφαιρο.
Δεν ήταν βέβαια καμία πολύ ιδιαίτερη μεγαλοφυΐα αλλά...
Ήταν καλός σε όλα, είχε κάτι το ιδιαίτερο. 
Ήταν από τους τρεις, έξυπνος, όμορφος, γεννημένος αθλητής. Ήταν ότι μπορεί να ονειρευτεί ένας γονιός.
Η περιπετειώδης ιδιοσυγκρασία του εκδηλώνεται ήδη απ' την εφηβική του ηλικία, όπως και το πρώιμο ξεχωριστό ταλέντο του. Και τα δυο θα τον ακολουθήσουν δια βίου.
Είχε όμως ένα ελάττωμα… Ήταν ταυτόχρονα, τρομακτικά απείθαρχος, για τις απαιτήσεις που απαιτούνται για μια επιτυχή καριέρα....
Δεν είχε την ικανότητα να χαλιναγωγεί τον εαυτό του, δεν είχε την απαιτούμενη ισορροπία αποφάσεων, και το εφήμερο συναίσθημα επικρατούσε πάντα του ρεαλισμού στις αποφάσεις της ζωής του.
Πολλές φόρες την προσπάθεια των αδελφών του να δει τα γεγονότα με την συνήθη λογική την αντιμετώπιζε σχεδόν αδιάφορα. Απλώς αναρωτιόταν γιατί ανησυχούσαν όλοι τους χωρίς λόγο, και αφηνόταν να παρασυρθεί από το συναίσθημα της εφήμερης ικανοποίησης.
Ήταν ταλέντο, το οποίο αν πίστευε λίγο παραπάνω ο ίδιος, στον εαυτό του, ίσως να τον βλέπαμε σε πολλά πρωτοσέλιδα του αθλητικού τύπου. Αλλά η ζωή δεν καθορίζεται με ίσως και μπορεί αλλά από τις πράξεις και τις αποφάσεις.
Τα πρώτα χρόνια στην Λαμία ήταν μια πολύ δύσκολη εποχή για τα οικονομικά της οικογένειας. Ο Μπάμπης με παιδικό θάρρος και ευρηματικότητα συγχρόνως με την σχολική και την αθλητική απασχόληση εργαζόταν παράλληλα στους νυχτερινούς κινηματογράφους της πόλης και είχε μια αξιόλογη οικονομική συνεισφορά στην οικογένεια. Οι σχολικές του επιδόσεις στα μαθήματα ήταν σχετικά μέτριες διότι ελάχιστα τον απασχολούσαν πέρα από τα αθλητικά και τα καλλιτεχνικά μαθήματα. Η ιδιαίτερα αξιόλογη σχολική ικανότητα του ήταν η ζωγραφική. Τέλειωσε το λύκειο απλώς γιατί έπρεπε να το τελειώσει.
Μπορεί να ‘ταν ένα χαρισματικό παιδί, αλλά οδήγησε την ζωή του χωρίς πηδάλιο, ανήσυχος, χωρίς πληρότητα, τελικά βούλιαξε στο βάλτο της καθημερινότητας, με τα σπουδαία του χαρίσματα χαμένα.
Από την εφηβική του ηλικία η περιπέτεια ήταν συνυφασμένη με την ίδια τη ζωή του.
Η καριέρα του στο ποδόσφαιρο πρόωρα έσβησε.... από την εφηβεία του, για ένα καπρίτσιο και μια προσωπική κόντρα με τον προπονητή του. Το πλούσιο ποδοσφαιρικό ταλέντο με το οποίο τον προίκισε η φύση, ποτέ δεν αναδείχτηκε. 
Είχε πάρει το όνομα του αδικοχαμένου θείου του Λάμπρου, αδελφού της μητέρας τους που σκοτώθηκε σε ενέδρα στον εμφύλιο πάνω στον ανθό της ηλικίας του.
Η καταγωγή της μητέρας τους ήταν πέρα από τα ορεινά χωριά του Ζάρακα που είναι κουρνιασμένα ανάμεσα στα νοτιοανατολικά κορφοβούνια του ορεινού όγκου του Πάρνωνα.
Με την άφιξη της οικογένειας στη Λαμία ο Λάμπης έγινε Μπάμπης καθώς συνηθίζεται στη ρουμελιώτικη καθημερινή διάλεκτο.
Ταυτόχρονα ήταν αυτός απ’ τα αδέλφια του είχε όλα εκείνα τα φυσικά σωματικά χαρίσματα των προγόνων από την πλευρά της μητέρας τους.
Ένα πορτραίτο νεαρού άνδρα, με στιβαρό και ταυτόχρονα ήρεμο δυναμισμό. Η ιστορία του έδειξε ότι ούτως ή άλλως εντυπωσιακή παρουσία του σίγουρα δεν περνούσε απαρατήρητη και όπου σύχναζε πολύ εύκολα οι γυναίκες βρίσκανε στην αγκαλιά του όλες τους τις καλοκαιριάτικες ερωτικές επιθυμίες. Και σίγουρα ένας τέτοιος χαρακτήρας δεν είχε δώσει πολλές αφορμές για μόνιμες δεσμεύσεις. Έμεινε μοναχικός και λεύτερος να χαρεί τη ζωή του σύμφωνα με τις ιδεολογικές του θεωρήσεις. Δεν είχε μάθει να θέτει ρεαλιστικούς στόχους, ποτέ του δεν έκανε σοβαρή προσπάθεια να καρποφορήσει ολοκληρωτικά μια σχέση του. Ίσως να μην καταλάβαινε την επιθυμία να αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί με αφοσίωση, επειδή πιθανόν να μην αισθάνθηκε κάτι παρόμοιο......
Η φυσική του σεξουαλικότητα και ο ήρεμος θελκτικός τόνος της φωνής του κυριαρχούσαν στους γύρο του. Είχε όλα τα φυσικά και πνευματικά προσόντα να κάνει αξιοζήλευτη καριέρα στους θεατρικούς χώρους. Ήταν υπέροχος αφηγητής, τ' αδέλφια του κρέμονταν απ' τα χείλη του στις ατέλειωτες αφηγήσεις του. Δυστυχώς δεν θέλησε ν’ ασχοληθεί. Πολλοί το πίστευαν ότι ίσως αυτός ο χώρος να ‘ταν η ευκαιρία που θα κτυπούσε την πόρτα του, θα ‘ταν ο τόπος που θα του άνοιγε το δρόμο να φτάσει στο υπήνεμο λιμάνι της ταραχώδους ζωής του.
Στο στρατό υπηρέτησε σε ειδική μονάδα Μοίρας Καταδρομών.....  Η ειδική αυτή μονάδα επανδρωνόταν με εθελοντές . Η επιλογή και η εκπαίδευση όχι απλώς δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από αντίστοιχες μονάδες ανορθόδοξου πολέμου και καταστροφών αλλά ήταν ακόμα πιο σκληρή και δύσκολη. Μάθαιναν τεχνικές επιβίωσης και τα πράγματα ήταν τόσο δύσκολα που μόνο ένα μικρό ποσοστό τελείωνε την εκπαίδευση του. Και ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του. Ίσως ήθελε να αποδείξει κάτι στον εαυτό του. Ενώ είναι ικανότατος εκπαιδευόμενος ταυτόχρονα είναι απείθαρχος, δεν υπακούει συνήθως σε εντολές, δεν ευθυγραμμίζεται με τους κανόνες, για τους λοχίες και τους λοχαγούς του ήταν μια σκέτη καταστροφή. Σε κάποια χειμερινή άσκηση στο Στρυμόνα ποταμό βιαιοπράγησε με τον έχοντα το πρόσταγμα μες στο ποτάμι και για λίγο έλειψε να τον πνίξει. Βλέποντας οι εκπαιδευτές του τον ατίθασο χαρακτήρα του θεώρησαν ότι είναι καλύτερα να του δώσουν φύλλο πορείας για άλλη μονάδα με λιγότερες απαιτήσεις. Τον προγραμμάτισαν μετάθεση για την Ρόδο.
Ένας ταγματάρχης επικεφαλής της μονάδος τον θεωρούσε αφρόκρεμα της Μοίρας και όχι απαραίτητα κακό στρατιώτη... Αδυνατούσε να συναινέσει να υποβιβάσουν έναν από τους καλύτερους ορεσίβιους καταδρομείς που συνάντησε στην καριέρα του σε χωροφύλακα στη Ρόδο. Τελικά κατέληξε ανενεργός καταδρομέας στην σχολή πολέμου στη Ρεγγίνα Θεσσαλονίκης.. Ακόμη και εκεί στη Ρεγγίνα η σχέση του με τον στρατό ήταν πολυτάραχη..
Κόρη από «Σόι»! Θεσσαλονικιά! 
Με την μανά της αντάμα ροβόλησαν Αθήνα .... 
Το χέρι της κυρά Γιαννούλας  φιλούσαν... 
Μήπως και τον καταφέρει... το ναι να πει...
Έλα όμως που οι Σλαύες και οι Κροάτησες με τα φιλήδονα χείλη και τις προκλητικές καμπύλες τον σαγηνεύουν την εποχή εκείνη. Δεν του αφήνουν χώρο για ήρεμες και σταθερές σχέσεις.
Η μετέπειτα επαγγελματική ζωή του πολυτάραχη και ασταθής. Ασχολήθηκε με μια πληθώρα από επαγγέλματα. Από δουλειές του ποδαριού μέχρι επιτυχημένες επιχειρήσεις.
Με το πέρασμα του χρόνου βυθιζόταν σε μια περιπετειώδη προσωπική αναζήτηση, χωρίς πρόγραμμα και σταθερότητα. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια συνεχή τυχοδιωκτική περιπέτεια που τη ζούσε μ’ έντονο και εφήμερο πάθος.
Ήταν μια εποχή που τον θυμάται να έχει γνωριμίες με στρατολόγο μισθοφόρων που προμήθευε βετεράνους των ειδικών δυνάμεων σε χώρες του τρίτου κόσμου. Με πολύ κόπο και πειθώ ο αδελφός του τον απέτρεψε να καταταγεί σε ιδιωτικό μισθοφορικό στρατό με έδρα το Εμιράτο του Ομάν στο Περσικό κόλπο και να τον συμβουλεύει να μην αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο στις επιθυμίες του, στα συναισθήματα, τις ορμές και τις διαθέσεις του αλλά να ελέγχει τον εαυτό του.
Η βασική του διαμονή τα τελευταία χρόνια ήταν το νησί της Ρόδου.... Του ήταν της μοίρας γραφτό τελικά να πάει στη Ρόδο.
Μα πολλούς χειμώνες συνήθως τον βρίσκανε σε συχνά ταξίδια ενίοτε στις Σκανδιναβικές χώρες ενίοτε στην Ιρλανδία, ακόμη και στη Γαλλία και την Ολλανδία.
Τα σύντομα ταξίδια που έκανε στο εξωτερικό οφείλονταν στο γεγονός ότι πολλοί αρκετοί ξένοι τουρίστες, γυναίκες και άντρες, τον είχαν ερωτευθεί, οπότε τον έπαιρναν στο κρεβάτι και τον έπαιρναν και στο ταξίδι. Αλλά δεν τον ένοιαζε να ταξιδέψει σε πολλά μέρη και ν΄ανακαλύψει άλλους τόπους, γιατί περνούσε ζωή χαρισάμενη κάνοντας ολοένα και περισσότερο κρεβάτι. Ντόμπρος, μπεσαλής, μάγκας με τα όλα του, ήταν πολύ μερακλής στο κρεβάτι και άφηνε πάντα μοναδικές εμπειρίες σε όσες τύχαινε να κάνουν ποδήλατο πάνω στο καυτό του πούτσο.
Ήταν νέος απλός κι αυθεντικός στη συμπεριφορά του και τα πράγματα σύμφωνα με την δική του οπτική και κοινωνική θεώρηση του ερχόντουσαν ευνοϊκά στη ζωή του.
Η ανήσυχη φύση του από την εφηβεία ακόμη αναζητά να γευτεί πάμπολλες εμπειρίες, τις άγνωστες σ’ αυτόν πλευρές του κόσμου μας. Φύσει ανήσυχο και τολμηρό πνεύμα, η ζωή του ήταν μια περιπέτεια, μια αναζήτηση, μια Οδύσσεια.
Ο καιρός περνούσε και ο αδελφός του συνέχισε να περιπλανιέται. Κάθε τόσο άλλαζε πόλη και δουλειά. Στα ταξίδια του είδε ένα μεγάλο κομμάτι της Ελλάδας και της Ευρώπης χωρίς ουσιαστικά να το προσέξει. Γνώρισε πολλούς ανθρώπους, έκανε με μεγάλη ευκολία παντού φιλίες, οι γυναίκες τον έβρισκαν ακαταμάχητο τις τραβούσε σαν μαγνήτης.
Πάντα του ήταν ικανός να κάνει ενέργειες ανεπιτήδευτες, ανεξιχνίαστες, απρόβλεπτες. Δεν έμενε πολύ σε κάθε δουλειά. Γρήγορα έχανε το ενδιαφέρον του και ξεκινούσε χωρίς πρόγραμμα για καινούργιους τόπους.
Ήταν στην πραγματικότητα η καραμπινάτη περίπτωση ενός εξευγενισμένου αληθινού νομά που δεν νοιαζόταν να έχει αστικούς καθωσπρεπισμούς, στη σύγχρονη εποχή, που είχε φάει τη ζωή με το κουτάλι σαν να ωθούσε τις ενέργειες του μια αθέατη φυσική δύναμη.
Περνώντας τα πρώτα χρόνια της νιότης ίσως και να είχε στιγμές που κάνοντας ενδοσκόπηση να αισθάνθηκε ότι περπατούσε λάθος μονοπάτι στη ζωή του.
Πολλές φορές, σε ώρες περισυλλογής, ίσως και να σκεπτόταν με μια αδιόρατη πίκρα ότι ήταν πολύ αργά για να αλλάξει μονοπάτι.
Μια τέτοια κατάσταση συνεχούς νεότητας που επιζητούσε να του ήταν βαρύ, και έρχεται η στιγμή που υπάρχει το τίμημα και η συντριβή...... Όλα τη στιγμή αυτή έχασαν την ομορφιά τους εξαφανίστηκαν.
Τον αδελφό του τον σκότωσε το ίδιο του το πάθος για τη ζωή. Και η ίδια η ζωή τον έδιωξε από την αγκαλιά της. Δε χρειάστηκε και πολύς κόπος για να αναποδογυρίσει το σκάφος παρασύροντας στο βυθό ότι υπήρχε πάνω του.
Ο σοφός παππούς τους έλεγε.
«Ο καλύτερος τρόπος για να προβλέψεις το μέλλον, είναι να το δημιουργήσεις εσύ ο ίδιος.»
Όταν τον βάλανε κάτω απ' τη γη ήταν μονάχα σαράντα τριών ετών.
Χάθηκε έτσι ξαφνικά. Ποιος θα το 'λεγε. Σαράντα τρία χρόνια ανέμελης ζωής που ξαφνικά ένα ύπουλο τσίμπημα στην καρδιά τον σκόρπισε για πάντα.
Λάκισε απ' τούτη τη ζωή χωρίς να τους πει ούτε ένα αντίο.....

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Web Informer Button