ADS

click to open

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

Anamnisseis Dipla Sto Tzaki

«Τους ναυτικούς τους γέρους συλλογίζομαι, που μένουν ξέμπαρκοι κι αγναντεύουν τη θάλασσα και ο νους τους γυρίζει στα μεγάλα ταξίδια»,
Κ. Ουράνης

Βρισκόμαστε τέλος φθινόπωρου αρχές χειμώνα του δυο χιλιάδες εννέα.
Το τελευταίο δελτίο καιρού αναφερόταν σε κακοκαιρία που τα κύρια χαρακτηριστικά της θα είναι οι ισχυρές βροχές και καταιγίδες που κατά τόπους θα συνοδεύονται από χαλαζοπτώσεις και οι θυελλώδεις ανέμους. Τις απογευματινές ώρες ισχυρή καταιγίδα επισκέφθηκε την ευρύτερη περιοχή του δημοτικού διαμερίσματος της Σούρπης. Σουρούπωσε πια, ο ήλιος είχε χαθεί από ώρα πίσω απ’ τα βουνά της Όθρυς και της θάλασσας η οργή ξεκίνησε να θεριεύει. Ως τις πρώτες αυλές έφταναν οι αφροί των κυμάτων, κι από την τόση αντάρα τίποτα δεν μπορούσες να δεις πάρα μέσα. Ο Παγασητικός έμοιαζε τώρα με ωκεανό μαύρο κι ατέλειωτο. Κανένα φως δε φαινόταν απέναντι στα χωριά του Πηλίου. Δεν ξεχώριζε ούτε ο φάρος, ούτε καν οι σκούροι όγκοι από τα βουνά του Τρίκερι.
Η βροχή άρχισε να πέφτει γοργά και να χτυπάει στην οροφή και στα παντζούρια του σπιτιού όταν σηκώθηκα και άναψα το τζάκι. Λίγα λεπτά αργότερα ήταν έτοιμη η προκλητικά νόστιμη κρεμμυδόσουπα. Σερβίρισα για τον εαυτό μου ένα βαθύ μπολ αφού πρόσθεσα από πάνω τα φρυγανισμένα ψωμάκια με γραβιέρα κι είχα ένα ωραιότατο αντίδοτο στο κρύο. Μέσα στο σαλόνι δεν άκουγα παρά το θόρυβο του άνεμου και της βροχής. Ο άνεμος περνώντας η ώρα χτυπούσε και σφυροκοπούσε το σπίτι τόσο απρόβλεπτα, με τόση δύναμη που νόμιζα θα το μετακινούσε. Άκουγα τα σφυρίγματα του ανέμου να χτυπούν στις γρίλιες των παραθύρων και ένιωθα σα να είμαι σε καράβι έτοιμο να σαλπάρει στις Αλεούτες νήσους του μακρινού βορά. Μύριζα την αλμύρα της θάλασσας, που ο άνεμος έφερνε θαλασσινές σταγόνες πάνω στις γρίλιες, κι αυτό ήταν το γιατρικό της αγρύπνιας μου μες στο σκοτάδι. Υπήρχαν και πιο ήρεμα διαστήματα, αλλά κάθε φορά η καταιγίδα επανερχόταν με μεθυσμένη λύσσα και έσπρωχνε εμπρός της σαν πανικόβλητη αγέλη τη βροχή που σάρωνε τα δένδρα και μαστίγωνε τα σπίτια. Οι ουρανοί είχαν ανοίξει με τους αγροτικούς δρόμους να έχουν μετατραπεί σε ποτάμια.
Έχοντας ξεκλέψει λίγες ώρες ύπνου σηκώθηκα όταν το σκοτάδι δεν είχε ακόμη σκορπίσει από τις κοιλάδες και τις πλαγιές των βουνών. Μια άδεια βουβή σιωπή επικρατούσε στην περιοχή. Τα σημάδια της νυκτερινής καταστροφής ακόμη κι αν δεν τα 'βλεπες, ήξερες πως υπήρχαν γύρω σου καλυμμένα από τους ίσκιους της νύχτας και πως σε λίγο θ’ αποκαλύπτονταν με τα καινούργια πρωινά χρώματα. Φορώντας ένα βαρύ χειμωνιάτικο πανωφόρι βγήκα στο μπαλκόνι να γεμίσω τα πνευμόνια μου με πρωινό δρόσο. Όπως έσκυψα στην κουπαστή να ρίξω μια ματιά στην αυλή από το στόμα και τα ρουθούνια μου ένα σύννεφο γκριζόλευκου καπνού ενώθηκε με την πρωινή καταχνιά της θάλασσας. Ένα πουλί κελαηδούσε κι η φωνή του διαπέρασε την σιγαλιά της γκρίζας χαραυγής. Το φθινόπωρο ο καιρός αλλάζει συνέχεια. Γκρίζος ουρανός, χλωμά πρασινοκόκκινα φύλλα, καταρρακτώδεις βροχές και έπειτα πάλι ο Ήλιος. Με το πρώτο φως της ημέρας η φύση γύρω παραμένει για λίγο κρυμμένη από τη βαριά ομίχλη που γλιστρά αθόρυβα από τη θάλασσα προς τις ακτές και απλώνεται παντού, πάνω απ' το κεφάλι μου, κάτω από τα πόδια μου, με τυλίγει απ’ όλες τις πλευρές.
Τις επόμενες ώρες ο ήλιος είχε ήδη σηκωθεί βγήκε από τα σύννεφα και έδιωχνε την πρωινή ομίχλη. Τα λίγα σύννεφα που υπήρχαν ήταν αραιά και ακίνδυνα και ο ορίζοντας γέμισε ευλογία και φως. Τα πάντα γύρω άστραφταν φρεσκοπλυμένα και δροσερά. Σ’ έναν ορίζοντα διάφανο και καθαρό η γη μοσχοβολούσε σαν ρούχο που κάποιος το έπλυνε και τ’ άπλωσε να στεγνώσει. Ο άνεμος τώρα φυσούσε απαλός, κι όποτε σάλευαν τα δέντρα άφηναν τη βροχή που είχε πέσει αποβραδίς να αγγίξει ρυθμικά το νοτισμένο χορτάρι, και το σπίτι μου στην ακρογιαλιά φάνταζε τόσο ήσυχο μετά την καταιγίδα. 
Ο ήλιος του βορρά απάλυνε τα χρώματα, δίχως να τα μεθάει με το σκληρό φως του. Είναι αυτή η καθαρότητα του βορρά που δίνει τις πράσινες αποχρώσεις στη θάλασσα, που βαθαίνει τις κόκκινες σκεπές και ζωγραφίζει το κάθε φύλλο δέντρου στον απέραντο ελαιώνα των γύρω λόφων με μια διαφορετική πινελιά.
Τώρα δεν κελαηδούσε ένα μόνο πουλί. Κι άλλα πουλιά είχαν ενώσει τις φωνούλες τους με τη δική του, γεμίζοντας τον αέρα με το χορωδιακό τραγούδι τους.
Η βροχή ήταν ένα είδος «κάθαρσης» για τη φύση, της δίνει καινούργια πνοή και δύναμη και μια ευκαιρία να αναζωογονηθεί.
Πήρα τη κούπα του καφέ με το καυτό περιεχόμενο και κάθισα σε ένα παγκάκι στο πλάι της πλακόστρωτης αυλής δίπλα σε έναν κήπο γεμάτο λουλούδια πνιγμένο με φρέσκες λιμνούλες και μουλιασμένα χορτάρια που φύτρωναν στη χωμάτινη επίστρωση του κήπου κάτω από τη σκιά απ΄ τις ελιές με το πυκνό φύλλωμα. Βάλθηκα να αγναντεύω τη θάλασσα και στη συνέχεια τον ορίζοντα εκεί πέρα στο σημείο που ενώνονταν αυτός με τη θάλασσα και ήταν τόσο έντονα γαλάζια και ακύμαντη που έμοιαζε με γυαλί λιωμένο και απλωμένο σε μία τεράστια έκταση.  To απαλό αεράκι μου χάιδευε το πρόσωπο. Λευκά, ακίνδυνα σύννεφα φαίνονταν διάσπαρτα στον ορίζοντα. 
Η ορατότητα ήταν τέλεια, έτσι ζήλεψα τον ψαρά της βάρκας εκεί στο βάθος, που φαινόταν όλο και καθαρότερα να μαζεύει τα δίχτυα που τα είχε ρίξει αποβραδίς. Μια απ’ αυτές τις μέρες, θα ζητούσα από τον μπάρμπα Θωμά τον ψαρά, να με πάρει μαζί του ένα βράδυ για ψάρεμα. Να ζήσω την όλη διαδικασία, από το άπλωμα των διχτυών μέχρι το μάζεμα τους.
Μ' είχε πλημμυρίσει μια ευδαιμονία, που δε μπορώ να περιγράψω. Ένοιωθα κάτι σαν ίσκιος. Ή κάτι ακόμα πιο απέριττο, πιο ταπεινό. Αφουγκράστηκα τη σιωπή μου ταξινομώντας μια σειρά συναισθημάτων κάτι που με βοηθούσε να χαλαρώσω και να ξεχνάω τα προβλήματα μου. 
Τα πήγαινε-έλα του νερού στην ακρογιαλιά, ο αδιάκοπος ψιθυριστός θόρυβος του, που πότε-πότε δυνάμωνε, κι απασχολούσε διαρκώς τ’ αυτιά μου και τα μάτια μου, συμπλήρωνε τις εσωτερικές κινήσεις που η ονειροπόληση έσβηνε μέσα μου κι αρκούσαν να με κάνουν να νιώσω μ’ ευχαρίστηση την ύπαρξή μου, χωρίς να κάνω τον κόπο να σκεφτώ. Η ευτυχία δεν έχει κανένα εξωτερικό σημάδι. Για να τη γνωρίσεις, θα πρέπει να διαβάσεις την καρδιά του ευτυχισμένου ανθρώπου.
Ένιωθα μέσα μου να ζωντανεύει η αίσθηση πως ο κόσμος ήταν μεγαλύτερος από τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μου, μεγαλύτερος ακόμα κι από τα όρια του μικρού κόλπου που απλώνεται πέρα από τον δρόμο. Μερικά μίλια μακριά, ατενίζω τα βουνά του Πηλίου που συνθέτουν μια ήμερη αρμονία από γραμμή, από κίνηση και χρώμα και σήμερα που η μέρα είναι πολύ καθαρή, μπορείς να ξεχωρίσεις τα βουνά στο ακρωτήρι του Τρικέρι να βγαίνουν μέσα απ’ το πέλαγο και σιγά πάλι να σβήνουν μαζί με τη νύχτα που θα 'ρθει.
Για την ώρα, θα απολάμβανα μερικές μέρες γαλήνη και μοναξιά, θα ξαναθυμιζόμουν πώς να ικανοποιώ μόνος μου όλες μου τις ανάγκες. Ο μικρός μου σκύλος κι εγώ είχαμε ο ένας τον άλλο για παρέα. Τι παραπάνω θέλαμε; σε μιαν εποχή που τη θέση του στοχασμού έχει πάρει η θέση της ταχύτητας.
Ούτε που είχα καταλάβει πως είχε περάσει η ώρα. Με τις  ενδοσκοπήσεις να με συνεπαίρνουν μερικές φορές ξεχνιέμαι και δε μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι.
Σταμάτησα λίγο τις σκέψεις μου, άνοιξα και κοίταξα το κινητό μου. Υπήρχαν τις τελευταίες ώρες μερικές κλίσεις και ένα μήνυμα.
Το μήνυμα ήταν από συνάδελφο ναυτικό, εδώ και καιρό συνταξιούχο καπετάνιο.
Συνάδελφος, συναγωνιστής της καθημερινής επιβίωσης σ’ ένα δύσκολο επάγγελμα, μια γνωριμία από τα παλιά έστελνε κάλεσμα ικανό να ταρακουνήσει πανηγυρικά τη μονοτονία της καθημερινότητας μου και της μερικής στέρησης της κοινωνικότητας που είχα επιβάλλει τελευταία στον εαυτό μου μετά την πρόσφατη συνταξιοδότηση. 
Με πληροφορούσε ότι βρισκόταν στον Πειραιά για μια δυο ημέρες και πολύ θα χαιρόταν να βρισκόμασταν να θυμηθούμε για λίγο τα παλιά πριν αναχωρήσει και πάλι για την γενέτειρα του.
Αποστάσεις της μνήμης, όνειρα της ζωής μου όλης στη θάλασσα. Ένα αίσθημα νοσταλγίας και αναπόλησης- κυρίως για τις καλές στιγμές των γεγονότων - η σκέψη ξεκίνησε. Αισθήματα συγκίνησης με πλημμύρισαν, ανασαίνω ασάλευτος μοναχικός, πνιγμένος στην ομίχλη την εσπερινή ενθυμούμενος χαρές και λύπες μια άλλης εποχής.
Ο καπετάν Παρασκευάς είχε καταγωγή απ’ ένα μικρό χωριό στην ευρύτερη περιοχή του νομού Σερρών. Τον θυμάμαι να νοσταλγεί την παραδοσιακή μονοκατοικία τους την πνιγμένη στα αναρριχώμενα φυτά, νυχτολούλουδα και γιασεμιά, την αυλή τους τη γιομάτη από πολύχρωμες τριανταφυλλιές, και μενεξέδες, έργο νοικοκυροσύνης της άξιας μητέρας του. Αναδεύοντας το χθες, ολοζώντανες είναι οι μνήμες από τα κοινά μας ταξίδια στις θάλασσες του κόσμου. Χαμηλών τόνων άνθρωπος ο καπετάν Παρασκευάς αυτοκυριαρχημένος, προσηνής και ευγενικός, διακριτικός και αδογμάτιστος, γιατί ήταν φιλοσοφημένος.
Δεν μπορώ να ξεχάσω ένα, θα το έλεγα, αινιγματικό γελαστικό χαμόγελο, κατά τις συζητήσεις μας. Δεν επεδίωκε προβολή και κυρίως, δεν είχε ιδιοτελείς επιδιώξεις. Βασικές αρχές του η συναδελφική δεοντολογία, η αλληλεγγύη και η συνεργασία.
Δεν πίεζε, δεν απαιτούσε, με τον τρόπο του υποδείκνυε εκείνο που έπρεπε να γίνει.
Ήταν πρόθυμος να φανεί επιεικής με τα πληρώματα και να δείξει κατανόηση σε περιπτώσεις ελλείψεων και αδυναμίας.
«Η αρετή του Δάσκαλου είναι σαν τον άνεμο. Η αρετή του μαθητή είναι σαν το χορτάρι. Όταν ο άνεμος περνά από πάνω του δεν μπορεί παρά να σαλεύει (Κομφούκιος).»
Η θάλασσα, δεν αντιπροσώπευε για μας μόνο την φυγή και την εναλλαγή στον χώρο ή την απελευθέρωση από δεσμά της στεριάς. Αντιπροσώπευε αυτή την ίδια τη λευτεριά μας γιατί πέρ' απ' το υγρό στοιχείο, τη θάλασσα την αγαπήσαμε για την λευτεριά που μας χάριζε στον σκληρό βιοποριστικό μας βίο. Πλοηγοί και κωπηλάτες οι Έλληνες ναυτικοί από τα βάθη των αιώνων με συγκεντρωμένη γνώση είχαν χύσει σ’ αυτήν κάμποσο από το αίμα τους και τον ιδρώτα τους και συνεχίζουν το ταξίδι μέσα στο απέραντο γαλάζιο με φάρο την επιτυχία της εξωστρεφούς επιχειρηματικότητας των προγόνων τους.
Προσωπικά μου είναι αδύνατο να καθορίσω με ακρίβεια τη στιγμή που διαισθάνθηκα για πρώτη φορά μέσα μου τη γοητεία της θάλασσας. Βαθιά ριζωμένη ήταν στη διάπλασή μου, η παρουσία του ιστορικού παρελθόντος του συνυφασμένου με τη θάλασσα, με το οποίο διαπαιδαγωγηθήκαμε γενιές Ελλήνων. Αλλά αν ψάξω στη μνήμη, ήταν στην εφηβεία μου τότε που άρχισα να συνειδητοποιώ αληθινά τι ακριβώς σημαίνει αυτή η αίσθηση δεσμού με τη θάλασσα και που δεν μπορούσε να αποκτηθεί με κανέναν άλλο τρόπο αν δεν έχυνα και εγώ σ’ αυτήν κάμποσο από το αίμα μου και τον ιδρώτα μου.»
Τον κάλεσα στο ταξίδι της επιστροφής κινούμενος από την Αθήνα με προορισμό τη γενέτειρα του στην Ανατολική Μακεδονία, να κάνει λίγα χιλιόμετρα παράκαμψη στο μέσο της διαδρομής του, να τον φιλοξενήσω στην εξοχική κατοικία, εκεί βρισκόμουν για πολύ λίγες ήμερες μονάχος μου για τις ανάγκες μερικών εργασιών συντήρησης. Με μεγάλη του ευχαρίστηση δέχτηκε την πρόσκληση και την επομένη θα βρισκόταν φιλοξενούμενος για μια δυο ημέρες.
Του εξήγησα το δρομολόγιο.
.......Το αυτοκίνητο διασχίζοντας ένα τοπίο με πλήθος εναλλαγές. σε μεταφέρει διαμέσου του πέταλο του Μαλλιακού στο μικρό μαγευτικό κόλπο, στις Νηές Αλμυρού. Τα βουνά καλούν το ένα το άλλο. Οι χαράδρες πιο ζωντανές και από πρόσωπα. Κάθε μικρή ρυτίδα στις μακρινές πλαγιές των λόφων ζει στην πνοή του ανέμου. Και όλα αυτά είναι τόσο οικεία τόσο κοντινά. Φθάνοντας στον προορισμό αντικρίζεις εμπρός σου την πιο ήρεμη από τις θάλασσες που έχεις γνωρίσει, με τις κορυφογραμμές των κατάφυτων με ελαιόδεντρα λόφων και με εξοχικές κατοικίες διάσπαρτες ως τη θάλασσα..........
Η ίδιος είχα κάνει αυτή τη διαδρομή τόσες φορές, που είχα χάσει το λογαριασμό. Μπορεί να μου είχε γίνει ρουτίνα, αλλά δεν ήταν ποτέ μονότονη. Ένιωθα και τώρα, ως συνήθως, την ελευθερία της ανοιχτής γης, που συνορεύει με τη θάλασσα. Ο μικρός και ήσυχος θαλάσσιος κολπίσκος οι Νηές στην είσοδο του Παγασητικού κόλπου ήταν ιδανικό μέρος για να βρεις την ηρεμία. 
Ο καπετάνιος σαν βορειοελλαδίτης είχε ιδιαίτερη αδυναμία στο πιο παραδοσιακό φαγητό των βορείων. «Το χοιρινό με ξινό λάχανο, πράσα, και σέλινο.»
Στη Βόρεια Ελλάδα μαγειρεύουν πολύ συχνά ανακατεύοντας πράσα με το σέλινο -κεντανέ με κερεβίζι που λέει και η παροιμία- και φτιάχνουν πρασοσέλινο με ντομάτα ή πάλι με αβγολέμονο.
Σκεφτόμουν να του κάνω έκπληξη με το φαγητό.
Μερικές δεκάδες μέτρα μακριά έχει εξοχική κατοικία η οικογένεια ξαδέρφης της συζύγου μου, και βρίσκονται πολύ συχνά εκεί. Την επαύριον της κακοκαιρίας δε, είχαν έλθει να διαπιστώσουν τυχόν αβαρίες στην κατοικία τους. Η μητέρα της ξαδέρφης, προκομμένη νοικοκυρά, απλόχερα και με πολύ μεράκι, παρασκευάζει λαχταριστές νοστιμιές. Έχει επιδεξιότητα, φαντασία, εφευρετικότητα, υπομονή, καλαισθησία και πάνω απ όλα είναι αεικίνητη και φιλόξενη. Θα της ζητούσα την συνδρομή.
Βυθισμένος σε κατάσταση ειρήνης και πληρότητας στο ξέφωτο της αυλής, ξαφνικά, συνειδητοποίησα ότι ο ήλιος είχε αρχίσει να χαμηλώνει στη δύση. Ανοικτά του κόλπου, ήχος καϊκιού ακουγόταν να φτάνει μέχρι την ακτή μονότονος και σα νυσταγμένος. Παρατήρησα επίσης ότι στα βόρειο δυτικά, μπορούσα να ξεχωρίσω ψηλά τα γλαροπούλια που πετούσαν σε σχήματα, ανήσυχα, νευρικά. Ο σκύλος αναπαυόταν νωχελικά. Να όμως που ένιωσα μια μεταβολή στο σώμα του, πετάγεται ξαφνικά και τρέχει με ορμή στο τέλος της αυλής, τσαλαπατώντας την πράσινη χλόη. Όταν έφτασε στην αυλόπορτα, σταμάτησε στο ρείθρο του δρόμου και κοίταξε εμπρός του, σαν να εξέταζε την περιοχή για κάτι.
Κοιτούσε πέρα απ’ τα ελαιόδεντρα και τους θάμνους του γειτονικού κήπου, εστιάζοντας την προσοχή του στο δρόμο. Ο δρόμος έπαιρνε μια απότομη στροφή προς τ' αριστερά, ανέβαινε στην πλαγιά την καλυμμένη με ελαιόδεντρα, από την παραλία προς την κορυφή του λόφου που οδηγούσε στο χωριό. Μπροστά στο βάθος, το έδαφος ανέβαινε απότομα σχηματίζοντας απέραντες βουνοπλαγιές που οι κορφές τους διαγράφονταν καθαρά πάνω στα φωτισμένα από το τελευταίο φως του Ήλιου σύννεφα. Από την θέση μου δεν μπορούσα να διακρίνω στο βάθος του δρόμου, παρά μόνο μερικές δεκάδες μέτρα.
Μερικά λεπτά αργότερα, ξεπρόβαλε μπρος μας ένα αγροτικό αυτοκίνητο για «βαριές» δουλειές . Η θέα του αυτοκινήτου ενθουσίασε τον μικρό μου -«κοκόνι»- σκύλο. Χωρίς κανένα φόβο, έτρεξε για να προϋπαντήσει το όχημα που διέσχισε εμπρός μας τον μικρό ανηφορικό χωματόδρομο και ανάμεσα από τις ελιές σταμάτησε κάτω από μια πελώρια ελιά στο διπλανό οικόπεδο.
….(Το Κοκόνι είναι μια αρχαία ελληνική φυλή σκύλων που απαντάται σε όλη την Ελλάδα. Μικρόσωμος σκύλος με κορμό μακρύτερο από ότι το ύψος του, τρίχωμα κοντό στο πρόσωπο και στα πρόσθια μέρη των σκελών, μετρίως μακρύ στον κορμό και τον λαιμό, και μακρύτερο στην ουρά και τους γλουτούς.
Σκυλάκι αξιαγάπητο. Ένα σκυλί που αγαπάει όλον τον κόσμο! Απίστευτος χαρακτήρας! Παιχνιδιάρης και με μεγάλη ενεργητικότητα. Υπάκουος, ευγενικός και συνάμα σκανταλιάρης. Φάτσα αγαπησιάρικη, εικόνα του τυπικού ελληνικού «κοπρίτη»! )….
Ο οδηγός έσβησε τη μηχανή και βγήκε από το αμάξι. Ήταν ένας μεσήλικας άντρας που φορούσε κυνηγετική ενδυμασία. Είχε σπινθηροβόλα γελαστά μάτια, ροδοκόκκινο πρόσωπο, στρογγυλή μύτη.
Το χαμόγελο απλώθηκε στο αδρό και αξύριστο πρόσωπό του όταν είδε όρθιο μπροστά του τον σκύλο μου να του κουνάει την ουρά χαρούμενα και ν’ αποζητά την προσοχή του. Ο νεοφερμένος γλίστρησε ανάλαφρα τα λίγα μέτρα που μας χώριζαν, εγώ σηκώθηκα κατεβαίνοντας να τον συναντήσω γελώντας δυνατά. Ήμουν ακόμα συνδεδεμένος με το τοπίο, έτσι ένιωθα καθώς περπατούσα κατά μήκος της αυλόπορτας. Ανταλλάξαμε μ’ εγκαρδιότητα χειραψία, ενώ αυτός συνέχιζε να χαϊδεύει τρυφερά το μουσούδι του παιχνιδιάρη σκύλου.
Ήταν ο συμπαθέστατος γείτονας μας και καλός φίλος, ο κυρ Γιώργος, υψηλόβαθμο διοικητικό στέλεχος σε δημόσια υπηρεσία. Είχε μεγάλο πάθος με το κυνήγι και ταυτόχρονα αγαπούσε ιδιαίτερα τους κυνηγετικούς σκύλους του, κι αυτοί του ανταπέδιδαν την αγάπη.
Άρχισε το κυνήγι από την εφηβική του ηλικία και το συνέχιζε μέχρι τα σημερινά χρόνια της ωριμότητας. Η μεγάλη μανία του ήταν το κυνήγι του λαγού. Από τα παλιά, που κυνηγούσε τους λαγούς, ήξερε όλες τους τις συνήθειες καθώς κι όλα τα λαγοτόπια της περιοχής με τις παραμικρές λεπτομέρειες.
Ήξερε που έβοσκαν οι λαγοί, που φώλιαζαν την ημέρα, που παίζανε τη νύχτα και από ποια περάσματα περνούσαν. Όμως σαν γνήσιος κυνηγός του άρεσε το παλικαρίσιο κυνήγι. Την ημέρα με σκυλιά και ποτέ δεν σκότωνε λαγό στη λούφα ή στο φύλαγμα τη νύχτα.
Όταν χτυπάς λαγό κοιμισμένο, έλεγε, είναι … φόνος.
Έπαιρνε πάντα μαζί του ένα η δυο σκυλιά κι εκείνα, όταν έβρισκαν τον ντορό του λαγού, σκόρπιζαν στα χωράφια και στα φυλλώματα σαν σβούρες μέχρις ότου ξεφώλιαζαν τον λαγό.
Ο γείτονας έχει στην ιδιοκτησία του μεγάλο περιβόλι από ελαιόδεντρα στην περιοχή και την εποχή της συγκομιδής παραμένει αρκετές ημέρες στο σπίτι που έχουν στην παραλία τις ελεύθερες ώρες απ’ την εργασία του. Τον είχαμε συνηθίσει να μας καλωσορίζει, κάθε φορά που φτάναμε στην εξοχική μας κατοικία τέτοια εποχή… εποχή του λιομαζώματος. Τον γνώρισα στα πρώτα χρόνια της άφιξης μας στην περιοχή, ανάμεσα στους πολύ λίγους τότε κατοίκους που είχαν καλοκαιρινές κατοικίες στην παραλία της Σούρπης.
Καλός συνομιλητής, που τον ένιωθα ότι κουβαλούσε μέσα του ολόκληρη την γνώση της τοπικής κοινωνίας.
Τελειώνοντας τις συνηθισμένες κοινωνικές αβρότητες τον ρώτησα. «Σαββατόβραδο δεν πιστεύω να επιστρέψεις στο Βόλο;»
Με κοίταξε διερευνητικά, σαν να ήθελε να αντιληφθεί αν είχε καταλάβει τι ακριβώς έλεγα. Του εξήγησα ότι την επομένη ετοιμάζω κάτι ιδιαίτερο μ' ένα φίλο δίπλα στο τζάκι και πολύ θα χαιρόμουν και θα το εκτιμούσα αν παρευρισκόταν στην παρέα μας. Έδειξε σκεπτικός. Τελικά έγνεψε καταφατικά χωρίς κανένα σχόλιο. Θυμήθηκα πως στο σπίτι δεν είχα κρασιά και αργά το απόγευμα έκανα μια βόλτα στην πόλη του Αλμυρού χάζεψα λίγο τις βιτρίνες και σ' ένα μαγαζί που πουλούσε ξηρούς καρπούς και ζαχαρώδη προϊόντα μπήκα και ζήτησα τρία μπουκάλια καλό άσπρο ντόπιο κρασί και ένα μπουκάλι παλιό κονιάκ, το είχα δει στη βιτρίνα. 
Το βράδυ, ο αέρας έπεσε τελείως, στην ξύλινη προκυμαία στο βάθος του κόλπου εκεί που δένουν τα ψαροκάικα δεν υπήρχε ψυχή, και η γύρω περιοχή με τα ελαιόδεντρα της έμοιαζε νεκρή.
Στα δέντρα δεν κουνιόταν φύλλο, και ο μονότονος πνιχτός ήχος της θάλασσας που ακουγόταν από χαμηλά αδιάφορα και πνιχτά, μιλούσε για τη γαλήνη. Μια βάρκα κλυδωνιζόταν απαλά στη βραδινή παλίρροια κι ένα φαναράκι στη βάρκα τρεμόσβηνε νυσταλέα. Έστρωσα το τραπέζι με λίγο λαδοτήρι, λίγες ελιές, μια μικρή ντοματοσαλάτα και λίγο φρυγανισμένο ψωμί. Αυτό θα ήταν, από δω και πέρα το βραδινό μου, αποφάσισα να κάνω δίαιτα, όχι γιατί είχε πάθει κάτι η υγεία μου αλλά γιατί διαπίστωσα πως είχαν εμφανιστεί τα πρώτα «γεροντόπαχα». Είχα πιει ένα ποτήρι κρασί τρώγοντας, δεν ήμουν πότης, αλλά ένα ποτηράκι κρασί με το φαγητό, κάποιες φορές το ήθελα.
Τελείωσε η βραδιά μου βλέποντας στην τηλεόραση, ένα επιστημονικής φαντασίας φιλμ μ’ ένα ποτήρι κονιάκ στο χέρι…
Την επομένη άναψα το τζάκι από την αυγή όταν ακόμη ήταν σκοτεινά, ετοίμασα τον πρωινό μου εσπρέσο και στο αχνό πρωινό φως ατένισα το περιβάλλον από το μπαλκόνι μου. Είχε ήδη αρχίσει η παγωνιά. Είναι ωραίο να βλέπεις την πράσινη γη, τις κόκκινες στέγες, τις γέρικες ελιές, τις μεγάλες σαν κυπαρίσσια τούγιες στην αυλή, καλυμμένες απ’ την πρωινή πάχνη.
Νιώθεις τη δροσιά της αυγής να κυλά σαν καθάριο νερό στο πρόσωπο σου. Ανασαίνεις απαλά, υπέροχα, και τότε είναι που θυμάσαι τις πρόσχαρες και ανέμελες σκανταλιές της νιότης, το χτυποκάρδι μπροστά στα καινούργια, τα μεγάλα, την ορμή των νεανικών σου χρόνων.
Ανατέλλοντας ο ήλιος παρέσυρε την πρωινή ομίχλη στα βουνά και ξημέρωσε μια λαμπερή, παγωμένη μέρα.
Τον είδα να στέκεται στην εξωτερική είσοδο της αυλής στην άκρη του δρόμου. Κατέβηκα να τον προϋπαντήσω, ξοπίσω μου γαβγίζοντας ο μικρός μου σκύλος τριπόδιζε απάνω κάτω χαρούμενος κ' εκείνος. Εμπλεκόταν στα πόδια μας, πισωγύριζε στην αυλή, ξαναγύριζε στην είσοδο και γαυ! γαυ! αλύχταγε κατά το αυτοκίνητο του καπετάνιου σαν να του έλεγε κ' εκείνος:
«Καλώς μας ήρθες!»
Ο Καπετάν Παρασκευάς βρήκε με ευκολία το σπίτι. Το περιτριγύριζε ένας φράχτης μακρύς, κτισμένος με γκρίζα πέτρα και πλαισιωμένος με σιδερένια κάγκελα.
«Μ’ έναν τέτοιο φράχτη δύσκολα θα μπορούσε να το χάσει κανείς» μου δήλωσε, κοιτάζοντας με χαρούμενη έκφραση γύρω του. «Μην ξεχνάς είμαστε παλιοί θαλασσομάχοι, με χρόνια ταξίδια και θαλασσοδαρμούς στην πλάτη μας, δεν ήμαστε καθόλου άμαθοι, πάντα βρίσκαμε τον προορισμό μας». Συμπλήρωσε.
Τον παρακολουθούσα να παρατηρεί τον έρημο δρόμο εμπρός μας, και με το δείκτη έδειξε το άσπρο σπίτι που ορθωνόταν στο τέλος της στενόμακρης αυλής, με τα λευκά παντζούρια. Καθώς έδειχνε ενδιαφέρον, ρώτησε. «Αυτό είναι το ησυχαστήριο σου;»
«Αυτό είναι» του απάντησα.
«Θα βλέπεις τη θάλασσα όλη μέρα από τα παράθυρα, δεν θα σου λείψει» συνέχισα.
Διασχίζοντας την αυλή, σταμάτησε και κοίταξε γύρω, σαν να εξέταζε την περιοχή, με τις τούγιες και τους καλλωπιστικούς θάμνους που πλαισιώνονταν από το βρεγμένο γρασίδι, του φάνηκε ελκυστικό το θέαμα. Αν και ήταν όμορφα, σκέφτηκα ότι θα ωχριούσαν σε σχέση με τον πλούτο του σχήματος και του χρώματος του δικού του κήπου στην πατρική του κατοικία.
 «Γιατί νοιώθω μια αίσθηση ότι κάτι λείπει;»
«Για βοήθησε με. Τι μπορεί να είναι;»
« Στη Φώτο η μάντρα! Τη θυμάμαι με αναρριχώμενα φυτά στα κάγκελα.. Τώρα τα βλέπω γυμνά.»
«Έχεις δίκιο. Πριν τρία χρόνια ήταν γεμάτα μπουκαμβίλιες θρεμμένες με ιαπωνικά βελτιωτικά λιπάσματα. Εδώ και δυο χειμώνες έπεσε μεγάλη παγωνιά και τις έκαψε όλες. Ούτε μια ούτε δυο. Ήταν δώδεκα και επέζησαν μόνο δυο τις όποιες τις ξερίζωσα και αυτές…»
.........  Η μητέρα της ξαδέρφης αναχώρησε για οικογενειακούς λόγους για το Βόλο. Η συνδρομή που αναζητούσα για γαστρονομική βραδιά με το αυθεντικό παραδοσιακό φαγητό, «χοιρινό με σέλινο» δεν υπήρχε.
Ο καλός μας κυνηγός ο κυρ Γιώργος ο γείτονας μου έδωσε μια καλή ιδέα.
«Στη Βρύναινα αυτή την εποχή είναι εύκολο να βρεις αγριογούρουνο, πρώτης ποιότητας κρέας για σχάρα, στο τζάκι, ντόπιο και πεντανόστιμο». Με πληροφόρησε.
«Ο καιρός είναι σχετικά ήπιος σήμερα, ο δρόμος αρκετά καλός, άνετα μπορείς να αποφασίσεις μια μικρή εκδρομή μέχρι το χωριό». Με προέτρεψε.
«Να γνωρίσει και ο καπετάνιος μας τις ομορφιές των τοπίων μας». Συμπλήρωσε.
Έβαλα μπρος το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε με κατεύθυνση το χωριό, σίγουρος για την ορθότητα της απόφασής μου.
Η Βρύναινα είναι μικρό ορεινό χωριό της Επαρχίας Αλμυρού χτισμένο στην ανατολική πλευρά της Όθρυς, «Το βουνό των Τιτάνων, που η ιστορία του χάνεται στις απαρχές του κόσμου», σε υψόμετρο περίπου εξακοσίων μέτρων και ανάμεσα στα δύο μοναστήρια Άνω Ξενιά και Κάτω Ξενιά.
Στους κυνηγούς η περιοχή είναι γνωστή για το κυνήγι του αγριογούρουνου, του λαγού, της πέρδικας και της μπεκάτσας.
Στο μέσο της διαδρομής συναντάς, και αξίζει να δεις τη ιερά μονή της Κάτω Ξενιάς, της οποίας ο αύλειος χώρος είναι μοναδικού φυσικού κάλους δασώδη τοπίο, με αιωνόβιες ιτιές, πλατάνια, καρυδιές, πανύψηλα κυπαρίσσια, που είναι και το διακριτικό γνώρισμα της Μονής και μια αγέλη από φασιανούς και παγόνια να περιφέρονται στον άπλετο περίγυρο...
Αφήνοντας πίσω μας το μοναστήρι ο δρόμος ανηφόριζε και κατηφόριζε περνώντας από τον ένα λόφο στον άλλο, ξετυλίγοντας μπροστά μας ατέλειωτους μαιάνδρους, στη συνέχεια ανεβαίνει και όλο ανεβαίνει, μέσα απ' το καταπράσινο δάσος, κι’ όσο ανεβαίνει, η ομίχλη αρχίζει να έρχεται όλο και πιο κοντά, κρύβοντας επιμελώς τις πλαγιές των βουνών και δημιουργώντας ένα σκηνικό ατμοσφαιρικό όσο και απόκοσμο, ένα χωριό «βυθισμένο» στο πράσινο. Το θέαμα με το πνιγμένο στην ομίχλη δάσος, κι’ ο ήλιος που έπαιρνε να ροδίζει πίσω από την ομίχλη ενθουσίασε τον αγαπητό μου καπετάνιο. Ενέργεια πλημμύρισε το σώμα του, κι’ ελεύθερο άφησε το νου να «ταξιδεύει» ανάμεσα στις μοσχοβολιές του δάσους. «Ταξιδεύει» στο ποτάμι του χρόνου που ρέει αδιάκοπα, στις παραστάσεις που υπάρχουν και που είναι καταχωρημένες στη μνήμη του. Θυμάται ένα γάμο που δυστυχώς δε είχε αίσιο τέλος, η οριστική λύση και η έκδοση διαζυγίου, παρότι δυσάρεστη ήταν επιβεβλημένη, τόσο για τον ίδιο όσο και για τα παιδιά τους. Λόγω του επαγγέλματος το σπιτικό του απέμεινε ακυβέρνητο, αλλά δε ναυάγησε ποτέ, χάρη στο έμπειρο χέρι της αεικίνητης ηλικιωμένης μητέρας του, που ανέλαβε να διαχειριστεί την κηδεμονία των δυο εγγονιών της. Ενήλικες πλέον σήμερα και με αξιόλογη κοινωνική αναγνώριση, η κόρη και το γιος του τον κάνουν να νοιώθει ξεχωριστή περηφάνια.
«Η φύση, όλα θαυμάσια τα βάζει σε μια τάξη». Σκεπτόταν μεγαλόφωνα
Στο χωριό ενημερωθήκαμε ότι το κρέας από κυνήγι στα κάρβουνα, είναι ελαφρά περίπλοκο στην παρασκευή του. Χρειάζεται σίτεμα ημερών, πολύωρο μαρινάρισμα, και λοιπά γαστρονομικά τερτίπια. Με την προτροπή του χωρικού ταβερνιάρη-κρεοπώλη του κυρ Θωμά, αποφασίσαμε να εφοδιαστούμε κρέας από ντόπιο κατσίκι που δεν απαιτεί ιδιαίτερες προπαρασκευές όταν ψήνεται στα κάρβουνα.
Ο κυρ Θωμάς είχε σπινθηροβόλα γελαστά μάτια, ένα μεγάλο πεταχτό μουστάκι που του έκρυβε τη μύτη. Διατηρούσε το πρώτο μαγαζάκι «Το στέκι» στην είσοδο του δρόμου όπου αρχίζει η ανηφορική πλατεία του χωριού.
Ευχαριστημένοι για την απόφασή μας ν’ ακολουθήσουμε την συμβουλή του ταβερνιάρη, την ώρα που ο ήλιος χανόταν πίσω μας στα δυτικά της Όθρυς με τις αχτίδες του να ξεγλιστρούν από τα πυκνά δέντρα, καθώς τ’ αργοσάλευε η ανάλαφρη αύρα του δάσους, ξεκινήσαμε το δρόμο της επιστροφής, φέρνοντας μαζί μας κατσικίσιο κρέας και τυρί, μαύρο χωριάτικο ψωμί μια μεγάλη μποτίλια τοπικό κρασί, και τα τοπικά βότανα του χωριού -ρίγανη, και τσάι του βουνού-.
Το τσάι του βουνού καλλιεργείται στην ευρύτερη περιοχή. Οι χλοερές, πράσινες λουρίδες της καλλιεργήσιμης γης, αναδύονται απλωμένες στις πλαγιές του βουνού σαν καινούργια μπαλώματα σε παλιό ρούχο.............
Στην οικία της ερημικής παραλίας, συναντηθήκαμε μια συνηθισμένη πολυθόρυβη ανδρική συντροφιά, το χειμωνιάτικο αυτό βράδυ. Μολονότι είχε νυχτώσει πια, οι φανοστάτες -τα ηλεκτρικά φώτα- στους στύλους της ΔΕΗ, φώτιζαν ολόγυρα τον έρημο δρόμο τέτοια ώρα, ανάμεσα στα φυλλώματα των πυκνών ελαιοδέντρων .
Ο καιρός απρόσμενα από τις πρώτες βραδυνές ώρες το γύρισε στο χιονιά. Αραιά και ελαφρές κατεβαίνουν οι νιφάδες από το μολυβένιο ουρανό στις στέγες, στο δρόμο, στα κλαδιά των δέντρων. Άσπρες πεταλούδες στριφογυρίζουν έξω από τα παράθυρα σ’ ένα θεότρελο χορό και γεμίζουν πέρα για πέρα την ατμόσφαιρα. Τέσσερις άνδρες, γύρω από το τζάκι, ξεχωρίζαμε σαν σκιές στην αντανάκλαση της φωτιάς, με ύφος ανθρώπων που μιλούσαν σα ν’ είχαν κάποια σπουδαία συνομιλία.
Την παρέα την αποτελούσαν η αφεντιά μου, ο καπετάνιος , ο Κυρ Γιώργος ο κυνηγός, και ο Κυρ Ανέστης, συνταξιούχος πρώην δημόσιος υπάλληλος –εκπαιδευτικός- που σπαταλούσε αρκετό χρόνο ακόμη και τον χειμώνα στην  περιοχή ιδιαιτέρα την εποχή του λιομαζώματος. Πάντα με χαμόγελο ζωγράφιζε με χάρη τη ζωή στην χειμωνιάτικη ερημιά του οικισμού. «Το χειμώνα με τις βροχές και με τα χιόνια, είναι δύσκολη η ερημική ζωή. Κάποιες φορές το χιόνι είναι πάρα πολύ, το κρύο είναι ανυπόφορο, ο δρόμος μένει αποκλεισμένος, μαρτυράει όποιος τόλμα να μείνει τέτοιες ημέρες.»
Λόγω του κύρους και της συμπάθειας που απολάμβανε στην μικρή κοινωνία μας είχε το παρατσούκλι ο «καθηγητής». Ο κυνηγός, μας εξηγούσε πως ο φετινός χειμώνας έρχεται βαρύτερος από τον περσινό, κ’ όσο για τις προβλέψεις, αυτές κατά γενική ομολογία δεν είναι καθόλου ρόδινες.
Στο τζάκι τρεμόπαιζαν οι φλόγες και τριζοβολούσαν τα προσανάμματα. Η παραστιά συμμάζευε γύρω της τη βραδινή παρέα μας. Όλα απόψε συνέβαιναν εκεί, ανάμεσα στις μοσχοβολιές από τα κούτσουρα που καίγονταν. Με τη μασιά στο χέρι σκαλίζαμε την θράκα και ρίχναμε το παϊδάκια να ψηθούν. Ο Καπετάνιος με ράθυμη κίνηση άπλωνε τα χέρια του στις φλόγες. Χαιρόταν τη ζεστασιά στο τζάκι όσο τίποτε άλλο, και η τσίκνα του ψητού, που έφθανε στα ρουθούνια του, τον γαργάλιζε όπως και όλους τους άλλους επισκέπτες. Σχεδόν πεινούσε.
Ήταν ένα ευχάριστο διάλειμμα απ' τη καθημερινότητα μας, στιγμές ψυχικής ευχαρίστησης και ψυχαγωγίας. Στο τραπέζι τα παϊδάκια, είχαν τη τιμητική τους, συνοδευόμενα από κατσικίσιο τυρί και γευστικές ελιές Στυλίδας στην πλούσια χωριάτικη, ενώ απ' τη άλλη το κρασί έρεε άφθονο ενισχύοντας το κέφι της παρέας. Το φαγητό ήταν μπόλικο.
Το κερασένιο σουτλό κρασί το μερίζαμε στα ποτήρια -και τα ποτήρια υψώνονταν γεμάτα και κατέβαιναν άδεια- μας είχε ζεστάνει, υποδαυλίζοντας ξεχασμένες προσωπικές ιστορίες και η κουβέντα πήγαινε σύννεφο και ήταν να παραξενεύονταν κανείς, πώς ο ερημίτης «καθηγητής» ήξερε τόσα γεγονότα της ημέρας, όσα δε θα μάθαινε κανείς διαβάζοντας εφημερίδες.
Με την παρέλευση της ώρας και προχωρώντας η νύκτα, συζητούσαμε για τα νιάτα μας, τη ζωή μας που πέρασε σύντομα, και για τα γεγονότα που έρχονται. Δεν έλειπαν και τα προαιώνια καλαμπούρια.
Μέσα σε όλα τα χάχανα, τα γέλια και τις χαρές ο καπετάνιος άδειασε το ποτήρι του, σηκώθηκε, έριξε ακόμη ένα κούτσουρο στη φωτιά και ξαναγεμίζοντας το ποτήρι του πήρε το λόγο και οι ανεξάντλητες ναυτικές ιστορίες του έγιναν το θέμα της συντροφιάς.
Καλός συζητητής, κουβαλούσε μέσα του περιουσία και πολύτιμο φυλαχτό, τις αναμνήσεις του. Νέος έζησε τα δύσκολα χρόνια της ξενιτιάς και των μεγάλων ταξιδιών στις θάλασσες του κόσμου. Έζησε κι έμαθε πολλά για τα καμώματα και τις συνήθειες των θαλασσινών μας. Κι όλα αυτά έμειναν να τα νοσταλγεί, να τα μεταφέρει και να τα μοιράζεται απόψε μαζί μας.
«Από πού είσαι, καπετάνιε;» τον ρώτησε, ο καθηγητής μας.
«Απ’ τα μέρη των Σερρών!»  Απάντησε ο καπετάνιος.
«Κι έγινες θαλασσινός;»
«Ο πατέρας μου ήθελε να συνεχίσω την οικογενειακή μας επιχείρηση, να γίνω ξυλουργός, όπως ήτανε και ο ίδιος. Εγώ δεν ήθελα! Μ’ άρεσε να γυρίζω τον κόσμο. Κι έτσι έφυγα μακριά από το σπίτι μας.»
«Δε μετάνιωσες;»
Ο καπετάνιος χαμογελάσαμε καλοσυνάτα, ταπεινά.
«Γιατί να μετανιώσω; Έκανα αυτό που μ’ άρεσε!»
Άναψε το τσιγάρο του και χάιδεψε το κεφάλι του σκύλου, ο οποίος δεν είχε αργήσει να πάρει θάρρος με τους νέους του φίλους. Το ωραίο ζώο άνοιξε τα μάτια του, τεντώθηκε, σάλεψε την ουρά του και κοίταξε τον καπετάνιο μ’ ένα ύφος, σα να του ’λεγε.
«Αγαπητέ μου καπετάνιε εξακολούθησε το ταξίδι σου στο λαβύρινθο των λογισμών σου.»
Ο σκύλος μου σε μια γωνιά του καναπέ, αναπαυόταν σιωπηλός, χωρίς να προσέχει στις ιστορίες. Ο καπετάνιος συνέχιζε να σκαλίζει τη μνήμη του δίπλα στο τζάκι και εμείς χαιρόμασταν όσα αβίαστα μας ιστορούσε.
«Σ’ όλους αρέσει το ταξίδι, το απρόσμενο, ο μύθος. Οι ναυτικοί στην αρχαιότητα περίμεναν να δουν Σειρήνες, παγίδες ψυχής, τα δαιμονικά της θάλασσας με τη μορφή πουλιών, θεότητες που έχουν δέσιμο με τον Έρωτα, τον Θάνατο, το Νερό και το Τραγούδι. Η θάλασσα δίδαξε ήθος. Σε κάθε γωνιά της γης και σε κάθε βαθμίδα πολιτισμού, η επαφή με το υγρό στοιχείο υπήρξε μια ξέχωρη και δυνατή συγκίνηση. Ο αγώνας για επιβίωση, η δίψα για δόξα, το πάθος για κατάκτηση, η λαχτάρα για μάθηση, η ανάγκη για εξάπλωση και επικοινωνία, η ενδοσκόπηση του μέσα μας κόσμου, η εξωστρέφεια της σάρκας, αλλά και η εσωστρέφεια της ψυχής αρχίζουν και τελειώνουν στο ακρογιάλι. Η θάλασσα είναι ένας δυνατός μοχλός σε κάθε κίνηση της ανθρώπινης ζωής.»
Συνέχισε την αφήγηση του δίνοντας μια γνώριμη διάσταση της ζωής των ναυτικών. Μας διηγήθηκε με πόνο ψυχής την μεγάλη και επίπονη δυσκολία που παρουσιάζουν αρκετές οικογένειες ναυτικών των ποντοπόρων πλοίων να παραμείνουν άρρηκτα δεμένες στη διάβα του χρόνου.
«Είναι Απρίλιος χίλια εννιακόσια ενενήντα, τελειώνοντας την ετήσια επιθεώρηση από το νηογνώμονα το πλοίο αναχώρησε από το λιμένα Σέτουμπαλ της Πορτογαλίας με προορισμό τη βόρειο Βραζιλία. Βρισκόμαστε μίλια ανατολικά αρμενίζοντας με δεκαέξι κόμβους σε γαλήνια θάλασσα κάτω από το δροσερό αυγινό φως διασχίζοντας τα θαλάσσια νερά των Καναρίων νήσων. Ο νεόφερτος υποπλοίαρχος της πρωινής βάρδιας είχε φέρει μαζί του από την μακρινή πατρίδα τη οδυνηρή μελαγχολία ενός μοιραίου χωρισμού, που του γινότανε αληθινός πόνος μπροστά σε κάθε φυσική ομορφιά που συναντούσαμε, καθώς δε μπορούσε να εναρμονιστεί με τη συννεφιασμένη ψυχή του.Στο πτερό της γέφυρας, μακριά απ’ το άλλο πλήρωμα, διψώντας για μοναξιά, θέλοντας να μείνει μοναχός του με τον ουρανό, τον απέραντο ωκεανό και τον πόνο του, ο υποπλοίαρχος είχε ακουμπήσει απάνω στο παραπέτο και άφηνε τη σκέψη του να φεύγει και να ταξιδεύει, χωρίς σκοπό και χωρίς τέλος, μαζί με τα κύματα, μαζί με τους λευκούς αφρούς που άφηνε πίσω της η προπέλα του πλοίου. Συλλογιζόταν αυτά που συνέβηκαν στη ζωή του εδώ και λίγους μήνες νωρίτερα όταν γύριζε απ’ το τελευταίο του μπάρκο στην πατρίδα. Σήμερα γυρεύει να βρεθεί μακριά απ’ τον προηγούμενο κύκλο της ζωής του. Έπρεπε να ξεχάσει μια γυναίκα, που είχε αφήσει σκληρά πίσω του, μια γυναίκα που είχε δεθεί με τις καλύτερες μέρες της  πρόωρης νεότητάς του. Και τώρα πάλι τα ίδια. Έφευγε πάλι μακριά από την χθεσινή ευτυχία του, έφευγε όπως φεύγει κανείς από μια θεομηνία, μια καταστροφή.
Ο αέρας της θάλασσας χάιδευε απαλά το μέτωπό του, σα τρυφερό χάδι, και ο ήχος των κυμάτων τραγουδούσε επίμονα το μονότονο, μελαγχολικό του τραγούδι που του φάνηκε μια στιγμή πως είχε φωλιάσει μέσα στην ψυχή του. Και οι κρυφοί λογισμοί του, ακολουθώντας το δρόμο της ανατολής, χαθήκανε μακριά στο γαλάζιο χάος εκεί που συναντά ο ουρανός την θάλασσα. Ένα θολό δάκρυ του πόνου κύλησε το μάγουλο του.»
Παρεμβαίνοντας στην αφήγηση ο καθηγητής έδωσε την δική του ερμηνεία στην ιστορία.
«Ο δεσμός του ανδρόγυνου στην οικογένεια είναι όπως η ηρεμία του νερού που κυλά αβίαστα. Ο δεσμός αυτός σφυρηλατείται με αγάπη και κατανόηση όταν αντί να κοιτάζει ο ένας τον άλλον, κοιτάζουν και οι δυο προς την ίδια κατεύθυνση.»
Εγώ αφουγκράζομαι και  ακούω  ότι ο καπετάνιος με την ιστορία του υποπλοιάρχου μας μετέφερε το δικό του οδυνηρό οικογενειακό βίωμα και όσα του έφερε η ζωή που δεν λέγονται. 
«Όλα ξεπερνιούνται», «Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός». Έτσι του έλεγαν όλοι, αλλά εκείνος ήξερε πως δεν ήταν αλήθεια στη δική του περίπτωση. Ο χρόνος που πέρασε λειτούργησε απλώς σαν αναλγητικό και όχι σαν φάρμακο που του έφερε τη λήθη.
Με τη παρέμβαση μου θέλησα να δώσω μια νότα ευχάριστη με χαλαρότητα στην ατμόσφαιρα αλλάζοντας θέμα.
«Κάπταιν! Ο καθηγητής απ’ εδώ πολλές φορές μ’ έχει ρωτήσει για τις εμπειρίες μας από τα ταξίδια μας στον Αμαζόνιο ποταμό. Εάν μου το επιτρέπεις νομίζω ότι είσαι το πλέον κατάλληλο πρόσωπο να μας διηγηθεί αυτό το θαύμα της φύσης.»
Και ο καπετάνιος  μας με τη μυρωδιά του καμένου ξύλου στο τζάκι που σιγοκαίει και τη συνοδεία του ντόπιου κρασιού που ευφραίνει τις αισθήσεις, άρχισε μια αφήγηση ποταμό και όλοι κρεμαστήκαμε απ’ τα χείλη του. Ήταν δύσκολο να μη σ’ αιχμαλωτίσει η συναρπαστική αφηγηματική τεχνική του. Οι εικόνες και οι συνειρμοί που δημιουργούσε έθελγαν ασταμάτητα τους ακροατές του να συμμετάσχουν και οι ίδιοι σε αυτή την ταξιδιωτική του περιπέτεια.
«Το πλοίο συνεχίζοντας τον πλου του και διερχόμενο τα νότιο Ατλαντικό ωκεανό προσέγγισε τα εθνικά ύδατα της Βραζιλίας και ανοικτά του λιμένα Macapa. Ο λιμένας βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της χώρας στον ισημερινό και τις εκβολές του Αμαζονίου. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι τα τμήματα βόρεια και νότια της πόλης χωρίζονται από τον ισημερινό. Η πόλη είναι γνωστή για το τοπικό γήπεδο ποδοσφαίρου. Τη γραμμή στο κέντρο του γηπέδου τη διασχίζει ο ισημερινός, έτσι ώστε οι ομάδες θα πρέπει να αποφασίσουν σχετικά με την αποδοχή του Βόρειου ή του νότιου ημισφαιρίου.
Το πλοίο προσέγγισε πιλοτίνα του λιμένα απ’ όπου επιβιβάσθηκαν δυο πλοηγοί οι οποίοι θα οδηγούσαν το πλοίο στο λιμένα φόρτωσης δυτικά της πόλις του Santarem στο ποταμό Rio Trompetas και στο τερματικό σταθμό φόρτωσης. Οι πλοηγοί αναλαμβάνουν να οδηγήσουν πλοία που καταπλέουν σε λιμένας εντός των μεγάλων υδάτινων οδών του Αμαζονίου.
Η πλοήγηση είναι η τέχνη της κατευθύνσεως ενός πλοίου μέσα σε θαλάσσια στενά, λιμάνια, περιορισμένα ύδατα και άλλες περιοχές όπου η ναυσιπλοΐα είναι συνήθως δύσκολη και επικίνδυνη. Κάτι τέτοιο απαιτεί ακριβείς γνώσεις των τοπικών υδάτων και της μεταβολής συνθηκών σε μία περιοχή. Οι πλοηγοί στον Αμαζόνα είναι ανθεκτικοί, ικανοί να δουλεύουν με απόλυτη συγκέντρωση, να παρατηρούν τις αλλαγές του ποταμού, της συμπεριφοράς του πλοίου, τα ρεύματα, τον άνεμο, τις τσαμαδούρες και τα φανάρια και ταυτόχρονα να δέχονται πληροφορίες από το ραντάρ, το βυθόμετρο, να τις συγκρίνουν με τα στοιχεία του χάρτη, τις πορείες, τα βάθη και την εμπειρία που είναι καταγραμμένη μέσα τους.»
Η συνέχεια της ιστορίας άσκησε τέτοια μεταδοτική μαγεία στην παρέα ώστε ο καπετάνιος, χωρίς να το καταλάβει έγινε το κεντρικό πρόσωπο της νυκτερινής παρέας. Η σεμνή και διακριτική παρουσία του με τη χαμηλόφωνη και συχνά μελαγχολικών τόνων, με έντονα μελωδικό και ελεγειακό χαρακτήρα αφήγηση του, εύλογα αποσπούσε τη προσοχή των συνομιλητών του.
Με μέση παροχή νερού στις εκβολές πάνω από 200.000 κυβικά μέτρα το δευτερόλεπτο, αυτός ο τεράστιος ποταμός αδειάζει στον Ατλαντικό Ωκεανό. Αυτός ο ασυνήθιστος εκβαλλόμενος όγκος νερού «σπρώχνει» τη θάλασσα και σχηματίζει ένα στρώμα γλυκού νερού που απλώνεται σε έκταση διακοσίων χιλιομέτρων μέσα στον Ατλαντικό Ωκεανό.
Στις εκβολές του Αμαζονίου, το αντάμωμα των νερών του Αμαζονίου με τη θάλασσα δημιουργεί ένα ισχυρό και πολύ καταστροφικό φαινόμενο. Τα κύματα του θαλασσινού νερού απωθούνται από την ορμή με την οποία εκβάλλει ο ποταμός. Η στάθμη της θάλασσας υψώνεται έξω από το στόμιο του ποταμού μέχρις ότου εκείνος δεν μπορεί πια να τη συγκρατήσει. Κατόπιν, το θαλασσινό νερό, με τη μορφή τεράστιου, ορμητικού, όμοιου με τείχος κύματος, χύνεται στον ποταμό, αντιστρέφοντας τη ροή του, αποσπώντας κομμάτια από την όχθη, ξεριζώνοντας δέντρα και καταστρέφοντας ότι βρει στο πέρασμά του. Τα πελώρια κύματα που δημιουργούνται από τη δύναμη αυτών των δύο αντίθετων ρευμάτων μπορούν να φτάσουν σε ύψος τα τέσσερα μέτρα, και ο εκκωφαντικός θόρυβος της σύγκρουσής τους μπορεί να ακουστεί σε μεγάλες αποστάσεις. Είναι ο ήχος της πορορόκα, δηλαδή ενός παλιρροϊκού κύματος με απότομο μέτωπο.
Ο Αμαζόνιος σχηματίζει ένα περίπλοκο συγκοινωνιακό δίκτυο το οποίο θα μπορούσε να παρομοιαστεί με το κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπινου σώματος, όπου ο Αμαζόνιος παραβάλλεται με την αορτή, τη μεγαλύτερη αρτηρία του σώματος. Αυτό το υδάτινο δίκτυο περιέχει τα δύο τρίτα της συνολικής ποσότητας γλυκού νερού της γης. Το εκτεταμένο αυτό υδρογραφικό δίκτυο, στο οποίο η έκταση των πλεύσιμων νερών υπερβαίνει τα 25.000 χιλιόμετρα, παίζει θεμελιώδη ρόλο στις μεταφορές και στη ζωή των ντόπιων. Εκατομμύρια κάτοικοι της περιοχής του Αμαζονίου χρησιμοποιούν αυτή τη φυσική υδάτινη υπερλεωφόρο. Πλοία διαφόρων μεγεθών τον διαπλέουν, περιλαμβανομένων και μεγάλων υπερωκεάνιων τα οποία ταξιδεύουν 1.500 χιλιόμετρα αντίθετα προς το ρεύμα του ποταμού μέχρι το Μανάους. Μικρότερα φορτηγά και επιβατικά πλοία φτάνουν ως το Ικίτος του Περού, 3.700 χιλιόμετρα από τις εκβολές του ποταμού.
Για να αντιμετωπίσουν τις ιδιοτροπίες του ποταμού, χτίζουν παραποτάμια σπίτια πάνω σε δοκούς καθώς και πλωτά σπίτια πάνω σε σχεδίες οι οποίες είναι αραγμένες κοντά στις πόλεις. Είναι σύνηθες να βλέπει κανείς μικρά κανό να πλησιάζουν μεγαλύτερα πλοία για να πουλήσουν και να ανταλλάξουν τα προϊόντα τους, ή για να προσδεθούν πίσω τους και να ανεβούν τον ποταμό.
Κάθε τόσο, μικρά παιδιά πλησιάζουν με τις πιρόγες τους τα ποντοπόρα πλοία, για να πουλήσουν γαρίδες, καρπούς και παχύρρευστους χυμούς από τα φρούτα του Αμαζονίου. Χρησιμοποιώντας γάντζους και σχοινιά, με σβέλτους κόμπους και κινήσεις ακροβατικές που θα ζήλευε κι ο πιο έμπειρος κι επιδέξιος ναύτης, τα παιδιά γαντζώνονται δίπλα στο καράβι, ενώ εκείνο πλέει προσπαθώντας να πουλήσουν την πραμάτεια τους ή έστω να αποσπάσουν από τους επιβάτες κανένα κέρμα, κανένα μπισκότο η άλλο αγαθό του δυτικού πολιτισμού μας.
Δεν είναι σχεδόν ασύλληπτο το ότι την ώρα που η Ευρώπη, μαζί σε σύσσωμο τον ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο, ομφαλοσκοπεί για την οικονομική κρίση και τα λοιπά κακά της μοίρας τους, κάπου στην άλλη άκρη του πλανήτη υπάρχουν άνθρωποι που αγναντεύουν από τις ξύλινες καλύβες τους την ανατολή του ήλιου πάνω από τα νερά του Αμαζονίου, μην έχοντας ιδέα για ότι μας συμβαίνει; Εκτός από ασύλληπτο, βέβαια, μπορεί να είναι και παρήγορο: αν υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν ιδέα για το τι μας συμβαίνει, το υποκειμενικό μας δράμα δεν μπορεί να είναι και τόσο σοβαρό.
Το τροπικό δάσος του Αμαζονίου φιλοξενεί πολλά σπάνια είδη του ζωικού βασιλείου, καθώς και γηγενείς φυλές, και παίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του παγκόσμιου κλίματος. Η γεωγραφική λεκάνη του ποταμού Αμαζονίου αποτελεί θησαυροφυλάκιο των πλουσιότερων φυσικών πόρων του πλανήτη.
Στον Αμαζόνιο ζούνε πολλά είδη φυτών και ζώων όπως τα τεράστια ψάρια «Arapaima» έξι μέτρα μήκος, τα φίδια Ανακόντα που μπορούν να φτάσουν έως και τα δεκαπέντε μέτρα μήκος και το ροζ δελφίνι «Boto» που ζει στα θολά νερά. Αυτά τα μαγικά πλάσματα τα ροζ δελφίνια του Αμαζονίου, ζουν στο γλυκό, θολό νερό του ποταμού και είναι προστατευόμενο είδος από τη Διεθνή Ένωση για τη διατήρηση της Φύσης , αλλά αυτό δεν εμποδίζει τους ψαράδες να τα σκοτώνουν χωρίς ενδοιασμούς, με αποτέλεσμα να έχει μειωθεί επικίνδυνα ο αριθμός τους.
Τα ροζ δελφίνια, μοιάζουν με τα γκρι, αλλά είναι κάπως μεγαλύτερα και αντί για ένα ραχιαίο πτερύγιο, έχουν ένα εξόγκωμα στην πλάτη τους.
Αν και απαγορεύεται από το νόμο και η αλιεία και η θανάτωση των μαγικών αυτών πλασμάτων εν τούτοις , βρίσκει κανείς στην υπαίθρια αγορά Santarem, λάδι από το λίπος των ροζ δελφινιών, και αυτό το λάδι, λένε, θεραπεύει τους ρευματισμούς.
Οι τροπικές πεδιάδες του Αμαζονίου κρύβουν μια τεράστια ποικιλία άγριας ζωής, πλούσιας βλάστησης και καταρρακτών που κόβουν την ανάσα, ενώ παράλληλα αποτελούν ένα πεδίο αναψυχής για τους λάτρεις της φύσης, που χαρίζουν μοναδικές αναμνήσεις. Ίσως να δοθεί και σε σας ευκαιρία να επισκεφτείτε αυτή την εντυπωσιακή περιοχή που έχει γοητεύσει τους εξερευνητές αλλά εξακολουθεί να κρύβει πολλά μυστικά.»
Το ρολόι δείχνει τέσσερις ώρες πριν φέξει η Κυριακή. Με την καλή συντροφιά, χωρίς να το καταλάβουμε η ώρα είχε περάσει. Νυσταγμένα φώτα ξεχώριζαν στο βάθος του δρόμου. Βραχνά γαβγίσματα σκύλων προμηνούσαν την παρουσία κι άλλων ζωντανών στην ερημιά. Ο καθηγητής άρχισε να χασμουριέται και πρώτος αυτός ζήτησε την άδεια ν’ αφήσει, με λύπη του, την καλή συντροφιά σηκωθήκαμε απ' το τραπέζι κι αναχώρησε. Ο Κυνηγός δεν χασομέρησε σηκώθηκε και αυτός μας καλημέρισε και τράβηξε ήσυχα απέναντι και μπήκε στο σπίτι του.
Μείναμε μονάχοι και σκεφτικοί. Πιάσαμε ο καθένας από μια γωνιά στο τζάκι.
Σε λίγο τον ρωτώ:
«Θα άκουγα μ’ ενδιαφέρον την άποψη σου για το κλίμα που έχει δημιουργηθεί με τους Έλληνες ναυτικούς στις μέρες μας, και πως αντιλαμβάνεσαι το μέλλον τους στη γενικότερη οικονομική κρίση.»
Ανακάθισε έτριψε τα μάτια του, πέρασε το χέρι του στο αξύριστο σαγόνι του και κούνησε το κεφάλι του μ’ έναν τρόπο που καθιστούσε περιττή κάθε συζήτηση για το θέμα αυτό. Ένοιωσε να τον πνίγει ένα βαθύ παράπονο έβλεπε να παίζεται το ίδιο δράμα με τα δύσκολα πρώτα μας χρόνια στη θάλασσα.
Μου απάντησε: «Σήμερα οι ευκαιρίες για τους νέους Έλληνες ναυτικούς δεν είναι συνάρτηση του ελληνόκτητου στόλου αλλά έχουν πολλές μορφές. Καλούνται να επιβιώσουν μέσα στο πλαίσιο μιας μεγαλύτερης ενότητας την οποία συμβολίζει η παγκοσμιοποίηση. Αυτό φυσικά σημαίνει ότι πρέπει να απεμπολήσουν εργατικές κατακτήσεις του τελευταίου αιώνα, αλλά είναι η στιγμή να σκεφθούν, πως θ’ αντιμετωπίσουν τώρα όλες αυτές τις ραγδαίες και μεγάλες αλλαγές που συμβαίνουν στον σημερινό κόσμο. Η εμπορική ναυτιλία είναι ένα μεγάλο και ιστορικό κεφάλαιο για την Ελλάδα. Οι πολιτικοί κρατούντες σε συνεργασία με τον εφοπλισμό πρέπει ν’ αναζητήσουν λύσεις εντεταγμένες σε μιαν αρχετυπική αντίληψη του ελληνισμού.»
Ο καπετάνιος ένιωθε ευχαριστημένος αλλά είναι ακόμα λίγο μελαγχολικός. Μου ζήτησε να μείνει να πλαγιάσει μέχρι να ξημερώσει εκεί δίπλα στο αναμμένο τζάκι.
«Καληνύχτα.» Του λέω.
«Καλό ξημέρωμα.» Μου άπαντα
«Καλό ξημέρωμα..» Ανταπέδωσα και τον άφησα μονάχο του.
Πήγε ίσια ξάπλωσε στον πέτρινο καναπέ που θα περνούσε την υπόλοιπη νύχτα, τυλίχτηκε με μια κουβέρτα, έκλεισε τα μάτια του και αποκοιμήθηκε σύντομα κουλουριασμένος..
.......Εύθυμος και διαχυτικός σαν πάντα, μας χαιρέτισε ευχαριστώντας μας που χάρις στην όμορφη παρέα μας δήλωσε ότι είχε περάσει ένα εξαιρετικό σαββατοκύριακο και μετά το μεσημέρι της Κυριακής, αναχώρησε για την συνέχεια του ταξιδιού του. Στον αποχαιρετισμό μας υπήρξε μια συγκίνηση που με το ζόρι την κρατούσαμε να μην την δείξουμε και οι δυο μας. 
Αργά το απόγευμα με χαιρέτισε και ο γείτονας μου που αναχώρησε για το Βόλο και βρέθηκα πάλι ολομόναχος στην άδεια γειτονιά μας με τα μάτια γυρισμένα προς τη κορυφή του Χλωμού, τη σκεπασμένη από σύννεφα, που έσβηνε σιγά σιγά μπροστά στα μάτια μου. Τα μεγάλα, βαριά σύννεφα άρχισαν σε λίγο να σκεπάζουν όλο το βουνό και μια μαύρη σκιά απλώθηκε απάνω στη θάλασσα. Η μπόρα έδερνε τώρα τα βουνά της Σούρτης. Τα μουγκρητά της βροντής έφταναν από μακριά, σα φοβέρα, και χοντρές σταλαγματιές άρχισαν να πέφτουν στην αυλή μου.
Μέσα από την βραδινή ομίχλη τα κύματα που έσκαγαν αθέατα στην ακτή αντηχούσαν επαναλαμβανόμενα σαν μπάσο μουσική αρωματίζοντας με την αρμύρα τους τον αέρα και τα κρωξίματα από τα θαλασσοπούλια ακούγονταν λυπητερά σαν χαμένες ψυχές...
Το τζάκι ήταν και πάλι έτοιμο για άναμμα. Άναψα ένα σπίρτο και γονάτισα για να βάλω φωτιά στο προσάναμμα. Η φλόγα τρεμούλιασε, το ξερό προσάναμμα λαμπάδιασε τρίζοντας. Παίρνοντας φωτιά τα κούτσουρα της ελιάς οι φλόγες τινάχτηκαν ψηλά. Τώρα το σπίτι ήταν και πάλι ζωντανό. Έχοντας τελειώσει κι αυτή την ευχάριστη μικροδουλειά δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω. Κάθισα αναπαυτικά και έγειρα πίσω στην πολυθρόνα μου. Ένοιωθα μια γλυκιά κούραση, μαλακωμένη από τον περίγυρο μου, λες και το σπίτι είχε ανθρώπινο πρόσωπο που με αγκάλιαζε με αγάπη. Στο ζεστό, φωτισμένο από το τζάκι σαλόνι, χωμένος βαθιά στη πολυθρόνα μου αισθάνθηκα να με πλημμυρίζει μια χωρίς αιτία ευτυχία που είχα να νιώσω απ’ όταν βγήκα στη σύνταξη και απολάμβανα την οικογενειακή θαλπωρή. Διάβολε τέταρτη μέρα σήμερα που μου λείπει η οικογένεια μου... Αύριο γυρίζω.... Καλά μου το είπε ο φίλτατος καπετάνιος. «Φίλε μου η μοναξιά δεν αντέχεται ούτε στον Παράδεισο.»
Ευχαριστημένος χώθηκα πιο βαθιά στην πολυθρόνα μου και υστέρα από μέρες αποφάσισα να ανοίξω την τηλεόραση για να απολαύσω την καθημερινή μερίδα από απεργίες, φόνους και οικονομικές καταστροφές, με κατακλείδα την πληροφορία πως και την επομένη ημέρα θα έκανε πολύ κρύο και κατά τόπους θα έβρεχε στη χώρα. Στη ζεστασιά της φωτιάς τα βλέφαρα άρχισαν να κλείνουν. Προχωρώντας η ώρα και πολεμώντας την νύστα σηκώθηκα ανέβηκα την εσωτερική σκάλα του σπιτιού και μπήκα στο λουτρό. Τάπωσα την μπανιέρα, άνοιξα τις βρύσες, έριξα στο νερό αρωματισμένα άλατα, - που είχαν ξεμένει της κόρης μου από την καλοκαιρινή περίοδο,- με απλοχεριά. Και μόνο η σκέψη της κόρης μου με έκανε να χαμογελάσω. Το στερνοπούλι η πριγκιπέσα μου ήταν ζωηρή και πολύτιμη. Πέντε λεπτά αργότερα αφοσιωνόμουν στην ευχάριστη απασχόληση να βρίσκομαι ξαπλωμένος στη γεμάτη ζεστό νερό μπανιέρα. Αγκαλιασμένος από τον αφρό και τους υδρατμούς αφέθηκα να πλημμυρίσω στις σκέψεις μου. Ήταν ένα διάλειμμα που οδηγούσε σ’ ευχάριστες σκέψεις. Αόριστα ονειροπολήματα. Πως νοιώθει ο ναυτικός στα εξήντα του σκέφτηκα. Όχι πολύ άσχημα απάντησα στον εαυτό μου. Από εδώ και πέρα η ζωή του  συνταξιούχου ναυτικού δεν πρέπει ν’ αποτελεί την έννοια της απλής ύπαρξης, που το θεωρεί κανείς κάτι φυσικό, αλλά να αποτελεί ένα δώρο, μια εμπειρία που πρέπει να την γεύομαι μέρα με την μέρα. Ο χρόνος δεν είναι απεριόριστος. Δεν θα αφήσω ούτε λεπτό να πάει χαμένο υποσχέθηκα στον εαυτό μου. Ένοιωθα δυνατός, αισιόδοξος, σαν να ξεκινούσε τώρα η ζωή ρίχνοντας άγκυρα στην θαλπωρή της οικογενειακής αγκαλιάς.

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Web Informer Button