ADS

click to open

Παρασκευή 2 Μαΐου 2025

Danae

...Ένα μικρο απόσπασμα από τo...Ερωτική Μυθοπλασία: ΙΙ...(Part:6)...Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε λεπτομέρειες στο Ερωτική Μυθοπλασία: ΙΙ (Part:1) Ερωτική Μυθοπλασία: ΙΙ (Part..1).....
.......Νωρίς το απόγευμα ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά όταν οι γυναίκες αναχώρησαν από τον μικρο παραλιακό οικισμό τους για το χωριό. Η Νεφέλη πρόθυμα συνόδευσε τη Φαίδρα, ήθελε και η ίδια να συμμετάσχει στον εσπερινό του κοντινού μοναστηριού. Ευκαιρία ήταν.  
Η Φαιδρά έδωσε τα κλειδιά της μηχανής και της αποθήκης στο Νικηφόρο και τον ευχαρίστησε θερμά που αναλαμβάνει να μεταφέρει τη μηχανή του συζύγου της στο χωριό.
«Σ' ευχαριστώ Νικηφόρε! Το εκτιμώ πολύ που μπαίνεις στο κόπο!» Του λέει και η φωνή της τον περιέλουσε με τη γοητεία της που τον έκανε να ανατριχιάσει. Αν η φωνή της ήταν γεύση θα ήταν ζεστή σοκολάτα σκέφτηκε ο Νικηφόρος.
Αναχώρησαν λοιπόν οι γυναίκες με προορισμό το χωριό που από εκεί θα έπαιρναν και την ηλικιωμένη χήρα μητέρα της Φαίδρας να πάνε στο μοναστήρι. H Δανάη δεν ακολούθησε τις δυο γυναίκες, έμεινε με τις νεαρές παρέες της στη μικρή καφετέρια του χωριού αναμένοντας τον γυρισμό τους. Από τα μικρά της χρόνια δεν ήταν από εκείνους τους νέους ανθρώπους που νιώθουν μια βαθύτερη ανάγκη να ασχολούνται με τα θρησκευτικά ζητήματα της πίστης τους. Από οικογενειακή και μόνο παράδοση ήταν μια απλή χριστιανή και όπως ήταν αναμενόμενο δεν ακολούθησε τις γυναίκες στα εκκλησιαστικά τους καθήκοντα.
Κάποια στιγμή όμως σηκώθηκε βιαστικά λέγοντας στην παρέα της πως πρέπει να επιστρέψει στο σπίτι για ένα σημαντικό ραντεβού και θα επέστρεφε!. Φρόντισε να δικαιολογηθεί στις κολλητές της ότι έπρεπε να αναλάβει να κατατοπίσει τον οικογενειακό τους φίλο το Νικηφόρο που θα αποθηκεύσουν την μηχανή του πάτερα της που την φέρνει από το εξοχικό τους.
Η πιο στενή της φίλη που το τελευταίο καλοκαίρι είχαν παρέα μετατρέψει μυστικά την αποθήκη του πατρικού σπιτιού σε καβάτζα για sex, την συμβουλεύει δήθεν φιλικά. «Να φροντίσεις Χρυσή μου την αποθήκη να την έχετε κλειδώσει από μέσα πριν σας συνεπάρει το σεξουαλικό πάθος.»
... Το απόγευμα ήταν ακόμη ηλιόλουστο όταν έφθασε ο Νικηφόρος με τη μηχανή και βρήκε τη Δανάη να τον περιμένει στο σπίτι της γιαγιά της. Τη βρήκε έξω στην αυλή, πάνω από τον κήπο τον γεμάτο λουλούδια. Καθόταν σε ένα παγκάκι στο πλάι της πλακόστρωτης αυλής, η εμφάνιση της μονοπωλούσε το χώρο και τον κοιτούσε κατάματα μέσα από ένα άκρως αυθάδικο βλέμμα. Ένα καυλιάρικο μωρό super-sexy. Ο θησαυρός της άγουρης της νιότης, στα δεκαεννέα της χρόνια, ψηλή, καστανό-μελαχρινή και γεμάτη σφρίγος. Αισθανόταν ήδη πολύ γυναίκα. Φορούσε ένα κολλητό φανελάκι που άφηνε την γραμμωμένη της κοιλίτσα να φαίνεται,  χωρίς να φοράει σουτιέν με τις ρογίτσες της να τρυπάνε το λεπτό ύφασμα και να κοιτάζουν τον ουρανό όλο αυθάδεια. «Αχ! τα νιάτα!» θα σκεφτόταν όποιος την έβλεπε. Ένα μίνι τζιν φουστανάκι έσκαγε ακριβώς εκεί που χώριζε το κωλαράκι της από τους μηρούς,  αφήνοντας σε άπλετη θέα τα ατελείωτα μαυρισμένα της μπούτια. Και προσεγμένο, φορούσε τέλεια ψηλοτάκουνα τσοκαράκια, αυτά τα πολύ σέξι με καλοβαμμένα κατακόκκινα νύχια. Και το μάτι! αχ τι μάτι ήταν αυτό θεέ μου. Είχε τα πιο συναρπαστικά με ιριδίζοντα χρώματα αστραφτερά μάτια, πλαισιωμένα από τις μακρύτερες και πιο γυριστές βλεφαρίδες που ήταν μονίμως γελαστά. Όντως, κολασμένο μωρό! Μωρό φτιαγμένο για να κλείνει σπίτια, να χαλάει οικογένειες και να σε στέλνει αδιάβαστο με το εξπρές των δώδεκα και τριάντα στην κόλαση να καίγεσαι αιώνια στα καζάνια της για πάρτη της. 
Το πρόσωπο του φωτίστηκε από έκπληξη και έμεινε να την κοιτάζει αποσβολωμένος και ευχαριστημένος από το θέαμα που έβλεπε. 
Ήταν φανερό ότι είχε συνεπαρθεί και του άρεσε και κάτι μέσα του άρχισε να φουντώνει ηδονικά. 
Ήταν απίστευτα όμορφη στο φως του ήλιου. Τα γκρίζα μάτια της είχαν γαλάζιες και πράσινες πιτσιλιές. Σαν οπάλια, χρώμα που προίκιζε το βλέμμα της με μεγάλη γκάμα εκφράσεων.
Ένα καυλιάρικο μωρό που το χαριτωμένο μουτράκι της και η σκανταλιάρικη μύτη της της έδιναν ναζιάρικο ύφος. Μια ψηλή θεά δεκαοκτώ-δεκαεννιά χρονών που θέλεις να σταματήσει ο χρόνος δίπλα της, και που επιθυμείς να την πάρεις πολλές φορές. 
Της Δανάης ακόμη ηχούσαν στο μυαλό της οι δυνατές κραυγές πάθους και το έντονο σεξ οργασμού που με  λεπτομέρειες αφουγκραζόταν το θορυβώδη έρωτα της χθεσινής νύχτας και την ερωτική κραιπάλη που είχε ζήσει η μιλφάρα η Νεφέλη στην αγκαλιά του Νικηφόρου. Όταν έπεσε για ύπνο όπως αναμενόταν οι ώρες της κυλούσαν πολύ δύσκολα. Αναπαρήγαγε μέσα στο μυαλό της τις σκηνές που φανταζόταν πως διαδραματίζονταν στο εσωτερικό της εξοχικής κατοικίας τις στιγμές που ο Νικηφόρος γαμούσε τη Νεφέλη με κραυγές και ήχους ευχαρίστησης κατά τη διάρκεια του σεξ! Ήξερε πολύ καλά ότι η Νεφέλη και πάλι αυτό το βράδυ θα ούρλιαζε από ηδονή με το Νικηφόρο να περιποιείται κάθε τρύπα της, ενώ η ίδια παρέμενε εκεί στο παγωμένο κρεβάτι της. Λαχταρούσε όσο τίποτα άλλο να νιώσει και η ίδια την ίδια ηδονική ένταση! Το αγόρι της τώρα που τα σκέφτεται, δεν είχε καταφέρει ποτέ να την ικανοποιήσει πραγματικά, παρόλο που τον έβρισκε ελκυστικό. Ρε παιδί μου, ήταν απλά παντελώς άπειρος και πολύ γλυκός για τις προτιμήσεις της. Η Δανάη γούσταρε κάποιον αρσενικό άνδρα με προσόντα να την δαμάσει, να της κάνει τις φαντασιώσεις της πραγματικότητα. Να τη γαμάει σαν πουτάνα και να που τώρα ο Νικηφόρος με την αρρενωπότητα στη φυσιογνωμία του ήταν σίγουρη πως είναι ο κατάλληλος άνδρας που θα μπορούσε να της προσφέρει κατάσαρκα έναν αμείωτο ερωτισμό ανταποδίδοντας του όλους τους χυμούς της! Αυτές οι εικόνες έκαναν παρέλαση στο μυαλό της και η καύλα χτιζόταν σιγά σιγά μέσα της. Σκεφτόταν τι απίστευτο γαμήσι θα έκανε με το Νικηφόρο και η σύγκριση με το αγόρι της, της φάνταζε ότι νεαρός φίλος της ήταν απίστευτα ανεπαρκής για το πυρακτωμένο μουνί της που διαμαρτυρόταν και ήταν έντονα βασανιστικό που δεν έλεγε να ηρεμήσει.
Το μόνο λοιπόν που μπορούσε να κάνει ήταν να καταστρώνει σχέδια στο διαβολεμένο μυαλό της. Η Δανάη σκαρφίζεται πως είναι η κατάλληλη ώρα να παίξει με το μυαλό του Νικηφόρου για να τον κάνει να τη θέλει σαν τρελός και να την πηδήξει! Χωρίς χρονοτριβή σηκώνεται από το περβάζι και του απευθύνεται για να τον προλάβει πριν κατέβει από την μηχανή..
«Μην κατεβαίνεις από τη μηχανή σε παρακαλώ κύριε Νικηφόρε. Αν δεν σου γίνομαι βάρος θα εκτιμούσα τη βοήθεια σου για μια εξυπηρέτηση με τη μηχανή.» 
Ο Νικηφόρος δεν μπορούσε να μη προσέξει τις ορθωμένες θηλές της και το σφιχτό δέρμα της, και καθώς τον πλησίαζε γεμάτη χάρη, αναστέναξε σιγανά, μουρμούρισε «πίσω μου σ'έχω σατανά!» κοιτάζοντας το  δέκα-εννιάχρονο διαβολάκι.
Το δέκα-εννιάχρονο διαβολάκι κοντοστέκεται στο πλατύσκαλο της αυλής και ξεκινά να σχεδιάζει με σκοπό να του στείλει ορατά σήματα, που να του αρέσουν. Να του στείλει σήματα από αυτά που πυροδοτούν το ανθρώπινο σώμα στο αρχικό στάδιο την επιθυμία. Σκύβει ότι τάχα μου κάτι της έπεσε, ψάχνει και κάνει πως δεν το βρίσκει. Σκύβοντας, τα πόδια της είναι ενωμένα και δεν έχει λυγίσει τα γόνατα. Ψάχνοντας στριφογυρίζει στη θέση της με τον Νικηφόρο να βρίσκεται ακόμη καβάλα στη μηχανή ακριβώς πίσω της χαμηλά στην είσοδο της αυλής και σε κάποια σχετική απόσταση..
 «Κοίτα το καυλιάρικο μωρό! Μου δείχνει το «μύδι» της! Μωρρρροοό μου!!!!» Μονολόγησε ο Νικηφόρος ερεθισμένος από τη θέα που του προσέφερε η έφηβη γυναίκα. Τα μάτια του είχαν ακινητοποιηθεί εκεί! Η θέα του τρυφερού νεανικού μουνιού τίναξε σαν ηλεκτρικό ρεύμα τον ήδη πρησμένο πούτσο του.  Βρίσκεται στο στάδιο, που το ανθρώπινο σώμα του κατακλύζεται από ένα χημικό κοκτέιλ, αδυνατεί να σκεφτεί σωστά και αρχίζει να επιθυμεί το αντικείμενο του πάθους. 
Ο Νικηφόρος τα ‘βάλε με τον εαυτό του για τις απαγορευμένες σκέψεις που έκανε. Με αυτές τις σκέψεις νιώθει συναισθηματική έξαρση με αποτέλεσμα να παρασύρεται και ως θεατής της ομορφιάς της, και να συνεπαίρνεται από τη σαγήνη που του προκαλεί το νεαρό κορίτσι. Τόσο που αισθανόταν να χάνει το μυαλό του, και ουσιαστικά δεν ήταν μόνο νεαρή γυναίκα, ήταν ταυτόχρονα το άγνωστο εκείνο κομμάτι του εαυτού του που ήρθε στην επιφάνεια μέσα από εκείνες τις σκέψεις του για μια ανάρμοστη και ασύμπτωτη κατά μια έννοια μαγική ερωτική χημεία που κατακλύζει το κορμί του και συμβαίνει χωρίς να το έχει επιλέξει απρόβλεπτα να γίνει συμπτωματική ερωτική συνάντηση.
Ήταν παράλογο σύμφωνα με την λογική του να επιθυμεί να γαμήσει την νεαρή κοπέλα. Αλλά το ένστικτό που δε λογάριαζε τη λογική έκανε το καυλί του να τεντώσει απ’ την καύλα. Αν είναι να το ζήσεις αγόρι μου, ζήσε το, μέχρι τελευταίας ρανίδας. Συγχρόνως όμως μην παραιτηθείς ποτέ από το ρόλο του ήρεμου, ουδέτερου παρατηρητή μιας τέτοιας σχέσης. Μην χαθείς μέσα της. Ζήσε το σαν να σε βλέπεις να παίζεις σε ταινία. Ζήσε το, αλλά με τις κεραίες της επίγνωσης αφυπνισμένες και καλό δρόμο μεχρι το πυροτέχνημα να σκάσει, και εσύ τότε να βαρεθείς το ρόλο του αρσενικού επιβήτορα και όλα θα έλθουν και πάλι στη σωστή τους θέση....
Βγαίνοντας από τις βαθυστόχαστες αναλύσεις του ο Νικηφόρος παίρνοντας αργές, μετρημένες ανάσες, συνέχισε να  παρατηρεί το νεαρό κορίτσι. Τα βλέμματα τους συναντούνται και  αναμετράει ο ένας τον άλλο.Τα μελιά του μάτια ακτινοβόλησαν όπως το σπασμένο γυαλί. Στα τριάντα τρία του χρόνια είναι στα ντουζένια του σαν γάτος που γυρνοβολάει στα κεραμίδια. Και αυτό το κορίτσι έχει κάτι που του ανάβει την πρωτόγονη πλευρά της φύσης του, του διεγείρει τον ερεθισμό, και τον ερωτικό οίστρο του που καμιά φορά όπως και τώρα να νιώθει ότι είναι χάσιμο χρόνου να καταπολεμάει τη λογική και την υπευθυνότητα που επιβάλλεται στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Η Δανάη σηκώθηκε όρθια και πρόλαβε να διακρίνει την έξαψη στη ματιά του Νικηφόρου. Ένα χαμόγελο ικανοποίησης απλώθηκε στα κόκκινα χείλια της. Του χαμογέλασε ικανοποιημένη πονηρά και όλο νόημα. Τον Νικηφόρο στεγνός πυρετός τον έπιασε. Αχ αυτό το κορίτσι με τα μάτια φωτιά. Τον κοίταζε και άναβε. Κατέβηκε το πλατύσκαλο και χόρευαν οι ρώγες της. Είναι φανερό ότι βιώνει κι αυτό το ερωτικό σκίρτημα σαν γαργαλητό στο στομάχι. Έχει κι αυτό τα ντουζένια της που δεν την αφήνουν ήρεμα να κοιμηθεί το βράδυ. Τον κοιτούσε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό, καθώς σκέψεις ρίζωναν μέσα της. Η ιδέα να της κάνει έρωτα αυτός ο άντρας ήταν ιδιαίτερα ερεθιστική και ήταν και κάτι που δρα ως διεγερτικό της σεξουαλικής επιθυμίας πάνω της. Στις φλέβες της κυλούσε φλογερό αίμα και το μυαλό της ήταν ήδη γεμάτο με τρυφερές περιπτύξεις και λάγνες φαντασιώσεις, παρορμήσεις που επιθυμούσε για να τις δοκιμάσει. Βλέπεις εις την ηλικία της οι ορμές δεν τιθασεύονται.
Τότε ήταν που στράφηκε μ' ένα χαμόγελο στο Νικηφόρο που του ζέστανε κάτι που είχε ξυπνησει χαμηλά στην κοιλιά του και με περίσσιο νάζι και την αθωότητα προσωποποιημένη του εξήγησε τι ακριβώς εξυπηρέτηση του ζητούσε.
«Κύριε Νικηφόρε! Θα ήθελα σας παρακαλώ  αν δεν σας κάνει ιδιαίτερο κόπο να με πας πάλι πίσω στο εξοχικό μας σπίτι! Θέλω να πάρω τον φορητό υπολογιστή μου που τον έχω ξεχάσει και μου είναι απαραίτητος για τα τεστ εξαμήνου της σχολής μου.»
Στην αρχή υπήρχε μια αμηχανία και στους δυο. Ακολούθησε μια σύντομη σιωπή. Η λογική έλεγε ότι δεν μπορούσε να κάνει εκείνος το πρώτο βήμα. Η αλήθεια ήταν ότι ο Νικηφόρος δεν ήταν εντελώς κλειστός στο σεξ. Δε χρειαζόταν παρακάλια για να αναλάβει δράση. Ήξερε να χαρίζει στη γυναίκα ηδονή, αλλά δεν είχε αυτή τη σπίθα της διαφθοράς, που θα ανέβαζε τη Δανάη στα ύψη. Καλή η προσπάθεια της σκέφτηκε, όμως κατάλαβε από τον τρόπο που μισόκλεισε τα μάτια της ότι δεν υπήρχε ούτε ένα κύτταρο αθωότητας σε όλο της το κορμί.
Βλέποντας τον Νικηφόρο κάπως δειλά αναποφάσιστο να το σκέπτεται δεν έχασε χρόνο, στάθηκε μπροστά στην μηχανή και του λέει με περιπαικτική ευγένεια.
«Μπορείς απλώς να αρνηθείς αν φοβάσαι να πας κάπου μόνος μαζί μου. Θα είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για μένα να ανακαλύψω τι φοβάσαι πιο πολύ; Εμένα ή τα σχόλια που φαντάζεσαι πως θα ακούσεις αύριο;»
Ο Νικηφόρος έσμιξε τα φρύδια του καθώς κοίταξε την Δανάη και την είδε να παίρνει αυτό το αδηφάγο βλέμμα και την πόζα του ξαναμμένου θηλυκού κατάλαβε τις προθέσεις της και έπιασε το υπονοούμενο. Το γέλιο του απλώθηκε ζεστό πάνω στο δέρμα της. «Εσένα κορίτσι μου γιατί να σε φοβηθώ; Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος;» Της είπε μ’ ένα χαμόγελο που μίκρυνε λίγο αλλά δεν χάθηκε από τα συνεχώς γελαστά του μάτια. «Αλλά μου φαίνεται ότι κάποια δεν είναι και πολύ φρόνιμη.» της λέει ο Νικηφόρος με ένα τόνο μαλώματος στη φωνή του, έχοντας στο μυαλό του τη σκηνή στο πλατύσκαλο που έσκυψε και έψαχνε να βρει αυτό που της έπεσε!
«Εε... γιατί καλέ;...Τι κακό έκανα;» απάντησε δήθεν κάπως ντροπαλά η Δανάη.
«Λάθος μου! Δεν είναι προσεχτική ήθελα να πω και είπα φρόνιμη.»
Στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλον και πάλι για λίγο ακόμη αμίλητοι, σιωπηλοί. Χωρίς να πάρει μια συνειδητή απόφαση, την πλησίασε αργά. Δεν ήταν σίγουρος πώς θα την αντιμετώπιζε ή τι θα της έλεγε. Εξαρτιόταν από την παρόρμηση που θα του ερχόταν πρώτη τη στιγμή που θα έφτανε κοντά της.
Έπιασε τον εαυτό του να βράζει από ένα καυτό, δυσάρεστο συναίσθημα. Η Δανάη γυμνή από κάτω του, να βογκάει. Δεν υπήρχε τίποτα που να επιθυμούσε περισσότερο εκείνη τη στιγμή. Κι αυτό ήταν λογικό, φυσικά. Τη φαντάστηκε να κλείνει το κεφάλι της ανάμεσα στις παλάμες του, να τη φιλάει λάγνα επί πολλά λεπτά, μέχρι να λιώσει και να μείνει ξέπνοη στην αγκαλιά του, να τη βασανίσει μέχρι να τον ικετέψει και να ουρλιάζει. Αντιθέτως με ότι σκεφτόταν, στάθηκε με τα χέρια του χωμένα στις τσέπες του, παρατηρώντας την ανέκφραστος. 
Έγειρε στο πλάι το κεφάλι του και την περιεργάστηκε από πάνω έως κάτω. «Ώστε ξέχασες τον υπολογιστή; Μάλλον ερωτευμένη είσαι κορίτσι μου!» της είπε τελικά για να σπάσει τη σιωπή.
«Σε παρακαλώ! Με κάνεις να φαίνομαι ανόητη! Τη μια απρόσεχτη, την άλλη ερωτευμένη και ξεχνάω. Τι να υποθέσω! Μια χαρά κοπλιμέντα!» και του χαμογέλασε με εκείνο το σκανδαλιάρικο αισθησιακό χαμόγελο της, ναζιάρικα και δηκτικά, στρώνοντας ταυτόχρονα τις μακριές τούφες των καστανών μαλλιών της που είχαν ξεφύγει από την κοτσίδα της.
Η προοπτική να επιστρέψει στην παραλία με τη μηχανή και η νεαρή γυναίκα καβάλα πίσω του τον προβληματίζει, αλλά αντιμέτωπος με την ναζιάρικη επιμονή της Δανάης, ο Νικηφόρος δεν μπορούσε παρά να συμμορφωθεί καθώς οι συνηθισμένες άμυνες του δεν ήταν πια πιο αποτελεσματικές από τα πεσμένα τείχη που περιέβαλλαν το παλιό λιοτρίβι του χωριού. Ο Νικηφόρος της έγνεψε να την βοηθήσει να ανέβει στην μηχανή ενώ την ίδια ώρα θύμωνε με τον εαυτό του που έκανε τόσο έντονα «πονηρές» σκέψεις για την νεαρή κοπέλα.
«Αυτό το «κύριε Νικηφόρε» όμως που ακούστηκε για δεύτερη φορά στ΄ αυτιά του Νικηφόρου του ήχησε κάπως για ειρωνικό και χαμογέλασε με ευχάριστη διάθεση..
«Ανέβα στη μηχανή και κάνε μου τη χάρη κορίτσι μου και μη με δουλεύεις! Δανάη! Τα κυριλίκια κομμένα. Εμένα θα με λες Νικηφόρο, η μπάρμπα-Νικηφόρο ή όπως αλλιώς θες. Εντάξει; Χωρίς κυριλίκια» Κατέληξε γελώντας.
«Ε...όχι και μπάρμπα, δεν είσαι και τόσο μεγάλος πια, αν και!» έκανε μια μικρή παύση η Δανάη και μετά το πέταξε το καρφί της. «Αν και κρίνοντας από κάποιες φωνές χθες το βράδυ στην παραλία σε μερικά πράγματα μάλλον είσαι μεγάλος!»
Ο Νικηφόρος την κοίταξε στα μάτια, η Δανάη είχε ζωγραφισμένο με αέρα ένα άνετο, ειρωνικό χαμόγελο και πονηρό βλέμμα, που δεν θέλει να αφήσει τίποτα στην τύχη.
«Λοιπόν! Είπαμε Νικηφόρο με λένε! Και όσο θα μου χρωστάς την εξυπηρέτηση, δεν θέλω να μου χρωστάς. Χαρά μου να σε εξυπηρετήσω! Άλλωστε ποιος δεν θα ήθελε να πάει μια βόλτα με τη μηχανή ένα τόσο εξαίσιο πλάσμα και θα το αρνηθώ εγώ;.»
«Δεν ξέρω πώς πρέπει να το πάρω αυτό! Πως να το ερμηνεύσω.» 
«Να το πάρεις σαν κομπλιμέντο. Που διαμαρτύρεσαι πως κάνω άσχημα σχόλια! Είσαι ότι πιο δροσερό υπάρχει στο χωριό σας.»  
«Ευχαριστώ! Μπάρμπα Νικηφόρε ! Χαίρομαι και με κάνεις και νιώθω πολύ όμορφα μαζί σου!»
«Κι εγώ χαίρομαι,. Από την κουβέντα μας νιώθω ότι είσαι πολύ καλή παρέα.»
«Και εγώ αισθάνομαι πολύ άνετα την επαφή μας αν και είσαι κάπως διαφορετικός από τις συνηθισμένες μου παρέες.»
«Τι εννοείς δηλαδή; Δεν είμαι και κανένας εξωγήινος Δανάη μου».
«Όχι. όχι εννοώ είσαι πολύ κύριος, δεν είσαι κανένα παιδαρέλι.»
Η Δανάη συνέχισε να χαμογελά χαρούμενη καθώς τη βοήθησε να καβαλήσει στη μηχανή. Αγκάλιασε τον άνδρα βολεύτηκε στη θέση της και πέρασε τα χέρια της γύρω από το κορμί του και ξεκίνησαν. Κρατήθηκε από πάνω του, ριγώντας από ευχαρίστηση. Στον ομαλό του δρόμου συνάντησαν ένα μεγάλο κοπάδι από πρόβατα που όταν εμπόδιο στη διαδρομή τους και τους καθυστερούσαν. 
Ο Νικηφόρος αποφάσισε να παρακάμψει τον αυτοκινητόδρομο και να ακολουθήσει έναν τραχύ αγροτικό δρόμο ανάμεσα στη χέρσα γη, κατηφορίζοντας στριφογυριστά μονοπάτια σπαρμένα με λουλούδια και διασχίζοντας άνυδρα χωράφια στην ήσυχη απογευματινή λιακάδα, με τον ζεστό αέρα, και τον γαλάζιο ουρανό. Το έδαφος ήταν λιγότερο καλλιεργήσιμο γύρω τους, με περισσότερη πέτρα παρά χώμα και καλυμμένο με θάμνους.
«Κρατήσου καλά επάνω μου γιατί ο δρόμος είναι κακοτράχαλος και έχει πολλά νεροφαγώματα, να μην μας συμβεί κάποιο ατύχημα, σε θέλω κορίτσι μου σώα και αρτιμελή όταν επιστρέψουμε πίσω.»
Στην αρχή ο Νικηφόρος ήταν προσεχτικός δοκιμάζοντας με ελαφρά μαρσαρίσματα τα «αρπάγματα» της εντούρο που οδηγούσε στο ανώμαλο έδαφος. Όντως είχε πολύ «πουσάρισμα» με αποτέλεσμα με το παραμικρό χάδι του γκαζιού τα άλογα της να τινάζονται αφηνιασμένα! Σε λίγο όμως συνήθισε τον κακοτράχαλο δρόμο και τώρα οδηγούσε με άνεση. Η Δανάη τον κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της με το κορμί της κολλημένο πάνω του πίσω από την πλάτη του, τιτιβίζοντας χαρούμενη. Έτριβε τα βυζιά της στην πλάτη του κι αυτός το ένιωθε σαν χάδι. Περισσότερο μάλλον για να τρίβεται πάνω του παρά γιατί φοβόταν. Αλλά αυτό άρεσε και σε εκείνον. Ανατρίχιαζε καθώς ένιωθε την ανάσα της να καίει το αφτί του και τον λαιμό του. Ένιωσε τα χέρια της να τον σφίγγουν πάνω της πέραν όμως του κανονικού. Ένα άγγιγμα στο λαιμό του, με τα μάγουλα της τον κάνει να ανατριχιάσει ολόκληρος. 
.... Ο Νικηφόρος στέκεται προς το παρόν αμήχανα, δεν του είναι εύκολο να ξεπεράσει δισταγμούς κι αναστολές και αυτό του προκαλεί διάχυτη ανησυχία και νευρικότητα και τι μεγάλο πρόβλημα μπορούσε να γίνει αυτό, αυτός, ο ανάρμοστος πόθος του για εκείνη τη νεαρή γυναίκα. Η Δανάη το κατάλαβε ότι ο Νικηφόρος προσπαθούσε να κρατήσει αποστάσεις, καθώς συλλογιζόταν τις συνέπειες αυτής της επαφής τους και το αποφάσισε να σπάσει αυτή τον πάγο, να αναλάβει δράση και να παίξουν το μεγάλο παιχνίδι! Τον φιλούσε πεταχτά στο σβέρκο και ο Νικηφόρος άρχισε να αισθάνεται ότι τα φιλιά τρυπούσαν τις άμυνες του, έβαζαν φωτιά σε όλο του το δέρμα. 
Αυθόρμητα όπως τον κρατούσε σφιχτά κολλημένη επάνω του χωρίς προειδοποίηση κατέβασε το χέρι της πιο χαμηλά και έπιασε να χαϊδεύει το φούσκωμα του παντελονιού του που στο εσωτερικό το πέος του άρχισε να παίρνει την ανιούσα, και να φτάνει στον αφαλό του. Η διέγερση και η ευχαρίστηση που του προκαλούσε την γέμιζε ικανοποίηση και αύξανε και τη δική της έντονη ερωτική διάθεση και σκεφτόταν ότι εκείνη τη στιγμή το μόνο που ήθελε, ήταν αυτό το πέος μέσα της να την γεμίζει ηδονή.
Αυτός είναι αλήθεια δεν το περίμενε τόσο θάρρος και ενστικτωδώς έπιασε τον καρπό της και της έσφιξε το χέρι τόσο ώστε η Δανάη ένιωσε κάτι να σαρώνει ολόκληρο το κορμί της. Ήταν μια αίσθηση ανακούφισης, η εντύπωση ότι όλα πήραν το δρόμο τους. Μια ζεστασιά μαζεύτηκε στα δάχτυλά τους.
«Έι, τι κάνεις εκεί;» Της λέει έκπληκτος, απ' την αναπάντεχη έκπληξη που του επιφύλαξε.  Ανοιγόκλεισε τα μάτια του μία κι ύστερα άλλη μία φορά, εμβρόντητος. Η ευθύτητα της χειρονομίας της τον έβγαζε έξω απ’ τα νερά του. Πολύ έξω απ’ τα νερά του!
«Τι κάνω;» Του είπε χαδιάρικα.
«Τι κάνεις;. Αχ βρε παλιοκόριτσο δεν καταλαβαινεις τι μου 'χεις κάνεις;..Με έχεις ανάψει κορίτσι μου!. Αυτό κάνεις.»
«Δηλαδή τώρα που είμαστε μόνοι μας εδώ στην ερημιά; και έχεις ανάψει τι είναι αυτό που σκέφτεσαι;»
«Μα ρε κορίτσι μου τι είναι αυτά που λες; Είσαι σοβαρή; Μη μου βάζεις ιδέες για την ερημιά! Μη σε παρακαλώ δεν είναι σωστό!» 
Η Δανάη σίγουρη πια ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο σφίγγει με την παλάμη της το φούσκωμα στο καβάλο του παντελονιού και του λέει.
«Δηλαδή άμα σε προκαλέσω και άλλο, έχεις σκοπό να με αποπλανήσεις!»
«Μα δεν θέλω να σε αποπλανήσω κορίτσι μου! Αλλά γιατί μου το κανείς αυτό και με προκαλείς και με φτιάχνεις; Θέλω και πολύ νομίζεις; Ήδη νιώθω μια ακατανίκητη επιθυμία να σε καταβροχθίσω.» Και η καρδιά του να σφυροκοπά σαν ο αγέρας στα πανιά. 
«Μπα; Γιατί; Τι έχω εγώ και δεν θες να με αποπλανήσεις.; Νοσογόνα βακτήρια έχω και φοβάσαι μην σε κολλήσω;» Του είπε με σκέρτσο και νάζι πουτάνας. 
«Δεν είναι δίκαιο να μου κάνεις προσωπικές ερωτήσεις. Μπορεί να σου πω την αλήθεια.» 
Μα δεν ήταν σίγουρος τι θα της έλεγε. Για μια στιγμή άφησε τον εαυτό του να το σκεφτεί, καθώς φαντάστηκε την πρωτόγονη ικανοποίηση που θα ένιωθε αν τη διεκδικούσε, αν τη σήκωνε στα μπράτσα του και τη μετέφερε σε ένα μαλακό σημείο του εδάφους με μια ζωώδη επιθυμία να τη ρίξει στο ζεστό από τον ήλιο χορτάρι και να την ικανοποιήσει στις καύλες της απολαμβάνοντας την. O Νικηφόρος κούνησε το κεφάλι του για να καθαρίσει το μυαλό του, ανήσυχος από το δρόμο που είχαν πάρει οι σκέψεις του. Ό,τι κι αν ήταν, δεν ήταν από τους άντρες που θα επιβαλλόταν με το ζόρι σε μια γυναίκα. Ωστόσο, η φαντασίωση ήταν πολύ έντονη για να την αγνοήσει. Καταβάλλοντας κόπο, τιθάσευσε τις σεξουαλικά βάρβαρες παρορμήσεις του.
«Γιατί δεν μου απαντάς;» επέμεινε εκείνη.
«Ω, Θεέ μου! Μωρό μου, σε παρακαλώ… Μη μου το κάνεις αυτό…Σε παρακαλώ!» Νιώθει όμως συνάμα το κορμί του να αναριγεί με την σκέψη της Δανάης γυμνή από κάτω του, να βογκάει. Δεν υπήρχε τίποτα που να επιθυμούσε εκείνες τις στιγμές περισσότερο. Κι αυτό ήταν λογικό, φυσικά. Όταν μια νεαρή γυναίκα είναι πρόθυμη να κάνει έρωτα μαζί του, δεν υπήρχε καμία ανάρμοστη πρόκληση.
Η Δανάη δεν του συνέχισε. Είχε ξεκινήσει κάτι που δεν ήξερε προς τα που ακριβώς πήγαινε… Όμως του είχε εμπιστοσύνη. Σφίχτηκε ξανά πάνω του. Αυτή τη φορά όμως, προφανώς, ακόμα πιο δυνατά και πιο ηδονικά. Το κορμί του αντέδρασε έντονα κάψα γλίστρησε κάτω από την επιδερμίδα του και μαζεύτηκε σε άβολα σημεία. Μύες σφίχτηκαν, φούσκωσαν. Ένιωθε την πίεση, του στήθους της πάνω του, και τα χέρια της να γαντζώνονται στο φούσκωμα του παντελονιού του. .
Αυτό της  ξύπνησε πόθο και ηδονή, κάνοντας τις ρώγες της να ορθωθούν ατίθασες, προκλητικές... Γλυκιά κι η κάθε κίνησή της, όλο χάρη. Την ένοιωθε να έχει ανατριχιάσει από ηδονή.
Και ο ίδιος την ήθελε αφόρητα! Να της κάνει έρωτα. Οι όποιες αντιστάσεις του είχαν εξουδετερωθεί.... Ένιωσε τις τρίχες στο σβέρκο του να σηκώνονται από έξαψη. 
Σε μερικούς πειρασμούς, αποφάσισε ο Νικηφόρος δεν πρέπει να αντιστέκεσαι. Γιατί είναι τόσο επίμονοι ώστε απλώς θα επιστρέφουν, ξανά και ξανά. Επομένως η λογική του λέει πως σε τέτοιους πειρασμούς πρέπει οπωσδήποτε να υποκύπτεις, είναι ο μόνος τρόπος να τους ξεφορτωθείς. 
Εξερευνούσαν τα όρια τους, κατά κάποιο τρόπο, ο ένας του άλλου.. Ο έρωτας θέλει φαντασία, χωρίς πρέπει και στερεότυπα. σκέφτηκε η Δανάη όταν αποφάσισε να λασκάρει στα γρήγορα και αδέξια την ζωστήρα απ’ το παντελόνι του και να του ανοίξει το φερμουάρ. 
Ήταν περίεργη κατά πόσο το θέαμα του καυλιού του μέσα από το παντελόνι του ήταν το ίδιο εντυπωσιακό όσο η αίσθηση του στην παλάμη της.
«Ακόμα δεν έκανα τίποτα αγορίνα μου, τώρα να δεις τι θα γίνει» του είπε κι έχωσε το χέρι της μέσα από το παντελόνι και το γλίστρησε κάτω από το λάστιχο του εσωρούχου του.  Ξέρει τι ζητά και πως να το πάρει. Δεν την σταματά τίποτα, είναι ανυπόμονη, και να τώρα κρατά  τη στύση του στα δάχτυλά της, και ανεβοκατεβάζει το δέρμα στο σκληρό μαρκούτσι του. Αυτή η πρόστυχη επαφή απελευθέρωσε μέσα της ένα σωρό σκέψεις και ένα επιφώνημα θαυμασμού και λαγνείας ξέφυγε αυθόρμητα από τα χείλη της. 
«Ουάου! Εντυπωσιακό! ».... 
Ο αυθόρμητος, βαθύς στεναγμός που της ξέφυγε πρόδιδε τον πόθο και το δέος.... για αυτό που έπιανε γυμνό.. Όρθιο θηρίο, στητό και σ’ όλο του το μεγαλείο που κόντευε να τρυπήσει τα ρούχα του.
«Τώρα εξηγείται γιατί αυτή η «σκύλα» η Νεφέλη βογκούσε ασταμάτητα από ηδονή» του ψιθύρισε..... και τον έσφιξε με δύναμη στο χέρι της.
«Βρε παλιοκόριτσο!» Αναστέναξε μέσα απ' τα δόντια του ο Νικηφόρος δίνοντας της να καταλάβει ότι η αντίστασή του ήταν προσποιητή.. «Τι κάνεις εκεί στο φίλο μου, δεν ντρέπεσαι; Θα φωνάξω την αστυνομία!»
«Πω πω! Θεέ μου, Είναι ακόμα πιο μεγάλος απ’ όσο φαινόταν αυτός είναι σωστό θηρίο!», είπε λιγωμένη η κοπέλα και κούνησε τρυφερά το χέρι της πάνω κάτω στην σκληρή καυτή παλλόμενη σάρκα του Νικηφόρου. «Όλη αυτή η πούτσα έγινε έτσι για μένα αγορίνα μου; Τέτοια καύλα για μένα μωρό μου;» τον ρωτούσε με ένα καυλιάρικο ύφος.
«Ξέρεις, το αγόρι μου λέει πως τραβάω πολύ καλή μαλακία στον πούτσο του πριν τον αφήσω να με γαμήσει... Μάλιστα λέει πως το ευχαριστιέται πάρα πολύ…», ψιθύρισε η Δανάη.
«Ωχ... μάλλον έχει δίκιο», βόγκηξε ο Νικηφόρος νιώθοντας τον πούτσο του να φουσκώνει και να πρήζεται όσο ποτέ άλλοτε.
Κολλάει πάνω του, το ένα της μάγουλο να σμίγει με το δικό του με τις ακανόνιστες ανάσες τους να μπερδεύονται μεταξύ τους. Η ονειρική αίσθηση έγινε πιο έντονη και τον κάνει να ανατριχιάζει από ηδονή και επιθυμία αλλά και λαχτάρα για έρωτα.
Τα μαλλιά της έλαμπαν στο ηλιόφως, η επιδερμίδα της ήταν απαλή σαν πέταλο λουλουδιού και οι καμπύλες τόσο ντελικάτες και απαλές όσο ο ώριμος λωτός.
Έκλεισε τα δάχτυλά της γύρω του, νιώθοντας τη θέρμη του καθώς έσφιγγε το σκληρό του πέος. Το ζούληξε δυνατά και απότομα, το νιώθει να σκληραίνει ακόμα και να ορθώνεται έτοιμο για καυλωτικές διεισδύσεις.  
«Θα σε κάνω να χύσεις αγόρι μου! Θέλω να νιώσω την πούτσα σου να σπαρταράει στην χούφτα μου.» ψιθύρισε ξεδιάντροπα η Δανάη.
«Ωχ θεέ μου! Μη μου το κάνεις αυτό!», προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί ο Νικηφόρος που καταλάβαινε ότι δεν θα κρατιόταν για πολύ ακόμα πάσχιζε να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του. Έδινε κανονική μάχη.
Είχαν κατέβει από την μηχανή.....
«Να πάρει» είπε παραιτημένος. «Θα το κάνω. Παρότι ξέρω πως μετά θα γίνω σκόνη.»
Ο Νικηφόρος είναι περιπετειώδης, παθιασμένος, κυνηγός, ριψοκίνδυνος στο σεξ, έχει έντονη σεξουαλικότητα. Ανάβει φωτιές και έχει τις πιο απίθανες ιδέες. Τα δίνει όλα και τα θέλει όλα. Δεν είναι και πολύ πιστός. Γυρεύει εμπειρίες πρωτόγνωρες, αισθησιακές, πολλές φορές και με μεγαλύτερες γυναίκες. Δεν έχει ταμπού και του αρέσουν οι δύσκολες περιπτώσεις. Είναι τολμηρός και ρισκάρει. Δεν μπερδεύει σεξ και σχέση. Γι΄ αυτόν το σεξ είναι κινητήριος δύναμη. Του αρέσει να επιδεικνύει τις ικανότητές του και να έχει πάντα τον τελευταίο λόγο. Είναι όμως ρομαντικός και συναισθηματικός αλλά του αρέσουν οι προκλήσεις.
«Τι θα κάνεις;» ρώτησε η Δανάη και τον κοίταζε επίμονα και μαργιόλικα. Η κοπέλα είχε φέρει τη συζήτηση ακριβώς σ’ αυτό το σημείο! 
Τον Νικηφόρο τον είχε πιάσει μια φιλοσοφική διάθεση περί ηθικής και της το είπε!
«........Δηλαδή εγώ τώρα ρε Δανάη, έχω δικαίωμα πρόσβασης σ’ αυτό το θεσπέσιο κορμί σου; Σαν παντρεμένος πρέπει ν’ αμύνομαι σ’ αυτούς τους γαργαλιστικούς πειρασμούς σου; Ε, όχι ρε γαμώτο είναι άδικο, να βλέπεις αυτό το όμορφο θηλυκό να σε θέλει και εγώ να κάνω το κορόιδο για να μην «πατήσω το στεφάνι μου»
«Ε, δεν είναι ανάγκη να το πατήσεις, απλώς το πηδάς.» Του λέει γλαφυρά η Δανάη με εκείνο το χαριτωμένο ρυθμικό και στρογγυλεμένο Σαρακατσανέικο ιδίωμα. Όταν ήθελε στόλιζε τα λόγια της με παρεμβαλλόμενες τσουχτερές παροιμίες, τη μία πιο ξετσίπωτη από την άλλη, συνδυάζοντάς λάγνες προβλέψεις σεξουαλικής μορφής που τις πετούσε εκεί που δεν το περίμενες, κάνοντας και τους ανάλογους μορφασμούς. Ήταν απόλαυση να την ακούς.
Την κοίταξε περίεργα, και αυτός με πονηρό χαμόγελο, έτοιμος ν’ αποδεχτεί αυτή την εκδοχή αλλά και κάποιο σκεπτικισμό, πιθανόν για τις συνέπειες ενός «πηδήματος του στεφανιού». Η κοπέλα είχε διακινδυνεύσει πολλά για τούτη τη στιγμή και δε θα τον άφηνε να ξεγλιστρήσει τόσο εύκολα. «Είναι μάταιο να αντιστέκομαι», ψέλλισε ο Νικηφόρος. Ακούστηκε κάτι σαν μουγκρητό από τα βάθη του λαιμού του και, επιτέλους, τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω της. Στην αρχή η Δανάη νόμιζε ότι σκόπευε να τη σπρώξει μακριά, αλλά μετά την έσφιξε και την κόλλησε πάνω του, πιέζοντας τα στήθη της στο στέρνο του. Το στόμα του πλανήθηκε για λίγο πάνω από το δικό της και ύστερα της είπε με έναν πονηρό ψίθυρο: «Ποιος είμαι εγώ να της αρνηθώ μια τέτοια περιπέτεια;»
Έτσι, πολύ γρήγορα, η κοπέλα ένιωσε τη λαχτάρα της να φουντώνει. «Αφού θέλεις να κάνουμε παιγνίδια, τότε θα  κάνουμε παιγνίδια». Τα σώματά τους παρέμειναν κολλημένα, ενώ το πιο ευαίσθητο σημείο της ανατομίας της τριβόταν λίγο πιο πάνω από το γόνατό του. Σπίθες πάθους άναψαν μέσα της και ταξίδεψαν στις φλέβες της για να μην αφήσουν κανένα σημείο του εαυτού της ανεπηρέαστο. Μα την Αφροδίτη, ήταν καλύτερο απ’ όσο φανταζόταν. Τα μάτια της έκλεισαν και παραδόθηκε, η ζεστή του ανάσα χάιδευε το μάγουλό της σαν άγγιγμα εραστή. Τρέμοντας, άφησε τα χέρια της να ανηφορίσουν στην πλάτη του και βύθισε τα δάχτυλά της στα καστανά, μεταξωτά μαλλιά του. «Ηρέμησε, κορίτσι μου.» Ακόμα κι αν την ήθελε όσο τον ήθελε κι εκείνη, δεν μπορούσε να ξεπεράσει τις αναστολές του. Όχι εντελώς. Αλλά τουλάχιστον μπορούσε να απολαύσει τη στιγμή. Α, ναι, μπορούσε να την απολαύσει πάρα πολύ. Επιτέλους, ο Νικηφόρος ανταποκρινόταν! Η μύτη του έτριψε το σαγόνι της. Οι θηλές της ήταν σκληρές, πολύ σκληρές, και καθώς βασανίζονταν χτυπώντας στον κορσέ της ενίσχυαν τη λαχτάρα της. Ο Νικηφόρος άρπαξε σφιχτά τα μαλλιά της από το κεφάλι της. «Σου φαίνεται διασκεδαστικό να παίζεις με έναν παντρεμένο άντρα;» Η Δανάη έμεινε ακίνητη, κοιτάζοντας τα μάτια του. Ειλικρινά, δεν είχε ιδέα πόσο ελκυστικός ήταν; «Αν ξέρεις τι είσαι, γλυκέ μου, τότε ξέρεις πως είσαι σέξι και υπέροχα απειλητικός».
«Ήρεμα, γλύκα μου. Ωραία λοιπόν, όταν με κοιτάζεις έτσι, το μόνο που θέλω είναι να σε βάλω κάτω, κι ένας Θεός ξέρει από πότε έχει να σου πετάξει τα μάτια έξω ένας άντρας.»
 Και τον ήθελε ακόμα πιο πολύ. Μια ακόμα ανατριχίλα διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά της, φτάνοντας μέχρι τα μέλη της τράβηξε το κεφάλι του προς το δικό της και κόλλησε τα χείλη της στα δικά του. Το στόμα του άνοιξε αμέσως και οι γλώσσες τους συναντήθηκαν, υγρές. Εκείνη πίεσε ακόμα περισσότερο, καθώς τον ήθελε πιο πολύ. Τον ήθελε ολόκληρο. Γλώσσες φωτιάς τύλιξαν όλο το κορμί της και έτριψε το σώμα της πάνω στον ανδρισμό του, ανίκανη να συγκρατηθεί.
Κάθε επίφαση μιας καθωσπρέπει συμπεριφοράς προφανώς είχε κάνει φτερά. «Και κάτι μου λέει ότι θα τα κατάφερνες και με το παραπάνω -θέλω να πω, διάολε, να μου πετάξεις τα μάτια έξω.» 
Ο Νικηφόρος έπαψε εντελώς να σκέφτεται και έκανε όλα όσα ήθελε, δάγκωσε απαλά το πάνω χείλι της και έπειτα το κάτω, σφράγισε τα στόματα τους, άγγιξε τη γλώσσα της με τη δική του, έπαιξε μαζί της. Ένα φιλί άρχιζε προτού τελειώσει το προηγούμενο, μια αλυσίδα από ερωτικά χάδια, ανάλαφρα αγγίγματα και σπρωξίματα.
Η ευχαρίστηση τον διαπερνούσε ολόκληρο, αντηχώντας σε κάθε φλέβα και νεύρο. Και, ο Θεός βοηθός, αλλά πονούσε για περισσότερα. Πέθαινε να βάλει τα χέρια του κάτω από τα ρούχα της και να νιώσει κάθε πόντο του κορμιού της. Ήθελε να σύρει τα χείλη του πάνω της χαράσσοντας κρυφά μονοπάτια, να φιλήσει και να γευτεί κάθε σημείο της. Η Δανάη ανταποκρίθηκε,  περνώντας το μπράτσο της γύρω από το λαιμό του. Κρατήθηκε πάνω του λες και οι αισθήσεις κατέφθαναν από παντού. Και κατέφθαναν. 
Αν δεν τους χώριζαν τα ρούχα, αυτό που έκαναν θα ήταν ένα κανονικό ερωτικό σμίξιμο εκεί στην εξωτερική αυλή του ερημικού εξοχικού.. Ο Νικηφόρος συνέχισε να τη φιλά για πολλή ώρα αφότου θα έπρεπε να έχει σταματήσει, όχι μόνο γιατί δεν το απολάμβανε, αλλά και γιατί ήταν διστακτικός να αντιμετωπίσει αυτό που θα συνέβαινε στη συνέχεια.  Κοίταξαν ο ένας τον άλλον. Ήταν δύσκολο να πει κανείς ποιος από τους δυο ήταν πιο σοκαρισμένος. 
Ο Νικηφόρος έκανε μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια να μην ενδώσει στις σεξουαλικές επιθυμίες του. Στένεψε τα μάτια του κι έκλεισε το πρόσωπό της στις παλάμες του. «Πες μου κάτι», της είπε συγκρατημένα. «Δεν είσαι παρθένα, έτσι;» Η Δανάη τον κοίταξε έκπληκτη για την απρόσμενη ερώτηση και του έγνεψε αρνητικά. «Όχι, φυσικά και δεν είμαι. Αλλά δεν ένιωθα αυτόν τον περίεργο πόθο, και ίσως γι’ αυτό να μη με συγκίνησε τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Καλά να πάθω». «Κατάλαβα», είπε ο Νικηφόρος. «Τότε πρέπει να αναπληρώσουμε τη σωματική και ψυχική επαφή, έτσι δεν είναι;» Έσκυψε και τη φίλησε στο στόμα, ανοίγοντας τα χείλη της με τη γλώσσα του. Η Δανάη γουργούρισε από ηδονή, κόλλησε πάνω του και, με τη χαρακτηριστική της τόλμη, αφέθηκε στο καινούριο. Οι γλώσσες τους, καυλωμένες ακόμα, γεμάτες λαιμαργία αναζήτησαν τον δικό τους οργασμικό χορό. Για λίγα λεπτά μόνο φιλιόνταν, χαϊδεύοντας ο ένας τον άλλο. 
«Σε θέλω», μουρμούρισε τραχιά ο Νικηφόρος. «Καιρός ήταν», του απάντησε ψιθυριστά.
Τον πήρε από το χέρι και τον παρέσυρε μέσα στο σπίτι. ««Πάμε σπίτι μου. Εκεί θα είμαστε πολύ πιο άνετα. Έλα έχουμε πάνω από τρεις ώρες ώσπου να γυρίσουν από το μοναστήρι.» 
Ήταν πολύ παράξενο που ο Νικηφόρος με τόση ευκολία της παρέδωσε απολύτως τον έλεγχο. Με τα δάχτυλά του έπαιζε με την άκρη του φορέματος της. Έπειτα το ανασήκωσε, πέρασε το χέρι του κάτω απ’ το εσώρουχό της, το κατέβασε στον κώλο της και προχώρησε ανάμεσα στα πόδια της στο σημείο όπου τον ποθούσε περισσότερο από οπουδήποτε, καθώς τεντωνόταν προς τα πίσω για να συναντήσει το χέρι του, έχοντας ήδη χάσει το μυαλό της. «Είσαι υγρή, γλυκιά μου.....................................................
..... Γυρίζοντας πίσω στο χωριό καβάλα στη μηχανή η Δανάη έχει γαντζωθεί επάνω στο Νικηφόρο τον αγκαλιάζει σφιχτά και τα φιλιά της του δίνουν να καταλάβει  πόσο πολύ έμεινε ικανοποιημένη μαζί του μετά το σεξουαλικό τους σμίξιμο!
Μάλιστα, αυτός εκτίμησε με εσωτερική ικανοποίηση τα χάδια της νιώθοντας ένα αίσθημα «επιβράβευσης» για τις επιδόσεις του στο κρεβάτι μαζί της.
Αφού τακτοποίησαν την μηχανή στην αποθήκη τον ρώτησε αν θέλει να ξαναβρεθούν, αφού αυτή προφανώς το ήθελε και με το παραπάνω......
Αυτός έχοντας ξεπεράσει τις αρχικές του ενστάσεις και χωρίς να έχει πλέον το παραμικρό ίχνος ενδοιασμού της λέει. «Το ξέρεις ότι το θέλω!...... Κάτι άλλο;»
«Ναι! Να γαμηθούμε εδώ και τώρα, εδώ στην αποθήκη στα όρθια», του απάντησε και ο τόνος της φωνής αλλά και η χροιά βοηθούν να δημιουργηθεί ένα πλέγμα οικειότητας αλλά και μιας ερωτικής προδιάθεσης. .
«Το ξέρεις αυτό που ζητάς δεν είναι σωστό… Δεν πρέπει…»
«Γιατί δεν πρέπει;»
«Γιατί το παρατραβάμε…»
«Τι θα πει το παρατραβάμε»;»
«Ξέρεις τι θα πει…»
«Αυτό που ξέρω είναι πως θέλω να γαμηθώ και πάλι μαζί σου. » Του λέει με αυτοπεποίθηση και τον κοιτάει στα μάτια σαν να του δηλώνει ότι θα τον κάνει δικό της.
«Μην με αγγίζεις εκεί γαμώτο…»
«Πω! πω! Είναι σαν πέτρα, πολύ πέτρα όμως. Καύλωσα πάλι τρελά η πουτάνα. »
«Δεν φοβάσαι μη μας δούνε; Μην γίνουμε ρόμπες.»
«Γιατί να φοβηθώ; Εδώ είμαστε εγώ κι εσύ, δεν πειράζουμε κανέναν…»
«Εγώ κι εσύ. Είσαι σίγουρη κοπέλα μου;»
«Ναι, εγώ κι εσύ» και συνεχίζει να του χουφτώνει το κοντάρι του πάνω από το παντελόνι κάνοντας τον ακόμα ποιο σκληρό.
«Οοοο Πανάθεμα σε!» Η καύλα του, ήταν ανυπόφορη. Ο Νικηφόρος βογκάει από ευχαρίστηση και καύλα.
«Ναι, εγώ κι εσύ… Και αυτός εδώ, που μεγαλώνει.»…
Ο Νικηφόρος άρχισε στα σοβαρά να φοβάται ότι θα τους πάρουν είδηση.…
«Άσε με να τον πιάσω, ψωλαρά μου…:» Η Δανάη είναι πολύ ερεθισμένη και χαϊδεύεται δείγμα πως είναι και πάλι στο προκαταρκτικό στάδιο της σεξουαλικής πράξης. .
«Φοβάμαι πως δεν θα το γλιτώσουμε το απρόβλεπτο κακό…» Της λέει ο Νικηφόρος
Η Δανάη απτόητη, αναψοκοκκινισμένη, αρκετά καυλωμένη και με μια περίεργη αλλά όλο πρόκληση ματιά, τον αγκάλιασε τρυφερά και άρχισε με την γλώσσα της να του γλείφει το αυτί του.
«Τον πιάνω καύλα μου. Τον πιάνω και είναι σαν πάσσαλος.» Λέει με  ενθουσιασμό. Γλυκός ο λόγος της, κελάρυσμα δροσάτο.
Ο Νικηφόρος πάγωσε κυριολεκτικά και μη μπορώντας να αντιδράσει της είπε: «Σε παρακαλώ... Μη με αγγίζεις εκεί..:» με χαμηλό τόνο στη φωνή..
«Έλα ρε μωρό μου... Μη γίνεσαι δύσκολος.»
«Δανάη σταμάτα την πλάκα, μη ξεχνάς είμαι άνδρας, σε παρακαλώ σταμάτα γιατί δεν αντέχω άλλο και δεν θα φταίω εγώ για ότι συμβεί, έλα κορίτσι μου σταμάτα.! Δεν είμαστε μόνοι. Από λεπτό σε λεπτό έρχεται η μητέρα σου και η γιαγιά σου.» Της λέει βαριανασαίνοντας από την ηδονή και τον φόβο μην τους πιάσουν.
Αυτή όμως δεν σταματούσε.
«Ωωωω έλα τώρα..:» του είπε κι αυτή τη φορά τον έπιασε από τη μέση, τον τράβηξε πάνω της και κόλλησε το κορμί της στο τοίχο. 
«Με καυλώνεις μωρό μου... Θέλω τόσο πολύ να με γαμήσεις» ήταν έτοιμη να εκραγεί.
Ο Νικηφόρος έπιασε τα χέρια της και την απομάκρυνε από πάνω του.  
«Παίζεις με τη φωτιά…»
«Ξέρω πως το μουνί μου καίει και σε θέλει ψωλαρά μου!»
«Δεν γίνεται τώρα»
«Γιατί γαμώ το, γιατί;» του φώναξε μέσα στα μούτρα, με εκνευρισμό, απογοήτευση και παραίτηση, και πλέον δίχως κανέναν ερωτικό τόνο στη φωνή της, παραιτήθηκε από την προσπάθεια της.
 ...Τα γεγονότα που διαδέχονται το ένα το άλλο, εκτυλίχθηκαν µε όλο και ταχύτερους ρυθμούς αυτό το σαββατόβραδο για να γίνουν τελικά ιστορίες, αιχμηρά ανατρεπτικές και καυστικές.
Τίποτα δεν προανήγγειλε ότι θα γεννιόνταν νέες ερωτικές περιπέτειες με κεντρικούς πρωταγωνιστές τη Φαίδρα τη Νεφέλη και το Νικηφόρο και την τρελή τροπή που θα έπαιρναν τα επερχόμενα γεγονότα.
.... Η εντυπωσιακή μηχανή μεγάλου κυβισμού, το εργαλείο που έγινε ο ερωτικός «συνδετικός κρίκος» του Νικηφόρου με την δέκα οκτάχρονη Δανάη παρκάρισε με ασφάλεια στην αποθήκη του σπιτιού στο χωριό αναμένοντας την έλευση του ιδιοκτήτη της, όταν με το καλό  ξεμπαρκάρει.
Βρίσκονται πλέον οι δυο τους και πάλι πίσω στο χωριό περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή την επιστροφή της Φαίδρας με την μητέρα της και την Νεφέλη από το μοναστήρι. Η Δανάη ανήσυχη νιώθει ακόμη ερωτική διέγερση και την ανάγκη για τρελές καταστάσεις.... καίγεται από καύλα και της ήρθε επιθυμία να ξεσαλώσει και να κάνει παθιασμένα έρωτα εκεί μέσα στην αποθήκη, αλλά βιώνει έντονη δυσαρέσκεια που απορρέει από το ότι ο Νικηφόρος την παρούσα στιγμή απέφυγε πεισματικά να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές της επιθυμίες και ανάγκες.
Όχι ότι δεν είχε  διάθεση και ο Νικηφόρος για σεξ μαζί της αλλά η σύγκρουση ανάμεσα στην επιθυμία να απολαύσει το σεξ και στον ασυνείδητο φόβο όταν το κάνει αυτό μήπως πληγωθούν, εκτεθούν ή «τιμωρηθούν» για τις «κακές» πλευρές του εαυτού τους επηρεάζει άμεσα την επιθυμία του και τη συμπεριφορά του. Κατά την αντίληψη του υπάρχουν και όρια που αν τα παραβιάζεις, υπάρχει ο φόβος να γίνουν τσακωτοί ....να τους πιάσουν στα πράσα ... και να θέσουν σε κίνδυνο οικογένειες.
Τελικά η Δανάη αποφάσισε με δυο εξαδέλφες της να πάνε σε μια μουσική εκδήλωση στη παραλιακή ντίσκο και με το τέλος της μουσικής εκδήλωσης θα επέστρεφε στο χωριό και θα έμενε στη γιαγιά της.
Τις στιγμές εκείνες που ετοιμάζονταν προς αναχώρηση βρήκε ευκαιρία να ξεμοναχιάσει το Νικηφόρο, να του δώσει αρχικά ένα πεταχτό ρουφηχτό φιλί και καπάκι μια γεμάτη γονατιά στα σκέλια με στόχο τα γεννητικά του όργανα. Ένα άμεσο χτύπημα που, ενώ είναι πολύ επώδυνο, προκαλεί συνήθως μόνο προσωρινά το επώδυνο αίσθημα ενώ υποχωρεί σχετικά γρήγορα. 
«Καυλιάρη μου εσύ σε πόνεσα;» 
«Τι με πόνεσες βρε μωρό μου! στο χέρι μου τα 'δωσες.»
«Με συγχωρείς άλλα είμαι πολύ θυμωμένη μαζί σου και δεν ηρεμώ όσο το σκέφτομαι ότι απόψε θα γαμήσεις πάλι την κωλόγρια.» Εννοεί τη Νεφέλη βέβαια. 
«Λες πράγματα χωρίς να ξέρεις…»
«Χθες το βράδυ τα βογκητά σας ακουγόταν μέχρι έξω στη παραλία. Σου τρυπούσαν το κεφάλι τα ηδονικά αχ και βαχ, οι αναστεναγμοί της. Σου λέει κάτι αυτό;»
«Δηλαδή τι να μου λέει;»
«Πως έζησε μια παθιασμένη νύχτα και πως τη γάμησες καλά… Και οι γυναίκες ξέρουν να τιμούν τον καλό γαμιά τους… Βογκούσε από καύλα λες και ήθελε να πεθάνει πάνω στον πούτσο σου.»
«Δανάη! Γλυκό μου κορίτσι. Μη γίνεσαι χυδαία, ενώ είσαι τόσο γλυκιά και αθώα.»
«Αλήθεια γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας στη ντισκοτέκ; Θα περάσουμε καλά. Αν γουστάρεις και  παρτούζες, θα μας γαμήσεις μαζί με την ξαδέρφη μου, μου ζήτησε να συμμετάσχει και αυτή όποτε θέλουμε.»
«Πολύ καλό μου ακούγεται, δεν θα ήταν καθόλου άσχημη ιδέα αλλά νομίζω πως και εσύ το ξέρεις ότι απλά αυτό δεν γίνεται.»
«Ναι δεν γίνεται γιατί υπάρχει η μιλφάρα που κερατώνει τον άντρα της χωρίς αναστολές και η καημενούλα νιώθει πολύ μόνη και καυλωμένη οπότε έχει βρει την παρηγοριά που έψαχνε στο καυλί σου έτοιμη να το ρουφήξει στην πρώτη ευκαιρία! Θα καλοπεράσει απόψε ολονυχτίς καβαλώντας την πούτσα σου ανάμεσα στα σκέλια της και εσύ να της πετάς τα μάτια έξω μέχρι το ξημέρωμα και εκείνη να μην χορταίνει.»
«Δανάη ηρέμησε! Το μυαλό σου μένει στα ίδια και στα ίδια και μοιάζει πια με παλιό πικάπ στο οποίο έχει κολλήσει η βελόνα.»
Για να αλλάξει θέμα ο Νικηφόρος αντιλαμβανόμενος ότι υπήρξε κάποια στιγμή ένταση ανάμεσα στη Δανάη και την Φαίδρα την ρωτάει. «Με τη Φαίδρα πως τα πηγαίνεις; Διακρίνω μια αυταρχικότητα από μέρος της;»
«Όποιος την γνωρίζει, τη λατρεύει. Για τη γλύκα της, τη ζωντάνια, την ευστροφία της. Είναι γοητευτική κυρία. Εγώ, πάλι ξέρω, ότι είναι καλύτερα να έχουμε απόσταση. Είναι το σκληρό καρύδι στην οικογένεια. Το ξέρω ότι μ' αγαπάει. Κι εγώ. Δεν φτάνει, όμως. Τα λόγια που έχω ανταλλάξει με τη μάνα μου δεν επαναλαμβάνονται. Ούτε η ένταση των στιγμών.»
Μάνα και κόρη μπορούν να τσακωθούν για το τίποτα. Η μικρή δεν χάνει ευκαιρία να προκαλέσει την μητέρα της. Να της κάνει κριτική. Λες και ζητάει διαρκώς τη σύγκρουση με την μητέρα της.
«Τι φταίει και βγάζετε αυτή την ένταση;»
«Η μάνα μου, η αγάμητη, που μου σπάει τα νεύρα. Αν τύχει να τσακωθούμε, απλώς δεν θα θες να είσαι μπροστά. Τραγωδίες. Η αγαμησιά φταίει!… Όταν μια γυναίκα μένει απότιστη, αυτά παθαίνει… Θέλει επειγόντως έναν άντρα… Κάποιον να τη πασσαλώσει.»
Η Δανάη αεράτη, φωτεινή, πανέμορφη, σίγουρη για τον εαυτό της, απομακρύνθηκε περπατώντας αγέρωχα και κουνώντας λικνιστικά τους γοφούς καθώς έστειλε ένα βλέμμα στο Νικηφόρο γεμάτο υποσχέσεις και μηνύματα. Όπως: «Δεν τελειώσαμε, αγόρι μου». 
Αλίμονο που Θα ξεμπέρδευε έτσι εύκολα ο Νικηφόρος. Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
Στο τέλος της αυλής η Δανάη κοντοστάθηκε. Πήρε προκλητική στάση κοιτάζοντας για τελευταία φορά το Νικηφόρο, και βγήκε στο δρόμο σινάμενη και κουνιστή. Το δεκαοκτάχρονο πουτανί ξέρει τόσο καλά το παιχνίδι της πρόκλησης. Όλες οι πράξεις της προμελετημένες αποβλέπουν στην εξουδετέρωση των αντιστάσεων του Νικηφόρου. Κι αυτός όμως τη βοηθάει σ’ αυτό. Θαρρώντας τον εαυτό του  γυναικοκατακτητή πέφτει στην καλοστημένη παγίδα της. 
Ο Νικηφόρος έχωσε τα χέρια στις τσέπες του και αναστέναξε τσιτωμένος. Το συμβάν τον είχε αφήσει ανήσυχο και εκνευρισμένο. 
Η Νεφέλη είχε κάνει την εμφάνιση της και τον κοίταξε καχύποπτα.
«Πρέπει να καβγάδισες με τη μικρή μας δεσποινίδα;» παρατήρησε.
«Δεν ήταν καβγάς» είπε απολογητικά ο Νικηφόρος.
«Τότε τι ήταν;»
«Απλά σαν μεγαλύτερος την συμβούλεψα κάπως πιεστικά και αντέδρασε.» 
«Ελπίζω να μην ήσουν κακός μαζί της..» 
«Εγώ, κακός με τη Δανάη;.» Της λέει και στη συνέχεια συμπληρώνει άηχα την σκέψη του.
«Εγώ, κακός με τη Δανάη; Για μένα θα έπρεπε να ανησυχείς. Έπειτα από την συζήτηση που είχα μαζί της, εγώ φεύγω σέρνοντας ξοπίσω μου τα εντόσθια μου και παρά το νεαρό της ηλικίας της είναι όχι απλά καλή, αλλά «δυναμίτης» στο σεξ;!»



Πέμπτη 17 Απριλίου 2025

Summer vacation is over.

..Ένα μικρο απόσπασμα από την «Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ....Part...7»
«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε Μυθοπλασία ΙΙ: (Part:1)
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part..1).......Βρισκόμαστε πλέον στην εποχή του Φθινοπώρου.  Στην εποχή κατά την οποία ο γαλανός ουρανός, οι ηλιόλουστες μέρες και οι δροσερές νύχτες προσθέτουν σταδιακά εκατοντάδες κίτρινες, πορτοκαλί και κόκκινες πινελιές στους δασοσκέπαστους λόφους. Έχουν περάσει τρεις γεμάτες εβδομάδες που τελείωσαν οι διακοπές του καλοκαιριού για τις οικογένειες τους.  Η «θερινή ραστώνη» η δύναμη που τα ισοπεδώνει όλα, ή η «καλοκαιρινή ραστώνη» που εύκολα χρησιμοποιεί όποιος θέλει να χαρακτηρίσει την πλήρη αδράνεια, τη χαλαρότητα που επικρατεί το καλοκαίρι και ειδικότερα τον Αύγουστο κάτω από έναν ήλιο που στέκει αγέρωχος εκεί ψηλά και δίνει ώθηση στα ενδόμυχα όνειρα και τις επιθυμίες μας, να ζούμε πιο έντονα, να σκεφτόμαστε θετικά πράγματα, να χαράσσουμε το μέλλον μας και ο,τι μπορεί να συμβεί να μετατίθεται σε μέλλοντα χρόνο. Στις μέρες μας όπου το άγχος και οι ρυθμοί της καθημερινότητας μας είναι αυξημένοι, οι διακοπές και οι μικρές αποδράσεις μπορούν να μας δώσουν μια ανάσα ξεκούρασης, η όποια έχει πολύ ευεργετικές επιπτώσεις και στην μετέπειτα ζωή μας. Απελευθερωνόμαστε, ηρεμούμε για να ξεφύγουμε από πίεση, άγχος και απαιτήσεις και θέλουμε να τα ξεχάσουμε όλα. Αυτές λοιπόν οι ανέμελες στιγμές που έζησαν οι οικογένειες τους έχουν μείνει εκεί στις ακρογιαλιές του πανέμορφου κόλπου. στη θάλασσα όπου το νερό ξέπλενε τις αισθήσεις τους και το αλάτι επούλωνε τις πληγές τους. Οι διακοπές φαντάζουν πλέον ανάμνηση και το κάθε μέλος της ευρύτερης οικογένειας βρίσκεται σήμερα και πάλι ενεργό στα εργασιακά και οικογενειακά τους καθήκοντα. Για πολλούς, είναι η επιστροφή στη δουλειά ή το σχολείο μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, κάτι που δίνει μια αίσθηση ανανέωσης και οργανωτικότητας. Είναι η στιγμή που βάζουμε νέους στόχους και οργανώνουμε τις υποχρεώσεις μας, με μια αίσθηση φρεσκάδας και νέας ενέργειας. Ο Σεπτέμβριος είναι ένας μήνας γεμάτος μεταβατικές στιγμές και αντιθέσεις, που τον καθιστούν μοναδικό και ίσως τον καλύτερο μήνα του χρόνου. Από τη μία πλευρά, το καλοκαίρι αποχαιρετά, με τη ζέστη να υποχωρεί σιγά σιγά, και από την άλλη, το φθινόπωρο αρχίζει να κάνει την εμφάνισή του, με την ατμόσφαιρα να γίνεται πιο δροσερή και γλυκιά. Αυτός ο μήνας φέρνει μαζί του και την εποχική μετάβαση στη φύση. Τα φύλλα των δέντρων αρχίζουν να αλλάζουν χρώμα, με τα ζωντανά πράσινα να δίνουν τη θέση τους σε χρυσοκίτρινες και κόκκινες αποχρώσεις. Η φύση προετοιμάζεται για τον ερχομό του χειμώνα, και αυτή η αλλαγή δημιουργεί μια μοναδική αίσθηση γαλήνης και ομορφιάς.
.....Η Εριφύλη πέρα από τις οικογενειακές καθημερινές υποχρεώσεις της σαν μητέρα δυο μικρών παιδιών που μεριμνά για την σωστή ανατροφή τους και την άρτια σχολική εκπαίδευση τους, με προσμονή και έντονο ενδιαφέρον ανέμενε την έναρξη των μαθημάτων στο Εργαστήρι Βυζαντινής Αγιογραφίας όπου έκανε ελεύθερες σπουδές ζωγραφικής και βυζαντινής αγιογραφίας. Συνέχισε να πηγαίνει τους μικρούς γιους της  κολυμβητήριο το χειμώνα – ή για την ακρίβεια, και το χειμώνα! Δεν το θεωρούσε καθόλου κακή ιδέα διότι πιστεύει πως η κολύμβηση όπως και κάθε σωματική άσκηση δυναμώνει το ανοσοποιητικό τους σύστημα και το κολύμπι είναι μια πολύ υγιεινή άσκηση για όλο το σώμα, που γυμνάζει χωρίς να επιβαρύνει, δεν προκαλεί τραυματισμούς και δυναμώνει τους πνεύμονες. 
Ταυτόχρονα ξεκίνησε και πάλι το γυμναστήριο που είχε διακόψει τους καλοκαιρινούς μήνες και απλώς αφιέρωνε λίγο χρόνο στον εαυτό της κάνοντας γυμναστική στην ύπαιθρο. Πηγαίνει στο ίδιο γυμναστήριο εδώ και τρία χρόνια, όμως τη νέα σαιζόν, ο καινούργιος γυμναστής είναι πολύ όμορφος με όλα αυτά τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός σέξι γυμναστή (κοιλιακοί, μούσκουλα, αρρενωπότητα).  Εκεί, ο γυμναστής έδειξε αμέσως το ενδιαφέρον του για εκείνη και μετά το δεύτερο κιόλας μάθημα την περίμενε απ’ έξω, της έπιασε κουβέντα και στο τέλος της ζήτησε να πάνε για ποτό. Καθόλου δεν το εκτίμησε το ενδιαφέρον του η Εριφύλη απεναντίας της θύμισε τον γείτονα της τον ταξιτζή,(Αυτόν τον Λιγούρη που το μάτι του διαθέτει ραντάρ, το οποίο πιάνει ό,τι σε θηλυκό κινείται εντός του οπτικού του πεδίου. Αυτός πιστεύει ότι όλες γυναίκες γράφουν «γάμησε με» στο κούτελο και στο δικό του έχει πάρει ανεξίτηλο μαρκαδόρο και έχει γράψει «θέλω να σε πηδήξω.») οπότε είπε ευγενικά όχι και αποχώρησε. Ωστόσο, στα μαθήματα συνέχισε να ασχολείται κυρίως μαζί της και να προσπαθει κάθε φορά να την ακουμπήσει για να τη διορθώσει. Μέχρι που του έθεσε ξεκάθαρα τα όρια της για να νιώθει άνετη και ελεύθερη, να γυμναστεί όπως θέλει, χωρίς να νιώθει την απειλή ότι κάποιος θα έρθει να της πιάσει την κουβέντα σφίγγοντας επιδεικτικά τα μπράτσα του. Και αν πρέπει να της δείξει μια άσκηση, να τη ρωτήσει πρώτα αν μπορεί να την αγγίξει.
Στην απορία της φιλενάδας της, της Ελπινίκης γιατί δεν αλλάζει γυμναστήριο και κάθεται και ανέχεται τον κάθε γλοιώδη τύπο, η Εριφύλη αντέδρασε. «Γιατί αν είναι να αλλάζουμε γυμναστήρια και χώρους δραστηριοποίησης γενικά κάθε φορά που μας παρενοχλούν, δεν θα μπορούμε να πάμε πουθενά στο τέλος. Δεν είναι το θέμα να φεύγουμε εμείς σαν κυνηγημένες, το θέμα είναι να μαζευτούν οι σάλιαγκες. Που μου σταυροκοπιέσαι με απορία κιόλας…»
....Η Άλκηστις αποφάσισε να πάρει στα σοβαρά τα πτυχιακά της μαθήματα. Για να πάρει πτυχίο χρωστά ένα μάθημα και τη πτυχιακή της εργασία και είναι απλά θέμα χρόνου να περάσει τον πρώτο από τους δυο σκοπέλους. Τον δεύτερο όσο και καλή διάθεση και αν έχει απαιτεί διάβασμα, και δε θέλει να πάει και άλλο μακριά η βαλίτσα του πτυχίου της. Ταυτόχρονα απασχολείται part time στη ρεσεψιόν πολυτελούς ξενοδοχείου στην πολιτεία καταγωγής και διαμονής της. Με την Εριφύλη έχουν σχεδόν καθημερινή επαφή μέσα από τα sosial media. Όταν ο χρόνος της το επιτρέπει  η Άλκηστις κατεβαίνει στην Αθήνα στην ξαδέλφη της...............

Κυριακή 6 Απριλίου 2025

2006 (MLC)

.. Ένα μικρο απόσπασμα από την «Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ....Part...7»
«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε Μυθοπλασία ΙΙ: (Part:1)
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part..1).......Δεν πρόλαβαν να γυρίσουν στην Αθήνα και ο Νικηφόρος στη βδομάδα επάνω βρέθηκε στο αεροδρόμιο με προορισμό το Άμστερνταμ. Μπαρκάριζε σε ένα μεγάλο τελευταίας τεχνολογίας δεξαμενόπλοιο που ξεφόρτωνε στο Ρότερνταμ. Είναι πικρή του ναυτικού η μοίρα το λέει και το τραγούδι.
«Βάρα λοστρόμε την μπουρού
κι εσύ μηχανικέ ντουγρού
φουλαριστά οι μηχανές, πάλι να τρέχουν
Κι αν κλαίνε αγάπες στη στεριά
σφίχτε λεβέντες την καρδιά
οι ναυτικοί στον χωρισμό πρέπει ν' αντέχουν
Είναι πικρή του ναυτικού η μοίρα
να καταπίνει την αλμύρα
απ' το κύμα κι απ' το δάκρυ
στης θάλασσας την κάθε άκρη.»
Κάθε μπάρκο και μια περιπέτεια, κάθε λιμάνι και μια διαφορετική εμπειρία, τρικυμισμένες ή γαλήνιες θάλασσες, τόποι διαφορετικοί, άλλες φορές μαγευτικοί άλλες απωθητικοί. Eνα ταξίδι της ζωής, η καθημερινότητα του ναυτικού, πολλές οι χαρές, αρκετές και οι πίκρες και πάντα ο νους και η καρδιά να ταξιδεύει πιο γρήγορα από τις μηχανές το πλοίου στην οικογένεια πίσω στην πατρίδα, σε πρόσωπα αγαπημένα, σε παιδιά που τα αναζητεί και τον αναζητούν.
Βρισκόμαστε στην πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας που κυκλοφόρησε το Skype μια επαναστατική και πρωτοποριακή και δημοφιλής εφαρμογή τηλεφωνικών κλήσεων εκείνη την εποχή μέσω Διαδικτύου στον κόσμο. Το Skype, το οποίο κυκλοφόρησε το 2003, υποσχόταν στους χρήστες του μια άνευ προηγουμένου ιδιωτικότητα, με κλήσεις «πολύ ασφαλείς με κρυπτογράφηση end-to-end» κάτι που θεωρητικά καθιστούσε αδύνατο για τους hacker ή τους κατασκόπους να διαβάσουν τις συνομιλίες και να ακούσουν κλήσεις από το Διαδίκτυο. Οι κλήσεις του Skype είχαν εξαιρετική ποιότητα ήχου και ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς.
Το ναυτικό επάγγελμα είναι από τα ποιο δύσκολα και σκληρά επαγγέλματα που υπάρχουν στον κόσμο. Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει ο ναυτικός, η ιδιαιτερότητα του επαγγέλματος και η απομόνωση μέσα στο καράβι μακριά από τους δικούς του ανθρώπους είναι μόνο κάποιες από τις δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει. Η ευγνωμοσύνη και ο σεβασμός που θα πρέπει να δείχνουμε σε αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι εργάζονται κάτω από αντίξοες συνθήκες με σκοπό να επιβιώσουν αυτοί και οι οικογένειες τους , είναι το λιγότερο.
Ένα αντιθέσει με ότι πιστεύουν πολλοί άνθρωποι στην στεριά, ο ναυτικός του εικοστού πρώτου αιώνα δεν βγαίνει στα λιμάνια. Βλέποντας αξιοθέατα και γλεντώντας. Η μονοτονία του να εργάζεσαι και να ζεις στο ίδιο περιβάλλον για πολλούς μήνες τον χρόνο είναι τεράστια και μεγάλο πρόβλημα για την ψυχολογία ενός ναυτικού. Ένα ίσως από τα δυσκολότερα κομμάτια στο επάγγελμα του ναυτικού είναι ότι αποχωρίζονται την οικογένεια του και τους φίλους του. Δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα να αποχωρίζεσαι την οικογένεια σου για τόσο μεγάλα χρονικά διαστήματα. Πραγματικά ένα τεράστιο ψυχολογικό βάρος που δεν αντιμετωπίζεται με τίποτα.
Σήμερα λοιπόν οι ναυτικοί έχουν κερδίσει το δικαίωμα υποχρεωτικής πρόσβασης στο διαδίκτυο ενώ βρίσκονται στη θάλασσα, στο πλαίσιο της επικαιροποίησης της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας  που συμφωνήθηκε το 2006 (MLC) και οι συνθήκες έχουν βελτιωθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω τις έλευσης του Ίντερνετ στα καράβια αλλά και την μεγάλη μείωση του κόστους της τηλεφωνικής επικοινωνίας.
Η ανοιχτή και τακτική επικοινωνία είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση ισχυρών οικογενειακών δεσμών. Με τη σύγχρονη τεχνολογία, οι ναυτικοί μπορούν να παραμένουν σε επαφή με τις οικογένειές τους μέσω τηλεφωνικών κλήσεων, βιντεοκλήσεων και μηνυμάτων μέσω των social media. Οι συχνές συζητήσεις βοηθούν στη διατήρηση της συναισθηματικής σύνδεσης και εξασφαλίζουν ότι όλοι είναι ενήμεροι για τις καθημερινές δραστηριότητες και τα σημαντικά γεγονότα ώστε να μπορούν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες και να απολαύσουν μια πλήρη και ισορροπημένη ζωή.
Το έμαθε και ο Αδαμάντιος ότι το πλοίο διέθετε ιντερνετική σύνδεση και του έστειλε μήνυμα του Νικηφόρου. Ο Νικηφόρος ξαφνιάστηκε λίγο καθώς δεν το περίμενε από τον Αδαμάντιο να εκδηλώσει τέτοιο έντονο ενδιαφέρον για επαφές τους. Ένα χαμόγελο γέμισε το πρόσωπο του. Ενδιάμεσα σχόλια τον σύντομο χρόνο και τις λίγες στιγμές που είχαν βρεθεί μόνοι κάποιες από αυτές ο Νικηφόρος έμενε με μια αίσθηση πως ο Αδαμάντιος αναζητούσε πολύ διακριτικά.....

Σημείωση: Οι ναυτικοί κέρδισαν το δικαίωμα στην υποχρεωτική κοινωνική συνδεσιμότητα για τα πληρώματα - συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στο Διαδίκτυο - με ενημερώσεις της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας του 2006 (MLC).

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2025

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Mparmpa Theodorakis Frintzilas

...Θεόδωρος Φριντζήλας ή Στραβοθοδωράκης, ο πασίγνωστος τυφλός ποιητής από τη Ρηχιά μέλος της οικογένειας Φριντζήλα, με μέλη στη Κρεμαστή, τα Πελετά, τα Πιστάματα και τη Ρηχιά.  Διακρίθηκε για το ποιητικό του τάλαντο, ως ο πασίγνωστος τυφλός ποιητής από τη Ρηχιά. 
........................... 
Ένας Λεβεντάνθρωπος.... Μποέμ ..............
Ξάδελφος του παππού.........................
Θείος της μητέρας μου.......

1955 -1956.... Ήμουν πεντάχρονος που σαν μέσα από μια συννεφιά μνήμης ενθυμούμαι το μπάρμπα Θοδωράκη που έμενε σε ένα κατώι, όπου τα έβγαζε πέρα με ελάχιστα. Σηκωνόταν κατά το μεσημεράκι, ζητούσε να τον πάρω από το χέρι και να τον οδηγήσω σεργιάνι μέχρι την ντάπια του οικισμού Μπελεσέικα. Αυτή τη βόλτα την εκτελούσε, με τον ενθουσιασμό ενός προσκυνητή που βαδίζει σε ιερά χώματα. Όταν είχε ήλιο, καθόταν στο βράχο και μασουλούσε το ψωμί του καπνίζοντας και ένα τσιγάρο. Όταν έβρεχε ή έκανε κρύο, έμενε στο κατώι βούλιαζε σ’ ένα φθαρμένο καναπέ και άκουγε στη διαπασών μουσική. Με το που έπαιρνε να νυχτώνει και απέξω το σκοτάδι ήταν απόλυτο στο κατώι επικρατούσε βαθιά σιωπή. Το μυαλό του τότε ήταν καθαρό σαν τον χειμωνιάτικο νυχτερινό ουρανό, με το φεγγάρι και τον πολικό αστέρα στη θέση τους να τρεμοσβήνουν ζωηρά. Ο μπάρμπα Θοδωράκης μέσα στην ησυχία της νύχτας αναζητεί τα θέματα των στιχουργημάτων του βασισμένα στην καθημερινή ζωή και τις τοπικές παραδόσεις στα Ζαρακιτοχώρια. Λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος, σκεφτόταν τον τελευταίο του στίχο και προσπαθούσε να θυμηθεί πως είχε ταιριάξει τις λέξεις και πότε τις είχε χρησιμοποιήσει ξανά. Μπορεί να τις είχε ξανασκεφτεί και άλλες φορές στη ζωή του, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτε το συγκεκριμένο. Σχολίαζε με καυστικό τρόπο τις πολιτικές εξελίξεις, περίβαλλε με αγάπη τα γνωστά του πρόσωπα που αναφέρονται στα ποιήματά του, παραθέτει τις σκέψεις του χωρίς να ηθικολογεί. Είχε τόσα πράγματα να σκεφτεί, τόσες ιστορίες να πει. Αυτό που του έλειπε ήταν η σωστή διέξοδος, απ’ όπου θα ξεχύνονταν οι σκέψεις και οι ιδέες, σαν λάβα που μετά θα έπηζε σε μια σταθερή ροή πρωτότυπων έργων, που όμοια τους ο κόσμος δεν είχε δει ποτέ.  Οραματιζόταν πως τα μάτια των ανθρώπων θα άνοιγαν διάπλατα από την έκπληξη στο σπάνιο ταλέντο. Μια φωτογραφία του μ’ ένα χαμόγελο, θα έμπαινε στις λογοτεχνικές σελίδες των περιοδικών! Ο μπάρμπα Θοδωράκης σκεφτόταν μερικά ποιήματα που είχαν αρχή. Μερικά άλλα είχαν τέλος. Κανένα όμως δεν είχε αρχή και τέλος και ασταμάτητα, δούλευε καθετί που του περνούσε από το μυαλό. Το πρόβλημα ήταν ότι σκεφτόταν υπερβολικά πολλά. Δεν μπορούσε με τίποτε ν’ αποφασίσει, όταν σκεφτόταν τη ρίμα του στο σύνολό της, τι ήταν απαραίτητο και τι όχι. Την επόμενη μέρα, σχεδόν τα είχε ξεχάσει! 

Ω! Βλάχα Μούσα της Ρηχιάς
Κόρη του Θοδωράκη
Κατέβα και βοήθα με
Να πω ένα τραγουδάκι
…………………………
Έτσι άρχιζε ένα ποιηματάκι κάποιος φιλόδοξος σατιρικός ποιητής στα μαθητικά του χρόνια, και ο οποίος εγκατέλειψε, για ευνόητους λόγους, την ποίηση πολύ σύντομα. Ο ποιητής(;) αναφέρεται στο Μπάρμπα Θοδωράκη τον Φριντζήλα. Ο μπάρμπα Θοδωράκης ήταν ένας γέρος αγράμματος, τυφλος, εξ ου και Στραβοθοδωράκης, με άσπρα γένια που είχε το χάρισμα να φτιάχνει στίχους με μεγάλη ευκολία. Πολλοί από αυτούς τους στίχους γινόταν και τραγούδια. Δεν πιστεύω ότι οι στίχοι του να έχουν διασωθεί. Είχε μεγάλη απήχηση στον παιδόκοσμο. Όταν το παιδομάνι έβλεπε τον Μπάρμπα Θοδωράκη έτρεχε πίσω του.
«Μπάρμπα Θοδωράκη πες μου ένα ποίημα»
«Πως σε λένε;»
«Μπότη»
«Ο Μπότης το καλό παιδί και τ’άξιο παλληκάρι…..κλπ»
«Πες μου και μένα ένα.»
«Πως σε λένε?»
«Γιάννη»
«Ο Γιάννης το καλό παιδί κλπ. κλπ.»
Ο μπάρμπα Θοδωράκης είχε πάντα ένα τετράστιχο για όλους. Το έφτιαχνε εκείνη τη στιγμή, ή τα είχε σε μια τράπεζα δεδομένων και τραβούσε ένα κατά την ζήτηση; Πως σε λένε Γιώργο. Πάρε Γιώργο. Εσένα; Νίκο. Πάρε Νίκο. Εσένα; Χρήστο. Πάρε Χρήστο.
Περάστε κόσμε, πάρε παιδόκοσμε.
Ανήκε ο μπάρμπα Θοδωράκης στους Entertainers της Παλιάς Ρηχιάς; Στους ενήλικες προφανώς όχι. Ο παιδόκοσμος όμως;
Ο μπάρμπα Θοδωράκης είναι ένας θρύλος, και όπως όλους τους θρύλους να τον τιμούμε και να τον σεβόμαστε..

.........................................
Ο Θεοδωράκης Φριντζήλας γεννήθηκε το 1880 στο Μπρακάκι, στην περιοχή Καρίκια του χωριού Ρηχιάς.
Πέθανε στις 22 του Ιούλη το 1961, 82 χρόνων.
................................................
Γιώργη, τι να τα κάνεις τα λεφτά - με τους πολλούς τους τόκους
άμα δεν έχεις άνθρωπο καλό - με τους καλούς τους τρόπους.
Γιώργη, να μην κοιτάξεις χρήματα - παρά καλή γυναίκα
γιατί ποτέ τα χρήματα - δεν βγαίνουν στο σεργιάνι.
Πάρε γυναίκα όμορφη - να βγαίνεις στο σεργιάνι
να σκάζουν οι ρουφιάνοι.
.................................
Αυτό το αχ να μούφευγε - απ’της καρδιάς τα φύλλα
όλο τον κόσμο θάκαιγα - δίχως φωτιά και ξύλα.
Καημένη Κουλοχέρα μου - πόχεις την τρύπια πέτρα
τρούπια είν’κι η καρδούλα μου - σαν τη δική σου πέτρα.
..........................................
Α, ρε φίλε δεν ξέρω - αν κοιμάσαι ή ονειριάζεσαι
κείνος πούχει καλό μυαλό - και άλλο δεφτέρι βγάζει.
.................
Ναι,φίλε μου ετούτο το μυαλό - βγαζει βελόνες άφθονες
χιλιάδες εκατομμύρια - να ράψεις τα κασμίρια σου
κι όλα σου τα στολίδια.
................
Κλαίω με μαύρα δάκρυα - της γης το χώμα βρέχω
και δεν εβρέθηκε άνθρωπος - να με ρωτήσει τι έχω.
Όταν πεθάνω μη με κλαις - γιατί ΄μαι πεθαμένος,
κλάψε με τώρα πούμαι ζωντανός - κι είμαι τυφλός και καταφρονημένος.
..........................
Δεν το πιστεύω στο ντουνιά - κανένας να με φτάσει
στα τραγουδάκια τα πολλά - και ούτε να με περάσει.
Τα ποιήματα .....
Από το βιβλίο ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Θ. ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
θοδωράκης φριτζήλας - Ο ΤΥΦΛΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
................
Σημείωση I: Τα ανίψια του (Η μητέρα μου.... και οι Θείες μου)... Μου δηλώσαν ότι δεν ήταν παντελώς τυφλός! Απλώς από νεαρή ηλικία είχε αρχίσει να έχει εκτεταμένα μειωμένη όραση η οποία με την πάροδο του χρόνου επιδεινώθηκε. Προς επιβεβαίωση τους παραθέτω το δίστιχο...
Ανέβαινε το 1956 σε ηλικία 76 χρονών στις «Βόγιες» και βλέποντας τον πρόεδρο του Χάρακα, το Δαμιανό να επιβλέπει το έργο επαναχάραξης του νέου δρόμου του λέει:
                              Γεια σου Δαμιανέ - με τη βόγια την καινούρια
                            που θα σε συγχωράνε - άνθρωποι και γαιδούρια.

Σημείωση II: Το 1825 πέρασε από το Ζάρακα ο Ιμπραήμ ο οποίος ως γνωστό δεν άφησε πίσω του τίποτε όρθιο.  Αμέσως μετά την επανάσταση η Ρηχιά ήταν ακατοίκητη και οι διάφορες εκτάσεις που ονομάζονταν μετόχια ανήκαν σε κατοίκους της Κρεμαστής. Αμέσως μετά την επιδρομή του Ιμπραήμ άρχισαν να εγκαθίσταται στην περιοχή της Ρηχιάς  διάφορες οικογένειες όπως οι Πετρουτσάς στα Νήπια από τις Σπέτσες, οι Φριντζήλας στα Καρίκια επίσης από τις Σπέτσες. Οι Κόκκορης στη Ρηχιά πιθανώς από τους Γοράνους Σπάρτης. Οι Δρίβας ήταν κάτοικοι Κρεμαστής πολύ παλαιότερα.

Σημείωση III: Το Μετόχι Καρίκια άνηκε στους Φριτζηλαίους αλλά μέσω προικώων απέκτησαν γη εκεί και οι Μπελεσαίοι οι οποίοι ήταν μάλλον από τα μέρη της Κορίνθου..

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024

Stoumpos (Petra-Kotrona)

...Είναι κάποιες φορές που κάποιες πληροφορίες είναι δίπλα μας και εμείς τις ψάχνουμε στη σκακιέρα του πλανητικού χάους.
Πατημένα στο Φθινόπωρο των εξήντα μου χρόνων, με γκρίζο-λευκό μαλλί πλαισιωμένο με γκριζόμαυρες κηλίδες από δω κι από εκεί, ελαφριές ρυτίδες σαν χαρακιές σκύβω να δέσω τα κορδόνια μου κι αναστενάζει η μέση μου αλλά αρνούμαι να υποτακτώ στον γρήγορο, αγωνιώδη ρυθμό της ζωής μας. Στο ξαφνικά μολύνθηκα από το μικρόβιο να αναζητήσω τις ρίζες μου σε μια πηγή ένα στήριγμα, που θα με βοηθούσε να κτίσω το οικογενειακό μας δέντρο σε μια λευκή σελίδα του τετραδίου ανοιχτή μπροστά μου, ώστε να νιώσω πως πατάω πιο στέρεα σ’ αυτό τον τρίτο πλανήτη από τον ήλιο. 
Στο ξεκίνημα της αναζήτησης ζητώντας κάποια επικουρική βοήθειά έγινα Φίλος της ομάδας του χωριού μου ΚΟΥΛΕΝΤΙΑ ΛΑΚΩΝΙΑΣ στο Facebook για άντληση πληροφοριών από τους συγχωριανούς του τόπου καταγωγής μου. Ταυτόχρονα σ' αυτή τη καταπληκτική ομάδα, μέσα από τις επαφές μου με τους φίλους, φίλες βιώνω χαρές και λύπες ανακαλύπτοντας το μοναδικό δώρο της Φιλίας! Η καρδιά μου γεμίζει με συναισθήματα που μοιάζουν με κύματα. Αυτές οι φιλίες τις περισσότερες φορές μας ανεβάζουν ψηλά, αλλά καμιά φορά μας πετάνε άτσαλα στην όχθη όταν μαθαίνεις δυσάρεστα νέα τους!
 Από πλευράς γενεαλογικού δένδρου μητέρας η αναζήτηση ήταν απλή και εύκολη να φιλοτεχνήσω το γενεαλογικό της δέντρο και ένα σύντομο ιστορικό της οικογένειας της. Η μικρότερη αδελφή της μητέρας μου η θεία η Κατερίνα είναι ένα ανεξάντλητο και πολύτιμο βιβλίο σε αυτό το αντικείμενο. Την επισκέπτομαι κατά περιόδους στη Μαγούλα Αττικής, φτιάχνει μυρωδάτο καφέ με εσάνς κανέλας και τα λέμε. Μερικές φόρες ερχόταν στην παρέα μας και ο ξάδελφος της ο συγχωρεμένος ο Μίμης ο Φριντζήλας ο πατέρας της Μάρθας και τότε ο καφές συνοδευόταν με τσίπουρο και οι πληροφορίες γίνονταν ποταμός.. Για τους Φριντζηλαίους της ομάδας του χωριού τον Μίμη τον είχε βαπτίσει η μητέρα μου. Ήταν η μεγαλύτερη στα αδέλφια και ξαδέλφια.
Για τους γονείς του πατέρα μου που τους έχασε στην παιδική του ηλικία ελάχιστα ήξερα. Ο πατέρας μου δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ για τους πεθαμένους γονείς του. Γενικά δεν ήταν ομιλητικός, και ότι και να του συνέβαινε, ποτέ δεν μιλούσε εύκολα για τα συναισθήματά του λες και ήταν μολυσματικά μικρόβια σε στόμα ασθενούς. Εγώ δεν θυμόμουν να είχα ρωτήσει ποτέ τον πατέρα μου για τους νεκρούς γονείς του. Εκτός από μια φορά, όταν ήμουν ακόμη πολύ μικρός, που τον ρώτησα χωρίς να θυμάμαι γιατί: «Πώς ήταν η γιαγιά;» Ο πατέρας μου κοίταξε αλλού και σκέφτηκε για λίγο πριν απαντήσει. «Είχε πολύ λευκή επιδερμίδα», μου είπε. «Ήταν ευγενικό και καλόβολο άτομο και είχε ωραίο περπάτημα». Περίεργος τρόπος για να περιγράφεις έναν άνθρωπο.
Γνωρίζοντας σταδιακά φίλους της ομάδας του χωριού μου ΚΟΥΛΕΝΤΙΑ ΛΑΚΩΝΙΑΣ στο Facebook άρχισα αναμοχλεύοντας υποδόρια τις επαφές μου και τις σχέσεις με μερικούς φίλους της ομάδας. Έγινα στενός κορσές του Παναγιώτη Κοντάκου, αυτός με ανέχθηκε με περίσσια υπομονή μου έδωσε τα τηλέφωνα για ενορίες και ληξιαρχεία και με έφερε σε επαφή ηλεκτρονικά με την αξιότιμη μητέρα του και από ότι έχω νιώσει μέσα από τα σχόλια των φίλων της ομάδας είναι και μια αξιολάτρευτη δεσποσύνη η Μητέρα του η κυρία Ελένη. Σε αυτούς τους ανθρώπους τους εύχεσαι άλλον ένα αιώνα γεμάτο υγεία. Ταυτόχρονα είχα ψιλοκολλήσει σαν βδέλλα και στον αξιότιμο διαχειριστή μας τον Γιώργο Κοντάκο μήπως και βοηθήσει να ξετυλίξω το κουβάρι για τις ρίζες μου. Να ληξιαρχεία Μολάων, Σπάρτης, ενορίες Λυρών, Κουλέντια κλπ.
Σκαλίζω με υπομονή πληροφορίες από τα Γενικά Αρχεία Κράτους , και τους παλαιούς εκλογικούς καταλόγους. Γνωρίζω και έρχομαι σε επαφή με «Nikos-Eleni Pavlakis/» από τη Νεάπολη στα Βάτικα τον οποίο ευχαριστώ από καρδιάς για τις ανεκτίμητες πληροφορίες που αφορούν τις οικογένειες Καραστατήρη και ιδιαίτερα την γιαγιά μου από πατέρα. Τη Ζαφείρω Καραστατήρη του Ιωάννη Καραστατήρη. Τυχαία μέσα στην αναζήτηση ανακαλύπτω ότι στις εκδόσεις «Λακωνικαί σπουδαί» υπάρχουν πληροφορίες με τους «Στούμπος». Παίρνω τηλέφωνο τον εκδοτικό οίκο.Να μη το πλατειάζω κατέληξα σε μια νοητή διαδρομή. Λιασίνοβα (Προσήλιο)-Ξηροκάμπι-Κουμουστά-Ελίκα-Άγιος Μάμμας-Κουλέντια-Μπουμπουτσέλια. Καθώς ένωσα τις σκόρπιες, άτακτες τελείες της αναζήτησης που με αφορούσαν προσωπικά, αναστοχάζομαι τη ζωή των προγόνων μου, τις επιτυχίες τους, τις αποτυχίες και τα ερείπια που άφησαν πίσω τους, κτίζοντας ένα ανάγλυφο, ολοζώντανο πορτραίτο της προσωπικότητάς τους. Έφτιαξα το γενεαλογικό μας δέντρο έχοντας ερωτηματικά πολλά για την αρχική ρίζα του επωνύμου της οικογενείας μου.
Ανιψιά από ξαδέλφη της συζύγου μου, από το Βόλο, αναπληρώτρια δασκάλα το επάγγελμα μετατέθηκε πρόσφατα Αθήνα. Ανατολική Αττική. Ενοίκια και τα λοιπά έξοδα που περιέχονται σ ένα διαμέρισμα φτάνουν και δεν φτάνουν να τα καλύψει ο μισθός της. Την φιλοξενούμε! Μένει με την κόρη μας. Χώρος «δόξα το Θεό.»
Καθόμαστε απογευματάκι παρέα απολαμβάνοντας τον καφέ μας εγώ η κόρη μου και η ανιψιά. Κάποια στιγμή μου λέει το κορίτσι «Θείε διάβασα την ανάρτηση «το Μεγάλο Ρέμα. Τι ωραία που γράφεις».
«Στη θεία σου να τα πεις που μου λέει τι μαλακίες γράφεις πάλι!» της λέω γελώντας ευχαριστημένος.
Και αρχίζω να τους εξηγώ πως το μικρόβιο να γράφω ιστορίες μας ξεκίνησε αναζητώντας τις ρίζες μου και εν τάχη τους εξιστορώ το οικογενειακό μας δέντρο. Εκείνη την ώρα να σου και ο μεγάλος μου ο γιος. Κάθεται στη παρέα μας. Εγώ εξηγώ το γένος του πάτερα και πως τελικά το επώνυμο σύμφωνα με φήμες προήλθε από το ότι κάποιος πρόγονος μας χρησιμοποιούσε τακτικά τη λέξη Στούμπος και είχε σαν αποτέλεσμα να του έμεινε σαν επώνυμο.
Χωρίς να χάσει χρόνο παίρνει το λόγο ο γιος.
«Τι παραμύθια λες στα κορίτσια ρε πάτερα.»
Και αρχίζει να μας λέει την ιστορία που ξέρει. 
Ένας άνδρας από τα μέρη της Δυτικής Μάνης έκανε φόνο και  κυνηγημένος έφυγε προς τα ανατολικά της Μάνης στα χωριά του Ταΰγετου πάνω από το Γύθειο! Εκεί ρίζωσε έγινε ποιμένας απέκτησε μαντριά και αιγοπρόβατα και παντρεύτηκε. Ήταν σκληροτράχηλος άνδρας, μεγαλόσωμος, γεροδεμένος και σλαβικής καταγωγής από το σλάβικο χωριό την εποχή εκείνη της Μάνης τη Λιασίνοβα. Στον καινούργιο του τόπο που ρίζωσε λόγω του μεγάλου όγκου της σωματοδομής του τον αποκαλούσαν με το σλαβικό προσωνύμιο «Στούμπο», που σημαίνει ακατέργαστη μεγάλη πέτρα (κοτρόνα). Το οποίο προσωνύμιο έμεινε και επωνυμία. Κάποιος απόγονος πιθανόν παιδί του ήταν υπερβολικά γεροδεμένος, ρωμαλέος. Είχε σηκώσει στους ώμους του ένα γαϊδούρι φορτωμένο και το μετέφερε εκατό μέτρα με το φορτίο του. Η μετέπειτα καταγωγή μας από παππού είναι από την περιοχή της Ελίκας δήμου Νεαπολέως Βοιών Λακωνίας.
Κόκκαλο εγώ. «Και εσύ πως τα ξέρεις όλα αυτά;»
«Πως τα ξέρω. Μου τα διηγήθηκε ο παππούς όταν ήμουν μικρός.»
Γύρισα τον κόσμο ανάποδα να μάθω τις ρίζες μας, κάτι που πριν τριάντα και χρόνια τις γνώριζε ποιο τεκμηριωμένα ο γιος μου από μια απλή αφήγηση του παππού του.
Η κόρη με κοιτούσε με κατανόηση. «Μπαμπά μου μη στεναχωριέσαι έτσι συνήθως συμβαίνει! Μέχρι τα εξήντα όλοι τρέχουν να προ φτάσουν τη ζωή! Που χρόνος για αναζητήσεις.»
Τελικά ανακάλυψα ότι οι ρίζες μας δείχνουν σλάβικο αίμα από πατέρα και αρβανίτικο από μητέρα.
....Εγώ δε συζητούσα εύκολα με το γέρο μου για τα παλιά. Ο πατέρας μου θα έπρεπε να μου είχε πει κάτι, στο οποίο να μπορούσα να στηριχτώ και εγώ σήμερα. Όμως ο πατέρας μου εμένα πότε δεν μου μίλησε για την οικογενειακή ιστορία του.
Έφηβος πια μια φορά που τον ρώτησα! «Πες μου κάτι για τον προηγούμενο γάμο σου.»
Ανόρεχτα μου λέει «Μετά την κατοχή πεινούσα και έψαχνα να βρω ένα πιάτο φαγητό. Κάπου χτύπησα λάθος πόρτα με στρίμωξαν και παντρεύτηκα μια μεγάλη γυναίκα στα δέκα οκτώ μου. Με την πρώτη ευκαιρία την κοπάνησα!»
Σήμερα άλλα εγώ έμαθα από την κυρά Ελένη. Ήταν ένα όμορφο κοριτσόπουλο  δέκα-οχτάχρονο και αυτό!

Click to Open

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

Ta Neanika Toy Xronia

....Τα πρώτα χρόνια στη Λαμία μαθητής ακόμη του δημοτικού σχολείου τελειώνοντας η σχολική χρονιά τα καλοκαίρια ο «Αλκιβιάδης» εργαζόταν περιστασιακά σε διάφορες δουλειές του ποδαριού. Αρχικά το πρώτο καλοκαίρι δεκάχρονος σ΄ ένα καφενείο ήταν ο μικρός που μετέφερε τους καφέδες στους πελάτες. Το επόμενο καλοκαίρι έκανε το βοηθό σε πλανόδιο πωλητή πάγου για τα ψυγεία της εποχής! To επάγγελμα του παγοπώλη την δεκαετία του εξήντα είχε ξεχωριστή θέση κυρίως τους καυτούς μήνες του καλοκαιριού! Θυμάται που σηκώνονταν με το αφεντικό του απ' τα βαθιά χαράματα για να προλάβουν τις παραγγελίες τους και να ικανοποιήσουν την απαιτητική πελατεία τους. Το μεροκάματο ήταν σκληρό με το μεταφορικό τους μέσον ένα τρίκυκλο μηχανάκι με καρότσα μετάφεραν τις κολόνες του πάγου από τα παγοποιείο της πόλης στους πελάτες και φυσικά έπρεπε να κινείτε γρήγορα, να είναι σβέλτος στη δουλειά του να κόβει τον πάγο και να τον μεταφέρει στα σπίτια ή στα μαγαζιά, ανάλογα. Περιστασιακά βοηθούσε έμπορο υποδημάτων την εποχή που γινόταν το παζάρι. Επίσης εκεί στις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη τους έπαιρνε η «Ιοκάστη» η μητέρα τους αυτόν και τα μικρά αδέλφια του στις βαμβακοφυτείες του Λαμιακού κάμπου και μάζευαν βαμβάκι τότε που η συγκομιδή του βαμβακιού γινόταν με τον παραδοσιακό χειρωνακτικό τρόπο, πριν οι βαμβακοσυλλεκτικές μηχανές αντικαταστήσουν τους ανθρώπους και κατακλύσουν τον κάμπο. Η εργασία συγκομιδής ήταν επίπονος, απαιτείτο περισσότερος χρόνος αλλά και περισσότερα εργατικά χέρια. Η συγκομιδή του βαμβακιού ξεκινούσε το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου και συνήθως μέχρι το τέλος του Οκτωβρίου και άρχιζε από το πρωί ως και τη δύση του ηλίου! Χρόνια ευτυχισμένα; Χρόνια δυστυχισμένα; Πως να τα πεις; Δούλευαν από το πρωί μέχρι το βασίλεμα του Ήλιου και χαιρόταν τις πέντε-δέκα δεκάρες που έφερναν το βράδυ στο σπίτι και συνέχιζε η Ιοκάστη τις σπιτικές εργασίες μέχρι αργά.
Τελειώνοντας η σχολική χρονιά στο γυμνάσιο πλέον το καλοκαίρι του 1965 το δεκαπεντάχρονο «Αλκιβιάδη» ο πατέρας του ο «Κλέαρχος» τον μετέφερε στα Καμένα Βούρλα για εργασία. Ήταν η εποχή που τα Καμένα Βούρλα ήταν δημοφιλές τουριστικό θέρετρο και υπήρχαν ευκαιρίες για εργασία. Εκεί ξεκίνησε την καριέρα στα τουριστικά επαγγέλματα πλένοντας τα ποτήρια στο μπαρ γνωστού ξενοδοχείου. Πολύ σύντομα έγινε βοηθός σερβιτόρου μέχρι το τέλος της καλοκαιρινής σαιζόν. Στα Καμένα Βούρλα ο Αλκιβιάδης πέρασε τρεις μοναχικούς μήνες! Όταν η δουλειά της ημέρας είχε τελειώσει, πολλά βράδια έπαιρνε το ποδήλατο του δυο κουβέρτες και πήγαινε και κοιμόταν μέσα στο πευκόδασος επάνω από την ακρογιαλιά του Κρυονερίου! Του άρεσε ιδιαίτερα αυτός ο τρόπος ζωής. Ηταν μια εφηβικη εμπειρία! Εκεί στην ανία και στη μοναξιά της ερημιάς, εκεί όπου βασιζόταν αποκλειστικά και μόνο στον εαυτό του ένιωθε την πραγματική και κρυμμένη δύναμή του με τα σκούρα μελιά του μάτια να κοιτάζουν μέσα από τα δέντρα την απέραντη μοναξιά του διαστήματος,. 
Με την έναρξη της σχολικής χρονιάς ίσχυε ήδη η νέα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964  στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ήταν σε δύο τριετείς κύκλους (το Γυμνάσιο και το Λύκειο), και το «Ακαδημαϊκό Απολυτήριο» για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, με την ταυτόχρονη κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων στα ΑΕΙ, και η δημοτική γλώσσα ως όργανο και αντικείμενο διδασκαλίας και μάθησης. Κύριοι μεταρρυθμιστικοί στόχοι ήταν να γίνει η εκπαίδευση προσιτή σε όλες τις κοινωνικές τάξεις (δωρεάν παιδεία) και να διευθετηθεί ταυτόχρονα, με την ανάπτυξη ενός δεύτερου δικτύου τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης. Και πολύ απλά από το γυμνάσιο που είχε τελειώσει ο «Αλκιβιαδης» για εισαγωγή στο Λύκειο απαιτούντο πλέον εισαγωγικές εξετάσεις. Ο «Αλκιβιάδης» είχε την ατυχία να του συμβεί ένα απρόσμενο συμβάν και έχασε το λεωφορείο της γραμμής από τα Καμένα βούρλα για τη Λαμία την ήμερα των εξετάσεων και δεν έλαβε μέρος. Στο μυαλό του είχε καθίσει και η ιδέα ότι οι σπουδές στο Λύκειο κατά βάση προετοίμαζαν τους μαθητές για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και στη συνέχεια για ηγετικές θέσεις στη κοινωνία και προσωπικά για να ολοκληρώσει αυτό το κύκλο ένιωθε ότι δεν έχει το οικονομικό υπόβαθρο να υποστηρίξει αυτό το κύκλο σπουδών. Σκέφτεται μη ρεαλιστικές τις προσδοκίες για συνέχιση στις σπουδές του, κρίνοντας αντικειμενικά, ως ανυπέρβλητα τα εμπόδια που αποφέρουν οι οικονομικές δυσκολίες και η έλλειψη οικονομικής υποστήριξης από το οικογενειακό περιβάλλον. Έτσι, θεωρούσε τον εαυτό του ευάλωτο. Καθόλου περίεργο λοιπόν, που λίγο πριν ξεκινήσει το σχολικό έτος, το παράτησε οριστικά το λύκειο. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα ήταν μεγάλη σπατάλη χρόνου αν έμενε εκεί άλλα τρία χρόνια. Νόμιζε ότι ήταν σωστή η κίνησή του που έλαβε την απόφαση να παραιτηθεί από τη συνολική προσπάθεια ολοκλήρωσης των σπουδών του! Είχε αρχίσει δειλά-δειλά να σχεδιάζει το μέλλον του. Γυρίζοντας στη Λαμία και εγκαταλείποντας το Λύκειο είχε δυο σκέψεις στο μυαλό του. Πρώτον να βγάλει ναυτικό φυλλάδιο και δεύτερο να φοιτήσει στη σχόλη εμποροπλοιάρχων τη φημισμένη «ΛΑΜΙΑΚΗ». Οι απόφοιτοι της σχολής την εποχή εκείνη  ήταν περιζήτητοι στην εμπορική ναυτιλία.
Ναυτικό φυλλάδιο λόγω ηλικίας απαιτείτο γονική συναίνεση. Από τον «Κλέαρχο» ήταν πολύ εύκολο να τη πάρει μα αυτός επιθυμούσε τη συναίνεση να του τη δώσει η «Ιοκάστη.» Αρχικά ήταν ανένδοτη, έκαμψε τις αντιστάσεις της όταν της υποσχέθηκε ότι μέχρι να πάει στρατιώτης δεν θα φύγει. Ενδόμυχα πίστευε ότι θα του περάσει και έδωσε τη συγκατάθεση της. Το πρόβλημα της σχολής αποδείχτηκε ανυπέρβλητο. Ήταν ημερησία η σχολή και τα δίδακτρα ασήκωτα για το οικογενειακό τους βαλάντιο. Σαν εναλλακτική αποφάσισε να φοιτήσει στο νυχτερινό τμήμα εργοδηγών μηχανολόγων της σχολής και έπιασε δουλειά σ΄ ένα κατάστημα χονδρεμπορικής με δημητριακά προϊόντα τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Το κατάστημα ήταν  στη περιοχή της λαχαναγοράς και ταυτόχρονα έκανε μερικές έχτρα εργασίες βοηθώντας στα ξεφορτώματα των φορτηγών για έχτρα χαρτζιλίκι. Ήταν και η εποχή που απόκτησε τη βλαβερή συνήθεια του καπνίσματος και ταυτόχρονα η υπεύθυνη της σχολής αγγλικών όπου φοιτούσε κάλεσε την «Ιοκάστη» και της εκμυστηρεύτικε τις πολύ συχνές απουσίες του. Βλέπεις μάθαινε γαλλικό μπιλιάρδο το παλικάρι το έβρισκε πολύ πιο ενδιαφέρον.
Το  καλοκαίρι του 1966 δέκα εξάχρονος προσελήφθη εποχικός εργάτης στη ΔΕΗ. Την εποχή εκείνη επέκτειναν το δίκτυο της επιχείρησης στα γύρω χωριά της Υπάτης και αναζητούσαν προσωπικό να σκάβει για να τοποθετηθούν οι κολόνες του νέου δικτύου. Κοπιαστική η διαδικασία εγκατάστασης του νέου δικτύου, ειδικά αυτό της Υπάτης διάσχιζε βουνά και λαγκάδια. Πριν το σκάψιμο των λάκκων μέσα στους οποίους θα «εμφύτευαν» τις κολόνες, είχε προηγηθεί τεχνική μελέτη και σήμανση τοποθέτησης τους. Όλες οι κολόνες που τοποθετήθηκαν στη περιοχή προς επέκταση του δικτύου προς τα χωριά είχαν ύψος από 10 μέχρι 15 μέτρα και η θεμελίωση τους γύρω στα δυο μέτρα για λόγους αντοχής και τήρησης των κανόνων ασφαλείας. Θεόρατα ξύλα. Τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν γερανοί, που να σηκώναν και «φύτευαν» τις κολώνες. Η διαδικασία που ακολουθούσαν οι εργάτες της ΔΕΗ ήταν η εξής: Πρώτα άνοιγε ο λάκκος με προσοχή ώστε μη χαλάσει η συνοχή της γης γύρω του.  Ο Εργάτης χειριζόταν έναν ατσάλινο σφυρήλατο λοστό 225 εκατοστών μήκος περίπου τη γνωστή παραμίνα. Σφυρηλατημένο ατσάλι για αντοχή με στιλβωμένα, λοξά νύχια για ακρίβεια στο σκάψιμο.
Ο «Αλκιβιάδης», δέκα εξάχρονος ήταν όχι απλώς ο νεότερος της εργατικής ομάδας αλλά σχεδόν οι περισσότεροι τον θεωρούσαν παιδί τους. Είχε συμφωνήσει με τον εργοδηγό ότι δεν θέλει διάλειμμα στην εργασία του απλά όταν τελειώσει το λάκκο του να είναι ελεύθερος. Ο εργοδηγός γελώντας συγκαταβατικά συμφώνησε μαζί του. Δυστυχώς για τον «Αλκιβιάδη» σε ελάχιστα σημεία το έδαφος ήταν ευκολόχρηστο στους περισσότερους λάκκους ήταν σκέτος γρανίτης. ''Όσο πιο στενός ήταν ο λάκκος, τόσο καλύτερα. Μετά έβαζαν στην μια πλευρά του λάκκου ένα έλασμα, το λεγόμενο ως «γκόμενα» στην αργκό των εργατών και παράλληλα πλησίαζαν την κολόνα από την απέναντι πλευρά. Στη συνέχεια άρχιζαν να σηκώνουν την κολόνα από τη μια άκρη της, για να μπορεί να γλιστράει το κάτω μέρος της, μέχρι να σηκωθεί όρθια. Για τη δική τους ασφάλεια και για να υπάρχει καλύτερος έλεγχος σε όλη τη διαδικασία, η κολόνα ήταν δεμένη με σκοινιά δεξιά και αριστερά. 'Όταν κατάφερναν να τοποθετήσουν την κολόνα κατακόρυφα μέσα στο λάκκο, ρίχνανε μέσα χώμα και τραβούσαν τη λαμαρίνα, που πλέον δεν χρειαζόταν. Η διαδικασία τελείωνε με καλό πάκτωμα του χώματος με ειδικούς τετράγωνους κόπανους.
Θυμάται εκείνες τις  μέρες με καύσωνα στο οροπέδιο της Υπάτης, με τον λίβα να καίει τα σπαρτά, με το θερμόμετρο να χτυπάει σαρανταπεντάρια, και να προσπαθούν ντάλα μεσημέρι να στήσουν τις κολόνες και τις περισσότερες φορές η υψηλή θερμοκρασία και η πίσσα από τις κολόνες να καταστρέφει το δέρμα τους με εγκαύματα.  Φτώχεια καταραμένη που οι εργάτες, ποτέ δεν σκέφτηκαν μέτρα προστασίας, ποτέ δεν διανοήθηκαν να κάτσουν στη σκιά να περάσει το καμίνι. Η ανάγκη για επιβίωση, ήταν πάνω από όλα. Και τότε, στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, ήταν όλα χειροκίνητα. Όλες οι δουλειές γινόταν με το χέρι, με την πλάτη.
Πέρασε ο Ιούνιος και τέλος Ιουλίου αρχές Αυγούστου είχε στηθεί το δίκτυο, τέλειωσε το σκάψιμο παροπλίστηκε η παραμίνα και έμειναν αναμνήσεις οι κάλοι, οι φουσκάλες και το σκίσιμο στο δέρμα του «Αλκιβιάδη» κάτι που  αποτελεί συχνό φαινόμενο για όσους ασχολούνται με βαριές χειρονακτικές εργασίες χωρίς να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα προστασίας. Στη συνέχεια άρχισε η σύνδεση δικτύου στα σπίτια. Ηλεκτρολόγος της εταιρείας εκτιμώντας τον ακάματο ζήλο του τον πρότεινε στη διοίκηση να τον πάρει βοηθό του και να του ανανεώσουν τη σύμβαση όταν τελείωση το τρίμηνο του. Δεν είχε περάσει ούτε εβδομάδα στα νέα του καθήκοντα που η θεία του «Ερμιόνη» τον κάλεσε να πάνε στο χωριό στη Ρειχιά. Και όταν τον «Αλκιβιάδη» τον καλεί η «Ερμιόνη» σαν άλλος Μωυσής ανοίγει πέρασμα στη θάλασσα και ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της. Με το πρώτο λεωφορείο της γραμμής ο Αλκιβιάδης αναχώρησε για Αθήνα και από εκεί με την θεία «Ερμιόνη» για Μονεμβάσια. Μάλιστα, η «Ερμιόνη» του είχε προτείνει από το Πάσχα το καλοκαίρι να πάμε μαζί οι δύο τους δυο εβδομάδες διακοπές στο χωριό! Δεν το έκρυβε ότι τον ξεσήκωσε η ιδέα αυτή, σκεφτόταν πόσο έντονα περάσαν το τελευταίο Πάσχα. Ίσως μια καινούργια καλοκαιρινή γνωριμία και αυτός να αφεθεί σε αυτή τη φαντασιακή τρέλα του και του αρέσει πολύ. Ένα ταξίδι διακοπών που θα ρουφάει ήλιο, θάλασσα ένταση και φυσικά την ανατροπή.
Γυρίζοντας ο «Αλκιβιάδης» από τις καλοκαιρινές διακοπές παράλληλα με τη φοίτηση στη σχόλη του αναζήτησε μία εργασία παρεμφερή στο τεχνικό κλάδο αλλά την εποχή εκείνη το μαθητευόμενο οι εργοδότες το προσλάμβαναν άμισθο για να μάθει τη τέχνη. Αναγκάστηκε να ασχοληθεί με οικοδομικές εργασίες που ήταν πιο προσοδοφόρες οικονομικά. Στη λέσχη που σύχναζε για μπιλιάρδο γνώρισε ένα νεαρό εργολάβο που είχε αναλάβει την εργολαβία της επένδυσης πλακιδίων στις εγκαταστάσεις του μεγάλου επίγειου δορυφορικού σταθμού στις Θερμοπύλες και στα νεοαναγειρόμενα σφαγεία Λαμίας. Αναζητούσε εργάτη για να παρασκευάζει τις λάσπες στους δυο μαστόρους του, προσφέρθηκε τον προσέλαβε στην μικρή του ομάδα που την απάρτιζαν τρία-τέσσερα άτομα όλα πολύ νεαρής ηλικίας και έτσι περίπου κύλησε η εφηβεία του μεχρι την ενηλικίωση του. Με το καιρό έγινε ένας καλός μάστορας σε επενδύσεις πλακιδίων το χειμώνα και σερβιτόρος-μπάρμαν τα καλοκαίρια στα Καμένα Βούρλα. Επίσης ο εργολάβος εκτός από ένας πολύ καλός παίκτης στο γαλλικό μπιλιάρδο ήταν και άριστος σκακιστής, και δεν άργησε να γαλουχήσει και τον Αλκιβιάδη ώστε να εντρυφήσει και αυτός στα μαγικά μυστικά του σπουδαίου αυτού παιχνιδιού.
Η «Ιοκάστη» μερίμνησε με μια καθηγήτρια αγγλικών να κάνει ο «Αλκιβιάδης» ατομικά μαθήματα στο σπίτι της καθηγήτριας και έτσι κουτσό-έμαθε πέντε-δέκα υποφερτές αράδες από δαύτα γιατί με τα αρχαία και τις ξένες γλώσσες δεν το είχε και στο άνετα το άθλημα. Τουναντίον διάβαζε ότι βρισκόταν στα χέρια του. Η υπεύθυνη της δημοτικής βιβλιοθήκης Λαμίας του είχε το ελεύθερο ότι ώρα ήθελε όποιο βιβλίο ήθελε του το παραχωρούσε ελεύθερα! Και από τα πρώτα βιβλία της βιβλιοθήκης ήταν και «Τα κατά συνθήκην ψεύδη» του Μαξ Νορντάου  (1849-1923).  Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του, εβραϊκής καταγωγής, Αυστριακού στοχαστή Μαξιμίλιαν Ζίντφελντ… που τον σημάδεψε σα χαρακτήρα. Το διάβασε όταν ήταν δέκα πέντε χρονών και τον συνεπήρε τόσο πολύ που το ξαναδιάβασε και πάλι δεύτερη φορά.
Απλώς τελείωσε τη νυκτερινή σχόλη εργοδηγών μηχανολόγων. Τελευταία χρονιά η σχολή  του επέστρεψε το χρηματικό ποσό που είχε καταβάλλει στα δίδακτρα σαν ο μαθητής που ξεχώρισε με την απόδοσή του. Βρισκόταν στα Καμένα Βούρλα δούλευε στο μπαρ-μπουφέ μεγάλου ξενοδοχείου που του έφερε ο ταχυδρόμος την επιταγή με τα χρήματα. Την εποχή εκείνη στα Καμένα Βούρλα έκαναν εμφανίσεις περιοδεύοντες θίασοι τραγουδοποιών. Για ένα μεγάλο διάστημα ήταν και ο Γιάννης Σπάρτακος, ο «μικρός βασιλιάς» της τζαζ ένας από τους κορυφαίους Έλληνες συνθέτες, πιανίστας και μαέστρος με τέσσερα πέντε κοριτσόπουλα στη πίστα. Λογικό ήταν να μη χρειαζόταν ο «Αλκιβιαδης» και ιδιαίτερο κόπο να καταναλώσει το αντίτιμο της υποτροφίας του.
Υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του ως υπαξιωματικός στο τεχνικό κλάδο στα τεθωρακισμένα. Με την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, σκεπτόταν τον επαγγελματικό προσανατολισμό του και την επιλογή του σωστού επαγγέλματος που θα ταίριαζε στον χαρακτήρα του, τα ενδιαφέροντά του, και σα νέος θα είχε την ευκαιρία να εξελιχθεί στο μέλλον σ' έναν ενήλικα που θα αντλεί ικανοποίηση από την εργασία του! Απόφοιτος της Μέσης σχολής Εργοδηγών μηχανολόγων έκανε αίτηση πρόσληψης στον ΟΤΕ και Την Ολυμπιακή Αεροπορία για τα  τεχνικά τμήματα. Αναμένοντας της έκβαση των αιτήσεων δούλευε εργάτης στις οικοδομές. Την εποχή του 1972-3 στην Αθήνα γινόταν οργασμός ανοικοδόμησης. Η αναμενόμενη πρόσληψη καθυστερούσε, και τότε θυμήθηκε το ναυτικό του φυλλάδιο το καταχωνιασμένο από την «Ιοκάστη» σε κάποιο συρτάρι. Το ξέθαψε κατέβηκε Πειραιά και χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε στο Περσικό κόλπο μπαρκαρισμένος σ' ένα γκαζάδικο. Ταυτόχρονα η Ολυμπιακή του πρότεινε πρόσληψη άλλα δεν την αποδέχτηκε. Έμεινε εννέα μήνες στη θάλασσα. Γυρίζοντας στην Ελλάδα έλαβε την απόφαση να φοιτήσει ως είχε δικαίωμα ένα έτος στη ναυτική ακαδημία μηχανικών εμπορικού ναυτικού ώστε το επιλεχθέν επάγγελμα να του διασφαλίζει τις επιδιωκόμενες προοπτικές εξέλιξης του, και να μην αποτελεί μια παρωχημένη επιλογή που ενδεχομένως θα τον οδηγούσε σε μια αδιέξοδη κατάσταση στασιμότητας. Τον κέρδισε η θάλασσα όπως την ατένιζε στα θολά παιδικά του όνειρα από τις ακτές της Αγίας Μαρίνας Φθιώτιδας παρασύροντας τον στα πιο μαγευτικά ταξίδια. Κι’ η θάλασσα τον δέχτηκε στην αγκαλιά της προς μεγάλη απογοήτευση της Κύπριας φιλολόγου του που αλλιώς τη φανταζόταν τη σταδιοδρομία του. (Όχι πάντως μηχανικό. Κάτι για ρεπόρτερ του έλεγε. Δημοσιογράφος εννοείς; τη ρωτούσε.)
Για κάποιους ανθρώπους τα γράμματα γίνονται πολυτέλεια όταν το μόνο που τους έχει απομείνει είναι η περηφάνια της φτώχειας τους. Και άντε και πώς να το ανακοινώσει στην «Ιοκάστη» που τον έβλεπε να παίρνει τα γράμματα και καμάρωνε. Έβλεπε στο γιο της τα διψασμένα για γνώση μάτια της.
Μπορεί να φαίνεται ανόητο αλλά κάποτε μέσα του σαν φευγαλέο σύννεφο είχε ένα όνειρο πολύ κοινό, να συνεχίσει τις σπουδές του, αλλά υπήρχε έλλειψης στόχων, για την ακρίβεια με την πιο πλατιά έννοια του όρου απλώς να αποκτήσει ευρύτερες γνώσεις. Κάπου κάπου το όνειρο αυτό γυρνούσε και του κτυπούσε τη πόρτα μα με τον καιρό ένιωσε ότι ήταν πλέον ένα όνειρο παραγκωνισμένο στο χώρο της φαντασίας του.
«Ίσως κάποια μέρα.» Σκεφτόταν.
«Ίσως.»
Μα εκείνη η μέρα δεν ήρθε, δεν του παρουσιάστηκε ποτέ. Τώρα που έχει τα τριπλάσια χρόνια, κυνηγάει την παιδική ηλικία που δεν είχε, και γι' αυτό του αρέσουν οι παιδικές περιπέτειες. 
Υ.Γ: Και στα είκοσι οκτώ του χρόνια έκοψε και το τσιγάρο άπαξ και δια παντός.

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

The happy night of the Tibetans,

μαγικό τραγούδι και ρυθμός .... χαμογελαστά πρόσωπα. Φιλικά πρόσωπα! Αγαπητά πανέμορφα κορίτσια! Η ανοιχτή ψυχή των χορευτών είναι πλήρης αρμονία. Και αυτή η αρμονία μεταδίδεται σε όλους εμάς που παρακολουθούμε αυτό το βίντεο.
Ευχαριστώ όλους για το βίντεο.

Παρασκευή 24 Μαΐου 2024

Malaga... Playa de la Malagueta.. Ki Ena Mpoykali Sangria

Ένα μικρο απόσπασμα από την «Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ....»
«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε Μυθοπλασία ΙΙ: (Part:1)
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part..1).....
...Ξαδέρφη αυτό το υπέροχο και απρόβλεπτο ταξίδι που λέγεται ζωή είναι γεμάτο συγκινήσεις, όμορφες στιγμές, αλλά και προκλήσεις εκεί που δεν τις αναμένεις και οι προκλήσεις γίνονται αισθητές και δημιουργούν μια νέα πραγματικότητα επιφέροντας επιπτώσεις και μας υποχρεώνουν να κάνουμε επιλογές που ας είμαστε ειλικρινείς μας φέρνουν αντιμέτωπους με ηθικά διλήμματα. Μπορεί να υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους, παρόλο που μια γυναίκα είναι παντρεμένη, βρίσκει τον εαυτό της τόσο ευάλωτο και εκτεθειμένο να σκέφτεται κάποιον άλλο άνδρα και η σεξουαλική έλξη που της ασκεί να είναι  αναπόφευκτη! Από ηθικοπλαστικής φύσεως του αυστηρά μονογαμικού έρωτα θα βασανίζεται πολύ να σταματήσει να τον σκέφτεται αλλά νομίζω πως δεν υπάρχει τρόπος τις στιγμές που έρχεται αντιμέτωπη με τη σεξουαλικότητα που κρύβουμε μέσα μας, που δεν μπορεί να κρατηθεί άλλο και θέλει να εκδηλωθεί. Είναι οι στιγμές που η σάρκα φλέγεται, οι καύλες κι οι ορμές δεν έχουν εξαρτώμενα ραντεβού. Τότε είναι που δεν υπάρχει κάποιο πρωτόκολλο ή κάποιος ενδεδειγμένος τρόπος χειρισμού μιας τέτοιας κατάστασης. Τότε θα πρέπει να αποφασίσει πώς το χειρίζεται παραιτούμενη από οποιαδήποτε προσπάθεια ηθικοπλαστικής επιχειρηματολογίας! Αγαπητή μου ξαδέρφη υπήρχε, υπάρχει μα και θα υπάρχει εσαεί το παράνομο, το «απαγορευμένο μήλο…» το αμαρτωλό!. Ακριβώς σαν την παρακάτω ιστορία που σου διηγήθηκε η καλή σου φίλη η Ελπινίκη, της κυρίας Μελισσάνθης της συζύγου του υποπλοιάρχου σε γκαζάδικο που εκτελούσε ταξίδια από Μεσόγειο θάλασσα στη Βραζιλία.
Η ερωτική ιστορία αυτή συνέβη πριν μερικά χρόνια και η Ελπινίκη την είχε ακούσει με μια γερή δόση από κουτσομπολιό που σκοτώνει, από τις κοπέλες που εργάζονταν στα γραφεία της μεγάλης ναυτιλιακής εταιρείας που εργαζόταν και ο σύζυγος της και την είχε μεταφέρει στην Εριφύλη. Η Μελισσάνθη όμορφη και σέξι γυναίκα δε δούλευε, γυμναζόταν και πρόσεχε γενικά πολύ τον εαυτό της στα τριάντα πέντε της χρόνια! Γύρω στο ένα εβδομήντα, αδύνατη, μελαχρινή με σγουρά μαλλιά, μαύρα μάτια και πολύ δυνατό στήθος, λες και σου μιλούσε. Παντρεμένη και αυτή με ναυτικό από κάποιο νησί των Κυκλάδων. Την εποχή εκείνη ο σύζυγος είχε μπαρκάρει υποπλοίαρχος σε γκαζάδικο που εκτελούσε ταξίδια από Μεσογειακούς λιμένες της Βορείου Αφρικής στη Βραζιλία μεταφέροντας Crude oil. Η Μελισσάνθη πήρε το αεροπλάνο με προορισμό τη Μάλαγα Ισπανίας και από εκεί οδικώς για τον λιμένα διέλευσης του πλοίου το Αlgeciras όπου επιβιβάστηκε φιλοξενούμενη επιβάτης να μείνει μερικές ημέρες με το σύζυγο της. Ο υποπλοίαρχος του πλοίου ένας στιβαρός άνδρας στα σαράντα και κάτι του χρόνια, στο πλοίο σαν υπεύθυνος των υγρών και επικινδύνων φορτίων, έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος με πολύ πιεστικές καταστάσεις και υπερβολικές απαιτήσεις με τη διαχείριση τους που απαιτούσαν αυξημένη διαθεσιμότητα (χρονική, ποιοτική,) εξειδίκευση και υψηλή ευθύνη. Οι συνέπειες της καθημερινής απασχόλησης του με πρόσθετες ώρες εργασίας είχαν σαν αποτέλεσμα να του παράγουν μια ανισορροπία στις ώρες εργασίας του που επηρέαζε την ποιότητα της ζωής του! Κατ΄ επέκταση, θεωρείτο «φυσιολογικό» στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του να αισθάνεται καταβεβλημένος και ταυτόχρονα μειωμένη επιθυμία για τη σχέση που αφορούσε τα σεξουαλικά συζυγικά του καθήκοντα κατά την διάρκεια παραμονής της Μελισσάνθης στο πλοίο. Με λίγα λόγια και καθόλου μουσική δεν δείχνει ιδιαίτερη έμφαση και ορθή εκτίμηση στις σεξουαλικές ανάγκες της κυρίας Μελισσάνθης που πλεονάζουν. Η κυρία Μελισσάνθη μια που πήγε και μια που ξεμπαρκάρισε στο γυρισμό επιστροφή στην πατρίδα με το ίδιο δρομολόγιο σχεδόν αγάμητη. Οι φήμες ότι ο κύριος υποπλοίαρχος είχε αποκτήσει το πολύ συχνό αφροδίσιο νόσημα το βακτήριο Chlamydia trachomatis από μια γρήγορη ξεπετά στη Μπραζίλια και μόλις είχε αναρρώσει και ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός βρίσκοντας δικαιολογία τον φόρτο της εργασίας του για να αποφεύγει τη σεξουαλική επαφή με την κυρία του, ίσως να ήταν και fake news. Στο γυρισμό στον λιμένα του Αlgeciras από το πλοίο μαζί με την κυρία Μελισσάνθη ξεμπαρκάρισε και είκοσι πεντάχρονος νεαρός μηχανικός με καταγωγή από νησί του Αργοσαρωνικού. Ξεκίνησαν αργά απόγευμα από το Αlgeciras με το σούρουπο να τους ακολουθεί κατά μήκος της Costa del Sol Occidental, ο ουρανός ήταν πλημμυρισμένος από ιριδίζοντα ρόδινα και γαλαζοπράσινα, χρώματα, μπλεγμένα αξεδιάλυτα μεταξύ τους, έτσι όπως μόνο η Φύση ξέρει να κάνει, έφτασαν όταν ο ήλιος έγερνε βάφοντας μενεξεδένια τη δύση, και το φως της ημέρας ξεθώριαζε γρήγορα, παραχωρώντας τη θέση του σ’ ένα ήσυχο, μεσογειακό σούρουπο. Η βραδιά είναι διαυγής και δροσερή, και τα φώτα της Malagas λαμπυρίζουν και τρεμοπαίζουν, καλωσορίζοντας τους καθώς αποβιβάζονται στο ξενοδοχείο. Τα νέα φθάνοντας στη Μάλαγα για την κυρία Μελισσάνθη και το νεαρό μηχανικό είχαν δυο όψεις και ευχάριστη και δυσάρεστη αναλόγως από ποια οπτική το έβλεπε ο καθείς τους. Πρώτον με αιτία της απεργίας ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας του αεροδρομίου είχαν ακυρωθεί οι πτήσεις το τελευταίο είκοσι τετράωρο και λόγω μεγάλης πληρότητας των ξενοδοχείων ο πράκτορας πιστεύοντας ότι έχουν συγγένεια μετά βίας τους βρήκε προς διάθεση ένα δίκλινο δωμάτιο σε καλό ξενοδοχείο. Με μια αρχική αμηχανία και μερικά ναι μεν άλλα για την τιμή των όπλων, το αποδέχτηκαν αμφότεροι με άκρως φιλική διευθέτηση. «Είναι ότι καλύτερο κατόρθωσα να βρω.» τους πληροφόρησε ο πράκτορας. Έπρεπε να ξεφύγουν απ’ αυτή τη δύσκολη θέση που έδειχνε «μεν» ιδιάζουσες συνθήκες συγκατοίκησης, «αλλά» πολλά υποσχόμενη καθώς το νέο τους ταξιδιωτικό πρόγραμμα μέχρι να ξεκινήσει η πτήση τους περιελάμβανε τουλάχιστον δυο διανυχτερεύσεις. Το ξενοδοχείο είναι κοντά στον λιμένα και τα μεγάλα μπαλκόνια του βλέπουν στην ατελείωτη θάλασσα! Το δωμάτιο δίκλινο με δύο μονά κρεβάτια και έναν καναπέ μεγάλο ευρύχωρο, κλιματιζόμενο με μπαλκόνι με θέα το λιμάνι, τηλεόραση, ψυγείο, δωρεάν wifi, όπου επικρατεί τάξη και καθαριότητα, είκοσι τετράωρο room service. Ο νεαρός μηχανικός τη βοήθησε να μεταφέρουν τις αποσκευές τους στο δωμάτιο. Η Μελισσάνθη μπαίνει τελευταία μέσα, κλειδώνει την πόρτα, βγάζει τα παπούτσια της, φορά παντόφλες του ξενοδοχείου και τακτοποιεί προσεκτικά το πανωφόρι της και την τσάντα της στον καλόγερο και κάθεται στον καναπέ. Ο Νεαρός περιεργάστηκε τα κατατόπια του δωματίου και σχολίασε τα όντως άνετα αν και μονά κρεβάτια που υπήρχαν λέγοντας ότι θα είχαν άνεση στον ύπνο. 
Η Μελισσάνθη κοιτά το ρολόι της. «Είμαι λιγάκι ψόφια, δεν κοιμήθηκα πολύ χθες το βραδυ. Θα μπορούσε να ήταν και χειρότερα όμως. Εγώ με όλη αυτή την αναστάτωση ήδη πεθαίνω της πείνας! Εσύ;».
«Έχω λυσσάξει στην πείνα. Αλλά να κάνουμε πρώτα ένα ντους;»
«Εννοείται πως είναι το πιο αναγκαίο αυτή τη στιγμή μετά το δίωρο ταξίδι μας με το ταξί.»
Ο νεαρός μπήκε πρώτος στο ντους! Όταν τελείωσε και βγήκε ήταν ήδη ντυμένος έτοιμος για έξοδο.
«Μπείτε και  κάνετε ντους με την ησυχία σας.» και βρήκε την ευκαιρία να της πει πως μόνος αυτός μόνη και αυτή, χωρίς υποχρεώσεις αυτό το βράδυ, να βγαίναν για ποτό, φαγητό, οτιδήποτε. Προς μεγάλη του χαρά δέχτηκε την πρόσκληση του με ευχαρίστηση.
«Εγώ θα βγω στο μπαλκόνι όταν είστε έτοιμη με φωνάζετε να καλέσουμε ταξί για το εστιατόριο.»
«Η Μελισσάνθη κοιτάζει δήθεν με απορία γύρω της.»
«Συμβαίνει κάτι;» Τη ρωτάει
«Κοιτάζω αν είμαστε πολλές»
«Ο νεαρός με γέλιο καλόκαρδο, χαρούμενο. «Για τον πληθυντικό εννοείς;»
Η Μελισσάνθη σκέφτηκε πως μια παράξενη συγκυρία της φέρνει απρόσμενα και αναπόφευκτα τη συγκατοίκηση με το νεαρό άνδρα σ΄ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου! Ωστόσο, είχε καλή διάθεση για αυτό που ζούσε. Το κλειδί βρισκόταν στον τρόπο που σκεπτόταν: πέταξε οτιδήποτε αρνητικό και προγραμμάτισε τον νου της να λειτουργεί με θετικές και όμορφες σκέψεις. Μπαίνοντας κάτω από το ντους ένιωσε πολύ πιο ενεργητική με το νερό που πέφτει πάνω στο σώμα της. Χαλαρά και χωρίς βιασύνη, υιοθετώντας ρουτίνα ομορφιάς, φρόντισε και περιποιήθηκε τον εαυτό της που βελτίωσαν όχι μόνο την εμφάνιση της αλλά και την ψυχολογία της. Τέλος ξύρισε και περιποιήθηκε το μουνάκι της, βγήκε έτοιμη, ντύθηκε όμορφα με ένα ωραίο στενό casual φόρεμα έβαλε το καυλωτικό άρωμα της έτοιμη να βγουν με το νεαρό μηχανικό για φαγητό και μετά για ένα ποτό. Ο Νεαρός όσο πλησίαζε η ώρα να βγουν με την Μελισσάνθη άρχιζε να αγχώνεται ευχάριστα. Η ώρα πέρασε και η Μελισσάνθη έκανε την εμφάνιση της στο μπαλκόνι. «Δεν άργησα;» Την είδε! Πολύ καλή η εμφάνιση της, εξωτερικά που φορούσε ρούχο στιλάτο εφαρμοστό και ελάχιστα προκλητικό άλλα από κάτω οι καμπύλες της φαινόταν σκέτη καύλα.
Το ταξί μετά από μια πολύ σύντομη διαδρομή τους άφησε στην Playa de la Malagueta στη γειτονιά με τη μεγάλη γαστρονομική προσφορά να απολαύσουν τις πολλαπλές γαστρονομικές επιλογές τους μπροστά στη Μεσόγειο και η γαστρονομική περιήγηση στη νυχτερινή ζωή της Μάλαγα που είναι απόλαυση καθώς πέφτει η νύχτα. Τα φώτα της πόλης αντανακλούσαν στο νερό. Δάση από κατάρτια διαμέλιζαν το φέγγος της πανσέληνου. Εκείνη τη στιγμή ο νεαρός μηχανικός ένιωθε πως το τοπίο το είχε ζωγραφίσει ο Πικάσο. Ανάμεσα σε κτίρια του δέκατου ένατου αιώνα, μεγάλα δέντρα και ουρανοξύστες υψώνονται στη Μάλαγα και μπροστά τους μια γωνιά μεγάλης μοναδικότητας η Playa de la Malagueta. Το σκηνικό έμοιαζε με καρτ ποστάλ, από τους ψηλούς φοίνικες μέχρι την κατάλευκη άμμο που την έγλειφαν τα κύματα. 
«Το γνωρίζεις ότι η Μάλαγα αυτό το ιστορικό λιμάνι της Μεσογείου, είναι η πόλη του Πικάσο;» γυρίζει και λέει στην Μελισσάνθη ρουφώντας με τα ρουθούνια του την τσίκνα από τα τις paella&Tapas των πολυπληθών ρεστοράν της περιοχής. Η Μελισσάνθη ένιωσε το χέρι του νεαρού άνδρα να τη σπρώχνει απαλά για να περάσει από την ξύλινη πόρτα ενός μικρού ισπανικού εστιατορίου. Μια ανατριχίλα τη διαπέρασε στο άγγιγμα του και υποχρεώθηκε να τονίσει στον εαυτό της ότι η χειρονομία του ήταν απλώς μια επίδειξη ευγένειας και καλών τρόπων. Τίποτα παραπάνω. Τώρα η Μελισσάνθη γλιστρούσε αργά στο κάθισμα που εκείνος τράβηξε ευγενικά για να τη διευκολύνει να καθίσει. Το τραπέζι τους βρισκόταν σε διακριτική θέση, σε μια γωνία. Το εστιατόριο συνδύαζε την ησυχία και την σπιτική ζεστασιά ακριβώς πάνω στη θάλασσα με πολλά χάλκινα σκεύη κουζίνας κρεμασμένα στον έναν τοίχο και ξεθωριασμένα σχέδια ζωγραφικής στον απέναντι. Η ατμόσφαιρα μύριζε σκόρδο και ελαιόλαδο. Μιλούσαν τρώγοντας και πίνοντας για δυο ώρες στη Playa de La Malagueta και άρχισε να αρέσει ο ένας στον άλλον σιγά σιγά. 
«Επιδόρπιο;» ρώτησε την ώρα που η Μελισσάνθη περνούσε απαλά την πετσέτα από τα χείλη της. «Θ’ αστειεύεσαι. Κοντεύω να σκάσω.» «Απ’ ό,τι βλέπω, χρειάζεσαι λίγη εξάσκηση για να τρως πλούσιο γεύμα. Δεν παραξενεύομαι που είσαι τόσο αδύνατη.» «Ε, όχι και αδύνατη!» διαμαρτυρήθηκε εκείνη, μολονότι ένιωθε μυστικά ευχαριστημένη για το κομπλιμέντο. Ποτέ δεν υπήρξε αδύνατη και δεν επρόκειτο να γίνει. Ευθύνονταν τα γονίδιά της γι’ αυτό. «Εντάξει, λοιπόν. Να πιούμε το ποτό μας στο ξενοδοχείο;»
 Απόλαυσαν ένα δείπνο με υπέροχα πιάτα πίνοντας από δυο ποτήρια γλυκό δροσερό κρασί και επιστρέφοντας από το εστιατόριο στο ξενοδοχείο, σίγουρα σκεφτόταν και οι δυο το σεξ. Το ζήτημα ήταν ποιος θα κάνει την πρώτη κίνηση, το πρώτο βήμα. Ένα μικρό «απρόσεχτο» βήμα ήταν αρκετό και πριν καταλάβουν τι έγινε το καζάνι που έβραζε θα σκάσει. Θα γινόταν έτσι κι αλλιώς! Λέγαν αστεία και γελούσαν μαζί. Μεσανυχτα έμοιαζε ήδη σαν να γνωρίζονταν μια ζωή. Συνέχισαν να μιλάνε χαλαρά η Μελισσάνθη αραγμένη στο μικρο καναπέ και ο νεαρός άνδρας απέναντι της σε μια  καρέκλα. Μιλούσαν κυρίως για τη δουλειά των ναυτικών, για το τι τους αρέσει και φυσικά η κουβέντα δεν άργησε να πάει και στα ερωτικά. Η γυναίκα όπως καθόταν έτσι απλωμένη απέναντί του τα δυο υπέροχα πόδια της που ήταν μισάνοιχτα και το φόρεμα της ήταν λίγο σηκωμένο, ανάμεσα φαινόταν τέλεια το κιλοτάκι της. Ένα άσπρο διάφανο με πολύ δαντέλα, υπέροχο και από μέσα σαν μέσα από ελαφρά ομίχλη φαινόταν ροδοκόκκινα τα χείλη απ΄ το μουνί της και το καυλί του κόντεψε να σπάσει το παντελόνι του στη θέα του. Η Μελισσάνθη από απέναντι μπορούσε να βλέπει τον καβάλο του παντελονιού του μόλις κατάλαβε τι είχε συμβεί χαμογέλασε με πολύ νόημα. Παραπονέθηκε ότι νιώθει  τον αυχένα της βαρύ και κουρασμένο, αυτό το «πιάσιμο» που φέρνει πονοκέφαλο. Ο νεαρός άνδρας βρήκε την ευκαιρία που αναζητούσε να κάνει την  κίνηση του. Η σανγκρία (sangria) βοηθούσε, το μπουκάλι που είχαν πάρει μαζί τους στο ξενοδοχείο είχε σχεδόν τελειώσει και η υπομονή και τον δυο επίσης. Από εκείνη την πρώτη ώρα που είχανε βρεθεί μόνοι τους, η καύλα και το πάθος τους, τους καλούσε να παρασυρθούν, σε «παράνομα» - κατά τους τύπους- μονοπάτια ηδονής. Ενώ τίποτα το συγκεκριμένο δεν ειπώθηκε ήταν ολοφάνερο ότι στο μυαλό και των δύο ένα πράγμα υπήρχε. Πως θα πηδηχτούν άγρια αφήνοντας τους τύπους και τις δικλίδες ασφαλείας κατά μέρους.  
«Ένα καλό μασάζ μπορεί να είναι εξαιρετικά χαλαρωτικό και να σου προσφέρει ανακούφιση από το άγχος, θα σε χαλαρώσει, θα σε κάνει να αισθανθείς όμορφα!» Της λέει και σηκώθηκε, πήγε πίσω της και άρχισε να της κάνει μασάζ ξεκινώντας από το κεφάλι για να υπάρξει οικειότητα στα πρώτα του αγγίγματα προχωρώντας σταδιακά προς τον αυχένα, η Μελισσάνθη τεντώθηκε, το απολαμβάνει και αναστέναξε βαθιά. 
«Ξέρεις πόση ώρα το θέλω αυτό.» του είπε. 
«Εγώ να δεις!» υποδεικνύοντας ότι επιτείνει τα λεγόμενα της και ότι και αυτός νιώθει τα ίδια και ακόμα πιο έντονα.
«Πλάκα μου κάνεις τώρα!»
«Στόχος μου με την ενθάρρυνση σου είναι να σε ευχαριστήσω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.» της απαντά.
«Με κάνεις να νοιώθω όμορφα μαζί σου!» 
«Με όλο το θάρρος αν κατάλαβα καλά στο πλοίο κάποιες στιγμές η σχέση σας με το σύζυγο φάνταζε κάπως τεταμένη! Συζυγικές αψιμαχίες;»
«Το πρόβλημα ήταν ότι γενικά έχω μανία να αναλύω υπερβολικά τα πράγματα κι αυτό τον κουράζει. Για αυτό κι έχω γίνει, λέει, ψυχαναγκαστική.»
«Μάλιστα. Και αυτό επηρεάζει και τη σεξουαλική σας ζωή;»
«Δεν ξέρω πως να το ερμηνεύσω! Σκέφτομαι, δηλαδή, μήπως γενικά έτσι είναι οι σχέσεις όταν με τα χρόνια αρχίζεις να συνηθίζεις τον άλλον.»
«Δεν συμφωνώ μαζί σου. Εξάλλου δεν είσαι τόσο μεγάλη! Απεναντίας είσαι νέα και ποθητή.»Της λέει συνεχίζοντας το μασάζ στον αυχένα, ασκώντας απαλή πίεση με τις άκρες των δακτύλων του κατά μήκος της βάσης του κρανίου της. Απελευθερώνοντας ελαφρά το φερμουάρ στο φόρεμα ψιλά είχε ελεύθερους τους ώμους της και άρχισε σιγά-σιγά να κατεβαίνει μέχρι την κορυφή των ώμων της με κυκλικές κινήσεις αυξάνοντας σταδιακά την πίεση καθώς οι μύες της άρχισαν να χαλαρώνουν.
«Εσύ! Για πες τώρα, τι λέει η κοπέλα σου για το επάγγελμα σου;»
«Δεν υπάρχει καμία. Μόνος μου είμαι.»
«Μάλιστα. Και πως είναι η σεξουαλική σου ζωή τελευταία;»
«Πικρή η αλήθεια αλλά θα την πω, νιώθω εντελώς άδειος.»
« Αα! κρίμα. Καλά κι εγώ, μη νομίζεις, καιρό έχω να....»
«Η εύθραυστη μελαχρινή ομορφιά σου μην μου πεις πως δεν έχει θαυμαστές! Όλες οι γυναίκες, έχουν τουλάχιστον έναν θαυμαστή στο περιβάλλον τους ο οποίος παρά το γεγονός ότι γνωρίζει ότι είναι δεσμευμένες, τις πολιορκεί διακριτικά. Σίγουρα προτάσεις δεν σου έχουν κάνει; Άσε τον ναυτικό και παντρέψου εμένα».
«Γέλια...»
«Χυλόπιτα έχεις ρίξει;»
«Ναι έχει χρειαστεί» «Γέλια»
«Εμμονικός θαυμαστής;»
«Ναι έχει υπάρξει. Του μίλησα στα ίσα και με ψυχραιμία και κατάφερα να τον απομακρύνω όταν του είπα ότι δεν έχω διάθεση για κάτι παραπάνω. Το θέμα είναι ότι απλά δεν έχω συνηθίσει να...... Αυτό με τα αφροδίσια που κυκλοφορούσε στο πλοίο ισχύει;» τον ρωτάει ξαφνικά στο ξεκάρφωτο και ο νεαρός έκπληκτος χάνει τα λόγια του μένει αμίλητος. 
«Τον… τον παλιομαλάκα! Τον γαμημένο!» ξεσπάει η Μελισσάνθη.
« Ώπα, αγρίεψαν τα πράγματα…Το θέμα είναι βαρύ και απαιτεί ανάλυση.» Την περιπαίζει με ευχάριστη διάθεση και με σκοπό να διασκεδάσει με τις αντιδράσεις της.
«Όλα καλά;» τη ρώτησε.
«Ναι, όλα καλά», είπε.
Με απαλές κινήσεις επιδέξια και τρυφερά κατεβαίνει ποιο χαμηλά από τους ώμους απελευθερωνει το σουτιέν της από το σύνδεσμο στην πλάτη με αυτοπεποίθηση και αυτό είναι κάτι που ανοίγει τον δρόμο. Τον δρόμο της απόλαυσης μέσα στην κοιλάδα των μαγεμένων λόφων της. Με αργές κυκλικές κινήσεις προχωρά σταδιακά και φτάνει να της κάνει μασάζ στο στήθος ξεκινώντας από έξω προς τα μέσα μέχρι τις θηλές. Άφησε την γυναίκα να τον καθοδηγήσει σχετικά με το μέγεθος της πίεσης που την ευχαριστεί περισσότερο. Οι θηλές ανασηκώνονται με τα χάδια και το μασάζ, σηματοδοτώντας τη διέγερση. Το κορμί της είχε ανάψει, ξύπνησε τις αισθήσεις της, της ξύπνησε το πάθος και τη σεξουαλική επιθυμία. Μείναν για μια στιγμή σιωπηλοί. Ακούει μόνο την αναπνοή της οι θηλές της ευδιάκριτες στητές του ξυπνάνε περίεργα ένστικτα, κάρφωσε τα μάτια του στα δικά της και άρχισε να έχει μια ωραιότατη στύση. Τότε την αγκάλιασε και φιλήθηκαν. Αυτή έμεινε άφωνη ακουμπώντας τον τοίχο, και μάλλον σκεφτόταν πολλά! Αισθανόταν τη δύναμη των μυών του στην προσπάθεια να τον σπρώξει μακριά της, αλλά τα χέρια της έγιναν αδύναμα καθώς η ένταση του φιλιού του δυνάμωνε. Η αντίστασή της γινόταν όλο και πιο απρόθυμη συνειδητοποιώντας ότι ανταποκρινόταν στα φιλιά του. Τα χέρια του αγκάλιασαν κτητικά τους γοφούς της και την έσφιξε τόσο δυνατά πάνω του ώστε εκείνη ένιωσε τον ερεθισμό του. Την είχε φέρει ακριβώς εκεί που ήθελε τώρα. Το κορμί της είχε αποδειχτεί τόσο προδοτικό. Της έβαλε το χέρι της εκεί στη στύση του, η Μελισσάνθη το έσφιξε δυνατά. «Ωραία τι κάνουμε.» της λέει. Το μουνί της είχε διογκωθεί και άρχισε να «μυρμηγκιάζει». Ο κόλπος της γέμισε υγρασία έτοιμος για σεξουαλική πράξη. «Πάμε στο κρεβάτι.» 
Τράβηξε το κεφάλι του προς το μέρος της και τα χείλη τους έσμιξαν πάλι βίαια καθώς το χέρι της έβγαλε αυτό που αναζητούσε από το παντελόνι του. Τα χέρια του τυλίχτηκαν στη μέση της, θηλυκώνοντας τα σώματά τους, καθώς τα στόματα τους δαγκώνονταν λαίμαργα. Ανυπομονησία ξέσπασε ανάμεσά τους, και τα δυνατά χέρια του νεαρού άνδρα γλίστρησαν στον κορμό της, έπιασαν τους γλουτούς της και την ανασήκωσαν με ευκολία. Το σώμα της κατάλαβε τι της ζητούσε και ανταποκρίθηκε. Τα πόδια της τυλίχτηκαν αυτόματα γύρω από τη μέση του, ο άνδρας γύρισε στο πλάι και με δυο βήματα την κόλλησε στον τοίχο, και άρχισε να τη σπρώχνει τρίβοντας το σκληρό πούτσο του στην κοιλότητα που σχημάτιζε το φόρεμα της. Ηδονή και λαχτάρα σφυροκοπούσαν μέσα της και ξεφυσούσε στο στόμα του, εκλιπαρώντας τον σιωπηλά να της δώσει κι άλλο. Τα στήθη της πιέστηκαν στο στέρνο του. Ο ερεθισμός του ήταν τόσο έντονος και εντυπωσιακός που η Μελισσάνθη ένιωσε ένα ρίγος ωμής γυναικείας δύναμης. «Σε θέλω τώρα. Τώρα», τον ικέτεψε. Με μάτια που έκαιγαν, έβγαλαν τα ρούχα τους και τα άφησαν να πέσουν στο πάτωμα. «Θεέ μου, τι όμορφη που είσαι», ψιθύρισε ο νεαρός άνδρας. Το καυτό του βλέμμα έκανε τις θηλές της να σκληρύνουν. Πήρε τα στήθη της στις παλάμες του, χάιδεψε την σάρκα τους κι έπειτα έσκυψε για να τα φιλήσει. Η Μελισσάνθη έβγαλε μια κραυγή, έγειρε αυθόρμητα μπροστά κι έκλεισε τα μάτια της παραδομένη στην ηδονή. Τα χέρια του άνδρα, χάιδευαν τις σφιχτές καμπύλες της κοιλιάς και της μέσης της. Η αναπνοή της έγινε πιο γρήγορη, η φλόγα ανάμεσα στους μηρούς της δυνάμωνε αβάσταχτα.  Τη σήκωσε στην αγκαλιά του, και τη μετέφερε στο κρεβάτι. Την απέθεσε κι έγειρε πάνω της, σκορπίζοντας φιλιά στα στήθη και στους ώμους της. Ύστερα κατέβηκε χαμηλότερα στους γοφούς. «Είσαι σίγουρη;» είπε μέσα απ’ τα δόντια του. «Ναι», απάντησε αποφασιστικά η Μελισσάνθη. «Είμαι». Δείχνοντας πως έχει φτάσει η ώρα να ξεκινήσουν το ταξίδι της μεγάλης απόλαυσης!

Η συνέχεια στην ...
Click to Open
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part..2)
.....
 
Web Informer Button