ADS

click to open

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

To Proto Mparko: Anthismeni Orchidea Sti Sera

Ναυτικός! Το πρώτο Μπάρκο, Δόκιμος μηχανικός.......
Ήταν καλοφτιαγμένος, είχε εκείνα τα κλασσικά και όμορφα μεσογειακά εξωτερικά χαρακτηριστικά. Ψηλός με φαρδιούς ώμους και σώμα δεμένο. Μαλλιά, κυματιστά και πυκνά, καλογραμμένα σαρκώδη χείλη, σκούρα μελιά μάτια, λακκάκια. Ένας νεαρός άνδρας γοητευτικός, ήσυχος, σχεδόν εσωστρεφές άτομο, με μια ευγένεια, είχε περιορισμένους φίλους και πολλές ανησυχίες.
Γεννημένος πριν από είκοσι δύο χρόνια στις δυτικές παρυφές του Λακωνικού Πάρνωνα, με την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων στα μέσα της δεκαετίας του 1970-80, αναζητούσε απαντήσεις στις υπαρξιακές ανησυχίες που τον απασχολούν, στους προβληματισμούς του, στα ερωτηματικά που αναδύονται μέσα του και αναζητούν επιτακτικά απάντηση στο πως θα είναι η επόμενη μέρα στοχεύοντας σε ένα καλύτερο μέλλον.
Αναζητά απ' τον εαυτό του να δώσει απαντήσεις σε μια σειρά από προκλήσεις μέσα από την διαδρομή και τις επιλογές που θα επηρεάσουν την κατοπινή του βελτίωση της προσωπικής και επαγγελματικής του ευημερίας, χωρίς όμως να αγνοεί τους περιορισμούς του συστήματος και τις ανάγκες που του επιβάλλουν οι παρούσες συνθήκες της καθημερινής του επιβίωσης.
Αφού δοκίμασε αναζητώντας την ευκαιρία του, στο κόσμο των «χρυσών ευκαιριών» σε διάφορες πρόσκαιρες εργασίες στη στεριά, νιώθει ότι στη παρούσα κατάσταση η δουλειά του δε του ταιριάζει, δε τον εμπνέει, έχει πολλά παράπονα για αυτή, απλώς τη χρειάζεσαι γιατί τα έξοδα τρέχουν ειδικά  τις δύσκολες αυτές εποχές. Παράλληλα εκτιμώντας τις καταστάσεις, με οδύνη διαπίστωσε ότι δεν ήξερε να πουλάει τον εαυτό µου, ντρεπόταν να τους αφήνει να τον χρησιμοποιούν ως γρανάζι μιας απρόσωπης μηχανής. Οι προγονοί του στην αγκαλιά του Πάρνωνα και του Ταϋγέτου εκεί στην κοιλάδα του Ευρώτα θεωρούσαν την ανδρεία, αρετή ισότιμη του έρωτα και της αυτοθυσίας, ήθελε να πιστεύει μια σταγόνα από το DNA τους κυκλοφορούσε και στο δικό του στο αίμα.
Ήταν εδώ και κάμποσος καιρός που τον ταλάνιζε ένα κοκτέιλ ιδεών να «μπαρκάρει» ως ναυτικός. Σαν ψίθυρος στριφογύριζαν αυτές οι ιδέες στο μυαλό που τις συνοδεύουν επίμονες φιλοδοξίες να ανοίξει νέους δρόμους και να ξεκινήσει να γράφει μια άγραφη επαγγελματική ιστορία απ' την αρχή. Η ιδέα να «μπαρκάρει» του ακούγεται αρκετά δελεαστική και ενδιαφέρουσα επιλογή... 
Τη θάλασσα την αγαπούσε αλλά δεν μπορούσε με τη λογική να εξηγήσει το γιατί. Μηδέ συγγενείς στα καράβια είχε, μηδέ μεγάλωσε σε κανένα λιμάνι.... 
Και τελικά, αποφάσισε να παραιτηθεί από την εταιρία στην οποία εργαζόταν για να κυνηγήσει το  όνειρο που δεν ήταν άλλο από το να ακολουθήσει αυτό το δρόμο, το δρόμο που οδηγούσε στη θάλασσα. Οι ναυτικοί περνούσαν μεγάλα διαστήματα μακριά από τα σπίτια και τις οικογένειές τους. Παρ' όλα αυτά, οι άνθρωποι από τα πανάρχαια χρόνια έμπαιναν στον πειρασμό να ακολουθήσουν αυτό το δρόμο. 
Σύντομα βρέθηκε στην Ακτή Μιαούλη στον Πειραιά εφοδιασμένος με το Ναυτικό Φυλλάδιο και το βιογραφικό του ανά χείρας.  Είχε όλα τα τυπικά προσόντα για να αναζητήσει μια καλή θέση εργασίας την εποχή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ενδιαφέρουσα από πολλές απόψεις για τα πληρώματα.  Ήταν περιζήτητα  να επανδρώσουν τα πλοία του Ελληνικού Εμπορικού Ναυτικού. Η ανεργία στην ξηρά αναγκάζει χιλιάδες νέους αλλά και ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας να στραφούν προς τη θάλασσα. Η Ακτή Μιαούλη στον Πειραιά γέμιζε κάθε πρωί από ναυτικούς που ζητούν μια δουλειά.
Η αναζήτηση λύσης για την έξοδο από το επαγγελματικό του αδιέξοδο του φαντάζει ότι σύντομα θα αποτελεί παρελθόν, καθώς στο χέρι κρατούσε το αεροπορικό εισιτήριο για το επαγγελματικό του ταξίδι με προορισμό λιμένα του Περσικού κόλπου. Μπάρκαρε ως Δόκιμος μηχανικός σ’ ένα ατμοκίνητο γκαζάδικο εικοσαετίας.
Και καθώς τώρα νιώθει ότι ένας καινούργιος κύκλος στη ζωή του αρχίζει, με προσδοκίες για μια καριέρα στη θάλασσα, όλα έδειχναν πως η συνέχεια των σπουδών του που τόσο πολύ επιθυμούσε, ήταν πλέον ένα όνειρο παραγκωνισμένο στο χώρο της φαντασίας.
Ίσως κάποια μέρα.
Ίσως.
....Από πότε είχε να κλάψει, στ' αλήθεια, ούτε αυτός δεν θυμόταν. Ίσως από τότε, που είχε αφήσει πίσω του αρκετά επώδυνα είναι η αλήθεια μια σχετικά αδύνατη σχέση. Αλλά και τότε, υστέρα από μια μεγάλη, γεμάτη ένταση και άφθονα δάκρυα συζήτηση που αποφάσισε ότι όλα είχαν τελειώσει δεν θυμόταν να είχε κλάψει. Έτσι κι’ αλλιώς πότιζαν ένα μαραμένο λουλούδι εδώ και πολύ καιρό, και ο χρόνος αμείλικτος είχε αποδείξει ότι ήταν ένας απλός ενθουσιασμός και του ήταν αδύνατον να αγνοήσει την πραγματικότητα. Εκείνες τις γκρίζες στιγμές διαισθανόταν ότι σπαταλάει τις σταγόνες της ψυχής του σ’ έναν δεσμό χωρίς μέλλον. Έκρυψε καλά τον πόνο του, γιατί o χωρισμός είναι πάντα επώδυνος ακόμη και όταν ξέρουμε ότι είναι η σωστή επιλογή αλλά και ο χρόνος είναι επίμονος και τα γιατρεύει όλα. Και η επιθυμία του, η ανάγκη του για νέες γνωριμίες φούντωνε και πάλι μέσα του και μεγάλωνε όπως τα μανιτάρια στην υγρασία.
Έχουν περάσει πάνω από πέντε μήνες από τότε που μπαρκάρισε στο πλοίο και βαφτίστηκε στην «αλμύρα» που του διαλύει την ανεμελιά και τον φέρνει αντιμέτωπο με μια σκληρή πραγματικότητα. Συνθήκες άγνωστες πρωτόγνωρες. Συνθήκες που τείνουν να ανατρέψουν τις μέχρι χθες εμπειρίες του. Η ζωή στη θάλασσα και τα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ναυτικοί δεν είναι «παιχνίδι» για όλους. Με μία έννοια οι ναυτικοί προσπαθούν να ανταπεξέλθουν σε μια σειρά από προκλήσεις που αντιμετωπίζουν. Σκληρή σωματική δουλειά, ψυχολογική πίεση, δύσκολες καιρικές συνθήκες, δύσκολα ταξίδια, αλλά συνάμα περιπετειώδη και συναρπαστικά. Μαθαίνουν να αγωνίζονται. Αποκτούν γνώσεις, εμπειρίες, αναπτύσσουν προσωπικότητα.
Για τον ναυτικό, η θάλασσα είναι η μεγάλη αγάπη αλλά και το στοιχειό με το οποίο παλεύουν καθημερινά οι ναυτικοί για να τα βγάλουν πέρα στη σκληρή ζωή τους. Η Θάλασσα είναι μια γυναίκα επικίνδυνη, πλανεύτρα, που δύσκολα μπορεί να κατακτήσει, μια γυναίκα που μέσω της προσπάθειας του να την τιθασεύσει τη λατρεύει. Λέγεται συχνά ότι οι συγκρίσεις αυτές φανερώνουν σεξουαλική εξιδανίκευση. Εκφράζουν μάλλον μια τόσο αρχέγονη συνάφεια ανάμεσα στη γυναίκα και τα στοιχεία όσο και η ίδια η σεξουαλικότητα. Ο άντρας περιμένει από την κατάκτηση της γυναίκας κάτι διαφορετικό από την απλή ικανοποίηση ενός ενστίκτου, η γυναίκα είναι το προνομιούχο αντικείμενο μέσω του οποίου υποτάσσει τη φύση
Το τελευταίο τους ταξίδι, με αφετηρία τον Περσικό κόλπο και προορισμό λιμένες της Ευρώπης, γίνεται με τον περίπλου της Αφρικής από τα ανατολικά προς τα δυτικά.
Σε ενδιάμεσο σταθμό του ταξιδιού σταμάτησαν για ανεφοδιασμό καυσίμων στα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου. Κάποιο λειτουργικό πρόβλημα με το πλοίο του ανεφοδιασμού των καυσίμων, έγινε η αιτία να μείνουν «ράδα» στο ασφαλές αγκυροβόλιο του νησιού για περισσότερο από δυο ημέρες.
«Τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου, στον Ατλαντικό Ωκεανό, βρίσκονται δυτικά του πιο δυτικού σημείου της Αφρικής, Το αρχιπέλαγος αποτελείται από δέκα νησιά και πέντε νησάκια, τα οποία διαιρούνται σε προσήνεμες και υπήνεμες ομάδες.
Τα νησιά είναι ηφαιστειακά στην προέλευση, και όλα εκτός από τρία είναι ορεινά. Το κλίμα είναι τροπικό και ξηρό, παρουσιάζοντας λίγη παραλλαγή καθ' όλη τη διάρκεια του έτους. Οι άνεμοι είναι συχνοί, φέρνοντας περιστασιακά σύννεφα άμμου από την έρημο Σαχάρα της Αφρική στην ανατολή. Η βροχόπτωση είναι πολύ μικρή και ανώμαλη. Η βλάστηση είναι αραιή και αποτελείται από τους διάφορους θάμνους, την αλόη, και άλλα ενάντια στη ξηρασία είδη.
Οι παρατεταμένες ξηρασίες είναι ένα αυξανόμενο πρόβλημα για το μικρό αρχιπέλαγος, το οποίο δεν έχει καμία ανανεώσιμη πηγή γλυκού νερού.
Το Πράσινο Ακρωτήριο είναι συμβαλλόμενο μέρος στις διεθνείς συμφωνίες σχετικά με τη βιοποικιλότητα, την αλλαγή κλίματος, την ερήμωση, την περιβαλλοντική τροποποίηση, το νόμο προστασίας θαλασσίου περιβάλλοντος.»
Απογευματινές ώρες βρέθηκε ξένος, μοναχικός, να περιπλανάται τους ήσυχους χωματόδρομους του νησιού, χωρίς πρόγραμμα η σχέδιο στο μυαλό του. Είχε αρκετό καιρό να περπατήσει στη στεριά, σήμερα ήταν ελεύθερος όλο το εικοσιτετράωρο να περιπλανηθεί στην πρωτεύουσα του νησιού που επεκτείνεται σε έναν λόφο με θέα το μικρο λιμάνι και τον κόλπο που αγκυροβολούν τα πλοία.
Στην πραγματικότητα δεν ήταν βέβαιος τι ακριβώς επιθυμούσε, αισθανόταν απλώς να διολισθαίνει σε κάτι για το οποίο δεν ήταν καθόλου σίγουρος τι είναι.
Χαμένος στις σκέψεις του, συνέχισε την περιπλάνηση, πήρε τη δεξιά διακλάδωση που οδηγούσε σ' ένα πανδοχείο. Ο δρόμος αν και ανηφορικός ήταν ομαλός, δεν είχε σε κανένα σημείο σκαλιά ως πάνω στο λόφο κι εκείνος περπατούσε αργά αναπνέοντας το ζεστό ανοιξιάτικο άνεμο που φυσούσε πάνω από τα βουνά με ασβεστολιθικά πετρώματα και χυνόταν πέρα στους γκρίζους λόφους και στις μικρές πολυσχιδείς  κοιλάδες με τους γραφικούς τοπικούς καταυλισμούς. Κάθε τόσο σταματούσε και γύριζε να κοιτάξει γύρω του. Η μέρα ήταν πολύ ζεστή και ο ουρανός, με ένα γκριζωπό γαλάζιο, έμοιαζε να είναι ακόμη σκεπασμένος από τη σκόνη μιας αμμοθύελλας που έπληξε το νησί και της οποίας οι τελευταίες ουρές έσβηναν στη δύση. Η ατμόσφαιρα γινόταν ανάρια κι ο ουρανός πιο ξέθωρος και κάθε ώρα που περνούσε, όλο ξεθώριαζε και η σκόνη έφευγε βιαστικά για κάπου αλλού. Ο ουρανός γίνηκε πάλι ξέθωρος κι ο ήλιος έκαιγε. Μακριοί μαντρότοιχοι συνοδεύουν τους ανηφορικούς δρόμους κατεστραμμένοι σκούροι ηφαιστιογενείς βράχοι δίνουν την θέση τους σε περιορισμένα πράσινα τοπία, θαλασσινές εικόνες διαδέχονται τους φτωχούς γραφικούς οικισμούς. Μερικά καινούργια σπίτια κάνουν δειλά την εμφάνισή τους μέσα σε όλη αυτή την κατάπτωση και ροδιές, χαρουπιές, συστάδες από φραγκοσυκιές και φοινικιές δίνουν μια ποιητική νότα στο φτωχικό τοπίο. Ολόγυρα του στο βάθος όπου υπήρχε πρασινάδα σκόρπια έβοσκαν λίγα αγριοκάτσικα που σκαρφάλωναν στις φαρδιές φαγωμένες πεζούλες.
Μπροστά του στο ύψωμα υπήρχε ένα πανδοχείο που εξυπηρετούσε τους επισκέπτες του νησιού ως επί το πλείστον, και κυρίως τα πληρώματα των πλοίων που έριχναν άγκυρα στο αγκυροβόλιο για ανεφοδιασμούς καύσιμων και για φρέσκα τρόφιμα. Στάθηκε στο πλάτωμα και αγναντεύει κάτω στο αγκυροβόλιο στην υπήνεμη πλευρά του νησιού που βλέπει νοτιοδυτικά όπου ελιμενίζονταν τα πλοία. Η ατμόσφαιρα ήταν σχετικά θολή και ο μυχός του όρμου δεν διακρίνεται πολύ καθαρά από μακριά. Οι γλάροι συνέχιζαν το σιωπηλό κυκλωτικό τους πέταγμα πάνω από τα ψαροκάικα του θαλάσσιου κόλπου. Βέβαια δεν είχε έρθει εδώ να θαυμάσει τη θέα αλλά απλώς να σπαταλήσει λίγες ώρες ανεμελιάς. Καθώς λοιπόν βυθιζόταν στις αξεδιάλυτες σκέψεις του όχι από κάποια έγνοια αλλά από ένα είδος αφηρημάδας που τον κατείχε δεν είχε αντιληφθεί ως την τελευταία στιγμή πως δύο μάτια τον παρακολουθούσαν από την άκρη του δρόμου εκεί στον εξωτερικό χώρο του πανδοχείου. Ανασηκώνοντας το βλέμμα του, την είδε μπροστά του, αρκετά μέτρα μακριά του. 
Τα μάτια ανήκαν σε νεαρό κορίτσι που στεκόταν ανάμεσα στα λιγοστά δέντρα εμπρός του.... και μια ομίχλη που σχηματίστηκε από την ομορφιά της έχει μπει τώρα μπροστά στα μάτια του. Μυστήριο! Επίσης εκτός από εκείνον και το κορίτσι, βρισκόταν πολύ λίγα άτομα εκεί γύρω. Γιατί όμως τόση ερημιά; Συνήθως στο πανδοχείο όπως τον είχαν πληροφορήσει αυτήν την ώρα, είχε πολλούς επισκέπτες. Όσο ήταν μακριά την παρατηρούσε με πολύ ενδιαφέρον, όσο πλησίαζε έκανε τον αδιάφορο, έκανε σα να μην την είχε δει. Ήταν τόσο όμορφη! Ψηλή με υπέροχα βιολετί μάτια, σταρένια επιδερμίδα, κυματιστά μαλλιά που ανέμιζαν πλούσια κι έπεφταν στους ώμους. 
Βράδυνε το βήμα και πλησίασε αργά. Όταν έφτασε κοντά, το άρωμα της ερέθισε ευχάριστα τα ρουθούνια του. Γύρω τους και κοντά τους δεν υπήρχαν διαβάτες, προχώρησε έφτασε στο ύψος της και χωρίς να σταματήσει έριξε το βλέμμα του στην κατατομή της. 
Το κορμί της δύσκολα να το περιγράψει έτσι καλλίγραμμο που ήταν. Μια λυγερή σιλουέτα, λεπτή και χυμώδης, με ατέλειωτα πόδια, που έδειχναν ακόμη πιο μακριά κάτω από το κοντό λινό αμάνικο φόρεμα που φορούσε και τελείωναν σε ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια, και εάν δεν τα εμπόδιζε το έδαφος θα συνέχιζαν χωρίς τελειωμό παρατήρησε. Μια κρεολή με κορμί κορινθιακού αμφορέα, μύτη μικρή ανασηκωμένη, μάτια αθώα γκρίζα πράσινα, το πρόσωπό της ήταν χλωμό, γκρίζο, κι όμως υπέροχο, όμορφο σαν ξωτικού, πρωτόγονα αισθησιακό.  Ήταν η χλομάδα της που την’ έκανε τόσο όμορφη; Αυτός είχε πάντα αδυναμία στο εύθραυστο, στο ευάλωτο. Τα θέλγητρα της ήταν αυτό το θεϊκό αποτέλεσμα που φέρνουν οι διασταυρώσεις της Ευρώπης με την Αφρική, στις πολιτισμικές κοινωνίες. Στο πρόσωπο της φαντάζεται να αναδύεται η Αφροδίτη από τα νερά σαν ολόδροσο κύμα, σαν κατάξανθο στάχυ, μ’ έναν τρόπο που προκαλούσε ρίγη σε κάθε αρσενικό που θα τη συναντούσε. Μόλις την πλησίασε στα τέσσερα-πέντε μέτρα, του χαμογελούσε και κάρφωνε προς το μέρος του τα σκούρα βιολετί μάτια της. Φυσικά αρχικά αυτός πίστευε πως οι ματιές και το χαμόγελο απευθύνονταν σε κάποιον δεξιά, αριστερά ή πίσω του που πιθανόν να τον ακολουθούσε, ούτε μια στιγμή δεν του πέρασε η ιδέα πως προορίζονταν γι’ αυτόν.
Χρειάστηκε ν’ αναρωτηθεί: «Ποιος είναι τέλος πάντων αυτός ο τυχερός που εισπράττει αυτές τις καυτές ματιές κι αυτό το γοητευτικό χαμόγελο;» και σταμάτησε για να κοιτάξει πίσω του. Δεν είδε όμως κανένα, ούτε δεξιά ούτε αριστερά ούτε πίσω του. Σ’ ολόκληρο το χωματόδρομο ήταν μόνο αυτός!
Καθώς γύρισε πάλι μπροστά ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με την κοπέλα και ξαφνικά, βρέθηκε να κοιτάζει τα πιο έντονα σκούρα βιολετί μάτια που είχε δει ποτέ στη ζωή του. Έλαμπαν σαν σμαράγδια, την ίδια ώρα που τα μισάνοιχτα χείλη της του χάριζαν το χαμόγελο της. Έκπληκτος συνειδητοποίησε πως η ματιά της και το χαμόγελό της προοριζόταν γι’ αυτόν. 
Την έκανε εκεί λίγο πάνω απ' τα είκοσι χρόνια, καθώς στεκόταν εκεί μπροστά του όμοια με ανθισμένη ορχιδέα στη σέρα, και τον κοιτούσε κατά πρόσωπο με ένα ανυπόμονο βλέμμα και ανησυχητικό. Μια ζώνη που έσφιγγε την λεπτή μέση της αγκάλιαζε τα ονειρεμένα στήθη της. Για ένα ξένο ήταν δύσκολο να μαντέψει την καταγωγή της. Υπήρχαν σκιές στο πρόσωπο της που φάνταζαν μεσογειακές, άλλες σκιές κάποιας βόρειας φυλής και άλλες της Αλγερινής Σαχάρας. Ολόκληρη είχε μια απαλή σχεδόν καραμελένια, απόχρωση, που θύμιζε γυάλινο βάζο με μέλι κρατημένο στο φως. Το χρώμα της του έφερε στο νου, τους απαλούς χρυσαφένιους τόνους του ποταμού της ιδιαίτερης πατρίδας του, τις ήσυχες μέρες της άνοιξης όταν ο ήλιος έπεφτε στο νερό. Τον μάγεψαν οι χρυσαφιές ανταύγειες στις ίριδες των ματιών της και τα σαρκώδη χείλη της...... και το άρωμα του αλαβάστρινου κορμιού της πλανιόταν στον αέρα. 
Όλες αυτές οι σκέψεις τον παρέσυραν. Δεν ήταν όνειρο σκέφτηκε. Τότε; Θα πρέπει να ήταν φαντασίωση. Έκλεισε  τα μάτια, βέβαιος πως ανοίγοντας τα, δεν θα υπήρχε τίποτα κι όμως όταν τα ξανάνοιξε το κορίτσι στεκόταν εκεί δεν είχε εξαφανιστεί! Κοίταξε ένα γύρω είδε κάποιους να μπαίνουν στο πανδοχείο. Το πανδοχείο βρισκόταν ανάμεσα σε μια διχάλα του δρόμου που ήταν το σύνορο ανάμεσα σε δυο γειτονιές. Πλάι στο πανδοχείο υπήρχε μια μεγάλη διπλή αυλόθυρα που οδηγούσε σε μια ευρύχωρη αυλή, όπου βρισκόταν κάποια δωμάτια, και πίσω από αυτά ένα εστιατόριο με υπαίθριο μπαρ.
Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν ξανά, κοιτάξανε ο ένας τον άλλο, και μια περίεργη ζεστασιά τον πλημμύρισε. Η έλξη ανάμεσά τους ήταν πολύ δυνατή από την πρώτη κιόλας στιγμή. Τώρα την κοίταζε και αυτός στα μάτια, μα είχε χάσει τα λόγια του. Δεν υπήρχαν φράσεις που θα την περιέγραφαν τέλεια, απλά του ξεμυάλιζε τα μάτια. Κοιτάζονταν λες και ήθελαν να κατασκοπεύσει ο ένας τις κινήσεις του άλλου. Ήταν μόνοι τους, αλλά το ίδιο έκανε. Κάθε λεπτό που περνούσε έμοιαζε να δυσκολεύει περισσότερο το ξεκίνημα της κουβέντας.  Για μερικά λεπτά στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο χωρίς να μιλούν, «...και έχοντες να πουν πολλά τα λίγα δε μπορούσι...», όπως λέει ο ποιητής. Η ηρεμία και η γοητεία της νεαρής γυναίκας τον έκαναν να αισθάνεται άβολα. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι του είχε συμβεί κι εκείνη έμοιαζε να παίζει τα πιόνια στα δάχτυλα.
Πριν προλάβει ν’ αρθρώσει λέξη τον αιφνιδίασε! Ήταν εκείνη που πήρε την απόφαση και την πρωτοβουλία να σπάσει πρώτη την σιωπή.
«Hello "Γεια σου."»  Σε αργόσυρτα αγγλικά με τραγουδιστή πορτογαλική προφορά.
Η φωνή της ηχούσε σαν την πιο γλυκιά μελωδία άρπας, θελκτική σαν ζεστή μέρα καλοκαιριού. Ήταν μια οπτασία, σαν το ουράνιο τόξο με το μαγευτικό της το βλέμμα στο γλυκό δειλινό. Δεν ξέρει τι είδε στο πρόσωπό του και του χαμογελούσε αφήνοντας να φανούν τα όμορφα δόντια της ανάμεσα στα σαρκώδη χείλη της. Ήταν τόση η περιέργειά του που σκέφτηκε να περιμένει λίγο ακόμα μέχρι να του αποκαλύψει τις πραγματικές προθέσεις της. Σιωπηλός την παρακολουθούσε χαρίζοντας της και αυτός ένα αχνό χαμόγελο. Η κοπέλα περίμενε αρκετή ώρα να της απαντήσει και η παρατεταμένη σιωπή του την έκανε να στενάξει,  ενώ αυτός αναρωτιόταν πως έγινε αυτό το θαύμα. Όχι βέβαια πως δεν είχε επαφή με γυναίκες, αλλά αυτή η κοπέλα ήταν κάτι εξαιρετικό. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει, κάποιο μυστήριο υπήρχε. Τα πήγαινε καλά με τις γυναίκες, είχε αυτό που λένε «κλινικές αρετές», τις αγαπούσε, ήταν τρυφερός μαζί τους, για κάποιο διάστημα είχε δεσμό, αυτό κράτησε δυο χρόνια. Η κοπέλα του ήταν καλή σύντροφος αλλά δεν ταίριαζαν σεξουαλικά και υπέφερε μαζί του. Χώρισαν και τώρα ένιωθε ελεύθερος.
Σήμερα όμως μια αδεξιότητα δεν τον άφηνε να συγχρονιστεί, σαν αποτέλεσμα από ένα αίσθημα ισχυρό που εμφανίζεται όταν κάποιος συναντάει μια κοπέλα και δημιουργείται ένας ακαριαίος δεσμός με την πρώτη ματιά. Συλλογίστηκε την τελευταία φορά που ενδιαφέρθηκε για εκείνον ένα τόσο χαριτωμένο πλάσμα. Μια τόσο ελκυστική κοπέλα με υπέροχη φωνή. Της απάντησε στο χαιρετισμό με μια  δυσκολία. Ψάχνοντας τις σωστές λέξεις και κάτι τέτοιες ώρες οι λέξεις είναι άτιμες. Μπορεί να είχε ζήσει στα κοσμοπολίτικα Καμένα Βούρλα πέντε καλοκαιρινές σαιζόν, εκεί σαν έφηβος ενηλικιώθηκε, μπορεί ήδη να γνώριζε σχεδόν τα πάντα γύρω από το σεξ και την ανθρώπινη σεξουαλικότητα αλλά σήμερα παρέμεινε τρομερά αμήχανος απέναντι σ' αυτή τη νεαρή γυναίκα. Ιδιαίτερα όταν η έντονη σεξουαλικότητα φώλιαζε πίσω από το βλέμμα της υπέροχης νεαρής γυναίκας.
«Όμως διάβολε γιατί δεν μπορώ να αντιδράσω σαν ενήλικας να πάψω να ταράζομαι;» Αναρωτήθηκε. Και στο κάτω-κάτω το κορίτσι απέναντι του ήταν απλώς μια γυναίκα που επιθυμούσε να περάσει λίγο χρόνο μαζί της όσο το πλοίο θα έμενε στο νησί και η κοπέλα του άρεσε. Της χαμογέλασε.
Η κοπέλα απέμεινε να τον κοιτάζει προσεκτικά στο πρόσωπό του λες κι έψαχνε για κάτι σαν να του λέει κάτι μυστικό. «Είσαι απ’ το καράβι που έφτασε σήμερα;» Άκουσε ξανά την φωνή της να τον ρωτάει:... και η φωνή της ξανά και πάλι γλυκιά σαν μέλι μάλαξε τ᾽ αφτιά του...
«Ναι! Ήρθαμε στο αγκυροβόλιο για καύσιμα. Εσύ, είσαι από εδώ;» Μπράβο, βλάκα! Τι ρωτάς τη κοπέλα, δε βρήκες κάτι πιο έξυπνο να πεις, σκέφτηκε.
Η Κοπέλα χαμογέλασε  «Όντως! Κύριε…»
«Αλκιβιάδης, η απλώς  Άλκης.».
«Διδώ..... χάρηκα πολύ κύριε Άλκη.» 
Αυτός στεκόταν ακίνητος, καθώς τα μάτια του την περιεργάστηκαν από την κορφή έως τα νύχια, και δε βιαζόταν να τη χορτάσει. Ξεροκατάπιε, η καρδιά του ανέβασε παλμούς.
«Πολύ σκεφτικό σας βλέπω, έτσι σκεφτικός είσαστε πάντα, τι σκέφτεστε;»
«Το όνομα σας.... οι Ρωμαίοι έλεγαν ότι είναι οιωνός. Διδώ λοιπόν.»
«Υπάρχει μια πολύ παλιά ιστορία που αγαπούσε ο παππούς μου.»
«Η Διδώ ήταν μια παθιασμένη πριγκίπισσα που ερωτεύτηκε τον Αινεία, αυτή που έβαλε φωτιά και έκαψε όλα του τα πράγματα, όταν εκείνος την εγκατέλειψε. Αναρωτιέμαι λοιπόν: Όταν, ο νονός σου, έδωσε αυτό το όνομα στη βαφτισιμιά του είχε φανταστεί άραγε πως της έδινε χρησμό;»
«Αα έχει ενδιαφέρον να μου διηγηθείται την ιστορία της ερωτευμένης πριγκίπισσας. Έχετε χρόνο; Θέλετε να καθίσουμε εδώ στην αλέα στο πανδοχείο για ένα δροσιστικό;».
«Ναι, έχω χρόνο... Με μεγάλη μου χαρά δέχομαι την πρόσκληση;».
Κάθισαν σε μια γωνιά στην εξωτερική αλέα του πανδοχείου σ’ ένα τραπέζι κάτω από μια συστάδα με δέντρα από τροπικούς μάγκους. Αυτή δίπλωσε προσεκτικά την ελαφριά ζακέτα της, δείχνοντας μια πλέρια αδιαφορία για τους γύρω τους και την ακούμπησε στην άδεια καρέκλα. Η αδιαφορία της ήταν προμελετημένη κι όμως ολότελα φυσική. Έμοιαζε να καταλαβαίνει ότι τον ξάφνιαζε και του χαμογελούσε αφοπλιστικά. Φαινόταν πως περίμενε σχόλια η ερωτήσεις.
Έχοντας ανάμεσα τους το ψυχρό μάρμαρο του τραπεζιού και δυο ποτήρια δροσιστικούς χυμούς, συνέχισαν εξωτερικά την τυπική συζήτηση ενώ μέσα τους ζούσαν βουβές, ελπίδες του έρωτα.
Προσπάθησε να αγνοήσει τις πεταλούδες που φτεροκοπούσαν μέσα στο στομάχι του, δυσανασχετώντας, που δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί αλλά κάθε λεπτό που περνούσε έμοιαζε να του διώχνει την νευρικότητα και ένιωσε να ηρεμεί κάπως. Παρόλο που η καρδιά του εξακολουθούσε να χτυπάει γρήγορα, ο πανικός, το ένστικτο της φυγής, είχε υποχωρήσει. Έπλεξε και στριφογύρισε τα δάχτυλά του, ετοιμαζόταν κάτι να πει, να ξεκινήσει την κουβέντας τους. 
«Να μιλάμε καλύτερα στον ενικό;»
Με ένα κούνημα του κεφαλιού της, η Διδώ συμφώνησε.
«Έχεις εκπληκτικά όμορφα μάτια.» Της είπε.
Σήκωσε τα φρύδια της σε μια κωμική γκριμάτσα. Χαμογέλασε αυτάρεσκα, τέντωσε αδιάφορα το καλοφτιαγμένο κορμί της, τον κοίταξε τρυφερά, σούφρωσε παιχνιδιάρικα τη μύτη της και γεμάτη ικανοποίηση γέλασε μελωδικά.
Πόσο μαγικός ήταν αυτός ο ήχος, είχε περάσει πολύ καιρός από την τελευταία φορά που είχε να νοιώσει τέτοιο συναίσθημα. Ένα κύμα ικανοποίησης του προκάλεσε ο ήχος αυτός, ένιωσε την καρδιά του να κτυπάει πιο δυνατά.
Βυθίστηκαν και πάλι για λίγο στη σιωπή.
Ήταν σαν να προσπαθούσαν να παρασύρει ο ένας τον άλλο σε γνώριμα νερά. Κανείς τους δεν είχε το θάρρος να προχωρήσει πρώτος αλλά και κάνεις δεν ήθελε να αντισταθεί στο δυνατό ρεύμα.
Πλησίασε άφησε το ποτήρι της στο τραπεζάκι κάθισε δίπλα του σταύρωσε τα πόδια με κομψότητα κι άρχισε να τον ρωτά το καθετί, στη συνέχεια μεταξύ σοβαρού και αστείου του ζήτησε την παλάμη του, να εξερευνήσει τα μελλούμενα, σύμφωνα με τις απίθανες λαϊκές δοξασίες, κατάλοιπα της σχέσης των κατοίκων με το παρελθόν τους και με τις σαφείς διαχρονικά πορτογαλικές επιρροές στην περιοχή. Υπήρχε κάτι απροσδιόριστο στις αισθησιακές της κινήσεις. Σαν να άρχιζε ένα παιγνίδι με τους δικούς της κανόνες. Καθώς πήρε την παλάμη του στα χέρια της, ένοιωσε ένα παράξενο μούδιασμα, το μικρό θαύμα άρχισε αμέσως που το προκαλούσε το άγγιγμα της, οι αισθήσεις του ξύπνησαν, και πριν κατορθώσει να τις ελέγξει τα μάτια του έπεσαν επάνω της σαν τα άγρια άλογα που τα ελευθερώνουν από το μαντρί της αιχμαλωσίας τους. Είχε καταφέρει να κάνει απολύτως διάφανα τα αισθήματα του. Κάθε κίνηση της έστελνε αισθησιακές εικόνες στο μυαλό του και το μυαλό του τις μετέφερε στο κορμί του. Του κρατούσε το χέρι και τον κοιτούσε στα μάτια λες και ήθελε να τον καταλάβει καλύτερα. έσφιξε τα δάχτυλά της γύρω από την παλάμη του και για λίγο τα κράτησε έτσι, σφιχτά. Όταν τον άφησε είδε το λευκό αποτύπωμα των δακτύλων της πάνω στο χέρι του.
Έμεινε για λίγο ακίνητος και αμίλητος, μόνο να την κοιτάζει, χαμογελαστός, μ' ένα γλυκό χαμόγελο σαν αυτά των ανέμελων παιδιών, ήθελε να μοιραστεί τα συναισθήματα του μαζί της. 
Την είχε ανάγκη αυτή τη γυναικεία συντροφιά. Η παρουσία της κοπέλας δίπλα του, του είχε λείψει, εγκαταλείφθηκε σ’ ένα ηδονικό λίμνασμα, του έφτανε να τη βλέπει, να ακούει το χαμηλόφωνο γέλιο της που σχημάτιζε δυο υπέροχα λακκάκια στα μάγουλα της. Του έφτανε; Όχι βέβαια!
Τότε ξεχύθηκαν τα λόγια του σα να ξεπλακώθηκε. Της είπε ότι είχε αυτή την παράξενη αίσθηση πως δεν μπορούσε να μιλήσει η να σκεφτεί, κι όμως οι σκέψεις του ήταν πεντακάθαρες.
«Μου έκανες τίποτα μάγια;» Τη ρώτησε χαμογελώντας περιπαικτικά.
«Προσπαθώ.» Την άκουσε να του απαντά με τη χαδιάρικη φωνή της. Ήταν φανερό ότι τον πείραζε και είχε κάθε λόγο. Ένιωθε τόσο αδέξιος που καταντούσε γελοίος. Της είπε πως έχει το πιο όμορφο φυσικό και λαμπερό χαμόγελο!
Αυτή σιγομουρμούρισε ένα λαϊκό σκοπό χτυπώντας με τα δάκτυλα της το ρυθμό στο τραπέζι. Τα μάτια της έλαμπαν, την ίδια στιγμή που ένιωθε να τον υπνωτίζει αυτή η μαγευτικά αθώα ματιά της. Μιλούσε τρυφερά. Με αργές κινήσεις, άπλωσε το χέρι του πάνω στην ξύλινη επιφάνεια του τραπεζιού και άγγιξε ανάλαφρα τα δάχτυλά της. Μακριά και όμορφα νύχια βαμμένα ροζ, ένα απλό δαχτυλίδι, στολισμένο με μια ιριδίζουσα πετρούλα. Η κοπέλα κοίταξε το χέρι της και απάντησε στην ερώτηση που εκείνος δεν είχε διατυπώσει. «Ήμουν αρραβωνιασμένη. Αυτός βρίσκεται στην Πορτογαλία. Με επισκεπτόταν δυο τρεις φορές το χρόνο. Δεν ήμουν όμως πια σίγουρη κατά πόσο η σχέση μας ήταν σοβαρή και τελείωσε εδώ και ένα χρόνο. Απλώς το αναφέρω, για την περίπτωση που αναρωτιόσουν». Αυτός απολάμβανε τον τρόπο που η πορτογαλική προφορά της χρωμάτιζε τις λέξεις της. «Κατάλαβα». Οι παλάμες της ήταν υπερβολικά κρύες για την εποχή. «Εσύ δε φοράς δαχτυλίδι;» τον ρώτησε. «Όχι», της είπε.
Η ιδέα να μοιραστεί τη νύχτα μαζί της, που του είχε γεννηθεί άρχισε να ανθίζει με σιγουριά μέσα του. Όταν μετά τον καφέ παρήγγειλαν και αλκοολούχους χυμούς, το κλίμα έγινε ακόμα πιο θερμό. Τα βαμμένα σε τόνο ροζ νύχια της κροτάλιζαν στο κρυστάλλινο ποτήρι, δίνοντας τον παλμό. Αυτός άρχισε να χαλαρώνει και να απολαμβάνει τη συντροφιά της, αφήνοντας το δροσερό αεράκι να συμπληρώνει ευχάριστα το σκηνικό. Μια πολύχρωμη πεταλούδα που ήρθε και κάθισε για λίγο στο τραπέζι τον ενθουσίασε και παρήγγειλε ακόμα δύο χυμούς. Η μέρα του στο νησί εξελισσόταν κάτι περισσότερο από συναρπαστική.
Τον κοιταξε στα μάτια και τον ρώτησε αυτός πως αισθανόταν. « Εγώ από η πρώτη στιγμή ευχόμουν να με κοιτάξεις, αναρωτιόμουν και ανησυχούσα αν θα το κάνεις.» Μιλούσε βιαστικά με ελαφρώς ψιθυριστή φωνή! Σαν να είχε επαναλάβει τη φράση στο μυαλό της πολλές φορές.
«Θέλω να φύγουμε από εδώ, δε νοιώθω άνετα σε αυτό το περιβάλλον που βρισκόμαστε.»
Του πρότεινε να πάνε περίπατο στην παραλία, πέρα στο παλιό πορτογαλικό οχυρό. 
«Που είναι αυτό;»
Τα μάτια της κινήθηκαν δυτικά δείχνοντας του προς την κατεύθυνση του κάστρου.
Αυτός κοίταξε στο χωματόδρομο που το έδαφος ανηφόριζε ελαφρά, εκεί στη βορειοδυτική άκρη της ακτής βρισκόταν το παλιό οχυρό και πίσω του στις φτωχογειτονιές απλώνονταν τα σπίτια από ξύλο και πέτρα με απαλούς ξεθωριασμένους χρωματικούς τόνους.
Δίστασε μόνο για λίγο. Πήρε βαθιές ανάσες και ο θερμός αέρας γέμισε τα πνευμόνια του. Ξεπερνώντας τους αρχικούς δισταγμούς αποδέχτηκε την πρόκληση.
«Γιατί όχι;» Απάντησε.
«Δεν είναι πολύ μακριά, θα πάμε με τα πόδια.» Τον πληροφόρησε και σηκώθηκε. Όταν βρέθηκαν έξω, περπάτησαν για λίγο πλάι-πλάι, μια εικόνα που του έρχεται από τα παλιά.! Σταμάτησε και του έδωσε το χέρι. Εκείνος το κράτησε τρυφερά.
Κόντευε χρόνος από τη μέρα που χάλασε η τελευταία του σχέση και είχαν περάσει έξη μήνες που βρισκόταν στο βαπόρι. Κι όλο αυτό το διάστημα δεν είχε σχέση με γυναίκα. Εκείνο που διαπίστωνε τώρα ήταν πως το πάθος του για το πρώην κορίτσι του, του είχε καταλαγιάσει σε μια ανάμνηση πιο μαλακή, πιο ουδέτερη, πιο αδιάφορη.
Μπροστά τους η θάλασσα λαμπερή και γαλάζια παντού όσο φτάνει το μάτι, τα κύματα λικνίζονται απαλά και αναστενάζουν σαν μια πελώρια αναπνοή και ο κίτρινος ήλιος έγερνε πίσω στον ορίζοντα που βάφτηκε με το ζεστό θαμπό πορτοκαλί χρώμα εκεί που η θάλασσα συναντά τον ουρανό, κι οι  μαύρες τους σκιές πίσω τους είχαν μακρύνει, μακριά σαν τις ελπίδες και τους φόβους για το μέλλον τους.
«Είναι μακριά ακόμη;»...
«Όχι πολύ, γιατί;»
«Τίποτα.... Εκείνο είναι;»
«Ναι... Δε θ' αργήσουμε να φτάσουμε»...
Να που ανοίγει ξαφνικά το τοπίο και στην απότομη κορυφή ενός λόφου, όμοιου με έναν τεράστιο σωρό από χαλάσματα, εμφανίζονται τα ερείπια του Κάστρου. Ελάχιστα μακριά από τη πολιτεία και όμως φάνταζε τόσο μακριά από τον κόσμο φώλιαζε μέσα σε σχεδόν αόρατη πλαγιά ένα χαμηλό παλιό μαύρο τείχος που το σχήμα του απορροφάται μες σ΄ ένα συμπαγή πέτρινο όγκο αρμόνικα δεμένου με τα τοιχώματα των βράχων. Μια είσοδος ανοιχτή, όμοια με το μάτι του παρελθόντος που κοιτάζει το μελαγχολικό σκούρο τριανταφυλλί πανόραμα του ήλιου που βασιλεύει και στο βάθος το σύννεφο βαμμένο μαβί και χρυσό στα βουνά του Νησιού. Το οχυρό του έμοιαζε σαν να το 'παιρνε κάποιος μ' ένα αόρατο χέρι και να το πήγαινε πιο μακριά. Του φάνηκε ότι μια περίεργη γαλήνη και μια σιωπή επικρατούσε γύρω τους.
Θαμνώδης χαμηλή βλάστηση και ένας φυσικός φράχτης από βάτα σαν ξέπλεκα μαλλιά και σκίνα περιβάλλει το παλιό οχυρό, και στο τέλος του προς τα δυτικά στη μεριά της θάλασσας ένας αβαθής βάλτος με τα νερά του να γυαλίζουν στο λιόγερμα, γεμάτος καλαμιώνες και κιτρινωπά βουρλοτόπια, στην πρασινωπή φλέβα του νερού, σε σχήμα τοξοειδές και επίμηκες προεκτεινόταν μέχρι το κύμα και στα γκρίζα στίγματα της άμμου. 
Στις εκβολές του βάλτου το λιγοστό νερό του κατάφερνε να συντηρεί συστάδες από μερικά μαγγρόβια φυτά που στέκονταν πεντακάθαρα και τηλεσκοπικά προσδιορισμένα, ενώ μια άλλη μικρότερη συστάδα στα δεξιά του βάλτου ήταν ένας θολός μαυροπράσινος λεκές που σέρνονταν μέχρι τη θάλασσα και του φαίνονται να είναι τα σύνορα του κόσμου.
Μερικές δεκάδες μέτρα δίπλα απ’ το οχυρό στην ακροθαλασσιά  δέσποζε ένα πλάτωμα που κατέληγε σ’ επίπεδο κατακόρυφο βράχο που βαθούλωνε στην βάση του πριν βουτήξει στη θάλασσα. Το έδαφος σε μερικά σημεία του πλατώματος είχε υποχωρήσει και μερικοί θάμνοι και αγριολούλουδα φύτρωναν στα πτυχές του. Δεν μεσολαβούσε τίποτα ανάμεσα στο χείλος και το νερό του ωκεανού που υπολόγισε ότι απείχε πάνω  από δέκα μέτρα, παρά μόνο η λεία κάθετη επιφάνεια του βράχου που βυθιζόταν σαν λάμα μαχαιριού στα νερά. Πισωπάτησε βιαστικά απ’ το θέαμα που αντίκρισε και σκόνταψε στην Διδώ που στεκόταν πίσω του σε απόσταση ασφαλείας. 
«Πως σου φαίνεται;» τον ρώτησε.
«Επικίνδυνα όμορφο» της απάντησε. 
«Από κάτω ο βράχος είναι φαγωμένος από το κύμα, νοιώθω σα να βρισκόμαστε σε σανίδα κατάδυσης. Δεν θα ‘πρεπε να υπάρχει ένα προστατευτικό κιγκλίδωμα, κάτι τέλος πάντων». 
«Οι νησιώτες ξέρουν να προσέχουν, ενώ οι επισκέπτες είναι σπάνιοι σ’ αυτό το μέρος.» Τον πληροφόρησε.
«Δικαιολογίες του αρχιτέκτονα. Ποιος ξέρει πόσοι έχουν φάει τα μούτρα τους.»
«Έπεσαν μόνοι τους η τους έσπρωξαν;»
Την κοίταξε με το πιο γλυκό χαμόγελο. «Κοροϊδεύεις;»
Κάθισαν στη σκιά μιας πεζούλας με τις πλάτες ακουμπισμένες στην τραχιά πετρά χαζεύοντας τα θαλασσοπούλια που έκοβαν κύκλους και εφορμούσαν στο νερό. Ο ωκεανός σκουραίνει σε βαθύ μπλε στο βάθος και το χρώμα συγχωνεύεται με το γαλάζιο του ουρανού γραμμή του ορίζοντα δεν υπάρχει, σύννεφα πουθενά.
Ο απογευματινός άνεμος έφερνε στα αυτιά τους τον απόηχο από τις φωνές στο μικρό αγκυροβόλιο και τα κρωξίματα από τα χελιδόνια που διέγραφαν τόξα στον αέρα κυνηγώντας την τροφή τους στο βάλτο.
Τα συναισθήματα του ήταν ένα κουβάρι και δεν ήταν εύκολο να τα ξεμπερδέψει. Την ήθελε αυτό ήταν αναμφίβολο, αισθανόταν πόθο και φόβο. Φόβο για την απογοήτευση που θα γέμιζε την ψυχή του η αναχώρηση, η εγκατάλειψη. Ήταν στιγμές που η μεταξύ τους σιωπή παρατεινόταν, άφηναν αναστεναγμούς που τους ανακούφιζαν από την πίεση των συναισθημάτων.
..... Η τελευταία αναλαμπή του ήλιου χάθηκε στο δυτικό ουρανό. Το γαλάζιο τ' ουρανού έχει στραφεί στο μεταξύ προς το μενεξεδί, προς το μαβί, οι ακτίνες του ήλιου έχουν γίνει κόκκινες, ύστερα από το σταχτί και φαιό, ενώ η ασπράδα του φεγγαριού ξεπροβάλλει όλο και πιο αποφασιστική έτσι όπως το φωτεινό τμήμα του κυριεύει σιγά σιγά όλο το στρογγυλό δίσκο. 
 Το φεγγάρι είναι το πιο άστατο από τα σώματα του ορατού σύμπαντος, αλλά και το πιο τακτικό όσον αφορά τις πολύπλοκες συνήθειες του, δε λείπει ποτέ από κανένα ραντεβού του.
Ένα σύννεφο που τρέχει πίσω του από γκρίζο γίνεται φωτεινό και γαλακτερό, και ο ουρανός από πίσω έχει γίνει κατάμαυρος, τ' αστέρια έχουν ανάψει, το φεγγάρι τώρα είναι ένας μεγάλος εκτυφλωτικός καθρέφτης που πετά, μια φωτεινή λίμνη που αναβλύζει ολόγυρα ακτίνες και διαχέει στο σκοτάδι ένα ψυχρό ασημένιο φωτοστέφανο πλημμυρίζοντας τους δρόμους των νυχτοβατών με άσπρο φως και τ' άστρα του ωκεανού έλαμψαν σκληρά, κοντινά στη γη, ασημώνοντας τον ουράνιο θόλο μ' ένα μεγαλείο που δεν μπορεί ούτε να διανοηθεί ένας κάτοικος της πόλις.
Τα λουλούδια του βάλτου που μοσχοβολούν, χαρίζουν το μοναδικό έντονο άρωμα τους τριγύρω, το ολόγιομο φεγγάρι, με τα χρυσοκόκκινα χρώματα που ανέβαινε μπροστά τους έλαμπε πάνω στα ερείπια του παλιού κάστρου του εγκαταλειμμένου εκεί από αιώνες ήρεμο σαν προϊστορικό μνημείο. Πέρα από μια συστάδα θάμνων ερχόταν σαν επαναλαμβανόμενο τραγούδι ο απόηχος των γρύλων και ο αναστεναγμός των καλαμιών.
Τα τζιτζίκια είχαν σωπάσει από νωρίς και η φύση ετοιμαζόταν για την νυκτερινή γαλήνη. H νύχτα που πέφτει γρήγορα, τους βρήκε τον ένα δίπλα στον άλλο, η ατμόσφαιρα είναι ευχάριστα δροσερή, και ο λικνιστικός ρυθμός του κύματος με το μονότονο μουρμούρισμα σαν εκείνο ενός μικρού παιδιού που αποκοιμιέται απομακρύνοντας κατά μέρος τις σκέψεις του και τον παρασύρει να βυθιστεί σε πρόσκαιρη λήθη, έτσι όπως την ένιωθε τρυφερά ακουμπισμένη πάνω στον ώμο του.
Στο πλάτωμα ήρθαν και κάθισαν δύο γλάροι. Ήταν φαίνεται ζευγάρι γιατί για ένα λεπτό ένωσαν τα ράμφη τους, ένα φιλί να ήταν;
Η Διδώ το εξέλαβε για καλό οιωνό. Έρωτας, αγάπη, πάθος, δεν μπορεί, παρά να ήταν οιωνός καλός. Ήρθαν να συντροφεύσουν την ευδαιμονία τους με την δικιά τους τρυφερότητα, που είναι η ίδια για όλα τα όντα του ζωικού βασιλείου.
Αυτός το επόμενο που θυμάται είναι μια δυνατή αγκωνιά στα πλευρά του και τη φωνή της Διδώ.
«Ει Θαλασσοπόρε!» 
Άνοιξε τα μάτια ξαφνιασμένος. 
Η Διδώ ήταν γονατισμένη μπροστά του.
«Ε.. Τι;»
«Αν είναι δυνατόν! Κοιμήθηκες; Χριστέ μου! Έτσι φέρεσαι πάντα όταν βγαίνεις ραντεβού;»
Στεκόταν πολύ κοντά του και ένοιωθε να βουλιάζει σ’ εκείνα τα βαθιά γκριζοπράσινα μάτια της. 
«Απλώς σκεφτόμουν»
Ανακάθισε στο έδαφος γύρισε στο πλάι, δίπλωσε τις γάμπες κάτω από τους μηρούς της απαλά, σαν γάτα, και τέντωσε τους λεπτούς αστραγάλους της . «Ήθελα να ‘ξερα τι σκέπτεσαι»
Αυτός όπως την είδε να κάθεται στις γάμπες της σκέφτηκε αμέσως, ότι η κοπέλα είχε κάνει μαθήματα μπαλέτου.  Στη συνέχεια πήρε πολύ σοβαρό ύφος και της λέει. 
«Αν αποκτήσω ένα τέτοιο σκάφος θα χρειαστώ και μούτσο»  δείχνοντας το ιστιοφόρο που ελλιμενιζόταν στο βάθος του όρμου.
Η Διδώ το σκέφτηκε λιγάκι! 
«Κάνε με δεύτερο καπετάνιο» και με μεγάλο χαμόγελο, κέφι και θετική ενέργεια! «και κόλλα το» του λέει.
Δεν της απάντησε αμέσως. Ήταν η σειρά του να ανακαθίσει στο έδαφος, έσυρε την άκρη του δαχτύλου του στο πάνω μέρος του ενός αυτιού της. Ήταν απίστευτα όμορφη στο φως του φεγγαριού. Τα μάτια της είχαν σκούρες και πράσινες πιτσιλιές. Σαν χαλκοπράσινα οπάλια. Ταξίδεψε τον αντίχειρά του στο πλάι του λαιμού της και ένιωσε το αδιόρατο κυμάτισμα όταν εκείνη ξεροκατάπιε. Υπήρχε κάτι το εξωπραγματικό στη στιγμή, κάτι ονειρικό που δεν ήθελε να τελειώσει. Καθώς τα ακροδάχτυλα του γλίστρησαν κατά μήκος του λαιμού της, το ανάλαφρο άγγιγμα φάνηκε να την αφοπλίζει. Το κορμί του αντέδρασε έντονα στο γεγονός ότι το κορίτσι βρισκόταν τόσο κοντά του. Κάψα γλίστρησε κάτω από την επιδερμίδα του και μαζεύτηκε σε άβολα σημεία. Μύες σφίχτηκαν, φούσκωσαν. 
Τώρα ήθελε να μάθει πώς να ήταν η επιδερμίδα της στο άγγιγμα, η λεία καμπύλη του γυμνού της ώμου κάτω από τα δάχτυλά του, ήθελε να εξερευνήσει με την άκρη της γλώσσας του τα αμέτρητα μυστικά που κρύβονταν κάτω από το φόρεμά της. Μπορούσε ήδη να ανακαλέσει κατά βούληση στο μυαλό του το σχήμα του σώματός της.
Έμειναν ακίνητοι, πιασμένοι, πρόσωπο με πρόσωπο, με τις ακανόνιστες ανάσες τους να μπερδεύονται μεταξύ τους. Οι δυο τους ήταν γονατισμένοι σε έναν καλοκαιρινό κήπο, ο αέρας ήταν φορτωμένος από την θαλασσινή αύρα και την ευωδιά των άλικων λουλουδιών του βάλτου και η κοπέλα βρισκόταν στην αγκαλιά του. Τα μαλλιά της έλαμπαν στο σεληνόφως, η επιδερμίδα της ήταν απαλή σαν πέταλο λουλουδιού. Το πάνω χείλι της ήταν σχεδόν τόσο γεμάτο όσο το κάτω, οι καμπύλες τόσο ντελικάτες και απαλές όσο ο ώριμος λωτός. Κοιτώντας το στόμα της, ένιωσε τις τρίχες στο σβέρκο του να σηκώνονται από έξαψη. 
Και το στόμα του χαμήλωσε στο δικό της. Επιτέλους, όλοι οι μύες του κορμιού του φάνηκαν να αναπνέουν. Επιτέλους. Βουλιάζοντας στην απόλαυση, την άφησε να τον παρασύρει. Έπαψε εντελώς να σκέφτεται και έκανε όλα όσα ήθελε, δάγκωσε απαλά το πάνω χείλι της και έπειτα το κάτω, σφράγισε τα στόματα τους, άγγιξε τη γλώσσα της με τη δική του, έπαιξε μαζί της. Ένα φιλί άρχιζε προτού τελειώσει το προηγούμενο, μια αλυσίδα από ερωτικά χάδια, ανάλαφρα αγγίγματα και σπρωξίματα. Η ευχαρίστηση τον διαπερνούσε ολόκληρο, αντηχώντας σε κάθε φλέβα και νεύρο. Η κοπέλα ανταποκρίθηκε, περνώντας το μπράτσο της γύρω από το λαιμό του. Κουνήθηκε πάνω του λες και οι αισθήσεις κατέφθαναν από παντού. Και κατέφθαναν. Πάσχισαν και οι δυο να έρθουν πιο κοντά, πιο σφιχτά, τα κορμιά τους αναζήτησαν έναν νέο, ασταθή ρυθμό. Αν δεν τους χώριζαν τα ρούχα, αυτό που έκαναν θα ήταν ένα κανονικό ερωτικό σμίξιμο. Συνέχισε να τη φιλά για πολλή ώρα αφότου θα έπρεπε να έχει σταματήσει, όχι μόνο γιατί το απολάμβανε, αλλά και γιατί ήταν απρόθυμος να αντιμετωπίσει αυτό που θα συνέβαινε στη συνέχεια. 
Έδειχναν ότι θα μείνουν για πάντα έτσι. Μια βαριά σιωπή έπεσε ανάμεσά τους. Εκείνος απλώς συνέχισε να την κοιτάζει επίμονα. Η Διδώ άρχισε να αισθάνεται την βραδινή ψύχρα στους γυμνούς της ώμους. Ανατρίχιασε, σηκώθηκε και απομακρύνθηκε αμίλητη, διέσχισε το πλάτωμα και στάθηκε στην άκρη του αγναντεύοντας το πέλαγος με την πλάτη στραμμένη προς το μέρος του. Δεν έκανε καμία κίνηση να την ακολουθήσει.
Ο χρυσός δίσκος της σελήνης ανέβαινε μεγαλόπρεπα στον ουρανό αναγγέλλοντας μια ακόμη όμορφη καλοκαιρινή νύχτα.  Ξαφνικά σηκώνεται στις μύτες των ποδιών τεντώνεται ολόκληρη και  απλώνει κουνώντας ρυθμικά τα χέρια της. Μοιάζει με χελιδόνα που ετοιμάζεται να πετάξει, δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπό της από τη γωνία από όπου έβλεπε τη σκηνή, όμως είχε εξαιρετική θέα της κορυφής του κεφαλιού της με τα όμορφα μαλλιά της γεμάτα χρυσοκόκκινες ανταύγειες λες και παίρνουν λάμψεις απ' τον ουρανό.
«Πες μου για σένα». της λέει.
«Τι θες να μάθεις;»
«Τα πάντα. Ξεκίνα και θα σου κάνω ερωτήσεις αν θέλω να μάθω περισσότερα».
«Οκέι». Κι άρχισε να μιλάει. Η φωνή της απέκτησε ένα αστείο σχεδόν βιμπράτο τόνο και γελάσανε κι οι δύο. Η εικόνα του κοριτσιού που αναδύθηκε από την ιστορία της του ήταν ακόμα πιο ξεκάθαρη από την εικόνα της γυναίκας που καθόταν τώρα κι ακουμπούσε επάνω του με το χέρι της κάτω από το μπράτσο του. Του εκμυστηρεύτηκε ότι δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της και η μητέρα της εργαζόταν αυτό τον καιρό στην Πορτογαλία. Έμενε στο νησί με την γιαγιά της η οποία απουσίαζε όλη την εβδομάδα αυτή. Είχε πάει στο άλλο άκρο του μικρού νησιού στην αδελφή της.
Η θάλασσα στα πόδια τους να τους καλεί, μα αυτοί την άκουγαν μόνο στα μικρά διαλείμματα της επαφής τους. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στ’ άστρα. Ο «Θαλασσοπόρος» την είχε αγκαλιά κάνοντας την, να ξεχάσει τον χρόνο και τον τόπο όταν της έδειχνε τα φωτεινά άστρα που στόλιζαν τη καθαρή νύχτα και της μάθαινε τους ναυτικούς μύθους για τα αστέρια εκείνα που αντανακλούν πάνω σε ευαίσθητες καρδιές.
«Και αυτά τα δύο ; Αυτά τα δύο που είναι τόσο φωτεινά και κολλημένα;»
«Μωρό μου αυτά τα δύο είναι εσύ και εγώ. Φωτεινά και αγαπημένα.»
«Για πόσο;»
Την κοίταξε με το βλέμμα του έμπειρου εραστή που κρυφογελάει με την αθωότητα και την αφέλεια του έρωτα. «Μέχρι να σταματήσουν να λάμπουν Μωρό μου. Μέχρι να σβήσουν και να πέσουν μαζί στο κενό.»
Χώθηκε όσο πιο βαθιά μπορούσε στην αγκαλιά του. Η ματιά του την προσκαλούσε να τον εμπιστευτεί και να γίνει ένα μαζί του. Δεν ένιωθε φόβο. Εκεί, στην άκρη του λόφου να ενώσουν τις ζωές τους. Τον ήθελε. Στηριζόμενος στο ένα χέρι την φίλησε απαλά στο λαιμό.
Η Διδώ έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να βυθιστεί στον παφλασμό των κυμάτων, στην αύρα της θάλασσας, στην αίσθηση του βότσαλου στο γυμνό κορμί της. Με την ψυχή της ν᾿ αναδεύει σκέψεις σιωπηλά. Δίπλα της ο Θαλασσοπόρος, και μπροστά τους φανταζόταν το καρπό του έρωτα τους. 
«Θαλασσοπόρε θέλω… θέλω… Να είσαι εσύ αυτός …» του ψιθύρισε με αβέβαιη φωνή. 
Της χαμογέλασε πλατιά, καλοσυνάτα και χάιδεψε το στόμα της με τα δάκτυλα του. Την έκανε να σωπάσει. Η Διδώ άφησε το βλέμμα να ατενίζει τα δύο αυτά αστέρια, τα δικά τους άστρα, να της λούζουν το πρόσωπο όταν τον κοιταξε.
Αυτός ξέσπασε στα γέλια.
«Τι συμβαίνει;»
«Τίποτα, τίποτα» της απάντησε σηκώνοντας τους ώμους του. «Με κάνεις και γελάω.»
«Γιατί;»
«Δεν ξέρω, για όλα»
«Ευχαριστώ! Μπορούμε να περάσουμε, απόψε τη νύχτα μαζί.» είπε.
Την κοίταξε. «Πώς;»
«Απόψε το βράδυ θα κλείσεις ένα μονόκλινο δωμάτιο στο σπίτι μου.»
«Μάλιστα» είπε απλώς.
«Θα τα κανονίσω εγώ».
«Ναι, ε;» Συνέχισε να τη κοιτάζει
«Πάει πολύς καιρός από τότε που μια κοπέλα σε κάλεσε για φαγητό; Λοιπόν τι λες;» Τον ρώτησε μετά από λίγο.
«Λοιπόν τι;»
«Θα έρθεις;»
Γέλασε και την ξαναφίλησε. Λίγο πιο βαθιά, με τα χείλη λίγο πιο ανοιχτά. «Γιατί όλα πρέπει να είναι πολύπλοκα μαζί σου;»
«Παρεμπιπτόντως» του είπε «δεν είμαι τόσο σκληρό καρύδι, θέλω να ξέρω αν θα έρθεις ή όχι»
Οι λέξεις αυτές αντήχησαν στο μυαλό του εκεί έξω στην απλωσιά του καθαρού αέρα. Δεν ήταν τόσο οι ίδιες οι λέξεις, όσο ο τόνος που χρησιμοποίησε. Και οι λέξεις αυτές ήταν ποτισμένες με έναν ακατανίκητο σεξουαλικό πόθο. Ήταν ανάγκη; 
«Κι αν δεν σου αρέσω; Αν είμαι γκέι;»
«Φοβάσαι;»
Αυτός ένιωσε να ηρεμεί κάπως. Παρόλο που η καρδιά του εξακολουθούσε να χτυπάει γρήγορα, ο πανικός, το ένστικτο της φυγής, είχε υποχωρήσει.
«Είσαι σίγουρη;»
«Ναι. Χάρηκες;»
«Κι αν…» πήγε να πει, αλλά σταμάτησε. 
«Τι, φοβάσαι ότι θα βρεθείς σε άγνωστο χώρο ενώ είσαι μαζί μου;»
«Όχι» της είπε χαμογελώντας. «Εννοώ… κι αν ερωτευθούμε; Με τρόπο μη αναστρέψιμο;»
«Πολύ αργά» είπε
«Ναι, αυτό ακριβώς λέω κι εγώ».
«Όχι, εγώ άλλο εννοώ: Έχουμε ήδη ερωτευτεί».
«Α, ναι;»
«Λίγο. Όσο χρειάζεται». 
«Αυτό φοβάμαι» της είπε, έγνεψε καταφατικά δίχως να δείχνει διατεθειμένος να ξεκινήσει. 
Έμεινε να κοιτάζει το βάλτο, και η νύχτα ήταν τόσο φωτεινή που ξεχώριζε η σκιά κάθε φυτού. Το νερό έλαμπε στο φως του φεγγαριού και μουρμούριζε μοναχικό, χωρίς να το συντροφεύουν τα πετάγματα των χελιδονιών, και όπου ήταν στάσιμο, αντικαθρεφτίζονταν τ’ αστέρια. Στο φωτεινό μονοπάτι πίσω τους διαγραφόταν ακόμη και οι σκιές από τα φύλλα στις φραγκοσυκιές και η ασημένια εικόνα τους φαίνεται τον ενέπνευσε για ενδοσκόπηση ενώ μες στη σιγαλιά της νύχτας οι καλαμιές ψιθυρίζουν την προσευχή της γης που αποκοιμιέται και μέσα στους πανάρχαιους τοίχους του κάστρου βασίλευε επιβλητική σιωπή λες και η νύχτα έπνιξε τους θορύβους..
Γύρισε το βλέμμα στον αστροφώτιστο νυκτερινό ουρανό άφησε τη σκέψη του να ταξιδέψει στους νυχτερινούς ψιθύρους και ακολουθώντας το ρυθμό της ανάσας του το βλέμμα του χάθηκε στη δημιουργία του σύμπαντος, σ’ αυτό το Μπινγκ Μπάνγκ, τη μεγάλη έκρηξη που λένε, στα αστέρια που παρουσιάζονται με τη σαφήνεια των αστραφτερών διαμαντιών. Στα βορειοδυτικά φαινόταν η ουρά του Δράκοντα, με την Μικρή Άρκτο από κάτω και τον Ηρακλή από πάνω, σ’ αυτό τον γαλαξία που βρίσκεται η Γη μας.
«Σκέψου».... συνομιλούσε με τον εαυτό του..... πως υπήρχε η πιθανότητα πως αυτός και η Διδώ, και όλη η ανθρωπότητα να υπήρχαν ήδη, αν μη τι άλλο σαν δυναμικό, σαν μια δυνατότητα, και νοιώθει το αίμα του να κυλάει πιο γρήγορα. Το νιώθει να ξεχύνεται απελευθερωμένο και ν' απλώνεται σε όλο σου το σώμα, μέχρι που τα μάγουλά του να παίρνουν χρώμα, το κόκκινο της ταραχής, ανάβουν και κορώνουν και τα μάτια του κάνουν σινιάλο και γνέφουν σ’ ένα άστρο από τον ουρανό να κατέβει, σαν ταξί να τους ταξιδέψει στα μονοπάτια της σκέψης εκεί που αξίζει για 'κείνον να πορευτούν. Ένιωσε πως είχε γίνει απόλυτη σιωπή. Τέντωσε τ΄ αυτιά του. Όμως ήταν σαν να είχε σωπάσει ολόκληρη η πλάση. Ο απόηχος από το τραγούδι των γρύλων είχε σβήσει ακόμη και οι γλάροι είχαν σωπάσει. Μοναχά το απαλό φύσημα του αέρα ακουγόταν γύρω τους. Κι έμεινε εκεί να ταξιδεύει... κοιτάζοντας... κοιτάζοντας την απεραντοσύνη του σύμπαντος με κομμένη την ανάσα. 
Αιφνίδια ακούστηκε στο πέρα στο πέλαγος από την πλευρά του αγκυροβολίου εκκωφαντικός θόρυβος σαν μια ηχηρή παραφωνία μες τη νυχτερινή σιωπή! Ήταν από το βίντσι της άγκυρας ενός τεράστιου πετρελαιοφόρου που αγκυροβολούσε στα ανοιχτά του υπήνεμου κόλπου.
Σηκώθηκε, διακόπτοντας τη νοητική του δραστηριότητα. Έγειρε πάνω της, την αγκάλιασε, την έσφιξε δυνατά και την φίλησε απαλά στα χείλη μ’ εκείνο τον τρόπο που ξυπνούσε μεμιάς τις αισθήσεις και χαμογέλασε με το χάος των συναισθημάτων και των σκέψεων του. Η ψυχή του γνωρίζει πως τώρα χρειάζεται να εστιάσει την ενέργειά της εκεί. O χρόνος είναι σχετικός σκέφτηκε, το παρελθόν πέρασε σαν να μην υπήρξε ποτέ, το μέλλον δεν υπάρχει γιατί δεν έχει συμβεί ακόμη, το παρόν είναι το μόνο που έχουμε στα χέρια μας και οφείλουμε να το ζήσουμε.
«Πάμε» της είπε και ξεκίνησαν να ανηφορίζουν την ωχρή πλαγιά. Η φύση ριγά τρεμουλιάζει, ταλαντεύεται γύρω τους. Το νυχτερινό θερμό και υγρό τροπικό αεράκι του νησιού που φυσούσε ακόμη πάνω από τα ασβεστολιθικά πετρώματα των βουνών του νησιού χαϊδεύει τα πρόσωπα τα μέλη τους.
Μια πρώην πορτογαλική αποθήκη είχε τροποποιηθεί σε άνετο και ευρύχωρο σπίτι από τον παππού της. Ο παππούς της ένα λυγερόκορμος άνδρας στη φωτογραφία, είχε έρθει στο νησί από την Ισπανία, από ένα μέρος κοντά στα γαλλικά σύνορα, ήταν Βάσκος στην καταγωγή, κανείς δε γνώριζε τους λόγους που είχε εγκαταλείψει την Ισπανία και είχε εγκατασταθεί στο νησί.
Η κυρίως κάμαρα νοικοκυρεμένη, σκουπισμένη με επιμέλεια, φτωχική είχε όλα τα απαραίτητα. Ποτέ του δεν ρώτησε και δεν έμαθε εάν έμενε μόνη της.
Βούλιαξε στα μαξιλάρια του καναπέ. Δεν είχε κοιμηθεί και πολύ τις τελευταίες σαράντα οκτώ ώρες αλλά τι να τον κάνει τον ύπνο.
Η Διδώ του έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της καθώς έμπαινε στην κουζίνα λικνίζοντας προκλητικά τους γοφούς της.
«Παλιοκόριτσο! Διαβολεμένα υπέροχο.» Μουρμούρισε χαμογελώντας πλατιά. 
Εκείνη του έβγαλε περιπαιχτικά τη γλώσσα κι ύστερα εξαφανίστηκε στο εσωτερικό της κουζίνας.
Σηκώθηκε, τέντωσε, ίσιωσε το κορμί του και την ακολούθησε.
«Πρέπει να σε προειδοποιήσω» του δήλωσε ότι δεν υπήρχαν σπουδαία πράγματα σ΄ αυτή τη κουζίνα και δεν ξέρει τι θα μπορούσε να μαγειρέψει. «Θα δοκιμάσω να ετοιμάσω κάτι πρόχειρο.»
Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ενώ μιλούσαν μεταξύ τους χρησιμοποιώντας λέξεις για να επικοινωνούν, άλλα μέρη του εαυτού τους είχαν πιάσει μια πιο λεπτομερή συζήτηση.
Η επαφή της σάρκας της, καταλυτικός παράγοντας, τον απορύθμιζε εντελώς, δεν ήξερε που βρισκόταν, το μυαλό του έβραζε. Ήθελε να κατακτήσει αυτή τη γυναίκα. Την έβρισκε τόσο απίστευτα ποθητή. Ένοιωθε την ενέργεια να διαστέλλεται μέσα του, σαν λάβα ενεργού ηφαιστείου που αναζητεί διέξοδο στο κεντρικό του κρατήρα. Ήταν να μην ξυπνήσει μέσα του το αρσενικό και η ακόρεστη δίψα στα θέλγητρα και στην μαγεία του έρωτα, και στις ερωτικές απολαύσεις. Μερικές φορές ο άντρας αναζητά την αμμουδερή παραλία, τη βελούδινη αίσθηση της νύχτας, το άρωμα του αγιοκλήματος στο κορμί νεαρών κοριτσιών.
Η Διδώ τραβήχτηκε από την αγκαλιά του και στάθηκε στο κέντρο του δωματίου. Η ανάσα της ήταν τραχιά και τα μαλλιά της ανακατωμένα.
«Περίμενε» του είπε απλά.
Αυτός ξετρελαμένος μαζί της έκανε να την αγκαλιάσει ξανά, ένοιωθε τόσο όμορφα όταν μύριζε το υπέροχο ζεστό κορμί της, το γεμάτο ζωή.
Η Διδώ έβλεπε να την καρφώνει με τρόπο έντονο, κι ίσως πρόστυχο και λάγνο. Κοκκίνισε… τον σταμάτησε τεντώνοντας τα χέρια στο στήθος του και πισωπάτησε στην κουζίνα να ετοιμάσει το γεύμα τους. Υπάκουσε έμεινε ακίνητος στη θέση του ενώ το πάθος του καταλάγιαζε αργά στα μάτια του έμεινε να κοιτάζει στις γρίλιες των παραθύρων. Πέρα απ' τα παντζούρια του σπιτιού είναι η ζεστή μαύρη βελούδινη νύχτα, η θάλασσα και πέρα μακρυά η ατέλειωτη έρημος.
Κάθισε αναπαυτικά στην άκρη στο τραπέζι της κουζίνας και μες τη ζάλη του την έβλεπε να πηγαινοέρχεται από τα ντουλάπια στο ψυγείο και στα συρτάρια για να βρει ότι της χρειαζόταν. Ηταν ικανή. Αυτός είχε πολύ καιρό να δει μια γυναίκα να ετοιμάζει δείπνο με τόση δεξιοτεχνία
Στο ψυγείο υπήρχε πιλάφι με αστακό-ουρές που είχε μαγειρέψει μονάχη της την προηγουμένη. Το έβαλε στο τηγάνι να το ενυδατώσει με μπαχαρικά. «Λοιπόν πρώτα θα τελειώσω μ' αυτό» του είπε δείχνοντας το τηγάνι «και ύστερα θα φάμε στο τραπέζι όπως όλοι οι πολιτισμένοι άνθρωποι.»
«Όπως επιθυμείτε» της απάντησε δήθεν ενοχλημένος.
Άφησε το φαγητό να ετοιμαστεί κανένα δεκάλεπτο και αυτός τη βοήθησε να στρώσουν το τραπέζι.
Η μυρωδιά του φαγητού άρχισε ν΄ απλώνεται στην κουζίνα. Το πιλάφι με αστακό-ουρές ήταν ονομαστό σ' όλο το νησί. Κοιτώντας ο ένας τον άλλο στα μάτια απήλαυσαν το γεύμα τους. Το φαγητό της ήταν πραγματική απόλαυση.
Κάποια στιγμή δεν άντεξαν, αγκαλιάστηκαν, την σήκωσε στον αέρα και τη στριφογύρισε. 
Χωρίς να το ΄χουν σχεδιάσει, βρέθηκαν ξαφνικά στο κρεβάτι αγκαλιασμένοι πάντα. Άρχισαν να φιλιούνται, ώσπου τα γέλια έγιναν σιγανά μουρμουρητά κι ασυνάρτητοι ήχοι.
«Σε θέλω τόσο πολύ.» Της είπε ανάμεσα από στα φιλιά τους
Αυτή αναστέναξε τον αγκάλιασε με τα χέρια της και τον τράβηξε τον έφερε ακόμα πιο κοντά της. Την γευόταν επιτέλους και η γεύση της ήταν πιο γλυκιά και καυτή από κάθε προσδοκία κι ονείρωξη του. Άρχισαν να γδύνουν ο ένας τον άλλο με βιασύνη, καθώς και οι δυο τους απολάμβαναν αυτά τα παρατεταμένα υγρά φιλιά τους. Της έλυσε το στηθόδεσμο της και τα αλαβάστρινα στήθη της με τις μικρές ροζ θηλές ανέπνευσαν επιτέλους ελεύθερα και πανέμορφα. Η φύση τους οδηγούσε σε πρωτόγνωρα μονοπάτια που όμως, έδειχναν να περπατούν με εμπειρία φλογερών εραστών.  Οι ανάσες τους έγιναν  βογκητά. Δεν άντεχαν άλλο. Το φεγγαρόφωτο που τρύπωνε από το μικρό παράθυρο έριχνε τραχιές σκιές στον χώρο.
Μόλις χαλάρωσαν λίγο και η αναπνοή τους επανήλθε στο φυσιολογικό της ρυθμό, μένουν για λίγο σιωπηλοί. Κοιταχτήκανε. Και, καθώς σήκωσε το χέρι του για να κρατήσει το δικό της, τον πρόλαβε. Τα δάχτυλά τους πλέχτηκαν μεταξύ τους. Το νυχτερινό αεράκι του καλοκαιριού έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα δροσίζοντας το ονειροπόλο πρόσωπο της νεαρής κοπέλας, σέρνοντας μαζί του ευωδιές από τις ολάνθιστες αυλές των σπιτιών. Ωστόσο, μια βαθιά αυλακιά ανάμεσα στα φρύδια έκλεινε προσωρινά μέσα της την αναταραχή της ψυχής της. Η Διδώ έγειρε το κεφάλι της ελαφρά στο πλάι, σαν να τον κοιτούσε από διαφορετική γωνία και έσπασε πρώτη την σιωπή. 
«Πες μου, για εκείνη, γιατί χωρίσατε;»
«Τι;» .
«Εκείνη. Εκείνη για την οποία δεν ήθελες να μιλήσεις όταν σε ρώτησα αν είχες φορέσει δαχτυλίδι και δίστασες ν’ απαντήσεις. Δεν θες να το συζητήσουμε;»
Την κοίταξε. Δεν ήξερε, ήθελε;
«Είσαι σίγουρη ότι θες…»
«Ναι, θέλω να μου πεις» είπε.
«Πόσο χρόνο έχουμε;»
«Σε πονάει ακόμη;»
«Πού και πού. Σκέφτομαι όμως ότι, αφού δεν συμφωνούσε με το επάγγελμα μου, τότε χωρισμός ήταν αναπόφευκτος».
«Αυτό πιστεύεις;»
«Ναι» είπε. «Αλλά τότε δεν ήμουν σίγουρος.»
«Γιατί με κοιτάζεις έτσι;»
«Πως σε κοιτάζω;»
Δεν του απάντησε, αλλά ξέσπασε σε χαρούμενο γέλιο. Το γέλιο της ήταν γάργαρο που όμως δεν άκουγε το κελάηδημα του γιατί μπερδευόταν το μυαλό του με τον απόηχο των λόγων του για τη παλιά του ιστορία.
«Έχεις μια ατελείωτη γλυκύτητα.» Της λέει και με το δάχτυλό του σήκωσε το πιγούνι της.
«Θέλω να μείνω ξαπλωμένη εδώ (για πάντα) και να σε ακούω να μου μιλάς.. Θέλω ν’ αποκοιμηθώ στην αγκαλιά σου καθώς θα μου μιλάς. Πες μου μια ιστορία απ’ τα ταξίδια σου.»
«Φοβάμαι πως ακόμα κι εκεί είμαι σκέτη απογοήτευση: Δεν είμαι κάλος με τις ιστορίες. Είμαι άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερη φαντασία.»
«Νομίζω πως υπερβάλλεις. Βλέπεις, ακόμα και η επιλογή του επαγγέλματός σου αυτό λέει. Παραδέξου το: Εσύ ο ίδιος είσαι η διάψευση των όσων διατείνεσαι. Πες μου απλά την δική σου ιστορία. Μου κάνει.» Του λέει η Διδώ.
«Αφού επιμένεις. Μα δεν είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα! Φοβάμαι ότι δεν έχω καμία ιδιαίτερη αξία για κανέναν άλλον εκτός από τον εαυτό μου».
«Με περιπαίζεις; η μου φαίνεται».
«Ε, πού και πού το κάνω κι αυτό. Βάλτε το στη λίστα με τα υπόλοιπα ελαττώματά μου».
«Ποτέ φεύγεις;» Τον ρώτησε.
«Τα πρωί. Όταν ξημερώσει.» 
Αυτό την ευχαρίστησε, ενώ του ψιθύριζε… «Σε τούτα τα μέρη το πρωί αργεί να ξημερώσει, κι όλη η Νύχτα είναι μπροστά μας …όλη η Νύχτα.» Και ανέβηκε πάλι επάνω του.
Το χαμηλό φως των κεριών που τρεμόπαιζε έκανε τις σκιές δυο ενωμένων κορμιών να χορεύουν στον τοίχο, σ ένα κρεσέντο περιπτύξεων. Ο ερωτικός χορός που βρισκόταν σε εξέλιξη απειλούσε να κάψει το μικρό δωμάτιο. Όταν την πήρε στην αγκαλιά του, επιθυμούσε να κάνει δικά του όλα τα πλούτη της ζωής. Στο πρόσωπό της βλέπει όλη την πανίδα και τη χλωρίδα της γης: γαζέλα, ελαφίνα, κρίνο και τριαντάφυλλο, χνουδάτο ροδάκινο, μυρωδάτο βατόμουρο... είναι πολύτιμος λίθος, φίλντισι, αχάτης, μαργαριτάρι, μετάξι, το γαλάζιο του ουρανού, η δροσιά των πηγών, ο αέρας, η φλόγα, η γη και το νερό. 
Την έσφιξε πάνω του με τόση δύναμη που την πόνεσε. Τον ήθελε και παρακαλούσε μέσα της να κρατήσει κι άλλο κι άλλο, πολύ περισσότερο. Για πάντα.
Η καυτή του ανάσα μέτρησε κάθε ύψωμα στην σπονδυλική της στήλη. Έφτασε στη μέση της κι ακολούθησε το ερωτικό της ύψωμα. Δεν άντεχε άλλο, της ήλθε να λιποθυμήσει.
Αυτός ανάσαινε πια, καυτά, στην είσοδο της σχισμούλας της που έλαμπε από την υγρασία… κι εκεί ακριβώς ήταν που άγγιξε τα κατακόκκινα έξω χείλη της με την άκρη της γλώσσας του. Πίεσε το πρόσωπό του εμπρός και οδήγησε τη γλώσσα του βίαια μέσα της.
Αυτό ήταν! Είναι η στιγμή της μεγάλης κραυγής της που ξεπήδησε από τους γοφούς της, ο κορμός της εκτοξεύεται σαν πυροτέχνημα από τη λυγερή της μέση, τα βυζιά της ερμίνες φυλακισμένες στην ίδια τους την κραυγή, πυρωμένο κάρβουνο το στόμα της που ουρλιάζει. Και τα χέρια της ρυάκια που τραγουδούν και σκορπούν αρώματα. Αυτός ξαναβρίσκει στο κορμί της τα λαμπερά αστέρια της ονειροπόλας σελήνης, το φως του ήλιου, τον ίσκιο των σπηλαίων.  Μια αλυσιδωτή αντίδραση ξεκίνησε. Τον έπνιξαν τα υγρά της που έβγαιναν σε κύματα. Τη γεύτηκε χαμογελώντας από ικανοποίηση….
.... Μέσα σε ανεμοψιθυρίσματα, τον πήρε στα κλεφτά στην αγκαλιά του για λίγο ο Μορφέας. Όταν ξαφνικά τα παντζούρια γέμισαν γραμμές φωτός, ο κόσμος είχε γράψει τον νυχτερινό του κύκλο.
Με το πρώτο φως της αυγής, αχτίδες του ανατέλλοντος Ήλιου απ’ το φεγγίτη εισχώρησαν στο δωμάτιο και μαζί με το θαμποχάραμα, έμπαινε και η μυρουδιά από τα κίτρινα άνθη της αλόης. Έξω ακούγονταν οι πρώτες φωνές των πουλιών. Ξύπνησε αλαφιασμένος στη μικρή κάμαρα και για λίγα δευτερόλεπτα προσπαθούσε να σηνειδητοποιήσει που βρισκόταν και τι είχε γίνει το βράδυ. Όταν συνήλθε και κοίταξε στο κρεβάτι η Διδώ κοιμόταν ακόμη. Το μαλακό φως του χαράματος έριχνε πάνω στο ξαπλωμένο σώμα της ένα απαλό φωτεινό πέπλο και ύπνος της ήταν γεμάτος χάρη. Στο πρόσωπο της πλανιόταν ένα ήρεμο χαμόγελο που πότε άλλοτε δεν θυμόταν να είχε ξαναδεί σε κοπέλα. Ήταν ακόμη πιο όμορφη στην αγκαλιά του Μορφέα. Έσκυψε και τη φίλησε στο μέτωπο. Την ώρα που αυτός γύρισε να ντυθεί την άκουσε να του λέει καλημέρα. Ανακάθισε στο στρώμα, στην άκρη του κρεβατιού γυμνή, και έριξε στην πλάτη τα ξέπλεκα μαλλιά της, με τα ρούχα δίπλα της διπλωμένα προσεκτικά. Τα τρυφερά της μάτια τον κοιτούσαν με ανάμεικτα συναισθήματα. Της ανταπέδωσε το βλέμμα και διέκρινε ένα δάκρυ να κυλά σαν μαργαριτάρι στο μάγουλο της. Ζύγωνε η ώρα ν' αναχωρήσει. Ήταν σαν αποβλακωμένος, λες και είχε λυγίσει από ένα αόρατο βάρος, αλλά ενθυμούμενος όλες εκείνες τις στιγμές που έζησαν το βράδυ του φαίνονται σαν απ’ τις πιο ευχάριστες  της ζωής του. Έξω ο ήλιος που είχε μόλις ανατείλει διατηρούσε ακόμη τις πορτοκαλιές αποχρώσεις του και το φως της ημέρας που έμπαινε στο δωμάτιο έδινε μια λάμψη στο περιβάλλον.
Μουρμούριζε στη γλώσσα του λέξεις μέσα από τα δόντια του, που για εκείνη ήταν ακατανόητες και δεν άργησε να της μεταδώσει την νευρικότητα του έτσι όπως στεκόταν σκεφτική και λίγο χλωμή. Ποιος ξέρει τι είχε μες το μυαλό της. Όταν μίλησε η φωνή της έτρεμε. «Τι μουρμουρίζεις; Το ξέρεις ότι παραμιλάς;» Του είπε αφού δεν καταλαβαίνει λέξη από τι της λέει.
«Τίποτα μάτια μου γλυκά. Όποιος δεν ξέρει τι να πει.... παραμιλάει. Ένας άγγελος είσαι καρδιά μου και δεν έχω το κουράγιο να... δεν ξέρω πως να.... πως να σε αποχωριστώ. Να πάλι μ' έπιασε λογοδιάρροια.» Της είπε.
Δάκρυα της ήρθαν δάκρυα στα μάτια.
«Σιώπα και μην λες ανοησίες.» Του ψιθύρισε.
Πήγε στην άκρη του κρεβατιού, κάθισε ακούμπησε το χέρι του στο μάγουλό της και της χάιδεψε τα μαλλιά. Τίναξε λίγο το κεφάλι της σα να'θελε να βάλει στη σειρά τα μυαλά της. «Πρέπει να φύγεις;»
Μάλλον τα λόγια της έκρυβαν έναν τόνο παραίτησης, μια σιγανή θλίψη και διάχυτη μελαγχολία να ρίχνει σκιά στο πρόσωπο της ... την φόβιζε η μοναξιά.
Έσκυψε το κεφάλι του και την φίλησε με μια βαθιά τρυφερότητα. Ένοιωθε επάνω στα χείλη του τη γεύση της αλμύρας από τα δάκρυα της – και ήταν η γεύση όλης της θλίψης, όλης της ανθρώπινης αδυναμίας. Για μια στιγμή τα πάντα σταμάτησαν μέσα του, λες μια βαθιά γαληνή είχε χυθεί επάνω του.
«Το πλοίο είναι έτοιμο για αναχώρηση και με περιμένει».
Εκείνη δεν κουνήθηκε καθάριζε τη φωνή της για να του πει αυτά που ήθελε, ενώ τα μάτια της ήταν σαν ένα δάσος σκιές. Δάγκωσε τα χείλη της. Η σκέψη ότι θα της έφευγε τώρα, ήταν τρομερή, τα χεριά της έτρεμαν, το πρόσωπο της συννέφιασε θλιμμένα, είχε γίνει κόκκινη σαν πιπεριά. Η φωνή της έτρεμε, τα χείλη και τα ρουθούνια της μύτης ανοιγόκλειναν όπως τα φύλλα από τον αγέρα, όπως τα φτερά του πουλιού κάτω από τον Ήλιο.
Μια στιγμή, ένιωσε να του κόβονται τα γόνατα. «Θα μπορέσω να φύγω απ’ το φιλντισένιο μου κλουβί; Ή θα με βρει εδώ ο ήλιος;» 
Έσκυψε πάνω της, μυρίζοντας τα μαλλιά της. «Είσαι τόσο όμορφη.»
Έξω ακούστηκαν οι πρώτες φωνές, το γάβγισμα ενός σκύλου και ποδοβολητά παιδιών που ξεκινούσαν για το σχολείο τους.
Όπως τον έβλεπε, να ετοιμάζεται να φύγει, την πήρε πάλι το παράπονο.
«Μη φεύγεις.» Τα πλουμιστά της μάτια ήταν γεμάτα δάκρυα.
Έμεινε ασάλευτος ενώ μέσα του προσπαθούσε να φανεί ήρεμος κι αποφασιστικός, αλλά δεν τα κατάφερνε. Να πνίγει στη θάλασσα ήθελε έτσι που τον είχε αγκαλιασμένο.
«Σε παρακαλώ μείνε εδώ μαζί μου». Του είπε με φωνή σπασμένη.
Κούνησε το κεφάλι του. «Διδώ ακόμη κι’ αν έσκιζα την καρδιά μου στα δυο, δεν θ’ άλλαζε σε τίποτα η κατάσταση. Δεν μπορώ να μείνω εδώ στα νησιά του πράσινου ακρωτηρίου. Πρέπει να γυρίσω πίσω στο πλοίο μου. Ούτε και εσύ μπορείς να ‘ρθεις μαζί μου» της είπε, και προχώρησε με αργά βήματα προς την πόρτα.
Η Διδώ τινάχτηκε σα να τη δάγκωσε φίδι και τον πλησίασε από πίσω. Δισταχτικά άπλωσε τα χέρια και τα πέρασε γύρω από τη μέση του. Εκείνος δεν αντέδρασε κι εκείνη παίρνοντας περισσότερο θάρρος σφίχτηκε πάνω του ακουμπώντας το πρόσωπο της στην πλάτη του. Έμειναν για λίγα λεπτά έτσι, σαν σύμπλεγμα απελπισίας. Γιατί, ο καθένας, από τη δική του πλευρά, ήταν πραγματικά απελπισμένος. Αυτός γύρισε μέσα στο χειραγκάλιασμα της κοπέλας και το πρόσωπο της βρέθηκε στο στήθος του. Της χάιδεψε τα μαλλιά. Οι ώμοι της Διδώ άρχισαν να τραντάζονται από αναφιλητά και τα δάκρυα να μουσκεύουν το μπλουζάκι του. Πέρασε το αριστερό χέρι του γύρω από τους ώμους της, σα για να τους κάνει να σταματήσουν το τράνταγμα. Με το δεξί έπιασε το πηγούνι της και της σήκωσε το κεφάλι. Ύστερα έσκυψε και φίλησε τα γεμάτα δάκρυα μάτια της, γευόμενος την αρμύρα τους.
Τη φίλησε με θέρμη με δύναμη, με μια αγάπη που δεν είχε νιώσει γι’ άλλη γυναίκα. Και πολλή ώρα, πολλή ώρα, τόσο που όταν απομάκρυνε τα χείλη του απ’ τα δικά της, η πιο αγνή τρυφερότητα είχε έρθει να φωλιάσει μέσα του. Η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα τώρα, όπως ακριβώς την ώρα που έκαναν έρωτα χθες το βράδυ. Έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι αρκετά.
Σκούπισε με το πανωφόρι τα μάτια της και του χαμογέλασε με κόπο. Η φωνή της άλλαξε, λες κι είχε σκληρύνει, έμοιαζε πιο αποφασιστική. 
«Θα σε ξαναδώ;». Τον ρώτησε.
Αυτός χλόμιασε ένοιωσε τα αισθήματα του να βρίσκονται παγιδευμένα σε ιστό της αράχνης που προσπαθούσαν ν' απαλλαγούν. Χαμήλωσε τη ματιά του στο πάτωμα, δεν μπορούσε να συναντήσει το βλέμμα της. Μια στιγμή δισταγμού. Έπειτα μίλησε με μια φωνή γεμάτη θλίψη.
«Δεν μπορώ να σου πω, το ελπίζω στο μέλλον. Πολλά μπορεί να συμβούν». Είπε και αναχώρησε. Ένα πικρό χαμόγελό της τον κατευόδωσε.
Στην επιστροφή για το πλοίο διανύοντας τον κατηφορικό χωματόδρομο μέσα από τα χαμηλά σπίτια, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του τραβηγμένα, το βλέμμα του χαμηλωμένο και άδειο, ένα βαθύ κενό, σημάδι πόνου που κουβαλούσε από τις εικόνες της χθεσινής βραδιάς να του υπενθυμίζει πως ένα κομμάτι του εαυτού του, έμεινε πίσω μαζί της, σαν σκιά ονείρου, για να του την θυμίζει. Ισιώνοντας το κορμί του κοίταξε για μια τελευταία φορά πίσω του και τράβηξε το σκονισμένο δρόμο βαδίζοντας ολόισια, χωρίς να σταματήσει καθώς απομακρυνόταν από το χωριό.
Ήθελε να βάλει τα κλάματα, που έκανε μια δυνατή ερωτική σχέση που όμως δεν μπορούσε να έχει ευτυχές τέλος. Η Διδώ ήταν πραγματικά ξεχωριστή, κι ακόμη το ένιωθε πως δεν ήταν δυο ξένοι μεταξύ τους. 
«Παρακαλώ, προσέξτε την σκάλα» είπε ο βατσιμάνης.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια του για να σταματήσει τα δάκρυα.
«Καλώς ήρθες στο Πλοίο». 
Έφτασε στο πλοίο εξουθενωμένος από τις έντονες παραστάσεις της χθεσινής ημέρας και νύχτας, έχοντας ανάγκη από απόλυτη μοναξιά.
Το βράδυ στη καμπίνα του, πέταξε βιαστικά τα ρούχα του κι έπεσε ξερός στο κρεβάτι. Άναψε ταυτόχρονα το πορτατίφ κι ένα τσιγάρο. Το ένα για να τον φωτίζει και το άλλο για να τον σκοτίζει. Έτριψε τα μάτια του και δοκίμασε να ιεραρχήσει τις σκέψεις του. Είχε έρθει στο καράβι να συλλέξει εμπειρίες επαγγελματικές, και είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως θα ζούσε την κάθε μέρα δυνατά, ρουφώντας εξαντλητικά κάθε της πτυχή. 
 Στην αρχή πέρασε άγρυπνες νύχτες ν' αναθυμιέται, τα ίδια και τα ίδια σαν έπεφτε στο κρεβάτι να κοιμηθεί και έμενε να κοιτάζει την οροφή στη βουβή καμπίνα του. Προσπαθεί να κοιμηθεί ήρεμος, μα ο νους του παίζει παιχνίδια και η καρδιά του πάλλει δυνατά. Μυροβόλα η αύρα της, να τον καλεί γοερά, δροσερά κ' ευώδης η ανάσα του κορμιού της, έρχονταν να τον τριβελίζει επιθυμώντας το άγγιγμα της. Να γεύεται τα χάδια της μέχρι που τον έπνιγε η μοναξιά εκεί που τελειώνει η μελαγχολία, κ’ ένα σύννεφο ν’ απλώνεται παντού στις σκέψεις του. Όμως αντί να έχει εκείνη στην αγκαλιά του τη νύχτα, αγκάλιαζε σφιχτά το μαξιλάρι και ένιωθε ένα μαράζι να τον πνίγει.
Συνεχίζοντας με το πλοίο τα ταξίδια τους, πλέον όλα είχαν πάρει το δρόμο τους. Δικαιολογείται στον εαυτό του ότι δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς! Η εικόνα όμως της Διδώ με τα θολωμένα μάτια της έρχεται ακόμη στο νου και του ανακατεύει κάποιες στιγμές τις σκέψεις του και πότε-πότε τον κυρίευαν τύψεις και μια κρυφή ενοχή, για όσα συνέβησαν εκείνο το βράδυ και τα κουβαλούσε μέσα του.
Ο ήλιος έκανε την ίδια τροχιά όπως κάθε μέρα ο χρόνος κυλούσε οι ημέρες διαδέχονταν η μία την άλλη και τον έπιανε η μελαγχολία, όταν εικόνες θολές της Διδώ τον συνόδευαν σαν σκιά. Σε όλο αυτό το διάστημα, προσπάθησε να συμβιβαστεί με τη πραγματικότητα και με το γεγονός πως αυτή είναι η μοίρα του σα ναυτικός. Το πλοίο ήταν ήδη χιλιάδες λεύγες μακριά! Κάπου είχε διαβάσει τελευταία κάτι σχετικό! «Όταν διψάς δεν είναι ανάγκη να πέσεις στο ποτάμι να πνιγείς, σκύβεις πίνεις και φεύγεις». 
Με το καιρό του φαινόταν σαν ψέμα που ο πόνος έσβηνε, όπως μαραίνονται τα κομμένα τριαντάφυλλα, και αυτός σώπαινε υποφέροντας όλο και λιγότερο διώχνοντας όλες τις θλιβερές του σκέψεις, όπως ο άνεμος περνά και γυμνώνει το δέντρο από όλα τα νεκρά του φύλλα, μέχρι που αναμνήσεις, εικόνες, όλα έγιναν αέρας, καπνός, λησμονιά στον πάτο του πηγαδιού και το μέλλον του να κρύβει καινούριους στόχους.

4 comments:

  1. Αυτο ρε σσυναδελφε δεν ειναι ναυτικη ιστορια.αυτο ειναι αρλεκιν

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ίσως! Και ν' έχεις δίκιο! Αλλά το Άρλεκιν όπως το λες είναι Most popular με διαφορά.

      Διαγραφή
  2. Ωραίο το γράψιμο δεν μοιάζει για μηχανικού μάλλον με Μαρκόνι και η ιστορία πρέπει να είναι πριν από 60 περίπου χρόνια

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Οι σημερινοί «σφυροκοπανιστές» ξέρουν γράμματα σήμερα και μάθανε να κουβεντιάζουν και να γράφουν ήσυχα και απλά.

      Διαγραφή

 
Web Informer Button