Ερωτική Μυθοπλασία Ι (Part..1)
..............................Ο Αλκιβιαδης λίγο έλειψε να μη την αναγνωρίσει. Από μακριά το μόνο που έβλεπε ήταν οι μακριές γάμπες της, που διαγράφονταν ανάγλυφα κάτω από το ύφασμα μιας υπέροχη σικάτης φούστας. Ξαφνικά το θέαμα της ομορφιάς της τον πανικόβαλε. Ήταν ψηλή λεπτή και ένα διακριτικό μακιγιάζ συμπλήρωνε την εικόνα αυτής της γυναίκας. Στην αρχή μπερδεύτηκε με μια παράξενη σύμπτωση. Του φάνηκε φτυστή η Μία Γουάλας, η ηρωίδα του Πάλπ Φίξιον, που την υποδυόταν η Ούμα Θέρμαν. Όμορφη τρομερά αισθησιακή. Την αναγνώρισε ήταν η Βαλερία...........................................Το χαριτωμένο μουτράκι της και η σκανταλιάρικη μύτη της της έδιναν ναζιάρικο ύφος. Κοιτούσε τον κόσμο με ορθάνοιχτα μάτια, κατάμαυρα, χρώμα που προίκιζε το βλέμμα της με μεγάλη γκάμα εκφράσεων. Πάντα στην τρίχα! .......................................
........Στη Θεσσαλονίκη περασμένα μεσάνυχτα Σαββάτου προς ξημερώματα της Κυριακής, όπως είδαμε η Ναυσικά και η Ανδρομάχη είχαν την ευκαιρία να ζήσουν μια συναρπαστική λεσβιακή εμπειρία γεμάτη έντονη σεξουαλική ενέργεια και πάθος, παρασυρμένες από το ανομολόγητο πάθος της μιας για την άλλη, που κατέκλυσε τα κορμιά τους, θόλωσε το μυαλό τους και εξαφάνισε την λογική τους με αποτέλεσμά να κάνουν το τόλμημα να επιδοθούν σε τολμηρά σεξουαλικά παιχνίδια μεταξύ τους. Και οι δύο ομολογούσαν πως αναστατώθηκαν οι αισθήσεις τους όσο καμιά άλλη φορά και δεν είχαν την δύναμη να αντισταθούν ώστε τα πάντα μπορούσαν να συμβούν τη νύχτα τους στη Θεσσαλονίκη. Η ένταση της επιθυμίας, ο ίλιγγος των αισθήσεων άρπαξε την ψυχή τους και την τράνταξε ίδια καθώς αγέρας από τα βουνά χυμάει μέσα στους δρυς φυσομανώντας. Η στάση τους δεν άφηνε περιθώρια για παρανοήσεις. Τις είχε ενώσει μια νύχτα μαγείας και τρέλας. Η αλήθεια είναι πως μερικά χρόνια πριν δεν θα είχαν διανοηθεί ακόμη και να συζητήσουν το εν λόγω θέμα, πόσο μάλλον ως δυο ετερόφυλες γυναίκες να τολμήσουν να δοκιμάσουν και να μοιραστούν μαζί την εμπειρία προσφέροντας σεξ η μια στην άλλη, υπερβαίνοντας το πολιτισμικό εμπόδιο, της ηθικοπλαστικής υποκρισίας και του πουριτανισμού. Το σεξουαλικό πάθος και η αξία του έρωτα υπερίσχυσε της όποιας λογικής τους και με αμοιβαίο σεβασμό επιτρέποντας και στις δύο να είναι ανοιχτές και ειλικρινείς μεταξύ τους, μοιράστηκαν πολλαπλούς οργασμούς σε σύντομο χρόνο μέχρι τον «επόμενο γύρο», δεδομένου ότι σαν γυναίκες ήξεραν τι ήθελαν και κατ΄επέκταση πως να φέρει την κορύφωση της σεξουαλικής διέγερσης η μία στην άλλη. Το ερωτικό πάθος είναι θεόσταλτο από την Αφροδίτη δηλώνει στους στίχους του ο Ευριπίδης και «είναι φυσικό, άμα οι θεοί το θέλουν, οι θνητοί να σφάλλουν».
Το ερωτικό πάθος και η ηδονή που έζησαν εκείνο το Σάββατο δεν το είχαν βιώσει ποτέ ξανά στη ζωή τους, παρόλο που και οι δυο γυναίκες είχαν μια υγιή, δραστήρια και ικανοποιητική σεξουαλική ζωή. Αυτή η επαφή τους τις έκανε να απενοχοποιήσουν το λεσβιακό σεξ, να αγαπήσουν το σώμα τους να μην έχουν ταμπού στο κρεβάτι. Απλά αφέθηκαν. Σαν γυναίκες ήξεραν ακριβώς που και πότε να αγγίξει η μια την άλλη. Τι ήθελαν να ακούσουν, να λέει η μια στην άλλη. Νοιαζόταν να ικανοποιήσει η μια την άλλη. Δεν θα ξεχάσουν τον τρόπο που προσπαθούσε να ικανοποιήσει η μια την άλλη και αυτό τους δημιουργούσε ένα επίπεδο εμπιστοσύνης, επιτρέποντας και στις δύο να αισθάνονται ασφαλείς μεταξύ τους, μεχρι που αποφάσισαν πως το σεξ με γυναίκα είναι αλλιώς και αγκαλιασμένες έπεσαν σε βαθύ ύπνο στο άνετο και αναπαυτικό κρεβάτι του ξενοδοχείου!
Πίσω στην Αθήνα τον Αλκιβιάδη το ίδιο σαββατόβραδο τον απασχολούσε κάτι που πολύ απλά μπορεί να συμβεί στον καθένα. Από νωρίς βιώνει το αίσθημα της μοναξιάς του σε μια φορτισμένη συναισθηματική κατάσταση, έχοντας έντονες νυχτερινές αϋπνίες, και οι αϋπνίες τον ταξίδευαν στα μονοπάτια της μνήμης, και του ζητούσαν επίμονα να ζήσει ανεκπλήρωτες ερωτικές επιθυμίες! Η αιτία που ζει τις εσωτερικές ενσυνείδητες συγκρούσεις του είναι η ερωτική επιθυμία για μια γυναίκα, που σήμερα την είδε μετά από χρόνια με μια λαχτάρα που κατάφερε να τον αγγίξει και να χαραχτεί βαθιά στην συνείδηση του απρόσμενα το μεσημέρι του Σαββάτου και του δημιουργεί την αίσθηση πως μέσα του γεννιέται κάτι μυστικό, κάτι συνωμοτικό, μα και ανησυχητικό μαζί, και ο νους του αδυνατεί να σταματήσει να τη σκέφτεται. Η μορφή της είχε κάνει νυχτερινή απόβαση στο μυαλό του και στη σκέψη της δεν ησυχάζει με τίποτα. Νιώθει απόψε αυτό το ρομαντικό συναίσθημα γι αυτή τη γυναίκα με τον ψυχισμό ενός εφήβου, τότε που έψαχνε τη ζωή του χωρίς να ξέρει πού θα τη βρει. Ένιωσε ένα μικρό τσιμπηματάκι στην καρδιά με τις αναδυόμενες σκέψεις. Είχε πρόσφατα αφήσει πίσω του τα σαράντα του χρόνια κι η Βαλερία σήμερα του είχε φανεί ίδια με την αέρινη οπτασία που έβλεπε στα εφηβικά του όνειρα. Και σήμερα στα σαράντα του χρόνια γνωρίζει ότι η σεξουαλική επιθυμία είναι ένα πάθος στο οποίο υπάγονται όλα τα άλλα πάθη και στο οποίο όλα ενώνονται και η πραγματική ευτυχία στηρίζεται στις αισθήσεις και η αρετή δεν ικανοποιεί καμιά από αυτές!
Η ιστορία του ξεκίνησε όπως κάπως έτσι ξεκινούν πολλές ιστορίες οι οποίες συμβαίνουν κάποτε! Κι όμως η μέρα είχε ξεκινήσει φυσιολογικά, με όλες τις συνήθειές της, τους εξαναγκασμούς και τις μικρές απολαύσεις της. Όταν λοιπόν ξημέρωσε το Σάββατο τίποτα δεν προανήγγειλε ότι αυτό το συνηθισμένο Σάββατο που απολάμβανε τη προσωρινή μοναξιά του θα ερχόταν κάποια στιγμή να πολιορκείται από μύχιες και ανεκπλήρωτες ερωτικές επιθυμίες, και το ενδιαφέρον και η προσοχή του να εστιάζεται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο που έγινε η εφήμερη ηρωίδα του και το αντικείμενο του αναπάντεχου ερωτικού του πάθους. Κεντρική πρωταγωνίστρια μια παλιά τους φίλη, η γοητευτική Βαλερία με την απαράμιλλη κομψότητα της. Τίποτα δεν προμήνυε την τρελή τροπή που θα έπαιρναν οι σεξουαλικές του διαθέσεις απ' τα επερχόμενα γεγονότα και αυτό το έντονο αίσθημα κάψας που είχε νιώσει να απλώνεται χαμηλά στην κοιλιά του από την παρουσία της Βαλερίας.
Ο Αλκιβιάδης άνοιξε τα μάτια του στις επτά και δέκα. Τον είχε ξυπνήσει η καμπάνα της μικρής εκκλησίας τους, η μέρα φάνταζε ωραία, ηλιόλουστη, κάτι που έπρεπε να εκμεταλλευτεί, μια και το φθινόπωρο ήταν προ των πυλών. Ως συνήθως, τεντώθηκε απλώνοντας τα χέρια του στο κρεβάτι τα σεντόνια ήταν κρύα. Η Ανδρομάχη η εδώ και δέκα πέντε χρόνια σύντροφος του, είχε ήδη αποδράσει από χθες Παρασκευή πρωί για τη τριήμερη εκδρομή της.
Πήγε στο μπάνιο, έκανε την πρωινή του τουαλέτα έπλυνε τα δόντια του, μετά πήγε στο δωμάτιο έβγαλε τις πιτζάμες του και έβαλε ρούχα εργασίας κήπου. 'Έφτιαξε το πρωινό καφέ του, πήγε βόλτα το σκύλο, καθάρισε το κλουβί με τον παπαγάλο άνοιξε το Κομπιούτερ και έλεγξε τα Εmail του. Ο Αλκιβιάδης αυτό το ΠΣΚ ζει τη προσωρινά εργένικη ζωή του χαλαρός και νηφάλιος. Ξεκινώντας η μέρα του χωρίς αναταράξεις σαν να βρισκόταν σε ήρεμα νερά, ήταν η Ανδρομάχη του που του προκάλεσε μια ανησυχία! Συνήθως όταν απουσίαζε τον έπαιρνε πάντα πρώτη τηλέφωνο απ' τα άγρια χαράματα να μιλήσουν, να έχουν επαφή. Σήμερα ασυνήθιστο περνούσε η ώρα, ανέβηκε ο ήλιος και το τηλέφωνο δεν κτύπησε! Την πήρε πρώτος εκείνος και το τηλέφωνο δεν του απαντούσε. Ανησύχησε! Την πήρε και πάλι, άργησε να το σηκώσει και όταν το σήκωσε του δικαιολογήθηκε πως την πήρε βαθιά ο ύπνος γιατί από βραδύς τη ταλαιπώρησαν οι κολικοί της! Ο Αλκιβιάδης ανησύχησε και αναστατώθηκε που η Ανδρομάχη του βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα τέτοιο δυσάρεστο γεγονός μα η ίδια τον καθησύχασε, λέγοντάς του πως όλα είναι καλά και ήταν κάτι περαστικό και πάει της πέρασε! Τον διαβεβαίωσε πως ήδη ένιωθε πολύ πιο ευχάριστα αναμένοντας τις προγραμματισμένες εξόδους σ’ αυτή την τριήμερη «απόδραση» της που συμβάλλουν ακόμη περισσότερο στην καλή της διάθεση, και της προσφέρουν μία ανάλαφρη διάθεση ελευθερίας και παράλληλα θα ξεδώσει, θα εκτονωθεί, και θα αποβάλει άγος, νεύρα και φυσικά την κακή διάθεση.
«Ανδρομάχη Μωρό μου! Με έκανες ν’ ανησυχήσω. Καλά εγώ έλειπα από δίπλα σου! Ο ρασοφόρος ο φίλος μας που ήταν να σου συμπαρασταθεί στη ταλαιπωρία σου; Η Ναυσικά;!»
«Η Ναυσικά ο Θεός να την έχει καλά, χάρις την αδελφική φιλία που μας ενώνει μου συμπαραστάθηκε στις ιδιαίτερες αυτές στιγμές μου με αλληλεγγύη και εχεμύθεια αγάπη μου! Ευτυχώς που ήταν κάτι περαστικό, μπορεί να με ταλαιπώρησε αλλά σημασία έχει που στο τέλος όλα πήγαν καλά! Ήταν κάτι που το έζησα πολύ έντονα τη νύχτα αλλά δεν χρειάζεται να υπερβάλουμε και εσύ δεν χρειάζεται να ανησυχείς αγάπη μου γιατί έχω βρει το κατάλληλο καταπραϋντικό και να τώρα με την κουβέντα μας καθυστερώ να πάρω πάλι τη δόση μου στην ώρα της!»
«Ναι έχεις δίκιο αγάπη μου να μην σε καθυστερώ, και σε παρακαλώ Ανδρομάχη μου να προσέχεις τον εαυτό σου και να μη μου ταλαιπωρείσαι! Άλλωστε το ταξίδι το έκανες για να ξεδώσεις από τα καθημερινά. Ο καιρός πως είναι στη Θεσσαλονίκη;»
«Εντάξει αφού το είπαμε αυτό, ότι και να ήταν πάει και πέρασε! Καλά είμαι τώρα και σ΄ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου. Ο καιρός είναι τέλειος αν και η πρόγνωση αναφέρει βροχή. Εσύ πως είσαι αγάπη μου; Για πες μου, σου λείπω;»
«Καλά είμαι αγάπη μου απλά μου λείπεις αλλά εσύ μη το σκέφτεσαι κοίτα να περνάς όμορφα και μη σε νοιάζει εγώ εδώ είμαι και θα σε περιμένω να μου πεις ωραίες και πολλές ιστορίες του ταξιδιού σου! Φιλιά πολλά!.»
«Κούκλε μου! δεν ξέρεις πόσο σε λατρεύω!» του ψιθύρισε. «Ποσό σε λατρεύω όταν είσαι τόσο χαλαρός και τρυφερός μαζί μου ! Σου στέλνω πολλά φιλιά.»
Η αλήθεια είναι πως όταν ο Αλκιβιαδης ακούει τη φωνή της Ανδρομάχης, ειδικά η φωνή της στο τηλέφωνο νιώθει μια ευχαρίστηση. Η θύμηση αυτής της φωνής τον ευχαριστεί, αφού είναι η φωνή του προσώπου που αγαπά. Η φωνή της Ανδρομάχης είναι πολύ ηχηρή, ζεστή, ο τρόπος που λέει: Εμπρός, η Ανδρομάχη είμαι, όλα αυτά τα απροσδιόριστα πράγματα. Και όντως, υπάρχει μια πολύ φευγαλέα ευχαρίστηση στη θύμηση αυτής της φωνής και ειδικά τώρα που είναι στη μοναξιά του.
....... Και όμως! Σαν κάτι απροσδιόριστο να τον προβληματίζει σήμερα τον Αλκιβιάδη! Λίγο περίεργα μου τα λέει η Ανδρομάχη μου! Εντάξει για δέκα πέντε χρόνια παντρεμένοι πολύ καλά τα πάμε στη σχέση μας. Όταν όμως ξαφνικά «ξεχνάει» να σε πάρει τηλέφωνο και στο καπάκι πριν κλείσει το τηλέφωνο θυμήθηκε με έμφαση να σου πει πως σε «λατρεύει» λογικά σου δημιουργεί αντικρουόμενα συναισθήματα και ταυτόχρονα καταιγισμό από αρνητικές σκέψεις.» Μουρμούρισε προβληματισμένος ο Αλκιβιάδης κλείνοντας το τηλέφωνο! «Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά, αυτά που λέει είναι αυτά που κάνει! Το μόνο σίγουρο είναι οι εικασίες που έχεις. Γιατί στις εικασίες με τον εγκέφαλο βλέπεις και όχι με τα μάτια! Σκέψου Αλκιβιάδη σε τι πέλαγος άγνοιας κολυμπάς όταν αυτά που σου καλλιεργεί στον εγκέφαλο δεν είναι και τόσο σίγουρο ό,τι είναι έτσι όπως λέγονται! Βιάζεται λέει να πάρει το γιατρικό της!» Ύποπτο του φαίνεται! Συγκρατήθηκε όμως, αντιστάθηκε στον πειρασμό γιατί σε κάτι τέτοιες στιγμές προσπαθούσε να ‘ναι όσο μπορούσε πιο ευγενικός μαζί της. Τι να κάνει Σαββάτο πρωί! Να Ανοίξει κουβέντα με επιχειρήματα; Καλά κρασιά, επτά-μηδέν θα λήξει το σκορ εις βάρος του και θα τρώει και τι γκρίνια της για κάνα τριήμερο. Οπότε δεν έχει κανένα νόημα, να μπει σε κουβέντα με την Ανδρομάχη, τσάμπα χαμένος χρόνος αν υπάρχει διαφωνία. Δεν πρόκειται ποτέ να βρει άκρη. Της λέει «ναι αγάπη μου δίκιο έχεις» και καθάρισε. Απλά τρώει λίγη ώρα μέχρι να το πει, γιατί οι γυναίκες γενικά δεν αποδέχονται την εύκολη παράδοση. Τον θέλουν τον τσακωμό. Όπως θα 'θελαν αν μπορούσαν το κομμωτήριο, το μανικιούρ και το πεντικιούρ σε καθημερινή βάση. Το κομμωτήριο κι ο τσακωμός δεν είναι μια συνήθεια, είναι DNA. Δεν θέλουν να κερδίσουν το μπρα ντε φερ με μία κίνηση. Δεν γίνεσαι πειστικός Αλκιβιάδη. Το κάνεις όπως κάνουν αυτές τον ψεύτικο οργασμό. Δυσθυμείς, βογκάς, διαφωνείς και μετά παραδίνεσαι. Γι αυτό Αλκιβιάδη δώσε δύο-τρία λεπτά από το χρόνο σου. Αυτή είναι, σύμφωνα με τον σοφό παππού του, η καλύτερη συμβουλή αν θέλει να μην του τα ζαλίζει όλη την ώρα η γυναίκα του. Το τι θα κάνει τελικά είναι μια άλλη υπόθεση. Θα ξαναβγεί με τους κολλητούς του, θα ξαναστάξει το κατούρημα στη λεκάνη, θα ρίξει καφέ στο πάτωμα, θα συνεχίσει να κοιτά τον κώλο της κάθε Τζένιφερ Λοπέζ -απλά δεν θα το λέει.
«Ναι αγάπη μου, έχεις δίκιο, εγώ φταίω!». Αυτό είναι το τρίπτυχο της ευτυχίας. Ο Αλκιβιάδης το έχει εμπεδώσει!
...Κατά τ' άλλα όμως το Σαββάτο του είχε ξεκινήσει φυσιολογικά, με όλες τις συνήθειες του, τους εξαναγκασμούς και τις μικρές απολαύσεις του. Καθώς είχε τελειώσει το σκάλισμα στα παρτέρια του κήπου καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας με το laptop μπροστά του και με καλή διάθεση και με τα ακουστικά στα αφτιά, είχε συνδέσει στο YouTube τη Σινέντ Ο' Κόνορ στο Nothing Compares 2 U, και ταυτόχρονα είχε ανοίξει το blog του στο ιντερνέτ και προσπαθούσε να σπαταλήσει έτσι το ελάχιστο ταλέντο του δημιουργώντας και χρησιμοποιώντας λέξεις που να χαϊδεύουν τα αφτιά των αναγνωστών που καταβροχθίζουν τις ιστορίες στο ιντερνέτ και αναζήτησε να γράψει κάτι γαργαλιστικό που θα λειτουργούσε ως πικάντικο τυράκι για τους αναγνώστες του, και κάπως έτσι η μέρα του κύλησε γρήγορα και δημιουργικά. Είχε εξαντλήσει κάθε περιθώριο δημιουργικής έμπνευσης, και τώρα ήθελε να βγει έξω! Αναρωτήθηκε τι θα προτιμούσε για μεσημεριανό γεύμα. Η σκέψη να βγει έξω για φαγητό δεν τον ενθουσίαζε. Άλλωστε ήταν αρχή του να μη πλησιάζει εύκολα καταστήματα ταχυφαγίας ή καντίνες. Το ψυγείο στη κουζίνα τους, ήταν φίσκα, δεν έλειπαν ποτέ τα τρόφιμα. Τη προοπτική όμως να φάει κάτι κατεψυγμένο την απέρριψε. Το θρεπτικό, ισορροπημένο, περιορισμένο σε λίπος γεύμα θα ήταν το ιδανικό! Η υγιεινή και γευστική διατροφή του ανέβαζε το ηθικό! Σήμερα αποφάσισε να πεταχτεί στο super market της περιοχής με τα βιολογικά προϊόντα που έχει γεύματα όμορφα τοποθετημένα μέσα σε κουτιά φαγητού, θα ήταν το «γεύμα του στο πόδι». Η αλήθεια είναι ότι ήθελε να βγει λίγο έξω οπότε γιατί όχι; Πήγε στο δωμάτιο του και ετοιμάστηκε να βγάλει τα πρόχειρα ρούχα που φορούσε και να βάλει ένα τζιν και ένα πουκάμισο καθαρό. Έκανε αρκετή ζέστη οπότε το σκέφτηκε και δεν άλλαξε. «Εντάξει στο super market πηγαίνω όχι στο μέγαρο μουσικής» και ξεπόρτισε βάζοντας και κάτι ξεφτισμένα ανδρικά Μοκασίνια College που ήταν έξω από την κυρία είσοδο. Σαν σκιά, μέσα στην αντηλιά, είδε τον εαυτό του στη μεγάλη τζαμαρία της μπαλκονόπορτας, είχε κάνει και ένα σχετικά βαθύ κούρεμα τελευταία, αποφάσισε πως από εμφάνιση ήταν να τον κλαίνε οι ρέγγες.
Ενώ έκανε μια βόλτα στο κατάστημα αναμένοντας να εκτελέσουν τη παραγγελία του στο βιολογικό τμήμα του εστιατορίου βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με μια γυναίκα ιδιαίτερα ελκυστική που τον μαγνήτισε. Ο Αλκιβιαδης λίγο έλειψε να μη την αναγνωρίσει. Από μακριά το μόνο που έβλεπε ήταν οι μακριές γάμπες της, που διαγράφονταν ανάγλυφα κάτω από το ύφασμα μιας υπέροχη σικάτης φούστας. Ξαφνικά το θέαμα της ομορφιάς της τον πανικόβαλε. Ήταν ψηλή λεπτή και ένα διακριτικό μακιγιάζ συμπλήρωνε την εικόνα αυτής της γυναίκας. Στην αρχή μπερδεύτηκε με μια παράξενη σύμπτωση. Του φάνηκε φτυστή η Μία Γουάλας, η ηρωίδα του Πάλπ Φίξιον, που την υποδυόταν η Ούμα Θέρμαν. Όμορφη τρομερά αισθησιακή. Την αναγνώρισε ήταν η Βαλερία που προχωρούσε προς το τμήμα με τα ψάρια και τα κατεψυγμένα θαλασσινά του καταστήματος! Ήταν αυτόπτης μάρτυρας μιας εξαιρετικής ομορφιάς και έμεινε άναυδος με την σέξι και ιδιαίτερα ελκυστική παρουσία της. Εντυπωσιακή, ψηλή καλοφτιαγμένη χάρμα ιδέσθαι. Η επιδερμίδα της σαν ώριμο στάχυ, το αγέρωχο ύφος της και οι ιδανικές αναλογίες της θύμιζαν αρχαίο άγαλμα της Κλασικής και Ελληνιστικής περιόδου. Τα μαύρα μαλλιά της, πολύ ωραία, άφηναν κάποιες τούφες να πέφτουν ατημέλητα και να αγκαλιάζουν το πρόσωπό της. Το βήμα της γοργό, η περπατησιά της λυγερή, σφιχτοί μηροί, που σίγουρα τους διατηρούσε με τζόκινγκ και καθημερινό γυμναστήριο! Μία θύελλα τεστοστερόνης! Ένα λαχταριστό κορμί που άναβε φωτιές. Τέρψη των ματιών και ξύπνημα των πόθων. Στο ρυθμό της μουσικής των τακουνιών της που κοπανούσαν στα πλακάκια του καταστήματος, η σιλουέτα της, ελισσόταν ανάμεσα στους πελάτες και οι πιο αδιάκριτοι από αυτούς έστρεφαν το κεφάλι στο πέρασμά της. Τα αίματα άναβαν, οι καρδιές επιτάχυναν και το μυαλό τους κατακλυζόταν από ένοχες σκέψεις. Αυτή περπατούσε σα να μη τη βλέπουν, αλλά κάποια βλέμματα την έχουν ήδη γδύσει. Η Βαλερία όπως τη βλέπει σήμερα στα τριάντα πέντε της χρόνια ήταν μια μελαχρινή γυναίκα πιο όμορφη από τότε που τη γνώρισε ο Αλκιβιαδης.
Το χαριτωμένο μουτράκι της και η σκανταλιάρικη μύτη της της έδιναν ναζιάρικο ύφος. Κοιτούσε τον κόσμο με ορθάνοιχτα μάτια, κατάμαυρα, χρώμα που προίκιζε το βλέμμα της με μεγάλη γκάμα εκφράσεων. Πάντα στην τρίχα! Η αλήθεια ήταν πως ο Αλκιβιαδης αν και είχε εκπλαγεί τα πρώτα δευτερόλεπτα, δεν είχε ξαφνιαστεί ωστόσο. Ελεημόνησε τον εαυτό του αμήχανος! Δεν ήξερε που να κρυφτεί με το θέαμα που παρουσίαζε. Καταστροφή! Έμοιαζε να καταριέται τον εαυτό του, βλαστήμησε δις! Πρώτον γιατί δεν έβαλε το τζιν και το καθαρό πουκάμισο! Τα παπούτσια ας πούμε πως τρώγονται. Αμ! το άλλο με το κοντοκουρεμένο κεφάλι! Και του γκρίνιαζε η Ανδρομάχη! «Κούκλε» μου να σε χαρώ εγώ! Σαν ηλίθιος είσαι μ αυτό το κούρεμα! Τι μύγα σε τσίμπησε και κουρεύτηκες έτσι! Αχ βρε Ανδρομάχη μου πως γίνεται να έχεις πάντα δίκιο.! Μην αμελείς ποτέ την εξωτερική σου εμφάνιση του τόνιζε πάντα! Το σαν ψαράς ντύσιμο μπορεί να είναι δελεαστικό για σένα, αλλά σίγουρα όχι και για τους γύρω σου!
Γοητευμένος από το θέαμα μπροστά του, με ένα μείγμα θαυμασμού και επιθυμίας εμφανές στα μάτια του! «Είτε το θέλουμε είτε όχι, είμαστε δέσμιοι της χημείας και της φύσης. Κι αυτή η δέσμευση, που άρχισε εκατομμύρια χρόνια πριν, εξακολουθεί να ασκεί την ίδια έντονη επιρροή «τραβώντας» μας κυριολεκτικά από τη μύτη!» Σκεφτόταν ο Αλκιβιαδης και είχε μια στιγμή δισταγμού πριν μαζέψει το κουράγιο του και τη πλησιάσει να τη χαιρετήσει! Χαιρετήθηκαν αλλά δεν μπορούσε να το χωνέψει ακόμα και τυμπάνιζε νευρικά τα δάχτυλά του πάνω στο παντελόνι του. Δίπλα του η Βαλερία με άψογο χτένισμα και σικάτο ντύσιμο και αυτός, σαν συνοδός που έχει βγάλει το σκύλο βόλτα στα χώματα του γειτονικού πάρκου. Ακόμα και στη θλιβερή κατάσταση που ένιωθε ότι βρισκόταν του ήταν δύσκολο να μη σκάσει ένα χαμόγελο βλέποντας την υποδοχή που του είχε επιφυλάξει με αφοπλιστική ειλικρίνεια η Βαλερία με τη χαρούμενη όψη της, μ' ένα εγκάρδιο και πλατύ χαμόγελό και το χέρι προτεταμένο για χειραψία, ήταν το έναυσμα για μια πολύ ευεργετική επίδραση στα συναισθήματα του Αλκιβιάδη. Τώρα ένιωθε πολύ πιο χαλαρωμένος για την ασουλούπωτη εμφάνιση του. Ακόμα κι η στιγμιαία ψιλοκουβέντα που έπιασε με τον υπάλληλο στο πάγκο με τα ψάρια τον είχε ηρεμήσει και ξαναβρήκε για λίγο την καλή του διάθεση. Της χαμογελούσε ευγενικά, με την ιδιαίτερη συστολή που τον κατείχε. Εντάξει δεν ήταν και γελοίο το θέαμα του μα αυτός αντικειμενικά πίστευε, πως η σημερινή αμφίεση του δεν ταίριαζε και πολύ στη φυσιογνωμία του.
Ο Υπάλληλος απευθυνόταν με κάτι μακρόσυρτα «κυρία μου! σε ψιλές φέτες θέλετε το σολομό», καθώς οι κλεφτές ματιές του όλο ξέφευγαν προς τις ωραίες γάμπες της Βαλερίας πέρα από το να βεβαιωθεί ότι της είχε φανεί χρήσιμος.
«Μη μου πεις πως συχνάζεις κι εσύ στο βιολογικό τμήμα του super market;» ήταν αναμενόμενο, το σχόλιο της.
«Όχι συχνά μα σήμερα που είμαι εργένης προσπαθώ να αντλήσω έμπνευση για το δείπνο μου! Ακολουθώ το συρμό που λέει πως τα βιολογικά προϊόντα είναι hot τάση, κι οι συνταγές τους είναι ισορροπημένες και δεν παχαίνουν.»
«Ναι, έχεις δίκιο! Πώς και Σαββατοκύριακο, είσαι εργένης; Η Ανδρομάχη;»
«Είναι Θεσσαλονίκη με τη φίλη σας τη Ναυσικά.»
«Με τι Ναυσικά; Επαγγελματικό ή ταξίδι αναψυχής;»
«Στο πλαίσιο ενός συνεδρίου, που συμμετέχει η φίλη σας η Ναυσικά, βρήκαν ευκαιρια και απέδρασαν ένα τριήμερο παρέα!»
«Τι συνέδριο;»
«Κάτι με Ηλεκτρονική Μάθηση νομίζω! Ξέρεις τη Ναυσικά. Λογικά της ταιριάζει!»
«Καλά λες! Τα παιδιά; Στο χωρίο με παππού και γιαγιά;»
«Ναι! η τελευταία τους εβδομάδα των διακοπών.»
Απορροφημένοι έλεγαν πολλά και διάφορα, όταν ο υπάλληλος τη πληροφόρησε πως είναι έτοιμα τα φιλέτα του φρέσκου σολομού που είχε παραγγείλει η Βαλερία, και αμφότεροι ξεκίνησαν για τα ταμεία του καταστήματος. Ο Αλκιβιάδης όμως κοίταζε τη Βαλερία αχόρταγα, με ένα απροσδιόριστο βλέμμα. Έδειχνε αδιάφορος, ή μάλλον ήθελε να το παίξει αδιάφορος γιατί μέσα του σκεπτόταν πως αυτός ο λαχταριστός κορίτσαρος θα γινόταν ιδανικός παρτενέρ στο κρεβάτι του. Αυτό το πανέμορφο αψεγάδιαστο κορμί με τις αρμονικές καμπύλες και τα ατέλειωτα πόδια! . Η Βαλερία έριξε μια κλεφτή ματιά και το κατάλαβε ότι τη κοιτάζει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δεν φάνηκε να πειράχτηκε. Ίσως να κολακεύτηκε κιόλας από την εμφάνιση της.
Η Βαλερία ήταν ο τελευταίος κρίκος της παρέας τριών κοριτσιών από το δημοτικό σχολείο. Η Ανδρομάχη, η Ναυσικά και η Βαλερία. Ήταν κι οι τρεις μια χαρά γκόμενες, η Βαλερία όμως ήταν η πιο εκκεντρική και ανεξάρτητη της ομάδας, ήταν πολύ καλή με τα μικρά παιδιά. Το περιπετειώδες ταμπεραμέντο της διασκέδαζε πολύ τις φίλες της, που τρελαίνονταν για τις θεοπάλαβες ιστορίες της.
Τη θυμάται από τα εφηβικά της χρόνια μαθήτρια του λυκείου! Απλή ζωή ζούσε και ζει η Βαλερία ακόμη και σήμερα από όσο γνωρίζει. Ήσυχα τα εφηβικά της χρόνια, συνετές σπουδές, γάμο µε άντρα που την ερωτεύτηκε και την αγάπησε! Και τα κατάφερε τελικά και έγινε καθηγητρια και αποδείχτηκε ότι ήταν πλασμένη γι’ αυτή τη δουλειά. Η επικοινωνία, η ζεστή ατμόσφαιρα, οι αιχμηρές συζητήσεις, αυτός ήταν ο δρόμος της! Ατενίζοντας την σήμερα, μετά από μερικά χρόνια που είχε να τη δει, τόσο όμορφη, τόσο ζωντανή του αγγίζει όλες τις αισθήσεις του μυαλό του, το οποίο λειτουργεί στιγμιαία και αναρωτιέται! Άραγε μήπως πίσω από αυτή τη σταθερή ζωή, καταφέρνει να κρύβει απαγορευμένες επιθυμίες και ένοχα μυστικά όπως όλοι μας.
Τίποτα δεν προανήγγειλε και τίποτα δεν προμήνυε ότι μια απλή ουρανοκατέβατη συνάντηση με μια οικογενειακή φίλη από τα παλιά ανάμεσα στα ράφια ενός super market θα του πυροδοτούσε ένα τόσο έντονο αίσθημα κάψας που στο πέρασμα της ώρας άρχισε να απλώνεται χαμηλά στην κοιλιά του και ο ίδιος ολόκληρος να φλέγεται από πόθο που ζητούσε ικανοποίηση.
Ο Αλκιβιαδης δεν μπορούσε παρά να γοητευτεί από τη γοητεία της Βαλερίας που ξυπνούσε μέσα του μια πρωτόγονη λαχτάρα αλλά σαν άνδρας δεν είχε ταμπεραμέντο πιτ μπουλ που ορμάει σε ό,τι γυναικείο ποδόγυρο κινείται και του αρέσει, αλλά ήταν υπομονετικός και επίμονος, κάτι που πολλές φορές είχε αποδειχτεί εξίσου προσοδοφόρο με το θράσος που του έλειπε. Δεν είχε αυτή τη σπίθα της διαφθοράς, ώστε να δείξει τον απόκρυφο πόθου του στην ηρωίδα του με εμμονή και χωρίς ενοχές εγκαταλείποντας κάθε κοινωνικά θεμιτό, για να ικανοποιήσει τον ανικανοποίητο πόθο του εισβάλλοντας μέσα στο ασφαλές οικογενειακό της λιμάνι. Διάβολε! Αλήθεια πόσο ανόητος άραγε να της φαίνεται με τους δισταγμούς του! Η λογική του έλεγε ότι δεν μπορούσε να κάνει εκείνος το πρώτο βήμα. Η Βαλερία είναι το «κλειδί», ακόμη κι ένα ζεστό χαμόγελο της μπορεί να βοηθήσει πολύ στο να σπάσει ο πάγος!
Ο κόμπος στο στομάχι του γινόταν όλο και πιο σφιχτός όσο περπατούσαν ο ένας διπλά στον άλλο. Μόλις βγήκαν από την αυτόματη πόρτα του καταστήματός στο υπαίθριο πάρκινγκ, οι δυο τους ήταν σιωπηλοί. Ο Αλκιβιάδης στενάζει βαριά. Ένας τέλειος στεναγμός απίστευτης καύλας. Αλλά με μια δόση αθωότητας και ενοχής μαζί. Σαν να ομολογεί στον εαυτό του πως ξέρει πολύ καλά ότι δεν πρέπει να το σκέφτεται αυτό. Ότι είναι απαγορευμένο. Αλλά και ότι δεν μπορεί να σταματήσει να το σκέφτεται. Ότι ο πειρασμός είναι πολύ μεγάλος για να μπορέσει ν’ αντισταθεί. Πήρε μια γεμάτη ανάσα και προσπάθησε να συντονιστεί με το περιβάλλον.
Την παρακολουθούσε που πήγαινε στο αυτοκίνητο της. Είχε ένα απίστευτο βάδισμα. Κάτι στους γοφούς της θύμιζε αιλουροειδές και έδινε την αίσθηση ότι βάδιζε σε αργή κίνηση. Έπρεπε να σταματήσει να την κοιτάζει. Αν κοίταζε συνέχεια τα οπίσθια της κινδύνευε να στραβολαιμιάσει.
Πλάθει «σενάρια» που ανάβουν την ερωτική του φλόγα. Η σεξουαλική επιθυμία τείνει να σχετίζεται με τις φαντασιώσεις του και του ζητά να πάρει την πρωτοβουλία και να αφήσει τη συστολή του για λίγο στην άκρη.
Έπειτα, καθώς ο Αλκιβιάδης ετοιμαζόταν να πάρει το αυτοκίνητο, στάθηκε μπροστά στη πόρτα του και βλέποντάς την Βαλερία έτοιμη να μπει στο αυτοκίνητο της, αμφιταλαντεύτηκε για μερικά δεύτερα και κοιτάζοντας τη στα μάτια ξεφούρνισε: «Συγγνώμη που σε κοιτάζω επίμονα, αλλά επιτρέψτε μου να πω ότι δεν το περίμενα μετά από τόσα χρόνια που είχαμε να ιδωθούμε να αντικρίσω μια τόσο όμορφη και σέξι γυναίκα!» Ο Αλκιβιαδης σαν σωστός που ήταν τζέντλεμαν κατά τη διάρκεια της επαφής τους της την έπεφτε μεν παιχνιδιάρικα, αλλά όχι πολύ περισσότερο του επιτρεπτού.
«Μην το πάρεις στραβά! Αν δεν είχες αυτοκίνητο θα δεχόσουν να σε πάω σπίτι σου; Έτσι, για να θυμηθούμε τα παλιά τότε που είμασταν γειτόνοι...»
Απλώνεται μεταξύ τους μια παύση.
Μετά από κάμποσα δευτερόλεπτα της λέει, «είπα κάτι που δεν έπρεπε;»
«....»
«Βαλερία;»
«Μμμ;»
«Είπα κάτι κακό;»
«Σκέφτομαι.»
«Τι σκέφτεσαι;»
«Εε!, ναι, γιατί όχι», ψέλλισε η Βαλερία αιφνιδιασμένη.
«Ωραία! χάρηκα πολύ που σε είδα. Προτείνω να κανονίσουμε, με την πρώτη ευκαιρία ένα φιλικό δείπνο να έρθουν και πάλι οι οικογένειες μας πιο κοντά.
Η Βαλερία τον λοξοκοίταξε κι έπειτα κούνησε το κεφάλι της θετικά. Του Φάνηκε πως προσπαθούσε να επιλέξει με προσοχή τα λόγια της.
Η κίνηση στην έξοδο του super market αυξανόταν διαρκώς και ο Αλκιβιαδης τη περιεργαζόταν μέσα από τα σκούρα τζάμια του αυτοκινήτου και από τη θέση του οδηγού όπου στρογγυλοκάθησε στο σκιερό πάρκινγκ! Σαν ένας περίεργος που κατασκοπεύει από κάποιο παράθυρο, μπορούσε να παρακολουθεί την Βαλερία χωρίς να είναι σίγουρος αν εκείνη ξέρει ότι ήταν αντικείμενο παρατήρησης του. Παρατηρούσε σχολαστικά κάθε της μορφασμό, επιζητώντας να εισβάλει λαθραία στις σκέψεις της και να αποκτήσει πολύχρωμο περιεχόμενο απ' τη προσωπική της ζωή. Όμορφη, προσεγμένη γυναίκα πραγματικό θηλυκό η όποια ξέρει με μαεστρία ν’ αναδεικνύει τα δυνατά της σημεία που της χάρισε η φύση. Τη θυμήθηκε πώς ήταν νεαρή δεκαοκτάχρονη, όταν τους σύστησε η Ανδρομάχη και πρωτογνωρίστηκαν. Κάτω από το σκανταλιάρικο βλέμμα της, το χαρούμενο γέλιο της κρυβόταν μια θερμή νεαρή γυναίκα πάντα έτοιμη να βοηθήσει τους φίλους της.
Η Βαλερία το κατάλαβε ότι ο Αλκιβιαδης είχε προσηλωθεί πάνω της επίμονα και διεκδικητικά και κινείτο ανέμελα, σχεδόν απρόσεκτα. Το ψηλό κορμί της ήταν ελαφρώς σκυφτό, το πρόσωπό της χαλαρωμένο, με μια μόνιμη ρυτίδα ανησυχίας στο χαμόγελο της. Το φως του μεσημεριανού ήλιου στο εσωτερικό του αυτοκινήτου της έπεφτε στο πρόσωπό της κι εκείνος δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από πάνω της. Ανεβαίνοντας στο αυτοκίνητο την είδε να κάθεται στο κάθισμα να τον κοιτά και του φάνηκε πως του χαμογέλασε με μια λάμψη σκανταλιάς στα μάτια της. Χαμογέλασε κι αυτός και χαιρέτησε κουνώντας ελαφρά το κεφάλι του. Μπορεί να ήταν η λαχτάρα του, που έκανε το κορμί του να κινηθεί, γιατί εκείνη έστρεψε απότομα τη προσοχή της στην έξοδο του πάρκινγκ! Επιλέγει από ένστικτο, τη στιγμή που θα του ρίξει μία και μοναδική ματιά, λίγο πριν αποχωρήσει απ’ το σκηνικό. Ο Αλκιβιαδης, έχοντας περάσει τη βασανιστική δοκιμασία της αδιαφορίας, νιώθει το ακαριαίο κοίταγμα της να μαγνητίζει την προσοχή του και να καρφώνεται σαν κεντρί στην καρδιά του. Η Βαλερία αποχωρώντας αυτοκρατορικά, έχει ήδη θέσει τους κανόνες της. Εκείνη βασίλισσα στον θρόνο, εκείνος πιστός ιππότης αφιερωμένος στη γοητεία της.
Έμεινε να τη βλέπει να ξεμακραίνει ασάλευτα, βουβά. Τα βλέμματά τους ενώθηκαν τελευταία φορά. Ο Αλκιβιάδης. έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να τιθασεύσει τις αισθήσεις του και με τη σκέψη στραμμένη στο τελευταίο χαμόγελο της. Αυτό το χαμόγελο! Πόσο λαχταρούσε ν΄ακουμπήσει τα χείλη του στα δικά της, φιλώντας τη στοργικά στα κερασένια της χείλια, ενώ θα τη κρατούσε προστατευτικά στην αγκαλιά του. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος, ο σφυγμός του είχε αφηνιάσει και το φούσκωμα ανάμεσα στα πόδια του δεν έπαυε να του υπενθυμίζει τη διέγερσή του με σουβλιές. Προσπάθησε μάταια να αντισταθεί στις ανήθικες σκέψεις του επικαλούμενος τη κοινωνική ηθική του που επιτάσσει σεβασμό και να μην εμπλέκεται σε παράνομες ερωτικές υποθέσεις! Ωστόσο, όπου υπερχειλίζει το συναίσθημα, είθισται να ωχριά η πειθώ του μυαλού. Πως το λέει ο μεγάλος δάσκαλος ο Φρόιντ! «Το σεξουαλικό ένστικτο, δεσπόζει κάθε άλλου, ακόμα και του ενστίκτου τής αυτοσυντήρησης.»
Έτσι, του Αλκιβιάδη, παρά τις ενστάσεις του αυτό το σαββατόβραδο η Βαλερία εντελώς ξαφνικά, από το πουθενά είχε εισβάλει στο συναίσθημα του σαν μια γλυκιά αμαρτία η παρουσία της. Μια αμαρτία κρυμμένη στο πάθος του. Αυτό είναι. Ένα πάθος. Ένα ανομολόγητο πάθος που είχε γίνει η βραδινή του ερωτική πρέζα στη μοναξιά του, σαν γρύλος που τραγουδά μες στο κεφάλι του, σαν γρύλος επίμονος! Αυτό το βράδυ σκέφτεται με τη ψυχή και το συναίσθημα κι όχι με τη λογική, και είναι κι αυτό το δάγκωμα που νιώθει σαν τη σκέφτεται! Στο μυαλό του τη φαντάζεται, ότι είναι ερωτικό ζευγάρι και αυτή η διαπίστωση του προκαλούσε μια συναισθηματική κατάσταση στην οποία βιώνει για κάτι που θα ήθελε να συμβεί στο εγγύς παρόν ή στο μέλλον!
..Έξω είχε αρχίσει να σουρουπώνει η πιο λατρεμένη του ώρα της ημέρας και ενώ ο ήλιος προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από το οροπέδιο της Πλάτωσης και το Θριάσιο πεδίο, είχε φτάσει η στιγμή για την πιο χαλαρωτική απόλαυση. Ο Αλκιβιαδης διάλεξε από το έπιπλο ένα μπουκάλι Mandarin Napoleon αυτό το εξαιρετικό βελγικό κονιάκ ηλικίας δέκα ετών ακούμπησε ένα ποτήρι στον πάγκο της κουζίνας πάνω στη μαρμάρινη επιφάνεια. Σέρβιρε προσεκτικά κονιάκ στο ποτήρι, δεν ήθελε λεκέδες στη λευκή επιφάνεια του μαρμάρου. Φέρνοντάς το στο στόμα, έκλεισε τα μάτια του απολαμβάνοντας τις αρωματικά αλκοολούχες γεύσεις του cognac που άρχισαν να ρέουν στις φλέβες του, και σε αρμονική συντροφιά να δένουν με τις γεύσεις του μαλακού ganache εσπρέσο και τις γεύσεις από κομποτέ μανταρίνι. Το συνηθισμένο του εκρηκτικό μείγμα ξύπνησε τις αισθήσεις του, και ένα αίσθημα ευεξίας και πληρότητας τον κατέλαβε μονομιάς. Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, θεωρούσε ένα απολαυστικό άρωμα μια από τις πραγματικά απλές απολαύσεις της ζωής. Έκλεισε τα φώτα πήρε το ποτήρι με το λικέρ και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο όπου ήταν το γραφείου του. Το λάτρευε το μικρο του δωμάτιο. Ο χώρος σε συνδυασμό με το φως που έμπαινε από τα παράθυρα του δημιουργούσαν την αίσθηση ότι βρισκόταν σε μπαλκόνι. Το δωμάτιο το είχε διακοσμήσει η Ανδρομάχη όπως και το υπόλοιπο σπίτι. Είχε διαλέξει ταπετσαρίες, βιβλιοθήκες, γραφείο, φωτογραφίες και πίνακες για τους τοίχους. Και ο Αλκιβιαδης ήταν ενθουσιασμένος με ό,τι είχε κάνει. Ποτέ δεν αμφισβήτησε το γούστο της, μάλιστα, ένιωθε πολύ περήφανος! Ήπιε μια γουλιά από το ποτήρι του κι ένιωσε την αψάδα του αλκοόλ να μειώνει την ένταση που ένιωθε. Όχι εντελώς, όμως. Πέρασε το χέρι του μέσα από τα κυματιστά μαύρα μαλλιά του και στριφογύρισε το ποτό μέσα στο ποτήρι του.
Άνοιξε την Τιβί on demand και πέφτει σε μια πρωινάδικη εκπομπή απ΄ αυτές που παρακολουθεί η πεθερά του με τις παρουσιάστριες που το κάνουν με όλους τους ισχυρούς της τηλεόρασης και των περιοδικών για να εξασφαλίσουν μια θέση στο γυαλί, και μετά βγάζουν στη φόρα το εσώρουχο και το ψεύτικο στήθος τους για να ξεχωρίσουν. Παίρνει η άλλη τηλέφωνο, λέει, είμαι σαράντα χρονών, παντρεμένη, με επιτυχημένη επαγγελματική καριέρα, βγάζω πολλά λεφτά και επειδή δουλεύω αρκετές ώρες είμαι πολύ κουρασμένη και όταν γυρίζω σπίτι και δε μπορώ να κάνω τις δουλειές του σπιτιού, οπότε τις κάνει ο άντρας μου.
«Μα καλά κυρία μου, ο άντρας σας δε δουλεύει; δεν είναι κουρασμένος;»
«Ναι δουλεύει, είναι κουρασμένος αλλά εγώ βγάζω περισσότερα.»
«Συγγνώμη να σας ρωτήσω κάτι προσωπικό, εξωσυζυγική σχέση διατηρείτε;»
«Τι λέτε καλέ, βεβαίως και διατηρώ!»
«Παρντόν; Γιατί κυρία μου;»
«Γιατί το να βλέπω τον άντρα μου στην κουζίνα και γενικά να τον βλέπω να κάνει τις δουλειές του σπιτιού με ξενερώνει εύκολα, δεν με εξιτάρει στο ερωτικό παιχνίδι δεν μου δημιουργεί ένταση, πάθος και σεξουαλικό μαγνητισμό. Εγώ θέλω έναν ερωτικό παρτενέρ πολύ δυναμικό, εκρηκτικό που η αδρεναλίνη του να χτυπάει κόκκινο, και έτοιμο για δράση πάντα, ώστε να μου κινεί το ερωτικό και σεξουαλικό ενδιαφέρον συνεχώς. Κοινώς να διακρίνεται στον ερωτικό τομέα με απίστευτες αντοχές ώστε να παρασύρει και να τεντώνει τις αισθήσεις μου στα άκρα. Να με οδηγεί στην κορύφωση της σαρκικής και ψυχικής ηδονής.
Γρήγορα βαρέθηκε και έκλεισε την τηλεόραση καταλήγοντας στο εξής. Η Γυναίκα στις δυτικές κοινωνίες σήμερα, έχει εθιστεί στην αγορά και την δύναμη που αυτή της παρέχει. Κοινωνικό status κλπ. Αυτά τα πρότυπα έχει από την τηλεόραση και τις «πετυχημένες» φίλες, αυτά επιθυμεί. Αυτό όμως, είναι η διάσπαση της οικογένειας γενικά στον δυτικό κόσμο, κάνει συνειρμούς και σκέψεις για γνωστές τηλεπερσόνες που παριστάνουν τις κυρίες και δεν αφήνουν τεκνό για τεκνό χωρίς να το πηδήξουν. Παράγοντες του θεάτρου, της τηλεόρασης, του καλλιτεχνικού χώρου γενικώς, που εκβιάζουν. «Εσύ θα μου κάτσεις κι εγώ θα σε κάνω φίρμα» Νεαρά κοριτσόπουλα προκειμένου να αποκτήσουν κάποιο δεύτερο ρόλο σε σίριαλ πέφτουν στα γόνατα και με το στόμα ανοιχτό, αποθεώνουν και τον τελευταίο κάμεραμαν.
Βούλιαξε στην καρέκλα του γραφείου πίσω από τον υπολογιστή, έκανε μισή στροφή και βρέθηκε να κοιτάζει απ΄το παράθυρο ατενίζοντας στον ορίζοντα το νυχτερινό ουρανό λες και αναζητούσε εκεί τη μορφή της που θα ήθελε να βρίσκεται απόψε μαζί του. Ακολουθούσε βαθιά σιωπή. Το μυαλό του ήταν καθαρό σαν τον καθαρό νυχτερινό ουρανό, με το φεγγάρι και τον πολικό αστέρα στη θέση τους να τρεμοσβήνουν ζωηρά. Ο Αλκιβιαδης ανοιγόκλεισε τα μάτια, όρθωσε το κορμί του στην καρέκλα και έκανε πάλι μισή στροφή, ώστε να βρεθεί αντίκρυ στην οθόνη του δεκαεφτάρη TOSHIBA Notebook. Κούνησε το ποντίκι και η οθόνη απέκτησε ζωή. Ήταν αργά, είχε ήδη πάει μεσάνυχτα, αλλά ο Αλκιβιάδης δεν είχε καμιά όρεξη να κοιμηθεί, ήταν πολύ νευρικός. Αν πήγαινε για ύπνο, θα αναμάσαγε τα ίδια και τα ίδια. Καλύτερα να απασχολούσε το μυαλό του. Άνοιξε τον πλοηγό ιντερνέτ, πληκτρολόγησε το κωδικό του blogger και άνοιξε νέα ανάρτηση. Είχε τόσα πράγματα να γράψει, τόσες ιστορίες να πει. Αυτό που του έλειπε ήταν η σωστή διέξοδος, απ’ όπου θα ξεχύνονταν οι σκέψεις και οι ιδέες, σαν λάβα που μετά θα έπηζε σε μια σταθερή ροή.
Η ανάρτηση, αναμφίβολα, όταν θα ήταν πιο νηφάλιος θα κατέληγε στη «διαγραφή» ή στα «πρόχειρα», αλλά του άρεσε και η ιδέα να φλερτάρει με τον κίνδυνο να το ανεβάσει στο blog του και να στείλει το link με MSN στη Βαλερία να το διαβάσει. Ήπιε μαζεμένες τρεις γουλιές από το ποτό του νιώθοντας το μελένιο υγρό να κατηφορίζει στο λαιμό του παρασύροντας μαζί του και έναν ενοχλητικό κόμπο. Ναι, αυτό έφταιγε. Η γυναίκα απόψε είναι συνεχώς στο μυαλό του σε σημείο που νιώθει μπερδεμένος και δεν μπορεί να ελέγξει τη σεξουαλική του ισορροπία!. Στη θύμηση της επιταχύνονται όλα: οι χτύποι της καρδιάς του, η ανάσα του, οι σκέψεις του. Τους φαντάζεται να βρίσκονται οι δυο τους σ΄ ένα μέρος και έναν χώρο απόλυτης ηρεμίας, αυθεντικής φιλοξενίας, αδιαπραγμάτευτης ποιότητας και διακριτικής πολυτέλειας. Σ΄ ένα πεντάστερο ξενοδοχείο μέσα στη φύση, δίπλα στο κύμα, να μοιράζονται μαζί μοναδικές ερωτικές στιγμές. Έχει κατά νου και την μεγάλη έγκυρη πανεπιστημιακή έρευνα που πραγματοποιήθηκε και αναφέρεται για την απιστία μεταξύ συζύγων, να θέλει τις γυναίκες καθηγήτριες να είναι επιρρεπείς στην απιστία και οι πιο ευάλωτες στους πειρασμούς που θα εμφανιστούν στο δρόμο τους. Ταυτόχρονα όλο και κάτι είχε πάρει το αυτάκι του στα συνήθη γυναικεία κουτσομπολιά της Ανδρομάχης με την Ναυσικά για την πρώην μελαχρινή με μεγάλα όμορφα μάτια, καλοσχηματισμένο σώμα με όμορφες καμπύλες, φιλενάδα τους! Η Βαλερία είχε εξελιχθεί σε προσωπικότητα, που απέπνεε αυτοπεποίθηση. Οι περισσότεροι μάλιστα την θεωρούσαν ότι είχε πρωτοποριακές, ενδεχομένως και εκκεντρικές, απόψεις, θέσεις ή συμπεριφορές, αφού μεταξύ των άλλων ντύνονταν κομψά, βάση των επιταγών της εποχής και ήταν φιλική με τους μαθητές. Με δυο λόγια είναι ένα γοητευτικό πλάσμα για τη μικρή κοινότητα του σχολείου. Τόσο για τους μαθητές που οι περισσότεροι ονειρεύονται να «πηδήξουν» μία τέτοια «μουνάρα» καθηγήτρια, όσο και για πολλούς καθηγητές που επίσης θα ήθελαν να την ρίξουν στο κρεβάτι τους.
«Ανδρομάχη έχεις μάθει για τα ερωτικά κατορθώματά της φίλη μας της Βαλερίας;»
«Της Βαλερίας; όχι δεν ξέρω κάτι! Πάει πολύς καιρός που έχω να μάθω νέα της. Έχουμε χαθεί. Εσύ τι έχεις μάθει;»
«Να οι φήμες και οι κακές γλώσσες λένε ότι έχει ανακαλύψει ότι το απαγορευμένο πόσο μάλλον το παράνομο είναι πιο γλυκό και το απολαμβάνει με έναν παίδαρο.»
«Δηλαδη; Όταν λες απαγορευμένο και γλυκό; Τι εννοείς; ότι τα φοράει στον άνδρα της;»
«Εσύ τι λες να εννοώ; Ότι ρίχνει άχνη στη μπουγάτσα;»
Στην αρχή η Ανδρομάχη ξαφνιάστηκε γιατί θυμάται τη φιλενάδα τους από το λύκειο! Την είχε για συμμαζεμένη κοπέλα και δεν το περίμενε να ακούσει τέτοια σχόλια για το άτομο της. «Τι να σου πω ρε Ναυσικά! Εγώ πάντως την έκοβα σεμνή και μετρημένη. Μεταξύ μας το πιστεύεις ότι μπορεί να είναι αλήθεια τα κουτσομπολιά πως η Βαλερία πέφτει σε παράνομο κρεβάτι;.»
«Αυτές οι σεμνές φιλενάδα μου είναι οι μεγαλύτερες καριόλες, να ξέρεις.»
«Για λεγε τι έχεις μάθει! Είμαι όλη αυτιά.»
«Έμαθα από έγκυρη πηγή ότι το «πνίγει το κουνέλι» στην αγκαλιά του νεαρού γυμναστή του λυκείου που εργάζεται.»
«Έχει μαθευτεί δηλαδή ότι έχει επιλέξει να ανοίξει την πόρτα στο σεξ που της χτύπησε ο νέος νοικάρης χωρίς να διώξει τον προηγούμενο νοικοκύρη;»
«Ε ναι! Όπως συμβαίνει συχνά με κάθε μυστικό, που από στόμα σε στόμα, τελικά γίνεται μουσικό όργανο κι ο ήχος του μπορεί να φτάσει πολύ μακριά.»
..Φαντάζεται τον εαυτό του και τη Βαλερία ότι είναι ήρωες σε ερωτική νουβέλα που έχουν βρει καταφύγιο σε παραλιακό ξενοδοχείο στην αγκαλιά του Μυρτώου πελάγους και του Πάρνωνα! Η μπαλκονόπορτα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου ήταν μισάνοιχτη, και ο μαΐστρος, το δροσερό αυτό θαλασσινό αεράκι συμβολίζει την απαλλαγή τους από τα προβλήματα που τους βασανίζουν, έκανε τις τραβηγμένες κουρτίνες να ανεμίζουν ελαφρά καθώς δυνάμωνε προμηνώντας μιαν φθινοπωρινή μπόρα. Είχε πέσει το σούρουπο, ο ουρανός είχε πάρει ένα χρώμα βαθύ μενεξεδί. Η θάλασσα ήταν όμοια με ζωγραφιά από λάδι, μα υπήρχε κάτι δυσοίωνο έτσι όπως φούσκωνε ο αφρός και τα κύματα έσκαγαν με μανία στη στεριά, στη μικρή προβλήτα και στα βράχια κάτω από το ξενοδοχείο. Εκεί νιώθουν προστατευμένοι και ασφαλείς σε κάθε στιγμή τους από περίεργα βλέμματα. Η Βαλερία ένιωθε όμορφη και δεν χρειαζόταν να αμφιβάλει ότι ο Αλκιβιάδης την ήθελε. Την κοιτούσε όλη την ώρα μ΄ ένα άπληστο βλέμμα. Επιτέλους μπορούν να αγκαλιαστούν. Οι κινήσεις τους έχουν τόση φυσικότητα, που δίνουν την εντύπωση ότι γνωρίζονται από πάντα. Για μια στιγμή, μια μικρούλα στιγμή, επέτρεψε στον εαυτό του να φανταστεί ότι ήταν στην αγκαλιά του τα μακριά, λεπτά δάχτυλά της να χώνονται μέσα στα σκούρα μαλλιά του, το σώμα της να λυγίζει στα δυνατά χέρια του που τη χάιδευαν και την άγγιζαν, τα χείλη της να σμίγουν με τα δικά του και τα βογκητά της να αντηχούν στον νυχτερινό αέρα από τα χάδια του. Τον κοίταξε καθώς το χέρι του ταξίδεψε στο λείο περίγραμμα του μπούστου της και στο στητό της στήθος το ελεύθερο στη νυχτερινή δροσιά. Τα δόντια του άστραψαν στο πονηρό χαμόγελό του, καθώς εκείνος κοίταξε προς τα κάτω τον ερεθισμένο μαστό και ψέλλισε «πανέμορφη», προτού χαμηλώσει τα χείλη του στη σκοτεινή κορυφή που είχε σκληρύνει από τον δροσερό αέρα και τη θερμή αγκαλιά του. Η Βαλερία άφησε το κεφάλι της να πέσει προς τα πίσω σε έκσταση, ανίκανη να ελέγξει την ευχαρίστηση που ένιωθε στα χέρια του, και απόμεινε ακίνητη, νιώθοντας τις θηλές της να σκληραίνουν καθώς το χέρι του τη χάιδευε και το στόμα που περνούσε ξανά και ξανά τη γλώσσα του πάνω από το στήθος της! «Αλκιβιάδη…» Το όνομά του, που ξέφυγε από τα χείλη της με ένα βαθύ βογκητό, έσκισε τη σιωπή.Τα χέρια τους γλιστράνε παντού, σαν σε κατακτημένα εδάφη. Τα δικά του είναι πιο βιαστικά από τα δικά της. Η Βαλερία ανατρίχιασε καθώς το χέρι του χάιδεψε την πλάτη της.
Ο Αλκιβιαδης δεν έδινε σημασία, δεν άκουγε το σφύριγμα του αέρα, ούτε τον άγριο βόμβο του νερού καθώς, για εκείνον, τίποτα έξω από το δωμάτιο δεν υπήρχε εκείνη την ώρα. Το μόνο θρόισμα που έφτανε ως τα αυτιά του και τον μεθούσε ήταν εκείνο των σεντονιών, ήταν το θρόισμα από τα ρούχα της που έπεφταν στο δάπεδο με ένα ρυθμό γαλήνιο και παθιασμένο ταυτόχρονα, σε τέλειο συντονισμό με τις κινήσεις των χεριών του. Ακόμη και το πιο απαλό του άγγιγμα έκανε το κορμί της να τυλίγεται στις φλόγες. Η Βαλερία άφησε ένα σιγανό βογκητό ηδονής και σήκωσε τα χέρια στον αέρα, βοηθώντας τον να της βγάλει το αέρινο φουστάνι που είχε φορέσει νωρίτερα εκείνο το πρωί. Πολύ γρήγορα, ένας μικρός σωρός από ρούχα σχηματίστηκε γύρω από τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της, το μεταξωτό μαντίλι που είχε δέσει στο λαιμό, το φουστάνι, τα λευκά μικροσκοπικά εσώρουχά της.
«Κάνε μου έρωτα, θέλω να με λατρεύεις ως το ξημέρωμα, να γίνεις δικός μου σαν να μην υπάρχει ξημέρωμα…» μουρμούρισε ξέπνοα, έγειρε προς τα πίσω το κεφάλι και αφέθηκε στα χάδια του.
Οι άκρες των δαχτύλων του διέσχισαν απαλά τις καμπύλες της και η Βαλερία ένιωσε ρευστή, σαν να την έπλαθε ο Αλκιβιαδης με το χάδι, με το άγγιγμα του.
«Μη σταματάς, φίλα με, νιώσε με…» ψιθύρισε η Βαλερία, που δεν μπορούσε, πια, να ακούσει ή να ελέγξει τον εαυτό της.
Υπήρχε απελπισία στις ανάσες, στο λαχάνιασμα της, στη μαύρη πείνα που έκανε να στάζουν οι χυμοί του κορμιού της, να τρελαίνεται, να αγριεύει ο πόθος της και να τη σέρνει σε τοπία αχανή, απάτητα. Τα δάχτυλά της μπλέχτηκαν στα πυκνά καστανά του μαλλιά και η τυραννία της απόλαυσης εξακολούθησε για κάμποση ώρα, σχεδόν την έφερε στο απόγειο, μα η Βαλερία πρόλαβε να απομακρύνει τον εραστή της. Εκείνος χαμογέλασε, ανέβηκε στο κρεβάτι και την τράβηξε πλάι του.
Οι ανάσες τους, κοφτές, απεγνωσμένες, σαν να υποψιάζονταν ότι στ’ αλήθεια δε θα υπήρχε ξημέρωμα, έσμιξαν με τον ήχο του ανέμου και της θάλασσας, ακολούθησαν ασύνειδα τις κινήσεις και τις ενώσεις των νεφών οι στεναγμοί τους ήταν οι πρώτες βροντές, η κυοφορία της βροχής του φθινοπώρου, της λυσσασμένης μπόρας που μόνο αυτή θα μπορούσε, ίσως, να μετρηθεί, να συγκριθεί με το ανελέητο ρυθμικό σφυροκόπημα στις καρδιές τους. Και πώς να περιγράψει τη λαγνεία τους δίχως κανιβαλισμό! Χωρίς να διαγραφεί η οδοντοστοιχία τους πάνω στους γυμνούς τους ώμους, ίδιους με το σχήμα ενός αφάγωτου λωτού τη στιγμή της κορύφωσης που η θύελλα ξεσπά στον εγκέφαλο κάτι σαν έκρηξη πυροτεχνημάτων! Την κοιτάζει στα μάτια και η ανάσα του γίνεται πιο έντονη. Κάθε στιγμή κρατά μία αιωνιότητα και έχει τη δική της σημασία. Η ένταση του πόθου ολοένα και μεγαλώνει. Τα χείλη του μόλις που την ακουμπούν. Η φωνή του είναι σιγανή και αισθησιακή καθώς της ψιθυρίζει: «Σε θέλω. Θέλω να μπω μέσα σου και να σε νιώσω... έστω κι αν αυτό θα γίνει μόνο μία και μοναδική φορά»
Ακούμπησε την παλάμη της στο στήθος του. Η φωνή της ήταν βραχνή. «Κι εγώ εσένα! Σε θέλω!» Γλίστρησε τα δάχτυλά της προς τα κάτω ως το στομάχι του κι ένιωσε τα χέρια του να σφίγγουν τους γυμνούς ώμους της καθώς έπεφτε στα γόνατα μπροστά του.
«Δεν είσαι υποχρεωμένη να…»
«Είπα ότι σε θέλω! Δεν έχω επιλογή. Ήξερα τι ακριβώς ήθελα από τη στιγμή που συμφώνησα να έρθω εδώ μαζί σου». Ακολουθεί σιωπή και η Βαλερία απαλλαγμένη από όλα τα ρούχα της, γυμνή μπροστά του αφήνεται στις δικές της σαρκικές ανάγκες.
Αποχαυνωμένος όπως ήταν, αποδεικνύοντας εν τέλει -έστω και μεταφορικά- πως οτιδήποτε δε βγαίνει από μέσα του, τελικά καταλήγει να τον φέρνει σε κατάσταση νωθρότητας και πλήρους αδράνειας, παραλύοντας τις σωματικές και διανοητικές δυνάμεις του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αντιδράσει. Του πήρε λίγα λεπτά για να βγει από τους φανταστικούς αισθησιακούς μαιάνδρους της αφήγησης του. Οι κρόταφοι του χτυπούσαν μισόκλεισε τα μάτια κι αναστέναξε ζαλισμένος από το ονειρικό σεξουαλικό του ταξίδι με τη Βαλερία να είναι εκεί παρούσα στο ταξίδι του για
μεγάλα χρονικά διαστήματα, και να κατέχει τις σκέψεις του, όπως μια μεραρχία έχει υπό την κατοχή της μια αλλοτριωμένη εδαφική έκταση. Τα αφτιά του βούιζαν με τις ανήθικες σκέψεις που είχε στο πίσω μέρος του μυαλού του. Απόμεινε να κοιτάζει την οθόνη με βαριά βλέφαρα. Όσο και να κοίταζε την οθόνη μπροστά του, δε θα έγραφε άλλο. Έβλεπε το δρομέα να αναβοσβήνει ανυπόμονα, μα το μυαλό του είχε αδειάσει από ιδέες. Ένα διάλειμμα, αυτό χρειαζόταν.
Διάβασε και ξαναδιάβασε το κείμενο που ήταν αποθηκευμένο στο πρόχειρο προτού κλείσει τον υπολογιστή. Κράτησε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια και βάλθηκε να καταλάβει τι του είχε συμβεί παραδομένος σε έναν κυκεώνα συλλογισμών που υποτίθεται ότι θα του δώσουν το κλειδί της λύσης στις επιθυμίες του. Συλλογίζεται σαν τον Σπαρτιάτη στρατηγό που εξετάζει τα έντερα των ζώων πριν τη μάχη. Ναι, είναι πολύ σημαντική μια μάχη (το μέλλον ενός λαού) Δε μπορούμε να την αφήσουμε στην τύχη. Εκείνο το βράδυ έμεινε πολλές ώρες καθισμένος επάνω στην καρέκλα του γραφείου. Έβαλε ένα δεύτερο πότο το έπινε ήσυχα αφήνοντας τη φαντασία του να ταξιδέψει μέσα στον λαβύρινθο της αβεβαιότητας που νιώθει. Κοίταξε έξω από το παράθυρο του, το φωτισμένο δρόμο. Είχε νυχτώσει εδώ και ώρες, αλλά ήταν πολύ απορροφημένος με την εργασία του για να το καταλάβει.
Έβλεπε τα φώτα από τα αυτοκίνητα να περνούν απέναντι στη γέφυρα του περιφερειακού της Αττικής οδού. Το διασκέδαζε να μαντεύει από πού έρχονται και που πηγαίνουν. Δεν είχε καμιά διάθεση να πάει να ξαπλώσει και η μοναχική ατμόσφαιρα στο γραφείο του, του φαινόταν ιδανική συντροφιά για την όντως παράξενη διάθεση του. Κάπως έτσι ένιωθε τις βραδινές εκείνες ώρες πριν κοιμηθεί. Συνειδητοποιεί πως οι ώρες αυτές, που γύρω επικρατεί ησυχία και ηρεμία, του δίνουν χρόνο να αναλογιστεί, να σκεφτεί, να κρίνει και οι επιθυμίες του ζητάνε πλέον τη λύση τους. Τα πρόβλημα που τον απασχολεί έρχεται για να του υπενθυμίσει πως πρέπει να κάνει κάτι γι’ αυτό ώστε να αμβλυνθεί. Οι φαντασιώσεις του επιστρέφουν απρόσκλητες κι εκείνο το συναίσθημα που προσπαθει να πείσει τον εαυτό του ότι είναι ανύπαρκτο, φροντίζει να ενισχυθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορεί να το περάσει ανεπαίσθητα. Αυτά που φοβάται δεν μπορούν παρά να είναι όσα του έρχονται στο μυαλό! Είναι οι πιο ενδόμυχες, οι πιο δικές του σκέψεις. Το πορτρέτο της Βαλερίας του προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα, μελαγχολία ανάμεικτη με ελπίδα. Μελαγχολία και ελπίδα που μοιράζονται τον ίδιο χώρο! Με μια ελπίδα που καίει μέσα του σαν άλυτο σταυρόλεξο που λέγεται επιθυμία πως να κατακτήσει το ζωντανό πορτρέτο. Ονειρευόταν να γευτεί με θέρμη την αποδοχή της. Και εκεί που ετοιμάζεται για ακόμα μια φορά να αντιμετωπίσει τον εαυτό του, πως να ξεπεράσει το συναίσθημα του ανεκπλήρωτου ερωτικού απωθημένου που του προκάλεσε η τυχαία συνάντηση με τη Βαλερία, η μορφή της Ανδρομάχης εισβάλλει ανάμεσα στις σκέψεις του. Έπεσε σε λογισμούς να τη σκέφτεται στη Θεσσαλονίκη στο δικό της σενάριο! Ελεύθερη κι απενοχοποιημένη, σαφώς ανανεωμένη, μ’ αυτοπεποίθηση σε μια χαλαρή έξοδο μια ανέμελης βόλτας, για ένα ποτό σε ένα μπαρ, που σίγουρα θα της προσφέρει πολλές ευκαιρίες για ενδιαφέρουσες ανδρικές γνωριμίες με αποτέλεσμα οι παλμοί της να ανεβαίνουν κι η αδρεναλίνη της να χτυπάει κόκκινο, που την βάζει σε μια διαδικασία να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που της παρουσιάζεται να ζήσει έντονες ερωτικές στιγμές, σε μια άλλη ανδρική αγκαλιά που θα εκτοξεύσει στα ύψη το σε ύπνωση σεξουαλικό της πάθος. Ίσως της καλλονής η αίγλη της να της θύμισε μέσα της παροπλισμένα συναισθήματα, ερωτικές επιθυμίες και ανάγκες, που αυτός είναι συγκρατημένος και ανίκανος να τα εκτιμήσει και «παγωμένα» μένουν ανικανοποίητα και υποτιμούνται στη σχέση τους; Κρυφογέλασε με τις σκεψεις του. «Ίσως αύριο που θα έρθει να μου διώξει τα φαντάσματα της νύχτας. Όλα μες στης ζωής τα βήματα είναι», ψιθύρισε και κάπου εκεί χάθηκε στην αγκαλιά των σεντονιών.
Το επόμενο πρωί ξύπνησε πιασμένος από έναν άσχημο ύπνο. Όλα τα χθεσινά του ξανάρχονταν στο νου, τριγύριζαν στο μυαλό του και τον απασχολούσαν. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και χασμουρήθηκε. Έριξε μια ματιά στο ξυπνητήρι που βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο. Έκανε ένα μορφασμό βλέποντας το είδωλο του στον απέναντι καθρέπτη της κρεβατοκάμαρας. Αυτό που έβλεπε ήταν γένια τριών ημερών κύκλους γύρω από τα μάτια και μερικά ατίθασα ανακατεμένα μικρά τσουλούφια από τα κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά του, ξανάπεσε πίσω στο κρεβάτι. Ένιωθε ένας άλλος εαυτός του. «Σκατά! Είσαι αξιοθρήνητος!» Παραδέχθηκε συνοφρυωμένος. «Πρέπει να κάνεις ένα χλιαρό ντους να συνέλθεις» μονολόγησε. Ύστερα από αρκετή ώρα μέσα στο ντους βγαίνοντας στο μπαλκόνι καλημέρισε τη πρωινή αύρα! Προσπαθεί να επανέλθει στην κανονικότητα του και να αφήσει πίσω του τις νυχτερινές ονειροφαντασίες του, ν΄ αφήσει πίσω το γεγονός, ότι η ανάμνηση της Βαλερίας «στοιχειώνει τη σκέψη του». Το καλύτερο που μπορεί να κάνει είναι να αναζητήσει μέσα του τις απαντήσεις στο πως θα προχωρήσει παρακάτω κλείνοντας τη πόρτα στις σφοδρές ερωτικές επιθυμίες του για τη Βαλερία και ακολούθησε το κλασικό του πρωινό σύστημα στις αργίες και στις μοναξιές του. Βόλτα το σκύλο στο πάρκο, περιποίηση στο παπαγάλο και σήμερα να μη ξεχάσει το καναρίνι και να καθαρίσει την λεκάνη της άμμου για την υγιεινή του γάτου τους.
Η επερχόμενες ώρες ήταν απολύτως προβλέψιμες μιας συνηθισμένης Κυριακής.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου