Το μυαλό του ανασύρει από τα ξεχασμένα υπόγειά του αναμνήσεις, είναι οι στιγμές που εύχεται να μπορούσε να γκρεμίσει τα σύνορα του Χώρου και του Χρόνου. Αισθάνεται τη μαγεία να αναβλύζει από κάθε κόκκο άμμου στην ακρογιαλιά, να εξαπλώνεται γύρω του με τα κύματα του νερού και του αέρα. Ξαναγυρίζει στα χρόνια της ξέγνοιαστης παιδικότητας, που τα κορμιά τους ήτανε στητά σαν λαμπάδες, τα πρόσωπα αρυτίδωτα σαν χυμώδη φρέσκα ροδάκινα, τα μάτια λαμπερά, γεμάτα φλόγα και το κεφάλι σκεπασμένο από πλούσια ατίθασα μαλλιά.Τα κύματα του σιγοτραγουδούσαν τραγούδια δίχως μουσική, σφύριζαν σκοπούς δίχως λόγια, με μόνο στόμα, με μόνη γλώσσα κι έκφραση, τη γλώσσα των κυμάτων.
«Αγαπώ τη θάλασσα… είναι ο χώρος που αναπνέω καλύτερα… γεμίζω τα πνευμόνια μου με αρμύρα και χάνεται το βλέμμα μου στο μπλε… Αρχίζω να τρέχω στην αμμουδιά και χάνομαι στα κύματα… η απόλυτη αίσθηση της ελευθερίας… κι εκεί που χάνεται το βλέμμα μου και ζαλίζομαι απ’ την τόση ομορφιά, εκεί στο τέλος της αμμουδιάς, εκεί που η εικόνα είχε γίνει όσο μαγική νόμιζα ότι μπορούσε, ξεπροβάλλει η μορφή ενός μοναδικού αλόγου… με μαγνήτισε και απορώ με το πόσο πολύ ταίριαζε στη μαγεία της στιγμής… ελευθερία, πάθος, δύναμη, μαγεία… άλογα… Αγνάντευα τη χαίτη του έτσι όπως ξεκίναγε από την αμμουδιά και χτένιζε τα κύματα… έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να ξεχωρίσω τον παφλασμό από τον καλπασμό του και η ηχώ της στιγμής γέμισε την ανάσα μου… αν έπρεπε να φυλακίσω μια στιγμή μέσα μου και να την κάνω ολό-δικιά μου για πάντα θα ‘ταν αυτή… Μα δε φυλακίζεται η ελευθερία, ούτε το περήφανο αυτό ζώο που χάθηκε από μπροστά μου όπως εμφανίστηκε… κι ήταν η σπίθα στα μάτια του πιο λαμπερή κι απ’ το ηλιοβασίλεμα»...... HorseRiders
......Ηταν Φλεβάρης του 1954! H γέννηση του δεύτερου αδελφού του Τηλέμαχου.
Η γέννηση ενός δεύτερου παιδιού είναι ένα ευτυχισμένο γεγονός για όλη την οικογένεια. Μαζί με την έλευσή του, την ευτυχία και την ανείπωτη χαρά, έρχονται επίσης αυξημένες ευθύνες και νέες προκλήσεις. Τα γεγονότα έλαβαν χώρα ένα χειμωνιάτικο βράδυ μεταξύ μιας Τρίτης και λίγο πριν το ξημέρωμα της Τετάρτης. Δριμύτατο ψύχος ενέσκηψε από τις πρώτες ημέρες του μήνα με συνεχείς ισχυρές βροχές και άνεμος πολύ ψυχρός.
Τα φυλλοβόλα δένδρα στις χωμάτινες γυρτές πλαγιές απογυμνώθηκαν, νεκρά σάπια τα φύλλα κάτω απ’ τα δέντρα, βυθίζονταν στρώνοντας φαιό χαλί στο βρεγμένο και μαλακό χώμα. Το μικρό αγροτικό σπιτάκι στου οικισμού την άκρη, τη νύχτα αυτή πηχτό σκοτάδι το έχει κυκλώσει. Λένε ότι το σκοτάδι της νύχτας δημιουργεί ένα ιδιαίτερο, ιδιότυπο τοπίο, στο οποίο όλα μπορούν να συμβούν ξαφνικά και απροειδοποίητα. Ένα περιβάλλον μεταφυσικό, μαγικό και αυτόνομο. Μέσα στο σκοτάδι, στην ερημία, την απομόνωση και την ησυχία των μεταμεσονύκτιων ωρών, τα πρόσωπα, οι χώροι, τα πράγματα, αλλάζουν όψη, μεταμορφώνονται. Είναι ένα κενό, μια ανάπαυλα, μια τομή στις καθημερινές ασχολίες, στις υποχρεώσεις, στις συμβάσεις. Προσφέρεται για σκέψη και περίσκεψη, για αποδράσεις στο χτες, περιπλανήσεις στο παρελθόν, νοσταλγικές αναδρομές, κουβέντες χωρίς αρχή και τέλος. Είναι το εφαλτήριο για νέες εκκινήσεις και ανασυντάξεις. Μια μικρή εκεχειρία, μια ανάσα πριν το αύριο που έρχεται αμείλικτο απαιτώντας δράση.
Κρατώντας ένα ξύλο στο χέρι ο πατέρας του, με περισυλλογή σκάλιζε τη φωτιά στο τζάκι σπρώχνοντας τα αποκαΐδια που είχαν απομείνει γύρω της, και μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας γυρνούσε σιγανά το πρόσωπό του προς τα εκεί στην ορθάνοικτη ξύλινη εξώπορτα που φυσούσε ο αγέρας, προσπαθώντας να αφουγκραστεί τον καιρό, περιμένοντας τους επισκέπτες. Η φωτιά ξεπήδησε σε φλόγα ρίχνοντας φωτεινές μαχαιριές στους τοίχους της μικρής κάμαρας κι ένα τρεμουλιαστό τετράγωνο από φως έξω από την πόρτα. Την εξώπορτα την είχε αφήσει ανοιχτή, όπως συνηθιζόταν στη χαρά και στη λύπη. Στη στέγη βογκούσε ο βοριάς, βγάζοντας σφυριχτούς ήχους και έπεφτε ψιλό ανεμοβρόχι. Ο πατέρας ήξερε και διέκρινε καλά τα σημάδια των καιρών, από το χρώμα του ουρανού, τις κινήσεις και τα σχέδια και τα τερτίπια που έκαναν τα σύννεφα, τις αστραπές και τις βροντές, στις ρεματιές και στις βουνοκορφές. Οι χωρικοί σ’ εκείνα τα μέρη, χιονιά λέγανε τον καιρό που το χειμώνα φύσαγε αγέρας από τα βόρεια και έκανε παγωνιά, κρύο πολύ, επειδή αλλού χιόνιζε, αλλά στο μικρό χωριό τους χιόνιζε πολύ σπάνια και συνήθως έριχνε χιονόνερο. Οι χωρικοί πάντα ξέρανε από τα σημάδια που βλέπανε, ότι άμα τον χειμώνα αστράφτει από τον Βοριά, θα φυσούσε από εκεί πολύ δυνατός αγέρας, που σήμαινε ότι για όσες μέρες θα διαρκούσε ο καιρός αυτός και πάντα όταν φυσούσαν βοριάδες, οι εργασίες στα περιβόλια παρέμεναν ανενεργές. Ο πατέρας του το βράδυ αυτό ένοιωθε μέσα του όλη εκείνη την αναστάτωση της αναμονής, ήταν υπερβολικά ανήσυχος κάτι που γι’ αυτόν ήταν εντελώς ασυνήθιστο. Βρισκόταν σε μια κατάσταση βαθιάς και έντονης αγωνίας όπως ένας άρρωστος που ελπίζει στο ερχομό του γιατρού για να θεραπευθεί.
Από την ανοιχτή πόρτα δύο σκιές φάνηκαν έξω στο σκοτάδι της νύχτας, ο πατέρας του έριξε ακόμη μερικά ξύλα στη φωτιά και σε λίγο η φωτιά στο τζάκι δυνάμωσε, κι έκαιγε λαμπερή, έλαμψε η κάμαρα. Οι δύο σκιές, με μισή ανάσα, λαχανιασμένες σαν δρομείς μαραθωνίου φτάνοντας στην ολάνοιχτη πόρτα του σπιτιού η ανάσα τους έβγαινε πια με δυσκολία μέχρι να τα καταφέρουν να μιλήσουν! Ήταν η μαμή του χωριού που συνοδευόταν από την μεσόκοπη γειτόνισσα τους. Η παγωνιά της νύχτας έφερνε ρίγος στο δέρμα τους. Ο πατέρας τις υποδέχτηκε σιωπηλός. Οι δυο γυναίκες προχώρησαν, μπήκαν στην κάμαρα κλίνοντας τώρα την πόρτα, ερμητικά πίσω τους. Το σκηνικό της άφιξης των δυο γυναικών τον πατέρα του τον γέμισε σαν πυκνή ομίχλη ένα αίσθημα ασφάλειας, του πήρε την ανησυχία που είχε μέσα του, ησύχασε.
Κλείνοντας την ξύλινη πόρτα η κρύα αναπνοή του βοριά έγινε απρόσιτη, κλείστηκε έξω τη νύχτα αυτή, ανεπιθύμητος επισκέπτης στις κάμαρες του σπιτιού. Δυο κάμαρες μικρές είναι το σπίτι τους όλο κι όλο. Κοντοστάθηκαν στο τζάκι για να συνέλθουν από το νυχτερινό κρύο και να χαρούν την λάμψη της φωτιάς, που σε λίγο θα τους ζεστάνει και θα τους στεγνώσει από τη νυχτερινή υγρασία.Ύστερα άφησαν το τζάκι και πλησίασαν στην απέναντι γωνιά της κάμαρας σ’ ένα ξύλινο κρεβάτι καλυμμένο με μια λευκή φλοκάτη είχε κουρνιάσει η λεχώνα μητέρα του. Μια μάλλινη κουβέρτα κάλυπτε τους ώμους της. Βρισκόταν στο μεταίχμιο μιας διαδικασίας μεταξύ ύπνου και ξύπνου. Σχεδόν αλαφιασμένη παίρνοντας είδηση τους επισκέπτες αφυπνίστηκε.
Λιγνά κύματα σαν εκλάμψεις που διασταυρώνονταν ηλεκτρισμένα προσπαθούσαν να κινηθούν, από την ζωή που κυοφορούσε εντός της, και αναδύονταν στους τοίχους του κορμιού της. Μια αίσθηση αρχέτυπα οδυνηρή και συνάμα δροσερή την παράσερναν βίαια σε έναν γλυκό ίλιγγο. Η διαίσθηση ότι κείνες οι στιγμές ήσαν εύθραυστες την έκαναν να κινείται ανάλαφρα, από φόβο μήπως κουνήσει βίαια και διαλύσει κείνο το θαύμα, την τρυφερή ύπαρξη από φως κι αέρα που προσπαθούσε να επιβιώσει μέσα της. Τα κύματα άλλαζαν αργόσυρτα ολοένα και με ψηλότερους, ξάστερους και έντονους ρυθμούς και βυθιζόταν ολοένα και βαθύτερα εντός της. Και από στιγμή σε στιγμή, με ανάσα πάλλουσα, σκέψεις λαμπερές, σαν εκλάμψεις, τη βυθίζουν ολοένα και περισσότερο μέσα στη ρευστή περιοχή, και τη γεμίζουν φόβο κι ευτυχία.Η μαμή με γοργές κινήσεις, μ’ ατελείωτη διαύγεια, ενδελεχώς και εξαιρετικά εξέτασε προσεκτικά και παστρικά όλα τα χρειαζούμενα για την γέννα. Το σπίτι το είχαν καθαρίσει από νωρίς, τα πάντα γύρω τους μύριζαν ροδόνερο και πράσινο σαπούνι. Από το εικονοστάσι ευλαβικά κατέβασαν της Παναγιάς εικόνα, φιλώντας τη και παρακαλώντας να πάνε όλα καλά, άναψαν το καντήλι που κρεμόταν από την αλυσίδα, ρίξανε λιβάνι στο τζάκι. Η προσμονή της συνέχειας, ανυπόμονη και καρτερική, κυριαρχούσε τις ώρες εκείνες, και ο μόνος τρόπος να συγκρατήσει κανείς αυτόν τον φυσιολογικό φόβο και τη βιασύνη, ήταν πολύ σημαντικό να γίνουν ολ’ αυτά με το σωστό τρόπο.
Για τη μητέρα του ο χρόνος τριγύρω της έχει μουδιάσει. Αλλά μονάχα τριγύρω της. Μέσα της έχει στήσει τρελό πανηγύρι! Της θυμίζει με κάθε ευκαιρία ότι η μεγάλη στιγμή πλησίασε, είναι παρούσα. Κάνει κάθε της ανάσα πιο ηχηρή. Κάθε σφυγμό της δυνατότερο. Η στιγμή που η πλάση ολόκληρη θα της χαρίσει αυθόρμητα μια νέα ζωή. Η μεγάλη στιγμή της γέννησης του δεύτερου γιου της.
Την ώρα που η μαμή έκοβε τον ομφάλιο λώρο στο νεογέννητο αδελφό του, δίχως τυμπανοκρουσίες και φανφάρες, αξαφν' ακούστηκαν αλυχτήματα στην αυλή, ένα χλιμίντρισμα, σιγαλιάς φωνές έξω από το σπίτι, και την αμέσως επόμενη στιγμή βαριά πατήματα αντήχησαν στο πλατύσκαλο της πόρτας. Οι φανταστικές περιηγήσεις λένε ότι η σκοτεινότερη ώρα είναι πριν την αυγή, εκεί ανάμεσα έκανε την θορυβώδη εμφάνιση του ο νυχτερινός επισκέπτης. Τυλίγοντας το μουσκεμένο πανωφόρι γύρω από του ώμους του, διέσχισε του σπιτικού την πόρτα αφήνοντας πίσω του στο σκοτάδι τον αέρα να μουγκρίζει, τη βροχή να κοπάσει για λίγο. Είναι ο απρόβλεπτος, εκκεντρικός φίλος της οικογένειας, που έχοντας μονίμως τον σαρκασμό υπό μάλης εισέβαλε στην κάμαρα σαν χείμαρρος ορμητικός, φέρνοντας μαζί του το κλειδί της χαράς που πηγάζει απ' τα βάθη της καρδιάς του και σαρώνει τους ανέμους της αγωνίας και της προσμονής την κατασκότεινη νύχτα. Στάθηκε για λίγο σιωπηλός, τον επηρέασε η λάμψη της ζωντανής φλόγας που αντανακλούσε γύρω τους η ζωηρή φωτιά που καίει στο τζάκι, τα μάτια του έκλεισαν ξαφνικά μ’ ένα αίσθημα περιδίνησης.
Ο πατέρας του δεν έκανε καμία ερώτηση, -ήδη γνώριζε την απάντηση- τον καλοδέχτηκε χαμογελαστός, χωρίς να σχολιάσει την ώρα της επίσκεψης, και ανάβοντας το φανάρι βγήκε έξω να ταχτοποιήσει το άλογο του επισκέπτη στον πλαϊνό αχυρώνα του σπιτιού. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα.
Ο επισκέπτης ήταν ο μακρινός ξάδελφος του πάτερα του, ο Πολυζώης.
Ο Πολυζώης σε τραβούσε με την ανοιχτή του καρδιά και με τον εύθυμο χαραχτήρα του, γοήτευε και σκλάβωνε με τα φερσίματα του, με την καλοσύνη του, με το χιούμορ που στόλιζε και την πιο απλή κουβέντα του. Είχε κάτι ξεχωριστό αυτός ο άνθρωπος. Τον αγαπούσες, τόνε θαύμαζες, σε καταγοήτευε η συντροφιά του. Είχε έλθει μέσα στην νύκτα να συμμετάσχει στην χαρά –άλλωστε προοριζόταν για νονός- από τον οικισμό που απλώνεται στην πίσω πλευρά του λόφου την ανατολική.
Η μαμή με βαθιά συγκίνηση απέθεσε απαλά το νεογέννητο αγόρι στην αγκαλιά της μητέρας του χαϊδεύοντας στοργικά το κεφάλι του. «Όλα γίνονται πάντα με βάση μια στρατηγική» είπε χαμογελώντας. Κύμα ενθουσιασμού πλημμύρισε την κάμαρα του σπιτιού, τα απειλητικά σύννεφα που είχαν τυλίξει τις σκέψεις του πάτερα του σκόρπισαν. Ένοιωσε το βάρος να φεύγει από επάνω του και η ζωτικότητα να τον ξανά-πλημμυρίζει.
Στη κάμαρα έγινε για λίγο σιωπή, μόνο το κλάμα του νεογέννητου αδελφού του ηχούσε και κάλυπτε το θόρυβο της φωτιάς στο τζάκι.
Όταν ο επισκέπτης συνήρθε από το αίσθημα της περιδίνησης, μ’ ένταση αναφώνησε χαρούμενα.
«Και η Άρτεμις απόψε γέννησε ένα πανέμορφο μαύρο πουλάρι». Και απευθυνόμενος στην μαμή ρώτησε. «Τι θα μπορούσα να κάνω για να σε βοηθήσω.»
«Είμαι ολόκληρος στη διάθεση σου». Συμπλήρωσε
«Τελείωσαν όλα ομαλά, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να κάνεις». Είπε η μαμή.
Μάλλον η μαμή πρέπει να ένοιωσε άσχημα για την πρόσκαιρη απάντηση της και γρήγορα συμπλήρωσε με παιδιάστικο ύφος. «Θα’ ήθελες πραγματικά να βοηθήσεις;».
Της είπε για άλλη μια φορά ότι ήταν ολόκληρος στη διάθεση της.
Η μαμή χαμογέλασε πλατιά και του ζήτησε να τους διηγηθεί την ιστορία του αλόγου του της «Άρτεμις». Η αλλαγή της διάθεσης στην μικρή κάμαρα ήταν τόσο μεγάλη, η έκφραση της χαράς τους συνεπήρε όλους.
Το χωριό.
Το χωριό αγκαλιάζεται από θαμνώδη βλάστηση, κυρίως πουρνάρια κουμαριές σκίνα με πινελιές από πεδινά πεύκα, χαρουπιές και περιβόλια με καλλιεργήσιμα δέντρα. Ανηφορίζοντας από την δυτική πλευρά του λόφου με τα διάσπαρτα σπίτια των Καραστατήρη και προχωρώντας με τα πόδια προς την κορφή του χωριού, συναντάς την μικρή εκκλησία, λιτή και ολόασπρη ανάμεσα σε πεδινά πεύκα. Είναι ο Άγιος Παντελεήμονας. Κατηφορίζοντας ανατολικά φτάνεις σ’ ένα πλάτωμα εμπρός σου είναι το παλιό ελαιοτριβείο και σε μικρή απόσταση πέντε έξι σπίτια ομοιόμορφα κτισμένα το ένα διπλά στο άλλο, δίπατα, σκεπασμένα με στέγη από κατακόκκινα κεραμίδια. Η αυλές τους είναι τριγυρισμένες από πέτρινο μαντρότοιχο, βρίσκονται στην μπροστινή μεριά των σπιτιών και έχουν ξύλινες πόρτες με κεραμοσκεπή. Τα δάπεδα στις αυλές είναι πλακοστρωμένα, απευθείας πάνω στο χώμα, πράγμα που επιτρέπει να φυτρώνουν χόρτα στους αρμούς, δίνοντας έτσι μια εντελώς φυσική εικόνα. Ο φούρνος βρίσκεται έξω από το σπίτι, σε ιδιαίτερο κτίσμα και σε μια άκρη της αυλής, πίσω από το σπίτι είναι η χρεία, όπως το έλεγαν, το κοτέτσι, το χοιροστάσιο και άλλες βοηθητικές εγκαταστάσεις. Τα σπίτια αποτελούνται από ένα ενιαίο χώρο στο πάνω πάτωμα και το κατώι κάτω. Μια πέτρινη σκάλα οδηγεί στο χαγιάτι και στο πάνω σπίτι. Στο πάνω πάτωμα υπάρχουν τα δωμάτια και η σάλα υποδοχής. Tο κατώι είναι οι αποθήκες και ο αχυρώνας για τα ζώα. Στο τέλος του χωματόδρομου δεσπόζει οίκημα με νότιο προσανατολισμό, είναι η οικία του Πολυζώη. Η διαφορά από τα υπόλοιπα σπίτια του μικρού οικισμού ήταν οι τεράστιοι από λιθοδομή ισόγειοι στάβλοι για τις αγελάδες, και τα αγαπημένα άλογα του. Η κατασκευή των στάβλων του στο ένα μέρος είναι διώροφος για να εξυπηρετηθεί η αποθήκευση των ζωοτροφών.
Το άλογο.
Για τον Πολυζώη η ενασχόληση με τα άλογα ήταν κάτι παραπάνω απ’ ένα απλό χόμπι. Με μια ματιά, μ’ ένα βλέμμα ήξερε πόσο χρονών είναι, τι χαρακτήρα έχει, και πολλά άλλα. Είχε πάθος, είχε έρωτα για τα άλογα δεν τα θεωρούσε βάρος και τα φρόντιζε μ’ αγάπη. Μιλάμε για εποχές που δεν υπήρχαν αυτοκίνητα στην περιοχή. Ότι γινόταν, γινόταν με τα μουλάρια και τα άλογα, τα κάρα και τις άμαξες. Είχε τρία άλογα. Δυο για τις αγροτικές του εργασίες, και την Άρτεμις η όποια ήταν η μεγάλη του αγάπη, η αδυναμία του από όσα άλογα είχε μέχρι σήμερα. Η Άρτεμις ήταν άλογο αγώνων. Δεν αγωνιζόταν πλέον. Ήταν ένα πολύ καλό αραβικό άλογο που σήμαινε πολλά για τον πρώην ιδιοκτήτη της, του είχε δώσει πολλές χαρές μέχρι να το αποσύρει, γιατί δυστυχώς τραυματίστηκε νωρίς. Η φοράδα η Άρτεμις τελευταία είχε ζευγαρώσει με αραβικό επιβήτορα και αυτή την κρύα νύκτα του χειμώνα γέννησε εύκολα, χωρίς επιπλοκές, χωρίς να χρειαστεί βοήθεια, μες 'του αχερώνα τη ζεστασιά, λίγες ώρες νωρίτερα από την γεννά της μητέρα του, ένα πανέμορφο αρσενικό πουλάρι.Αυτό ο καλός φίλος της οικογένειας το θεώρησε καλόν οιωνό για το νεογέννητο αγόρι, θεωρούσε τα ωραία αρσενικά άλογα, σημάδι επιτυχίας της ζωής. Τα περισσότερα πουλάρια γεννιούνται συνήθως τους πρώτους μήνες του καλοκαιριού όταν ο καιρός είναι ζεστός και η τροφή άφθονη. Αυτό το νεογέννητο πουλάρι γεννήθηκε μέσα στη βαρυχειμωνιά. Με τον απογαλακτισμό και την αποκοπή από την μάνα του, το κραταιό κι ωραίο νιόβγαλτο πουλάρι ο Πολυζώης ανακοίνωσε ότι προσφέρει στην οικογένεια και ιδιαίτερα στο νεογέννητο αδελφό του. «Η θεά τύχη το έφερε να γεννηθούν ταυτόχρονα είπε στους γονείς του, ας μεγαλώσουν και παρέα. Και τους ευχήθηκε.» Το παρέλαβε η μητέρα του, το περιποιόταν με πολύ τρυφερότητα και περίσσια αγάπη, όπως και το μικρό το γιο της.
Μεγάλωσε γρήγορα και έγινε ένα δυνατό, πανέμορφο άλογο με κατάμαυρο τρίχωμα και ένα λευκό αστέρι στο μέτωπο του, μ’ εκπληκτική αντοχή και νοημοσύνη. Ο Κεραυνός – όπως τον ονόμασαν, και ήταν το πιο κατάλληλο όνομα για ένα τέτοιο περήφανο και ατίθασο άτι, όμοιο με τη νέα κυρά του- ήθελε δουλειά, γιατί έκανε του κεφαλιού του ήταν απείθαρχο. Η κυρά μητέρα του ήταν υπομονετική, αφοσιωμένη στον Κεραυνό, τον περιποιόταν με πολύ τρυφερότητα και αγάπη, όπως και το μικρό το γιο της. Καθώς ο χρόνος κυλούσε, σταδιακά το άλογο ανέπτυξε μεγάλη φιλία με την μητέρα τους και ήταν η μόνη που επέτρεπε να ανέβει στην πλάτη του.
Λένε πως το άλογο δεν ημερεύεται. Μέσα του καίει η φλόγα του αδάμαστου, του ελεύθερου. Διατηρεί την ασυμβίβαστη φύση του και παραχωρείται μόνο σε όσους επιλέγει. Δεν υποτάσσεται παρά υποχωρεί, μόνο γι' αυτούς που η ψυχή τους το κοιτά στα μάτια. Η Ιοκάστη από τα παιδικά της χρόνια αμαζόνα, ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που μπορούσε να τιθασεύσει τον Κεραυνό στις απρόβλεπτες αντιδράσεις του. «Τα αρσενικά συνήθως παρουσιάζουν σημαντικά προβλήματα στο χειρισμό, επειδή σε ειδικές καταστάσεις, οι αντιδράσεις του αλόγου δεν είναι εύκολα ελεγχόμενες από τον αναβάτη του.»
Τα άλογα δεν αγαπάνε τα αφεντικά τους με τυφλή δουλοπρέπεια. Πρέπει να παλέψεις για να κερδίσεις την εμπιστοσύνη αλλά και την εκτίμησή του, όσο παράδοξο και αν φαίνεται, και όταν το κάνεις θα έχεις όχι απλά έναν σύντροφο αλλά έναν φίλο. Αυτή ακριβώς είναι και η σχέση που μοιραζόταν η μητέρα του και ο Κεραυνός, αγνή, ειλικρινής, γεμάτη αγάπη, και κατανόηση.
Το μαύρο άτι υπάκουε πειθήνια στις προσταγές της. Ανέβαινε στη ράχη του επάνω και το κατεύθυνε με το κορμί της. Δεν της χρειαζόταν ούτε χαλινάρια ,ούτε μαστίγιο. Οι δυο τους επικοινωνούσαν με τα νεύματα, τις κινήσεις, και την ψυχή τους. Και κάλπαζαν σαν τον άνεμο.
Τον τελευταίο χρόνο πριν την αναχώρηση από το χωριό για το αστικό κέντρο είχε απόκτηση και ο ίδιος ιδιαίτερο δέσιμο με το άλογο τους. Φαντάζεστε την έκπληξη όλων όταν είδαν αυτό το απείθαρχο άλογο να ιππεύεται από ένα επτάχρονο μικρό αγόρι.
Μεταναστεύοντας η οικογένεια επέστρεψε το άλογο στον Πολυζώη.
Στα χρόνια που πέρασαν η μητέρα του αραιά και που κατέβαινε στα πάτρια εδάφη.
Η επαφή της με τον Κεραυνό ήταν ημέρα χαράς και για τους δυο.
Όσο γερνούσε το άλογο η μητέρα του απέφευγε αυτές τις συναντήσεις, την πλήγωναν.
Μαθαίνοντας ότι έχει προβλήματα υγείας, αποφάσισε να το ξαναδεί .
Σταβλίζονταν στην παλιά αχερώνα.
Η ζωντανή όμως εικόνα του γερασμένου αλόγου, σε τίποτα δεν θύμιζε τις δοξασμένες στιγμές του παρελθόντος, είχε χάσει την εκπληκτική αντοχή του, είχε χάσει την όραση του.
Την οσμίστηκε, χαρούμενα χωρίς δύναμη ψυχής χλιμίντρησε ευτυχισμένο.
Τα σκούρα συννεφιασμένα ματιά του ποταμιά δάκρυα έχυσαν, όταν η μητέρα του απαλά και τρυφερά το χάιδεψε φέρνοντας τα μαγούλα της στο λιπόσαρκο μέτωπο του.
Δεν μπόρεσε να κρατήσει την θλίψη της, και δάκρυσε η μεσόκοπη πλέον αμαζόνα.
.…………………………
Ο Καβάφης, αντλώντας από την ομηρική πηγή, στο ποίημά του «Τα άλογα του Αχιλλέως» βάζει τους δύο ίππους του Αχιλλέα να θρηνούν με ανθρώπινη λαλιά για τον χαμό του Πάτροκλου. Ο θρήνος τους είναι τόσο γνήσιος, τόσο αυθεντικά ανθρώπινος που ακόμα κι ο Δίας, θαυμάζοντας το μεγαλείο της ψυχής τους, λυπάται για τη θλιβερή μοίρα της ανθρωπότητας, στην οποία τα άλογα, άθελά τους, βρέθηκαν να διαδραματίζουν μοιραίο ρόλο.
«Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως».
Η ευγένεια και η αγνότητα των συναισθημάτων των αλόγων δεν εντυπωσιάζει μόνο τον αρχηγό των θεών και τον ποιητή αλλά και τον αναγνώστη, καθώς ο θρήνος τους προϋποθέτει όχι μόνον νου για τη συνειδητοποίηση της ματαιότητας της ανθρώπινων πραγμάτων αλλά και αγάπη είτε με τη στενή έννοια της φιλικής αγάπης μεταξύ ανθρώπων είτε με την ευρύτερη έννοια της αγάπης προς τον πλησίον.
«…Όμως τα δάκρυα των
για του θανάτου την παντοτινή
την συμφοράν εχύνανε τα δυό τα ζώα τα ευγενή».
Το άλογο προσφέρει απλόχερα στον άνθρωπο την αίσθηση ελευθερίας με την κίνησή του, την αίσθηση της αιωνιότητας με την αρχοντιά και την περηφάνια του, την αίσθηση της ασφάλειας με την ταχύτητα και τη δύναμή του, την αίσθηση της συντροφικότητας με την ζεστασιά και την προσφορά των χαρισμάτων του και το έντονο αίσθημα της τρυφερότητας και της αγάπης με το κοίταγμα του. Και γίνεται φίλος αχώριστος του ανθρώπου, παρασύροντάς τον σε διαδρομές απέραντης ομορφιάς, οδηγώντας τον μέσα από δύσβατα και σκοτεινά μονοπάτια, ίσως ακόμα και συνοδεύοντας ή θρηνώντας τον στο τελευταίο του ταξίδι…
……………………………………
Εκεί που σκάει το κύμα, στην άμμο την ποτισμένη από την αλμύρα.
Ονειρεύεται και αυτός ένα οικείο παρελθόν. Νιώθει την ομίχλη να τρυπά το κορμί του σε κάθε δρασκελιά. Επισκέπτεται τα μονοπάτια στους μικρούς λόφους και στέκεται σιωπηλός κάτω από τις χαρουπιές ανακαλώντας το λησμονημένο παρελθόν με την τρέλα της ξέγνοιαστης παιδικότητας, που τα κορμιά τους ήτανε στητά σαν λαμπάδες, τα πρόσωπα αρυτίδωτα σαν χυμώδη φρέσκα ροδάκινα, τα μάτια λαμπερά, γεμάτα φλόγα και το κεφάλι σκεπασμένο από πλούσια ατίθασα μαλλιά. Τα κύματα του σιγοτραγουδούσαν τραγούδια δίχως μουσική, σφύριζαν σκοπούς δίχως λόγια, με μόνο στόμα, με μόνη γλώσσα κι έκφραση, τη γλώσσα των κυμάτων.
Ο Τρίτος υιός..Κάτω από ξάστερο ουρανό τον γέννησε!.....
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου