.Τα Κουλέντια (σήμερα Ελληνικό), είναι ένα ήρεμο μικρό γραφικό χωριό, με υπέροχη θέα, κρυμμένο στη νοτιοανατολική γωνιά της Λακωνικής γης.Το χωριό βρίσκεται «σκαρφαλωμένο» στα εξακόσια μέτρα υψόμετρο .... κλιμακωτά.... στο νότιο μέρος της λακωνικής χερσονήσου και της νότιας προέκτασης του Πάρνωνα που καταλήγει στο ακρωτήριο Μαλέας και στο μέσον της ορεινής διαδρομής που οδηγεί από τη Μονεμβάσια και τις ακτές του Μυρτώου πελάγους στην Παντάνασσα και τις ακτές του Λακωνικού κόλπου. Ορθοπλαγιασμένο σε μία άγονη και φτωχή περιοχή του νότου που σε κάποια ιστορική στιγμή λόγοι ασφαλείας, λόγοι προστασίας ή όποιοι άλλοι λόγοι, οδήγησαν τους οικιστές να απομακρυνθούν από τη θάλασσα και κρύφτηκαν στα βουνά για να μην τους ανακαλύπτουν οι πειρατές. Όμως από εκείνον τον εξώστη του χωριού, απλωνόταν στα πόδια του το Μυρτώο πέλαγος ενώ το ίδιο το χωριό, κρεμασμένο στο φρύδι του Κούνου, έδειχνε έτοιμο να κυλήσει στο Μεγάλο Ρέμα. Ο δρόμος σ’ όλο το μήκος στριφογυρίζει ιλιγγιωδώς στις ορεινές πλαγιές προσφέροντας ένα θέαμα από φαράγγια, και γκρεμούς. Ένα πετρόχτιστο και ήσυχο μικρό χωριουδάκι στη σκιά του Κούνου με θέλγητρα την εξαιρετική φυσική ομορφιά του. Τα πετρόχτιστα σπίτια με τα κεραμίδια, ταιριάζουν αρμονικά με τη λακωνική γη, και προσθέτουν τη δική τους πινελιά στην καλαίσθητη εικόνα του.
Άτιμο πράγμα η νοσταλγία. Ο τόπος που ο άνθρωπος είδε το πρώτο φως της ημέρας κι έζησε τα παιδικά του χρόνια είναι αρκετά ριζωμένος μέσα του. Λένε ότι στα πρώτα παιδικά μας χρόνια αποθηκεύονται περισσότερες εικόνες από όσες στα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μας. Εκεί που πρώτο αντικρίζεις τον ουρανό και αναπνέεις στον αέρα χτίζεται η πατρίδα σου και τα θεμέλια της ύπαρξης σου. Ο νόστος για το παρελθόν ξυπνά μια δίψα στο μυαλό του και όμορφες αναμνήσεις στην ψυχή του. Αφουγκράζεται και νοσταλγεί τόπους, χρώματα, τον αέρα που πρώτο-ανάσανε και την παιδική ζωή που έζησε στις βουνοπλαγιές τις μυρωμένες από θυμάρι και καψαλισμένα αγκάθια.
Σήμερα ξεκινώντας από Μονεμβάσια προσπερνά τα Νόμια και αφήνοντας πίσω τα Λυρά συνεχίζει η διαδρομή στις ορεινές στροφές έως και το ψηλότερο σημείο.
Μετά τις πρώτες στροφές της κατάβασης άρχισε να φανερώνει μπρος στα μάτια του ένα γοητευτικά όμορφο θέαμα. Tο τοπίο, μεταφράζει στο μάτι, στο μυαλό, στην ψυχή του εντυπώσεις, αισθήματα, καθώς ταξιδεύει και συνάμα αισθάνεται το μάτι να τρυπώνει στις βουνοπλαγιές ψάχνοντας ξεχασμένες παιδικές αναμνήσεις. Ένταση από συγκινησιακή φόρτιση συσσωρεύεται και ξεχειλίζει στην ύπαρξη του. Oλα του δίνουν την αίσθηση πως τα έχει ξαναζήσει, πως τα ξαναβρίσκει, έχει την εντύπωση πως θυμάται παλιές αναμνήσεις. Αναμνήσεις που ξέχασε απ' τα παιδικά του χρόνια, όταν είχε μόλις ανοίξει τα μάτια! Μήπως εκεί δεν είχε ζήσει άλλοτε! Είναι σαν ένα κομμάτι ονείρου που ξανάρχεται στο μυαλό του. Ένιωσε ότι ξανά γεννήθηκε από τις στάχτες, ένιωσε πως πετούσε κι αυτός πάνω από το χωριό σαν τα αποδημητικά πουλιά που βρίσκουν ενστικτωδώς την παλιά φωλιά τους.... Mακρινοί λόφοι, βράχια, σπίτια ποτέ του δεν είχε νιώσει τόσο έντονα το αίσθημα του να στέκεται πάνω από τον κόσμο και ο κόσμος να ήταν κάτω του. Τ' αγέρι εδώ νοσταλγικά τραγούδια μουρμουρίζει και η σκέψη του κρυφαλάργεψε και στα παλιά γυρίζει. Και αγναντεύει από εκεί τους δρόμους και τα σπίτια και βρίσκεται σε όνειρο γλυκό μα την αλήθεια! Βουνά τριγύρω, οι δρόμοι του χωριού, τα στενά, η εκκλησιά, τα καφενεία όλα έχουν το καθένα τους και μία ιστορία και τα σπίτια πάντα ίδια με τις σαν παπαρούνες κόκκινα στις στέγες τους κεραμίδια.
Όλα αυτά από μακριά του φαίνονται ζυγισμένα μεταξύ τους και πιο μικρά λες και γονατίζουν για προσευχή. Νιώθει πως όλα είχαν μικρύνει, ακόμα και τα μακρινά βουνά ένα σταχτί μπλε στην άπνοη ζέστη του ορίζοντα είχαν κ’ αυτά μικρύνει.
Ρουφούσε με τον αισθητήρα της ψυχής του την αντηλιά της θάλασσας του Μυρτώου πελάγους και τις ατέλειωτες αποχρώσεις του πράσινου, που τις έσπαζαν με μικρές χρωματιστές πινελιές οι ανθισμένες βουκαμβίλιες και οι κεριμιδοκόκκινες στέγες των σκόρπιων σπιτιών. Όπως το πρωτοβλέπει από μακριά το χωριό κείτεται γαλήνια μέσα σε μία ηρεμία χωρίς σύννεφα απλωμένο σαν δίχτυ στο πλούσιο ανάγλυφο επάνω στους λόφους, κάτω απ’ τον άπλετο γαλάζιο ουρανό στη σκιά του Κούνου, μέσα στης φύσης το κάλος, με τα έντονα και λαμπερά χρώματα του και σχήματα, φαντάζει πολύχρωμος τσαλαπετεινός που αμέριμνα τσιμπολογά στο μαλακό έδαφος. Tο πρωί ο ήλιος μπαίνει στο χωριό ύστερα από μία κόκκινη αυγή, κατόπιν το γιόμα γυρίζει χαϊδεύοντας τις προσόψεις των σπιτιών προτού πάει να γείρει πίσω από τους λόφους. Το χωριό μου! Έλεγε και ξανάλεγε με λαχτάρα και από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα. Δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης για την ζωή, που ατένιζε έστω και αργά, τον τόπο που γεννήθηκε.
Θυμάται την εποχή που αφήνοντας πίσω του το Μεγάλο Ρέμα και το μονοπάτι που οδηγούσε προς τον μικρό οικισμό τους τα Μπουμπουτσέλια εισερχόταν από τη νοτιανατολική είσοδο στον χωματόδρομο του χωριού τους τα Κουλέντια. Αυτόν το χωματόδρομο, αυτά τα μέρη τα είχε περιδιαβεί νοερά κάθε μέρα για τριάντα χρόνια τώρα. Αν και περάσαν τα χρόνια τα πάντα του φαίνονται τόσο οικεία και καθόλου παράξενο που αναγνωρίζει τα πάντα λες και είναι και πάλι στο σπίτι του. Γνώριζε κάθε του στροφή και κάθε του λακκούβα μέχρι να διασχίσει τον ασβεστωμένο μαντρότοιχο στο γραφικό κατάλευκο σπίτι της νουνάς του, του Θ. Καραστατήρη.... του «Τσαχλαμπούρη».... με τα μπλε παράθυρα και πόρτες, τα αριστοτεχνικά φτιαγμένα και να εισέλθει στη ζεστή αγκαλιά του χωριού, να προσπεράσει την παρακείμενη εκκλησία και να φτάσει στο παλιό πέτρινο σχολείο. Στο διάβα του παντού γύρω του βλέπει λευκό του ασβέστη και σπίτια σαν να ξεφυτρώνουν ίδια λευκά στολίδια στις γερτές πλαγιές της επάνω και της κάτω γειτονιάς. Το βλέπει από ψηλά, κατηφορίζοντας τις στροφές έτσι όπως είναι απλωμένο πάνω στην πλαγιά του υψώματος, με φόντο πίσω του τις κορυφές του Κούνου, σου δημιουργεί την εντύπωση του χωριού βίγλα. Αυτή η ξεχωριστή του θέση άλλωστε, "σαν κάστρο χωρίς τείχη", έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην τουρκοκρατία για την επιβίωση των κατοίκων του. Ένας παραδοσιακός οικισμός κτισμένος στη νότια πλευρά του λιόφυτου λόφου με κάτασπρα σπίτια στολισμένα με γλάστρες και μια πλακόστρωτη πλατεία στο κέντρο του χωριού που στη μέση της στέκεται η εκκλησία της Παναγίας, με το πέτρινο καμπαναριό της να καταλήγει σ’ έναν πυργίσκο μ, ένα ρολόι που κοιτάζει προς τον Λεβάντε. Το καλοκαίρι, οι πελαργοί κτίζουν την φωλιά τους στον πυργίσκο του καμπαναριού. Κάτω από την πλατεία δεσπόζει ή τούρκικη βρύση, μια γούρνα µε βρύσες µε πόσιμο νερό. Το καλοκαίρι μικρά διαβολάκια δεν είχαν πρόβλημα να μπουγελώνονται, που το είχαν δει σαν παιγνίδι, και στο τέλος σε πολλά τους άρεσε να βάζουν ολόκληρο το κεφάλι μέσα μέσα στο νερό, αφού πρώτα άνοιγαν τις βρύσες να γεμίσει καλά η γούρνα. Το ότι μπορεί να είχαν πιει πριν μια ώρα οι γάιδαροι και τα πρόβατα, αυτό δεν ήταν πρόβλημα!…Το νερό που πίνανε τα πρόβατα δεν το συχαίνονταν τα παιδιά του δημοτικού.
Πόσο όμορφη ήταν η έξαψη που είχε νοιώσει στην πρώτη του επαφή με το σχολείο του χωριού, το κτισμένο με γκρίζα πέτρα πάνω στο δυτικό λόφο με τους μικρούς λιθόκτιστους δρόμους, με την περιποιημένη μεγάλη αυλή του και γύρω του στις κακοτράχαλες πλαγιές του, η φύση το φθινόπωρο μαστορεύει συναρπαστικά τη συνέχεια στο χρόνο, φυτεύοντας αγριολούλουδα, βατομουριές, μολόχες, τσουκνίδες και η δροσερή αύρα του μαΐστρου ελαφριά και υγρή ξεχύνεται πίσω απ’ τις πλαγιές και σέρνεται ανάμεσα στα χαλκοπράσινα φρέσκα φύλλα.
Στο σχολείο πριν ξεκινήσουν τα μαθήματα τους περίμενε το καζάνι με το «το πρωινό ρόφημα». Η αρμόδια επιστάτρια απ' το χάραμα άναβε τη φωτιά και έβαζε να βράσει το καζάνι που το είχε γεμίσει πάνω απ' τη μέση με νερό. Μόλις το νερό ζεσταινόταν, έριχνε στο καζάνι αρκετές κουταλιές γάλα σκόνη από μια χάρτινη σακούλα μ' αμερικάνικα γράμματα πάνω της. Όταν το γάλα έπαιρνε βράση έδινε το σύνθημα στα παιδιά που άρπαζαν τ' αραδιασμένα σ' ένα ράφι κύπελλα και στέκονταν στη σειρά. Η επιστάτρια άρπαζε την κουτάλα, την βουτούσε βαθιά ανακάτωνε μια τελευταία φορά και άρχιζε τη διανομή.
Στο σχολείο θυμάται πως υπήρχε ο θεσμός της υιοθεσίας των παιδιών της Πρώτης δημοτικού από τα παιδιά της Έκτης. Ο Αλκιβιάδης την έζησε έντονα ως πρωτάκι την εικόνα της διαδικασίας, μόλις έφτασε η στιγμή της υιοθεσίας του. Υπήρξε για αδιευκρίνιστους λόγους μήλον της έριδος ενός κοριτσιού και ενός αγοριού. Σήμερα στύβει την μνήμη μα δεν τον βοηθά να του δείξει τον καθοδηγητή του. Δεν θυμάται καθαρά ποιος τον υιοθέτησε.
Είναι κάποια μέρη που του φέρνουν στο μυαλό μας εικόνες που γεμίζουν, τις αισθήσεις μας, που μας γυρίζουν πίσω στο παρελθόν, το ντυμένο με την αίγλη του περασμένου. Ίσως να είναι ο τόπος που καθορίζει τους ανθρώπους και η αίσθηση που αφήνει αυτή η σχέση, ανθρώπων και τοπίου, να είναι μοναδική.
Είναι μαρτυρίες μνήμης και αποτύπωση της πρώιμης ζωής του, εικόνες που μιλούν για την ιστορία του χωριού του, και τις παραδόσεις των ανθρώπων του. Πλέει μες στο ποτάμι του χρόνου, στη γλυκύτατη γη των προγόνων του.
Απόμερο χωριό, χτισμένο αμφιθεατρικά, με όμορφη θέα και σκιερές ρεματιές, όπου κρύβεται η μαγεία της φύσης, η ριζωμένη στα βάθη του χρόνου. Η τραχιά κ’άγονη γη, η γεμάτη λόγγους, χρειάστηκε χαλύβδινη θέληση, αγώνα, και μόχθο που διέθεσαν οι πρώτοι οικιστές για να τη μετατρέψουν καλλιεργήσιμη και αποδοτική, να καλλιεργήσουν σιτηρά και να φυτέψουν αμπέλια και ελιές. Μοίρασαν και τα βοσκοτόπια της, και μόχθησαν γι΄ αυτή, και την αγάπησαν.
Άνθρωποι αυθεντικοί ακούραστοι ξωμάχοι που παλεύουν εδώ και αιώνες την τραχιά αλλά όμορφη γη τους. Ρωμαλέοι και σκληροτράχηλοι αγρότες, και κτηνοτρόφοι με σκληρή δουλειά στη μάνα γη την καλλιεργούσαν να βλαστήσει, να καρποφορήσει, και να εκθρέψει τους καλλιεργητές και τα ζωντανά τους. Καλοί δουλευτές της γης τους οι άντρες και οι γυναίκες.
Χρέος είναι, να τιμούμε, τους πρώτους αυτούς οικιστές και να θυμίζουμε την ιστορική τους μνήμη και την κληρονομιά τους. Η ζωή τους ήταν φτωχή και δύσκολη, χωρίς πολυτέλειες, δεν υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί, αλλά φτωχοί και φτωχότεροι.
Πήγαιναν στην εκκλησία και στο σχολείο και επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσα από δύσβατα μονοπάτια και χωματόδρομους. Ευσεβείς και θεοφοβούμενοι, τηρούσαν τις παραδόσεις και τα έθιμα τους και ήταν περήφανοι για το χωριό τους. Οι πρώτου οικιστικοί πυρήνες στον πανέμορφο οικισμό χρονολογούνται από το χίλια τριακόσια μ.χ
Η ευρύτερη περιοχή παρουσιάζει έντονο περιηγητικό ενδιαφέρον για ένα οδοιπορικό στις ημιορεινές εκτάσεις, με κυριότερο χαρακτηριστικό τα περιπατητικά μονοπάτια της ζωογόνου φύσης, που συνδέουν το χωριό το με τους υπόλοιπους οικισμούς του δήμου Μονεμβάσια.
.....................................................................
Παραθέτω επίσης μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία:
Σημείωση: Ι
... (Δημοσίευση Εφημερίδας ''ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ'' φύλλο 264 - Αύγουστος 2008)
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΙΗ΄ ΑΙ. Β΄ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ 1715-1821 ΚΑΙ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΡΚΩΝ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ.
ΣΗΜ. 1.Ελένης Δ. Μπελιά. «Στατιστικά Στοιχεία της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς κατά το 1828».
-Κουλέντια: «Προ της αλώσεως της Πελοποννήσου [από τους Τούρκους στα 1715], το χωρίον τούτο κατωκείτο από 170 οικογενείας [χριστιανικάς]. Αύται υπήρχον και μέχρι της επαναστάσεως των 1770, όπου μια μόνον οικογένεια οθωμανική κατώκει τότε. Διασκορπισθέντων των χριστιανών τήδε κακείσε, εξήλθον του Φρουρίου [της Μονεμβασίας] οθωμανικαί οικογένειαι έως δέκα και κατώκησαν, ύστερον δε εκ διαλειμμάτων συνήχθησαν ολίγαι τινές χριστιανικαί, ώστε εις τους εσχάτους χρόνους των 1821 κατώκησαν οικογένειαι χριστιανικαί 35, οθωμανικαί 12. Ήδη [1828] ευρίσκονται οικογένειαι χριστιανικαί 45, ψυχαί 192».
Σήμερα στην περιοχή των Κουλεντίων διατηρούνται στον προφορικό λόγο τουρκικά τοπωνύμια όπως: Στου Μάτημπέη, στου Μεϊμέταγα κ.ά
Σημείωση: ΙΙ
Διοικητικές μεταβολές ΟΤΑ
Κ. Κουλεντίων Ν. Λακωνίας
ΦΕΚ 261Α - 31/08/1912
Σύσταση της Κοινότητας με έδρα τον οικισμό Κουλέντια
ΦΕΚ 261Α - 31/08/1912
Ο οικισμός Βουβουτσέλια προσαρτάται στην Κοινότητα Κουλεντίων
ΦΕΚ 261Α - 31/08/1912
Ο οικισμός Φούτια προσαρτάται στην Κοινότητα Κουλεντίων
ΦΕΚ 287Α - 10/10/1955
Ο οικισμός Κουλέντια της Κοινότητας μετονομάζεται σε Ελληνικόν
ΦΕΚ 287Α - 10/10/1955
Ο οικισμός Βουβουτσέλια της Κοινότητας μετονομάζεται σε Παναγίτσα
ΦΕΚ 287Α - 10/10/1955
Η Κοινότητα μετονομάζεται σε Κοινότητα Ελληνικού
Σημείωση: ΙΙΙ
Πηγη:http://old.eyploia.gr/modules.php
Την ύπαρξη του Linum hellenicum κατέγραψαν και στοιχειοθέτησαν δύο καθηγητές της Βιολογίας που υπογράφουν μια ανυπολόγιστης αξίας εργασία. Το βιβλίο τους, «Endemic Plants of Peloponnese»
«Ενδημικά φυτά της Πελοποννήσου» είναι μια εκπληκτική δουλειά καταγραφής των σπάνιων ή μοναδικών λουλουδιών του Μοριά, ζωγραφισμένα από τον Bent Johnson. Και, ώ, της ελληνικής πρωτοτυπίας, το βιβλίο αυτό δε χρηματοδοτήθηκε ούτε από ελληνικό υπουργείο, ούτε από την Περιφέρεια Πελοποννήσου, ούτε από Ελληνική Τράπεζα ή οργανισμό, ούτε και είναι έκδοση ελληνικού εκδοτικού οίκου. Εκδόθηκε από τον οίκο GADS FORLAG (KOBENHAVN 2001) με τη χορηγία του ιδρύματος Carlsberg Foudation και κυκλοφόρησε μόνο στην αγγλική.
Ο καθηγητής κ. Γρηγόρης Ιατρού μας είπε τα εξής για το λουλούδι «στη σελίδα 199 του βιβλίου μας απεικονίζονται τα δύο ενδημικά φυτά του γένους Linum, τα οποία εμφανίζονται αποκλειστικά στην Πελοπόννησο, από ολόκληρο τον κόσμο.
Το πρώτο ανακαλύφθηκε και περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1989 από την περιοχή του χωριού Ελληνικόν από όπου πήρε και το όνομά του και αργότερα βρέθηκε και σε κάποιες άλλες γειτονικές περιοχές της χερσονήσου του Μαλέα.
Δεν υπάρχει πουθενά αλλού στον κόσμο.
Το δεύτερο ανακαλύφθηκε και περιγράφηκε το 1994 από την περιοχή του Βλαχιώτη στη Λακωνία και ονομάστηκε προς τιμήν του καθ. Κ. Δ. Φοίτου και αυτό δεν υπάρχει πουθενά αλλού στον κόσμο εκτός από τις ελάχιστες περιοχές της Πελοποννήσου στην Λακωνία»…
Κατεβάστε τον νέο 3d χάρτη του Δήμου Μονεμβασιάς (Α4 pdf, 6 MB)
Δίδυμοι Βράχοι!.....
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου