Τα παιδιά που ζούσαν στους απόμακρους οικισμούς του χωριού ξεκινούσαν καθημερινά ένα μακρινό ταξίδι προς τη γνώση για να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον. Τα παιδιά από τα Μπουμπουτσέλια ξεκινούσαν τα πέντε χιλιόμετρα μιάμισης ώρας ποδαρόδρομο ταξίδι για τα παιδικά τους πόδια ανάμεσα από κακοτράχαλα μονοπάτια για να φτάσουν στο σχολείο τους στα Κουλέντια.
Φθινόπωρο, ο τόπος χλοϊσμένος, ήσυχος, οι χωρικοί ετοιμάζονταν για το όργωμα, τη σπορά και τα ξεχερσώματα, τα κοπάδια βοσκούσαν στις πλαγιές.
Με το γλυκοχάραμα της αυγής, στο πρώτο λάλημα του πετεινού στο μισοσκόταδο του μικρού σπιτιού, πλησίαζε η μάνα στο λιτό ξύλινο κρεβάτι του κοιμώμενου μικρού παιδιού της, χάιδευε το μέτωπο του, ενώ ένα χαμόγελο έσκαγε στο αυλακωμένο απ' τα βάσανα πρόσωπο της, και όσο μπορούσε πιο γλυκά, του έλεγε: «Σήκω, γιε μου. Σήκω μην και σε πάρει η μέρα και ο δρόμος είναι μακρύς.»
Σηκωνόταν, ντυνόταν, έπαιρνε το δεματάκι με το λιτό φαγητό που ετοίμαζε η μάνα του, κι έτοιμος αποχαιρετούσε τον πατέρα και η μάνα φιλώντας τον με τρυφερότητα τον ξεπροβόδιζε:
«Άντε καλό δρόμο γιε μου, στην ευχή του Θεού, και να προσέχεις παιδί μου», και παρέα με τον πιστό σκύλο την «Μπέττυ» δίπλα του ξεχυνόταν στο χωματόδρομο για το χωριό τα Κουλέντια την έδρα του οικισμού πίσω από την δυτική μεριά του αντικρινού λόφου. Ανηφορίζοντας βορειοδυτικά το λόφο του οικισμού προσπερνούσε ένα μικρό δασύλλιο από χαρουπιές με πλούσιες φυλλωσιές, που συνήθως τις λίκνιζε ο άνεμος. Ένοιωθε μια δροσιά στην ψυχή του σαν ανάλαφρη πνοή, μεθυσμένος από τους χυμούς της φύσης. Το χώμα του φθινοπώρου είναι παντού νοτισμένο. Ανατέλλοντας ο ήλιος το πρωινό τραβά απ’ τη χλόη την υγρασία που τη βλέπει ν’ ανεβαίνει σχηματίζοντας διαφανές κουρτίνες κάτω απ’ τις φυλλωσιές. Φτάνοντας στην κορφή του λόφου παρατηρούσε πως όλη η έκταση γύρω από την άλλη μεριά ήταν το Μεγάλο Ρέμα, η κοιλάδα που χωρίζει τον λόφο του οικισμού από το λόφο του χωριού. Εκεί στις πλατωσιές στο Μεγάλο Ρέμα βρίσκονται σκόρπια καλλιεργήσιμα λιβάδια, πολλά δέντρα από ελιές, συκιές, αμυγδαλιές, και παράμερα, ξεχασμένο κομμάτι του Παραδείσου, δένδρα πυκνά το ένα πλάι στο άλλο, ένα δάσος από ορεινά κυπαρίσσια που βρέθηκε εκεί στις παρυφές της κοιλάδας. Οι πλευρές της κοιλάδας γέρνουν αρμονικά και είναι ορθάνοιχτες, να βλέπουν στο μακρινό ορίζοντα μια υποψία θάλασσας. Όταν μπαίνει σ’ αυτή τη φωλιά, σαν πουλί σπαρταράει η ψυχή του, τον μεθάει το άρωμα απ' το θυμάρι τις κουμαριές, και απ΄τις λυγαριές. Άφησε που σε κουφαίνουν τα κοπάδια τριγύρω με τα κουδούνια τους, σου δίνουν καινούργια ζωή, που σε κάνει κι ανασαίνεις πιο εύκολα.
Πολλές φορές οι νοτιάδες έφερναν σύγνεφα το ’να πίσω από τ’ άλλο στη κοιλάδα, μα όταν που άνοιγε πάλι ο ουρανός, γινόταν ξάστερος, ροδοβαμμένος και χαμογελούσε ως πέρα στα βουνά και στις ράχες και ήταν ο ήλιος όσο δεν παίρνει χρυσαφής, κάτι σα μέλι φωτεινό ξεχυνόταν στο Μεγάλο Ρέμα.
Εκεί στα μέσα στην ανηφόρα της δυτικής πλαγιάς του ρέματος που οδηγούσε από τον οικισμό στο χωριό, στο μέσον σχεδόν της διαδρομής, σ’ ένα πλάτωμα, νερό γάργαρο καθάριο ανάβλυζε στη βάση ενός βράχου. Νεροκολοκύθες (φλασκιά) κομμένες στα δυο υπήρχαν στο πλάτωμα της μικρής πηγής και χρησίμευαν ως σκεύος και κυρίως ως δοχείο νερού, για τους κουρασμένους στρατοκόπους να πιουν δροσερό νερό και να ξεδιψάσουν πριν συνεχίσουν τη διαδρομή στα ανηφορικά μονοπάτια µε τη μεγάλη κλίση. Η προνομιακή θέση αυτής της φυσικής τοποθεσίας για όσους ταξιδεύουν από τους οικισμούς στο χωριό είναι το μοναδικό πλάτωμα που συναντάει ο ταξιδιώτης ύστερα από μια κοπιαστική πορεία που προϋποθέτει το πέρασμα από τους μουλαρόδρομους, και τα λιθόστρωτα μονοπάτια. Το πλάτωμα συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις, ώστε να ξεκουραστεί ο πεζοπόρος και να αποκαταστήσει το βιολογικό του ρυθμό που αναστατώθηκε από την κοπιαστική πορεία. Το πλάτωμα επιβάλλει την ανάπαυλα και διευκολύνει την έκφραση συναισθημάτων ανακούφισης για τον εξαντλημένο ταξιδιώτη. Στο διάβα τους οι ταξιδιώτες σταματούσαν εκεί για λίγο, κάθονταν αναπαυτικά στο πεζούλι κάτω από τον ίσκιο μιας μεγάλης φουντωτής σκαμνιάς, και έπιναν από το γάργαρο νερό να ξαποστάσουν και να μαζέψουν τη δύναμη που χρειάζονταν να συνεχίσουν το ταξίδι. Ταυτόχρονα καθισμένοι στο δροσερό τον ίσκιο, χαϊδεύοντας το μαλακό υγρό χώμα της αγαπημένης γης, νιώθουν να εκμηδενίζεται η χαμένη ενότητα και ο διαχωρισμός του ανθρώπου από τη φύση.
Αγναντεύοντας το απλωμένο τοπίο, ο κουρασμένος διαβάτης αποκτούσε ελεύθερη και ανοιχτή σχέση με τη φύση και με τις σκέψεις του «ακούει» τις κρυφές συνομιλίες του με τα δέντρα, τα βουνά, την θάλασσα. Με τα ουράνια σώματα. Με την πηγή δίπλα του που δίνει νερό γλυκό και δροσερό και ήταν η κατάλληλη στιγμή και ο κατάλληλος χώρος για να «ακούσουν» τι συμβαίνει γύρω τους ώστε να υποδαυλίσουν ενέργεια στα όνειρα τους και να αναθερμάνουν τις προσδοκίες τους. Να ανιχνεύσουν τα συναισθήματά τους και να γυρεύουν απαντήσεις για το νόημα της ζωής παρά το ότι το γνωρίζουν πως πάντα κάτι τους διαφεύγει και αυτό είναι τόσο μεγάλο που δε θα το ανακαλύψουν ποτέ.
Μπορούν να κολυμπήσουν μέσα τους και να ξεκινήσουν τον εσωτερικό τους διάλογο με έντονη την αίσθηση της μεταφυσικής. Να καταδυθούν στα βάθη της και να αφεθούν να τους παρασύρει η δίνη της. Ν’ απλώσουν τα φτερά της αντίληψης και να πετάξουν στην απεραντοσύνη, στην αντανάκλαση του απερίγραπτου κενού που περιέχει τα πάντα. Ο τόπος είναι ο πρωταγωνιστής, και η μοναξιά που δημιουργεί η άγρια ερημιά του τόπου, κυριαρχεί στο πνεύμα, μιλεί στις αισθήσεις των ανθρώπων, δείχνει το μονοπάτι της συνάντησης με μια ψιχάλα από κόκκους της γνώσης. Είναι οι στιγμές που η γαλήνη πλημμυρίζει τις κουρασμένες ψυχές, σαν το νερό που πέφτει πάνω στη χέρσα γη και την κάνει να βλαστήσει. Μια αρχέγονη σχεδόν μεταφυσική αίσθηση τον ωθεί να ζωντανέψει με την φαντασία του, τους ανθρώπους που ζούσαν, πολεμούσαν, για την επιβίωση τους σ’ αυτό το τόπο. Σ' αυτή την σκληρή χέρσα γη κάθε πέτρα κι ένας σιωπηλός μάρτυρας του ιδρώτα τους. Παρασύρεται στα περασμένα, κατορθώνει να αισθανθεί μέσα από τις αισθήσεις του την περιγραφή του κόσμου της εποχής εκείνης. Τέτοιες ώρες μυριάδες λεπτομέρειες του δείχνουν εικόνες απ' το παρελθόν γυμνωμένες, που είναι τόσες πολλές σαν να θέλει να χωρέσει μια θάλασσα στους οφθαλμούς του.
.......... Αφήνοντας πίσω του το πλάτωμα της πηγής, συνεχίζει στο μονοπάτι που σαν κορδέλα αποκριάτικη ξετυλίγεται κάτω απ' τα πόδια του, με τις μικρές απότομες στροφές και τα χωμάτινα σκαλοπάτια του. Ανατολικά του ανατέλλοντας ο πρωινός ήλιος του Σεπτεμβρίου δίνει στα σταφύλια αρωματικούς χυμούς, στα σύκα το μέλι ξεχειλίζει και βγάζει μια σταγόνα κρύσταλλο ρουμπίνι στο πίσω μέρος. Χίλια ζουζούνια πολύχρωμα πεταρίζουν τριγύρω και αγριοπούλια σηκώνονται τρομαγμένα από την καλόβολη καθισιά τους. Τα πουρνάρια, τα σκίνα, οι φασκομηλιές, το τοπίο όλο μοσχομύριζε. Μερικά φθινοπωρινά κρινάκια προβάλουν κιόλας, ποτισμένα από τις πρώτες βροχές. Τελειώνοντας η σχολική μέρα στο δρόμο της επιστροφής το Μεγάλο Ρέμα άλλαζε χρώμα καθώς ο ήλιος βρίσκεται στη δύση του, τα πράγματα βαθαίνουν και διάφανα λάμπουν σαν κρύσταλλα. Το τοπίο αποκτούσε τη λάμψη τού χρυσού, οι διάσπαρτες ελιές γέμιζαν το τοπίο µε ασημένιες ανταύγειες. Οι βράχοι των απέναντι λόφων έπαιρναν το χρώμα τού στιλπνού γρανίτη, δίνοντας στα φυτρωμένα γύρω τους πεύκα το πραγματικό τους χρώμα. Το χρυσοπράσινο των φύλλων σκουραίνει. Το πραγματικό τους σώμα. Νεανικό, φουντωτό, υγιές. Ένας ανήσυχος ψίθυρος ξεσηκωνόταν απ’ τα πεύκα τη στιγμή που ο ήλιος έπεφτε στον γκρεμό και χανόταν, βάφοντας τον ορίζοντα µε το αίμα του.
Σκαλίζοντας σήμερα το ταξίδι της μνήμης συνεχίζει να περιπλανιέται στο παιδικό του παρελθόν και εκείνο που του μένει είναι πως νιώθει πάντα παιδί που ακολουθεί την πορεία του στον κόσμο, και στο μακρινό του ταξίδι της ζωής, δίχως βαλίτσα πάρα μόνο μνήμη. Κουβαλώντας μαζί του εικόνες από έναν τόπο πολύ οικείο και πατρικό και ως εσαεί παρόν. Κι εκείνα που θυμάται κι εκείνα που θέλει να ξεχάσει καθώς στο κάδρο της μνήμης υπάρχουν και εικόνες απ' το παρελθόν που λαμβάνουν χώρα σ' ένα ζοφερό τοπίο.
Το τοπίο κάποια καλοκαίρια φαντάζει άνεμο-δαρμένο και η φύση μοιάζει να έχει παραμείνει αναλλοίωτη στον πέρασμα των χρόνων. Οι εικόνες αυτές είναι τόσο φευγαλέες που του διαφεύγουν οι λεπτομέρειες, στη περιγραφή μιας εποχής όπου η φυσική επικοινωνία στις κοινότητες ήταν κάτι ολότελα φυσικό να είναι δύσκολη. Ίχνος, σημάδι, δεν υπήρχε από κάποια μηχανή της σημερινής μας εποχής στα μέρη εκείνα. Ήταν οι εποχές που κάτω απ’ την αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού πριν ακόμα ο ήλιος ξεμυτίσει βρίσκονταν όλοι οι χωρικοί στο χωράφι κι άρχιζαν την κοπιαστική διαδικασία του θερισμού με το δρεπάνι στο ένα χέρι, με την παλαμαριά στο άλλο. «Ώρα καλή κι ευλογημένη!» εύχονταν όλοι μαζί και φραπ-φραπ τα δρεπάνια άρχιζαν να κόβουν τα στάχυα. Με τι χαρά γινόταν ο θέρος το πρωί με τη δροσιά! Το μεσημέρι το λιοπύρι ήταν ανυπόφορο. Πετούσαν οι θεριστάδες τα δρεπάνια στη γη κι έπιαναν τον ίσκιο ενός δέντρου που βρισκόταν στην άκρη του χωραφιού. Εκεί έτρωγαν τα φτωχικά τους φαγητά, με γέλια, χαρές και χωρατά. Πλάγιαζαν και ξεκουράζονταν για λίγο κι όταν έπεφτε πάλι η δροσιά άρπαζαν τα δρεπάνια και συνέχιζαν τη δουλειά. Στα ψηλώματα στους λιβαδότοπους συναντούσες πέτρινα κυκλικά αλώνια, σε τοποθεσίες επιλεγμένες, σε μέρη ανοιχτά που τα έπιαναν οι καλοκαιρινοί νοτιάδες. Οι «ντραλίκοι», μεγάλες πέτρες όρθιες τοποθετημένες κυκλικά στ’ αλώνι να οριοθετούν το χώρο και να μην διασκορπίζονται τα στάχυα. Στη ντάλα του καλοκαιριού, καλότυχοι θεωρούνταν όσοι κοντά στο αλώνι τους είχαν κάποιο δεντρί με μεγάλη φούντα, στον ίσκιο του να φάμε και να ξαποστάσουν στα άχυρα μέχρι να κατέβει λίγο ο ήλιος και ύστερα να πιάσουνε πάλι δουλειά.
«Στριφογυρίζει τ’ άλογο στο στρίγερο τριγύρα, τ’ αστάχυα καλοπάτητα ξεγδύνουν τα κεφάλια και δείχνουν, του γεωργού τη χαρά, τη σιταροπλημμύρα.» (Η καλλιέργεια του σταριού και του κριθαριού ξεκινούσε το Δεκέμβριο και αποτελούσε για το χωριό τον ουσιαστικό κύκλο ζωής του. Ο κύκλος αυτός συνεχιζόταν με τη συγκομιδή, και την άλεση.)
Σήμερα τ' αλώνια είναι κορνίζα μιας άλλης εποχής. Μον’ στις ρούγες του χωριού περιπαιχτικά την παροιμία πλάθουν.
«Μην τα πετάς τα λόγια σου σαν τ' άχερα στ' αλώνι, γιατί τα παίρνει ο άνεμος και δεν τα συμμαζώνει».
Ήταν και εποχές που καθώς το τοπίο διάνυε τα πιο ζεστά καλοκαίρια το λιοπύρι ήταν ανυπόφορο, καμίνι ολόφλογο, έπεφτε και τρυπούσε τη σάρκα σαν βροχή από βελόνες. Άνεμος δε φυσούσε, τα φύλλα των δέντρων δε σαλεύανε, τα λίγα νερά της μικρής λιμνούλας ακίνητα λαμποκοπούσαν, σαν από μέταλλο ή από λάδι, και στους γύρο λόφους τ' αμπελοχώραφα, τα λιοστάσια, οι καλαμιώνες, τα βάτα, τα σφεντάμια και οι φτέρες άτρεμα φαίνονταν πεθαμένα, τα πουλιά χωνότανε βαθύτερα, λουφάζαν μέσα στα κλαριά. H επιφάνεια της γης στους ξεροπόταμους στέγνωσε, σχηματίστηκε πάνω της μια λεπτή και σκληρή κρούστα. Τα αγριόχορτα ξεράθηκαν κι απόμειναν μονάχα οι ρίζες. Η ατμόσφαιρα γίνηκε ανάρια κι ο ουρανός πιο ξέθωρος και κάθε μέρα που περνούσε, όλο ξεθώριαζε η γης, το κοκκινόχωμα γίνηκε τριανταφυλλί και το γκρίζο χώμα γύριζε στο άσπρο. Μες στα χαντάκια, το χώμα τριβόταν σε σκόνη και τα μερμήγκια άρχισαν επιδρομές στα σιτοχώραφα.
Και ήταν και κάποιες ήμερες που το λιοπύρι ήταν τόσο δυνατό και ανυπόφορο, που πάνω στην πέτρα μπορούσες να ψήσεις αυγά. Τότε μόνο το φλύαρο τραγούδι του τζίτζικα, φωνή της λαύρας χυνόταν ολούθε. Μα η ζωή ακολουθούσε υπομονητικά το δρόμο της, και στο χωριό το εκκλησίασμα έβγαιναν για λιτανεία και παρακλήσεις για να έρθει η βροχή, και ξεκινούσε η πομπή για τα χωράφια, κάτω από τον φλογερό ήλιο και ο γαρμπής λιοβόρι πυρωμένο σκορπούσε κύματα φλόγες κι η λαύρα του ανέμου να κατακαίει τη γη. Όλος ο κόσμος γονάτιζε στα χώματα, έκανε το σταυρό του, κοίταζε παρακαλεστικά το Θεό μέσα στα γαλάζια μάτια τ’ ουρανού. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, έλεγαν με δύναμη «αμήην!». Να βουίξουν οι στεγνές λαγκαδιές, να πάει η φωνή τους ως τα αυτιά του Κυρίου, να τους ακούσει και τέλειωνε η λιτανεία κάτω από έναν ουρανό πυρωμένο ανέφελο και ο ήλιος να καίει σαν ένα πυρωμένο μαγκάλι.
...Τελειώνοντας η πεζοπορία στον μαίανδρο των μονοπατιών, εισέρχεται στο κύριο χωματόδρομο και αντικρίζει εμπρός του το χωριό. Τα Κουλέντια.
Το Χωριό. Κουλέντια Μονεμβασιάς!.....
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου