ADS

click to open

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

H Mera Ths Anachorisis

...1958.. Η αναχώρηση από τα Μπουμπουτσέλια....
Η Ιοκάστη ήταν βυθισμένη σε ακαθόριστες και αφηρημένες σκέψεις το διάστημα εκείνο. Αυτό που ονειρεύεται είναι να αλλάξει τη μοίρα τους, και να χτίσει ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της.
Το τελευταίο βράδυ ήταν ορθή μπρος στο παράθυρο τους, με κουφωμένα τα σκούρα-μελιά της μάτια, και κοίταζε. Κοίταζε  ασάλευτη, ενώ το φεγγαρόφωτο έπεφτε πάνω της, κάνοντάς τη να μοιάζει με απαστράπτουσα. Τα αστέρια έλαμπαν με το ψυχρό τους φως, ενώ η ημισέληνος έλουζε τα πάντα, η Ιοκάστη έμενε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο σαν να φύτρωσε ξαφνικά εκεί έξω ένας καινούργιος κόσμος και πάσχιζε να τον μάθει. Σε ξένα μέρη, που πάμε πρόσφυγες, τι άραγες μας περιμένει; Τι μέρες είναι ν' ανατείλουν;
«Μανούλα, τι κοιτάζεις;!»
«Τίποτα αγάπη μου.! Απλά κάτι σκέφτομαι.»
Η φωνή της ήταν κάπως αλλιώτικη, αλλαγμένη, κάπως βραχνή, το πρόσωπο σφιγμένο, συννεφιασμένο ακίνητο και βουβό. Τα μάτια της βυθίστηκαν πάλι εκεί έξω στην απεραντοσύνη τ' ουρανού σαν κάτι να γρικούσε μέσα της και πάλευε να το ξεκαθαρίσει.
Ύστερα στράφηκε προς το μέρος τους, γλύκαινε το πρόσωπο της χαμογέλασε και τους κάλεσε κοντά της ...τα παιδιά της... τα φίλησε στα μάγουλα και άρχισε να τους μιλά για τον κόσμο. Να τους μιλά για τον κόσμο αυτόν που υπάρχει εκεί έξω πέρα απ’ τη θάλασσα και για τα παιδιά που έχουν ευκαιρίες να κάνουν μεγάλα πράγματα στη ζωή τους. Να τους μιλά για τους ανθρώπους που δημιουργούν καινούργιους κόσμους. Να τους εξηγεί πως κάθε στιγμή της ζωής είναι μια μάχη, μια απόφαση, μια γεμάτη νόημα επιλογή που σε κάνει να νιώθεις πως μπορείς να ονειρευτείς τη ζωή σου όπως την θέλεις.
Έπειτα τους είπε για την αναχώρηση.
Τώρα τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. Τα κοιτούσε τόσο στοργικά. Γέμισαν δάκρυα και τα δικά τους. Σύρθηκαν μέσα στα απλωμένα χέρια της, μαζεύτηκαν πάνω της κουρνιάζοντας στην αγκαλιά της, εκείνη τα έσφιξε όσο πιο κοντά της μπορούσε.
«Μανούλα μην κλαις...» Της είπε λυπημένα, με μια φωνή παράξενα συρτή ο Αλκιβιάδης.
«Σιώπα, μην κλαις… μη φοβάσαι εμείς είμαστε εδώ..»
Η Ιοκάστη δε μίλησε ξανά, τους κράτησε στην αγκαλιά της σιωπηλή, συνεχίζοντας να τους χαϊδεύει μέχρι που σιγά σιγά τα δάκρυα της αραίωσαν, δίνοντας τη θέση τους σε αναστεναγμούς. Κρατώντας σφιχτά τα παιδιά της, ότι γλυκό και ιερό έχει στη ζωή της αναστενάζει γιατί ’ναι όλα πίκρα και καημός. Σταδιακά πλάκωσε μια σιωπή, όπως η πίσσα που ρίχνεται στο χώμα. Μια σιωπή βαθιά γεμάτη νόημα, ελπίδα, δύναμη, και αυθεντικότητα. 
Ήταν που ονειρευόταν για λόγου τους μια καλύτερη τύχη: Να σηκωθούν και να πετάξουν σαν τους αετούς που έβγαλαν φτερά. Και να που μες στην κουρασμένη φαντασία της τα πράγματα αλλάζουν ξαφνικά όψη, όπως από τη νύχτα στη μέρα. Όλα γίνονται φως, μια γλύκα και όλα τριγύρω ξανανθίζουν όπως η κοιλάδα την άνοιξη.
Της Ιοκάστης τότε ένας τελευταίος βαρύς αναστεναγμός ξέφυγε από το στήθος που έλυσε την σιωπή.
Ξέσπασε. Ένα τραγούδι αντήχησε. Νοσταλγικό και πονεμένο τραγούδι του νόστου και της προσφυγιάς. Μια υπόκωφη μελωδία, σε παράπονο, σε λυγμό, γυμνή χωρίς μουσική, που είχε μόνο λίγες νότες σε ρυθμό κι ωστόσο ατέλειωτες παραλλαγές.
 Στο μυαλό του Αλκιβιάδη για χρόνια τώρα αντηχεί αυτό το τραγούδι, γλυκόλαλα και τόσο απαλά, κι αν μπορούσε να το εκφράσει, θα το έλεγε το Τραγούδι της οικογένειας τους. Έκλεινε τα μάτια του για ν' ακούσει την πλούσια, ζεστή και γλυκιά φωνή της μητέρας του, και οι σκέψεις του γέμιζαν με τα σκούρα μελιά μάτια της, που έλαμπαν σαν αστέρια.
Τη μέρα του φευγιού από τα ξημερώματα ακόμα ο Αλκιβιαδης σηκώθηκε και βγήκε έξω, κατέβηκε στο διάσελο με τη στέρνα των περιβολιών, πέρασε στο περιβόλι τους, έκανε ένα γύρο τις πεζούλες  αποχαιρέτησε στα πεταχτά  το νερό, το χώμα, τον αγέρα του τόπου του, μάζεψε μυριστικά αγριόχορτα κι οι παλάμες του μύρισαν θρούμπα, φασκόμηλο και θυμάρι. Ανέβηκε στο  ψήλωμα, στ' αλώνι κοίταξε τον τόπο τους ολόγυρα να τον χορτάσει, να τον πάρει μαζί του. Αυστηρό, σοβαρό τοπίο από σκούρα δέντρα και χρωματιστά λουλούδια που έλαμπαν στο πρωινό ήλιο. Μακριά, κατά νότου, πέρα από τα Φούτια η παραλία της Καστέλας μ΄ένα μικρο νησάκι, αμμουδερό, λαμποκοπούσαν τριανταφυλλένια και κοκκίνιζαν  στις πρώτες αχτίδες. Και πέρα δυτικά στο Μεγάλο Ρέμα, ελιές, συκιές, λίγα αμπέλια εδώ και εκεί και στα απάνεμα γούπατα ανάμεσα σε βουναλάκια, στέκονται πλατωσιές γυρμένες προς το νότο, με ξινόδεντρα και μουριές και μερικά μποστάνια. Ώρα πολλή χαιρόταν από το ψήλωμα τους απαλούς κυματισμούς της γης ζώνες ζώνες οι βαθύσκιωτες συκιές, οι ασημόφυλλες ελιές, οι ηλιοκαμένες αμυγδαλιές, οι σκουροπράσινες σκαμνιές και χαρουπιές που απλώνονταν μπροστά του. Και πέρα, κατά νότου, στραφτάλιζε η θάλασσα, απέραντη, έρημη, έφτανε ως τα Κύθηρα και τη Κρήτη. Έμοιαζε ετούτο τοπίο του χωριού του, λιγόλογο, λυτρωμένο από περιττά πλούτη, δυνατό και συγκρατημένο ξεχώριζε και μοσχοβολούσαν οι λεμονιές κι οι πορτοκαλιές, από το περιβόλι τους.
«Το χωριό μου!» Μουρμούριζε και η καρδιά του αναπετάριζε.
Κατέβηκε από το αλώνι, πήρε το μονοπάτι του Άγιου Παντελεήμονα. Ήταν Κυριακή, μα ο παππάς λειτουργούσε στα Λυρά αυτή τη βδομάδα και η εκκλησία ήταν έρημη. Στάθηκε! Ευθύς ως πήρε το μάτι του, η καρδιά του σκίρτησε οι σκέψεις του κόπηκαν. Ήταν τα παιδιά του οικισμού. Τα κορίτσια του Πολυζώη του Μάρκου, αγόρια και κορίτσια του Καραστατήρη, του Κατσουλώτου, των Αρώνη. Όταν τον συνάντησαν τα πρόσωπά τους άνοιξαν, πύκνωσε η αραιωμένη παράταξη κι όλες και όλοι μαζί τον καλημέρισαν με γάργαρες φωνές. Την ίδια στιγμή ο Παναγιώτης του Πολυζώη Αρώνη κτύπησε τη καμπάνα του Άγιου, χαρούμενος, παιχνιδιάρικος ο ήχος της, γέμισε τον αέρα ευδαιμονία.
Ο ήλιος είχε ψηλώσει, ο ουρανός ήταν κατακάθαρος. Στριμώχτηκε στις αγκαλιές τους, κοίταξε δυστυχισμένος το Μυρτώο πέλαγος. Ένιωθε το σώμα του να πλέει σε μια θάλασσα κι ο νους του, ακολουθώντας το κύμα, γίνονταν κύμα κι υποτάσσονταν κι αυτός, χωρίς αντίσταση, στο χορευτό ρυθμό της θάλασσας.  Κάτι σάλευε μέσα του κυριευμένος από επιθυμίες, και ελπίδες και προσδοκούσε τη λύτρωση. Άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά του, σα να θελε να τους πάρει μέσα όλους. Τους αγκάλιασε έναν-έναν σταυρωτά τους φίλησε και τους χαιρέτησε όλους με περίσσια εγκάρδια λόγια. Καλή τύχη σε ότι κι αν κάνεις του ευχήθηκαν..
..... Το μονοπάτι από το σπιτάκι τους στον  οικισμό μέχρι τη δημόσιο χωματόδρομο ανηφορικό σκαρφάλωνε προς τα επάνω, ενισχυμένο από τοιχία ξερολιθιάς. Κατσιασμένοι πρίνοι, πικραμυγδαλιές και γκορτσιές ορθώνονταν χωρίς τάξη κατά μήκος του στενού, ελικοειδούς και σπαρμένου με λιθάρια δρόμου κι ο Αλκιβιάδης περπατούσε αργά λες και τα πόδια του αρνούνταν να τον υπακούσουν πια. Κάθε τόσο σταματούσε και γύριζε να κοιτάξει το σπιτάκι τους που ήταν χωμένο ανάμεσα στις δυο αιωνόβιες ελιές και την μυγδαλιά στο νοτιά της αυλής τους πάνω από το τοίχος από τις ξερολιθιές και πιο κάτω το χαντάκι με τις φραγκοσυκιές, το σύνορο που τους χώριζε με την ιδιοκτησία του μπάρμπα Παναγιώτη. Του φαινόταν να μοιάζει με φωλιά, μια πραγματική φωλιά. Κάθε φορά που έφευγε από τον οικισμό για το σχολείο στο χωριό το κοίταζε έτσι, τρυφερά και μελαγχολικά. Σήμερα ένιωθε σαν ένα πουλί που μεταναστεύει και αφήνει εκεί πίσω το ένα κομμάτι του εαυτού του, τη δύναμη που δίνει η πατρώα γη, το ξεμονάχιασμα από τον κόσμο του, και ανηφορίζοντας προς τη δημοσιά περνώντας ανάμεσα από ρείκια, και χαμηλά πουρνάρια, του φαινόταν πως είναι προσκυνητής, που κατευθύνεται σ’ έναν τόπο  μετάνοιας: στον μακρινό τον κόσμο. Και ενώ δούλευαν στο μυαλό του αυτά τα ονειροπολήματα, έκανε στροφή προς τα πίσω να δει τη μητέρα του που είχε μείνει ακίνητη και κοιτούσε προς το καμπαναριό της εκκλησίας του χωριού του που υψωνόταν κόντρα στην ανατολική πλευρά του ουρανού. Η μητέρα του για λίγες στιγμές, στάθηκε ακίνητη να αποθαυμάσει το χρώμα του ουρανού, να αναλογιστεί τον καθημερινό μόχθο τους για την επιβίωση και να κάνει το σταυρό της. «Καλέ μου Θεέ, βοήθησε μας, προσευχήθηκε σιωπηλά. Ο Αλκιβιαδης αναρίγησε. Αγαπούσε το χωριό του. Ήταν ένας ιδιαίτερος τόπος γι’ αυτόν: Είχε γεννηθεί εκεί. Εκεί γνώρισε τη ζωή. Εκεί βρισκόταν όλη η ευτυχία που είχε γευτεί στον κόσμο. Αλλά τώρα—τώρα ήταν ανάγκη να φύγουν. «Μπροστά στην ανάγκη, σκύβουν το κεφάλι και οι θεοί,» έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, όπως τους είχε πει ο δάσκαλός του μια μέρα στην τάξη. «Ανάγκα και θεοί πείθονται.» 
Βουβοί οι χωρικοί έβλεπαν έναν άντρα, ο πατέρας τους να πηγαίνει μπροστά με ένα μπόγο στον ώμο του. Και στο κατόπι του μια νεαρή γυναίκα η μητέρα τους με δυο μικρά αγόρια δίπλα της και ένα μικρότερο στην αγκαλιά της. Προχώρησαν προς τα εκεί που άρχιζε ο πλατύς ανηφορικός δρόμος που οδηγούσε για την πολιτεία της Μονεμβασιάς.

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Web Informer Button