ADS

click to open

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

Makrino Taxidi .. Part II

Ο ξεριζωμός από την ύπαιθρο από τα γονικά εδάφη, η αστυφιλία, εξακολουθεί να πιέζει την καρδιά κάθε Λάκωνα, αδιάφορο αν κατοικούσε σε πλούσιους κάμπους και δασωμένα βουνά, η σε πτωχή και χέρσα γη.
Και έφευγαν με τα καράβια τα γεμάτα νέους και νέες κι ερήμωνε η ύπαιθρος.
Οι μνήμες των πρώτων παιδικών του χρόνων ξυπνούν, έρχονται σαν κύματα και πλημυρίζουν τις σκέψεις του. Δεν μπορεί εύκολα να ξεχάσει, ξαναγυρίζει πάλι και πάλι στον τόπο του μέσα στα όνειρά του και νοσταλγεί μελαγχολικά τον τόπο που περπάτησε τα πρώτα βήματα του. Ταυτόχρονα μετρά τα πεπραγμένα της ζωής του. Τι θα ‘ταν αν δεν ακολουθούσε το δρόμο της ξενιτιάς στη ζωή του. Τι θα πετύχαινε εάν δεν έφευγε να ανοίξει νέους ορίζοντες αφανίζοντας τα εμπόδια που του έφραζαν το δρόμο προς την επιτυχία, που ο καθένας ζητάει ν’ αποκτήσει στη ζωή του. Ο σοφός παππούς του όπως πάντα με το χαμόγελο στα χείλια, συγκαταβατικός και γαλήνιος έλεγε. «Γιε μου τα στάσιμα νερά βρωμίζουν»

Monemvasia Kalokairi 1958.

Ήταν ώρα του ηλιογέρματος, ο καπετάνιος της λέμβου με την ήρεμη φωνή του διάταξε να λύσουν τον κάβο της, και κράτησε την τιμονιέρα σταθερά στα χέρια του.
Το μακρινό ταξίδι είχε ξεκινήσει.
Η λέμβος ταρακουνήθηκε καθώς έλαμνε κουπί για να ξεφύγει από τη προβλήτα του μικρού λιμένα και να γλιστρήσει στα βαθιά νερά.
Ο καιρός μαλακός καλοκαιρινός, Πουνέντες, και η λέμβος στην απογευματινή παλίρροια γύριζε κι έπιανε να μποτζάρει απ’ τ’ αντιμάμαλο πού γεννιούνταν καθώς η θάλασσα χτυπούσε στην προβλήτα και πισωγύριζε.
Ο Λάμπης άκουσε τον υπόκωφο παφλασμό των κυμάτων καθώς σκάνε στον καθρέφτη της λέμβου, λικνίζοντας την.  Τρόμαξε.
Ο Λάμπης ήταν ο δευτερότοκος τετράχρονος αδελφός του. Δε σάλευε, το πρόσωπο του είχε μια έκφραση τρομαγμένη, μια παράξενη ταραχή.. Τα χέρια του τρέμανε, άρπαξε το παντελόνι του συνεπιβάτη μπρος και το κρατούσε σφικτά φοβισμένα, δάκρυα ξεχείλισαν απ' τα μάτια του. Ο κύριος στοργικά ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του μικρού αγοριού και του μίλησε καθησυχαστικά. Ο Λάμπης αναστέναξε άφησε το παντελόνι, κάθισε χάμω στη λέμβο αγκάλιασε τα γόνατα του, κι' ακούμπησε πάνω τους το πηγούνι του.
Η μητέρα τους πλησίασε τρομαγμένη και τον σήκωσε όρθιο, είδε το πρόσωπό του πλημμυρισμένο στα δάκρυα. Έδωσε το μικρό δίχρονο αδελφό τους που κρατούσε στην αγκαλιά της στον άνδρα της, έβγαλε τη ζακέτα της και σκέπασε το αγόρι της, κι αυτό κούρνιασε μέσα στην αγκαλιά της μάνας του γραπώνοντας τα δάχτυλά της. Τώρα τα μάτια του Λάμπη λάμπανε ζωηρά καθώς την κοίταζε.
.............Η  μητέρα τους ήταν βυθισμένη σε ακαθόριστες και αφηρημένες σκέψεις το διάστημα εκείνο. Αυτό που ονειρεύεται είναι να αλλάξει τη μοίρα τους, και να χτίσει ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της.
Το τελευταίο βράδυ ήταν ορθή μπρος στο παράθυρο τους, με κουφωμένα τα σκούρα-μελιά της μάτια, και κοίταζε. Κοίταζε  ασάλευτη, ενώ το φεγγαρόφωτο έπεφτε πάνω της, κάνοντάς τη να μοιάζει με απαστράπτουσα. Τα αστέρια έλαμπαν με το ψυχρό τους φως, ενώ η ημισέληνος έλουζε τα πάντα και η μητέρα έμενε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο σαν να φύτρωσε ξαφνικά εκεί έξω ένας καινούργιος κόσμος και πάσχιζε να τον μάθει.
«Μανούλα, τι κοιτάζεις;!»
«Τίποτα αγάπη μου.! Απλά κάτι σκέφτομαι.»
Η φωνή της ήταν κάπως αλλιώτικη, αλλαγμένη, κάπως βραχνή, το πρόσωπο σφιγμένο, συννεφιασμένο ακίνητο και βουβό. Τα μάτια της βυθίστηκαν πάλι εκεί έξω στην απεραντοσύνη τ' ουρανού σαν κάτι να γρικούσε μέσα της και πάλευε να το ξεκαθαρίσει.
Ύστερα στράφηκε προς το μέρος τους, γλύκαινε το πρόσωπο της χαμογέλασε και τους κάλεσε κοντά της ...τα παιδιά της... τα φίλησε στα μάγουλα και άρχισε να τους μιλά για τον κόσμο. Να τους μιλά για τον κόσμο αυτόν που υπάρχει εκεί έξω πέρα απ’ τη θάλασσα και για τα παιδιά που έχουν ευκαιρίες να κάνουν μεγάλα πράγματα στη ζωή τους. Να τους μιλά για τους ανθρώπους που δημιουργούν καινούργιους κόσμους. Να τους εξηγεί πως κάθε στιγμή της ζωής είναι μια μάχη, μια απόφαση, μια γεμάτη νόημα επιλογή που σε κάνει να νιώθεις πως μπορείς να ονειρευτείς τη ζωή σου όπως την θέλεις.
Έπειτα τους είπε για την αναχώρηση.
Τώρα τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. Τα κοιτούσε τόσο στοργικά. Γέμισαν δάκρυα και τα δικά τους. Σύρθηκαν μέσα στα απλωμένα χέρια της, μαζεύτηκαν πάνω της κουρνιάζοντας στην αγκαλιά της, εκείνη τα έσφιξε όσο πιο κοντά της μπορούσε.
«Μανούλα μην κλαις...» Της είπε λυπημένα, με μια φωνή παράξενα συρτή ο μεγαλύτερος..
«Σώπα, μην κλαις… μη φοβάσαι εμείς είμαστε εδώ..»
Η μητέρα δε μίλησε ξανά, τους κράτησε στην αγκαλιά της σιωπηλή, συνεχίζοντας να τους χαϊδεύει μέχρι που σιγά σιγά τα δάκρυα της αραίωσαν, δίνοντας τη θέση τους σε αναστεναγμούς. Κρατώντας σφιχτά τα παιδιά της, ότι γλυκό και ιερό έχει στη ζωή της αναστενάζει γιατί ’ναι όλα πίκρα και καημός. Σταδιακά πλάκωσε μια σιωπή, όπως η πίσσα που ρίχνεται στο χώμα.
Μια σιωπή βαθιά γεμάτη νόημα, ελπίδα, δύναμη, και αυθεντικότητα.
Της Μητέρας ένας τελευταίος βαρύς αναστεναγμός ξέφυγε από το στήθος που έλυσε την σιωπή.
Ξέσπασε. 
Ένα τραγούδι αντήχησε. 
Νοσταλγικό και πονεμένο τραγούδι του νόστου και της προσφυγιάς. Μια υπόκωφη μελωδία, σε παράπονο, σε λυγμό, γυμνή χωρίς μουσική, που είχε μόνο λίγες νότες σε ρυθμό κι ωστόσο ατέλειωτες παραλλαγές. 
Στο μυαλό του για χρόνια τώρα αντηχεί αυτό το τραγούδι, γλυκόλαλα και τόσο απαλά, κι αν μπορούσε να το εκφράσει, θα το έλεγε το Τραγούδι της οικογένειας τους. 
Έκλεινε τα μάτια του για ν' ακούσει την πλούσια, ζεστή και γλυκιά φωνή της μητέρας του, και οι σκέψεις του γέμιζαν με τα σκούρα μελιά μάτια της, που έλαμπαν σαν αστέρια.
.... Η λέμβος, σκαμπανέβαζε, έφτασε κάποτε, υστέρα από πάλεμα, μπροστά στο έμπα του λιμανιού δίπλα στο μεγάλο ποστάλι. Ο πηδαλιούχος της πήρε τη στροφή, να καβατζάρει, για να τη φέρει στα δίπλα στην υπήνεμη πλευρά του πλοίου με ασφάλεια στο κύμα.
Ή λάμψη της δύσης αναλήφθηκε απ' τις βουνοκορφές, το σούρουπο γέμιζε το Μυρτώο πέλαγος, και άρχισε να σκοτεινιάζει πέρα από την κορυφή της Κουλοχέρας στα χωριά του Ζάρακα. Ένα μεγάλο γλαροπούλι βούτηξε στο νερό. Τα στεφάνια πάνω στην απαλή επιφάνεια της θάλασσας πλάταιναν ολοένα. Μπροστά στον ορίζοντα πρόβαλε η βραχονησίδα Παραπόλα.
Και πίσω εκεί μακριά, μια κουκίδα, καταμεσής του Μυρτώου πελάγους ο πελώριος βράχος της Μονεμβασιάς ξεμακραίνει. Είχε πια σχεδόν νυχτώσει.
................. Μπαίνοντας στον αθέατο κόσμο της μνήμης του ανακαλύπτει τοπία ανέγγιχτα, διαβάζει ιστορίες γοητευτικές, αισθάνεται να βρίσκονται τα πάντα μέσα εκεί σε μι’ αρμονική ισορροπία. Κι όμως μια γκρίζα κουκίδα, κάτι σαν βαθειά ομίχλη, του σκεπάζει την πρόσβαση να ανακαλύψει το καράβι που τους μετέφερε στον Πειραιά.
Λίγα χρόνια αργότερα έφηβος πλέον έκανε το ίδιο ταξίδι δυο τρία καλοκαίρια.
Τα ταξίδια ήταν πανέμορφα μια και το πλοίο παράπλεε συνεχώς τις ακτές της Πελοποννήσου εκεί όπου οι νότιες παρυφές του Πάρνωνα βουτάνε στο Μυρτώο Πέλαγος και τα αρώματα του βουνού σμίγουν με την αύρα της θάλασσας.
Η άγρια ομορφιά αυτού του φυσικού τοπίου, αυτής της γεωγραφικής ορεινής περιοχής του Ζάρακα με τα πέντε χωριά του. Ομορφότερο όλων το παράκτιο Κυπαρίσσι, με μια φυσιογνωμία στεριανή και νησιώτικη μαζί, κτισμένο αμφιθεατρικά, κοιτάζει την ανατολή του ήλιου και σκοτεινιάζει νωρίς λόγω των κορυφών του Ζάρακα, που εμποδίζουν τον ήλιο από τη Δύση να φωτίσει τον τόπο. Οταν κοιτάζεις την περιοχή από τη θάλασσα, μοιάζει με θρόνο προς το Μυρτώο Πέλαγος.
Θυμάται το Γέρακα. Από τις πιο εντυπωσιακές γωνιές της Λακωνίας, ένα μικρό λιμάνι που αναδύεται μέσα από ένα επιβλητικό τοπίο. Άφωνος θα μείνει ο ανυποψίαστος επισκέπτης πλησιάζοντας το Λιμάνι του Γέρακα. Ένα σπανιότατο φιόρδ μοναδικής ομορφιάς ξεδιπλώνεται μπροστά του. «Ευλίμενον χωρίον» ονομάστηκε από τον Παυσανία, στο έργο του ΄΄Λακωνικά΄΄.
Μια ματιά είναι αρκετή για να αντιληφτεί κανείς πόσο συναρπαστικά πολυσχιδές είναι το τοπίο και να υποπτευθεί πόσο θεαματικά πολυτάραχη είναι η γεωλογική του ιστορία.
Η γαλήνη του τοπίου και η γραφικότητα του οικισμού συνθέτουν ένα μοναδικό σκηνικό.
 Ο ακύμαντος κόλπος του, ένα από τα μεγαλύτερα φυσικά λιμάνια της Μεσογείου, ετοιμάζεται να υποδεχτεί το σούρουπο. Το πλοίο έμπαινε με την πλώρη στον αρκετά στενό όρμο και φουντάριζε αρόδο, επικίνδυνα κοντά στα βράχια και τα αβαθή. Η αποβίβαση επιβατών και εμπορευμάτων γινόταν με καΐκια. Αναχώρηση με ανάποδα, διότι ούτε λόγος για χώρο να γυρίσει εκεί μέσα. Μετά το Γέρακα, στέκει καταμεσής του Μυρτώου πελάγους ένας πελώριος βράχος, η Μονεμβασιά. Το πέτρινο καράβι του Ρίτσου. Η αγέρωχη καστροπολιτεία.
 «Όταν η θάλασσα σμίλεψε την πέτρα... Όταν ο ήλιος γέμισε χρώματα τον ουρανό... Όταν η ακρογιαλιά καλύφθηκε από την ξανθιά άμμο... Γεννήθηκε ένα μέρος για τις πιο όμορφες και έντονες στιγμές μας.» Ατμόσφαιρα ερωτική, γεμάτη μυστήριο και μαγεία, είναι η ώρα που κυνηγούσε το καλύτερο ηλιοβασίλεμα του κάστρου.
Όλα αυτά τα ταξίδια του τα έζησε ακουμπισμένος στις κουπαστές του θρυλικού πλοίου της ακτοπλοΐας το περίφημο  MYΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ.
Το Μυρτιδιώτισσα είχε ναυπηγηθεί στη Σκωτία το 1929 ως LOCHNESS για την παραδοσιακή ακτοπλοϊκή εταιρία MacBrayne. Στην Ελλάδα το έφερε το 1958 ο Σ. Μπιλίνης και έγραψε την ιστορία του στη λεγόμενη «μαύρη γραμμή» (Πειραιάς- ανατολικά παράλια Πελοποννήσου, Κύθηρα) ώσπου διαλύθηκε το 1973 στο Πέραμα.
Για το ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ, έλεγαν πως του ήταν γραφτό να ταξιδεύει σε μυστικιστικές γραμμές, από τα ανεμοδαρμένα νησιά των Εβρίδων στις κακοτράχαλες ακρογιαλιές της Λακωνίας, από την ομίχλη των Σκωτσέζικων φιόρδ στις σφηκοφωλιές των όρμων στο Κυπαρίσσι, στο Γέρακα, στο Πόρτο Κάγιο, στο Σολοτέρι.
Το Μυρτιδιώτισσα πραγματοποίησε το παρθενικό του δρομολόγιο στην άγονη γραμμή της ανατολικής Πελοποννήσου το καλοκαίρι 1958.
Ήταν ένα πλοίο ιστορία.
Μια όαση, σε μία άγονη γραμμή.
Καράβι μιας άλλης εποχής.
Κουβαλώντας πάντα περήφανες ράτσες ανθρώπων.
Με τη διαίσθησή του αρχίζει να υποπτεύεται, ίσως και να ‘ταν το πλοίο που ξεκίνησε το μακρινό ταξίδι.
.................... Είχανε κουρνιάσει στις στενές κουκέτες του πλοίου προσπαθώντας να βολευτούμε όσο καλύτερα μπορούσαν.
Ο Λάμπης γλίστρησε έξω στο κατάστρωμα μες’ από την ξύλινη πόρτα του ακκομοδεσίου του πλοίου στη δροσιά της υγρασίας της θάλασσας.
Έμεινε στη θέση του ακίνητος σαν κεραυνόπληκτος και κοίταζε σαστισμένος.
Έχει καρφώσει τα μάτια του στη στεριά, σα να προσπαθεί να συλλάβει ότι μπορεί απ' τον άγνωστο κόσμο εκεί έξω που μόλις τον γνωρίζει.
Οι αισθήσεις του λαίμαργα αποτύπωναν τη θέα από του πολύβουο λιμάνι που εκτείνονταν εμπρός του.
Οι λέξεις βγήκαν αβίαστα χωρίς δυσκολία από τα χείλη του.
«Μαμά, μαμά, έλα, έλα να δεις, πω, πω, κοίτα σπίτια! κοίτα πλοία!»
«Μαμά, μαμά να! να! και αυτοκίνητα!»

Πώς να περιγράψεις τα συναισθήματα που ένιωθε εκείνη την ώρα ο μικρός αδελφός του που ξαφνικά από το μικρό απομονωμένο οικισμό βρέθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, μια κοσμοπολιτική πολιτεία γεμάτη ζωή και κίνηση..
Η παραλία φωτόλουστη, πλοία να πηγαινοέρχονται στο λιμάνι, ρίχνοντας ή τραβώντας την άγκυρα, να λύνονται ή να δένονται στις προβλήτες.
Το φως του ήλιου ξεχύνεται γύρω στο σκληρό γαλάζιο χρώμα του ουρανού εκτυφλωτικό, επιθετικό, σαν να θέλουν οι αχτίδες να κυνηγήσουν ότι κρύβει τον πρωτόγνωρο νέο κόσμο στα φτωχά και ανίδεα χωριατόπουλα.
Η μητέρα τους τον κοίταξε και του χαμογέλασε. Τον έσφιξε στο στήθος της, τρυφερά του πήρε τα χέρια μες στα δικά της χέρια.
Αυτή ήταν η μητέρα τους. 
Ήταν το δροσερό ποτήρι κάθε ελπίδας τους. Ήταν ένα τριαντάφυλλο, που μύριζε τόσο γλυκά.
Αμίλητη τώρα ατένιζε την θέα απ’ τον καινούργιο κόσμο και αναρωτιόταν αν αυτή η περιπέτεια, θα αποτελούσε μια νέα καλύτερη σελίδα στη ζωή τους. Σκέφτεται αν θα καταφέρουν να κάνουν όσα είχε ονειρευτεί στην εφηβεία της, σήμερα τα παιδιά της.
Αναρωτιόταν αν η απόφαση να πάρουν τους δρόμους της ξενιτιάς με στόχο να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την μίζερη ζωή ήταν η σωστή απόφαση.
Με τα μάτια μισόκλειστα φαντάζεται ……δεν έβρισκε άκρη στις σκέψεις της.
Τόσο πολύ είχε απορροφηθεί στις σκέψεις της, που δεν πήρε είδηση πότε το πλοίο πρόσδεσε στην προβλήτα και ξεκίνησε η αποβίβαση.
.............. Το τραίνο τους μετέφερε απ’ την Αθήνα στη Λαμία με τα λιγοστά υπάρχοντα τους, που κουβαλούσαν τυλιγμένα σε σεντόνια, μόλις δυο μπόγους όλα κι όλα.
Αρχικά τον πρώτο καιρό η ζωή στη Λαμία τους βρήκε ταλαιπωρημένους, παραζαλισμένους, μα οπωσδήποτε με καλή διάθεση για ένα καινούργιο ξεκίνημα.. Ξεκίνησαν τη ζω τους μένοντας σ’ ένα φτωχικό πολύ φτωχικό σπιτάκι, ένα κοινότυπο τούβλινο κτίσμα, μόλις μια κάμαρα δίπλα στο ρέμα. Σε μια εργατική φτωχογειτονιά «το Αραπόρεμα» στης δυτικές παρυφές της πόλης, μι’ αστική περιοχή με χωριάτικο περιβάλλον.
Εκεί έζησε το τελείωμα της παιδικής ζωής, την έναρξη της εφηβείας, τη δυσκολία της καινούργιας ζωής. Ταυτόχρονα έζησε και τις πρώτες μεγάλες αλλαγές. Στην αρχη είχε την αίσθηση πως άλλαξε η ζωή τους ριζικά.... προς το καλύτερο.
Απ’ το λυχνάρι και τις λάμπες πετρελαίου που φώτιζαν τις νύχτες στο χωριό γνώρισε το ηλεκτρικό ρεύμα που δεν υπήρχε βέβαια τότε στο χωριό. Οι πιο πολλοί χωριανοί ούτε πού 'ξεραν τί είναι μαθές αυτό.
Το τζάκι και τη φουφού τα αντικατέστησαν το γκάζι και η σόμπα.
Απ’ το μονοτάξιο σχολείο βρέθηκε σε εξατάξιο.
Ένοιωσε ότι είχαν ξεφύγει απ’ την εποχή που θύμιζε την εποχή των πιονέρων και οι μιζέριες του φτωχικού οικισμού ήταν πια ανάμνηση.
..................... Στα βορειοδυτικά της γειτονιάς υπήρχαν βοσκοτόπια, μεγάλοι χέρσοι λόφοι και φαράγγια που του θύμιζαν το χωριό.  Σε μια ρεματιά υπήρχε και τεχνητή λιμνούλα όμοια με τι μικρή στέρνα στα περιβόλια του χωριού του, της έλειπε ο αιωνόβιος πλάτανος και οι πολλές μωβ περικοκλάδες αλλά είχε άφθονες καλαμιώνες.
Εκεί, στη μικρή λιμνούλα, είχε φτιάξει το δικό του καταφύγιο. Εκεί ήταν ο δικός του μικρός κόσμος όπου του άρεσε να απομονώνεται και με τα μάτια κλειστά φαντάζεται καθημερινές στιγμές απ’ το χωριό. Με τον καιρό, άρχισε να νοσταλγεί το χωριό του, θυμόταν τις ηλιόλουστες πλαγιές στο μεγάλο ρέμα κι αναστέναζε.
Ζωντανεύει όταν του ‘ρχεται η θύμηση του ποτισμένου χώματος με την ιδιαίτερη μυρουδιά της γης που αναστάτωνε το μέσα του λες και συναντούσε κάτι δικό του.
Ας ήταν μπορετό να κάθιζε, δέκα λεφτά μονάχα, κάτω απ’ το δροσό της αλαφροΐσκιωτης μουριάς στην καλοκαιρινή την κάψα, να νιώθει μια
αίσθηση δροσιάς στο πλάτωμα με το μικρό μποστάνι τους πίσω στο μεγάλο ρέμα.
Μα ήσαν μακριά, τόσο μακριά ολ' αυτά τα παιγνιδίσματα του νου…. απραγματοποίητες λαχτάρες.
............. Ο χρόνος, η εμπειρία, η συνεχής αναζητήσει γεννούν και νέα πρωτόγνωρα όνειρα στο νέο κόσμο που προβάλλει εμπρός του.
Νοιώθει απ’ την ανατολή της ζωής του σαν ευσυνείδητος εραστής που αναζητεί την θέση του κάτω από τον ήλιο.
Ο άνθρωπος στη φύση είναι σαν τη φωτιά.
Η φωτιά λένε οι αστροφυσικοί, γέννησε το σύμπαν.
Μέσα στο χάος σε μια έκρηξη τινάχτηκε η πρώτη ενέργεια που είχε θερμοκρασία. Η ενέργεια αυτή άρχισε να μικραίνει και να ψύχεται. Ταυτόχρονα όμως άρχισε να απλώνεται σχηματίζοντας, γαλαξίες, νεφελοειδείς, συστήματα, αστέρες, πλανήτες.

Click to Open
Μακρινό ταξίδι IΙI:
.....

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Web Informer Button