ADS

click to open

Τρίτη 21 Μαΐου 2019

Ap' Tin Paidikotita Stin Efivia! (Part... 2)

.. Με τον τερματισμό του εμφύλιου πολέμου, ο Κλέαρχος αν και υπηρέτησε ως στρατιώτης του εθνικού στρατού, μιλούσε χωρίς μίσος για τους αντιπάλους αντάρτες. Τους σέβονταν, τους χαρακτήριζε γενναίους και τολμηρούς. Ωστόσο επιθυμούσε ολόψυχα τη νίκη των εθνικών, κυβερνητικών δυνάμεων. Να τελειώσει αυτός ο αδελφικός πόλεμος. Να πάψει η γη να ποτίζεται με διχαστικό ελληνικό αίμα. Η Ελλάδα να γίνει μια ελεύθερη, δημοκρατική χώρα. Ο λαός της να ζήσει σε καθεστώς ελευθερίας, δημοκρατίας και προόδου.
.....Μετά τις διαφωνίες, τις συγκρούσεις την οικογενειακή καταιγίδα τη γεμάτη από ένταση και διαμάχες, στην οικογενεια της Ιοκάστης επικρατησε μια μαγική ηρεμία. Έτσι είναι η ζωή! Μετά τον ανεμοστρόβιλο εκτιμάς τις επιπτώσεις και συνεχίζεις.! Πρώτα οι θυελλώδεις εντασεις και μετα ερχεται η γαλήνη προσαρμοσμένη σε ένα οικογενειακό πλαίσιο! «Μπορείς να κόψεις όλα τα λουλούδια, αλλά δεν μπορείς να εμποδίσεις την Άνοιξη να` ρθει»  είχε πει ο μεγάλος στοχαστής Pablo Neruda.
Άνοιξη! Μυρωδιές, πράσινο, φύση, θάλασσα! Έρχεται! 
«Γλυκό του Μάρτη μήνυμα
θ' ανθίσει η πασχαλιά,
θα λιώσουν τ' άσπρα χιόνια
θα 'ρθούν τα χελιδόνια».
Ήταν άνοιξη η νεότητα του έτους και η νεότητα είναι η άνοιξη της ζωής, όταν εκείνο το υπέροχο ανοιξιάτικο γαλάζιο πρωινό στα τέλη του Μάρτη (σημαδιακός μήνας) το χίλια εννιακόσια πενήντα, με τον ερχομό των γοργόφτερων χελιδονιών, η Ιοκάστη αισθάνεται πως «Ήρθε η ώρα!» ότι έφτασε η «μεγάλη στιγμή.» Ήρεμη και γαλήνια έφερε στον κόσμο το νεογέννητο μωράκι της και μαζί του έφερε την ελπίδα, να σβήσει το μαύρο και να ξανανοίξει τους κλειστούς δρόμους με την οικογένεια της. Πώς πέρασε ο καιρός! Σαν να ήταν χθες που έφυγε από το πατρικό της σπίτι.
Η γείτονες του μικρού οικισμού έχουν μαζευτεί όλοι στο μικρό τους σπίτι να γνωρίσουν το μωρό που έρχεται στον κόσμο. Μαζί με τους γονείς του βιώνουν και αυτοί την χαρούμενη αναμονή.
Άξαφνα γίνεται ένα ποδοβολητό κι αντηχούν φοβερά ξεφωνητά στη μικρή κάμαρα, κι όλος ο γυναικόκοσμος ορμά μέσα στη κάμαρα, και μια φωνή μεγάλης χαράς, από τις χαρές εκείνες, που όχι πολύ συχνά νιώθει κανείς στη ζωή του, σείεται όλο το Μικρο σπιτάκι.
«Αγόρι, ανιψιέ! αγόρι! Αρσενικό! να σας ζήσει, να το χαρείτε!» Πρώτη απ' όλους η Κυρά Γιώργαινα, του Γιώργη του Καραστατήρη η γυναίκα, το «Κιαπέ» η γειτόνισσα και θεία του Κλέαρχου ήταν εκείνη που βγήκε περιχαρής να αναγγείλει στον μικρό οικισμό ότι το μωρό που ήρθε στη ζωή ήταν αγόρι. «Είναι δώρο Θεού» τους είπε! Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό γεμάτο ήλιο στα τέλη του Μάρτη που γεννήθηκε ο Αλκιβιάδης. Η αφεντιά του.
........ Έχει αρχίσει να ξημερώνει, έλαμψε το φως της ημέρας, ενώ ο Ήλιος εισέρχεται στον αστερισμό του Καρκίνου. Μια τέτοια ηλιόλουστη μέρα η Ιοκάστη φορώντας φόρεμα λευκό όμοιο με νυφικό και λίγα φρέσκα λουλούδια στα μαλλιά. Ήταν τόσο όμορφη. Η ομορφιά της πήγαζε απ' την ψυχή της. «Λέγεται ότι η Ψυχή ήταν τόσο εκπληκτικά όμορφη που επισκίαζε ακόμη και την Αφροδίτη, την θεά της ομορφιάς και του έρωτα. Οι άνδρες συγκεντρωνόταν από παντού για να έρθουν να τη δουν και οι βωμοί της Αφροδίτης εγκαταλείφθηκαν εντελώς, καθώς όλοι λάτρευαν τώρα την ακαταμάχητη πριγκίπισσα αντί της θεάς, φέρνοντάς της προσφορές και σκορπίζοντας λουλούδια στους δρόμους όποτε έβγαινε έξω.»
Ο ήλιος τη βρίσκει να περπατά μέσα από τον ίδιο δρόμο που περήφανα είχε αναχωρήσει. Η Ιοκάστη όπως ο ήλιος δεν περιμένει παρακλήσεις και καλοπιάσματα, αλλά τους αγκαλιάζει όλους, χωρίς υστεροβουλία, χωρίς να περιμένει επαίνους υπερπηδά τους ψηλούς τοίχους της αδικίας της και ξαναγύρισε στο χωριό της, στο πατρικό της σπίτι. Πίστευε πως ήξερε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει. Αποφάσισε να επισκεφτεί τους γονείς και τα αδέλφια της. Ήταν μια περήφανη μάνα, περπατούσε και πετούσε. Δεν κατηγόρησε και δε μίσησε ποτέ κανέναν και ως καλή χριστιανή δικαιολογεί την πρόθεση της οικογενείας της να την νουθετήσουν στην επιλογή της. Είχε θάρρος...το μήνυμα που θέλει να στείλει....Με το κεφάλι ψηλά περπατούσε με καμάρι, έχοντας την χαρά να κρατά στην αγκαλιά το τεσσάρων μηνών παιδί της και χαμογελούσε. Πόσο οικεία είναι η εικόνα μιας μάνας να κρατά αγκαλιά το παιδί της. Πόσο απλή αλλά ταυτόχρονα πόσο μαγική. Την καμαρώνει η γειτονιά στα παραθύρια. Με χαμηλά, τα ήρεμα  καστανά της μάτια λεβέντισσα ροβόλαγε. Κοιτάζει μόνο μπροστά και πάντα μπροστά. Αφήνει στο χρονοντούλαπο τα χθεσινά προβλήματα, τις σκέψεις, τις περίπλοκες υποθέσεις. Αφήνει πίσω της τα σύνθετα, τα άλυτα. Αγκαλιάζει τρυφερά τον σύντροφό της και η πατρική της οικογένεια στη θέα του ευτυχισμένου ζευγαριού σκέφτεται πώς είναι καιρός να συμφιλιώσουν με την άτακτη κόρη τους και την καλωσορίζουν. 
Καμάρωναν ο παππούς και η γιαγιά με το πρώτο τους εγγόνι, που γέμιζε με φωνούλες και κατσαρά γέλια το σπιτικό τους. Ολοκληρώνοντας την επίσκεψη τους ο Κλέαρχος και η Ιοκάστη, καθώς από ολιγοήμερη κατέληξε σε πολυήμερη, ήρθε η ώρα της επιστροφής.  Ο καθένας μόνος του, αλλά και όλοι μαζί ήταν «μες στην καλή χαρά». Ο πιότερο χαρούμενος ήταν  ο παππούς, που είχε αρχίσει κιόλας να σχεδιάζει ιστορίες για τον εγγονό του. Ο παππούς μαζί με τις ευχές του τους παραχώρησε ένα γαϊδουράκι για τις ανάγκες τους, μια κατσίκα για το γάλα του εγγονού και κάποια χρήματα για να μπορούν να αντεπεξέλθουν στα έξοδα διαζυγίου του Κλέαρχου.
Σε εποχές που η φτώχεια και η πείνα ήταν τα κύρια ζητούμενα των καιρών, τα γαϊδούρια, τα όμορφα αυτά τετράποδα, είχαν συνδυαστεί με την εμφάνιση της αγροτικής ζωή στην Ελλάδα και αποτελούσε για πολλούς το μοναδικό μέσο μεταφοράς. Ήταν το μέσο μεταφοράς των κοινωνικά καταπιεσμένων, των φτωχών και των αγροτών. Μεταξύ άλλων, η εισοδηματική κατάσταση του ατόμου ήταν σε άμεση συνάρτηση με το είδος του τετράποδου που θα είχε ως μέσο μεταφοράς. Οι ποιο πλούσιοι, οι προύχοντες, είχαν τα άλογα, οι δεύτεροι σε εισοδηματική κατάσταση είχαν τα μουλάρια και ο κοινός κόσμος είχε τα γαϊδούρια. Το γαϊδούρι είναι ένα ζώο της επαρχίας και μέσα από αυτό το ζώο αποτυπώνονται η ιστορία και ο πολιτισμός της υπαίθρου. Με την ανάπτυξη των μηχανημάτων και την «άνοιξη» της οδοποιίας, το ζώο έχασε τη χρηστικότητά του, με αποτέλεσμα να έχει γίνει είδος πολυτελείας.
........Φλεβάρης του 1954! H γέννηση του δεύτερου αδελφού του.
Η γέννηση ενός δεύτερου παιδιού είναι ένα ευτυχισμένο γεγονός για όλη την οικογένεια. Μαζί με την έλευσή του, την ευτυχία και την ανείπωτη χαρά, έρχονται επίσης αυξημένες ευθύνες και νέες προκλήσεις. 
Τα γεγονότα έλαβαν χώρα ένα χειμωνιάτικο βράδυ μεταξύ μιας Τρίτης και λίγο πριν το ξημέρωμα της Τετάρτης. 
Τα φυλλοβόλα δένδρα στις χωμάτινες γερτές πλαγιές απογυμνώθηκαν, νεκρά σάπια τα φύλλα κάτω απ’ τα δέντρα, βυθίζονταν στρώνοντας φαιό χαλί στο βρεγμένο και μαλακό χώμα. Το μικρό αγροτικό σπιτάκι στου οικισμού την άκρη, πηχτό σκοτάδι το έχει κυκλώσει. Λένε ότι το σκοτάδι της νύχτας δημιουργεί ένα ιδιαίτερο, ιδιότυπο τοπίο, στο οποίο όλα μπορούν να συμβούν ξαφνικά και απροειδοποίητα. Ένα περιβάλλον μεταφυσικό, μαγικό και αυτόνομο. Μέσα στο σκοτάδι, στην ερημία, την απομόνωση και την ησυχία των μεταμεσονύκτιων ωρών, τα πρόσωπα, οι χώροι, τα πράγματα, αλλάζουν όψη, μεταμορφώνονται. Είναι ένα κενό, μια ανάπαυλα, μια τομή στις καθημερινές ασχολίες, στις υποχρεώσεις, στις συμβάσεις. Προσφέρεται για σκέψη και περίσκεψη, για αποδράσεις στο χτες, περιπλανήσεις στο παρελθόν, νοσταλγικές αναδρομές, κουβέντες χωρίς αρχή και τέλος. Είναι το εφαλτήριο για νέες εκκινήσεις και ανασυντάξεις. Μια μικρή εκεχειρία, μια ανάσα πριν το αύριο που έρχεται αμείλικτο απαιτώντας δράση.
Κρατώντας ένα ξύλο στο χέρι ο πατέρας του, με περισυλλογή σκάλιζε τη φωτιά στο τζάκι σπρώχνοντας τα αποκαΐδια που είχαν απομείνει γύρω της, και μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας γυρνούσε σιγανά το πρόσωπό του προς τα εκεί στην ορθάνοικτη ξύλινη εξώπορτα που φυσούσε ο αγέρας, προσπαθώντας να αφουγκραστεί τον καιρό, περιμένοντας τους επισκέπτες. Η φωτιά ξεπήδησε σε φλόγα ρίχνοντας φωτεινές μαχαιριές στους τοίχους της μικρής κάμαρας  κι ένα τρεμουλιαστό τετράγωνο από φως έξω από την πόρτα. Την εξώπορτα την είχε αφήσει ανοιχτή, όπως συνηθιζόταν στη χαρά και στη λύπη. Στη στέγη ο αέρας φύσηξε ακόμα πιο δυνατός, βογκούσε ο βοριάς, βγάζοντας σφυριχτούς ήχους και έπεφτε ψιλό ανεμοβρόχι. Και όσο περνούσε η ώρα ο αέρας δυνάμωνε σταθερά, δίχως ριπές χώθηκε κάτω από βράχους, σήκωσε τα παλιά φύλλα, ως και μικρά αντικείμενα, που ’δείχναν την πορεία του καθώς φυσούσε μέσ’ απ’ τους λόφους.  Και όσο βαθαίνει η νύχτα ο αέρας φύσηξε πιο δυνατός πάνω απ’ τη γη και ήταν τώρα τόσο τσουχτερός και κατέσκαψε τις ρίζες στις αγκινάρες του κήπου, και τα κυπαρίσσια πέρα στο κοιμητήριο που τον αντιπάλεψαν έγειραν αποκαμωμένα κατά τη φορά του ανέμου.
Ο πατέρας ήξερε και διέκρινε καλά τα σημάδια των καιρών, από το χρώμα του ουρανού, τις κινήσεις και τα σχέδια και τα τερτίπια που έκαναν τα σύννεφα, τις αστραπές και τις βροντές, στις ρεματιές και στις βουνοκορφές. Οι χωρικοί σ’ εκείνα τα μέρη, χιονιά λέγανε τον καιρό που το χειμώνα φύσαγε αγέρας από τα βόρεια και έκανε παγωνιά, κρύο πολύ, επειδή αλλού χιόνιζε, αλλά στο μικρό χωριό τους χιόνιζε πολύ σπάνια και συνήθως έριχνε χιονόνερο. Οι χωρικοί πάντα ξέρανε από τα σημάδια που βλέπανε, ότι άμα τον χειμώνα αστράφτει από τον Βοριά, θα φυσούσε από εκεί πολύ δυνατός αγέρας, που σήμαινε ότι για όσες μέρες θα διαρκούσε ο καιρός αυτός όχι μόνο οι τσοπαναραίοι μα και ο κάθε ξωμάχος και φρόνιμος νοικοκύρης άφηνε τις εργασίες στα περιβόλια ανενεργές και τρύπωνε στη θαλπωρή του σπιτιού του. Ο πατέρας του το βράδυ αυτό ένοιωθε μέσα του όλη εκείνη την αναστάτωση της αναμονής, ήταν υπερβολικά ανήσυχος κάτι που γι’ αυτόν ήταν εντελώς ασυνήθιστο. Βρισκόταν σε μια κατάσταση βαθιάς και έντονης αγωνίας όπως ένας άρρωστος που ελπίζει στο ερχομό του γιατρού για να θεραπευθεί.
 Από την ανοιχτή πόρτα δύο σκιές φάνηκαν έξω στο σκοτάδι της νύχτας, ο πατέρας του έριξε ακόμη μερικά ξύλα στη φωτιά και σε λίγο η φωτιά στο τζάκι δυνάμωσε, κι έκαιγε λαμπερή, έλαμψε η κάμαρα. Οι δύο σκιές,  με μισή ανάσα, λαχανιασμένες σαν δρομείς μαραθωνίου φτάνοντας στην ολάνοιχτη πόρτα του σπιτιού η ανάσα τους έβγαινε πια με δυσκολία μέχρι να τα καταφέρουν να μιλήσουν! Ήταν η μαμή του χωριού που συνοδευόταν από την μεσόκοπη γειτόνισσα τους. Η παγωνιά της νύχτας έφερνε ρίγος στο δέρμα τους. Ο πατέρας τις υποδέχτηκε σιωπηλός. Οι δυο γυναίκες προχώρησαν, μπήκαν στην κάμαρα κλίνοντας τώρα την πόρτα, ερμητικά πίσω τους. Το σκηνικό της άφιξης των δυο γυναικών τον πατέρα του τον γέμισε σαν πυκνή ομίχλη ένα αίσθημα ασφάλειας, του πήρε την ανησυχία που είχε μέσα του, ησύχασε.
Κλείνοντας την ξύλινη πόρτα η κρύα αναπνοή του βοριά έγινε απρόσιτη, κλείστηκε έξω τη νύχτα αυτή, ανεπιθύμητος επισκέπτης στις κάμαρες του σπιτιού. Δυο κάμαρες μικρές είναι το σπίτι τους όλο κι όλο. Κοντοστάθηκαν στο τζάκι για να συνέλθουν από το νυχτερινό κρύο και να χαρούν την λάμψη της φωτιάς, που σε λίγο θα τους ζεστάνει και θα τους στεγνώσει από τη νυχτερινή υγρασία.Ύστερα άφησαν το τζάκι και πλησίασαν στην απέναντι γωνιά της κάμαρας σ’ ένα ξύλινο κρεβάτι καλυμμένο με μια λευκή φλοκάτη είχε κουρνιάσει η λεχώνα μητέρα του. Μια μάλλινη κουβέρτα κάλυπτε τους ώμους της. Βρισκόταν στο μεταίχμιο μιας διαδικασίας μεταξύ ύπνου και ξύπνου. Σχεδόν αλαφιασμένη παίρνοντας είδηση τους επισκέπτες αφυπνίστηκε.
Λιγνά κύματα σαν εκλάμψεις που διασταυρώνονταν ηλεκτρισμένα προσπαθούσαν να κινηθούν, από την ζωή που κυοφορούσε εντός της, και αναδύονταν στους τοίχους του κορμιού της. Μια αίσθηση αρχέτυπα οδυνηρή και συνάμα δροσερή την παράσερναν βίαια σε έναν γλυκό ίλιγγο. Η διαίσθηση ότι κείνες οι στιγμές ήσαν εύθραυστες την έκαναν να κινείται ανάλαφρα, από φόβο μήπως κουνήσει βίαια και διαλύσει κείνο το θαύμα, την τρυφερή ύπαρξη από φως κι αέρα που προσπαθούσε να επιβιώσει μέσα της. Τα κύματα άλλαζαν αργόσυρτα ολοένα και με ψηλότερους, ξάστερους και έντονους ρυθμούς και βυθιζόταν ολοένα και βαθύτερα εντός της. Και από στιγμή σε στιγμή, με ανάσα πάλλουσα, σκέψεις λαμπερές, σαν εκλάμψεις, τη βυθίζουν ολοένα και περισσότερο μέσα στη ρευστή περιοχή, και τη γεμίζουν φόβο κι ευτυχία.
Η μαμή με γοργές κινήσεις, μ’ ατελείωτη διαύγεια, ενδελεχώς και εξαιρετικά εξέτασε προσεκτικά και παστρικά όλα τα χρειαζούμενα για την γέννα. Το σπίτι το είχαν καθαρίσει από νωρίς, τα πάντα γύρω τους μύριζαν ροδόνερο και πράσινο σαπούνι. Από το εικονοστάσι ευλαβικά κατέβασαν της Παναγιάς εικόνα, φιλώντας τη και παρακαλώντας να πάνε όλα καλά, άναψαν το καντήλι που κρεμόταν από την αλυσίδα, ρίξανε λιβάνι στο τζάκι. Η προσμονή της συνέχειας, ανυπόμονη και καρτερική, κυριαρχούσε τις ώρες εκείνες, και ο μόνος τρόπος να συγκρατήσει κανείς αυτόν τον φυσιολογικό φόβο και τη βιασύνη, ήταν πολύ σημαντικό να γίνουν ολ’ αυτά με το σωστό τρόπο.
Για τη μητέρα του ο χρόνος τριγύρω της έχει μουδιάσει. Αλλά μονάχα τριγύρω της. Μέσα της έχει στήσει τρελό πανηγύρι! Της θυμίζει με κάθε ευκαιρία ότι η μεγάλη στιγμή πλησίασε, είναι παρούσα. Κάνει κάθε της ανάσα πιο ηχηρή. Κάθε σφυγμό της δυνατότερο. Η στιγμή που η πλάση ολόκληρη θα της χαρίσει αυθόρμητα μια νέα ζωή. Η μεγάλη στιγμή της γέννησης του δεύτερου γιου της.
Την ώρα που η μαμή έκοβε τον ομφάλιο λώρο στο νεογέννητο αδελφό του, δίχως τυμπανοκρουσίες και φανφάρες, αξαφν' ακούστηκαν αλυχτήματα στην αυλή, ένα χλιμίντρισμα, σιγαλιάς φωνές έξω από το σπίτι, και την αμέσως επόμενη στιγμή βαριά πατήματα αντήχησαν στο πλατύσκαλο της πόρτας. Οι φανταστικές περιηγήσεις λένε ότι η σκοτεινότερη ώρα είναι πριν την αυγή, εκεί ανάμεσα έκανε την θορυβώδη εμφάνιση του ο νυχτερινός επισκέπτης. Τυλίγοντας το μουσκεμένο πανωφόρι γύρω από του ώμους του, διέσχισε του σπιτικού την πόρτα αφήνοντας πίσω του στο σκοτάδι τον αέρα να μουγκρίζει, τη βροχή να κοπάσει για λίγο. Είναι ο απρόβλεπτος, εκκεντρικός φίλος της οικογένειας, που έχοντας μονίμως τον σαρκασμό υπό μάλης εισέβαλε στην κάμαρα σαν χείμαρρος ορμητικός, φέρνοντας μαζί του το κλειδί της χαράς που πηγάζει απ' τα βάθη της καρδιάς του και σαρώνει τους ανέμους της αγωνίας και της προσμονής την κατασκότεινη νύχτα. Στάθηκε για λίγο σιωπηλός, τον επηρέασε η λάμψη της ζωντανής φλόγας που αντανακλούσε γύρω τους η ζωηρή φωτιά που καίει στο τζάκι, τα μάτια του έκλεισαν ξαφνικά μ’ ένα αίσθημα περιδίνησης.
Ο πατέρας του δεν έκανε καμία ερώτηση, -ήδη γνώριζε την απάντηση- τον καλοδέχτηκε χαμογελαστός, χωρίς να σχολιάσει την ώρα της επίσκεψης, και ανάβοντας το φανάρι βγήκε έξω να ταχτοποιήσει το άλογο του επισκέπτη στον πλαϊνό αχυρώνα του σπιτιού. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα.
Ο επισκέπτης ήταν ο μακρινός ξάδελφος του Κλέαρχου, ο Πολυζώης.
Ο Πολυζώης σε τραβούσε με την ανοιχτή του καρδιά και με τον εύθυμο χαραχτήρα του, γοήτευε και σκλάβωνε με τα φερσίματα του, με την καλοσύνη του, με το χιούμορ που στόλιζε και την πιο απλή κουβέντα του. Είχε κάτι ξεχωριστό αυτός ο άνθρωπος. Τον αγαπούσες, τόνε θαύμαζες, σε καταγοήτευε η συντροφιά του. Είχε έλθει μέσα στην νύκτα να συμμετάσχει στην χαρά –άλλωστε προοριζόταν για νονός- από τον οικισμό που απλώνεται στην πίσω πλευρά του λόφου την ανατολική.
Η μαμή με βαθιά συγκίνηση απέθεσε απαλά το νεογέννητο αγόρι στην αγκαλιά της μητέρας του χαϊδεύοντας στοργικά το κεφάλι του.  «Όλα γίνονται πάντα με βάση μια στρατηγική» είπε χαμογελώντας. Κύμα ενθουσιασμού πλημμύρισε την κάμαρα του σπιτιού, τα απειλητικά σύννεφα που είχαν τυλίξει τις σκέψεις του πάτερα του σκόρπισαν. Ένοιωσε το βάρος να φεύγει από επάνω του και η ζωτικότητα να τον ξανά-πλημμυρίζει.
Στη κάμαρα έγινε για λίγο σιωπή, μόνο το κλάμα του νεογέννητου αδελφού του ηχούσε και κάλυπτε το θόρυβο της φωτιάς στο τζάκι.
 Όταν ο επισκέπτης συνήλθε από το αίσθημα της περιδίνησης,  μ’ ένταση αναφώνησε χαρούμενα.
«Και η Άρτεμις απόψε γέννησε ένα πανέμορφο μαύρο πουλάρι». Και απευθυνόμενος στην μαμή ρώτησε. «Τι θα μπορούσα να κάνω για να σε βοηθήσω.»
«Είμαι ολόκληρος στη διάθεση σου». Συμπλήρωσε
«Τελείωσαν όλα ομαλά, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να κάνεις». Είπε η μαμή.
Μάλλον η μαμή πρέπει να ένοιωσε άσχημα για την πρόσκαιρη απάντηση της και γρήγορα συμπλήρωσε με παιδιάστικο ύφος. «Θα’ ήθελες πραγματικά να βοηθήσεις;».
Της είπε για άλλη μια φορά ότι ήταν ολόκληρος στη διάθεση της.
Η μαμή χαμογέλασε πλατιά και του ζήτησε να τους διηγηθεί την ιστορία του αλόγου του της «Άρτεμις». Η αλλαγή της διάθεσης στην μικρή κάμαρα ήταν τόσο μεγάλη, η έκφραση της χαράς τους συνεπήρε όλους.
 Στο τέλος του χωματόδρομου στην ανατολική πλαγιά του οικισμού δεσπόζει οίκημα με νότιο προσανατολισμό, είναι η οικία του Πολυζώη. Η διαφορά από τα υπόλοιπα σπίτια του μικρού οικισμού ήταν οι τεράστιοι από λιθοδομή ισόγειοι στάβλοι για τις αγελάδες, και τα αγαπημένα άλογα του. Η κατασκευή των στάβλων του στο ένα μέρος είναι διώροφος για να εξυπηρετηθεί η αποθήκευση των ζωοτροφών.
Για τον Πολυζώη η ενασχόληση με τα άλογα ήταν κάτι παραπάνω απ’ ένα απλό χόμπι. Με μια ματιά, μ’ ένα βλέμμα ήξερε πόσο χρονών είναι, τι χαρακτήρα έχει, και πολλά άλλα. Είχε πάθος, είχε έρωτα για τα άλογα δεν τα θεωρούσε βάρος και τα φρόντιζε μ’ αγάπη. Μιλάμε για εποχές που δεν υπήρχαν αυτοκίνητα στην περιοχή. Ότι γινόταν, γινόταν με τα μουλάρια και τα άλογα, τα κάρα και τις άμαξες. Είχε τρία άλογα. Δυο για τις αγροτικές του εργασίες, και την Άρτεμις η όποια ήταν η μεγάλη του αγάπη, η αδυναμία του από όσα άλογα είχε μέχρι σήμερα. Η Άρτεμις ήταν άλογο αγώνων. Δεν αγωνιζόταν πλέον. Ήταν ένα πολύ καλό αραβικό άλογο που σήμαινε πολλά για τον πρώην ιδιοκτήτη της, του είχε δώσει πολλές χαρές μέχρι να το αποσύρει, γιατί δυστυχώς τραυματίστηκε νωρίς. Η φοράδα η Άρτεμις τελευταία είχε ζευγαρώσει με αραβικό επιβήτορα και αυτή την κρύα νύκτα του χειμώνα γέννησε εύκολα, χωρίς επιπλοκές, χωρίς να χρειαστεί βοήθεια, μες 'του αχερώνα τη ζεστασιά, λίγες ώρες νωρίτερα από την γεννά της μητέρα του, ένα πανέμορφο αρσενικό πουλάρι.
Αυτό ο καλός φίλος της οικογένειας το θεώρησε καλόν οιωνό για το νεογέννητο αγόρι, θεωρούσε τα ωραία αρσενικά άλογα, σημάδι επιτυχίας της ζωής. Τα περισσότερα πουλάρια γεννιούνται συνήθως τους πρώτους μήνες του καλοκαιριού όταν ο καιρός είναι ζεστός και η τροφή άφθονη. Αυτό το νεογέννητο πουλάρι γεννήθηκε μέσα στη βαρυχειμωνιά. Με τον απογαλακτισμό και την αποκοπή από την μάνα του, το  κραταιό κι νιόβγαλτο πουλάρι ο Πολυζώης ανακοίνωσε ότι  προσφέρει στην οικογένεια και ιδιαίτερα στο νεογέννητο αδελφό του. «Η θεά τύχη το έφερε να γεννηθούν ταυτόχρονα είπε στους γονείς του, ας μεγαλώσουν και παρέα. Και τους ευχήθηκε.» Το παρέλαβε η μητέρα του, το περιποιόταν με πολύ τρυφερότητα και περίσσια αγάπη, όπως και το μικρό το γιο της. Μεγάλωσε γρήγορα και έγινε ένα δυνατό, πανέμορφο άλογο με κατάμαυρο τρίχωμα και ένα λευκό αστέρι στο μέτωπο του, μ’ εκπληκτική αντοχή και νοημοσύνη. Ο Κεραυνός – όπως τον ονόμασαν, και ήταν το πιο κατάλληλο όνομα για ένα τέτοιο περήφανο και ατίθασο άτι, όμοιο με τη νέα κυρά του- ήθελε δουλειά, γιατί έκανε του κεφαλιού του ήταν απείθαρχο. Η κυρά μητέρα του ήταν υπομονετική, αφοσιωμένη στον Κεραυνό, τον περιποιόταν με πολύ τρυφερότητα και αγάπη, όπως και το μικρό το γιο της. Καθώς ο χρόνος κυλούσε, σταδιακά το άλογο ανέπτυξε μεγάλη φιλία με την μητέρα τους και ήταν η μόνη που επέτρεπε να ανέβει στην πλάτη του. Λένε πως το άλογο δεν ημερεύεται. Μέσα του καίει η φλόγα του αδάμαστου, του ελεύθερου. Διατηρεί την ασυμβίβαστη φύση του και παραχωρείται μόνο σε όσους επιλέγει. Δεν υποτάσσεται παρά υποχωρεί, μόνο γι' αυτούς που η ψυχή τους το κοιτά στα μάτια. Η Ιοκάστη από τα παιδικά της χρόνια αμαζόνα, ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που μπορούσε να τιθασεύσει τον Κεραυνό στις απρόβλεπτες αντιδράσεις του. «Τα αρσενικά συνήθως παρουσιάζουν σημαντικά προβλήματα στο χειρισμό, επειδή σε ειδικές καταστάσεις, οι αντιδράσεις του αλόγου δεν είναι εύκολα ελεγχόμενες από τον αναβάτη του.» Τα άλογα δεν αγαπάνε τα αφεντικά τους με τυφλή δουλοπρέπεια. Πρέπει να παλέψεις για να κερδίσεις την εμπιστοσύνη αλλά και την εκτίμησή του, όσο παράδοξο και αν φαίνεται, και όταν το κάνεις θα έχεις όχι απλά έναν σύντροφο αλλά έναν φίλο. Αυτή ακριβώς είναι και η σχέση που μοιραζόταν η Ιοκάστη και ο Κεραυνός, αγνή, ειλικρινής, γεμάτη αγάπη, και κατανόηση. Το μαύρο άτι υπάκουε πειθήνια στις προσταγές της. Ανέβαινε στη ράχη του επάνω περήφανη κι αγέρωχη και το κατεύθυνε με το κορμί της. Δεν της χρειαζόταν ούτε χαλινάρια, ούτε μαστίγιο. Οι δυο τους επικοινωνούσαν με τα νεύματα, τις κινήσεις, και την ψυχή τους. Και κάλπαζαν σαν τον άνεμο. Τον τελευταίο χρόνο πριν την αναχώρηση από το χωριό για το αστικό κέντρο είχε απόκτηση και ο Αλκιβιάδης ιδιαίτερο δέσιμο με το άλογο τους. Φαντάζεστε την έκπληξη όλων όταν είδαν αυτό το απείθαρχο άλογο να ιππεύεται από ένα επτάχρονο μικρό αγόρι. 
Μεταναστεύοντας η οικογένεια για την πολιτεία επέστρεψε το άλογο στον Πολυζώη.
Στα χρόνια που πέρασαν η μητέρα του αραιά και που κατέβαινε στα πάτρια εδάφη.
Η επαφή της με τον Κεραυνό ήταν ημέρα χαράς και για τους δυο που η ψυχή τους είχε ανάγκη.
Όσο γερνούσε το άλογο η μητέρα του απέφευγε αυτές τις συναντήσεις, την πλήγωναν, διότι η λύπη όταν ενώνεται με τη χαρά δημιουργεί τη χαρμολύπη..
Μαθαίνοντας ότι έχει προβλήματα υγείας, αποφάσισε να το ξαναδεί .
Σταβλίζονταν στην παλιά αχερώνα.
Η ζωντανή όμως εικόνα του γερασμένου αλόγου, σε τίποτα δεν θύμιζε τις δοξασμένες στιγμές του παρελθόντος, είχε  χάσει την εκπληκτική αντοχή του, είχε χάσει την όραση του.
Την οσμίστηκε, χαρούμενα χωρίς δύναμη ψυχής χλιμίντρησε ευτυχισμένο.
Τα σκούρα συννεφιασμένα ματιά του ποταμιά δάκρυα έχυσαν, όταν η Ιοκάστη του απαλά και τρυφερά το χάιδεψε φέρνοντας τα μαγούλα της στο λιπόσαρκο μέτωπο του.
Δεν μπόρεσε να κρατήσει την θλίψη της,  δάκρυσε και η μεσόκοπη πλέον αμαζόνα.
..... Ήταν Ιούλιος μήνας του 1956 που ήρθε στον κόσμο το μικρότερο παιδί της οικογένειας το στερνοπαίδι, η τελευταία γέννα της Ιοκάστης.
Τ' αστέρια φέγγιζαν ακόμα κι η μέρα είχε τραβήξει μόνο μια αχνή πινελιά από φως χαμηλά στον ουρανό προς την ανατολή. Οι κόκορες λαλούσαν εδώ και λίγη ώρα, ένα πολύ ευχάριστο δροσερό αεράκι χάιδευε την κόμη και τα αγουροξυπνημένα πρόσωπα των χωριατών που είχαν κιόλας αρχίσει το αδιάκοπο κουβάλημα στ’ αλώνι των δεματιών από τη μεγάλη θημωνιά, για να ακολουθήσει το αλώνισμα, που γινόταν τον μήνα του Αλωνάρη στ’ αλώνι, στο ψήλωμα, στην άκρη του οικισμού.
Έξω από το αλώνι, σε μια συστάδα αγραπιδιές, ένα σμήνος μικρά πουλιά τιτίβιζαν και φτεροκοπούσαν. Ήταν ένα πρωινό σαν άλλα πρωινά.
Η Ιοκάστη, δούλευε αβίαστα κι αυτή με την κοιλιά στο στόμα, δίχως να εγκαταλείπει την προσπάθεια.
Ήταν έγκυος στον ένατο μήνα. Κοντά στις μέρες της.
Οι έγκυες γυναίκες δούλευαν ως την τελευταία στιγμή στο χωράφι, στο θέρισμα, στο αλώνισμα. Εκεί συχνά τις έβρισκαν οι πόνοι του τοκετό.
Η αυγή ήρθε γρήγορα τώρα, μια πινελιά, ένα αντιφέγγισμα, μια λάμψη, κι έπειτα μια έκρηξη φωτιάς καθώς ο ήλιος αναδύθηκε πέρα από την θάλασσα της Μονεμβάσιας.
Ο Αλκιβιάδης παρά την μικρή ηλικία του συχνά απορούσε με τη σιδερένια δύναμη που έκρυβε μέσα της η υπομονετική μητέρα του. Είχε αποδείξει ότι ήταν γενναία, δυναμική και δεν καταπονούνταν από τις κακουχίες. Που βρίσκει τόση δύναμη αναρωτιόταν.
Και τώρα έβγαλε μια φωνή αγωνίας που τους άφησε άναυδους όλους στο αλώνι.
«Τη μαμή» είπε. «Φωνάξτε τη μαμή».
Ακουμπάει την πλάτη της στον κορμό και σιγά σιγά γλιστράει και ξαπλώνει ακουμπιστά στη ρίζα της κοντινής αγραπιδιάς.
Οι γυναίκες αφήνουν το λίχνισμα και τρέχουν να δουν τι συμβαίνει.
Οι αχτίνες του καλοκαιρινού ήλιου διαπερνούσαν το αραιό φύλλωμα της γκορτσιάς και ράντιζαν με ηλιόφως το χλωμό και λουσμένο με κρύο ιδρώτα πρόσωπο, φωτίζοντας τη μορφή της Ιοκάστης της μητέρας του.
Άρχισαν οι πόνοι.
Ο  πατέρας του καβαλάει τ’ άλογο και τρέχει να φέρει απ’ το χωριό τη μαμή, που ξεγεννούσε τις γυναίκες των γύρω χωριών. Τότε δεν υπήρχαν πολυτέλειες. Μόνο πρακτικές μαμές, και πολλές φορές έλειπαν κι αυτές και ξεγεννούσαν μόνες τους κι αβοήθητες οι γυναίκες.
Με μεγάλη προσπάθεια, πολύ κόπο και αγωνία κατάφεραν να φθάσουν στην αυλή του σπιτιού κρατώντας παραμάσχαλα την λεχώνα. Θυμάται πως έκανε ζέστη το απομεσήμερο που γεννήθηκε ο μικρότερος αδελφός του.  Ήταν Ιούλιος. Στο μικρο οικισμό τους επικρατούσε ησυχία και μονάχα τα τζιτζίκια με το καλοκαιρινό «ερωτικό κάλεσμα» των αρσενικών τους ξεκουφαίνει αυτή την εποχή με το χαρακτηριστικό τους ήχο. Στη μητέρα του παραστεκόταν μια γειτόνισσα ειδική στους πόνους και στις γέννες η κυρα Γιώργαινα, με τη βοήθεια και της κουμπάρας της μητέρας του της κυρα Καλλιόπης.
Έφεραν από τον κοντινό ναό του Άγιου Παντελεήμονα ένα εικόνισμα της Παναγίας της Χρυσαφίτισσας, άναψαν ένα κερί και προσευχήθηκαν, για την αίσια έκβαση του τοκετού. Η κατάσταση είναι πάντοτε αβέβαιη σε μια γέννα και η "εξ ύψους βοήθεια" είναι απαραίτητη.
Άναψαν τον πέτρινο φούρνο έβαλαν τη σιδεριά στη φωτιά τοποθέτησαν επάνω της τη μεγάλη χύτρα του σπιτιού και έβρασαν νερό για τη γέννα.
Η κυρά Καλλιόπη έφερε μια μεγάλη πέτρα από το μπροστινό χαντάκι, την έπλυνε με καθαρό νερό και σαπούνι.
Η κυρά Γιώργαινα  χοροπηδούσε απ’ την αγωνία και το άγχος της αν τα καταφέρουν μέχρι να καταφτάσει η μαμή.»
«Κακούργα, περίμενε τη μαμή. έλεγε στη λεχώνα.
Στο πεζούλι έξω από την πόρτα του σπιτιού κάτω από τον ίσκιο της γέρικης ελιάς έστρωσαν καθαρή μαντανία, τοποθέτησαν επάνω της την καθαρή πλυμένη πέτρα, βοήθησαν την λεχώνα να καθίσει σ' αυτή και να ανοίξει τα πόδια της, για να πετάξει πιο εύκολα το παιδί. Οι γειτόνισσες γονατιστές ανάμεσα στα σκέλια της, την υποβοηθούσαν, έσφιγγαν με τα χέρια τη μέση και την κοιλιά της ετοιμόγεννης, για να πέσει γρήγορα το παιδί και να μην ανέβει επάνω το ύστερο και το πνίξει.
Όταν το παιδί έκανε την εμφάνιση του στον κόσμο η κυρά Γιώργαινα ανακουφισμένη συνέχισε να γκρινιάζει για να διώξει μακριά την αγωνία της.
«Κακούργα το έβγαλες, το έβγαλες κακούργα.» Αυτά τα λόγια μέσα στην αγωνία τους είχαν μια απίστευτη τρυφερότητα.
Δεν άργησε και ο σύζυγος να ’ρθει με τη μαμή. Η Ιοκάστη όμως είχε γεννήσει. Το παιδί είδε το φως κι άρχισε τα ουά -ουά.
«Αγόρι! Αγόρι!.» φώναξαν όλες. «Να σου ζήσει.»
Ως εκ θαύματος σώθηκε και το στερνοπαίδι, ο Ιάσονα, και τούτο χάρη στην βοήθεια απ’ τις γειτόνισσες του οικισμού.
Μια μελωδία απλώθηκε στη φτωχική αυλή τους, καθάρια και πανέμορφη, πλούσια και ζεστή και γλυκιά, αστραφτερή και θριαμβευτική.
Ήταν όλοι ευτυχισμένοι και συγκινημένοι, όλοι συμμερίζονταν τη χαρά τους
Απέναντι από το χαντάκι, πίσω απ’ την αχυρώνα του γείτονα τους του μπάρμπα Παναγιώτη, σε μια συστάδα αγριαπιδιές, και συκιές ένα σμήνος μικρά πουλιά τιτίβιζαν και φτεροκοπούσαν και αυτά χαρούμενα.
Η λεχώνα μετά την γέννα έμεινε στο δωμάτιο με το μωρό της, ήταν άγραφος νόμος να μην την ενοχλεί κανείς. Η απομόνωση αυτή κρατούσε σαράντα μέρες.
Οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες θωράκιζαν την λεχώνα και το μωρό με ένα σωρό φυλακτά της βασκανίας για να τους προφυλάξουν από το μάτι το κακό. Έτσι, ένας κόκκινος φιόγκος στη ρόμπα της μητέρας με μια σκελίδα σκόρδου, ένα φλουρί, ένα «μάτι» στο παιδί, ήταν συνήθη ως το σαράντισμα.
Σαράντα μέρες από τη γέννηση του παιδιού, η μητέρα του πήγε στην εκκλησία, για να σαραντίσει. Ταμένος ήταν στην Παναγιά την Χρυσαφίτησσα της Μονεμβασιάς.
Τ’ αλώνι πλέον αποτελεί μνημειακό αντικείμενο και παραδοσιακό τόπο του οικισμού. Παραμένει έρημο, βουβό και χωρίς ξεφωνητά. Είναι χωρίς στύλο και ερειπωμένο, γιατί η πλακόστρωση του άρχισε με την πάροδο του χρόνου και την αχρησία να αποσαθρώνεται. Πως αλλάζουν οι καιροί.
..... Και ήρθε μια μέρα στο τέλος του καλοκαιριού που οι γονείς του είπαν πως είναι καιρός ν’ αρχίσει να μαθαίνει γράμματα, καθότι «Άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο». Φθινόπωρο, ο τόπος χλοϊσμένος, ήσυχος, οι χωρικοί  ετοιμάζονταν για το όργωμα, τη σπορά και τα ξεχερσώματα, τα κοπάδια βοσκούσαν στις πλαγιές.
Με το γλυκοχάραμα της αυγής, στο πρώτο λάλημα του πετεινού στο μισοσκόταδο του μικρού σπιτιού, πλησίαζε η μάνα στο λιτό ξύλινο κρεβάτι του κοιμώμενου μικρού παιδιού της, χάιδευε το μέτωπο του, ενώ ένα χαμόγελο έσκαγε στο αυλακωμένο απ' τα βάσανα πρόσωπο της, και όσο μπορούσε πιο γλυκά, του έλεγε: «Σήκω, γιε μου. Σήκω μην και σε πάρει η μέρα και ο δρόμος είναι μακρύς.»
Σηκωνόταν, ντυνόταν, έπαιρνε το δεματάκι με το λιτό φαγητό που ετοίμαζε η μάνα του, κι έτοιμος αποχαιρετούσε τον πατέρα και η μάνα φιλώντας τον ξεπροβόδιζε:
«Άντε καλό δρόμο γιε μου, στην ευχή του Θεού, και να προσέχεις παιδί μου», και παρέα με τον πιστό σκύλο δίπλα του ξεχυνόταν στο δρόμο για το χωριό την έδρα του οικισμού πίσω από την άλλη μεριά του αντικρινού λόφου. Ανηφορίζοντας το δυτικό λόφο του οικισμού προσπερνούσε ένα μικρό δασύλλιο από χαρουπιές με πλούσιες φυλλωσιές, που τις λίκνιζε ο άνεμος.
Ένοιωθε μια δροσιά στην ψυχή του σαν ανάλαφρη πνοή, μεθυσμένος από τους χυμούς της φύσης. Το χώμα είναι παντού νοτισμένο. Ο ήλιος τραβά το πρωί απ’ τη χλόη την υγρασία που τη βλέπεις ν’ ανεβαίνει σχηματίζοντας διαφανές κουρτίνες κάτω απ’ τις φυλλωσιές. Φτάνοντας στην κορφή παρατηρούσε πως όλη η έκταση γύρω από την άλλη μεριά ήταν το Μεγάλο Ρέμα, η κοιλάδα που χωρίζει τον λόφο του οικισμού από το χωριό. Εκεί βρίσκονται σκόρπια μικρά καλλιεργήσιμα λιβάδια, πολλά δέντρα από ελιές, συκιές, αμυγδαλιές, και παράμερα, ξεχασμένο κομμάτι του Παραδείσου, δένδρα πυκνά το ένα πλάι στο άλλο, ένα δάσος από ορεινά κυπαρίσσια που βρέθηκε δω ανάμεσα στα βουνά. Οι πλευρές της κοιλάδας ορθάνοιχτες, να βλέπουν στο μακρινό ορίζοντα μια υποψία θάλασσας. Μια και μπεις σ’ αυτή τη φωλιά, σαν πουλί σπαρταράει η ψυχή σου, σε μεθάει το θυμάρι οι κουμαριές, κι η λυγαριά. Άφησε που σε κουφαίνουν τα κοπάδια τριγύρω με τα κουδούνια τους, σου δίνουν καινούργια ζωή, που σε κάνει κι ανασαίνεις πιο εύκολα.
Πολλές φορές οι νοτιάδες έφερναν σύγνεφα το ’να πίσω από τ’ άλλο στη κοιλάδα, μα όταν που άνοιγε πάλι ο ουρανός, γινόταν ξάστερος, ροδοβαμμένος και χαμογελούσε ως πέρα στα βουνά και στις ράχες και ήταν ο ήλιος όσο δεν παίρνει χρυσαφής, κάτι σα μέλι φωτεινό ξεχυνόταν στο Μεγάλο Ρέμα.
Εκεί στα μέσα στην ανηφόρα της δυτικής πλαγιάς του ρέματος που οδηγούσε από τον οικισμό στο χωριό, στο μέσον σχεδόν της διαδρομής, σ’ ένα πλάτωμα, νερό γάργαρο καθάριο ανάβλυζε στη βάση ενός βράχου. Νερό-κολοκύθες κομμένες στα δυο υπήρχαν στο πλάτωμα της μικρής πηγής για τους κουρασμένους στρατοκόπους και τους διαβάτες που βάδιζαν τα ανηφορικά μονοπάτια.
Η προνομιακή θέση αυτής της φυσικής τοποθεσίας για όσους ταξιδεύουν από τους οικισμούς στο χωριό είναι το μοναδικό πλάτωμα που συναντάει ο ταξιδιώτης ύστερα από μια κοπιαστική πορεία που προϋποθέτει το πέρασμα από τους μουλαρόδρομους, και τα λιθόστρωτα μονοπάτια.  Το πλάτωμα συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις, ώστε να ξεκουραστεί ο πεζοπόρος και να αποκαταστήσει το βιολογικό του ρυθμό που αναστατώθηκε από την κοπιαστική πορεία. Το πλάτωμα επιβάλλει την ανάπαυλα και διευκολύνει την έκφραση συναισθημάτων ανακούφισης για τον εξαντλημένο ταξιδιώτη. Στο διάβα τους οι ταξιδιώτες σταματούσαν εκεί για λίγο, κάθονταν αναπαυτικά στο πεζούλι κάτω από τον ίσκιο μιας μεγάλης φουντωτής σκαμνιάς, και έπιναν από το γάργαρο νερό να ξαποστάσουν και να μαζέψουν τη δύναμη που χρειάζονταν να συνεχίσουν το ταξίδι. Ταυτόχρονα στον δροσερό τον ίσκιο καθισμένοι, χαϊδεύοντας το μαλακό υγρό χώμα της αγαπημένης γης, και η οπτική επαφή με το απέναντι απλωμένο τοπίο, αποτελούσε την κατάλληλη στιγμή και τον κατάλληλο χώρο για την έκφραση των προσδοκιών τους, υποδαύλιζε τα όνειρα και θέρμαινε τις προσδοκίες τους. Μπορούν να κολυμπήσουν μέσα τους και να ξεκινήσουν τον εσωτερικό τους διάλογο με έντονη την αίσθηση της μεταφυσικής. Να καταδυθούν στα βάθη της και να αφεθούν να τους παρασύρει η δίνη της. Ν’ απλώσουν τα φτερά της αντίληψης και να πετάξουν στην απεραντοσύνη, στην αντανάκλαση του απερίγραπτου κενού που περιέχει τα πάντα.
Ο τόπος είναι ο πρωταγωνιστής, και η μοναξιά που δημιουργεί η άγρια ερημιά του τόπου, κυριαρχεί στο πνεύμα, μιλεί στις αισθήσεις των ανθρώπων, δείχνει το μονοπάτι της συνάντησης με μια ψιχάλα από κόκκους της γνώσης. Είναι οι στιγμές που η γαλήνη πλημμυρίζει τις κουρασμένες ψυχές, σαν το νερό που πέφτει πάνω στη χέρσα γη και την κάνει να βλαστήσει.  Μια αρχέγονη σχεδόν μεταφυσική αίσθηση τον ωθεί να ζωντανέψει με την φαντασία του, τους ανθρώπους που ζούσαν, πολεμούσαν, για την επιβίωση τους σ’ αυτό το τόπο. Σ' αυτή την σκληρή χέρσα γη κάθε πέτρα κι ένας σιωπηλός μάρτυρας του ιδρώτα τους. Παρασύρεται στα περασμένα, κατορθώνει να αισθανθεί μέσα από τις αισθήσεις του την περιγραφή του κόσμου της εποχής εκείνης.
.......... Ο δρόμος, μια κορδέλα που ξετυλίγεται κάτω απ' τα πόδια του, με τις μικρές στροφές και τα σκαλοπάτια του. Πίσω του ο πρωινός ήλιος του Σεπτεμβρίου δίνει στα σταφύλια αρωματικούς χυμούς, στα σύκα το μέλι ξεχειλίζει και βγάζει μια σταγόνα κρύσταλλο ρουμπίνι στο πίσω μέρος. Χίλια ζουζούνια πολύχρωμα πεταρίζουν τριγύρω και αγριοπούλια σηκώνονται τρομαγμένα από την καλόβολη καθισιά τους. Τα πουρνάρια, τα σκίνα, οι φασκομηλιές, το τοπίο όλο μοσχομύριζε. Μερικά φθινοπωρινά κρινάκια προβάλουν κιόλας, ποτισμένα από τις πρώτες βροχές.
Η μικρή κοιλάδα άλλαζε χρώμα καθώς ο ήλιος έδυε. Η ώχρα που την έβαφε αποκτούσε τη λάμψη τού χρυσού, οι διάσπαρτες ελιές γέμιζαν το τοπίο µε ασημένιες ανταύγειες. Οι βράχοι των απέναντι λόφων έπαιρναν το χρώμα τού στιλπνού γρανίτη, δίνοντας στα φυτρωμένα γύρω τους πεύκα το πραγματικό τους χρώμα: βαθύ πράσινο. Το πραγματικό τους σώμα. Νεανικό, φουντωτό, υγιές. Ένας ανήσυχος ψίθυρος ξεσηκωνόταν απ’ τα πεύκα τη στιγμή που ο ήλιος έπεφτε στον γκρεμό και χανόταν, βάφοντας τον ορίζοντα µε το αίμα του.
Το καλοκαίρι το τοπίο φαντάζει άνεμο-δαρμένο και η φύση μοιάζει να έχει παραμείνει αναλλοίωτη στον πέρασμα των χρόνων. Οι εικόνες είναι τόσο φευγαλέες που του διαφεύγουν οι λεπτομέρειες, στη περιγραφή μιας εποχής όπου η φυσική επικοινωνία στις κοινότητες ήταν κάτι ολότελα φυσικό να είναι δύσκολη. Ίχνος, σημάδι, δεν υπήρχε από κάποια μηχανή της σημερινής μας εποχής στα μέρη εκείνα.
Ήταν οι εποχές που κάτω απ’ την αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού πριν ακόμα ο ήλιος ξεμυτίσει βρίσκονταν όλοι στο χωράφι κι άρχιζαν την κοπιαστική διαδικασία του θερισμού με το δρεπάνι στο ένα χέρι, με την παλαμαριά στο άλλο. «Ώρα καλή κι ευλογημένη!» εύχονταν όλοι μαζί και φραπ-φραπ τα δρεπάνια άρχιζαν να κόβουν τα στάχυα. Με τι χαρά γινόταν ο θέρος το πρωί με τη δροσιά! Το μεσημέρι το λιοπύρι ήταν ανυπόφορο. Πετούσαν οι θεριστάδες τα δρεπάνια στη γη κι έπιαναν τον ίσκιο ενός δέντρου που βρισκόταν στην άκρη του χωραφιού. Εκεί έτρωγαν τα φτωχικά τους φαγητά, με γέλια, χαρές και χωρατά. Πλάγιαζαν και ξεκουράζονταν για λίγο κι όταν έπεφτε πάλι η δροσιά άρπαζαν τα δρεπάνια και συνέχιζαν τη δουλειά. Στα ψηλώματα στους λιβαδότοπους συναντούσες πέτρινα κυκλικά αλώνια, σε τοποθεσίες επιλεγμένες, σε μέρη ανοιχτά που τα έπιαναν οι καλοκαιρινοί νοτιάδες. Οι «ντραλίκοι», μεγάλες πέτρες όρθιες τοποθετημένες κυκλικά στ’ αλώνι να οριοθετούν το χώρο και να μην διασκορπίζονται τα στάχυα. Στη ντάλα του καλοκαιριού, καλότυχοι θεωρούνταν όσοι κοντά στο αλώνι τους είχαν κάποιο δεντρί με μεγάλη φούντα, στον ίσκιο του να φάμε και να ξαποστάσουν στα άχυρα μέχρι να κατέβει λίγο ο ήλιος και ύστερα να πιάσουνε πάλι δουλειά.
«Στριφογυρίζει τ’ άλογο στο στρίγερο τριγύρα, τ’ αστάχυα καλοπάτητα ξεγδύνουν τα κεφάλια και δείχνουν, του γεωργού τη χαρά, τη σιταροπλημμύρα.» (Η καλλιέργεια του σταριού και του κριθαριού ξεκινούσε το Δεκέμβριο και αποτελούσε  για το χωριό τον ουσιαστικό κύκλο ζωής του. Ο κύκλος αυτός συνεχιζόταν με τη συγκομιδή, και την άλεση.)
Σήμερα τ' αλώνια είναι κορνίζα μιας άλλης εποχής. Μον’ στις ρούγες του χωριού περιπαιχτικά την παροιμία πλάθουν.
«Μην τα πετάς τα λόγια σου σαν τ' άχερα στ' αλώνι, γιατί τα παίρνει ο άνεμος και δεν τα συμμαζώνει».
Ήταν και εποχές που καθώς το τοπίο διάνυε τα πιο ζεστά καλοκαίρια το λιοπύρι ήταν ανυπόφορο, καμίνι ολόφλογο, έπεφτε και τρυπούσε τη σάρκα σαν βροχή από βελόνες. Άνεμος δε φυσούσε, τα φύλλα των δέντρων δε σαλεύανε, τα λίγα νερά της μικρής λιμνούλας ακίνητα λαμποκοπούσαν, σαν από μέταλλο ή από λάδι, και στους γύρο λόφους τ' αμπελοχώραφα, τα λιοστάσια, οι καλαμιώνες, τα βάτα, τα σφεντάμια και οι φτέρες άτρεμα φαίνονταν πεθαμένα, τα πουλιά χωνότανε βαθύτερα, λουφάζαν μέσα στα κλαριά. H επιφάνεια της γης στους ξεροπόταμους στέγνωσε, σχηματίστηκε πάνω της μια λεπτή και σκληρή κρούστα. Τα αγριόχορτα ξεράθηκαν κι απόμειναν μονάχα οι ρίζες. Η ατμόσφαιρα γίνηκε ανάρια κι ο ουρανός πιο ξέθωρος και κάθε μέρα που περνούσε, όλο ξεθώριαζε η γης, το κοκκινόχωμα γίνηκε τριανταφυλλί και το γκρίζο χώμα γύριζε στο άσπρο. Μες στα χαντάκια, το χώμα τριβόταν σε σκόνη και τα μερμήγκια άρχισαν επιδρομές.
Και ήταν ήμερες που το λιοπύρι ήταν τόσο δυνατό, που πάνω στην πέτρα μπορούσες να ψήσεις αυγά. Μόνο το φλύαρο τραγούδι του τζίτζικα, φωνή της λαύρας χυνόταν ολούθε. Μα η ζωή ακολουθούσε υπομονητικά το δρόμο της, και στο χωριό έβγαιναν για λιτανεία και παρακλήσεις για τη βροχή, και ξεκινούσε η πομπή για τα χωράφια, κάτω από τον φλογερό ήλιο και ο γαρμπής λιοβόρι πυρωμένο σκορπούσε κύματα φλόγες κι η λαύρα του ανέμου να κατακαίει τη γη. Όλος ο κόσμος γονάτιζε στα χώματα, έκανε το σταυρό του, κοίταζε παρακαλεστικά το Θεό μέσα στα γαλάζια μάτια τ’ ουρανού. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, έλεγαν με δύναμη «αμήην!». Να βουίξουν οι στεγνές λαγκαδιές, να πάει η φωνή τους ως τα αυτιά του Κυρίου, να τους ακούσει και τέλειωνε η λιτανεία κάτω από έναν ουρανό πυρωμένο ανέφελο και ο ήλιος να καίει σαν ένα πυρωμένο μαγκάλι.
....... Τα Κουλέντια (σήμερα Ελληνικό), είναι ένα ήρεμο μικρό γραφικό χωριό, με υπέροχη θέα, κρυμμένο στη νοτιοανατολική γωνιά της Λακωνικής γης.Το χωριό βρίσκεται «σκαρφαλωμένο» στα εξακόσια μέτρα υψόμετρο .... κλιμακωτά.... στο νότιο μέρος της λακωνικής χερσονήσου και της νότιας προέκτασης του Πάρνωνα που καταλήγει στο ακρωτήριο Μαλέας και στο μέσον της ορεινής διαδρομής που οδηγεί από τη Μονεμβάσια και τις ακτές του Μυρτώου πελάγους στην Παντάνασσα και τις ακτές του Λακωνικού κόλπου. Ορθοπλαγιασμένο σε μία άγονη και φτωχή περιοχή του νότου που σε κάποια ιστορική στιγμή λόγοι ασφαλείας, λόγοι προστασίας ή όποιοι άλλοι λόγοι, οδήγησαν τους οικιστές να απομακρυνθούν από τη θάλασσα και κρύφτηκαν στα βουνά για να μην τους ανακαλύπτουν οι πειρατές. Όμως από εκείνον τον εξώστη του χωριού, απλωνόταν στα πόδια του το Μυρτώο πέλαγος ενώ το ίδιο το χωριό, κρεμασμένο στο φρύδι του Κούνου, έδειχνε έτοιμο να κυλήσει στο Μεγάλο Ρέμα. Ο δρόμος σ’ όλο το μήκος στριφογυρίζει ιλιγγιωδώς στις ορεινές πλαγιές προσφέροντας ένα θέαμα από φαράγγια, και γκρεμούς. Ένα πετρόχτιστο και ήσυχο μικρό χωριουδάκι στη σκιά του Κούνου με θέλγητρα την εξαιρετική φυσική ομορφιά του. Τα πετρόχτιστα σπίτια με τα κεραμίδια, ταιριάζουν αρμονικά με τη λακωνική γη, και προσθέτουν τη δική τους πινελιά στην καλαίσθητη εικόνα του.
Άτιμο πράγμα η νοσταλγία. Ο τόπος που ο άνθρωπος είδε το πρώτο φως της ημέρας κι έζησε τα παιδικά του χρόνια είναι αρκετά ριζωμένος μέσα του. Λένε ότι στα πρώτα παιδικά μας χρόνια αποθηκεύονται περισσότερες εικόνες από όσες στα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μας. Ο νόστος για το παρελθόν ξυπνά μια δίψα στο μυαλό του και όμορφες αναμνήσεις στην ψυχή του. Αφουγκράζεται και νοσταλγεί τόπους, χρώματα, τον αέρα που πρώτο-ανάσανε και την παιδική ζωή που έζησε στις βουνοπλαγιές τις μυρωμένες από θυμάρι και καψαλισμένα αγκάθια.
Σήμερα ξεκινώντας από Μονεμβάσια προσπερνά τα Νόμια και αφήνοντας πίσω τα Λυρά συνεχίζει η διαδρομή στις ορεινές στροφές έως και το ψηλότερο σημείο.
Μετά τις πρώτες στροφές της κατάβασης άρχισε να φανερώνει μπρος στα μάτια του ένα γοητευτικά όμορφο θέαμα. Tο τοπίο, μεταφράζει στο μάτι, στο μυαλό, στην ψυχή του εντυπώσεις, αισθήματα, καθώς ταξιδεύει και συνάμα αισθάνεται το μάτι να τρυπώνει στις βουνοπλαγιές ψάχνοντας ξεχασμένες παιδικές αναμνήσεις. Ένταση από συγκινησιακή φόρτιση συσσωρεύεται και ξεχειλίζει στην ύπαρξη του. Oλα του δίνουν την αίσθηση πως τα έχει ξαναζήσει, πως τα ξαναβρίσκει, έχει την εντύπωση πως θυμάται παλιές αναμνήσεις. Αναμνήσεις που ξέχασε απ' τα παιδικά του χρόνια, όταν είχε μόλις ανοίξει τα μάτια! Μήπως εκεί δεν είχε ζήσει άλλοτε! Είναι σαν ένα κομμάτι ονείρου που ξανάρχεται στο μυαλό του. Ένιωσε ότι ξανά γεννήθηκε από τις στάχτες, ένιωσε πως πετούσε κι αυτός πάνω από το χωριό σαν τα αποδημητικά πουλιά που βρίσκουν ενστικτωδώς την παλιά φωλιά τους.... Mακρινοί λόφοι, βράχια, σπίτια ποτέ του δεν είχε νιώσει τόσο έντονα το αίσθημα του να στέκεται πάνω από τον κόσμο και ο κόσμος να ήταν κάτω του. Τ' αγέρι εδώ νοσταλγικά τραγούδια μουρμουρίζει και η σκέψη του κρυφαλάργεψε και στα παλιά γυρίζει. Και αγναντεύει από εκεί τους δρόμους και τα σπίτια και βρίσκεται σε όνειρο γλυκό μα την αλήθεια! Βουνά τριγύρω, οι δρόμοι του χωριού, τα στενά, η εκκλησιά, τα καφενεία όλα έχουν το καθένα τους και μία ιστορία και τα σπίτια πάντα ίδια με τις σαν παπαρούνες κόκκινα στις σκεπές τους κεραμίδια. 
Όλα από μακριά του φαίνονται ζυγισμένα μεταξύ τους και πιο μικρά. Λες και όλα είχαν μικρύνει, ακόμα και τα μακρινά βουνά ένα σταχτί μπλε στην άπνοη ζέστη του ορίζοντα είχαν κ’ αυτά μικρύνει.
Ρουφούσε με τον αισθητήρα της ψυχής του την αντηλιά της θάλασσας του Μυρτώου πελάγους και τις ατέλειωτες αποχρώσεις του πράσινου, που τις έσπαζαν με μικρές χρωματιστές πινελιές οι ανθισμένες  βουκαμβίλιες και οι κεριμιδοκόκκινες στέγες των σκόρπιων σπιτιών. Όπως το πρωτοβλέπει από μακριά το χωριό κείτεται γαλήνια μέσα σε μία ηρεμία χωρίς σύννεφα απλωμένο σαν δίχτυ στο πλούσιο ανάγλυφο επάνω στους λόφους, κάτω απ’ τον άπλετο γαλάζιο ουρανό στη σκιά του Κούνου, μέσα στης φύσης το κάλος, με τα έντονα και λαμπερά χρώματα του και σχήματα, φαντάζει πολύχρωμος τσαλαπετεινός που αμέριμνα τσιμπολογά στο μαλακό έδαφος. Tο πρωί ο ήλιος μπαίνει στο χωριό ύστερα από μία κόκκινη αυγή, κατόπιν το γιόμα γυρίζει χαϊδεύοντας τις προσόψεις των σπιτιών προτού πάει να γείρει πίσω από τους λόφους. Το χωριό μου! Έλεγε και ξανάλεγε με λαχτάρα και από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα. Δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης για την ζωή, που ατένιζε έστω και αργά, τον τόπο  που γεννήθηκε.
Ο οδοιπόρος αφήνοντας πίσω τα Κουλέντια από τη νοτιανατολική είσοδο του χωριού και από από τον παρακαμπτήριο χωματόδρομο εισέρχεται στο Μεγάλο Ρέμα και στο μονοπάτι που οδηγεί προς τον μικρό οικισμό τους τα Μπουμπουτσέλια. Αυτόν το χωματόδρομο, τα μέρη αυτά τα είχε περιδιαβεί νοερά κάθε μέρα για τριάντα χρόνια τώρα..
Σήμερα τα πάντα του φαίνονται τόσο οικεία και καθόλου παράξενο που αναγνωρίζει τα πάντα «είναι σαν στο σπίτι του». Γνώριζε κάθε του στροφή και κάθε του λακκούβα μέχρι να διασχίσει τον ασβεστωμένο μαντρότοιχο στο γραφικό κατάλευκο σπίτι της νουνάς του, του Θ. Καραστατήρη.... του «Τσαχλαμπούρη».... με τα μπλε παράθυρα και πόρτες, τα αριστοτεχνικά φτιαγμένα και να εισέλθει στη ζεστή αγκαλιά του χωριού, να προσπεράσει την παρακείμενη εκκλησία και να φτάσει στο παλιό πέτρινο σχολείο.  Στο διάβα του παντού γύρω του βλέπει λευκό του ασβέστη και σπίτια σαν να ξεφυτρώνουν ίδια λευκά στολίδια στις γερτές πλαγιές της επάνω και της κάτω γειτονιάς.
Το βλέπεις από ψηλά, κατηφορίζοντας τις στροφές έτσι όπως είναι απλωμένο πάνω στην πλαγιά του υψώματος, με φόντο πίσω του τις κορυφές του Κούνου, σου δημιουργεί την εντύπωση του χωριού βίγλα.  Αυτή η ξεχωριστή του θέση άλλωστε, "σαν κάστρο χωρίς τείχη", έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην τουρκοκρατία για την επιβίωση των κατοίκων του.  Ένας παραδοσιακός οικισμός κτισμένος στη νότια πλευρά του λιόφυτου λόφου με κάτασπρα σπίτια στολισμένα με γλάστρες και μια πλακόστρωτη πλατεία στο κέντρο του χωριού που στη μέση της  στέκεται η εκκλησία της Παναγίας, με το πέτρινο καμπαναριό της  να καταλήγει σ’ έναν πυργίσκο μ, ένα ρολόι που κοιτάζει  προς τον Λεβάντε. Το καλοκαίρι, οι πελαργοί κτίζουν την φωλιά τους στον πυργίσκο του καμπαναριού. Κάτω από την πλατεία δεσπόζει ή τούρκικη βρύση, μια γούρνα µε βρύσες µε πόσιμο νερό. Το καλοκαίρι μικρά διαβολάκια δεν είχαν πρόβλημα να μπουγελώνονται, που το είχαν δει σαν παιγνίδι, και στο τέλος σε πολλά τους άρεσε να βάζουν ολόκληρο το κεφάλι μέσα μέσα στο νερό, αφού πρώτα άνοιγαν τις  βρύσες να γεμίσει καλά η γούρνα. Το ότι μπορεί να είχαν πιει πριν μια ώρα οι γάιδαροι και τα πρόβατα, αυτό δεν ήταν πρόβλημα!…Το νερό που πίνανε τα πρόβατα δεν το συχαίνονταν τα παιδιά του δημοτικού.
Πόσο όμορφη ήταν η έξαψη που είχε νοιώσει στην πρώτη του επαφή με το σχολείο του χωριού, το κτισμένο με γκρίζα πέτρα πάνω στο δυτικό λόφο με τους μικρούς λιθόκτιστους δρόμους, με την περιποιημένη μεγάλη αυλή του και γύρω του στις κακοτράχαλες πλαγιές του, η φύση το φθινόπωρο μαστορεύει συναρπαστικά τη συνέχεια στο χρόνο, φυτεύοντας αγριολούλουδα, βατομουριές, μολόχες, τσουκνίδες και η δροσερή αύρα του μαΐστρου ελαφριά και υγρή ξεχύνεται πίσω απ’ τις πλαγιές και σέρνεται ανάμεσα στα χαλκοπράσινα φρέσκα φύλλα. Στο σχολείο πριν ξεκινήσουν τα μαθήματα τους περίμενε το καζάνι με το «το πρωινό ρόφημα». Η αρμόδια  επιστάτρια απ' το χάραμα άναβε τη φωτιά και έβαζε να βράσει το καζάνι που το είχε γεμίσει πάνω απ' τη μέση με νερό. Μόλις το νερό ζεσταινόταν, έριχνε στο καζάνι αρκετές κουταλιές γάλα σκόνη από μια χάρτινη σακούλα μ' αμερικάνικα γράμματα πάνω της. Όταν το γάλα έπαιρνε βράση έδινε το σύνθημα στα παιδιά που άρπαζαν τ' αραδιασμένα σ' ένα ράφι κύπελλα και στέκονταν στη σειρά. Η επιστάτρια άρπαζε την κουτάλα, την βουτούσε βαθιά ανακάτωνε μια τελευταία φορά και άρχιζε τη διανομή.
Στο σχολείο θυμάται πως υπήρχε ο θεσμός της υιοθεσίας των παιδιών της Πρώτης δημοτικού από τα παιδιά της Έκτης. Ο Αλκιβιάδης την έζησε έντονα ως πρωτάκι την εικόνα της διαδικασίας, μόλις έφτασε η στιγμή της υιοθεσίας του. Υπήρξε για αδιευκρίνιστους λόγους μήλον της έριδος ενός κοριτσιού και ενός αγοριού. Σήμερα στύβει την μνήμη μα δεν τον βοηθά να του δείξει τον καθοδηγητή του. Δεν θυμάται καθαρά ποιος τον υιοθέτησε.
Είναι κάποια μέρη που του φέρνουν στο μυαλό μας εικόνες που γεμίζουν, τις αισθήσεις μας, που μας γυρίζουν πίσω στο παρελθόν, το ντυμένο με την αίγλη του περασμένου. Ίσως να είναι ο τόπος που καθορίζει τους ανθρώπους και η αίσθηση που αφήνει αυτή η σχέση, ανθρώπων και τοπίου, να είναι μοναδική.
Είναι μαρτυρίες μνήμης και αποτύπωση της πρώιμης ζωής του, εικόνες που μιλούν για την ιστορία του χωριού του, και τις παραδόσεις των ανθρώπων του. Πλέει μες στο ποτάμι του χρόνου, στη γλυκύτατη γη των προγόνων του.
Απόμερο χωριό, χτισμένο αμφιθεατρικά, με όμορφη θέα και σκιερές ρεματιές, όπου κρύβεται η μαγεία της φύσης, η ριζωμένη στα βάθη του χρόνου. Η τραχιά κ’άγονη γη, η γεμάτη λόγγους, χρειάστηκε χαλύβδινη θέληση, αγώνα, και μόχθο που διέθεσαν οι πρώτοι οικιστές για να τη μετατρέψουν καλλιεργήσιμη και αποδοτική, να καλλιεργήσουν σιτηρά και να φυτέψουν αμπέλια και ελιές. Μοίρασαν και τα βοσκοτόπια της, και μόχθησαν  γι΄ αυτή, και την αγάπησαν.
Άνθρωποι αυθεντικοί ακούραστοι ξωμάχοι που παλεύουν εδώ και αιώνες την τραχιά αλλά όμορφη γη τους. Ρωμαλέοι και σκληροτράχηλοι αγρότες, και κτηνοτρόφοι με σκληρή δουλειά στη μάνα γη την καλλιεργούσαν να βλαστήσει, να καρποφορήσει, και να εκθρέψει τους καλλιεργητές και τα ζωντανά τους. Καλοί δουλευτές της γης τους οι άντρες και οι γυναίκες.
Χρέος είναι, να τιμούμε, τους πρώτους αυτούς οικιστές και να θυμίζουμε την ιστορική τους μνήμη και την κληρονομιά τους. Η ζωή τους ήταν φτωχή και δύσκολη, χωρίς πολυτέλειες, δεν υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί, αλλά φτωχοί και φτωχότεροι.
Πήγαιναν στην εκκλησία και στο σχολείο και επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσα από δύσβατα μονοπάτια και χωματόδρομους. Ευσεβείς και θεοφοβούμενοι, τηρούσαν τις παραδόσεις και τα έθιμα τους και ήταν περήφανοι για το χωριό τους. Οι πρώτου οικιστικοί πυρήνες στον πανέμορφο οικισμό χρονολογούνται από το χίλια τριακόσια μ.χ.
..............Το φθινόπωρο τη χρονιά εκείνη ήταν σαν ένα μακρύ καλοκαίρι. Έτσι κύλησαν οι πρώτοι μήνες του φθινοπώρου, που μόνο φθινόπωρο δεν ήταν. Με θερμοκρασίες υψηλές για την εποχή, ο Σεπτέμβριος και ο Οκτώβρης έδιναν την εντύπωση ενός παρατεταμένου Αυγούστου. Ο Νοέμβριος όμως φαίνεται εισάκουσε τις ευχές των κατοίκων του μικρού οικισμού. Οι βροχές τον μήνα αυτό ήταν θείο δώρο για όλα τα πλάσματα, μα περισσότερο για τους γεωργούς και κτηνοτρόφους που τις περιμένουν με μεγάλη ανυπομονησία. Η συλλογή του ελαιοκάρπου άρχισε και το πρώτο αγουρέλαιο, άρχισε ήδη να γεμίζει τα πήλινα σταμνιά τους... Η παραγωγή λαδιού και βρώσιμης ελιάς αναμένετο ικανοποιητική αν και η έλλειψη βροχοπτώσεων θα έχει τις επιπτώσεις της.
Οι μέρες κυλούσαν, ταξίδευαν και ο χειμώνας ξεκίνησε βαρύς, φορτωμένος κακοκαιρίες. Μέρες τώρα κατέφθαναν από τα βόρεια, παρακινημένα από το ένστικτο, τα αποδημητικά πουλιά προσδοκώντας να βρουν ένα πιο φιλόξενο περιβάλλον, μα βρέθηκαν σε αντίξοες συνθήκες. Τσίχλες και κοκκινολαίμηδες, αφού τρύγησαν και την τελευταία ρόγα των αμπελιών, ρίχτηκαν στους λόγγους με τις κουμαριές και τα βάτα. Ευτυχώς κουμαριές, σκίνα, μυρτιές και αγριελιές είναι κατάφορτες, και οι τελευταίες βροχές είχαν μαλακώσει τους καρπούς τους. Το έδαφος στις πλαγιές ξηρό, ακατάλληλο για παραγωγή σκουληκιών, που αποτελούν την κύρια τροφή της τσίχλας και της μπεκάτσας. Οι σκιερές όχθες της ρεματιάς αποτελούν ίσως το μοναδικό κατάλληλο βιότοπο των ταλαιπωρημένων αυτών πουλιών. Τα μηνύματα πάντως που λαμβάνει ο πατέρας του είναι πως φέτος θα είναι μια πλούσια χρονιά σε τσίχλες και μπεκάτσες προς τέρψη των κυνηγών και κυρίως για τις παγίδες τους, που ήδη ετοιμάζουν τα καλάθια τους.
Ήταν αργά τ' απόγευμα. Ο ουρανός μπορεί να ήταν γεμάτος από κακούς οιωνούς, η ατμόσφαιρα μπορεί να παλλόταν από τα άσχημα καιρικά φαινόμενα ο πατέρας του όμως δουλεύοντας πυρετωδώς συνέχιζε να νοιάζεται για να στήσει τις παγίδες του με πλήρη αδιαφορία για τις καιρικές αλλαγές που συμβαίνουν γύρω τους. Η ρεματιά που ξεκινά από τους δυτικούς λόφους του οικισμού διασχίζει τη μικρή λιμνούλα με το μεγάλο πλάτανο κατηφορίζει μέχρι το λίμνασμα στους καλαμιώνες ενός ξεροπόταμου που αγκαλιάζει τη χέρσα γη, και από εκεί συνεχίζει νοτιοανατολικά σε μυχό του Μυρτώου πελάγους. Από το μεγάλο πλάτανο μέχρι τους καλαμιώνες είναι μια απόσταση λίγες εκατοντάδες μέτρα. Θυμάται τον πατέρα του τους χειμώνες να θεωρεί το σύνορο αυτό τόπο ιερό για την διατροφή της φαμίλιας του. Εκεί έστηνε τις αγαπημένες του παγίδες για τα πουλιά. Εάν κάποιος συγχωριανός του καταπατούσε την περιοχή του, αγανακτούσε σαν τον ηγούμενο, που βλέπει να παραβιάζουν το κατώφλι του μοναστηριού του.
Πολλοί κυνηγοί της εποχής εκείνης χρησιμοποιούσαν τεχνικές παγίδευσης με δίχτυα και θηλιές που σήμερα δεν επιτρέπονται πλέον. Ο πατέρας του της παγωμένες νύκτες του Δεκέμβρη έπιανε μπεκάτσες με θηλιές που κατασκεύαζε από αλογότριχες, ώστε την επαύριον με τη λεία του να εξασφαλίζει περισσότερη τροφή στο φτωχικό τραπέζι της φαμίλιας. Το κυνήγι της μπεκάτσας και της τσίχλας με παγίδες το χειμώνα αποτελούσε ανταμοιβή του σκληρού καθημερινού μόχθου. Το κρέας τους, το πάστωναν σε κιούπια με λάδι, συνεχίζοντας να θυμίζουν τον τρόπο που κάποτε συντηρούνταν από το κυνήγι όλες οι οικογένειες ενός τόπου σκληρού, φτωχού και άγονου.
"Σήμερα η επέκταση των αστικών περιοχών, η κατασκευή μεγάλων αυτοκινητοδρόμων, οι προσχώσεις ελών και κοιλάδων, η παράχωση καλαμιώνων, η ισοπέδωση των λόφων και η αποψίλωση των δασών, και κάθε είδους άγριας βλάστησης, η καταστροφή βιοτόπων από τις επεκτάσεις οικιστικής και γεωργικής γης στερούν από τη πανίδα το φυσικό περιβάλλον που χρειάζονται."
Από νωρίς τις απογευματινές ώρες ανά διαστήματα έβρεχε, και η βροχή όσο έπεφτε, αυτός στεκόταν κάτω από τον πελώριο πλάτανο που ορθωνόταν επιβλητικά πλάι στην ανατολική πλευρά της λασπιασμένης όχθης της ρεματιάς. Μια φωτεινή λάμψη - ένα μεγάλο φωτεινό σκίσιμο με εκτυφλωτική λαμπρότητα, φάνηκε στον ουρανό, τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβε να ανοιγοκλείσει τα μάτια του, και μετά ένα πολύ δυνατό μπουμπουνητό.  Θυμήθηκε το δάσκαλο στο σχολειό που τους δίδασκε ότι ο κεραυνός μπορεί να κτυπήσει πάνω στο δέντρο που βρίσκεσαι και να σε σκοτώσει. Ο τόπος γύρω του είχε δέντρα. Πολλά δέντρα. Άραγε να υπήρχε κίνδυνος γι’ αυτόν, τώρα με τα πολλά δέντρα γύρω του «αναρωτήθηκε».
Δεν ήξερε.
Θα βοηθούσε σε τίποτα αν δεν ακουμπούσε πάνω στο δέντρο;
Ούτε αυτό το γνώριζε αλλά από ένστικτο απομακρύνθηκε δυο βήματα μακριά από τον κορμό του τεράστιου πλάτανου.
Οι Δίδυμοι βράχοι.
Περίμενε καρτερικά τον πατέρα του να γυρίσει εκεί που ήταν το σημείο αντάμωσης, στο ξέφωτο της ρεματιάς, καθώς το τελευταίο φως της ημέρας έσβησε γύρω του. Άστραφτε ακόμη πέρα στον ορίζοντα κι η βροχή ακουγόταν σαν χαμηλό μουρμουρητό, καθώς η ώρα περνούσε βασανιστικά και ο πατέρας του αργούσε να δώσει σημεία ζωής. Και ψηλά, από την πνοή ανέμου που φυσά, τα γκρίζα σύννεφα, μ' ένα δυνατό θρόισμα τρέχουν ορμητικά προς την ανατολή, με μια κίνηση βουερή και σπασμωδική, ίδιος καταρράχτης πάνω από το μουντό τοίχο του ορίζοντα. Και στις όχθες της ρεματιάς δεν υπάρχει ούτε ησυχία ούτε σιωπή. Εν' απροσδιόριστο ψιθύρισμα βγαίνει από μέσα από τους θάμνους που αναταράζονται αδιάκοπα, και από τα δέντρα με τις ψηλές κορφές, σα να κυλούν υποχθόνια νερά. Και ξαφνικά, το φεγγάρι ανέτειλε μες από την ανάρια και χλωμή καταχνιά, και το χρώμα του ήτανε κατακόκκινο. Τα μάτια του έπεσαν πέρα στους πελώριους δίδυμους γκρίζους βράχους που δέσποζαν στην κορυφή της απέναντι ανηφορικής πλευρά του λόφου, και που τους φώτιζε το φως του φεγγαριού. Κι οι βράχοι ήταν γκρίζοι και ψηλοί, που ανασκαλεύοντας ο άνεμος και η βροχή έχουν σμιλέψει την ασβεστολιθική τους επιφάνεια δίνοντας τους μια μεγαλοπρεπή, απέριττη, ομορφιά.
Η ομορφιά του έμοιαζε περισσότερο με αριστούργημα της τέχνης παρά με δημιούργημα της φύσης.
Οι βράχοι, φαντασμαγορικοί, ορθώνονταν στην άγονη απογυμνωμένη πλαγιά χιλιάδες χρόνια. Οι απρόσιτες και απόκρημνες κορφές τους αποτελούν ιδανικό καταφύγιο για μερικά ζευγάρια κιρκινέζια.  Ένα άγριο και επιβλητικό τοπίο, που γίνεται όμως απρόσιτο και πολύ επικίνδυνο όταν λυσσομανά η τραμουντάνα.
Για τα παιδιά του οικισμού, ήταν οικείοι, έχοντας ακούσει τόσες και τόσες παράξενες ιστορίες για την ύπαρξη τους. Την άνοιξη γινόταν ο τόπος εξόρμησης για τα παιδικές τους εξερευνήσεις. Στον ίσκιο των βράχων απολαμβάνοντας τις μυρωδιές του βρεγμένου χώματος, και την μεθυστική ευωδιά των κυκλάμινων που στόλιζαν τον λόφο, οραματίζονταν από κοινού το μέλλον τους, μοιράζονταν τα όνειρα τους.
Σκαρφάλωναν στους βράχους πολλές φορές με παιδική ανεμελιά που έθετε σε κίνδυνο τη ζωής τους, για να αγναντέψουν τον μακρινό ορίζοντα εκεί που η θάλασσα σμίγει με τον ουρανό, και με τα φτερά τ’ ονείρου αναζητούσαν τόπους μακρινούς φαντασμαγορικούς, πέρ’ από τα στενά σύνορα του φτωχικού οικισμού τους, πέρ’ από τη θάλασσα.
Απόψε το θέαμα των βράχων με τον ήλιο να έχει χαθεί πίσω τους, τυλιγμένους στην ομίχλη κάτω από το φως της γεμάτης σελήνης τον συνεπήρε, το τοπίο γίνεται μαγευτικό, λησμόνησε για μια στιγμή τον πάτερα του. Μόνο για μια στιγμή. Απομονωμένες σκέψεις πέρναγαν από το νου του. Ένιωσε ένα αδύναμο ρίγος στο κορμί του, προσπαθώντας να προσδιορίσει τι ήταν αυτό που δεν πήγαινε καλά με τον πατέρα του, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα ότι αυτό που συνέβαινε ήταν κάτι το ασυνήθιστο. Ο χρόνος επιστροφής του από το συνηθισμένο στήσιμο στις παγίδες διαρκούσε αφύσικα πολύ.
Ανακάθισε κι έψαξε εναγωνίως με το βλέμμα την ρεματιά, γυρεύοντας ένα σημάδι που θα του έδινε απαντήσεις. Αγνάντευε μέσα απ’ το διάσελο αλλά δεν υπήρχε καμία κίνηση γύρω του. Έβαζε πολλά με το νου του, τρόμαζε στην ιδέα μήπως είχε κάτι κακό συμβεί, μαύρες σκέψεις πλημμύριζαν το μυαλό του, η καρδιά του φτερούγιζε, το σώμα του τσίτωνε, γύριζε πέρα δώθε, δεν μπορούσε άλλο να περιμένει, η νύκτα άρχισε ν’ απλώνει το μαύρο της πέπλο της ολόγυρα.
Φόβοι τον κυριεύουν ακατανίκητοι, νοιώθει σαν τρομαγμένο σπουργίτι. Το θρόισμα στις φυλλωσιές των δέντρων, το ημίφως του φεγγαριού, απελευθερώνει και εξάπτει τη φαντασία του. Σαν να είδε αγνάντια του τα αερικά και τα δαιμόνια του έξω κόσμου να διαβαίνουν άυλες σκιές, όλο αυτό το μυστηριώδες πλήθος που δίνει ζωή τις νύχτες τις σκοτεινές στους λόφους και στις κοιλάδες να κυκλοφορούν γύρω τους, μορφές αλλόκοτες, αέρινες ανατριχίλες.
Ένα στοιχειό να πηδά εδώ κι εκεί κάτω από τους βράχους και να τρέχουν πίσω του αερικά, νεράιδες, και περιπλανώμενα εξωτικά. Πνεύματα λευκά που πετούσαν στον αέρα και μεταμορφώνονταν σε μαύρα συννεφάκια εμπρός από το φεγγάρι. Μα μπορεί να ‘ναι και ψευδαίσθηση του που του δημιουργεί η ανταύγεια του φυσικού τοπίου σκέφτηκε στο φως του φεγγαριού. Η νύχτα είχε προχωρήσει και οι βράχοι ξεχώριζαν μόνο από το φως του φεγγαριού όταν δεν είναι εντελώς κρυμμένο από τα σύννεφα. 
Καμιά ζωή ολόγυρα. Πλήρης ερημιά. Ξεσπάει τρομαχτικό μπουμπουνητό, πέφτει πυκνό σκοτάδι, αλλάζει ο τόπος.
Μες στις αστραπές και τις βροντές ξεκρίνει καθαρά τους δίδυμους βράχους, και τα κάθετα βράχια του έμοιαζαν τώρα με μαρμάρινους πύργους. Τους κοίταζε με βλέμμα προσηλωμένο σαν να μην μπορούσε να ξεχωρίσει αν ήταν βράχοι η πύργοι που κρύβονταν δράκοι. Φυσάει ο άνεμος και τα δένδρα της ρεματιάς τρέμουν και ψιθυρίζουν θορύβους όλο μυστήριο που έμοιαζαν να βγαίνουν μέσα από την ίδια τη γη σαν φίδι που ζει και σέρνεται πάνω στην λασπώδη άμμο και χαλικώδη βυθό της ρεματιάς.
Μέσα στο κλίμα της παρατεταμένης προσοχής, ο παραμικρός θόρυβος γιγαντώνεται, το τρίξιμο στα κλαδιά του πλάτανου του προκαλεί ταραχή ίση µε το χτύπημα κεραυνού και κάθε λεπτό της ώρας περνάει µε ταχύτητα σαλιγκαριού.
Νιώθει αιχμάλωτος της αναμονής, δεν μπορεί να πάει πουθενά, δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο από το να περιμένει επινοώντας τρόπους να περάσει την ώρα του. Κρατά την αναπνοή του μισό λεπτό κι ύστερα, ξεφυσώντας, πήρε μια βαθιά ανάσα, ίσιωσε το βλέμμα μπροστά κοιτάζοντας στον άδειο χώρο επίμονα, προσπαθώντας να κατανικήσει έναν ακατανόητο φόβο και μια περιρρέουσα αίσθηση απειλής που κορυφώνεται και ταυτόχρονα γίνεται ο εφιάλτης του ότι τίποτα και κανένας δεν μπορεί να τον σώσει, όταν το «κακό» εισβάλλει από παντού γύρω του.
Ένας κόμπος του ’έκλεινε το λαιμό, καθώς συλλογιζόταν πως θα ήταν αν συγκέντρωνε το θάρρος να διασχίσει την ρεματιά να φύγει μόνος να γυρίσει στο δρόμο που οδηγούσε στον οικισμό, και να ζητήσει βοήθεια. Δεν τολμούσε...
Ο χρόνος κυλούσε κι αυτός έμενε πάντα εκεί ακίνητος σαν άγαλμα αναποφάσιστος. Σιγαλιά! Όλο εκείνο το μυστηριώδες πλήθος από σκιές που δίνει ζωή στους λόφους και στους βράχους αλαργεύουν, τ’ όραμα αραιώνεται κι αφανίζεται. Οι θόρυβοι ακούγονται πια πολύ απόμακρα, σα το βουητό της μέλισσας.
Κάποια βήματα που πλησίαζαν τον έκαναν να σηκώσει τα μάτια και επιτέλους και το βλέμμα του πέφτει στο λευκό φως που άστραψε μέσα από τη ρεματιά, ο φωτεινός φακός του πατέρα του έλαμψε ζωηρά, μέσα από τις πρώτες συστάδες από τις άγριες χαμηλές βατομουριές, και τα ασημί βούρλα γυάλιζαν στο φως του φαναριού σαν υδάτινες κλωστές στην αριστερή πλευρά του πλάτανου.
Τα βήματα ακούγονταν πιο καθαρά πια σαν βήματα αγγέλου που τρέχει να αναγγείλει τα χαρμόσυνα μηνύματα. Αυτός όμως έμενε ακόμη εκεί και περίμενε ακίνητος. 
Στο μανδύα της καταχνιάς και της δρόσου το περίγραμμα του κορμιού ήταν θαμπό, αλλά τα χαρακτηριστικά του ήταν τα χαρακτηριστικά του πατρός του που στο φως του φεγγαριού, τον βλέπει ν’ ανηφορίζει με γοργές δρασκελιές κοντά του. Αντικρίζει τη ματιά του γεμάτη φροντίδες και στις λιγοστές ρυτίδες πάνω στο πρόσωπο του διαβάζει την κούραση, και μια φλόγα να σιγοκαίει πίσω από καλοσυνάτα μάτια, που τον έκαναν να μοιάζει με τους παλιούς δασκάλους.
Ένα αίσθημα ανακούφισης διαπέρασε τις φλέβες του και άστραψε μέσα του.. Τώρα μπορούσε να αναπνεύσει ελευθέρα. Η ψυχή του ημέρεψε στη θαλπωρή εκείνη, βούλιαξε σε μια νάρκη όλο γλυκύτητα. Μισόκλεισε τα μάτια του, κι ένιωσε το φως του φαναριού ν’ αφήνει στα βλέφαρα του ένα χάδι.
«Πατέρα! Εδώ είμαι! Πατέρα!» του φώναξε....
Η βροχή είχε από νωρίς σταματήσει αλλά από τις φυλλωσιές του πλάτανου συνέχιζαν ακόμη να πέφτουν μια μια σταλαγματιές βροχής γύρω του.
«Φοβήθηκα που άργησες πατέρα». Είπε.
Τα χαρακτηριστικά του πατέρα του τη μια φωτίζονταν και την άλλη ξεθώριασαν στο σκοτάδι, όταν τα κινούμενα σύννεφα έκρυβαν το φεγγάρι.
«Ήταν πιο δύσκολο απ' ότι περίμενα». Του δήλωσε ο πατέρας του φτάνοντας δίπλα του κοντά-ανασαίνοντας και σκουπίζοντας το μέτωπό του. Με μια χειρονομία γεμάτη κατανόηση άπλωσε με στοργή και ακούμπησε το χέρι πάνω στο κεφάλι του.
«Αγόρι μου όλα είναι καλά, πάψε τώρα ν’ ανησυχείς», του είπε.
Αυτός έτρεμε και ψέλλιζε, περισσότερο από τη χαρά και τη συγκίνηση για το καλό τέλος, παρά από τον φόβο του.
«Λυπάμαι που έμεινες μόνος στον ερχομό της νύκτας. Έλα ώρα να πάμε πίσω στο σπίτι».
Ξεκίνησαν με βήματα γοργά για την επιστροφή στον οικισμό, η μητέρα του αφόρητα θ’ αγωνιούσε κ’ αυτή, καθώς τους περίμενε να γυρίσουν, ήταν πρόκληση η αργοπορία τους. Το κρύο γλιστρούσε μέσα στα ρούχα του και τον τρυπούσε ως το κόκαλο. Απορούσε πώς άντεχε ο πατέρας του, με τη σχετικά ελαφριά για τις συνθήκες ενδυμασία του, τελικά ίσως να ήταν πιο ανθεκτικός απ’ ότι νόμιζε, στους τριάντα χειμώνες του.
Όταν επέστρεψαν βρήκαν τη μητέρα τους να τους περιμένει στην εξώπορτα κρατώντας το φανάρι στο χέρι. Άνοιξε την αγκαλιά της και έκρυψε μέσα το παιδικό κεφάλι του. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε από τα σωθικά της, βγάζοντας τη συσσωρευμένη αγωνία της.
«Μητέρα», της ψιθύρισε βλέποντας το γλυκό της χαμόγελο που της έχει απαλύνει το φόβο.
«Άντε, πήγαινε κοντά στο τζάκι γιατί ο αγέρας τσακίζει.» ακούει τα λόγια της ανακατεμένα με προσευχές προσπαθώντας να ξορκίσει το κακό που την είχε κυριέψει!
Όταν η γαληνή πλημμυρίζει τις αναστατωμένες ψυχές, είναι σαν το νερό που πέφτει πάνω στη χέρσα γη και την κάνει να βλαστήσει.
Στη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας, είναι αλήθεια ότι ο Αλκιβιάδης δοκίμασε πολλές φορές πλούσια γεύματα απ’ το κυνήγι. Πάντα όμως ξυπνούσε μέσα του ο ίδιος βαθύς πόνος και η σιωπηλή οδύνη που ένοιωθε κάθε φορά που επέστρεφε ο πατέρας του από το κυνήγι, γιατί δεν άντεχε να βρίσκεται αντιμέτωπος με τα άψυχα θηράματα. Το θεωρούσε βάρβαρη εξόντωση, που καλλιεργεί τη βία στη φύση και στη ζωή. Από τις πιο ακριβές αναμνήσεις της ζωής του είναι αυτές οι στιγμές, όπου τον έπαιρνε μαζί του ο πατέρας του στο κυνήγι και τον μάθαινε να μαζεύει μανιτάρια, βρούβες, βολβούς, οβριούς και άγρια σπαράγγια.
.....Χίλια εννιακόσια πενήντα επτά. Έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες με το διαζύγιο του Κλέαρχου. Έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση και ο Κλέαρχος είναι ελεύθερος να παντρευτεί την Ιοκάστη. Είναι αλήθεια πως ο Αλκιβιάδης δεν ξέχασε πως κι ο ίδιος παρά­στεκε κάτι περισσότερο από πνεύμα την ώρα που ευλογούσε ο παπάς το γάμο των γονιών τους. 
Το ζευγάρι το πάντρεψε η εξαδέλφη του Κλέαρχου η θεία Καλλιόπη, ενώ ο γάμος έγινε σε στενό οικογενειακό και φιλικό κύκλο, με δύο μάρτυρες. 
Παρόντες στην πολύ λιτή τελετή ο παππάς του χωριού οι κουμπάροι, δυο τρεις γείτονες και τα αγόρια τους. Ο βενιαμίν ο Ιάσονας στην αγκαλιά της Ιοκάστης, παρών και ο θείος «Πετράν.» 
Ο θείος Πέτρος είναι ο δέκα επτάχρονος τότε μικρότερος ετεροθαλής αδελφός του Κλέαρχου, ένας νεαρός πολύ χαρωπός, πρόσχαρος άνθρωπος, που πάντα τον θυμάται να έχει καλή, χαρούμενη διάθεση, δεν τον έβλεπες ποτέ κακόκεφο.
….. Μέχρι να τελειώσει το δημοτικό ο Αλκιβιάδης είχε ακόμη το επίθετο της οικογένειας της Ιοκάστης. Με τη χελώνα ταξίδευαν τα απαραίτητα έγγραφα. Χρειάστηκαν δυο χρόνια να φτάσουν στον προορισμό τους.
.....Ήταν ένα απομεσήμερο της άνοιξης γλυκό και δροσερό, ύστερα από τη μεσημεριανή βροχή που βρισκόταν σ’ ένα γυμνό πλάτωμα της ρεματιάς, στο γυρισμό από το καθημερινό σχολειό του. Μια ώρα δρόμο για τα παιδικά του τα πόδια. Στο πρόσωπο του φυσούσε απαλό βοριαδάκι, που ερχόταν μέσ’ απ’ τους λόφους και τα πετροβούνια, με τις σταχτιές κορφές, και τα πράσινα πλατώματα. Απάνω απ’ το κεφάλι του ένα υπέροχο ουράνιο τόξο είχε στηθεί, και μακριά στον ορίζοντα μουγκές αστραπές σκιρτούν κατά διαστήματα σαν πλοκάμια αράχνης, και η κυματιστή βροχή που έπεφτε απαλά τριγύρω από νωρίς στη ρεματιά και στις πλαγιές είχε τώρα σταματήσει. Ο τόπος γέμιζε με λουλούδια από τις αμυγδαλιές και τις αχλαδιές της ρεματιάς, και στο βάθος προς τη δύση στεκόταν τα αχνογάλαζα βουνά και με τη θάλασσα στα νοτιοανατολικά. Η κορυφή του Κούνου σκεπασμένη με ανάλαφρη πάχνη. Ακούει μονάχα τις πέρδικες να κακαρίζουν και τα κελαηδοπούλια που τραγουδούν. Ακούει ακόμα κουδούνια από κοπάδια και το θρόισμα του ανέμου που ακολούθησε τα σύννεφα σπρώχνοντάς τα προς τα βορειοδυτικά, ένα αεράκι που ’κανε τα φρέσκα αγριόχορτα πλάι στα μονοπάτια και στους ίδιους τους αγρούς να κουνιούνται απαλά.
Η ρεματιά τώρα είχε πάρει ένα χρυσαφί χρώμα, ένα γαλάζιο χρυσαφί, σκεπασμένη από την αντανάκλαση του φωτεινού ουρανού, με την άνοιξη που διαβαίνει σκορπίζοντας πνοή στα μυρωδάτα χόρτα στις ντελικάτες άσπρες μαργαρίτες, κι ο χρόνος ράθυμα απλώνει τις στιγμές του και αποκοιμιέται μέσα στις παπαρούνες.  Πιο χαμηλά οι τρίλιες των μελισσοφάγων μέσα στα δέντρα έδιναν μελωδική ζωντάνια στον τόπο και συνόδευαν το απαλό θρόισμα του βοριά. Εικόνες και ήχοι που πραγματικά «μαγεύουν». Στο φαράγγι υπήρχε άφθονο νερό από τις τελευταίες βροχές του Απρίλη. Η δυνατή μυρωδιά από τις ιτιές της ρεματιάς και της υγρής κοπριάς γέμιζαν τα ρουθούνια του. Κατεβαίνοντας ακόμη χαμηλότερα ακολουθεί τις αυλακιές δίπλα στην ελικοειδή νησίδα από χορτάρι στη μέση του μονοπατιού. Κι από τις δυο πλευρές της ρεματιάς, οι αγκαθωτές, κλειστές ακόμα ροζέτες των γαϊδουράγκαθων στέκονται ίσαμε με το μπόι του. Ο Αλκιβιαδης φτάνει στο χαλικόστρωτο δρομάκι, το πλαισιωμένο από κόκκινες παπαρούνες που φωλιάζουν ανάμεσα στα χαλίκια, και το μονότονο μουρμουρητό των μικρών χειμάρρων χάιδευε τώρα πιο έντονα τα αυτιά του. Τα σύννεφα ψηλά στη δύση έμοιαζαν μπαμπακένιες τούφες σκορπισμένες στον ουρανό και περαστικά πουλιά περνούσαν κοπαδιαστά, από  ψηλά και χάνονταν πίσω απ' τις κορφές των βράχων, και πέρα στις βουνοκορφές και το ελαφρό αεράκι σχημάτιζε μικρά κύματα που ζωντάνευαν τα γύρω δέντρα. Του άρεσε πολύ το ανοιξιάτικο στοιχείο. Ήταν ικανός να κάθεται ώρες ακίνητος να χαζεύει τη φύση. 
Το αεράκι της ποταμιάς του χάιδευε το μέτωπο, ο ανοιξιάτικος ήλιος κατηφόριζε βαριεστημένα δυτικά προς το λακωνικό κόλπο φωτίζοντας απαλά την πρασινάδα της λαγκαδιάς όταν το βλέμμα του ακολούθησε μια έντονη σκιά μέσα στη σκιά απ' ένα περαστικό σύννεφο πάνω απ’ τους λόφους. Η σκιά σε κοντινή απόσταση μετατρέπεται στη φιγούρα ενός πολύχρωμου ψηφιδωτού. Τον πρωτοείδε να ξεπροβάλλει αργά μέσα από μια συστάδα από σκίνα και πουρνάρια στα δεξιά του, σαν σκιά στην αρχή πετώντας νωθρά, κυματιστά, ανοίγοντας χαρακτηριστικά αργά τις φτερούγες του, σαν πεταλούδα, αναδεικνύοντας με χάρη τούς πολύχρωμους σχηματισμούς των φτερών του. Προσγειώθηκε και αναπαύεται στη διχάλα της μικρής συκιάς απέναντι στα κτήματα του Λουκά του Αρώνη. Ο Αλκιβιαδης κοντοστάθηκε έμπλεξε τα δάχτυλά του κι άρχισε να το παρατηρεί. Ήταν ένα πολύ όμορφο πουλί με υπέροχο φτέρωμα, που τώρα ραμφίζει το πτέρωμα του αερίζοντας το. Ένα πουλί -από τις εξωτικότερες μορφές πουλιών- της λακωνικής γης. Ένας τσαλαπετεινός (Upupa epops) από τα πιο εντυπωσιακά πουλιά της φύσης, που ξεχωρίζει από το μακρύ λοφίο του με τις μαύρες μύτες. Τον πρωτοείδε να ξεπροβάλλει αργά μέσα από μια συστάδα από σκίνα και πουρνάρια στο μπροστινό χαντάκι πετώντας νωθρά, κυματιστά, ανοίγοντας χαρακτηριστικά αργά τις φτερούγες του, σαν πεταλούδα, αναδεικνύοντας με χάρη τούς πολύχρωμους σχηματισμούς των φτερών του. Ο Ήλιος που τώρα χαμήλωνε πέρα στα δυτικά πάνω από τον Κούνο λούζοντας στο γέρμα του με μια καθάρια ακτινοβολία γύρω του, έκανε τα πλουμιστά χρώματα του τσαλαπετεινού να λαμπυρίζουν στις κομψές καμπυλωτές γραμμές του.
Αυτός λουσμένος από τη δροσιά της ανοιξιάτικης μέρας ένοιωθε μια απίστευτη ευχαρίστηση να φουσκώνει σαν την παλίρροια μέσα του όταν ήδη είχε φθάσει στις παρυφές του Μεγάλου Ρέματος, στο μέσον της διαδρομής από τα Κουλέντια στα Μπουμπουτσέλια σε ένα μέρος όπου η στροφή στην κοίτη του ρέματος σχημάτιζε μια μικρή λιμνούλα. Γύρω-γύρω φύτρωναν καλάμια, σφεντάμια και φτέρες κι από πάνω τους κρέμονταν τα φύλλα μιας μεγάλης φτελιάς  και ολόγυρα το ανοιξιάτικο χορτάρι ήταν πολύ μαλακό και πράσινο.   
...... Στάθηκε μια στιγμή να αφουγκραστεί. Όχι αυτό που αφουγκράζεται δεν είναι μουρμουρητό χειμάρρου. Έτσι ακίνητος αυτό-συγκεντρώθηκε, αγναντεύοντας το μονοπάτι με τεταμένη προσοχή. Όλη του η ψυχή είχε πάει στα μάτια. Ανοιγμένα, ακίνητα δεν έκαναν ούτε δεξιά ούτε αριστερά, καρφώνονταν με ένταση στο μεγάλο νερόλακκο στην άκρη του μονοπατιού εκεί που το διέσχιζε ο μικρός χείμαρρος και ζητούσαν απαντήσεις. Ο θόρυβος του μικρού χειμάρρου τον εμποδίζει να ακούσει καθαρά τα βογκητά.
Να κάτι σύρθηκε στα δεξιά του. Έμεινε στην αρχή άφωνος και κοιτούσε σαν χαμένος, ύστερα άρχισε σιγά-σιγά να καταλαβαίνει. Του 'ρθε να ξεφωνίσει. Μέσα στη λιμνούλα που είχε σχηματίσει ο χείμαρρος βρίσκεται φαρδύς-πλατύς ο Μπάρμπα Παναγιώτης ο γείτονας τους ένας εβδομηνταπεντάρης ψηλός, λεβεντόκορμος και καλοσυνάτος γέροντας. Ανακυλιέται ξαπλωμένος στα νερά μ’ ορθάνοιχτα χέρια και πόδια. Βογκάει βαριά. Σαν πεθαμένος που πήρε αναβολή. Προσπάθησε να του μιλήσει του γέροντα, αλλά μάταια μόνο μικρά μουγκρητά ήταν η απάντηση που έφτανε στ’ αφτιά του. Το θέαμα τον τρομοκράτησε, ακούγοντας την βαριά αναπνοή του γέροντα.
Ξυπολήθηκε και βούτηξε στα ρηχά νερά. Λίγο έλειψε να τον αφήσει ξερό από την μπόχα του κρασιού που ανέδυε η αναπνοή του γέροντα. Προσπάθησε να τραβήξει το τεράστιο κορμί έξω από το χείμαρρο χωρίς αποτελεσματικότητα, δεν τα κατάφερε, έσκυψε το κεφάλι του, δεν άντεχε άλλο κουράστηκε, εξαντλήθηκε. Το κορμί του γέροντα είχε γίνει δυο φορές βαρύτερο με τα βρεγμένα και λασπωμένα ρούχα του.
Ήταν πρώτη του φορά που άκουγε άνθρωπο να βογκίζει έτσι. Ένοιωθε τους σπασμούς του κι άκουγε τη βαριά ανάσα του. Ήξερε πως αν δεν τον ανασύρει ήταν χαμένος.
Από την προσπάθεια, έπεφτε πίσω λαχανιασμένος και πάνω που έλεγε πως απόκαμε, πως άχνα πια δεν μπορούσε να ξεστομίσει, χαλάρωνε για λίγο, έμενε να κοιτάζει κι έπιανε ξανά τη προσπάθεια εκεί που την είχε αφήσει. Έσφιξε τα χέρια του ξανάσκυψε στο πλευρό του γέροντα προσπάθησε μ' όση δύναμη μπορούσε να τον ανασύρει.
Ο κόσμος γύρω του σκοτείνιασε. Άπλωνε τα χέρια σαν τυφλός, σωριάστηκε στην άκρη. Δεν άντεχε άλλο, κοντοστάθηκε ανήμπορος πια, να συνεχίσει την αγωνιώδη προσπάθεια.
«Δεν μπορώ να τα καταφέρω μόνος μου.» Παραμιλάει και ένοιωθε τόσο μόνος. 
«Πρέπει να τα καταφέρεις.» Είναι αυτή η φωνή που του ψιθυρίζει.
Η σαγήνη του τοπίου γύρω του δεν ήταν παρά μόνο μια ψευδαίσθηση, και τίποτα δεν συγκρινόταν με την αγωνία και τη μοναξιά του της στιγμής αυτής. Η θλίψη του ήταν αβάσταχτη.
Ένοιωθε στο λαιμό του την αγωνία του πάθους για την ζωή που χαροπαλεύει εκεί μπρος του, είναι το εμπόδιο που πρέπει να ξεπεράσει και αρνιόταν να την αποχαιρετήσει. Χοντρές στάλες ίδρωτα από το πρόσωπο του έσκαγαν πέφτοντας στο νερό. Ανακάθισε αποκαμωμένος για να ανακουφίσει από τον πόνο τους καταπονεμένους μύες και να μαλακώσουν από την ένταση.
Ξαφνικά ανεπαίσθητος, αμυδρός ήχος σαν κύμα ελπίδας τον διαπέρασε και γεννήθηκε μέσα του.. Στριφογύρισε και αφουγκράστηκε προσεκτικά. Μονότονα επαναλαμβανόμενος θόρυβος ερχόταν από το βόρειο μέρος της πλατωσιάς, μέσα απ’ το σύδεντρο. Του ήρθε στο μυαλό η εικόνα από το μεγάλο κτήμα με τα λιόδεντρα που εκτεινόταν στη βόρεια πλαγιά της ρεματιάς και με μια σειρά από κυπαρίσσια στο σύνορο του. Εκεί λοιπόν στο απέναντι πλάτωμα ένας νοικοκύρης του χωριού, ο Κυρ Λουκάς ο Αρώνης βρισκόταν στο κτήμα του  και έκοβε ξύλα για το τζάκι του.  
Αναγάλλιασε η καρδιά του. Τι τύχη κι αυτή, ξαφνική, απρόσμενη.
Το λιγνό κορμί του τρανταζόταν από του λυγμούς σαν κάποιον που παλεύει απελπισμένα να καταφέρει κάτι και παλεύει με νύχια και με δόντια.
Έτρεξε εκεί στην άκρη του κτήματος με ανοικτά τα χέρια σα να 'τρέχε να αγκαλιάσει κάποιον. Τα χείλη του σάλευαν χαμηλόφωνα, απεγνωσμένα ζητούσαν βοήθεια. Η λαχτάρα του ήταν τόσο μεγάλη που δεν άργησε να νιώθει τις κινήσεις του να τον παρασύρουν σαν το κύμα της θάλασσας. Δυσκολευόταν να αρθρώσει τις λέξεις. Όμως τότε μια εξωτερική δύναμη τον κυρίευσε, σήκωσε το κεφάλι και μια κραυγή έσκισε τον αέρα σαν να έβγαινε μόλις από τη σήραγγα που συνδέει τη ζωή με το θάνατο.
Μια κραυγή αγωνίας ήταν η νεανική φωνή, λαχανιασμένη ενός απελπισμένου παιδιού που παλεύει απελπισμένα να καταφέρει κάτι, όταν πια έχει λυγίσει και μοιάζει ανήμπορο, μοιάζει να έχει παρατήσει την προσπάθεια. 
««Μπάρμπα- Λουκά, μπάρμπα- Λουκά! Βοήθεια!!! βοήθεια!!!» φωνάζει. 
«Εδώ, εδώ! Ο μπάρμπα Παναγιώτης πνίγεται. Βοήθειαααα!» φωνάζει πάλι και παλεύει απελπισμένα.
Ο Κυρ Λουκάς την κραυγή την άκουσε και ευτυχώς, ήταν ο μόνος μάρτυρας εκείνης της σπαρακτικής κραυγής εκεί καταμεσής της ερημιάς του Μεγάλου Ρέματος.
Ο Αλκιβιάδης με τα μάτια του θολά ήταν δύσκολο να δει, δεν ξεχώριζε καθαρά τώρα ολόγυρα του.
Ακόμη ο ήλιος του λάμπει αμυδρά μέσα από μια πρασινοκόκκινη ομίχλη. Ήταν σα να 'βλέπε γύρω του τα βράχια, τη ρεματιά τα δένδρα μέσα από τα τοιχώματα μιας πυκνής ομίχλης. 
Το νερό στο ρέμα ένιωθε πως δεν έτρεχε πια παρά μόνο έτρεχαν τα μάτια του, που μπόρεσε να βρει τόσο ανέλπιστα βοήθεια. 
Μετά από επίμονες προσπάθειες το κεφάλι του γέροντα άρχισε να παίρνει ζωή, όμως ήθελε βοήθεια για να σταθεί στα πόδια του. Ο κυρ Λουκάς τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. «Θηρίο είναι ο γέροντας. Για βοήθησε με να τον κρατήσουμε απ' τους ώμους του». Ο κυρ Λουκάς γονάτισε τον έπιασε πάνω στους ώμους του,- ο γέροντας έβγαλε ένα μουγκρητό,- έπειτα τύλιξε  το χέρι του γύρω απ’ τον λαιμό του- κι ο γέροντας έβγαλε ένα δεύτερο μουγκρητό. «Σήκωσε το χέρι σου». του λέει. Ο Γέροντας μούγκρισε για τρίτη φορά. «Εντάξει, σήκω». Τον βοήθησαν να σταθεί καθιστός καθώς ακολούθησαν περαιτέρω μουγκρητά. Όταν είχαν καταφέρει να σώσουν τον μπάρμπα Παναγιώτη, η ανησυχία του Αλκιβιάδη καταλάγιασε, μια ζεστασιά τύλιξε το κορμί του και για λίγο έγειρε να ξαποστάσει.
Ο ήλιος κόντευε να δύσει. Στο ανάλαφρο πορτοκαλί ηλιόφως και στον απογευματινό ουρανό αργοκυλούσαν αριόλευκα τα σύννεφα του Απρίλη. Πέρα στα μακρινά βουνά της Ανατολής είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Μ’ όλη την ομορφιά του, το τοπίο ήταν θλιμμένο μοναχικό, του έφερνε την αίσθηση ενός ανεμόδαρτου ερήμου κόσμου. Καθώς ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τις κορφές του Κούνου, ο αέρας έγινε πιο κρύος. Ο Αλκιβιαδης ένιωσε τα κουρασμένα μπράτσα του ν’ ανατριχιάζουν, φόρεσε τα παπούτσια του, χτύπησε το λερωμένο πανωφόρι του πάνω στον κορμό της φτελιάς για να τινάξει όσο περισσότερο χώμα μπορούσε κι έπειτα το ξαναφόρεσε. Στον αέρα πλανιόταν πάλι η μυρωδιά της βροχής κι ήξερε πως έπρεπε να βιαστεί πριν αρχίσουν να πέφτουν οι πρώτες στάλες, όμως δεν του πήγαινε η καρδιά να τρέξει και να μην συνοδεύσει εκείνο το γέρικο, κουρασμένο πρόσωπο του μπάρμπα Παναγιώτη. Εντελώς σαστισμένος και σοκαρισμένος, αφού τρόμαξε να συνέλθει ο γέροντας, μάζεψαν το συμπαθητικό τετράποδο που βοσκούσε το παχύ πράσινο γρασίδι πλάι στα καλάμια και κίνησαν με τα πόδια για τον οικισμό, όταν το φεγγάρι είχε ανατείλει για καλά..
Την επομένη μάθανε ότι ο μπάρμπα Παναγιώτης συμμετείχε σε φιλική κρασοκατάνυξη στο χωριό και επέστρεφε στον οικισμό τους καβάλα στο γάιδαρό του. Εκεί στο πέρασμα του χειμάρρου το συμπαθές αλλά αφιλότιμο ζώο ξεφορτώθηκε το βάρος που κουβαλούσε σκνίπα στο μεθύσι.
Ο μπάρμπα Παναγιώτης, εκτός του ότι ήταν παλικάρι στις χειρονακτικές εργασίες, ήταν και γερό ποτήρι. Ποτέ δεν έλεγε όχι στο κρασάκι του Θεού και τιμούσε πάντα με την παρουσία του τους φίλους που τον προσκαλούσαν, δεν έφερνε καμία αντίρρηση. Φαίνεται λοιπόν πως βρήκε καλή παρέα, καλό κρασί και λογικά το έτσουξε λίγο παραπάνω.Στην ταβέρνα υπήρχε κρασί και πολύ κέφι και όπως ήταν όλοι ξέγνοιαστοι και χαρούμενοι, απορροφημένοι από τα δικά τους μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο, νιώσανε άρχοντες του παλιού καιρού. Ταβλωθήκανε με τις ώρες, πέρασε η ώρα χωρίς να το πάρουν χαμπάρι. Σφουγγάρια οι αθεόφοβοι, κανείς δεν ήθελε να το σταματήσει νωρίτερα γιατί τότε δεν θα είχε συμβεί αυτό που ακολούθησε με το ατύχημα του μπάρμπα Παναγιώτη. Κακός σύμβουλος το κρασί.
Αν κανείς δεν τον τύχαινε, να τον απελευθερώσει τότε ήταν καταδικασμένος, εκεί στην άκρη της γούρνας στη ρεματιά. Τα βροχόνερα που κατέβαιναν από τη πλαγιά, συνέχιζαν να ανεβάζουν τη στάθμη, γίνονταν χείμαρρος ορμητικός, θα τον παρέσερναν μαζί τους.
Θυμάται τα λόγια του γέροντα, μέρες αργότερα καθισμένοι στη δυτική πλαγιά του χαμηλού λόφου του Αγίου Παντελεήμονα, γιατί ο γέρος αγαπούσε πολύ να βλέπει το ηλιοβασίλεμα, καθώς τον κοίταζε, χαρούμενος και ζωηρός. Ο γέροντας ένοιωθε να ξεχειλίζει από χαρά, για τη μεγάλη του τύχη, που έσμιξαν οι δρόμοι τους και είχε αίσιο τέλος το θλιβερό του ατύχημα. Τα μάτια του άστραφταν γαλήνια, τον κτύπησε στοργικά στην πλάτη, η φωνή του ήταν τρυφερή, χωρίς ν’ αστειεύεται, ακουγόταν ευγενική και στενοχωρημένη.  
«Η μοίρα όλων μας είναι εδώ και ξέρουμε πως είμαστε δέσμιοι της δύναμης της. Κάνεις δεν ξέρει το γιατί. Είχα όμως μεγάλη τύχη, που εσύ βρέθηκες και στάθηκες κοντά μου, στην καμπή της μοίρας μου». Μίλησε κάμποσο ακόμη για τα γεγονότα και για το πώς οι μοίρες τους ήταν αλληλένδετες, και ότι ήταν ο ευεργέτης του. «Άλλη μια μέρα πάει» συνήθιζε να λέει αναστενάζοντας «και ποιος ξέρει τι θα μας ξημερώσει αύριο, ε, γιε μου;».
Ένα κύμα ευτυχίας τον αγκάλιασε, έσκυψε το κεφάλι χαμογέλασε ντροπαλά, με ταπεινότητα. Ήταν η πρώτη του φορά που άκουγε τον Μπάρμπα Παναγιώτη να μιλάει έτσι. Τότε ένιωσε τη ζεστασιά ενός ρυτιδιασμένου χεριού που αγκάλιασε το λιγνό κορμί του! Μια ζεστασιά ν' απλώνεται μέσα του, στην καρδιά του. Εκείνες τις στιγμές ένιωθε μόνο μια περηφάνια με ότι είχε βιώσει. Έστρεψε τα μάτια του, όσο κρατούσε η σιωπή κι άπλωσε το βλέμμα του στο κτήμα με τα λιόδεντρα που εκτεινόταν στη δυτική πλαγιά του οικισμού, έμεινε να κοιτάζει εκεί, μέχρι που δεν 'βλέπε πια, γιατί τα μάτια του είχαν θολώσει. Έμεινε βουβός, ακίνητος, χωρίς να βγάλει λέξη. Ήθελε να πει πολλά μα δεν μπορούσε το στόμα του να σαλέψει, και σε μια στιγμή έβαλε την παλάμη του ανάστροφα και με τον καρπό της σκούπισε τα δάκρυα.

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Web Informer Button