ADS

click to open

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2022

Klearchos Kai Iokasti

........... Αν είναι αλήθεια πως ο έρωτας ξεκινά με ένα βλέμμα, τότε η ιστορία τους άρχισε κάπως έτσι. Ο Κλέαρχος την πρωτοείδε μια μέρα που η Ιοκάστη κλείνοντας την αυλόπορτα πίσω της και βγαίνοντας στον ζεστό απογευματινό ήλιο, κοιτάει ψηλά τα επιβλητικά κυπαρίσσια που «σκίζουν» τον λαμπερό γαλανό ουρανό και στέκουν περήφανα εδώ κι εκατό χρόνια στην αυλή του σπιτιού της οικογένειάς της.
Θαμπώθηκε εκείνο το πρωί όταν την πρώτο-είδε. Όμορφη σαν την Άνοιξη, με τους είκοσι Απρίληδες - ρόδα στα μάγουλά της. Μια γνήσια  ζωγραφιά της γυναίκας του νότιου Πάρνωνα, από τα χωριά του Ζάρακα. Ο Ζάρακας πρόκειται για μια ακραία περιοχή στο τρίτο ποδάρι της Πελοποννήσου, στο ανατολικό κομμάτι της Λακωνικής γης, στη νοτιότερη απόληξη της ηπειρωτικής Ευρώπης, που γειτονεύει με το Μυρτώο πέλαγος. Κακοτράχαλα βουνά, που τα «χαρακώνουν» αρκετά φαράγγια, απ’ τα οποία μερικά είναι πολύ όμορφα και εντυπωσιακά και άλλα λιγότερο. Απόκρημνες ακτές, πέτρινα χωριά, διάσπαρτα δέντρα από συκιές, αμυγδαλιές και ελιές με τον πολύτιμο καρπό τους και ένας ήλιος εκτυφλωτικός και συνάμα ζωογόνος.  Άνυδρη, πετροσπαρμένη γη με ανελέητα λιοπύρια του ζεστού λακωνικού καλοκαιριού, και μόνο το τραγούδι των τζιτζικιών να ταράσσει τον τόπο! Μονάχα όποιος την έχει επισκεφτεί μπορεί να καταλάβει. Αυτή η γη είναι η ζωντανή μαρτυρία μιας πραγματικότητας. Κρύβει στις πέτρες της την ιστορία των ανθρώπων του βουνού, του μόχθου. Κρύβει το έργο των ανθρώπων της, που εξουσιάζουν μ' ακαταμέτρητο μόχθο τη φύση. Αυτή η γη είναι η γη των προγόνων του Αλκιβιάδη.
Η Ιοκάστη πρόσωπο μοναδικό πάνω σε λυγερή κορμοστασιά με σωματικά χαρακτηριστικά αρμονικά δεμένα μεταξύ τους, χωρίς ίχνος έπαρσης. Μια ομορφιά ξεχωριστή, με βλέμμα καθρέφτη της ψυχής. Μια πανέμορφη Σπαρτιάτισσα. Μια φυσική ομορφιά δώρο θεού.
Ψηλή, ευθυτενής, χυτό κορμί χτισμένο σε πόδια δυνατά, πρόσωπο γαλήνιο με σκούρα μελόχρυσα μαλλιά, στη χαίτη απλωμένα και τα μάγουλά της τραγανά, με ρόδινα φεγγίσματα και κερασένια χείλη . Ήταν στο ύψος του, και όπως κι αυτός, είχε περήφανο βάδισμα και ίσια πλάτη.Ο Κλέαρχος νόμισε ότι έβλεπε τον ίδιο τον ήλιο να περνά. Άγρια ομορφιά, ατίθαση κοπέλα με αμαρτωλές καμπύλες. Τα φλογερά αμυγδαλωτά της μάτια αεικίνητα, στέλνουν σινιάλα στον ορίζοντα, σαν φάροι που με πάθος καρτερούν τον ερχομό της νύχτας. Αυτός χάθηκε μέσα στα βλέφαρα της. Βυθίστηκε στο μελένιο βυθό των ματιών της, τα γεμάτα φως και ρέμβη και δεν μίλησε. Δεν ήταν ούτε είκοσι χρονών και ο Κλέαρχος κι είχε δεθεί κόμπος η γλώσσα του μπροστά σ΄ αυτή τη ξεχωριστή ομορφιά.
Την ερωτεύτηκε. Από κείνη τη μέρα στηνόταν στο παράθυρό της και την περίμενε να βγει. Την ακολουθούσε στους δρόμους, στις αγορές και της ζήταγε να γευτεί τον έρωτά του.
Η γλώσσα του λύθηκε. Σαν κρασί από λιαστό σταφύλι ξεχείλισαν τα λόγια του. «Τα όμορφα τα µάτια σου θάλασσα από μέλι σε μια ματιά σου να πνιγώ καθόλου δε µε μέλλει.».
Εκείνη γέλασε ευχαριστημένη με τα λόγια του. Το γέλιο της ήταν ο πιο όμορφος ήχος που είχε ακούσει στη ζωή του. «Και γιατί να πνιγείς;» τον ρώτησε με απίστευτη γλυκύτητα, απλότητα και παιχνιδιάρικη διάθεση. «Τώρα που ήρθε η άνοιξη; Τώρα που θα πρέπει να είναι κανείς μέσα στη χαρά ;».
Την κοίταζε καταγοητευμένος, εκστασιασμένος και δίχως να πάψει να της χαμογελάει με τα γλυκά του μάτια γεμάτα από επιθυμία, αφήνοντας να φανούν ανάμεσα από τα κόκκινα χείλη τα άσπρα δόντια του λες και ήθελε να τη δαγκώσει. Και εκείνη δεν ένοιωθε ντροπή κάτω από το αδηφάγο βλέμμα του. Αντιθέτως, είχε καιρό να νοιώσει πάνω της αυτό το βλέμμα. Ήρθε κοντά της. Την κοιτούσε βαθιά μέσα στα μάτια. Πλησίασε το πρόσωπο της, χάιδεψε απαλά τα μαλλιά της λέγοντας:  «Καλημέρα ήλιε μου!».
Εκείνο το απομεσήμερο ο ήλιος σαν να άργησε, θαρρείς, να πάει να ξαπλώσει. Οι παπαρούνες του αγρού έκαναν υπόκλιση στην αγάπη που κατέβαινε από τα μάτια στα χείλη τους.
Όμορφος και νέος ο Κλέαρχος, πανέμορφη η Ιοκάστη, ερωτεύτηκαν σφόδρα. Αγαπήθηκαν πολύ για νύχτες και νύχτες.  Ανάσαναν μαζί. Ζούσε ο ένας για τον άλλον και χίλια όνειρα ευτυχίας πλημμύριζαν τη σκέψη τους.
«Κ' όταν θα νιώθεις χαμένη και θα χρειάζεσαι καθοδήγηση, απλώς άκου τις φωνές των προγόνων σου ανάμεσα στο θρόισμα των κυπαρισσιών, να σου τραγουδούν και να σε καθοδηγούν».  Αυτή είναι η Ιοκάστη η μητέρα του Αλκιβιάδη στα είκοσι της χρόνια.
......Την προσοχή της τράβηξε το ξαφνικό άνοιγμα της κλειστής πόρτας. Λουσμένη από κρύο ιδρώτα, κάρφωσε τα μάτια της στην πόρτα και μέσα στο μισοσκόταδο διέκρινε μετά βίας μία όχι και τόσο άγνωστη αντρική φιγούρα.
«Εσύ!» τραύλισε ξέπνοα, «Μα…μα πώς…δεν άκουσα…»
Με δυο δρασκελιές έφτασε ακριβώς δίπλα της και γονάτισε μπροστά στο κρεβάτι.
«Συγνώμη», απολογήθηκε, αγγίζοντας απαλά τα καστανά μαλλιά της.
Τα δάκρυά της άρχισαν να τρέχουν ασταμάτητα. Έγιναν λυγμοί. Δεν είχε κλάψει καθόλου όλο αυτό το διάστημα. Και τώρα μια λέξη ήταν αρκετή για να την κάνει να ξεσπάσει. Τα χείλη του σκέπαζαν τα δικά της. Το φιλί του ήταν απαλό, υπομονετικό. Περίμενε ανταπόκριση από εκείνη. Δεν άργησε να έρθει. Λυγμοί, δάκρυα και φιλιά έγιναν ένα. Τώρα το φιλί είχε γίνει πιο έντονο, πιο απαιτητικό. Και εκείνη απλά υπάκουε. Παραδομένη σ’ αυτή την αναπάντεχη και ξαφνική ηδονή. Τα χέρια του χάιδευαν απαλά το πρόσωπό της, τον αυχένα της. Τα δάχτυλά του βυθίστηκαν στα πλούσια, καστανά μαλλιά της. Άγγιξε τους ώμους της και άφησε τα δάχτυλά του να ταξιδέψουν μέχρι τους καρπούς της και ξανά πάλι προς τα πάνω. Χάιδεψε την πλάτη, τη μέση και τους γοφούς της. Την έσφιξε πιο πολύ πάνω του, κάνοντας το κάθε σημείο του κορμιού της να ακουμπάει πάνω στο δικό του. Ήθελε να γίνουν ένα. Το απαιτούσε, δεν το ζήταγε. Και έτσι να ήταν, εκείνη δεν έφερνε αντίρρηση. Είχε πια αφεθεί ολοκληρωτικά σε εκείνον. Ένοιωσε την έξαψη του και χαμογέλασε. Με μια αποφασιστική κίνηση την πήρε στα χέρια του και την έβαλε να ξαπλώσει. Με γρήγορες κινήσεις απαλλάχτηκε από τα ρούχα του και ξάπλωσε και ο ίδιος. Οι ματιές που αντάλλασσαν ήταν φλογερές, κατ έκαιγαν χωρίς οίκτο σώματα και ψυχές.

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2022

O Klearchos

.................Με τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, την Απελευθέρωση και την έναρξη του αιματοβαμμένου εμφυλίου πολέμου με τις σκληρές ένοπλες αναμετρήσεις ανάμεσα στη «νόμιμη» κυβέρνηση και το στρατό των ανταρτών ο Κλέαρχος ο πατέρας του Αλκιβιάδη, έχει μπει στην άνοιξη των δεκαοκτώ του χρόνων. Την εποχή εκείνη περιπλανώμενος αναζητώντας εργασία και τροφή βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή του τόπου καταγωγής του, στις άγονες νότιο-δυτικές πλαγιές του Λακωνικού Πάρνωνα. Η περιοχή έχει μικρά χωριά που βρίσκονται «σκαρφαλωμένα» στις ορθοπλαγές, στο νότιο μέρος της λακωνικής χερσονήσου του ακρωτηρίου Μαλέας. Σε μία από τις πιο άγονες και φτωχές περιοχές του νότου. Μικρά χωριά που όπως όλα τα χωριά της εποχής του εμφυλίου με επισφράγιστες πόρτες των σπιτιών, τα τείχη και οι φράχτες τους που μας πάνε πίσω, σε ένα παρελθόν μιας βαθιάς διαιρεμένης κοινωνίας, τις κρυφές εσωτερικές αυλές, τα μισόκλειστα παράθυρα, οι κουρτίνες που ανεμίζουν. Όλο τον χρόνο καλοκαίρι κι η κάψα ανυπόφορη. Η φτώχεια στα παντοπωλεία, η κυρά που τρέχει φευγαλέα και κρυφά στον εραστή της, τα ξοφλημένα καφενεία όπου λείπει η χαρά και έσβησε νωρίς η φλόγα στους γέροντες που έχουν απομείνει στις καρέκλες που κάποτε γέμιζαν ζωή με ξωμάχους αγρότες. Με τους χαφιέδες χωροφύλακες του νέου κράτους που ιδρύεται. Όλο αυτό το φόντο έχει να κάνει με βιώματα για τόπους και ιστορικές στιγμές σε μια εποχή της πρόσφατης ιστορίας μας που οι άνθρωποι κλήθηκαν να επιλέξουν πώς θα επιβιώσει η κοινωνική συνοχή στις τοπικές κοινωνίες μέσα από τα τραύματα τους στην εποχή που έρχεται, και αυτή την κοινωνική οικοδόμηση δεν την έκαναν όλοι πάντα τίμια. Μία δυσπρόσιτη περιοχή που είχε παραμείνει ανόθευτη και αληθινή φωλιασμένη στα βουνά. Δεν υπήρχε εύκολος δρόμος να διαβεί, υπήρχαν όμως εκατοντάδες μονοπάτια. Δεν υπήρχαν αριστουργηματικά σπίτια, υπήρχαν όμως μια χούφτα ξωμάχοι που αντιστέκονταν στον χρόνο, άνθρωποι φιλόξενοι, ταπεινοί, καταπονημένοι, αλλά περήφανοι για την καταγωγή τους.
Στην πρώιμη εφηβική του ηλικία ο Κλέαρχος ορφανός από μητέρα και από πατέρα αποχωρίστηκε και τον μεγαλύτερο αδελφό του που έφυγε για τη Στερεά Ελλάδα αναζητώντας μια καλύτερη τύχη και για να εκπληρώσει την στρατιωτική του θητεία. Ο Κλέαρχος λοιπόν συνέχισε τις περιπλανήσεις στα διάφορα χωριά της περιοχής κάνοντας ένα σωρό δουλειές του ποδαριού για να τα φέρει βόλτα. Έζησε ως επαίτης και εργάτης. Μάζευε ό,τι έβρισκε από τα περιβόλια και άρχισε να χτυπάει πόρτες, πράγμα που δεν δίσταζε να κάνει, μερικές φορές όταν ήταν εντελώς εξαθλιωμένος μετά από μέρες περιπλάνησης. Σε μερικά σπίτια προσφερόταν να κάνει καμιά δουλειά με αντάλλαγμα ένα πιάτο φαΐ. Όπως και να 'χει, πέρασε πολλές μέρες στο χείλος της πείνας και για χρόνια θυμόταν τις περιπέτειες του. Παρά το μικρό της ηλικίας του ήταν ικανός καλλιεργητής ήξερε να αξιοποιεί τη βλαστική περίοδο της περιοχής. Η γεωργία ήταν  μια δραστηριότητα στενά συνυφασμένη με τη ζωή του. Η σχολική του μόρφωση δεν κράτησε πολύ. Δεν τον γοήτευαν τα γράμματα. Ήξερε να γράφει και να διαβάζει, να προσθέτει και να αφαιρεί κι αυτά ήταν αρκετά για να τα βγάλει πέρα, του έφταναν. Παράτησε το σχολείο στα δέκα με ένδεκα του χρόνια για να ακολουθήσει τον μεγαλύτερο αδελφό του στις άγονες περιπλανήσεις του. 
.........Βρισκόμαστε λοιπόν στα χίλια εννιακόσια σαράντα πέντε-σαράντα έξι. Την εποχή εκείνη ο Κλέαρχος ήταν ένας μελαχρινός όμορφος νεαρός μόλις στα δέκα οκτώ του χρόνια, ένας νεαρός με αθλητική κοψιά και με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των μελαχρινών ανδρών της Νότιας Ελλάδας. Ήταν απλά ένας χθεσινός έφηβος. Όμορφος και άγουρος άνδρας, αλλά στιβαρός, γεροφτιαγμένος. Και κλασσικά οι ορμόνες του ήταν στο ζενίθ. Παρά το πολύ νεαρό της ηλικίας του είχε ήδη καταφέρει να ποτίζει ξένα περιβόλια. Είχε ήδη καταφέρει να 'χει γαμήσει μερικές χωριατοπούλες, όσο ακόμη είχαν ζουμί. Η αλήθεια είναι ότι την εποχή εκείνη της εφηβείας του το είχε έτσι και αλλιώς φετίχ, με τις μεγαλύτερες του. Στο χωριά τα χρόνια μετά τον πόλεμο η ζωή ήταν ιδιαίτερα σκληρή και ο πληθυσμός αποτελείτο κυρίως τις γυναίκες τα νεαρά κορίτσια και μικρά παιδιά καθώς οι άντρες ήταν είτε ξενιτεμένοι είτε στρατευμένοι με τον εμφύλιο. Την ώρα λοιπόν που οι σε ενεργή ηλικία άνδρες πολεμούν ο ένας τον άλλο, οι γυναίκες που μένουν πίσω  προσπαθούν να ζήσουν τη ζωή τους. Ταυτόχρονα με την καλλιέργεια των αγρών αναζητούν και κάποιον να καλλιεργεί και να ποτίζει τα μουνιά τους να μην αραχνιάζουν.
Τα μουνιά αποτελούν τα λουλούδια ενός φανταστικού μποστανιού, το οποίο οι σύζυγοι ως κηπουροί τα ποτίζουν, δηλαδή τα περιποιούνται αναλόγως. Και ως γνωστόν, τα λουλούδια θέλουν πότισμα, οπότε όταν λείπουν οι κηπουροί κανονικά θα πρέπει να αφήσουν κάποιον στο πόδι τους.
Περιπλανώμενος από χωριό σε χωριό Κλέαρχος, έχει προσωρινά ριζώσει στο μικρό αγροτικό-κτηνοτροφικό χωριό του ακρωτηρίου Μαλέα και τις ημέρες εκείνες τον είχε προσλάβει μια ηλικιωμένη χήρα που ζούσε σ' ένα παλιό δίπατο σπίτι με μεγάλο κήπο. Παρουσιάστηκε στο σπίτι αναζητώντας δουλειά και φαγητό επάνω που είχε αρχίσει η χήρα να απελπίζεται με την κατάντια του κήπου και αναζητούσε τις υπηρεσίες κάποιου εργάτη. Η γειτονιά βρισκόταν στο βορειοδυτικό τμήμα του χωριού, ήταν απομονωμένη και αρκετά ήσυχη. Το σπίτι της χήρας ξεχώριζε, ήταν το μοναδικό δίπατο της περιοχής. Η χήρα είχε και μια κόρη. Άγαμη. Κάτι μεταξύ είκοσι και είκοσι πέντε ετών, σε ηλικία την υπολόγισε, με λιπόσαρκο κορμί και στεγνό πρόσωπο. Της κόρης δεν της είναι εύκολο να συνειδητοποιήσει, ότι έχουν περάσει αρκετά χρόνια που περιμένει τον καλό της να 'ρθει από την ξενιτιά. Έκλαψε μέχρι που τα δάκρυα της στέγνωσαν, μέχρι που στέγνωσε από σκέψεις και συναίσθημα, μέχρι που η καρδιά της έγινε έρημος .... 
Τον παρακολουθούσε αθέατη, πάνω από το δωμάτιό της κρυμμένη πίσω από τις κουρτίνες. Δυο μέρες τώρα εκείνος έσκαβε το χώμα, τακτοποιούσε τα παρτέρια, τραβούσε και ξερίζωνε τα άγρια χόρτα που είχαν πνίξει όλο τον χώρο πότιζε τους λάκκους των δέντρων, φρεζάριζε το χώμα, κι αυτή τον εξέταζε. Ήταν νέος κι όμορφος, και κείνη τη μικροκαμωμένη γυναίκα. Πόσο θα ήθελε να είναι λίγο πιο μεγαλόσωμη και γεματούλα! Τα σκούρα υγρά του μάτια να σαρώνουν ολόγυρά του και τα χείλη του σκληρά και σαρκώδη ν' αποκαλύπτουν μια αρρενωπή εμφάνιση. Τον έβλεπε που έσκυβε, που σηκωνόταν, άλλαζε εργαλεία και σκούπιζε με την ανάστροφη της παλάμης το ιδρωμένο μέτωπο του.
.....Τον είχε κρυφοκοιτάξει πολλές φορές όταν γύμνωνε το κορμί του, και ξεπλενόταν με το νερό, τον είχε κοιτάξει σα να 'ταν αυτή που του σαπούνιζε τις δυνατές του πλάτες, στράγγιζε τα μαλλιά του και έβαζε με απίστευτη οικειότητα τα χέρια της πάνω σε κάθε μέλος του κορμιού του.  
Σήκωσε το βλέμμα της στραμμένο πολύ μακριά, βυθισμένο στο άλικο χρώμα του ηλιοβασιλέματος και μέσα από μια ομίχλη είδε τον εαυτό της και τον εργάτη να κάνουν έρωτα πάνω στου Κούνου τα ψηλώματα στο σούρουπο που έσβηνε. Τα χέρια έτρεξαν αργά πάνω στο σώμα της καθώς τα δάχτυλά της διαπερνούσαν τις ρόγες της τις ένιωσε σκληρές. Τα άφησε εκεί να τις χαϊδεύει και που και που να τις τραβούν ελαφρά. Ένιωθε την υγρασία ανάμεσα στα πόδια της να μην έχει μόνο μία αιτία. Ο ιδρώτας της ανταγωνιζόταν τον εσωτερικό της κόσμο. Αυτό που ένιωθε ήταν πρωτόγνωρο. Δεν είχε ποτέ της τόσο δυνατές σεξουαλικές ορμές. Το αντίθετο θα έλεγε. Τώρα όμως ήταν παραδομένη στις σκέψεις αυτές. Ήταν πολύ ερεθισμένη και ανήμπορη να προβάλει την παραμικρή αντίσταση. Μια επιθυμία μέσα της προέτρεπε τον εαυτό της να το απολαύσει. Έτσι και έκανε. Το χέρι της κινούνταν ήρεμα και μεθοδικά πάνω κάτω μέσα από το λάστιχο της κιλότας της. Κατέβασε το χέρι της πιο χαμηλά μέχρι τα δάχτυλά να συναντήσουν το αιδοίο της. Είχε πολύ καιρό να νιώσει κάτι τέτοιο. Οι φαντασιακές εικόνες διαδέχονταν η μία την άλλη. Τον φαντάστηκε δίπλα της με τα σκούρα μάτια της εντελώς κλειστά, όταν τελικά τα άνοιξε διάπλατα τίναξε πίσω το κεφάλι της μ' ένα μισόπνιχτο λαρυγγικό ήχο. Έμεινε για λίγο ακίνητη και συνειδητοποίησε πως είχε κολλήσει στον τοίχο μέσα στο άδειο δωμάτιο της. Ο οργασμός την είχε παραλύσει.
...... Η κόρη νόμιζε πως δεν είχε αντιληφθεί τίποτα, αλλά αυτός, μόλις διέκρινε απ' την πρώτη κιόλας μέρα, να κουνιούνται οι κουρτίνες στο παράθυρο, κατάλαβε.
Χωρίς την παραμικρή αλλαγή στις κινήσεις του συνέχιζε το σκάψιμο και το ξερίζωμα των χόρτων και την άφηνε να τον παρακολουθεί με την ησυχία της.
Τότε, έτσι για να παίξει μαζί της, έχωνε, με αργές κινήσεις, τις άκρες του πουκαμίσου βαθιά μέσα στο παντελόνι του. Τέλος, άνοιγε τα πόδια και τακτοποιούσε με τη χούφτα το καβάλο. Τη φανταζόταν να τρίβει, με το αριστερό χέρι, τη ρώγα του στήθους της, με το άλλο να χαϊδεύει την κοιλιά της κοντά στον αφαλό, αφήνοντάς το στη συνέχεια να γλιστρήσει κάτω απ' τη μέση της και ερεθιζόταν περισσότερο. Με την άκρη του ματιού του παρακολουθούσε την κίνηση της κουρτίνας και περίμενε. Το μυαλό της γυναίκας είναι πραγματικά ένας τεράστιος λαβύρινθος. Ποτέ δεν είσαι σίγουρος τι θέλει. 
Ας παίξουμε το παιχνίδι με τους δικούς της κανόνες. Πόσο θ' αντέξει; αναρωτιόταν.
...... Αντιλήφθηκε την κρυψώνα μου, σκεφτόταν η γυναίκα κάθε φορά που εκείνος έστρεφε το σώμα προς την πλευρά που ήταν το παράθυρο της, άνοιγε τα πόδια του στη διάσταση και με πρόστυχες σχεδόν κινήσεις, τακτοποιούσε τα ρούχα του, χουφτώνοντας στο τέλος με τα στιβαρά του χέρια το εμφανές φούσκωμα του παντελονιού του.
..... Από κοντά του έδειχνε πάνω από είκοσι πέντε ετών. Στεγνή γυναίκα. Την νιώθει να έχει ζήσει στερημένα νιάτα. Είναι μια νέα γυναίκα στερημένη σεξουαλικά στη ζωή, της λείπουν τα απλά, σκέφτηκε και σχεδόν τη λυπήθηκε. «Μου δείχνει ότι της αρέσω κι ενώ φαίνεται να φλερτάρει μαζί μου, δεν κάνει το επόμενο βήμα, παρά είναι ντροπαλή.» Αυτή δείχνει αγχωμένη και νιώθει μια μικρή νευρικότητα, όχι δυσάρεστη, που βρίσκεται απέναντι του. Ένοιωθε πως ήταν απερισκεψία της να τον φέρει μέσα στο σπίτι. Το αίμα κυλάει ορμητικά στις φλέβες του. Της αγκαλιάζει την μέση ενώ την στριμώχνει στην γωνία. «Τι κάνεις εκεί» του λέει τσιτωμένη. «Άσε να χαρείς όσο είναι νωρίς σε παρακαλώ, μεγάλη γυναίκα είμαι για σένα.» Στην αρχή αντιστέκονταν σθεναρά θέλοντας να φωνάξει μα αυτός ήταν πιο δυνατός και την κράταγε σφιχτά ενώ την φιλούσε παθιασμένα! Η ανάσα της μύριζε καφέ ενώ το δέρμα της μύριζε κάποιο ωραίο άρωμα.  Εκείνη τον βαρούσε με τα χέρια όσο μπορούσε αλλά αυτός δεν αισθανόταν τίποτα. «Δύσκολη, ξέρει τι θέλει αλλά δεν ξέρει πώς να το κερδίσει.»
Στο μυαλό του ήρθε η εικόνα της μελαχρινής σαρανταπεντάρας με τις μακριές κατάμαυρες πλεξίδες απ' το διπλανό χωριό. Πριν καλά-καλά κλείσει τα δέκα-επτά του χρόνια έγινε...άντρας. Όμορφη δεν  ήταν, μα είχε γλύκα σε όλα της, και κάλεσμα θηλυκό. Κορμί κοντό και τροφαντό, που τον περίμενε κάθε βράδυ. Ο σύζυγος της ναυτικός, ταξίδευε με τα καράβια, έλειπε από το σπίτι τους πολύ καιρό τώρα. Η γυναίκα, άρχισε να τον «φλερτάρει» από την πρώτη μέρα που εργάτης βοτάνιζε το αμπέλι της. Ήθελε να γευτεί αυτό το μεγαλόσωμο αγόρι οπωσδήποτε. «Θα έχει ένα παλούκι τούτος δω άλλο πράμα», σκεφτόταν. Η σαρανταπεντάρα γυναίκα λοιπόν δεν άργησε να την πέσει ερωτικά στο νεαρό άνδρα, και αυτός ανταποκρινόμενος στο ερωτικό της κάλεσμα έθεσε τον εαυτό του στην διάθεσή της. Είχε τελειώσει, σχεδόν η δουλειά στο αμπέλι και η γυναίκα βλέποντας πως της φεύγει ο μικρός, τον κάλεσε την Κυριακή - η δουλειά θα τελείωνε το Σάββατο - να του προσφέρει ένα πλούσιο γεύμα. Θα ήταν μια ανταμοιβή για την καλή δουλειά που είχε κάνει. Στο κρεβάτι η γυναίκα σπαρταρούσε μέσα στα δυνατά χέρια του έφηβου ανοιγοκλείνοντας τους μηρούς της ενώ εκείνος παλινδρομούσε τη λεκάνη του με γρήγορες κινήσεις σαν έμβολα ατμομηχανής σε μεγάλη ταχύτητα ενώ το έμβολο του μπαινόβγαινε, αφρισμένο, κάνοντας ένα βαθύ θόρυβο. Ήταν αχόρταγη, είχε αδυναμία και στο σοδομισμό. Παρά τον πολύ προικισμένο φαλλό του, χανόταν ανάμεσα στα τροφαντά καπούλια της.
....... Αλαφιασμένη η  κόρη σταμάτησε να αντιστέκεται. Κατάλαβε ότι μπορεί να την παρατήσει και να φύγει. Χωρίς καν να τον κοιτάζει, αγκάλιασε το σφιχτό κορμί του, έγειρε το κεφάλι της στην αγκαλιά του, αγκιστρώθηκε πάνω του με την καρδιά της να γουργουρίζει παιχνιδιάρικα σαν αγριοπερίστερου μπροστά σε σπόρους. Βυθίστηκε πάνω του για να γίνει ένα μαζί του, για να τρυπώσει στο καταφύγιο της αγκαλιάς του που της προσφέρουν τα δικά του χέρια. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν τόσο κοντά με κάποιον. Η πρώτη φορά που το δέρμα της άγγιζε ενός άλλου και άφηνε τους χυμούς και τις ουσίες της ύπαρξής της να βγουν από τους πόρους του. Ο Κλέαρχος την υποδέχτηκε χωρίς να πει λέξη, σαν να υποδεχόταν προσκυνητή. Πήρε το ερωτικό «παιχνίδι» στα χέρια του! Τα χέρια του χαϊδεύουν τη γυμνή της πλάτη μέχρι να φτάσουν τους γλουτούς της. Τους σφίγγει με δύναμη κολλώντας την πάνω του. Τα πόδια τους έχουν ήδη σταυρωθεί και θαρρείς πως ο φαλλός δίνει το δικό του φιλί στο αιδοίο της.
...... Την τρίτη μέρα, αργά το απόγευμα έσπρωξε την πόρτα της αποθήκης ελαφρά, και την άνοιξε αργά-αργά, προσπάθησε οι κινήσεις της να είναι απαλές, να μην κάνει θόρυβο και πριν την κλείσει πίσω της σάρωσε με το βλέμμα τον περίγυρο. Τον βρήκε όρθιο, η σιλουέτα του σκυφτή πάνω από μια λεκάνη νερό να πλένεται και τα νερά να στάζουν από πάνω του, κόμπιασε, είχε παραλύσει. Όχι από φόβο. Αμέσως προχώρησε ευθεία μπροστά κι εκείνος την είδε, δεν έκανε καμία κίνηση, σαν να την περίμενε ανασήκωσε τον κορμό του και την κοίταξε όπως τα αρπακτικά το θήραμά τους. Η μάνα της δεν τη ρώτησε τι έκανε τόση ώρα και γιατί άργησε αδικαιολόγητα, μπήκε στο σπίτι, διότι δεν άντεχε τώρα να κοιτάξει τη μάνα της στα μάτια παρά χώθηκε στην κάμαρά της κι έπεσε ανάσκελα στο κρεβάτι. Φοβόταν μην τυχόν και ανοίξει την πόρτα η μάνα της και τότε θα την άρχιζε στις ερωτήσεις. Αισθάνθηκε την κιλότα της να μουλιάζει από τα υγρά ανάμεσα στα πόδια της είχε ακόμη την αίσθηση του εκεί, χαμηλά. Άκουγε ακόμη τον εαυτό της να ψιθυρίζει με μισόσβηστη και λιγωμένη φωνή. «Μη! σταμάτα σε παρακαλώ!» Μα εκείνος δεν άκουγε τίποτα, ήξερε τι έκανε και το έκανε καλά, σφιχτά όσο έπρεπε, και ήταν τόσο απαλό το χέρι του, πολύ πιο απαλό από την κόχη του κρεβατιού της όπου ξέδινε κάποια πρωινά, μόλις ξυπνούσε, διακριτικά, μην τυχόν και την πάρει είδηση η μητέρα της.
...... Έμαθε η μάνα της από «καλοθελητές» ότι η κόρη της «τραβιέται». Σε χωριά με τόσους λίγους κατοίκους δεν λείπουν οι καλοθελητές οι οποίοι χωρίς να χρειαστεί να ρωτήσεις δεν θ’ αργήσουν να ‘ρθουν όλα να στα διηγηθούν, αλλά όπως και η στάμνα που απ’ το πολύ πήγαινε-έλα στη βρύση κάποτε πέφτει και σπάει κι επειδή μια του κλέφτη δυο του κλεφτή μια ωραία βραδιά, σίγουρα αυτή που υποψιαζόταν λιγότερο, τον έκαναν τσακωτό  στο κρεβάτι της.
Κοντά στο ηλιοβασίλεμα η γριά μητέρα της είπε πως πάει εσπερινό, θ' αργήσει να γυρίσει, θέλει να προσευχηθεί και να εξομολογηθεί,το σπίτι να προσέχει. Την επισκέφθηκε και πάλι, μπαίνει στην αυλή τους. Μιλούν, γνωρίζονται καλύτερα, σιγά-σιγά ανοίγεται, έρχεται κοντά του μ' έναν τρόπο ερωτικό. Τα μάτια της έλαμπαν, όλη την είχε τυλίξει ένα βελούδινο πέπλο ηδονής που τον είχε στην αγκαλιά της. Του ζήτησε να πάνε στην  κάμαρας της. Τον ένοιωθε σαν η δροσερή πηγή που ξεπροβάλλει μέσ' από τη ξεραμένη γη, και η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε στο δωμάτιο της. Ένα διακριτικό άρωμα από τριαντάφυλλα του γαργάλησε τη μύτη. Και ξαφνικά τρεις κατσαπλιάδες οπλισμένοι έκαναν εισβολή στο σπίτι με άγριες διαθέσεις. Τα ξαδέλφια της έλεγαν ότι είναι. Μαζί και η «έννομη» τάξη του χωριού και ο γραμματέας της κοινότητας από πίσω τους ακολουθούσε.
Ο Κλέαρχος με την αμηχανία αποτυπωμένη στο πρόσωπό του, έπνιξε το κύμα πανικού που ένιωσε να φουσκώνει μέσα του, τον πνίγει η αγωνία για τις διαθέσεις των εισβολέων. Η ξερακιανή κόρη κατευθύνθηκε έξω, κλείνοντας αθόρυβα πίσω της την πόρτα. Δεν του χρειάστηκε χρόνος για να καταλάβει ότι τον απειλούσαν θανάσιμα. Έχει μένει άναυδος επειδή δεν πιστεύει όσα ακούει ή βλέπει. Στο δωμάτιο, πρόσκαιρα έπεσε μια αμήχανη σιωπή, που τη διέκοψε ο γραμματέας.
«Τι κάνουμε μ’ αυτόν;»
Ο Κλέαρχος είχε την εντύπωση ότι έβλεπε ένα κακό όνειρο, το κλίμα γινόταν βαρύ, το μούδιασμα σαν φίδι σέρνεται μέσα του και του θυμίζει ότι το φονικό, εκείνες τις ήμερες δεν ήταν κάτι δύσκολο.
«Κοιμήθηκες με ορφανό απροστάτευτο κοριτσόπουλο. Χήρας κόρη.
Είναι ζήτημα, θρησκευτικών και ηθικών επιταγών και νόμος τους, ορίζει ότι ο γάμος είναι η μόνη λύση». Του είπαν.
«Ε όχι και τόσο δροσερό και ανίδεο το κοριτσόπουλο.»  Άλλα δεν τολμούσε να το πει φωναχτά, τα χείλη του παρέμεναν ακίνητα. Ένιωθε την απειλή να σφίγγει γύρω του σαν μέγγενη. Συνειδητοποίησε ότι είχε παγιδευτεί, ότι βρισκόταν στα χέρια τους χωρίς να μπορεί να αντιδράσει και ένα συναίσθημαµα αγανάκτησης τον πνίγει. 
Χαμήλωσε το κεφάλι και δεν μίλησε. Ήξερε πολύ καλά την απάντηση. Τον είχε ακούσει πολλές φορές αυτόν τον ηθικό κανόνα. Έσκυψε το κεφάλι και κάθισε στον ξηλωμένο καναπέ πικραμένος. Είχαν δίκιο τα ξαδέλφια της. Ποιος ήταν αυτός που μπορούσε να αρνηθεί.
«Δώστε μου να υπογράψω.» Ψέλλισε χωρίς και ο ίδιος να το πιστεύει αυτό που του συμβαίνει. 
Όσο περνούσε η ώρα το μούδιασμα χανόταν και άφηνε τη θέση του ένα βραδυφλεγή θυμό να θεριεύει μέσα του που ήταν ανίκανος να αντιδράσει. Του έδωσαν τα χαρτιά και το αμυδρό χαμόγελο, που μαλάκωνε το σκληρό τους πρόσωπο, δεν έκρυβε την ικανοποίηση τους. Όλα εντάξει, δε χρειαζόταν να ανησυχεί για τίποτα θα τον αφήσουν στην ησυχία του ..
Τον καιρό εκείνο εκτυλίσσεται γύρω του, μια ανθρώπινη τραγωδία, ένας εμφύλιος σπαραγμός, συνθήκες όπου απειλείται η ζωή του καθενός με ευκολία. Και εκείνοι πού 'χαν τον πάνω λόγο (και το πάνω χέρι) στο χωριό τα τελευταία χρόνια, ήταν ο σταθμάρχης της χωροφυλακής και οι χαφιέδες που ποτέ δεν έλειψαν, όπως τώρα που το έκαναν φανερά και φυσικά φοβήθηκε για την ζωή του. 
Άγρια μεσάνυχτα συνοπτικά έγινε γάμος με παπά και κουμπάρο και με την γραμματεία της κοινότητας ανοικτή να δηλωθεί πάραυτα. Από την μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε παντρεμένος. Που να πει τον πόνο του; με μια γυναίκα μεγαλύτερη του που δεν την ήθελε.
Αξημέρωτα πήγε κρυφά σ' ένα φιλικό του σπίτι, με το γιο αχώριστοι από μικρά παιδιά. Στην ίδια γειτονιά μεγάλωσαν, τα ίδια παιχνίδια έπαιξαν.
Μέσα του έβραζε ο θυμός για την προσβολή που έπαθε και είχε το κεφάλι σκυμμένο και τα μάτια χάμω. Βρίσκει τη λύση στην σιωπή γιατί τον πνίγει η ντροπή του.
Του δάνεισαν το άλογο τους. Ο Κλέαρχος δεν έχασε λεπτό, καβάλησε το άλογο τράβηξε τα χαλινάρια και ξεκίνησε, χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Χύθηκε σαν τον άνεμο καλπάζοντας πέρα από τους λόφους πήδηξε πάνω από μια συστάδα θάμνων και χάθηκε μέσα στη βλάστηση και ανάμεσα στα ελαιόδεντρα. 
Έφθασε στους Μολάους. Αναζήτησε βοήθεια και στήριξη από τον αδελφό της θετής μητέρας του. Με τις γνωριμίες του θείου του, στρατολογήθηκε στις παραστρατιωτικές δυνάμεις της περιοχής, στα τάγματα εθνοφυλακής «ΧΙΤΕΣ». Ο Θείος του ήταν μια περίεργη υπόθεση, ένας δύσκολος άνθρωπος, μερακλής, μόρτης, παθιασμένος με τα κουμπούρια και τους τσαμπουκάδες, γνωστός στην περιοχή με το παρατσούκλι «Τσαχλαμπούρης». Μόνο σε φονικά δεν ήταν μπλεγμένος. Μετέπειτα ο «Τσαχλαμπούρης» έγινε ο νονός του Αλκιβιάδη. Ο Κλέαρχος χειρίζεται κι αυτός σαν τον θείο του με ικανότατα τα όπλα. Γενναίος, υγιής από φυσικού του, πολύ σύντομα τον εμπιστεύθηκαν σε μια ομάδα που στρατοπέδευσε στο ορεινό χωριό της οικογένειας της Ιοκάστης. Το σπίτι του παππού ήταν αρκετά μεγάλο, οι παραστρατιωτικοί επίταξαν ένα μέρος του  μαζί με τα τρόφιμα, τις προμήθειες και μερικά ζώα του. Οι παρακρατικές αυτές οργανώσεις είχαν  στρατιωτική δομή, αντίστοιχη εκπαίδευση και αυστηρή ιεραρχία. Η οργανωμένη δράση τους ασκούσε εξουσία στις περιοχές τους.  
Αργότερα όταν ο εγγονός του, ο Κλέαρχος τζούνιορ τον ρωτούσε τον παππού του. «Τι έκανες στα νιάτα σου παππού». Αυτός του απαντούσε με μία λιγόλογη και αόριστη αναφορά. «Ήμουν σε μια συμμορία αγόρι μου.» 
Η Ιοκάστη τον μάλωνε. «Σιώπα τι είναι αυτά που λες στο παιδί» Και συμπλήρωνε. «Στρατιώτης στο στρατό ξηράς ήταν καρδούλα μου.»
..... Ο επικεφαλής της οργάνωσης έστειλε μήνυμα στους συγγενείς της κοπέλας και τους απείλησαν ότι εάν τολμήσουν να πειράξουν το παλικάρι του δε θα μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα στα σπίτια τους· όλα θα γκρεμιστούν!
Έστειλαν και υστερόγραφο. Ο γραμματέας της κοινότητας και ο παπάς της ενορίας τους να κινήσουν τάχιστα διαδικασίες ακύρωσης του γάμου αυτοδικαίως ως μηδέποτε γενόμενος: να θεωρηθεί ως  «λευκός» γάμος.... και απείλησαν σοβαρά ότι θα κρεμάσουν το γραμματέα στην πλατεία του χωριού, και τον παπά στο καμπαναριό της εκκλησίας.
 Από τότε κανείς δεν τολμούσε να τον πειράξει. Τις μέρες εκείνες οι αντίπαλες  παρατάξεις  έκαψαν πολλά σπίτια στα χωριά τους. (ανταρτών, χιτών μεταξύ τους).
 
Web Informer Button