ADS

click to open

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

To Proto Mparko: Anthismeni Orchidea Sti Sera

Ναυτικός! Το πρώτο Μπάρκο, Δόκιμος μηχανικός.......
Ήταν καλοφτιαγμένος, είχε εκείνα τα κλασσικά και όμορφα μεσογειακά εξωτερικά χαρακτηριστικά. Ψηλός με φαρδιούς ώμους και σώμα δεμένο. Μαλλιά, κυματιστά και πυκνά, καλογραμμένα σαρκώδη χείλη, σκούρα μελιά μάτια, λακκάκια. Ένας νεαρός άνδρας γοητευτικός, ήσυχος, σχεδόν εσωστρεφές άτομο, με μια ευγένεια, είχε περιορισμένους φίλους και πολλές ανησυχίες.
Γεννημένος πριν από είκοσι δύο χρόνια στις δυτικές παρυφές του Λακωνικού Πάρνωνα, με την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων στα μέσα της δεκαετίας του 1970-80, αναζητούσε απαντήσεις στις υπαρξιακές ανησυχίες που τον απασχολούν, στους προβληματισμούς του, στα ερωτηματικά που αναδύονται μέσα του και αναζητούν επιτακτικά απάντηση στο πως θα είναι η επόμενη μέρα στη ζωή του στοχεύοντας να δημιουργήσει ένα καλύτερο μέλλον.
Αναζητά για τον εαυτό του απαντήσεις σε μια σειρά από προκλήσεις και επιλογές που θα επηρεάσουν την μελλοντική βελτίωση της προσωπικής του ευημερίας  και της επαγγελματικής του αποκατάστασης, χωρίς όμως να αγνοεί τους περιορισμούς που επιβάλλονται από τις ανάγκες της καθημερινής του διαβίωσης στις τρέχουσες συνθήκες. 
Δοκίμασε αναζητώντας να δει πως θα μπορούσε να του ανοίξει κάποια «πόρτα» σε μία ενδιαφέρουσα επαγγελματική ευκαιρία με όραμα και δυνατότητες,. Ένιωθε ότι στη παρούσα κατάσταση η δουλειά που απασχολείται δεν του ταιριάζει, δεν τον καλύπτει, γενικά δεν τον εμπνέει, σαν στόχος για μακροπρόθεσμη ανέλιξη και απλώς τη χρειάζεσαι μη βρίσκοντας τίποτε πιο κατάλληλο, γιατί τα έξοδα έτρεχαν ειδικά τις δύσκολες εκείνες εποχές. Παράλληλα εκτιμώντας τις καταστάσεις, με οδύνη διαπίστωσε ότι δεν ήξερε να πουλάει τον εαυτό µου, ως γρανάζι μιας απρόσωπης μηχανής. Και όρεξη καμιά δεν είχε να σκάψει για τη δόξα βαθιά στη λάσπη που έστρωνε ο χρόνος. Αυτά όλα σημαίνουν ότι δεν είχε σκοπό να ενταχθεί σε μια εταιρεία αντιπαλεύοντας με νύχια και με δόντια τον απάνθρωπο ανταγωνισμό για ν’ αναρριχηθεί βήμα βήμα στη γλιστερή πλαγιά της καπιταλιστικής πυραμίδας. Οι προγονοί του στην αγκαλιά του Πάρνωνα και του Ταϋγέτου εκεί στην κοιλάδα του Ευρώτα θεωρούσαν την ανδρεία, αρετή ισότιμη του έρωτα και της αυτοθυσίας, ήθελε να πιστεύει μια σταγόνα από το DNA τους κυκλοφορούσε και στο δικό του στο αίμα. Έτσι, δια της μεθόδου της απαλοιφής, απόρριψε τις θέσεις εργασίας στη στεριά και κατέληξε να ακολουθήσει το δρόμο της θάλασσας. 
Ήταν εδώ και κάμποσος καιρός που τον ταλάνιζε ένα κοκτέιλ ιδεών να  «μπαρκάρει» ως ναυτικός. Σαν ψίθυρος στριφογύριζαν αυτές οι ιδέες στο μυαλό που τις συνοδεύουν επίμονες φιλοδοξίες να ανοίξει νέους δρόμους και να ξεκινήσει να γράφει μια άγραφη επαγγελματική ιστορία απ' την αρχή. Η ιδέα να «μπαρκάρει» του ακούγεται αρκετά δελεαστική και ενδιαφέρουσα επιλογή. Όσους δρόμους και να άνοιγε μπροστά του η ζωή, εκείνος αποφάσισε πως ήθελε να γίνει ναυτικός. Η αποφασιστικότητά του μεγάλωνε και στέριωνε μέσα του σαν το βράχο του Γιβραλτάρ. Τη θάλασσα την αγαπούσε αλλά δεν μπορούσε με τη λογική να εξηγήσει το γιατί. Μηδέ συγγενείς στα καράβια είχε, μηδέ μεγάλωσε σε κανένα λιμάνι.
Και τελικά, αποφάσισε να παραιτηθεί από την εταιρία στην οποία εργαζόταν για να κυνηγήσει το  όνειρο που δεν ήταν άλλο από το να ακολουθήσει αυτό το δρόμο, το δρόμο που οδηγούσε στη θάλασσα. Οι ναυτικοί περνούσαν μεγάλα διαστήματα μακριά από τα σπίτια και τις οικογένειές τους. Παρ' όλα αυτά, οι άνθρωποι από τα πανάρχαια χρόνια έμπαιναν στον πειρασμό να ακολουθήσουν αυτό το δρόμο. Σύντομα βρέθηκε στην Ακτή Μιαούλη στον Πειραιά εφοδιασμένος με το Ναυτικό Φυλλάδιο και το βιογραφικό του ανά χείρας.  Είχε όλα τα τυπικά προσόντα για να αναζητήσει μια καλή θέση εργασίας την εποχή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ενδιαφέρουσα από πολλές απόψεις για τα πληρώματα.  Ήταν περιζήτητα  να επανδρώσουν τα πλοία του Ελληνικού Εμπορικού Ναυτικού. Η ανεργία στην ξηρά αναγκάζει χιλιάδες νέους αλλά και ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας να στραφούν προς τη θάλασσα. Η Ακτή Μιαούλη στον Πειραιά γέμιζε κάθε πρωί από ναυτικούς που ζητούν μια δουλειά.
Η αναζήτηση λύσης για την έξοδο από το επαγγελματικό του αδιέξοδο του φαντάζει ότι σύντομα θα αποτελεί παρελθόν, καθώς στο χέρι κρατούσε το αεροπορικό εισιτήριο για το επαγγελματικό του ταξίδι με προορισμό λιμένα του Περσικού κόλπου. Μπάρκαρε ως Δόκιμος μηχανικός σ’ ένα ατμοκίνητο γκαζάδικο εικοσαετίας. Τελικά, ανακάλυψε ένα βαθύ σεβασμό και μια ανυπόκριτη αγάπη για το επάγγελμα του ναυτικού, που ποτέ δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε. Και για να μη μασάει τα λόγια του, η πραγματικότητα ήταν ότι ανακάλυψε τον εαυτό του. Ποιος είναι; Τι ψάχνει; Για που τραβάει;
Και καθώς τώρα νιώθει ότι ένας καινούργιος κύκλος στη ζωή του αρχίζει, με προσδοκίες για μια καριέρα στη θάλασσα, όλα έδειχναν πως η συνέχεια των σπουδών του που τόσο πολύ επιθυμούσε, ήταν πλέον ένα όνειρο παραγκωνισμένο στο χώρο της φαντασίας.
Ίσως κάποια μέρα.
Ίσως.
...Από πότε είχε να κλάψει, στ' αλήθεια, ούτε αυτός δεν θυμόταν. Ίσως από τότε, που είχε αφήσει πίσω του αρκετά επώδυνα είναι η αλήθεια μια σχετικά αδύνατη σχέση. Αλλά και τότε, υστέρα από μια μεγάλη, γεμάτη ένταση και άφθονα δάκρυα συζήτηση που αποφάσισε ότι όλα είχαν τελειώσει δεν θυμόταν να είχε κλάψει. Έτσι κι’ αλλιώς πότιζαν ένα μαραμένο λουλούδι εδώ και πολύ καιρό, και ο χρόνος αμείλικτος είχε αποδείξει ότι ήταν ένας απλός ενθουσιασμός και του ήταν αδύνατον να αγνοήσει την πραγματικότητα. Εκείνες τις γκρίζες στιγμές διαισθανόταν ότι σπαταλάει τις σταγόνες της ψυχής του σ’ έναν δεσμό χωρίς μέλλον.  Δεν μπορούσε να φανταστεί αυτή η σχέση να γίνεται κάτι πιο βαθύ Έκρυψε καλά τον πόνο του, γιατί o χωρισμός είναι πάντα επώδυνος ακόμη και όταν ξέρουμε ότι είναι η σωστή επιλογή αλλά και ο χρόνος είναι επίμονος και τα γιατρεύει όλα. Και η επιθυμία του, η ανάγκη του για νέες γνωριμίες φούντωνε και πάλι μέσα του και μεγάλωνε όπως τα μανιτάρια στην υγρασία.
Έχουν περάσει πάνω από πέντε μήνες από τότε που μπαρκάρισε στο πλοίο και βαφτίστηκε στην «αλμύρα» που του διαλύει την ανεμελιά και τον φέρνει αντιμέτωπο με μια σκληρή πραγματικότητα. Συνθήκες άγνωστες πρωτόγνωρες. Συνθήκες που τείνουν να ανατρέψουν τις μέχρι χθες εμπειρίες του. Η ζωή στη θάλασσα και τα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ναυτικοί δεν είναι «παιχνίδι» για όλους. Με μία έννοια οι ναυτικοί προσπαθούν να ανταπεξέλθουν σε μια σειρά από προκλήσεις που αντιμετωπίζουν. Σκληρή σωματική δουλειά, ψυχολογική πίεση, δύσκολες καιρικές συνθήκες, δύσκολα ταξίδια, αλλά συνάμα περιπετειώδη και συναρπαστικά. Μαθαίνουν να αγωνίζονται. Αποκτούν γνώσεις, εμπειρίες, αναπτύσσουν προσωπικότητα.
Για τον ναυτικό, η θάλασσα είναι η μεγάλη αγάπη αλλά και το στοιχειό με το οποίο παλεύουν καθημερινά οι ναυτικοί για να τα βγάλουν πέρα στη σκληρή ζωή τους. Η Θάλασσα είναι μια γυναίκα επικίνδυνη, πλανεύτρα, που δύσκολα μπορεί να κατακτήσει, μια γυναίκα που μέσω της προσπάθειας του να την τιθασεύσει τη λατρεύει. Λέγεται συχνά ότι οι συγκρίσεις αυτές φανερώνουν σεξουαλική εξιδανίκευση. Εκφράζουν μάλλον μια τόσο αρχέγονη συνάφεια ανάμεσα στη γυναίκα και τα στοιχεία όσο και η ίδια η σεξουαλικότητα. Ο άντρας περιμένει από την κατάκτηση της γυναίκας κάτι διαφορετικό από την απλή ικανοποίηση ενός ενστίκτου, η γυναίκα είναι το προνομιούχο αντικείμενο μέσω του οποίου υποτάσσει τη φύση
Το τελευταίο τους ταξίδι, με αφετηρία τον Περσικό κόλπο και προορισμό λιμένες της Ευρώπης, γίνεται με τον περίπλου της Αφρικής από τα ανατολικά προς τα δυτικά.
Σε ενδιάμεσο σταθμό του ταξιδιού σταμάτησαν για ανεφοδιασμό καυσίμων στα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου. Κάποιο λειτουργικό πρόβλημα με το πλοίο του ανεφοδιασμού των καυσίμων, έγινε η αιτία να μείνουν «ράδα» στο ασφαλές αγκυροβόλιο του νησιού για περισσότερο από δυο ημέρες.
«Τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου, στον Ατλαντικό Ωκεανό, βρίσκονται δυτικά του πιο δυτικού σημείου της Αφρικής, Το αρχιπέλαγος αποτελείται από δέκα νησιά και πέντε νησάκια, τα οποία διαιρούνται σε προσήνεμες και υπήνεμες ομάδες.
Τα νησιά είναι ηφαιστειακά στην προέλευση, και όλα εκτός από τρία είναι ορεινά. Το κλίμα είναι τροπικό και ξηρό, παρουσιάζοντας λίγη παραλλαγή καθ' όλη τη διάρκεια του έτους. Οι άνεμοι είναι συχνοί, φέρνοντας περιστασιακά σύννεφα άμμου από την έρημο Σαχάρα της Αφρική στην ανατολή. Η βροχόπτωση είναι πολύ μικρή και ανώμαλη. Η βλάστηση είναι αραιή και αποτελείται από τους διάφορους θάμνους, την αλόη, και άλλα ενάντια στη ξηρασία είδη.
Οι παρατεταμένες ξηρασίες είναι ένα αυξανόμενο πρόβλημα για το μικρό αρχιπέλαγος, το οποίο δεν έχει καμία ανανεώσιμη πηγή γλυκού νερού.
Το Πράσινο Ακρωτήριο είναι συμβαλλόμενο μέρος στις διεθνείς συμφωνίες σχετικά με τη βιοποικιλότητα, την αλλαγή κλίματος, την ερήμωση, την περιβαλλοντική τροποποίηση, το νόμο προστασίας θαλασσίου περιβάλλοντος.»
Απογευματινές ώρες βρέθηκε ξένος, μοναχικός, να περιπλανάται τους ήσυχους χωματόδρομους του νησιού, χωρίς πρόγραμμα η σχέδιο στο μυαλό του. Είχε αρκετό καιρό να περπατήσει στη στεριά, σήμερα ήταν ελεύθερος όλο το εικοσιτετράωρο να περιπλανηθεί στην πρωτεύουσα του νησιού που επεκτείνεται σε έναν λόφο με θέα το μικρο λιμάνι και τον κόλπο που αγκυροβολούν τα πλοία.
Στην πραγματικότητα δεν ήταν βέβαιος τι ακριβώς επιθυμούσε, αισθανόταν απλώς να διολισθαίνει σε κάτι για το οποίο δεν ήταν καθόλου σίγουρος τι είναι.
Χαμένος στις σκέψεις του, συνέχισε την περιπλάνηση, πήρε τη δεξιά διακλάδωση που οδηγούσε σ' ένα πανδοχείο. Ο δρόμος αν και ανηφορικός ήταν ομαλός, δεν είχε σε κανένα σημείο σκαλιά ως πάνω στο λόφο κι εκείνος περπατούσε αργά αναπνέοντας το ζεστό ανοιξιάτικο άνεμο που φυσούσε πάνω από τα βουνά με ασβεστολιθικά πετρώματα και χυνόταν πέρα στους γκρίζους λόφους και στις μικρές πολυσχιδείς  κοιλάδες με τους γραφικούς τοπικούς καταυλισμούς. Κάθε τόσο σταματούσε και γύριζε να κοιτάξει γύρω του. Η μέρα ήταν πολύ ζεστή και ο ουρανός, με ένα γκριζωπό γαλάζιο, έμοιαζε να είναι ακόμη σκεπασμένος από τη σκόνη μιας αμμοθύελλας που έπληξε το νησί και της οποίας οι τελευταίες ουρές έσβηναν στη δύση. Η ατμόσφαιρα γινόταν ανάρια κι ο ουρανός πιο ξέθωρος και κάθε ώρα που περνούσε, όλο ξεθώριαζε και η σκόνη έφευγε βιαστικά για κάπου αλλού. Ο ουρανός δεν άργησε να γίνει και πάλι ξέθωρος κι ο ήλιος έκαιγε. Μακριοί μαντρότοιχοι συνοδεύουν τους ανηφορικούς δρόμους κατεστραμμένοι σκούροι ηφαιστιογενείς βράχοι δίνουν την θέση τους σε περιορισμένα πράσινα τοπία, θαλασσινές εικόνες διαδέχονται τους φτωχούς γραφικούς οικισμούς. Μερικά καινούργια σπίτια κάνουν δειλά την εμφάνισή τους μέσα σε όλη αυτή την κατάπτωση και ροδιές, χαρουπιές, συστάδες από φραγκοσυκιές και φοινικιές δίνουν μια ποιητική νότα στο φτωχικό τοπίο και όπου υπήρχε πρασινάδα σκόρπια έβοσκαν λίγα αγριοκάτσικα που σκαρφάλωναν στις φαρδιές φαγωμένες πεζούλες.
Μπροστά του στο ύψωμα υπήρχε ένα πανδοχείο που εξυπηρετούσε τους επισκέπτες του νησιού ως επί το πλείστον, και κυρίως τα πληρώματα των πλοίων που έριχναν άγκυρα στο αγκυροβόλιο για ανεφοδιασμούς καύσιμων και για φρέσκα τρόφιμα. Στάθηκε στο πλάτωμα και αγναντεύει κάτω στο αγκυροβόλιο στην υπήνεμη πλευρά του νησιού που βλέπει νοτιοδυτικά όπου ελιμενίζονταν τα πλοία. Η ατμόσφαιρα ήταν σχετικά θολή και ο μυχός του όρμου δεν διακρίνεται πολύ καθαρά από μακριά. Οι γλάροι συνέχιζαν το σιωπηλό κυκλωτικό τους πέταγμα πάνω από τα ψαροκάικα του θαλάσσιου κόλπου. Βέβαια δεν είχε έρθει εδώ να θαυμάσει τη θέα αλλά απλώς να σπαταλήσει λίγες ώρες ανεμελιάς. Καθώς λοιπόν βυθιζόταν στις αξεδιάλυτες σκέψεις του όχι από κάποια έγνοια αλλά από ένα είδος αφηρημάδας που τον κατείχε δεν είχε αντιληφθεί ως την τελευταία στιγμή πως δύο μάτια τον παρακολουθούσαν από την άκρη του δρόμου εκεί στον εξωτερικό χώρο του πανδοχείου. Ανασηκώνοντας το βλέμμα του, την είδε μπροστά του, αρκετά μέτρα μακριά του. Τα μάτια ανήκαν σε νεαρό κορίτσι που στεκόταν ανάμεσα στα λιγοστά δέντρα εμπρός του! Μια ομίχλη που σχηματίστηκε από την ομορφιά της έχει μπει τώρα μπροστά στα μάτια του. Εκτός από εκείνον και το κορίτσι, ελάχιστα άτομα ήταν εκεί γύρω. Μυστήριο! Γιατί τόση ερημιά; Συνήθως στο πανδοχείο όπως τον είχαν πληροφορήσει αυτές τις ώρες, είχε πολλούς επισκέπτες. Την παρατηρούσε με πολύ ενδιαφέρον, μα όσο πλησίαζε έκανε τον αδιάφορο, σα να μην την είχε δει. Ήταν τόσο όμορφη! Ψηλή με υπέροχα βιολετί μάτια, σταρένια επιδερμίδα, κυματιστά μαλλιά που ανέμιζαν πλούσια κι έπεφταν στους ώμους. 
Βράδυνε το βήμα και πλησίασε αργά και έριξε το βλέμμα του στην κατατομή της. Το κορμί της δύσκολα να το περιγράψει έτσι καλλίγραμμο που ήταν με τις καμπύλες της βγαλμένες από τον τόρνο του Θεού και τη μεσούλα της φτιαγμένη με κεφάτη μαστοριά. Μια λυγερή σιλουέτα, στεκόταν όρθια μπροστά του, λεπτή και χυμώδης, με ατέλειωτα πόδια, που έδειχναν ακόμη πιο μακριά κάτω από το κοντό λινό αμάνικο φόρεμα που φορούσε και τελείωναν σε ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια, και εάν δεν τα εμπόδιζε το έδαφος θα συνέχιζαν χωρίς τελειωμό παρατήρησε. Μια κρεολή με κορμί κορινθιακού αμφορέα, μύτη μικρή ανασηκωμένη, μάτια αθώα γκρίζα πράσινα, το πρόσωπό της χλωμό, κι όμως υπέροχο, όμορφο σαν ξωτικού, χείλια πρωτόγονα αισθησιακά που μόνο που τα βλέπεις καυλώνεις και κάτι γκριζοπράσινες ματάρες που θες να χαθείς μέσα τους και να μην σε βρουν ποτέ. Ήταν η χλομάδα της που την’ έκανε τόσο όμορφη; Αυτός είχε πάντα αδυναμία στο εύθραυστο, στο ευάλωτο. Τα θέλγητρα της ήταν αυτό το θεϊκό αποτέλεσμα που φέρνουν οι διασταυρώσεις της Ευρώπης με την Αφρική, στις πολιτισμικές κοινωνίες.
Στο πρόσωπο της φαντάζεται να αναδύεται η Αφροδίτη από τα νερά σαν ολόδροσο κύμα, σαν κατάξανθο στάχυ, μ’ έναν τρόπο που προκαλούσε ρίγη σε κάθε αρσενικό που θα τη συναντούσε. Μόλις την πλησίασε στα τέσσερα-πέντε μέτρα, του χαμογελούσε και κάρφωνε προς το μέρος του τα σκούρα βιολετί μάτια της. Φυσικά αυτός πίστευε πως τo λαμπερό της βλέμμα και το χαμόγελο της απευθύνονταν σε κάποιον πίσω του που πιθανόν να τον ακολουθούσε, ούτε μια στιγμή δεν του πέρασε η ιδέα πως προορίζονταν γι’ αυτόν. Χρειάστηκε ν’ αναρωτηθεί: «Ποιος είναι τέλος πάντων αυτός ο τυχερός που εισπράττει αυτό το γοητευτικό χαμόγελο;» και σταμάτησε για να κοιτάξει πίσω του. Δεν είδε όμως κανέναν, πίσω του. Στο σημείο αυτό του χωματόδρομου ήταν μονάχα αυτός! Καθώς γύρισε πάλι μπροστά ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με την κοπέλα και ξαφνικά, βρέθηκε να κοιτάζει τα πιο έντονα σκούρα βιολετί μάτια που είχε δει ποτέ στη ζωή του. Έλαμπαν σαν σμαράγδια, την ίδια ώρα που τα μισάνοιχτα χείλη της συνέχισαν να του χαρίζουν το χαμόγελο της. Έκπληκτος συνειδητοποίησε πως το χαμόγελό της είχε αποδέκτη τον ίδιο.
Την έκανε εκεί λίγο πάνω απ' τα είκοσι χρόνια, χωρίς υπερβολή όμορφη, όμοια με ανθισμένη ορχιδέα στη σέρα, και τον κοιτούσε κατά πρόσωπο με ένα ανυπόμονο βλέμμα και ανησυχητικό. Μια ζώνη που έσφιγγε την λεπτή μέση της αγκάλιαζε τα ονειρεμένα στήθη της. Για ένα ξένο ήταν δύσκολο να μαντέψει την καταγωγή της. Υπήρχαν σκιές στο πρόσωπο της που φάνταζαν μεσογειακές, άλλες σκιές κάποιας βόρειας φυλής και άλλες της Αλγερινής Σαχάρας. Ολόκληρη είχε μια απαλή σχεδόν καραμελένια, απόχρωση, που θύμιζε γυάλινο βάζο με μέλι κρατημένο στο φως. Το χρώμα της του έφερε στο νου, τους απαλούς χρυσαφένιους τόνους του ποταμού της ιδιαίτερης πατρίδας του, τις ήσυχες μέρες της άνοιξης όταν ο ήλιος έπεφτε στο νερό. Τον μάγεψαν οι χρυσαφιές ανταύγειες στις ίριδες των ματιών της και τα σαρκώδη χείλη της και το άρωμα του αλαβάστρινου κορμιού της πλανιόταν στον αέρα. Είχε κάτι ξεχωριστό επάνω της, κάτι που τραβούσε τους ανθρώπους. Αυτό το κάτι δεν μπορούσε να το προσδιορίσει με ακρίβεια, αλλά όταν την κοίταζε στα μάτια, το έβλεπε ν’ αντανακλάται στο βάθος τους. Όλες αυτές οι σκέψεις τον παρέσυραν! Ήταν σα να του ήρθε ο Θεός και του μιλά κι αυτός χαμένος μέσα στον κόσμο του νιώθει την καρδιά του σαν ταμπούρλο να χτυπά. Αισθάνεται όπως το χώμα που διψά καθώς περιμένει τη βροχή. Δεν ήταν φαντασίωση σκέφτηκε. Το κορίτσι στεκόταν εκεί δεν είχε εξαφανιστεί! Κοίταξε ένα γύρω είδε κάποιους να μπαίνουν στο πανδοχείο. Το πανδοχείο βρισκόταν ανάμεσα σε μια διχάλα του δρόμου που ήταν το σύνορο ανάμεσα σε δυο γειτονιές. Πλάι στο πανδοχείο υπήρχε μια μεγάλη διπλή αυλόθυρα που οδηγούσε σε μια ευρύχωρη αυλή, όπου βρισκόταν κάποια δωμάτια, και πίσω από αυτά ένα εστιατόριο με υπαίθριο μπαρ.
Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν ξανά, κοιτάξανε ο ένας τον άλλο, και μια περίεργη ζεστασιά τον πλημμύρισε. Η έλξη ανάμεσά τους ήταν πολύ δυνατή από την πρώτη κιόλας στιγμή. Τώρα την κοίταζε και αυτός στα μάτια, μα είχε χάσει τα λόγια του. Δεν υπήρχαν φράσεις που θα την περιέγραφαν τέλεια, απλά του ξεμυάλιζε τα μάτια. Κοιτάζονταν λες και ήθελαν να κατασκοπεύσει ο ένας τις κινήσεις του άλλου. Ήταν μόνοι τους, αλλά το ίδιο έκανε. Κάθε λεπτό που περνούσε έμοιαζε να δυσκολεύει περισσότερο το ξεκίνημα της κουβέντας.  Για μερικά λεπτά στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο χωρίς να μιλούν, «...και έχοντες να πουν πολλά τα λίγα δε μπορούσι...», όπως λέει ο ποιητής. Η ηρεμία και η γοητεία της νεαρής γυναίκας τον έκαναν να αισθάνεται άβολα. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι του είχε συμβεί κι εκείνη έμοιαζε να παίζει τα πιόνια στα δάχτυλα.
Πριν προλάβει ν’ αρθρώσει λέξη τον αιφνιδίασε! Ήταν εκείνη που πήρε την απόφαση και την πρωτοβουλία να σπάσει πρώτη την σιωπή.
«Hello "Γεια σου."»  Σε αργόσυρτα αγγλικά με τραγουδιστή πορτογαλική προφορά.
Η φωνή της ηχούσε σαν την πιο γλυκιά μελωδία άρπας, θελκτική σαν ζεστή μέρα καλοκαιριού. Ήταν μια οπτασία, σαν το ουράνιο τόξο με το μαγευτικό της το βλέμμα στο γλυκό δειλινό. Δεν ξέρει τι είδε στο πρόσωπό του και του χαμογελούσε αφήνοντας να φανούν τα όμορφα δόντια της ανάμεσα στα σαρκώδη χείλη της. Ήταν τόση η περιέργειά του που σκέφτηκε να περιμένει λίγο ακόμα μέχρι να του αποκαλύψει τις πραγματικές προθέσεις της. Σιωπηλός την παρακολουθούσε χαρίζοντας της και αυτός ένα αχνό χαμόγελο. Η κοπέλα περίμενε αρκετή ώρα να της απαντήσει και η παρατεταμένη σιωπή του την έκανε να αναστενάξει,  ενώ αυτός αναρωτιόταν πως έγινε αυτό το θαύμα. Όχι βέβαια πως δεν είχε επαφή με γυναίκες, αλλά αυτή η κοπέλα ήταν κάτι εξαιρετικό. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει, κάποιο μυστήριο υπήρχε. Τα πήγαινε καλά με τις γυναίκες, είχε αυτό που λένε «κλινικές αρετές», τις αγαπούσε, ήταν τρυφερός μαζί τους, για κάποιο διάστημα είχε δεσμό, αυτό κράτησε δυο χρόνια. Η κοπέλα του ήταν καλή σύντροφος αλλά δεν ταίριαζαν σεξουαλικά και υπέφερε μαζί του. Χώρισαν και τώρα ένιωθε ελεύθερος.
Σήμερα όμως μια αδεξιότητα δεν τον άφηνε να συγχρονιστεί, σαν αποτέλεσμα από ένα αίσθημα ισχυρό που εμφανίζεται όταν κάποιος συναντάει μια κοπέλα και δημιουργείται ένας ακαριαίος δεσμός με την πρώτη ματιά. Συλλογίστηκε την τελευταία φορά που ενδιαφέρθηκε για εκείνον ένα τόσο χαριτωμένο πλάσμα. Μια τόσο ελκυστική κοπέλα με υπέροχη φωνή. Της απάντησε στο χαιρετισμό με μια  δυσκολία. Ψάχνοντας τις σωστές λέξεις και κάτι τέτοιες ώρες οι λέξεις είναι άτιμες. Μπορεί να είχε ζήσει στα κοσμοπολίτικα Καμένα Βούρλα πέντε καλοκαιρινές σαιζόν, εκεί σαν έφηβος ενηλικιώθηκε, μπορεί ήδη να γνώριζε σχεδόν τα πάντα γύρω από το σεξ και την ανθρώπινη σεξουαλικότητα αλλά σήμερα παρέμεινε τρομερά αμήχανος απέναντι σ' αυτή τη νεαρή γυναίκα. Ιδιαίτερα όταν η έντονη σεξουαλικότητα φώλιασε πίσω από το βλέμμα της νεαρής γυναίκας.
«Όμως διάβολε γιατί δεν μπορώ να αντιδράσω σαν ενήλικας να πάψω να ταράζομαι;» Αναρωτήθηκε. Και στο κάτω-κάτω το κορίτσι απέναντι του ήταν απλώς μια γυναίκα που επιθυμούσε να περάσει λίγο χρόνο μαζί της όσο το πλοίο θα έμενε στο νησί και η κοπέλα του άρεσε. Της χαμογέλασε.
Η κοπέλα απέμεινε να τον κοιτάζει προσεκτικά στο πρόσωπό του λες κι έψαχνε για κάτι σαν κάτι μυστικό. 
«Είσαι απ’ το καράβι που έφτασε σήμερα;» Άκουσε ξανά την φωνή της να τον ρωτάει:... και η φωνή της, σαν μέλι γλυκιά μάλαξε τ᾽ αφτιά του...
Προσπάθησε να ανοίξει διάλογο, αλλά για κάποιον περίεργο λόγο δεν του έβγαιναν τα κατάλληλα λόγια. 
«Ναι! Ήρθαμε στο αγκυροβόλιο για καύσιμα. Εσύ, είσαι από εδώ;» της είπε, δίνοντάς της μια συνηθισμένη νερόβραστη απάντησή του.
Η Κοπέλα χαμογέλασε  «Όντως! Κύριε…» κόμπιασε περιμένοντας τον να της συστηθεί! Μαζεύει, μάτια, δόντια, σαγόνι, κ.λ.π. και της λέει ποιος είναι. «Αλκιβιάδης, η απλώς οι φίλοι με φωνάζουν  Άλκη.».
«Διδώ..... χάρηκα πολύ κύριε Άλκη.» Γελάει μ’ ένα γέλιο καθαρό, γάργαρο και του δίνει το χέρι της για χειραψία. Ηταν το μόνο που έλειπε για να κάνει το φαλλό του να θέλει να πάει να κρυφτεί στα σκέλια της και να μείνει εξαφανισμένος εκεί για πάντα.
Αυτός στεκόταν ακίνητος, καθώς τα μάτια του την περιεργάστηκαν από την κορφή έως τα νύχια! Ξεροκατάπιε, η καρδιά του ανέβασε παλμούς.
«Πολύ σκεφτικό σας βλέπω, έτσι σκεφτικός είσαστε πάντα; Τι σκέφτεστε;»
«Το όνομα σας! Οι αρχαίοι Ρωμαίοι έλεγαν ότι είναι οιωνός. Διδώ λοιπόν.»
«Υπάρχει μια πολύ παλιά ιστορία που αγαπούσε ο παππούς μου. Αυτό μόνο γνωρίζω.»
«Η Διδώ ήταν μια όμορφη πριγκίπισσα που ερωτεύτηκε με πάθος τον Αινεία. Μια πριγκίπισσα που έβαλε φωτιά και έκαψε όλα του τα πράγματα, όταν εκείνος την εγκατέλειψε. Αναρωτιέμαι λοιπόν: Όταν, ο νονός, σου έδωσε το όνομα της, είχε φανταστεί άραγε πως σου έδινε χρησμό;»
«Αα έχει ενδιαφέρον να μου διηγηθείται την ιστορία της ερωτευμένης πριγκίπισσας. Έχετε χρόνο; Θέλετε να καθίσουμε εδώ στην αλέα στο πανδοχείο για ένα δροσιστικό ποτό;».
«Ναι, έχω χρόνο και με μεγάλη μου χαρά δέχομαι την πρόσκληση;».
Κάθισαν σε μια γωνιά στην εξωτερική αλέα του πανδοχείου σ’ ένα τραπέζι κάτω από μια συστάδα με δέντρα από τροπικούς μάγκους. Αυτή δίπλωσε προσεκτικά την ελαφριά ζακέτα της, δείχνοντας μια πλέρια αδιαφορία για τους γύρω τους και την ακούμπησε στην άδεια καρέκλα. Η αδιαφορία της ήταν προμελετημένη κι όμως ολότελα φυσική. Έμοιαζε να καταλαβαίνει ότι τον ξάφνιαζε και του χαμογελούσε αφοπλιστικά. Φαινόταν πως περίμενε σχόλια η ερωτήσεις.
Έχοντας ανάμεσα τους το ψυχρό μάρμαρο του τραπεζιού εκείνος παρήγγειλε ένα μικρό ποτήρι ξανθιάς μπίρας κι εκείνη πήρε χυμό σταφυλιού. Παρόλο που η καρδιά του εξακολουθούσε να χτυπάει γρήγορα, ο πανικός, το ένστικτο της φυγής, είχε υποχωρήσει. Έπλεξε και στριφογύρισε τα δάχτυλά του, ετοιμαζόταν κάτι να πει, να ξεκινήσει την κουβέντας τους. 
«Να μιλάμε καλύτερα στον ενικό;» της λέει.
Με ένα κούνημα του κεφαλιού της, η Διδώ συμφώνησε.
«Έχεις εκπληκτικά όμορφα μάτια, μεγάλα και εκφραστικά!.» συνέχισε αυτός. 
Σήκωσε τα φρύδια της σε μια κωμική γκριμάτσα. Χαμογέλασε αυτάρεσκα, τέντωσε αδιάφορα το καλοφτιαγμένο κορμί της, τον κοίταξε τρυφερά, σούφρωσε παιχνιδιάρικα τη μύτη της και γεμάτη ικανοποίηση γέλασε μελωδικά. Πόσο μαγικός ήταν αυτός ο ήχος, είχε περάσει πολύ καιρός από την τελευταία φορά που είχε να νοιώσει τέτοιο συναίσθημα. Ένα κύμα ικανοποίησης του προκάλεσε ο ήχος αυτός, ένιωσε την καρδιά του να κτυπάει πιο δυνατά.
Βυθίστηκαν και πάλι για λίγο στη σιωπή. Ήταν σαν να προσπαθούσαν να παρασύρει ο ένας τον άλλο σε γνώριμα νερά. Κανείς τους δεν είχε το θάρρος να προχωρήσει πρώτος αλλά και κάνεις δεν ήθελε να αντισταθεί στο δυνατό ρεύμα.
Πλησίασε άφησε το ποτήρι της στο τραπεζάκι κάθισε δίπλα του σταύρωσε τα πόδια με κομψότητα κι άρχισε να τον ρωτά το καθετί, στη συνέχεια μεταξύ σοβαρού και αστείου του ζήτησε την παλάμη του, να εξερευνήσει τα μελλούμενα, σύμφωνα με τις απίθανες λαϊκές δοξασίες, κατάλοιπα της σχέσης των κατοίκων με το παρελθόν τους και με τις σαφείς διαχρονικά πορτογαλικές επιρροές στην περιοχή. Υπήρχε κάτι απροσδιόριστο στις αισθησιακές της κινήσεις. Σαν να άρχιζε ένα παιγνίδι με τους δικούς της κανόνες. Καθώς πήρε την παλάμη του στα χέρια της, ένοιωσε ένα παράξενο μούδιασμα, το μικρό θαύμα άρχισε αμέσως που το προκαλούσε το άγγιγμα της, οι αισθήσεις του ξύπνησαν, και πριν κατορθώσει να τις ελέγξει τα μάτια του έπεσαν επάνω της σαν τα άγρια άλογα που τα ελευθερώνουν από το μαντρί της αιχμαλωσίας τους. Είχε καταφέρει να κάνει απολύτως διάφανα τα αισθήματα του. Κάθε κίνηση της έστελνε αισθησιακές εικόνες στο μυαλό του και το μυαλό του τις μετέφερε στο κορμί του. Του κρατούσε το χέρι και τον κοιτούσε στα μάτια λες και ήθελε να τον καταλάβει καλύτερα. έσφιξε τα δάχτυλά της γύρω από την παλάμη του και για λίγο τα κράτησε έτσι, σφιχτά. Όταν τον άφησε είδε το λευκό αποτύπωμα των δακτύλων της πάνω στο χέρι του.
Έμεινε για λίγο ακίνητος και αμίλητος, μόνο να την κοιτάζει, χαμογελαστός, μ' ένα γλυκό χαμόγελο σαν αυτά των ανέμελων παιδιών, ήθελε να μοιραστεί τα συναισθήματα του μαζί της. 
Την είχε ανάγκη αυτή τη γυναικεία συντροφιά. Η παρουσία της κοπέλας δίπλα του, του είχε λείψει, εγκαταλείφθηκε σ’ ένα ηδονικό λίμνασμα, του έφτανε να τη βλέπει, να ακούει το χαμηλόφωνο γέλιο της που σχημάτιζε δυο υπέροχα λακκάκια στα μάγουλα της. Του έφτανε; Όχι βέβαια!
Τότε ξεχύθηκαν τα λόγια του σα να ξεπλακώθηκε. Της είπε ότι είχε αυτή την παράξενη αίσθηση πως δεν μπορούσε να μιλήσει η να σκεφτεί, κι όμως οι σκέψεις του ήταν πεντακάθαρες.  Ίσως πάλι να ήταν για καλό. Εάν είχε καταφέρει να της μιλήσει τόσο γρήγορα για τα αισθήματά του, το θεωρούσε πολύ πιθανό να τον περιγελάσει. 
«Μου έκανες τίποτα μάγια;» Τη ρώτησε χαμογελώντας περιπαικτικά.
«Προσπαθώ.» Την άκουσε να του απαντά με τη χαδιάρικη φωνή της. Ήταν φανερό ότι τον πείραζε και είχε κάθε λόγο. Ένιωθε τόσο αδέξιος που φαντάστηκε πως καταντούσε γελοίος. Της είπε πως έχει όμορφο φυσικό και λαμπερό χαμόγελο!
Αυτή δήθεν αδιάφορα πίνοντας μια γουλιά από το ποτό της με το καλαμάκι, σιγομουρμούρισε ένα λαϊκό σκοπό χτυπώντας με τα δάκτυλα της το ρυθμό στο τραπέζι. Τα μάτια της έλαμπαν, την ίδια στιγμή που ένιωθε να τον υπνωτίζει αυτή η μαγευτικά αθώα ματιά της. Μιλούσε τρυφερά. Με αργές κινήσεις, άπλωσε το χέρι του πάνω στην ξύλινη επιφάνεια του τραπεζιού και άγγιξε ανάλαφρα τα δάχτυλά της. Μακριά και όμορφα νύχια βαμμένα ροζ, ένα απλό δαχτυλίδι, στολισμένο με μια ιριδίζουσα πετρούλα. Η κοπέλα κοίταξε το χέρι της και απάντησε στην ερώτηση που εκείνος δεν είχε διατυπώσει. «Ήμουν αρραβωνιασμένη. Αυτός βρίσκεται στην Πορτογαλία. Με επισκεπτόταν δυο τρεις φορές το χρόνο. Δεν ήμουν όμως πια σίγουρη κατά πόσο η σχέση μας ήταν σοβαρή και τελείωσε εδώ και ένα χρόνο. Απλώς το αναφέρω, για την περίπτωση που αναρωτιόσουν». Αυτός απολάμβανε τον τρόπο που η πορτογαλική προφορά της χρωμάτιζε τις λέξεις της. «Κατάλαβα». Οι παλάμες της ήταν υπερβολικά κρύες για την εποχή. «Εσύ δε φοράς δαχτυλίδι;» τον ρώτησε. «Όχι», της είπε.
Η ιδέα να μοιραστεί τη νύχτα μαζί της, που του είχε γεννηθεί άρχισε να ανθίζει με σιγουριά μέσα του. Όταν μετά τον καφέ παρήγγειλαν και αλκοολούχους χυμούς, το κλίμα έγινε ακόμα πιο θερμό. Τα βαμμένα σε τόνο ροζ νύχια της κροτάλιζαν στο κρυστάλλινο ποτήρι, δίνοντας τον παλμό. Αυτός άρχισε να χαλαρώνει και να απολαμβάνει τη συντροφιά της, αφήνοντας το δροσερό αεράκι να συμπληρώνει ευχάριστα το σκηνικό. Μια πολύχρωμη πεταλούδα που ήρθε και κάθισε για λίγο στο τραπέζι τον ενθουσίασε και παρήγγειλε ακόμα δύο χυμούς. Η μέρα του στο νησί εξελισσόταν κάτι περισσότερο από συναρπαστική. Μία αμήχανη σιωπή έπεσε αναμεταξύ τους, απόδειξη ότι ο χρόνος δεν είχε πάψει να κυλάει. Με την άκρη των δαχτύλων, του δεξιού χεριού της σχεδίασε κύκλους στο τραπέζι σαν ν’ ανακάτευε ένα μπωλ γεμάτο αναμνήσεις. Αυτός της χαμογέλασε. Ένα οικείο χαμόγελο, που αναδύθηκε ξαφνικά από μέσα του. Τα μάτια του στένεψαν με απίστευτη γλυκύτητα. Άπλωσε το χέρι του, και με τα  δάχτυλά του έφτιαξε μια μπούκλα παραπάνω στα ήδη ανακατεμένα μαλλιά της. Ήταν μια τόσο ξαφνική και φυσική κίνηση που η Διδώ δεν μπορούσε παρά να του ανταποδώσει το χαμόγελο. Τη στιγμή που αυτός άγγιξε τα μαλλιά της, η Διδώ  αναρίγησε. Ήταν σαν να βγήκε σ’ ένα ξέφωτο στην εξοχή και εκεί να τη χτύπησαν οι ζεστές ηλιαχτίδες στο πρόσωπο και τη ξύπνησαν.
Τον κοιταξε στα μάτια και τον ρώτησε αυτός πως αισθανόταν. « Εγώ από η πρώτη στιγμή ευχόμουν να με κοιτάξεις, αναρωτιόμουν και ανησυχούσα αν θα το κάνεις.» Μιλούσε βιαστικά με ελαφρώς ψιθυριστή φωνή! Σαν να είχε επαναλάβει τη φράση στο μυαλό της πολλές φορές.
«Θέλω να φύγουμε από εδώ, δε νοιώθω πολύ άνετα σε αυτό το περιβάλλον που βρισκόμαστε.» Του πρότεινε να πάνε ένα περίπατο, πέρα στο παλιό πορτογαλικό οχυρό. 
«Που είναι αυτό;»
Τα μάτια της κινήθηκαν δυτικά δείχνοντας του προς την κατεύθυνση του κάστρου.
Αυτός κοίταξε στο χωματόδρομο που το έδαφος ανηφόριζε ελαφρά, εκεί στη βορειοδυτική άκρη της ακτής βρισκόταν το παλιό οχυρό και πίσω του στις φτωχογειτονιές απλώνονταν τα σπίτια από ξύλο και πέτρα με απαλούς ξεθωριασμένους χρωματικούς τόνους.
Δίστασε μόνο για λίγο. Πήρε βαθιές ανάσες και ο θερμός αέρας γέμισε τα πνευμόνια του. Ξεπερνώντας τους αρχικούς δισταγμούς αποδέχτηκε την πρόκληση.
«Γιατί όχι;» Απάντησε.
«Δεν είναι πολύ μακριά, θα πάμε με τα πόδια.» Τον πληροφόρησε και σηκώθηκε. Όταν βρέθηκαν έξω, περπάτησαν για λίγο πλάι-πλάι, μια εικόνα που του έρχεται από τα παλιά.! Σταμάτησε και του έδωσε το χέρι. Εκείνος το κράτησε τρυφερά.
Κόντευε χρόνος από τη μέρα που χάλασε η τελευταία του σχέση και είχαν περάσει έξη μήνες που βρισκόταν στο βαπόρι. Κι όλο αυτό το διάστημα δεν είχε σχέση με γυναίκα. Εκείνο που διαπίστωνε τώρα ήταν πως το πάθος του για το πρώην κορίτσι του, του είχε καταλαγιάσει σε μια ανάμνηση πιο μαλακή, πιο ουδέτερη, πιο αδιάφορη.
Μπροστά τους η θάλασσα λαμπερή και γαλάζια παντού όσο φτάνει το μάτι, τα κύματα λικνίζονται απαλά και αναστενάζουν σαν μια πελώρια αναπνοή και ο κίτρινος ήλιος έγερνε πίσω στον ορίζοντα που βάφτηκε με το ζεστό θαμπό πορτοκαλί χρώμα εκεί που η θάλασσα συναντά τον ουρανό, κι οι  μαύρες τους σκιές πίσω τους είχαν μακρύνει, μακριά σαν τις ελπίδες και τους φόβους για το μέλλον τους.
«Είναι μακριά ακόμη;»...
«Όχι πολύ, γιατί;»
«Τίποτα.... Εκείνο είναι;»
«Ναι... Δε θ' αργήσουμε να φτάσουμε»...
Να που ανοίγει ξαφνικά το τοπίο και στην απότομη κορυφή ενός λόφου, όμοιου με έναν τεράστιο σωρό από χαλάσματα, εμφανίζονται τα ερείπια του Κάστρου. Ελάχιστα μακριά από τη πολιτεία και όμως φάνταζε τόσο μακριά από τον κόσμο φώλιαζε μέσα σε σχεδόν αόρατη πλαγιά ένα χαμηλό παλιό μαύρο τείχος που το σχήμα του απορροφάται μες σ΄ ένα συμπαγή πέτρινο όγκο αρμόνικα δεμένου με τα τοιχώματα των βράχων. Μια είσοδος ανοιχτή, όμοια με το μάτι του παρελθόντος που κοιτάζει το μελαγχολικό σκούρο τριανταφυλλί πανόραμα του ήλιου που βασιλεύει και στο βάθος το σύννεφο βαμμένο μαβί και χρυσό στα βουνά του Νησιού. Το οχυρό του έμοιαζε σαν να το 'παιρνε κάποιος μ' ένα αόρατο χέρι και να το πήγαινε πιο μακριά. Του φάνηκε ότι μια περίεργη γαλήνη και μια σιωπή επικρατούσε γύρω τους.
Θαμνώδης χαμηλή βλάστηση και ένας φυσικός φράχτης από βάτα σαν ξέπλεκα μαλλιά και σκίνα περιβάλλει το παλιό οχυρό, και στο τέλος του προς τα δυτικά στη μεριά της θάλασσας ένας αβαθής βάλτος με τα νερά του να γυαλίζουν στο λιόγερμα, γεμάτος καλαμιώνες και κιτρινωπά βουρλοτόπια, στην πρασινωπή φλέβα του νερού, σε σχήμα τοξοειδές και επίμηκες προεκτεινόταν μέχρι το κύμα και στα γκρίζα στίγματα της άμμου. 
Στις εκβολές του βάλτου το λιγοστό νερό του κατάφερνε να συντηρεί συστάδες από μερικά μαγγρόβια φυτά που στέκονταν πεντακάθαρα και τηλεσκοπικά προσδιορισμένα, ενώ μια άλλη μικρότερη συστάδα στα δεξιά του βάλτου ήταν ένας θολός μαυροπράσινος λεκές που σέρνονταν μέχρι τη θάλασσα και του φαίνονται να είναι τα σύνορα του κόσμου.
Μερικές δεκάδες μέτρα δίπλα απ’ το οχυρό στην ακροθαλασσιά  δέσποζε ένα πλάτωμα που κατέληγε σ’ επίπεδο κατακόρυφο βράχο που βαθούλωνε στην βάση του πριν βουτήξει στη θάλασσα. Το έδαφος σε μερικά σημεία του πλατώματος είχε υποχωρήσει και μερικοί θάμνοι και αγριολούλουδα φύτρωναν στα πτυχές του. Δεν μεσολαβούσε τίποτα ανάμεσα στο χείλος και το νερό του ωκεανού που υπολόγισε ότι απείχε πάνω  από δέκα μέτρα, παρά μόνο η λεία κάθετη επιφάνεια του βράχου που βυθιζόταν σαν λάμα μαχαιριού στα νερά. Πισωπάτησε βιαστικά απ’ το θέαμα που αντίκρισε και σκόνταψε στην Διδώ που στεκόταν πίσω του σε απόσταση ασφαλείας. 
«Πως σου φαίνεται;» τον ρώτησε.
«Επικίνδυνα όμορφο» της απάντησε. 
«Από κάτω ο βράχος είναι φαγωμένος από το κύμα, νοιώθω σα να βρισκόμαστε σε σανίδα κατάδυσης. Δεν θα ‘πρεπε να υπάρχει ένα προστατευτικό κιγκλίδωμα, κάτι τέλος πάντων». 
«Οι νησιώτες ξέρουν να προσέχουν, ενώ οι επισκέπτες είναι σπάνιοι σ’ αυτό το μέρος.» Τον πληροφόρησε.
«Δικαιολογίες του αρχιτέκτονα. Ποιος ξέρει πόσοι έχουν φάει τα μούτρα τους.»
«Έπεσαν μόνοι τους η τους έσπρωξαν;»
Την κοίταξε με το πιο γλυκό χαμόγελο. «Κοροϊδεύεις;»
Κάθισαν στη σκιά μιας πεζούλας με τις πλάτες ακουμπισμένες στην τραχιά πετρά χαζεύοντας τα θαλασσοπούλια που έκοβαν κύκλους και εφορμούσαν στο νερό. Ο ωκεανός σκουραίνει σε βαθύ μπλε στο βάθος και το χρώμα συγχωνεύεται με το γαλάζιο του ουρανού γραμμή του ορίζοντα δεν υπάρχει, σύννεφα πουθενά.
Ο απογευματινός άνεμος έφερνε στα αυτιά τους τον απόηχο από τις φωνές στο μικρό αγκυροβόλιο και τα κρωξίματα από τα χελιδόνια που διέγραφαν τόξα στον αέρα κυνηγώντας την τροφή τους στο βάλτο.
Τα συναισθήματα του ήταν ένα κουβάρι και δεν ήταν εύκολο να τα ξεμπερδέψει. Την ήθελε αυτό ήταν αναμφίβολο, αισθανόταν πόθο και φόβο. Φόβο για την απογοήτευση που θα γέμιζε την ψυχή του η αναχώρηση, η εγκατάλειψη. Ήταν στιγμές που η μεταξύ τους σιωπή παρατεινόταν, άφηναν αναστεναγμούς που τους ανακούφιζαν από την πίεση των συναισθημάτων.
..... Η τελευταία αναλαμπή του ήλιου χάθηκε στο δυτικό ουρανό. Το γαλάζιο τ' ουρανού έχει στραφεί στο μεταξύ προς το μενεξεδί, προς το μαβί, οι ακτίνες του ήλιου έχουν γίνει κόκκινες, ύστερα από το σταχτί και φαιό, ενώ η ασπράδα του φεγγαριού ξεπροβάλλει όλο και πιο αποφασιστική έτσι όπως το φωτεινό τμήμα του κυριεύει σιγά σιγά όλο το στρογγυλό δίσκο. 
 Το φεγγάρι είναι το πιο άστατο από τα σώματα του ορατού σύμπαντος, αλλά και το πιο τακτικό όσον αφορά τις πολύπλοκες συνήθειες του, δε λείπει ποτέ από κανένα ραντεβού του.
Ένα σύννεφο που τρέχει πίσω του από γκρίζο γίνεται φωτεινό και γαλακτερό, και ο ουρανός από πίσω έχει γίνει κατάμαυρος, τ' αστέρια έχουν ανάψει, το φεγγάρι τώρα είναι ένας μεγάλος εκτυφλωτικός καθρέφτης που πετά, μια φωτεινή λίμνη που αναβλύζει ολόγυρα ακτίνες και διαχέει στο σκοτάδι ένα ψυχρό ασημένιο φωτοστέφανο πλημμυρίζοντας τους δρόμους των νυχτοβατών με άσπρο φως και τ' άστρα του ωκεανού έλαμψαν σκληρά, κοντινά στη γη, ασημώνοντας τον ουράνιο θόλο μ' ένα μεγαλείο που δεν μπορεί ούτε να διανοηθεί ένας κάτοικος της πόλις.
Τα λουλούδια του βάλτου που μοσχοβολούν, χαρίζουν το μοναδικό έντονο άρωμα τους τριγύρω, το ολόγιομο φεγγάρι, με τα χρυσοκόκκινα χρώματα που ανέβαινε μπροστά τους έλαμπε πάνω στα ερείπια του παλιού κάστρου του εγκαταλειμμένου εκεί από αιώνες ήρεμο σαν προϊστορικό μνημείο. Πέρα από μια συστάδα θάμνων ερχόταν σαν επαναλαμβανόμενο τραγούδι ο απόηχος των γρύλων και ο αναστεναγμός των καλαμιών.
Τα τζιτζίκια είχαν σωπάσει από νωρίς και η φύση ετοιμαζόταν για την νυκτερινή γαλήνη. H νύχτα που πέφτει γρήγορα, τους βρήκε τον ένα δίπλα στον άλλο, η ατμόσφαιρα είναι ευχάριστα δροσερή, και ο λικνιστικός ρυθμός του κύματος με το μονότονο μουρμούρισμα σαν εκείνο ενός μικρού παιδιού που αποκοιμιέται απομακρύνοντας κατά μέρος τις σκέψεις του και τον παρασύρει να βυθιστεί σε πρόσκαιρη λήθη, έτσι όπως την ένιωθε τρυφερά ακουμπισμένη πάνω στον ώμο του.
Στο πλάτωμα ήρθαν και κάθισαν δύο γλάροι. Ήταν φαίνεται ζευγάρι γιατί για ένα λεπτό ένωσαν τα ράμφη τους, ένα φιλί να ήταν;
Η Διδώ το εξέλαβε για καλό οιωνό. Έρωτας, αγάπη, πάθος, δεν μπορεί, παρά να ήταν οιωνός καλός. Ήρθαν να συντροφεύσουν την ευδαιμονία τους με την δικιά τους τρυφερότητα, που είναι η ίδια για όλα τα όντα του ζωικού βασιλείου.
Αυτός το επόμενο που θυμάται είναι μια δυνατή αγκωνιά στα πλευρά του και τη φωνή της Διδώ.
«Ει Θαλασσοπόρε!» 
Άνοιξε τα μάτια ξαφνιασμένος. 
Η Διδώ ήταν γονατισμένη μπροστά του.
«Ε.. Τι;»
«Αν είναι δυνατόν! Κοιμήθηκες; Χριστέ μου! Έτσι φέρεσαι πάντα όταν βγαίνεις ραντεβού;»
Στεκόταν πολύ κοντά του και ένοιωθε να βουλιάζει σ’ εκείνα τα βαθιά γκριζοπράσινα μάτια της. 
«Απλώς σκεφτόμουν»
Ανακάθισε στο έδαφος γύρισε στο πλάι, δίπλωσε τις γάμπες κάτω από τους μηρούς της απαλά, σαν γάτα, και τέντωσε τους λεπτούς αστραγάλους της . «Ήθελα να ‘ξερα τι σκέπτεσαι»
Αυτός όπως την είδε να κάθεται στις γάμπες της σκέφτηκε αμέσως, ότι η κοπέλα είχε κάνει μαθήματα μπαλέτου.  Στη συνέχεια πήρε πολύ σοβαρό ύφος και της λέει. 
«Αν αποκτήσω ένα τέτοιο σκάφος θα χρειαστώ και μούτσο»  δείχνοντας το ιστιοφόρο που ελλιμενιζόταν στο βάθος του όρμου.
Η Διδώ το σκέφτηκε λιγάκι! 
«Κάνε με δεύτερο καπετάνιο» και με μεγάλο χαμόγελο, κέφι και θετική ενέργεια! «και κόλλα το» του λέει.
Δεν της απάντησε αμέσως. Ήταν η σειρά του να ανακαθίσει στο έδαφος, έσυρε την άκρη του δαχτύλου του στο πάνω μέρος του ενός αυτιού της. Ήταν απίστευτα όμορφη στο φως του φεγγαριού. Τα μάτια της είχαν σκούρες και πράσινες πιτσιλιές. Σαν χαλκοπράσινα οπάλια. Ταξίδεψε τον αντίχειρά του στο πλάι του λαιμού της και ένιωσε το αδιόρατο κυμάτισμα όταν εκείνη ξεροκατάπιε. Υπήρχε κάτι το εξωπραγματικό στη στιγμή, κάτι ονειρικό που δεν ήθελε να τελειώσει. Καθώς τα ακροδάχτυλα του γλίστρησαν κατά μήκος του λαιμού της, το ανάλαφρο άγγιγμα φάνηκε να την αφοπλίζει. Το κορμί του αντέδρασε έντονα στο γεγονός ότι το κορίτσι βρισκόταν τόσο κοντά του. Κάψα γλίστρησε κάτω από την επιδερμίδα του και μαζεύτηκε σε άβολα σημεία. Μύες σφίχτηκαν, φούσκωσαν. 
Τώρα ήθελε να μάθει πώς να ήταν η επιδερμίδα της στο άγγιγμα, η λεία καμπύλη του γυμνού της ώμου κάτω από τα δάχτυλά του, ήθελε να εξερευνήσει με την άκρη της γλώσσας του τα αμέτρητα μυστικά που κρύβονταν κάτω από το φόρεμά της. Μπορούσε ήδη να ανακαλέσει κατά βούληση στο μυαλό του το σχήμα του σώματός της.
Έμειναν ακίνητοι, πιασμένοι, πρόσωπο με πρόσωπο, με τις ακανόνιστες ανάσες τους να μπερδεύονται μεταξύ τους. Οι δυο τους ήταν γονατισμένοι σε έναν καλοκαιρινό κήπο, ο αέρας ήταν φορτωμένος από την θαλασσινή αύρα και την ευωδιά των άλικων λουλουδιών του βάλτου και η κοπέλα βρισκόταν στην αγκαλιά του. Τα μαλλιά της έλαμπαν στο σεληνόφως, η επιδερμίδα της ήταν απαλή σαν πέταλο λουλουδιού. Το πάνω χείλι της ήταν σχεδόν τόσο γεμάτο όσο το κάτω, οι καμπύλες τόσο ντελικάτες και απαλές όσο ο ώριμος λωτός. Κοιτώντας το στόμα της, ένιωσε τις τρίχες στο σβέρκο του να σηκώνονται από έξαψη. 
Και το στόμα του χαμήλωσε στο δικό της. Επιτέλους, όλοι οι μύες του κορμιού του φάνηκαν να αναπνέουν. Επιτέλους. Βουλιάζοντας στην απόλαυση, την άφησε να τον παρασύρει. Έπαψε εντελώς να σκέφτεται και έκανε όλα όσα ήθελε, δάγκωσε απαλά το πάνω χείλι της και έπειτα το κάτω, σφράγισε τα στόματα τους, άγγιξε τη γλώσσα της με τη δική του, έπαιξε μαζί της. Ένα φιλί άρχιζε προτού τελειώσει το προηγούμενο, μια αλυσίδα από ερωτικά χάδια, ανάλαφρα αγγίγματα και σπρωξίματα. Η ευχαρίστηση τον διαπερνούσε ολόκληρο, αντηχώντας σε κάθε φλέβα και νεύρο. Η κοπέλα ανταποκρίθηκε, περνώντας το μπράτσο της γύρω από το λαιμό του. Κουνήθηκε πάνω του λες και οι αισθήσεις κατέφθαναν από παντού. Και κατέφθαναν. Πάσχισαν και οι δυο να έρθουν πιο κοντά, πιο σφιχτά, τα κορμιά τους αναζήτησαν έναν νέο, ασταθή ρυθμό. Αν δεν τους χώριζαν τα ρούχα, αυτό που έκαναν θα ήταν ένα κανονικό ερωτικό σμίξιμο. Συνέχισε να τη φιλά για πολλή ώρα αφότου θα έπρεπε να έχει σταματήσει, όχι μόνο γιατί το απολάμβανε, αλλά και γιατί ήταν απρόθυμος να αντιμετωπίσει αυτό που θα συνέβαινε στη συνέχεια. 
Έδειχναν ότι θα μείνουν για πάντα έτσι. Μια βαριά σιωπή έπεσε ανάμεσά τους. Εκείνος απλώς συνέχισε να την κοιτάζει επίμονα. Η Διδώ άρχισε να αισθάνεται τη νυχτερινή δροσιά στους γυμνούς της ώμους.  Δεν είχε κουνούπια ούτε για δείγμα. Ο βορινός άνεμος τα παρέσερνε προς τη μαγκρόβια βλάστηση, στην άλλη άκρη του κόλπου. Ανατρίχιασε, σηκώθηκε και απομακρύνθηκε αμίλητη, διέσχισε το πλάτωμα και στάθηκε στην άκρη του αγναντεύοντας το πέλαγος με την πλάτη στραμμένη προς το μέρος του. Δεν έκανε καμία κίνηση να την ακολουθήσει.
Ο χρυσός δίσκος της σελήνης ανέβαινε μεγαλόπρεπα στον ουρανό αναγγέλλοντας μια ακόμη όμορφη καλοκαιρινή νύχτα.  Ξαφνικά σηκώνεται στις μύτες των ποδιών τεντώνεται ολόκληρη και  απλώνει κουνώντας ρυθμικά τα χέρια της. Μοιάζει με χελιδόνα που ετοιμάζεται να πετάξει, δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπό της από τη γωνία από όπου έβλεπε τη σκηνή, όμως είχε εξαιρετική θέα της κορυφής του κεφαλιού της με τα όμορφα μαλλιά της γεμάτα χρυσοκόκκινες ανταύγειες λες και παίρνουν λάμψεις απ' τον ουρανό.
«Πες μου για σένα». της λέει.
«Τι θες να μάθεις;»
«Τα πάντα. Ξεκίνα και θα σου κάνω ερωτήσεις αν θέλω να μάθω περισσότερα».
«Οκέι». Κι άρχισε να μιλάει. Η φωνή της απέκτησε ένα αστείο σχεδόν βιμπράτο τόνο και γελάσανε κι οι δύο. Η εικόνα του κοριτσιού που αναδύθηκε από την ιστορία της του ήταν ακόμα πιο ξεκάθαρη από την εικόνα της γυναίκας που καθόταν τώρα κι ακουμπούσε επάνω του με το χέρι της κάτω από το μπράτσο του. Του εκμυστηρεύτηκε ότι δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της και η μητέρα της εργαζόταν αυτό τον καιρό στην Πορτογαλία. Έμενε στο νησί με την γιαγιά της η οποία απουσίαζε όλη την εβδομάδα αυτή. Είχε πάει στο άλλο άκρο του μικρού νησιού στην αδελφή της.
Η θάλασσα στα πόδια τους να τους καλεί, μα αυτοί την άκουγαν μόνο στα μικρά διαλείμματα της επαφής τους. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στ’ άστρα. Ο «Θαλασσοπόρος» την είχε αγκαλιά κάνοντας την, να ξεχάσει τον χρόνο και τον τόπο όταν της έδειχνε τα φωτεινά άστρα που στόλιζαν τη καθαρή νύχτα και της μάθαινε τους ναυτικούς μύθους για τα αστέρια εκείνα που αντανακλούν πάνω σε ευαίσθητες καρδιές.
«Και αυτά τα δύο ; Αυτά τα δύο που είναι τόσο φωτεινά και κολλημένα;»
«Μωρό μου αυτά τα δύο είναι εσύ και εγώ. Φωτεινά και αγαπημένα.»
«Για πόσο;»
Την κοίταξε με το βλέμμα του έμπειρου εραστή που κρυφογελάει με την αθωότητα και την αφέλεια του έρωτα. «Μέχρι να σταματήσουν να λάμπουν Μωρό μου. Μέχρι να σβήσουν και να πέσουν μαζί στο κενό.»
Χώθηκε όσο πιο βαθιά μπορούσε στην αγκαλιά του. Η ματιά του την προσκαλούσε να τον εμπιστευτεί και να γίνει ένα μαζί του. Δεν ένιωθε φόβο. Εκεί, στην άκρη του λόφου να ενώσουν τις ζωές τους. Τον ήθελε. Στηριζόμενος στο ένα χέρι την φίλησε απαλά στο λαιμό.
Η Διδώ έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να βυθιστεί στον παφλασμό των κυμάτων, στην αύρα της θάλασσας, στην αίσθηση του βότσαλου στο γυμνό κορμί της. Με την ψυχή της ν᾿ αναδεύει σκέψεις σιωπηλά. Δίπλα της ο Θαλασσοπόρος, και μπροστά τους φανταζόταν το καρπό του έρωτα τους. 
«Θαλασσοπόρε θέλω… θέλω… Να είσαι εσύ αυτός …» του ψιθύρισε με αβέβαιη φωνή. 
Της χαμογέλασε πλατιά, καλοσυνάτα και χάιδεψε το στόμα της με τα δάκτυλα του. Την έκανε να σωπάσει. Η Διδώ άφησε το βλέμμα να ατενίζει τα δύο αυτά αστέρια, τα δικά τους άστρα, να της λούζουν το πρόσωπο όταν τον κοιταξε.
Αυτός ξέσπασε στα γέλια.
«Τι συμβαίνει;»
«Τίποτα, τίποτα» της απάντησε σηκώνοντας τους ώμους του. «Με κάνεις και γελάω.»
«Γιατί;»
«Δεν ξέρω, για όλα»
«Ευχαριστώ! Μπορούμε να περάσουμε, απόψε τη νύχτα μαζί.» είπε.
Την κοίταξε. «Πώς;»
«Απόψε το βράδυ θα κλείσεις ένα μονόκλινο δωμάτιο στο σπίτι μου.»
«Μάλιστα» είπε απλώς.
«Θα τα κανονίσω εγώ».
«Ναι, ε;» Συνέχισε να τη κοιτάζει
«Πάει πολύς καιρός από τότε που μια κοπέλα σε κάλεσε για φαγητό; Λοιπόν τι λες;» Τον ρώτησε μετά από λίγο.
«Λοιπόν τι;»
«Θα έρθεις;»
Γέλασε και την ξαναφίλησε. Λίγο πιο βαθιά, με τα χείλη λίγο πιο ανοιχτά. «Γιατί όλα πρέπει να είναι πολύπλοκα μαζί σου;»
«Παρεμπιπτόντως» του είπε «δεν είμαι τόσο σκληρό καρύδι, θέλω να ξέρω αν θα έρθεις ή όχι»
Οι λέξεις αυτές αντήχησαν στο μυαλό του εκεί έξω στην απλωσιά του καθαρού αέρα. Δεν ήταν τόσο οι ίδιες οι λέξεις, όσο ο τόνος που χρησιμοποίησε. Και οι λέξεις αυτές ήταν ποτισμένες με έναν ακατανίκητο σεξουαλικό πόθο. Ήταν ανάγκη; 
«Κι αν δεν σου αρέσω; Αν είμαι γκέι;»
«Φοβάσαι;»
Αυτός ένιωσε να ηρεμεί κάπως. Παρόλο που η καρδιά του εξακολουθούσε να χτυπάει γρήγορα, ο πανικός, το ένστικτο της φυγής, είχε υποχωρήσει.
«Είσαι σίγουρη;»
«Ναι. Χάρηκες;»
«Κι αν…» πήγε να πει, αλλά σταμάτησε. 
«Τι, φοβάσαι ότι θα βρεθείς σε άγνωστο χώρο ενώ είσαι μαζί μου;»
«Όχι» της είπε χαμογελώντας. «Εννοώ… κι αν ερωτευθούμε; Με τρόπο μη αναστρέψιμο;»
«Πολύ αργά» είπε
«Ναι, αυτό ακριβώς λέω κι εγώ».
«Όχι, εγώ άλλο εννοώ: Έχουμε ήδη ερωτευτεί».
«Α, ναι;»
«Λίγο. Όσο χρειάζεται». 
«Αυτό φοβάμαι» της είπε, έγνεψε καταφατικά δίχως να δείχνει διατεθειμένος να ξεκινήσει. 
Έμεινε να κοιτάζει το βάλτο, και η νύχτα ήταν τόσο φωτεινή που ξεχώριζε η σκιά κάθε φυτού. Το νερό έλαμπε στο φως του φεγγαριού και μουρμούριζε μοναχικό, χωρίς να το συντροφεύουν τα πετάγματα των χελιδονιών, και όπου ήταν στάσιμο, αντικαθρεφτίζονταν τ’ αστέρια. Στο φωτεινό μονοπάτι πίσω τους διαγραφόταν ακόμη και οι σκιές από τα φύλλα στις φραγκοσυκιές και η ασημένια εικόνα τους φαίνεται τον ενέπνευσε για ενδοσκόπηση ενώ μες στη σιγαλιά της νύχτας οι καλαμιές ψιθυρίζουν την προσευχή της γης που αποκοιμιέται και μέσα στους πανάρχαιους τοίχους του κάστρου βασίλευε επιβλητική σιωπή λες και η νύχτα έπνιξε τους θορύβους..
Γύρισε το βλέμμα στον αστροφώτιστο νυκτερινό ουρανό άφησε τη σκέψη του να ταξιδέψει στους νυχτερινούς ψιθύρους και ακολουθώντας το ρυθμό της ανάσας του το βλέμμα του χάθηκε στη δημιουργία του σύμπαντος, σ’ αυτό το Μπινγκ Μπάνγκ, τη μεγάλη έκρηξη που λένε, στα αστέρια που παρουσιάζονται με τη σαφήνεια των αστραφτερών διαμαντιών. Στα βορειοδυτικά φαινόταν η ουρά του Δράκοντα, με την Μικρή Άρκτο από κάτω και τον Ηρακλή από πάνω, σ’ αυτό τον γαλαξία που βρίσκεται η Γη μας.
«Σκέψου».... συνομιλούσε με τον εαυτό του..... πως υπήρχε η πιθανότητα πως αυτός και η Διδώ, και όλη η ανθρωπότητα να υπήρχαν ήδη, αν μη τι άλλο σαν δυναμικό, σαν μια δυνατότητα, και νοιώθει το αίμα του να κυλάει πιο γρήγορα. Το νιώθει να ξεχύνεται απελευθερωμένο και ν' απλώνεται σε όλο σου το σώμα, μέχρι που τα μάγουλά του να παίρνουν χρώμα, το κόκκινο της ταραχής, ανάβουν και κορώνουν και τα μάτια του κάνουν σινιάλο και γνέφουν σ’ ένα άστρο από τον ουρανό να κατέβει, σαν ταξί να τους ταξιδέψει στα μονοπάτια της σκέψης εκεί που αξίζει για 'κείνον να πορευτούν. Ένιωσε πως είχε γίνει απόλυτη σιωπή. Τέντωσε τ΄ αυτιά του. Όμως ήταν σαν να είχε σωπάσει ολόκληρη η πλάση. Ο απόηχος από το τραγούδι των γρύλων είχε σβήσει ακόμη και οι γλάροι είχαν σωπάσει. Μοναχά το απαλό φύσημα του αέρα ακουγόταν γύρω τους. Κι έμεινε εκεί να ταξιδεύει... κοιτάζοντας... κοιτάζοντας την απεραντοσύνη του σύμπαντος με κομμένη την ανάσα. 
Αιφνίδια ακούστηκε στο πέρα στο πέλαγος από την πλευρά του αγκυροβολίου εκκωφαντικός θόρυβος σαν μια ηχηρή παραφωνία μες τη νυχτερινή σιωπή! Ήταν από το βίντσι της άγκυρας ενός τεράστιου πετρελαιοφόρου που αγκυροβολούσε στα ανοιχτά του υπήνεμου κόλπου.
Σηκώθηκε, διακόπτοντας τη νοητική του δραστηριότητα. Έγειρε πάνω της, την αγκάλιασε, την έσφιξε δυνατά και την φίλησε απαλά στα χείλη μ’ εκείνο τον τρόπο που ξυπνούσε μεμιάς τις αισθήσεις και χαμογέλασε με το χάος των συναισθημάτων και των σκέψεων του. Η ψυχή του γνωρίζει πως τώρα χρειάζεται να εστιάσει την ενέργειά της εκεί. O χρόνος είναι σχετικός σκέφτηκε, το παρελθόν πέρασε σαν να μην υπήρξε ποτέ, το μέλλον δεν υπάρχει γιατί δεν έχει συμβεί ακόμη, το παρόν είναι το μόνο που έχουμε στα χέρια μας και οφείλουμε να το ζήσουμε.
«Πάμε» της είπε και ξεκίνησαν να ανηφορίζουν την ωχρή πλαγιά. Η φύση ριγά τρεμουλιάζει, ταλαντεύεται γύρω τους. Το νυχτερινό θερμό και υγρό τροπικό αεράκι του νησιού που φυσούσε ακόμη πάνω από τα ασβεστολιθικά πετρώματα των βουνών του νησιού χαϊδεύει τα πρόσωπα τα μέλη τους.
Μια πρώην πορτογαλική αποθήκη είχε τροποποιηθεί σε άνετο και ευρύχωρο σπίτι από τον παππού της. Ο παππούς της ένα λυγερόκορμος άνδρας στη φωτογραφία, είχε έρθει στο νησί από την Ισπανία, από ένα μέρος κοντά στα γαλλικά σύνορα, ήταν Βάσκος στην καταγωγή, κανείς δε γνώριζε τους λόγους που είχε εγκαταλείψει την Ισπανία και είχε εγκατασταθεί στο νησί.
Η κυρίως κάμαρα νοικοκυρεμένη, σκουπισμένη με επιμέλεια, φτωχική είχε όλα τα απαραίτητα. Ποτέ του δεν ρώτησε και δεν έμαθε εάν έμενε μόνη της.
Βούλιαξε στα μαξιλάρια του καναπέ. Δεν είχε κοιμηθεί και πολύ τις τελευταίες σαράντα οκτώ ώρες αλλά τι να τον κάνει τον ύπνο.
Η Διδώ του έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της καθώς έμπαινε στην κουζίνα λικνίζοντας προκλητικά τους γοφούς της.
«Παλιοκόριτσο! Διαβολεμένα υπέροχο.» Μουρμούρισε χαμογελώντας πλατιά. 
Εκείνη του έβγαλε περιπαιχτικά τη γλώσσα κι ύστερα εξαφανίστηκε στο εσωτερικό της κουζίνας.
Σηκώθηκε, τέντωσε, ίσιωσε το κορμί του και την ακολούθησε.
«Πρέπει να σε προειδοποιήσω» του δήλωσε ότι δεν υπήρχαν σπουδαία πράγματα σ΄ αυτή τη κουζίνα και δεν ξέρει τι θα μπορούσε να μαγειρέψει. «Θα δοκιμάσω να ετοιμάσω κάτι πρόχειρο.»
Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ενώ μιλούσαν μεταξύ τους χρησιμοποιώντας λέξεις για να επικοινωνούν, άλλα μέρη του εαυτού τους είχαν πιάσει μια πιο λεπτομερή συζήτηση.
Η επαφή της σάρκας της, καταλυτικός παράγοντας, τον απορύθμιζε εντελώς, δεν ήξερε που βρισκόταν, το μυαλό του έβραζε. Ήθελε να κατακτήσει αυτή τη γυναίκα. Την έβρισκε τόσο απίστευτα ποθητή. Ένοιωθε την ενέργεια να διαστέλλεται μέσα του, σαν λάβα ενεργού ηφαιστείου που αναζητεί διέξοδο στο κεντρικό του κρατήρα. Ήταν να μην ξυπνήσει μέσα του το αρσενικό και η ακόρεστη δίψα στα θέλγητρα και στην μαγεία του έρωτα, και στις ερωτικές απολαύσεις. Μερικές φορές ο άντρας αναζητά την αμμουδερή παραλία, τη βελούδινη αίσθηση της νύχτας, το άρωμα του αγιοκλήματος στο κορμί νεαρών κοριτσιών.
Η Διδώ τραβήχτηκε από την αγκαλιά του και στάθηκε στο κέντρο του δωματίου. Η ανάσα της ήταν τραχιά και τα μαλλιά της ανακατωμένα.
«Περίμενε» του είπε απλά.
Αυτός ξετρελαμένος μαζί της έκανε να την αγκαλιάσει ξανά, ένοιωθε τόσο όμορφα όταν μύριζε το υπέροχο ζεστό κορμί της, το γεμάτο ζωή.
Η Διδώ έβλεπε να την καρφώνει με τρόπο έντονο, κι ίσως πρόστυχο και λάγνο. Κοκκίνισε… τον σταμάτησε τεντώνοντας τα χέρια στο στήθος του και πισωπάτησε στην κουζίνα να ετοιμάσει το γεύμα τους. Υπάκουσε έμεινε ακίνητος στη θέση του ενώ το πάθος του καταλάγιαζε αργά στα μάτια του έμεινε να κοιτάζει στις γρίλιες των παραθύρων. Πέρα απ' τα παντζούρια του σπιτιού είναι η ζεστή μαύρη βελούδινη νύχτα, η θάλασσα και πέρα μακρυά η ατέλειωτη έρημος.
Κάθισε αναπαυτικά στην άκρη στο τραπέζι της κουζίνας και μες τη ζάλη του την έβλεπε να πηγαινοέρχεται από τα ντουλάπια στο ψυγείο και στα συρτάρια για να βρει ότι της χρειαζόταν. Ηταν ικανή. Αυτός είχε πολύ καιρό να δει μια γυναίκα να ετοιμάζει δείπνο με τόση δεξιοτεχνία
Στο ψυγείο υπήρχε πιλάφι με αστακό-ουρές που είχε μαγειρέψει μονάχη της την προηγουμένη. Το έβαλε στο τηγάνι να το ενυδατώσει με μπαχαρικά. «Λοιπόν πρώτα θα τελειώσω μ' αυτό» του είπε δείχνοντας το τηγάνι «και ύστερα θα φάμε στο τραπέζι όπως όλοι οι πολιτισμένοι άνθρωποι.»
«Όπως επιθυμείτε» της απάντησε δήθεν ενοχλημένος.
Άφησε το φαγητό να ετοιμαστεί κανένα δεκάλεπτο και αυτός τη βοήθησε να στρώσουν το τραπέζι.
Η μυρωδιά του φαγητού άρχισε ν΄ απλώνεται στην κουζίνα. Το πιλάφι με αστακό-ουρές ήταν ονομαστό σ' όλο το νησί. Κοιτώντας ο ένας τον άλλο στα μάτια απήλαυσαν το γεύμα τους. Το φαγητό της ήταν πραγματική απόλαυση.
Κάποια στιγμή δεν άντεξαν, αγκαλιάστηκαν, την σήκωσε στον αέρα και τη στριφογύρισε. 
Χωρίς να το ΄χουν σχεδιάσει, βρέθηκαν ξαφνικά στο κρεβάτι αγκαλιασμένοι πάντα. Άρχισαν να φιλιούνται, ώσπου τα γέλια έγιναν σιγανά μουρμουρητά κι ασυνάρτητοι ήχοι.
«Σε θέλω τόσο πολύ.» Της είπε ανάμεσα από στα φιλιά τους
Αυτή αναστέναξε τον αγκάλιασε με τα χέρια της και τον τράβηξε τον έφερε ακόμα πιο κοντά της. Την γευόταν επιτέλους και η γεύση της ήταν πιο γλυκιά και καυτή από κάθε προσδοκία κι ονείρωξη του. Άρχισαν να γδύνουν ο ένας τον άλλο με βιασύνη, καθώς και οι δυο τους απολάμβαναν αυτά τα παρατεταμένα υγρά φιλιά τους. Της έλυσε το στηθόδεσμο της και τα αλαβάστρινα στήθη της με τις μικρές ροζ θηλές ανέπνευσαν επιτέλους ελεύθερα και πανέμορφα. Η φύση τους οδηγούσε σε πρωτόγνωρα μονοπάτια που όμως, έδειχναν να περπατούν με εμπειρία φλογερών εραστών.  Οι ανάσες τους έγιναν  βογκητά. Δεν άντεχαν άλλο. Το φεγγαρόφωτο που τρύπωνε από το μικρό παράθυρο έριχνε τραχιές σκιές στον χώρο.
Μόλις χαλάρωσαν λίγο και η αναπνοή τους επανήλθε στο φυσιολογικό της ρυθμό, μένουν για λίγο σιωπηλοί. Κοιταχτήκανε. Και, καθώς σήκωσε το χέρι του για να κρατήσει το δικό της, τον πρόλαβε. Τα δάχτυλά τους πλέχτηκαν μεταξύ τους. Το νυχτερινό αεράκι του καλοκαιριού έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα δροσίζοντας το ονειροπόλο πρόσωπο της νεαρής κοπέλας, σέρνοντας μαζί του ευωδιές από τις ολάνθιστες αυλές των σπιτιών. Ωστόσο, μια βαθιά αυλακιά ανάμεσα στα φρύδια έκλεινε προσωρινά μέσα της την αναταραχή της ψυχής της. Η Διδώ έγειρε το κεφάλι της ελαφρά στο πλάι, σαν να τον κοιτούσε από διαφορετική γωνία και έσπασε πρώτη την σιωπή. 
«Πες μου, για εκείνη, γιατί χωρίσατε;»
«Τι;» .
«Εκείνη. Εκείνη για την οποία δεν ήθελες να μιλήσεις όταν σε ρώτησα αν είχες φορέσει δαχτυλίδι και δίστασες ν’ απαντήσεις. Δεν θες να το συζητήσουμε;»
Την κοίταξε. Δεν ήξερε, ήθελε;
«Είσαι σίγουρη ότι θες…»
«Ναι, θέλω να μου πεις» είπε.
«Πόσο χρόνο έχουμε;»
«Σε πονάει ακόμη;»
«Πού και πού. Σκέφτομαι όμως ότι, αφού δεν συμφωνούσε με το επάγγελμα μου, τότε χωρισμός ήταν αναπόφευκτος».
«Αυτό πιστεύεις;»
«Ναι» είπε. «Αλλά τότε δεν ήμουν σίγουρος.»
«Γιατί με κοιτάζεις έτσι;»
«Πως σε κοιτάζω;»
Δεν του απάντησε, αλλά ξέσπασε σε χαρούμενο γέλιο. Το γέλιο της ήταν γάργαρο που όμως δεν άκουγε το κελάηδημα του γιατί μπερδευόταν το μυαλό του με τον απόηχο των λόγων του για τη παλιά του ιστορία.
«Έχεις μια ατελείωτη γλυκύτητα.» Της λέει και με το δάχτυλό του σήκωσε το πιγούνι της.
«Θέλω να μείνω ξαπλωμένη εδώ (για πάντα) και να σε ακούω να μου μιλάς.. Θέλω ν’ αποκοιμηθώ στην αγκαλιά σου καθώς θα μου μιλάς. Πες μου μια ιστορία απ’ τα ταξίδια σου.»
«Φοβάμαι πως ακόμα κι εκεί είμαι σκέτη απογοήτευση: Δεν είμαι κάλος με τις ιστορίες. Είμαι άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερη φαντασία.»
«Νομίζω πως υπερβάλλεις. Βλέπεις, ακόμα και η επιλογή του επαγγέλματός σου αυτό λέει. Παραδέξου το: Εσύ ο ίδιος είσαι η διάψευση των όσων διατείνεσαι. Πες μου απλά την δική σου ιστορία. Μου κάνει.» Του λέει η Διδώ.
«Αφού επιμένεις. Μα δεν είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα! Φοβάμαι ότι δεν έχω καμία ιδιαίτερη αξία για κανέναν άλλον εκτός από τον εαυτό μου».
«Με περιπαίζεις; η μου φαίνεται».
«Ε, πού και πού το κάνω κι αυτό. Βάλτε το στη λίστα με τα υπόλοιπα ελαττώματά μου».
«Ποτέ φεύγεις;» Τον ρώτησε.
«Τα πρωί. Όταν ξημερώσει.» 
Αυτό την ευχαρίστησε, ενώ του ψιθύριζε… «Σε τούτα τα μέρη το πρωί αργεί να ξημερώσει, κι όλη η Νύχτα είναι μπροστά μας …όλη η Νύχτα.» Και ανέβηκε πάλι επάνω του.
Το χαμηλό φως των κεριών που τρεμόπαιζε έκανε τις σκιές δυο ενωμένων κορμιών να χορεύουν στον τοίχο, σ ένα κρεσέντο περιπτύξεων. Ο ερωτικός χορός που βρισκόταν σε εξέλιξη απειλούσε να κάψει το μικρό δωμάτιο. Όταν την πήρε στην αγκαλιά του, επιθυμούσε να κάνει δικά του όλα τα πλούτη της ζωής. Στο πρόσωπό της βλέπει όλη την πανίδα και τη χλωρίδα της γης: γαζέλα, ελαφίνα, κρίνο και τριαντάφυλλο, χνουδάτο ροδάκινο, μυρωδάτο βατόμουρο... είναι πολύτιμος λίθος, φίλντισι, αχάτης, μαργαριτάρι, μετάξι, το γαλάζιο του ουρανού, η δροσιά των πηγών, ο αέρας, η φλόγα, η γη και το νερό. 
Την έσφιξε πάνω του με τόση δύναμη που την πόνεσε. Τον ήθελε και παρακαλούσε μέσα της να κρατήσει κι άλλο κι άλλο, πολύ περισσότερο. Για πάντα.
Η καυτή του ανάσα μέτρησε κάθε ύψωμα στην σπονδυλική της στήλη. Έφτασε στη μέση της κι ακολούθησε το ερωτικό της ύψωμα. Δεν άντεχε άλλο, της ήλθε να λιποθυμήσει.
Αυτός ανάσαινε πια, καυτά, στην είσοδο της σχισμούλας της που έλαμπε από την υγρασία… κι εκεί ακριβώς ήταν που άγγιξε τα κατακόκκινα έξω χείλη της με την άκρη της γλώσσας του. Πίεσε το πρόσωπό του εμπρός και οδήγησε τη γλώσσα του βίαια μέσα της.
Αυτό ήταν! Είναι η στιγμή της μεγάλης κραυγής της που ξεπήδησε από τους γοφούς της, ο κορμός της εκτοξεύεται σαν πυροτέχνημα από τη λυγερή της μέση, τα βυζιά της ερμίνες φυλακισμένες στην ίδια τους την κραυγή, πυρωμένο κάρβουνο το στόμα της που ουρλιάζει. Και τα χέρια της ρυάκια που τραγουδούν και σκορπούν αρώματα. Αυτός ξαναβρίσκει στο κορμί της τα λαμπερά αστέρια της ονειροπόλας σελήνης, το φως του ήλιου, τον ίσκιο των σπηλαίων.  Μια αλυσιδωτή αντίδραση ξεκίνησε. Τον έπνιξαν τα υγρά της που έβγαιναν σε κύματα. Τη γεύτηκε χαμογελώντας από ικανοποίηση….
.... Μέσα σε ανεμοψιθυρίσματα, τον πήρε στα κλεφτά στην αγκαλιά του για λίγο ο Μορφέας. Όταν ξαφνικά τα παντζούρια γέμισαν γραμμές φωτός, ο κόσμος είχε γράψει τον νυχτερινό του κύκλο.
Με το πρώτο φως της αυγής, αχτίδες του ανατέλλοντος Ήλιου απ’ το φεγγίτη εισχώρησαν στο δωμάτιο και μαζί με το γλυκοχάραμα, έμπαινε και η μυρουδιά από τα κίτρινα άνθη της αλόης. Έξω ακούγονταν οι πρώτες φωνές των πουλιών. Ξύπνησε αλαφιασμένος στη μικρή κάμαρα και για λίγα δευτερόλεπτα προσπαθούσε να σηνειδητοποιήσει που βρισκόταν και τι είχε γίνει το βράδυ. Όταν συνήλθε και κοίταξε στο κρεβάτι η Διδώ κοιμόταν ακόμη. Το μαλακό φως του χαράματος έριχνε πάνω στο ξαπλωμένο σώμα της ένα απαλό φωτεινό πέπλο και ύπνος της ήταν γεμάτος χάρη. Στο πρόσωπο της πλανιόταν ένα ήρεμο χαμόγελο που πότε άλλοτε δεν θυμόταν να είχε ξαναδεί σε κοπέλα. Ήταν ακόμη πιο όμορφη στην αγκαλιά του Μορφέα. Έσκυψε και τη φίλησε στο μέτωπο. Τον πιάνει μια θλίψη. Σε λίγο θα τελειώσει αυτό το θαύμα που έζησε τη νύχτα. Αισθάνεται σαν τη σταχτοπούτα στο ανάποδο. Ως αυτή τη νύχτα δεν είχε ζήσει ξανά τέτοιες στιγμές, με καμία άλλη. Μα σε λίγο το παραμύθι θα τελειώσει κι αυτός αισθάνεται ότι θέλει να βάλει τα κλάματα. «Πως στο διάολο νιώθω έτσι;» συλλογίστηκε.
Την ώρα που αυτός γύρισε να ντυθεί την άκουσε να του λέει χαμηλόφωνα καλημέρα. Ανακάθισε στο στρώμα, στην άκρη του κρεβατιού γυμνή, και έριξε στην πλάτη τα ξέπλεκα μαλλιά της, με τα ρούχα δίπλα της διπλωμένα προσεκτικά. Τα τρυφερά της μάτια τον κοιτούσαν με ανάμεικτα συναισθήματα. Της ανταπέδωσε το βλέμμα και διέκρινε ένα δάκρυ να κυλά σαν μαργαριτάρι στο μάγουλο της. Ζύγωνε η ώρα ν' αναχωρήσει. Ήταν σαν αποβλακωμένος, λες και είχε λυγίσει από ένα αόρατο βάρος, αλλά ενθυμούμενος όλες εκείνες τις στιγμές που έζησαν το βράδυ του φαίνονται σαν απ’ τις πιο ευχάριστες  της ζωής του. Έξω ο ήλιος που είχε μόλις ανατείλει διατηρούσε ακόμη τις πορτοκαλιές αποχρώσεις του και το φως της ημέρας που έμπαινε στο δωμάτιο έδινε μια λάμψη στο περιβάλλον.
Μουρμούριζε στη γλώσσα του λέξεις μέσα από τα δόντια του, που για εκείνη ήταν ακατανόητες και δεν άργησε να της μεταδώσει την νευρικότητα του έτσι όπως στεκόταν σκεφτική και λίγο χλωμή. Ποιος ξέρει τι είχε μες το μυαλό της. Όταν μίλησε η φωνή της έτρεμε. «Τι μουρμουρίζεις; Το ξέρεις ότι παραμιλάς;» Του είπε αφού δεν καταλαβαίνει λέξη από τι της λέει.
«Τίποτα μάτια μου γλυκά. Όποιος δεν ξέρει τι να πει.... παραμιλάει. Ένας άγγελος είσαι καρδιά μου και δεν έχω το κουράγιο να... δεν ξέρω πως να.... πως να σε αποχωριστώ. Να πάλι μ' έπιασε λογοδιάρροια.» Της είπε.
Δάκρυα της ήρθαν δάκρυα στα μάτια.
«Σιώπα και μην λες ανοησίες.» Του ψιθύρισε.
Πήγε στην άκρη του κρεβατιού, κάθισε ακούμπησε το χέρι του στο μάγουλό της και της χάιδεψε τα μαλλιά. Τίναξε λίγο το κεφάλι της σα να'θελε να βάλει στη σειρά τα μυαλά της. «Πρέπει να φύγεις;»
Μάλλον τα λόγια της έκρυβαν έναν τόνο παραίτησης, μια σιγανή θλίψη και διάχυτη μελαγχολία να ρίχνει σκιά στο πρόσωπο της ... την φόβιζε η μοναξιά.
Έσκυψε το κεφάλι του και την φίλησε με μια βαθιά τρυφερότητα. Ένοιωθε επάνω στα χείλη του τη γεύση της αλμύρας από τα δάκρυα της – και ήταν η γεύση όλης της θλίψης, όλης της ανθρώπινης αδυναμίας. Για μια στιγμή τα πάντα σταμάτησαν μέσα του, λες μια βαθιά γαληνή είχε χυθεί επάνω του.
«Το πλοίο είναι έτοιμο για αναχώρηση και με περιμένει».
Εκείνη δεν κουνήθηκε καθάριζε τη φωνή της για να του πει αυτά που ήθελε, ενώ τα μάτια της ήταν σαν ένα δάσος σκιές. Δάγκωσε τα χείλη της. Η σκέψη ότι θα της έφευγε τώρα, ήταν τρομερή, τα χεριά της έτρεμαν, το πρόσωπο της συννέφιασε θλιμμένα, είχε γίνει κόκκινη σαν πιπεριά. Η φωνή της έτρεμε, τα χείλη και τα ρουθούνια της μύτης ανοιγόκλειναν όπως τα φύλλα από τον αγέρα, όπως τα φτερά του πουλιού κάτω από τον Ήλιο.
Μια στιγμή, ένιωσε να του κόβονται τα γόνατα. «Θα μπορέσω να φύγω απ’ το φιλντισένιο μου κλουβί; Ή θα με βρει εδώ ο ήλιος;» 
Έσκυψε πάνω της, μυρίζοντας τα μαλλιά της. «Είσαι τόσο όμορφη.»
Έξω ακούστηκαν οι πρώτες φωνές, το γάβγισμα ενός σκύλου και ποδοβολητά παιδιών που ξεκινούσαν για το σχολείο τους. Όπως τον έβλεπε, να ετοιμάζεται να φύγει, την πήρε πάλι το παράπονο.
«Μη φεύγεις.» Τα πλουμιστά της μάτια ήταν γεμάτα δάκρυα.
Έμεινε ασάλευτος ενώ μέσα του προσπαθούσε να φανεί ήρεμος κι αποφασιστικός, αλλά δεν τα κατάφερνε. Να πνίγει στη θάλασσα ήθελε έτσι που τον είχε αγκαλιασμένο.
«Σε παρακαλώ μείνε εδώ μαζί μου». Του είπε με φωνή σπασμένη.
Κούνησε το κεφάλι του. «Διδώ ακόμη κι’ αν έσκιζα την καρδιά μου στα δυο, δεν θ’ άλλαζε σε τίποτα η κατάσταση. Δεν μπορώ να μείνω εδώ στα νησιά του πράσινου ακρωτηρίου. Πρέπει να γυρίσω πίσω στο πλοίο μου. Ούτε και εσύ μπορείς να ‘ρθεις μαζί μου» της είπε, και προχώρησε με αργά βήματα προς την πόρτα.
Η Διδώ τινάχτηκε σα να τη δάγκωσε φίδι και τον πλησίασε από πίσω. Δισταχτικά άπλωσε τα χέρια και τα πέρασε γύρω από τη μέση του. Εκείνος δεν αντέδρασε κι εκείνη παίρνοντας περισσότερο θάρρος σφίχτηκε πάνω του ακουμπώντας το πρόσωπο της στην πλάτη του. Έμειναν για λίγα λεπτά έτσι, σαν σύμπλεγμα απελπισίας. Γιατί, ο καθένας, από τη δική του πλευρά, ήταν πραγματικά απελπισμένος. Αυτός γύρισε μέσα στο χειραγκάλιασμα της κοπέλας και το πρόσωπο της βρέθηκε στο στήθος του. Της χάιδεψε τα μαλλιά. Οι ώμοι της Διδώ άρχισαν να τραντάζονται από αναφιλητά και τα δάκρυα να μουσκεύουν το μπλουζάκι του. Πέρασε το αριστερό χέρι του γύρω από τους ώμους της, σα για να τους κάνει να σταματήσουν το τράνταγμα. Με το δεξί έπιασε το πηγούνι της και της σήκωσε το κεφάλι. Ύστερα έσκυψε και φίλησε τα γεμάτα δάκρυα μάτια της, γευόμενος την αρμύρα τους.
Τη φίλησε με θέρμη με δύναμη, με μια αγάπη που δεν είχε νιώσει γι’ άλλη γυναίκα. Και πολλή ώρα, πολλή ώρα, τόσο που όταν απομάκρυνε τα χείλη του απ’ τα δικά της, η πιο αγνή τρυφερότητα είχε έρθει να φωλιάσει μέσα του. Η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα τώρα, όπως ακριβώς την ώρα που έκαναν έρωτα χθες το βράδυ. Έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι αρκετά.
Σκούπισε με το πανωφόρι τα μάτια της και του χαμογέλασε με κόπο. Η φωνή της άλλαξε, λες κι είχε σκληρύνει, έμοιαζε πιο αποφασιστική. 
«Θα σε ξαναδώ;». Τον ρώτησε.
Αυτός χλόμιασε ένοιωσε τα αισθήματα του να βρίσκονται παγιδευμένα σε ιστό της αράχνης που προσπαθούσαν ν' απαλλαγούν. Χαμήλωσε τη ματιά του στο πάτωμα, δεν μπορούσε να συναντήσει το βλέμμα της. Μια στιγμή δισταγμού. Έπειτα μίλησε με μια φωνή γεμάτη θλίψη.
«Δεν μπορώ να σου πω, το ελπίζω στο μέλλον. Πολλά μπορεί να συμβούν». Είπε και αναχώρησε. Ένα πικρό χαμόγελό της τον κατευόδωσε.
Στην επιστροφή για το πλοίο διανύοντας τον κατηφορικό χωματόδρομο μέσα από τα χαμηλά σπίτια, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του τραβηγμένα, το βλέμμα του χαμηλωμένο και άδειο, ένα βαθύ κενό, σημάδι πόνου που κουβαλούσε από τις εικόνες της χθεσινής βραδιάς να του υπενθυμίζει πως ένα κομμάτι του εαυτού του, έμεινε πίσω μαζί της, σαν σκιά ονείρου, για να του την θυμίζει. Ισιώνοντας το κορμί του κοίταξε για μια τελευταία φορά πίσω του και τράβηξε το σκονισμένο δρόμο βαδίζοντας ολόισια, χωρίς να σταματήσει καθώς απομακρυνόταν από το χωριό.
Ήθελε να βάλει τα κλάματα, που έκανε μια δυνατή ερωτική σχέση που όμως δεν μπορούσε να έχει ευτυχές τέλος. Η Διδώ ήταν πραγματικά ξεχωριστή, κι ακόμη το ένιωθε πως δεν ήταν δυο ξένοι μεταξύ τους. 
«Παρακαλώ, προσέξτε την σκάλα» είπε ο βατσιμάνης.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια του για να σταματήσει τα δάκρυα.
«Καλώς ήρθες στο Πλοίο». 
Έφτασε στο πλοίο εξουθενωμένος από τις έντονες παραστάσεις της χθεσινής ημέρας και νύχτας, έχοντας ανάγκη από απόλυτη μοναξιά.
Το βράδυ στη καμπίνα του, πέταξε βιαστικά τα ρούχα του κι έπεσε ξερός στο κρεβάτι. Άναψε ταυτόχρονα το πορτατίφ κι ένα τσιγάρο. Το ένα για να τον φωτίζει και το άλλο για να τον σκοτίζει. Έτριψε τα μάτια του και δοκίμασε να ιεραρχήσει τις σκέψεις του. Είχε έρθει στο καράβι να συλλέξει εμπειρίες επαγγελματικές, και είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως θα ζούσε την κάθε μέρα δυνατά, ρουφώντας εξαντλητικά κάθε της πτυχή. 
Στην αρχή πέρασε άγρυπνες νύχτες ν' αναθυμιέται, τα ίδια και τα ίδια σαν έπεφτε στο κρεβάτι να κοιμηθεί και έμενε να κοιτάζει την οροφή στη βουβή καμπίνα του. Προσπαθεί να κοιμηθεί ήρεμος, μα ο νους του παίζει παιχνίδια και η καρδιά του πάλλει δυνατά.Η σκέψη της ροκάνιζε αδιάκοπα μια γωνιά του μυαλού του. Φανταζόταν ότι την κρατούσε στην αγκαλιά του. Έτσι σκεφτόταν. Μυροβόλα η αύρα της, να τον καλεί γοερά, δροσερά κ' ευώδης η ανάσα του κορμιού της, έρχονταν να τον τριβελίζει επιθυμώντας το άγγιγμα της. Να γεύεται τα χάδια της μέχρι που τον έπνιγε η μοναξιά εκεί που τελειώνει η μελαγχολία, κ’ ένα σύννεφο ν’ απλώνεται παντού στις σκέψεις του. Όμως αντί να έχει εκείνη στην αγκαλιά του τη νύχτα, αγκάλιαζε σφιχτά το μαξιλάρι και ένιωθε ένα μαράζι να τον πνίγει.
Συνεχίζοντας με το πλοίο τα ταξίδια τους, πλέον όλα είχαν πάρει το δρόμο τους. Δικαιολογείται στον εαυτό του ότι δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς! Η εικόνα όμως της Διδώ με τα θολωμένα μάτια της έρχεται ακόμη στο νου και του ανακατεύει κάποιες στιγμές τις σκέψεις του και πότε-πότε τον κυρίευαν τύψεις και μια κρυφή ενοχή, για όσα συνέβησαν εκείνο το βράδυ και τα κουβαλούσε μέσα του.
Ο ήλιος συνέχιζε την ίδια τροχιά του κάθε μέρα. Σε όλο αυτό το διάστημα, προσπάθησε να συμβιβαστεί με τη πραγματικότητα και με το γεγονός πως αυτή είναι η μοίρα του σαν ναυτικός. Τα βιολετιά τα μάτια της, τρυφερές νύχτες μες στις ατέλειωτες ξαγρύπνιες του, άνοιγαν μ’ ένα μονάχα βλέμμα τους ρωγμές σε όσα μέσα του κρατούν. Το μόνο που έχει να κάνει είναι να αποδεχτεί την πραγματικότητα και μαζί της τη θλίψη πως ότι έφυγε δε γυρίζει πίσω. Κι αν πάλι γυρίσει, δε θα είναι το ίδιο. Το πλοίο ήταν ήδη χιλιάδες λεύγες μακριά από το νησί του Πράσινου Ακρωτηρίου! Κάπου είχε διαβάσει τελευταία κάτι σχετικό με τους συλλογισμούς του! «Όταν διψάς δεν είναι ανάγκη να πέσεις στο ποτάμι να πνιγείς, σκύβεις, πίνεις, ξεδιψάς και φεύγεις». 
Με το καιρό του φαινόταν σαν ψέμα που ο πόνος μαράθηκε όπως μαραίνονται τα κομμένα τριαντάφυλλα, και αυτός σώπαινε υποφέροντας όλο και λιγότερο! Ο χρόνος τις σκέψεις του για εκείνη τις έδιωξε όπως ο άνεμος που περνά και γυμνώνει το δέντρο από όλα τα νεκρά του φύλλα και με τον καιρό αναμνήσεις, εικόνες της, όλα έγιναν αέρας, καπνός, λησμονιά στον πάτο του πηγαδιού! 

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

Me To Perasma Tou Xronou H Photo Ksethoriase!

"Στου αδελφού μου την μαρμάρινη κρύα πλάκα επάνω, 
δέσποζε φωτογραφία μ' ένα πανέμορφο ιστιοφόρο.
Στην πρύμνη του κυμάτιζε τεραστία νορβηγική σημαία. 
Με το πέρασμα του χρόνου η φωτογραφία ξεθώριασε.
Σήμερα έγινε λάμψεις πάνω σ’ ένα κόκκινο φόντο.
Λες και την κοιτάζεις στο φως μεσ’ από κλειστά βλέφαρα."


Η ιστορία μου αυτή, είναι ένας στοχασμός για τη ζωή που είναι πράγματι αγώνας πάνω στο ανυπέρβλητο του θανάτου, ένας στοχασμός για τις χαμένες ελπίδες, για τα ανεδαφικά όνειρα, για της φθοράς τα απόνερα, του πρόωρα αποθανόντος αδελφού μου, στα πεπραγμένα του, στους καιρούς που γνώρισε και στους απόηχους της ζωής που ο ίδιος ονειρεύτηκε. Η ιστορία μου αυτή πρόκειται για μία περιπλάνηση που περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου και έχει να κάνει με τον κύκλο της σύντομης ζωής του. Ο αδελφός μου είχε τα στοιχεία ενός χαρισματικού ανθρώπου, κατ’ εξοχή  στοχαστικός, με πολλή φαντασία που ισορροπούσε μεταξύ της πεζής καθημερινότητας και του φαντασιακού του κόσμου με τις φρούδες ελπίδες. Στη ζωή του οι αποφάσεις του συνήθως δεν είχαν  θετικό αποτέλεσμα, αλλά δεν έπαυε να τον διέκρινε αξιοθαύμαστη επιμονή να επιμένει να γεύεται τον αέναο κύκλο της ανθρώπινης περιπέτειας αναζητώντας τον απολεσθέντα παράδεισο, σ' ένα ζοφερό παρόν, τις χαλεπές μέρες, και τις δύσκολες εποχές, όπου μεγάλωσε. Ο ίδιος ένιωθε ότι ζούσε σε μια πεζή εποχή χωρίς οράματα, στόχους και επιθυμίες. Την εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία μας ο αδελφός είχε αφήσει πίσω του τα είκοσι πέντε χρόνια του και όδευε για τα τα πρώτα του ...άντα. 
Έχοντας χαθεί στις αναζητήσεις στα «γιατί» και «πώς», ήταν η περίπτωση ενός νέου άνδρα που αδυνατούσε να βρει το ζωτικό του χώρο. Αδυνατούσε να μένει άπραγος στο συντηρητικό περιβάλλον που στήνει ακόμα και φράκτες ανάμεσα στους ανθρώπους και αρνείται παθιασμένα την οποιαδήποτε μεταβολή, ενώ γύρω του τα πάντα σαλεύουν. Η προσωπική του στάση ζωής ήταν σαν την προσευχή, που μπορείς να την κάνεις παντού. Έτσι και τη ζωή του μπορούσε να την ζήσει παντού. Πάλευε με τους προσωπικούς του δαίμονες αλλά και με όσα εμπόδια η ζωή έσπερνε στον δρόμο του τα αντιμετώπιζε με γλυκόπικρο χιούμορ ως ένα άτομο που αδυνατεί να ωριμάσει, με αποτέλεσμα να βιώνει δυσκολίες σε επαγγελματικό, προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο.
Επεδίωκε να είναι πάντα πρόσχαρος και χαμογελαστός με όλους. Προσφιλής του συνήθεια ήταν να λέει μικρά ανέκδοτα που ελαφρύνουν την ατμόσφαιρα και δημιουργούν κλίμα ζεστασιάς. Ακόμη και αν δεν τον συμπαθούσες ιδιαίτερα, ωστόσο ποτέ δεν θα επιθυμούσες το κακό του. Κινιόταν ανέγγιχτος μέσα στη μικρή ζούγκλα του περίγυρου του, κι είχε το χάρισμα της ειλικρίνειας ώστε πολύ εύκολα να μαντέψεις τις σκέψεις του, και δεν ήταν απαραίτητο να ζητήσεις την γνώμη του. Την έλεγε πρώτος. Ήταν το τυπικό του ανθρώπου να παίρνει τα πράγματα ελαφρά, μέχρι την τελευταία στιγμή, και στο τέλος μόνο να ξεσπά σε μια ασύγκριτη δραστηριότητα.
Την εποχή που διαδραματίζονται τα γεγονότα της ιστορίας μας ο αδελφός μου είχε εγκατασταθεί και ζούσε μόνιμα στο νησί της Ρόδου. Γνώρισε το νησί πρώτη φορά πριν από μερικά χρόνια όταν το επισκέφθηκε στη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας του με αφορμή στρατιωτικές ασκήσεις. Από τα πρώτα λεπτά που πάτησε το πόδι μου στο νησί δεν του άφησε πολλά περιθώρια συναισθηματικών επιλογών. Το ερωτεύτηκε αναγκαστικά. Και αστραπιαία. Πριν καν πατήσει το έδαφος του, ακόμα απ’ το καράβι, από την πρώτη του ματιά. Όπως ακριβώς όταν ερωτεύεσαι κάτι πριν το αγγίξεις, μόνον απ’ την αύρα του.
Η βιομηχανία αναψυχής και διακοπών είχε μεγάλη ανάπτυξη στο νησί, και αυτό ήταν που έφερε πολύ κόσμο αποφασισμένο να επενδύσει στον τομέα αυτό.
Η Ρόδος είναι από εκείνους τους προνομιούχους τόπους που διαθέτει μερικά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Την μακραίωνη ιστορίας της, την μεγάλη σε διάρκεια ηλιοφάνεια το έτος, και την θάλασσα, με ότι αυτό συμπεριλαμβάνει. Αν δε σε όλα αυτά προσθέσει κανείς και την φυσική ομορφιά του τοπίου, καταλαβαίνει εύκολα γιατί η Ρόδος αποτελεί ένα από τα πιο ελκυστικά σημεία της Μεσογείου. Σήμερα είναι ένα νησί γεμάτο από αξιοθέατα που καλύπτουν τα ενδιαφέροντα και των πιο απαιτητικών επισκεπτών.
Κλείνοντας αισίως ήδη μια πενταετία στο νησί των ιπποτών, τελευταία αισθανόταν ότι η ζωή του είναι πια μια μόνιμη ρουτίνα. Η δουλειά που είχε επιλέξει σαν μεταβατική έγινε μόνιμη, πληκτική και η σχέση του με την Μποέμ Ιρλανδή ζωγράφο αν και είχε κάνει τους πιο απίθανους συμβιβασμούς κατέληξε σε αδιέξοδο.  Αναμφίβολα αν και η Ιρλανδή έχαιρε ιδιαίτερης κοινωνικής εκτίμησης, ήταν ένας άνθρωπος που ζούσε ελεύθερα, δημιουργικά, χωρίς συγκεκριμένα όρια και αυστηρούς κανόνες με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί ο ένας από τον άλλο. Ζούσαν δύο διαφορετικές..... παράλληλες..... πραγματικότητες που δεν συναντιόνταν τον τελευταίο καιρό.
Η ζωή του δεν κυλούσε σε καλά χαραγμένες ράγες, άρχιζε να νιώθει ότι έχει τελματώσει και εκτροχιάζεται δημιουργώντας συναισθηματικές πληγές.
Το να επουλώσεις τις πληγές είναι η μεγαλύτερη πρόκληση στην ζωή.
Είναι ο καιρός που πρέπει κάτι ν’ αλλάξει, κάτι που θα τον πάει παραπέρα. Αν κι αυτό του φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο, αναζητάει κάθε πληροφόρηση που θα τον βοηθήσει να υπερβεί τις παλιές πληγές.
Είναι καιρός για μετακίνηση. Ένα απεριόριστο Σύμπαν δυνατοτήτων είναι διαθέσιμο μέσα του αρκεί να ξέρει πού να κοιτάξει και πώς να κοιτάξει.
Τον πρώτο του χρόνο στη Ρόδο μπήκε στη δούλεψη μιας εταιρείας θαλασσίου τουρισμού. Έγινε κάτοχος διπλώματος ταχύπλοου και ταυτόχρονα αποφοίτησε τη ναυαγοσωστική σχολή και με την πάροδο του χρόνου έγινε το δεξί χέρι του διευθυντή της εταιρείας. Έμεινε κάτι παραπάνω από ένα χρόνο σ’ αυτή την δουλειά μέχρι που αποφάσισε να κάνει κάτι δικό του.
Αρχικά υπερεκτίμησε τις επιχειρηματικές του ικανότητες και συνάντησε μεγάλες δυσκολίες να σταθεί σταθερά στα δικά του πόδια. Από τις κοπιαστικές ατέλειωτες μέρες και τις ακόμα πιο οδυνηρές νύχτες ήρθαν επιτυχίες που σημάδεψαν την ζωή του. Μια επιχείρηση του με αντικείμενο την γρήγορη διατροφή κατάφερε να επιβιώσει στη διάρκεια της λειτουργίας της και να γίνει αρκετά κερδοφόρα επιχείρηση. Όλα κυλούσαν πάνω στις ράγες τις καθημερινής ρουτίνας, τίποτε δεν προμήνυε εκτροχιασμό κι ανατροπή. 
Δυστυχώς, σύντομα, όλα τα παραπάνω έγιναν η νέα του καθημερινότητα κι αυτό τον ασφυκτιούσε. Ο αδελφός μου λάτρευε να ζει έξω από τις γραμμές και τα πλαίσια διψούσε για νέες εμπειρίες. Πέντε χρόνια αργότερα πούλησε την επιχείρηση που δημιούργησε και ανέπτυξε με μεράκι, με εξαιρετικό κέρδος είναι η αλήθεια. Έτσι και αλλιώς δεν είχε βάλει ποτέ ταμπέλες στη ζωή του, μια ζωή που έμοιαζε ανερμάτιστη και έρμαιο των δύσκολων διαδρομών και καταστάσεων, όπως προτιμούσε να παρηγορεί τον εαυτό του.
Του άρεσε το καζίνο, το ρίσκο, η αδρεναλίνη του τζόγου τον παρέσερνε, ξόδευε αρκετό από τον ελεύθερο χρόνο του να το επισκέπτεται συχνά τα καζίνο της πόλις και δεν ακολουθούσε πάντα τον κανόνα «παν μέτρον άριστον». Του φαινόταν δύσκολο να καταλάβει ότι όλα στη ζωή είναι μια πείνα, μια άσβεστη πείνα που μπορεί να σε κατασπαράξει τον ίδιο και να σε οδηγήσει στην καταστροφή.
Έξω είχε αρχίσει να σουρουπώνει και η πιο λατρεμένη του ώρα της ημέρας τον βρήκε στους δρόμους της παλιάς πόλις να σέρνει αργά τα βήματά του. Είχε φτάσει η στιγμή για την πιο χαλαρωτική απόλαυση. Διάλεξε μια καφετέρια στο πολύβουο πεζόδρομο και κάθισε να απολαύσει μια δροσιστική μπύρα, ενώ ο ήλιος προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από τα επιβλητικά κτίρια. Το συνηθισμένο αυτό δροσιστικό υγρό ξύπνησε τις αισθήσεις του, βοηθώντας τον να ρουφήξει απερίσπαστος τις τελευταίες αχτίδες του πορτοκαλόχρου Ήλιου. Ένα αίσθημα ευεξίας και πληρότητας τον κατέλαβε μονομιάς. Άρχισε να χαζεύει τους περαστικούς και να μεταφέρεται νοητά στις επόμενες τρεις ώρες και στην προγραμματισμένη επαγγελματική συνάντηση που θα είχε με έναν Πέρση επιχειρηματία, έχοντας κατά νου να εξασφαλιστεί το βέλτιστο αποτέλεσμα από τις διαπραγματεύσεις τους.
Ένας ντόπιος επιχειρηματίας - έμπορος έργων τέχνης - περιστασιακά συνεργαζόταν με τον αδελφό μου, ήταν αυτός που είχε προγραμματίσει αυτό το ραντεβού, δηλώνοντας του ταυτόχρονα με έμφαση.
«Για τους ξένους επενδυτές, η ευγενική συμπεριφορά, ο σεβασμός, και η προσοχή είναι απαραίτητα στοιχεία ώστε να ανοίξουν οι πόρτες σε μια επιτυχημένη επαγγελματική συνάντηση.»
Και συνέχισε με νόημα. «Όταν η τέχνη και το εμπόριο αντιμετωπίζονται ως βασικοί πυλώνες του πολιτισμού και της κοινωνικής εξέλιξης, τότε οι λαοί διαμορφώνουν και μια κοσμοπολίτικη αντίληψη, που οδηγεί στην έννοια πρόοδος.»
Στο διπλανό τραπέζι ένα ανέμελο νεαρό ζευγάρι είχε μόλις τελειώσει το φαγητό του και επιδιδόταν σ' ένα παθιασμένο φιλί. Τα βλέφαρα φτερούγιζαν αντανακλώντας το πάθος τους και η αλογοουρά της όμορφης κοπέλας λικνιζόταν με χάρη στην πλάτη της. Ο αδελφός μου χαμογέλασε συγκαταβατικά, καθώς χαιρόταν ιδιαίτερα να βλέπει ερωτευμένους ανθρώπους να πετάνε στα σύννεφα. Είχε νιώσει αρκετές φορές ερωτευμένος με κάποιες απ' τις γυναίκες που είχε κατά καιρούς στο πλάι του, όμως ο χρόνος ερχόταν αμείλικτος ν' αποδείξει ότι ήταν ένας απλός ενθουσιασμός. Η ιστορία δίδασκε ότι ο αδελφός μου πάντα έφευγε πρώτος από τις σχέσεις του. Εκείνο το γκρίζο δευτερόλεπτο που διαισθανόταν ότι σπαταλάει τις σταγόνες της ψυχής του σ' έναν δεσμό χωρίς μέλλον, εξαφανιζόταν χωρίς δεύτερη σκέψη. Αντιλαμβανόταν την ψυχή του ως πεπερασμένη κι ήθελε να διαφυλάξει το μεγαλύτερο δυνατό μέρος της ατόφιο για τη δικιά του μελλοντική πριγκίπισσα της καρδιάς του.
«Ο έρωτας είναι σαν μια καινούργια χώρα που ναι μεν κρατάς χάρτη για να την ανακαλύψεις αλλά στο βάθος εύχεσαι να χαθείς στα σύνορα της». Μιλούσε στον εαυτό του,  μιλούσε μέσα του.
Χαμογέλασε ενθυμούμενος τα παιδικά μας χρόνια και τις διηγήσεις του σοφού παππού μας.  «Είστε φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό όπως τα δέντρα. Όταν το πιστέψετε μπορείτε να ανθίσετε». Μας έλεγε με στοργική  αγάπη.
Με τον Τζαφέρ –όπως λεγόταν ο Πέρσης-  είχαν γνωριστεί μια κρύα νύχτα του τελευταίου χειμώνα την ώρα που ολόκληρη η πόλη κοιμόταν εκεί που μπορείτε να ικανοποιήσετε την αδρεναλίνη σας ή να απολαύσετε τον καφέ και το ποτό σας  στο πολυτελέστατο μπαρ του Καζίνο της Ρόδου.  Ήταν ένας τριανταπεντάρης κοσμοπολίτης άνδρας με καταγωγή από την Περσία κι από το κλειστό κύκλο του ανατραπέντα Σάχη. Τη νύχτα εκείνη φλυάρησαν ευχάριστα για αρκετό χρονικό διάστημα. Έκτοτε οι δρόμοι τους μέχρι και σήμερα δεν ξανασυναντήθηκαν.
Απόψε συναντιούνται και πάλι. Το ραντεβού με τον Τζαφέρ ήταν για τις εννέα και μισή άλλα φρόντισε να φτάσει δέκα λεπτά νωρίτερα Το γραφείο του Πέρση όπου θα γινόταν η συνάντηση ήταν σ’ να στενό δρόμο της παλιάς πόλις, στο εσωτερικό μια μικρής αυλής που δεν την έβρισκε κάνεις εύκολα. Ο αδελφός μου ενστικτωδώς το σημείωσε αυτό στο μυαλό του. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Το ένστικτο κι η διαίσθηση του τον προειδοποιούσαν. Το στομάχι του σφίχτηκε. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι αυτό που ένοιωθε είναι το τρακ της συνάντησης.
Σαν έφτασε βρήκε τον Τζαφέρ να τον περιμένει στο δροσερό περιβάλλον του γραφείου. Το εσωτερικό του γραφείου με την εμφάνιση του έδινε την εντύπωση, άνεσης και πλούτου για τον ιδιοκτήτη του. Ο Τζαφέρ περνούσε λίγα χρόνια τον αδελφό μου αλλά τα γκριζαρισμένα μαλλιά πρόσθεταν αλλά πέντε στην ηλικία του. Ήταν ένας εύρωστος άνδρας γύρω στο μπόι του αδελφού μου – ένα ογδόντα πέντε – γεροδεμένος. Απέπνεε έναν αέρα ήρεμης αυτοπεποίθησης που δημιουργούσε εκ πρώτης όψεως την εντύπωση ανθρώπου καλόβολου και ευτυχισμένου. 
Αντάλλαξαν χειραψία επιφυλακτικά αναμετρώντας ο ένας τον άλλο. Τότε από το πρόσωπο του αδελφού μου φάνηκε ένα διάφανο χαμόγελο. Ήταν το χαμόγελο του ανθρώπου που ενώ ανάλαβε μια δουλειά για την όποια δεν νοιαζόταν ιδιαίτερα, είχε αποφασίσει να την κάνει όσο καλύτερα μπορούσε.
Ο Τζαφέρ του εκμυστηρεύτηκε πως είχε μια εταιρία με πλούσια εμπειρία σε υπηρεσίες που προσφέρονται σε ξενοδοχεία και στη θάλασσα στο χώρο σκαφών αναψυχής στη περιοχή του περσικού κόλπου. Απόφαση του ήταν να προχωρήσει σε παρόμοιες επενδύσεις στο νησί της Ρόδου και αναζητούσε συνεργάτη ικανό να μπορεί να διαχειριστεί την επένδυση. Το ζήτημα της χρηματοδότησης ήταν αποκλειστικά δική του ευθύνη, αυτός απλώς αναζητούσε τον άξιο μάνατζερ ώστε να προχωρήσει τα επιχειρηματικά σχεδία του.
Περνώντας οι μέρες ο αδελφός μου με τον Τζαφέρ είχαν δημιουργήσει μια περίεργη σχέση, που ήταν ταυτόχρονος φιλική και τυπική. Αν και είχαν πλέον μια οικειότητα που τους επέτρεπε να αποκαλούνται με τα μικρά τους ονόματα, ο αδελφός μου συνέχιζε να έχει ελάχιστες πληροφορίες για το παρελθόν του Τζαφέρ, και είχε σκεφτεί πολλές και διαφορετικές θεωρίες.
Ανάμεσα στα σχέδια τους ήταν και η αγορά ενός σκάφους με αντικείμενο τον θαλάσσιο τουρισμό. Ο αδελφός μου γνώριζε ότι στην αγορά προσφερόταν προς πώληση ένα παραδοσιακό εντυπωσιακό ξύλινο σκάφος αναψυχής, ένα τρεχαντήρι 18 μέτρων ο πιο χαρακτηριστικός και διαδεδομένος τύπος ξύλινου σκάφους στο Αιγαίο. Ένα σκαρί ναυπηγημένο στους φημισμένους ταρσανάδες της Σάμου.
Ήταν χωρίς υπερβολή ένα εντυπωσιακό σκάφος. Ήταν εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο με πευκόξυλο από τα δάση της Σάμου.  Φαρδύ στη μέση και με χαμηλά ύφαλα είχε έντονα καμπυλωτές πρύμη και πλώρη κι ένα σκαλιστό άλμπουρο που ορθωνόταν ψηλά πάνω από την κουπαστή. Σαν ιστιοφόρο ήταν καλά εξοπλισμένο μ’ έναν τρίγκο μια μπούμα και δυο φλόκους. Ήταν ένα τυπικό δείγμα τρεχαντήρι, ήταν εντυπωσιακό και πολύ όμορφο. Το καθόλου ευκαταφρόνητο αμπάρι του είχε μετατραπεί σε καμπινές και το κατάστρωμα σε γέφυρα μ' ένα τεράστιο σαλόνι.
Μετά από μερικά τηλέφωνα έμαθε ότι το όμορφο σκαρί βρίσκεται αυτή την εποχή σε μαρίνα σκαφών αναψυχής στην Αττική.
Αναχώρησε αρχικά με το πλοίο της γραμμής για το νησί της Κω, να τακτοποιούσε κάποιες εκκρεμότητες σε μια μικρή επιχείρηση ειδών τουρισμού που συνεργαζόταν και ακολούθως θα πετούσε για την Αθήνα να συναντήσει τον πωλητή του σκάφους.
Το πρωινό τον βρήκε καθισμένο αναπαυτικά στη μικρή αίθουσα του αεροδρομίου, βλέποντας το πολύβουο πλήθος που ξεχυνόταν μπροστά του σαν ορδή μυρμηγκιών. Ένα συνονθύλευμα χρωμάτων, αρωμάτων και εκφράσεων γέμιζε το οπτικού του πεδίου. Έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε να καταγράψει τις εικόνες. Στο μαύρο φόντο των βλεφάρων του μια απρόσκλητη λάμψη άρχισε να μεγαλώνει. Όταν τα άνοιξε ξανά, ανακάλυψε μια φωτεινή γυναικεία οπτασία. Εστίασε ο βλέμμα στο πρόσωπο το σαγηνευτικά οικείο σ' αυτόν.
Η Ζανέτ!
Ήταν η λάμψη που αποτυπώθηκε στα βλέφαρά του, με τα ελεύθερα πυρρόξανθα μαλλιά της να πλαισιώνουν τ’ όμορφο πρόσωπο της. Τα μάτια της γαλάζια με ασυνήθιστο βάθος. Η μυτούλα της αναιδής και τα σαρκώδη χείλη της μισάνοιχτα καθώς εισερχόταν στην κλιματιζόμενη αίθουσα με την θορυβώδη παρέα της. Ο ήλιος της μεσογείου δεν είχε καταφέρει να σβήσει τις απαλές φακίδες που στόλιζαν τη ράχη της μύτης της και που μόλις διακρίνονταν κάτω από το ηλιοκαμένο χρώμα της. Του φαινόταν ιδιαίτερα ελκυστικό το ψεγάδι τούτο. Και το στόμα της ήταν ελκυστικό. Αναρωτήθηκε τι γεύση να είχε, και ένιωθε να τον ερεθίζει η σκέψη και μόνο.Το σοκ ήταν ευχάριστο σαν βουτιά σε βουνίσιο χείμαρρο. Στη θέα της αναρίγησε, αλλεπάλληλα κύματα άδραξαν τα σωθικά του και διάφορες εικόνες άρχισαν να περνούν από το μυαλό του.
Εκείνη τη στιγμή η Ζανέτ ειδοποιούμενη από κάποιο τηλεπαθητικό ένστικτο γύρισε προς το μέρος του και διέκρινε την σιλουέτα του ανάμεσα στο πλήθος. Για ένα λεπτό που κράτησε όσο μια αιωνιότητα, έμεινε σιωπηλή, κεραυνοβολημένη, από ένα αίσθημα κατάπληξης.
«Θεέ μου» ψιθύρισε. Το βλέμμα τους έσμιξε και μείναμε να κοιτάζονται. Πετάχτηκε όρθιος και με ένα τελευταίο βήμα εξαφάνισε την απόσταση που υπήρχε ανάμεσα τους.
«Πρέπει να κόψουμε αυτές τις συναντήσεις» της είπε. «Θ’ αρχίσουν να μας υποπτεύονται»
Ένα χαρούμενο πλατύ χαμόγελο εμφανίστηκε στο δροσερό πρόσωπο της. Η αντίδραση της ήταν άμεση, όσο για τον τόνο της φωνής της, διατηρούσε πάντοτε τη  χαρακτηριστική μουσικότητα.
«Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που ξανά ανταμώνουμε, χαρούμενο κάθαρμα!» του φώναξε εγκάρδια.
Φτερούγισε η καρδιά του, κάτι σαν ρίγος, κάτι δύσκολο να περιγράψει, ένοιωσε ανατριχιάζοντας, ενώ τα χέρια τους δυνάμωναν το σφίξιμο τους. Όχι ακριβώς σεξουαλικό, αλλά μάλλον ένα είδος εσωτερικής επικοινωνίας.Τα χεριά τους χωρίστηκαν. Ο δεσμός ανάμεσα τους διακόπηκε, αλλά δεν χάθηκε.
Είχαν συναντηθεί πολλές φορές στο πρόσφατο παρελθόν. Την ύπαρξη με τη μικροσκοπική ελιά πάνω απ' τα χείλη την γνώριζε πολύ καλά εδώ και τρία χρόνια. Το μυαλό του έκανε χιλιάδες συσχετισμούς ταυτόχρονα, ταξιδεύοντας σε ενδόμυχες διαδρομές.
Ο χρόνος γύρισε πίσω τρία ολόκληρα χρόνια και «βυθίστηκε» στις αναμνήσεις του.
«Θα με κοιτάς χωρίς να μιλάς;»
«Μπορεί και να το κάνω» της απάντησε. «Αν το θέλω» πρόσθεσε χαμογελώντας 
Ήταν όλοι τους νεαροί έως τριάντα ετών από διάφορες χώρες της Ευρώπης, με αφοπλιστική άνεση στον λόγο και στη σωματική επικοινωνία. Αποτελούσε κι εκείνος κρίκο μιας εκλεκτής παρέας που μοιράστηκαν εμπειρίες και βιώματα απολαμβάνοντας το γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού. Οι γυναίκες της παρέας ήταν στην πλειονότητά τους ξανθιές, όμορφες, γεμάτες δυναμισμό και γοητεία υπεροχής. Η ζεστή αύρα του και το πλατύ χαμόγελο του, κέρδιζαν αμέσως τις εντυπώσεις και τον καθιστούσαν στο επίκεντρο.
Ο κόσμος είναι όμορφος ακριβώς γιατί αποτελείται από χιλιάδες αγόρια και χιλιάδες κορίτσια.
Η Ζανέτ ήταν γέννημα θρέμμα το Νορβηγικού βορρά, εκεί που τα βράδια του καλοκαιριού οι εποχές μπερδεύονται. Τα μεσάνυχτα το φως του ήλιου στο βάθος του ορίζοντα παραμένει ακόμα αχνό, άλλα υπαρκτό μέσα σ’ ένα βαθύ μπλε τοπίο. Μεγάλωσε δίπλα στη θάλασσα και τα καταπράσινα δάση, με προπάππο ναυτικό και θείους ιστιοπλόους, είχε από πολύ μικρή τη θάλασσα στο αίμα της. Από πιτσιρίκα είχε ένα δικό της βαρκάκι κι έκανε συνεχώς βόλτες.
Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές της, εργάστηκε στην εταιρεία πετροχημικών της οικογένειας, όμως πολύ σύντομα κατάλαβε ότι η συμβατική ζωή δεν της ταιριάζει. «Σε αντίθεση με τις φίλες μου, που ήθελαν να κάνουν καριέρα και οικογένεια, εγώ ήθελα να ταξιδεύω» έλεγε η Ζανέτ η οποία μέσω κοινών γνωστών είχε γνωρίσει τον αδελφό μου όταν η οικογένεια της πέρασε τις καλοκαιρινές διακοπές, με το ιδιόκτητο καταμαράν τους στο νησί της Ρόδου. Η οικογένεια της είχε στην κατοχή της ένα καταπληκτικό πανέμορφο λευκό με μαύρα ύφαλα ιστιοπλοϊκό καταμαράν.
Η Ζανέτ και ο αδελφός μου δεν ήταν παρά απλοί φίλοι.
Ήταν όμως, εξίσου αληθινό πως είχαν συμπαθήσει πολύ ο ένας τον άλλο, και πως όλοι στην παρέα το είχαν καταλάβει. Πολλοί από το περιβάλλον της Ζανέτ της είχαν πει επιδοκιμαστικά «Λιώνεις τον πάγο» και το κομπλιμέντο την είχε κολακέψει.
Τα αισθήματα του αδελφού μου ήταν τα φυσιολογικά αισθήματα οποιουδήποτε άνδρα προς μια κοπέλα τόσο γοητευτική όσο η Ζανέτ. Δεν ήξερε αν η σχέση εξελίσσονταν σε κάτι πιο σοβαρό. Δεν ήταν άλλωστε ακόμη σίγουρος αν ήθελε να γίνει κάτι τέτοιο.
Ούτε η Ζανέτ από την πλευρά της ήταν σίγουρο ότι το ήθελε. Μερικές φορές χανόταν μέσα στις ονειροπολήσεις, όπου η καριέρα της είχε δευτερεύουσα σημασία. Θα παντρευόταν φυσικά μια μέρα κι ο άνδρας που θα έπαιρνε θα ήθελε να έμοιαζε πολύ με τον αδελφό μου. Το ότι θα μπορούσε όμως να ήταν ο ίδιος ο αδελφός μου ήταν μια σκέψη που απέφευγε να την κάνει. Την γοήτευε με την απλότητα του, με την ανεπιτήδευτη συμπεριφορά του, με το ανέμελο ντύσιμο του – φορούσε σχεδόν πάντα τζιν – με τη φανερή περιφρόνηση του για την παράδοση και με την ακόμη πιο φανερή στάση του να μην τον δαμάσει η καθημερινότητα. Ο αδελφός μου ήταν η μεσογειακή φιγούρα του γοητευτικού νεαρού άνδρα που τραβούσε τα βλέμματα των θηλυκών που προσπερνούσε. Τα πάντα ήταν άψογα πάνω του. Κορμοστασιά ευθυτενής. Μαλλιά καστανόξανθα περιποιημένα, ελαφρώς κυματιστά. Πρόσωπο καθάριο. Βλέμμα ζεστό, διαπεραστικό μα και υπεροπτικό ανάβλυζε από τα μελιά του μάτια.
Έλξη υπήρχε δεν χωρούσε καμία αμφιβολία, έντονη και από τις δυο πλευρές.
Βρέθηκαν στο αεροπλάνο. Μ’ ένα μαγικό τρόπο κατάφεραν να κάθονται πλάι πλάι.
Το νησί του Ιπποκράτη, και οι ηλιόλουστες ακτές του βρισκόταν από κάτω τους καθώς το τζετ, που ανυψωνόταν τους έφερνε όλο και ψηλότερα στον ουρανό.
Ο Ζανέτ διάβαζε την εφημερίδα με απολυτή αυτοσυγκέντρωση που όμως δεν μπορούσε να ξεγελάσει τον αδελφό μου ούτε για μια στιγμή. Αποφάσισε να περιμένει για λίγο και να κάνει μερικές ερωτήσεις κατά την διάρκεια της πτήσης.
Αυτή ύψωσε το βλέμμα της, περιμένοντας τον αδελφό μου να μιλήσει πρώτος.
«Έχει περάσει καιρός από τότε.», μουρμούρισε αμήχανα.
«Από τότε που χωριστήκαμε, πόσες φορές η αύρα της άνοιξης διαδέχτηκε την πάχνη του χειμώνα;» τον ρώτησε.
Ακούγοντας τη να ομιλεί έτσι ο αδελφός μου του ξαναήρθαν στη μνήμη οι όμορφες εκείνες εποχές που ένοιωθε απέραντη τρυφερότητα γι’ αυτήν.
Ρουφούσε τα λόγια της και τα χρώματα που έβγαζαν οι λέξεις της, και τις μυρωδιές που έμοιαζαν σαν υπογραμμίσεις στις φράσεις της.
«Ε λοιπόν δεν θα σου έλεγα ψέματα, αν σου έλεγα ότι σε σκεπτόμουν όλο αυτόν τον καιρό.»
Της τόνισε με απόλυτη ειλικρίνεια.
Στη συνέχεια η πτήση για την Αθήνα ήταν επεισοδιακή με αναταράξεις.
Του κράτησε σφικτά το χέρι.
Ο αδελφός μου ανταποκρίθηκε ακουμπώντας στοργικά το χέρι στους ώμους της.
Η Ζανέτ πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να χαλαρώσει.
Μετά βυθίστηκαν στη σιωπή απορροφημένος ο καθένας από τις σκέψεις του.
Έκλεισαν τα μάτια κι όταν τα ξανάνοιξαν, μολονότι νόμιζαν πως πέρασαν μόλις λίγες στιγμές, διαπίστωσαν ότι ετοιμάζονταν να προσγειωθούν. Σηκώθηκαν απρόθυμα από τις θέσεις τους.
Το βραδάκι βρέθηκαν να συνωστίζονται οι δυο τους στα στενά δρομάκια και τις γραφικές πλατείες της Πλάκας. Το βράδυ ο ιερός βράχος της Ακρόπολης φάνταζε σαν κορώνα πάνω από την Πλάκα, λουσμένος καθώς ήταν στο φως των προβολέων που τον τύλιγαν σε μια γλυκιά άχλη. Την επομένη η Ζανέτ αναχώρησε για τις Σπέτσες να συναντήσει τους δικούς της.
Το προς πώληση παραδοσιακό σκάφος βρισκόταν ελλιμενισμένο στο λιμανάκι της Ζέας όπου επικρατεί συνωστισμός και φασαρία και πολλά σκάφη χρησιμοποιούν την μαρίνα για χειμερινό αγκυροβόλιο.
Για τον αδελφό μου υπήρχαν ακόμη πολλά πράγματα που έπρεπε να μάθει για το παραδοσιακό σκάφος αναψυχής. Ο πιο κατάλληλος να τον βοηθήσει ήταν ο Αλέκος. Ο Αλέκος ήταν ένας νεαρός άνδρας που είχε εργαστεί ένα ολόκληρο καλοκαίρι μαζί με τον αδελφό μου στην εταιρεία ιστιοφόρων σκαφών αναψυχής – σκιπερς- και είχαν δημιουργήσει μια εγκάρδια σχέση μεταξύ τους.
Ο πατέρας του Αλέκου, ψηλός λεπτός με πυκνά ακατάστατα μαλλιά και έντονα μαυρισμένο δέρμα, έμπειρος επιχειρηματίας που δραστηριοποιείται στο χώρο της κατασκευής και εμπορίας σκαφών αναψυχής με έδρα στη Δυτική Αττική και καλύπτει τον ευρύτερο χώρο της Ελλάδος ήταν αυτός που ανέλαβε να τον βοηθήσει. Άλλωστε το σκάφος αυτό είχε περάσει αρκετές φορές από το καρνάγιο του. Ήταν ένας κρητικός στην καταγωγή δαιμόνιος επιχειρηματίας, που ανδρώθηκε στη δύσκολη δουλειά της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης της ευρύτερης περιοχής και η επιχείρηση του ανθούσε. Η αγορά είχε σε μεγάλη υπόληψη τις επιχειρηματικές ικανότητες του. 
 «Εκπλήσσομαι!» του λέει.
«Γιατί;»
«Ωραία όλα αυτά που μου λες! Σε ρωτώ λοιπόν! Γνωρίζεις στ’ αλήθεια ποιος είναι αυτός ο μυστηριώδης εργοδότης παύλα χρηματοδότης σου;» Τον ρώτησε τον αδελφό μου. «Αχ, βρε αγόρι μου! Άκουσε όμως τι θα πω εγώ τώρα. Εγώ τον τύπο το γνωρίζω πολύ καλά γιατί κάποια στιγμή τον είχα πελάτη.  Για τον Πέρση φίλο σου οι απόψεις διίστανται και κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά ένα «ναι» ή ένα «όχι» κατά πόσο καλοπροαίρετος, νομοταγής και υπεύθυνος επιχειρηματίας επενδυτής είναι. Κατ’ άλλους είναι ένας ικανότατος λαθρέμπορος, και κατ’ άλλους δαιμόνιος επιχειρηματίας. Κατ' εμένα είναι ένας ικανότατος επιχειρηματίας που πατά σε δύο βάρκες, κρατώντας την ισορροπία του, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να πεταχτεί στη μία ή στην άλλη! Μην πάρεις επάνω σου το βάρος των πράξεών του, απλά κρατήσου μακρυά του. Το γραφείο του πιστεύω ότι έχει διασυνδέσεις με Ινδούς και Πακιστανούς εμπόρους χρυσού. Είναι κρίκος μιας αλυσίδας που διακινεί παράνομα χρυσό από το Περσικό κόλπο στην Ινδία.»
Ο αδελφός μου προσώρας ταλαντεύτηκε βασανισμένος. «Δεν μπορεί να μιλάς σοβαρά» του είπε βηματίζοντας νευρικά για να απελευθερώσει ένα μέρος της νευρικότητας που τον είχε πλημμυρίσει.
«Εγώ απλά προσπαθώ να σε προειδοποιήσω. Καλύτερα να το ξανασκεφτείς. Μην μπαίνεις σε τέτοιους μπελάδες.» Συμπλήρωσε ο κρητικός και τον απέτρεψε να δεχτεί αυτή τη συνεργασία. Τη θεωρούσε λάθος.
Μια αρχική παγωνιά σκέπασε ολόκληρο το κορμί του αδελφού μου, καθώς σκέφτηκε το δίλημμα που έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει. Η αλήθεια είναι ότι μ’ αυτά που άκουσε, μια ακόμη επαγγελματική ευκαιρία που του κτυπούσε την πόρτα έπρεπε να την απορρίψει. Ωστόσο δεν σήκωσε και μαύρα πανιά. Το ένστικτο του έλεγε ότι κάτι έκρυβε εκείνο το γραφείο πίσω από τη μικρή αυλή, αλλά ποτέ του δεν είχε αντιληφθεί κάτι το ιδιαίτερα σοβαρό και παράνομο.
Τις επόμενες ώρες είχε συνέλθει τελείως, ήταν εξαιρετικά ευδιάθετος. Δε θα ‘λεγες ότι δεν του καιγόταν καρφί. Ήταν όμως φανερό ότι ένοιωθε απελευθερωμένος. Αποφάσισε ότι δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να υποφέρει επειδή είχε αποτύχει να μαντέψει την πραγματικότητα που κρυβόταν πίσω από τις επαγγελματικές ασχολίες του Πέρση.
Δεν ήταν λοιπόν μεγάλη έκπληξη ότι ο αδελφός μου αποφάσισε να ακυρώσει το ραντεβού με τον μεσίτη του παραδοσιακού σκάφους. Είχε πάρει ήδη το μονοπάτι που θα τον ταξίδευε στα μυστικά βάθη μέσα στον ίδιο του τον εαυτό. Πέντε ώρες αργότερα σαλπάρισε με το πλοίο της γραμμής για τις Σπέτσες. Το γλυκό απογευματινό φως τον βρήκε ακουμπισμένο στην κουπαστή του πλοίου. Αγνάντευε το νησί και ένοιωσε χαμένος μέσα σε βαθιά γαλάζια μάτια και στο άρωμα που άφησε πίσω της η ηλιοφίλητη επιδερμίδα της.
Όταν η Ζανέτ έκανε την πρόταση στον αδελφό μου αν ήθελε να ταξιδέψουν με το ιστιοπλοϊκό νότια προς τη Μονεμβάσια και Ελαφόνησο αυτός παρ’ όλες τις επιφυλάξεις του ενθουσιάστηκε από την ιδέα. Το αναζητούσε αυτό, να φύγει μακριά, αναζητώντας καταφύγιο στην ηρεμία της θάλασσας. Εκεί πίστευε πως θα γιάτρευε τις πληγές του με τους ήχους του άνεμου και των κυμάτων.
Πιότερο από ποτέ, σήμερα λαχταρούσε να σαλπάρει και πάλι για κείνους τους  τόπους, που ‘χεν ακούσει τόσες και τόσες ιστορίες στα χρόνια που κύλησαν από τον ξενιτεμό τους.
«Είναι καλός καιρός για μετακίνηση;» τον ρώτησε την επομένη το πρωί. «Ο καλύτερος» της απάντησε και ήθελε τόσο πολύ να γευτεί την ευφορία μέσα στο αλάτι της θάλασσας.
Να ξεδιψάσει δηλαδή σε κείνη την  ακτή που βρέχεται από όλα τα… ενδεχόμενα.
Μετά τη ρώτησε επιφυλακτικά. «Και ποιος θα πλοηγήσει το σκάφος».
Η Ζανέτ έδειξε θιγμένη.
«Εγώ φυσικά». Απάντησε. «Το έχω κάνει πολλές φορές».
Περίμενε να αμφισβητήσει ο αδελφός μου τις ικανότητες της, αλλά αυτός το απέφυγε. Είχε αντιληφθεί πως η Ζανέτ ήταν ισορροπημένη κοπέλα, ίσως παραπάνω από όσο έπρεπε. Όταν διατεινόταν ότι μπορεί να κάνει μια δουλειά, δεν έλεγε ποτέ ψέματα.
Υπήρχε ωστόσο, ένα ακόμη σημείο που έπρεπε να κανονίσουν. Το σκάφος έπαιρνε τέσσερα άτομα. Έπρεπε να βρουν τους άλλους δυο.
Φίλοι του υγρού στοιχείου και οι δυο, τόλμησαν να αντιμετωπίσουν τον Ποσειδώνα! Με δίπλωμα ναυτοσύνης οι δυο τους, έδειξαν εμπιστοσύνη στην πείρα τους κι αποφάσισαν να ξελογιαστούν από το μουσικό θρόισμα του αέρα στα πανιά, να μεθύσουν από το συρτό ήχο που κάνει το σκάφος γλιστρώντας στα κύματα!
Μονάχοι τους!.
Γενικά από πλευράς καιρικών συνθηκών οι πρώτες μέρες του Αυγούστου ήταν φθινοπωρινές. Σαν Οκτώβρης ήταν! Συννεφιά, ισχυροί άνεμοι και βροχές. Ο αδελφός μου το έβρισκε εντελώς ασυνήθιστο, και αστείο μαζί, να είσαι Αύγουστο στην Ελλάδα, και μάλιστα στις Σπέτσες, και να είσαι κουκουλωμένος με νιτσεράδα!
Εκείνο το πρωί όμως ήταν χαρά Θεού, η θάλασσα γυαλί. Ο ήλιος αναδυόταν μέσα από το Αιγαίο πέλαγος γεμίζοντας τον γαλάζιο ουρανό με πορτοκαλί λιωμένα τριαντάφυλλα. Ζέστη και μια διαύγεια στην ατμόσφαιρα απίστευτη, με ασθενείς άνεμους, ανήμπορους να φουσκώσουν τα πανιά του ιστιοπλοϊκού. Ακατάλληλος καιρός για ιστιοπλοΐα.
Μπρος η μια μηχανή λοιπόν, με πέντε κόμβους ταχύτητα, το σκάφος απέπλευσε από το κοσμοπολίτικο λιμένα των Σπετσών αφήνοντας  πίσω του το ακρωτήριο του Ζάστανο, αθόρυβα και αργά, αλλά σταθερά, έβαλε πορεία στο νοτιά, πλώρη για το Κυπαρίσσι και τη Μονεμβάσια. Με το μεγάλο τιμόνι να κάνει ένα "κλικ", πότε αριστερά και πότε δεξιά, στην προσπάθειά του να υπακούσει στις εντολές του αυτόματου πιλότου. Το καταμαράν είναι το κατ’ εξοχήν σκάφος κρουαζιέρας. Ξακουστό για την όρθια, γρήγορη και ασφαλή πλεύση του σε όλες τις θάλασσες, έχει μικρό βύθισμα και εύκολο χειρισμό. Πλεονεκτήματα του, που το κάνουν ασυναγώνιστο σε σχέση με πολλά συμβατικά σκάφη. Λόγω του πλάτους και των δυο πλωτήρων του, όταν αρμενίζει με τα πανιά δεν παίρνει κλίση, αλλά ταξιδεύει ίσια  και έτσι, οι επιβάτες έχουν το μέγιστο της ασφάλειας και της απόλαυσης του ταξιδιού. Λόγω του μικρού βυθίσματος των πλωτήρων, γλιστράει γρήγορα και αθόρυβα πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας, πάει παντού γρήγορα, άνετα και με ασφάλεια. Είναι από τα ασφαλέστερα ιστιοπλοϊκά σκάφη πρακτικά αβύθιστο, παντός καιρού, ικανό να διασχίσει και ωκεανούς. Ταυτόχρονα με τις δυο μηχανές του, μία σε κάθε πλωτήρα ότι και να συμβεί, και με μία θα φτάσει με ασφάλεια στο λιμάνι του. Ακόμη, με τις δυο μηχανές, οι μανούβρες και η προσέγγιση και στο πιο δύσκολο λιμάνι γίνονται ευκολότερα. Είναι το συνώνυμο της άνεσης και της απόλαυσης.
Είχαν απομακρυνθεί από τις Σπέτσες όταν τους θυμήθηκε ο Αίολος. Άνοιξαν τα πανιά και το ιστίο της πλώρης φούσκωνε από υπερηφάνεια. Είναι απίστευτη η δύναμη που κρύβει μέσα του ο αέρας! Με το πανί πλανάριζε το καταμαράν, ελαχιστοποιώντας έτσι την απόσταση που τους χώριζε από τον προορισμό τους.. Κάμποσες ώρες γλιστρούσαν ανάλαφρα στα κύματα, και στον ορίζοντα, εκεί που η θάλασσα σμίγει με τον ουρανό. Ήταν ένα γαλήνιο θέαμα να παρατηρείς το διπλό αφρισμένο αυλάκι που άφηναν στο πέρασμα τους και να χαϊδεύεις με το βλέμμα τα τεντωμένα και πανίσχυρα πανιά.
Από το Μυρτώο πέλαγος κρυφοκοιτάζουν πίσω από τις σχισμάδες των βράχων, και ο προορισμός τους έρχεται όλο και πιο κοντά.
Το Κυπαρίσσι!
Ανταύγειες εαρινού κήπου, άνθη ευφροσύνης σε τούλι μαγικό. Αεί ζωή και ρέμβη αγαλλίασης.
Το Κυπαρίσσι ίσως είναι ένας από τους ελάχιστους ανεπιτήδευτους παραδοσιακούς οικισμούς των ακτών του Μοριά που διατηρεί το χρώμα και τη γραφικότητά του. Βέβαια σ’ αυτό συντέλεσε η μακρόχρονη οδική απομόνωση του. Το Κυπαρίσσι ή αλλιώς Βρύση- ο παλαιότερος συνοικισμός εκ των τριών οι οποίοι αποτελούν σήμερα το χωριό (Παραλία, Μητρόπολη, Βρύση), βρίσκεται χτισμένο εκατό μέτρα ψηλά απ’ τη θάλασσα, σε μικρή απόσταση απ’ αυτήν, σε θέση με πυκνή μεσογειακή βλάστηση από πεύκα, πρίνα, χαρουπιές και κυπαρίσσια. Είναι αθέατο από την παραλία και κτίσθηκε έτσι για λόγους ασφάλειας από τους πειρατές, όταν αυτοί λυμαίνονταν τις ακτές της Πελοποννήσου. Αργότερα όταν πέρασε ο κίνδυνος, δημιουργήθηκαν οι παραθαλάσσιοι στον βαθύ και υπέροχο κόλπο του Κυπαρισσιού, με τις δύο εκπληκτικές παραλίες και τα δύο ξωκλήσια, αυτό του Αγίου Νικολάου στα βόρεια και του Αγίου Γεωργίου στον νοτιά, που ανοίγεται με εμπιστοσύνη στο βαθύ απέραντο γαλάζιο του Μυρτώου Πελάγους. Είναι ένα τοπίο με μυστική παρθενικότητα, με αρώματα βουνού και ψιθύρους της θάλασσας, από αυτούς που αρχίζουν να σπανίζουν στην Ελλάδα.
Στην πλευρά του Πάρνωνα που βρέχεται από το Μυρτώο πέλαγος οι ακρογιαλιές της περιοχής φημίζονται για τα πεντακάθαρα νερά και την ησυχία τους. Αν έχετε δικό σας σκάφος θα γνωρίσετε απάτητες ακροθαλασσιές που προσεγγίζονται δύσκολα ή και καθόλου από την στεριά, όπως ο ορμίσκος Δρυμίσκος, τέσσερα μίλια νοτιότερα απ’ το μόλο της Παραλίας, το κλειστό ακρογιάλι της Βλυχάδας το απόμερο Μπαλογκέρι, και η εσωτερική θάλασσα του Γέρακα.
Είναι η τρίτη ημέρα της θαλάσσιας περιπλάνησης!
Μεσημέρι αναχώρησαν από το Μπαλογκέρι για το νοτιά.
Την επόμενη ώρα μεγάλος αριθμός από χαμηλά σύννεφα έκαναν την εμφάνιση τους στον ουρανό από τα δυτικά, προάγγελος της μπόρας που ερχόταν.
Κατέβασαν το πανί!
Το σκάφος έπλεε με τις μηχανές με όση ταχύτητα διέθετε κι ωστόσο φαινόταν να έμενε ακίνητο στο νοτιοανατολικό άκρο της Πελοποννήσου χοροπηδώντας μέσα στην θαλασσοταραχή αψηφώντας τα κύματα και τον άνεμο.
Το μικρό σκάφος δεχόταν στη μάσκα του συμπαγείς υδάτινους τοίχους των κυμάτων κι ο άνεμος το μαστίγωνε μ’ αφρούς. Η θαλασσινή αχλή πλησίαζε την στεριά σαν μαργαριταρόσκονη, ερχόμενη από τα νερά του ρεύματος του Μυρτώου πελάγους και τα κύματα έσκαζαν σε αλλεπάλληλα μέτωπα ορμώντας στη λαμπερή λευκή άμμο και στη βάση των ανεμοδαρμένων βράχων απ’ τη θάλασσα και τους αέρηδες.
Η νοτιοανατολικές ακτές της Πελοποννήσου βρίσκονται στη ζώνη των Αληγών ανέμων. Συνηθέστερος άνεμος είναι ο νοτιοανατολικός, ο σιρόκος, αλλά το σύστημα των ανέμων αναστρέφεται εντελώς καμιά φορά και τότε ξεσπούν άγριες βορινές θύελλες που έρχονται από την βαλκανική χερσόνησο.
Το σκάφος τρεμούλιαζε στην κακοκαιρία σαν όχημα που έτρεχε πάνω σε ανώμαλο δρόμο. Οι σποραδικές αστραπές μεγάλωναν την αίσθηση του απειλητικού θυμωμένου καιρού.
Ο Ζανέτ για ένα λεπτό νόμισε πως είχε χάσει τον έλεγχο. Γρήγορα κατόρθωσε να ισορροπήσει και πάλι την πορεία, πλοηγούσε μ’ εξαιρετική προσοχή και δεξιοτεχνία. Είχε περάσει κάπου μισή ώρα που κλυδωνίζονταν και σκαμπανέβαζαν όταν συνειδητοποίησαν πως μέσα στα σύννεφα από αφρούς που στροβιλίζονταν γύρω τους, μπροστά τους ξεπρόβαλε ένα άνοιγμα, ένα κανάλι.
Αριστερά και δεξιά κάθετοι βράχοι που οι καταιγίδες αιώνων είχαν σμιλέψει τις λείες και στρογγυλές επιφάνειες τους, πλαισίωναν μια μακρόστενη λωρίδα νερού, φιδωτή μέχρι εκεί που έφτανε το βλέμμα τους και συνέχιζε ακόμα. Τα κύματα έσπαζαν πάνω στους βράχους με αμείλικτη και επίμονη μανία, που ποτέ άλλοτε δεν είχε εντυπωσιάσει τον αδελφό μου όσο τώρα. Είχε δει πολλές φορές πριν άγρια κύματα, ποτέ όμως από τόσο κοντά και μάλιστα μέσα από ένα τόσο ελαφρύ πλοιάριο. Κοίταζε με αγωνία τα κύματα που έζωναν τους βράχους.
Η Ζανέτ έστρεψε την πλώρη του σκάφους που σκαμπανέβαζε θεαματικά στη ταραγμένη θάλασσα παίρνοντας ρότα προς το άνοιγμα, με το σπρώξιμο του ανέμου να τους παρασύρει από την ανασφάλεια της τρικυμισμένης ανοικτής θάλασσας σε ήρεμα νερά. Από τη στιγμή που βρέθηκαν μέσα στο στενό πέρασμα τα ορμητικά κύματα είχαν χαλαρώσει.  Μαζί τους είχαν φύγει και οι χειρότεροι φόβοι, δεν υπήρχε πια κίνδυνος. Η ηρεμία φώλιασε ξανά στην καρδιά τους. Πέρα στον ανατολικό ορίζοντα άστραφτε ακόμη, και η βροχή που απομακρυνόταν ακουγόταν σαν χαμηλό μουρμουρητό, ενώ ο άνεμος πάνω στους ιστούς του σκάφους σφύριζε όλο και λιγότερο. Ο Ήλιος άρχισε να ξεπροβάλλει δειλά δειλά και τα σύννεφα αραίωναν. Καλωσόρισαν μ’ ανακούφιση τις νέες συνθήκες. Τελικά αποδείχτηκε πως η ικανότητα της Ζανέτ στη θάλασσα ήταν πρώτης τάξεως.
Σταδιακά η ταχύτητα του σκάφους έγινε ομαλή, ανέβασαν και πάλι το πανί. Σαν πουλί το καταμαράν διέσχισε χωρίς δυσκολία το στενό πέρασμα που οδηγούσε στον εσωτερικό κόλπο. Η θάλασσα μπροστά τους απάνεμη, το νερό γινόταν σχετικά ήρεμο και καθαρό ώστε να μπορείς να διακρίνεις τον αβαθή πυθμένα, εκεί μπορούσαν να αγκυροβολήσουν.
Ένας σταθερός νοτιοδυτικός άνεμος έπνεε και το σκάφος λικνιζόταν σαν ζωντανή ύπαρξη.
Ο αδελφός μου αμέσως κατέβασε το πανί και η Ζανέτ έκανε έναν κύκλο στον κόλπο για να βρεθούν στη θέση αγκυροβολίας.
 Μόλις το σκάφος αγκυροβόλησε στο ασφαλές λιμάνι ούτε ο αδελφός μου ούτε η Ζανέτ ένοιωθαν την ανάγκη να μιλήσουν. Υπήρχε κάποια σιωπηρή επικοινωνία μεταξύ τους, που δεν ήθελαν να την διαταράξουν με λόγια κι ήταν ευχαριστημένοι καθώς μοιράζονταν την γαληνή και το θαύμα της ήρεμης θάλασσας. Προς το παρόν τους ήταν ευχάριστο να ρουφούν το φρέσκο δροσερό αεράκι του απάνεμου αγκυροβολίου, να νοιώθουν τον ουρανό πάνω από το κεφάλι τους να καθαρίζει από τα μουντά σύννεφα, να παρακολουθούν τον ήλιο να συνεχίζει τη μακρά πορεία του προς την δύση, ζωγραφίζοντας πορφυρές και μοβ ακτίνες στον ουρανό και λούζοντας την περιοχή μ’ ένα μπρούντζινο χρώμα. Έμοιαζε σαν να μην υπήρχε στον κόσμο τίποτα άλλο γι’ αυτούς. Ακόμα κι ο χρόνος είχε σταματήσει. Ο αδελφός μου ένοιωθε πως μπορούσε να μείνει αραγμένος εκεί για πάντα, γαληνεμένος, απολαμβάνοντας το ανάδεμα του σκάφους στον μικρό κυματισμό. Ήταν ο ευτυχισμένος πολεμιστής που αναπαύεται μετά από τη μάχη. Έκτος από τον απαλό παφλασμό των κυμάτων και τον χτύπο της καρδία του, επικρατούσε απόλυτη σιγή. Ανά διαστήματα πέρα από το μικρά ταβερνάκια του χωριού ο απόηχος των γέλιων έσπαγε τη γαλήνη. Τίποτα άλλο από όσα η ζωή μπορούσε να προσφέρει δεν τον γέμιζε με τόση ευχαρίστηση και ήρεμη αίσθηση της δύναμης, όση τον πλημμύριζε αυτή η ελευθερία του ανοικτού ορίζοντα.
Χαλαρώνοντας μείνανε για λίγο σιωπηλοί, στιγμές ευδαιμονίας κάτω από τον έναστρο ουρανό.
Περνώντας η ώρα ένοιωθαν μεγάλη πείνα.
Η Ζανέτ έσπασε πρώτη τη σιωπή.
« Θα ετοιμάσω τώρα ένα γνήσιο παραδοσιακό νορβηγικό γεύμα», είπε.
Ο αδελφός μου της χαμογέλασε με εκείνο το κοφτό ανεπαίσθητο χαμόγελο του, που της άρεσε πολύ.
« Θα σε βοηθήσω» της είπε.
Τελειώνοντας το δείπνο τους και πίνοντας το δροσιστικό τους cocktail, απολάμβαναν ο ένας τη συντρόφια του άλλου, ξέροντας ότι η σιωπή ήταν φορτισμένη μ’ αυτό το κάτι.
Είχε πέσει παντού η νύκτα. Ωστόσο δεν απλωνόταν βαθύ σκοτάδι, γιατί το φεγγάρι συμπλήρωνε το γέμισμα του και έτσι ακόμη και με τη βοήθεια των φώτων της παραλίας υπήρχε ορατότητα.
Η Ζανέτ κοιτούσε προσεκτικά προς τα δυτικά του ουρανού, ψάχνοντας φανερά για κάτι. «Είναι αλήθεια», ρώτησε «πως αν ξέρεις προς ποια κατεύθυνση να κοιτάξεις, μπορείς να δεις την Αφροδίτη κατά τη διάρκεια της ημέρας; Χθες, μετά τη δύση του Ήλιου ήταν τόσο λαμπρή, που το πίστεψα».
«Είναι απόλυτα αληθινό» αποκρίθηκε ο αδελφός μου «Πρέπει να την εντοπίσεις, όταν το πετύχεις, μετά είναι πολύ εύκολο να τη δεις».
Έστρεψε τη ματιά του στον ουρανό, κι άφησε το νου του ελεύθερο να κάνει μια σύντομη βόλτα στο λαβύρινθο του απέραντου, του απάτητου χάους. Ένοιωσε ότι όλα γύρω τους αιωρούνται στο χείλος μιας αβύσσου που ξεπερνά τις βασικές ανθρώπινες γνώσεις.
«Τα επόμενα πρωινά», της είπε «αν κοιτάξεις χαμηλά στα ανατολικά -βορειοανατολικά περίπου τριάντα με σαράντα λεπτά πριν την ανατολή του ηλίου θ’ αντικρίσεις την Αφροδίτη αλλά και τον Δία, τους δύο λαμπρούς πλανήτες κοντά στο λυκαυγές».
Της διηγήθηκε μια πολύ παλιά ιστορία .
«Η αγάπη, λένε αρχίζει από το σπίτι, και το γαλάζιο πουλί του έρωτα βρίσκεται μόνο στο πίσω μέρος της αυλής μας. Μπορεί να είναι κι έτσι, άλλα η γνώση ειν’ αδιαίρετη και βρίσκεται παντού.»
«Ήταν την εποχή του γιου του βασιλιά Γύγη. Κοντά στη Μίλητο στην Ιωνία, στις όχθες του Αιγαίου, ο Θαλής, γιός του Εξαμύου και της Κλεοβουλίνης, περπατούσε στην έξοχη.
Ο Θαλής ερευνούσε τον ουρανό για να ανακαλύψει τα μυστικά της τροχιάς των αστέρων. Η νεαρή υπηρέτρια που τον ακολουθούσε είδε μια μεγάλη τρύπα στη μέση του αγρού. Την απέφυγε. Αντίθετα ο Θαλής, που συνέχιζε να ερευνά τα’ αστέρια, έπεσε μέσα. 
«Δεν μπορείς να δεις μπροστά στα πόδια σου και νομίζεις πως θα καταλάβεις τι γίνεται στον ουρανό!» του πέταξε καθώς τον βοηθούσε να βγει από την τρύπα.
«Ο Θαλής ήταν ο πρώτος «διανοητή στην ιστορία,» συνέχισε.
Η Ζανέτ το απολάμβανε! Η μεσημεριανή θαλασσοταραχή ήταν κιόλας πολύ μακρινή. Τα σκούρα μάτια της τον κοίταζαν χαμογελώντας με ικανοποίηση. 
« Είναι τόσο όμορφα εδώ», είπε. «Αυτός ο γαλήνιος κόλπος κάτω από τον έναστρο ουρανό μου θυμίζει λίγο τα φιόρδ της πατρίδας μου. Η διαφορά είναι οι φοίνικες και τα ελαιόδεντρα που δημιουργούν την μεσογειακή ατμόσφαιρα».
«Χαίρομαι που αισθάνεσαι όμορφα». Της είπε. 
«Μερικές φόρες είναι σαν να σε γνωρίζω όλη μου τη ζωή». Κοίταξε αλλού. «Είμαι ανόητος, σωστά;».
«Όχι». Άπλωσε το χέρι της στο μπράτσο του. Το άγγιγμα της ήταν απαλό.
Οι λέξεις βγήκαν από το στόμα του με ανάλαφρο τόνο. «Γνωρίζεις μια γυναίκα, ανακαλύπτεις ότι είναι γυναίκα που σου ταιριάζει, κάνετε τα ιδία όνειρα, γελάτε με τα δια πράγματα, έχετε τις ίδιες επιθυμίες. Τις νύκτες ξάγρυπνος και την ονειρεύεσαι. Μερικές φορές εύχεσαι η νύχτα να ’ναι ατέλειωτη, ώστε να βυθιστείς στις σκέψεις και τα ονειροπολήματά σου. Τι να προλάβεις να σκεφτείς σ’ ένα βράδυ και τι ν’ αφήσεις; και το πιο σημαντικό τι ν’ αποφασίσεις;».
Έπνεε ένας άηχος άνεμος που τώρα πια δεν τάραζε τα υπόλοιπα στοιχεία της φύσης.
Τα μάτια της τον κοιτούσαν ερωτευμένα και τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα.
Μεσάνυχτα, ρεμβάζοντας για λίγο τη θάλασσα και τα φώτα του οικισμού από το παράθυρο της καμπίνας τους, ένιωσαν τα μάτια τους να κλείνουν. 
Ο Μορφέας ήταν πολύ γλυκός εκείνο το βράδυ. Είχαν ήδη αρχίσει να το συνηθίζουν κι' αυτό.
Με το πρώτο φως της αυγής σηκώθηκε από το κρεβάτι ανανεωμένος. Η αυγή ήταν μια ωχρορόδινη υπόσχεση πάνω από τις βουνοκορφές και η θάλασσα φάνταζε ακόμη σαν βρεγμένος ανθρακίτης με αραιά «προβατάκια» από τον απαλό πρωινό άνεμο. Στον ανατολικό ορίζοντα ξεπροβάλλει μια αναλαμπή ανάμεσα στον ουρανό και τη θάλασσα ενώ η απαλή αύρα χάιδευε το πρόσωπο του. Στάθηκε λουσμένος στη πρωινή ζεστασιά του νοιώθοντας μια απίστευτη γλυκιά ευχαρίστηση σαν παλίρροια να ρέει μέσα του, όπως η καθαρή ανοιξιάτικη βροχή που ξυπνά την κρυμμένη δύναμη μέσα σε εκατομμύρια μικροσκοπικούς σπόρους στη φύση.
Καθώς περνούν τα δευτερόλεπτα η αναλαμπή γίνεται τόξο κι ύστερα δίσκος πορφυρός. Αντίκρυ, χαμηλά στην ακτογραμμή διαγράφεται το χωριό του Γέρακα με τους ασβέστες των σπιτιών ν’ αστράφτουν στο πρώτο φως. Τράβηξε μια δυνατή τζούρα νέας πνοής, τεντώθηκε για να ξυπνήσουν όλοι οι μύες και έστρεψε απαλά το βλέμμα του στη μικρή κουκέτα. Το ήρεμο σμιλεμένο πρόσωπο της κοιμισμένης Ζανέτ ήταν το πιο όμορφο χαλί στα όνειρά του.
Ποτέ στη ζωή του μέχρι σήμερα δεν είχε νοιώσει τόσο προστατευτικά για κάποιον. Ήταν ένα καινούργιο συναίσθημα γι’ αυτόν, κι ήταν σίγουρος ότι του άρεσε αυτή η ένταση των αισθημάτων του.
Το κομψό ιστιοπλοϊκό λικνιζόταν νωχελικά αγκυροβολημένο στο απάνεμο λιμάνι του Γέρακα. Το ελαφρό αεράκι σχημάτιζε μικρά κύματα που ζωντάνευαν το νερό. Μπροστά στα μάτια τους απλωνόταν φωλιασμένη μέσα στα βουνά η λιμνοθάλασσα. Του άρεσε πολύ το υγρό στοιχείο. Ήταν ικανός να κάθεται ώρες ακίνητος να το χαζεύει
Εκείνος, εκείνη, η θάλασσα και ο μακρινός ορίζοντας.
Η Ζανέτ έβαλε μπροστά τις δηζελομηχανές του σκάφους. Στην αρχή το καταμαράν φάνταζε ακίνητο, ύστερα απομακρύνθηκε με νωχελική χάρη από το αγκυροβόλιο βάζοντας πλώρη για την έξοδο από την λιμνοθάλασσα. Στ’ απόνερα του αναρριπίζονταν λευκοί ιριδισμοί, σαν διαμαντένιο κολιέ πάνω σε μπλε βελούδο.
Ένα όμορφο ζευγάρι ζει τις πιο όμορφες μέρες του ταξιδεύοντας μ’ ένα ιστιοφόρο εννέα μέτρων, ακόμα και στις πιο απρόσιτες περιοχές του ακρωτηρίου Μαλέα, χωρίς σταθερή βάση και διεύθυνση.

Πόσο γοητευτικός ήταν αυτός ο ερωτευμένος.
Α! ο φασιανός τραγουδούσε τόσο όμορφα
Θυμούμενος τις ευτυχισμένες ημέρες
Αυτούς τους τόσο στενούς δεσμούς
Ποιος άραγε μπορούσε να τους κόψει;
Μόνο η σκληρή μοίρα.
.................................
Δέκα πέντε χρόνια αργότερα!
Αδελφέ μου τον χάσαμε!
Ξυπνάς μια μέρα κι η άνοιξη γλιστράει απροειδοποίητα σα πολύχρωμο χαλί στις δυτικές παρυφές της Πάρνηθας. Όλο τον Μάρτιο, φυσούσαν δυτικοί και βόρειοι άνεμοι και όταν ο ήλιος έδυε όλα έμοιαζαν φωταγωγημένα στις μικρές αυλές στις βόρειες συνοικίες της πόλις μας. Οι ακακίες, οι πασχαλιές, οι αμυγδαλιές, και όλα αυτά τα μεγάλα και γυμνά το χειμώνα δέντρα ξυπνάνε σαν από λήθαργο, ότι κ' αν συμβεί δε αργότερα, καταιγίδα, χιονοθύελλα, χαλάζι, δεν ξανά-κοιμούνται μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου. Ο δροσερός αέρας στις ανηφορικές πλαγιές μυρίζει κιόλας φυλλώματα.
Την εποχή εκείνη το μεγάλο πετρελαιοφόρο όπου ήταν ναυτολογημένος, εκτελούσε εργασίες επισκευών στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά. Εδώ και τρεις μήνες του είχε λείψει η οικογένεια του. Λόγω πολλών άλλων πιεστικών υποχρεώσεων, δεν είχε το χρόνο που θα ήθελε να αφιερώσει στην οικογένεια του και τώρα στην διάρκεια των επισκευών προσπαθεί τον ελεύθερο χρόνο που έχει να τον αφιερώνει στην σύζυγο και τα παιδιά τους. Σήμερα ταχτοποιώντας τις τελευταίες λεπτομέρειες με τον επικεφαλής των συνεργείων επισκευών, αργά το απόγευμα αναχώρησε για το σπίτι του όπου περίμεναν την άφιξή του με ανυπομονησία.. Η σύζυγος τον πληροφόρησε στο τηλέφωνο ότι του έχει φτιάξει και ένα ταψί αναποδογυριστή μηλόπιτα με καραμελωμένα μήλα, αφράτη και να μην αργήσει και κρυώσει…  (την συνταγή της αδυναμίας του)…. Είναι έτοιμη να  την «κατασπαράξει.»
Φθάνοντας στο σπίτι,  η κουζίνα μύριζε το άρωμα της κανέλας άλλα μηλόπιτα δεν φαινόταν πουθενά.
«Προ ολίγου πέρασε ο αδελφός σου να μας δει, κι αφού πρώτα έφαγε δυο κομμάτια μηλόπιτα, φεύγοντας μας πήρε και το ταψί ολάκαιρο στέλνοντας φιλιά στον αέρα......»
«Χαλάλι του. Το ξέρεις ότι εκτιμά τη μαγειρική σου.» Βιάστηκε να δικαιολογήσει τον αδελφό του μ' ένα πλατύ χαμόγελο για να της φτιάξει η διάθεσή της.
Κατά τις έξι παρά κάτι κτύπησε το τηλέφωνο. 
«Ο αδελφός θα ‘ναι.» Σκέφτηκε.
«Θα παίρνει με διάθεση να δικαιολογηθεί και να απολογηθεί για την ληστεία του.»
Στην άλλη άκρη ήταν όντως ο μικρότερος αδελφός του.
Η φωνή του ακούγεται «πιεσμένη», τραχιά και βραχνή, παρουσιάζει «σπασίματα».
Αυτός ο τόνος της φωνής του αδελφού του τον έβγαλε απότομα από τις ευχάριστες σκέψεις του και ο ήχος της φωνής του αντήχησε σαν μικρό καμπανάκι μέσα στο κεφάλι του. Αρχικά έμεινε κατάπληκτος, ακούγοντας έτσι στην άλλη άκρη της γραμμής τον αδελφό του και όπως ήταν φυσικό, του δημιούργησε αρκετή αναστάτωση.
«Αδελφέ μου τον χάσαμε.» Κατάλαβε να του λέει.
«Τι θέλεις να πεις;» Μάταια προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς εννοούσε ο αδελφός του.
«Τον χάσαμε, έφυγε ξαφνικά και αυτός απ’ την ζωή.» Επανέλαβε ο μικρότερος αδελφός του παραδομένος, σαν να  κατάπινε τα λόγια του...
Έχοντας χάσει την λατρευτή μητέρα τους μόλις πρόσφατα.... ούτε ένας χρόνος δεν ειχε περάσει από την απώλεια της, αμέσως η σκέψη του πήγε στον πατέρα τους.
......Η υπέροχη μητέρα τους.
Απεβίωσε στα εξήντα επτά της χρόνια με πολύ καλή σωματική υγεία από αιφνίδιο θάνατο (την πρόδωσε η αγνή καρδιά της) που ξάφνιασε τόσο το γιατρό της, καθώς και όλους τους άλλους γύρω τους.
Υπάρχουν ακόμη μέσα του αναμνήσεις από το παρελθόν, αν και έχουν ξεθωριάσει και δεν είναι τόσο ζωντανές με το πέρασμα του χρόνου, που τις κουβαλά ακόμα και σήμερα. Τις ψυχολογικές ουλές από τον θάνατο της.
Επέστρεψε εσπευσμένα από το Χιούστον των ΗΠΑ όπου βρισκόταν.
Δεν τα κατάφερε... δεν πρόλαβε να την ασπαστεί για τελευταία φορά. Αν και το επιθυμούσε.
Τον πρώτο καιρό μες στα βαθιά μεσάνυχτα σαν λύκος μοναχικός, σερνόταν κρυφά μέσα από τους ίσκιους και τρύπωνε σαν φάντασμα στην τελευταία κατοικία της.
Ήθελε να είναι ολομόναχοι οι δυο τους. Να τα πούνε. Και να μην τους ακούει κανείς. Στεκόταν πάνω από την λιτή μαρμάρινη πλάκα, η ψυχή του κομμάτια. Κλαίει, μ' έντονο, γοερό κλάμα και τα δάκρυα που καίγανε χύνονται ζεστά απάνω στο κρύο μάρμαρο. Γονατιστός επάνω της και αναρωτιόταν «Γιατί;»  Καμία απάντηση από πουθενά. «Που πήγε η γαλήνη και η ηρεμία σου. Γιατί χάθηκε η ομορφιά της ψυχής σου; Γιατί; Χάθηκαν τα χάδια σου τα τρυφερά. Γιατί; Γιατί;»
........ Ακούγοντας λοιπόν σήμερα αναστατωμένο τον μικρότερο αδελφό του, ένας καταρράκτης μαύρες ιδέες και κακά προαισθήματα ήρθαν να φωλιάσουν στο μυαλό του... μάταια προσπαθούσε να τα διώξει λες και ήταν απαγορευμένες επιθυμίες.
«Με πήραν τηλέφωνο απ’ την Ρόδο, ο αδελφός μας (το τζινάκι μας) είναι νεκρός. 
Με ειδοποίησαν πως το βρήκαν νεκρό ενώ κοιμόταν στο κρεβάτι σπίτι του.»
Δεν ήταν άρρωστος. Πέθανε ξαφνικά. Σταμάτησε τη νύχτα η καρδιά του. Μονάχη της.
Όπως είπαν οι φίλοι του που τον είδαν το τελευταίο βράδυ.
«Τίποτε δεν προμήνυε το τραγικό περιστατικό». 
Ο Αδελφός του κάθισε μαζί τους μέχρι αργά και στη συνέχεια αναχώρησε για το σπίτι του ώστε να κοιμηθεί. Το πρωί της Δευτέρας θα επέστρεφε στον Αφάντου όπου εργαζόταν τελευταία.
Όταν η διήγηση της συνομιλίας τελείωσε, στο δωμάτιο έπεσε σιωπή! 
Τώρα μαύρα φίδια τον είχαν ζώσει για τα καλά. 
Η ιδέα ότι ο αδελφός του πέθανε τον έσφαζε και δεν ήθελε να τη σκέφτεται.
Κλονίστηκε, αλλά ακόμη δεν το δεχόταν, δεν ήθελε να το πιστέψει, δεν μπορούσε να το πιστέψει.  Κούνησε το κεφάλι του αποφασιστικά. «Δεν το πιστεύω!» δήλωσε. «Δεν μπορεί να είναι αλήθεια!»
Σκοτείνιασε! Έκλεισε τα μάτια του παραδομένος, με το στόμα ανοιχτό και μάταια προσπαθούσε να βρει τα λόγια του. Ο αιφνίδιος θάνατος του αδελφού του τον ταρακούνησε. Την στιγμή που η πληροφορία ρίζωσε στο μυαλό έφτασε η ψυχή στα πόδια του. Ένοιωσε σαν να ‘φύγε μεμιάς όλος ο αέρας από μέσα του, είχε την αίσθηση ότι δεν μπορούσε ν’ ανασάνει. Το αίμα έτρεχε γρήγορα στα μηλίγγια του και τα δάκρυα κυλούσαν από τα δυο του μάτια. 
Η είδηση του θανάτου του αδελφού του ήρθε και φώλιασε μέσα του αργά επώδυνα σαν το βήμα του λύκου, όπως το σύρσιμο της έχιδνας, έτσι όπως έρχονται όλες οι κακές σκέψεις και φωλιάζουν μέσα μας μια μέρα που το κακό φουντώνει όπως οι ανοιξιάτικοι θάμνοι.
 Ο ήλιος στα δυτικά άρχισε να γέρνει, ένοιωσε μια λεπτή ψύχρα να τον ζώνει. Το δωμάτιο σκοτείνιασε, όλα γύρω του ξαφνικά σώπασαν, έξαψη πλημμύρισε το μυαλό του. Ένας οξύς πόνος άρχισε να τον βασανίζει στο στομάχι, ξεράθηκαν τα χείλη του. Ο πόνος συνέχεια δυνάμωνε. Ένοιωθε να τον διαπερνά στην αριστερή πλευρά από τη μέση του θώρακα. Τα μάτια του θάμπωναν. Αυτό που συνέβηκε ήταν κάτι που δύσκολα μπορούσε να το δεχτεί. 
Η γυναίκα του στεκόταν δίπλα του ξαφνιασμένη και λίγο τρομαγμένη., τον κοιτούσε στα μάτια που τώρα είχαν γίνει πελώρια κι η λάμψη τους σκιαζόταν απ’ την αγωνία, όπως το φεγγάρι απ’ τα σύννεφα.
Το έβλεπε στο συγκλονισμένο πρόσωπο του να μεγαλώνει η απελπισία του και αναζητούσε κι αυτή απαντήσεις. Αυτός με μάτια θολά λες κ’ έβλεπε έναν απαίσιο εφιάλτη, με φωνή βραχνή και αφύσικη της εξήγησε όσο πιο σύντομα τα γεγονότα που του μετέφερε ο μικρότερος αδελφός του.
Όταν της ανήγγειλε την είδηση, εκείνη ανασήκωσε τα χέρια της και τράβηξε πίσω τα μαλλιά της σα να ήθελε να σπρώξει μακριά την εικόνα που περνούσε απ’ τα μάτια της. 
Κρατήθηκε από το μπράτσο του ... 
«Πότε συνέβη το μοιραίο; Πώς έτσι ξαφνικά;» Τα χέρια της τον χάιδεψαν με τρυφερότητα στους ωμούς, έσκυψε και έγειρε στο στήθος του για να μη φανεί και το δικο της μέγεθος της θλίψης.
«Είναι τόσο απροσδόκητο.» ψέλλισε. 
«Και τόσο άδικο.» Συμπλήρωσε σα να μονολογούσε. 
Βαθιά επηρεασμένη από την απρόσμενη είδηση που τους άφησε άναυδους, προσπάθησε να του δώσει κουράγιο και δυνάμεις. Να τον παρηγορήσει. Οι αναστεναγμοί της αντηχούσαν όμοια με το θρόισμα των φύλλων στους πανύψηλους ευκαλύπτους στο απέναντι πεζοδρόμιο του σπιτιού τους καθώς τα κουνούσε ο αγέρας, πασχίζοντας ταυτόχρονα να κρύψει τη δική της βαθιά θλίψη και συγκίνηση, να διατηρήσει την ψυχραιμία της.
Ο χρόνος κυλούσε κι αυτός έμενε εκεί ακίνητος, αναποφάσιστος λες και ήταν χωμένος στο βούρκο και βυθιζόταν αργά-αργά δίχως να μπορεί να κάνει κάτι για να ξεφύγει. 
Ο βούρκος έφτανε ήδη μέχρι το λαιμό του, τόνε ρουφάει, βουλιάζει-βουλιάζει, σε μια σιωπηλή καταβόθρα...
Είχε παραλύσει πνιγόταν.
Η γυναίκα του τον γράπωσε από τον αγκώνα, τον ταρακούνησε νοιώθοντας την αδήριτη ανάγκη του να πάρει καθαρό αέρα. Ένα αίσθημα ανακούφισης διαπέρασε τις φλέβες του. Μπορούσε ν’ αναπνεύσει ελευθέρα. Τη φίλησε για να την καθησυχάσει.
«Νομίζω ότι σας πέφτει το βάρος να φύγετε και να πάτε να τον φέρεται.» Του είπε κοιτάζοντας τον μες στα μάτια. «Ναι πρέπει να φύγω.» Της λέει με μια αποφασιστικότητα και σοβαρότητα που την άφησαν έκπληκτη
Η γυναίκα του τώρα, ειναι αυτή που είχε χάσει το θάρρος της και συνέχισε να τον κοιτάζει στα μάτια λες και την είχε πιάσει πυρετός. Ή θρησκευτική πίστη ήταν βαθιά ριζωμένη στην ψυχή της και η μεταφυσική ελπίδα την οδηγεί στη ζωή της πιστεύοντας πάντα σ’ αυτό που συνήθιζε να λέει.
«Όλα είναι γραφτό να γίνουν έτσι!» 
Συγκράτησε όμως το παραλήρημα της ψυχής της. 
«Ο Θεός ας τον δεχθεί στην αγκαλιά του. Ήταν θέλημα του.» Πρόφερε για κατευόδιο….
Το θλιβερό γεγονός απλώθηκε μπροστά του και το παρελθόν τον αγκάλιαζε σαν όνειρο σαν ίσκιος και θάμπωνε συμπυκνώνοντας την εικόνα του αδελφού του.Δεν ήθελε ακόμη να πιστέψει αυτό που συνέβηκε να το παραδεχτεί και να το συνειδητοποιήσει μέσα του.
Δεν.....δεν...δεν....  Στέκονταν όρθιος κοιτάζοντας πέρα τις βουνοπλαγιές θαρρείς και περίμενε κάποιον να ρθει.
Ζωντανή η χαμογελαστή μορφή του φαίνεται να αιωρείται μπροστά στα μάτια του..
Σαν να τη βλέπει τώρα την ψηλόλιγνη κορμοστασιά του κάτω από το λαμπερό Ήλιο του δειλινού όρθια, σα να ήθελε να αναμετρηθεί με τον ίσκιο του ή με κάτι πιο δυνατό απ’ αυτόν. Θα μπορούσε να τον ζωγραφίσει με το γλυκό χαμόγελο του και με το βλέμμα του χαμένο πέρα μακριά.
Η καρδιά φτερούγισε, χτυπάει «τρελά», χωρίς ρυθμό, και ζάλη στο κεφάλι όταν κατάλαβε ότι η πραγματικότητα έλιωσε τις ελπίδες του, αφήνοντας τον στον πόνο.
Γιατί έφυγε έτσι ξαφνικά;
«Και δεν άφησε πίσω του ούτε ένα αντίο;»
Η επίμονη αίσθηση ότι κάτι έχει σφηνώσει στον λαιμό του τον έπνιγε.
Γύρω του τόση ησυχία επικρατούσε. Ακουγόταν ακόμη και το πέταγμα της μύγας.
Οι μεγαλύτερες τραγωδίες έρχονται χωρίς να τις  έχουμε σκεφτεί και μας δαγκώνουν όπως οι δαγκάνες του σκορπιού.
«Καλό σου ταξίδι, αγαπημένε μου αδελφέ, γλυκό μας ...(Τζινάκι).. Θα μας λείψεις πάρα πολύ αγαπημένε μου αδελφέ, θα μας λείψεις ... 
Πως να σου πω το τελευταίο αντίο; πως;.» 
Η γλώσσα μπερδεύτηκε και οι  λέξεις σχηματίστηκαν στα χείλη του χωρίς να ειπωθούν.
"Όργωνε ο Xάρος, όργωνε. Τον κάματο δεν παύει
μέρα και νύχτ' ακοίμητο τ' αλέτρι του δουλεύει.
Eσυνεπήρε το βλαστό, τον έγειρε στο χώμα
και δίχως σάλαγο, βουβός, περνά και διβολίζει."
Οι λέξεις δεν μπορούν να περιγράψουν το πως νιώθει....
Με πόνο ψυχής συλλογίστηκε. Η ζωή που 'κανε  ο αδελφός του είχε αφήσει τα σημάδια της. Η μοίρα μας αν και είναι αμείλικτα σοφή, στον αδελφό του προσέφερε λιγότερα δώρα απ’ όσα του άξιζαν ν’ αποκτήσει.
Η τραγική κατάληξη του αδελφού του και η αυλαία του αποχαιρετισμού της ζωής του, ίσως τελικά και να ‘ταν ταιριαστή με το πάθος και τις κρυφές καθημερινές αλήθειες που έζησε στην σύντομη ζωή του.
Τον αδελφό του ο χρόνος και η μοίρα τον είχαν αλλάξει, και ταυτόχρονα ο ίδιος ο χρόνος του ακύρωσε και τα όνειρα για το μέλλον.
Ο δεύτερος αδελφός του το μικρό τρομαγμένο αγόρι στη λέμβο της αναχώρησης εκεί στην προβλήτα της Μονεμβασιάς, εξελίχθηκε σ’ ένα ξεχωριστό παιδί, ένα παιδί με πολλά ταλέντα, ένα νέο και πολύ όμορφο αγόρι που σκεφτόταν ότι «καλά προχωρά η ζωή».
Τον θυμάται στην εφηβεία του να συντελείτε η σωματική μεταμόρφωση του. Μέχρι τότε ένα μέτριου ύψους παιδί ψήλωσε απότομα στα δεκατέσσερα με δεκαπέντε χρόνια του, κι ακόμα συνέχισε να ψηλώνει, σαν κάποιο χέρι μαγικό να έπλασε το κορμί του. Ψήλωσε αρκετά, απέκτησε φυσική ομορφιά, και από έφηβος έδειχνε μεγάλη αυτοκυριαρχία και εμπιστοσύνη στον εαυτό του.Το πρόσωπό του είχε στιβαρή χάρη και το βλέμμα του ήταν χαϊδευτικό, ήμερο, αντίφεγγε με μελί φωτεινές αναλαμπές. Ένας όμορφος έφηβος με καστανόξανθα μαλλιά που συνήθως τα άφηνε λίγο περισσότερο μακρύτερα απ' όσο έπρεπε. Η φυσική του σεξουαλικότητα και ο ήρεμος θελκτικός τόνος της φωνής του κυριαρχούσαν στους γύρο του. Ήταν αυτός απ’ τα αδέλφια που είχε όλα εκείνα τα φυσικά σωματικά χαρίσματα των προγόνων από την πλευρά της μητέρας τους.
Αγαπούσε τον αθλητισμό και τη βυζαντινή μουσική.
Γυμνασμένος και πολύ καλός αθλητής. 
Μαύρη ζώνη στο καράτε, φοβερός στο ποδόσφαιρο.
Δεν ήταν βέβαια καμία πολύ ιδιαίτερη μεγαλοφυΐα αλλά...
Ήταν καλός σε όλα, είχε κάτι το ιδιαίτερο. 
Ήταν από τους τρεις, έξυπνος, όμορφος, γεννημένος αθλητής. Ήταν ότι μπορεί να ονειρευτεί ένας γονιός.
Η περιπετειώδης ιδιοσυγκρασία του εκδηλώνεται ήδη απ' την εφηβική του ηλικία, όπως και το πρώιμο ξεχωριστό ταλέντο του. Και τα δυο θα τον ακολουθήσουν δια βίου.
Είχε όμως ένα ελάττωμα… Ήταν ταυτόχρονα, τρομακτικά απείθαρχος, για τις απαιτήσεις που απαιτούνται για μια επιτυχή καριέρα....
Δεν είχε την ικανότητα να χαλιναγωγεί τον εαυτό του, δεν είχε την απαιτούμενη ισορροπία αποφάσεων, και το εφήμερο συναίσθημα επικρατούσε πάντα του ρεαλισμού στις αποφάσεις της ζωής του.
Πολλές φόρες την προσπάθεια των αδελφών του να δει τα γεγονότα με την συνήθη λογική την αντιμετώπιζε σχεδόν αδιάφορα. Απλώς αναρωτιόταν γιατί ανησυχούσαν όλοι τους χωρίς λόγο, και αφηνόταν να παρασυρθεί από το συναίσθημα της εφήμερης ικανοποίησης.
Ήταν ταλέντο, το οποίο αν πίστευε λίγο παραπάνω ο ίδιος, στον εαυτό του, ίσως να τον βλέπαμε σε πολλά πρωτοσέλιδα του αθλητικού τύπου. Αλλά η ζωή δεν καθορίζεται με ίσως και μπορεί αλλά από τις πράξεις και τις αποφάσεις.
Τα πρώτα χρόνια στην Λαμία ήταν μια πολύ δύσκολη εποχή για τα οικονομικά της οικογένειας. Ο Μπάμπης με παιδικό θάρρος και ευρηματικότητα συγχρόνως με την σχολική και την αθλητική απασχόληση εργαζόταν παράλληλα στους νυχτερινούς κινηματογράφους της πόλης και είχε μια αξιόλογη οικονομική συνεισφορά στην οικογένεια. Οι σχολικές του επιδόσεις στα μαθήματα ήταν σχετικά μέτριες διότι ελάχιστα τον απασχολούσαν πέρα από τα αθλητικά και τα καλλιτεχνικά μαθήματα. Η ιδιαίτερα αξιόλογη σχολική ικανότητα του ήταν η ζωγραφική. Τέλειωσε το λύκειο απλώς γιατί έπρεπε να το τελειώσει.
Μπορεί να ‘ταν ένα χαρισματικό παιδί, αλλά οδήγησε την ζωή του χωρίς πηδάλιο, ανήσυχος, χωρίς πληρότητα, τελικά βούλιαξε στο βάλτο της καθημερινότητας, με τα σπουδαία του χαρίσματα χαμένα.
Από την εφηβική του ηλικία η περιπέτεια ήταν συνυφασμένη με την ίδια τη ζωή του.
Η καριέρα του στο ποδόσφαιρο πρόωρα έσβησε.... από την εφηβεία του, για ένα καπρίτσιο και μια προσωπική κόντρα με τον προπονητή του. Το πλούσιο ποδοσφαιρικό ταλέντο με το οποίο τον προίκισε η φύση, ποτέ δεν αναδείχτηκε. 
Είχε πάρει το όνομα του αδικοχαμένου θείου του Λάμπρου, αδελφού της μητέρας τους που σκοτώθηκε σε ενέδρα στον εμφύλιο πάνω στον ανθό της ηλικίας του.
Η καταγωγή της μητέρας τους ήταν πέρα από τα ορεινά χωριά του Ζάρακα που είναι κουρνιασμένα ανάμεσα στα νοτιοανατολικά ακροβούνια του ορεινού όγκου του Πάρνωνα.
Με την άφιξη της οικογένειας στη Λαμία ο Λάμπης έγινε Μπάμπης καθώς συνηθίζεται στη ρουμελιώτικη καθημερινή διάλεκτο.
Ταυτόχρονα ήταν αυτός απ’ τα αδέλφια του είχε όλα εκείνα τα φυσικά σωματικά χαρίσματα των προγόνων από την πλευρά της μητέρας τους.
Ένα πορτραίτο νεαρού άνδρα, με στιβαρό και ταυτόχρονα ήρεμο δυναμισμό. Η ιστορία του έδειξε ότι ούτως ή άλλως εντυπωσιακή παρουσία του σίγουρα δεν περνούσε απαρατήρητη και όπου σύχναζε πολύ εύκολα οι γυναίκες βρίσκανε στην αγκαλιά του όλες τους τις καλοκαιριάτικες ερωτικές επιθυμίες. Και σίγουρα ένας τέτοιος χαρακτήρας δεν είχε δώσει πολλές αφορμές για μόνιμες δεσμεύσεις. Έμεινε μοναχικός και λεύτερος να χαρεί τη ζωή του σύμφωνα με τις ιδεολογικές του θεωρήσεις. Δεν είχε μάθει να θέτει ρεαλιστικούς στόχους, ποτέ του δεν έκανε σοβαρή προσπάθεια να καρποφορήσει ολοκληρωτικά μια σχέση του. Ίσως να μην καταλάβαινε την επιθυμία να αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί με αφοσίωση, επειδή πιθανόν να μην αισθάνθηκε κάτι παρόμοιο......
Η φυσική του σεξουαλικότητα και ο ήρεμος θελκτικός τόνος της φωνής του κυριαρχούσαν στους γύρο του. Είχε όλα τα φυσικά και πνευματικά προσόντα να κάνει αξιοζήλευτη καριέρα στους θεατρικούς χώρους. Ήταν υπέροχος αφηγητής, τ' αδέλφια του κρέμονταν απ' τα χείλη του στις ατέλειωτες αφηγήσεις του. Δυστυχώς δεν θέλησε ν’ ασχοληθεί. Πολλοί το πίστευαν ότι ίσως αυτός ο χώρος να ‘ταν η ευκαιρία που θα κτυπούσε την πόρτα του, θα ‘ταν ο τόπος που θα του άνοιγε το δρόμο να φτάσει στο υπήνεμο λιμάνι της ταραχώδους ζωής του.
Στο στρατό υπηρέτησε σε ειδική μονάδα Μοίρας Καταδρομών.....  Η ειδική αυτή μονάδα επανδρωνόταν με εθελοντές . Η επιλογή και η εκπαίδευση όχι απλώς δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από αντίστοιχες μονάδες ανορθόδοξου πολέμου και καταστροφών αλλά ήταν ακόμα πιο σκληρή και δύσκολη. Μάθαιναν τεχνικές επιβίωσης και τα πράγματα ήταν τόσο δύσκολα που μόνο ένα μικρό ποσοστό τελείωνε την εκπαίδευση του. Και ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του. Ίσως ήθελε να αποδείξει κάτι στον εαυτό του. Ενώ είναι ικανότατος εκπαιδευόμενος ταυτόχρονα είναι απείθαρχος, δεν υπακούει συνήθως σε εντολές, δεν ευθυγραμμίζεται με τους κανόνες, για τους λοχίες και τους λοχαγούς του ήταν μια σκέτη καταστροφή. Σε κάποια χειμερινή άσκηση στο Στρυμόνα ποταμό βιαιοπράγησε με τον έχοντα το πρόσταγμα μες στο ποτάμι και για λίγο έλειψε να τον πνίξει. Βλέποντας οι εκπαιδευτές του τον ατίθασο χαρακτήρα του θεώρησαν ότι είναι καλύτερα να του δώσουν φύλλο πορείας για άλλη μονάδα με λιγότερες απαιτήσεις. Τον προγραμμάτισαν μετάθεση για την Ρόδο.
Ένας ταγματάρχης επικεφαλής της μονάδος τον θεωρούσε αφρόκρεμα της Μοίρας και όχι απαραίτητα κακό στρατιώτη... Αδυνατούσε να συναινέσει να υποβιβάσουν έναν από τους καλύτερους ορεσίβιους καταδρομείς που συνάντησε στην καριέρα του σε χωροφύλακα στη Ρόδο. Τελικά κατέληξε ανενεργός καταδρομέας στην σχολή πολέμου στη Ρεγγίνα Θεσσαλονίκης.. Ακόμη και εκεί στη Ρεγγίνα η σχέση του με τον στρατό ήταν πολυτάραχη..
Κόρη από «Σόι»! Θεσσαλονικιά! 
Με την μανά της αντάμα ροβόλησαν Αθήνα .... 
Το χέρι της κυρά Γιαννούλας  φιλούσαν... 
Μήπως και τον καταφέρει... το ναι να πει...
Έλα όμως που οι Σλαύες και οι Κροάτησες με τα φιλήδονα χείλη και τις προκλητικές καμπύλες τον σαγηνεύουν την εποχή εκείνη. Δεν του αφήνουν χώρο για ήρεμες και σταθερές σχέσεις.
Η μετέπειτα επαγγελματική ζωή του πολυτάραχη και ασταθής. Ασχολήθηκε με μια πληθώρα από επαγγέλματα. Από δουλειές του ποδαριού μέχρι επιτυχημένες επιχειρήσεις.
Με το πέρασμα του χρόνου βυθιζόταν σε μια περιπετειώδη προσωπική αναζήτηση, χωρίς πρόγραμμα και σταθερότητα. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια συνεχή τυχοδιωκτική περιπέτεια που τη ζούσε μ’ έντονο και εφήμερο πάθος.
Ήταν μια εποχή που τον θυμάται να έχει γνωριμίες με στρατολόγο μισθοφόρων που προμήθευε βετεράνους των ειδικών δυνάμεων σε χώρες του τρίτου κόσμου. Με πολύ κόπο και πειθώ τον απέτρεψε να καταταγεί σε ιδιωτικό μισθοφορικό στρατό με έδρα το Εμιράτο του Ομάν στο Περσικό κόλπο.
Η βασική του διαμονή τα τελευταία χρόνια ήταν το νησί της Ρόδου.... Του ήταν της μοίρας γραφτό τελικά να πάει στη Ρόδο.
Μα πολλούς χειμώνες συνήθως τον βρίσκανε σε συχνά ταξίδια ενίοτε στις Σκανδιναβικές χώρες ενίοτε στην Ιρλανδία, ακόμη και στη Γαλλία και την Ολλανδία.
Ήταν νέος και τα πράγματα σύμφωνα με την δική του οπτική και κοινωνική θεώρηση του ερχόντουσαν ευνοϊκά στη ζωή του.
Η ανήσυχη φύση του από την εφηβεία ακόμη αναζητά να γευτεί πάμπολλες εμπειρίες, τις άγνωστες σ’ αυτόν πλευρές του κόσμου μας. Φύσει ανήσυχο και τολμηρό πνεύμα, η ζωή του ήταν μια περιπέτεια, μια αναζήτηση, μια Οδύσσεια.
Ο καιρός περνούσε και ο αδελφός του συνέχισε να περιπλανιέται. Κάθε τόσο άλλαζε πόλη και δουλειά. Στα ταξίδια του είδε ένα μεγάλο κομμάτι της Ελλάδας και της Ευρώπης χωρίς ουσιαστικά να το προσέξει. Γνώρισε πολλούς ανθρώπους, έκανε με μεγάλη ευκολία παντού φιλίες, οι γυναίκες τον έβρισκαν ακαταμάχητο τις τραβούσε σαν μαγνήτης.
Πάντα του ήταν ικανός να κάνει ενέργειες ανεπιτήδευτες, ανεξιχνίαστες, απρόβλεπτες. Δεν έμενε πολύ σε κάθε δουλειά. Γρήγορα έχανε το ενδιαφέρον του και ξεκινούσε χωρίς πρόγραμμα για καινούργιους τόπους.
Ήταν στην πραγματικότητα ένας εξευγενισμένος αληθινός νομάς στη σύγχρονη εποχή, σαν να ωθούσε τις ενέργειες του μια αθέατη φυσική δύναμη.
Περνώντας τα πρώτα χρόνια της νιότης ίσως και να είχε στιγμές που κάνοντας ενδοσκόπηση να αισθάνθηκε ότι περπατούσε λάθος μονοπάτι στη ζωή του.
Πολλές φορές, σε ώρες περισυλλογής, ίσως και να σκεπτόταν με μια αδιόρατη πίκρα ότι ήταν πολύ αργά για να αλλάξει μονοπάτι.
Μια τέτοια κατάσταση συνεχούς νεότητας που επιζητούσε να του ήταν βαρύ, και έρχεται η στιγμή που υπάρχει το τίμημα και η συντριβή...... Όλα τη στιγμή αυτή έχασαν την ομορφιά τους εξαφανίστηκαν.
Τον αδελφό του τον σκότωσε το ίδιο του το πάθος για τη ζωή. Και η ίδια η ζωή τον έδιωξε από την αγκαλιά της. Δε χρειάστηκε και πολύς κόπος για να αναποδογυρίσει το σκάφος παρασύροντας στο βυθό ότι υπήρχε πάνω του.
Ο σοφός παππούς τους έλεγε.
«Ο καλύτερος τρόπος για να προβλέψεις το μέλλον, είναι να το δημιουργήσεις εσύ ο ίδιος.»
Όταν τον βάλανε κάτω απ' τη γη ήταν μονάχα σαράντα τριών ετών.
Χάθηκε έτσι ξαφνικά. Ποιος θα το 'λεγε. Σαράντα τρία χρόνια ανέμελης ζωής που ξαφνικά ένα ύπουλο τσίμπημα στην καρδιά τον σκόρπισε για πάντα.
Λάκισε απ' τούτη τη ζωή χωρίς να τους πει ούτε ένα αντίο.....

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

Adelfe Mou Ton Xassame

...Ξυπνάς μια μέρα κι η άνοιξη γλιστράει απροειδοποίητα σα πολύχρωμο χαλί στις δυτικές παρυφές της Πάρνηθας. Όλο τον Μάρτιο, φυσούσαν δυτικοί και βόρειοι άνεμοι και όταν ο ήλιος έδυε όλα έμοιαζαν φωταγωγημένα στις μικρές αυλές στις βόρειες συνοικίες της πόλις μας. Οι ακακίες, οι πασχαλιές, οι αμυγδαλιές, και όλα αυτά τα μεγάλα και γυμνά το χειμώνα δέντρα ξυπνάνε σαν από λήθαργο, ότι κ' αν συμβεί δε αργότερα, καταιγίδα, χιονοθύελλα, χαλάζι, δεν ξανά-κοιμούνται μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου. Ο δροσερός αέρας στις ανηφορικές πλαγιές μυρίζει κιόλας φυλλώματα.
Την εποχή εκείνη το μεγάλο πετρελαιοφόρο όπου ήταν ναυτολογημένος, εκτελούσε εργασίες επισκευών στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά. Εδώ και τρεις μήνες του είχε λείψει η οικογένεια του. Λόγω πολλών άλλων πιεστικών υποχρεώσεων, δεν είχε το χρόνο που θα ήθελε να αφιερώσει στην οικογένεια του και τώρα στην διάρκεια των επισκευών προσπαθεί τον ελεύθερο χρόνο που έχει να τον αφιερώνει στην σύζυγο και τα παιδιά τους. Σήμερα ταχτοποιώντας τις τελευταίες λεπτομέρειες με τον επικεφαλής των συνεργείων επισκευών, αργά το απόγευμα αναχώρησε για το σπίτι του όπου περίμεναν την άφιξή του με ανυπομονησία.. Η σύζυγος τον πληροφόρησε στο τηλέφωνο ότι του έχει φτιάξει και ένα ταψί αναποδογυριστή μηλόπιτα με καραμελωμένα μήλα, αφράτη και να μην αργήσει και κρυώσει…  (την συνταγή της αδυναμίας του)…. Είναι έτοιμη να  την «κατασπαράξει.»
Φθάνοντας στο σπίτι,  η κουζίνα μύριζε το άρωμα της κανέλας άλλα μηλόπιτα δεν φαινόταν πουθενά.
«Προ ολίγου πέρασε ο αδελφός σου να μας δει, κι αφού πρώτα έφαγε δυο κομμάτια μηλόπιτα, φεύγοντας μας πήρε και το ταψί ολάκαιρο στέλνοντας φιλιά στον αέρα......»
«Χαλάλι του. Το ξέρεις ότι εκτιμά τη μαγειρική σου.» Βιάστηκε να δικαιολογήσει τον αδελφό του μ' ένα πλατύ χαμόγελο για να της φτιάξει η διάθεσή της.
Κατά τις έξι παρά κάτι κτύπησε το τηλέφωνο. 
«Ο αδελφός θα ‘ναι.» Σκέφτηκε. «Θα παίρνει με διάθεση να δικαιολογηθεί και να απολογηθεί για την ληστεία του.»
Στην άλλη άκρη ήταν όντως ο μικρότερος αδελφός του.
Η φωνή του ακούγεται «πιεσμένη», τραχιά και βραχνή, παρουσιάζει «σπασίματα».
Αυτός ο τόνος της φωνής του αδελφού του τον έβγαλε απότομα από τις ευχάριστες σκέψεις του και ο ήχος της φωνής του αντήχησε σαν μικρό καμπανάκι μέσα στο κεφάλι του. Η πρώτη σκέψη του ήταν ότι ο αδελφός του είχε πάλι μπλεξίματα και θα έπρεπε να τον ξεμπλέξουν εκείνοι. 
«Αδελφέ μου τον χάσαμε.» Κατάλαβε να του λέει.
«Τι θέλεις να πεις;» Προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς εννοούσε ο αδελφός του.
«Τον χάσαμε, έφυγε ξαφνικά και αυτός απ’ την ζωή.» Επανέλαβε ο μικρότερος αδελφός του παραδομένος, σαν να  κατάπινε τα λόγια του, αναλογιζόμενος πως μόλις πρόσφατα είχαν χάσει τη λατρευτή μητέρα τους! Ούτε ένας χρόνος δεν είχε περάσει από την απώλεια της.
......Η υπέροχη μητέρα τους.
Απεβίωσε στα εξήντα επτά της χρόνια με πολύ καλή σωματική υγεία από αιφνίδιο θάνατο (την πρόδωσε η αγνή καρδιά της) που ξάφνιασε τόσο το γιατρό της, καθώς και όλους τους άλλους γύρω τους.
Υπάρχουν ακόμη μέσα του αναμνήσεις από το παρελθόν, αν και έχουν ξεθωριάσει και δεν είναι τόσο ζωντανές με το πέρασμα του χρόνου, που τις κουβαλά ακόμα και σήμερα. Τις ψυχολογικές ουλές από τον θάνατο της. Αυτός επέστρεψε εσπευσμένα από το Χιούστον των ΗΠΑ όπου βρισκόταν.
Δεν τα κατάφερε, δεν πρόλαβε να την ασπαστεί για τελευταία φορά. Αν και το επιθυμούσε.
Τον πρώτο καιρό μες στα βαθιά μεσάνυχτα σαν λύκος μοναχικός, σερνόταν κρυφά μέσα από τους ίσκιους και τρύπωνε σαν φάντασμα στην τελευταία κατοικία της.
Ήθελε να είναι ολομόναχοι οι δυο τους. Να τα πούνε. Και να μην τους ακούει κανείς. Στεκόταν πάνω από την λιτή μαρμάρινη πλάκα, η ψυχή του κομμάτια. Κλαίει, μ' έντονο, γοερό κλάμα και τα δάκρυα που καίγανε χύνονται ζεστά απάνω στο κρύο μάρμαρο. Γονατιστός επάνω της και αναρωτιόταν «Γιατί;»  Καμία απάντηση από πουθενά. «Που πήγε η γαλήνη και η ηρεμία σου. Γιατί χάθηκε η ομορφιά της ψυχής σου; Γιατί; Χάθηκαν τα χάδια σου τα τρυφερά. Γιατί; Γιατί;»
........ Ακούγοντας λοιπόν σήμερα αναστατωμένο τον μικρότερο αδελφό του, ένας καταρράκτης μαύρες ιδέες και κακά προαισθήματα ήρθαν να φωλιάσουν στο μυαλό του σαν απαγορευμένες επιθυμίες.
«Με πήραν τηλέφωνο απ’ την Ρόδο, ο αδελφός μας (το τζινάκι μας) είναι νεκρός. Με ειδοποίησαν πως το βρήκαν νεκρό ενώ κοιμόταν στο κρεβάτι σπίτι του.»
Ο αδελφός τους δεν ήταν άρρωστος. Πέθανε ξαφνικά. Σταμάτησε τη νύχτα στον ύπνο του να κτυπά η καρδιά του. «Τίποτε δεν προμήνυε το τραγικό περιστατικό». 
Ο Αδελφός είχε καθίσει με τους φίλους του μέχρι αργά μεσάνυχτα σε μια ταβέρνα και στη συνέχεια αναχώρησε για το σπίτι του για ύπνο. Το πρωί της Δευτέρας θα επέστρεφε στον Αφάντου όπου εργαζόταν τον τελευταίο καιρό.
Όταν η διήγηση της συνομιλίας με τον μικρό αδελφό του τελείωσε, στο δωμάτιο έπεσε σιωπή! 
Καθώς τον έπνιγε ένα καινούριο κύμα θλίψης, σκέφτηκε πως ο αδερφός του ζούσε πάντα στα όρια της έντονης ζωής. Αυτή τη φορά τα είχε υπερβεί. Από την παιδική του ηλικία ο αδελφός ήταν μεν  ονειροπόλος, αλλά ήταν και ένας άνθρωπος γεμάτος ζωή που του άρεσε να λέει πως ήταν ελεύθερος άνθρωπος και επαγγελματικά δεν ευδοκίμησε να στεριώσει κάπου μόνιμα.
Τελειώνοντας το τηλεφώνημα μαύρα φίδια τον είχαν ζώσει σ' έναν σφικτό κλοιό. Κλονίστηκε, αλλά ακόμη δεν το δεχόταν, δεν ήθελε να το πιστέψει, δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Δεν το πιστεύω!» δήλωσε. «Δεν μπορεί να είναι αλήθεια!»
Τη στιγμή που η πληροφορία ρίζωσε στο μυαλό έφτασε η ψυχή στα πόδια του. Ένοιωσε σαν να ‘φύγε μεμιάς όλος ο αέρας από μέσα του, είχε την αίσθηση ότι δεν μπορούσε ν’ ανασάνει. Το αίμα έτρεχε γρήγορα στα μηλίγγια του και τα δάκρυα κυλούσαν από τα δυο του μάτια. Η είδηση του θανάτου του αδελφού του ήρθε και φώλιασε μέσα του αργά επώδυνα σαν το βήμα του λύκου, όπως το σύρσιμο της έχιδνας, έτσι όπως έρχονται όλες οι κακές σκέψεις και φωλιάζουν μέσα μας μια μέρα που το κακό φουντώνει όπως οι ανοιξιάτικοι θάμνοι.
 Ο ήλιος στα δυτικά άρχισε να γέρνει, ένοιωσε μια λεπτή ψύχρα να τον ζώνει. Το δωμάτιο σκοτείνιασε, όλα γύρω του ξαφνικά σώπασαν, έξαψη πλημμύρισε το μυαλό του. Ένας οξύς πόνος άρχισε να τον βασανίζει στο στομάχι, ξεράθηκαν τα χείλη του. Ο πόνος συνέχεια δυνάμωνε. 
Η γυναίκα του στεκόταν δίπλα του ξαφνιασμένη και λίγο τρομαγμένη., τον κοιτούσε στα μάτια που τώρα είχαν γίνει πελώρια κι η λάμψη τους σκιαζόταν απ’ την αγωνία, όπως το φεγγάρι απ’ τα σύννεφα.
Το έβλεπε στο συγκλονισμένο πρόσωπο του να μεγαλώνει η απελπισία του και αναζητούσε κι αυτή απαντήσεις. Αυτός με μάτια θολά λες κ’ έβλεπε έναν απαίσιο εφιάλτη, με φωνή βραχνή και αφύσικη της εξήγησε όσο πιο σύντομα τα γεγονότα που του μετέφερε ο μικρότερος αδελφός του.
Όταν της ανήγγειλε την είδηση, εκείνη ανασήκωσε τα χέρια της και τράβηξε πίσω τα μαλλιά της σα να ήθελε να σπρώξει μακριά την εικόνα που περνούσε απ’ τα μάτια της. 
Κρατήθηκε από το μπράτσο του ... 
«Πότε συνέβη το μοιραίο; Πώς έτσι ξαφνικά;» Τα χέρια της τον χάιδεψαν με τρυφερότητα στους ωμούς, έσκυψε και έγειρε στο στήθος του για να μη φανεί και το δικό της μέγεθος της θλίψης.
Βαθιά επηρεασμένη από την απρόσμενη είδηση που τους άφησε άναυδους, προσπάθησε να του δώσει κουράγιο και δυνάμεις. Να τον παρηγορήσει. Οι αναστεναγμοί της αντηχούσαν όμοια με το θρόισμα των φύλλων στους πανύψηλους ευκαλύπτους στο απέναντι πεζοδρόμιο του σπιτιού τους καθώς τα κουνούσε ο αγέρας, πασχίζοντας ταυτόχρονα να κρύψει τη δική της βαθιά θλίψη και συγκίνηση, να διατηρήσει την ψυχραιμία της.
Ο χρόνος κυλούσε κι αυτός έμενε εκεί ακίνητος, αναποφάσιστος λες και ήταν χωμένος στο βούρκο και βυθιζόταν αργά-αργά δίχως να μπορεί να κάνει κάτι για να ξεφύγει. Ο βούρκος έφτανε ήδη μέχρι το λαιμό του, τόνε ρουφάει, βουλιάζει-βουλιάζει, σε μια σιωπηλή καταβόθρα...
Η γυναίκα του τον γράπωσε από τον αγκώνα, τον ταρακούνησε νοιώθοντας την αδήριτη ανάγκη του να πάρει καθαρό αέρα. Ένα αίσθημα ανακούφισης διαπέρασε τις φλέβες του. Μπορούσε ν’ αναπνεύσει ελευθέρα. Τη φίλησε για να την καθησυχάσει.
«Νομίζω ότι σας πέφτει το βάρος να φύγετε και να πάτε να τον φέρεται.» Του είπε κοιτάζοντας τον μες στα μάτια. «Ναι πρέπει να φύγω.» Της λέει, καθώς τον έπνιγε ένα καινούριο κύμα θλίψης, βίωσε την αίσθηση του αναπόφευκτου. Μουδιασμένος, καθώς κατευθυνόταν προς το τηλέφωνο να κλείσει μια πτήση για τη Ρόδο την επομένη το ένιωθε ότι ένα μέρος του εαυτού του είχε χαθεί..
Η γυναίκα του τώρα, είναι αυτή που είχε χάσει το θάρρος της και συνέχισε να τον κοιτάζει στα μάτια λες και την είχε πιάσει πυρετός. Ή θρησκευτική πίστη ήταν βαθιά ριζωμένη στην ψυχή της και η μεταφυσική ελπίδα την οδηγεί στη ζωή της πιστεύοντας πάντα σ’ αυτό που συνήθιζε να λέει.
«Όλα είναι γραφτό να γίνουν έτσι!» 
Συγκράτησε όμως το παραλήρημα της ψυχής της. 
«Ο Θεός ας τον δεχθεί στην αγκαλιά του. Ήταν θέλημα του.» Πρόφερε για κατευόδιο….
Αυτός δεν ήθελε ακόμη να πιστέψει αυτό που συνέβηκε να το παραδεχτεί και να το συνειδητοποιήσει μέσα του. Δεν.....δεν...δεν....  Στέκονταν όρθιος κοιτάζοντας πέρα τις βουνοπλαγιές θαρρείς και περίμενε κάποιον να ρθει. Ζωντανή η χαμογελαστή μορφή του φαίνεται να αιωρείται μπροστά στα μάτια του. Σαν να τη βλέπει τώρα την ψηλόλιγνη κορμοστασιά του κάτω από το λαμπερό Ήλιο του δειλινού όρθια, σα να ήθελε να αναμετρηθεί με τον ίσκιο του ή με κάτι πιο δυνατό απ’ αυτόν. Θα μπορούσε να τον ζωγραφίσει με το γλυκό χαμόγελο του και με το βλέμμα του χαμένο πέρα μακριά.
Η καρδιά φτερούγισε, χτυπάει «τρελά», χωρίς ρυθμό, και ζάλη στο κεφάλι όταν κατάλαβε ότι η πραγματικότητα έλιωσε τις ελπίδες του, αφήνοντας τον στον πόνο.
Γιατί έφυγε έτσι ξαφνικά; Και δεν άφησε πίσω του ούτε ένα αντίο;
Γύρω του τόση ησυχία επικρατούσε. Ακουγόταν ακόμη και το πέταγμα της μύγας.
Οι μεγαλύτερες τραγωδίες έρχονται χωρίς να τις  έχουμε σκεφτεί και μας δαγκώνουν όπως οι δαγκάνες του σκορπιού. «Καλό σου ταξίδι, αγαπημένε μου αδελφέ, γλυκό μας ...(Τζινάκι).. Θα μας λείψεις πάρα πολύ αγαπημένε μου αδελφέ, θα μας λείψεις ...  Πως να σου πω το τελευταίο αντίο; πως;.» 
Η γλώσσα μπερδεύτηκε και οι  λέξεις σχηματίστηκαν στα χείλη του χωρίς να ειπωθούν.Οι λέξεις δεν μπορούν να περιγράψουν το πως νιώθει....
"Όργωνε ο Χάρος, όργωνε. Τον κάματο δεν παύει
μέρα και νύχτ' ακοίμητο τ' αλέτρι του δουλεύει.
Eσυνεπήρε το βλαστό, τον έγειρε στο χώμα
και δίχως σάλαγο, βουβός, περνά και διβολίζει."
Με πόνο ψυχής συλλογίστηκε πως η ζωή που έζησε  ο αδελφός του είχε αφήσει τα σημάδια της. Η τραγική κατάληξη του αδελφού του και η αυλαία του αποχαιρετισμού της ζωής του, ίσως τελικά και να ‘ταν ταιριαστή με το πάθος και τις κρυφές καθημερινές αλήθειες που έζησε στην σύντομη ζωή του. Τον αδελφό του ο χρόνος και η μοίρα τον είχαν αλλάξει, και ταυτόχρονα ο ίδιος ο χρόνος του ακύρωσε και τα όνειρα για το μέλλον.
Ο δεύτερος αδελφός του το μικρό τρομαγμένο αγόρι στη λέμβο της αναχώρησης εκεί στην προβλήτα της Μονεμβασιάς, εξελίχθηκε σ’ ένα ξεχωριστό παιδί, ένα παιδί με πολλά ταλέντα, ένα νέο και πολύ όμορφο αγόρι που σκεφτόταν ότι «καλά προχωρά η ζωή».
Τον θυμάται στην εφηβεία του να συντελείτε η σωματική μεταμόρφωση του. Μέχρι τότε ένα μέτριου ύψους παιδί ψήλωσε απότομα στα δεκατέσσερα με δεκαπέντε χρόνια του, κι ακόμα συνέχισε να ψηλώνει, σαν κάποιο χέρι μαγικό να έπλασε το κορμί του. Ψήλωσε αρκετά, απέκτησε φυσική ομορφιά, και από έφηβος έδειχνε μεγάλη αυτοκυριαρχία και εμπιστοσύνη στον εαυτό του.Το πρόσωπό του είχε στιβαρή χάρη και το βλέμμα του ήταν χαϊδευτικό, ήμερο, αντίφεγγε με μελί φωτεινές αναλαμπές. Ένας όμορφος έφηβος με καστανόξανθα μαλλιά που συνήθως τα άφηνε λίγο περισσότερο μακρύτερα απ' όσο έπρεπε. Η φυσική του σεξουαλικότητα και ο ήρεμος θελκτικός τόνος της φωνής του κυριαρχούσαν στους γύρο του. Αγαπούσε τον αθλητισμό και τη βυζαντινή μουσική. Γυμνασμένος και πολύ καλός αθλητής. Μαύρη ζώνη στο καράτε, φοβερός στο ποδόσφαιρο.
Δεν ήταν βέβαια καμία πολύ ιδιαίτερη μεγαλοφυΐα αλλά, ήταν καλός σε όλα, είχε κάτι το ιδιαίτερο. Ήταν από τους τρεις, έξυπνος, όμορφος, γεννημένος αθλητής. Ήταν ότι μπορεί να ονειρευτεί ένας γονιός. Η περιπετειώδης ιδιοσυγκρασία του εκδηλώνεται ήδη απ' την εφηβική του ηλικία, όπως και το πρώιμο ξεχωριστό ταλέντο του. Και τα δυο θα τον ακολουθήσουν δια βίου.
Είχε όμως ένα ελάττωμα… Ήταν ταυτόχρονα, τρομακτικά απείθαρχος, για τις απαιτήσεις που απαιτούνται για μια επιτυχή καριέρα. Δεν είχε την ικανότητα να χαλιναγωγεί τον εαυτό του, δεν είχε την απαιτούμενη ισορροπία αποφάσεων, και το εφήμερο συναίσθημα επικρατούσε πάντα του ρεαλισμού στις αποφάσεις της ζωής του.
Πολλές φόρες την προσπάθεια των αδελφών του να δει τα γεγονότα με την συνήθη λογική την αντιμετώπιζε σχεδόν αδιάφορα. Απλώς αναρωτιόταν γιατί ανησυχούσαν όλοι τους χωρίς λόγο, και αφηνόταν να παρασυρθεί από το συναίσθημα της εφήμερης ικανοποίησης.
Ήταν ταλέντο, το οποίο αν πίστευε λίγο παραπάνω ο ίδιος, στον εαυτό του, ίσως να τον βλέπαμε σε πολλά πρωτοσέλιδα του αθλητικού τύπου. Αλλά η ζωή δεν καθορίζεται με ίσως και μπορεί αλλά από τις πράξεις και τις αποφάσεις.
Τα πρώτα χρόνια στην Λαμία ήταν μια πολύ δύσκολη εποχή για τα οικονομικά της οικογένειας. Ο Μπάμπης με παιδικό θάρρος και ευρηματικότητα συγχρόνως με την σχολική και την αθλητική απασχόληση εργαζόταν παράλληλα στους νυχτερινούς κινηματογράφους της πόλης και είχε μια αξιόλογη οικονομική συνεισφορά στην οικογένεια. Οι σχολικές του επιδόσεις στα μαθήματα ήταν σχετικά μέτριες διότι ελάχιστα τον απασχολούσαν πέρα από τα αθλητικά και τα καλλιτεχνικά μαθήματα. Η ιδιαίτερα αξιόλογη σχολική ικανότητα του ήταν η ζωγραφική. Τέλειωσε το λύκειο απλώς γιατί έπρεπε να το τελειώσει. Μπορεί να ‘ταν ένα χαρισματικό παιδί, αλλά οδήγησε την ζωή του χωρίς πηδάλιο, ανήσυχος, χωρίς πληρότητα, τελικά βούλιαξε στο βάλτο της καθημερινότητας, με τα σπουδαία του χαρίσματα χαμένα. Από την εφηβική του ηλικία η περιπέτεια ήταν συνυφασμένη με την ίδια τη ζωή του. Η καριέρα του στο ποδόσφαιρο πρόωρα έσβησε! Από την εφηβεία του, για ένα καπρίτσιο και μια προσωπική κόντρα με τον προπονητή του. Το πλούσιο ποδοσφαιρικό ταλέντο με το οποίο τον προίκισε η φύση, ποτέ δεν αναδείχτηκε. 
Είχε πάρει το όνομα του αδικοχαμένου θείου του Λάμπρου, αδελφού της μητέρας τους που σκοτώθηκε σε ενέδρα στον εμφύλιο πάνω στον ανθό της ηλικίας του.
Η καταγωγή της μητέρας τους ήταν πέρα από τα ορεινά χωριά του Ζάρακα που είναι κουρνιασμένα ανάμεσα στα νοτιοανατολικά κορφοβούνια του ορεινού όγκου του Πάρνωνα.
Με την άφιξη της οικογένειας στη Λαμία ο Λάμπης έγινε Μπάμπης καθώς συνηθίζεται στη ρουμελιώτικη καθημερινή διάλεκτο. Ταυτόχρονα ήταν αυτός απ’ τα αδέλφια του είχε όλα εκείνα τα φυσικά σωματικά χαρίσματα των προγόνων από την πλευρά της μητέρας τους.
Ένα πορτραίτο νεαρού άνδρα, με στιβαρό και ταυτόχρονα ήρεμο δυναμισμό. Η ιστορία του έδειξε ότι ούτως ή άλλως εντυπωσιακή παρουσία του σίγουρα δεν περνούσε απαρατήρητη και όπου σύχναζε πολύ εύκολα οι γυναίκες βρίσκανε στην αγκαλιά του όλες τους τις καλοκαιριάτικες ερωτικές επιθυμίες. Και σίγουρα ένας τέτοιος χαρακτήρας δεν είχε δώσει πολλές αφορμές για μόνιμες δεσμεύσεις. Έμεινε μοναχικός και λεύτερος να χαρεί τη ζωή του σύμφωνα με τις ιδεολογικές του θεωρήσεις. Δεν είχε μάθει να θέτει ρεαλιστικούς στόχους, ποτέ του δεν έκανε σοβαρή προσπάθεια να καρποφορήσει ολοκληρωτικά μια σχέση του. Ίσως να μην καταλάβαινε την επιθυμία να αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί με αφοσίωση, επειδή πιθανόν να μην αισθάνθηκε κάτι παρόμοιο......
Η φυσική του σεξουαλικότητα και ο ήρεμος θελκτικός τόνος της φωνής του κυριαρχούσαν στους γύρο του. Είχε όλα τα φυσικά και πνευματικά προσόντα να κάνει αξιοζήλευτη καριέρα στους θεατρικούς χώρους. Ήταν υπέροχος αφηγητής, τ' αδέλφια του κρέμονταν απ' τα χείλη του στις ατέλειωτες αφηγήσεις του. Δυστυχώς δεν θέλησε ν’ ασχοληθεί. Πολλοί το πίστευαν ότι ίσως αυτός ο χώρος να ‘ταν η ευκαιρία που θα κτυπούσε την πόρτα του, θα ‘ταν ο τόπος που θα του άνοιγε το δρόμο να φτάσει στο υπήνεμο λιμάνι της ταραχώδους ζωής του.
Στο στρατό υπηρέτησε σε ειδική μονάδα Μοίρας Καταδρομών.....  Η ειδική αυτή μονάδα επανδρωνόταν με εθελοντές. Η επιλογή και η εκπαίδευση όχι απλώς δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από αντίστοιχες μονάδες ανορθόδοξου πολέμου και καταστροφών αλλά ήταν ακόμα πιο σκληρή και δύσκολη. Μάθαιναν τεχνικές επιβίωσης και τα πράγματα ήταν τόσο δύσκολα που μόνο ένα μικρό ποσοστό τελείωνε την εκπαίδευση του. Και ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του. Ίσως ήθελε να αποδείξει κάτι στον εαυτό του. Ενώ είναι ικανότατος εκπαιδευόμενος ταυτόχρονα είναι απείθαρχος, δεν υπακούει συνήθως σε εντολές, δεν ευθυγραμμίζεται με τους κανόνες, για τους λοχίες και τους λοχαγούς του ήταν μια σκέτη καταστροφή. Σε κάποια χειμερινή άσκηση στο Στρυμόνα ποταμό βιαιοπράγησε με τον έχοντα το πρόσταγμα μες στο ποτάμι και για λίγο έλειψε να τον πνίξει. Βλέποντας οι εκπαιδευτές του τον ατίθασο χαρακτήρα του θεώρησαν ότι είναι καλύτερα να του δώσουν φύλλο πορείας για άλλη μονάδα με λιγότερες απαιτήσεις. Τον προγραμμάτισαν μετάθεση για την Ρόδο. Ένας ταγματάρχης επικεφαλής της μονάδος τον θεωρούσε αφρόκρεμα της Μοίρας και όχι απαραίτητα κακό στρατιώτη. Αδυνατούσε να συναινέσει να υποβιβάσουν έναν από τους καλύτερους ορεσίβιους καταδρομείς που συνάντησε στην καριέρα του σε χωροφύλακα στη Ρόδο. Τελικά κατέληξε ανενεργός καταδρομέας στην σχολή πολέμου στη Ρεγγίνα Θεσσαλονίκης.. Ακόμη και εκεί στη Ρεγγίνα η σχέση του με τον στρατό ήταν πολυτάραχη..
Κόρη από «Σόι»! Θεσσαλονικιά! Με την μανά της αντάμα ροβόλησαν Αθήνα. 
Το χέρι της κυρά Γιαννούλας  φιλούσαν. Μήπως και τον καταφέρει! Το ναι να πει...
Έλα όμως που οι Σλαύες και οι Κροάτησες με τα φιλήδονα χείλη και τις προκλητικές καμπύλες τον σαγηνεύουν την εποχή εκείνη. Δεν του αφήνουν χώρο για ήρεμες και σταθερές σχέσεις.
Η μετέπειτα επαγγελματική ζωή του πολυτάραχη και ασταθής. Ασχολήθηκε με μια πληθώρα από επαγγέλματα. Από δουλειές του ποδαριού μέχρι επιτυχημένες επιχειρήσεις.
Με το πέρασμα του χρόνου βυθιζόταν σε μια περιπετειώδη προσωπική αναζήτηση, χωρίς πρόγραμμα και σταθερότητα. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια συνεχή τυχοδιωκτική περιπέτεια που τη ζούσε μ’ έντονο και εφήμερο πάθος.
Ήταν μια εποχή που τον θυμάται να έχει αποκτήσει γνωριμίες με στρατολόγο της λεγεώνας ενόπλων μισθοφόρων που προμήθευε απόστρατους των ειδικών δυνάμεων σε χώρες του τρίτου κόσμου. Με πολύ κόπο και πειθώ ο αδελφός του τον απέτρεψε να καταταγεί σε ιδιωτικό μισθοφορικό στρατό με έδρα το Εμιράτο του Ομάν στο Περσικό κόλπο και να τον συμβουλεύει να μην αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο στις επιθυμίες του, στα συναισθήματα, τις ορμές και τις διαθέσεις του αλλά να ελέγχει τον εαυτό του.
Η βασική του διαμονή τα τελευταία χρόνια ήταν το νησί της Ρόδου.... Του ήταν της μοίρας γραφτό τελικά να πάει στη Ρόδο. Μα πολλούς χειμώνες συνήθως τον βρίσκανε σε συχνά ταξίδια ενίοτε στις Σκανδιναβικές χώρες ενίοτε στην Ιρλανδία, ακόμη και στη Γαλλία και την Ολλανδία.
Τα σύντομα ταξίδια που έκανε στο εξωτερικό οφείλονταν στο γεγονός ότι πολλοί αρκετοί ξένοι τουρίστες, γυναίκες και άντρες, τον είχαν ερωτευθεί, οπότε εκτός από το κρεβάτι και τον έπαιρναν και στα ταξίδια τους. Η ανήσυχη φύση του από την εφηβεία ακόμη αναζητά να γευτεί πάμπολλες εμπειρίες, τις άγνωστες σ’ αυτόν πλευρές του κόσμου μας. Φύσει ανήσυχο και τολμηρό πνεύμα, η ζωή του ήταν μια περιπέτεια, μια αναζήτηση, μια Οδύσσεια.
Ο καιρός περνούσε και ο αδελφός του συνέχισε να περιπλανιέται. Κάθε τόσο άλλαζε πόλη και δουλειά. Στα ταξίδια του είδε ένα μεγάλο κομμάτι της Ελλάδας και της Ευρώπης χωρίς ουσιαστικά να το προσέξει. Γνώρισε πολλούς ανθρώπους, έκανε με μεγάλη ευκολία παντού φιλίες, οι γυναίκες τον έβρισκαν ακαταμάχητο τις τραβούσε σαν μαγνήτης.
Πάντα του ήταν ικανός να κάνει ενέργειες ανεπιτήδευτες, ανεξιχνίαστες, απρόβλεπτες. Δεν έμενε πολύ σε κάθε δουλειά. Γρήγορα έχανε το ενδιαφέρον του και ξεκινούσε χωρίς πρόγραμμα για καινούργιους τόπους. Ήταν στην πραγματικότητα η καραμπινάτη περίπτωση ενός εξευγενισμένου αληθινού νομά που δεν νοιαζόταν να έχει αστικούς καθωσπρεπισμούς, στη σύγχρονη εποχή, που είχε φάει τη ζωή με το κουτάλι σαν να ωθούσε τις ενέργειες του μια αθέατη φυσική δύναμη.
Περνώντας τα πρώτα χρόνια της νιότης ίσως και να είχε στιγμές που κάνοντας ενδοσκόπηση να αισθάνθηκε ότι περπατούσε λάθος μονοπάτι στη ζωή του. Πολλές φορές, σε ώρες περισυλλογής, ίσως και να σκεπτόταν με μια αδιόρατη πίκρα ότι ήταν πολύ αργά για να αλλάξει μονοπάτι. Μια τέτοια κατάσταση συνεχούς νεότητας που επιζητούσε να του ήταν βαρύ, και έρχεται η στιγμή που υπάρχει το τίμημα και η συντριβή. Όλα τη στιγμή αυτή έχασαν την ομορφιά τους εξαφανίστηκαν.
Τον αδελφό του τον σκότωσε το ίδιο του το πάθος για τη ζωή. Και η ίδια η ζωή τον έδιωξε από την αγκαλιά της. Δε χρειάστηκε και πολύς κόπος για να αναποδογυρίσει το σκάφος παρασύροντας στο βυθό ότι υπήρχε πάνω του.
Ο σοφός παππούς τους έλεγε.
«Ο καλύτερος τρόπος για να προβλέψεις το μέλλον, είναι να το δημιουργήσεις εσύ ο ίδιος.»
Όταν τον βάλανε κάτω απ' τη γη ήταν μονάχα σαράντα τριών ετών.
Χάθηκε έτσι ξαφνικά. Ποιος θα το 'λεγε. Σαράντα τρία χρόνια ανέμελης ζωής που ξαφνικά ένα ύπουλο τσίμπημα στην καρδιά τον σκόρπισε για πάντα.
Λάκισε απ' τούτη τη ζωή χωρίς να τους πει ούτε ένα αντίο.....
 
Web Informer Button