ADS

click to open

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

Makrino Taxidi .. Part II

Ο ξεριζωμός από την ύπαιθρο από τα γονικά εδάφη, η αστυφιλία, εξακολουθεί να πιέζει την καρδιά κάθε Λάκωνα, αδιάφορο αν κατοικούσε σε πλούσιους κάμπους και δασωμένα βουνά, η σε πτωχή και χέρσα γη.
Και έφευγαν με τα καράβια τα γεμάτα νέους και νέες κι ερήμωνε η ύπαιθρος.
Οι μνήμες των πρώτων παιδικών του χρόνων ξυπνούν, έρχονται σαν κύματα και πλημυρίζουν τις σκέψεις του. Δεν μπορεί εύκολα να ξεχάσει, ξαναγυρίζει πάλι και πάλι στον τόπο του μέσα στα όνειρά του και νοσταλγεί μελαγχολικά τον τόπο που περπάτησε τα πρώτα βήματα του. Ταυτόχρονα μετρά τα πεπραγμένα της ζωής του. Τι θα ‘ταν αν δεν ακολουθούσε το δρόμο της ξενιτιάς στη ζωή του. Τι θα πετύχαινε εάν δεν έφευγε να ανοίξει νέους ορίζοντες αφανίζοντας τα εμπόδια που του έφραζαν το δρόμο προς την επιτυχία, που ο καθένας ζητάει ν’ αποκτήσει στη ζωή του. Ο σοφός παππούς του όπως πάντα με το χαμόγελο στα χείλια, συγκαταβατικός και γαλήνιος έλεγε. «Γιε μου τα στάσιμα νερά βρωμίζουν»

Monemvasia Kalokairi 1958.

Ήταν ώρα του ηλιογέρματος, ο καπετάνιος της λέμβου με την ήρεμη φωνή του διάταξε να λύσουν τον κάβο της, και κράτησε την τιμονιέρα σταθερά στα χέρια του.
Το μακρινό ταξίδι είχε ξεκινήσει.
Η λέμβος ταρακουνήθηκε καθώς έλαμνε κουπί για να ξεφύγει από τη προβλήτα του μικρού λιμένα και να γλιστρήσει στα βαθιά νερά.
Ο καιρός μαλακός καλοκαιρινός, Πουνέντες, και η λέμβος στην απογευματινή παλίρροια γύριζε κι έπιανε να μποτζάρει απ’ τ’ αντιμάμαλο πού γεννιούνταν καθώς η θάλασσα χτυπούσε στην προβλήτα και πισωγύριζε.
Ο Λάμπης άκουσε τον υπόκωφο παφλασμό των κυμάτων καθώς σκάνε στον καθρέφτη της λέμβου, λικνίζοντας την.  Τρόμαξε.
Ο Λάμπης ήταν ο δευτερότοκος τετράχρονος αδελφός του. Δε σάλευε, το πρόσωπο του είχε μια έκφραση τρομαγμένη, μια παράξενη ταραχή.. Τα χέρια του τρέμανε, άρπαξε το παντελόνι του συνεπιβάτη μπρος και το κρατούσε σφικτά φοβισμένα, δάκρυα ξεχείλισαν απ' τα μάτια του. Ο κύριος στοργικά ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του μικρού αγοριού και του μίλησε καθησυχαστικά. Ο Λάμπης αναστέναξε άφησε το παντελόνι, κάθισε χάμω στη λέμβο αγκάλιασε τα γόνατα του, κι' ακούμπησε πάνω τους το πηγούνι του.
Η μητέρα τους πλησίασε τρομαγμένη και τον σήκωσε όρθιο, είδε το πρόσωπό του πλημμυρισμένο στα δάκρυα. Έδωσε το μικρό δίχρονο αδελφό τους που κρατούσε στην αγκαλιά της στον άνδρα της, έβγαλε τη ζακέτα της και σκέπασε το αγόρι της, κι αυτό κούρνιασε μέσα στην αγκαλιά της μάνας του γραπώνοντας τα δάχτυλά της. Τώρα τα μάτια του Λάμπη λάμπανε ζωηρά καθώς την κοίταζε.
.............Η  μητέρα τους ήταν βυθισμένη σε ακαθόριστες και αφηρημένες σκέψεις το διάστημα εκείνο. Αυτό που ονειρεύεται είναι να αλλάξει τη μοίρα τους, και να χτίσει ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της.
Το τελευταίο βράδυ ήταν ορθή μπρος στο παράθυρο τους, με κουφωμένα τα σκούρα-μελιά της μάτια, και κοίταζε. Κοίταζε  ασάλευτη, ενώ το φεγγαρόφωτο έπεφτε πάνω της, κάνοντάς τη να μοιάζει με απαστράπτουσα. Τα αστέρια έλαμπαν με το ψυχρό τους φως, ενώ η ημισέληνος έλουζε τα πάντα και η μητέρα έμενε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο σαν να φύτρωσε ξαφνικά εκεί έξω ένας καινούργιος κόσμος και πάσχιζε να τον μάθει.
«Μανούλα, τι κοιτάζεις;!»
«Τίποτα αγάπη μου.! Απλά κάτι σκέφτομαι.»
Η φωνή της ήταν κάπως αλλιώτικη, αλλαγμένη, κάπως βραχνή, το πρόσωπο σφιγμένο, συννεφιασμένο ακίνητο και βουβό. Τα μάτια της βυθίστηκαν πάλι εκεί έξω στην απεραντοσύνη τ' ουρανού σαν κάτι να γρικούσε μέσα της και πάλευε να το ξεκαθαρίσει.
Ύστερα στράφηκε προς το μέρος τους, γλύκαινε το πρόσωπο της χαμογέλασε και τους κάλεσε κοντά της ...τα παιδιά της... τα φίλησε στα μάγουλα και άρχισε να τους μιλά για τον κόσμο. Να τους μιλά για τον κόσμο αυτόν που υπάρχει εκεί έξω πέρα απ’ τη θάλασσα και για τα παιδιά που έχουν ευκαιρίες να κάνουν μεγάλα πράγματα στη ζωή τους. Να τους μιλά για τους ανθρώπους που δημιουργούν καινούργιους κόσμους. Να τους εξηγεί πως κάθε στιγμή της ζωής είναι μια μάχη, μια απόφαση, μια γεμάτη νόημα επιλογή που σε κάνει να νιώθεις πως μπορείς να ονειρευτείς τη ζωή σου όπως την θέλεις.
Έπειτα τους είπε για την αναχώρηση.
Τώρα τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. Τα κοιτούσε τόσο στοργικά. Γέμισαν δάκρυα και τα δικά τους. Σύρθηκαν μέσα στα απλωμένα χέρια της, μαζεύτηκαν πάνω της κουρνιάζοντας στην αγκαλιά της, εκείνη τα έσφιξε όσο πιο κοντά της μπορούσε.
«Μανούλα μην κλαις...» Της είπε λυπημένα, με μια φωνή παράξενα συρτή ο μεγαλύτερος..
«Σώπα, μην κλαις… μη φοβάσαι εμείς είμαστε εδώ..»
Η μητέρα δε μίλησε ξανά, τους κράτησε στην αγκαλιά της σιωπηλή, συνεχίζοντας να τους χαϊδεύει μέχρι που σιγά σιγά τα δάκρυα της αραίωσαν, δίνοντας τη θέση τους σε αναστεναγμούς. Κρατώντας σφιχτά τα παιδιά της, ότι γλυκό και ιερό έχει στη ζωή της αναστενάζει γιατί ’ναι όλα πίκρα και καημός. Σταδιακά πλάκωσε μια σιωπή, όπως η πίσσα που ρίχνεται στο χώμα.
Μια σιωπή βαθιά γεμάτη νόημα, ελπίδα, δύναμη, και αυθεντικότητα.
Της Μητέρας ένας τελευταίος βαρύς αναστεναγμός ξέφυγε από το στήθος που έλυσε την σιωπή.
Ξέσπασε. 
Ένα τραγούδι αντήχησε. 
Νοσταλγικό και πονεμένο τραγούδι του νόστου και της προσφυγιάς. Μια υπόκωφη μελωδία, σε παράπονο, σε λυγμό, γυμνή χωρίς μουσική, που είχε μόνο λίγες νότες σε ρυθμό κι ωστόσο ατέλειωτες παραλλαγές. 
Στο μυαλό του για χρόνια τώρα αντηχεί αυτό το τραγούδι, γλυκόλαλα και τόσο απαλά, κι αν μπορούσε να το εκφράσει, θα το έλεγε το Τραγούδι της οικογένειας τους. 
Έκλεινε τα μάτια του για ν' ακούσει την πλούσια, ζεστή και γλυκιά φωνή της μητέρας του, και οι σκέψεις του γέμιζαν με τα σκούρα μελιά μάτια της, που έλαμπαν σαν αστέρια.
.... Η λέμβος, σκαμπανέβαζε, έφτασε κάποτε, υστέρα από πάλεμα, μπροστά στο έμπα του λιμανιού δίπλα στο μεγάλο ποστάλι. Ο πηδαλιούχος της πήρε τη στροφή, να καβατζάρει, για να τη φέρει στα δίπλα στην υπήνεμη πλευρά του πλοίου με ασφάλεια στο κύμα.
Ή λάμψη της δύσης αναλήφθηκε απ' τις βουνοκορφές, το σούρουπο γέμιζε το Μυρτώο πέλαγος, και άρχισε να σκοτεινιάζει πέρα από την κορυφή της Κουλοχέρας στα χωριά του Ζάρακα. Ένα μεγάλο γλαροπούλι βούτηξε στο νερό. Τα στεφάνια πάνω στην απαλή επιφάνεια της θάλασσας πλάταιναν ολοένα. Μπροστά στον ορίζοντα πρόβαλε η βραχονησίδα Παραπόλα.
Και πίσω εκεί μακριά, μια κουκίδα, καταμεσής του Μυρτώου πελάγους ο πελώριος βράχος της Μονεμβασιάς ξεμακραίνει. Είχε πια σχεδόν νυχτώσει.
................. Μπαίνοντας στον αθέατο κόσμο της μνήμης του ανακαλύπτει τοπία ανέγγιχτα, διαβάζει ιστορίες γοητευτικές, αισθάνεται να βρίσκονται τα πάντα μέσα εκεί σε μι’ αρμονική ισορροπία. Κι όμως μια γκρίζα κουκίδα, κάτι σαν βαθειά ομίχλη, του σκεπάζει την πρόσβαση να ανακαλύψει το καράβι που τους μετέφερε στον Πειραιά.
Λίγα χρόνια αργότερα έφηβος πλέον έκανε το ίδιο ταξίδι δυο τρία καλοκαίρια.
Τα ταξίδια ήταν πανέμορφα μια και το πλοίο παράπλεε συνεχώς τις ακτές της Πελοποννήσου εκεί όπου οι νότιες παρυφές του Πάρνωνα βουτάνε στο Μυρτώο Πέλαγος και τα αρώματα του βουνού σμίγουν με την αύρα της θάλασσας.
Η άγρια ομορφιά αυτού του φυσικού τοπίου, αυτής της γεωγραφικής ορεινής περιοχής του Ζάρακα με τα πέντε χωριά του. Ομορφότερο όλων το παράκτιο Κυπαρίσσι, με μια φυσιογνωμία στεριανή και νησιώτικη μαζί, κτισμένο αμφιθεατρικά, κοιτάζει την ανατολή του ήλιου και σκοτεινιάζει νωρίς λόγω των κορυφών του Ζάρακα, που εμποδίζουν τον ήλιο από τη Δύση να φωτίσει τον τόπο. Οταν κοιτάζεις την περιοχή από τη θάλασσα, μοιάζει με θρόνο προς το Μυρτώο Πέλαγος.
Θυμάται το Γέρακα. Από τις πιο εντυπωσιακές γωνιές της Λακωνίας, ένα μικρό λιμάνι που αναδύεται μέσα από ένα επιβλητικό τοπίο. Άφωνος θα μείνει ο ανυποψίαστος επισκέπτης πλησιάζοντας το Λιμάνι του Γέρακα. Ένα σπανιότατο φιόρδ μοναδικής ομορφιάς ξεδιπλώνεται μπροστά του. «Ευλίμενον χωρίον» ονομάστηκε από τον Παυσανία, στο έργο του ΄΄Λακωνικά΄΄.
Μια ματιά είναι αρκετή για να αντιληφτεί κανείς πόσο συναρπαστικά πολυσχιδές είναι το τοπίο και να υποπτευθεί πόσο θεαματικά πολυτάραχη είναι η γεωλογική του ιστορία.
Η γαλήνη του τοπίου και η γραφικότητα του οικισμού συνθέτουν ένα μοναδικό σκηνικό.
 Ο ακύμαντος κόλπος του, ένα από τα μεγαλύτερα φυσικά λιμάνια της Μεσογείου, ετοιμάζεται να υποδεχτεί το σούρουπο. Το πλοίο έμπαινε με την πλώρη στον αρκετά στενό όρμο και φουντάριζε αρόδο, επικίνδυνα κοντά στα βράχια και τα αβαθή. Η αποβίβαση επιβατών και εμπορευμάτων γινόταν με καΐκια. Αναχώρηση με ανάποδα, διότι ούτε λόγος για χώρο να γυρίσει εκεί μέσα. Μετά το Γέρακα, στέκει καταμεσής του Μυρτώου πελάγους ένας πελώριος βράχος, η Μονεμβασιά. Το πέτρινο καράβι του Ρίτσου. Η αγέρωχη καστροπολιτεία.
 «Όταν η θάλασσα σμίλεψε την πέτρα... Όταν ο ήλιος γέμισε χρώματα τον ουρανό... Όταν η ακρογιαλιά καλύφθηκε από την ξανθιά άμμο... Γεννήθηκε ένα μέρος για τις πιο όμορφες και έντονες στιγμές μας.» Ατμόσφαιρα ερωτική, γεμάτη μυστήριο και μαγεία, είναι η ώρα που κυνηγούσε το καλύτερο ηλιοβασίλεμα του κάστρου.
Όλα αυτά τα ταξίδια του τα έζησε ακουμπισμένος στις κουπαστές του θρυλικού πλοίου της ακτοπλοΐας το περίφημο  MYΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ.
Το Μυρτιδιώτισσα είχε ναυπηγηθεί στη Σκωτία το 1929 ως LOCHNESS για την παραδοσιακή ακτοπλοϊκή εταιρία MacBrayne. Στην Ελλάδα το έφερε το 1958 ο Σ. Μπιλίνης και έγραψε την ιστορία του στη λεγόμενη «μαύρη γραμμή» (Πειραιάς- ανατολικά παράλια Πελοποννήσου, Κύθηρα) ώσπου διαλύθηκε το 1973 στο Πέραμα.
Για το ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ, έλεγαν πως του ήταν γραφτό να ταξιδεύει σε μυστικιστικές γραμμές, από τα ανεμοδαρμένα νησιά των Εβρίδων στις κακοτράχαλες ακρογιαλιές της Λακωνίας, από την ομίχλη των Σκωτσέζικων φιόρδ στις σφηκοφωλιές των όρμων στο Κυπαρίσσι, στο Γέρακα, στο Πόρτο Κάγιο, στο Σολοτέρι.
Το Μυρτιδιώτισσα πραγματοποίησε το παρθενικό του δρομολόγιο στην άγονη γραμμή της ανατολικής Πελοποννήσου το καλοκαίρι 1958.
Ήταν ένα πλοίο ιστορία.
Μια όαση, σε μία άγονη γραμμή.
Καράβι μιας άλλης εποχής.
Κουβαλώντας πάντα περήφανες ράτσες ανθρώπων.
Με τη διαίσθησή του αρχίζει να υποπτεύεται, ίσως και να ‘ταν το πλοίο που ξεκίνησε το μακρινό ταξίδι.
.................... Είχανε κουρνιάσει στις στενές κουκέτες του πλοίου προσπαθώντας να βολευτούμε όσο καλύτερα μπορούσαν.
Ο Λάμπης γλίστρησε έξω στο κατάστρωμα μες’ από την ξύλινη πόρτα του ακκομοδεσίου του πλοίου στη δροσιά της υγρασίας της θάλασσας.
Έμεινε στη θέση του ακίνητος σαν κεραυνόπληκτος και κοίταζε σαστισμένος.
Έχει καρφώσει τα μάτια του στη στεριά, σα να προσπαθεί να συλλάβει ότι μπορεί απ' τον άγνωστο κόσμο εκεί έξω που μόλις τον γνωρίζει.
Οι αισθήσεις του λαίμαργα αποτύπωναν τη θέα από του πολύβουο λιμάνι που εκτείνονταν εμπρός του.
Οι λέξεις βγήκαν αβίαστα χωρίς δυσκολία από τα χείλη του.
«Μαμά, μαμά, έλα, έλα να δεις, πω, πω, κοίτα σπίτια! κοίτα πλοία!»
«Μαμά, μαμά να! να! και αυτοκίνητα!»

Πώς να περιγράψεις τα συναισθήματα που ένιωθε εκείνη την ώρα ο μικρός αδελφός του που ξαφνικά από το μικρό απομονωμένο οικισμό βρέθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, μια κοσμοπολιτική πολιτεία γεμάτη ζωή και κίνηση..
Η παραλία φωτόλουστη, πλοία να πηγαινοέρχονται στο λιμάνι, ρίχνοντας ή τραβώντας την άγκυρα, να λύνονται ή να δένονται στις προβλήτες.
Το φως του ήλιου ξεχύνεται γύρω στο σκληρό γαλάζιο χρώμα του ουρανού εκτυφλωτικό, επιθετικό, σαν να θέλουν οι αχτίδες να κυνηγήσουν ότι κρύβει τον πρωτόγνωρο νέο κόσμο στα φτωχά και ανίδεα χωριατόπουλα.
Η μητέρα τους τον κοίταξε και του χαμογέλασε. Τον έσφιξε στο στήθος της, τρυφερά του πήρε τα χέρια μες στα δικά της χέρια.
Αυτή ήταν η μητέρα τους. 
Ήταν το δροσερό ποτήρι κάθε ελπίδας τους. Ήταν ένα τριαντάφυλλο, που μύριζε τόσο γλυκά.
Αμίλητη τώρα ατένιζε την θέα απ’ τον καινούργιο κόσμο και αναρωτιόταν αν αυτή η περιπέτεια, θα αποτελούσε μια νέα καλύτερη σελίδα στη ζωή τους. Σκέφτεται αν θα καταφέρουν να κάνουν όσα είχε ονειρευτεί στην εφηβεία της, σήμερα τα παιδιά της.
Αναρωτιόταν αν η απόφαση να πάρουν τους δρόμους της ξενιτιάς με στόχο να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την μίζερη ζωή ήταν η σωστή απόφαση.
Με τα μάτια μισόκλειστα φαντάζεται ……δεν έβρισκε άκρη στις σκέψεις της.
Τόσο πολύ είχε απορροφηθεί στις σκέψεις της, που δεν πήρε είδηση πότε το πλοίο πρόσδεσε στην προβλήτα και ξεκίνησε η αποβίβαση.
.............. Το τραίνο τους μετέφερε απ’ την Αθήνα στη Λαμία με τα λιγοστά υπάρχοντα τους, που κουβαλούσαν τυλιγμένα σε σεντόνια, μόλις δυο μπόγους όλα κι όλα.
Αρχικά τον πρώτο καιρό η ζωή στη Λαμία τους βρήκε ταλαιπωρημένους, παραζαλισμένους, μα οπωσδήποτε με καλή διάθεση για ένα καινούργιο ξεκίνημα.. Ξεκίνησαν τη ζω τους μένοντας σ’ ένα φτωχικό πολύ φτωχικό σπιτάκι, ένα κοινότυπο τούβλινο κτίσμα, μόλις μια κάμαρα δίπλα στο ρέμα. Σε μια εργατική φτωχογειτονιά «το Αραπόρεμα» στης δυτικές παρυφές της πόλης, μι’ αστική περιοχή με χωριάτικο περιβάλλον.
Εκεί έζησε το τελείωμα της παιδικής ζωής, την έναρξη της εφηβείας, τη δυσκολία της καινούργιας ζωής. Ταυτόχρονα έζησε και τις πρώτες μεγάλες αλλαγές. Στην αρχη είχε την αίσθηση πως άλλαξε η ζωή τους ριζικά.... προς το καλύτερο.
Απ’ το λυχνάρι και τις λάμπες πετρελαίου που φώτιζαν τις νύχτες στο χωριό γνώρισε το ηλεκτρικό ρεύμα που δεν υπήρχε βέβαια τότε στο χωριό. Οι πιο πολλοί χωριανοί ούτε πού 'ξεραν τί είναι μαθές αυτό.
Το τζάκι και τη φουφού τα αντικατέστησαν το γκάζι και η σόμπα.
Απ’ το μονοτάξιο σχολείο βρέθηκε σε εξατάξιο.
Ένοιωσε ότι είχαν ξεφύγει απ’ την εποχή που θύμιζε την εποχή των πιονέρων και οι μιζέριες του φτωχικού οικισμού ήταν πια ανάμνηση.
..................... Στα βορειοδυτικά της γειτονιάς υπήρχαν βοσκοτόπια, μεγάλοι χέρσοι λόφοι και φαράγγια που του θύμιζαν το χωριό.  Σε μια ρεματιά υπήρχε και τεχνητή λιμνούλα όμοια με τι μικρή στέρνα στα περιβόλια του χωριού του, της έλειπε ο αιωνόβιος πλάτανος και οι πολλές μωβ περικοκλάδες αλλά είχε άφθονες καλαμιώνες.
Εκεί, στη μικρή λιμνούλα, είχε φτιάξει το δικό του καταφύγιο. Εκεί ήταν ο δικός του μικρός κόσμος όπου του άρεσε να απομονώνεται και με τα μάτια κλειστά φαντάζεται καθημερινές στιγμές απ’ το χωριό. Με τον καιρό, άρχισε να νοσταλγεί το χωριό του, θυμόταν τις ηλιόλουστες πλαγιές στο μεγάλο ρέμα κι αναστέναζε.
Ζωντανεύει όταν του ‘ρχεται η θύμηση του ποτισμένου χώματος με την ιδιαίτερη μυρουδιά της γης που αναστάτωνε το μέσα του λες και συναντούσε κάτι δικό του.
Ας ήταν μπορετό να κάθιζε, δέκα λεφτά μονάχα, κάτω απ’ το δροσό της αλαφροΐσκιωτης μουριάς στην καλοκαιρινή την κάψα, να νιώθει μια
αίσθηση δροσιάς στο πλάτωμα με το μικρό μποστάνι τους πίσω στο μεγάλο ρέμα.
Μα ήσαν μακριά, τόσο μακριά ολ' αυτά τα παιγνιδίσματα του νου…. απραγματοποίητες λαχτάρες.
............. Ο χρόνος, η εμπειρία, η συνεχής αναζητήσει γεννούν και νέα πρωτόγνωρα όνειρα στο νέο κόσμο που προβάλλει εμπρός του.
Νοιώθει απ’ την ανατολή της ζωής του σαν ευσυνείδητος εραστής που αναζητεί την θέση του κάτω από τον ήλιο.
Ο άνθρωπος στη φύση είναι σαν τη φωτιά.
Η φωτιά λένε οι αστροφυσικοί, γέννησε το σύμπαν.
Μέσα στο χάος σε μια έκρηξη τινάχτηκε η πρώτη ενέργεια που είχε θερμοκρασία. Η ενέργεια αυτή άρχισε να μικραίνει και να ψύχεται. Ταυτόχρονα όμως άρχισε να απλώνεται σχηματίζοντας, γαλαξίες, νεφελοειδείς, συστήματα, αστέρες, πλανήτες.

Click to Open
Μακρινό ταξίδι IΙI:
.....

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Makrino Taxidi .. Part.. I

Ω χώματα της γης μου!
Χώμα «Μπουμπουτσελιάνικο»**
πρωτόχωμα
τιτάνια ζύμη του κορμιού μου
του ίδιου μου του ακοίμητου μυαλού!***
**Λευκαδίτικο
***Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος Γ΄,

Ακόμη και το πιο μακρινό ταξίδι αναγκαστικά αρχίζει με ένα απλό πρώτο βήμα.
Βλέποντας αναδρομικά ήταν φανερό ότι όλα τα σκέπαζε μια χρυσή βροχή από αναμνήσεις που έρχονται να ταράξουν τα στάσιμα νερά της λήθης.
Λες και ήταν χθες.
Δεν ήταν βέβαια.
Θυμήθηκε μια ιστορία που του ‘χε πει κάποτε ο γέρος πάππους του, που παραπονιόταν πως η ζωή του ήταν τόσο σύντομη που του φαινόταν ότι μόλις μια μέρα πριν ήταν παιδί. Ο γέρος του είχε πει. «Θυμάμαι τα καινούργια παπούτσια που φόρεσα όταν ήμουν δέκα χρονών. Μου φαίνεται σα να ‘ταν χθες. Που πήγε ο χρόνος;»
Ο χρόνος συνεχίζοντας το αιώνιο και ακούραστο ταξίδι του μας αφήνει πίσω του να ζούμε με τις νοσταλγικές αναμνήσεις μας.
Η κάθε αναδρομή σε ότι βρίσκεται θαμμένο στους απέραντους κάμπους του χρόνου, είναι συγκινητική και οι μνήμες αυτές δεν πρέπει να φθείρονται, αλλά να διατηρούν την ομορφιά και την αξία των χρόνων εκείνων. Τότε που παιδιά αμέριμνα και ξυπόλητα, ξέγνοιαστα και πεινασμένα γυρνούσαν στις γειτονιές, στους δρόμους και στα χωράφια, χωρίς τους φόβους και του κινδύνους. Τότε, που τα χρόνια ήταν τόσο πλούσια σε... φτώχεια.
Έχει περάσει καιρός από τότε. Πολύς καιρός, από τα δύσκολα χρόνια, τα χρόνια της μετανάστευσης που οι κάτοικοι της ελληνικής υπαίθρου, σαν τα πουλιά σκορπίσανε και χαθήκανε στους ορίζοντες των μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας.
Τι τους έβγαζε από τον τόπο τους, δεν ήταν και δύσκολο να το μαντέψεις.
...............Κουλέντια Επιδαύρου Λιμηράς Λακωνίας. (Οικισμός Μπουμπουτσέλια)**
Χίλια εννιακόσια πενήντα οκτώ.............
Ήταν μόλις οκτώ χρονών, ο μεγαλύτερος (από τ' άλλα δυο αγόρια), γιος της οικογένειας. Ένα μικρό αγόρι, ψηλό, λιπόσαρκο, σα λιγνό κυπαρισσάκι 'ταν το μπόι του, με θεληματικό πιγούνι, καστανά μαλλιά και έξυπνα ερευνητικά σκούρα μάτια. Είχε γεννηθεί στην ενδοχώρα σ’ ένα μικρό χωριό μιας πάμπτωχης περιοχής του ελληνικού Νότου στις ανατολικές άγονες πλαγιές του Λακωνικού Πάρνωνα.
Μία αγροτοκτηνοτροφική περιοχή του Λακωνικού νότου που εξακολουθούσε να είναι μια δυσπρόσιτη περιοχή, για τούτο και έχει παραμείνει ανόθευτη και αληθινή λες και δεν την άγγιξε το πέρασμα του χρόνου. Τα μικρά χωριά της φωλιασμένα στα βουνά. Δεν υπήρχε εύκολος δρόμος να διαβείς, υπήρχαν όμως εκατοντάδες μονοπάτια και μια χούφτα ξωμάχοι που αντιστέκονταν στον χρόνο, άνθρωποι φιλόξενοι, ταπεινοί, καταπονημένοι, αλλά περήφανοι για την καταγωγή τους.
Tο χωριό του είναι εν’ από κείνα τα βουνίσια χωριά, που σκαρφαλώνουν στη πλαγιά του βουνού κι είναι όλα τα ίδια. Όμορφα, μα φτωχά και μίζερα κι αφημένα στην τύχη τους κι από θεούς κι ανθρώπους. Ο οικισμός τους, μικρός ασήμαντος, σκυφτός θα ‘λεγες από κάποια βαθιά στενοχώρια, γκρίζος και ισχνός όπως όλα τα μέρη που οι κάτοικοι τους ζουν μακριά από την εποχή τους. Απόμεροι, και ξεχασμένοι.
Η ορεινή ύπαιθρος γύρω τους ήταν μια άγονη γη θανάτου εγκαταλειμμένη, γεμάτη με πέτρα που λουζόταν από το ανελέητο εκτυφλωτικό φως του Ήλιου. Οι λιγοστοί κάτοικοι πάλευαν με κόπο και ιδρώτα να κερδίσουν την ζωή τους στη χέρσα γη από τα χαράματα μέχρι το βράδυ, καλλιεργώντας λίγες ελιές, λίγες συκιές, μερικά αμπέλια και ελάχιστα περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα και λαχανόκηπους. Παιδεύονταν για το ψωμί, για το καρβέλι. Δύσκολο πράμα. Όμως η γης ήτανε για κείνους πλάσμα ζωντανό, κρύωνε, πυρωνόταν, θρασομανούσε να σπαρθεί, κοιλοπονούσε... Οι ξωμάχοι χωρικοί έτρεχαν κάθε τόσο να τη συντρέξουν, τη μια ζευγάδες και σποριάδες, την άλλη θεριστές ή μαζωχτές.
Υπήρχαν ακόμη κάμποσες ιδιοκτησίες στις μικρές κοιλάδες με μεγαλύτερα λιβάδια που καλλιεργούσαν όσπρια και σιτηρά, αυτά ανήκαν σε πολύ λίγους προνομιούχους νοικοκυραίους του χωριού.
Στενοί χωματόδρομοι και φιδογυριστά μονοπάτια που θύμιζαν λαβύρινθο από μυρμηγκοφωλιές συνέδεαν τους μικρούς οικισμούς με την καλλιεργήσιμη γη. Οι απαιτούμενες μεταφορές προσώπων και αγαθών γίνονταν με μουλάρια άλογα και γαϊδουριά. Η σταδιακή ανάπτυξη που σημειωνόταν με το πέρασμα των χρονών στα βορειότερα της Λακωνικής πεδιάδας του Ευρώτα δεν είχε ακόμη κάνει το άλμα της στις τοπικές κοινωνίες του Νότου. Στους μικρούς και απομονωμένους οικισμούς οι κάτοικοι συνήθιζαν να ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους με τη μέθοδο της αγροτικής οικονομίας και, όσο να το κάνεις, βολευόταν κάπως η κατάσταση.
Φτωχοί άνθρωποι οι περισσότεροι, είχαν την  ανάγκη ο ένας του άλλου.
Έτσι όταν ήθελαν  να καλλιεργήσουν τη γη, συνήθως συνεταιριζόταν .
Όταν είχε κάποιος ένα ζώο «καματερό» βόδι ή μουλάρι, το  έκανε ζευγάρι μ’ άλλον και με αυτό όργωναν και έσπερναν τα χωράφια και των δύο. Τ’ αλέτρια έκοβαν ξανά και ξανά τις χαρακιές στο άνυδρο χώμα.
Στο θέρισμα που χρειαζόταν πολλά χέρια, βοηθούσαν όλοι.  Το ίδιο γινόταν και στο αλώνισμα.
Δύσκολα χρόνια, και η γη λίγη στο μερτικό τους και φτωχή, αδυνατούσε να τους θρέψει και να τους χαρίσει μια ζωή σύμφωνη μ' εκείνη που ο καθείς φτιάχνει στα όνειρα του. Τότε ο κόσμος έφευγε και πήγαινε μακριά, στην ξενιτιά, να βρει την τύχη του. Είδε κι από-είδε ο πατέρας πως προκοπή στο χωριό δεν υπήρχε. Ούτε γι' αυτόν, ούτε για την φαμελιά τους και πήρε τη μεγάλη απόφαση. Το αποφάσισε λοιπόν και γρήγορα σαν αστραπή έγιναν όλα.. Ξεκίνησαν για την πολιτεία. Με το όνειρο να γευτούν κι αυτοί τα αγαθά της μεγαλούπολης. Χρήματα βέβαια δεν υπήρχαν. Αλλά ο αδερφός του, πού 'ταν παντρεμένος εκεί, κάπως μια γωνία θα 'βρίσκε να τους βοηθήσει στο ξεκίνημα. Είχε ακούσει βέβαια κι από άλλους συγχωριανούς, πως στην πολιτεία χαμένος δεν έμενε κανείς. Ρώτησε o πατέρας του για περισσότερες λεπτομέρειες, ξαναρώτησε τα ζύγισε, τ' αποφάσισε. Πούλησε και την μικρή οικία τους με τον όμορφο φούρνο, κι από κοντά και το κτηματάκι δίπλα στο φούρνο με τις αγκινάρες πούλησε και το μικρό περιβολάκι πίσω από την μικρή λιμνούλα. Μια αγάπη βαθιά, πλατιά και απέραντη ήταν εκείνη που ένιωθε στα στήθια του γι’ αυτό το μικρό περιβόλι, με τα λίγα δέντρα στα σύνορα του. Όλα για ένα κομμάτι ψωμί βέβαια, για τα ναύλα της φαμίλιας με προορισμό τη Λαμία. Χαλάλι ας του γίνονταν του φίλου του, τ' αδερφικού, που τα παρέλαβε.
............. Το ηλιοβασίλεμα έκανε διαβολεμένη ζέστη, αλλά εκεί στο ακρογιάλι της τσιμεντένιας προβλήτας το θαλασσινό αεράκι κρατούσε την θερμοκρασία σε ανεκτά επίπεδα. Παρ’ όλα αυτά είχαν λουστεί στον ιδρώτα καθώς επιβιβάζονταν στη λέμβο που θα τους μετέφερε στο μεγάλο καράβι, που σαν κάτασπρο κάστρο, πάμφωτο, επιβλητικό και περήφανο, είχε φουντάρει αρόδο στο αγκυροβόλιο στον ανοικτό κόρφο. Όταν η λέμβος ξερεμεντζάρησε κ' έβαλε πλώρη το ανοικτό πέλαγος και απομακρυνόταν από την ακτή μαζί της απομακρυνόταν και ίσως έφευγε για πάντα, το μικρό φτωχό χωριό, το πρώτο του σχολείο, η μικρούλα λίμνη με το λιγοστό τρεχούμενο νερό που άρδευε τα περιβόλια του οικισμού..
Πριν γνωρίσει τη θάλασσα γνώρισε τη μικρή τεχνητή λίμνη στα δυτικά όρια του οικισμού τους, κάτω από τη σκιά ενός γιγάντιου αιωνόβιου πλατάνου.
Πυκνοί θάμνοι από βάτα, σφεντάμια, φτέρες και ένα πλήθος από ανθοφόρα φυτά πλαισίωναν τριγύρω την όμορφη, ήρεμη, ασημένια μικρή λιμνούλα με καθάρια νερά, που ξεπρόβαλε πίσω από τον αιωνόβιο πλάτανο στο τέλος μιας διχάλας από το στρατί που φιδοσερνόταν εμπρός του. Τα πανέμορφα και πολύχρωμα λουλούδια, τα υδρόβια φυτά που επέπλεαν, δημιουργούσαν μια πανδαισία χρωμάτων, και ο συνδυασμός των αρωμάτων με τις χιλιάδες ευωδιές να κατακλύζουν τα πνευμόνια σου.
"Τα σφεντάμια και οι φτέρες είναι ακόμα αδιάφθορα,
Αλλά χωρίς αμφιβολία, όταν αποκτήσουν συνείδηση
Θ’ αρχίσουν κι αυτά να καταριούνται και να βρίζουν."
Στοιβαγμένες εικόνες στα θολά διαμερίσματα της μνήμης, αβίαστα προβάλλουν εμπρός του.
Εικόνες της εποχής  μόλις που περπάτησε καλά, και στιγμή δεν καθότανε. Έτρεχε μες στα πεζούλια στις πλαγιές και ήταν ελεύθερος σαν τον άνεμο, χαρούμενος σαν την Άνοιξη και ανέμελος σαν το Καλοκαίρι.
Της  εποχής που πότιζε το μικρό μποστάνι τους, χαμηλά στη ρεματιά, ανάμεσα στα νεροκάλαμα, ένα λουρί χωράφι και έτρεχε ξέγνοιαστος, τσαλαβουτώντας μέσα στα νερά  με το κοντοβράκι του και με το μακρύ το φτυάρι στα αδύνατα χέρια του, να αλλάζει τα κανάλια του ποτιστικού νερού ανάμεσα στα παρτέρια με τα λαχανικά και τις κολοκυθιές τις φορτωμένες πορτοκαλιά λουλούδια, μεγάλα σαν χάλκινες τρουμπέτες, ευτυχισμένος όπως το πουλί απάνω στο κλαδί του. Τα μεσημέρια του καλοκαιριού, κάθονταν  στον ίσκιο κάτω από το μεγάλο πλάτανο, που πάνω στα κλαδιά του πετούσαν και κελαηδούσαν πουλιά, και τα χελιδόνια βουτούσαν χαριτωμένα πίνοντας το δροσερό νερό της λιμνούλας.
Τ' ήταν ο κόσμος τότε γι' αυτόν παρά ένα περιβόλι απέραντο, καταπράσινο και μοσχοβολημένο περιβόλι, με τη φύση να βρίσκεται στ’ αποκορύφωμα της λάμψης της, απ’ του ήλιου τις χρυσές ακτίνες.
Είναι μια ηδονή που δεν ξεχνιέται εύκολα απ' όσους την ένιωσαν. Όλα αυτά μνήμες και γεύσεις, μυρωδιές, ακοές, οράματα και αφές των παιδικών μας χρόνων που μας δυναστεύουν μιαν ολάκερη ζωή. Δεν το γνώρισε ολότελα το καημένο του το χωριό, που του γελούσε πάντα στον ύπνο του και στα όνειρα του.
"Με της σκέψης τα πλάνα φτερά
στο χωριό μου τρέχω να φτάσω.
Στης λιμνούλας τ’ ασημένια νερά
τ’ όνειρό μου σφιχτά ν’ αγκαλιάσω"

Σήμερα μια ζωγραφιά, ένα κάδρο, η γαλήνια ομορφιά του τοπίου είναι πάντα στο νου του, με τη σιλουέτα του μικρού σπιτιού τους, και τον λιθοχτισμένο φούρνο δίπλα στη γέρικη αμυγδαλιά. Το σπίτι ήταν κτισμένο στην νοτιοανατολική πλευρά του οικισμού κι είχε μπρος του χαντάκι. Ανάβαθο. Το χαντάκι γκρίζες πέτρες και βράχοι. Οι αιμασιές από φραγκοσυκιές και λίγα σκίνα το ένα σε απόσταση από το άλλο, το κλείνουν από πάνω προς τα κάτω σαν γκρίζοι τοίχοι που σέρνονται από πεζούλα σε πεζούλα, πάνω από το λόφο με τις χαρουπιές μέχρι κάτω τα περιβολάκια. Του φαίνονταν να είναι τα σύνορα του κόσμου. Με τον ερχομό της άνοιξης θρασομανούν τ’ αγριάγκαθα και το χαντάκι γεμίζει γαλάζιους ίσκιους. Θάμνοι γυμνοί, αγκαθωτοί και ξερά χόρτα που δυναστεύουν το τοπίο. Και για την ανάγκη τους χρησίμευε και για το σκουπίδι. Ένα ταπεινό χαμόσπιτο, φτωχικό, πέτρινο σπιτάκι με κεραμίδια, με την αυλή στο νοτιά χωρίς μαντρότοιχο. Δίπλα στο σπίτι ήταν ένα καλύβι χτισμένο με ξερολιθιά, για αποθήκη που έβαζε η φαμίλια τα φτωχικά εισοδήματα τους, καρπούς, σιτάρι, το λάδι και το κρασί που έβγαζε η γη τους, «τα λιγοστά χτήματα τους», οι κόποι κι ο ιδρώτας τους.
Πίσω από την αποθήκη, ήταν κι ένα άλλο καλύβι που έβαζαν τα ζωντανά μερικές κότες και γαλοπούλες, δυο κατσίκες, μια γαϊδουρίτσα και ένα εξαίσια όμορφο κατάμαυρο άτι μ’ ένα λευκό αστέρι κόσμημα στο μέτωπο του.
Κατά τα νοτιοανατολικά του σπιτιού ένας δρόμος δύσκολος και αρκετά κατηφορικός μετά από  τριακόσια μέτρα περίπου σταματά σ' ένα μικρο διάσελο όπου μια μικρή πηγή ανάβλυζε όλο το χρόνο λιγοστό γάργαρο νερό, όμοιο με διάφανο χρυσάφι, μέσα από τα βράχια που σχημάτιζαν έναν κατακόρυφο γκρεμό σαν φυσικό πέτρινο τείχος. Η πηγή αυτή ήταν το μέρος από όπου έβρισκαν νερό οι κάτοικοι του οικισμού δυτικά του Αγίου Παντελεήμονα.... ήταν πηγή ζωής για τους ανθρώπους.... το περισσευούμενο είχαν φτιάξει στέρνα δίπλα σε μια μεγάλη κλαίουσα ιτιά, το συλλέγουν και το χρησιμοποιούν για άρδευση στα μικρά καλλιεργήσιμα πλατώματα.... τους  μικρούς καθημερινούς μπαξέδες των οικιστών.....
Οι νοσταλγικές αναδρομές μυροβόλο αεράκι έρχονται να τον δροσίζουν και να τον τυλίγουν σαν κισσός. Η σκέψη του ατενίζει το με ιδιαίτερη χάρη το παραδοσιακό πανηγύρι του Άγιου Παντελεήμονα στην μικρή πλατεία του οικισμού.
Ο Άγιος Παντελεήμονας ακόμη και σήμερα είναι ένα μικρό εκκλησάκι χτισμένο στο ψηλότερο σημείο ενός υψώματος προστάτης φύλακας του οικισμού, με απόλυτη θέα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, για ν’ αγναντεύει τα βουνά του τόπου, περιτριγυρισμένο απ’ τη μοναδική πλατεία του οικισμού πάνω στο λόφο. Τέτοιες μέρες ολάκερο το χωριό σηκώνεται στο ποδάρι, και βουίζει από κίνηση και ζωή και οι καμπάνες του χτυπάνε χαρούμενα.
Πλήθος κόσμου μαζεύετε μαζί την γιορτή του Αγίου Παντελεήμονα. Τα τραπεζάκια και οι καρέκλες στήνονται από τα χαράματα στον περίβολο του ναού, όταν ακόμα ο νυχτερινός ίσκιος σέρνεται απάνου στην ολόστρωτη άπλα του λόφου, που ανατριχιάζει κάθε τόσο με τις αλαφρές ριπές του ανέμου στα δέντρα που θρόιζαν και παίρνει όλους τους τόνους τού γαλάζιου και του ρόδινου. Με τον ήλιο που ανηφορίζει, η πρωινή άχνα μαζεύεται στις άκρες του ορίζοντα, όσο να χαθεί ολότελα. Κι όλα αποθεώνονται μέσα στο χρυσό φως, σχήματα, όγκοι, απλωσιές και ψηλώματα, σπίτια, δέντρα, πλαγιές. Τα νερά της μικρής λίμνης αστράφτουνε, οι πέτρες κι ο αέρας αστράφτουνε και γύρω-γύρω στον περίβολο του ναού στριμωχνόταν ένα πολύχρωμο και γραφικό πλήθος, σαν τσιγγάνοι. Φέρνοντας στη μνήμη του όλα αυτά τα ευχάριστα πράγματα του ερχόταν να κλάψει, αλλά δάγκωνε τα χείλη του γιατί πάντα τα πρώτα χρόνια στην ξενιτιά η άνοιξη τον αναστάτωνε και τα όνειρα της ζωής του άνθιζαν μέσα του, όπως οι μοβ περικοκλάδες ανάμεσα στις πέτρες του παλιού νεκροταφείου του χωριού του. Μια αδυναμία που του περνούσε με τις πρώτες ζέστες του καλοκαιριού και άφηνε τη φαντασία του να ταξιδεύει ολόγυρα.
Θυμάται τα πρώτα χρόνια που ένοιωθε τώρα πια τον εαυτό μου. Ήξερε πως ήταν φτωχοί, πως οι άνθρωποι έπρεπε να δουλεύουν για να ζήσουν, πως γι’ αυτό δούλευαν οι γονείς του την χέρσα γη, και πως σα μεγαλώσει θα δούλευε κι αυτός. Δηλαδή το ’ξερε, καθώς ήξερε πως κάθε βράδυ βασιλεύει ο ήλιος και χάνεται πίσω από το Μεγάλο Ρέμα. Το γιατί τους, δεν το απείκαζε. Στα παιδικά τα χρόνια τα παίρνουμε καθώς φαίνονται όλα. Ζωγραφιές μαζεύουμε, και τίποτα άλλο. Μα αυτό δεν πάει να πει και πως δεν ένοιωθε το κόσμο.
..... Και ήρθε μια μέρα στο τέλος του καλοκαιριού που οι γονείς του είπαν πως είναι καιρός ν’ αρχίσει να μαθαίνει γράμματα, καθότι «Άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο». Φθινόπωρο, ο τόπος χλοϊσμένος, ήσυχος, οι χωρικοί  ετοιμάζονταν για το όργωμα, τη σπορά και τα ξεχερσώματα, τα κοπάδια βοσκούσαν στις πλαγιές. Με το γλυκοχάραμα της αυγής, στο πρώτο λάλημα του πετεινού  στο μισοσκόταδο του μικρού σπιτιού, πλησίαζε η μάνα στο λιτό ξύλινο κρεβάτι του κοιμώμενου μικρού παιδιού της, χάιδευε το μέτωπο του, ενώ ένα χαμόγελο έσκαγε στο αυλακωμένο απ' τα βάσανα πρόσωπο της, και όσο μπορούσε πιο γλυκά, του έλεγε: «Σήκω, γιέ μου. Σήκω μην και σε πάρει η μέρα και ο δρόμος είναι μακρύς.» Σηκωνόταν, ντυνόταν, έπαιρνε το δεματάκι με το λιτό φαγητό που ετοίμαζε η μάνα του, κι έτοιμος αποχαιρετούσε τον πατέρα και η μάνα φιλώντας τον ξεπροβόδιζε: «Άντε καλό δρόμο γιε μου, στην ευχή του Θεού, και να προσέχεις παιδί μου», και παρέα με τον πιστό σκύλο δίπλα του  ξεχυνόταν στο δρόμο για το χωριό την έδρα του οικισμού πίσω από την άλλη μεριά του αντικρινού λόφου. Ανηφορίζοντας το δυτικό λόφο του οικισμού προσπερνούσε ένα μικρό δασύλλιο από χαρουπιές με πλούσιες φυλλωσιές, που τις λίκνιζε ο άνεμος. Ένοιωθε μια δροσιά στην ψυχή του σαν ανάλαφρη πνοή, μεθυσμένος από τους χυμούς της φύσης. Το χώμα είναι παντού νοτισμένο. Ο ήλιος τραβά το πρωί απ’ τη χλόη την υγρασία που τη βλέπεις ν’ ανεβαίνει σχηματίζοντας διαφανές κουρτίνες κάτω απ’ τις φυλλωσιές. Φτάνοντας στην κορφή παρατηρούσε πως όλη η έκταση γύρω από την άλλη μεριά ήταν το Μεγάλο Ρέμα, η κοιλάδα που χωρίζει τον λόφο του οικισμού από το χωριό. Εκεί βρίσκονται σκόρπια μικρά καλλιεργήσιμα λιβάδια, πολλά δέντρα από ελιές, συκιές, αμυγδαλιές, και παράμερα, ξεχασμένο κομμάτι του Παραδείσου, δένδρα πυκνά το ένα πλάι στο άλλο, ένα δάσος από ορεινά κυπαρίσσια που βρέθηκε δω ανάμεσα στα βουνά. Οι πλευρές της κοιλάδας ορθάνοιχτες, να βλέπουν στο μακρινό ορίζοντα μια υποψία θάλασσας. Μια και μπεις σ’ αυτή τη φωλιά, σαν πουλί σπαρταράει η ψυχή σου, σε μεθάει το θυμάρι οι κουμαριές, κι η λυγαριά. Άφησε που σε κουφαίνουν τα κοπάδια τριγύρω με τα κουδούνια τους, σου δίνουν καινούργια ζωή, που σε κάνει κι ανασαίνεις πιο εύκολα.
Πολλές φορές οι νοτιάδες έφερναν σύγνεφα το ’να πίσω από τ’ άλλο στη κοιλάδα, μα όταν που άνοιγε πάλι ο ουρανός, γινόταν ξάστερος, ροδοβαμμένος και χαμογελούσε ως πέρα στα βουνά και στις ράχες και ήταν ο ήλιος όσο δεν παίρνει χρυσαφής, κάτι σα μέλι φωτεινό ξεχυνόταν στο Μεγάλο Ρέμα.
Στο Μεγάλο Ρέμα ήταν και μια απαλή πλαγιά μέχρι το βάθος της κοιλάδας, υπήρχε κει κοντά σ’ ένα γούπατο επικλινές μι’ άπλα, μια στενή λωρίδα γης, που κατέληγε σε μια ρεματιά, ένα φυσικό κανάλι για να φεύγουν τα βροχόνερα και τα λιγοστά νερά από τις γύρω πήγες που αναβλύζουν τη άνοιξη.
Η γη στην κοιλάδα και στις λοφοπλαγιές ήταν μοιρασμένη σε μικρά χωράφια και καλλιεργήσιμη, και ολόγυρα της στα ψηλώματα φαγωμένα βουνά, στο σύνολο της δημιουργούσε το αίσθημα της γύμνιας. Από αυτό το μέρος περνούσε ένα στριφτός μουλαρόδρομος που ανηφορίζει μέχρι την κορυφή του φαραγγιού, είναι στενός, κακοτράχαλος και γεμάτος νεροφαγώματα που οδηγούσε στο χωριό τα Κουλέντια  από τους γειτονικούς οικισμούς και τις διάφορες καλλιεργήσιμες περιοχές.
........Ήταν ένα απομεσήμερο της άνοιξης γλυκό και δροσερό, ύστερα από τη μεσημεριανή βροχή που βρισκόταν σ’ ένα γυμνό πλάτωμα της ρεματιάς, στο γυρισμό από το καθημερινό σκολειό του. Μια ώρα δρόμο για τα παιδικά του τα πόδια. Στο πρόσωπο του φυσούσε απαλό βοριαδάκι, που ερχόταν μέσ’ απ’ τους λόφους και τα πετροβούνια, με τις σταχτιές κορφές, και τα πράσινα πλατώματα.  Απάνω απ’ το κεφάλι του ένα υπέροχο ουράνιο τόξο είχε στηθεί, και μακριά στον ορίζοντα μουγκές αστραπές σκιρτούν κατά διαστήματα σαν πλοκάμια αράχνης, και η κυματιστή βροχή που έπεφτε απαλά τριγύρω από νωρίς στη ρεματιά και στις πλαγιές δίχως να σκάψει τη σημαδεμένη γη είχε τώρα σταματήσει. Οι τελευταίες βροχές σκόρπισαν γρασίδι κι αγριόχορτα στις πλάγιες, έτσι που ο γκρίζος τόπος άρχισε να χάνεται κάτω απ’ το πράσινο. Ο τόπος γέμιζε με λουλούδια από τις αμυγδαλιές και τις αχλαδιές της ρεματιάς, και στο βάθος προς τη δύση στεκόταν τα αχνογάλανα βουνά και με τη θάλασσα στην ανατολή. 
Η ρεματιά τώρα είχε πάρει ένα χρυσαφί χρώμα, ένα γαλάζιο χρυσαφί, σκεπασμένη από την αντανάκλαση του φωτεινού ουρανού, με την άνοιξη που διαβαίνει σκορπίζοντας πνοή στα μυρωδάτα χόρτα στις ντελικάτες άσπρες μαργαρίτες, κι ο χρόνος ράθυμα απλώνει τις στιγμές του και αποκοιμιέται μέσα στις παπαρούνες.. Η ησυχία και η δροσιά κυριαρχούσαν τριγύρω, μόνο οι τρίλιες των μελισσοφάγων μέσα στα βάτα έδιναν ζωντάνια στον τόπο και συνόδευαν το απαλό θρόισμα του βοριά. Ένα θέαμα μαγευτικό. Στο φαράγγι υπήρχε άφθονο νερό από τις τελευταίες βροχές του Απρίλη. Η δυνατή μυρωδιά από τις ιτιές της ρεματιάς και της υγρής κοπριάς γέμιζαν τα ρουθούνια του. Κατεβαίνοντας χαμηλότερα στο μονοπάτι το μονότονο μουρμουρητό των μικρών χειμάρρων έφτανε στα αυτιά του. Τα σύννεφα ψηλά στη δύση έμοιαζαν μπαμπακένιες τούφες σκορπισμένες στον ουρανό και περαστικά πουλιά περνούσαν κοπαδιαστά, από  ψηλά και χάνονταν πίσω απ' τις κορφές των βράχων, και πέρα στις βουνοκορφές και το ελαφρό αεράκι σχημάτιζε μικρά κύματα που ζωντάνευαν τα γύρω δέντρα. Του άρεσε πολύ το ανοιξιάτικο στοιχείο. Ήταν ικανός να κάθεται ώρες ακίνητος να χαζεύει τη φύση. 
Το αεράκι της ποταμιάς του χάιδευε το μέτωπο, ο ήλιος φώτιζε μαλακά την πρασινάδα της λαγκαδιάς όταν το βλέμμα του ακολούθησε μια σκιά μέσα στη σκιά απ' ένα περαστικό σύννεφο πάνω απ’ τους λόφους, καθώς ο ανοιξιάτικος ήλιος κατηφόριζε βαριεστημένα. Έμπλεξε τα δάχτυλά του κι άρχισε να παρατηρεί αντικρίζοντας από μακριά τη φιγούρα ενός πολύχρωμου ψηφιδωτού που προσγειώθηκε κάθισε και αναπαύεται στη διχάλα της μικρής συκιάς απέναντι στα κτήματα του Λουκά του Αρώνη. 
Ένα πουλί -από τις εξωτικότερες μορφές πουλιών- της λακωνικής γης. Ένας τσαλαπετεινός (Upupa epops) από τα πιο εντυπωσιακά πουλιά της φύσης, που ξεχωρίζει από το μακρύ λοφίο του με τις μαύρες μύτες. Τον πρωτοείδε να ξεπροβάλλει αργά μέσα από μια συστάδα από σκίνα και πουρνάρια στο μπροστινό χαντάκι πετώντας νωθρά, κυματιστά, ανοίγοντας χαρακτηριστικά αργά τις φτερούγες του, σαν πεταλούδα, αναδεικνύοντας με χάρη τούς πολύχρωμους σχηματισμούς των φτερών του. Ο Ήλιος που τώρα χαμήλωνε πέρα στα δυτικά πάνω από τον Κούνο λούζοντας στο γέρμα του με μια καθάρια ακτινοβολία γύρω του, έκανε τα πλουμιστά χρώματα του τσαλαπετεινού να λαμπυρίζουν. Το πούλι έμεινε εκεί με τις κομψές καμπυλωτές γραμμές του και τραγουδούσε.
Πανέμορφα πουλιά, έχουν δημιουργηθεί μύθοι κι ιστορίες γι΄ αυτά από τα αρχαία χρόνια!
Δεν είναι πουλιά που περνούν απαρατήρητα!
Αυτός λουσμένος από τη ζεστασιά της καθαρής ανοιξιάτικης μέρας ένοιωσε μια απίστευτη ευχαρίστηση να φουσκώνει σαν την παλίρροια μέσα του.
.......Στάθηκε μια στιγμή να αφουγκραστεί. Όχι αυτό που αφουγκράζεται δεν είναι μουρμουρητό χειμάρρου. Έτσι ακίνητος αυτό-συγκεντρώθηκε, αγναντεύοντας το μονοπάτι με τεταμένη προσοχή. Όλη του η ψυχή είχε πάει στα μάτια. Ανοιγμένα, ακίνητα δεν έκαναν ούτε δεξιά ούτε αριστερά, καρφώνονταν με ένταση στο μεγάλο νερόλακκο στην άκρη του μονοπατιού εκεί που το διέσχιζε ο μικρός χείμαρρος και ζητούσαν απαντήσεις. Ο θόρυβος του χειμάρρου τον εμποδίζει να ακούσει καθαρά τα βογκητά. Να κάτι σύρθηκε στα δεξιά του. Έμεινε στην αρχή άφωνος και κοιτούσε σαν χαμένος, ύστερα άρχισε σιγά-σιγά να καταλαβαίνει. Του 'ρθε να ξεφωνίσει. Μέσα στη γούρνα που είχε σχηματίσει ο χείμαρρος βρίσκεται φαρδύς-πλατύς ο Μπάρμπα Παναγιώτης ο γείτονας τους ένας εβδομηνταπεντάρης ψηλός, λεβεντόκορμος και καλοσυνάτος γέροντας. Ανακυλιέται ξαπλωμένος στα νερά μ’ ορθάνοιχτα χέρια και πόδια. Βογκάει βαριά. Σαν πεθαμένος που πήρε αναβολή. Προσπάθησε να του μιλήσει του γέροντα, αλλά μάταια μόνο μικρά μουγκρητά ήταν η απάντηση που έφτανε στ’ αφτιά του. Το θέαμα τον τρομοκράτησε, ακούγοντας την βαριά αναπνοή του γέροντα.
Ξυπολήθηκε και βούτηξε στα ρηχά νερά. Λίγο έλειψε να τον αφήσει ξερό από την μπόχα του κρασιού που ανέδυε η αναπνοή του γέροντα. Προσπάθησε να τραβήξει το τεράστιο κορμί έξω από το χείμαρρο χωρίς αποτελεσματικότητα, δεν τα κατάφερε, έσκυψε το κεφάλι του, δεν άντεχε άλλο κουράστηκε, εξαντλήθηκε. Το κορμί του γέροντα είχε γίνει δυο φορές βαρύτερο με τα βρεγμένα και λασπωμένα ρούχα του.
Ήταν πρώτη του φορά που άκουγε άνθρωπο να βογκίζει έτσι. Ένοιωθε τους σπασμούς του κι άκουγε τη βαριά ανάσα του. Ήξερε πως αν δεν τον ανασύρει ήταν χαμένος.
Από την προσπάθεια, έπεφτε πίσω λαχανιασμένος και πάνω που έλεγε πως απόκαμε, πως άχνα πια δεν μπόραγε να ξεστομίσει, χαλάρωνε για λίγο, έμενε να κοιτάζει κι έπιανε ξανά τη προσπάθεια εκεί που την είχε αφήσει. Έσφιξε τα χέρια του ξανάσκυψε στο πλευρό του γέροντα προσπάθησε μ' όση δύναμη μπορούσε να τον ανασύρει. Ο κόσμος γύρω του σκοτείνιασε. Άπλωνε τα χέρια σαν τυφλός, σωριάστηκε στην άκρη. Δεν άντεχε άλλο, κοντοστάθηκε ανήμπορος πια, να συνεχίσει την αγωνιώδη προσπάθεια.
«Δεν μπορώ να τα καταφέρω μόνος μου.» Παραμιλά.
«Πρέπει να τα καταφέρεις.» Μια φωνή του ψιθυρίζει.
Και ένοιωθε τόσο μόνος, η σαγήνη του τοπίου γύρω ήταν μόνο μια ψευδαίσθηση, τίποτα δεν συγκρινόταν με την αγωνία και τη μοναξιά της στιγμής αυτής. Η θλίψη του ήταν αβάσταχτη.
Ένοιωθε στο λαιμό του την αγωνία του πάθους για την ζωή που χαροπαλεύει εκεί μπρος του, αρνιόταν να την αποχαιρετήσει. Χοντρές στάλες ίδρωτα από το πρόσωπο του έσκαγαν πέφτοντας στο νερό. Ανακάθισε ξαφνικά με τους αδύνατους και κουρασμένους μύες του συ-σπασμένους. Στριφογύρισε και αφουγκράστηκε προσεκτικά. Ανεπαίσθητος, αμυδρός ήχος σαν κύμα ελπίδας τον διαπέρασε. Μονότονα επαναλαμβανόμενος θόρυβος, ερχόταν από το βόρειο μέρος της πλατωσιάς, μέσα απ’ το σύδεντρο. Του ήρθε στο μυαλό η εικόνα από τα χωράφια προς το μεγάλο κτήμα με τα λιόδεντρα που εκτεινόταν στη βόρεια πλαγιά της ρεματιάς και με τα κυπαρίσσια στο σύνορο του. Εκεί λοιπόν ο νοικοκύρης του χωριού, ο Κυρ Λουκάς στο κτήμα του απέναντι στο πλάτωμα έκοβε έκοβε ξύλα για το τζάκι του.  Αναγάλλιασε η καρδιά του. Τι τύχη κι αυτή, ξαφνική, απρόσμενη.
Το λιγνό κορμί του τρανταζόταν από του λυγμούς σαν κάποιον που παλεύει απελπισμένα να καταφέρει κάτι και παλεύει με νύχια και με δόντια.
Έτρεξε εκεί στην άκρη του κτήματος με ανοικτά τα χέρια σα να 'τρέχε να αγκαλιάσει κάποιον. Τα χείλη του σάλευαν, χαμηλόφωνα που απεγνωσμένα ζητούσαν βοήθεια. Δυσκολευόταν να αρθρώσει τις λέξεις. Όμως τότε μια εξωτερική δύναμη τον κυρίευσε, σήκωσε το κεφάλι και μια κραυγή έσκισε τον αέρα σαν να έβγαινε μόλις από τη σήραγγα που συνδέει τη ζωή με το θάνατο.
Μια κραυγή αγωνίας ήταν η νεανική φωνή, λαχανιασμένη ενός απελπισμένου παιδιού που παλεύει απελπισμένα να καταφέρει κάτι, όταν πια έχει λυγίσει και μοιάζει ανήμπορο, μοιάζει να έχει παρατήσει την προσπάθεια. 
««Μπάρμπα- Λουκά, μπάρμπα- Λουκά! Βοήθεια!!! βοήθεια!!!» φωνάζει.
«Εδώ, εδώ! Ο μπάρμπα Παναγιώτης πνίγεται. Βοήθειαααα!» φωνάζει πάλι και παλεύει απελπισμένα.
Ο Κυρ Λουκάς την κραυγή την άκουσε και ευτυχώς, ήταν ο μόνος μάρτυρας εκείνης της σπαρακτικής κραυγής εκεί καταμεσής της ερημιάς του Μεγάλου Ρέματος.
Ο Αλκιβιάδης με τα μάτια του θολά ήταν δύσκολο να δει, δεν ξεχώριζε καθαρά τώρα ολόγυρα του.
Ακόμη ο ήλιος του λάμπει αμυδρά μέσα από μια πρασινοκόκκινη ομίχλη. Ήταν σα να 'βλέπε γύρω του τα βράχια, τη ρεματιά τα δένδρα μέσα από τα τοιχώματα μιας πυκνής ομίχλης. 
Το νερό στο ρέμα ένιωθε πως δεν έτρεχε πια παρά μόνο έτρεχαν τα μάτια του, που μπόρεσε να βρει τόσο ανέλπιστα βοήθεια. 
Ο Αλκιβιάδης με τα μάτια του θολά ήταν δύσκολο να δει, δεν ξεχώριζε καθαρά τώρα ολόγυρα του.
Ακόμη ο ήλιος του λάμπει αμυδρά μέσα από μια πράσινοκοκκινη ομίχλη. Ήταν σα να 'βλέπε γύρω του τα βράχια, τη ρεματιά τα δένδρα μέσα από τα τοιχώματα μιας πυκνής ομίχλης.  
Μετά από επίμονες προσπάθειες και όταν είχαν καταφέρει να σώσουν τον μπάρμπα Παναγιώτη, η ανησυχία του καταλάγιασε, μια ζεστασιά τύλιξε το κορμί του και για λίγο έγειρε να ξαποστάσει. Ο ήλιος κόντευε να δύσει. Το ηλιόφως ανάλαφρο πορτοκαλί πέρα στα μακρινά βουνά του βορρά είχε σκοτεινιάσει. Μ’ όλη την ομορφιά του, το τοπίο ήταν θλιμμένο μοναχικό, του έφερνε την αίσθηση ενός ανεμόδαρτου ερήμου κόσμου.
Την επομένη μάθανε ότι ο μπάρμπα Παναγιώτης συμμετείχε σε φιλική κρασοκατάνυξη στο χωριό και επέστρεφε στον οικισμό καβάλα στο γάιδαρό του. Εκεί στο πέρασμα του χειμάρρου το συμπαθές αλλά αφιλότιμο ζώο ξεφορτώθηκε το βάρος που κουβαλούσε σκνίπα στο μεθύσι .
Ο μπάρμπα Παναγιώτης, εκτός του ότι ήταν παλικάρι στις χειρονακτικές εργασίες, ήταν και γερό ποτήρι. Ποτέ δεν έλεγε όχι στο κρασάκι του Θεού και τιμούσε πάντα με την παρουσία του τους φίλους που τον προσκαλούσαν, δεν έφερνε καμία αντίρρηση. Φαίνεται λοιπόν πως βρήκε καλή παρέα, καλό κρασί και λογικά το έτσουξε λίγο παραπάνω. Στην ταβέρνα υπήρχε κρασί και πολύ κέφι και όπως ήταν όλοι ξέγνοιαστοι και χαρούμενοι, απορροφημένοι από τα δικά τους μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο, νιώσανε άρχοντες του παλιού καιρού. Ταβλωθήκανε με τις ώρες, πέρασε η ώρα χωρίς να το πάρουν χαμπάρι. Σφουγγάρια οι αθεόφοβοι, κανείς δεν ήθελε να το σταματήσει νωρίτερα γιατί τότε δεν θα είχε συμβεί αυτό που ακολούθησε με το ατύχημα του μπάρμπα Παναγιώτη. Κακός σύμβουλος το κρασί.
Αν κανείς δεν τον τύχαινε, να τον απελευθερώσει τότε ήταν καταδικασμένος, εκεί στην άκρη της γούρνας στη ρεματιά. Τα βροχόνερα που κατέβαιναν από τη πλαγιά, συνέχιζαν να ανεβάζουν τη στάθμη, γίνονταν χείμαρρος ορμητικός, θα τον παρέσερναν μαζί τους.
Θυμάται τα λόγια του γέροντα, μέρες αργότερα καθώς τον κοίταζε, χαρούμενος και ζωηρός. Ο γέροντας ένοιωθε να ξεχειλίζει από χαρά, για τη μεγάλη του τύχη, που έσμιξαν οι δρόμοι τους και είχε αίσιο τέλος το θλιβερό του ατύχημα. Τα μάτια του άστραφταν γαλήνια, τον κτύπησε στοργικά στην πλάτη, η φωνή του ήταν τρυφερή, χωρίς ν’ αστειεύεται, ακουγόταν ευγενική και στενοχωρημένη.
«Η μοίρα όλων μας είναι εδώ και ξέρουμε πως είμαστε δέσμιοι της δύναμης της. Κάνεις δεν ξέρει το γιατί. Είχα όμως μεγάλη τύχη, που εσύ βρέθηκες και στάθηκες κοντά μου, στην καμπή της μοίρας μου».
Μίλησε κάμποσο ακόμη για τα γεγονότα και για το πώς οι μοίρες τους ήταν αλληλένδετες, και ότι ήταν ο ευεργέτης του.
Ένα κύμα ευτυχίας τον αγκάλιασε, έσκυψε το κεφάλι χαμογέλασε ντροπαλά, με ταπεινότητα. Ήταν η πρώτη του φορά που άκουγε τον Μπάρμπα Παναγιώτη να μιλάει έτσι. Τότε ένιωσε τη ζεστασιά ενός ρυτιδιασμένου χεριού που αγκάλιασε το λιγνό κορμί του! Μια ζεστασιά ν' απλώνεται μέσα του, στην καρδιά του. Εκείνες τις στιγμές ένιωθε μόνο μια περηφάνια με ότι είχε βιώσει. Έστρεψε τα μάτια του, όσο κρατούσε η σιωπή κι άπλωσε το βλέμμα του στο κτήμα με τα λιόδεντρα που εκτεινόταν στη δυτική πλαγιά του οικισμού, έμεινε να κοιτάζει εκεί, μέχρι που δεν 'βλέπε πια, γιατί τα μάτια του είχαν θολώσει. Έμεινε βουβός, ακίνητος, χωρίς να βγάλει λέξη. Ήθελε να πει πολλά μα δεν μπορούσε το στόμα του να σαλέψει, και σε μια στιγμή έβαλε την παλάμη του ανάστροφα και με τον καρπό της σκούπισε τα δάκρυα.
....................Εκεί στα μέσα στην ανηφόρα της δυτικής πλαγιάς του ρέματος που οδηγούσε από τον οικισμό στο χωριό, στο μέσον σχεδόν της διαδρομής, σ’ ένα πλάτωμα, νερό γάργαρο καθάριο ανάβλυζε στη βάση ενός βράχου. Νερό-κολοκύθες κομμένες στα δυο υπήρχαν στο πλάτωμα της μικρής πηγής για τους κουρασμένους στρατοκόπους και τους διαβάτες που βάδιζαν τα ανηφορικά μονοπάτια. Η προνομιακή θέση αυτής της φυσικής τοποθεσίας για όσους ταξιδεύουν από τους οικισμούς στο χωριό είναι το μοναδικό πλάτωμα που συναντάει ο ταξιδιώτης ύστερα από μια κοπιαστική πορεία που προϋποθέτει το πέρασμα από τους μουλαρόδρομους, και τα λιθόστρωτα μονοπάτια.  Το πλάτωμα συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις, ώστε να ξεκουραστεί ο πεζοπόρος και να αποκαταστήσει το βιολογικό του ρυθμό που αναστατώθηκε από την κοπιαστική πορεία. Το πλάτωμα επιβάλλει την ανάπαυλα και διευκολύνει την έκφραση συναισθημάτων ανακούφισης για τον εξαντλημένο ταξιδιώτη. Στο διάβα τους οι ταξιδιώτες σταματούσαν εκεί για λίγο, κάθονταν αναπαυτικά στο πεζούλι κάτω από τον ίσκιο μιας μεγάλης φουντωτής σκαμνιάς, και έπιναν από το γάργαρο νερό να ξαποστάσουν και να μαζέψουν τη δύναμη που χρειάζονταν να συνεχίσουν το ταξίδι. Ταυτόχρονα στον δροσερό τον ίσκιο καθισμένοι, χαϊδεύοντας το μαλακό υγρό χώμα της αγαπημένης γης, και η οπτική επαφή με το απέναντι απλωμένο τοπίο, αποτελούσε την κατάλληλη στιγμή και τον κατάλληλο χώρο για την έκφραση των προσδοκιών τους, υποδαύλιζε τα όνειρα και θέρμαινε τις προσδοκίες τους..... Μπορούν να κολυμπήσουν μέσα τους και να ξεκινήσουν τον εσωτερικό τους διάλογο με έντονη την αίσθηση της μεταφυσικής.... να καταδυθούν στα βάθη της και να αφεθούν να τους παρασύρει η δίνη της.. Ν’ απλώσουν τα φτερά της αντίληψης και να πετάξουν στην απεραντοσύνη, στην αντανάκλαση του απερίγραπτου κενού που περιέχει τα πάντα.
Ο τόπος είναι ο πρωταγωνιστής, και η μοναξιά που δημιουργεί η άγρια ερημιά του τόπου, κυριαρχεί στο πνεύμα, μιλεί στις αισθήσεις των ανθρώπων, δείχνει το μονοπάτι της συνάντησης με μια ψιχάλα από κόκκους της γνώσης. Είναι οι στιγμές που η γαλήνη πλημμυρίζει τις κουρασμένες ψυχές, σαν το νερό που πέφτει πάνω στη χέρσα γη και την κάνει να βλαστήσει.  Μια αρχέγονη σχεδόν μεταφυσική αίσθηση τον ωθεί να ζωντανέψει με την φαντασία του, τους ανθρώπους που ζούσαν, πολεμούσαν, για την επιβίωση τους σ’ αυτό το τόπο. Σ' αυτή την σκληρή χέρσα γη κάθε πέτρα κι ένας σιωπηλός μάρτυρας του ιδρώτα τους.
Συγκεντρώνοντας νηφάλια τις αναμνήσεις παρασύρεται στα περασμένα γεγονότα που σήμαινε ότι κατόρθωνε να δει και να αισθανθεί μέσα από τις αισθήσεις του την περιγραφή του κόσμου της εποχής εκείνης. Το τοπίο φαντάζει άνεμο-δαρμένο, γυμνό, ιδίως το καλοκαίρι, η φύση μοιάζει να έχει παραμείνει αναλλοίωτη στον πέρασμα των χρόνων. Οι εικόνες είναι τόσο φευγαλέες που του διαφεύγουν οι λεπτομέρειες, στη περιγραφή μιας εποχής όπου η φυσική επικοινωνία στις κοινότητες ήταν κάτι ολότελα φυσικό να είναι δύσκολη. Ίχνος, σημάδι, δεν υπήρχε από κάποια μηχανή της σημερινής μας εποχής στα μέρη εκείνα
Ήταν οι εποχές που κάτω απ’ την αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού πριν ακόμα ο ήλιος ξεμυτίσει βρίσκονταν όλοι στο χωράφι κι άρχιζαν την κοπιαστική διαδικασία του θερισμού με το δρεπάνι στο ένα χέρι, με την παλαμαριά στο άλλο. «Ώρα καλή κι ευλογημένη!» εύχονταν όλοι μαζί και φραπ-φραπ τα δρεπάνια άρχιζαν να κόβουν τα στάχυα. Με τι χαρά γινόταν ο θέρος το πρωί με τη δροσιά! Το μεσημέρι το λιοπύρι ήταν ανυπόφορο. Πετούσαν οι θεριστάδες τα δρεπάνια στη γη κι έπιαναν τον ίσκιο ενός δέντρου που βρισκόταν στην άκρη του χωραφιού. Εκεί έτρωγαν τα φτωχικά τους φαγητά, με γέλια, χαρές και χωρατά. Πλάγιαζαν και ξεκουράζονταν για λίγο κι όταν έπεφτε πάλι η δροσιά άρπαζαν τα δρεπάνια και συνέχιζαν τη δουλειά.
Στα ψηλώματα στους λιβαδότοπους συναντούσες πέτρινα κυκλικά αλώνια, σε τοποθεσίες επιλεγμένες, σε μέρη ανοιχτά που τα έπιαναν οι καλοκαιρινοί νοτιάδες.
Οι «ντραλίκοι», μεγάλες πέτρες όρθιες τοποθετημένες κυκλικά στ’ αλώνι να οριοθετούν το χώρο και να μην διασκορπίζονται τα στάχια.
Στη ντάλα του καλοκαιριού, καλότυχοι θεωρούνταν όσοι κοντά στο αλώνι τους είχαν κάποιο μεγάλο δέντρο στον ίσκιο του να ξαποσταίνουν
"Στριφογυρίζει τ’ άλογο στο στρίγερο τριγύρα,
τ’ αστάχυα καλοπάτητα ξεγδύνουν τα κεφάλια
και δείχνουν, του γεωργού χαρά, τη σιταροπλημμύρα."

(Η καλλιέργεια του σταριού και του κριθαριού ξεκινούσε το Δεκέμβριο και αποτελούσε  για το χωριό τον ουσιαστικό κύκλο ζωής του. Ο κύκλος αυτός συνεχιζόταν με τη συγκομιδή, και την άλεση.)
Σήμερα τ' αλώνια είναι κορνίζα μιας άλλης εποχής.
Μον’ στις ρούγες του χωριού περιπαιχτικά την παροιμία πλάθουν.
«Μην τα πετάς τα λόγια σου σαν τ' άχερα στ' αλώνι, γιατί τα παίρνει ο άνεμος και δεν τα συμμαζώνει».
Ήταν και εποχές που καθώς το τοπίο διάνυε τα πιο ζεστά καλοκαίρια το λιοπύρι ήταν ανυπόφορο, καμίνι ολόφλογο, έπεφτε και τρυπούσε τη σάρκα σαν βροχή από βελόνες. Άνεμος δε φυσούσε, τα φύλλα των δέντρων δε σαλεύανε, τα λίγα νερά της μικρής λιμνούλας ακίνητα λαμποκοπούσαν, σαν από μέταλλο ή από λάδι, και στους γύρο λόφους τ' αμπελοχώραφα, τα λιοστάσια, οι καλαμιώνες, τα βάτα, τα σφεντάμια και οι φτέρες άτρεμα φαίνονταν πεθαμένα, τα πουλιά χωνότανε βαθύτερα, λουφάζαν μέσα στα κλαριά, η γη είχε καταξεραθεί. «Το λιοπύρι ήταν τόσο δυνατό, που πάνω στην πέτρα μπορούσες να ψήσεις αυγά.» Μόνο το φλύαρο τραγούδι του τζίτζικα, φωνή της λαύρας χυνόταν ολούθε. Μα η ζωή ακολουθούσε υπομονητικά το δρόμο της, και στο χωριό έβγαιναν για λιτανεία κάτω από τον φλογερό ήλιο.....και ο γαρμπής λιοβόρι πυρωμένο σκορπούσε κύματα φλόγες κι η λαύρα του ανέμου κατακαίει τη γη.
........................ Σφύριζε το καράβι την αναχώρηση και μαζί σφύριζαν και οι λέμβοι. Σφύριζαν το φευγιό στους ταξιδιάρηδες. Για όσους ήτανε να φεύγουνε. Να πάνε μακριά σε άλλους τόπους. Σε τόπους που τους περιμένανε, και καθώς το πλοίο αύξανε ταχύτητα οι επιβάτες κουνούσαν τα μαντίλια όσο περισσότερο μπορούσαν, συντηρώντας τον δεσμό με τα πρόσωπα που χάνονταν στην ακτή. 
Ο ήλιος τραβά δυτικά πίσω απ’ τα ψηλώματα τις τελευταίες του αχτίνες, κι οι ίσκιοι πέφτουν βιαστικοί στα κύματα της λακωνικής ακτής.
Ανατολικά βρίσκεται το Μυρτώο Πέλαγος, το πλοίο σηκώνει άγκυρα χαράζει πορεία στον ανοικτό ορίζοντα.
Η Παλιά Μονεμβάσια, νότια του μεγάλου βράχου, μένει πίσω τους.
Ο ουρανός ήταν καθαρός, τα πρώτα άστρα φάνηκαν στο στερέωμα.
Το σούρουπο έδωσε τη σκυτάλη στην νύχτα που μοσχοβολά την υγρή οσμή της θάλασσας και το φεγγάρι ένας χρυσαφένιος δίσκος, αναδύεται πέρα στον μακρινό ορίζοντα έτοιμο κι’ αυτό να αρχίσει το ταξίδι του στον ουρανό, φτάνοντας πέρα, στους μακρινούς ωκεανούς, στις μακρινές θάλασσες, κι αυτός συλλογιέται ακουμπισμένος στην κουπαστή την αναχώρηση, φέρνει στα μάτια του τη γη που γεννήθηκε ν’ απομακρύνεται μέσα στ' απόνερα από αφήνει πίσω της η προπέλα του «Ποσταλιού».
Το μακρινό ταξίδι μόλις είχε ξεκινήσει.
Ήταν το πρώτο του βήμα.
Υ.Γ.
Κάθε τι που κάνουμε κάθε τι που είμαστε στηρίζεται στην προσωπική μας δύναμη και θέληση. Αν έχουμε αρκετή τότε και η πιο απλή μας ενεργεία μπορεί να ‘ναι αρκετή ν’ αλλάξει το δρόμο της ζωής μας, να ξεπεράσει και να διευρύνει τα σύνορα μας. Μόνο η επιτυχία να μη γίνει έμμονη ιδέα. Αν κάποιος θέλει να επιτύχει κάτι, η επιτυχία πρέπει να ‘ρθει ομαλά, με μεγάλη προσπάθεια, αλλά χωρίς καταπόνηση η βασανιστικές ιδέες.
«Όποιος την τύχη του ορίζει,
Βαστάει τα ηνία όλα μαζί.»

Simiosi:

**Ελληνικό, έως το 1955 ονομαζόταν Κουλέντια, οικισμός (υψόμετρο 500 μέτρα. ) του νομού Λακωνίας.
Διοικητικά ανήκει στον Δήμο Μονεμβασίας και έχει 177 κατοίκους (2001).
Τέως δήμος Ελληνικού 315 κάτοικοι.
Το Ελληνικό [ 177 ]
Η Παναγίτσα (Βουβουτσέλια) [ 15 ]
Τα Φούτια [ 123 ]


Προβολή μεγαλύτερου χάρτη

Click to Open
Μακρινό ταξίδι II:
.....

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

O Thanatos Xora Kai Apo Tis Xaramades


Ένα ταξίδι προς το άγνωστο είναι η ζωή .....και η ζωή δεν περιμένει κανέναν. Αλλά αυτή είναι και η μαγεία της! Αφέσου λοιπόν και απόλαυσε την. Καλώς ή κακώς, δεν μπορείς να επιλέξεις, τι ενδέχεται να σου τύχει στο δρόμο σου. Αν θα υπάρχει έρωτας, αγάπη, θλίψη, απογοήτευση, θάνατος.
Παλιά είχε όνειρα πολλά. Σήμερα απλώς ονειρεύεται τα παλιά. Και το παλιό μας ξέρει και το ξέρουμε, έμαθε την κακή και την καλή μας πλευρά και μας επέλεξε ξανά και ξανά. Δε μας ζήτησε να αλλάξουμε και δεν έχει απαιτήσεις από εμάς. Λυπήσου αυτούς που δεν ονειρεύονται, έλεγε ο ποιητής κι αυτούς που δεν άκουσαν ποτέ στη ζωή τους παραμύθια.
Συνταξιούχος σήμερα, πάει ολάκερος χρόνος που δεν έχει κάτι να γράψει. Τις μέρες τις βλέπει να περνούν και πολλές φορές του μοιάζουν να’ χουν φτερά κι άλλες πάλι να μοιάζουν παράλυτες.
Εκείνες τις παράλυτες ώρες αφήνει την φαντασία του να πετάξει ελευθέρα σ' αλλοτινούς καιρούς πίσω στο παρελθόν του. Ανακαλεί τη μνήμη του και προβαίνει σε μια αφηγηματική κατάθεση, μέσα από την παρατηρητική ματιά του, την αγάπη και το φόβο της θάλασσας. Κλείνει τα μάτια του και πάει πίσω στον χρόνο να μοιραστεί τις πιο έντονες αναμνήσεις του. Ταξίδεψε σ ένα κόσμο που απλώνεται σε έξι ηπείρους, διασχίζοντας τους ωκεανούς με φουρτούνες και με μπουνάτσες. Οι ναυτικοί ζουν σε μια κοινωνία περίεργη, με προσδοκίες και όνειρα, και με την ελπίδα ότι οι ταλαιπωρίες, τα σκληρά ταξίδια που πλέκονται με μαγευτικές πλόες, και οι κίνδυνοι δεν αποτελούν παρά μια προσωρινή παρένθεση. Οι πολλοί τα καταφέρνουν, είναι και κάποιοι λίγοι που  αφήνουν τη ζωή τους μεσοπέλαγα, όπως ο εκλεκτός συνάδελφος του, νεαρός Πρώτος μηχανικός, από τα ορεινά χωριά της Αρκαδίας.
Συνθέτοντας τις αναμνήσεις του από μπερδεμένες εικόνες, ξεπροβάλλει την μορφή του μέσα από μια αναλαμπή που γεμίζει τις σκέψεις του. Φαντάζεται τη ζωή να προβάλλεται στη γραμμή του χρόνου, μικρά σημεία στον ατέλειωτο ορίζοντα, άτονοι κύκλοι που κάποτε κλείνουν. Να περνά και να μοιράζεται σε χειμώνες και καλοκαίρια και στο πέρασμα της να του θυμίζει τους φίλους που χάθηκαν σε μια επικίνδυνη στροφή, στα ταξίδια τους. Έχει η ζωή αναλαμπές, σπίθες πετά και ξεγελιόμαστε, γιατί η ζωή έχει και τις φουσκοθαλασσιές και τις τρικυμίες της.
Σάρκα και οστά έπαιρνε και η μνήμη. Η μνήμη με τους πικρούς θανάτους και η ζωή με τα πικραμένα «αντίο».
Όλοι οι θνητοί με τον ίδιο τρόπο γεννιόμαστε, αλλά μεγαλώνοντας η μοίρα μοιάζει να παίζει μαζί μας λες και είμαστε εύπλαστοι, καμωμένοι από πλαστελίνη, ενώ μας σπρώχνει από διαφορετικά μονοπάτια προς το ίδιο τέλος, το θάνατο.
Θυμήθηκε τον συνάδελφο του!
Βρισκόμαστε στον Πειραιά στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του χίλια εννιακόσια ογδόντα-ενενήντα. Ο Γενικός διευθυντής της ναυτιλιακής εταιρείας μέσω κοινής συγγενικής γνωριμίας του ζήτησε να περάσει από το γραφείο του. Η καταπληκτικά γοργή ανάπτυξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας και των ναυτιλιακών εταιρειών, «οικογενειακής βάσης κυρίως», είχε ως αποτέλεσμα οι διαχειριστές τους να αναζητούν νέα στελέχη, ικανά να επανδρώσουν τα πλοία και τα γραφεία τους.
Η βροχή έπεφτε με δύναμη επάνω στα τζάμια των παραθύρων του γραφείου του γενικού διευθυντή της ναυτιλιακής εταιρείας, σχηματίζοντας μικρά αυλάκια νερού στα περβάζια τους. Τρεις ορόφους πιο κάτω, η Ακτή Μιαούλη εξακολουθούσε να τρέχει, να σπρώχνει, να στριμώχνει για να προλάβει να ζήσει άλλη μια ημέρα. Τα αυτοκίνητα πιτσιλούσαν τους δρόμους, κλάξον αυτοκίνητων ηχούσαν ανυπόμονα, άνθρωποι έτρεχαν στα πεζοδρόμια κάτω από ομπρέλες και διπλωμένες εφημερίδες η αντιμετώπιζαν θαρραλέα τη βροχή με ακάλυπτο κεφάλι. Οι γρήγοροι ρυθμοί και η ενεργητικότητα του δρόμου δεν μειωνόταν καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας.
Ο διευθυντής στεκόταν όρθιος εμπρός από το γραφείο του, απέπνεε μια αρχοντιά μέσα στο σκούρο κουστούμι του, και η ζεστή λάμψη των ματιών του ήρεμη δύναμη.
Η παρουσία του φαινόταν να κυριαρχεί στο χώρο.
Το γραφείο του ήταν μεγαλύτερο απ' ό,τι περίμενα, με ένα μεγάλο παράθυρο που έβλεπε στην αποβάθρα. Η διακόσμηση ήταν βαριά και αντρική: είχε ένα τεράστιο γραφείο από ξύλο καρυδιάς, δερμάτινη καρέκλα, έναν μαύρο δερμάτινο καναπέ και στιβαρές βιβλιοθήκες φορτωμένες με φακέλους και βιβλία. Μερικές αρχειοθήκες ήταν τακτοποιημένες στην άκρη του δωματίου. Στον τοίχο πάνω από τον καναπέ υπήρχε ένας τεράστιος πίνακας του λιμένος του Πειραιά και στα ράφια υπήρχαν αρκετές κορνίζες με φωτογραφίες με αυτόν και τη δική του οικογένεια. 
Αυτός αν και πεπειραμένος πλέον σε συνεντεύξεις χωρίς ιδιαίτερο λόγο και ανεξήγητα αγωνιούσε να κάνει καλή εντύπωση, ήταν κάπως νευρικός. Ίσιωσε την ράχη του για ν' απελευθερώσει ένα μέρος της νευρικότητας του, σκούπισε τα ίχνη του ιδρώτα από το μέτωπο του με την ανάποδη του χεριού του και κοίταξε σταθερά εμπρός του.
«Χαίρομαι πραγματικά που βρίσκομαι εδώ, και σας γνωρίζω.» Είπε, μεταφέροντας ταυτόχρονα τους θερμούς χαιρετισμούς του κοινού τους συγγενικού προσώπου.
Ο διευθυντής τον άκουσε, χαμογέλασε και του έκανε νόημα να καθίσει.
«Ευχαριστώ» είπε, και κάθισε στην αναπαυτική πολυθρόνα, με τον εαυτό του να δείχνει χαλαρός και άνετος, διώχνοντας αποφασιστικά τις ενοχλητικές σκέψεις από το μυαλό του. 
Τελικά όλη η αρχική του ένταση ένοιωθε να διαλύεται. Έχοντας ανακτήσει την αυτοπεποίθηση του, απλώς δίστασε για μερικά δευτερόλεπτα όταν αποφάσισε να σπάσει την εθιμοτυπία και να ξεκινήσει τη συζήτηση πρώτος. Από όσο θυμάται, πάντα το χάσιμο χρόνου το θεωρούσε ενοχλητικό.
Ρίχνοντας το βλέμμα του στο χώρο ολόγυρα τα πάντα στο γραφείο διακρίνονται για το λεπτό γούστο και τη φινέτσα τους..   
«Έχετε λεπτό και εξαιρετικό γούστο κύριε», του είπε.
Ο Γενικός διευθυντής φουσκώνοντας απó ευχαρίστηση χαμογέλασε πλατιά.
«Μου αρέσει να πιστεύω ότι έχω. Σ’ ευχαριστώ.» Του απάντησε.
Στη συνέχεια ήταν ο Γενικός που οδήγησε τη συζήτηση στη δική του αιγιαλίτιδα ζώνη
Τον ρώτησε πως απέκτησε την σχέση του με την θάλασσα και πόσο καλά τα πηγαίνει.
«Ίσως θεωρηθεί υπερβολικό από μέρους μου, αλλά στο επάγγελμα του ναυτικού βρίσκομαι κατά τύχη, αυτό συνέβη κατά την διάρκεια της γυμνασιακής μου θητείας που έπρεπε να διαλέξω το δρόμο της επαγγελματικής μου ασχολίας για την καθημερινή επιβίωση.  Ήταν η εποχή που έπρεπε να πάρω την ζωή στα χεριά μου, και αποφάσισα πως ο κόσμος εκεί έξω στη θάλασσα είναι απέραντος γεμάτος προκλήσεις». Του απάντησε.
«Το ίδιο το επάγγελμα είναι μια σαγηνευτική περιπέτεια, ταξιδεύοντας στα κύματα την ίδια μας ζωή στη καθημερινότητα της». Συμπλήρωσε την εξομολόγηση του.
Μια έκφραση ικανοποίησης απλώθηκε στο πρόσωπο του Γενικού διευθυντή, ενώ καθόταν πιο αναπαυτικά στο κάθισμα του και συνέχισε να περιεργάζεται με μεγαλύτερη προσοχή τον συνομιλητή του, το βλέμμα του καρφώθηκε επάνω του, γεμάτο ενδιαφέρον και πολλές ερωτήσεις.
«Κάποιοι λένε ότι οι προκλήσεις αρέσουν στους έξυπνους ανθρώπους του είπε. Γι’ αυτούς το χρήμα είναι αποτέλεσμα όχι ο στόχος. Και αυτοί που το κυνηγάνε το θέλουν γι’ αυτό που εκπροσωπεί, όχι γι’ αυτά που μπορεί να αγοράσει.
Εδώ στον δύσκολο κόσμο της ναυτιλίας θέλω να γνωρίζεις το πρώτο και κύριο μέλημα του κάθε γενικού διευθυντή είναι να προστατέψει τα συμφέροντα της εταιρείας και των εργαζομένων της συμπεριλαμβανομένων, όχι να ασχολείται με αφηρημένα ηθικά διλήμματα. Αλλά ταυτόχρονα η εταιρεία μας αναζητεί στελέχη με προσωπικότητα, αξιοπρέπεια, τίμια, έξυπνα, ικανά και ταλαντούχα, να τους πιστεύει και να τους εμπιστεύεται. Όταν ένα στέλεχος έχει ιδανικά και οράματα τότε είναι ικανός να υπηρετήσει αξίες.»
Αυτό το βροχερό και μουντό απόγευμα του φθινόπωρου ξεκίνησε την νέα επαγγελματική συνεργασία του με την ναυτιλιακή εταιρεία στην Ακτή Μιαούλη. Είχε ήδη επτά χρόνια στο επάγγελμα, κρατούσε στα χεριά του από το πρόσφατο παρελθόν το δίπλωμα του Πρώτου μηχανικού και αναζητούσε τώρα νέους εργασιακούς ορίζοντες πιο ανοικτούς μ ευελιξία και ασφαλές περιβάλλον εργασίας σε μια εποχή που όλα αλλάζουν.
Η αποδοχή της νέας του αυτής συνεργασίας αυτόματα έφερε την απόρριψη μιας πολύ ενδιαφέρουσας από οικονομικής άποψης πρόταση συνεργασίας με ναυτιλιακή εταιρεία που είχε στην κατοχή της πετρελαιοφόρα πλοία, Λιβανέζικων συμφερόντων. 
Την διαχείριση της εταιρείας την εκτελούσαν ελληνικά γραφεία εγκατεστημένα στην Γλυφάδα. 
Προς αμοιβαία εξυπηρέτηση στην θέση του τους πρότεινε αξιόλογο συνάδελφο του, με κοινά οράματα και κοινούς στόχους για την ζωή. 
Η εταιρεία του συνάδελφου του έκαναν μια πολύ αξιόλογη προσφορά την οποία την αποδέχτηκε μετά χαράς. Τίποτα το παράξενο. Οι μεγάλες ευκαιριακές υλικές απολαβές που προσφέρονταν στους Έλληνες, στελέχη της ναυτιλίας, ώστε να επανδρώσουν πλοία με ξένη σημαία, «ανασφάλιστα», έβρισκε πολλούς πρόθυμους να ριψοκινδυνεύουν την επαγγελματική τους καριέρα και να θέτουν την ικανότητα και τον προσωπικό τους ζήλο, αναλαμβάνοντας το ρίσκο, να συνεργαστούν με πληρώματα αμφισβητούμενης ικανότητας.
Για τον συνάδελφο του ήταν το πρώτο του ταξίδι σε καθήκοντα επιστασίας μηχανοστασίου. Το πλήρωμα  ήταν τρεις με τέσσερις Έλληνες και όλο το υπόλοιπο πλήρωμα από τη νοτιοανατολική Ασία.
Σαν σήμερα τριάντα χρόνια από τότε τον περίμενε μία πολύ δυσάρεστη έκπληξη. Εφημερίδα της εποχής δημοσίευσε τη φωτογραφία του συναδέλφου του, αναφέροντας το γεγονός της μεγάλης έκρηξης που συνέβηκε στο πλοίο κατά την διάρκεια εργασιών εκφόρτωσης σε λιμένα της Δυτικής Ευρώπης σκορπώντας το θάνατο. Διαβάζοντας την είδηση ένοιωσε να τραντάζεται σαν να ένοιωθε στα πόδια του από κάτω το χείλος της αβύσσου.
Η καρδιά του χτύπησε πιο δυνατά, στέγνωσε το λαρύγγι του, συνειδητοποιώντας ποιο είναι το πρόσωπο που αναφέρεται στο ρεπορτάζ. 
Θεέ μου αναφώνησε στο τέλος. Μα αυτό είναι τρελό, δεν μπορεί να είναι αλήθεια.
Ακόμη και σήμερα εξακολουθούν να τον ερεθίζουν τα γεγονότα που συνέβησαν τότε, νοιώθει ένα κενό. Το μυαλό του έχει δύσκολες αναμνήσεις, υπάρχουν εκεί μέσα του σαν ασύνδετες εικόνες που προβάλλουν μέσα από σκοτεινό φόντο. Νοιώθει απελπισμένα άβολα με τις μνήμες που ξεδιπλώνουν τα γεγονότα μιας εποχής μπροστά του.
Τον θυμάται τον συνάδελφο του την τελευταία φορά που βρίσκονταν μαζί πέρα στη μακρινή Άπω ανατολή. Εκτελούσαν εργασίες επισκευών σ’ ένα τεράστιο πετρελαιοφόρο στα ναυπηγεία "Jurong" της Σιγκαπούρη.
Εκεί πέρα στην μακρινή Άπω ανατολή την περίοδο που έζησαν και εργαστήκαν πλάι-πλάι, συνηθίζεται όλοι οι γηγενείς κάτοικοι να χαμογελούν. Είναι όμως ένα διαφορετικό χαμόγελο αυτό που περιορίζεται στα χείλη, δεν φτάνει ως τα μάτια.
Αντιθέτως το συνάδελφο του τον θυμάται που όταν χαμογελούσε να φωτίζονται τα λαμπερά του μάτια. Το χαμόγελο στο πρόσωπο του θύμιζε τα μικρά κύματα που σκάνε στην άκρη του γιαλού την ώρα που δεν φυσάει.
Ο συνάδελφος είχε σώμα δυνατό γεμάτο υγεία. Ήταν οι καλύτερες λέξεις για να τον περιγράψει. Περπατούσε περίτεχνα, στητά, με σιγουριά, έσφυζε από ζωή. Ήταν ο τύπος του ανθρώπου που δεν υποχωρούσε κάτω από δύσκολες συνθήκες, ο ίδιος έλεγε: «Ο άνθρωπος συναντάει αντιξοότητες, στο χέρι του είναι να τις υπερβαίνει». Ποτέ δεν φοβήθηκε την σκληρή δουλειά.
 Η ζωντάνια και η ενεργητικότητα επέκτειναν τον ζωτικό του χώρο.
Ξεκίνησε ο συνάδελφος του λοιπόν το νέο ταξίδι, με πλοίο της Λιβανέζικης εταιρείας, που πάει να πει να ταξιδεύει κόντρα στον καιρό, που πάει να πει να τα δίνει όλα για να ζήσει το δικό του επαγγελματικό όνειρο. Και βρέθηκε σ’ ένα άγνωστο περιβάλλον από πλευράς συνεργατών, και δεν πτοήθηκε, του άρεσε να γινόταν αρεστός, του άρεσε να πιστεύει ότι δεν ήταν δειλός, ήταν αποφασισμένος να οικοδομήσει την προσωπική και επαγγελματική του επιτυχία.
Όλα έμελλε να γίνουν στο τρίτο του ταξίδι. Ήταν ένα τυχαίο περιστατικό που επέφερε το θανατηφόρο εργατικό ατύχημα.
Προφανώς ένα παρόμοιο γεγονός όπως η απώλεια ενός φίλου συναδέλφου είναι ένα έντονα θλιβερό συναίσθημα και μια ψυχική δοκιμασία. Το μόνο σίγουρο είναι ότι σ’ αυτή την ηλικία ποτέ δεν περιμένεις το θάνατο, σε στιγμές του επαγγελματικού καθήκοντος, αλλά αυτός έρχεται χωρίς προειδοποίηση.
Οι επιστάμενες έρευνες που ακολούθησαν από εμπειρογνώμονες για την αιτία της πρόκλησης της έκρηξης κατέληξαν στο συμπέρασμα του ανθρώπινου λάθους, από τον αξιωματικό φυλακής μηχανοστασίου, μ’ αποτέλεσμα στη δεδομένη ανωμαλία να επέλθει ισχυρή έκρηξη που συμπαρέσυρε στο θάνατο τον ίδιο, τον βοηθό φυλακής, και τον συνάδελφο Πρώτο μηχανικό.
Για τον έλεγχο της λειτουργίας στους λέβητες των πλοίων έγιναν ουσιώδης θεωρητικές μελέτες, και επινοήθηκαν όλο και πιο επιτυχημένα συστήματα έλεγχου με πολύπλοκες κατασκευές που να οδηγούν όλες τις απορρέουσες καταστάσεις λειτουργίας στη μηδαμινότητα ανεπιθύμητων συμβάντων.
 Τι συνέβη λοιπόν και στο μηχανοστάσιο έγινε έκρηξη και πήρε φωτιά;
Στην πράξη αποδείχνεται τ’ αναπτυσσόμενα επιτυχημένα συστήματα έλεγχου ποτέ δεν είναι απόλυτα επιτυχημένα. Δεν μπορούν να είναι. Όσο τελειοποιημένο και πολύπλοκο κι αν είναι ένα σύστημα, πάντα θα υπάρχει τρόπος να προκαλέσει μια ανωμαλία. Αυτή είναι μια θεμελιώδης αλήθεια των μαθηματικών. Όσο σ’ όλο αυτό το σύστημα υπεισέρχεται και ο ανθρώπινος παράγοντας είναι αδύνατο να φτιάξεις ένα σύστημα τέλειο και πολύπλοκο όσο να μειώσεις την πιθανότητα της ανώμαλης λειτουργίας του στο μηδέν.
 Με τον ασφυκτικό δε και χωρίς περιορισμούς στα μέσα, ανταγωνισμό των επιχειρήσεων, και την εντατικοποίηση της εργασίας σε ρυθμό και χρόνο, καταρρίπτεται με τον πλέον απόλυτο τρόπο η πάγια αντίληψη ότι η τεχνολογία από μόνη της θα μπορέσει μέσα από την εξέλιξή της να προστατεύσει τον εργαζόμενο, να εγγυηθεί συνθήκες ασφάλειας.
...... Όταν τον μετέφεραν στο κατάστρωμα το φεγγαρόφωτο, γλιστρώντας ανάμεσα από την τσιμινιέρα και τα ξάρτια του πλοίου, ζωγράφιζε φωτεινές χρυσόπλεκες λουρίδες στο γαλήνιο πρόσωπο του συνάδελφου.
Το ταξίδι  γι’ αυτόν τέλειωσε. 
Το πλοίο πέρασε ήδη την άκρη της Χερσονήσου. 
Την ρωγμή για το άγνωστο, τη χαραμάδα που διαχωρίζει τη ζωή απ’ το θάνατο. Κανείς δεν είναι πάνω απ΄ το χρόνο, μπρος στην παντοδυναμία του θανάτου. 
Και μετά το θάνατο στο σώμα, θα επακολουθήσει ο θάνατος της μνήμης. Ο ανελέητος νόμος της ζωής.  
Κανείς δεν θα σε ξέρει σαν να μην είχες ποτέ υπάρξει. 
Ο Ήλιος αδιάφορος θα ρίχνει τη ματιά του κάθε πρωί στα λιόδεντρα της γενέτειρας του Αρκαδικής γης και ο πρόωρα αδικοχαμένος συνάδελφος του, είναι σήμερα σαν την σκόνη στην άκρη του δρόμου.
..... Σήμερα η ανάμνηση του πρόωρα χαμένου συνάδελφου με θλίψη σεργιανά μέσα στις έγνοιες του, σκοτεινιάζει ο νους και οι σκέψεις του γίνονται λέξεις κι ύστερα χάνονται σαν ήχοι μακρινοί και απροσπέλαστοι. Γίνονται θάλασσα και απλώνονται να μην τελειώνουν πουθενά. Του φαινόταν σα να ‘ταν χθες. Που περπατούσαν στις προβλήτες της Σιγκαπούρη παρέα.
Σαν σήμερα ήταν που για τον καλό μας φίλο ήρθε το σούρουπο, και άνοιξε η πόρτα για το άγνωστο. Πέρα από την πόρτα η άβυσσος, και πέρα από την άβυσσο το άγνωστο της υπέρτατης ερημιάς, όταν ο άνθρωπος αντικρίζει τη μοναξιά και το θάνατο του. Ο Άδης, είναι ερωτευμένος με όλους μας τους θνητούς. Όλοι θα πρέπει να περάσουμε από τις Πύλες του Άδη. Στον ποταμό της θλίψης. Ο θάνατος δεν απαιτεί τίποτε απολύτως. Ο θάνατος έρχεται να σε πάρει. Ο θάνατος θέλει να πας μαζί του, κατά προτίμηση χωρίς μεγάλη αντίσταση. Τίποτα και κανένας δεν μπορεί τελικά να µας σώσει: Το «κακό» εισβάλλει παντού. Ο θάνατος χωράει και από τις χαραμάδες. Όταν η μοίρα σε βάλει στο μάτι δε γλιτώνεις ακόμη κι αν κρυφτείς μέσα στο πιο σκοτεινό λαγούμι.

Συνάδελφε
***Δε θέλω να του βάλουνε στην όψη του μαντίλια
για να του γίνει θάνατος πικρός σταυραδερφός του.
Πήγαινε, Ιγνάτιο. Μην  ακούς την πυρωμένη ανάσα.
Κοιμήσου, πέτα, ησύχασε. Και η θάλασσα πεθαίνει…

 Την αρχοντιά σου τραγουδώ με λόγια που στενάζουν
κι  εν’ αεράκι όπου ‘κλαιγε στα λιόδεντρα θυμάμαι.
 Κανείς δε σε γνωρίζει πια. Μα εγώ σε τραγουδάω.
Γι’ αυτούς που θ’ έρθουν τραγουδώ …….***

*** Λόρκα

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Asfalis Poreia Anatolika.

....Ένα ταξίδι με αεροπλάνο για να είναι ευχάριστο, πρέπει να είναι και άνετο χωρίς άγχος και ευχάριστη παραμονή στο αεροσκάφος. Η Alitalia φρόντισε και μας εξασφάλισε όσο το δυνατόν πιο ξένοιαστο και άνετο ταξίδι που όλα πήγαν καλά, και σε λιγότερο από δύο ώρες, ξεκούραστοι φτάσαμε στον προορισμό μας στον διεθνή αερολιμένα της Πίζας στην Ιταλία που βρίσκεται εντός των ορίων της πόλης όπου και αποβιβαστήκαμε. Η Πίζα διαθέτει ένα μικρό αεροδρόμιο, το Aeroporto Galileo Galilei, με πτήσεις προς άλλα ιταλικά αεροδρόμια καθώς και για ορισμένες ευρωπαϊκές πόλεις. 
Ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά σε έναν γαλάζιο ουρανό χωρίς σύννεφα, ήταν μια φωτεινή μέρα του Μαΐου, ζεστή, μύριζε καλοκαίρι. Ταξιδεύαμε παρέα με τον μέλλοντα πλοίαρχο του φορτηγού πλοίου που ξεφόρτωνε στον λιμένα Μαρίνα Ντι Καράρα όπου και ο τελικός προορισμός μας να παραλάβουμε πλοιαρχία και επιστασία μηχανοστασίου.
Αν και σχετικά μικρό, το αεροδρόμιο διαθέτει καταστήματα, εστιατόρια και καφέ για μια πιο ευχάριστη αναμονή. Τελειώνοντας τον συνηθισμένο απαραίτητο έλεγχο επιβατών στην έξοδο του αεροδρομίου μας περίμενε αυτοκίνητο του πρακτορείου μας. Χωρίς καθυστέρηση επιβιβαστήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε με προορισμό τον λιμένα. Θυμάμαι το αυτοκίνητο ήταν ένα «Βόλβο λιμουζίνα». Μόλις στα πρώτα χιλιόμετρα που βγήκαμε στον εθνική οδό Ε80 που οδηγούσε στη Μαρίνα Ντι Kαρράρα - «Marina Di Carrara» την πιο επισκέψιμη ακτή, ειδικά το καλοκαίρι, μια από τις πιο δημοφιλείς στην Ιταλία και το αρχιπέλαγος της Τοσκάνης, διαπιστώνω το κοντέρ ταχύτητας του αυτοκινήτου κολλημένο μόνιμα στα διακόσια και, χιλιόμετρα.
Προσπαθώ να το χειριστώ διπλωματικά, πληροφορώντας τον οδηγό ότι κυκλοφορούν εμφράγματα, εγκεφαλικά, καταθλίψεις και άλλα συναφή, και προσωπικά θα αισθανόμουν πιο ασφαλής στο ταξίδι μας αν οδηγούσε πιο ήρεμα. Τι το θελα. Με περίμενε μία καινούργια έκπληξη.
Ενώ το αυτοκίνητο μας κινείτο στην άσφαλτο με μεγάλη ταχύτητα ο οδηγός μας καθόλου δεν ξαφνιάστηκε όταν μας προσπέρασε, σχεδόν σαν σταματημένους, μια  «Άλφα Ρομέο στέισον βάγκον!» 
Γυρίζει ο «δικός μου» και μου σκάει ένα χρυσό χαμόγελο και με κάνει αλοιφή, προσπαθώ κι εγώ να χαμογελάσω, του λέω «Εντάξει, κατάλαβα, να 'σαι καλά»
Οι Ιταλοί λένε πως όταν κάποιος οδηγεί στην Αutostrata, στην «εθνική τους οδό», καλό θα είναι να πηγαίνεις πάντα στη μεσαία ή στη δεξιά λωρίδα. Γιατί με όσο κι αν τρέχεις πάντα θα υπάρχει κάποιος «οικογενειάρχης» που θα κινείται πιο γρήγορα! Αναστέναξα και έκτοτε δεν έβγαλα μιλιά. Υπάρχουν και χειρότερα σκέφτηκα.
Διανύοντας μια απόσταση εξήντα περίπου χιλιόμετρων σε σύντομο χρόνο φθάσαμε στην προβλήτα του λιμένα όπου ήταν πλαγιοδετημένο το πλοίο, ένα φορτηγό γενικού φορτίου και εκτελούσε εργασίες εκφόρτωσης. Το φορτίο αποτελείτο από όγκους με γρανίτες Indian Juparana, προέλευσης από την Ινδία. Ο συγκεκριμένος γρανίτης είναι και επίσης γνωστός και ως Carol Pink. Είναι γκρι-ροζ μιγματίτης της Προκαμβριανής περιόδου. Είναι ιδανικός για πάγκους κουζίνας δεδομένου ότι είναι ανθεκτικός στις γρατσουνιές, στη θερμότητα και τα οξέα που χρησιμοποιούνται στην καθημερινή μαγειρική.
Η Μαρίνα Ντι Καράρα είναι μία μικρή μεσογειακή πόλη που νωχελικά την αγκαλιάζει η θάλασσα και η περιοχή της είναι δημοφιλής τουριστικός προορισμός και γνωστή για την εξόρυξη και την παραγωγή μαρμάρου.
Το εμπορικό της λιμάνι έχει την ομορφιά των λιμανιών της Μεσογείου θάλασσας αλλά και την συνήθως άσχημη μυρωδιά τους. Τα περισσότερα λιμάνια της Μεσογείου είναι πόλεις πόρνες που αποπνέουν σεξ και πατσουλί. Όλες κατά καιρούς έχουν φιλοξενήσει κουρσάρους και λάγνους κατακτητές. Οι εραστές τους έχουν πεθάνει μα εκείνες ζουν και αναπνέουν την θάλασσα.
Ένας Πλοηγός μου είπε κάποτε ότι τα πάντα προέρχονται από την θάλασσα, και ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο ισχυρό από την θάλασσα, και ότι οι προγονοί μας δεν θα είχαν καν βρεθεί εδώ αν δεν προϋπήρχε η θάλασσα.
Τον πρώτο μηχανικό πού θα αντικαθιστούσα στην επιστασία τον γνώριζα είχαμε συνεργαστεί στο παρελθόν εγώ σαν δεύτερος μηχανικός. Ουσιαστικά ήταν ο Μέντορας μου στο μόλις πρόσφατο ξεκίνημα της νεαρής καριέρας μου στην επιστασία μηχανοστασίου. 
Ο αξεπέραστος Μάστρο Πέτρος..... Τρίπτυχο του, δράση, δυνατότητα απόφασης, θέληση. Ποτέ μην παρατάς την προσπάθεια.
Οι προς παράδοση επιστασίας και οι προς παραλαβή βρεθήκαμε μαζεμένοι εκεί στο γραφείο του απερχόμενου πλοιάρχου του καπετάν Σταμάτη και παρασυρθήκαμε από τη χαρακτηριστική λεπτότητα της παρουσίας του και το πλατύ χαμόγελο του που δεν ήταν απλής ευγένειας....
Μέσα από τον διάλογο πού αναπτύχθηκε στη συνάντηση μας μία θετική αλληλό-επίδραση, για της ζωής τα καθημερινά φάνηκε να μας συνδέει.
Ψηλόλιγνος, ευθυτενής, ντυμένος όπως οι Παριζιάνοι μέσα στο φίνο γκρίζο καλοραμμένο κοστούμι, γραβατωμένος, ευγενικός. Μάτια σκούρα φωτεινά και σπινθηροβόλα. Είχε κουλτούρα και ποιότητα στην παρουσία του. «Η ζεστασιά της παρουσίας του ανθρώπου δε πουλιέται ούτε αγοράζεται.» Μου τόνιζε ο φιλοσοφημένος βοσκός παππούς μου.
Διαπίστωσα ότι πολιτικά στέκεται στη συντηρητική πλευρά της ιστορίας, που όμως δεν αποστρέφεται τις μεταρρυθμίσεις, αλλά απαιτεί να διατηρηθεί ό,τι αποδίδει. Το μότο του ήταν ότι σε κάθε κοινωνία υπάρχουν ιδέες και δομές που είναι αποτελεσματικές, οπότε δεν είναι πάντοτε φρόνιμο να ανατραπούν.
Τελειώνοντας η παραλαβή-παράδοση τον ελεύθερο χρόνο μας τον περάσαμε παρέα ευχάριστα απολαμβάνοντας το βραδινό μας γεύμα σε τοπικό εστιατόριο πάνω στην υπέροχη παραλία.
Την επομένη ο Καπετάν Σταμάτης με τον Μάστρο Πέτρο αναχώρησαν για την Ελλάδα.
Πέρασε ο καιρός και το επόμενο μου μπάρκο είναι πάλι ένα φορτηγό γενικού φορτίου, ένα πλοίο τελευταίας τεχνολογίας για την εποχή του.
Πλοίαρχος του πλοίου ο καπετάν Σταμάτης. Οι σκέψεις μου γυρίζουν πίσω και με παρασύρουν στη πρώτη μέρα που γνώρισα τον Καπετάν Σταμάτη. Προφανώς και διατηρούσα αναμνήσεις θετικές, ένιωθα μια προσωπική ικανοποίηση που θα συνεργαζόμασταν.
Το πρώτο μας ταξίδι έτυχε ναύλο για το νότο που λέει και ο ποιητής. Ναυλωθήκαμε στην  θηριώδη Ιαπωνική εταιρεία θαλασσίων μεταφορών «Mitsui Line».
Ξεκινήσαμε από λιμένες της Ιαπωνίας, διασχίσαμε το βόρειο Ειρηνικό ωκεανό, διέλευση Παναμά, λιμένες Καραϊβικής, λιμένες Νοτίου Αμερικής, Αυστραλία, Φορμόζα και επαναπαράδοση Ιαπωνία ήταν το πλάνο του συμβολαίου. Προσέγγιση του πλοίου σε 43 Λιμένες εάν ενθυμούμαι καλά.
Η εμπειρία μου  από την συνεργασία μας με τον πλοίαρχο και την ναυτική του ικανότητα στην πλοήγηση του πλοίου μ΄ άφησε άναυδο. 
Αγκυροβολήσαμε στο πρώτο λιμένα. Κύρια μηχανή του πλοίου «κράτει», σύντομο διάλειμμα, εντολή «ανάποδα», εντολή τέλος λειτουργίας Κύριας μηχανής.
Αγκυροβολήσαμε στο δεύτερο λιμένα. Κύρια μηχανή του πλοίου «κράτει», σύντομο διάλειμμα, εντολή «ανάποδα», εντολή τέλος λειτουργίας Κύριας μηχανής. 
Να μην πλατειάζω το λόγο για την ικανότητα του απλά σημειώνω ότι αυτό γινόταν σε κάθε αγκυροβόλιο. Η ικανότητα του και η άριστη γνώση του των συγκεκριμένων συνθηκών του κάθε αγκυροβολίου ήταν αξεπέραστη. Η άριστη γνώση του των χαρακτηριστικών της κάθε θαλάσσιας περιοχής ήταν το φυσικό του προσόν. Αυτής της γνώσης που είχε καταφέρει με τόση ευκολία να την μετατρέπει σε ενεργό δράση.
Ίσως από πολλούς τεχνοκράτες αυτό να κρίνεται ως απαίτηση άλλων εποχών. Για μένα συνεχίζει να είναι διαχρονική η προσπάθεια εφαρμογής της θεωρίας στην πράξη.
Το πρώιμο στάδιο της ναυτιλίας ήταν οι ναυτικοί, η θάλασσα και ο καιρός.
Ασφαλώς ο Πυθέας δεν είχε πλεύση προς την Θούλη ταξιδεύοντας στα κουτουρού.
Το ιδανικό στέλεχος θα πρέπει να διέπεται από προσωπικά χαρακτηριστικά ικανά να του προσδώσουν τις ιδιαιτερότητες που απαιτεί το περιβάλλον της εργασίας στη θάλασσα.
Είχε αναβαθμισμένο σεβασμό προς την ανθρώπινη ζωή και στο φυσικό περιβάλλον, ποιότητα στις συνθήκες εργασίας, σεβασμό των κανόνων υγιεινής και ασφάλειας.
Αρετές όπως η αντικειμενικότητα , η εργατικότητα, η συνέπεια, ο προγραμματισμός, η διαρκής αναζήτηση, το κριτικό πνεύμα, ο σεβασμός στις αξίες , η ικανότητα συνεργασίας, είναι μερικές που σκιαγραφούν το προφίλ του.
Η συνεργασία του με τους ναυλωτές, του υπεύθυνους φορτώσεων και με τις κατά τόπους αρχές γινόταν δημιουργία μιας υψηλής προσέγγισης του επαγγέλματος.
Η ναυτιλία χρειάζεται ικανούς που να την πιστεύουν. Το ναυτικό επάγγελμα ίσως δεν ταιριάζει σε όλους, είναι βέβαιον όμως ότι ταιριάζει σε ικανούς που γνωρίζουν και αποδέχονται τα πραγματικά δεδομένα σαν συνειδητή επιλογή.
Δυστυχώς το ναυτικό επάγγελμα στις μέρες μας στην Ελλάδα δείχνει να έχει χάσει το κύρος του και την υψηλή κοινωνική αναγνώριση που κατείχε στο παρελθόν.
Η αξιοπρέπεια του ναυτικού βρίσκεται σε πλήρη κοινωνική απαξίωση με τον πλέον απογοητευτικό τρόπο.
Εδώ στη μοναξιά της θάλασσας και στη ξενιτιά σε αιχμαλωτίζει και σε συναρπάζει το απέραντο των ωκεανών και μοιράζεσαι μαζί με τους συνάδελφους σου αυτήν την απεραντοσύνη.
Οι σημερινοί «μπαρμπακαραβάδες» και «σφυροκοπανιστές» ξέρουν γράμματα σήμερα και μάθανε να κουβεντιάζουν ήσυχα και απλά.
Η επόμενες ημέρες....
Στο ταξίδι αυτό ένας από τούς λιμένες προσέγγισης ήταν και το Μανάους στην ενδότερα της Βραζιλίας, αφού διασχίσεις κάπου 900 ναυτικά μίλια τον ποταμό Αμαζόνα.
Amazonas: ποταμός στη Νότια Αμερική, 6.400 χλμ από τις πηγές έως στις εκβολές, είναι δεύτερο στο μήκος μετά το Νείλο μεταξύ των ποταμών του κόσμου. Στραγγίζει μια περιοχή περισσότερο από 7 εκατομμύρια τετραγωνικών χλμ κατά προσέγγιση τα μισά από τα οποία είναι στη Βραζιλία το υπόλοιπο είναι στο Περού, τον Ισημερινό, τη Βολιβία, και τη Βενεζουέλα. Υπολογίζεται ότι ο απαλλάσσει μεταξύ 34 εκατομμύρια και 121 εκατομμύρια λίτρων ύδατος ανά δευτερόλεπτο και καταθέτει έναν καθημερινό μέσο όρο 3 εκατομμύρια τόνων ιζήματος κοντά στις εκβολές του. Η ετήσια εκροή από τον ποταμό αποτελεί το ένα πέμπτο όλου του γλυκού νερού που στραγγίζει στους ωκεανούς του κόσμου. Το ξέσπασμα του ύδατος και του ιζήματος είναι τόσο απέραντο που το αλατισμένο περιεχόμενο και το χρώμα του Ατλαντικού Ωκεανού αλλάζουν για μία απόσταση περίπου 320 χλμ από τις εκβολές του.
Manaus: πόλη στη βορειοδυτική Βραζιλία, πρωτεύουσα της Αμαζονίας, ένας λιμένας στον ποταμό Ρίο Νέγκρο , κοντά στη συμβολή του με τον ποταμό Αμαζόνιο. Όπου οι ποταμοί συναντιούνται είναι όπως αναμιγνύοντας τον καφέ με κρέμα. Ο σχεδόν μαύρος Ρίο Νέγκρο με το χώμα πού έπλυνε πάνω από τις ορεινές περιοχές, στροβιλίζει με το χλωμό καφετί του Αμαζόνα σε μια γραμμή που τεντώνει προς τα κάτω για μίλια. Ο λιμένας προσιτός για τα ποντοπόρα σκάφη, (περίπου 1,650 Ναυτικά μίλια) από τις εκβολές του ποταμού. Το Μανάους ιδρύθηκε από τους Πορτογάλους το 1669. Η άφιξη στις αποβάθρες του λιμένα στην όχθη του ποταμού έγινε τις απογευματινές ώρες. Τα νερά του θηριώδη ποταμού μαύρα ορμητικά και αγριεμένα απειλούν την ομαλή πλαγιοδέτηση του πλοίου. 
Το πλοίο ένα 28000 τόνων φορτηγό γενικής χρήσης με μία ορθόδοξη «τουμπαριστή» μηχανή. Δύσκολο το λιμάνι για μανούβρες! Και όμως η πρόσδεση στην προβλήτα ήταν σεμινάριο προς ναυτιλλομένους. Ο πλοηγός με χαρά άφησε το πρόσταγμα στις ικανότητες του πλοιάρχου μας. Στο τέλος μας χαιρέτισε αδελφικά και μας ζήτησε να του κάνουμε την τιμή να τον έχουμε παρέα στο βραδινό μας δείπνο.
Τιμήσαμε το βραζιλιάνικο βοδινό συνοδευόμενο από πορτογαλικό κρασί. Για αρχή και τέλος δεν μπορούσε να είναι τίποτα άλλο από ένα ποτήρι καϊπιρίνια το παραδοσιακό βραζιλιάνικο ποτό.
Επόμενος λιμένας προσέγγισης το Μπελέμ πόλη στη βόρεια Βραζιλία, κοντά στον ισημερινό,. Το λιμάνι του βρίσκεται κατά μήκος του Ρίο Παρά, ένας παραπόταμος του Αμαζόνα που συνδέει την υδάτινη οδό με τον Ατλαντικό Ωκεανό και είναι προσιτό στα ποντοπόρα πλοία.
Ο αέρας είναι χλιαρός και υγρός. Ευνοϊκός για συναντήσεις, ευνοϊκός για ξεκινήματα.
Βρισκόμαστε με ένα ποτό στο χέρι καθισμένοι στο μπαρ του ξενοδοχείου Σέρατον.
Δύο τραπέζια μακρύτερα δύο αιθέριες θηλυκές υπάρξεις, άνετες με αυτοπεποίθηση, πρέπει να ήταν στο ξεκίνημα στα πρώτα άντα. Ήταν άψογα ντυμένες, πανέμορφες , κορμί σπαθί, δέρμα μεταξένιο, ξανθά μαλλιά με κοκκινωπές ανταύγειες, σημάδια μιας μακρινής βόρειας καταγωγής. Μάτια καθάρια, λαμπερά ζαφείρια, ξεχείλιζαν γοητεία.
Έτσι του είχε έρθει χωρίς καθόλου να το πολυσκεφτεί ζήτησε από τον σερβιτόρο να κεράσει τις καταπληκτικά όμορφες κυρίες.
Το ένστικτο μου έλεγε ότι κάνει λάθος αλλά καλό είναι να δοκιμάζουμε την τύχη μας ποτέ δε ξέρεις. Οι κυρίες δεν πτοήθηκαν από την μεσογειακή γοητεία μας, τα ποτά δεν έγιναν αποδεκτά, ευγενικά και πολιτισμένα είναι η αλήθεια αλλά η απόρριψης ήταν κάθετη.
Συνεχίζουμε το κυκλικό μας ταξίδι με επόμενους λιμένες προσέγγισης, Σαλβαντόρ, Ρίο Ντε Τζανέιρο, Ιτάτζαϊ, Ρίο Γκράντε, Μπουένος Άϊρες, Μοντεβίδεο, και μερικούς ακόμη, με τελευταίο λιμένα προσέγγισης στην Νότιο Αμερική τον λιμένα του Σάντος στη Βραζιλία όπου είναι και τα κεντρικά γραφεία της ναυλώτριας εταιρίας. Επόμενος λιμένας προσέγγισης Μελβούρνη Αυστραλίας. 
Εδώ είναι που αρχίζουν τα δύσκολα.
Ο χειμώνας έχει κάνει έντονα την εμφάνιση του, σκοτεινός, μελαγχολικός και ακόμη βρισκόμαστε κοντά στα μέσα του Ιούνη για το νότιο ημισφαίριο.  Όλα ανάποδα για εμάς της Μεσογείου θάλασσας, Ιούνιος μήνας να βρέχει και να κάνει κρύο, πού ξανακούστηκε. 
Το ταξίδι από το Σάντος στην Μελβούρνη είναι 9.500 ναυτικά μίλια από το πέρασμα τού Μαγγελάνου και 11.100 ναυτικά μίλια από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας.
Ο πλοίαρχος το συζητά μαζί μου και μου αιτιολογεί την απόφαση του ότι σχεδίασε το ταξίδι να το κάνουμε με πορεία ανατολική, κροσσάροντας το νότιο κέρας της Αφρικής και όχι να διασχίσουμε τη Γη του Πυρός και το Πέρασμα τού Μαγγελάνου την συνήθη θαλάσσια οδό που εκτελούν τα πλοία με προορισμό την Αυστραλία. Τού τονίζω ότι το ταξίδι από το ανατολικό δρομολόγιο διαρκεί περισσότερο από τέσσερις ημέρες, καύσιμα έχουμε μόνο για τις ημέρες ταξιδιού, του επίσημου θαλάσσιου δρόμου και αν ακολουθήσουμε το ανατολικό δρομολόγιο μας μένει μια πολύ μειωμένη ποσότητα σε καύσιμα ασφαλείας για ενδεχόμενες κακοκαιρίες. Να έχεις εμπιστοσύνη μου λέει και δεν θα χρειαστούμε επιπλέον καύσιμα. Πάντα του είχα εμπιστοσύνη γιατί ήμουν σίγουρος για την υπευθυνότητα και για τις απόλυτα ακριβείς εκτιμήσεις του των παραμέτρων του ταξιδιού μας.
Ανακοίνωσε την απόφαση αυτή στους ναυλωτές εξηγώντας και το σκεπτικό της απόφασης του.
Απόλυτα αιφνιδιασμένοι από την απόφαση του πλοιάρχου άρχισαν οι συναθροίσεις και οι διαβουλεύσεις στα γραφεία ναυλωτών και εταιρείας μας.. 
Μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό τους, απορημένος και έκπληκτος για την απόφαση μας, καταφθάνει στο πλοίο ο επικεφαλής των κεντρικών γραφείων των ναυλωτών. Επιμένει ότι έχει και την σύμφωνη γνώμη και της εταιρείας του πλοίου δηλαδή των εργοδοτών μας ότι δεν μπορούμε να παρακάμψουμε το σύνηθες δυτικό δρομολόγιο, από το πέρασμα τού Μαγγελάνου. Ο πλοίαρχος είναι ανένδοτος έχει την εξουσία του πλοίου και δεν το συζητά. Το ταξίδι έχει αποφασισθεί με πορεία μας ανατολικά και δεν αλλάζει όσο αυτός είναι ο πλοίαρχος του πλοίου.
Προς διευκόλυνση όλων δηλώνει η αντικατάσταση του στην πλοιαρχία είναι στη διάθεση της εταιρείας. Εννοείται πως ακολουθώ και συμμετέχω στις αποφάσεις του, και τίθεται και η δική μου αντικατάσταση στη διάθεση τους.
Αναχωρεί και πάλι ο επικεφαλής των γραφείων για νέες διαβουλεύσεις, και πολύ σύντομα επανέρχεται και μας εύχεται καλό ταξίδι όπως ο πλοίαρχος αποφάσισε.....  «Ασφαλής πορεία ανατολικά.»
Εδώ έχω να κάνω μια παρένθεση. 
Στη μεταξύ μας διαβούλευση παρουσία του Γραμματικού και του Ασυρματιστή του πλοίου ο πλοίαρχος μας εξήγησε την κατάσταση πού επικρατεί στο Νότιο Ειρηνικό ωκεανό και πέρα από τις σφοδρές κακοκαιρίες πού επικρατούν σε όλη την έκταση του μία ατελείωτη τρικυμία σάρωνε το νότιο τμήμα του ωκεανού από ένα στάσιμο ψυχρό μέτωπο.
Ταυτόχρονα βρίσκεται σε ιδιαίτερα έντονη δραστηριότητα το εποχικό φαινόμενο Ελ Νίνιο (γνωστό και ως Ελ Νίνο, ισπ: El Niño) 
«Ωκεάνιο και ατμοσφαιρικό φαινόμενο Ελ Νίνιο, στον Νότιο ειρηνικό ωκεανό, κατά τη διάρκεια του οποίου κατ' ασυνήθιστο τρόπο οι θερμοί ωκεάνιοι άνεμοι εμφανίζονται κατά μήκος της δυτικής ακτής του Ισημερινού του Περού και της Χιλής, προκαλώντας κλιματολογικές διαταραχές ποικίλης και μεγάλης δριμύτητας. Ο όρος αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει το θερμό νότιο ρεύμα που εμφανίζεται στην περιοχή κάθε Δεκέμβριο, αλλά τώρα διατηρημένος όλο το έτος, περιγράφει διαταραχές κλίματος που προκαλούνται από Ελ Νίνιο όταν περιστατικά που εμφανίζονται είναι εξαιρετικά έντονα και επίμονα.»
------«Fast bind, fast find,» Λένε οι Εγγλέζοι .
...... Ήτοι «Κάλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.» που λένε στο χωριό μου.
Η σχέση του ανθρώπου με τη θάλασσα σε ώρες σκληρές είναι το πεδίο ανάπτυξης ηρωικής στάσης από απλούς και ταπεινούς ανθρώπους πού έχουν μία αίσθηση καθήκοντος.
 Η θάλασσα είναι όμορφη όταν θυμώνει και ζωντανεύει, μα συνάμα είναι τρομακτική και βίαιη
Την ημέρα του κατάπλου στον λιμένα και όταν προσεγγίζαμε στη προβλήτα φόρτωσης του Σάντος κατά μια διαβολική σύμπτωση, αναχωρούσε πανομοιότυπο ένα αδελφό πλοίο της ιδίας της Mittsui Line με Ιάπωνες πλήρωμα και με τον ίδιο λιμένα προορισμού την Μελβούρνη Αυστραλίας ακολουθώντας την συνήθη δυτική πορεία
Πλεύσαμε αρκετά ανοικτά της Νοτίου Αφρικής για να αποφύγουμε από τη δυτική ακτή το κρύο ρεύμα «Μπεγκουέλα», και από την ανατολική ακτή το θερμό ρεύμα «Αγκούλας». 
Ένας ήρεμος χειμερινός παγετός εμφανίζονταν τις πρωινές ώρες χωρίς έντονα καιρικά φαινόμενα.
Μετά το ήσυχο πέρασμα της Νοτίου Αφρικής διασχίσαμε τα Γαλλικά νότια υπερπόντια εδάφη. Τα νησιά, μία ομάδα 20 μικρών ορεινών νησιών. Οι μόνοι κάτοικοι του εδάφους είναι προσωπικό των μόνιμων επιστημονικών σταθμών που βρίσκονται στη συστάδα των νησιών. Το κλίμα ήταν εξαιρετικά υγρό και ήπιο. Οι άνεμοι ελαφροί και μεταβλητοί φθάνοντας σπάνια σε περισσότερα από 4 με 5 μποφόρ, συγκρατημένοι και ελάχιστα θυελλώδης.
Με αυτές τις πολύ καλές καιρικές συνθήκες το πλοίο μας κατέπλευσε έγκαιρα στη Μελβούρνη σύμφωνα με το προγραμματισμένο δρομολόγιο του.
Συνήθως η άφιξη Ελληνικού πλοίου στο λιμάνι της Μελβούρνης περιγράφεται με ιδιαίτερα συγκινητικό και συναισθηματικό τρόπο. Εκεί τα πληρώματα έχουν την ευκαιρία να βρεθούν κοντά στην μεγάλη Ομογένεια....  και για του λόγου το αληθές το πλοίο εκτέλεσε τις απαραίτητες φορτοεκφορτώσεις και ταυτόχρονα ένα μεγάλο μέρος του πληρώματος ξεφαντώσαμε παρέα με αρκετούς απόδημους Έλληνες σε ένα μεγάλο κέντρο διασκέδασης όπου εμφανίζονταν την εποχή εκείνη ο Σπύρος και η Ζωή Ζαγοραίου, τραγουδώντας όλοι μαζί το ανεπανάληπτο «Μου λέτε να μη κλαίω.» .
Την ώρα που λύναμε κάβους για απόπλου κατέφθασε στον λιμένα και το αδελφό Γιαπωνέζικο πλοίο της Mittsui Line από το Σάντος. Έφυγε τριάντα ώρες νωρίτερα από το δικό μας πλοίο, έφθασε τριάντα ώρες αργότερα με χίλια πεντακόσια ναυτικά μίλια λιγότερα στον περιπετειώδη πλου του. 
«fortis fortuna adjuvat» η τύχη βοηθά τους τολμηρούς. Έλεγαν οι Λατίνοι.
Όταν στο τέλος τού μεγάλου κυκλικού ταξιδιού φθάσαμε στην Ιαπωνία το πλοίο έτυχε θερμής υποδοχής από τους ναυλωτές μας και μας υποδέχτηκαν με ιδιαίτερο ενθουσιασμό αλλά και τεράστια ικανοποίηση.
Ενσαρκώνοντας το πνεύμα της ασιατικής φιλοξενίας, οι ναυλωτές μέσα από την ένθερμη και ειλικρινή φιλικότητα, που παραμέρισε την τυπική επικοινωνία, δεν ενθυμούμαι την ποσότητα από το ωμό ψάρι «σούσι» πού αναγκάστηκα για λόγους ευγένειας να καταναλώσω ανταποκρινόμενος στον ενθουσιασμό πού διάχυτος και εν αφθονία υπήρχε σε ένα γαστρονομικό ταξίδι με παραδοσιακά ιαπωνικά πιάτα, και φιλόξενη ατμόσφαιρα με αποδέκτες τα πρόσωπα μας.
Και τι κάνουν οι φίλοι όταν υπάρχει εκλεκτή παρέα και καλή διάθεση; Εύχονται καλά πράγματα ο ένας για τον άλλο…«Kanpai!»  «Στην υγειά μας!» φίλοι μου καλοί.
Και αυτό πού μένει είναι μία σημαντική αίσθηση και απλή απόλαυση που πηγάζει από την ομαδική εργασία και την επιβεβαίωση της αξιοσύνης.
Η περιπέτεια του ταξιδιού, η πάλη με τα κύματα και τούς ανέμους στον ωκεανό είχε αίσιο τέλος. Αβαρίες στο φορτίο ποτέ δεν υπήρξαν μέσα στην άγρια αντάρα και τη μεγάλη θαλασσοταραχή.
......Ήθελε πάντα να εγκατάλειψη την θάλασσα αλλά ποτέ δεν ξέκοψε από την επιρροή της.
Προσαρμόστηκε χωρίς δισταγμούς στο έντονα εξελίξιμο περιβάλλον μέσα στο οποίο σήμερα δραστηριοποιείται.

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Exontas Teliosei To Fitema

Είχε ξεμπαρκάρει μόλις την προηγούμενη μέρα, από το λιμάνι του Port Said της Αιγύπτου, μετά από οκτάμηνη απουσία στη θάλασσα, μετρώντας το χρόνο του γυρισμού για να ξαναδεί αυτούς που αγαπούσε με τα μάτια να λάμπουν από χαρά. «Νόστιμον ήμαρ». Αυτή είναι η ζωή των ναυτικών. Γλυκιά του γυρισμού τους η μέρα. Ο καημός του νόστου στην οικογένεια, καίει σαν καντήλι αναμμένο, στην ψυχή τους, δύναμη να παλεύουν και να ξεπερνούν όλα όσα τους τυχαίνουν μέχρι την ημέρα της επιστροφής. Στο Port Said τους παρέλαβε ο πράκτορας του πλοίου, τους μετέφερε στο αεροδρόμιο του Καϊρου, και χαμογελώντας πλατιά τους ευχήθηκε καλό ταξίδι.
Το ταξίδι από το Port Said στο Κάϊρο ήταν σκέτη κόλαση από την αμμοθύελλα της ερήμου.
Η πτήση αναχώρησης για Αθήνα είχε δυο ώρες καθυστέρηση στο Κάϊρο. Τα μάτια του πονούσαν σαν να τους είχαν ρίξει άμμο της ερήμου και ήταν πολύ κακοδιάθετος όταν αναγκαστήκαν να περάσουν μια ταπεινωτική διαδικασία στο τελωνείο του αεροδρόμιου έως ότου εισέρθουν στη μεγάλη αίθουσα των διεθνών αναχωρήσεων.
Η πτήση αναμενόταν στον αερολιμένα του Ελληνικού στις έντεκα και μισή το βράδυ.
Η οικογένεια του από την ανυπομονησία της προσμονής είχαν φτάσει στο αεροδρόμιο μια ώρα νωρίτερα πριν ανακοινωθεί η προσγείωση του αεροσκάφους. Έπειτα περίμεναν ώσπου οι επιβάτες να περάσουν από τον έλεγχο των διαβατήριων και να πάρουν τις αποσκευές τους.
Όταν οι πόρτες άνοιξαν ένα ανθρώπινο κύμα όρμησε στην έξοδο του αεροδρόμιου. Η γυναίκα του σήκωσε τα χεριά της, κουνώντας τα, τον φώναξε με τ’ όνομα του και παρασέρνοντας μαζί της τους δυο μικρούς γιους τους έτρεξε να ρίχτει στην αγκαλιά του. Αυτός τους είδε, άφησε το καρότσι με τις αποσκευές στο πλάι, πήρε τη γυναίκα του αγκαλιά, τη σήκωσε ψηλά, της έδωσε δυο τρυφερά φιλιά, και την έστησε πάλι στα πόδια της, ανασαίνοντας το γνώριμο άρωμα της κολόνιας της. Βουβός από ευτυχία αποτραβήχτηκε από την αγκαλιά της γυναίκας του, στράφηκε στους δυο μικρούς γιους, τους αγκάλιασε με θέρμη κοιτάζοντας τα φωτεινά προσωπάκια τους. «Μεγαλώσατε», τους είπε, κ’ αυτά απλώνοντας τα χεριά τους με χαρακτηριστικά έκδηλο τρόπο χώθηκαν βαθύτερα στην αγκαλιά του και κόλλησαν τα δροσερά μάγουλα τους στο πρόσωπο του.
Λίγες ημέρες αργότερα ήταν οι σχολικές διακοπές του Πάσχα, που βρήκε όλη την οικογένεια στο εξοχικό τους για λίγες ήμερες δραπέτευσης από το πολυάσχολο άστυ.
Το Πάσχα είναι γιορτή κατεξοχήν συνδεδεμένη με την ελληνική ύπαιθρο και το χωριό. Το Πάσχα στα χωριά έχει ένα ιδιαίτερο χρώμα και γιορτάζεται αυθεντικά, διατηρώντας τα παραδοσιακά του χαρακτηριστικά. Θρησκευτική κατάνυξη, επιστροφή στις ρίζες, επαφή με την ανοιξιάτικη φύση, υπέροχα πασχαλιάτικα εδέσματα - μαγειρίτσα, σουβλιστά αμνοερίφια και κόκκινα αυγά είναι μόνο μερικά από αυτά - καθώς και ξεχωριστά τοπικά έθιμα και παραδόσεις συνθέτουν την εικόνα της πιο κατανυκτικής και χαρμόσυνης περιόδου του έτους.
Πηγαίνοντας στις όμορφες Νηές μεταφέρθηκαν σε έναν κόσμο φτιαγμένο μέσα στη πράσινη φύση. Ένα μέρος με εικόνες γλυκές, που η φύση μοιράζει απλόχερα χρώματα, ήπιους ήχους και γλυκούς ανέμους. Η Νηές είναι ένας τόπος τέτοιος. Εκεί που η ζωή κυλάει πιο ήρεμη, χωρίς δονήσεις, ένα ησυχαστήριο που ο παλμοί δεν ξεπερνούν ποτέ τους ογδόντα χτύπους το λεπτό.
Αν είναι και τυχεροί με τον καιρό, θα απολαύσουν ηλιόλουστες βόλτες στα υπέροχα μέρη της ευρύτερης περιοχής που σε αιφνιδιάζουν με την ομορφιά τους.
Είχε μόλις ξημερώσει κι ο ουρανός ήταν ασυννέφιαστος. Όλα έδειχναν ότι η μέρα θα ήταν καλή. Στο ήσυχο τοπίο, μόνο τα τραγούδια των πουλιών έκοβαν τη σιγαλιά. Είχε κοιμηθεί οκτώ ολόκληρες ώρες. Ένοιωθε ξεκούραστος δυνατός. Από νωρίς το πρωί άναψε το τζάκι δίνοντας γιορτινή ατμόσφαιρα στο χώρο. Το σπίτι μες στη σιγαλιά της ερημιάς είχε μια θαλπωρή και γαλήνη που σ’ έκανε να νιώθεις ηρεμία, και σιγουριά να σ’ αγκαλιάζει. Εμπρός ο ακύμαντος κόλπος, μικρός και λαμπερός, ετοιμάζεται να υποδεχτεί το καινούργιο δροσερό, και ανέφελο ανοιξιάτικο πρωινό του Απρίλη με τη θάλασσα να λαμπυρίζει σε χιλιάδες σταγόνες φωτός. Βγήκε με αγαλλίαση στο ψιλό μπαλκόνι του σπιτιού, στη δροσερή πρωινή αύρα, απολαμβάνοντας αρώματα και ήχους, που δυνάμωναν μέσα του την αίσθηση της ελευθερίας και της ανεμελιάς. Όσο έβλεπε το βλέμμα του ο φιδωτός παραλιακός δρόμος ήταν έρημος, πράγμα πολύ φυσικό για την εποχή που δεν υπήρχαν ακόμα παραθεριστές στη περιοχή. Ικανοποιημένος και γαλήνιος βολεύτηκε στο μικρό ξύλινο καναπέ εκεί στη γωνιά του μπαλκονιού και άφησε τα μάτια του να χορτάσουν ομορφιά. Τον φωτεινό ήλιο που χάιδευε με τις ζεστές ακτίνες του την νωπή από την πρωινή δροσιά γη, κάνοντάς την να αχνίζει, και το καφεκόκκινο χώμα να ευωδιάζει υπέροχα. Κοιτούσε την θάλασσα με βλέμμα διαπεραστικό και ευαίσθητο, προσπαθώντας να σκεφτεί πως θα τη ζωγράφιζε αν είχε το ταλέντο του πρόωρα χαμένου αδελφού του. Πως θα μετέφερε στο μουσαμά όλες αυτές τις αποχρώσεις. Ρηχή και διάφανη, ανοιχτοπράσινη με γαλαζωπές ανταύγειες στην ακρογιαλιά, λουλακιά στα βαθιά, και στα ανοιχτά, εκεί που τα ψαροκάικα μάχονται με τα κύματα, απειλητικά σκοτεινή, με χρώμα σχεδόν μπλε σκούρο. Η θάλασσα είναι η αρχέγονη μητέρα των πλασμάτων της γης, επί αιώνες έχει ταΐσει κι έχει ταξιδέψει αμέτρητες ψυχές. Είτε γαλήνια, είτε φουρτουνιασμένη, πάντα εμπνέει το θαυμασμό, το σεβασμό και το δέος, αλλά και μια ιδιαίτερη αγάπη και ευγνωμοσύνη σ’ αυτούς που την έχουν ζήσει από κοντά και έχουν διασχίσει τα ατέλειωτα μονοπάτια της. Έτσι κ’ αυτός, σαν ένας από τους θαυμαστές, ταξιδευτές και εικονικούς εραστές της Ωκεανίδας θεάς, ξετυλίγει στη μνήμη το κουβάρι της ζωής του και επαναφέρει τις μνήμες από τα ταξίδια του στους ωκεανούς και τα λιμάνια της.
 Απέμεινε καθηλωμένος ατενίζοντας έναν ορίζοντα τόσο έντονα και ευδιάκριτα ευθυγραμμισμένο σαν να τον είχε χαράξει κάποιο χέρι, εκεί που το λουλακί της θάλασσας συναντούσε το ξεπλυμένο γαλανό του ουρανού. Αυτή η γραμμή του ορίζοντα ήταν ελαφρά αλλά ξεκάθαρα κυρτή. 
Ο θόρυβος απ’ ένα τρακτέρ στο βάθος της αλέας του δρόμου του διέκοψε τα οράματα. Αναστέναξε μετατοπίστηκε στον καναπέ του και έφερε νωχελικά τη σκέψη και το βλέμμα του στην αυλή του σπιτιού του που απλωνόταν μπρος του.
Η άνοιξη γινόταν αισθητή με πολλούς τρόπους. Τα δέντρα γέμιζαν τρυφερά πράσινα φύλλα και στα παρτέρια τα λουλούδια άνοιγαν τα βελουδένια τους άνθη πλημμυρίζοντας τον αέρα με το γοητευτικό τους άρωμα. 
«Νομίζω ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο στον κόσμο από την δημιουργική δουλειά στον κήπο ένα υπέροχο ανοιξιάτικο πρωινό.» Σκέφτηκε. 
Ταυτόχρονα ξύπνησε μέσα του η αίσθηση ότι στον κήπο τον περίμεναν επείγοντα πράγματα που δεν είχε ακόμη κάνει. Η αυλή και ο κήπος βρισκόταν σε άγρια κατάσταση. Αυτό όμως το είδε σαν διασκέδαση. Έβαλε τα άρβυλα, το παλιό πανωφόρι του, βγήκε στην αυλή κι άρχισε δουλειά.
 Ξεκίνησε ν’ ασχολείται ξεριζώνοντας τ' αγριόχορτα από τις πρασιές και κόβοντας τα νεκρά κλαδιά από τα δέντρα.
Ήταν ήδη η ώρα δέκα και μισή. Έχοντας τελειώσει το φύτεμα στο μικρό του λαχανόκηπο, και το πρώτο εποχικό κούρεμα του γκαζόν, τώρα ασχολιόταν να σκαλίζει τα λουλούδια στα παρτέρια, όταν στην κορνίζα της εξωτερικής πόρτας της αυλής μια γνωστή ανδρική σιλουέτα τον καλημέρισε δειλά, δειλά. Ήταν ο μπάρμπα Θωμάς, ένας ξωμάχος εργάτης της γης και παλιός ναυτικός στα νεανικά του χρόνια. Ο επισκέπτης φορούσε σκούρο βαμβακερό πουλόβερ, το γέρικο κεφάλι σκέπαζε ένας ναυτικός σκούφος, που άφηνε να φαίνεται στις άκρες του τα κάτασπρα μαλλιά του. Πάει καιρός από την τελευταία συνάντηση τους. Στο χαρακωμένο απ’ τις ρυτίδες πρόσωπο του ανθρώπου που στέκεται δίπλα του ένα ευχάριστο χαμόγελο απλώνεται απ’ το κακοξυρισμένο πιγούνι μέχρι τα λαμπερά γαλάζια μάτια του. 
Η θάλασσα δεν ήταν η πρώτη επιλογή του μπάρμπα Θωμά. Ναυτικός έγινε λόγω των οικονομικών συνθηκών της εποχής, όπως και αρκετοί ακόμα Έλληνες που είτε μετανάστευαν είτε συνωστίζονταν έξω από τις εταιρείες στο λιμάνι του Πειραιά.
Ο μπάρμπα Θωμάς ήταν μόνο δεκαεννέα χρόνων πιτσιρικάς όταν μπαρκάρισε. Γνώρισε τη θάλασσα και από την καλή και από την ανάποδη, ώσπου μερικά χρόνια αργότερα γύρισε στον τόπο του και για το χατίρι της αγάπης - είχε τα μάτια σαν τη θάλασσα, πώς να την προσπεράσει; -αποφάσισε να γίνει στεριανός. Παντρεύτηκε και άρχισε να θρέφεται από τα πατρικά τους χωράφια και περιβόλια. Φτωχικά, όμως ζωντανά και χαμογελαστά τα πρώτα τους χρόνια. Ακούραστος κ' εργατικός, με την αξίνα και το άροτρο και περίσσιο κουράγιο δούλευε να δαμάσει την τραχιά γη. Έμαθε με τον καιρό να καλλιεργεί την γη και τα περιβόλια τους. Σαράντα ολόκληρα χρόνια συμβίωσαν ευτυχισμένα οι δυο τους, απέκτησαν δυο παιδιά και αυγάτισαν το βίος τους. Ήταν όμορφα χρόνια. Ζωή βουκολική και αυθεντική. Για το αγαπημένο ζευγάρι ευτυχία ήταν να χαίρονται όσο γίνεται περισσότερο για αυτά που είχαν και πλούτος να χαίρονται περισσότερο για αυτά που απέκτησαν. Είχαν τόσα δεν ζητούσαν περισσότερα. Τα παιδιά μεγάλωσαν έκαναν δίκες τους οικογένειες. Χάνοντας πρόωρα την σύντροφο του έζησε με τη θλίψη και με μια μοναξιά που κανείς και τίποτα να μπορούσε να μετριάσει. Αλλά με τον καιρό το πήρε απόφαση αυτό που του είχε συμβεί. Έμαθε να ζει με τον εαυτό του, να καλλιεργεί τον κήπο του, τα περιβόλια του, και να παρακολουθεί τα εγγόνια του να μεγαλώνουν. Ο μπάρμπα Θωμάς είχε αποκτήσει στον παραλιακό δρόμο της ήσυχης και γραφικής περιοχής ένα διατηρημένο οίκημα με την έννοια της συνεχούς κατοίκησης που γίνεται αντιληπτό αν κανείς βρεθεί μέσα στη μεγάλη του αυλή. Η αυλή βρίσκεται στο μπροστινό μέρος του σπιτιού και στη μέση του πλακόστρωτου μέρους υπάρχει μια υπέροχη τεράστια φλαμουριά, στο τέλος του πλακόστρωτου μέρους βρίσκεται το πηγάδι με το μάγγανο, στο δυτικό μέρος ξαπλώνεται η υπόλοιπη αυλή ανάμεσα στο ξανθό αγιόκλημα που σκάλωνε στους τοίχους, δίπλα στους βασιλικούς, τους δυόσμους, τις μαντζουράνες που δεν ζητούσαν παρά λίγο σκάλισμα, και νεράκι για να λούσουν την ατμόσφαιρα μ’ ευωδιές. Η αυλή ολοκληρώνεται με ένα δασάκι από ελιές. Τα περασμένα χρόνια για την κάλυψη των αναγκών σε νερό της περιοχής υπήρχαν τα πηγάδια. Πριν η περιοχή συνδεθεί με το δίκτυο ύδρευσης του τοπικού δήμου. Το νερό το έβγαζαν με αυτοσχέδιες αντλίες από τα πηγάδια της αυλής, το χρησιμοποιούσανε για τις οικιακές ανάγκες κ’ αυτό που έφευγε δεν το άφηναν να πάει χαμένο. Το μάζευαν σε δεξαμενή και πότιζαν τους κήπους, όχι μόνο τους δικούς τους αλλά και των άλλων. Τα περισσότερα πηγάδια είχαν νερό υφάλμυρο. Σωτήριο ήταν το πηγάδι στην αυλή του σπιτιού του μπάρμπα Θωμά. Είχε νεράκι όταν το θέλανε όλοι οι γείτονες, όπως το θέλανε. Όταν το χειμώνα έξω ξύριζε ο βοριάς το νερό από το πηγάδι έβγαινε αχνιστό και το κατακαλόκαιρο όταν ο ήλιος έσκαγε την πέτρα το νεράκι του ήταν γάργαρο και δροσερό. Κι ούτε ήθελε πολλά. Μόνο μια φτυαριά ασβέστη για να ψοφάνε τα μικρόβια.
Πλησιάζοντας τα ογδόντα την εποχή τούτη ο μπάρμπα Θωμάς, γέρασε πια, μπορεί να χάθηκε η φλόγα της νιότης αλλά το γέρικο κορμί του παραμένει στεγνό και δραστήριο. Τα τελευταία χρόνια ο μπάρμπα Θωμάς είναι ο μοναδικός μόνιμος κάτοικος του οικισμού, έχει αποκτήσει και μια μικρή όμορφη παραδοσιακή ψαρόβαρκα από ξύλο, συχνά δε ανοίγεται μ’ αυτή ανοικτά του κόλπου για ψάρεμα. Στο μυχό του κλειστού κόλπου, στο νοτιοδυτικό ανάγλυφο της ακτής είναι χτισμένο αμφιθεατρικά σε πλαγιά το δεσποτικό και εμπρός του τα κρυστάλλινα γαλαζοπράσινα νερά του όρμου του Μικρού Γιαλού, και το θαυμάσιο τοπίο συνθέτουν το ιδανικό περιβάλλον για ελλιμενισμό στις βάρκες και τ’ αλιευτικά. Εκεί βρίσκεται ελλιμενισμένη και η ψαρόβαρκα του μπάρμπα Θωμά, δυο τρία χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι. Ο μπάρμπα Θωμάς τον παρακάλεσε εάν μπορεί να του μεταφέρει τα δίχτυα με το αυτοκίνητο από το σπίτι στην βάρκα, και εάν ο ίδιος το επιθυμούσε να βγουν παρέα στ' ανοικτά να τα ρίξουν στη θάλασσα. Ήταν κάτι που το είχαν ξανακάνει αρκετές φόρες.
Στο σπίτι ο καπνός συνέχισε να υψώνεται απ την καμινάδα. Αθόρυβα άνοιξε η πόρτα κ’ εμφανίστηκε η σύζυγος του, φορώντας χαρούμενο και φωτεινό φλοράλ φουστάνι με άσπρη πόδια. Τα ξανθοκάστανα μαλλιά της ήταν κομμένα κοντά, αφήνοντας ακάλυπτο το λεπτό λαιμό της. Είχε μάτια μελιά, μεγάλα και φωτεινά κι όλοι πίστευαν ότι αυτό ήταν το πιο όμορφο χαρακτηριστικό της. Όταν όμως έβλεπαν το χαμόγελο της, δεν έδειχναν πια τόσο σίγουροι. 
Τους κάλεσε να περάσουν στο σαλόνι, ετοιμάζει τον πρωινό καφέ τους. Το εσωτερικό του σπιτιού αν και είχε καιρό να χρησιμοποιηθεί, είχε φροντίσει η σύζυγος να το κάνει να αστράφτει από καθαριότητα και να μυρίζει σαπούνι. Όλη η οικογένεια βρισκόταν ήδη στο πόδι. Η σύζυγος μ’ ευχαρίστηση έβαλε νερό να βράσει για τους καφέδες, και στον αέρα πλανιόταν μια γαργαλιστική μυρωδιά από τις πρωινές κρέπες. Αυτός πήρε το κλαδευτήρι πήγε στο βάθος της πρασιάς εκεί που τα κρίνα είχαν θεριέψει, έκοψε μερικά τα τακτοποίησε σε μια μικρή ανθοδέσμη πλαισιωμένα με μερικά αγριολούλουδα και μενεξελιές μολόχες. Με τα λουλούδια στο ένα χέρι και τον μπάρμπα Θωμά εμπρός του διέσχισαν τα τέσσερα πλακοστρωμένα σκαλοπάτια ανέβηκαν στον εξώστη με αργό βήμα και εισήλθαν στο σπίτι χαρίζοντας τα λουλούδια στην όμορφη σύζυγο του. Αυτή τα πήρε μ’ ευχαρίστηση γέμισε ένα ανθοδοχείο και το ακούμπησε προσεκτικά στο ξύλινο κομοδίνο διπλά στην τηλεόραση. Οι δυο μικροί γιοι του πετάρισαν από χαρά βλέποντας τον μπάρμπα Θωμά. Τώρα ήξεραν ότι θα πάνε για ψάρεμα τ’ απόγευμα.
Απογευματινές ώρες φόρτωσαν τα δίχτυα στο πορτ μπαγκαζ του αυτοκινήτου και αναχώρησαν για το μικρό φυσικό λιμανάκι όπου άραζαν ένα δυο καΐκια και μερικές βάρκες. Η μαγεία της ηλιόλουστης ανοιξιάτικης ημέρας αυτές τις ώρες είχε διαλυθεί. Στη διάρκεια του απογεύματος μερικά σύννεφα είχαν σκεπάσει τον ουρανό και οι αχτίδες του Ήλιου τρύπωναν από τα ανοίγματα, λαμπυρίζοντας στη φυρονεριά του μικρού κόλπου. Ο φλοίσβος της θάλασσας αντηχούσε νανούρισμα απαλό, στις έρημες αμμουδερές ακτές και μερικά θαλασσοπούλια όργωναν τον ουρανό. Η αύρα ανάδευε τα πιο ψηλά κλαδιά των δέντρων κι από τα μαντριά στην πλαγιά του λόφου ακούγονταν τα κουδούνια και τα βελάσματα των προβάτων. Στο βάθος ξεχώριζαν τα χωριά του Πηλίου και το βουνό του Τρίκερι, ίδιος βράχος ψηλός που κρύβει τη θέα του Αιγαίου πελάγους.
Οδηγώντας ανάμεσα στους ελαιώνες κοντά στις όχθες του κόλπου προσπερνώντας το προϊστορικό οικισμό «Μετόχι»  (Πρόκειται για βυθισμένο προϊστορικό οικισμό της Μέσης εποχής του Χαλκού στη θέση Μετόχι στον όρμο Νηές ο οποίος βρίσκεται σε βάθος 0-3 μέτρα.)  φτάνουν στο αγκυροβόλιο με τις ψαρόβαρκες. Η «Καπετάνισσα», η ψαρόβαρκα του μπάρμπα Θωμά, τους περιμένει να βγούνε για ψάρεμα. Η περιοχή δεν έχει επαγγελματίες ψαράδες. «Πετρόψαρα ψαρεύουν» συνήθως λέει ο μπάρμπα Θωμάς για τους ερασιτέχνες της περιοχής, καθώς τον βοηθάνε να ετοιμάσει τα δίχτυα.
Ανοικτά του κόλπου σαν μια μικρή κουκκίδα καρφωμένη στο ακύμαντο νερό βλέπουνε τη βάρκα του γείτονα του Παπανικόλα. Ρίχνει δίχτυα και παραγάδια κ’ αυτός.
Φόρτωσαν τα δίχτυα κ’ ένα παραγάδι στη βάρκα, ξεκίνησαν λάμνοντας απαλά με τα κουπιά πέρασαν δίπλα στη βραχώδη ακτή οπού δεσπόζει το μεγάλο οίκημα του δεσποτικού κτισμένο αμφιθεατρικά, να κοιτάζει την ανατολή του ήλιου και να σκοτεινιάζει νωρίς λόγω της κορυφής του Χλωμού, που εμποδίζει τον ήλιο από τη Δύση να φωτίσει το τοπίο. Αν κοιτάξεις το κτίσμα από τη θάλασσα, μοιάζει με θρόνο προς τον Παγασητικό κόλπο. Βάζοντας σε λειτουργία την μηχανή της βάρκας συνέχισαν με κατεύθυνση το βορειοανατολικό άκρο της ακτής, αντίκρισαν το τέλος του ακρωτηρίου και ανοιχτά του άρχισαν να ρίχνουν τα δίχτυα και το παραγάδι. Οι μικροί γιοι του προσπαθούσαν να τα προλάβουν όλα, να βλέπουν το ρίξιμο των δικτύων αλλά και να θαυμάζουν τους μοναδικούς βράχους που βάφονταν από το δυνατό απογευματινό φως όταν ο ήλιος διαπερνούσε την συννεφιά. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν έπεσε και το τελευταίο δίχτυ ανοιχτά των ακρωτηρίου και επέστρεψαν στο μουράγιο. Ρίξανε συνολικά περί τα 100 μέτρα δίκτυα σε βάθος που ποίκιλλε από 20 έως 30 οργιές σε μια θάλασσα που κατά την εκτίμηση του μπάρμπα Θωμά, είναι από τους καλύτερους ψαρότοπους της περιοχής.
Σουρούπωσε για τα καλά κατά την επιστροφή στο σπίτι.
Το πέλαγος τρέμει μακριά στο φύσημα ενός μαλακού μαΐστρου. Μια βάρκα άναψε το φως της έξω από το βράχο του «Κεφαλά».
Το ραντεβού για το μάζεμα των Διχτύων ήταν νωρίς το πρωί της επομένης ημέρας.
Ξεκινήσανε λοιπόν την ώρα που βλέπανε το φεγγάρι να ζαλίζει τη θάλασσα, λίγο πριν το χάραμα, ανάμεσα στο ασημί, και τη θολή ανταύγεια, και δεν άργησαν να φθάσουν στις σημαδούρες. Είχε την περιέργεια να δει το αποτέλεσμα και δεν έκανε πολλές ερωτήσεις στο μπάρμπα Θωμά όταν άρχισαν να σηκώνουν τα δίχτυα. Τα πρώτα μέτρα δεν φανέρωσαν και σπουδαία πράγματα. Κάτι λίγα μικρά πετρόψαρα. Στη συνέχεια το δίχτυ ανέσυρε από το βυθό μερικές πέτρες μαζί με κάποια μικρά ψαράκια. Τα τελευταία μέτρα στο δίχτυ τους έδωσε μια ανάσα καθώς έβγαλε αρκετά μπαρμπούνια και ένα μικρό αστακό. Αυτό τους ψήλωσε λιγάκι και οι σφυγμοί τους γίνανε πιο έντονοι και τα βλέμματα πιο λαμπερά κ’ ένιωσαν και οι δυο τους όμορφοι. Και δυνατοί.
Το ξεκαθάρισμα της ψαριάς έγινε πάνω στη ψαρόβαρκα. Έκατσε στη μια άκρη της βάρκας και παρακολουθούσε τα χέρια του μπάρμπα Θωμά να χτενίζουν το δίχτυ και με μια ιδιαίτερη επιδεξιότητα να ξεπλέκουν τα ψάρια και να πετάνε τις πέτρες στη θάλασσα.
Την Κυριακή των Βαΐων, θα τιμήσουν την ψαριά δέοντος σ’ ένα χορταστικό δείπνο. Σύμφωνα με τη θεοσεβούμενη σύζυγο του οι μοναδικές περιπτώσεις που κατά τη διάρκεια της σαρακοστιανής νηστείας επιτρέπεται από την Εκκλησία η κατανάλωση ψαριού είναι η ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (25η Μαρτίου) και η Κυριακή των Βαΐων.
Η ίδια με κέφι και μεράκι ετοίμασε με τα πετρόψαρα μια παραδοσιακή κακαβιά υπό τις συμβουλευτικές οδηγίες του μπάρμπα Θωμά. Μια σούπα που η παράδοση την θέλει να φτιάχνεται από τους ψαράδες πάνω στις ψαρόβαρκες χρησιμοποιώντας διάφορα ψάρια και θαλασσινά που δεν θα πουληθούν στην αγορά. Δεν υπάρχει σωστός και λάθος τρόπος να φτιάξεις την κακαβιά, σε κάθε περιοχή φτιάχνεται με διάφορες παραλλαγές ενώ δεν είναι καθόλου κακό να προσθέσεις ότι νομίζεις ότι θα ανυψώσει το έτσι κ αλλιώς καταπληκτικό αποτέλεσμα.
Από το τραπέζι του δείπνου δεν θα μπορούσε να λείπει και ο μπάρμπα Θωμάς. Ήταν συμφωνία να δειπνίσουν μαζί την ψαριά αυτή.
Ένα δείπνο γεμάτο θαλασσινές ιστορίες. Το γεύμα μαμούθ κράτησε τρεις ώρες. Όταν επιτέλους σηκώθηκαν από το τραπέζι ήταν περασμένες τρεις το απόγευμα. Οι δυο μικροί γιοί του ξεφάντωναν με τα παιγνίδια τους εκεί εμπρός στο γρασίδι της αυλής. Η σύζυγος αφού την βοήθησαν στο συμμάζεμα τους ευχαρίστησε και τους ζήτησε ευγενικά να αποχωρίσουν. Την κουζίνα την θεωρεί δικό της βασίλειο. 
Αυτός και ο μπάρμπα Θωμάς φόρεσαν τα πανωφόρια τους, και βγήκαν στο μπαλκόνι του σπιτιού απολαμβάνοντας τη δροσερή απογευματινή αύρα. 
Με το ποτό στο χέρι προσπαθούσαν με ατέλειωτες συζητήσεις, να λύσουν όλα τα πολιτικά προβλήματα που δεν μπορούσαν να λύσουν οι κυβερνήσεις.
Ο μπάρμπα Θωμάς μιλούσε για τις σημερινές συνθήκες διαβίωσης.
«Η αυλόπορτες με το αγιόκλημα και την περικοκλάδα όλο και περισσότερο εξαφανίζονται. Οι γλάστρες με τους βασιλικούς και τις μαντζουράνες έφυγαν από τα παράθυρα των σπιτιών και τη θέση τους πήραν τα κάγκελα ασφαλείας. Οι πόρτες θωρακίσθηκαν με διπλές και τριπλές κλειδαριές. Οι αυλές περιφράχτηκαν με κιγκλιδώματα. Τα σπίτια εφοδιάστηκαν με αυτόματους συναγερμούς. Κι΄ οι κάτοικοί της κλεισμένοι στα σπίτια - φυλακές εύχονται να μην αντιμετωπίσουν τα χειρότερα.» Παρατηρούσε θλιμμένα.
Αν κάτι ακόμη εκνεύριζε πάρα πολύ το μπάρμπα Θωμά ως παιδί της υπαίθρου είναι οι εκτάσεις φυτεμένες με άχρηστο γκαζόν στους κήπους των εξοχικών κατοικιών.
«Δεν είμαστε Αγγλία που βρέχει κάθε τόσο, είμαστε μια ξηρή και θερμή χώρα με πρόβλημα νερού τους καλοκαιρινούς μήνες. 
Το γκαζόν καταναλώνει απίστευτα μεγάλες ποσότητες νερού κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, καταναλώνει ενέργεια για την κοπή του, αν περπατήσεις πάνω του καταστρέφεται, είναι ακριβό και στην τελική δεν προσφέρει απολύτως τίποτα στον ιδιοκτήτη του».
«Μήπως ήρθε η ώρα να ξηλώσεις το γκαζόν.»  Του πρότεινε με  χαμογελαστή ευγένεια.
«Στη θέση του άχρηστου γκαζόν θα μπορούσες να καλλιεργείς τα λαχανικά σου, να φυτέψεις δέντρα που θα σου προσφέρουν φρούτα και σκιά, στην τελική να φυτέψεις λουλούδια που είναι ομορφότερα από έναν βαρετό χλοοτάπητα.»
«Σκέψου το».
Ήταν η συμβουλή του.
«Τώρα τον Απρίλιο μπορούμε να φυτέψουμε όλα τα λαχανικά καλοκαιρινής συγκομιδής. Ο κατάλογος είναι μακρύς και φυσικά ξεκινάει από τη βασίλισσα του καλοκαιριού που δεν είναι άλλη από την ντομάτα». «Θα σε βοηθήσω και εγώ αν το ξεκινήσεις». Του δήλωσε.
«Την Δευτέρα έχει υπαίθρια λαϊκή αγορά στον Αλμυρό. Αν θέλουμε να καλλιεργήσουμε μπορούμε να αγοράσουμε έτοιμα μικρά φυτά, όπως, ντομάτες, πιπεριές, μελιτζάνες, πεπόνια, καρπούζια, κολοκυθιές.
Αν σου αρέσουν οι πράσινες σαλάτες μπορούμε ακόμα να φυτέψουμε ρόκα μια και μεγαλώνει πολύ γρήγορα.
Από αρωματικά φυτά μπορούμε να σπείρουμε βασιλικό, άνηθο, σέλινο και μαϊντανό ώστε να τα χρησιμοποιεί φρεσκότατα η κυρά στην κουζίνα την καλοκαιρινή περίοδο... που θα έλθετε.
Η άνοιξη είναι πολύ ήπια φέτος και οι ζεστές ημέρες δεν άργησαν αρκετά να έρθουν. Ευνοϊκός καιρός για καλλιέργειες λαχανικών. Τι χρειαζόμαστε; Να μεγαλώσουμε τον πολύ μικρό σου λαχανόκηπο μερικά ακόμη τετραγωνικά μέτρα εκεί στο νοτιοανατολικό της αυλής που το βλέπει συνέχεια ο ήλιος ώστε να χαρίζει τη ζωογόνο δύναμή του σε ό’ τι φυτέψουμε.
Το χώμα φύτευσης πρέπει να είναι ελαφρύ, καλά δουλεμένο, απαλλαγμένο από άλλους σπόρους. Επίσης πρέπει να στραγγίζει καλά για να μην κρατεί υγρασία και σαπίσουν τα φυτά μας».
....... Η μέρες κύλησαν γρήγορα. Ο Απρίλης ανοιξιάτικος και πασχαλινός, αλλά το Πάσχα ήρθε και έφυγε κι εμείς από την μια μέρα στην άλλη επιστρέψαμε στην καθημερινότητα της μεγάλης πόλις. Τα σχολεία ξεκίνησαν.
Αυτές οι μέρες με την οικογένεια είναι κάτι το διαφορετικό. Είναι σαν ένα όνειρο κλεμμένο από το χρόνο. Και δεν θα πάψει ποτέ του να ευγνωμονεί την οικογένεια του, απεριόριστα, γιατί του δίνει κάτι που κανείς δεν μπορεί να του πάρει. Μια ονειρεμένη ζωή. Όχι απλά μια ευχάριστη, αλλά μια ονειρεμένη ζωή. Ωστόσο, δεν γίνεται να ονειρεύεται συνέχεια.
Πρέπει κάποτε να ξυπνήσει.
Ο σοφός παππούς του έλεγε. «Μια φορά ναυτικός για πάντα ναυτικός».
Κι έτσι δεν άργησε να ξαναβρεθεί στα πέλαγα και στα πέρατα του κόσμου.
«Ω Θεέ μου». «Τι είναι η ευτυχία». Σκέφτηκε. Δεν υπάρχει άκρη στο Ουράνιο Τόξο. Με λίγα λόγια όταν εργάζεται δεν νοιώθει απόλυτα δυστυχισμένος κι όταν δεν εργάζεται απόλυτα ευτυχισμένος.
Όταν έφτασε η μέρα να αναχωρήσει όλοι στην οικογένεια μελαγχόλησαν.
Τον συνόδεψε σύσσωμη η οικογένεια στο αεροδρόμιο. Την ώρα του αποχωρισμού η σύζυγος τον αγκάλιασε από τη μέση του κι ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. Μέσα από το πουκάμισο του άκουγε τους χτύπους της καρδιάς του.
«Θα μας τηλεφωνείς κάθε μέρα». Του είπε σε τόνο που δεν επιδεχόταν αντίρρηση.
Αυτός έπιασε με τα δυο χέρια το κεφάλι της, και σήκωσε το πρόσωπο της προς το δικό του. Τα μελιά ματιά της έδειχναν απέραντη θλίψη. «Το ξέρεις ότι το κάνω». Της είπε.
Ακόμη και μετά τους αποχαιρετισμούς, περίμεναν να απογειωθεί το αεροπλάνο του. Και μόνο όταν ο θόρυβος από της μηχανές του εξασθένησε κι έσβησε στον απέραντο ουρανό, μπήκαν στο αμάξι και γύρισαν σιωπηλοί στο σπίτι.
...... Ο σημαντικότερος παράγοντας του ανθρώπου είναι το δίχως άλλο η δημιουργία οικογένειας. Είναι σκληρό πολύ σκληρό για το ναυτικό να στερείται την οικογένειά του, και όλα αυτά που δεν θα ζήσει επειδή θα αρμενίζει κάπου στον Ωκεανό. Αλλά και η αγάπη τους για τη θάλασσα, μάλλον ρέει στο αίμα τους. Υπάρχουν όμως και οι ηρωίδες γυναίκες τους που σηκώνουν μόνες τους τα βάρη της καθημερινότητας, τους καημούς της νύχτας, στα νοικοκυρεμένα σπίτια των μπαρκαρισμένων ναυτικών. Με ευγνωμοσύνη αξίζει ν’ αναφέρονται σ’ αυτές.
«…..Ήρωες δεν είμαστε εμείς, / αλλά αυτές που μένουν / ξωπίσω μ’ αναστεναγμούς / φαμίλια ν’ ανασταίνουν / και να προσμένουν γυρισμό…..».
Καλοτάξιδους να τους έχει ο Ποσειδώνας.
………………………
………………………………………………..
 
Web Informer Button