«Δει των προειρημένων μνημονεύειν και μηδέν οίεσθαι τούτων λέγεσθαι γεγονός ούτω και πεπραγμένον.»
Δηλαδή αυτά που είπαμε και εξιστορούμε, να μη νομίζουμε ότι επειδή τα αναφέραμε, ότι έτσι και έγιναν. (Πλούταρχος)
...«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες και τα περιστατικά είτε είναι προϊόν της φαντασίας είτε χρησιμοποιούνται κατά τρόπο μυθιστορηματικό. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, εν ζωή ή όχι, γεγονότα, τοποθεσίες, είναι εντελώς συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.»....«Οι μύθοι είναι ένα παραμορφωμένο υπόλειμμα φαντασιώσεων που αφορούν στην επιθυμία». (Freud, 1930b)
Με τον τρόπο αυτό αποτελούν ένα ψυχολογικό ξεδίπλωμα όλων όσων αρχετυπικά κατοικούν μέσα μας και η μυθοπλασία είναι ένας συναρπαστικός κόσμος που γοητεύει όλους τους ανθρώπους. H μυθοπλασία στην ερωτική ζωή λειτουργεί σαν μηχανή προσομοίωσης εμπειριών, που επιτρέπει στο άτομο να ζήσει, μέσα στις συνειδήσεις άγνωστων, δίνοντας του τη δυνατότητα να δοκιμάσει εμπειρίες που στην πραγματικότητα δε θα μπορούσε. Η μυθοπλασία λοιπόν, με ένα τρόπο δίνει στον άνθρωπο περισσότερες από μια ζωές. Στον κόσμο του φανταστικού είναι η μαγεία πως δεν υπάρχουν περιορισμοί, δεν υπάρχουν κανόνες, δεν υπάρχουν φυσικοί νόμοι που να σε εμποδίζουν να κάνεις οτιδήποτε. Τα όρια και τους κανόνες τα βάζει ο συγγραφέας... ένα μικρό ερωτογράφημα γραμμένο με ευαισθησία,
Πολλοί είναι που ισχυρίζονται ότι ο έρωτας είναι μια ιστορία φαντασιακή, δηλαδή ερωτευόμαστε μια εικόνα, την εικόνα του άλλου, όχι αυτό που είναι ο άλλος, αλλά αυτό που φανταζόμαστε ότι είναι.
Αυτό είναι το δράμα του έρωτα πάντοτε να τελειώνει με χωρισμό, ή με αυτό το γνωστό συναίσθημα της αγάπης. Όχι το πάθος, όχι το ερωτικό συναίσθημα, αλλά συνιστά τον καλύτερο τρόπο να τελειώσει μια ερωτική σχέση. Να ερωτεύεσαι μέσα στην αγάπη. Μια αγάπη λογική, ήρεμη, λιγότερο βίαιη, λιγότερο υπερβολική, η οποία όμως επιτρέπει σε δυο ανθρώπους να συνεχίζουν να έχουν οικειότητα, να ζουν μαζί και ν' αποκτήσουν παιδιά!
Η αγάπη τους είναι μια αρμονική συμφωνία που έχει μέσα της αποδοχή, εμπιστοσύνη, συναισθηματικό «δέσιμο», αφοσίωση και αντοχή στο χρόνο, στοιχεία σημαντικά και για ένα κοινό μέλλον στο υπόλοιπο της ζωής τους, ακόμη και σε περιόδους όπου οι συγκρούσεις τους μπορεί να είναι έντονες και συχνές.
Ο Αλκιβιάδης έχει κάνει έναν κύκλο ζωής κλείνοντας πρόσφατα τα σαράντα του χρόνια, παραμένει πλάσμα αρκετά μάχιμο, και ανταγωνιστικό. Στην πυραμίδα της ενεργής ηλικίας βλέπει πίσω τι έφτιαξε, κοιτάει μπροστά τι μπορεί να φτιάξει.
Ταυτόχρονα είναι ώρα ν' αναζητήσει και αυτός, εγωιστικά, λίγη ποιότητα, λίγη ξενοιασιά. Ένας γοητευτικός ομορφάντρας με μελαγχολικά μάτια και γλυκό χαμόγελο όπως του καταμαρτυρεί η σύντροφος του…… που ντύνεται σαν ψαράς..
Η Ανδρομάχη! Αν και πλησιάζει τα τριάντα πέντε, δείχνει πολύ νεότερη βάζοντας κάτω γυναίκες που έχουν τη μισή της ηλικία! Το ότι η ηλικία είναι απλά ένας αριθμός, της ταιριάζει «γάντι». Ο χρόνος της έχει φερθεί άψογα.
Γοητευτική, έχει ποιότητα, με μια φυσική ομορφιά, που εκπέμπει αθωότητα και ζεστασιά κάνοντας έτσι όσους βρίσκονται γύρω της να νιώθουν ευτυχισμένοι που είναι κοντά της δείχνοντας πως άμα μια γυναίκα έχει έμφυτη την θηλυκή συμπεριφορά... είναι απλά ανίκητη.
Με περισσή φροντίδα αφοσιωμένη σύντροφος και μητέρα στον έγγαμο βίο τους, και η δημιουργός του γόνιμου οικογενειακού τους περιβάλλοντος. Με τα χρόνια έχει αποκτήσει μια βαθιά και ώριμη θηλυκότητα, σταράτο δέρμα χαρίζοντας της μια λάμψη υγείας και φρεσκάδας, προικισμένο μπούστο, καλοφτιαγμένα λαγόνια.
Ψηλή, το ύψος της πάνω από τον μέσο όρο, ένας πειρασμός με χυμώδες σώμα. Είναι μια γυναίκα που έχει αποδεχτεί τον εαυτό της και το σώμα της, ποτέ της δεν μπήκε στην ψυχοφθόρα διαδικασία να αλλάξει αυτό που είναι …… έχει αυτοπεποίθηση.
Ειδικά τα καλοκαίρια όταν εμφανίζεται στην παραλία οι γλουτοί της δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από πολλές άλλες με απίθανη πίσω όψη και η κοπέλα καυλώνει κόσμο και το ξέρει! Την θυμάται από πάντα ανεπιτήδευτη να ντύνεται απλά, ελάχιστα μακιγιαρισμένη, ειλικρινής στον τρόπο που μιλά ή σε κοιτάζει. Μια ομορφιά γυναίκας, κατά το πρότυπο παλαιότερων εποχών, που η αίσθηση της θηλυκότητας αναβλύζει σαν αφρός, περιχύνοντας τις γραμμές του κορμιού της.
Αυτός μπορεί να ζει με τα δικά του όνειρα μα σε όλα τα όνειρα του την έχει μέσα. Μπορεί να φτιάχνει τα δικά του παραμύθια μα και στα παραμύθια του είναι πάντα η βασίλισσα του.
Αμφότεροι έχουν συνειδητοποιήσει ότι η απόλυτη ταύτιση τους δεν είναι εφικτή, οι συζυγικές τους σχέσεις δεν είναι μια στατική κατάσταση. Ο έρωτας έχει καταλαγιάσει και η σχέση έχει μεταλλαχθεί, έχει «ωριμάσει», περνώντας σε μια πιο νηφάλια φάση όπου κυριαρχεί η αγάπη και άλλα τρυφερά συναισθήματα συντροφικότητας, που επιτρέπουν μεγαλύτερη ανοχή για τις ατέλειες του συντρόφου και τη δημιουργία ενός δεσμού που νοιάζεται ο ένας για τον άλλο και τον θέλει για αυτό που είναι και όχι για αυτό που ποθούσε.
Η προσδοκία ότι όλα πρέπει να είναι πάντα τέλεια, είναι μη ρεαλιστική και το γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει κάπου αυτός ο «τέλειος σύντροφος».
Στον έρωτα μας λέει ο Φρόιντ, προβάλλουμε στον άλλο το ιδανικό μας «Εγώ», δηλαδή προβάλλουμε στον άλλο, αυτό που θα θέλαμε να είμαστε αλλά δεν είμαστε. Δηλαδή θέλουμε να κάνουμε σχέση με τον καλύτερο εαυτό μας!
Δεν υπάρχει αυτός ο ιδανικός σύντροφος που δε θα τους πληγώσει ποτέ. H ιδέα του ταιριαστού ζευγαριού, αγγίζει τα όρια της μυθοπλασίας.
O γάμος είναι και μια μηχανή παραγωγής συγκρούσεων! Όλα τα ζευγάρια διαφωνούν για τα ίδια πράγματα, τα χρήματα, το σεξ, τα παιδιά, τη διαχείριση του ελευθέρου χρόνου.
Ο σοφός παππούς του έλεγε. «Πριν τον γάμο κράτα και τα δύο σου μάτια ανοιχτά, αλλά μετά τον γάμο κλείσε το ένα.» Εννοώντας, ότι ένας γάμος για να διατηρηθεί και να θεωρείτε επιτυχημένος πρέπει να υπάρχει σ’ αυτόν κατανόηση συγχώρεση και αποδοχή.
Όλα αυτά τα χρόνια το σεξ είναι σημαντικό στη σχέση τους και η ερωτική τους ζωή πολύ πλούσια, αλλά δεν είναι «το Α και το Ω», δεν είναι αυτό που κρατάει τον γάμο τους.
Αυτό που παίζει μεγαλύτερο ρόλο στη σχέση τους είναι ο σεβασμός που τρέφει ο ένας για τον άλλον και η κατανόηση γιατί επέλεξαν να περάσουν τη ζωή τους μαζί. Όταν λοιπόν μέσα στην καθημερινότητα τους υπάρχει αυτή η διάθεση, τότε έρχεται και το σεξ. Γιατί όλα από μόνα τους οδηγούν εκεί. Δεν τα πιέζουν να πάνε εκεί.
Και ξαφνικά μετά από τόσα χρόνια ευτυχισμένου γάμου η Ανδρομάχη άρχισε να χάνεται στο δικό της κόσμο. Η ερωτική της επιθυμία για σεξουαλική επαφή τους έχει μπει σε τροχιά μεγάλης ύφεσης. Δεν μπορεί να έχει γκόμενο κάτι άλλο της συμβαίνει. Προσπαθεί να της μιλήσει, να καταλάβει.
«Τίποτα όλα καλά» του λέει. .
Και όμως να που συμβαίνει ο Αλκιβιάδης να διακατέχεται από έντονο προβληματισμό που του δημιουργείται από την ερωτική αδιαφορία της συντρόφου του, την μη αναμενόμενη. Εξέλιξη που καθορίζει τις σχέσεις τους να βρίσκονται στο ναδίρ εξαιτίας της συμπεριφοράς της.Το σεξ μοιάζει απλά, να μην την απασχολεί, και αυτή η έλλειψη ερωτικής επιθυμίας είναι αναπόφευκτο να δημιουργεί έντονη δυσαρέσκεια για την αδιαφορία της και χάσματα στις προσωπικές τους σχέσεις. Είναι κάτι στιγμές που όσο αυτός εκφράζει έντονα τη σεξουαλική επιθυμία για την σύντροφο του, αυτή απομακρύνεται και δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος. Οι ρόλοι παγιώνονται και εκφράσεις, όπως «Πάντα θέλεις» και «Ποτέ δεν θέλεις» γίνονται μέρος των διαφωνιών τους.
Τον βλέπει σαν έναν πολύ καλό της σύντροφο που τον αγαπά, νοιάζεται γι’ αυτόν, είναι ο πατέρας των παιδιών τους, ένας καλός άνθρωπος, αλλά η σεξουαλική τους ζωή περνά στο πίσω πλάνο. Διάφορες σκέψεις αρχίζουν να επικρατούν στο μυαλό του σχετικά με το «γιατί δεν τον θέλει» και αυτές οι σκέψεις οδηγούν και τον ίδιο σε πρόσκαιρη συναισθηματική απομάκρυνση και υποτονική ερωτική διάθεση.
Η λίμπιντο όμως σε τακτά διαστήματα αναζητούσε μια δυναμική διέξοδο.
Αίσθηση και προβληματισμό -αν μη τι άλλο- προκάλεσε ο κύκλος της αντιπαράθεσης που ξεκίνησε μεταξύ τους την τελευταία φορά με λεκτικές και φραστικές ακολουθίες για το θέμα αυτό.
Η Συναισθηματική τους φόρτιση έφερε «στο κόκκινο» τις προσωπικές αιχμές... και η αντιπαράθεση με ειρωνικό σχολιασμό στα όρια της προσβολής.
Όπως την τελευταία φορά που εισέπραξε μια περιπαιχτική της στάση, που σχεδόν τον ευνούχιζε. Πρώτη ήταν που τον προκάλεσε ειρωνικά. «Σου σηκώνεται ακόμα;»
«Εμ βέβαια εσύ που να ξέρεις, έχεις ξεχάσει πως είναι να το κάνουν.» Της απάντησε.
« Δεν το έχω ανάγκη. Δεν μου χει λείψει.» Συνέχισε με την ανάλογη ειρωνεία την αντίδραση της.
«Σωστά! καταλήξαμε να γνωριζόμαστε, με τη Βιβλική έννοια του όρου, στη χάση και στη φέξη. Ιεραποστολικώς και με την παθητική συμμετοχή σου, εσύ που άλλοτε ήσουν η δραστήρια, η πιο ευφάνταστη και η πιο ενθουσιώδης. Τώρα πλέον πρωτοβουλία μηδέν, όσο για ποικιλία και τέτοιες νοστιμιές, τις ξεχάσαμε. Μάλλον εσύ βρίσκεις πλέον τον εαυτό σου με τους παπάδες και τις αγρυπνίες τους. Υποψιάζομαι ότι καυλώνεις όταν δεις άνδρα με αμφίεση με ράσα. Εξέφρασε τον προβληματισμό του και αυτός με αιχμηρό και προκλητικά ειρωνικό τρόπο, αναφερόμενος στις συχνές εκκλησιαστικές δραστηριότητες της συντρόφου του.
Αυτή σαν να μην πίστευε στ' αυτιά της! Έμεινε στην κυριολεξία με το στόμα ανοιχτό!.... από την έκπληξη για τον προσβλητικό χαρακτηρισμό. Η όψη της σκοτείνιασε από την οργή της για το υπονοούμενο. Στην κάθε κουβέντα του είναι έτοιμη να πάρει φωτιά και η φωνή της έτριξε σαν φωτιά σε θάμνους.
«Δε μου λες: Είσαι τελείως βλαμμένος;! Έλεος έχεις ξεφύγει τελείως και δεν ξέρεις τι λες.!»
«Έχουμε ξεφύγει! Είναι προφανές..... Είναι προφανές ότι κάτι δεν πάει καλά. Με εξοργίζει αυτή η παθητική σου σιωπή κάθε φορά που σου λέω τα παράπονα μου για την σχέση μας!» Της είπε.
«Αα!, εσύ όμως το χοντραίνεις πολύ, δε νομίζεις;! Πως είναι δυνατόν να λες αυτές τις μπούρδες. Δεν μπορώ να το πιστέψω. Τρελάθηκες; ∆εν είναι κουβέντες αυτές! Είσαι μυθομανής και το μόνο που μου μένει να πω είναι πως ντρέπομαι για σένα. Και κοίτα, ως εδώ, δεν θέλω να το συζητήσω παραπέρα γιατί το βρακί μου δεν πρόκειται να το ξαναδείς ούτε ζωγραφιστό.» Του δήλωσε με δυσαρέσκεια και εκνευρισμό μέσα σε ένα κλίμα έντασης που επικρατεί μεταξύ τους. Από την άλλη ο πάντα μετρημένος Αλκιβιαδης όταν είναι υποχρεωμένος να αντιδικήσει μαζί της, βγαίνει από τα ρούχα του. Θα μπορέσουν να κάνουν ειρήνη αυτοί οι δυο; Και το βρακί της σάμπως το έβλεπε και τακτικά τώρα τελευταία.
«Μου το έφαγε η εκκλησία δεν υπάρχει άλλη εξήγηση». Της μουρμούριζε μέσα από τα δόντια του.
Τέλος πάντων, επειδή η συζήτηση αυτή τον στεναχωρούσε πολύ και δεν ήξερε με ποιον τρόπο να αντιδράσει της λέει να το αφήσουν γιατί δε θα βγάλουν άκρη και ότι είναι να γίνει θα γίνει.
Δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος, και η αυτοπεποίθησή του είναι στα πατώματα αλλά ήλπιζε ότι τα πράγματα θα βελτιωνόταν και πάλι με τον καιρό!
Τα πράγματα όμως εξελίχτηκαν διαφορετικά. Αντίθετα, υπήρξε χειροτέρευση! Η Ανδρομάχη γινόταν όλο και πιο απόμακρη, οι σεξουαλικές τους επαφές όλο και πιο σπάνιες, διότι δεν είχε διάθεση για σεξ, και αντί τα πράγματα να βελτιωθούν η εξέλιξη ήταν ολοένα και χειρότερη. Αν ερχόταν κάποιος και του λεγε ότι θα 'ρχόταν μια μέρα που η ξαναμμένη Ανδρομάχη θα μετατρεπόταν, ως δια μαγείας, σε ανέραστη πουλάδα, θα κάγχαζε και θα χαρακτήριζε τον μετά Χριστόν προφήτη όπως του άρμοζε. Έλα όμως που οι κακές προφητείες έχουν το εκνευριστικό συνήθειο να βγαίνουν!...
Με τον καιρό, σ αυτή την κατάσταση ένιωσε ότι ζούσαν σαν μαλωμένοι συγκάτοικοι και ότι το πρόβλημα οφειλόταν στην μεταξύ τους χημεία, υποσυνείδητα αρχικά και στη συνέχεια συνειδητά! Δεν υπήρχε πλέον αυτό το μαγικό στοιχείο που χρειάζεται στα ζευγάρια για να μπορούν να απολαμβάνουν το σεξ. Νιώθοντας μεγάλη αγάπη για την Ανδρομάχη αλλά και πόθο για το κορμί της, δυσκολευόταν να σκεφτεί να την απατήσει. Κι όμως τελευταία του είχε καρφωθεί η ιδέα στο μυαλό του ότι μπορεί και να το κάνει! Γιατί ήταν φανερό ότι δεν μπορούσε να βρει ικανοποίηση από εκείνη. Και σκεφτόταν να αναζητήσει τη σεξουαλική ευχαρίστηση κάπου αλλού.
Όταν μια σχέση στερεύει από τα αποθέματα ζωντάνιας, ενθουσιασμού, ερωτισμού και άλλων θετικών συναισθημάτων, τότε η προδοσία χτυπάει την πόρτα της σχέσης. Μία τέτοια εξέλιξη θέτει τα όρια του κάθε ατόμου σε δοκιμασία. Ο θυμός φουντώνει..
Αυτός αντέδρασε με την αδιαφορία της, και δεν είναι καθόλου περίεργο που αποφάσισε ότι είναι καιρός, να αγνοήσει όρκους και κανόνες να κάνει την υπέρβαση, κοινώς να ψάξει άλλου πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια.
Αναζητούσε μια πύλη εξόδου, μια έξοδο κινδύνου, ώστε αυτή η βαθιά ανάγκη για ευχαρίστηση που καταπιέζεται και δεν εκπληρώνεται να μπορεί να εκπληρωθεί μέσα από άλλες οδούς, και να νοιώσει και πάλι σεξουαλικά ενεργός στο αέναο κυνήγι για πληρότητα.
Αρχικά, η επιθυμία του αυτή κρατήθηκε μέσα του. Αλλά σιγά – σιγά η σκέψη αυτή άρχισε να μετεξελίσσεται. Το μυαλό του άρχισε να κάνει ερωτικά ταξίδια σε κάθε πιθανό «προορισμό» και με κάθε πιθανή παρτενέρ.
Εδώ και λίγα χρόνια στο πολύ στενό φιλικό τους κύκλο έχει πάρει διαζύγιο και από τότε δεν έχει ξανακάνει σχέση. Μία πληθωρική γυναίκα με πηγαία σεξουαλικότητα, η Ναυσικά που το όμορφο πληθωρικό κορμί της απενοχοποιεί κάθε γυναίκα.
Η Ναυσικά είναι συνομήλικη της Ανδρομάχης και παιδικές φίλες από τον καιρό που κοριτσόπουλα μικρά μάθαιναν παρέα την αλφαβήτα στο νηπιαγωγείο.
Είναι ένας καταπληκτικός άνθρωπος, πολύ έξυπνη και καλλιεργημένη γυναίκα που ήταν μόνη στη ζωή, ανεξάρτητη, είχε το θάρρος της γνώμης της αλλά και θράσος, και ταυτόχρονα ήταν ευγενική και συμπονετική. Ο Αλκιβιάδης τη λάτρεψε από την πρώτη στιγμή που τη γνώρισε, και εκεί στα χρόνια της εφηβείας της αν και ερωτευμένος με την Ανδρομάχη είχε αρχίσει να έχει ένοχες ερωτικές φαντασιώσεις για την φίλη της.
Ήταν αναμενόμενο, εκ μέρους του, μιας και όσο είχαν κοινή παρέα, και βρίσκονταν πολύ συχνά. Ο λόγος ήταν πως επιθυμούσε τον πρόσχαρο, αυθόρμητο χαρακτήρα της και ήταν το στοιχείο που του ασκούσε μια ιδιαίτερη έλξη. Τι θα έκαναν; Πώς θα μπορούσαν να το αποφύγουν;
Συναντήθηκαν για να το συζητήσουν και κατάληξαν και οι δύο στο ίδιο συμπέρασμα: δεν γίνεται να συμβεί τίποτα μεταξύ τους λόγω της φιλίας της με την κολλητή της φίλη.
Πλέον ήταν και σε άλλη σχέση και έχει προχωρήσει. Ο Αλκιβιάδης λάτρευε την Ανδρομάχη και τη νοιαζόταν, αλλά εκείνη την εποχή έλειπε εκείνη η σπίθα του πάθους. Ήξερε πόσο λάθος ήταν αυτό που έκανε αλλά μια νέα ηρωίδα άρχισε να δημιουργείται στη σκέψη του και δεν μπορούσε να σταματήσει να τη σκέφτεται και τον πονούσε που η Ναυσικά ήταν με άλλον και δεν ενδιαφέρονταν για εκείνον.
Η Ναυσικά παντρεύτηκε την ίδια εποχή με την Ανδρομάχη αλλά μία ημέρα αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι ο γάμος τους δεν είχε καμιά τύχη, με αποτέλεσμα να έχει ημερομηνία λήξης..
Το ζευγάρι βρισκόταν αρκετό καιρό σε διάσταση, διότι η κακές γλώσσες έλεγαν πως ο τύπος είχε κάνει δεύτερη οικογένεια στη λατινική Αμερική! Οι κόκκοι της άμμου βρίσκονται ήδη μέσα στα γρανάζια της οικογένειας της. Η βάρκα είχε κάνει ήδη νερά και η ρήξη στη σχέση τους δεν άργησε να έρθει και το διαζύγιο επίσης δεν άργησε να έρθει.
Σήμερα λοιπόν η Ναυσικά δουλεύει στο δημόσιο, και περιμένει το πρώτο πράσινο φως από έναν άνδρα για να του εκδηλώσει το ενδιαφέρον της.
Νιώθει πως είναι σέξι, όμορφη, ευχάριστη, έξυπνη, ερωτική, κι έτσι προκαλεί το ενδιαφέρον να την βλέπουν με τον ίδιο τρόπο. Κάνει τον εαυτό της να φαίνεται σαν, λάφυρο γι αυτόν που θα την κατακτήσει.
Θυμάται μια παλιά ιστορία που πίστευε ότι, είχε ξεχαστεί άλλα τελικά ήταν μια εικόνα που έχει μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη του και να που στην πρώτη ευκαιρία επανήλθε. Χρόνια πριν το διαζύγιο της που νεαρά ζευγάρια, είχαν πάει μαζί εκείνο το καλοκαίρι σε οικογενειακές διακοπές. Μετά το θαλάσσιο μπάνιο είναι οι δυο τους στην αυλή του εξοχικού τους.
Η Ναυσικά έχει ξεπλύνει την αλμύρα του κορμιού της κάτω από το ντους, έχει βγάλει το μαγιό της και χωρίς να σκουπίσει τα νερά που τρέχουν πάνω της φορά ένα κοντό μπουρνούζι. Πηγαίνει στην πλακόστρωτη αυλή όπου ρεμβάζει μονάχος του και κάθεται απέναντι του. Απίστευτα καυτή, του ποζάρει με χαμόγελο, ανοίγει τα πόδια της αργά- αργά, και μοστράρει το ροδαλό καυλιάρικο μουνάκι της, αφήνοντας ελεύθερα στη θέα του το όρος της Αφροδίτης με τα μεγάλα κόκκινα χείλη του αιδοίου της γυμνά, και του κάνει με το στόμα της κινήσεις πεοθηλασμού.
Όλα αυτά για χάρη του από απόσταση τριών μέτρων.
Απ' τον περιποιημένο στιλπνό θάμνο του εφηβαίου της λαμπερές και διάφανες σταγόνες νερού κυλούν και λαμπυρίζουν στο φως του ήλιου. Ο Αλκιβιάδης απέναντι της, έχει ιδρώσει, οι κόρες των ματιών του έχουν ανοίξει διάπλατα, βαριανάσαινε.
Ανείπωτη διέγερση της σεξουαλικής επιθυμίας σκόρπισε στο κορμί του η θέα της αρχέγονης εκείνης ουσίας της θηλυκότητας. Σήκωσε τα μάτια του ψηλά, έκανε πως δεν είδε τίποτα. Προσπάθησε απεγνωσμένα να σταματήσει να το σκέφτεται, δεν ήθελε να παρασυρθεί σε σεξουαλικές παρεκκλίσεις, σε λάθος μονοπάτια. Δεν θα θυσίαζε για κάτι περιστασιακό την όμορφη και ουσιαστική σχέση του με την Ανδρομάχη που τον γέμιζε απόλυτα με την ακαταμάχητη γοητεία της. Δεν Θέλει να πληγώσει τη σύντροφο του σε περίπτωση που μάθει κάτι. Από την άλλη, όντως ήταν πολύ δύσκολο να μην ρίξει μια ηδονική ματιά στην πρόκληση εκεί ανάμεσα στα πόδια της Ναυσικάς... Κακά τα ψέματα τα σημάδια του πόθου είναι έντονα και η επιθυμία της στιγμής θολώνει το κριτήριο του, αλλά τελικά αποφάσισε να κλείσει τα μάτια.
....Μέχρι σήμερα όλα εκείνα ανήκαν πια στο παρελθόν, κλειδωμένα στο συρτάρι των σκέψεων. Τελευταία είναι κάτι μέρες που ξεθωριασμένες εικόνες από εκείνον τον ζεστό τον Αύγουστο γυροφέρνουν στο μυαλό του για πολλοστή φορά και οι σκέψεις αυτές τον αναστατώνουν δεν τον πιάνει ο ύπνος. Η εικόνα του χθες τον είχε στοιχειώσει και το μυαλό του δουλεύει ξανά και δεν μπορούσε να σταματήσει να τη σκέφτεται. Την βλέπει ξανά μπροστά του αυθάδικη και απρόσκλητη στο μυαλό του, αγγίζει τα σπλάχνα του και κάνει τις αισθήσεις του να λειτουργούν και να καταφέρνουν να μαλακώνουν τις άμυνες του.
Αναδύουν κρυφά τις νύχτες. Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Νύχτες ολόκληρες, όταν ξυπνούν μέσα του τα πάθη και ανεβαίνουν οι μνήμες, έχει την εικόνα της, φιγούρα στο μυαλό, να τον καλεί. Οι σκιές τους κινούνται πρόστυχα, παθιασμένα, ελεύθερα στον έρωτα και στην ηδονή.
Και όταν αποκαμωμένος πια από την έξαψη και την ένταση της στιγμής, ηρεμεί, οι εικόνες σβήνουν μα δεν εξαφανίζονται. Μερικά πράγματα για κάποιο λόγο χαράσσονται βαθιά στη μνήμη και δεν ξεχνιούνται ποτέ.
Βυθισμένος σε μία ασπρόμαυρη ρουτίνα αποχής απ' το σεξ έψαχνε έναν έρωτα, που θα έδινε και πάλι χρώμα, πνοή και ζωντάνια στη ζωή του. Μια ερωτική επαφή, που θα κάλυπτε το σεξουαλικό κενό που επικρατούσε στην ψυχή μου. Μια ερωτική επαφή, που θα τον γέμιζε και θα τον ταξίδευε.
Μια φθινοπωρινή μέρα λοιπόν προφασίζεται ότι είναι ανάγκη να πάει στο χωριό γιατί τον θέλει ο εργολάβος που ανακαινίζει την εξωτερική μάντρα του σπιτιού τους.
Η Ναυσικά έχει ένα μικρό αγρόκτημα στο μέσον της διαδρομής με ελιές και με μια μικρή εξοχική κατοικία. Από το καλοκαίρι το συζητούσε με την Ανδρομάχη ότι το σπίτι της έχει ανάγκη για μερικές επείγουσες επισκευές συντήρησης στα συστήματα ύδρευσης και πως θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν.
....Το σκέφτηκε και το αποφάσισε... Ήταν η ευκαιρία που ζητούσε, είχε έρθει η στιγμή να αντιδράσει. Ένα σχέδιο έπαιρνε ήδη σχήμα και μορφή στο μυαλό του και δεν τον ενδιέφερε αν πήγαινε κατευθείαν στην κόλαση μετά από τέτοιες σκέψεις.Της τηλεφωνεί και την πληροφορεί ότι σαββατοκύριακο σχεδιάζει να πάει στο χωριό.
Συζητούν σε χαλαρή ατμόσφαιρα που εμπνέει συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων για να συγκαλύψουν την αρχική ένταση που υπάρχει μεταξύ τους.
Η Ναυσικά άτομο ατόφιο, με πνεύμα ανεξαρτησίας και ελευθεροφροσύνης και με διάθεση χαρούμενη τον ρωτά αν μπορεί να ταξιδέψει μαζί του, μέχρι το κτήμα της.Αυτόν τον λούζει μια χαρά, καθώς η θετική της ανταπόκριση ήταν περίπου μια σεξουαλική εισαγωγή, που έκανε τον Αλκιβιάδη να νιώσει ένα ηδονικό κενό στο στομάχι.
Ανυπομονώ να ταξιδέψουμε εσύ κι εγώ μαζί της λέει.
Το θεωρώ ότι θα ήταν φρόνιμο η συζήτηση του ταξιδιού να γίνει με την φιλενάδα σου. Δεν χρειάζεται να σου το πω βέβαια, αλλά να ξέρεις ότι είναι από πάντα δίπλα σου σε ότι θελήσεις, σε θεωρεί ανεκτίμητη φίλη.
Άλλωστε για να κρατήσει η φιλία σας από τα παιδικά σας χρόνια σημαίνει ότι είναι δυνατή... Πόσες φορές δεν σας άκουσα να αναπολείτε με νοσταλγία τα περασμένα παιδικά σας χρόνια, και αργότερα στην εφηβεία σας που καθόσασταν στο λύκειο στο ίδιο θρανίο.
Η αλήθεια είναι ότι δε μοιάζατε και πολύ, ούτε στο χαρακτήρα, ούτε στην εμφάνιση. Εσύ αλέγρα, εξωστρεφής κι από τότε έδειχνες ότι θα εξελισσόσουν στην κλασσική, μεσογειακή ομορφιά με τις «αμαρτωλές» καμπύλες ενώ αντιθέτως η Ανδρομάχη ήταν πάντα πιο εσωστρεφής και ντροπαλή, παρά το όμορφο ψηλό και λιγνό κορμί της, τα μακριά καστανόξανθα μαλλιά της και τα μεγάλα μελιά της μάτια. Παρά τις διαφορές σας, αναπτύχθηκε ανάμεσά σας μια συμπάθεια, η οποία εξελίχθηκε σε μια φιλία τόσο δυνατή, που γίνατε αχώριστες κι εκτός σχολείου. Και η Ανδρομάχη να θυμάσαι, σαν αληθινή σου φίλη βρίσκει πάντα μα πάντα χρόνο για σένα. Για το «αντράκι» της παρέας όπως σε έλεγε και συμπλήρωνε με τρυφερότητα. «Ήταν η χαρά της παρέας».
Όπως ήταν επόμενο η Ανδρομάχη του ζήτησε να βοηθήσει την κολλητή της φίλη ώστε να μην είναι μόνη στην αναζήτηση συνεργείων και ο Αλκιβιάδης δέχτηκε μ' ευχαρίστηση τα καθήκοντα αυτά. Η καρδιά του πετάρισε, αλλά η λογική είναι αλήθεια ότι την φρέναρε. Είχε κάποιους δισταγμούς δεν του είναι και τόσο εύκολο να φτάσει ένα βήμα πριν υποκύψει στον πειρασμό να δοκιμάσει τον απαγορευμένο καρπό, το φλερτ, την ερωτική συνεύρεση ή ακόμα και τη δημιουργία μιας παράλληλης σχέσης με έναν άλλον άνθρωπο και δη με την κολλητή της Ανδρομάχης.
Είχαν περάσει ήδη δύο μέρες από το τηλεφώνημα και μέχρι και την τελευταία στιγμή, λίγες ώρες πριν την επερχόμενη συνάντηση του με την Ναυσικά, βρισκόταν στο μεταίχμιο ανάμεσα στη λογική τι πάει να κάνει και στο συναίσθημα. Καιγόταν για ένα βλέμμα της, για την αγκαλιά της συνάντησης, για ένα τυχαίο άγγιγμα. Η κάψα της προσμονής ήταν μεγάλη και εν τέλει ενέδωσε στο συναίσθημα του.
........ Παρασκευή λοιπόν απόγευμα της τηλεφώνησε να ετοιμάσει τα πράγματα τους και θα περάσει από το σπίτι της να την πάρει. Η Ναυσικά κατέφθασε με όλο το μεγαλείο της, μια πολύ κομψά ντυμένη και πανέμορφη γυναίκα. Τα συναισθήματα που ένιωσε, όταν την αντίκρισε, ήταν αδύνατο να περιγραφούν. Τον είχε σαγηνεύσει. Φορούσε ένα αρκετά κοντό μαύρο φόρεμα με τα υπέροχα πόδια της σε κοινή θέα και τα νύχια της βαμμένα κόκκινα να ταιριάζουν με το σταρένιο της δέρμα. Έτρεξε της άνοιξε τη πόρτα και το αυτοκίνητο γέμισε από το χαμόγελο της. Το άρωμα της τον περιτριγύρισε, όταν εκείνη στρογγυλοκάθισε στη θέση του συνοδηγού κι έβαλε το ένα πόδι πάνω στ' άλλο.
«Βλέπω είσαι εντάξει στα ραντεβού σου. Έτσι είσαι και με τη φιλενάδα μου;»
Δεν της απάντησε και περιορίστηκε να σηκώσει τους ώμους του.
«Λοιπόν», του είπε καθώς έβγαζε από την τσάντα της μια ασημένια σιγαροθήκη.
«Όλα είναι έτοιμα», της είπε και ξεκίνησε.
«Σταμάτα σε λίγο να πάρουμε καφέδες, έχουμε ώρα έτσι;». Έβγαλε ένα τσιγάρο το έφερε στο στόμα της και το άναψε μ’ έναν επίσης ασημένιο αναπτήρα, ρωτώντας τον πρώτα ευγενικά αν είχε αντίρρηση, καθώς ο ίδιος δεν κάπνιζε. .
«Μπορώ να καπνίσω, εσύ το ξέρω δεν καπνίζεις!».
«Όχι δεν καπνίζω».
«Και καλά κάνεις, είναι μια πολύ κακή συνήθεια».
Μέσα στα πέντε λεπτά που χρειάστηκε να καπνίσει το τσιγάρο της, έφτασαν και σταμάτησαν στο συνοικιακό τους βενζινάδικο για να εφοδιάσουν καύσιμα στο αυτοκίνητο.
Την ώρα που αυτός εφοδιάζει βενζίνη το αυτοκίνητο, η Ναυσικά πηγαίνοντας στο αυτόματο μηχάνημα για τους καφέδες, οι εξαίσιες καμπύλες στους γοφούς της λικνίζονται σαν τα κύματα του μελτεμιού.
Να 'σου μπροστά τους η τσουχτερή φαρμακόγλωσσα γνωστή κουτσομπόλα της γειτονιάς που παράγει και αναπαράγει φήμες για τον ένα και τον άλλο και δεν αφήνει κανέναν σε χλωρό κλαρί. Περίεργη που τον βλέπει με την χήρα έρχεται διπλά του. Έχεις «ενδιαφέρουσα» παρέα! και έκανε ένα νεύμα γεμάτο νόημα προς το μέρος της Ναυσικάς.Αυτός χαμογελάει την κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω χαρούμενα και χαλαρά.
Η γειτόνισσα του κλείνει το μάτι με πονηρό χαμόγελο πάνω από τον ώμο της, σκύβει προς το μέρος του και του ψιθυρίζει, σχεδόν συνωμοτικά.
«Τη βλέπω ενθουσιασμένη τη κυρά, όλο σκέρτσο, νάζι και τσαχπινιά..... κουνά τον πισινό της σαν τη βαρκούλα σ' ένα χάιδεμα του μελτεμιού! Προφανή σημάδια πως σε γουστάρει. Σε φλερτάρει απροκάλυπτα και θα έπρεπε να το είχες καταλάβει, αλλά πρόσεχε γιατί εκτός από το φαλλό, θα σου ξεζουμίσει και το μυαλό.»
Διάβολε στο θηλυκό μυαλό της, κάθε συνάντηση της χωρισμένης θεωρείτο βρώμικη, έκλυτη και λάγνα.
Η Ναυσικά μπήκε στο αμάξι και το άρωμά της ήταν ικανό να τον καυλώσει από μόνο του. Η κίνηση στην εθνική ήταν πάλι αφόρητη λες και είχαν βαλθεί όλοι να τους δημιουργήσουν καθυστέρηση. Χιλιόμετρα ουράς αυτοκινήτων να κινούνται αργά και νωχελικά.
Ο Αλκιβιαδης την παρατηρούσε. Το ντύσιμο της πάντα τον προκαλούσε. Τον έκανε να την θέλει πιο πολύ. Είχαν γείρει και οι δυο στα παράθυρα ψιλό-κουρασμένοι, βαριεστημένοι. Οι ταχύτητες ούτε καν πρώτη, δευτέρα. Ακουμπούσε το χέρι του στο λεβιέ ταχυτήτων. Από το μυαλό του περνούσαν μύριες φαντασιώσεις. Είχαν μιλήσει για αυτές, είχαν πει διάφορα ερωτικά μεταξύ τους.
Η Ναυσικά έσκυψε γυρίζοντας του ελαφρά την πλάτη όπως καθόταν στο αυτοκίνητο και ο Αλκιβιαδης διέκρινε ένα δαντελένιο κιλοτάκι, που αχνοξεχώριζε κάτω από το λινό της φόρεμα που μισοσκεπάζε τους γλουτούς της. Για μια στιγμή, μισάνοιξαν οι μηροί της κι ανάμεσά τους άστραψε στα μάτια του σα σε φλας, η λευκότητα της κιλότας της.
Φυσικά το τι ένιωσε στη θέα αυτής της εικόνας, δεν περιγράφεται, θα έφτανε ίσως η παρατήρηση το φούσκωμα στο παντελόνι του, στα γεννητικά του όργανα.
Ήταν περίπου μια σεξουαλική εισαγωγή, που έκανε τον Αλκιβιάδη να νιώθει ένα ηδονικό κενό στο στομάχι
Βγάζοντας τελευταία φορά την ταχύτητα, παρασύρθηκε δήθεν τυχαία το χέρι του κι ακούμπησε το γόνατο της. Στάθηκε εκεί. Μάλλον της άρεσε και εκείνης. Αλλά το τελευταίο που σκεφτόταν εκείνη την ώρα ήταν κάτι ερωτικό. Το τυχαίο του άγγιγμα κάπως την ξύπνησε από το λήθαργο της κίνησης. Δεν έκανε καμία κίνηση να διώξει το χέρι του. Αντίθετα, κίνησε και λιγάκι το γόνατο της προς το μέρος του.
Ένιωσε το χέρι του σιγά-σιγά, δειλά θα μπορούσε σκεφτεί να ανεβαίνει προς τα πάνω της. Έκλεισε τα μάτια της. Το χάδι του, της έμοιαζε χαλαρωτικό, ιδανικό για να ξεφύγει από τα όσα συνέβαιναν γύρω τoυς. Μετακίνησε πιο πολύ το πόδι της προς εκείνον. Το χάδι του έφτανε τώρα πιο ψηλά, στο μηρό της, κάτω από τη μίνι φούστα της. Έκλεινε μερικές φορές τα μάτια της, μετά τα άνοιγε και κοίταγε τους υπόλοιπους στα αμάξια τους να περιμένουν σε αυτή την τρομερή κίνηση. Από το μυαλό της περνούσαν μύριες φαντασιώσεις. Ο δρόμος κάποια στιγμή άνοιξε και τώρα στη διαδρομή ένιωθαν πολύ όμορφα, και μέχρι να φτάσουν στο εξοχικό η συζήτηση πέρασε από πολλές φάσεις, με την Ναυσικά περίεργη να μάθει τα πάντα για τον Αλκιβιάδη και την σχέση του με την Ανδρομάχη, ακόμη και για τη σχέση τους στα ερωτικά.
Αργά μετά την δύση του ήλιου φτάσανε στο κτήμα της, που περιελάμβανε και μια μονοκατοικία, με μεγάλο κήπο, δέντρα και πολύ όμορφη θέα σε όλο τον κόλπο, τζάκι για το χειμώνα και δυο κρεβατοκάμαρες. Σύντομα συναντήθηκαν με γνωστό τους εργολάβο και κανόνισαν τα της εργασίας..
Στη συνέχεια άραξαν σε μια μικρή ψαροταβέρνα που βρισκόταν χωμένη στους ευκαλύπτους με εξαιρετικό ψάρι και θαλασσινά κατά μήκος της παλιάς εθνικής.
Απολαμβάνοντας έναν γευστικό συνδυασμό από σαλάτα και ψάρι με ελαφριά μπύρα σιταριού και το τέλειο συμπλήρωμα για επιδόρπιο τάρτα φρούτων πιάσανε την κουβέντα περί ανέμων και υδάτων αλλά και τα προσωπικά τους.
Η κουβέντα προχωρούσε και έφτασε φυσικά και στο παρελθόν τους. Η Ναυσικά τελευταία παρακολουθούσε σεμινάρια που είχαν σχέση με το αντικείμενο της εργασίας της στο υπουργείο που εργαζόταν. «Λοιπόν, έμεινες ευχαριστημένη από τον κύκλο των σεμιναρίων;» την ρώτησε. «Απόλυτα», επιβεβαίωσε εκείνη. «Και τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα; Θα μείνεις Αθήνα τελικά;» «Πιθανότατα»
Μια λεπτή φράντζα έπεφτε στο μέτωπό της. «Θα ήθελα να ξεκινήσω κάτι δικό μου, όμως δε νομίζω ότι είμαι ακόμα εντελώς έτοιμη. Μου έχουν προτείνει θέση διδασκαλίας στις σχολές επιμόρφωσης πληροφορικής αλλά δεν την δέχτηκα». «Κρίμα!» «Γιατί;» θέλησε να μάθει εκείνη με ένα ξαφνιασμένο χαμόγελο. «Νομίζω ότι θα ήσουν πολύ καλή σε αυτό». «Αλήθεια;» «Ναι». «Ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη». Ο σερβιτόρος είχε φέρει τους καφέδες τους, το συνηθισμένο διπλό εσπρέσο για τον Αλκιβιάδη και κάποια περισσότερο εξεζητημένη εκδοχή του καπουτσίνο με δήθεν ιταλική γαρνιτούρα για την Ναυσικά. Ο Αλκιβιαδης ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του. Ήταν καυτός, δυνατός και γλυκός. Είχε βάλει τέσσερις κύβους ζάχαρης μέσα, ανακατεύοντας μέχρι να λιώσουν εντελώς, για να εξαλείψει κάθε ίχνος της αρχικής πικρίλας. «Παρακαλώ! Βρίσκω ότι είσαι εξαιρετική σ' αυτό», πρόσθεσε, χαμηλώνοντας το βλέμμα του. Σήκωσε ξανά το βλέμμα του, και παρατήρησε πως ο λαιμός της ήταν αναψοκοκκινισμένος μέχρι το βάθος της εντυπωσιακής σχισμής του στήθους της, όπου ένα λευκό ενισχυμένο σουτιέν τόνιζε τις απαλές και γυαλιστερές σφαίρες των στριμωγμένων βυζιών της. Φορούσε πάντοτε εφαρμοστά λευκά πουκάμισα που στένευαν στη μέση, έτσι ώστε να τονίζονται τα πλούσια κάλλη της. Το σήμα ήταν αδιαμφισβήτητο. Ο Αλκιβιάδης κράτησε την ανάσα του καθώς ζύγιαζε την κατάσταση. Να πάρει, ήταν πολύ γοητευτική, και –μια σκέψη που πέρασε φευγαλέα από το μυαλό του– είχε περάσει μια δεκαετία από την τελευταία φορά εκεί στο υπαίθριο ντους.
Η Ναυσικά έπιασε τον Αλκιβιάδη να την κοιτάει με αυτό το λάγνο του βλέμμα πολλές φορές, ενώ με την άκρη του ματιού της έσκυψε προς το καβάλο του. Πρόσεξε το φούσκωμα. Έντονο διαγραφόταν το ερεθισμένο καυλί του κάτω από το παντελόνι του. Ένιωσε την ανάγκη να απλώσει το χέρι της και να τον χαϊδέψει. Ένιωσε μια λαιμαργία να την κατακλύζει από τον ερεθισμό που της προκαλούσε. Όταν ο Αλκιβιαδης έσκυψε πάνω απ' τη Ναυσικά να διωξει ενα ζουζουνι η αναπνοή του χάιδεψε το γυμνό ώμο της κι αυτή αισθάνθηκε ένα περίεργο κύμα ανατριχίλας να διατρέχει το κορμί της. Είχαν καθίσει έξω και το δροσερό αεράκι την έκανε να κρυώνει με αποτέλεσμα οι τριχούλες στα χέρια της να σηκωθούν όπως και οι ρώγες της. Ο Ναυσικά παρατηρώντας τον Αλκιβιάδη, είδε τα μάτια του να καρφώνονται από πάνω στο ανοιχτό ντεκολτέ της.» Από το βλέμμα του κατάλαβε πως πρόσεχε τα στριμωγμένα βυζιά της και του χαμογέλασε αμήχανα. Ήπιαν το καφέ τους και κάποια στιγμή του λέει:
«Είσαι να συνεχίσουμε στο σπίτι μου; Κάνει ψόφο εδώ.»
«Καμία αντίρρηση…» της απαντάει. Με αργές κινήσεις, άπλωσε το χέρι του πάνω στην ξύλινη επιφάνεια του τραπεζιού και άγγιξε ανάλαφρα τα δάχτυλά της. Οι παλάμες της ήταν υπερβολικά ζεστές για την εποχή.
Το φαγητό ήταν η αρχή.... Η γεύση και η αίσθηση λειτούργησε αφροδισιακά επάνω τους ώστε να αναζητούν την ολοκλήρωση της ευχαρίστησης..
Αποφάσισε να μην οδηγήσει άλλο και να μείνουν στο αγρόκτημα το βραδύ και το ξημέρωμα του Σαββάτου να αναχωρήσει για το χωριό του.
Πράγματι, βγήκαν απ' το κέντρο και μπήκαν στο αυτοκίνητο.
Η ήσυχη τοποθεσία, το αεράκι της θάλασσας, με το αγροτόσπιτο δίπλα σε μια μικρή παραλία ήταν η κατάλληλη ερωτική φωλιά, το ιδανικό σκηνικό για στιγμές χαλάρωσης που θα απογειώσει τις αισθήσεις τους και θα αφήσουν τους εαυτούς τους ελεύθερους να απολαύσουν μια ερωτική βραδιά.
«Έχεις καταλάβει πως σήμερα με έχεις τρελάνει; Θυμάσαι την εποχή που ήσουν μαθήτρια του λυκείου ακόμη ήθελα να σε πηδήξω ένα βράδυ;»
«Έλα ρε Αλκιβιάδη τι θυμήθηκες τώρα. Αυτό συνέβη πριν πολύ καιρό.» Του απαντάει!
«Τι να θυμήθηκα ρε Ναυσικά; Σε βλέπω μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι και δε σκέπτομαι τίποτε άλλο παρά πώς να σε γαμήσω. Τι λες να κάνουμε ένα ματσάκι που δεν κάναμε στα παλιά;»
«Αλκιβιάδη για ηρέμησε λίγο σε παρακαλώ.» Η αλήθεια είναι πως πολύ απλά ήθελε να κάνει σεξ μαζί του! Με το να του κάνει τη δύσκολη, και να του αρνηθεί, το μόνο που θα καταφέρνε, ηταν απλά να μην κάνουν σεξ.
«Μωρό μου είμαι διαθέσιμος και όλος δικός σου γι' απόψε! Να γαμιόμαστε ασύστολα σε οποία στάση φανταστείς και να γουστάρουμε! Να κλειστούμε στο σπίτι και να ορμησουμε ο ένας στον άλλο.»
«Με δουλεύεις;» Τον ρώτησε η Ναυσικά.
«Κάθε άλλο», συνέχισε αυτός, « Εγώ πάντως πιστεύω ότι μπορούμε να τα βρούμε και αν και εσύ θα ήθελες να περάσουμε τη νύχτα μαζί.»
Η ιδέα τής άρεσε πολύ, τον θέλει και τη θέλει αλλά η σκέψη πως ο Αλκιβιάδης ήταν ο άνδρας της καλύτερης φίλης της τη συγκρατούσε.
«Ασε τις τρέλες», είπε στον Αλκιβιάδη, «Αυτό δεν γίνεται. Δεν μπορώ ξαφνικά να ξαπλώσω με τον άνδρα της Ανδρομάχης.'»
«Σαχλαμάρες», της απάντησε ο Αλκιβιαδης «Αφού και εσύ το θέλεις πολύ να κάνουμε σεξ, χωρίς να ψάχνουμε ανταλλάγματα! Θα γαμηθούμε επειδή μας αρέσει να γαμηθούμε χωρίς ενοχές! Για τη χαρά που προσφέρει το γαμήσι και για τίποτα άλλο πέρα από αυτό. Περιπέτεια μιας νύχτας θα ‘ναι, δεν θα γίνω μόνιμος εραστής σου.»
Η Ναυσικά έμεινε άφωνη. Όχι ότι ήθελε και πολύ να ψηθεί βέβαια! Αισθάνθηκε τη θηλυκότητα της να διεγείρεται και τις ρόγες της να φουσκώνουν με έντονη σεξουαλική διάθεση και να επιζητεί ακόμη περισσότερο τη σεξουαλική επαφή τους.
«Δηλαδη να κάνουμε ότι δεν κάναμε τα παλιά;» Τον ρώτησε.
«Ναι! κάπως έτσι! Κυρία μου, είμαι στη διάθεσή σας να ανταποκριθώ σε ερωτικά σας ερεθίσματα. Είστε πολύ όμορφη και σέξι και απόψε θα είμαι προσωπικός σας σκλάβος στο κρεβάτι!.»
Η Ναυσικά μέχρι να καλοσκεφτεί τι της συμβαίνει, αισθάνθηκε το χέρι του Αλκιβιάδη της τρίβει απαλά τη γάμπα και ν' ανεβαίνει αργόσυρτα προς τα πάνω. Αναστατώθηκε. Το αντρικό χέρι ταξίδευε τελετουργικά πάνω στην επιδερμίδα της και την ανατρίχιασε. Της χάιδεψε για λίγο το γόνατο και μετά προχώρησε πιο μέσα, προς το μπούτι της. Την έτριψε αρκετή ώρα και μετά, βάζοντας το χέρι του ανάμεσα στα μπούτια της της τα 'σφιξε δυνατά, αναστατώνοντας την.
Ο Αλκιβιάδης έσκυψε πάνω της, πλησίασε το πρόσωπό του στο γυμνό της σβέρκο κι άρχισε να τον δαγκώνει ελαφρά. Η Ναυσικά, νιώθοντας τα δόντια του αρσενικού να ξύνουν το σβέρκο της και τους ώμους της και τη ζεστή ανάσα του να της καίει το λαιμό, τεντώθηκε απ' την καύλα. Αυτός, γλείφοντας ηδονικά το λαιμό της και ανεβαίνοντας αργά- αργά προς το αυτί της, βύθισε τη γλώσσα του μέσα στο εσωτερικό του αυτιού της και την έπαιξε γύρω-γύρω.
Καθώς της έγλειφε και της δάγκωνε τα αυτιά κι εκείνη αισθανόταν να 'χει και πάλι φουντώσει πολύ, αισθάνθηκε το χέρι του να εισχωρεί μέσα στο μπούστο της και να της τσιμπάει τις ρόγες. Μια ανυπομονησία την κυρίευσε, πότε να φτάσουν στο σπίτι, για ν' απολαύσει με κάθε τρόπο τον άνδρα που της έτυχε απόψε. Η αποφασιστικότητα και το πάθος, που την κρατούσε ο Αλκιβιαδης μέσα στο αυτοκίνητο, υποσχόταν μεγάλες απολαύσεις για όταν σε λίγο θα την κρατούσε στην αγκαλιά του γυμνή στο κρεβάτι.Σε λίγο, ένιωσε το χέρι του άντρα να προχωρεί ανάμεσα στα σκέλια της και να παίζει με το τριχωτό του μουνιού της, που ξεχείλιζε απ’ το κιλοτάκι. Νιώθοντας το χέρι τού Αλκιβιάδη να βρίσκεται τόσο κοντά στο μουνί της, ερεθίστηκε υπερβολικά κι αισθάνθηκε τον κόλπο της να πλημμυρίζει από υγρά και τις ρόγες της να φουσκώνουν. Την ώρα που ο Αλκιβιαδης σήκωνε την άκρη της κιλότας της, για να βάλει το δάχτυλό του στο μουνί της, η Ναυσικά τον έκοψε και είπε: «Αρκετά. Τι λες δεν ξεκινάς το αυτοκίνητο να πηγαίνουμε;»
Σε λίγο, ένιωσε το χέρι του άντρα να προχωρεί ανάμεσα στα σκέλια της και να παίζει με το τριχωτό του μουνιού της, που ξεχείλιζε απ’ το κιλοτάκι. Νιώθοντας το χέρι τού Αλκιβιάδη να βρίσκεται τόσο κοντά στο μουνί της, ερεθίστηκε υπερβολικά κι αισθάνθηκε τον κόλπο της να πλημμυρίζει από υγρά και τις ρόγες της να φουσκώνουν. Την ώρα που ο Αλκιβιαδης σήκωνε την άκρη της κιλότας της, για να βάλει το δάχτυλό του στο μουνί της, η Ναυσικά τον έκοψε και είπε: «Αρκετά. Τι λες δεν ξεκινάς το αυτοκίνητο να πηγαίνουμε;»
Δεκαπέντε λεπτά μετά βρίσκονταν στο σπίτι της..
Φιλήθηκαν. Η ανάσα της ένα κοκτέιλ τσιγάρου, καπουτσίνο, πάθους και ζέστης που αναδυόταν από το στομάχι της. Η ανάσα της να κόβεται καθώς τα χέρια του περνούσαν γύρω από τη μέση της και το στήθος του πίεζε το δικό της, με τις σκληρές ρώγες της να κολλάνε πάνω του, προδίδοντας την αναστάτωση της. Η ανάσα της καυτή πάνω στον τεντωμένο λαιμό του καθώς εκείνος έχωνε τη γλώσσα του στο αριστερό της αφτί, δαγκώνοντας το λοβό της και γλείφοντας το εσωτερικό του εναλλάξ, κάνοντας ολόκληρο το κορμί της να σφιχτεί από την απόλαυση και την προσμονή. Η Ναυσικά δεν βιαζόταν, στεκόταν στη μέση του δωματίου λίκνιζε το κορμί της κι άρχισε να βγάζει τα ρούχα της αργά κι αισθησιακά.Βάλθηκε να ξεκουμπώνει το λευκό της πουκάμισο, ενώ κρατούσε την ανάσα της. Το λεπτό ύφασμα ήταν τόσο τσιτωμένο, που ο Αλκιβιαδης αναρωτήθηκε πώς κατάφερνε εκείνη να ανασαίνει. Το ένα κουμπί μετά το άλλο απελευθέρωνε την απαλή της επιδερμίδα, με το πουκάμισο να υποχωρεί σταδιακά, ώσπου να αφεθεί ολοκληρωτικά σε μια ηδυπαθή εγκατάλειψη. Απόκρημνοι λόφοι ανάμεσα στους οποίους θα μπορούσε να χαθεί, αν και, υπό φυσιολογικές συνθήκες, προτιμούσε λιγότερο πληθωρικά δείγματα θηλυκότητας. Η Ναυσικά ήταν γυναίκα με τα όλα της, από την προσωπικότητά της, τη φυσική εξωστρέφεια της μέχρι και την τελευταία καμπύλη του σώματός της. Το χέρι της στάθηκε πάνω στον καβάλο του τσιτωμένου τώρα παντελονιού του. Εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω, δε βιαζόταν να απελευθερώσει τον ανδρισμό του. Η γαλήνη πριν από την καταιγίδα. Η συνειδητοποίηση πως είχε φτάσει το σημείο χωρίς επιστροφή, είχαν ξεπεραστεί τα όρια και το γαμήσι ήταν πλέον αναπόφευκτο. Πήρε μια βαθιά ανάσα, εισπνέοντας το αμυδρό, μη οικείο άρωμα του βουτύρου κακάο. «Τι άρωμα φοράς;» τη ρώτησε, με την περιέργειά του κεντρισμένη από την ασυνήθιστη εκείνη οσμή. «Α, αυτό!» έκανε η Ναυσικά χαμογελώντας με νόημα. «Δεν είναι άρωμα, είναι απλώς η κρέμα που απλώνω στην επιδερμίδα μου κάθε πρωί. Διατηρεί το σώμα μου απαλό. Δε σου αρέσει;» «Είναι ασυνήθιστο, το ομολογώ», απάντησε Η Ναυσικά ξεκούμπωσε το σουτιέν της και το στήθος της ξεχύθηκε, απρόσμενα στητό και σφιχτό. Οι παλάμες του Αλκιβιάδη ταξίδεψαν μέχρι τις σκληρές σκούρες ρώγες της. Την παρακολούθησε καθώς κατέβαζε το φερμουάρ της επώνυμης φούστας της, αφήνοντάς τη να σωριαστεί στο πάτωμα και περνώντας στη συνέχεια από πάνω της με τις καφέ δερμάτινες γόβες της. Είχε δυνατούς μηρούς, σε αρμονία με τον ψηλό κορμό της, κι όπως στεκόταν ακίνητη, με τα στήθη της γυμνά, να προβάλλουν περήφανα και στητά, ντυμένη μόνο με το ψηλοκάβαλο μαύρο εσώρουχό της, τις ασορτί ζαρτιέρες και τις καλογυαλισμένες μπότες της, φάνταζε σαν πολεμόχαρη αμαζόνα. Άγρια αλλά πειθήνια. Επιθετική αλλά έτοιμη να υποκύψει. Κοιτάχτηκαν στα μάτια. «Εσύ», τον διέταξε. Ο Αλκιβιάδης ξεκούμπωσε το πουκάμισό του και το άφησε να πέσει στη μοκέτα του πατώματος κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της. Ένα πονηρό χαμόγελο διαγράφτηκε στα χείλη της Ναυσικάς καθώς ο Αλκιβιαδης αρνήθηκε να συνεχίσει, παροτρύνοντας τη βουβά με το βλέμμα του να συνεχίσει να γδύνεται. Η Ναυσικά με ένα τίναγμα του ποδιού της πέταξε πέρα, τη μια μετά την άλλη τις γόβες της. Ύστερα έσπρωξε τις λεπτές νάιλον κάλτσες της προς τα κάτω, κι όταν έφτασαν στους αστραγάλους της, τις τράβηξε και τις έβγαλε.
Κάνοντας μια προσπάθεια να συνέλθει, έκλεισε τα μάτια του πήρε βαθιές ανάσες, αφού φύσηξε, ξεφύσηξε, μουρμούρισε εμφανώς απογοητευμένος και χωρίς να μπορεί να χωνέψει ακόμα την απιστία του. «Σκατά τα έκανα!».
Ο Αλκιβιάδης αλλιώς το φανταζόταν το ερωτικό κλίμα στην πρώτη φορά μιας εξωσυζυγικής περιπέτειας και δη με μια γυναίκα που γνώριζε καλά και ποθούσε. Σιωπηλός και απογοητευμένος με τη γρήγορη εκσπερμάτωση, κοίταξε προς τη Ναυσικά αμήχανος και με μια στωικότητα ότι δεν την περίμενε και για την δική της ικανοποίηση και ένιωθε άβολα. Η Ναυσικά τον αντιμετώπισε μ’ ένα συγκαταβατικό χαμόγελο γεμάτο κατανόηση, προσπαθώντας να δικαιολογήσει με ηρεμία τη κατάσταση και όταν κάπως ηρέμησε ο Αλκιβιάδης του μίλησε με τρυφερότητα και του έδωσε όλα τα δίκια, ώστε στη συνέχεια η διαχείριση των συναισθημάτων του να είναι πιο ελέγξιμη απ’ ό,τι η αρχική.
«Εγώ τα έχω αφήσει πίσω αυτά και σε καταλαβαίνω απόλυτα.» Του είπε.
Η Ναυσικά τον πήρε από το χέρι και του είπε «Νομίζω ότι πρέπει να πάμε στην κρεβατοκάμαρα για να σου εξηγήσω πως θα ηρεμήσεις»…
Η υπόλοιπη βραδιά συνεχίστηκε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, χάρις στις πολύ φιλότιμες προσπάθειες της Ναυσικάς. Απλώνοντας το χέρι της και πιάνοντας το γυμνό πούτσο, τον έχωσε βιαστικά μέσα στο στόμα της κι άρχισε να τον ρουφάει σφιχτά. Αισθάνθηκε τον Αλκιβιάδη να πλημμυρίζει και πάλι από καύλα και το μουνί της να πλημμυρίζει από υγρά. «Έλα», του είπε και του πρόταξε τα γυμνά της στήθη. Δυο χυμώδη λευκά βυζιά, με ολοστρόγγυλες φουσκωτές ρόγες.
Τα χάιδεψε τρυφερά και σιγά-σιγά άρχισε να τα σφίγγει δυνατά. Η φουντωμένη γυναίκα ερεθίστηκε. Το αρσενικό ζώο την πονούσε κι αυτή ευχαριστιόταν. Άφησε μια παρατεταμένη κραυγή πόνου κι εκείνος, τότε, έβγαλε τη γλώσσα του και της έγλειψε τα βυζιά απαλά και στοργικά. Κάποιες στιγμές ρουφούσε επίμονα τη ρόγα της, μέσα στο στόμα του, όπως ρουφάει το μωρό την πιπίλα, κι εκείνη του χάιδευε τρυφερά τα μαλλιά. Έσκυψε κι άρχισε να πιπιλάει με μακριές διαδρομές τα μπούτια της απ’ το γόνατο μέχρι το τρίγωνο της αμαρτίας, ενώ τα χέρια του της χάιδευαν σφιχτά τις γάμπες. Όταν το στόμα του κι η καυτή αναπνοή του πλησίασαν στο αιδοίο της, η Ναυσικά ανατρίχιασε και ψιθύρισε στον Αλκιβιάδη. «Γλείψε μου το μουνί, σε παρακαλώ. Μη με βασανίζεις! Έλα… μην αργείς… γλείψε μου τη μουνάρα μου… σε διατάζω!»
Ο Αλκιβιαδης έσκυψε και έχωσε το κεφάλι της ανάμεσα στα πόδια της Ναυσικάς και στάθηκε μερικά εκατοστά από το μουσκεμένο μουνί της .
«Μη με βασανίζεις άλλο, Φάτο!»
«Είσαι σίγουρη;»
Η Ναυσικά δεν είχε όρεξη για παιχνίδια, και χωρίς προειδοποίηση, έπιασε το κεφάλι του Αλκιβιάδη και το έσπρωξε πάνω στο μουνί της.
«Ναι… έτσι… ρούφα το καυλωμένο μουνί μου… Κάντο… κάντο….»
«Θεέ μου… Δεν το πιστεύω αυτό που κάνουμε απόψε»
Ο Αλκιβιαδης όμως είχε βάλει σκοπό να συνεχίσει τα ερωτικά τους παιγνίδια με το δικό του τρόπο! Τη γύρισε μπρούμυτα πάνω στο κρεβάτι κι αποκαλύπτοντας τον ωραιότατο πισινό της, αισθάνθηκε το καυλί του να τσιτώνει μέχρι να σπάσει. Άρχισε να της χαϊδεύει τον κώλο και να της τον φιλάει, σκαλίζοντας που και που την κωλοτρυπίδα της με τη γλώσσα του, ενώ τα χέρια του έσφιγγαν και έτριβαν δυνατά τα τροφαντά της μπούτια. Μετά, αφού έγλειψε κυκλικά και απαλά τα κωλομέρια της, έβαλε τη γλώσσα του στη μέση της κι άρχισε να τη σέρνει αργά προς τα πάνω, διαγράφοντας τη σπονδυλική της στήλη και ταυτόχρονα, της ψιθύριζε:
«Αχ! Πόσο καυλώνω, να νιώθω τη γλώσσα μου να σέρνεται αργά πάνω στην πλάτη σου και να γεύεται τη σάρκα σου. Την αισθάνεσαι;»
«Ναι, την αισθάνομαι», απάντησε εκείνη, «Έχω ανατριχιάσει ολόκληρη».
Ώσπου ο Αλκιβιάδης, γαργαλώντας με τη γλώσσα του τη ράχη της, έφτασε πάνω-πάνω κι άρχισε να της γλείφει και να της δαγκώνει τους ώμους, ενώ είχε πέσει ολόκληρος επάνω της και ο πούτσος του τριβόταν με δύναμη ανάμεσα στα κωλομέρια της και τα χέρια του χούφτωναν με δύναμη τα βυζιά της. Νιώθοντας η Ναυσικά το πεινασμένο αρσενικό να την έχει ακινητοποιήσει και να τη δαγκώνει με βουλιμία, σα' να θέλει να την κατασπαράξει, και το σκληρό του πέος να χαϊδεύει τη σχισμή του κώλου της, ερεθίστηκε πολύ και βογκούσε όλο καύλα.
Ο Αλκιβιάδης τη γύρισε πάλι ανάσκελα και ανοίγοντάς της τα πόδια, έσκυψε και άρχισε να της πιπιλάει και πάλι το μουνί. Καθώς η γλώσσα του άντρα άγγιξε την κλειτορίδα και τα μουνόχειλα της, η Ναυσικά εκτινάχθηκε απ' την ηδονή κι άφησε άναρθρες κραυγές ικανοποίησης. Αισθάνθηκε την πυρωμένη γλώσσα να εισχωρεί ανάμεσα στα χείλη του αιδοίου της και να βυθίζεται μέσα στον κόλπο της και λιγώθηκε τελείως.
«Αχ!», βόγκηξε. «Γλείψ' το το μουνί μου. Θέλω να με γαμήσεις με κάθε τρόπο απόψε, να μου κάνεις όλα τα ερωτικά κόλπα που ξέρεις»..Και η παιχνιδιάρα γλώσσα του, μυτερή σαν πούτσα εφήβου, συνέχισε για ώρα τα παιχνίδια με την κλειτορίδα και τα μουνόχειλα τής μεθυσμένης από καύλα Ναυσικάς, ώσπου άρχισε να του ζητάει εναγωνίως να τη γαμήσει ολοκληρωτικά κι άνοιξε τελείως τα σκέλια της, δείχνοντάς του το φουσκωμένο μουνί της και προκαλώντας τον να τη γαμήσει
«Μη με βασανίζεις άλλο σε παρακαλώ» και πριν ακόμη τελειώσει την ικεσία της ένιωσε το ολόγυμνο αντρικό κορμί με το τεντωμένο πέος να ‘ρχεται με φόρα κατά πάνω της κι άνοιξε τελείως τα πόδια της. Ο Αλκιβιαδης, με όλο του το βάρος βύθισε με μιας το σκληρό σαν πέτρα καυλί του μέσα στον κόλπο της. Εκείνη, νιώθοντας το αντρικό όργανο να εισχωρεί βαθιά μέσα στα σπλάχνα της, ούρλιαξε από την ηδονή, τύλιξε τα μπράτσα της γύρω του και του φώναξε: «Καύλα μου. Γάμα με. Χώσου όσο πιο βαθιά μπορείς μέσα μου».
Ο Αλκιβιαδης πέρασε τα χέρια του κάτω από τα μπράτσα της και, κολλώντας την επάνω του, έχωσε τον πούτσο του ως το τέρμα, όσο πιο μέσα μπορούσε. Ενώ η γαμημένη Ναυσικά, τύλιγε τα πόδια της γύρω απ’ τον κώλο του, λες και ήθελε να τον πιέσει προς τα κάτω για να χωθεί ακόμα πιο πολύ μέσα της.
Έτσι, για πολλή ώρα, η Ναυσικά έπαιρνε μέσα της το χοντρό πούτσο του και ο Αλκιβιάδης αισθανόταν να κάνει ένα απο τα πιο βαθιά γαμήσια της ζωής του και είχε χώσει το κεφάλι του στα βυζιά της, δαγκώνοντας με μανία της θηλές της. Φιλούσε απανωτά το πρόσωπο και τα χείλη της Ναυσικάς, φωνάζοντάς της: «Πάρ' τον, μωρή καριόλα. Ξεσκίσου μαζί μου. Δώσ' τα όλα. Πολύ θα ηθελα να μάθω πως νιώθεις τώρα που γαμιέσαι με τον άνδρα της κολλητής σου φίλης;»
«Τη φιλενάδα μου την τσούλα να λες! Αυτή Μωρό μου τη βρίσκει με τον παπά της ενορίας μας και κάνει σα λυσσασμένη για τον πούτσο του. Αυτή που όταν τον βλέπει διαθέσιμο δεν υπολογίζει τίποτα. Το μουνί της γίνεται μούσκεμα κάθε φορά που τον βλέπει και από ότι ξέρω είχε βάλει μπρος τα μεγάλα σχέδια και τον έχει ξελογιάσει. Υποψιάζομαι ότι μετά τις ιερές αγρυπνίες τους απολαμβάνουν και τα «ιερά» γαμήσια τους!»
«Η Ανδρομάχη μου γαμιέται με τον πνευματικό της; Τι μου λες ρε Ναυσικά; Καλά γίνονται αυτά και εγώ δεν παίρνω χαμπάρι; Μπροστά στα μάτια μου; Πέντε οικοδομικά τετράγωνα τόπος είναι η ενορία μας Ναυσικά και εγώ να μην το παίρνω είδηση.»
«Και πέντε και εκατόν πέντε να είναι, άμα το χωράφι διψάει για νερό και στη βαρέσει στο κεφάλι θέλει πολύ; Και την πλημμυρίδα πνίγει.»
«Δεν το πιστεύω πλάκα μου κάνεις. Αν και να σου πω την αλήθεια, έτσι που είμαστε γυμνοί και αγκαλιά τώρα μ’ καυλώνει ακόμη περισσότερο και η ιδέα πως ο ρασοφόρος οργώνει το μουνί της Ανδρομάχης. Και είναι λεβέντης, σαν καρτ ποστάλ από εμφάνιση πανάθεμα τον και νταβραντισμένος άνδρας. Θα της το ποτίζει καλά το περιβόλι της.»
«Αχ, γαμιά μου. Μόνο της το ποτίζει. Πλημμύρα θα γίνεται με τα υγρά τους κάθε φορά που την «εξομολογεί» από εμπρός και από πίσω.» του απάντησε η χαριεντζόμενη Ναυσικά.
«Και όλα αυτά κάτω από τη μύτη μου.» Ο Αλκιβιάδης άρχισε να σκέφτεται ακόμα πιο έντονα την Ανδρομάχη αγκαλιά με το ρασοφόρο. Φανταζόταν πως ο ρασοφόρος γαμούσε την Ανδρομάχη και αυτός είχε καυλώσει τόσο! Φανταζόταν κυριολεκτικά ο ρασοφόρος τη γαμούσε αλύπητα. Να τσαλακώνει το μουνί της με την πούτσα του και αυτό τον καύλωνε περισσότερο που φανταζόταν ότι ο ρασοφόρος ενώ έψελνε παράκληση, την πηδούσε τόσο άγρια. Τάκα! τάκα! τάκα! – μέχρι λιποθυμίας. Ήταν σαν να φανταζόταν τσόντα και στα αυτιά του να ηχεί η ικανοποίηση του ρασοφόρου χαρίζοντας του ένα σαρδόνιο χαμόγελο κατάμουτρα. «Η Ανδρομάχη σου είναι απίστευτη. Η λυσσάρα δεν μου έχει αφήσει ούτε σταγόνα να πέσει κάτω...! Ελπίζω σύντομα να το ξανακάνουμε. Αν συμφωνείς βέβαια…» !
«Αν το θέλει δε θα της το χαλάσω.» μονολόγησε ο Αλκιβιάδης σκεφτικός.
«Ξέχνα απόψε την Ανδρομάχη σου και το ρασοφόρο της! Μου υποσχέθηκες πως απόψε θα είσαι ο ερωτικός μου σκλάβος. Είσαι καταπληκτικός γαμιάς! Ελα σκλάβε μου, θέλω να με γαμάς όλη τη νύχτα. Θέλω αυτό το γαμήσι να μου μείνει αξέχαστο».
Κι ενώ ο Αλκιβιαδης ένιωθε ικανοποιημένος, η Ναυσικά αγκάλιασε το λαχανιασμένο πρόσωπο του που ξεφυσούσε επάνω της, του φίλησε με πάθος τα χείλη και του φώναξε: «Πήδα με, άντρακλα. Σου ανήκω απόψε. Τέτοιο πούτσο δεν έχω γευτεί ποτέ μου. Μου 'χεις ξετινάξει τα σπλάχνα. Μου τα διάλυσες! Άλλα μου αρέσει!».
Τότε, ο Αλκιβιαδης, τίναξε το κορμί του προς τα κάτω και βύθισε τον πούτσο του μέχρι την καρδιά της καυλωμένης γυναίκας, που άρχισε να τρέμει υστερικά απ' τον οργασμό και να φωνάζει μονότονα:
«Αχ, χύνω, χύνω, χύνω, χύνω...». Και καθώς τέλειωνε γεμάτη ηδονή, συμπλήρωσε: «Με ξέσκισες, καριόλη άνδρα. Με διέλυσες».
Την ίδια στιγμή, ο Αλκιβιαδης εκσπερμάτωνε μουγκρίζοντας μέσα στο μουνί της.
Η Ναυσικά άρπαξε το υγρό καυλί του Αλκιβιάδη και ήπιε μανιωδώς όλα του τα χύσια που είχαν περισσέψει. Περνώντας η ώρα βρήκε τους δυο εραστές στο κρεβάτι να της χώνει το καυλί του περιοδικά, μια στο μουνί της και μία στην κωλοτρυπίδα της, και να της έχει διαλύσει κυριολεκτικά τις τρύπες. Η Ναυσικά έχυνε και ξανακαύλωνε συνεχώς, ενώ ο Αλκιβιαδης που την πηδούσε μπαινόβγαινε στα σωθικά της ασταμάτητα σαν ταχεία ατμομηχανή. Προς το πρωί, αποκοιμήθηκαν κι οι δυο αποκαμωμένοι και ήρεμοι. Το απόγευμα όταν ξύπνησαν, η Ναυσικά που αισθανόταν να ‘χουν ξυπνήσει μέσα της τα ένστικτα του θηλυκού, του πήρε ένα γλυκό τσιμπούκι, τον καύλωσε και όταν ερεθίστηκε πολύ, ίππευσε τον Αλκιβιάδη, κάθισε πάνω στο όρθιο καυλί του και, χοροπηδώντας με το καυλί του μέσα της, ηδονίστηκε και ξανάχυσε μ' όλη της την όρεξη και τη δύναμη.
Έτσι, η βραδιά της Νεφέλης, αντί για ανιαρή, εξελίχθηκε σε πρωτοφανές σεξουαλικό γλέντι, που της έμεινε αξέχαστο και συμφώνησαν με τον Αλκιβιάδη να το επαναλαμβάνουν πότε-πότε, για ν' ανανεώνεται και να αναζωογονείται κι η δική του συζυγική-σεξουαλική ζωή.
Ο Αλκιβιαδης σαν όλους τους ανθρώπους είναι φύσει σεξουαλικά ον, γεγονός που καθιστά το σεξ γι αυτόν όχι μόνο ένα μέσο αναπαραγωγής αλλά και ως τρόπο απόλαυσης. Το πρωί είχε πολύ άσχημη διάθεση. Είχε φερθεί σαν κόπανος. Τι στο καλό είχε πάθει; Νιώθει τύψεις και ενοχή στα μεθ' εόρτια της απόλαυσης, και της χαράς με τη Ναυσικά, ως στοιχείο αρνητικής συμπεριφοράς, που απάτησε την Ανδρομάχη του.
Αργά την επόμενη ήμερα προφασίστηκε ότι του τηλεφώνησαν πως υπάρχει επείγον πρόβλημα στην εργασία του. Ανέβαλε τον τελικό προορισμό για το εξοχικό τους και αναχώρησαν για την επιστροφή στην Αθήνα. Στο δρόμο ενώ αυτός οδηγεί η Ναυσικά τον χαϊδεύει παιχνιδιάρικα και του απευθύνει ασταμάτητη ερωτική βωμολοχία, ενώ ταυτόχρονα το άλλο χέρι της το έχει χώσει κάτω από το φουστάνι της και χαδευόταν στο μουνί της.
Ο Αλκιβιαδης νιώθει επώδυνο το συναίσθημα της ενοχής για την εξωσυζυγική σεξουαλική του απιστία! Νιώθει ότι ήταν σφάλμα να αναζητήσει αυτό το πάθος από μία εξωτερική πηγή και με αυτό που έπραξε τα κατάφερε να έλθει σε σύγκρουση με το σύστημα αξιών τους και τις απόψεις τους περί οικογενείας και την πράξη αυτή τη βιώνει ως προσωπικό τραύμα.
Η γοητεία του σεξ δείχνει την ανάγκη αυτό που το σώμα του ζητάει να αφυπνίσει τον εγκέφαλο του. Η νόηση του όμως και η συνείδηση του έχει τα δικά της όρια. Είναι σαν να λέει στη σύντροφο του: «Δεν είσαι αρκετή για μένα». Και αυτό του είναι πολύ σκληρό για να σκεφτεί να την απατήσει ξανά. Το ψυχολογικό βάρος που σήκωσε μετά την απιστία δεν αξίζει για κανέναν λόγο τελικά, για μερικές στιγμές ευχαρίστησης, κι αυτό τον κάνει να νιώθει πολύ άσχημα. Θεωρεί πιο σημαντικό το δέσιμο και την εμπιστοσύνη στο δεσμό τους από μία εφήμερη απόλαυση, ακόμη και εάν ο νέος σύντροφος είναι πιο σέξι, πιο επιθυμητός, πιο περιπετειώδης, και η ερωτική δίνη που υπόσχεται είναι πολλών μποφόρ.
Η εικόνα όμως της συμπεριφοράς της Ανδρομάχης του έχει δημιουργήσει έντονο προβληματισμό καθώς είναι διάχυτη η αίσθηση του ότι «κάτι» συμβαίνει. Όταν μάλιστα, στην περίοδο που αυτός της δείχνει να την θέλει αρκετά σεξουαλικά εκφράζοντας με θόρυβο το παράπονό του ότι «τον πάει στη γωνία», βλέποντας τις προτεραιότητές της, χωρίς το σεξ! Αυτό το «κάτι» του μεταδίδει ταυτόχρονα και ένα μήνυμα στην αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμησή του. Είναι σαν να του λέει εμμέσως ότι δεν την ελκύει πια, δεν τα βρίσκουν πλέον στο σεξουαλικό, δεν καταφέρνει να της ξυπνά την ερωτική επιθυμία.Αποφασίζει πως είναι καιρός να συζητήσει για το πρόβλημα που τον απασχολεί με ένα φίλο από τα παλιά, έναν θαλασσόλυκο καπετάνιο που τον θεωρεί αυθεντία στα ερωτικά.
Η αυθεντία με το κύρος του, σαν έτοιμος από καιρό προσπαθεί να του δώσει τη λύση.
Αρχίζει από το χειρότερο αλλά πιθανό σενάριο που μπορεί να συμβαίνει.
«Καλέ μου φίλε, τα πράγματα είναι απλά στη ζωή. Μην σε πιάνει πανικός! Μείνε ψύχραιμος. Γιατί μάλλον υπάρχει άλλος.» Τον συμβουλεύει και σαν άλλος επιθεωρητής Κλουζώ εν δράσει του αναλύει τα σημάδια.
Παρά την επικρατούσα άποψη ότι ο άνδρας είναι ο κυνηγός και η γυναίκα το θήραμα, συνήθως γίνεται το αντίθετο. Η γυναίκα, σε αντίθεση με τους άντρες, όταν ερωτεύεται δίνει ψυχή και σώμα. Αν λοιπόν έχει ενθουσιαστεί με κάποιον άλλον, μην περιμένεις να κάνει σεξ μαζί σου, τουλάχιστον όχι με την καρδιά της. Το μυαλό της είναι αλλού και δυστυχώς για εσένα εκεί ακριβώς θα επιθυμούσε να είναι και το σώμα της.
Και γιατί να κάνετε σεξ, αφού εκείνη αντλεί ικανοποίηση από αλλού;
Ακόμα και αν δεν είναι άπιστη, ακόμα και αν δε σε έχει κερατώσει, σίγουρα το ερωτικό στοιχείο μεταξύ σας έχει εξασθενήσει υπερβολικά πολύ.
Έχει μούτρα, αποφεύγει να σε κοιτάξει στα μάτια, μιλάει ελάχιστα. Είναι φανερό πως με κάτι είναι ενοχλημένη, ωστόσο, δεν μπαίνει στη διαδικασία να στο εξηγήσει όσες φορές κι αν εσύ ρωτήσεις «τι έχεις;». Δεν είναι νάζι, δεν είναι κοριτσίστικη ιδιοτροπία, δεν είναι τακτική ή στρατηγική. Είναι μια κουρασμένη γυναίκα που έχει βαρεθεί να τονίζει το αυτονόητο. Τι τής απομένει; Τα μούτρα η έχω πονοκέφαλο! Δεν υπάρχει εραστής, φίλος ή σύζυγος που δεν έχει ακούσει έστω για μια φορά τη δημοφιλέστερη δικαιολογία για να μην κάνει μια γυναίκα σεξ. Η αλήθεια είναι προφανώς πως απλά δεν θέλει. Γιατί, τότε, δεν το λέει. Και πάλι ενοχικά σύνδρομα, κατάλοιπα παλαιότερων γενεών, είναι η αιτία. Η γυναίκα θέλει να σερβίρει την απόρριψη ευγενικά, ώστε να σε πληγώσει όσο γίνεται λιγότερο. Το «έχω πονοκέφαλο» είναι σαφώς ηπιότερο από το «δεν θέλω ούτε να με αγγίξεις σήμερα», δεν βρίσκεις;
Τώρα αν είσαι άτυχος και πέσεις σε μία τέτοια γυναίκα, θα σε έχει σίγουρα βασιλιά, αλλά ψάχνε κάθε τόσο το κεφάλι σου!
Η εμφάνιση και γενικότερα η παρουσία δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο, καθώς δεν είναι λίγες οι φορές που μπορεί να δούμε μία γυναίκα σεμνή και χαμηλοβλεπούσα και μετά από λίγο να μάθουμε ότι έχει κάνει τα τέρατα! Να ξέρεις, ότι όλες οι γυναίκες, ότι εμφάνιση κι αν διαθέτουν, έχουν τουλάχιστον έναν θαυμαστή στο περιβάλλον τους ο οποίος παρά το γεγονός ότι γνωρίζει ότι είναι δεσμευμένες, τις πολιορκεί διακριτικά. Δεν είναι πρωτοφανές, όσο κι αν σου ακούγεται περίεργο, μια γυναίκα μέσα στην πορεία της ζωής ενός γάμου να χάσει το σεξουαλικό ενδιαφέρον χωρίς όμως να χαθεί η συναισθηματική αναγνώριση και η αγάπη προς τον σύντροφο της, έχοντας όμως διαχωρίσει τη σεξουαλικότητα από τη συναισθηματική επαφή.Μάλιστα όλες αυτές που συνειδητοποιούν ότι δεν έχουν πια το σεξουαλικό ενδιαφέρον για τον σύντροφό τους, δεν σημαίνει ότι έχουν μπει οι ίδιες σε σεξουαλική σιγή, καθώς μόλις αποκτήσουν καινούργιο σύντροφο, η λίμπιντο επιστρέφει στα ύψη.
Ένας φίλος μου ταξιδιάρης και φιλόσοφος του δρόμου μου ’χε πει κάποτε ότι «οι γυναίκες έχουν δυο ηλικίες, τις ανέραστες που γεννήθηκαν γριές και τις ερωτιάρες που είναι και μένουν πάντα νέες. Δεν έχει σημασία η ηλικία τους αλλά ο πόθος και το πάθος τους για έρωτα. Αυτό δεν έχει σημασία με την μούρη αλλά με την ψυχή τους. Κι είχε δίκιο, μια φορά είδα εξηντάρα να παίρνει παρτούζα δυο αρσενικά και να τους κάνει να φτύνουν τις μάνας τους το γάλα.
Και οι στατιστικές, σαφέστατες! Σύμφωνα με την πιο έγκυρη, το εξήντα πέντε τα εκατό των γυναικών ομολογούν πως έχουν απατήσει τους άντρες τους.Και μήπως είναι σίγουρο το άλλο τριάντα πέντε; Αυτές απλώς δεν το λένε!
«Αφού το κάνει αυτή γιατί να μην το κάνω κι εγώ;» φαίνεται να σκέφτονται όλο και περισσότερες γυναίκες.
Με τέτοια συντριπτικά ποσοστά, μάλλον κάποια ανυπέρβλητη ανάγκη οδηγεί όλες αυτές τις γυναίκες στην απιστία ή ακόμα και η ίδια η φύση. Κανένα ζώο δεν είναι εκατό τοις εκατό μονογαμικό στο εκατό τοις εκατό της ζωής του. Πόσο εύκολο είναι να αντισταθεί στα «γραμμένα» του DNA της; Ίσως, τελικά, η μονογαμία να επιτυγχάνεται μόνο μέσω μοιχείας. Και να μην ξεχνάς την κλειτορίδα ως το μοναδικό όργανο που είναι σχεδιασμένο αποκλειστικά για ευχαρίστηση, καθώς διαθέτει 8.000 νευρικές απολήξεις, διπλάσιες από αυτές του πέους. Η κλειτορίδα είναι η Ιερή, η Μεγάλη πιστοποίηση της γυναίκας ως σεξουαλικού όντος. Μητέρα του οργασμού, απαράβατο κέντρο λατρείας και φροντίδας από το οποίο πηγάζουν ανεκτίμητης ορμής ποτάμια, ηλεκτρισμένα, σχεδόν θανατηφόρα. Πώς αλλιώς; Αφού μιλάμε για το γυναικείο ανάλογο του πέους.
Είναι γνωστός ο μύθος που καταδιώκει επί αιώνες τη γυναικεία σεξουαλικότητα.
..........«Ο μύθος θέλει το μάντη Τειρεσία να τυφλώνεται από το εκδικητικό μένος της θεάς Ήρας, όταν τόλμησε να μην τη στηρίξει στη διαμάχη της με το Δία σχετικά με το ποιος έχει τον πιο έντονο οργασμό -ο άντρας ή η γυναίκα. Όταν εκείνος δήλωσε με βεβαιότητα ότι ο γυναικείος οργασμός είναι πολλάκις πιο ισχυρός από τον αντρικό, η Ήρα, νιώθοντας ότι ο Τειρεσίας πρόδωσε το πιο απόκρυφο γυναικείο μυστικό, τον τύφλωσε.»......
«Δηλαδή μου λες είναι αναπόφευκτο..... έρχεται η μέρα, λοιπόν.... που κάποια στιγμή στη ζωή μας η απιστία μας χτυπάει την πόρτα; Όλοι κάποια στιγμή θα κερατώσουμε ή θα κερατωθούμε;» Ρητορικό το ερώτημα του στον ειδήμονα.
Γι' αυτόν είναι δύσκολο να πιστέψει ότι υπάρχει χώρος για απιστία σε μια φυσιολογική σχέση, όπου κυριαρχεί η αγάπη.
«Και να ξέρεις» του τόνισε απτόητος την συνέχεια της ανάλυσις ο θαλασσόλυκος.
Φυσιολογικοί άνθρωποι δεν υπάρχουν, είναι ένας μύθος η κανονικότητα. Όταν οι «μάσκες πέφτουν» παύουν να είναι όλα καλά και φυσιολογικά. Ακόμα κι εκείνος που σου φαίνεται τόσο κανονικός, τόσο απλός, κρύβει στην ντουλάπα του σκελετούς και δυναμίτες, πτώματα, ενοχές και πόθους.
Οι μόνοι φυσιολογικοί άνθρωποι είναι αυτοί που δεν γνωρίζουμε.......
«Γεννηθήκαμε άπιστοι!» Το σεξ δεν αποδέχεται την ηθική γιατί το σεξ είναι και ανήθικο και ακόλαστο. Δεν μπορείς να το μετρήσεις με όρους ηθικούς. Μπορεί να δώσει κάποιος εντολή σε μία επιθυμία που είναι «πρωτόγονη!» όχι!
..........«Ο μύθος θέλει το μάντη Τειρεσία να τυφλώνεται από το εκδικητικό μένος της θεάς Ήρας, όταν τόλμησε να μην τη στηρίξει στη διαμάχη της με το Δία σχετικά με το ποιος έχει τον πιο έντονο οργασμό -ο άντρας ή η γυναίκα. Όταν εκείνος δήλωσε με βεβαιότητα ότι ο γυναικείος οργασμός είναι πολλάκις πιο ισχυρός από τον αντρικό, η Ήρα, νιώθοντας ότι ο Τειρεσίας πρόδωσε το πιο απόκρυφο γυναικείο μυστικό, τον τύφλωσε.»......
«Δηλαδή μου λες είναι αναπόφευκτο..... έρχεται η μέρα, λοιπόν.... που κάποια στιγμή στη ζωή μας η απιστία μας χτυπάει την πόρτα; Όλοι κάποια στιγμή θα κερατώσουμε ή θα κερατωθούμε;» Ρητορικό το ερώτημα του στον ειδήμονα.
Γι' αυτόν είναι δύσκολο να πιστέψει ότι υπάρχει χώρος για απιστία σε μια φυσιολογική σχέση, όπου κυριαρχεί η αγάπη.
«Και να ξέρεις» του τόνισε απτόητος την συνέχεια της ανάλυσις ο θαλασσόλυκος.
Φυσιολογικοί άνθρωποι δεν υπάρχουν, είναι ένας μύθος η κανονικότητα. Όταν οι «μάσκες πέφτουν» παύουν να είναι όλα καλά και φυσιολογικά. Ακόμα κι εκείνος που σου φαίνεται τόσο κανονικός, τόσο απλός, κρύβει στην ντουλάπα του σκελετούς και δυναμίτες, πτώματα, ενοχές και πόθους.
Οι μόνοι φυσιολογικοί άνθρωποι είναι αυτοί που δεν γνωρίζουμε.......
«Γεννηθήκαμε άπιστοι!» Το σεξ δεν αποδέχεται την ηθική γιατί το σεξ είναι και ανήθικο και ακόλαστο. Δεν μπορείς να το μετρήσεις με όρους ηθικούς. Μπορεί να δώσει κάποιος εντολή σε μία επιθυμία που είναι «πρωτόγονη!» όχι!
Γνωρίζουμε τη διάσημη αυτή φράση του Freud, ο οποίος έπειτα από τριάντα χρόνια μελέτης της γυναικείας ψυχής, δεν κατόρθωσε να απαντήσει στην ερώτηση «τι θέλει η γυναίκα».
Ο εραστής δεν ρωτάει πολλά. Να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Δεν θέλουν να γίνουν φιλαράκια, ούτε θα λύσουν την οικονομική κρίση. Δεδομένου του περιορισμένου χρόνου, εστιάζουν στο θέμα που τους αφορά: το sex. Ταυτόχρονα υπάρχει μια ζωώδης αλήθεια της γυναικείας επιθυμίας.! Ο εραστής της βγάζει τον πιο ακομπλεξάριστο εαυτό της και δεν αφήνει χώρο σε ντροπές και στερεότυπα. Τα «μη», τα «όχι» και τα «πρέπει» τα έχει ήδη. Αυτό που αναζητά είναι να απελευθερωθεί από κανόνες και περιορισμούς, της αρέσει η ελευθερία να πειραματίζεται να εξερευνά και να ικανοποιεί όλες τις σεξουαλικές της ανάγκες και φαντασιώσεις με τον εραστή από ότι με τον σύντροφο της.
Ο εραστής δεν κάνει σχέδια για το μέλλον. Το πιο πιθανό είναι ότι το μέλλον του είναι ήδη τόσο γεμάτο από σχέδια, που δεν χωράει ούτε ένα μικρό σκίτσο. Περιορίζονται λοιπόν στο σχέδιο της επόμενης συνάντησης – εκτός απροόπτου δηλαδή.
Και αν είναι και νεαρός είναι καλύτερος. Οι λόγοι είναι προφανείς: δεν έχει προβλήματα στύσης, τον ενδιαφέρει ο γυναικείος οργασμός περισσότερο από το δικό του, και δεν θα τη δει ποτέ στα σοβαρά.
Ο Αλκιβιάδης δεν είχε ποτέ του αμφιβολίες για την πίστη της Ανδρομάχης του, ποτέ δεν ένοιωσε ανησυχία για τη σχέση τους. Αλλά διάβολε σήμερα ο θαλασσόλυκος κατόρθωσε να του δημιουργήσει αμφιβολίες και σύγχυση.
Ερωτήματα πολλά. «Τι έχεις να πεις προφέσορα;» Ρώτησε με απορημένο ύφος.
«Δηλαδή;»
«Τι γνώμη σου ζητάω»
«Μου βάζεις δύσκολα. Δεν κάνω μαντείες πάνω από μια γυάλινη σφαίρα, δεν έχω ικανότητες θείας αποκάλυψης ούτε πιστεύω σε μυστικιστικές ενοράσεις. Μου είναι αδύνατο να πω σε κάποιον ποιο άλογο θα κερδίσει στον ιππόδρομο, πόσα χρόνια θα ζήσει η αν η γυναίκα του τον απατά.
Δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να πω να μη το παίρνει και κατάκαρδα αδελφέ μου αν η γυναίκα κάποιου τον απατά. Άμα νοιώσει ο κερατάς τη γλύκα του κεράτου, μέλι και γάλα γίνεται με τη νοικοκυρά του. Πολλοί είναι αυτοί που κρέμασαν τη φωτογραφία τους παραδίπλα στα πορτρέτα των πιο διάσημων της ιστορίας με το θέμα αυτό. Ήφαιστος, Αγαμέμνονας, Μενέλαος, κι άλλων ενδόξων.» Του λέει με ένα δραματικό-κοροϊδευτικό ύφος και του κλείνει το μάτι φιλικά . Ήταν φανερό ότι ο θαλασσόλυκος διακωμωδεί τις καχυποψίες του Αλκιβιάδη.
«Σόρυ φίλε μου που στα λέω χύμα, αλλά έτσι δουλεύει η ζωή. Τι να κάνουμε; Και μήνυση να της κάνεις δεν αλλάζει.»
«Πως το είπες το ποσοστό έξι στις δέκα; Κι εγώ θα είμαι η εξαίρεση;» Αναρωτήθηκε μέσα από τα δόντια του ο Αλκιβιάδης. Φαίνεται ότι το κοροϊδευτικό ύφος του θαλασσόλυκου δεν γαληνεύει την ψυχή του. Αντίθετα του δημιουργεί ανησυχία με έντονη καχυποψία.Εδώ και καιρό γνωρίζει ένα ζευγάρι αγαπημένο, με ζωή ασυννέφιαστη. Και ξαφνικά μαθαίνει πως η κυρία πηδιέται σα σκύλα. Ο αφελής σύζυγος την κοιτάει στα μάτια.
Συμβαίνει βέβαια και το αντίθετο. Αλλά αυτό δεν τον αφορά. Συνέχισε τις σκέψεις του.
Να την ελέγξει, του είναι αδιανόητο. Το θεωρεί αναξιοπρεπές. Την αγαπάει και την σέβεται. Δεν διανοήθηκε ποτέ να την αμφισβητήσει. Αλλά το βράδυ, όταν του αρνείται την αγκαλιά της αρχίζει να αναρωτιέται: «Κι αν;» Θα ήταν τόσο φυσικό.
Εδώ που τα λέμε, το αντίθετο είναι αφύσικο. Αφού η συντριπτική πλειοψηφία αυτό κάνει. Αποκλείεται αυτός να είναι η εξαίρεση! Αλλά δεν είχε και καμία ένδειξη.
Απλώς νοιώθει ότι η σεξουαλική καμπή στη σχέση τους μπορεί και να οφείλεται στο ότι η Ανδρομάχη του έχει αφοσιωθεί στα παιδιά τους. Τα έχει σε πρώτο πλάνο.
Το αντιλαμβάνεται. Αυτή είναι η φύση. Είναι απολύτως λογική αυτή η εξέλιξη στις σχέσεις ... είναι αναπόφευκτη..... η ερωτική επιθυμία μπαίνει σε τροχιά ύφεσης, και προσπερνά ότι είναι σημαντικό στον γάμο της να κρατά ζωντανή την επικοινωνία και τον ποιοτικό χρόνο με τον σύντροφό της.
Αυτός την εξωσυζυγική σχέση την θεωρεί κατάσταση νοσηρή, να είναι μ’ έναν άνθρωπο που τον αγαπά, τον πονά και τον φροντίζει ως τον σύντροφό του και ταυτόχρονα να υποστηρίζει καινούργιες συγκινήσεις πού γεμίζουν το κενό του και να γεύεται την ηδονή και τη σεξουαλική απόλαυση με κάποιον άλλον. Δεν το μπορεί.... ώστε η ιδέα της απιστίας δεν του περνάει καν από το μυαλό ή τον αγγίζει τόσο λίγο που δεν έχει σημασία.
Πως το είχε νοιώσει με την Ναυσικά; «Σκατά».
Εκτός φυσικά, όταν πρόκειται για τις προσωπικές του στιγμές.
Το μυαλό του πλάθει εικόνες νοητές, και απόλυτα πιπεράτες..... το ερωτικό του πάθος τρέφεται από εικόνες --με φανταστικές ερωμένες--.
Σ' ένα λιμάνι με ομίχλη και σκούρα λυπημένη θάλασσα. Καράβια που σφυρίζουν ασταμάτητα και όμορφες γυναίκες. Γυναίκες γεννημένες για να σε μεθύσουν με τις ομορφιές τους, να σε περιμένουν με την ανάγκη να αγαπηθούν παράφορα, να τους κάνει κάποιος έρωτα. Κι αυτός ν' ανάβει και να σβήνει στην αγκαλιά τους...... νιώθει ότι βρήκε τον παράδεισο και την κόλαση στο πρόσωπό τους!
«Και τώρα Μούσα Ερατώ,
έλα κοντά μας
και πες μας πώς ο Ιάσονας ...
έφερε το χρυσόμαλλο Δέρας...
από τον ερωτά του στη Μήδεια ...
γιατί έχεις τις χάρες
της Κύπριδας Αφροδίτης...
και φέρνεις τη μαγεία
στα ανύπαντρα κορίτσια...»
Μούσα εκείνες τις στιγμές μπορεί να είναι η ίδια η Ανδρομάχη του.
Είναι το εισιτήριο εκείνης που θαυμάζει, εκστασιάζεται και αποκαλύπτει τις βαθύτερες σεξουαλικές του ορμές όταν μπαίνει ως στόχος στο μυαλό του και στις σεξουαλικές φαντασιώσεις του. Η νύκτα χαϊδεύει τα όνειρα και η σιγαλιά τις σκέψεις.
Ερευνά άσεμνα και ακόλαστα, βγάζοντας στην επιφάνεια τις πρωτόγονες απόκρυφες παρορμήσεις του, με λατρευτική αφοσίωση, ωσάν να προσπαθεί, να έλθει σε σωματική επαφή με τη φαντασίωση του. Παραδομένος στο πάθος του με αυθάδεια σεργιανούσε σε λιβάδια διονυσιακής μέθης και ηδονής και το ομολογεί το μοναχικό του έγκλημα ως πράξη εξαγνισμού: «Ναι, αυνανίστικα!» Στη μεσαιωνική Ισπανία, η ομολογία ενός τέτοιου «χαμερπούς εγκλήματος», θα αρκούσε ώστε να του επιβληθεί η θανατική ποινή, ενώ κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα η ίδια ομολογία θα είχε καταστήσει αναγκαία τη φυλάκισή του, ενώ μέχρι πρότινος θα προκαλούσε περιφρόνηση και σφοδρή αποδοκιμασία. Σήμερα, μπορεί να μας αφήνει αδιάφορους και παρά το γεγονός ότι αποτελεί τη συχνότερη έκφανση της σεξουαλικότητας μας, ο αυνανισμός παραμένει το βαθύτερα ριζωμένο ταμπού στη δυτική σεξουαλική ηθική. Μπορεί τα ήθη να έχουν αλλάξει, μπορεί κάλλιστα να παρακολουθούμε σκηνές σεξουαλικού περιεχομένου στην τηλεόραση, να μιλάμε για το βιασμό, την αιμομιξία, αυτό συμβαίνει όμως διότι τίποτα από τα παραπάνω δεν τον αφορά άμεσα: δεν έχει διαπράξει βιασμό, δεν είναι αιμομίκτης, αλλά παραβίασε τη μεγαλύτερη σεξουαλική καταστολή του μεγάλου φόβου! Το φόβο μπροστά στο τέλος του κόσμου, το φόβο για την ολοσχερή καταστροφή της ανθρωπότητας, το φόβο ενώπιον της ανατρεπτικής αποκάλυψης: το σπέρμα είναι ζωντανό, περιέχει ανθρώπινα όντα και διαπράττει γενοκτονία, σύμφωνα με μία στρατιά από αφελείς διώκτες.
Ανακουφισμένος χαλάρωσε, και με αργές, νωχελικές κινήσεις αναχωρεί για την κρεβατοκάμαρα τους.
Μια μεγάλη έκπληξη, σαν πειρασμός ακάλεστος ήρθε να ταράξει την τρικυμισμένη τον τελευταίο καιρό είναι αλήθεια ερωτική τους σχέση. Μα η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις. Κάποιες στιγμές μάλιστα κάποια περιστατικά μας προκαλούν απρόσμενη έκπληξη και μας αφήνουν γεμάτους απορία.«Άργησες!», του είπε η γοητευτική συντροφος του με ναζιάρικη φωνή, κάνοντας αυτά τα «κουταβίσια μάτια», όλο χάρη και γοητεία, όταν τον είδε να ξεπροβάλλει στην πόρτα του δωματίου.
«Μουτράκια μωρό μου και αργείς να έλθεις στο κρεβάτι τα βράδια;» του λέει χαδιάρικα.
Ασφαλώς, δεν τόλμησε να τις εκμυστηρευτεί τις μύχιες σκέψεις του και περιορίστηκε μονάχα στο ν' αρνηθεί. «Όχι βέβαια! Γιατί να το κάνω αυτό;»
«Μα δεν με πλησιάζεις τελευταία στο κρεβάτι, ούτε καν αναφέρεις κάτι.» Του λέει.
«Απλά σέβομαι τις επιθυμίες σου οι οποίες τελευταία δεν συμπεριλαμβάνουν το κομμάτι αυτό της συμβίωσής μας.»
Ωστόσο, η Ανδρομάχη δεν είναι από εκείνες που παραδίνονται στον «εχθρό» αμαχητί. Είχε, λοιπόν, έτοιμο το «καρφί» που του το πέταξε στη συνέχεια:
«Αυτό, κούκλε μου, µου το λες τώρα ως απειλή;.»
Η αλήθεια είναι ότι αυτός τα έχει χάσει μπροστά στον απροκάλυπτο τρόπο που η σύντροφος του ερωτοτροπεί απόψε. Στα μάτια της που του χαμογελούσαν μελιστάλαχτα, διακρίνεται διάχυτος ερωτισμός, αρκούντως ερεθιστικός…. «πολλά υποσχόμενος.»
Η Ανδρομάχη με όλη την ομορφιά της απλώθηκε στο κρεβάτι σαν γάτα, αισθησιακή και νωχελική, επιτρέποντας στο σεντόνι που κρατούσε δήθεν από ντροπή να γλιστρήσει, αποκαλύπτοντας ωστόσο με ακριβή και προσεχτική επιμέλεια, κάποιες γωνιές του κορμιού της, ασφαλώς για να φαίνεται πιο προκλητική και να μπορεί να διεγείρει την φαντασία του καλύτερα, ξυπνώντας μέσα του όλα τα «άγρια» και «ατίθασα» ένστικτα του έρωτα.
Η ατμόσφαιρα, το όλο κλίμα που δημιουργείται και η σκηνή με το σεντόνι κινητοποιεί τη φαντασίωση του και τον προετοιμάζει για το θέαμα που θα επακολουθησει. Η γοητεία της αποπλάνησης βάζει ξανά τη σύντροφο του στο ερωτικό παιχνίδι όπου αρχίζει να αναζωογονείται, να έχει ενέργεια, και όλα αυτά σε αντίθεση με τον τελευταίο καιρό όπου στη σχέση τους επικρατούσε ηρεμία και ρουτίνα, και η ερωτική επιθυμία είχε μπει στο ντουλάπι.
«Μήπως ενοχλώ τη βραδινή σου ηρεμία και ρουτίνα;» της λέει με μια ελαφρά ειρωνεία στη φωνή του.
Ένα πονηρό χαμόγελο ανέβηκε στα χείλη της, καθώς έλεγε: «Αγάπη μου! Σε διαβεβαιώνω, δεν έχω ενοχληθεί στο ελάχιστο. Ίσως θα θέλεις να μου κάνεις παρέα.» και απόμεινε εσκεμμένα σιωπηλή για μια στιγμή.
Ο Αλκιβιαδης χαμογέλασε όχι με ιδιαίτερη ικανοποίηση. «Πολύ δελεαστική προσφορά!» Αγνοώντας τη προκλητική στάση της Ανδρομάχης προσπαθώντας να ξεπεράσει τη νευρικότητά του προσπαθώντας να εξηγήσει τις συνθήκες αυτής της απρόσμενης έκπληξης.
«Το διασκεδάζεις, να με πειράζεις απόψε! Κάνω λάθος;»
«Το διασκεδάζω πολύ. Μη μου πεις, αγάπη μου, ότι είσαι κουρασμένος!»
«Γιατί ρωτάς μωρό μου;»
«Γιατί απόψε έχουμε πολλή δουλειά.» Του ψιθύρισε ναζιάρικα.
Αχ, μούσα μου! Εσύ που τα βλέπεις και όλα τ’ ακούς! Και τι δεν θα έδινε στ’ αλήθεια για να της πει ότι όντως είναι κουρασμένος. Ότι η μούσα τον είχε κάνει πτώμα. Όμως, για τίποτα στον κόσμο δεν θα της έλεγε κάτι τέτοιο. Είναι απαράβατος κανόνας, ποτέ του να μην υποπέσει σ’ αυτό το σφάλμα. Να προβεί δηλαδή σε μια ανάλογη «ομολογία» απέναντι στη γεμάτη σφρίγος και ζωντάνια σύντροφο του, όταν της αρέσει να τον σκανδαλίζει, να τον σαγηνεύει, να ξυπνάει μέσα του τις πιο απόκρυφες επιθυμίες. Δεν είπε τίποτα, μόνο σήκωσε ελαφρά το σεντόνι και γλίστρησε αθόρυβα στο κρεβάτι δίπλα της. Το χέρι της άρχισε να διατρέχει το σώμα του, κινούμενο «επικίνδυνα» προς τις «κάτω περιοχές», αυτές τις «άκρως ανδρικές»!«Ουπς! Τι έχουμε εδώ; Σαν μαραμένη γλαδιόλα είναι αγάπη μου.»
Αυθόρμητα, δίχως σκέψη και προετοιμασία ενέδωσε στο πειρασμό να πάρει το αίμα της πίσω για τις προσωπικές αιχμές που της απηύθυνε με αιχμηρό τρόπο στη τελευταία σύγκρουση τους για τη σεξουαλική συμπεριφοράς της, καθώς είχε θέσει υπό ενοχή την ηθική της.
«Η γυναίκα είναι πάντα έτοιμη για την εκδίκηση της» είπε κάποτε ο Μολιέρος
Είχε την ευκαιρία της να πάρει τη προσωπική «εκδίκηση» που αφήνει υπέροχη γεύση σε όποιον τη γεύεται.. …… και το έπραξε με τον πιο «γλυκό» τρόπο που τον ξεσήκωνε σεξουαλικά.
«Ήθελες να με γαμήσεις ε! Με τι;» Του λέει καθώς έτριβε το μαραμένο του πέος στα κωλομέρια της.
«Σου σηκώνεται καθόλου; Πόσο καιρό έχει να σου σηκωθεί άχρηστε; Παραδέξου ότι δεν μπορείς !!»
Αποφασισμένη να παρατείνει το πιάτο της εκδίκησης που τρώγεται κρύο….. πετάει το σεντόνι από πάνω της και μένει ολόγυμνη μπροστά στα έκπληκτα μάτια του, με τα πόδια της ανασηκωμένα και ορθάνοιχτα, με τα χέρια της να πιάνει το μουνάκι της ξεδιάντροπα να το ανοίγει και να του λέει με τρόπο προκλητικό.
«Μόνο για να το γλείψεις είσαι. Σε αυτό τα καταφέρνεις αρκετά καλά! Αλλά για να το γαμήσεις… Τίποτα. Ο πουτσάκος σου, ο καημένος… Τι να κάνει; Είναι τόσο αδύναμος, τόσο ανύπαρκτος.. μόνο για κατούρημα κάνει. Μόνο λόγια είσαι... Τι να μου κάνεις εσύ; Τι να κάνει αυτό το πλαδαρό πραγματάκι; Σε αυτό το μουνί που καίγεται για γαμήσι; Νομίζεις ότι με έχεις γαμήσει καμιά φορά καλά; Ο παπάς!.... μάλιστα!...άντρας με δυο οκάδες αρχίδια. Είναι φοβερός και πάντα έτοιμος....! Έχω βαρεθεί να σε ακούω να μου λες ότι με καυλώνουν οι παπάδες.
Αλήθεια αυτό δεν ήταν που έλεγες; Ή μήπως, όλα όσα έλεγες ήταν παραμύθια φούμαρα και τώρα έχεις μετανιώσει;....
«Ε, ναι, λοιπόν!. Νόμιζες πως δεν θα το έκανα; Ε, ναι, λοιπόν, οι παπάδες με καυλώνουν και να με γαμήσουν κάθισα! Γιατί εσύ με ώθησες να το κάνω, το ξέρεις;»
«Ρε μωρό μου! Αλήθεια με έχεις κερατώσει με τον ρασοφόρο φίλο μας;»
«Περίεργος είσαι αλλά δεν πειράζει, θα στα πω.»
«Για πες;! Λες την αλήθεια ότι το έκανες μαζί του;»
«Φυσικά! Απ’ το μυαλό μου νομίζεις το έβγαλα! Ότι σε κοροϊδεύω; Δεν με πίστευες όταν σου έλεγα να προσέχεις τι λες γιατί στην πρώτη ευκαιρία θα στα φορέσω τα κέρατα για να σου δώσω να καταλάβεις τι χάνεις.»
«Σοβαρά ρε μωρό; Μ' αυτόν τον μαλάκα τον παπά! Θεέ μου.»
«Μαλάκας αγορίνα μου, αλλά εκείνη την μέρα έχυσα δέκα φορές. Φταίει που έχω φωτιά στη μήτρα μου και δεν μπορούσα να κρατηθώ;».
«Ξεμυαλισμένη πουτάνα! Θέλω περιγραφή!»
Τον κοίταξε στα μάτια. «Χα, χα, χα... Καυλιάρη μου γουστάρεις ιστοριούλες με τη γυναικούλα σου ε;»
«Ναι πολύ!»
«Είσαι σίγουρος Μωρό μου ότι θέλεις να μάθεις,» Τον ξαναρώτησε διακωμωδώντας τη συζήτηση με τον τρόπο της. «Θέλεις και λεπτομέρειες;»
«Ναι! Αφού το γνωρίζεις, οι γαργαλιστικές αφηγήσεις σου οι προκλητικές, αυτές που με διεγείρουν είναι απόλαυση! Με ξεσηκώνουν»
«Καυλώνεις βλέπω αγόρι μου! Τι άλλο θες; Σε ικανοποιεί η σκέψη να ξενοπηδιέται η Ανδρομάχη σου με κάποιον. Θα ήθελες να ήσουν εκεί μπροστά και να βλέπεις;»
«Δεν ξέρω! Όμως με ερεθίζει η σκέψη να σε σκέφτομαι στο κρεβάτι με έναν άλλο άνδρα! Ειδικά να το κάνεις με το ρασοφόρο με ξεσηκώνει αφάνταστα.» Κοιτάζει πάνω από τον ώμο της τα μαλακά σεντόνια στο κρεβάτι τους και φαντάζεται την Ανδρομάχη ανάσκελα, με τα πόδια ανοιχτά και ο ρασοφόρος με τα καυλί στο χέρι είναι έτοιμος να τη γαμήσει και κάτι μέσα του σκιρτάει, ενώ αρχίζει να του ανεβαίνει η ηδονική έκσταση
«Μπα! Μπα!!! Σε ερεθίζει η σκέψη ότι η αγαπημένη σύντροφος σου γυρεύει σε άλλη ανδρική αγκαλιά γαμήσι...... Και θέλεις να μάθεις και πως το έκαναν εεε;»
«Χμμμ ναι! Αλλά για πες μου εσύ δεν έχεις τύψεις που με κεράτωσες;»
«Τύψεις; Όχι μωρό μου, γιατί κατάλαβα τι έχανα τόσο καιρό.»
Ο Αλκιβιάδης τ' άκουγε όλα αυτά που έλεγε η Ανδρομάχη!
«Και…»
«Τι και! Εσύ τι λες!»
«Εγώ τι να πω Μωρό μου! Ο ιερεας αγάπη μου σε μια γκόμενο συζήτηση που είχαμε μου εξομολογήθηκε πως νιώθει πολύ μόνος και εδώ και κάτι μήνες στεγνός από γυναικεία αγκαλιά. Πήρε όλο το θάρρος σαν πνευματικός σου και οικογενειακός μας φίλος και με ρώτησε αν έχεις καμιά φιλενάδα «καλή περίπτωση» έτσι απλά χωρίς δεσμεύσεις και συναίσθημα όπως κατάλαβα, για να εκτονωθεί σαν άνδρας. Του είπα πως εγώ δεν ξέρω καμιά φιλενάδα της Ανδρομάχης διαθέσιμη αλλά με τις τσούλες που κυκλοφορούν και πάνε με τον καθένα είναι επικίνδυνα πράματα αυτά, και στην ανάγκη θα έπρεπε κάτι να κάνει γι αυτόν η θεοσεβούμενη ενορίτισσα και καλή του φίλη, δηλαδή εσύ, και του πρότεινα να βρει το θάρρος και να απευθυνθεί σε σένα.».
«Εννοείς να τον εξυπηρετήσω εγώ στις καύλες του!;»
«Εε όλο και κάποια πεινασμένη φιλενάδα θα έχεις.»
«Και αν δεν έχω! Τι μου προτείνεις να του κάτσω εγώ;»
«Δική σου η απόφαση Μωρό μου τι θα κάνεις!»
«Εγώ αγάπη μου, θα κάνω αυτό που θα μου πεις εσύ, χωρίς κανένα δισταγμό, αρκεί αυτό να είναι αυτό που πραγματικά θέλεις εσύ».
«Δηλαδή για να λέμε τα πράματα ντόμπρα και με το όνομά τους, θα πας μαζί του;»
«Για να μην κουράζεσαι! Αν το θες εσύ μωρό μου, είμαι διαθέσιμη να σε βοηθήσω να εξυπηρετήσεις τον καλό σου φίλο.»
Τον Αλκιβιάδη η ιστορία αυτή τον έχει ξετρελάνει, αναλογιζόμενος τη διήγηση της Ανδρομάχης. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρει αν του λέει την αλήθεια, ή εν πάσα περίπτωση πόσα από αυτά είναι αλήθεια. Μπορεί η Ανδρομάχη να του είπε μια ψεύτικη ιστορία για να τον καυλώσει ή να έγινε πραγματικά κάτι κι αυτή να το προχώρησε με τη φαντασία της, για τους ίδιους λόγους.
Ο Αλκιβιάδης πρόσκαιρα δυσκολεύεται να ανταποκριθεί, μα ο θρίαμβος του ονειρικού, αρνείται το αδύνατο, και η σάρκα του μιλάει και ανταποκρίνεται ριγώντας ολόκληρος με την πρόγευση της ηδονής, αποδεικνύοντας ότι γι αυτόν η Ανδρομάχη του παραμένει τόσο ξεχωριστή, ακαταμάχητη και ιδιαίτερα επιθυμητή.
«Γιατί δεν απαντάς; Πες μου! Μήπως δεν σε καυλώνω αρκετά, αγόρι μου;» τον ρώτησε πρόστυχα.
«Το αντίθετο, θα έλεγα! Με καυλώνεις και μάλιστα πάρα πολύ! Και το εννοώ! Και το ξέρεις!»
«Μωρό μου! Ούτως ή άλλως, θα μου ήταν αδιανόητο, να με γαμήσει άλλος άνδρας. Και δεν νομίζω, να μπορεί να συγκριθεί κανένας μαζί σου στο κρεβάτι!» Του είπε πρόστυχα και έγλειψε τα χείλη της.
Με πόζα όλο νόημα στήνεται στα τέσσερα αφήνοντας εκτεθειμένα τα σμιλεμένα της οπίσθια προκαλώντας τον, ήταν απίστευτη! Αρχίζει να λικνίζεται αισθησιακά κουνώντας με προκλητικό τρόπο τους γοφούς της, όπως μόνο αυτή ξέρει να κάνει και του προσφέρει αφειδώς το πρησμένο από ηδονή αιδοίο με τα υγρά της να τρέχουν ποτάμια.
«Ούτε ο ρασοφόρος σου;» Τη ρωτάει.
«......»
«Δεν άκουσα! Δε μου απαντάς σ’ αυτό που σε ρωτάω..»
«.....» Τίποτα η Ανδρομάχη.
«Σου αρέσει πολύ η ιδέα ή μου φαίνεται; Δεν μιλάς ε; Εντάξει λοιπόν, κατάλαβα…»» της λέει.
Η Ανδρομάχη του δείχνει απροκάλυπτα πλέον ότι της αρέσει αυτό που της λέει, χωρίς όμως να του μιλάει.
«Λοιπόν, το κανονίσαμε…Πες μου τι θες να σου κάνει ο ρασοφόρος καύλα μου!» είπε. «Πες μου τι θες να σου κάνει μουνάρα μου καυλιάρα…» επέμεινε.
Της αρέσει τόσο πολύ αυτό που συμβαίνει. Δεν αντέχει πια και με φωνή βραχνή και σπασμένη από καύλα του λέει: «Θα με γαμήσεις;»
«Ναι Μωρό μου, θα σε γαμήσω. Με καύλωσες πολύ και θέλω να σου τον χώσω. Βλέπω όμως πως θα ήθελες να σε γαμήσει και ο ρασοφόρος. Ή κάνω λάθος;»
«Ναι το θέλω. Το ξέρω πως δεν είναι ηθικό αλλά το θέλω…»
«Πες μου γαμιόλα μου. Τι θες να σου κάνει;» επέμεινε ξανά ο Αλκιβιαδης.
«Σκίσε με! Σκίσε με! Σκίσε μου το μουνάκι!»Τον παρακάλεσε να κάνει γρήγορα.
«Από τώρα;» την ρώτησε ανάλαφρα.. «Είμαστε ακόμη στην αρχή.» Και ξεκίνησε το γλείψιμο με την έμπειρη γλώσσα του, ενώ τα χέρια του παίδευαν υπομονετικά τις κατσαρές τριχούλες του μουνιού της.
Η Ανδρομάχη βογκούσε ανυπόμονα, κουνούσε τη λεκάνη της και ικέτευε για περισσότερη επαφή.
Ο Αλκιβιάδης γέλασε και κατέβηκε χαμηλότερα. Πήρε το μουνί της στο στόμα του και η γλώσσα του εξερεύνησε κάθε του γωνίτσα σχολαστικά. Η γλώσσα του ήταν υπομονετική και επίμονη,
Η Ανδρομάχη σε έκσταση οργασμού, παραδίδεται, χωρίς αντίσταση, εθελουσίως, στον εισβολέα παρακαλώντας τον να μην της αφήσει αλώβητη καμία είσοδο.
Και όταν η Ανδρομάχη του στεκόταν έτσι, με τα στρογγυλά, προκλητικά οπίσθια της μπροστά του, αποτελεί για τον Αλκιβιάδη σεξουαλική ωρολογιακή βόμβα, καθώς στα γεννητικά του όργανα η τριβή είναι μεγάλη ένιωθε έναν καυτό πόθο να φουντώνει μέσα του. Σαν να επιδίωκε να χαράξει την εικόνα της επάνω σε κάθε του κύτταρο και να τυπώσει μέσα του μνήμες ανεξίτηλες.
Το σώμα της ευλύγιστο, σφιχτοδεμένο και ακαταπόνητο έκρυβε μέσα του μια απίστευτη ενέργεια και τέτοια ικμάδα, που τον έκανε σε κάποια φάση να τα χάσει εντελώς, τρομάζοντας στην ιδέα ότι δεν θα τα έβγαζε πέρα εύκολα!
Ένας χείμαρρος από λόγια έβγαιναν απ’ το στόμα του. Της έλεγε πόσο θέλει να τη γαμήσει μέχρι να φωνάξει βοήθεια, να της ξεσκίσει το μουνί κι όταν το χορτάσει να της ανοίξει τον κώλο και να της τον χώσει από κει. Της έλεγε πως θα τη γαμήσει από παντού. Η Ανδρομάχη είχε αφεθεί στα χάδια του, στο άγγιγμα του και στον πόθο του. «Δεν αντέχω τόση καύλα μωρό μου.» του λέει.
Το κεφάλι του προσγειώθηκε πάνω στο μουνί της. Τα χείλη του σφράγισαν τα μουνόχειλα της ρουφώντας τα δυνατά καταπίνοντας τα υγρά που ήδη είχαν βγει έξω. Η γλώσσα του σκαλίζοντας χώνεται μέσα στο μουνάκι της τρίβοντας τα τοιχώματα του. Το κεφάλι της αρχίζει να κουνιέται προς όλες τις κατευθύνσεις. Πάνω – κάτω, δεξιά – αριστερά, πίσω – μπρος, μέσα – έξω. Της κρατά ανασηκωμένα τα πόδια της και χουφτώνει τα κωλομέρια της. Τα ανοίγει και αφήνει την γλώσσα του να γλιστρήσει χαμηλότερα πίσω της πάνω στην τρυπούλα του κώλου της που είναι ήδη μούσκεμα κι αυτή από τα υγρά του μουνιού της. Γλείφει, ρουφάει και δαγκώνει απαλά όλη την περιοχή από την κλειτορίδα μέχρι την κωλοτρυπίδα της. Η γλώσσα του άλλοτε μπαινοβγαίνει δυνατά μέσα στις τρύπες της και άλλοτε τρίβεται με μανία πάνω στην κλειτορίδα της.
Αρχίζει εναλλάξ να της βάζει πότε δάχτυλο στο μουνί της και πότε στον κώλο της. Το κάνει γρήγορα, βασανιστικά, ερεθιστικά.
Με μια κίνηση ο Αλκιβιαδης είχε ήδη μπήξει τη ψωλή του στο μουνί της και τη γαμούσε βογκώντας από ευχαρίστηση. Ο πούτσος του μπαινοβγαίνει εις το μουνί της Ανδρομάχης, ενώ τα χείλη του μουνιού της και ο κόλπος της, σφίγγονται γύρω του όπως κινείται παλινδρομικώς εντός της και τον ένιωσε να χώνεται ολόκληρος στα βάθη του μουνιού της. Ένα δυνατό «Ααχ!» της ξέφυγε, κρατώντας τη από τους γοφούς με τα δυο του χέρια.
«Αυτό θέλω να μου κάνει γαμημένε! Αυτό θέλω πούστη μου. Να με ξεσκίσει από παντού. Αυτό δεν θέλεις γαμημένε άντρα; Να δεις τη μουνάρα μου να τη γαμάει ο φίλος σου ο ρασοφόρος; Φέρτον λοιπόν!» ούρλιαξε και συνέχισε να καρφώνεται πάνω στο σκληρό του καυλί, ενώ εκείνος έμενε ακίνητος. Τον έπαιρνε με λύσσα! Είχε χάσει τον έλεγχο εντελώς
«Γάμησε με! Τώρα! Δεν αντέχω άλλο… Θέλω να γαμηθώ. Θέλω να γαμιέμαι. Τον θέλω μέσα.. βαθιά! Γάμησε με! Πάρε με.»
«Γουστάρεις καριολίτσα! Βλέπεις πώς γαμάνε οι αληθινοί άντρες!» της έλεγε βραχνά, χουφτώνοντας τα βυζάκια της, τσιμπώντας τις ρώγες της. Η Ανδρομάχη άρχισε να κουνιέται μπρος πίσω, σε συγχρονισμό μαζί του, τουρλώνοντας το κωλαράκι της. Αυτό έκανε το γαμήσι τόσο βαθύ, που το κεφάλι του πούτσου του άγγιζε τη μήτρα της, τον έπαιρνε μέσα της μέχρι τη ρίζα. Τα αρχίδια του αντηχούσαν χτυπώντας πάνω στα χειλάκια του μουνιού της και οι τρίχες του τη χάιδευαν. Πόσο πουτάνα ένιωθε έτσι που γαμιόταν... «Γάμα με Μωρό μου, μη σταματάς» παρακάλεσε...«σκίσε την γυναικούλα σου, τιμώρησε την που δε σου καθόταν». Λες και τον σπιρούνισαν τα λόγια της το καυλί του άρχισε να τη σφυροκοπάει με πιότερη μανία, λες και είχε να τη γαμήσει χρόνια. Τα δάχτυλά του σφίχτηκαν γερά γύρω από το λαιμό της, σα να ήθελε να τη πνίξει. «Πόσες νύχτες δεν κοιμήθηκα, δεν έκλεισα μάτι. με βασάνιζε η καύλα μου» της ψιθύρισε στο αυτί, ενώ ταυτόχρονα το δάγκωνε, δάγκωνε το λαιμό της, τους ώμους της, της άφηνε σημάδια. Με μια δυνατή ώθηση, ο πούτσος του χτύπησε δυνατά τη μήτρα της, και έπεσε μπρούμυτα, έπεσε και Αλκιβιαδης πάνω της και έμειναν ακίνητοι, ιδρωμένοι, ξέπνοοι! «Κοριτσάκι μου», της ψιθύρισε τρυφερά...
«Θέλω κι άλλο», είπε η Ανδρομάχη, προσπαθώντας να βρει την ανάσα της. «Πώς γίνεται; Είναι απίστευτο!» «Ούτε που ξεκινήσαμε», απάντησε ο Αλκιβιάδης. Το βλέμμα του ταξίδεψε στο πρόσωπό της καθώς η Ανδρομάχη του χαμογελούσε σαγηνευτικά.
....Κάποια στιγμή ηρέμησαν, της χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά και η μπάσα φωνή του αντήχησε στα αυτιά της. «Μωρό μου... ποια με γάμησε μόλις τώρα;» της αστειεύτηκε γλυκά.
Αυτή προσπάθησε να του χαμογελάσει, αλλά δεν είχε τη δύναμη. Ένιωθε ακόμα αυτό το τυραννικό λίγωμα εκεί χαμηλά στην κοιλιά της... «Θεούλη μου, θέλω κι άλλο...»Εντελώς αυθόρμητα άπλωσε τα χέρια του και την έκλεισε μέσα στην αγκαλιά του.
«Μωρό μου … ∆εν ξέρω αλλά … Σήμερα … Είσαι πολύ καυλιάρα». Της ψιθύρισε τρυφερά στο αυτί.
«Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι» της είπε.
«Σίγουρα»
«Είμαι καλός;»
Έγειρε το κεφάλι της νωχελικά στο μαξιλάρι και «κάρφωσε» την ματιά της στον καθρέφτη του δωματίου τους, που σαν ασάλευτος παρατηρητής, έβλεπε, εδώ και χρόνια, όλες τις προσωπικές στιγμές τους. Έκλεισε τα µάτια της και..... «Σ’ αγαπώ» ήταν η τελευταία της λέξη. Αμέσως μετά, σαν μικρό παιδί, αποκοιμήθηκε.
Η όλη της συμπεριφορά του έδωσε να καταλάβει ότι η σεξουαλική τους κρίση βαίνει προς εκτόνωση. Ταυτόχρονα ένιωσε ένα ενοχλητικό τσιμπηματάκι ζήλιας για το ότι ίσως δεν ήταν αυτός ο κάποιος..... που η καρδιά της χτυπούσε δυνατά απόψε!
Ανάκατες είναι οι σκέψεις που ξεπηδούν ορμητικά σαν χείμαρρος και βγαίνουν από την αφάνεια. Ιστορίες άρχισε να πλάθει στο μυαλό..... φανταστικές ιστορίες αλλά με λεπτομέρειες και συνοχή, για να γεμίσει τα κενά στις υποψίες του κοιτάζοντας τη ζωή τους από την κλειδαρότρυπα του μυαλού του.
Ίσως το κλειδί αυτής της ανέλπιστης ερωτικής πανδαισίας να βρίσκεται καλά κρυμμένο και στον δικό της φαντασιακό της κόσμο. Λένε πως ο άντρας σκέφτεται καθημερινά το σεξ, αλλά κάπου διάβασε μελέτες, ότι μπορεί οι άνδρες να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στις «βρώμικες» σκέψεις, ωστόσο στην περίπτωση των σεξουαλικών φαντασιώσεων όπως φαίνεται τα πρωτεία κατέχουν οι γυναίκες, σύμφωνα με αυτές οι γυναίκες φαντασιώνονται σεξουαλικά σενάρια πιο συχνά από ότι οι άνδρες.
Μέσα λοιπόν από τη δική του φαντασίωση, ακολουθώντας διαδρομές και μονοπάτια στο λαβύρινθο του μυαλού του, ιχνηλατούσε τις πιθανές ερωτικές φαντασιώσεις της συντρόφου του, φτάνοντας μέχρι εκεί που εξοικειώνεται όλο και περισσότερο με την ιδέα της πραγματοποίησής τους.
«Σάρκα και οστά» ένιωσε να παίρνει σιγά-σιγά στο μυαλό του, η ερωτική φαντασίωση της συντρόφου του σε μια σχέση της με το ρασοφόρο εξομολόγο της.
Τους φαντάζεται να την αγκαλιάζει ντυμένος τα ράσα του και η μυρωδιά του λιβανιού να αναδύεται απ’ γύρο τους, εκεί στο μικρό δωματιάκι που ο ιερέας εκτελούσε τις εξομολογήσεις του. Ίσως και να υπάρχει και κάποια σεξουαλική σχέση μεταξύ τους που όμως μένει καλά κρυμμένη, γιατί δεν θα ήθελαν να διαταράξουν την φήμη τους.
Και να που οι σπηλιές της μνήμης του, έχουν πλημμυρίσει, ερμηνεύοντας περασμένες εικόνες της καθημερινότητας της συντρόφου του με τον εξομολόγο της.
Οι φαντασιώσεις του ξεκινούν από την εποχή που ο ιερέας ήρθε για πρώτη φορά στην ενορία τους.
Πρέπει να ήταν κοντά στα τριάντα πέντε του χρόνια περίπου. Του Αλκιβιάδη δεν του είναι εύκολο να περιγράψει τη γοητεία που ακτινοβολούσε. Θα σου έλεγε απλά πως ήταν διαφορετικός και μοναδικός άνθρωπος. Ψηλός, ευθυτενής, ξανθοκόκκινα μαλλιά, με μία γοητεία στα μπλε σκούρα μάτια που τρέλαινε το γυναικείο φύλο, και βαθιά φωνή, «ο γοητευτικός Βίκινγκ» τον αποκαλούσε η σύντροφος του. Πάντα ντυμένος κομψά, είχε αυτοπεποίθηση. Την γενειάδα του την διατηρούσε περιποιημένη, κοντά κουρεμένη και το ξανθοκόκκινο μαλλί του συνήθως το έδενε σε αλογοουρά.
Χαρισματικός τους μάγεψε όλους στη μικρή ενορία τους, απλά και μόνο η αύρα που ακτινοβολούσε και η αναμφισβήτητη γοητεία του προκαλούσε τα βλέμματα πάνω του. Γεμάτος νέες ιδέες, ξεχωριστός θεολόγος, ακαταπόνητος ξομολόγος, πόλος έλξης των πιστών ενοριτών.
Η όλη της συμπεριφορά του έδωσε να καταλάβει ότι η σεξουαλική τους κρίση βαίνει προς εκτόνωση. Ταυτόχρονα ένιωσε ένα ενοχλητικό τσιμπηματάκι ζήλιας για το ότι ίσως δεν ήταν αυτός ο κάποιος..... που η καρδιά της χτυπούσε δυνατά απόψε!
Ανάκατες είναι οι σκέψεις που ξεπηδούν ορμητικά σαν χείμαρρος και βγαίνουν από την αφάνεια. Ιστορίες άρχισε να πλάθει στο μυαλό..... φανταστικές ιστορίες αλλά με λεπτομέρειες και συνοχή, για να γεμίσει τα κενά στις υποψίες του κοιτάζοντας τη ζωή τους από την κλειδαρότρυπα του μυαλού του.
Ίσως το κλειδί αυτής της ανέλπιστης ερωτικής πανδαισίας να βρίσκεται καλά κρυμμένο και στον δικό της φαντασιακό της κόσμο. Λένε πως ο άντρας σκέφτεται καθημερινά το σεξ, αλλά κάπου διάβασε μελέτες, ότι μπορεί οι άνδρες να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στις «βρώμικες» σκέψεις, ωστόσο στην περίπτωση των σεξουαλικών φαντασιώσεων όπως φαίνεται τα πρωτεία κατέχουν οι γυναίκες, σύμφωνα με αυτές οι γυναίκες φαντασιώνονται σεξουαλικά σενάρια πιο συχνά από ότι οι άνδρες.
Μέσα λοιπόν από τη δική του φαντασίωση, ακολουθώντας διαδρομές και μονοπάτια στο λαβύρινθο του μυαλού του, ιχνηλατούσε τις πιθανές ερωτικές φαντασιώσεις της συντρόφου του, φτάνοντας μέχρι εκεί που εξοικειώνεται όλο και περισσότερο με την ιδέα της πραγματοποίησής τους.
«Σάρκα και οστά» ένιωσε να παίρνει σιγά-σιγά στο μυαλό του, η ερωτική φαντασίωση της συντρόφου του σε μια σχέση της με το ρασοφόρο εξομολόγο της.
Τους φαντάζεται να την αγκαλιάζει ντυμένος τα ράσα του και η μυρωδιά του λιβανιού να αναδύεται απ’ γύρο τους, εκεί στο μικρό δωματιάκι που ο ιερέας εκτελούσε τις εξομολογήσεις του. Ίσως και να υπάρχει και κάποια σεξουαλική σχέση μεταξύ τους που όμως μένει καλά κρυμμένη, γιατί δεν θα ήθελαν να διαταράξουν την φήμη τους.
Και να που οι σπηλιές της μνήμης του, έχουν πλημμυρίσει, ερμηνεύοντας περασμένες εικόνες της καθημερινότητας της συντρόφου του με τον εξομολόγο της.
Οι φαντασιώσεις του ξεκινούν από την εποχή που ο ιερέας ήρθε για πρώτη φορά στην ενορία τους.
Πρέπει να ήταν κοντά στα τριάντα πέντε του χρόνια περίπου. Του Αλκιβιάδη δεν του είναι εύκολο να περιγράψει τη γοητεία που ακτινοβολούσε. Θα σου έλεγε απλά πως ήταν διαφορετικός και μοναδικός άνθρωπος. Ψηλός, ευθυτενής, ξανθοκόκκινα μαλλιά, με μία γοητεία στα μπλε σκούρα μάτια που τρέλαινε το γυναικείο φύλο, και βαθιά φωνή, «ο γοητευτικός Βίκινγκ» τον αποκαλούσε η σύντροφος του. Πάντα ντυμένος κομψά, είχε αυτοπεποίθηση. Την γενειάδα του την διατηρούσε περιποιημένη, κοντά κουρεμένη και το ξανθοκόκκινο μαλλί του συνήθως το έδενε σε αλογοουρά.
Χαρισματικός τους μάγεψε όλους στη μικρή ενορία τους, απλά και μόνο η αύρα που ακτινοβολούσε και η αναμφισβήτητη γοητεία του προκαλούσε τα βλέμματα πάνω του. Γεμάτος νέες ιδέες, ξεχωριστός θεολόγος, ακαταπόνητος ξομολόγος, πόλος έλξης των πιστών ενοριτών.
Η φύση τον προίκισε μ' αυτό το υπέροχο πρόσωπο και το σώμα. «Δώρο του Θεού προς τις γυναίκες». Ο ιδανικός εραστής σ΄ ένα γυναικείο κοινό που να εξάπτει τη φαντασία τους και τον καλά κρυμμένο ερωτισμό τους και να τον ξυπνάει από τις βαθιές βουτιές στα ζεστά νερά των σκέψεών τους τόσο ζωντανά, που θα μπορούσαν ακόμη και να βιώσουν ένα είδος πνευματικής σεξουαλικής κορύφωσης.
Ξεχώριζε ανάμεσα στα λιβάνια, πνιγμένος στο τρεμάμενο χορό των κεριών, επιβλητικός με τα ράσα ποτισμένα με το χρώμα της καμπάνας. Πολλές θα ήθελαν να τον έχουν εραστή. Κάθε Κυριακή στριμώχνονταν στο μικρό εκκλησάκι για να απολαύσουν τη μορφή του, τη βαθιά του φωνή, το κήρυγμα του με χαμηλωμένα τα βλέμματα μπροστά στην ερωτιάρικη ματιά του. Είχε χάρισμα, ήταν κορυφή. Με κόκκινα τα πρόσωπα τους όταν «ξεμπρόστιαζε» το άλαλο πλήθος για την έλλειψη ηθικής και αξιοπρέπειας, για την αδυναμία τούς να πολεμήσουν τούς πειρασμούς, που οι περισσότερες ενορίτισσες αυτούς τους πειρασμούς, πολύ θα επιθυμούσαν να γευτουν μαζί του.
Και κατά την γνώμη του, δεν υπήρχε περίπτωση να του αντισταθεί γυναίκα αν την ήθελε, και δεν υπήρχε περίπτωση να αγνοήσει γυναίκα αν τον ήθελε εκείνη, να βγάλει την κιλότα της, και να τον δεχθεί μέσα της, για να σώσει τη ψυχή της. Να γυμνωθεί για να την ευλογήσει. Να γίνει ο πνευματικός (και εραστής) της και μέσα από το σεξ να λυτρωθεί η ψυχή της πριν την εξομολογήσει!
Ήταν από μεγάλο-αστική οικογένεια, με σλαβική καταγωγή από την πλευρά της μητέρας του και με ιδιαιτέρους δεσμούς με το πατριαρχείο. Με εξαιρετικές θεολογικές σπουδές, ήξερε να συνδυάζει την ιεροσύνη με την ομορφιά της ζωής. Μιλούσε τρεις τέσσερις γλώσσες, οι πληροφορίες του πίστωναν ότι είχε εγκαταλείψει στο παρελθόν την νομική επιστήμη για άγνωστους προσωπικούς λόγους.
Σαν άγαμος κατείχε και τον τίτλο.... Ιερατικός Προϊστάμενος...... Από τις πρώτες στιγμές του ερχομού του ο ιερέας έγινε δεκτός στην ενορία με συναισθήματα συμπάθειας και οικειότητας. Ιδιαίτερα όμως με την Ανδρομάχη είχε αποκτήσει μια πιο προσωπική σχέση, μπήκε στη ζωή της με οικειότητα, υπήρξε το στοιχείο της εγγύτητας αναμεταξύ τους και νοιώθουν οικεία, άνετα και ζεστά στην επαφή τους.
Τον δέχτηκε με μεγάλη ευχαρίστηση για εξομολόγο της.
Με την προτροπή του άρχισε να συμμετέχει ενεργά σε διάφορες δράσεις της εκκλησίας. Ταυτόχρονα της έδωσε την δυνατότητα να προβάλλει τις δεξιότητες της προς όφελος της ενορίας και να διαδραματίζει πολλές φορές πρωταγωνιστικό ρόλο σε ορισμένες εκδηλώσεις, με έντονο το στοιχείο της κοινωνικής προσφοράς.
Θυμάται πως ο ιερέας ερχόταν στο σπίτι τους αρχικά για τον αγιασμό, η για κάποιο ευχέλαιο. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα η οικειότητα με την Ανδρομάχη συνέβαλε στην ανάπτυξη φιλικών δεσμών ανάμεσα σε όλα τα μέλη της οικογένειας με τον γοητευτικό ιερέα, με αποτέλεσμα ότι οι σχέσεις μεταξύ τους να γίνουν θερμές, φιλικές και οι επισκέψεις του αρκετά συχνές, μέσα σε εγκάρδιο οικογενειακό κλίμα.
Ήταν από μεγάλο-αστική οικογένεια, με σλαβική καταγωγή από την πλευρά της μητέρας του και με ιδιαιτέρους δεσμούς με το πατριαρχείο. Με εξαιρετικές θεολογικές σπουδές, ήξερε να συνδυάζει την ιεροσύνη με την ομορφιά της ζωής. Μιλούσε τρεις τέσσερις γλώσσες, οι πληροφορίες του πίστωναν ότι είχε εγκαταλείψει στο παρελθόν την νομική επιστήμη για άγνωστους προσωπικούς λόγους.
Σαν άγαμος κατείχε και τον τίτλο.... Ιερατικός Προϊστάμενος...... Από τις πρώτες στιγμές του ερχομού του ο ιερέας έγινε δεκτός στην ενορία με συναισθήματα συμπάθειας και οικειότητας. Ιδιαίτερα όμως με την Ανδρομάχη είχε αποκτήσει μια πιο προσωπική σχέση, μπήκε στη ζωή της με οικειότητα, υπήρξε το στοιχείο της εγγύτητας αναμεταξύ τους και νοιώθουν οικεία, άνετα και ζεστά στην επαφή τους.
Τον δέχτηκε με μεγάλη ευχαρίστηση για εξομολόγο της.
Με την προτροπή του άρχισε να συμμετέχει ενεργά σε διάφορες δράσεις της εκκλησίας. Ταυτόχρονα της έδωσε την δυνατότητα να προβάλλει τις δεξιότητες της προς όφελος της ενορίας και να διαδραματίζει πολλές φορές πρωταγωνιστικό ρόλο σε ορισμένες εκδηλώσεις, με έντονο το στοιχείο της κοινωνικής προσφοράς.
Θυμάται πως ο ιερέας ερχόταν στο σπίτι τους αρχικά για τον αγιασμό, η για κάποιο ευχέλαιο. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα η οικειότητα με την Ανδρομάχη συνέβαλε στην ανάπτυξη φιλικών δεσμών ανάμεσα σε όλα τα μέλη της οικογένειας με τον γοητευτικό ιερέα, με αποτέλεσμα ότι οι σχέσεις μεταξύ τους να γίνουν θερμές, φιλικές και οι επισκέψεις του αρκετά συχνές, μέσα σε εγκάρδιο οικογενειακό κλίμα.
Με την πάροδο του χρόνου στη διάρκεια αυτών των επισκέψεων ο ιερέας θαύμαζε το λυγερό κορμί της, τους καλοφτιαγμένους γοφούς της, το ολοστρόγγυλο και γεμάτο υποσχέσεις στήθος της που ξεχείλιζε απ' το μπούστο της. Πάνω απ' όλα όμως τον τρέλαιναν τα μεγάλα, μελιά της μάτια, τα βαθιά σαν το πέλαγος, που του στέλνουν βλέμματα γεμάτα μηνύματα και λόγια ανείπωτα που τον κάνουν να φλέγεται και ν' ανεβαίνουν οι παλμοί του.
Και το ξέρει. Το ξέρει από την πρώτη στιγμή. Σε εκείνη την πρώτη αθώα ματιά, σε εκείνο το πρώτο δευτερόλεπτο που άγγιξε το βλέμμα της, σε εκείνη την πρώτη τριβή των ματιών τους, σε εκείνη την χειραψία κλείσανε την σιωπηρή τους συμφωνία. «Εμείς οι δύο θα μπλέξουμε!»
...Όταν πλησίαζε να τον σερβίρει, το διακριτικό πιπεράτο άρωμα της τον σαγήνευε του ξεσήκωνε τις αισθήσεις, τον τρέλαινε και τον ε παρέσυρε η μέθη του. 'Ένας άκρατος πόθος τον έκανε ξαφνικά να λαχταρά να φιλήσει τη σάρκα των χειλιών της μέχρι να τα ματώσει, να λιώσει τούτο το σβέλτο κορμί κάτω απ' το δικό του. Ορκίστηκε πως δε θα την άφηνε με κανέναν τρόπο να του ξεφύγει. Είναι αποφασισμένος να γίνει ο εραστής της και να την οδηγήσει σε ερωτικές τους συνευρέσεις!
Και αυτή με τη σειρά της τον μελέταγε, καθώς πήγαινε κι ερχότανε, και όσο το κορμί της έλιωνε κάτω απ' το αδιάκριτο βλέμμα του, τόσο η ψυχή της ξεσηκωνόταν οργισμένη. Μάχη γινόταν μέσα της, δεν ήξερε αν έπρεπε ν' ακούσει την καρδιά της ή το μυαλό. Τα βλέμματα τους μιλάνε από μόνα τους, τα λένε όλα χωρίς να πούνε τίποτα και λένε τόσα, όσα ποτέ τα χείλη τους δεν θα μπορούσαν να ξεστομίσουν, κι αν τα μάτια διέθεταν φωνή θα γινόταν σαματάς. Κι όταν τα μάτια αντικρίζουν κάτι που τους αρέσει, τα σώματα παίρνουν φωτιά, η καρδιά ανοίγει φτερά και το ένστικτο καλεί το άτομο να πλησιάσει, προκειμένου να ερευνήσουν και οι υπόλοιπες αισθήσεις το αντικείμενο του πόθου. Λένε πως η λαγνεία ακριβώς όπως και το νερό, πάντοτε βρίσκει το χαμηλότερο επίπεδο. Εάν υπάρχει έστω και μια τρυπούλα, μια χαραμάδα ή μια μικρή αδυναμία στον χαρακτήρα, η λαγνεία θα τη βρει.Γι’ αυτή είναι ένα μόνιμο ερωτηματικό
στην ψυχή της, τι θα συμβεί άραγε αν, κι αυτό το αν καίει σιωπηλά
αφήνοντας χαρακιές στην καρδιά της. Μια φωτιά που σιγοκαίει, αθόρυβα και
σε κάποιο φύσημα του ανέμου μπορεί να γίνει πυρκαγιά. Ας μην ξεχνάμε
ότι «πειρασμός» είναι το άλλο όνομα του παράφορου έρωτα! Και όπως όλοι
ξέρουν, είναι εύκολο να παρασυρθείς από πειρασμούς, που συνήθως
προκύπτουν όταν δεν τους περιμένεις.
Κάθε φορά λοιπόν που ο ιερέας τους επισκεπτόταν και τον συνόδευε από την είσοδο του σπιτιού στο σαλόνι κινούσε με κόσμια χυδαιότητα τη μέση της, τους γοφούς της....... ένιωθε το εσώρουχο της να έχει ποτίσει από τα υγρά της. Φρόντιζε να ντύνεται απλά, με φορέματα που τόνιζαν τις αρμονικές καμπύλες στο κορμί της και άφηναν ακάλυπτα τα καλλίγραμμα πόδια της. Από κάτω φορούσε συνήθως ολόμαυρα μικροσκοπικά διάφανα βρακάκια με το μουνί της να διαγράφεται μέσα από το εσώρουχο. Σε κάθε δυνατή ευκαιρία του έδινε την απόλαυση να έχει οπτική επαφή με το αρχέγονο σπήλαιο της ηδονής, προκαλώντας του τον πόθο να φουντώνει και να θεριεύει. Το σώμα του λέει ότι είναι λάθος να πάει εκεί που ο νους το υποχρεώνει. Μα ο νους είναι αληταριό που όλο δραπετεύει... και φτερουγίζει χαμηλά βαθιά μες στο κορμί του....
....Σάββατο!! Ο Αλκιβιάδης, της Ανδρομάχης της έκανε την καρδιά περιβόλι σήμερα. Επί της ευκαιρίας που σύντομα θα έφευγε για επαγγελματικό ταξίδι την παρακάλεσε να κάνουν ένα μικρό τραπέζι στα αδέλφια τους μαζί και τις γυναίκες τους . Η Ανδρομάχη δυσανασχετούσε που όταν μαζεύονται λένε του κόσμου τις μαλακίες. Βαθυστόχαστες αναλύσεις, εργατικά, ποδοσφαιρικά, την κατάσταση στο χώρο της υγείας του εμπορίου. Οι γυναίκες τους αν και δεν είναι σεμνότυφες μερικές φορές από τον τρόπο που μιλάνε της μοιάζουν αγάμητες εντελώς. Σήμερα δεν ξέρει τι την έπιασε και βαριόταν ακόμα και τον εαυτό της….
Μα ως Λέων, είναι πεισματάρα και αισιόδοξη μέχρι αηδίας, δεν γινόταν να λοιπόν λουφάρει. «Κούκλε μου! Ευκαιρία λέω να καλέσουμε και τον φίλο μας τον ιερέα να μας ευλογήσει και το τραπέζι.»
Ο ιερέας απάντησε θετικά…. ευχαρίστησε για την πρόσκληση. Θα παρευρεθεί με μεγάλη χαρά.. Ανυπομονεί να την δει και πάλι από κοντά.
Τις άλλες φορές που γινόταν οι οικογενειακές συγκεντρώσεις, συνήθως ντυνόταν με ιδιαίτερα ευπρεπή και σεμνό, τρόπο. Σήμερα διάλεξε από την πλούσια γκαρνταρόμπα της κάτι πιο προκλητικό. Το ιδιαίτερα αποκαλυπτικό ντύσιμο της το συνδύασε με μια μακριά ποδιά νοικοκυράς που την κάλυπτε και τις απέδιδε την πρέπουσα οικογενειακή σεμνότητα καλύπτοντας τα ακάλυπτα.
Μόλις την αντίκρισε ο Αλκιβιάδης πριν φορέσει την ποδιά της νοικοκυράς έπαθε πλάκα. «Το ήξερα ότι έχω τόσο σέξι σύντροφο!» της λέει και γελάει.
«Νομίζω αγάπη μου ότι φόρεσα αυτά τα ρούχα για να αισθάνεσαι υπερήφανος για την σύντροφο που έχεις δίπλα σου.»
Οι καλεσμένοι άρχισαν σιγά σιγά να καταφθάνουν. Αργοπορημένος και εντυπωσιακός έφτασε και ο ιερέας τους.
Την χαιρέτισε της έσφιξε το χέρι, κράτησε στην παλάμη του την δική της μερικά δευτερόλεπτα και με το βλέμμα του την έγδυσε κυριολεκτικά!
«Να σας συστήσω από δω τον καινούριο μας ιερέα του ναού μας.»
«Ανύπαντρος και μεγάλος γυναικοκατακτητής!» λέει ο Αλκιβιάδης χαμογελώντας.
«Αναρωτιέμαι πως γίνεται αυτό;» ρωτάει η κουνιάδα της. «Ιερέας και ελεύθερος;»
«Με περιοριστικούς όρους και χρηματική εγγύηση.» Την πληροφορεί κεφάτα ο Αλκιβιάδης.
«Σε κοροϊδεύει λατρεία μου. Είναι Ιερατικός Προϊστάμενος.. και με λαμπρό μέλλον…»
Της εξήγησε η Ανδρομάχη.
Και αυτή με τη σειρά της τον μελέταγε, καθώς πήγαινε κι ερχότανε, και όσο το κορμί της έλιωνε κάτω απ' το αδιάκριτο βλέμμα του, τόσο η ψυχή της ξεσηκωνόταν οργισμένη. Μάχη γινόταν μέσα της, δεν ήξερε αν έπρεπε ν' ακούσει την καρδιά της ή το μυαλό. Τα βλέμματα τους μιλάνε από μόνα τους, τα λένε όλα χωρίς να πούνε τίποτα και λένε τόσα, όσα ποτέ τα χείλη τους δεν θα μπορούσαν να ξεστομίσουν, κι αν τα μάτια διέθεταν φωνή θα γινόταν σαματάς. Κι όταν τα μάτια αντικρίζουν κάτι που τους αρέσει, τα σώματα παίρνουν φωτιά, η καρδιά ανοίγει φτερά και το ένστικτο καλεί το άτομο να πλησιάσει, προκειμένου να ερευνήσουν και οι υπόλοιπες αισθήσεις το αντικείμενο του πόθου. Λένε πως η λαγνεία ακριβώς όπως και το νερό, πάντοτε βρίσκει το χαμηλότερο επίπεδο. Εάν υπάρχει έστω και μια τρυπούλα, μια χαραμάδα ή μια μικρή αδυναμία στον χαρακτήρα, η λαγνεία θα τη βρει.
Η
Ανδρομάχη ψηλή, λυγερή, ξεχειλίζοντας από αυτοπεποίθηση και σιγουριά
στο βλέμμα της, έτσι για να παίξει μαζί του, σήκωνε τα χέρια πάνω απ' το
κεφάλι της, τα τέντωνε με νάζι, δήθεν να ξεμουδιάσει, και περνούσε τα
δάχτυλα στα ελεύθερα κυματιστά μαλλιά της που πλαισίωναν το όμορφο
πρόσωπο της. Η αυθόρμητη αλλά αισθησιακή αυτή κίνηση ανασήκωνε
και πρόβαλε τα στήθη της, υπογραμμίζοντας τις υπέροχες καμπύλες στο
ζουμερό κορμό της και στο πρόσωπό της ζωγραφιζόταν ένα πονηρό γεμάτο
νόημα φιλάρεσκο χαμόγελο που διώχνει κάθε φόβο, κάθε ντροπή και κάθε
ανασφάλεια, την ώρα που καθόταν με άνεση απέναντι του.
Στριφογύριζε
στην καρέκλα της, έστρεφε το σώμα της προς την πλευρά του με εύσχημο
τρόπο, ξεσταύρωνε και σταύρωνε ξανά τα πόδια της επίτηδες αργά και
προσεκτικά, ξέροντας ότι ο ιερέας την έτρωγε με τα μάτια του! Και τότε
αρχίζει ένα ηδονικό παιχνίδι των αισθήσεων προσφέροντας στο οπτικό του
πεδίο μια στιγμιαία θέα του μαύρου δαντελένιου εσωρούχου της ώστε να
δώσει την ευκαιρία στο βλέμμα του να εισχωρεί βαθιά ανάμεσα στα πόδια
της προσπαθώντας να απολαύσει το θέαμα. Το ένιωθε
στα πλούσια στήθη της, στο βελουδένιο και λείο δέρμα της, αισθανόταν το
βλέμμα του να κάνει θόρυβο και να σέρνεται στο χυμώδες κορμί της, στα
χυτά της πόδια, στην «αθέατη» θυσανωτή πηγή της, εκεί όπου
επικεντρωνόταν ο πόθος του. Οι γενναιόδωρες καμπύλες της
άγγιζαν τις πιο λεπτές χορδές της λίμπιντο του, εξάπτοντας τις αισθήσεις
του. Οι πεταλούδες αρχίζουν τον ξέφρενο χορό τους στο στομάχι του
προσπαθώντας να σκαρφαλώσουν στα χείλη και να εκφράσουν έναν καταρράκτη
συναισθημάτων. Ήταν φανερό ότι η αρχική συμπάθεια του είχε μετατραπεί σε
πάθος. Τον καταλαβαίνει και την καταλαβαίνει. Κοιτάζετε ο ένας τον άλλο
και ανεβαίνουν οι παλμοί.
Κάθε φορά λοιπόν που ο ιερέας τους επισκεπτόταν και τον συνόδευε από την είσοδο του σπιτιού στο σαλόνι κινούσε με κόσμια χυδαιότητα τη μέση της, τους γοφούς της....... ένιωθε το εσώρουχο της να έχει ποτίσει από τα υγρά της. Φρόντιζε να ντύνεται απλά, με φορέματα που τόνιζαν τις αρμονικές καμπύλες στο κορμί της και άφηναν ακάλυπτα τα καλλίγραμμα πόδια της. Από κάτω φορούσε συνήθως ολόμαυρα μικροσκοπικά διάφανα βρακάκια με το μουνί της να διαγράφεται μέσα από το εσώρουχο. Σε κάθε δυνατή ευκαιρία του έδινε την απόλαυση να έχει οπτική επαφή με το αρχέγονο σπήλαιο της ηδονής, προκαλώντας του τον πόθο να φουντώνει και να θεριεύει. Το σώμα του λέει ότι είναι λάθος να πάει εκεί που ο νους το υποχρεώνει. Μα ο νους είναι αληταριό που όλο δραπετεύει... και φτερουγίζει χαμηλά βαθιά μες στο κορμί του....
....Σάββατο!! Ο Αλκιβιάδης, της Ανδρομάχης της έκανε την καρδιά περιβόλι σήμερα. Επί της ευκαιρίας που σύντομα θα έφευγε για επαγγελματικό ταξίδι την παρακάλεσε να κάνουν ένα μικρό τραπέζι στα αδέλφια τους μαζί και τις γυναίκες τους . Η Ανδρομάχη δυσανασχετούσε που όταν μαζεύονται λένε του κόσμου τις μαλακίες. Βαθυστόχαστες αναλύσεις, εργατικά, ποδοσφαιρικά, την κατάσταση στο χώρο της υγείας του εμπορίου. Οι γυναίκες τους αν και δεν είναι σεμνότυφες μερικές φορές από τον τρόπο που μιλάνε της μοιάζουν αγάμητες εντελώς. Σήμερα δεν ξέρει τι την έπιασε και βαριόταν ακόμα και τον εαυτό της….
Μα ως Λέων, είναι πεισματάρα και αισιόδοξη μέχρι αηδίας, δεν γινόταν να λοιπόν λουφάρει. «Κούκλε μου! Ευκαιρία λέω να καλέσουμε και τον φίλο μας τον ιερέα να μας ευλογήσει και το τραπέζι.»
Ο ιερέας απάντησε θετικά…. ευχαρίστησε για την πρόσκληση. Θα παρευρεθεί με μεγάλη χαρά.. Ανυπομονεί να την δει και πάλι από κοντά.
Τις άλλες φορές που γινόταν οι οικογενειακές συγκεντρώσεις, συνήθως ντυνόταν με ιδιαίτερα ευπρεπή και σεμνό, τρόπο. Σήμερα διάλεξε από την πλούσια γκαρνταρόμπα της κάτι πιο προκλητικό. Το ιδιαίτερα αποκαλυπτικό ντύσιμο της το συνδύασε με μια μακριά ποδιά νοικοκυράς που την κάλυπτε και τις απέδιδε την πρέπουσα οικογενειακή σεμνότητα καλύπτοντας τα ακάλυπτα.
Μόλις την αντίκρισε ο Αλκιβιάδης πριν φορέσει την ποδιά της νοικοκυράς έπαθε πλάκα. «Το ήξερα ότι έχω τόσο σέξι σύντροφο!» της λέει και γελάει.
«Νομίζω αγάπη μου ότι φόρεσα αυτά τα ρούχα για να αισθάνεσαι υπερήφανος για την σύντροφο που έχεις δίπλα σου.»
Οι καλεσμένοι άρχισαν σιγά σιγά να καταφθάνουν. Αργοπορημένος και εντυπωσιακός έφτασε και ο ιερέας τους.
Την χαιρέτισε της έσφιξε το χέρι, κράτησε στην παλάμη του την δική της μερικά δευτερόλεπτα και με το βλέμμα του την έγδυσε κυριολεκτικά!
«Να σας συστήσω από δω τον καινούριο μας ιερέα του ναού μας.»
«Ανύπαντρος και μεγάλος γυναικοκατακτητής!» λέει ο Αλκιβιάδης χαμογελώντας.
«Αναρωτιέμαι πως γίνεται αυτό;» ρωτάει η κουνιάδα της. «Ιερέας και ελεύθερος;»
«Με περιοριστικούς όρους και χρηματική εγγύηση.» Την πληροφορεί κεφάτα ο Αλκιβιάδης.
«Σε κοροϊδεύει λατρεία μου. Είναι Ιερατικός Προϊστάμενος.. και με λαμπρό μέλλον…»
Της εξήγησε η Ανδρομάχη.
Αργά απόγευμα αναχώρησαν οι συγγενείς. Έμεινε ο ιερέας με τον Αλκιβιάδη να συζητούν σε χαλαρούς ρυθμούς στο σαλόνι του σπιτιού τα συνηθισμένα! Κουβέντα, γέλιο, κουτσομπολιό, πως τα περάσαν αυτές τις ημέρες κλπ.!. Μετά από λίγο σηκώθηκαν από την τραπεζαρία του σαλονιού και κάθισαν στους καναπέδες για πιο αναπαυτικά. Είχαν καταναλώσει μερικά ποτηράκια κρασί, η διάθεσή τους είχε φτιάξει για τα καλά. Το ίδιο και της Ανδρομάχης. Έβγαλε την ποδιά της και κάθισε μαζί τους με στο σαλόνι, έχοντας στην απέναντι πολυθρόνα τον ιερέα, και στην άλλη τον Αλκιβιάδη απολαμβάνοντας την παρέα τους μ’ ένα ακόμη ποτήρι κρασί.
Η Ανδρομάχη
αφαιρώντας την ποδιά της νοικοκυράς ήταν ολοφώτεινη και λαμπρή! Φορούσε
ψηλά τακούνια, λίγο κραγιόν και μεϊκάπ, και είχε βάψει σήμερα
καστανοκόκκινα τα γοητευτικά κυματιστά μαλλιά της.Φορούσε ένα κρεμ
εφαρμοστό φόρεμα πάνω από το γόνατο που αναδείκνυε ιδανικά την
γυμνασμένη σιλουέτα της, αφήνοντας τα ακάλτσωτα πόδια της να
ακτινοβολούν προκλητικότητα και σέξι! Όσο για το ντεκολτέ της μη το
συζητάς! Υπερτόνιζε τα ζουμερά της στήθη, έτοιμα να πεταχτούν έξω από
αυτό! Γινόταν ακόμη πιο προκλητική όταν έσκυβε λίγο που μπορούσε να
διακρίνει κανείς τις μαύρες θηλές της με τον σκουρόχρωμο «περίγυρό
τους!» Ολόκληρη σκέτη κόλαση!!
Τα μάτια του ιερέα, ήταν κολλημένα στα γυμνά της πόδια, ενώ η έκφραση στο πρόσωπο του Αλκιβιάδη, μαρτυρούσε την απόλυτη ικανοποίηση του, για την εμφάνιση της. Για να κρατήσει απλώς τα προσχήματα, ζήτησε συγγνώμη σκόπιμα, σηκώθηκε, λέγοντας ότι πάει να βάλει κάτι πιο άνετο και καθημερινό. Με μεγάλη της ευχαρίστηση, άκουσε τον Αλκιβιάδη να λέει ότι είναι μια χαρά έτσι λαμπερή, κι ότι ο ιερεας είναι αδελφικός φίλος και την καταλαβαίνει και νιώθει και άνετα μαζί τους. Άλλο που δεν ήθελε! Γλίστρησε αναπαυτικά στον καναπέ, σταυροπόδι, αδιαφορώντας για το ότι το ένα της πόδι ήταν ακάλυπτο μέχρι ψηλά τον γοφό της.
Ο ιερέας όπως συνήθως τη φλερτάριζε έτσι και σε όλη τη διαδικασία της οικογενειακής συνάθροισης δεν σταμάτησε να την φλερτάρει να κερδίσει την προσοχή της ώστε να της δώσει να καταλάβει ότι ενδιαφέρεται για αυτήν και ότι θέλει ακόμα περισσότερα. Έπαιζε μαζί της με έναν άκρως προκλητικό τρόπο, όταν τάχα μου τυχαία περνούσε δίπλα του κι έγερνε ελαφρώς το κεφάλι του για να μυρίσει το άρωμά της. Μα και η Ανδρομάχη σε αντάλλαγμα, του έκανε κομπλιμέντα και εκθείαζε τις ικανότητές του έλεγε πως είναι πολύ γοητευτικός και τον ενθάρρυνε πως ενδιαφέρεσαι για αυτόν.
Μπροστά στον Αλκιβιάδη φλερτάρουν διακριτικά, με τα μάτια, με το χαμόγελο, με λίγα λόγια και με προσγειωμένες απόψεις, μα σε κάθε άλλη ευκαιρία που τους δινόταν το 'κάνανε φανερά, απροκάλυπτα και μάλιστα «επικίνδυνα»! Τότε που η ερωτική τους διέγερση της σεξουαλικής τους επιθυμίας τους φτάνει σε ένα σημείο όπου να είναι τόσο αποφασισμένοι ώστε να μην τους ενδιαφέρει τίποτα άλλο, εκτός από το να σκέφτονται ο ένας την αγκαλιά του άλλου και πως θα προσφερθεί ολοκληρωτικά ο ένας στον άλλο σε μια σεξουαλική επαφή για την απόλαυση.».
Δεν είχε περάσει παρά λίγος χρόνος που είχαν καθίσει στους καναπέδες του σαλονιού πίνοντας τα ποτά τους που χτύπησε το κινητό του Αλκιβιάδη. Ο Αλκιβιάδης αντιλαμβανόμενος τη σεξουαλική αύρα που διακατέχει τον ιερέα και την Ανδρομάχη, άδραξε την ευκαιρία να τους αφήσει μόνους να φλερτάρουν ελεύθερα, διότι δήθεν του τηλεφώνησαν απ’ το γραφείο για κάτι επείγον. Τους ζήτησε συγγνώμη… «Με την άδεια σας εμένα θα μου επιτρέψετε να απουσιάσω για κάποιο εύλογο χρόνο. Είναι ανάγκη να ενημερώσω μερικά επαγγελματικά Email και ίσως καθυστερήσω. Εσείς πείτε τα με την ησυχία σας. Έχετε τόσα πολλά κοινά ενδιαφέροντα που εγώ νιώθω ότι είμαι απλά ένας πολύ καλός ακροατής στη συζήτηση σας. Είναι άγραφος κανόνας, πως όσα περισσότερα κοινά έχετε μεταξύ σας τόσο πιο ομαλά κι αβίαστα έχει εξελιχθεί η σχέση σας. Η αλήθεια είναι πως το να έχεις κοινά ενδιαφέροντα με κάποιον είναι ένας πολύ καλός τρόπος για να δεθείς και να αναπτύξεις οικειότητα, καθώς υπάρχουν πολλές ευκαιρίες και πολλοί λόγοι για να περνάτε χρόνο μαζί. Εκμεταλλευτείτε το χρόνο σας λοιπόν.
Ο Αλκιβιάδης βγήκε από το σαλόνι ακολουθούμενος από τα βλέμματα τους μέχρι που χάθηκε πίσω από την πόρτα του γραφείου του. Στο σαλόνι για μια στιγμή επικρατεί απόλυτη ησυχία! Οι δύο «συνωμότες» είχαν μέρες να βρεθούν και η διάθεσή τους να ξεκινήσουν την «δική» τους κουβέντα ήταν έντονη! Μόλις συνειδητοποίησε ο ιερεας ότι ο Αλκιβιαδης τους άφησε μονάχους δεν έχασε χρόνο γυρίζοντας στην Ανδρομάχη της είπε πόσο έμεινε έκθαμβος απ’ την σημερινή της εμφάνιση. Η Ανδρομάχη του ζήτησε να της εξηγήσει τι ακριβώς εννοούσε. Της είπε πως εννοεί ότι έμεινε άναυδος απ’ την ομορφιά της, και πόσο θα ήθελε να έχει κι αυτός στο πλάι του μια γυναίκα ανοιχτόμυαλη και σέξι σαν κι εκείνη, που δεν θα διστάζει να δείχνει το αψεγάδιαστο κορμί της.
«Δηλαδή θεωρείς ότι έχω μια αρκετά καλή και τολμηρή εμφάνιση αν κρίνω από τα επιδοκιμαστικά σου σχόλια που ακούω. Και δεν είμαι ξέκωλο;!»
«Είσαι πολύ σέξι σήμερα! Μια πολύ ελκυστική νεαρή ακομπλεξάριστη γυναίκα και οι άνδρες ομορφιά μου βρίσκουν σέξι τις ακομπλεξάριστες γυναίκες.»
Τον συνέλαβε να ρίχνει ξεδιάντροπα το βλέμμα του ανάμεσα στα σκέλια της κάτω εκεί στο τρόπαιο το μισοκρυμμένο στο μικροσκοπικό βρακάκι της το τριχωτό του μουνιού της, που ξεχείλιζε απ’ το κιλοτάκι. Ο ιερέας στάθηκε να θαυμάζει τι φτιάχνει η φύση. Καρδιοχτύπι. Την θέλει. Κοιτάχτηκαν με νόημα! Σήμερα η ημέρα που ξεκίνησε συναρπαστικά θα εξελισσόταν συναρπαστικότερα! Τα λευκά δοντάκια της φάνηκαν όταν του κρυφογέλασε προκλητικά, φιλήδονα. Το φλερτ του της έδωσε φτερά και ένιωσε παιδούλα, έτσι δεν έκανε καμία προσπάθεια να τα κλείσει, απεναντίας την κολάκευε που ξεσήκωσε τον ανδρισμό του με αποτέλεσμα οι ρώγες της να
πετρώσουν και όπως τεντώθηκε πίσω, σπρώχνοντας το στήθος της μπροστά οι
ρώγες κόντεψαν να τρυπήσουν το ύφασμα.
Το παιχνίδι είχε ξεκινήσει. Ο ιερέας με τα μάτια του εξερευνούσε το κορμί της, την κοίταζε με εκείνο το λάγνο βλέμμα, το γεμάτο υποσχέσεις σα να της έλεγε. «Ετοιμάσου για ένα άγριο πήδημα. Είσαι τόσο καυλιάρικα όμορφη γαμώτο, που δεν μπορώ να πάρω το βλέμμα μου από πάνω σου και θα μπορούσα να σε χαζεύω όλη μέρα. Ξέρω τι θέλεις. Καταλαβαίνω ότι λιώνεις από την καύλα και θέλεις μονάχα ένα πράγμα! Θέλεις να σε γαμήσω. Να σε γαμήσω εδώ και τώρα αν γίνεται και πάνω στο καναπέ σου.» Ταυτόχρονα σήκωσε ψηλά στη μέση το ράσο του κατέβασε τα πόδια του, τα είχε το ένα πάνω στο άλλο και τ’ άνοιξε όμως σε αργό ρυθμό με κινήσεις ειδικά σχεδιασμένες για να φαίνονται οι διαγραμμίσεις που διαγράφονταν εν μέσω σκιών καθώς ένιωθε το πέος του να φουσκώνει μέσα στο υφασμάτινο μπεζ παντελόνι του. Ασυναίσθητα και σαν πρωτάρης, άφησε έναν αναστεναγμό να ξεπηδήσει από το στόμα του και τελευταία στιγμή κρατήθηκε να μην ακουστεί πιο δυνατά, πνίγοντας τον και οδηγώντας τον στην ελευθέρια μέσα από τα ρουθούνια. Το μάτι της Ανδρομάχης καρφώθηκε να παρατηρεί στο καβάλο του, τον πούτσο του ο οποίος φαινόταν φαινόταν καθαρά πως είχε σκληρύνει σιγά-σιγά να φουσκώνει και να προεξέχει που λίγο ήθελε να σκίσει το παντελόνι του και να πεταχτεί έξω. Μια γλυκιά ανατριχίλα πέρασε από το κορμί της και δεν το έκρυβε ότι άρχισε να καυλώνει. Ο Αλκιβιάδης ήταν πέντε-έξι μέτρα δίπλα τους μέσα στο γραφείο του, αλλά ο ιερέας ήταν η αιτία που είχε αρχίσει να υγραίνει το μουνί της. Του χαμογελούσε ευχαριστημένη και τον φλερτάρει κι αυτή κοιτώντας με νόημα το φούσκωμα του παντελονιού του. Δεν ήθελε δεύτερη κουβέντα. Άρχισε να αλλάζει σταυροπόδι, αποκαλύπτοντας ό,τι είχε απομείνει ακάλυπτο ακόμα. Το κιλοτάκι που φορούσε ελάχιστα κάλυπτε το μουνάκι της. Με μια χαριτωμένη κίνηση ξεκούμπωσε ένα ακόμη κουμπί από το πουκάμισο της. Τώρα σε κάθε σκύψιμο διακρίνονταν ξεκάθαρα και οι ρώγες της , σκληρές και ερεθισμένες. Έπινε το ποτό της γλείφοντας τα χείλη της σε κάθε γουλιά, και το δάχτυλό της, με πολύ προκλητικό τρόπο. Αυτό ήταν! Τον ιερέα τον αποτελείωσε! Φλεγόταν από την επιθυμία να την γαμήσει, δεν κρατιόταν! Και οι δύο είχαν ξεσηκωθεί, η αμοιβαία έλξη τους ήταν φανερή και γαμούσαν ο ένας το μυαλό του άλλου.
Πίσω τους ο Αλκιβιαδης αθόρυβα επέστρεφε από το γραφείο του και βρίσκεται στη σκιά της μισάνοιχτης πόρτας του σαλονιού που οδηγούσε από το σαλόνι στον ενδιάμεσο διάδρομο και από εκεί στο μικρο γραφείο του. Στέκεται ακίνητος με το σώμα κολλημένο του πάνω στο από μασίφ μαόνι ξύλινο πλαίσιο που πλαισίωνε και στήριζε περιμετρικά τον κύριο ταμπλά της πόρτας ώστε να μπορεί να τους βλέπει καλύτερα σε κοντινό πλάνο και τους παρακολουθούσε όπως ο ζωγράφος τα μοντέλα του. Το σκηνικό φαινόταν πολύ σέξι, οι δύο «εραστές» είχαν χαθεί σε μια σφοδρή επιθυμία πάθους. Ένοιωθε περήφανος και καυλωμένος για το «λαχταριστό μουνί» που είχε γυναίκα του και δεν τον ενδιέφερε να βρει και να αποδώσει ευθύνες στο ερωτικό της φλερτάρισμα. Παρακολουθώντας τον περιρρέοντα ερωτισμό τους αισθανόταν και αυτός σεξουαλικά διεγερμένος παρασυρόμενος από την περιρρέουσα έντονη ερωτική ατμόσφαιρα που πλανάται στο σαλόνι με τον ιερέα και την Ανδρομάχη να έχουν χαλαρώσει τα δεσμά της λογικής συμπεριφοράς τους και τα ένστικτα τους αχαλίνωτα παρεκτρέπονται δίνοντας τη θέση τους στην έκφραση του ερωτικού πόθου μέσα από την επιδίωξη του σεξ. Με τον ιερέα που είχε καρφωθεί φανερά αδιάντροπα επάνω της, κοιτάζοντας με λαιμαργία ποτέ προς τα βυζάκια της και ποτέ στις γυμνές αποκαλύψεις ανάμεσα στα ανοιχτά ποδιά της και τα κοιτάγματα και τα πειράγματα έδειχναν ότι της άρεσαν και ο ιερεας συνέχισε να πλησιάζει και να πιέζει τις καταστάσεις, ξέροντας πως όταν θέλει κάτι το διεκδικεί με κάθε τρόπο. Οι σπόντες και τα υπονοούμενα έδιναν και έπαιρναν με το ιερέα να την προκαλεί κι εκείνη να του απαντά με δική της πρόταση. Το ανέμελο φλερτάρισμα τους μάλλον τον ιντρίγκαρε τον Αλκιβιάδη παρά τον σόκαρε. Είναι συμβιβασμένος με το γεγονός, πως η όμορφη Ανδρομάχη δεν περνάει απαρατήρητη, ούτε και χάνει την ευκαιρία να κάνει τα πάντα προκειμένου να τον ιντριγκάρει. Μέσα σ’ αυτά συμπεριλαμβάνεται, φυσικά, και το φλερτ με το ρασοφόρο μπρος στα μάτια του. Πρόσεξε ότι η Ανδρομάχη με το ένα της χέρι κρατούσε το ποτήρι με το ποτό της, προσπαθώντας να εξηγήσει εκφραστικά με χειρονομίες μια ιστορία που έλεγε στον ιερέα έγειρε δήθεν ανέμελα και με σκέρτσο πάνω του και το άλλο το χέρι που το είχε κατεβασμένο, το ακούμπησε με ελαφρά ένταση πάνω από το παντελόνι στο εξόγκωμα της καυλωμένης πούτσας του ιερέα και το άφησε εκεί διακριτικά δυο με τρία δευτερόλεπτα. Αυτή η χειρονομία, αυτή η εικόνα λίγο περισσότερο τον καύλωσε τον Αλκιβιάδη, πολύ περισσότερο δηλαδή, και έκανε και τον δικό του πούτσο να σκιρτήσει απρόσμενα. Ο ηλεκτρισμός που τον διαπέρασε εκείνη την στιγμή τον αναστάτωσε έκανε όλο του το σώμα να ανάψει γρήγορα! Κλείνει τα μάτια και φαντάζεται ότι η ανταπόκριση του ιερέα ήταν άμεση και οι σκηνές που πλημμυρίζουν το μυαλό του έχουν έντονα ερωτικό περιεχόμενο και τη γενετήσια πράξη αυτή καθαυτή, δίνοντας έκφραση στον ερωτικό πόθο! Φαντάζεται ότι ο ιερεας της έπιασε το χέρι και της το κρατά πάνω στο φούσκωμα του παντελονιού του κινώντας απαλά σα χάδι. Οι δυο τους είχαν έρθει πολύ κοντά. Ο ιερεας ήταν σε κατάσταση ευχαρίστησης, της χάιδευε απαλά την πλάτη καθώς οι κινήσεις του δήλωναν ότι κάπου ήθελε να φτάσει. Φαντάζεται το άλλο χέρι του ιερέα να παραμερίζει το κιλοτάκι της και με το δάκτυλο του να τρίβει του μουνί της. Το σέξι κιλοτάκι της να έχει χωθεί βαθιά άμεσα στο αναμμένο μουνάκι της και όταν οι αντοχές του έφτασαν στα όρια τους άνοιξε τα μάτια του. Δεν άντεχε και σαν άλογο ήθελε να χλιμιντρίσει. Δεν μπορούσα να πιστέψει πως είχε τόσο πολύ καυλώσει να βλέπει την Ανδρομάχη σε τόσο έντονη ηδονική ευχαρίστηση. Δεν κρατήθηκε κι αυτός και με το δεξί του χέρι έσφιξε το φούσκωμα στον καβάλο του παντελονιού και δάγκωσε μεμιάς τα χείλη του να πνίξει το βογκητό της καύλας του. Στα μάτια και των τριών σπινθήριζε τη φλόγα της καύλας που είχαν. Δεν πήγαινε άλλο. Με δυσκολία κρατιόνταν πια και οι τρεις τους.
Μ' ένα ελαφρύ και πολύ διακριτικό βήξιμο ο Αλκιβιάδης πλησίασε στο σαλόνι έκανε αισθητή την παρουσία του και τους προσγείωσε απότομα από την ονειροπόληση, σαν να πάτησε ένα διακόπτη κυκλώματος, και τους επανέφερε στην πεζή πραγματικότητα. Η Ανδρομάχη συμμάζεψε το καμπύλο κορμί της, σταύρωσε τα μακριά της πόδια και τεντώνοντας τα χέρια ίσιωσε την κοντή της φούστα.
«Εδώ είσαι εσύ! Άργησες! Σε χάσαμε! Όλα καλά;» τον ρωτάνε.
«Μη μου πείτε πόσο πολύ σας έλειψα. Αν η απουσία μου δεν ήταν αισθητή, τότε η παρουσία μάλλον περίσσευε. »
«Μας έλειψε η πολύτιμη παρέα σου καλέ μου φίλε αλλά όλα είναι δανεικά γι' αυτό πρόσεξε καλά.»
«Η Ανδρομάχη ως ευυπόληπτη σύζυγος και οικοδέσποινα δεν με κάλυψε με την παρουσία της; Ο ρόλος της οικοδέσποινας είναι να ευχαριστεί τους καλεσμένους της.»
«Δεν έχω παρά να ευχαριστήσω από καρδιάς την αγαπημένη μου οικοδέσποινα για την υπέροχη φιλοξενία της! Ένα μεγάλο ευχαριστώ είναι υπέροχη, άνοιξε με περίσσια χάρη ευχάριστα θέματα συζητήσεως δημιούργησε μια πολύ ευχάριστη συντροφιά και ξεδιπλώσαμε και τον εσωτερικόν μας κόσμο με τις αμοιβαίες ηθικές αρχές μας. Φυσικά μην παραλείψω να τονίσω την όμορφη και σέξι παρουσία της.»
«Είναι κατανοητό ότι αν σου αρέσει μια γυναίκα, θέλεις να επικοινωνείς μαζί της, όσο περισσότερο γίνεται και απολαμβάνεις τη συζήτηση μαζί της.» λέει ο Αλκιβιαδης.
«Και τα κάλλη της.» συμπλήρωσε ο ιερεας
Συνέχισαν την συζήτηση σε πιο ανέμελο ύφος, ήπιαν τα ποτά τους όταν κάποια στιγμή ο ιερέας σηκώθηκε.
«Τι λέτε; δεν είναι ώρα να πηγαίνω; Με
συγχωρείτε, αλλά νομίζω πως καταχράστηκα τη φιλοξενία σας.» Τους λέει, αφού τους
ευχαρίστησε και εξέφρασε τις ευχαριστίες του για τη πολύ θερμή φιλοξενία και τη γενναιόδωρη συντροφιά τους..
Στην έξοδο λοιπόν όταν η Ανδρομάχη ασπάσθηκε και χαιρέτισε τον ιερέα επιστρέφοντας στο εσωτερικό του σαλονιού ο ιερεας δεν μπορούσε να παρά να ρίξει μια τελευταία μάτια πάνω της.
Υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη και σεβασμός μεταξύ του ιερέα και του Αλκιβιάδη. Και αν και η σχέση τους χτίστηκε στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, που αποτελεί το θεμέλιο στις σχέσεις τους, χρειάζεται όμως θάρρος για να κάνεις μια συζήτηση σε ευαίσθητο θέμα και να προσεγγίσεις κάτι το πολύ προσωπικό βάζοντας τον εγωισμό και τις όποιες ενοχές στην άκρη για να ρωτήσει το φίλο του.
«Σήμερα η Ανδρομάχη μου ήταν μες στην καλή χαρά λαμποκοπούσε ομορφιά. Πιστεύω να συμφωνείς πάτερ.» του λέει ο Αλκιβιαδης αντιλαμβανόμενος το αίσθημα της σημαντικής διέγερσης που προκαλούσε η Ανδρομάχη στον φίλο του τον ιερέα.
Ο ιερέας χτύπησε φιλικά τον Αλκιβιάδη στην πλάτη του χαμογέλασε κοιτάζοντας τον ίσια στα μάτια και του λέει. «Όμορφη σέξι με ακαταμάχητα προσόντα, που εντυπωσιάζουν η Ανδρομάχη σου. Αυτές είναι οι διαφορές της όμορφης γυναίκας με την καυτή ύπαρξη! Τυχερός είσαι ρε μπαγάσα, είναι μια γυναίκα, που αν το θέλει μπορεί να σε κάνει να χύσεις χωρίς να την ακουμπήσεις. Την κοπέλα και τα μάτια σου αδερφέ!. Όμορφη γυναίκα! Στολίδι! Και καλή! Θησαυρός.! Και μην το παραλείψω η απίθανη πίσω όψη της προκαλεί πανικό, διαθέτει καμπύλες οι οποίες «τρελαίνουν» κόσμο και δίνουν τροφή για σκέψεις! Είναι ο απόλυτος πειρασμός! Με βάση τα χριστιανικά μας στερεότυπα, η Ανδρομάχη θεωρείται ως η femme fatale της ενορίας και της επισκοπής μας ολόκληρης.»
«Συμφωνώ απολύτως μαζί σου με αυτά που λες φίλε μου και αδερφέ μου! Για να το πω στην τρέχουσα καθομιλουμένη ο πάτος της είναι ο ορισμός της λέξης- ως συνώνυμο του πρωκτού, της κωλοτρυπίδας και ουχί του «κώλου» υπό την ευρεία έννοια σε κάποια ειδικά συμφραζόμενα. Πρωτίστως, όταν αναφερόμαστε στο αντικείμενο του πόθου μας: τι πάτος! Είναι η περίπτωση η οποία και επισκιάζει τρόπον τινά τις υπόλοιπες λέξεις για τον ιθαγενή χρήστη της ελληνικής γλώσσας! Διότι, ασφαλώς, ο πάτος της Ανδρομάχης δεν είναι ο οποιοσδήποτε κώλος, που – κακά τα ψέμματα – με καυλώνει και μάλιστα, μέχρι σημείου εξαγρίωσης που θέλω να της σκίσω τον πάτο! Μα δυστυχώς υπάρχει ένα πρόβλημα!»
«Πιο είναι το πρόβλημα τέκνο μου; Τι σου συμβαίνει; Τι είναι αυτό που θέλεις και τι μπορώ να κάνω φίλε μου για σένα;»
«Πως να το πω! Η Ανδρομάχη έχει όντως απίστευτη πίσω όψη που μου προκαλεί ταραχές! Αλλά δυστυχώς είναι πολύ συντηρητική γυναίκα και έχει πέσει η ζωή μας στο κρεβάτι σε μια ρουτίνα. Ενώ το «συμβατικό» sex το βρίσκουμε εύκολα, έχει χάσει το πάθος και τη φλόγα της και ούτε που το συζητάει το πρωκτικό σεξ πάτερ.»
«Με κοροϊδεύεις; Θ' αστειεύεσαι, βέβαια. Δηλαδή η κυρία είναι παρθένα από πίσω. Δεν το πιστεύω. Αυτός ο κώλος αριστούργημα -συγνώμη ο πάτος- φίλε μου καλέ είναι φτιαγμένος να σου πάρει τον πούτσο λαμπάδα αναμμένη και να στον παραδώσει καμένο φιτίλι.»
«Γι αυτό χρειάζομαι την βοήθεια σου σαν ο εξομολόγος της που είσαι! Οι όμορφες και περιεκτικές ομιλίες σου αγγίζουν την ψυχή της Πάτερ. Με την Αγία την ευχή σας και την ευλογία σας βάλτε ένα χεράκι η και ότι άλλο ενδεικνύεται τέλος πάντων- ποιο πρόσφορο αν με καταλαβαίνεις- που να αγγίζει εκτός από την ψυχή της και τον εξαίσιο πισινό της.»
«Αχ φίλε μου τι μου ζητάς! Σε πολύ μεγάλο πειρασμό με βάζεις! Καιρός είναι να αναζωπυρωθεί αυτή η φλόγα σας τέκνο μου. Ήρθε η ώρα η κυρία να δοκιμάσει κάτι καινούριο, διαφορετικό και πικάντικο! Έφτασε η στιγμή να της μάθει κάποιος ποιοι είναι οι τρόποι για να γίνει το απόλυτο «πειραχτήρι» στο κρεβάτι! Προσωπικα είμαι και πολύ ενθουσιασμένος που με την άδεια σου μου δίνεις την ευκαιρία να συμπεριλάβω στα ιερά καθήκοντα της εξομολόγηση της και την παρθενιά του πάτου της. Ξεκινώ, από αύριο κιόλας. Ως πνευματικός της θα την προτρέψω να εξομολογηθεί το ταχύτερο σαν καλή και ευσεβής χριστιανή για μερικές μικρές ατασθαλίες που παρατήρησα σήμερα κατά την διάρκεια του δείπνου και το κύριο θέμα της εξομολόγησης θα ΄ναι ο πισινός της που μεγάλες φωτιές μας ανάβει και μας ξεσηκώνει το κεφάλι!
«Το πάνω μόνο η και το κάτω κεφάλι σου ξεσηκώνεται άγιε πατέρα;»
«Και το πάνω και το κάτω τέκνο μου. Θα της τονίσω με έμφαση και πειθώ πως δεν γίνεται να βλέπουμε αυτά τα καλοσχηματισμένα καπούλια που μπορούν να φέρουν εγκεφαλικά και είναι ικανά να κολάσουν ακόμα και άγιο να μένουν παρθένα. Καιρός να μάθει η ευσεβής μας κυρία πως απ' τη πίσω πόρτα το σεξ το ευλογούν απ' τα παλιά οι άγιοι πατέρες και είναι αμαρτία μεγάλη τέτοια ελκυστικά οπίσθια να μένουν αγάμητα!»
«Λες πάτερ να ενδώσει στις άγιες συμβουλές σου;»
«Μην αμφιβάλλεις φίλε μου! Όλα στα βιβλία των προφητών με σαφήνεια είναι γραμμένα: Για αιώνες, βασιλιάδες, βασίλισσες, πάπες και πρόεδροι έχουν ενδώσει στα πρωτόγονα ένστικτά τους. Και να ξέρεις όλες ενδίδουν στο τέλος, φίλε μου, όταν η υπομονή του εραστή, εκμεταλλεύεται την ανυπομονησία του συζύγου.»
«Από το άγιο στόμα σου και στου προφήτη το αυτί, ώστε να εισακουστεί η προσευχή μας! Αν και εδώ που τα λέμε για την Ανδρομάχη απ’ τη γλώσσα σου τρέχει η φωνή σου γλυκύτερη απ’ το μέλι όταν προσεύχεται μαζί σου..»
«Η προσευχή μου τέκνο μου για τα οπίσθια της Ανδρομάχης είναι μια φωνή που βροντοφωνάζει: Στέλνω τον αγγελιοφόρο μου πριν από σένα, για να προετοιμάσει το δρόμο και να ισιώσει τα μονοπάτια να περάσεις!»
«Ώστε ενσκήπτεις στις γραφές και ψάχνεις τις προφητείες για να καταλήξεις πως προηγείται ο πνευματικός στα θεάρεστα οπίσθια της Ανδρομάχης. Είσαι μεγάλος κατεργάρης αλλά σε αγαπάω!»
«Από παλαιότερες γραφές που μίλησαν οι προφήτες αναφέρουν, ότι ο πνευματικός της θα προπορευθεί του συντρόφου της και θα του ετοιμάσει το δρόμο. Γι αυτό στηρίξου επάνω μου και πολύ σύντομα η κυρία θα ακολουθεί τις άγιες εντολές μου! Κοιμήσου ήσυχος, μην προβληματίζεσαι, μην ανησυχείς, θα φροντίσω εγώ να της ετοιμάσω προς χρήση τα καπούλια της.
«Μόνο τις εξομολογείς τις θεοσεβούμενες αξιότιμες κυρίες και δεσποινίδες άγιε μου πάτερα; Δεν προκύπτει τίποτα άλλο στη συνέχεια;»
«Τέκνο μου και καλέ μου φίλε! Η εξομολόγηση είναι θεοπαράδοτη εντολή και αποτελεί ένα εκ των κορυφαίων μυστηρίων και τους θείους και Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας. Το Μυστήριο είναι απόρρητο τέκνο μου!»
«Μπαγάσα ρασοφόρε ποιος τη χάρη σου με τα θεοπαράδοτα απόρρητα που απολαμβάνεις; Φωτιές θα βγάζει ο πούτσος σου μετά τις εξομολογήσεις με τις θεοσεβούμενες ενορίτισσες μας! Άφεση αμαρτιών ευλαβικά ζητούνε να τους δώσεις και εκείνες με ταπείνωση σκύβουν και λένε στ' αυτί σου με την πιο γλυκιά φωνή τους πως για αντάλλαγμα προσφέρονται να τις γαμήσεις. Μου θυμίζεις τον πολυμήχανο Οδυσσέα τον πρωταγωνιστή στην μαθητική μπαλάντα «Ο Τρωικός Πόλεμος». «Της Αθηνάς της βάζει μια τρικλοποδιά και την ξαπλώνει κάτω κι απ' την πολύ την καύλα του της ξέσκισε τον πάτο. Η Αθηνά σπάραξε σαν κότα σουβλισμένη μα όλο και τον έσπρωχνε γοργά να μπαινοβγαίνει.»
«Μα καλά πως εκφράζεσαι έτσι μορφωμένος άνθρωπος… Δεν ντρέπεσαι καθόλου; Τι εκφράσεις βγάζεις απ ' το στόμα σου αγαπητό μου τέκνο! Το ξέρεις ότι βλασφημείς.» Τον μαλώνει δήθεν ο ιερεας!
«Ώρα είναι να μου βγάλεις κανένα ηθικοπλαστικό λογύδριο για ηθική, λογοδοσία, πίστη στους θεσμούς κ.λπ. Βέβαια, όταν μιλούσαμε για τον πάτο της Ανδρομάχης τότε άλλα μου έλεγες. Ουαί υμίν υποκριτή!»
«Φίλε μου αν και αμαρτωλός και πεπτωκότης σε αγαπάω και εγώ πολύ!»
«Πεπτωκότης; Τι είναι ετούτο πάλι;»
«Πεπτωκότες ονόμαζαν στην αρχαία εκκλησία τους αποστατημένους ή εκπεσόντες Χριστιανούς που αρνούνταν να δώσουν ομολογία πίστης!»
«Δηλαδή Πάτερ σαν χριστιανός εκ παράδοσης δικαίωμα στο παράδεισο δεν θα ‘χω;»
«Τέκνον μου! κάνε την προσευχή σου κάθε πρωί μα προς τα μέσα ρίχνε και μια ευχή και όλα σβήνουν μονομιάς! (Και ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου.) Και από κει πας για τον ουρανό!»
«Πάτερ καλά και άγια μου τα λες εσύ! Μα αχ και να ‘φταιγε αυτό μονάχα το ότι είμαι βλάσφημος.»
«Βλάσφημε! όπως είπαμε! Το κορίτσι και τα μάτια σου! Είναι θησαυρός! Κάτι που εγώ δεν έχω!»
«Εσύ δεν έχεις; Κοσμοπολίτης άνθρωπος μελλοντικός επίσκοπος με εμφάνιση αστέρα του Χόλιγουντ και δεν έχεις πηδήξει τουλάχιστον τη μισή ενορία και θέλεις να σε πιστέψω; Εδώ ο καλόγερος ο Ρασπούτιν αν και αποκρουστικός στην εμφάνιση, αναλφάβητος, τυχοδιώκτης χωρικός, κατάφερε να αποπλανήσει εκατοντάδες γυναίκες και κυκλοφορούσε με «νεαρές κυρίες» που ικανοποιούσαν τις ανεξέλεγκτες ορμές του και ήταν περιζήτητος εραστής.
«Βλέπεις εσύ είσαι ο τυχερός που έχεις την Ανδρομάχη στο κρεβάτι σου.»
«Την γυναίκα που τη θέλεις για κρεβάτι και δεν την έχεις, την κατακτάς φίλε μου. Η σεξουαλική επαφή με τον πνευματικό τους που τις βοηθά να πλησιάσουν τo θεό, έχει συγκινήσει πολλές γυναίκες. Νομίζω πως τα είπαμε και συνεννοηθήκαμε κατεργάρη παπά.»
..... Η Ανδρομάχη την ίδια ώρα πίσω τους στο σαλόνι παραμένει σκεφτική και έντονα προβληματισμένη με την συμπεριφορά του Αλκιβιάδη.
«Ααχα! Δηλαδή ο κύριος Αλκιβιάδης με δοκιμάζει; Έχω λίγη δουλειά στο γραφείο μου σας αφήνω για λίγο μόνους. Θα 'χετε πολλά κοινά να πείτε. Με αφορμή τα Email του ενδέχεται να καθυστέρησε σκόπιμα να γυρίσει στην παρέα μας, Κρυφοκοιτούσε πίσω από την πόρτα του σαλονιού και μας έπαιρνε μάτι;!» Αναρωτιέται. «Ποια θα είναι η αντίδραση του, αν όντως με έβλεπε ότι ερωτοτροπώ με κάποιον άνδρα που με ελκύει πολύ και σκέφτομαι ότι θέλω να κάνω σεξ μαζί του όπως σήμερα με τον φιλήδονο και λάγνο εξομολόγο μου.» Ακόμη νιώθει την ένταση στο δήθεν τυχαίο χάδι της στο πούτσο του ιερέα πάνω από το φούσκωμα του παντελονιού του και σκέφτεται πως το παιχνίδι της με τη φωτιά είχε ήδη ξεκινήσει, εξαιρετικά επικίνδυνο αλλά ταυτόχρονα συναρπαστικά ερεθιστικό.
Ο
Αλκιβιάδης άλλη μια νύκτα ακόμη φαντασιώνεται την Ανδρομάχη με τον ιερέα που την
επισκεπτόταν στο ιδιωτικό χώρο εργασία της και συζητούσαν τα διάφορα
θέματα που έχουν σχέση με τις ανάγκες της ενορίας τους. Με τον καιρό οι
επισκέψεις του ιερέα, στον ιδιωτικό της χώρο άρχισαν να γίνονται πολύ συχνότερες.
Ταυτόχρονα συχνότερη έγινε και η συμμετοχή της στα εκκλησιαστικά δρώμενα και φιλανθρωπικά προγράμματα, και συμμετείχε ανελλιπώς και στις ιερές αγρυπνίες του.Μέχρι σήμερα του πέρναγε αφελώς απαρατήρητη και την θεωρούσε πολύ φυσιολογική αυτή τη συχνή επαφής τους που σκοπό είχε να αναβαθμίζει το κοινωνικό έργο της εκκλησίας. Απόψε που φέρνει πίσω τις εικόνες της συχνής επαφής του ιερέα με την σύντροφό του με διαφορετική οπτική ματιά, αυτές οι εικόνες του δείχνουν μια άλλη πραγματικότητα πολύ διαφορετική. Η εικόνα τώρα ερχόταν μ' άλλη καθαρότητα και διαφάνεια στη μνήμη του. Βλέπει συχνά τον ιερέα να εισέρχεται ως συνήθως άνετος χαμογελαστός στον ιδιωτικό χώρο εργασίας της να συζητούν με ζέση διάφορα καθημερινά συμβάντα και θέματα της ενορίας και η επίσκεψη να τελειώνει με τον συνηθισμένο διάλογο τους.
Τα χείλη του να λένε. «Ευλογημένη απόψε έχουμε αγρυπνία.» Μα το βλέμμα καρφωμένο πάνω της, διαπεραστικό, διερευνητικό γεμάτο λαγνεία, προάγγελος μιας πολλά υποσχόμενης κολασμένης ηδονής να λέει κάτι σαν απειλή, κάτι σαν υπόσχεση..
Απ' τα μάτια του φαίνεται πως είναι ξετρελαμένος μαζί της. «Σε περιμένει ένα καυτό βράδυ, χωρίς φραγμούς και όρια. Απόψε θα σε γαμήσω τόσο που θα πληρώσεις όλες της αμαρτίες σου, στ' ορκίζομαι θα σε ξεπατώσω στο γαμήσι.»
Αυτή να σκύβει, να του κρατά το χέρι, και φιλώντας το ευλαβικά ν' απαντάει. «Το γνωρίζεις πάτερ ότι δεν λείπω από καμία αγρυπνία σου».
Ανατρέχοντας πίσω τις αναμνήσεις του σ' αυτές τις συνηθισμένες συναντήσεις του ιερέα με την Ανδρομάχη τις επεξεργάζεται με περισσότερη λεπτομέρεια ανακαλύπτει ότι το βλέμμα της είχε ένα νάζι πουτανίστικο, και αν ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός και ψυλλιασμένος, αν δεν εθελοτυφλούσε θα καταλάβαινε το ερωτικό πάθος της για τον ιερέα από την έκφραση των ματιών από τις κλεφτές ματιές που ρίχνει εκεί που φουσκώνει το παντελόνι στο επίμαχο σημείο στα γεννητικά όργανα του ιερέα ερεθισμένη μαντεύοντας το μέγεθός τους με ικανοποίηση που κατάφερε να ξεσηκώσει τον ανδρισμό του. «Πάτερ με κολάζεις, το βρακί μου έγινε μούσκεμα κι έτσι όπως το πάμε, στη κόλαση θα βρεθούμε πακέτο.»
Ο ερεθισμός ήδη είχε φουντώσει μέσα της, προσπαθώντας να το κρύψει όσο καλύτερα γινόταν από τον Αλκιβιάδη και να τον δείξει όσο περισσότερο γινόταν στον ιερέα.
Την Ανδρομάχη τη γεμίζει η φαντασίωση του λεβεντόκορμου ιερέα
με το προικισμένο πέος του ήδη στητό καυλωμένο να την περιμένει, να
νιώθει τα στιβαρά του χέρια να τη βάζουν κάτω, να της σηκώνουν τα πόδια
ψηλά, ανοιγμένα διάπλατα, και αυτή να οδηγεί το πέος του μέσα της σε μια
βαθιά διείσδυση στον κόλπο της με όλο το μήκος του και να το αισθάνεται
εκεί ακίνητο, ενώ απορροφά το απερίγραπτο συναίσθημα πληρότητας που της
προσφέρει. Αυτή η φαντασίωση της πληρότητας είναι κάτι ασύγκριτο και αυτό την τρέλαινε ακόμα περισσότερο.
Στη συνέχεια ο ιερέας, όταν τύχαινε να βρισκόταν στην παρέα τους και ο Αλκιβιάδης φλυαρούσε μαζί του με ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο, του ευχόταν ένα ήσυχο και ξεκούραστο υπόλοιπο της ημέρας και τον αποχαιρετούσε κοιτάζοντάς τον μ' ένα ζωηρό κι επίμονο χαμόγελο μες στα μάτια, σαν να έλεγε.«Εσύ πήγαινε και κοιμήσου κ’ εγώ απόψε θα της δείξω πως γαμάνε οι άνδρες! Σαν πουτάνα θα τη γαμάω εγώ, όπως θέλω και όποτε θέλω και περίμενε εσύ μαλάκα με ανυπομονησία να τελειώσει η αγρύπνια, που κοιμάσαι τον ύπνο του δικαίου!»
Ο Αλκιβιάδης με τον ιερέα είχαν την ευκαιρία να συγχρωτιστούν και με τον καιρό δημιούργησαν τις προϋποθέσεις και τη διάθεση με έμφαση για συχνή ζωντανή επικοινωνία τους και η κοινωνική επαφή τους επέφερε μια ουσιαστική φιλία με αμοιβαίο σεβασμό, αλληλοεκτίμηση και αλληλοκατανόηση. Μοιράζονταν ποιοτικό χρόνο, κοινά ενδιαφέροντα, γνώσεις και εμπειρίες απ' τη ζωή τους.
Ο Αλκιβιάδης είχε ενστερνισθεί τις απόψεις και τα σχέδια του ιερέα που στόχο είχαν να βελτιώσουν και να αναβαθμίσουν τις δραστηριότητες του Πολιτιστικού τμήματος της ενορίας τους και η Ανδρομάχη του ήταν ακούραστη αρωγός στις προσπάθειες που χρειάζονταν να ικανοποιηθούν οι προσδοκίες αυτές.
Ταυτόχρονα στο κάδρο με τις φαντασιώσεις του εισβάλλουν και πραγματικές καθημερινές εικόνες με κουτσομπολιά που βρίσκουν εύφορο έδαφος να ανθίσουν και περιφέρονται στον περίγυρο της γειτονιάς από τις δυο ανέραστες γειτόνισσες τους που ασχολούνται με τα δρώμενα της ενορίας, και του ενισχύουν τις υποψίες του. Η Μαγδαληνή η σταφιδωμένη στεγνή επίτροπος που αν και το παίζει αγία κι εγώ-δεν-ξέρω-τίποτα-στ' ορκίζομαι, στην πραγματικότητα είναι και η πρώτη κουτσομπόλα και μανούλα στο να βάζει φιτίλι στον περίγυρο της. Δεν το έχει σε τίποτα η κακόβουλη γειτόνισσα, για να δείξει πόσο άπιστες είναι κάποιες ενορίτισσες, να πάει στις φίλες της και να τους πει: «Να δεν ήθελα μωρέ να σας τα πω, μη και νομίσετε ότι βάζω φιτιλιές.» και η καριόλα, αφενός μεν γνωρίζει ότι ανάβει φωτιά σε ένα γειτονικό της ζευγάρι, αφετέρου μέσα της αισθάνεται την εκδικητική ικανοποίηση που της προσφέρει η συμπεριφορά μιας γειτόνισσας της που αν και παντρεμένη ψάχνει για γκόμενο τον πάπα. Και η άλλη η Καλλιόπη η γειτονισσα τους, σύζυγος του Ανάσταση του οικοδόμου που τους έκτισε το σπίτι, μια ψιλή στεγνή σέξι τριανταπεντάρα γυναίκα που διατηρεί άριστες φιλικές σχέσεις με την Ανδρομάχη και ταυτόχρονα είναι εξόχως ομιλητική και διαχυτική, με τον Αλκιβιάδη μεταδίδοντας του με διαχυτικό τρόπο ότι τον γουστάρει και χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς προσδοκίες και χωρίς απογοητεύσεις είναι πρόθυμη να πέσει στα σεντόνια μαζί του. Ναι, είναι πολύ πρόθυμη για ένα γρήγορο κύλισμα στα σεντόνια ενός ξενοδοχείου για να γαμηθεί μαζί του με εχεμύθεια και να περάσουν καλά!
Η επίτροπος της εκκλησίας η Μαγδαληνή, δεν χάνει ευκαιρία, με πονηρό χαμόγελο ξεδιάντροπα και δεικτικά κατά καιρούς, δήθεν αθώα και αυθόρμητα με υπόγεια και έξυπνα ερωτήματα καθοδηγεί την κουβέντα τους στις ενοριακές συζητήσεις και θέτει ερωτήματα που κρύβουν φτηνή χυδαιότητα μαζί με σεξουαλικά υπονοούμενα και σεξιστικά σχόλια εις βάρος της Ανδρομάχης.
Μάλιστα τη συχνή επαφή της Ανδρομάχης με τον ιερέα τους την έχουν σχολιάσει πολλάκις και ποικιλοτρόπως.
«Εσύ που τα έχεις καλά με τον ιερέα ποτέ θα...... Εσύ που τον βλέπεις τόσο τακτικά ξέρεις αν έχει ελεύθερο χρόνο για.... να.......» Την ρωτάνε δήθεν, για να μάθουν τα ήδη οικεία και γνωστά.
Όπως
ήταν φυσικό, και η δράση της στα εκκλησιαστικά δρώμενα δεν έμενε
ασχολίαστη ακόμη και με ειρωνεία από τις ίδιες σιτεμένες ενορίτισσες.
Και το κυριότερο, οι ενοχλητικές, αδιάκριτες και περίεργες ερωτήσεις που δεχόταν.«Χρυσή μου! Ευκαιρία τώρα που βρεθήκαμε. Έχεις το τηλέφωνο του ιερέα, για να τον ρωτήσουμε πότε έχει πρόγραμμα που εξομολογεί;» Η ζήλια τους ξεφεύγει από το μέτρο, κυριεύει την κρίση τους, με αποτέλεσμα, να ξεπερνάνε κάποια όρια και να εκδηλώνουν πικρό φθόνο. Ροδάνι οι γλώσσες τους με χαμηλόφωνα προς το παρόν δηλητηριώδη κουτσομπολιά, που εκφράζουν φρικτές υποψίες.
«Τα έμαθες καλή μου γειτόνισσα,» λέει η Μαγδαληνή «τι παίζεται με τον ιερέα μας και με τη λεγάμενη την φίλη μας; Το περίμενες να ψάχνεται μέσα στην εκκλησία Θεέ μου συγχώρα με, για να πιάσει γκόμενο τον παπά;» θα της πει της φιλενάδας γειτόνισσας της σε ρόλο καταδότη.
« Όχι δεν έμαθα κάτι για λεγε εσύ τι ξέρεις.»
«Δεν ήθελα μωρέ να μπω σε ξένα χωράφια και να νομίσεις ότι βάζω φιτιλιές στην ενορία μας, αλλά η κυρία και ο λεγάμενος συναντιούνται τακτικά και ύποπτα εντός και εκτός εκκλησίας.»
«Μη μου πεις ότι έχουν σχέση; Είσαι απόλυτα σίγουρη ότι οι υποψίες σου έχουν βάση; Η Ανδρομάχη είναι κυρία σοβαρή και της εκκλησίας, εντάξει εδώ που τα λέμε μεταξύ μας η τσαπερδόνα τον κουνάει λίγο τον πισινό της και γνωρίζει ότι ανάβει φωτιές στους άνδρες αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει δώσει ιδιαίτερα δικαιώματα για κακόβουλα σχόλια. Απεναντίας δείχνουν ωραίο και ταιριαστό ζευγάρι ο Αλκιβιαδης και η Ανδρομάχη και στα μάτια της γειτονιάς είναι ιδανική σύζυγος και μητέρα.»
«Με δουλεύεις ρε Καλλιόπη; Μόνο λίγο τον κουνάει τον πισινό της η λεγάμενη; Η κυρία απ' την αρχή ήταν φως φανάρι πως όταν ανέλαβε ο καινούργιος ιερεας του άναψε φωτιές και ψαχνόταν για κάποια πρόσκαιρη αλλαγή στο ερωτικό μενού της μαζί του! Επόμενο ήταν αργά η γρήγορα, δεν θα αργούσε να αποκαλυφθεί η άπιστη πλευρά του εαυτού της. Αααχ, ματάκια μου έτσι είναι αυτές οι δήθεν σοβαρές κυρίες, αλλά δεν έχουν τσίπα. Βάζουν τους αγαπητικούς ακόμη και μέσα στο σπίτι τους οι αθεόφοβες. Ούτε ιερό ούτε όσιο έχουν! Σαν επίτροπος της ενορίας κάτι παραπάνω γνωρίζω.» λέει στη Καλλιόπη με αυξημένη δόση χαιρεκακίας και σταυροκοπιέται.
«Ο σύζυγός της από την πλευρά του κοιμάται; Δεν έχει υποψιαστεί τίποτα;» τη ρωτάει η Καλλιόπη. «Από όσο τον γνωρίζω τον θεωρώ πολύ αξιόλογο άνδρα και από κάποιες οικογενειακές και επαγγελματικές επαφές μας μου έχει δώσει την εντύπωση έξυπνου ατόμου, και από ότι έχω καταλάβει είναι αρκετά έμπειρος με τις γυναίκες! Αν όντως συμβαίνει αυτό που λες, δεν μπορεί κάτι θα έχει μυριστεί ο άνθρωπος.»
Η Μαγδαληνή κουνώντας το κεφάλι της απάντησε δήθεν με συμπόνοια για τον κερατά σύζυγο. «Τι να σου λέω τώρα, η κυρία του τον έχει κάνει κερατά και αυτός δεν γνωρίζει τίποτα, ακόμη και αυτή τη στιγμή που μιλάμε αυτός συνεχίζει να ζει στον κόσμο της ονειρικής του οικογένειας.»
Η Αλήθεια είναι πως η Καλλιόπη μαθαίνοντας τα ερωτικά καμώματα της Ανδρομάχης σύμφωνα με τα λεγόμενα της Μαγδαληνής (κρατούσε πολλές επιφυλάξεις γιατί η εκκλησιαστική επίτροπος ήταν γνωστή για την κακεντρέχεια της και το φθόνο της) σκέφτεται ότι δεν του αξίζει του Αλκιβιάδη όλο αυτό που γίνεται πίσω από την πλάτη του και τον νιώθει μ' ακόμη μεγαλύτερη συμπάθεια για το άτομο του. Όπως και ότι δε μπορεί να κρύψει τις λάγνες επιθυμίες της, όπως την εποχή που ο Αλκιβιαδης είχε για αρκετό διάστημα επαγγελματικά αλισβερίσια με το σύζυγο της και οι οικογένειες είχαν καθημερινή επαφή είχε σκεφτεί πάρα πολλές φορές πως ενδόμυχα επιθυμούσε να υποκύψει στον πειρασμό να επικοινωνήσει μαζί του και να αρπάξει την ευκαιρία να του την πέσει απροσχημάτιστα για να του δείξει ότι νιώθει απογοήτευση που αυτός δεν υποκύπτει στο συγκαλυμμένο ερωτικό της κάλεσμα που του έχει επιμελώς δείξει. Το κάλεσμα της γειτόνισσας της διπλανής του πόρτας ανοιχτόμυαλης και χωρίς ταμπού στο κρεβάτι, που είναι πρόθυμη να βγουν σε ερωτικό ραντεβού με κατάληξη σε ένα ξενοδοχείο για σεξ χωρίς δεσμεύσεις, σεξ χωρίς αναστολές, χωρίς ταμπού.
Είναι πέντε χρόνια τώρα που λιμπίζεται και γουστάρει τρελά τον Αλκιβιάδη και φανταζόταν να έχει την τύχη, κάποια στιγμή να την κρατάει στην αγκαλιά του να του παραδοθεί ολόκληρη να ζήσει μαζί του τον έρωτα, τον σεξουαλικό έρωτα σαν αληθινή γυναίκα. Δεν είναι, ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία γυναίκα που ψάχνει έναν υγιή και δραστήριο σεξουαλικά άντρα σαν υποκατάστατο της έλλειψης σεξουαλικής ικανοποίησης εκ μέρους του αξιότιμου συντρόφου της που κατάντησε ανενεργός από εργατικό ατύχημα σχετικά νέος και έκτοτε η Καλλιόπη αναζητά άντρα να την ικανοποιήσει σεξουαλικά, αλλά τη συγκρατεί ένας αόριστος φόβος του περίγυρου.
Είναι πέντε χρόνια τώρα που λιμπίζεται και γουστάρει τρελά τον Αλκιβιάδη και φανταζόταν να έχει την τύχη, κάποια στιγμή να την κρατάει στην αγκαλιά του να του παραδοθεί ολόκληρη να ζήσει μαζί του τον έρωτα, τον σεξουαλικό έρωτα σαν αληθινή γυναίκα. Δεν είναι, ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία γυναίκα που ψάχνει έναν υγιή και δραστήριο σεξουαλικά άντρα σαν υποκατάστατο της έλλειψης σεξουαλικής ικανοποίησης εκ μέρους του αξιότιμου συντρόφου της που κατάντησε ανενεργός από εργατικό ατύχημα σχετικά νέος και έκτοτε η Καλλιόπη αναζητά άντρα να την ικανοποιήσει σεξουαλικά, αλλά τη συγκρατεί ένας αόριστος φόβος του περίγυρου.
«Τι να σου πω για τον σύζυγο και αν υποψίες περνούν απ' το μυαλό του, ότι η «θεοσεβούμενη» σύζυγος του γουστάρει τον ιερέα και του την έχει πέσει στα ίσια και αυτός την βατεύει κανονικά.» (Ήμαρτον Θεέ μου!) και κάνει το σταυρό της.. «Εγώ το σύζυγο σπάνια τον βλέπω στην εκκλησία μαζί της και εμφανίζεται συνήθως αρκετά χαλαρός και εκείνη του δείχνει μια πρωτόγνωρη για τα χρόνια συμβίωσης τους τρυφερότητα. Τι σέβεσαι μωρή Παρθενόπη, που δεν χάνεις ευκαιρια να σαλιαρίζεις με τον ιερέα, και να του δείχνεις πως είσαι εύκολη και διαθέσιμη, για σύντομες σεξουαλικές αρπαχτές μαζί του παντρεμένη γυναίκα. Ντροπή σου! Αμ και ο ρασοφόρος αν και ιερωμένος μας αποδείχτηκε γαμιάς. Ναι μεν αυτή είναι μια τσούλα, με ανάρμοστη συμπεριφορά αλλά και ο ιερέας δεν πάει πίσω. Βουτηγμένος μέσα στην αμαρτία του σεξ το οποίο ζούνε, δεν θα αργήσει να έρθει η στιγμή που θα την πατήσουν. Τελικά, με ράσα η χωρίς ράσα όλοι οι άντρες είναι ίδιοι. Τον βλέπεις ίδιος έκφυλος Ρασπούτιν! Πήγε με την παντρεμένη ενορίτισσα του ο ελεεινός;» αντιδρά με την συνήθη μικροαστική σεμνοτυφία περί διάβρωσης των ηθών, υψώνοντας απειλητικά τον ήχο της φωνής της στην εκφορά της λέξης «ενορίτισσα».
«Η θέση μου εμένα είναι πάρα πολύ δύσκολη και δεν θέλω να πεις απολύτως τίποτα σε κανένα, από όσα σου είπα γιατί δε μου αρέσει να καταστρέφω οικογένειες» συμπλήρωσε η Μαγδαληνή συνωμοτικά στην Καλλιόπη την ώρα που αποχωρούσε.
«Είναι μια καριόλα αυτή που παριστάνει ότι έχει μέσα της όλη την καλοσύνη και την ανθρωπιά του κόσμου! Αχ μωρέ, είναι μια αυτή άλλο πράμα... Ούτε ψύλλος στον κόρφο σου αν σε πιάσει στο στόμα της. Δεν ανακατεύεται λέει, αλλά δεν χάνει ευκαιρία να κοιτάει τι κάνει ο διπλανός της, να κριτικάρει και να σχολιάζει! Και να που τώρα χωρίς φειδώ σχολιάζει με σιγουριά, ότι ο ιερέας και η Ανδρομάχη έχουν παράνομο δεσμό και σεξουαλική σχέση μεταξύ τους. Διόλου απίθανο όλα αυτά να είναι κουτσομπολιά, απρόκλητες προσωπικές επιθέσεις και ψευδείς, παραπλανητικές κατηγορίες προς το πρόσωπό του, ιερέα και της Ανδρομάχης από ανθρώπους σαν τη Μαγδαληνή.» Αυτά σκέφτηκε η Καλλιόπη για τη Μαγδαληνή όταν της μετέφερε τα κουτσομπολιά, μα έμεινε σιωπηλή και κράτησε το σχολιασμό για τον εαυτό της.
Της Μαγδαληνή η σκέψη με την εικόνα της Ανδρομάχης στην αγκαλιά του ιερέα την τρέλαινε. Αχ αυτό το πράσινο τέρας τη ζήλιας! Κατοικεί παντού. Αυτά παθαίνει η γυναίκα αν έχει να δει χαρά στα σκέλια της πολύ καιρό. Οι ορμόνες της ζητούν ένα καταφύγιο για να καταλαγιάσουν. Όταν το καταφύγιο δεν υπάρχει γίνεται σκληρή, κοφτερή. Σε παίρνει στο κατόπι κι όπου σε βρει σε μαχαιρώνει όπως τώρα με την Ανδρομάχη. Η ζήλια της γίνεται σαράκι και την τρώει.
Κι αυτής τόσο καιρό αγάμητη τα μουνί της από την
σεξουαλική δίψα, είναι σαν ανήλιαγος, άνυδρος και μαραμένος κήπος. Απ’ το Θεό η Μαγδαληνή ζητάει για χάρη της να μεσιτεύσει. Να πιάσουν τόπο οι προσευχές της και ο νεαρός, λεβεντόκορμος ιερέας να της το ποτίσει με την μάνικα του.
....... Στην φαντασία του o Αλκιβιαδης αναζητά και τους λόγους που η παρουσία του εξομολόγου μπορεί να αναδεικνύει πάθη και να εξάπτει επιθυμίες της Ανδρομάχης. Σκέφτεται ότι ο ίδιος είναι ένας στοργικός άντρας, που τη σέβεται όπως κάνει και με όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους, που είναι ευγενικός και γλυκός μαζί της και συνεχίσει το ίδιο τροπάρι και στο συζυγικό κρεβάτι. Και την ξενερώνει. Ίσως η Ανδρομάχη να θέλει ο άντρας να τη βάλει κάτω χωρίς καλοσύνες και αβρότητες. Ίσως να θέλει ο άντρας να είναι ενεργητικός κι αυτή παθητική. Κι ας είναι σε θέση να ζητήσει τα πάντα και να πάρει τις πρωτοβουλίες της. Ίσως να είναι στιγμές που θέλει ένας άντρας να τη κάνει να αισθανθεί σκέτη σάρκα, να νιώθει ότι δεν τον ενδιαφέρει το μυαλό της, η ψυχή της, η προσωπικότητά της. Δεν της αρκεί που ο Αλκιβιαδης αγαπά τα παιδιά τους, είναι σωστός με την οικογένεια του, που είναι περήφανη και χαίρεται που βρήκε ένα ταίρι να βαδίσουν στην ζωή με αξιοπρέπεια, όμως, μέσα της, αυτά όλα δεν είναι αρκετά. Η Ανδρομάχη στα τριάντα πέντε της σήμερα είναι μια γυναίκα που μπορεί να έχει όποιον θέλει, και μέσα της επιθυμεί την ίντριγκα, το πάθος, το παιχνίδι, θέλει να της δείξουν ότι μπορεί ακόμα να την κατακτήσουν, όταν εκεί έξω στον δρόμο, στην δουλειά, την φλερτάρουν αδυσώπητα και τη βάζουν σε πειρασμό.Θέλει ν' απελευθερωθεί και να αγγίξει το βάθος της ερωτικής της ύπαρξης, να αποδεχθεί στιγμιαία το ζωώδη της ρόλο ως θήραμα και να εγκαταλείψει γλυκά τις αντιστάσεις της στα χέρια του κτήνους, του κυνηγού, του αφέντη, του άντρα. Θέλει να της ανάβει φωτιές και να έχει τις πιο απίθανες ιδέες. Να της τα δίνει όλα και να τα θέλει όλα. Να γυρεύει εμπειρίες πρωτόγνωρες. Να τη ξεφτιλίζει κι αυτή να γουστάρει, να λιώνει, να καίγεται γι’ αυτόν. Να νιώσει κτήμα του σε ένα «σκίσε με δίχως έλεος».
Ο Αλκιβιαδης παρακολουθεί τις σκέψεις του με ενδόμυχη ζήλια. Φαντασιώνεται ότι ένας τέτοιος αληθινά κυρίαρχος άντρας, που έχει την ικανότητά να την ικανοποιεί και με άλλους τρόπους εκτός από το δεδομένο και να κάνει την Ανδρομάχη να παραληρεί και να πέφτει στον έρωτά του ξανά και ξανά, είναι ο ρασοφόρος εξομολογος της. Και μια σεξουαλική σχέση μιας παντρεμένης με έναν παπά θα έμενε καλά κρυμμένη, γιατί αυτός θα ενδιαφερόταν να προφυλάξει την φήμη του, ως ιερέας και η γυναίκα το γάμο της.
Ο ιερός ναός της ενορίας είναι βυζαντινή εκκλησία του 17ου αιώνα κτισμένη στο κέντρο του άπλετου περιβάλλοντα χώρου, με πολλά δέντρα τριγύρω και παρτέρια με λουλούδια. Στο βόρειο χώρο του ναού υπάρχει ένα οίκημα για όπου φιλοξενούνται οι πιστοί για καφέ κυρίως στα μνημόσυνα και δίπλα ένα σχετικά άνετο γραφείο που ο χρησιμοποιεί ο ιερεας για τα εκκλησιαστικά αρχεία και ταυτόχρονα σαν ιδιαίτερος χώρος εξομολόγησης. Η Ανδρομάχη με τον ιερέα μόλις είχαν τελειώσει με κάποιες λεπτομέρειες που αφορούσαν την αγιογραφία του κυρίως ναού και τον ρώτησε αν είχε χρόνο και αν ήταν κατάλληλη η στιγμή να εξομολογηθεί όπως της είχε προτείνει. Η Ανδρομάχη ήταν κάτι που είχε σκεφθεί πολύ τελευταία και είχε αποφασίσει να το κάνει.
Ο ιερεας συμφώνησε πρόθυμα και τη ρώτησε αν είχε πρόβλημα να εξομολογηθεί εκεί στο γραφείο. Του είπε όχι, οπότε βγήκε για λίγο από έξω, είπε στη νεωκόρο, μία γυναίκα να μην μπει κανείς μέσα μέχρι να δώσει αυτός την άδεια γιατί θα ξεκινούσε εξομολόγηση και ξαναγύρισε στο γραφείο του. Πήρε από την ντουλάπα το πετραχήλι, το φόρεσε και πήγε μπροστά στα εικονίσματα. Προσευχήθηκε και γυρνώντας προς την Ανδρομάχη της ζήτησε να πάει να γονατίσει μπροστά του. Γονάτισε εκεί ακριβώς που έπρεπε. Σήκωσε το πετραχήλι και το έβαλε πάνω στο πανέμορφο ντελικάτο κεφάλι της με τους καστανοκαφέ μεταξένιους βοστρύχους, ακούμπησε τη παλάμη του από πάνω και η Ανδρομάχη αισθάνθηκε το ζεστό κοκκίνισμα, ένα σήμα κινδύνου να κατακλύζει και να πυρώνει τα μάγουλά της.
Η αναπνοή της πιάστηκε μόλις έπιασε την έκφραση των ματιών του. Τα μάτια του έκαιγαν μέσα της σαν να την ερευνούσαν ολοκληρωτικά, σαν να διάβαζαν την ίδια της την ψυχή.
Για μια στιγμή έμεινε σιωπηλή με χαμηλωμένα μάτια. Ήταν έτοιμη να απαντήσει, μα κάτι κράτησε τις λέξεις στη γλώσσα της.
Τα χείλη της Ανδρομάχης μιλούν, μαζί με τα χείλη του αιδοίου της, τη δική τους γλώσσα.
Ο Αλκιβιαδης τους φαντάζεται όση ώρα που εξομολογείται τις «αμαρτίες» της, μέσα από τις εξομολογήσεις της ίσως να ζει τις βαθύτερες φαντασιώσεις της, σεξουαλικές στιγμές που θέλει να ζήσει αλλά δεν έχει τολμήσει να μοιραστεί με τον Αλκιβιάδη. Ο ερεθισμός ν' αρχίζει να φουντώνει μέσα της, να κατακλύζει την πηγή της ηδονής της, να φλογίζει το κορμί της με τη σκέψη της ότι ο ρασοφόρος άνδρας σαν βαρβάτο άλογο -γιατί αυτό θέλει από εκείνον- με εκείνο το αποφασιστικό διεφθαρμένο βλέμμα του μάχεται να την κατακτήσει κι εκείνη να του αντιστέκεται ψευδό-διαμαρτυρόμενη. «Όχι! αυτό είναι μεγάλη αμαρτία πάτερ» αλλά ενδόμυχα παρακαλά να την αρπάξει στα στιβαρά του χέρια να την αποκαλεί «πρόστυχο παλιοθήλυκο», λέγοντας της ότι είναι ο ίδιος ο Σατανάς μεταμορφωμένος, να την σέρνει και να την ξαπλώνει χάμω παρά την αντίσταση που προβάλλει, και τα καυλωμένα στήθια της να πετάγονται έξω από το λίνο φορεματάκι της κάτω από τη πίεση των χεριών του και ο ιερέας να απολαμβάνει αχόρταγα με τα μάτια και τα χέρια του το θέαμα που του προσφέρει.
Να τον ακούει να της λέει ότι είναι μια «ελεεινή μοιχαλίδα» την ώρα που με το ένα του χέρι της σηκώνει το φόρεμά ψηλά και με το άλλο χέρι να τραβάει με δύναμη το κορδόνι από το βρακί της κάνοντάς το κομμάτια και αυτή να υποκύπτει και να «κατακτιέται» από αυτόν και παρασύρεται σε φαντασιακή ερωτική πλημμύρα. Αισθανόταν μουσκεμένο το μικρό βρακάκι της και σταγόνες από τα υγρά της να τρέχουν στο εσωτερικό των μπουτιών της.
Το ράσο του ιερέα αποκαλύπτει, παρά συγκαλύπτει, τους σπασμούς που τον διατρέχουν κάτω από το μαύρο ρούχο. Λένε οι ενορίτισσες στα κουτσομπολιά τους ότι του ιερέα ....ξέρετε ποιος..... είναι πολύ προικισμένος.
Του Αλκιβιάδη σε μια ατέρμονη συνέχεια των φαντασιώσεων του, οι καθημερινές εικόνες από τις επαφές του ιερέα με την Ανδρομάχη τροφοδοτούν και εμπλουτίζουν την μνήμη του... Κατά την γνώμη του στα ερωτικά όνειρα μιας γυναίκας τα πάντα είναι πιθανά. Τίποτα δε είναι… «αφυδατωμένο»!
Όπως τότε. Ήταν ένα βράδυ Παρασκευής με βροχερό σκηνικό. Η
καμπάνα σήμανε στις οκτώ και μισή ακριβώς την ώρα που αποβίβασε την
σύντροφο του από το αυτοκίνητο τους, στο μικρό ναό στην άκρη της πόλις
τους στην ρίζα του βουνού εκεί όπου θα τελεσθεί Ιερά αγρυπνία. Πάντα η
σύντροφος του ένοιωθε ζεστασιά και ευχαρίστηση που πήγαζε από την
τακτική ενεργή συμμετοχή της στην Θεία Λατρεία. Στην ευρύχωρη σκεπαστή είσοδο του ναού δέσποζε η εντυπωσιακή φιγούρα του ιερέα πλαισιωμένη από έναν υπερήλικα αγιορείτης ιερωμένο δυο τρεις Μοναχούς και λίγους πιστούς κυρίως γυναίκες. Ο ηλικιωμένος αγιορείτης ιερωμένος καθόταν σε μια σκοτεινή γωνιά στην είσοδο της εκκλησίας και θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητος ανάμεσα στους αγιορείτες μοναχούς και προσκυνητές. Η στάση και η ταπεινότητά του όμως, έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση στο Αλκιβιάδη. «Ήταν αμίλητος και έμοιαζε σα να περιβάλλεται από Θεία Λάμψη. Ο ιερέας όταν τους αντίκρισε τον Αλκιβιάδη και την Ανδρομάχη κατέβηκε τα σκαλοπάτια με αρχοντική περπατησιά και ευχάριστη διάθεση τους χαιρέτησε εγκάρδια. Η Ανδρομάχη, φίλησε ευλαβικά το χέρι του ιερέα, και στη συνεχεία ο ιερέας τον Αλκιβιάδη επειδή από τις ατέρμονες κοινωνικές συζητήσεις τους γνώριζε τις απόψεις του περί αθεΐας, αρκέστηκε να τον ασπαστεί αδελφικά στα δυο μαγούλα με περίσσια ευχαρίστηση που τον συναντούσε ξανά. Αν και είχαν διαφορετικές θρησκειολογικές αντιλήψεις, όφειλε να παραδεχτεί ότι στις διαπροσωπικές σχέσεις τους, ο ειλικρινής και εποικοδομητικός διάλογος με κριτική πάντα ματιά και με ήθος, ήταν μια γόνιμη ανταλλαγή απόψεων, μια ευχάριστη απόδραση από τη δύσκολη πραγματικότητα των καιρών. Ο ιερέας απόψε ήταν ιδιαίτερα περιποιημένος, είχε κουρέψει και περιποιηθεί υπέρ το δέον την γενειάδα του το πρόσωπο του ακτινοβολούσε υγεία ενεργητικότητα, γοητεία. Ηταν από εμφάνιση ένας πραγματικός σταρ. Τους σύστησε τον Άγιο μοναχό και τους ευχαρίστησε για την τιμή που του κάνει η σύντροφος του να μετέχει στην Ιερά αγρύπνια του και θέλει να ελπίζει κάποια στιγμή να τον τιμήσει και ίδιος. Του το πρότεινε και επιμένει.
Η Ανδρομάχη τον αποχαιρέτησε ton Αλκιβιάδη και προχώρησε για την είσοδο του ναού.Ο Αλκιβιάδης ρίχνοντας μια τελευταία ματιά πριν αναχωρήσει στεκόταν και τους κοίταζε, τον ιερέα και την Ανδρομάχη την ώρα που εισέρχονται στο ναό δίπλα- δίπλα, σχεδόν αγκαζέ.
«Όμορφο ζευγάρι.» Μουρμούρισε. Ταιριαστό μα τον «Δια». Ήταν και οι δυο τους τόσο όμορφοι, τόσο στιλάτοι, τόσο γοητευτικοί. Κρυφογέλασε συνεπαρμένος με τις σκέψεις του. Πλημμύρισε ξαφνικά από ανάμεικτα συναισθήματα, ένιωσε κάπως περίεργα. Ένα κουβάρι από αισθήματα αξεδιάλυτα και πρωτόγνωρα.
Ο ιερέας ψηλός, λεπτός, γεροδεμένος, αρχοντικό περπάτημα, δεμένα αλογοουρά τα ξανθοκόκκινα μαλλιά του. Εκείνη όμορφη, χυμώδης, περιποιημένη, τα καστανόξανθα σγουρά μαλλιά επιμελώς ατημέλητα έπεφταν ανέμελα και χάιδευαν τους ώμους της, ευθυτενή περπατησιά, περήφανο παράστημα. Όμορφη εικόνα, χίλιες λέξεις. Ίσως και να κρύβει μέσα της πολλαπλά μηνύματα. Τους σκέφτηκε να είναι εραστές της στιγμής κι όχι του «πάντα». Γιατί το «πάντα» υπόσχεται, δεσμεύει, πιέζει. Η στιγμή κρατάει, όσο την κρατάμε.
Οι τελευταίες πληροφορίες ήταν ότι πιθανώς η Ιερά αγρύπνια θα είχε μια σχετικά μεγαλύτερη διάρκεια από τα συνηθισμένα λόγω της επίσκεψης του Άγιου γέροντα. Ακούγοντας τον Αλκιβιάδη να λέει στην Ανδρομάχη να τον πάρει τηλέφωνο στο τέλος της ιεράς αγρυπνίας ώστε να σπεύσει για την επιστροφή της ο ιερέας και πριν ακόμη προλάβει καλά-καλά να τελειώσει τη φράση του ο Αλκιβιαδης παρεμβαίνει και του λέει. Είναι λογικό να ανησυχείς ακόμη και καλοπροαίρετα σκεπτόμενος πως θα γυρίσει σπίτι η Ανδρομάχη σου με εμπιστοσύνη άγρια μεσάνυχτα λίγο πριν πέσετε για ύπνο, ή όταν εσύ ήδη κοιμάσαι. Το γυρισμό της λοιπόν με ευχαρίστηση αναλαμβάνει την υποχρέωση να φροντίσει αυτός φύλακας άγγελός της να γυρίσει σπίτι τους με ασφάλεια καθησυχάζει τον Αλκιβιάδη και του συστήνει σαν κουρασμένος από μια έντονη ήμερα της εργασίας του να κοιμηθεί ήσυχος και να εμπιστεύεται τον πνευματικός της που θα μεριμνήσει και θα βοηθήσει να μην έχει άγχος και αγωνία. «Τα φυσιολογικά συναισθήματα όταν γίνονται υπερβολικά και κυριεύουν την καθημερινή ζωή προκαλούν προβλήματα και μετατρέπονται σε παθολογικά.» του λέει με φιλική διάθεση.
Η ώρα είναι τρεις μετά τα μεσάνυχτα η Ανδρομάχη καταφθάνει στην οικία τους ταλαιπωρημένη, άυπνη. Γύρω δεν υπήρχε ψυχή ζώσα, απόλυτη ερημιά και ησυχία. Ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του σπιτιού τους και εισέρχεται ανακουφισμένη μέσα. Ο Αλκιβιαδης της ζητά μια μεγάλη συγγνώμη που τον πήρε ο ύπνος και την χαϊδεύει τρυφερά ν’ απλωθεί η ζεστασιά του και να φτάσει μέχρι τα κουρασμένα μέλη της.
«Τι συνέβη καλή μου και έδωσε τόσο μεγάλη παράταση ο αξιολάτρευτος ρασοφόρος μας στο μυστήριο.» Την ρώτησε.
Κάτι του απάντησε για τον Άγιο γέροντα τον επισκέπτη από το σέρβικο μοναστήρι, κάτι για κάποια εκκλησιαστικά τελετουργικά, αυτός δεν έδωσε σημασία. Η Ανδρομάχη έγειρε λίγο κοντά του να ξεκουραστεί και παραδόθηκε γρήγορα στην αγκαλιά του Μορφέα. Και έχει αυτό το χαμόγελο στον ύπνο της. Ο Αλκιβιάδης στα τελετουργικά δεν έδωσε τη δέουσα σημασία, όμως βλέποντας την Ανδρομάχη που γρήγορα παραδόθηκε γλυκά στην αγκαλιά του Μορφέα η φαντασία του ξεκίνησε να βρίσκεται σε «ντελίριο» και να ξεπερνά τα όρια του συνηθισμένου! «Αν δεν δείχνει αυτό ότι είναι χαλαρή και ικανοποιημένη, με την ορμόνη του έρωτα στα ύψη, τότε τι; Μάλλον κάποιος επιτέλεσε το καθήκον του με υπερβάλλοντα ζήλο,» σκέφτεται για τον ιερέα και όσο ατενίζει την Ανδρομάχη του να βιώνει σωματικά τη γλυκιά εξάντληση του έρωτα και να κοιμάται αμέριμνα, ο φίλος του ο ρασοφόρος της σίγουρα αναπαυμένος τώρα θα φουσκώνει σαν το παγώνι γεμάτος ικανοποίηση σκεπτόμενος τα απίθανα γαμήσια που έκαναν με τις ερωτικές ορέξεις τους να είναι τόσο ασυγκράτητες.
Κάνει κομμάτια τα πλαίσια της εικόνας του μυαλού του και συνθέτει την εικόνα της Ανδρομάχης και του ιερέα και αυτά που συνέβησαν στο «σκοτεινό φόντο» της νύκτας με πρόσχημα την παράταση της Ιεράς αγρυπνίας και συμπληρώνει το παζλ των γεγονότων με τη φαντασία του. Στις σκέψεις του η Ανδρομάχη του με το τέλος της Ιεράς αγρυπνίας από μια παρόρμηση της στιγμής και όχι από μια βαθιά σκέψη να ανταποκρίνεται στο πάθος του ρασοφόρου. Φαντάζεται το ρασοφόρο με τα χαρακτηριστικά ενός «Βίκινγκ» κατακτητή, δραστήριος και φλογερός εραστής, που γνωρίζει πολύ καλά το παιχνίδι της αποπλάνησης, ξέρει τι ζητά και πως να το πάρει, ξετρελαμένος από σεξουαλική επιθυμία για τη γοητευτική ενορίτισσα του να κατακτά την πρόθυμη παράδοση της. «Ω, Θεέ μου! Λες!» Κόλλησε για μια στιγμή με τις σκέψεις του και μετά άρχισε να γελάει από αμηχανία. Σοκαρίστηκε λίγο. «Το περίμενα… ή όχι;» Αναρωτιέται σκεφτικός ο Αλκιβιαδης! Θυμάται την τελευταία στιχομυθία τους που είχε με τον ιερέα! Τότε που ο ρασοφόρος φίλος του άρχισε να του βάζει ιδέες πως ήθελε τόσο πολύ να της γαμήσει τον ωραίο μεγάλο λαχταριστό της κώλο, και ίσως τελικά να τα κατάφερε και εκείνη να υποτάχθηκε στις σεξουαλικές επιθυμίες του. Εκείνη έχει ακούσει πολλά για το πρωκτικό σεξ αλλά δεν το έχει δοκιμάσει. Ο ρασοφόρος γητευτής την πείθει πως αξίζει να δοκιμάσει αυτή την σεξουαλική περιπέτεια και την εμπειρία! Τουλάχιστον ο ρασοφόρος ως έμπειρος γαμιάς εραστής και συνετός πνευματικός της ελπίζει ο Αλκιβιαδης πως ήταν προσεκτικός και υπομονετικός μαζί της και θα προετοίμασε με φροντίδα τον κώλο της για το γαμήσι μέχρι να της χαρίσει απολαυστικές στιγμές ηδονής και ατελείωτης καύλας και μια ανεπανάληπτη σεξουαλική εμπειρία. Να της έκανε πρωκτικό σεξ χωρίς πόνο και να κρατήσει έτσι από την εμπειρία της μονάχα την ηδονική ευχαρίστηση. Φαντάζεται και την Ανδρομάχη δυναμική, ατίθαση, τολμηρή, παθιασμένη, γλυκιά, σέξι, θερμή που μέσα της να κρύβεται η ανάγκη της τον ιερέα που αποτελεί την σεξουαλική επιθυμία και το κρυφό όνειρο για το μεγαλύτερο σύνολο του θηλυκού πληθυσμού της ενορίας, να τον «κυβερνήσει», να τον ξελογιάσει ξανά και ξανά να του ανοίγει διάπλατα όλες τις πόρτες της ηδονής και αυτός θα της δώσει όλη του την αγάπη και την προσοχή που της αξίζει που θα απογειώσει τις επιθυμίες της και θα της γαμήσει όλες τις καυλωμένες της τρύπες. Αυτά σκέφτεται ο Αλκιβιαδης και το μυαλό του οργιάζει. «Πόσο καύλα είναι απλά ως φαντασίωση να τη σκέφτομαι να κάνει σεξ με το ρασοφόρο φίλο μας.» και συνεχίζει να πλάθει τις σεξουαλικές φαντασιώσεις με πρωταγωνιστές την Ανδρομάχη και τον πνευματικό της εξομολόγο που τον εξιτάρουν, τον διεγείρουν.
Η αγρυπνία τελείωσε οι πόρτες στο μικρο ξενώνα της εκκλησίας έκλεισαν πίσω τους απαλά. Ο ιερεας την έπιασε απ’ το χέρι, και της έκανε νόημα να προχωρήσει, όμως τα πόδια της αρνούνταν να την υπακούσουν. «Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει», είπε βραχνά. «Ξέρεις τι συμβαίνει μεταξύ μας, τι άλλο θέλεις;» είπε ο ιερεας. Η Ανδρομάχη έσμιξε τα φρύδια της. «Κι εγώ τι πρέπει να πιστέψω;» «Δεν πιέζω τις γυναίκες, δεν είναι του γούστου μου. να ασκώ πίεση», πρόσθεσε έντονα ο ιερεας.
Όλες οι αμφιβολίες της εξανεμίστηκαν. Γύρισε και τον κοίταξε. Έσκυψε και τη φίλησε στο στόμα, ανοίγοντας τα χείλη της με τη γλώσσα του. Η Ανδρομάχη γουργούρισε από ηδονή, κόλλησε πάνω του και, με τη χαρακτηριστική της τόλμη, αφέθηκε στο καινούριο. Καθώς έβαζε τα χέρια της μέσα απ’ το ράσο του και αγκάλιαζε το σφιχτό και δυνατό κορμί του, ο ιερέας την τράβηξε πιο κοντά. Τα στήθη της πιέστηκαν στο στέρνο του. Ο ερεθισμός του ήταν τόσο έντονος και εντυπωσιακός που η Ανδρομάχη ένιωσε ένα ρίγος ωμής γυναικείας δύναμης. Το φιλί του έγινε πιο βαθύ, απαιτώντας από κείνη όσα μπορούσε να δώσει. Η Ανδρομάχη συνειδητοποίησε ότι ήταν έτοιμη να του προσφέρει όλη τη φλογερή δίψα για σεξ. Η γλώσσα του ήταν καυτή, το σώμα του στιβαρό και αρρενωπό. Χαμένη σε μια θύελλα αισθήσεων, η Ανδρομάχη βύθισε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του και του τράβηξε το κεφάλι προς τα κάτω. Τα γόνατά της λύγιζαν καθώς το ένα κύμα ηδονής διαδεχόταν μέσα της το άλλο, κάνοντάς τη να λιώνει. Η αναπνοή της έγινε πιο γρήγορη, η φλόγα ανάμεσα στους μηρούς της δυνάμωνε αβάσταχτα. Σαν να το ήξερε, ο ιερέας την άγγιξε εκεί και η Ανδρομάχη έφτασε στην κορύφωση, φωνάζοντας το όνομά του με φωνή γεμάτη κατάπληξη και παραίτηση. Κατέρρευσε πάνω του αποκαμωμένη. «Ποτέ δεν... Αυτό δεν...» μουρμούρισε. «Δεν τελειώσαμε», είπε εκείνος με πάθος. Το βλέμμα του την έκαιγε σαν φωτιά.. «Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι σε θέλω», της είπε με κομμένη ανάσα. Χάιδεψε τα στήθη και την κοιλιά της με τα χέρια και τη γλώσσα του, έπειτα κατέβηκε χαμηλότερα για να της ανοίξει τα πόδια. Η Ανδρομάχη ήταν ήδη έτοιμη, ζεστή, υγρή και πρόθυμη! Τον ένιωσε να ξαπλώνει ανάμεσα στα πόδια της, να μπαίνει μέσα της κι αυτή να τον τυλίγει σαν να ήταν φτιαγμένος για κείνη και μόνο. Οι κινήσεις του ήταν απαλές, το δικό της καλωσόρισμα φλογερό... Η Ανδρομάχη ριγούσε από κάτω του, εντελώς παραδομένη σ’ ένα ζευγάρωμα που δε θα μπορούσε να του αντισταθεί. Έπειτα τον άκουσε να φωνάζει κοφτά, είδε το πρόσωπό του να συσπάται και βαθιά μέσα της ένιωσε την έκρηξη, τη λύτρωση του, μαζί με τη δική της, που την ώθησε πάνω του σαν κύμα που σπάζει στα βράχια.
Στον επόμενο χρόνο τα χειλάκια της αγκάλιαζαν το πρησμένο πουτσοκέφαλο του, και κατέβαιναν στον κορμό της πούτσας του, και άρχιζε να τον ρουφάει, ένιωθε τα αρχίδια του να τρελαίνονται και πάλι, όταν τα έγλυψε ένα ένα, ο πούτσος του είχε γίνει κάγκελο, και της είπε.
«Μωρό μου, πάμε για το άλλο, γιατί αν συνεχίσεις θα χύσω και θέλω όλες τις δυνάμεις μου.» Η Ανδρομάχη του χαμογέλασε ναζιάρικα! «Ότι θελει ο γαμιάς μου του χαλάω εγώ χατήρι.»
«Ότι θέλω; Σήμερα είμαι εκτός ελέγχου! Θέλω να γαμήσω τον κώλο σου».
«Θα με σκίσεις με τέτοια πούτσα, αλλά χαλάλι σου, με έχεις πεθάνει απόψε τη γυναίκα!»
«Αχ είσαι ένα πουτανάκι από τα λίγα,. Και ο κώλος σου, είναι μεγάλη ανάφτρα! Ακόμη και ετοιμοθάνατος γέρος να τον δει θα του σηκωθεί.» Της λέει ο ιερεας και έσκυψε και άρχισε να της γλύφει το κωλαράκι, ήταν όντως αποφασισμένος να της το περιποιηθεί καλά.
«Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε περίεργη βλέποντας τον να βγάζει από την τσάντα του ένα μικρο διάφανο μπουκαλάκι με περιεχόμενο σε χρώμα απόχρωσης του πράσινου με υποψίες από ίριδες που χρυσίζουν.
« Άγιο Μύρο! Είναι ευώδες και αγιασμένο λάδι.»
«Και τι θα κάνεις μ' αυτό;»
«Ευχέλαιο Μωρό μου θα κάνω στον αμαρτωλό πισινό σου τον λάγνο και ερωτεύσιμο που περιφέρεται ανάμεσα μας μοιράζοντας λεξοτανίλ και υποσχέσεις και μας προκαλεί πειρασμούς.»
«Και με το λάδι θα αποφύγεις τον πειρασμό;»
«Το αγιασμένο λάδι Μωρό μου συμβολίζει το έλεος και τη χάρη του Θεού που θεραπεύει τον αγώνα του ανθρώπου και του δίνει δύναμη να γλιστρά από τους πειρασμούς του.»
Ο ρασοφόρος είναι έτοιμος να χρησιμοποιήσει αγιασμένο από την εκκλησία λάδι ελιάς αυτού του θρησκευτικού αγαθού που είναι συνδεδεμένο στο μυστήριο της βάπτισης και σημαντικός ο ρόλος του στο μυστήριο του Ευχέλαιου. Σύμφωνα με μια άλλη ελληνική παράδοση, με λάδι ελιάς έχριζαν τους βασιλείς και τους ιερείς ως αντιπρόσωπους του Θεού. Το αγιασμένο από την εκκλησία λάδι θεωρείται από τους πιστούς φυλαχτό και βοήθεια για κάθε δύσκολη στιγμή όπως και την παρούσα στιγμή που ο ιερεας πασάλειψε με το λάδι τη χαραμάδα και την τρύπα της.
Ανδρομάχη του χαμογέλασε και του κάνει νάζια κουνώντας δεξιά αριστερά το κωλαράκι της θέλοντας να παίξει λίγο μαζί του! «Και τι θα γίνει αν εγώ δεν θέλω; Θα με βιάσεις;»
Της ρίχνει μια προειδοποιητική ματιά. «Δεν έχω τέτοιο σκοπό Μωρό μου. Εγώ εκκλησιαστικός ποιμένας να κάνω τέτοιο απεχθές έγκλημα; Απλά θα εφαρμόσω κατά γράμμα την εκδοχή του δικαίου της σαρία, κατά την οποία η υπαιτιότητα στο έγκλημα επιρρίπτεται πρωτίστως στο θύμα, με την αιτιολογία ότι ο λαχταριστός κώλος σου προκάλεσε το δράστη.».
Κρατούσε με τα χέρια του δυνατά τα «κωλομάγουλα» ανοιχτά και της έγλυφε την τρύπα. Η γλώσσα του την έκαιγε, γλιστρούσε γύρο γύρο και χωνόταν μέσα και τη γαμούσε, την ένοιωθε να χώνεται σκληρή μέσα της. Έχωσε κι ένα δάχτυλο μαζί με την γλώσσα του στη λαδωμένη τρύπα της για να την προετοιμάσει ώστε να γλιστρήσει ο πούτσος του χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες. Η Ανδρομάχη αμέσως τινάχτηκε. «Άχχχχ» έκανε! Αν δεν άντεχε δάχτυλο, πως θα άντεχε τον πούτσο του; Θυμήθηκε ότι τα πρώτα χρόνια της, της γνωριμίας με τον Αλκιβιάδη της τον είχε βάλει μια δυο φορές από πίσω και δεν το είχε βρει ιδιαίτερα συναρπαστικό και ότι δεν άξιζε την περιπέτεια και την εμπειρία ίσως διότι δεν ήταν έτοιμη διανοητικά να το δεχθεί! Σήμερα με πιο ανοιχτό μυαλό, απελευθερωμένη από ταμπού νιώθει έτοιμη να ξαναζήσει αυτή την εμπειρια και να δώσει κώλο που τόσο σφόδρα το επιθυμεί, του αχαλίνωτου ρασοφόρου ο όποιος δεν δείχνει εγκράτεια και ρέπει προς τις σαρκικές απολαύσεις.
Σιγά-σιγά ο ρασοφόρος έπαιξε με το κωλαράκι της, σφιγγόταν το ένιωθε στην τρύπα της με τα δάχτυλα του, σηκώθηκε και της είπε να τουρλώσει το κωλαράκι ακουμπώντας στους αγκώνες της και στα γόνατα. Κατάλαβε τι της ζητούσε και το έκανε! Ο πούτσος του ιερέα ήταν έτοιμος σκληρός. Χούφτωσε τα αφράτα της κωλομάγουλα και τα ορθάνοιξε. Η κωλοτρυπίδα της έχασκε μπροστά του και δεν κρατιόταν με τίποτα. Στάθηκε πίσω της και πίεσε το φουσκωμένο από την πολύ καύλα πουτσοκέφαλο του στη χαράδρα του κώλου της. Το έτριψε απαλά-απαλά μερικές φορές και κατόπιν έσπρωξε με μεγάλη δυσκολία. «Αααχχχ» άρχισε να κάνει η Ανδρομάχη και ο ρασοφόρος σιγά-σιγά, σφήνωνε την πούτσα του και σταματούσε στο κάθε της «αχ». Τελικά μπήκε μέχρι την μέση, αλλά όσο έκανε κινήσεις τόσο του έλεγε «σταμάτα, πονάω».
Ο ιερεας το πήρε απόφαση, αφού συμφώνησε να πηδηχτεί από τον κώλο, έπρεπε να υποστεί τις συνέπειες, έτσι χωρίς να το σκέφτεται πολύ, της τον κάρφωσε τον υπόλοιπο μέσα, αμέσως η Ανδρομάχη τινάχτηκε, ταλαντεύτηκε και βόγκηξε, «ααααχ βγες βγες» έλεγε, ο πούτσος του όμως είχε άλλα σχέδια, μπαινόβγαινε με αργό ρυθμό για να συνηθίσει ο κώλος της, τον καύλωναν και οι κραυγές της και τα «ααααααχ» που έκανε. «Ελα Μωρό μου σε λίγο θα σ'αρέσει.» της είπε, και συνέχισε σε γρηγορότερο ρυθμό, η πούτσα του είχε σφιχτεί από την τρύπα της, γενικά όλος ο κώλος της ήταν, ζεστός και στενός, και τον έσφιγγε κιόλας, σε φάσεις όπου προσπαθεί ο κώλος να διώξει τον πούτσο. Σιγά-σιγά μαλάκωσε και τώρα του έλεγε να μπει πιο βαθιά γιατί όπως του είπε «Της άρεσε»!
Αυτό ήταν. Άρχισε και πάλι ο ιερέας να κουνιέται σιγά-σιγά και τότε ένιωσε την Ανδρομάχη να δίνει μια δυνατή σπρωξιά προς τα πίσω και της χώθηκε ολόκληρη η ψωλή του βαθιά μέχρι τον πάτο της και έβγαλε ένα δυνατό βογκητό από τον πόνο αλλά και την καύλα. Ο ιερεας σταμάτησε για λίγο πάλι, αλλά με την παρότρυνση της άρχισε να τη γαμάει κανονικά και όλο και πιο γρήγορα και δυνατά. Είχε την αίσθηση τώρα ο πούτσος εντελώς σκληρός, σαν μάρμαρο πως κινείται μέσα σε ένα ζεστό, υγρό σωλήνα με αίσθηση μεταξιού καθώς φουσκώνει με τους χυμούς του. Το καυτό του χύσι πετάγεται μέσα της ενώ ταυτόχρονα τα δάχτυλα του να κουνιούνται και να της τρίβουν την κλειτορίδα της. Είναι λες και τον σπρώχνει κατευθείαν στο βάθος της απαιτώντας την υποταγή της. Ο Σφιγκτήρας σφίγγει γύρω του, πάλλεται και τον στύβει. Είναι τόσο γεμάτη από πίσω με τον πούτσο και το σπέρμα του που μετά βίας αναπνέει. Τελικά, ολόκληρο το σώμα του μοιάζει να εκπνέει και χαλαρώνει με μιας. Δεν τραβιέται όμως από μέσα της. «Ηταν πολύ έντονο» της λέει. Όταν ο ιερεας άρχισε να χαλαρώνει, έβγαλε τα δάχτυλά του από το μουνί της και σιγά-σιγά γλίστρησε και ο πούτσος του έξω ανάμεσα στους μηρούς της και η Ανδρομάχη αισθάνθηκε ένα κύμα θερμότητας να τον ακολουθεί έξω, το σπέρμα του δεν κρατιόταν πλέον στη Θέση του.