Θαμπώθηκε εκείνο το πρωί όταν την πρώτο-είδε. Όμορφη σαν την Άνοιξη, με τους είκοσι Απρίληδες - ρόδα στα μάγουλά της. Μια γνήσια ζωγραφιά της γυναίκας του νότιου Πάρνωνα, από τα χωριά του Ζάρακα. Ο Ζάρακας πρόκειται για μια ακραία περιοχή στο τρίτο ποδάρι της Πελοποννήσου, στο ανατολικό κομμάτι της Λακωνικής γης, στη νοτιότερη απόληξη της ηπειρωτικής Ευρώπης, που γειτονεύει με το Μυρτώο πέλαγος. Κακοτράχαλα βουνά, που τα «χαρακώνουν» αρκετά φαράγγια, απ’ τα οποία μερικά είναι πολύ όμορφα και εντυπωσιακά και άλλα λιγότερο. Απόκρημνες ακτές, πέτρινα χωριά, διάσπαρτα δέντρα από συκιές, αμυγδαλιές και ελιές με τον πολύτιμο καρπό τους και ένας ήλιος εκτυφλωτικός και συνάμα ζωογόνος. Άνυδρη, πετροσπαρμένη γη με ανελέητα λιοπύρια του ζεστού λακωνικού καλοκαιριού, και μόνο το τραγούδι των τζιτζικιών να ταράσσει τον τόπο! Μονάχα όποιος την έχει επισκεφτεί μπορεί να καταλάβει. Αυτή η γη είναι η ζωντανή μαρτυρία μιας πραγματικότητας. Κρύβει στις πέτρες της την ιστορία των ανθρώπων του βουνού, του μόχθου. Κρύβει το έργο των ανθρώπων της, που εξουσιάζουν μ' ακαταμέτρητο μόχθο τη φύση. Αυτή η γη είναι η γη των προγόνων του Αλκιβιάδη.
Η Ιοκάστη πρόσωπο μοναδικό πάνω σε λυγερή κορμοστασιά με σωματικά χαρακτηριστικά αρμονικά δεμένα μεταξύ τους, χωρίς ίχνος έπαρσης. Μια ομορφιά ξεχωριστή, με βλέμμα καθρέφτη της ψυχής. Μια πανέμορφη Σπαρτιάτισσα. Μια φυσική ομορφιά δώρο θεού.
Ψηλή, ευθυτενής, χυτό κορμί χτισμένο σε πόδια δυνατά, πρόσωπο γαλήνιο με σκούρα μελόχρυσα μαλλιά, στη χαίτη απλωμένα και τα μάγουλά της τραγανά, με ρόδινα φεγγίσματα και κερασένια χείλη . Ήταν στο ύψος του, και όπως κι αυτός, είχε περήφανο βάδισμα και ίσια πλάτη.Ο Κλέαρχος νόμισε ότι έβλεπε τον ίδιο τον ήλιο να περνά. Άγρια ομορφιά, ατίθαση κοπέλα με αμαρτωλές καμπύλες. Τα φλογερά αμυγδαλωτά της μάτια αεικίνητα, στέλνουν σινιάλα στον ορίζοντα, σαν φάροι που με πάθος καρτερούν τον ερχομό της νύχτας. Αυτός όταν την είδε, έμεινε άφωνος, κυριολεκτικά ένιωσε την ανάσα του να κόβεται, χάθηκε μέσα στα βλέφαρα της. Βυθίστηκε στο μελένιο βυθό των ματιών της, τα γεμάτα φως και ρέμβη και δεν μίλησε. Δεν ήταν ούτε είκοσι χρονών και ο Κλέαρχος κι είχε δεθεί κόμπος η γλώσσα του μπροστά σ΄ αυτή τη ξεχωριστή ομορφιά.
Την ερωτεύτηκε. Από κείνη τη μέρα στηνόταν στο παράθυρό της και την περίμενε να βγει. Την ακολουθούσε στους δρόμους, στις αγορές και της ζήταγε να γευτεί τον έρωτά του.
Η γλώσσα του λύθηκε. Σαν κρασί από λιαστό σταφύλι ξεχείλισαν τα λόγια του. «Τα όμορφα τα µάτια σου θάλασσα από μέλι σε μια ματιά σου να πνιγώ καθόλου δε µε μέλλει.».
Εκείνη χαμογέλασε ευχαριστημένη με τα λόγια του. Το χαμόγελό της ήταν τόσο εγκάρδιο και ζεστό που θα μπορούσε να λιώσει παγετώνα. Γι αυτόν ήταν ο πιο όμορφος ήχος που είχε ακούσει στη ζωή του.
«Και γιατί να πνιγείς;» τον ρώτησε με απίστευτη γλυκύτητα, απλότητα και παιχνιδιάρικη διάθεση. Ο Κλέαρχος δε βιάζεται να της απαντήσει. Αντίθετα, συνεχίζει να την παρατηρεί. Από τόσο μικρή απόσταση που βρίσκονται η Ιοκάστη μπορεί να καταλάβει ότι τα ρούχα παραλλαγής που φορά είναι φθαρμένα αλλά καθαρά, τα μαλλιά του είναι ανακατεμένα αλλά πολύ σέξι, λες και μόλις σηκώθηκε από το κρεβάτι. Στο βλέμμα του υπάρχει μια λάμψη που την αφήνει με την εξής απορία, τελικά τα μάτια του είναι σκούρα μαύρα ή μελιά; Δύσκολο να απαντήσει μέσα σε αυτή την απογευματινή αντηλιά όπως ότι έχει μαύρα μαλλιά. Όχι πολύ μαύρα. Μάλλον σκούρα καφέ. Δεν διαλέγεις το «πότε», δεν διαλέγεις το «πού» και κυρίως δεν διαλέγεις το «ποιον» θα ερωτευθείς. Αυτός είναι ο απαράβατος κανόνας που μάλλον η Ιοκάστη παντελώς αγνοούσε, καθώς από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε τα σαρκώδη χείλη και το στιβαρό κορμί του Κλεαρχου έπρεπε να έχει καταλάβει πού πάει να μπλέξει. Το γοητευτικό του πρόσωπο την τράβα σαν μαγνήτης και πριν καλά-καλά προλάβει να συνειδητοποιήσει τι της συμβαίνει, της ξυπνά μία αρχέγονη έλξη που δεν έχει νιώσει ποτέ ξανά.
Την κοίταζε καταγοητευμένος, εκστασιασμένος και δίχως να πάψει να της χαμογελάει με τα γλυκά του μάτια γεμάτα από επιθυμία, αφήνοντας να φανούν ανάμεσα από τα κόκκινα χείλη τα άσπρα δόντια του λες και ήθελε να τη δαγκώσει. Και εκείνη δεν ένοιωθε ντροπή κάτω από το αδηφάγο βλέμμα του. Αντιθέτως, είχε καιρό να νοιώσει πάνω της αυτό το βλέμμα. Ήρθε κοντά της. Την κοιτούσε βαθιά μέσα στα μάτια. Πλησίασε το πρόσωπο της, χάιδεψε απαλά τα μαλλιά της λέγοντας: «Καλημέρα ήλιε μου!».
Εκείνο το απομεσήμερο ο ήλιος σαν να άργησε, θαρρείς, να πάει να ξαπλώσει. Οι παπαρούνες του αγρού έκαναν υπόκλιση στην αγάπη που κατέβαινε από τα μάτια στα χείλη τους.
Όμορφος και νέος ο Κλέαρχος, πανέμορφη η Ιοκάστη, ερωτεύτηκαν σφόδρα. Αγαπήθηκαν πολύ για νύχτες και νύχτες. Ανάσαναν μαζί. Ζούσε ο ένας για τον άλλον και χίλια όνειρα ευτυχίας πλημμύριζαν τη σκέψη τους.
«Κ' όταν θα νιώθεις χαμένη και θα χρειάζεσαι καθοδήγηση, απλώς άκου τις φωνές των προγόνων σου ανάμεσα στο θρόισμα των κυπαρισσιών, να σου τραγουδούν και να σε καθοδηγούν». Αυτή είναι η Ιοκάστη η μητέρα του Αλκιβιάδη στα είκοσι της χρόνια.
......Την προσοχή της τράβηξε το ξαφνικό άνοιγμα της κλειστής πόρτας. Λουσμένη από κρύο ιδρώτα, κάρφωσε τα μάτια της στην πόρτα και μέσα στο μισοσκόταδο διέκρινε μετά βίας μία όχι και τόσο άγνωστη αντρική φιγούρα.
«Εσύ!» τραύλισε ξέπνοα, «Μα…μα πώς…δεν άκουσα…»
Η Ιοκάστη κυριολεκτικά άκουσε την ανάσα της να κόβεται. Και η ανάσα της είχε τον ήχο μιας αραχνοΰφαντης κουρτίνας που την ανοίγουμε ένα ήρεμο πρωινό για ν’ αφήσουμε να μπει το φως του ήλιου και να ξυπνήσει κάποιον που αγαπάμε πολύ.
Με δυο δρασκελιές έφτασε ακριβώς δίπλα της και γονάτισε μπροστά στο κρεβάτι. «Συγνώμη», απολογήθηκε, αγγίζοντας απαλά τα καστανά μαλλιά της, την έπιασε πολύ ελαφρά, τρυφερά από το σαγόνι και έστρεψε το πρόσωπό της προς το μέρος του και την κοίταξε. Σαν να θαύμαζε έναν αριστουργηματικό πίνακα με την πιο λιτή απεικόνιση της αναδυόμενης Αφροδίτης Γάλλου ζωγράφου! «Είσαι υπέροχη. Δεν καταλαβαίνεις πόσο γοητευτική είσαι!» Το πρόσωπο της Ιοκάστης κοκκίνισε, άπλωσε το χέρι της και εντελώς ανεπιτήδευτα άγγιξε ελαφρά το χέρι του Κλέαρχου. Η καρδιά της άρχισε να κτυπάει γοργά σαν άλογο που καλπάζει σε κακοτράχαλα μονοπάτια. Κάποια στιγμή ζεστά δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάγουλα της καθώς ο ένας αγκάλιαζε τον άλλον. Τα δάκρυά έγιναν λυγμοί. Δεν είχε κλάψει καθόλου όλο αυτό το διάστημα. Και τώρα μια λέξη ήταν αρκετή για να την κάνει να ξεσπάσει σε δάκρυα του σεβντά και του θανάτου μόνο. Τα χείλη του σκέπασαν τα δικά της. Το φιλί του ήταν απαλό, υπομονετικό. Περίμενε ανταπόκριση από εκείνη. Δεν άργησε να έρθει. Λυγμοί, δάκρυα και φιλιά έγιναν ένα. Τώρα το φιλί είχε γίνει πιο έντονο, πιο απαιτητικό. Και εκείνη απλά υπάκουε. Παραδομένη σ’ αυτή την αναπάντεχη και ξαφνική ηδονή. Τα χέρια του χάιδευαν απαλά το πρόσωπό της, τον αυχένα της. Τα δάχτυλά του βυθίστηκαν στα πλούσια, καστανά μαλλιά της. Άγγιξε τους ώμους της και άφησε τα δάχτυλά του να ταξιδέψουν μέχρι τους καρπούς της και ξανά πάλι προς τα πάνω. Χάιδεψε την πλάτη, τη μέση και τους γοφούς της. Την έσφιξε πιο πολύ πάνω του, κάνοντας το κάθε σημείο του κορμιού της να ακουμπάει πάνω στο δικό του. Ήθελε να γίνουν ένα. Το απαιτούσε, δεν το ζήταγε.Και έτσι να ήταν, εκείνη δεν έφερνε αντίρρηση. Είχε πια αφεθεί ολοκληρωτικά σε εκείνον. Ένοιωσε την έξαψη του και χαμογέλασε. Με μια αποφασιστική κίνηση την πήρε στα χέρια του και την έβαλε να ξαπλώσει. Με γρήγορες κινήσεις απαλλάχτηκε από τα ρούχα του και ξάπλωσε και ο ίδιος. Οι ματιές που αντάλλασσαν ήταν φλογερές, κατ έκαιγαν χωρίς οίκτο σώματα και ψυχές. «Πανέμορφη», μουρμούρισε ο Κλέαρχος βραχνά, αλλά η Ιοκάστη δεν μπορούσε να πει τίποτ’ άλλο γιατί η ηδονή που της χάριζαν τα επιδέξια χέρια του θόλωνε το μυαλό της. «Πανέμορφη, επαναστάτρια και απίστευτα σέξι.» Η Ιοκάστη αναδεύτηκε ανήσυχα πάνω του, μη αντέχοντας άλλο όσα της έκαναν τα χέρια του. «Και ζητούσα απελπισμένα την προσοχή σου!», του υπενθύμισε, τυλίγοντας το ένα της χέρι γύρω απ’ το λαιμό του και τραβώντας τον πάνω της. Και χωρίς να χρειαστεί περισσότερη ενθάρρυνση, ο Κλέαρχος έσκυψε το κεφάλι του και της πρόσφερε όλη την προσοχή που χρειαζόταν, γιατί δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο να πουν.
mpoumpoutselia.....
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου