ADS

click to open

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2022

Mpoumpoutselia

Μπουμπουτσέλια! Looking over the ruins of my family home!                                                                           .....Χίλια εννιακόσια σαράντα εννέα. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο καταστράφηκαν ολοσχερώς. Η παρά στρατιωτική οργάνωση διαλύθηκε. Ο Κλέαρχος ήταν ελεύθερος. Ιούνιος του χίλια εννιακόσια σαράντα εννέα. Η νύχτα και οι ήχοι της είχαν δώσει την θέση τους στις πρώτες νότες της καινούριας μέρας όταν ήρθαν τα άσχημα μαντάτα. Όλα συνέβησαν το μοιραίο ξημέρωμα της μέρας εκείνης. Το άγριο φονικό του λατρεμένου αδελφού της. Δράστες ήταν ντόπιοι Χίτες, πρώην συνεργάτες των Γερμανών και μετέπειτα διώκτες των κομμουνιστών που έλαβαν μέρος στην αντίσταση. Ο αδελφός της, ένας άνθρωπος «πέτρινος και αέρινος, αντάρτης και συνάμα τρυφερός» ήταν, μισητός εχθρός για τους Χίτες της περιοχής. Το χάραμα, έπεσε σε ενέδρα στον Πάρνωνα όπου και τον γάζωσαν αμέσως. Ο Λάμπρος διπλώθηκε στα δύο και κύλησε λίγο μακρύτερα. Μα τη ζητωκραυγή του για τη λευτεριά δεν την πετύχανε τα βόλια κι ο Πάρνωνας την αντιβούιζε... Ήταν νέος, πάνω στο ανθός της ηλικίας του. Μόλις είκοσι τριών ετών.
«Θεέ μου Μεγαλοδύναμε, ω Θεέ μου Μεγαλοδύναμε! Γιατί να έρθουν έτσι τα πράγματα αφού έχει λήξει ο εφιάλτης του πολέμου; Αυτό είναι νέο απάνθρωπο, βγαλμένο απ' την ίδια την κόλαση!» Μαυροφορέθηκε και έκλαψε απαρηγόρητη η Ιοκάστη το άγριο φονικό του αδελφού της. Έκλαψε τα νιάτα του και μαζί τις ελπίδες και τα όνειρα που είχαν κάνει τα αδέρφια για τη ζωή τους.
Σπαραγμός. Καρδιές ραγίζει το μοιρολόι της γιαγιάς. Ήθελε να ουρλιάζει, αλλά δεν έβγαινε ήχος. Ήθελε να πνίξει το Σύμπαν στα δάκρυα της , αλλά τα μάτια της έμειναν στεγνά. Καταράστηκε τον πόλεμο με τις συμφορές του κι εκείνους που κάνουν τους πολέμους.  
«Και πού να ρίξω το μεγάλο μου καημό
όπου θ’ ανοίξει η γης, θ’ ανοίξει η γης
και θα ραΐσει το βουνό.
Ήλιε φονιά πώς άφησες να γίνει το κακό
σκοτώσανε το σταυραετό και τον αυγερινό
κάτω στο σταυροδρόμι σκοτώσανε το νιο
Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
Και τα κορίτσια ρίξανε κάτω τα μαλλιά
για να πιαστείς αϊτέ, να πιαστείς αϊτέ,
ν’ ανέβεις απ’ τη λησμονιά.»
Αχ, πώς θα τον αντέξει τούτον τον κεραυνό; Κι όμως πρέπει! Πρέπει να γίνει ατσάλινη, όπως οι χιλιάδες μανάδες των εκτελεσμένων συντρόφων του. Πρέπει! Για να δουν τουλάχιστον δικαιωμένο το αίμα και τις θυσίες του αγώνα. Γλυκό μου αγόρι, έχε γεια.
Σαν έφυγαν καταχτητές, όλοι οι καταχτητές φεύγουν αργά ή γρήγορα, ήρθαν τα καταραμένα χρόνια του εμφύλιου που σκότωνε ο αδελφός τον αδελφό, ο γείτονας το γείτονα, ο φίλος το φίλο. Ας πάνε στον αγύριστο τέτοια χρόνια.
Σεπτέμβριος χίλια εννιακόσια σαράντα εννέα.
Σε λίγο θα χάραζε η καινούργια μέρα και εκείνη για ακόμα ένα βράδυ θα έμενε άυπνη, προσπαθώντας να κατανοήσει όλα όσα συνέβησαν το τελευταίο διάστημα, να βάλει σε τάξη τις σκέψεις τις και να επαναπροσδιορίσει τη ζωή της. Μπορούσε άραγε;
Η αφόρητη ζέστη που είχε εκείνο το βράδυ, δυσκόλευε την κατάσταση ακόμα περισσότερο. Ξαπλωμένη ανάσκελα, στη μέση του κρεβατιού, με τα χέρια περασμένα πίσω από το κεφάλι της, κοιτούσε αδιάφορα το ταβάνι. Το πρόσωπό της ήταν φρέσκο και σφριγηλό και τίποτα δεν μαρτυρούσε την τόση ταλαιπωρία από τις αϋπνίες που την βασάνιζαν όλο αυτό το διάστημα. Απόψε δεν μπορούσε να κοιμηθεί από τη ζέστη. Σιωπή επικρατούσε τριγύρω και από το ανοικτό παράθυρο έμπαιναν οι απαλοί ήχοι της νύχτας, κι άκουγε το τραγούδι ενός γρύλου, (τριζόνι) που για μια στιγμή ήρθε και σκέπασε όλους τους άλλους, το μονότονο, αλλά γλυκό και δροσερό εκείνο κουδουνισματάκι, που τόσο θέλγητρο δίνει στις καλοκαιριάτικες νύχτες. Τα τριζόνια, λένε, βρίσκουν ένα ταίρι και μένουν μαζί του για όλη τους τη ζωή.
«Μην είμαι και εγώ ένα τριζόνι;» Ψιθύρισε και σφράγισε ταυτόχρονα με τα δάχτυλά της τα χείλη.
Ένα δροσερό αεράκι μπήκε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο, αναδιπλώνοντας την κουρτίνα και παίρνοντας μακριά την βαριά ατμόσφαιρα. Τα τριζόνια είχαν από ώρα πάψει το νυχτερινό τους τραγούδι. Ένοιωθε να την αγκαλιάζει μια γλυκιά θαλπωρή σε κάθε ίνα του κορμιού της όταν η νύχτα και οι ήχοι της είχαν δώσει την θέση τους στις πρώτες νότες της καινούριας ημέρας.
..... Σαν «βόμβα έσκασε» η είδηση στο σπιτικό τους, η δήλωση της ότι θα φύγει μαζί του. Η κόρη τους και αδελφή τους άλλαξε «στρατόπεδο.» Ήρθαν τα πάνω-κάτω, η γιαγιά δεν μπορούσε να το πιστέψει. Πως να την συγχωρέσει στο καινούργιο της σφάλμα: τη φυγή της με έναν «εχθρό» που τον γνώρισε κάτω από εκείνες τις θλιβερές συνθήκες, λες και δεν της έβρισκαν γαμπρό.
Ένα μεγάλο «γιατί» έμοιαζε να πλανάται σαν μια αόρατη απειλή. «Γιατί;» όταν ο πόνος γύρω τους είναι τόσο φανερός; «Γιατί;» Η κόρη τους. Το κορίτσι που το βλέμμα της έκλεβε καρδιές κι όλα τα παλικάρια της περιοχής έλιωναν από πόθο μπροστά στην πόρτα της. «Γιατί;»
Ώσπου ανοίγει μια δύσκολη συζήτηση χωρίς τρυφερότητα και σεβασμό, με «βαριές κουβέντες» κι αμέτρητες βρισιές με λόγια βαριά, κι οι φωνές τους ακούγονται μέχρι την πλατεία του χωριού. Ο αδελφός της επιτίθεται και την κατηγορεί ότι έβαλε τον «χίτη» εραστή της στο σπιτικό τους. Ο καυγάς κορυφώθηκε το ξημέρωμα. Τα αίματα άναψαν και η κατάσταση έδειχνε να ξεφεύγει. Ο παππούς με την υπόλοιπη οικογένεια προσπαθούν να την πείσουν ότι ο άνδρας που ερωτεύτηκε δεν ήταν αντάξιός της. Η Ιοκάστη και ο παππούς κοιτάχτηκαν στα μάτια, ακολουθήσουν μερικά λεπτά σιωπής, η Ιοκάστη όμως δεν αντέδρασε. Απλά δεν αλλάζει γνώμη δεν θα την σταματήσει καμία λογική, είχε αρκετή αποφασιστικότητα ν' ακολουθήσει το συναίσθημα.
Το έμαθε και ο λεβέντης ερωτοχτυπημένος νιος, το καμάρι του Κυπαρισσιού. Έπεσε στα πόδια της την παρακάλεσε. «Μείνε εδώ μη με αρνηθείς αυτή την ώρα. Βαρύ το αντίο δεν μπορώ να το σηκώσω. Μη φύγεις μείνε, σε παρακαλώ !!! Και αν φύγεις κράτα κι εμένα στην καρδιά σου, κι εγώ, όπου και αν είμαι, όπου κι αν βρεθώ, θα σε περιμένω.»
Η Ιοκάστη ήταν διατεθειμένη την καινούργια πραγματικότητα, που την περικύκλωνε, την καταδίωκε να την διεκδικήσει με την αδάμαστη θέληση της. Είχε άλλον στην καρδιά της. Είχε βρει άλλον άνδρα στη ζωής της.
Με την ψυχή σκοτεινιασμένη από τη ζοφερή ατμόσφαιρα του αδελφοκτόνου πολέμου που μόλις τελείωσε και τις πληγές τους ακόμη ανοικτές για να μη φουντώσουν κι άλλα ανώφελα πάθη.  Για να μην έρθει σε ακόμη πιο δύσκολη θέση η κόρη του. Έδωσε αυστηρή παραγγελία. Είναι απαίτηση του παππού να μη του πειράξει κανείς την λεβέντισσα κόρη. Καλό κατευόδιο! Με την ευχή του.
Υπάρχουν άνθρωποι σαν την Ιοκάστη φτιαγμένοι από άλλο κράμα. Περίεργες υπάρξεις.
Αυθεντικοί στην αγάπη. Δεν φοβούνται να ρισκάρουν για τον έρωτά τους.
Τα ταξίδια του μυαλού τους είναι φανταστικά και τους πάνε όπου επιθυμούν και δεν φυλακίζονται ποτέ. Εκτός αν το επιθυμούν.
Ικανοί για όλα. Ευγνώμονες με τους ανθρώπους που αγαπούν και τους αγαπούν.
Αυτούς τους παθιασμένους ανθρώπους αν ποτέ τους συναντήσεις στην ζωή σου, κράτησε τους. Μη τους αφήσεις να φύγουν ποτέ.
«Τη δύναμή σου την τρανή Έρωτα, όποιος δε σε γνωρίζει μάταια ελπίζει να ιδωθεί τι μέγα κρύβουν οι ουρανοί».
Ο Αλκιβιάδης ένοιωθε ευλογημένος που ήταν η μητέρα του.
Από τι κράμα είναι πλασμένη; έχει κορμοστασιά περήφανη, λεβέντικη, και αύρα αυθεντική. Όμορφη. Λάμπει ολόκληρη. Ξεκίνησε το ταξίδι της μέρα μεσημέρι. Δεν έτρεξε, δεν κρύφτηκε, δεν κιότεψε. Περήφανη κι αγέρωχη σαν πριγκίπισσα, με αργό, αλλά σταθερό βήμα, πέρασε μέσα από τις γειτονιές του δρόμου. Η καρδιά της οδηγούσε τα βήματα.
Ποιόν κουβεντιάζει η γειτονιά κι ανανταριάζει;
Σαν τον αϊτό φτερούγαγε στη στράτα
την καμαρώνει η γειτονιά στα παραθύρια
με χαμηλά τα μαύρα της τα μάτια
λεβέντισσα εροβόλαγε.
Στα ματιά της ένα σύννεφο
μες την καρδιά της σίδερο.
Κυλάει το αίμα της, σκέπασε τον ήλιο
κι λεβέντισσα εροβόλαγε.
Η ζωή της Ιοκάστης είναι η ζωή όλων αυτών που έρχονται αντιμέτωποι µε ένα βαρύ φορτίο στους ώμους, δεν το απαρνιούνται όμως, ούτε το αφήνουν να τους λυγίσει.
Με το δείλι βρέθηκαν στην Μονεμβασία, περπατούσαν αγκαλιά οι δυο τους στην ακρογιαλιά κι ο ήλιος τους ζήλευε την ώρα που βασίλευε, η ανήσυχη θάλασσα μούνταινε, γινόταν λίμνη μελάνης μαυριδερής, πλαισιωμένη από τις αχνά σταχτογάλανες σκιαγραφίες του βράχου, και απάνωθε της ο ουρανός, ντυμένος πορφύρες, ξεπροβόδιζε τη φλεγόμενη σφαίρα του ήλιου κι αργόλειωνε σε θαμπά χρυσάφια περιπεπλεγμένα με μαβιά αντιφεγγίσματα καθώς αποτραβιέται πίσω από το βουνό.
«Θεέ µου! Μόλις συνειδητοποίησα κάτι...που τις τελευταίες βδομάδες, δεν έδωσα σημασία.» Το χαμόγελό της ήταν μυστηριώδες και ο Κλέαρχος δεν είχε ιδέα για τι πράγμα του μιλούσε.
«Τι εννοείς;»
«Δεν μαντεύεις;»
«Όχι»
«Νομίζω ότι μπορεί να είμαι έγκυος» του είπε απαλά, σαν να φοβόταν να το πει μεγαλόφωνα.
Ο Κλέαρχος έριξε μια λοξή ματιά και γύρισε ξανά το βλέμμα του στο πέλαγος.
«Σοβαρολογείς;» Ήταν εξίσου ενθουσιασμένος και ελαφρώς σοκαρισμένος.
«Νομίζω πως έγινε τη βραδιά. Έχω καθυστέρηση. Μεγάλη, πραγματικά μεγάλη καθυστέρηση. Τεσσάρων εβδομάδων. Το είχα ξεχάσει εντελώς».
Ο Κλέαρχος την άκουγε και ένιωθε ένα ρίγος να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του. Άξαφνα ήταν το ίδιο βέβαιος µε εκείνη. Θυμήθηκε το ξαφνικό πάθος τους.  Θυμήθηκε που είχε κάνει τη σκέψη πως η Ιοκάστη θα μπορούσε να είχε μείνει έγκυος εκείνο το βράδυ και ύστερα το είχε βγάλει εντελώς από το μυαλό του. Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε απαλά το μάγουλό της, και εκείνη γύρισε να τον κοιτάξει µε µάτια γεμάτα ελπίδα.
«Θα το επιβεβαιώσω τη Δευτέρα» του είπε µε φωνή ελάχιστα πιο δυνατή από ψίθυρο και έπειτα τύλιξε τα χέρια της γύρω του και τον φίλησε. Κανένας από τους δυο τους οµως δεν μπορούσε να δώσει άλλη εξήγηση για την καθυστέρηση. Δεν της είχε συμβεί ποτέ μέχρι τότε. Θα ήταν ένα μακρύ Σαββατοκύριακο.
Επιβεβαιώθηκε!. Ήταν ο σπόρος, που είχε πέσει στη μήτρα. Ο Αλκιβιάδης. Ο γιος του νεαρού «χίτη» απ' τη νότιο Λακωνία και της πανέμορφης νεαρής Ιοκάστης απ' ένα παραδοσιακό ορεινό χωριό «γαντζωμένο» στις πλαγιές του Πάρνωνα.....
Αφήνοντας το ζευγάρι πίσω τους το τρικυμιώδες παρελθόν και αναλαμβάνοντας την ευθύνη των επιλογών τους μια καινούργια ζωή έβλεπαν να ανοίγεται μπροστά τους, χωρίς περιουσιακά στοιχεία, πάμφτωχοι με αρχές κι αξιοπρέπεια. Ο Αλκιβιάδης πάντα θυμάται τη μητέρα του την Ιοκάστη περήφανη με αξιοπρέπεια τίμια και αυθεντική σαν το βαθύ ποτάμι που όσο πιο βαθύ είναι, τόσο λιγότερο θόρυβο βγάζει.
Ριζώνουν σ' ένα απόμερο μικρό οικισμό στα δυτικά της Μονεμβασιάς. Τα Μπουμπουτσέλια! Εκεί βρήκαν καταφύγιο στο εγκαταλειμμένο μικρό πατρικό σπίτι του Κλέαρχου, κληρονομιά της πρόωρα χαμένης Μητέρας του. Η γιαγιά του Αλκιβιάδη έφυγε από την ζωή στα τριάντα πέντε της χρόνια και ο Κλέαρχος έμεινε ορφανός από μητέρα μόλις είχε κλείσει τα έξι παιδικά του χρόνια. Τρία χρόνια αργότερα ο Κλέαρχος έχασε και τον πατέρα του αν και ο παππους του Αλκιβιάδη είχε εγκαταλείψει ήδη την οικογένεια του όταν ακόμη ο Κλέαρχος μπουσουλούσε.
Ο Αλκιβιαδης ήταν ο μεγαλύτερος (από τ' άλλα δυο αγόρια), γιος της νέας οικογένειας. Ένα μικρό αγόρι, ψηλό, λιπόσαρκο, σα λιγνό κυπαρισσάκι 'ταν το μπόι του, με θεληματικό πιγούνι, καστανά μαλλιά και έξυπνα ερευνητικά σκούρα μάτια. Γεννήθηκε στην ενδοχώρα εκεί στο μικρό οικισμό τα Μπουμπουτσέλια μιας πάμπτωχης περιοχής του ελληνικού Νότου στις ανατολικές άγονες πλαγιές του Λακωνικού Πάρνωνα. Μία δυσπρόσιτη περιοχή που είχε παραμείνει ανόθευτη και αληθινή στο πέρασμα του χρόνου. Τα χωριά φωλιασμένα στα βουνά. Δεν υπήρχε εύκολος δρόμος να διαβείς, υπήρχαν όμως εκατοντάδες μονοπάτια. Δεν υπήρχαν αριστουργηματικά χωριά, υπήρχαν όμως μια χούφτα ξωμάχοι που αντιστέκονταν στον χρόνο, άνθρωποι φιλόξενοι, ταπεινοί, καταπονημένοι, αλλά περήφανοι για την καταγωγή τους.
Tο κυρίως χωριό τα Κουλέντια είναι εν’ από κείνα τα βουνίσια χωριά, που σκαρφαλώνουν στη πλαγιά του βουνού κι είναι όλα τα ίδια. Όμορφα, μα φτωχά! Και ο μικρός οικισμός τους, τα Μπουμπουτσέλια χωμένος σε μια απόμακρη γωνιά του χωριού. Μια περιοχή που συγκροτούσε έναν απομονωμένο μικρό αγροτοκτηνοτροφικό οικισμό με δεκαπέντε σπίτια χαμηλά και ισάριθμες αιωνόβιες χαρουπιές. Οικισμός μικρός ασήμαντος, σκυφτός θα ‘λεγες από κάποια βαθιά στενοχώρια, γκρίζος και ισχνός όπως όλα τα μέρη που οι κάτοικοι τους ζουν μακριά από την εποχή τους. Απόμεροι, ξεχασμένοι. Η ορεινή ύπαιθρος γύρω τους ήταν μια άγονη γη, γεμάτη με πέτρα που τις θερμές ημέρες του χρόνου λουζόταν από το ανελέητο εκτυφλωτικό φως του Ήλιου. Οι λιγοστοί κάτοικοι πάλευαν με κόπο και ιδρώτα να κερδίσουν την ζωή τους στις περιοχές της χέρσας γης με το γκρίζο χώμα από τα χαράματα μέχρι το βράδυ, καλλιεργώντας λίγες ελιές, λίγες συκιές, μερικά αμπέλια και ελάχιστα περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα και λαχανόκηπους. Παιδεύονταν για το ψωμί, για το καρβέλι. Δύσκολο πράμα. Όμως η γης ήτανε για κείνους πλάσμα ζωντανό, κρύωνε, πυρωνόταν, θρασομανούσε να σπαρθεί, κοιλοπονούσε. Οι βροχές πέφταν μετρημένες, κι έτσι δεν έσκαγε το χώμα για να ποτιστεί καλά η γης και τα αλέτρια όργωναν και ξαναόργωναν τα λιγοστά υγρά χωράφια για μια καλή σπορά. Οι ξωμάχοι χωρικοί έτρεχαν κάθε τόσο να τη συντρέξουν, τη μια ζευγάδες και σποριάδες, την άλλη θεριστές ή μαζωχτές. Δύσκολα χρόνια, και η γη λίγη στο μερτικό τους και φτωχή, αδυνατούσε να τους θρέψει και να τους χαρίσει μια ζωή σύμφωνη μ' εκείνη που ο καθείς φτιάχνει στα όνειρα του. Υπήρχαν ακόμη κάμποσοι προνομιούχοι νοικοκυραίοι από τα που κατείχαν τις πιο εύφορες εκτάσεις στις μικρές κοιλάδες με το κόκκινο χώμα που καλλιεργούσαν όσπρια και σιτηρά. Ιδιοκτησίες, που ανήκαν παλιότερα σε Τούρκικες φαμίλιες που κατοικούσαν στα παλιά χρόνια το χωριό.
Στενοί χωματόδρομοι και στριφογυριστά μονοπάτια που θύμιζαν λαβύρινθο από μυρμηγκοφωλιές συνέδεαν τους μικρούς οικισμούς με την καλλιεργήσιμη γη. Οι απαιτούμενες μεταφορές προσώπων και αγαθών γίνονταν με μουλάρια άλογα και γαϊδουριά. Η σταδιακή ανάπτυξη που σημειωνόταν με το πέρασμα των χρονών στα βορειότερα της Λακωνικής πεδιάδας του Ευρώτα δεν είχε ακόμη κάνει το άλμα της στις τοπικές κοινωνίες του Νότου. Στους μικρούς και απομονωμένους οικισμούς οι κάτοικοι συνήθιζαν να ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους με τη μέθοδο της αγροτικής οικονομίας και, όσο να το κάνεις, βολευόταν κάπως η κατάσταση.
Φτωχοί άνθρωποι οι περισσότεροι, είχαν την  ανάγκη ο ένας του άλλου. Έτσι όταν ήθελαν  να καλλιεργήσουν τη γη, συνήθως συνεταιριζόταν. Όταν είχε κάποιος ένα ζώο «καματερό» βόδι ή μουλάρι, το  έκανε ζευγάρι μ’ άλλον και με αυτό όργωναν και έσπερναν τα χωράφια και των δύο. Στο θέρισμα που χρειαζόταν πολλά χέρια, βοηθούσαν όλοι. Το ίδιο γινόταν και στο αλώνισμα. Δύσκολα χρόνια, και η γη λίγη στο μερτικό τους και φτωχή, αδυνατούσε να τους θρέψει και να τους χαρίσει μια ζωή σύμφωνη μ' εκείνη που ο καθείς φτιάχνει στα όνειρα του. Όμως και μ’ όλες αυτές τις ελλείψεις η ζωή τους ήταν ήσυχη και γεμάτη ανθρωπιά. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού ένιωθαν ζεστασιά στις σχέσεις τους και στις επαφές τους. Πάντα ήταν έτοιμοι να προσφέρουν με προθυμία τη βοήθειά τους σε όποιον τη χρειαζόταν. Τα συναισθήματά τους ήταν πιο έντονα. Ένιωθαν τη φιλία μεταξύ τους πιο δυνατή. Η καλοσύνη, η τιμιότητα, η χαρά υπήρχαν σε αφθονία στο χωριό. Αν και τα σπίτια ήταν μικρά, έφταναν να χωρέσουν την αγάπη, τη συμπόνια, τη φιλοξενία, την ανθρωπιά.
Όταν στο χωριό ερχόταν κάποια λύπη ή κάποια χαρά, την ένιωθαν και τη μοιράζονταν μεταξύ τους όλοι οι κάτοικοι. Στις γιορτές και στα πανηγύρια η αληθινή χαρά ήταν απλωμένη σ’ όλο το χωριό.
.. Ανηφορίζοντας από την δυτική πλευρά του λόφου με τα πόδια προς την κορφή του οικισμού αφήνεις πίσω σου μια συστάδα σπιτιών ομοιόμορφα κτισμένα το ένα διπλά στο άλλο, τα περισσότερα δίπατα, σκεπασμένα με στέγη από κατακόκκινα κεραμίδια. Η αυλές τους είναι τριγυρισμένες από πέτρινο μαντρότοιχο, βρίσκονται στην μπροστινή μεριά των σπιτιών και έχουν ξύλινες πόρτες με κεραμοσκεπή. Τα δάπεδα στις αυλές είναι πλακοστρωμένα, απευθείας πάνω στο χώμα, πράγμα που επιτρέπει να φυτρώνουν χόρτα στους αρμούς, δίνοντας έτσι μια εντελώς φυσική εικόνα. Ο φούρνος βρίσκεται έξω από το σπίτι, σε ιδιαίτερο κτίσμα και σε μια άκρη της αυλής, πίσω από το σπίτι είναι η χρεία, όπως το έλεγαν, το κοτέτσι, το χοιροστάσιο και άλλες βοηθητικές εγκαταστάσεις. Τα σπίτια αποτελούνται από ένα ενιαίο χώρο στο πάνω πάτωμα και το κατώι κάτω. Μια πέτρινη σκάλα οδηγεί στο χαγιάτι και στο πάνω σπίτι. Στο πάνω πάτωμα υπάρχουν τα δωμάτια και η σάλα υποδοχής. Στο κατώι είναι οι αποθήκες και ο αχυρώνας για τα ζώα.
Στην κορυφή του λόφου συναντάς την μικρή εκκλησία, λιτή και ολόασπρη ανάμεσα σε πεδινά πεύκα. Είναι ο Άγιος Παντελεήμονας. Κατηφορίζοντας ανατολικά φτάνεις σ’ ένα πλάτωμα εμπρός σου είναι το παλιό ελαιοτριβείο και σε μικρή απόσταση πέντε έξι σπίτια ομοιόμορφα και αυτά, κτισμένα το ένα διπλά στο άλλο.. Οι νοσταλγικές αναδρομές μυροβόλο αεράκι έρχονται να τον δροσίσουν, να τον αναζωογονήσουν και να τον τυλίξουν σαν αναρριχώμενος κισσός. Οι σκέψεις του γυρίζουν στα παλιά και νιώθει νοσταλγία, και επιθυμεί να ξαναζήσει το με ιδιαίτερη χάρη παραδοσιακό πανηγύρι του Άγιου Παντελεήμονα στην μικρή πλατεία του οικισμού. Κόσμος από όλα τα χωριά ερχόταν όταν γιόρταζε ο Άγιος, προσεύχονταν έπιναν, γλεντούσαν και οι νέοι για νύφες ψάχνανε στου Αγίου το πανηγύρι.
Ο Άγιος Παντελεήμονας ακόμη και σήμερα είναι ένα μικρό εκκλησάκι χτισμένο στο ψηλότερο σημείο ενός υψώματος προστάτης φύλακας του οικισμού, με απόλυτη θέα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, για ν’ αγναντεύει τα βουνά του τόπου, περιτριγυρισμένο απ’ τη μοναδική πλατεία του οικισμού πάνω στο λόφο. Τέτοιες μέρες ολάκερο το χωριό σηκώνεται στο ποδάρι, και βουίζει από κίνηση και ζωή και οι καμπάνες του χτυπάνε χαρούμενα και του θυμίζουν με νοσταλγία το πανηγύρι.   
Πλήθος κόσμου μαζεύετε μαζί στην γιορτή του. Τα τραπεζάκια και οι καρέκλες στήνονται από τα χαράματα στον περίβολο του ναού, όταν ακόμα ο νυχτερινός ίσκιος σέρνεται επάνω στην ολόστρωτη άπλα του λόφου, που ανατριχιάζει κάθε τόσο με τις ανάλαφρες ριπές του ανέμου στα δέντρα που θρόιζαν και παίρνει όλους τους τόνους τού γαλάζιου και του ρόδινου. Με τον ήλιο που ανηφορίζει, η πρωινή άχνα μαζεύεται στις άκρες του ορίζοντα, όσο να χαθεί ολότελα. Κι όλα αποθεώνονται μέσα στο χρυσό φως, σχήματα, όγκοι, απλωσιές και ψηλώματα, σπίτια, δέντρα, πλαγιές. Τα νερά της μικρής λίμνης αστράφτανε, οι πέτρες κι ο αέρας αστράφτανε και γύρω-γύρω στον περίβολο του ναού στριμώχνεται ένα πολύχρωμο και γραφικό πλήθος, σαν τσιγγάνοι.
Του φαίνεται πως είναι ακόμη μικρο παιδί, μια μέρα του Ιούλη και όλος ο κόσμος του μοιάζει ευτυχισμένος. Το ακορντεόν και τα βιολιά με τους χαρούμενους ήχους γεμίζουν τον προαύλιο χώρο της εκκλησιάς και οι φωτιές από τις ψησταριές φωτίζουν με την κοκκινωπή τους λάμψη και προβάλλουν επάνω στο λευκό του ασβέστη του τοίχου τις ευκίνητες φιγούρες των μουσικών και τα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα των γυναικών και των αγοριών που γελούσαν και διασκέδαζαν χορεύοντας χορούς της Πελοποννήσου. Το πανηγύρι διαρκούσε και δεν τελείωνε ακόμα κι όταν τ' αστέρια έλαμπαν πάνω από την εκκλησιά σαν να τα είχε συνεπάρει κι εκείνα ο ρυθμός του χορού.
...... Σήμερα κουρασμένος από τη ζωή στρατοκόπος, σταμάτα για λίγο στο διάβα του και θυμάται το τότε! Οι παιδικές του αναμνήσεις σαν μαγευτικές νεράιδες χορεύουν για λίγο μπροστά του στο δικό τους ρυθμό. Προσπαθεί να ξανανιώσει και να γίνει πάλι παιδί έστω με τη σκέψη. Τα πρώτα χρόνια στην ξενιτιά η άνοιξη τον αναστάτωνε και τα όνειρα της ζωής του άνθιζαν μέσα του, όπως οι μοβ περικοκλάδες ανάμεσα στις πέτρες του παλιού νεκροταφείου του χωριού του. Μια αδυναμία που του περνούσε με τις πρώτες ζέστες του καλοκαιριού και άφηνε τη φαντασία του να ταξιδεύει ολόγυρα.
Θυμάται τα πρώτα χρόνια που ένοιωθε τώρα πια τον εαυτό μου. Τότε που παιδί αμέριμνο και ξυπόλητο, ξέγνοιαστο και πεινασμένο, γυρνούσε στις γειτονιές, στους δρόμους και στα χωράφια, χωρίς τους φόβους και του κινδύνους. Τότε, που τα χρόνια ήταν τόσο πλούσια σε φτώχεια. Ήξερε πως ήταν φτωχοί, πως οι άνθρωποι έπρεπε να δουλεύουν για να ζήσουν, πως γι’ αυτό δούλευαν οι γονείς του την χέρσα γη, και πως σα μεγαλώσει θα δούλευε κι αυτός. Δηλαδή το ’ξερε, καθώς ήξερε πως κάθε βράδυ βασιλεύει ο ήλιος και χάνεται πίσω από το Μεγάλο Ρέμα. Το γιατί τους, δεν το απείκαζε. Στα παιδικά τα χρόνια τα παίρνουμε καθώς φαίνονται όλα. Ζωγραφιές μαζεύουμε, και τίποτα άλλο. Μα αυτό δεν πάει να πει και πως δεν ένοιωθε το κόσμο.
Εικόνες της εποχής  μόλις που περπάτησε καλά, και στιγμή δεν εκαθότανε. Έτρεχε μες στα πεζούλια στις πλαγιές και ήταν ελεύθερος σαν τον άνεμο, χαρούμενος σαν την Άνοιξη και ανέμελος σαν το Καλοκαίρι. Της  εποχής που πότιζε το μικρό μποστάνι τους, χαμηλά στη ρεματιά, ανάμεσα στα νεροκάλαμα, ένα λουρί χωράφι και έτρεχε ξέγνοιαστος, τσαλαβουτώντας μέσα στα νερά και στη μαγεία του βρεγμένου χορταριού και της λάσπης, με τα γυμνά του πόδια, με το κοντοβράκι του και με το μακρύ το φτυάρι στα αδύνατα χέρια του, να αλλάζει τα κανάλια του ποτιστικού νερού ανάμεσα στα παρτέρια με τα λαχανικά και τις κολοκυθιές τις φορτωμένες πορτοκαλιά λουλούδια, μεγάλα σαν χάλκινες τρουμπέτες, ευτυχισμένος όπως το πουλί απάνω στο κλαδί του. Τα μεσημέρια του καλοκαιριού, κάθονταν  στον ίσκιο κάτω από το μεγάλο πλάτανο, που πάνω στα κλαδιά του πετούσαν και κελαηδούσαν πουλιά, και τα χελιδόνια βουτούσαν χαριτωμένα πίνοντας το δροσερό νερό της λιμνούλας. Τ' ήταν ο κόσμος τότε γι' αυτόν παρά ένα περιβόλι απέραντο, καταπράσινο και μοσχοβολημένο περιβόλι, με τη φύση να βρίσκεται στ’ αποκορύφωμα της λάμψης της, απ’ του ήλιου τις χρυσές ακτίνες.
Σαν στρέφει προς τα πίσω στο παρελθόν του τα μάτια και η σκέψη τον γυρνάν στα περασμένα, και του φέρνουν στο νου εικόνες, και όλα του φαντάζουν ένα ανάγλυφο τοπίο στην ομίχλη, ό,τι απ' την ομίχλη ξεπροβάλλει και από την λησμονιά δραπετεύει. Αράθυμος ο νους περιδιαβάζει στο τοπίο και αφήνετε στον ρεμβασμό και στα «περασμένα κι αλησμόνητα» στιγμιότυπα της εφήμερης ύπαρξης του. Εικόνες παλιές, συννεφιασμένες, άλλες με πίκρα κι άλλες ωραίες, χαρωπές, ευτυχισμένες. Η γαλήνια ομορφιά του τοπίου, με τη σιλουέτα του μικρού σπιτιού τους. Το σπίτι τους να στέκεται στη δυτική πλευρά του Αγίου Παντελεήμονα και νοτιοανατολικά στην άκρη του μικρού οικισμού. Ένα μικρό ισόγειό σπίτι με δυο  κάμαρες πετρόχτιστο με τους ασβεστωμένους τοίχους με τα χρωματιστά πορτοπαράθυρα και την κόκκινη κεραμοσκεπή, σε συνδυασμό με την ομορφιά της φύσης, να δημιουργούν ένα υπέροχο τοπίο. Εμπρός νότιο-ανατολικά, στο τέλος της αυλής ήταν ένα χαντάκι. Ανάβαθο. Το χαντάκι γεμάτο γκρίζες πέτρες και βράχους. Μερικές γκορτσιές εδώ και εκεί, φραγκοσυκιές στις άνυδρες όχθες του και μερικές συστάδες από σκίνα. Η μια συστάδα σε απόσταση από την άλλη. Με τον ερχομό της άνοιξης θρασομανούν τ’ αγριάγκαθα και το χαντάκι γεμίζει γαλάζιους ίσκιους. Θάμνοι γυμνοί, αγκαθωτοί και ξερά χόρτα που δυναστεύουν το τοπίο. Και για την ανάγκη τους χρησίμευε και για το σκουπίδι. Το σπίτι ταπεινό χαμηλό, με την μεγάλη αυλή του να κοιτά στο νοτιά χωρίς μαντρότοιχο εμπρός του, και με το λίθο-χτισμένο φούρνο στο τέλος της αυλής, δίπλα στη μεγάλη γέρικη αμυγδαλιά που όταν άνθιζε την άνοιξη η αμυγδαλιά ξαναγέμιζε πουλιά. Στη συνέχεια της δυτικής πλευράς του σπιτιού ήταν ένα καλύβι χτισμένο με ξερολιθιά, για αποθήκη χρησίμευε όπου έβαζε η φαμίλια τα φτωχικά εισοδήματα τους, καρπούς, το σιτάρι, το λάδι και το κρασί που έβγαζε η άνυδρη γη τους, «τα λιγοστά χτήματα τους», οι κόποι κι ο ιδρώτας των γονιών του. Πίσω από την αποθήκη, ήταν κι ένα άλλο μεγαλύτερο καλύβι που έβαζαν τα ζωντανά τους, μερικές κότες και γαλοπούλες, δυο κατσίκες, μια γαϊδουρίτσα, το εργαλείο τους στις αγροτικές εργασίες και μεταφορικό μέσο εκείνα τα χρόνια. Αργότερα απέκτησαν κι ένα εξαίσια όμορφο κατάμαυρο άτι μ’ ένα λευκό αστέρι κόσμημα στο μέτωπο. Δυτικότερα στις αποθήκες, στο βάθος ήταν ένα ευρύχωρο και άνυδρο κτηματάκι, μια πεζούλα, περιφραγμένη με ξερολιθιά και φραγκοσυκιές όπου φύτρωναν αγκινάρες και εκεί στον υπαίθριο χώρο οι κότες και τα κοκόρια βοσκούσαν ελεύθερα.
Νοτιοανατολικά, σύνορο με την αυλή του σπιτιού είναι ο χωματόδρομος, στη συνέχεια μια αρκετά δύσκολη κατηφορική διαδρομή, ένα φιδοειδές μονοπάτι, και μετά από  τριακόσια μέτρα περίπου σταματά σ' ένα μικρο διάσελο όπου μια μικρή πηγή ανάβλυζε όλο το χρόνο λιγοστό γάργαρο νερό, διαυγές και κελαρυστό, όμοιο με διάφανο χρυσάφι, μέσα από τα βράχια που σχημάτιζαν έναν κατακόρυφο γκρεμό σαν φυσικό πέτρινο τείχος. Η πηγή αυτή ήταν το μέρος από όπου προμηθεύονταν νερό οι κάτοικοι του οικισμού δυτικά του Αγίου Παντελεήμονα. Σε περιοχές όπου το νερό ήταν δυσεύρετο, ήταν πηγή ζωής για τους ανθρώπους. Το περισσευούμενο είχαν φτιάξει μια ευρύχωρη στεγανοποιημένη τσιμεντένια στέρνα, δίπλα σε μια μεγάλη κλαίουσα ιτιά, και ήταν πολύ σημαντική για τις μικρές υπαίθριες καλλιέργειες κηπευτικών των κατοίκων στην περιοχή του της δυτικής πλευράς του οικισμού. Το έδαφος της περιοχής δεν μπορούσε να συγκρατήσει νερό, απαραίτητο για την ανάπτυξη των καλλιεργειών. Έτσι, οι κάτοικοι είχαν διαμορφώσει αυλάκια με νερό που έφταναν με κατάλληλο σχεδιασμό και με κανάλια πότιζαν τα περιβόλια και τους μπαξέδες στις μικρές πεζούλες τις κατάλληλα διαμορφωμένες για τις καλλιέργειες που απλώνονταν ως την άλλη μεριά της ρεματιάς. Με αυτό τον τρόπο, εξασφάλιζαν το απαιτούμενο πότισμα τόσο στους λαχανόκηπους και τα διάφορα μικρά μποστάνια, όσο και για το πότισμα των οικόσιτων ζώων.
(...... Ω χώματα της γης μου!
Χώμα «Μπουμπουτσελιάνικο»**
πρωτόχωμα
τιτάνια ζύμη του κορμιού μου
του ίδιου μου του ακοίμητου μυαλού!...............  Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος Γ΄ **Λευκαδίτικο)
Χάνεται σε σκέψεις και αναμνήσεις. ... και περασμένη ώρα και δεν ξέρει αν προτιμότερο θα ήταν όλα να είχαν σκεπαστεί απ' την ομίχλη και όλα να είχαν βυθιστεί μέσα στη λήθη.

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Web Informer Button