ADS

click to open

Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

Tha Perassei Kai Afti I Kataigida

.... Ο ήχος από την βροντή τον αιφνιδίασε, τον κατέλαβε απροετοίμαστο. Σηκώθηκε όρθιος, κοίταξε έξω από το παράθυρο του μικρού του γραφείου να δει τι συνέβαινε. Παρατήρησε πως οι δρόμοι άδειασαν από τους πεζούς και ο ουρανός σκοτείνιασε. Τα μαύρα σύννεφα που συσσωρεύονταν, είχαν σκεπάσει τον ήλιο και δεν προμηνύουν τίποτα καλό. Ήταν κατάμαυρα αλλά οι άκρες τους είχαν φωτεινές ανταύγειες λαμπύριζαν σαν χαλκόχρωμο κεχριμπάρι, σαν κρυσταλλιασμένο αλάτι. Το βράδυ της προηγούμενης ημέρας τα δεδομένα στο ευαίσθητο βαρόμετρο του, δεν προμήνυαν το ξέσπασμα της καταιγίδας που θα ακολουθήσει. Αυτός για άλλη μια φορά παρακολουθούσε μια καταιγίδα που ερχόταν. Παρακολουθούσε την τέχνη της πλουσιοπάροχης φύσης και τις εικόνες που προβάλλονταν στον ορίζοντα με θαυμασμό. Τα μικρά καφέ της πλατείας απέναντι, είχαν γεμίσει όταν άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες και η πρώτη εκθαμβωτική αστραπή έσκισε στα δυο τον ορατό ορίζοντα εμπρός του. Όταν έβλεπε αστραπή είχε την συνήθεια να μετρά τα δευτερόλεπτα από την αντίληψη της αστραπής μέχρι την αντίληψη της βροντής. Την άκουσε τη βροντή όταν είχε μετρήσει με μια χρήσιμη μέθοδο μέτρησης των δευτερολέπτων «εννέα» και υπολόγισε πως η αστραπή είχε πέσει σε απόσταση τριών χιλιομέτρων περίπου.
 Η βροχή δυνάμωνε όλο και πιο πολύ. Μια καθαρτική μπόρα που κατέβαινε µε βρυχηθμούς από τα ξεκοιλιασμένα σύννεφα. Το νερό έτρεχε ορμητικά στις πλαϊνές υδρορροές των δρόμων κατακαθίζοντας την σκόνη, κρατώντας τους δρόμους καθαρούς. Ένιωσε την αναπάντεχη δροσιά να γλιστράει στο δωμάτιο και να απλώνεται σαν κομπρέσα στους τοίχους. Ένιωσε ένα δροσερό αερικό να τον πλησιάζει και να χαϊδεύει το μέτωπό του. Έβρεχε, έβρεχε, η πόλη ξεπλενόταν. Οι όποιες σκέψεις του θα πρέπει να σκορπίστηκαν όταν στον ουρανό πρόβαλλε ένα διπλό ουράνιο τόξο μέσα από τα σύννεφα. Οι τελευταίες σταγόνες πιτσίλιζαν τα πεζοδρόμια οι βροντές μάκρυναν πέρα βόρειο ανατολικά αφήνοντας πίσω τους ένα μακρινό σιγανό μουρμουρητό. Η καταιγίδα είχε περάσει και η κεντρική πλατεία εκεί έξω άρχισε και πάλι να γεμίζει από ζωή.
Η ζωή στον πλανήτη μας, είναι ένα εύθραυστο και λεπτό φαινόμενο που ισορροπεί πάνω στην κόψη ενός ξυραφιού, ανάμεσα στις σφοδρές εναλλαγές του κλίματος μουρμούρισε χαμηλόφωνα. Ο άνθρωπος ωστόσο δεν ικανοποιείται από τους κινδύνους που κρύβει η φύση. Αντιθέτως παρεμβαίνοντας με θράσος στο οικοσύστημα, σκάβει με επιμελημένη προσοχή τον ίδιο του τον τάφο.
Αυτός χαλάρωσε πίσω από το μεγάλο παράθυρο μισόκλεισε τα μάτια του ξεφυλλίζοντας τη σιωπή που καμωμένη από σκέψεις, που τον συντροφεύει και τον παρασύρει στα άδυτα της μνήμης και στα μεγάλα και ζόρικα ταξίδια του, που έντονα του τα θυμίζει η σημερινή κακοκαιρία. Αξέχαστες εμπειρίες, που του χάρισαν τόσα πολλά και έντονα συναισθήματα! Τον πλημμυρίζουν οι αναμνήσεις του, εκείνες οι πολύτιμες κι ανεκτίμητες αναμνήσεις του, που δεν ξεθωριάζουν ποτέ. Συσσωρευμένη βρυχάται μέσα του η αλμύρα και το αλάτι που τόσα χρόνια πότισε την υπόσταση του και ψάχνει να βρει διέξοδο και να τον ταξιδέψει σ΄ εκείνες τις εποχές σ' εκείνα τα ταξίδια. 
Ας τον ακολουθήσουμε.... .
Σύνορα Γερμανίας Ελβετίας στα χίλια εννιακόσια εβδομήντα πέντε. Το τραίνο δεν έκοψε ταχύτητα καθώς σκαρφάλωνε πάνω στους σκιερούς λόφους. Δυτικά στον φλογισμένο ουρανό διαγραφόταν οι βουνοκορφές των Άλπεων, λουσμένες μέσα στις τελευταίες αχτίδες του Ήλιου που έδυε. Το σκοτάδι έπεφτε τόσο απότομα ώστε η πλαγιές των βουνών χάνονταν μέσα σ’ αυτό αφήνοντας μόνο τις κορυφές να φαίνονται λουσμένες στο φως, με τον ήλιο να χάνεται αιωρούμενος στον ορίζοντα μέχρι να σβήσει και η τελευταία αχτίδα του και οι κορυφές να χαθούν μέσα στο σκοτάδι.
Η μεγάλη παρέα στο βαγόνι του τραίνου ήταν Έλληνες ναυτικοί που ξεμπαρκάρισαν από τον λιμένα Μπρεμερχάφεν (Bremerhaven) που βρίσκεται στις εκβολές του ποταμού Βέζερ, ένα εμπορικό λιμάνι από τα πιο σημαντικά γερμανικά λιμάνια, διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο στο εμπόριο της Γερμανίας. Από το Μπρέμεν λοιπόν της Γερμανίας οι ναυτικοί αποφάσισαν να επιστρέψουν στην πατρίδα με το τραίνο, το φημισμένο «ακρόπολις εξπρές» της εποχής που εκτελούσε τα δρομολόγια Μόναχο- Θεσσαλονίκη- Αθήνα....
Ακρόπολις Εξπρές», το επονομαζόμενο «τρένο της ξενιτιάς», κουβαλούσε, τα καλοκαίρια ειδικά, στοιβαγμένους στα κουπέ και τους διαδρόμους, Έλληνες, αλλά και Τούρκους «γκασταρμπάιτερ» σε μια περιπετειώδη διαδρομή από τη Θεσσαλονίκη μέσω Γιουγκοσλαβίας προς το Μόναχο και αντίστροφα, η οποία κρατούσε κοντά δύο ημέρες.
Ήταν το τρένο που μετέφερε ελπίδες, προσδοκίες και όνειρα, από τη μεταπολεμική Ελλάδα της δεκαετίας του ΄60 στη Γερμανία. που αγωνίζεται να αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες του πολέμου. Τα βαγόνια του τρένου φυλάσσουν στο εσωτερικό τους ερμητικά κλεισμένες, χιλιάδες ιστορίες διαφορετικών ηρώων, που με ένα φτερούγισμα στην καρδιά εξορμούσαν για να κατακτήσουν μια καινούργια ζωή, μακριά από την Ελλάδα της δυστυχίας, με μόνη τους αποσκευή την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο και κοινό τους στόχο η κατάκτηση του ονείρου."
Την παρέα των ναυτικών την αποτελούν, ο Γιάννης ο Τρίτος μηχανικός από την Ελευσίνα, ο Ιπποκράτης ο καμαρότος ομογενής εξ Αιγύπτου, ο Αγγελής ο ναύτης από τον προσφυγικό μαχαλά της Καισαριανής, ο Γιώργος Ανθυποπλοίαρχος από την Λευκάδα, ο Πασχάλης ο ναύτης, ένα γιγαντόσωμο θεριό από την Σαμοθράκη, ο Επαμεινώνδας ο λοστρόμος από την ναυτομάνα Άνδρο, και ο νεαρός δόκιμος μηχανικός μας από τα χωριά του Νότιου Πάρνωνα. 
Όλοι αυτοί συνθέτουν μια παρέα εύθυμη, ταλαιπωρημένη μεν αλλά άκρως ζωντανή που η πείνα για ζωή και εμπειρίες ξεχειλίζει μέσα τους.
Προχωρώντας η βραδιά ο νεαρός μηχανικός σηκώθηκε από την θέση του και έκανε το γύρο της κουκέτας να ξεμουδιάσει την απραξία του. Από τον τρόπο που περπατούσε, ένας έμπειρος ταξιδιώτης θα μπορούσε να καταλάβει πως ο νεαρός ήταν σχετικά νεόφερτος σε ταξίδι με το τραίνο. Οι κινήσεις του ήταν κάπως απότομες σε αντίθεση με τον ανάλαφρο, σταθερό βηματισμό πολλών συνταξιδιωτών του. Έριξε μια ματιά στο εξωτερικό τοπίο αλλά τα φώτα στο βαγόνι τον εμπόδιζαν να δει καθαρά εκεί έξω το σκοτεινό τοπίο. Μ’ αυτή τη σκέψη ετοιμάστηκε να γυρίσει στη θέση του όταν ξαφνικά βρέθηκαν σε σήραγγα κι ενστικτωδώς τραβήχτηκε μακριά απ’ το παράθυρό ανοίγω-κλείνοντας τα μάτια του.
 Όλο το υπόλοιπο πλήρωμα αντιμετώπιζαν το νεαρό μηχανικό με φιλική διάθεση και τον ενθάρρυναν να πάρει μέρος στην συζήτηση που είχε ανάψει για τα καλά στο διπλανό κουπέ. Τα κουπέ είναι για έξι άτομα αλλά συνήθως ποτέ δεν είναι γεμάτα στα χειμερινά τους δρομολόγια. Η παρέα τους είχε κάνει κατάληψη σε τρία κουπέ του βαγονιού. Ο ίδιος βρέθηκε να συνταξιδεύουν με τον Αγγελή και έναν Τούρκο φοιτητή από την Κωνσταντινούπολη.
Με τον Τούρκο φοιτητή η γνωριμία ήταν μια ευχάριστη νότα του ταξιδιού. Όταν τα βλέμματα τους συναντήθηκαν μια σιωπηλή αλληλοεκτίμηση διαχύθηκε στα πρόσωπα τους. Ο νεαρός μηχανικός χαμογέλασε και στο πρόσωπο του σχηματίστηκαν σκιερές αυλακιές όμοιες μ’ αυτές του γύρω αλπικού τοπίου. Έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις και ήταν εγκάρδια φιλικές παρά τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου που ήταν ακόμη νωπά. Η σπίθα που είχε ανάψει στο νησί ήταν παρούσα γύρω τους. Το ότι δεν ξέσπασε πόλεμος σκέφτηκε ο νεαρός μηχανικός οφειλόταν σε μια τραγική συγκυρία περιστάσεων και όχι σε μια εσκεμμένη τακτική των κρατών μας. Η ισχυρογνωμοσύνη τόσο το χουντικού καθεστώτος όσο και του βαθύ κράτους της Γείτονος είχαν φέρει σαν μια κακόγουστη φάρσα σε τροχιά σύγκρουσης τα δυο έθνη. Δικαιολογίες υπήρχαν και για τις δυο πλευρές. Άλλωστε πάντα υπάρχουν.
Απολάμβανε στο ταξίδι να βλέπει τα τοπία να περνούν από μπροστά του σαν μεγάλη οθόνη που κάποιο αόρατο χέρι την άλλαζε συνεχώς.
Ξάπλωσε αναπαυτικά στην κουκέτα του τραίνου, ακούμπησε πίσω στη μαλακή ταπετσαρία κι έκλεισε τα βλέφαρα του. Το τραίνο ταξίδευε με σταθερή ταχύτητα σ’ ένα απαλό νανουριστικό γλίστρημα άλλα ο νεαρός μηχανικός δεν κοιμήθηκε. Αντίθετα σκεπτόταν έντονα τα γεγονότα του τελευταίου ταξιδιού στην μακρινή άπω ανατολή. Στο τραίνο βρίσκει ο ταξιδιώτης το χρόνο να κάνει την εσωτερική του περιήγηση και να παραδοθεί στα όνειρα του. 
Θέλησε να βουλιάξει στη σιωπή και στις αναμνήσεις του, σαν το πλοίο που το καταπίνουν σύννεφα από αφρούς που στροβιλίζονται πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
............... Το τελευταίο ταξίδι ήταν από τη δυτική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών προς τη θάλασσα της Ινδονησίας και από εκεί θα συνέχιζαν για Ευρώπη.
Τις τελευταίες ώρες ο ουρανός καλύφθηκε ολόκληρος με μαύρα σύννεφα και απ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα έρχονταν βροντές κι αστραπές που έκαναν την νύχτα μέρα. Αν και αρχικά τα μετεωρολογικά δελτία του καιρού προέβλεπαν σχετικά καλές καιρικές συνθήκες ο καιρός άρχισε να διαμορφώνεται διαφορετικά από αυτό που προβλέπει το μοντέλο. Γύρω τους ο ουρανός ήταν σκούρος και μαβής και ο ήλιος άσπρος και λερωμένος ταξίδευε γοργά, μέσα στα σύννεφα λες και βιαζόταν να κρυφτεί.
Οι ασύρματοι σε όλα τα μήκη και πλάτη του βορειοδυτικού Ειρηνικού, ωκεανού άρχισαν να στέλνουν αδιάκοπα μηνύματα για την μεγάλη καταιγίδα που εξελισσόταν σε τυφώνα. Είχε ξεκινήσει ανατολικά των Φιλιππίνων και σάρωνε ανεξέλεγκτα τον απέραντο ωκεανό, κινούμενος με τρομαχτική ταχύτητα βόρεια, βορειοανατολικά. Τα πλοία που ταξίδευαν κοντά σε απάνεμα λιμάνια, κόλπους ή προφυλαγμένα νησιά, έσπευσαν να αγκυροβολήσουν για λόγους ασφαλείας, μετά τις απανωτές προειδοποιήσεις που έστελναν τα ερτζιανά.
Πλάκωσε η νύχτα. Και τι νύχτα! Κόλαση σωστή. Ούτε άστρο στον ουρανό. Τα φώτα της καμπίνας του άναψαν καθώς βρήκε το διακόπτη και τον γύρισε. Για ένα λεπτό αισθανόταν πολύ ζαλισμένος για να κάνει κάτι και έμεινε ακίνητος κοιτάζοντας στο κενό.
Σηκώθηκε. Ακολούθησε τον αλουέ του πλοίου μέχρι την έξοδο του ντέκ.
Το πλοίο χόρευε στα λυσσασμένα κύματα τα οποία λες και ήθελαν να το καταπιούν.
 Αγκομαχούσε πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας κι όλο κλυδωνιζόταν και μούγκριζε κάτω από το ανελέητο σφυροκόπημα των κυμάτων.
Όταν κόπασαν οι αστραπές δεν μπορούσε να δει τίποτα, η νύχτα ποτέ δεν ήταν τόσο σκοτεινή όσο αυτή.
Όσα πλοία βρέθηκαν όμως μεσοπέλαγα, το μόνο που ήλπιζαν οι ναυτικοί τους, ήταν να μη βρεθεί στη ρότα τους τούτος ο ανισόρροπος τυφώνας που άλλαζε πορεία και κατεύθυνση συνεχώς. Μια διέσχιζε τον ωκεανό προς τα βορειοανατολικά, μια γύριζε απότομα νότια, και εκεί που περίμεναν όλοι οι μετεωρολόγοι πως θα κόπαζε και θα ξεθύμαινε, αυτός θαρρείς και έπαιρνε αιφνίδιες δυνάμεις, έστρεφε και πάλι βορειοανατολικά με μεγαλύτερη ακόμα ένταση.
Στη γέφυρα υπήρχε σύσκεψη για τα επερχόμενα.
Ο πλοίαρχος ήταν ένας άνδρας γύρω στα πενήντα, αλλά τα μαλλιά του ήσαν ακόμη αρκετά μαύρα και πυκνά. Ανήκε στη κατηγορία των όχι εξαιρετικά όμορφων ατόμων που εμπνέουν όμως εμπιστοσύνη από την πρώτη στιγμή που τα συναντάει κανένας. Έδινε την εντύπωση του ευχάριστου πεπειραμένου πλοιάρχου που δεν νοιαζόταν να δίνει συμβουλές χωρίς προκατάληψη, ωστόσο είχε πολύ καλή επαφή με τα πληρώματα του. Μια χρυσή καρδιά κάτω από μια τραχιά μορφή είχε σκεφτεί ο νεαρός μηχανικός στην αρχική τους γνωριμία και είχε επιδοκιμάσει με τον νου του την κοινοτοπία του χαρακτηρισμού του. Ο Γραμματικός του πλοίου ήταν ο καπετάν Γεράσιμος που ήταν γραμματικός με κεφαλαία γράμματα. Γεροδεμένος, τετράγωνες πλάτες, μετρίου αναστήματος, με αεικίνητα γαλάζια μάτια, που δεν άφηναν τίποτα απαρατήρητο. Τα εγγλέζικα του ήταν πολύ καλύτερα από του καπετάνιου και μιλούσε πέντε έξι γλώσσες ακόμα.
Είχε περάσει μια ώρα πριν βεβαιωθούν ότι η τροπική καταιγίδα έδειχνε μεταβαλλόμενη αλλαγή πορείας με άμεσο κίνδυνο να διασταυρωθεί με το δρομολόγιο του πλοίου, αλλά ακόμη δεν μπορούσαν να αποφανθούν ποσό σύντομα θα συνέβαινε αυτό.
Ο αμείλικτος δείκτης του βαρομέτρου στη γέφυρα του πλοίου τυλιγμένο μέσα στο πέπλο της νύκτας διέγραφε τα τελευταία λεπτά συνεχή πτώση κάνοντας αντιληπτά τα γεγονότα που θα ακολουθούσαν.
Ο γραμματικός μίλησε πρώτος
«Όλοι φεύγουν σα να τους κυνηγάει ο διάβολος. Ο καιρός μπορεί να γίνει πολύ ζόρικος σε τούτα τα μέρη. Έχω ταξιδέψει στην καραϊβική θάλασσα τα πρώτα μου ναυτικά χρόνια, κι έχω δει μερικούς τυφώνες στα ταξίδια μου, άλλα τίποτα δεν συγκρίνεται με έναν κυκλώνα του Ειρηνικού.»
«Έχουμε μόνο δυο επιλογές να κάνουμε» είπε.
«Μπορούμε να μειώσουμε ταχύτητα να παραμείνουμε στην θαλάσσια περιοχή που βρισκόμαστε αναμένοντας ότι τελικά η καταιγίδα θα πάρει τη συνηθισμένη βορειοανατολική πορεία που ακολουθούν οι καταιγίδες της περιοχής αυτή την εποχή και να περάσει σε ασφαλή απόσταση από την θέση μας.»
Η άλλη λύση είναι να κάνουμε αναστροφή πορείας να γυρίσουμε νοτιά νοτιοανατολικά και να αναμένουμε το ξέσπασμα της μέχρι να εξαντληθεί στα βόρεια. Ας ελπίσουμε πως δεν θα χρειαστεί να δοκιμάσουμε την δεύτερη λύση.» Συμπλήρωσε.
Ο μεγάλος κίνδυνος ήταν η συνεχώς μεταβαλλόμενη και απρόβλεπτη πορεία της καταιγίδας. Ο καπετάνιος σκέφτηκε πως είχε πολύ καιρό ν’ ακούσει χειρότερο μαντάτο. Έκανε μερικούς αριθμητικούς υπολογισμούς με το μυαλό του για να υπολογίσει την ακριβή απόσταση της καταιγίδας και τις πιθανές πορείες της. Αν και αισθανόταν ότι το πλοίο θα ήταν φοβερά εκτεθειμένο στην απόφαση του αποφάσισε να ακολουθήσουν την πρώτη λύση.
Απόμεινε να διαπιστωθεί εάν η πρώτη λύση που αποφασίστηκε ήταν και η πιο κατάλληλη και αποτελεσματική για την αντιμετώπιση της καταιγίδας.
Βρίσκονταν κάπου νοτιοανατολικά της Ιαπωνίας και η θεομηνία να μην είχε σκοπό να λιγοστέψει. Όσο πήγαινε, και φούντωνε. Η θάλασσα σφυροκοπούσε το πλοίο απ’ άκρη σ’ άκρη και κυνηγούσαν το ένα το άλλο τα κύματα, ψήλωναν σαν θεριά ανήμερα καβαλίκεψαν το κατάστρωμα και σάρωναν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και περνούσαν μανιασμένα αφήνοντας τους αφρούς καταπάνω τους.
Τρεις ημέρες αργότερα ξημέρωσε με τον ουρανό και τη θάλασσα να έχουν ακόμη μια θωλομάρα που σου έσφιγγε την καρδιά. Κατά το μεσημέρι ο ήλιος έσχισε τα σύγνεφα κι έριξε μιαν αχτίνα του μακριά. Αν και δεν είχαν οριστικά μείνει ακόμη μακρυά από την ακτίνα δράσης της καταιγίδας, το πλοίο ανακτούσε ταχύτητα καθώς η αντίσταση της κακοκαιρίας λιγόστεψε.
Μπορεί να είχαν ακόμη δρόμο μέχρι να απομακρυνθούν τελείως και να βγουν έξω από την ακτίνα δράσης της και σε ασφαλή πορεία, μα ήξεραν ότι είχε περάσει κι αυτή η καταιγίδα, άγρια όπως όλες που χτυπάνε χωρίς λύπη και έλεος… και… κάποια στιγμή αρχίζει να χαράζει ο Ήλιος ζωηρός και τα πάντα γεμίζουν με φως. Τα νερά του ωκεανού ήρεμα καθρεφτίζουν τις ακτίνες του. Υπέροχες στιγμές. Χρειάζονται μοναχά λίγα δευτερόλεπτα να κοιτάξεις τέτοιες εικόνες, για να νιώσεις ευτυχισμένος άνθρωπος. Να ζεστάνεις την ψυχή σου με την ανάσα σου. Και να σκεφτείς πόσα πράγματα σημαντικά έχεις να κάνεις, μόλις περάσει η καταιγίδα. Κι όταν η καταιγίδα θα έχει περάσει, δεν θα θυμάσαι πως τα κατάφερες ή πως επιβίωσες.
Γιατί ότι γίνει στη θάλασσα γρήγορα λησμονιέται. Έγινε πέρασε, πάει με τ’ αγέρι, με το κύμα, με τον αφρό, με του καιρού τη  διάβα. 
Πόσο διαφορετική είναι τούτες τις ώρες η θάλασσα.
Γαλήνια! Μια ήρεμη γαλήνη, μια αβίαστη γαλήνη, μια απόμακρη γαλήνη. .............................

Η χαρούμενη παρέα των ναυτικών μας τις περισσότερες ώρες τις περνούσαν συνήθως μαζεμένοι σε μια κουκέτα φλυαρώντας ευχάριστα. Οι συζητήσεις τους περιφέρονταν γύρω από τα της πατρίδος και συμπληρωματικά με τη γνώση των αναγκών του επαγγέλματος τους, που οι αρχαιότεροι της παρέας μετέφεραν την συσσωρευμένη πείρα τους στους νεώτερους. Ο ανθυποπλοίαρχος ήταν αυτός που άλλαξε πρώτος το αντικείμενο της συζήτησης. Το να περάσεις την κουβέντα από την επαγγελματική συζήτηση στη πολιτική δε χρειαζόταν και μεγάλη δεξιοτεχνία, γιατί τις ήμερες εκείνες η πολιτική αποτελούσε το κύριο θέμα. Και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία, πως όλοι θα είχαν και κάποιο πειστικό επιχείρημα στο λόγο τους, και αν κάποιος προσπαθούσε να τους αντικρούσει θα του πρόβαλλαν τις συνηθισμένες κοινωνικές θεωρίες. Ο ανθυποπλοίαρχος είχε ξαναβρεθεί σε παρόμοιες συζητήσεις και με το ταλέντο του ομιλητή με την βαθιά καλλιεργημένη και ειλικρινή φωνή του έδινε προοδευτικά ζωηρό τόνο στην συζήτηση ώστε να μην καταλήξει σε ανιαρή κουβέντα. Χαμηλόφωνος και πάντα τόσο χαμογελαστός που σε προτρέπει να υποψιαστείς ότι ο πολίτικος διάλογος δεν του είναι μια άγνωστη πρακτική, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι ο κλασσικός τύπος επαναστάτη που θέλει να ανατρέψει τα σύγχρονα πολιτικά δρώμενα.
Έπεσε μια ξαφνική σιωπή στην κουκέτα. Μόνο το σφύριγμα της ατμομηχανής και το τρίξιμο των τροχών του σιδηροδρομικού συρμού ακουγόταν στην ατμόσφαιρα. Η πολύβουη παρέα είχε σταματήσει την κουβέντα της για να μπορέσει να ακούσει την αναγγελία από τα μεγάφωνα. Ο νεαρός μηχανικός έστρεψε το βλέμμα του προς τα διαγράμματα πάνω από τις πόρτες για να αναγνωρίσει τον σταθμό άφιξης του τραίνου.
 «Πλησιάζουμε το Ζάγκρεμπ.» Πληροφόρησε την ομήγυρη, στη συνέχεια περπάτησε όχι πολύ σταθερά προς το κοντινότερο παράθυρο κόλλησε το πρόσωπο του στο τζάμι, κοίταξε ίσια μπροστά του και σε μερικά δευτερόλεπτα εμφανίζεται σαν φωτεινή όαση σε σκοτεινή έρημο η πολιτεία του Ζάγκρεμπ. Έμεινε κολλημένος στο τζάμι παρατηρώντας εκεί που ο μεγάλος μεταλλικός θόλος του σταθμού έλαμπε στο ομιχλώδες πρωινό κάτω από το φως των λαμπτήρων.
Ένα μεγάλο γκρουπ με ποδοσφαιριστές της τοπικής ομάδας καταλαμβάνουν με θορυβώδη τρόπο τα μπροστινά βαγόνια, γεμίζουν με ζωή τα σαλόνια και τα παράθυρα των βαγονιών.
Οι νέοι ταξιδιώτες μπαίνουν στο τραίνο και ξεκίνησαν να βολεύονται στις θέσεις τους.
Για μια στιγμή το βλέμμα του ταξίδεψε στον σκοτεινό καθρέφτη του γυάλινου διαχωριστικού κι είδε το είδωλο της κάπως μισοφωτισμένο καθώς προβαλλόταν στο καθρέφτη. Το είδωλο μιας κοπέλας να στέκεται πίσω στο διάδρομο. Η ελκυστική εμφάνισή της τον απορρόφησε να την παρατηρεί, κι όσο περισσότερο την κοιτούσε του ήταν αδύνατο να τραβήξει τα μάτια του απ’ το είδωλό της. Έμοιαζε με έφηβη, και σίγουρα δεν ήταν πάνω από είκοσι χρόνων. Όλα τα χαρακτηριστικά της, ως κι ο τρόπος που στεκόταν, έμοιαζαν να τονίζουν την παιδικότητα του προσώπου της, και σύντομα κατάλαβε ότι η θέα της είχε αρχίσει να τον εξάπτει. Εκείνη βέβαια δεν φαινόταν να τον προσέχει, αλλά για να αποφύγει το βλέμμα του να συναντήσει το δικό της, κοίταξε για μια στιγμή αμήχανος τα χέρια του. Στο μυαλό του εξακολουθούσε να βλέπει το είδωλο της άγνωστης κοπέλας. 
Ξανασήκωσε το βλέμμα του.... Τότε, είδε το ίδιο καστανόξανθο κεφάλι, και μαζί του την υπόλοιπη εικόνα της. Στεκόταν όρθια στην είσοδο της κουκέτας χαμογελώντας ανάλαφρα, στα χέρια της κρατούσε ένα μεγάλο δερμάτινο ταξιδιωτικό σάκο, και είχε το βλέμμα της στραμμένο προς την πινακίδα της κουκέτας.
Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν. Ασυναίσθητα αυτός τραβήχτηκε προς τα πίσω, την ίδια στιγμή, όμως δεν σταμάτησε να την κοιτάζει. Αν και η κοπέλα προσποιούνταν ότι η προσοχή της χάνονταν στην πινακίδα, αισθανόταν το βλέμμα του να την εξερευνά, έδειξε αμήχανη όπως κι εκείνος. Τον κοίταξε μια στιγμή και μετά έριξε το βλέμμα πάνω από το κεφάλι του…. Έμεινε λοιπόν ακίνητη για μερικά λεπτά, ξαφνικά έστρεψε τα μάτια της πάνω του και είδε στο βλέμμα της «ματιά καθαρή» που πάσχιζε να ρωτήσει. Ίσιωσε το κορμί του σαν να δανειζόταν ενέργεια η αυτοπεποίθησή του κίνησε τα χείλη του σ’ ένα «την κουκέτα σας ψάχνεται» κ' επειδή δε βγήκε καθαρός ήχος.... πρόσθεσε βουβά «τι πριγκιπική κορμοστασιά θεέ μου». Ήταν ψηλή και στητή σαν λαμπάδα, ένα κορίτσι γύρω στα είκοσι, με εμφάνιση «νεράιδας» παρατηρούσε γοητευμένος το παράστημα της. Το ταξίδι απόχτησε άλλης ποιότητας ενδιαφέρον… σκέφτηκε.
*Ναʼ την έρχεται λικνισμένη με χάρη
Μ’ έναν πανέμορφο κότσο 
Με γυρισμένες προς τα επάνω τις άκρες των μαλλιών της.
Όπως το πουλί μέσα στα σύννεφα.
Μ’ ένα λινό φόρεμα.
Απλά ντυμένη.
Με πόση χάρη κουνούσε ανάλαφρα το κορμί της.
Η λεπτή και χαριτωμένη κορμοστασιά της.
Α! Τι εκπληκτική ομορφιά.
Μ’ αλαβάστρινα δάχτυλα που έμοιαζαν 
Με τους βλαστούς του μπαμπού την άνοιξη.
Τα ροδοκόκκινα χείλια της,
Στόλιζαν το αρωματισμένο στόμα της.
(*Το ποίημα προέρχεται από την κινεζική μυθολογία...)
Και τα δικά της χείλη κινήθηκαν επίσης. «Είναι ελεύθερα» ρώτησε μ’ ευχάριστα φιλικό τόνο δείχνοντας τις άδειες θέσεις. Η φωνή της έστω και στις τετριμμένες λέξεις ηχεί βαθιά, βελούδινη στ’ αυτιά του!
Κάτι πήγε να της πει αλλά τον πρόλαβε εκείνη λέγοντας: «Είστε Έλληνας; Η κάνω λάθος;»
«Ναι, ναι πραγματικά από την Ελλάδα είμαι… Αλήθεια και εσείς;  Πολύ ενδιαφέρον.».
«Νομίζω εδώ είναι η θέση μου! Μπορώ να καθίσω;;»
«Ναι βέβαια γιατί όχι».
Ξεπερνώντας την αρχική του αμηχανία ο νεαρός μηχανικός περπάτησε σιωπηλός την απόσταση που τους χώριζε, την πλησίασε να την βοηθήσει, ζήτησε ευγενικά τον ταξιδιωτικό σάκο τον πήρε στα στιβαρά του χεριά και τον τακτοποίησε στον ουρανό της κουκέτας.
Τον ευχαρίστησε που τη βοήθησε. «Ευχαριστώ πολύ ήταν, πολύ ευγενικό εκ μέρους σας» του είπε.
Η αρχική του αμηχανία ήταν ορατή με γυμνό μάτι. Φαινόταν ντροπαλός - σα να είχε καταπιεί τη γλώσσα του μολονότι η κοπέλα μιλούσε την γλώσσα του.
Την κοίταξε «Δεν είναι απαραίτητο να μ’ ευχαριστήσετε καν. Ακολούθησα κανόνες της λακωνικής γης.» της απάντησε βρίσκοντας το χαμόγελο του.
Έμεινε για λίγο ευχάριστα άναυδη «αιφνιδιασμένη».
«Μη μου πείτε! Και εσείς Λάκωνας» είπε.
Το πανωφόρι της παλλόταν στους ώμους όπως τον προσπερνούσε στα θυρόφυλλα της κουκέτας που έκλεισαν πίσω τους, γλίστρησε σαν χορεύτρια, ήταν υπέροχη, ήταν ένα όνειρο και το άρωμά της έμεινε εκεί δα, στη νοτισμένη πρωινή ατμόσφαιρα της κουκέτας.
Ένοιωσε και πάλι τον εαυτό του να κοκκινίζει ελαφρά.
«Από τα περίχωρα της Μονεμβασιάς» και προτείνοντας το χέρι του μ’ εγκαρδιότητα συστήθηκε.
Αυτή δίστασε ανεπαίσθητα, βλεφάρισε αντικρίζοντας δυο μάτια στο χρώμα του καπουτσίνο που θα έβαζαν σε πειρασμό κάθε γυναίκα. Μετά πήρε το χέρι του και το κράτησε για λίγο σφιχτά. «Να υποθέσω ότι θα βρεθούμε και συγγενείς;» αναρωτήθηκε «φορώντας» ένα αφοπλιστικό χαμόγελο. «Από τα ορεινά χωριά του Ζάρακα η καταγωγή μου. Τα κρυμμένα ανάμεσα στα βουνά», συμπλήρωσε, και της ξέφυγε ένας στεναγμός ευχαρίστησης καθώς καθόταν αναπαυτικά στην άδεια θέση. Και μόνο η σκέψη της απρόσμενης συνάντησης σ’ αυτό τον απόμακρο σιδηροδρομικό σταθμό των Βαλκανίων την έκανε να χαμογελάσει. Ίσως το ταξίδι της να μην εξελισσόταν άσχημα. Ο κόσμος τελικά είναι πολύ μικρός.
Ένιωσαν το απαλό συναίσθημα της επιτάχυνσης της αμαξοστοιχίας και μετά μια αόριστη, ελάχιστη αντιληπτή, αίσθηση ταχύτητας.
Η κοπέλα, πραγματικά ήταν πολύ όμορφη, το ντύσιμο της αν και ευπρεπές άφηνε αρκετά ερεθιστικά σημεία ακάλυπτα. 
Ο νεαρός μας μηχανικός προσποιήθηκε ότι άκουγε τον διπλανό του, τον Αγγελή τον ναύτη για να μην της δώσει να καταλάβει ότι χάζευε τις χυτές γάμπες της. Στο μεταξύ αναλογίστηκε το εσωτερικό του δίλημμα πως θα προετοιμάσει το έδαφος για ένα φλερτ. Ύστερα συγκράτησε την παρόρμηση του να πει κάτι «χαριτωμένο». Ήταν καθαρή διαίσθηση. Πρέπει να προσέξει πάρα πολύ καλά την αρχή, πώς θα το πάει. Σε πρώτη φάση τα βλέμματα τον γυναικών τον προσπερνούν. Βλέπουν έναν νεαρό άντρα µε όχι ιδιαίτερα προσεγμένα παπούτσια, µ’ ένα φθαρμένο τζιν κι από πάνω ένα βαμβακερό μπλουζάκι. Τα μαλλιά του είναι επίτηδες ανακατωμένα. Είχε μαλλιά που του το επιτρέπουν. Σκεφτόταν. «Μπας και πολύ το βασανίζω το θέμα;»
Αυτή η σκέψη ήταν τόσο έντονη που παρέλειψε όλες τις τυπικότητες και μπήκε κατευθείαν στην ουσία. Η νεαρή γυναίκα παρουσίαζε πλέον έντονο ενδιαφέρον για εκείνον ως άντρα. 
Είτε θα της έλεγε κατευθείαν την αλήθεια για τις σκέψεις του, ξέροντας τον κίνδυνο ότι η έλξη μεταξύ τους θα έκανε φτερά αν προσπαθούσε να δώσει μια ώθηση πέρα από τα επιτρεπτά όρια. Στριφογύρισε στη θέση του έτσι ώστε να την κοιτάζει κατάματα, ακουμπώντας το χέρι στην πλάτη του καθίσματος και γέρνοντας προς το μέρος της, τη ρώτησε όταν εκείνη έμεινε σιωπηλή: «Αν σας κάνω μια προσωπική ερώτηση, υπόσχεσαι να μην με παρεξηγήσετε;» 
«Εξαρτάται από την ερώτηση.»
Έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό. Ήταν ένας αναστεναγμός ανακούφισης. «Με συγχωρείς» είπε «Κλασσική γυναικεία απάντηση.»
Μισόκλεισε τα µάτια της. Τι άραγε να ρωτούσαν αυτά τα μισόκλειστα µάτια. «Α, ώστε το πρόσεξες ότι είμαι γυναίκα».
Χωρίς να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της, έθαψε προς στιγμήν τα δάχτυλά του στα μαλλιά του και τα τράβηξε ανέμελα προς τα πίσω, µε αποτέλεσμα να ανακατευτούν ακόμα πιο πολύ. Στο μεταξύ δεν κοιτούσε πια τον διπλανό του. Ήταν σαν να μην υπήρχε πια. Σαν να ήταν πια µόνο οι δυο τους. Η κοπέλα του χαμογέλασε. Και δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει το σύντομο εξεταστικό βλέμμα που άφησε να γλιστρήσει πάνω από το υπόλοιπο σώμα του. Προφανώς της άρεσε αυτό που έβλεπε, γιατί το χαμόγελό της έγινε πιο πλατύ, δείχνοντας έτσι τα ωραία δόντια της. Και το χαμόγελο το νεαρού μηχανικού πλάτυνε και τα μάτια του τώρα λένε τόσα πολλά όσα δεν τολμά η φλύαρη γλώσσα του. Ήταν δυνατόν να μην προσέξει κάτι τέτοιο. Η αλήθεια ήταν ότι του άρεσε πολύ η νεαρή γυναίκα διπλά του. «Ναι και βέβαια το πρόσεξα πως είστε μια όμορφη και ενδιαφέρουσα γυναίκα και θα χαιρόμουν να γνωριστούμε καλύτερα.» 
«Δε νομίζετε πως βιάζεστε κύριε .....;»
«Αλκιβιαδης! Δίκιο έχετε, πάντα βιάζομαι για κάτι που μ’ ενδιαφέρει πολύ. Αυτό που στη γλώσσα μας ονομάζεται «τακτ», μου είναι δύσκολο να το εφαρμόσω,..»
«Μυρτώ! Βοηθάει όμως στις καλές σχέσεις δεν συμφωνείται;. »
«Οφείλω να δεχτώ πως έχετε δίκιο αλλά..... »
«Αλλά; Τι είναι αυτό που σας ενδιαφέρει και δεν το λέτε;».
«Όπως δείχνουν τα πράγματα, ας πούμε είστε εσείς.» της είπε αυτός χαμογελώντας.
«Βιάζεστε, βιάζεστε. Θα δούμε…προς το παρόν πρέπει πρώτα να γνωριστούμε».
«Σωστά, αλήθεια είστε δεσποινίς ή κυρία;». Παίρνει νέα ρίσκα  να την προσεγγίσει.
«Παίζει ρόλο αυτό; Στην εποχή μας ο διαχωρισμός αυτός είναι περιττός.»
«Ναι βέβαια, αλλά είναι ένας τρόπος να μάθω αν είστε παντρεμένη…».
«Και σε τι θα σας ωφελούσε αυτό;».
«Ε, πως, αν είστε παντρεμένη θα πρέπει να σας διεκδικήσω από το σύζυγο αν είστε δεσμευμένη…».
«Α, έτσι μπορείτε να φτάσετε ως εκεί; Δε θα χρειαστεί, δεν είμαι παντρεμένη».
 Ο Αλκιβιάδης δεν μπόρεσε να μη γελάσει. Κατάλαβε ότι η έμπνευση της στιγμής είχε αγγίξει την  νεαρή κοπέλα. ««Εμείς οι δυο έχουμε ακόμη πολλά να πούμε!»
Την είδε να ξεροκαταπίνει και πρόσεξε τη διαστολή στις κόρες των ματιών της, που μαρτυρούσε την στιγμιαία διέγερση της.
Τα σώθηκα του πήραν φωτιά. Όταν ανεβαίνει το θερμόμετρο, τα πάντα μπορούν να συμβούν.
Έκατσε πιο βαθιά στο κάθισμα κι έπαιξε με τα δάχτυλα την άκρη από το κορδόνι του πανωφοριού του, αφήνοντας το μυαλό του να παρασυρθεί σε προσωπικές σκέψεις.
«Η Ρηχειά ήταν στη νηπιακή ηλικία η καλοκαιρινή μου διαμονή. Αλλά και στην εφηβεία μου πέρασα δυο ολόκληρα καλοκαίρια εκεί. Στο δρόμο προς τη Βλυχάδα, τοπίο μαγικό η Ράχη. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως πολύ κοντά σε αυτό τον ορεινό οικισμό βρίσκεται η μαγευτική παραλία της Βλυχάδας. Άγνωστη για τους πολλούς, ακριβό προνόμιο για αυτούς που την γνωρίζουν. Είναι βίωμα, μαγεία, και δεν παίρνει περιγραφή η μαγευτική αυτή παραλία, εκεί που η θάλασσα λαμπυρίζει σε χιλιάδες σταγόνες φωτός. Ένα τοπίο με μυστική παρθενικότητα, με αρώματα βουνού και ψιθύρους της θάλασσας στη σκιά των βράχων, θαυμάζοντας το μαγευτικό και σπάνιο χρώμα των νερών. Παραλία δυσπρόσιτη, με ανοίγματα στους συμπαγείς βράχους, όπου σχηματίζεται ο εντυπωσιακός όρμος της Βλυχάδας. Η πρόσβαση γίνεται μέσα από μονοπάτια με πικροδάφνες, γαλατσίδες, κιτρινοξιλιές, συκιές και σκίνα. Τα καλοκαιρινά βράδια στη Βλυχάδα είναι δροσερά. Είναι ο γλυκός νυκτερινός αέρας που κατεβαίνει από τα βουνά του Ζάρακα με τα έλατα και περνάει από τα αμπέλια, τις ελιές, τις χαρουπιές και τις συκιές και φέρνει μαζί το θυμάρι που σμίγει με τη θαλασσινή αύρα. Αυτή η αύρα είναι που μαζί με τον ήσυχο παφλασμό του νερού σε νανουρίζουν τα βράδια κοντά στο κύμα, όταν αποκαμωμένος από το κολύμπι ησυχάζεις. Ένα άγριο και επιβλητικό τοπίο, που γίνεται όμως απρόσιτο και πολύ επικίνδυνο όταν λυσσομανούν τα μελτέμια.» Της είπε.
Είδε τη λάμψη στο χαμόγελο του προσώπου της, λες και κάποιος το είχε αποτυπώσει εκεί. Το μυαλό της πρέπει να ταξίδεψε σε ευτυχισμένες στιγμές....... σε χαρούμενους τόπους. Της χαμογέλασε καθησυχαστικά, και στο χαμόγελο του φάνηκε μια λάμψη ευχαρίστησης στην ανάμνηση αυτών των καλοκαιριών.
«Πως βρεθήκατε στο Ζάγκρεμπ;»
«Σπουδάζω σ' αυτή την πόλη.»
«Είστε Ελληνίδα και σπουδάζετε εδώ στο Ζάγκρεμπ;».
«Γιατί σπουδάζω στην Κροατία;. Εκτός από την ομορφιά της χώρας, η υψηλή ποιότητα σπουδών σε συνδυασμό με τα χαμηλά δίδακτρα είναι δέλεαρ.»
«Α, μάλιστα. Είστε τόσο νέα. Έχετε σκέψεις για κάποια ακαδημαϊκή καριέρα;»»
«Υπερβολές. Σπουδάζω ιατρική. Το κάνω γιατί μ’ αρέσει… αλλά πέστε μου εσείς πως
ασχοληθήκατε με την θάλασσα;»
«Που το καταλάβατε;»
«Άκουσα κάποιες στιχομυθίες με τους φίλους σας και κατάλαβα..»
Πήγαν παρακάτω, μίλησαν όμως περισσότερο για τα ενδιαφέροντα τους παρά για την
προσωπική τους ζωή. Τους απασχόλησε ακόμα η πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη άλλαζε αλλά κανένας δεν θα μπορούσε να βεβαιώσει πως πήγαινε προς το καλύτερο. Στην πατρίδα, έλεγαν, είχε επανέλθει η δημοκρατία αλλά πώς να επανέλθει κάτι που δεν είχε φύγει μια και δεν είχε υπάρξει; 
Πάνω από δυο ώρες, συζήτησαν. Εκείνη ξέσπασε πολλές φορές σε γέλια «Αγαπητέ μου, μένω κατάπληκτη! Γνωρίζετε πολύ καλύτερα από μένα, τα χωριά του Πάρνωνα.»
«Για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δε θα μου περνούσε από το μυαλό ότι κάποτε θα αντάμωνα κάτω από τέτοιες συνθήκες μια Ζαρακιτισα με γνήσια ομορφιά και αντάξια απόγονο της πεντάμορφης Στάμω, την Παναρίτη. Της λυγερής της Στάμω, με την αέρινη κορμοστασιά».
«Με κολακεύετε. Πολύ φοβάμαι ότι δεν γνωρίζω, για το πρότυπο που μου λέτε.» Του αποκρίθηκε χαμογελώντας.
Του φάνηκε παράξενο που δεν γνώριζε την ιστορία τούτη.
Τις επόμενες ώρες της αφηγήθηκε την «ιστορία» της φημισμένης Στάμω.
Την αιχμάλωτη του Ιμπραήμ. ...........
"......... Την ώρα που ο ήλιος καταπόρφυρος, αναδυόταν βαθιά στον ορίζοντα, μέσα στα καταγάλανα νερά του Μυρτώου, άρχισε το μακελειό. Σκοτείνιασε ο ουρανός και ο ουρανός και ο ήλιος κρύφτηκε μες στη μεγάλη εκείνη σκοτεινιά. Άναψαν τα τούρκικα γιαταγάνια, καθώς τα σφαγμένα κορμιά κατρακύλαγαν το ένα πίσω από το άλλο στο βάθος της βαθιάς εκείνης λαγκάδας.
«Α! Ετούτη τη μορφονιά αφέντη μου, μην τη χαλάσουμε» είπε ο δήμιος στο σερασχέρη δείχνοντας με το ματωβαμμένο χέρι του τη Στάμω, που κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της το δωδεκάχρονο αδελφό της τον Αντώνη. «Είναι πολύ γκιουζέλ. Θα χαρεί ο πασάς σαν του την πάμε να την έχει στολίδι στο χαρέμι του»
Έτσι, την όμορφη Στάμω, την Παναρίτη και τον μοναδικό αδερφό της, τον Αντώνη, τους μπάρκαραν σε ένα πλεούμενο, και από την Πύλο βρέθηκαν στην Αλεξάνδρεια, συστημένοι για το χαρέμι του μεγάλου πασά. Τη λυγερή τη Στάμω,με την αέρινη κορμοστασιά, εκείνος ο πασάς τη στόλισε στα μετάξια και τα χρυσαφικά. Την έκανε βασίλισσα του χαρεμιού του. ....................."
.....Υπήρχε κάποιο πάθος και βαθύ αίσθημα πίσω από τα λόγια του, που έκρυβε μια βαθιά εσωτερική ζεστασιά. Είχε χαθεί μέσα στις λεπτομέρειες της αφήγησης του για αρκετή ώρα όταν άκουσε μ’ ευχαρίστηση την απαλή μουσική που πλημμύρισε ξαφνικά το βαγόνι, χωρίς να διασπασθεί η ροή της ιστορίας του. Όπως ξαφνικά άρχισε η μουσική έτσι ξαφνικά σταμάτησε. Μεσολάβησε μια σύντομη σιγή, και μια γλυκιά διακριτική φωνή ανήγγειλε τον επόμενο σταθμό.
Το τραίνο πλησίαζε τώρα στο τέλος του ταξιδιού του. Θα έφτανε στη Θεσσαλονίκη σε λιγότερο από μια ώρα. Στα μάτια του νεαρού μηχανικού απλώθηκε μια ονειροπόλα έκφραση. Κοίταξε την κοπέλα δίπλα του σιωπηλός. Την περίμενε αυτή την εξέλιξη. Όταν όμως το τέλος του ταξιδιού και ο χωρισμός όσο και αν είναι αναμενόμενος, γίνεται πραγματικότητα, πάντα προκαλεί ένα τρεμούλιασμα στην καρδιά. Είναι δύσκολη η αντιμετώπιση της πικρής αυτής αλήθειας, που σε βγάζει από έναν εφήμερο απατηλό παράδεισο. Για λίγο οι δυο νέοι κοιτάχτηκαν ο ένας με τον άλλον, εκτιμώντας, μελετώντας, ξεπερνώντας τα σύνορα της συστολής που χώριζαν τη σύντομη γνωριμία τους. Κάτι αναταράχτηκε μέσα τους, κι ορθώθηκε όπως το τρομαγμένο άλογο.
Άφιξη στη Θεσσαλονίκη.
Αισθάνθηκαν τον κρύο αέρα να τυλίγει τα πόδια τους και παγωμένες ψιχάλες βροχής να πέφτουν πάνω τους. Ζύγωνε η ώρα του χωρισμού.
Η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά στο στήθος.
Ήταν ένα φυσικό συναίσθημα, ωστόσο δεν ήθελαν να το αφήσουν να έλθει στην επιφάνεια.
Αυτή δεν ήταν χαρούμενη, ούτε ανάλαφρη η ομιλητική.
Μια σκιά απλώθηκε στο πρόσωπο της. « Έως εδώ ήταν λοιπόν;». Και κάποιο ίχνος παράκλησης φάνηκε στη φωνή της.
Την κοίταξε ερωτηματικά στα μάτια, με αμφιβολία για μια στιγμή, κι είπε.
«Δεν είμαι σίγουρος τι εννοείς μ’ αυτό. Ακούγεται σα μια θετική πρόταση.»
Εκείνη τον πλησίασε κι αυτός χωρίς δισταγμό την αγκάλιασε. Έβαλε το δάχτυλο της στα χείλια του κι αυτός το φίλησε ανάλαφρα. Κοιτάζοντας τον με ελαφρά δακρυσμένα τα γκριζοπράσινα μάτια της του είπε. «Φαινόσουν τόσο ευτυχισμένος τόσο χαρούμενος εκεί μέσα στην κουκέτα. Έμεινα κουρνιασμένη στον ώμο σου και άκουγα την καρδιά σου να κτυπάει γρήγορα στην αρχή και μετά αργά και πιο αργά.»
«Πρέπει να χωρίσουμε τώρα.» του είπε.
Εκείνος δίστασε και μετά έσκυψε και την φίλησε. Έμειναν αγκαλιασμένοι για λίγο.
«Θα ξαναϊδωθούμε σύντομα.» Της είπε.
«Το ελπίζω» του μουρμούρισε με θλίψη και κίνησε για το μικρό αυτοκίνητο που την ανέμενε εκεί έξω στην είσοδο του σιδηροδρομικού σταθμού της πόλης.
Τα βλέμματα τους αποχωρίστηκαν με την σιωπηλή αλληλοεκτίμηση αυτών , που επιθυμούν οι δρόμοι τους να σμίγουν ξανά.
Στεκόταν ακίνητος στη μέση της αποβάθρας κι άκουγε τα βήματά της που απομακρύνονταν, την παρακολουθούσε μέχρι που έκλεισε η πόρτα του αυτοκινήτου πίσω της.
Κατέβασε τα μάτια του τα στύλωσε στο έδαφος και δεν τα σήκωσε παρά μόνο όταν τα μεγάφωνα του σταθμού ανήγγειλαν την αναχώρηση του τραίνου. Προχώρησε προς την σκάλα ανόδου μελαγχολικά και ανέβηκε στο βαγόνι για τη συνεχεία του ταξιδιού και το τέλος της διαδρομής. Δεν είχε καμία διάθεση για κουβέντα καθώς καθόταν στη φωτισμένη κουκέτα του. Το τραίνο ξεκίνησε.
Με την πλάτη ακουμπισμένη στο κάθισμα του, κοίταζε από το αχνισμένο τζάμι το σταθμό που έμενε πίσω τους με μάτια που δεν έβλεπαν. Ένοιωθε την καρδιά του να κτυπάει ξέφρενα στο στήθος του.
Την ονειρευόταν συχνά ...... όχι απόλυτα ερωτικά........ όταν επέστρεψε στα επαγγελματικά του θαλασσινά ταξίδια. Στα όνειρα του έβλεπε πάντα ότι ήταν αδύνατο να τη φτάσει. Δεν τον άκουγε όταν τη φώναζε. Του έφευγε, όσο την πλησίαζε.
Τα όνειρα αδυνάτισαν με τον καιρό.

............
**Τώρα που πίσω από πέλαγα
έχουν χαθεί τα παλαιά μου οράματα
και δεν με φθάνει η μορφή τους
κι η ανάμνηση τους μ’ άφησε…

Δεν τό ’θελα ποτέ
σε τέτοιες σκέψεις να γυρίσω.
Μα είναι νύχτες,
κάποιες ατέλειωτες,
που από τα πέλαγα
όλως ακούραστα
τα παλαιά μου οράματα
τα φέρνω πίσω.

**Από τη συλλογή Έρεβος (1956)
[πηγή: Κική Δημουλά, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 62005, σ. 14]

Παρασκευή 5 Απριλίου 2024

Ta Kata Sinthiki Pseudi

Την πρώτη φορά που η βιβλιοθηκάριος της δημοτικής βιβλιοθήκης της Λαμίας μου μίλησε για το μυθιστόρημα «Τα κατά συνθήκην ψεύδη» του Μαξ Νορντάου ήμουν έφηβος και έμεινα ξετρελαμένος με το συγγραφέα. Κάποιες φράσεις που μου άρεσαν, τις σημείωνα με μολύβι και τις απομνημόνευα σαν να ήταν κείμενα από κάποιες, ιερές γραφές.
Δυο λόγια, εξ αντιγραφής, για τον συγγραφέα (1849-1923). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του, εβραϊκής καταγωγής, Αυστριακού στοχαστή Μαξιμίλιαν Ζίντφελντ· γιατρός στο επάγγελμα, έζησε στο Παρίσι όπου βρήκε ιδανικές συνθήκες να εξειδικευθεί στην κοινωνική κριτική και στο ξεμπρόστιασμα του αστικού φαρισαϊσμού. Στον πρόλογο ο ίδιος, με λεοντή προφήτη, προειδοποιεί: «Πολλοί αναγνώστες θ’ αγανακτήσουν, προ πάντων εκείνοι που θα διαβάσουν εδώ τις πιο μύχιες γνώμες τους». Υποστηρίζει: «Η μεγάλη ασθένεια της εποχής μας είναι η δειλία. Δεν έχουμε θάρρος να πούμε ανοιχτά τη γνώμη μας, ν’ αναλάβουμε ευθύνη για όσα πιστεύουμε στ’ αλήθεια». Το κατά Νορντάου ακόμα χειρότερο: «Δεν θέλουμε να ψυχράνουμε κανέναν, ούτε να χτυπήσουμε καμιά πρόληψη. Κι αυτό το λέμε σεβασμό των πεποιθήσεων του άλλου. Αλλά οι άλλοι είναι εκείνοι που δεν σέβονται καθόλου τις δικές μας πεποιθήσεις, τις κακολογούν, τις κυνηγάνε με μίσος». Μύλος, έτσι;

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

....Erotiki Mythoplassia I ...O Epilogos

..Επίλογος! 
..........Περίμενε ότι ο Αλκιβιάδης θα δίσταζε ή θα συνοφρυωνόταν, εκείνος όμως την κοίταξε σκεπτικός. Κατόπιν, πήρε τα χέρια της συντρόφου του μέσα στα δικά του και εξέτασε τα νύχια της, όπως έκανε στα πρώτα χρόνια της γνωριμίας τους, και μετά την κοίταξε κατάματα.
.«Ένα τραπέζι» είπε. «Πράγματι. Ωραία ιδέα».
«Ένα πολύ ιδιαίτερο, αποχαιρετιστήριο, τραπέζι, με μοναδικούς καλεσμένους τον ιερέα μας και τη φιλενάδα σου την Ναυσικά μας και κύριο πιάτο τη συγκίνηση.» Της είπε με τρυφερότητα.
Το τραπέζι αποφασίστηκε να γίνει στη πίσω βεράντα του σπιτιού τους, τηρούσε τις καλύτερες προϋποθέσεις από άποψη περιβάλλοντος. Η μεγάλη βεράντα με την πέργκολα που την σκέπαζαν η κληματαριά και οι βουκαμβίλιες μεταμορφώθηκε σε τραπεζαρία. Το τραπέζι στρώθηκε με λευκό κεντητό τραπεζομάντιλο και οι μυρωδιές έκαναν την βεράντα σαν εξοχική ταβέρνα. Τα τζιτζίκια τερέτιζαν, στα απέναντι πεύκα πανταχού παρόντα αλλά αθέατα, η βραδιά ήταν ζεστή.
Η Ανδρομάχη χαιρόταν αυτή την επιλογή, της άρεσε που, ενώ ήταν στο σπίτι της, ένιωθε σαν να βρισκόταν εντελώς αλλού. Αν και είχε κάποιους φόβους για το επικείμενο εγχείρημα, τους έδιωξε γρήγορα πίνοντας μια ρακή ήδη από την κουζίνα.
Ως τότε, δεν έπινε ποτέ πάνω από ένα δυο ποτηράκια κρασί, έτσι όταν ήπιε μια ρακή, δεν ήξερε αν βούρκωσε εξαιτίας του ποτού ή αν έφταιγε η γλυκόπικρη βεβαιότητα ότι ο ιερέας έφευγε την επόμενη μέρα. Ακούμπησε το ποτήρι της στο τραπέζι με μια πομπώδη χειρονομία και έκανε αέρα στο πρόσωπό της πριν ξεσπάσει σε δάκρυα. Το αποχαιρετιστήριο τραπέζι τους είχε γαρίδες με σκορδάτη, μαγιονέζα με κρίταμα, φρεσκότατα ζουμερά σκουμπριά στη σχάρα, μαϊντανοσαλάτα με πλιγούρι, λεμονάτη καπνιστή μελιτζανοσαλάτα και μία δροσερή σαλάτα με αγγούρι πιπεριές και άνηθο. Όλα φτιαγμένα με μεράκι από τα χέρια της.
Τα θαλασσινά συνόδευε ένα κρασί με νεύρο και όγκο, ένα λευκό ξηρό κρασί από την ποικιλία Σαββατιανό …αρχίζοντας και τελειώνοντας το δείπνο με μια ρακή.
Δύσκολος ο αποχαιρετισμός σε μια φαντασιακή ερωτική σχέση που εξατμίζεται στο πέρασμα του χρόνου.
Ο ιερέας! Και η Ναυσικά! Δυο φαντασιακά πρόσωπα! Δυο υπέροχες υπάρξεις, δυο αέρινες παρουσίες, οι οποίες τους χαρακτηρίζουν και πολλές φορές ταυτίζονται μαζί τους.
Πρόσωπα τόσο οικεία που τον βασανίζει ένα ερώτημα! Θα μπορούσε να είναι αυτοί οι ίδιοι;
Αυτός πάντως τους αγάπησε και την ερωτική του ιστορία την διηγείται με τρυφερότητα. Είναι ίδια η δική τους ερωτική ιστορία, παθιασμένη, που αποκαλύπτεται ισορροπώντας ανάμεσα στο φαντασιακό και το πραγματικό, στην καθημερινή τους αλήθεια και στο ιδανικό παραμύθι. Ο πραγματικός του κόσμος σταμάτησε για λίγο, καθώς μπήκε κι ο ίδιος στον κόσμο του παραμυθιού του. Συνδέθηκε με τους ήρωες του μέσα από την αναζήτηση στις λέξεις, στα συναισθήματά τους, αλλά και με το διάβα του χρόνου. Μπορεί οι περισσότεροι έρωτες να εξατμίζονται στο πέρασμα του χρόνου, αυτό δεν συμβαίνει όμως με την περίπτωση του. Αυτός προτιμά να κρατήσει άσβεστο το πάθος του. Και την κάθε μέρα μέσα από το όνειρο του να το ξαναζωντανεύει.
Γι αυτό και σήμερα οι λέξεις του έχουν σκοινιά και οι προτάσεις σύρματα αγκαθωτά καθώς επιχειρεί  να τους αποχωριστεί. Είναι όμως η κατάλληλη ώρα να τελειώσει το παραμύθι του. Να αποσυνδέσει τον διακόπτη, να κλείσει απαλά την πόρτα, αφήνοντας απ' έξω τις μορφές τους, όσο και αν οι σκέψεις του δεν περιγράφονται με λόγια. Να σβήσει από τη μνήμη του τις φιγούρες τους και να φύγουν με τον ίδιο τρόπο όπως εμφανίστηκαν στο συναισθηματικό φαντασιακό του κόσμο. Η νύχτα ήρθε συμπονετική δροσερή άπλωσε σεντόνια σιωπής, μερικά σύννεφα ψηλά στον ουρανό έτρεχαν και άλλαζαν σχήμα σαν να κυνηγούσαν την ιδεατή μορφή τους.
Έκλεισε τα μάτια του και χαλάρωσε, έμεινε σιωπηλός και αφέθηκε στη ροή των σκέψεων του, ακολουθώντας τις αναμνήσεις του και άρχισε να ακούει με προθυμία όλα εκείνα τα πολύχρωμα παραμύθια με τα οποία ο πόθος και η φαντασία μάγευαν τις αισθήσεις του σαν Σειρήνες μες στο στήθος του που δεν μπορεί να τους αντισταθεί. Θυμήθηκε και του ήρθαν η εικόνες της πρώτης επαφής του με την Ανδρομάχη του σαν να ήταν φύλλα και κλαράκια που επέπλεαν σε ένα ποταμάκι. Ένα ποτάμι τον πλημμύρισε με εικόνες από την κοινή ζωή τους. Έτσι γεννήθηκε ο σπόρος του θαυμαστού φυτού της αγάπης τους. Και φύτρωσε, άφθονα και μεγάλωσε και θέριεψε, και αυτός δεν πρόκειται ποτέ, με κάποια ποταπή πράξη, να κλαδέψει τα φύλλα και τους μίσχους του! Θυμάται λεπτομέρειες πολλές, σημάδια και χνάρια της ζωής τους στο χρόνο, που δεν είχαν χαθεί! Τίποτα δεν έχει αλλάξει στη διάβα του χρόνου. Τι γλυκιά μελωδία που έχουν αλήθεια κάποιες αναμνήσεις. Τον έπνιξε μια τρυφερή νοσταλγία.
Απόψε σε μια ατμόσφαιρα γεμάτη τρυφερότητα  οι δυο τους στη βεράντα, αυτός σύντροφος σταθερός αταλάντευτος, ζουν μαζί τις χαρές και τις λύπες τους. Και δεν υπήρξε ποτέ η εποχή που η ζωή τους να είχε μπροστά της δρόμους και μονοπάτια για πολλές επιλογές. Η διαδρομή τους ήταν πάντα μια, η εξαιρετική διαδρομή που οδηγούσε στα ιδανικά λημέρια της οικογένειας τους.
Το ερωτικό πάθος, αν και λιγότερο έντονο από ό,τι στην αρχή, μπορεί να αναβιώσει ξανά και ξανά σε μια σχέση στην οποία έχει αναπτυχθεί εμπιστοσύνη και οικειότητα.Διότι δεν είναι η σεξουαλική επιθυμία που τροφοδοτεί το ερωτικό συναίσθημα, αλλά τα τρυφερά συναισθήματα που ξυπνούν την επιθυμία του ενός για τον άλλον.
Κι αυτό δεν είναι ένα τραπέζι λύπης και θλίψης, αλλά ένα τραπέζι χαράς με πρωταγωνιστές τους δυο τους γιατί απόψε γιορτάζουν τα δέκα πέντε χρόνια συμβίωσης και ήταν τόσο χαρούμενοι που πραγματικά έλαμπαν στο γιορτινό τους τραπέζι.
Η ευτυχία είναι γύρω τους, κοντά τους, τους πολιορκεί από παντού και δεν έπαψε να τους χτυπά την πόρτα θέλοντας να φτάσει στην καρδιά τους με τον αέρα που αναπνέουν.
«Τι μεγάλη χαρά να βλέπω γύρω μου χαρούμενους ανθρώπους.» Του λέει, με τα μάτια της να λάμπουν ηδονικά.
«Και εγώ άγγελε μου! Κι όταν εμείς είμαστε ευτυχισμένοι και οι γύρω μας είναι ευτυχισμένοι και χαρούμενοι.»
Την αγκάλιασε και προχώρησαν προς την έσοδο του σπιτιού. Κάτω από τη μεγάλη πόρτα του σαλονιού, σταμάτησε. Τον κοίταξε παράξενα, ένιωθε κάτι περίεργο να πλανιέται στην ατμόσφαιρα. Αισθάνθηκε τόσο περίεργα, ήταν αυτή και αυτός, κανείς άλλος. Ήταν μια γυναίκα έτοιμη να βρυχηθεί. Ήταν η στιγμή τους. Κρεμάστηκε στους ώμους του, ένιωσε τη ζεστασιά της να διαπερνά το κορμί του. Νιώθοντας πως ήθελε περισσότερα από εκείνη, αγκάλιασε τη μέση της με το χέρι του και τράβηξε το κορμί της να κολλήσει στο δικό του. Το πρόσωπό της βρίσκεται κάπου στο στήθος του, τα χείλη της φιλούν το λαιμό του, τα χέρια της έχουν αγκαλιάσει τη μέση του. 
Γλιστράνε στην άκρη του αναπαυτικού καναπέ καθώς αυτός γονατίζει στο πάτωμα, με το ένα του χέρι αγκάλιασε από τη μέση το καυτό κορμί της και το άλλο κατέβηκε από την κοιλιά της και έπιασε το σημείο ανάμεσα στο δαντελένιο εσώρουχό της. Βρήκε αυτό που αναζητούσε και το χάιδεψε ανελέητα με τις άκρες των δαχτύλων του.
Ακόμα και με τόσο λίγα προκαταρκτικά, εκείνη ήταν ήδη έτοιμη, ένιωσε την υγρή ζεστασιά της να τον τυλίγει. Την κράτησε σταθερά καθώς συνέχιζε να τη χαϊδεύει, ώσπου εκείνη τεντώθηκε σαν τόξο, τίναξε το κεφάλι της πίσω και τα νύχια της γαντζώθηκαν στους ώμους του, ενώ οι βρυχηθμοί της απλώθηκαν στις τέσσερις γωνίες του σαλονιού.
..Οι φαντασιώσεις τους κλείδωσαν στο συζυγικό τους κρεβάτι, εκεί ο ένας δίπλα στον άλλο, τα μάτια τους αντικρίζουν μόνο εκείνους. Ο χρόνος σταματάει. Οι λέξεις περισσεύουν η ανάσα τους κόβεται, μένουν μόνο τα βλέμματα τους να μιλήσουν και να καλύψουν όλα τα κενά που υπάρχουν μέσα τους. Οι ανάσες κι οι χτύποι της καρδιάς τους συντονίζονται, χαράζουν κοινές νότες ευτυχίας κι αισθάνονται «ένας» όπως δεκαπέντε χρόνια τώρα.
Σε μια ρουτίνα που δε μιλάνε τα χείλη αλλά τα βλέμματα. Καταργούνται οι λέξεις και απλά της φανερώνει την αγάπη του με πράξεις. Και μαζί ανταμώνουν τ’ όνειρο σ ’έναν κόσμο δικό τους κάτω απ’ την επήρεια εθιστικών αγγιγμάτων, κι αισθήσεων που συγκρούονται κι εκρήγνυται σε ένα ερωτικό παραλήρημα που δίνει ενέργεια στις σεξουαλικές φαντασιώσεις τους.
Τα δάχτυλα και τα χέρια του, της χαρίζουν λυτρωτικά χάδια και χαλαρώνουν κάθε της αντίσταση, κάθε της ενδοιασμό. Το μασάζ σε κάθε σημείο του σώματός της την κάνουν να παραδίνεται άνευ όρων και να ξεχνά κάθε «πρέπει», «μη» και «δεν». Μαζί του δεν υπάρχουν «απαγορεύεται» κι «επιτρέπεται» και όλα γίνονται σκόνη που τη φυσάει, κάθε φορά που αφήνει μικρές αναπνοές πάνω στο κορμί της. Κάνει το σώμα της δικό του κι αυτή δοκιμάζει και δοκιμάζεται, παίζει, ταξιδεύει, τρελαίνεται και του προσφέρεται. Κάθε φορά που την κάνει να «τελειώνει», νιώθει να δαμάζεται κι απολαμβάνει δυνατά τον ρόλο της.Τον νιώθει να εισχωρεί στο κορμί της και τον εκλιπαρεί να μη σταματήσει. Όταν είναι υπό το καθεστώς της καύλας, δεν κρατά μεζούρες. Μόνο παρακαλά αυτός ο «τύραννος» να συνεχίσει να τη βασανίζει. Μόνη της λύτρωση η ένωσή τους και αυτό που θα κάνει όλες τους τις αισθήσεις να χτυπήσουν συναγερμό και να φτάσει το μυαλό τους στο «κόκκινο». Λόγια, κραυγές, μουγκρητά, ιδρώτας, δύναμη κι αδυναμία, όλα καταθέτονται στο βωμό της απόλαυσης και της κορύφωσης.
,,,,,,Ξάπλωσε δίπλα της άνοιξε τα καυτά χείλη του αιδοίου της, και άρχισε απαλά να γλείφει το θάμνο γύρω του. Η Ανδρομάχη αρχίζει να αναδεύεται ανήσυχα, αρχίζει να βογκά και να αναστενάζει γεμάτη λαγνεία.
Αμέσως μετά η γλώσσα του βυθίζεται και το κορμί της σφαδάζει φρενιασμένα. Όσο τη ρουφάει και τη πηδάει με τη γλώσσα του, νιώθει ηδονικό σκίρτημα παντού, σε όλο της το κορμί, δεν μπορεί να αντισταθεί στο κάλεσμά του, τύλιξε τα πόδια της στο λαιμό του και τον κράτησε εκεί.
Της αρέσει αυτή η στάση. Δεν δέχονται όλες οι γυναίκες να πέσει ένας οποιοσδήποτε άντρας ανάμεσα στα σκέλια τους, πρέπει πρώτα να τις κερδίσει για να του δώσουν το σινιάλο. Με τη γλώσσα του διαχώρισε τα δυο χείλη και όταν τ' άνοιξε πια ήταν υγρά και έτριψε τη γλώσσα του πάνω κάτω ανάμεσα στα στρώματα της ευαίσθητης της σάρκας, πέρασε τα χέρια του κάτω απ' τα γόνατα της, έπιασε τους γοφούς της και τη κοιλιά της με της παλάμες του, την χάιδεψε και της άνοιξε τα πόδια. 
Όλα γίνονται απαλά, με ευγένεια, είναι μια προσευχή που θέλει την ώρα της.
Τον ικανοποιεί βαθιά το να φέρνει τη σύντροφο του σε σπασμούς έκστασης με τα φιλιά του.
Το πιστεύει βαθιά ότι μεταξύ δύο συντρόφων δεν υπάρχει καμία διαφθορά, ενοχή ή ντροπή, γιατί η σαρκική ανισότητα παύει να υπάρχει στο κρεβάτι. Υπάρχει μόνο η υπόσχεση της ευχαρίστησης και η εκπλήρωση των αμοιβαίων επιθυμιών.
Η θέα των χειλιών του αιδοίου και των αστραφτερών ρόδινων πτυχών έστειλαν όλο το αίμα από το σώμα του να ξεχυθεί σαν χείμαρρος στο πέος του. 
Εκείνη βόγκηξε απελπισμένα. «Σε παρακαλώ» είπε λαχανιασμένα, τον ικέτεψε να βάλει ένα τέλος στα ηδονικά βασανιστήρια που της έκανε με τη γλώσσα του.
Καθώς εκείνος ξεκίνησε να κινείται με αργές ωθήσεις, εκείνη ανασηκώθηκε για να τον συναντήσει, άρχισε να κινείται ρυθμικά μέσα της σ’ ένα ξέφρενο οργασμό που δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει, οι απότομοι σπασμοί του ξύπνησαν μέσα της κύματα, σαν φλόγες, αστραφτερές που έκαναν τα σωθικά της να λιώνουν. Είναι σαν να διαδέχονται το ένα το άλλο, πολλά κύματα ευχαρίστησης. Σχεδόν σαν πυροτεχνήματα, όπου υπάρχει μια έκρηξη και μετά έρχεται μια άλλη, λίγο μετά μια ακόμα και είναι όλες υπέροχες.. Η απελευθέρωσή του ήρθε καυτή, ο σφυγμός του σφυροκοπούσε στα αυτιά του και ούτε που κατάλαβε τις άναρθρες κραυγές της σαν πληγωμένο θηλυκό ζώο που δεν έβγαζαν κανένα νόημα, καθώς άλλος ένας οργασμός που την κυρίευσε της εξουθένωσε σώμα και ψυχή. Έμεινε να βαριανασαίνει με κλειστά μάτια για καμπόση ώρα και μετά τον έβγαλε απότομα από μέσα της, καθώς συνερχόταν σιγά σιγά.
Ο Αλκιβιάδης κατέρρευσε δίπλα της κατάκοπος και γαλήνιος. Και της ψιθυρίζει στο αυτί πως η χημεία τους όπως κι η μαγεία δε χάνονται. Μια όαση είναι που μέσα της παρασύρονται και χάνονται μέχρι να τους βρει το ξημέρωμα αγκαλιά.
Είχαν αγαπηθεί όπως ποτέ, και καμιά λέξη, κανένα βλέμμα δεν ήταν πιο εκφραστικό απ’ τα κορμιά τους που είχαν νιώσει τόσο έντονα την ηδονή. Ο Αλκιβιαδης κουλουριάστηκε σαν χαδιάρης γάτος πάνω στην Ανδρομάχη του. Τα κορμιά τους εφάρμοσαν φυσικά, το ένα θηλύκωσε στο άλλο, αυτός πίσω της. Το μυώδες στομάχι του κούμπωσε στην καμάρα της πλάτης της, οι μηροί του βρήκαν τη θέση τους στην κοιλότητα των λυγισμένων ποδιών της. Φωλιασμένη μέσα στα μακριά μυώδη μπράτσα του και νανουρισμένη από το απαλό λίκνισμα του, η Ανδρομάχη αποκοιμήθηκε πρώτη.
Και κάθε φορά του υπενθυμίζει πως όταν κοιμούνται μαζί, ν’ αφήνει το πνεύμα του στα χέρια της με ασφάλεια, και δε θα βγει ποτέ από τα δίχτυα της. Όχι ότι αυτός άλλωστε θέλει να ξεφύγει, από την ισόβια σύντροφό του, που τον σαγηνεύει με την άδολη χάρη της και τον φυσικό αισθησιασμό της. Φαινομενικά εύθραυστη, αλλά προικισμένη με τεράστια δύναμη επιβίωσης, ικανή να προσφέρει ασφάλεια και προστασία στην σχέση τους και την οικογένεια τους. Δεν θα δειλιάσει στιγμή να σταθεί στο πλευρό αυτών που αγαπά και να γυρίσει αν χρειαστεί για το χατήρι τους τον κόσμο ανάποδα.
Αυτή η μία και μοναδική που είναι το λιμάνι τους. Ο κυματοθραύστης τους και ο σηματοφόρος της χαράς τους που η παρουσία της πέφτει σαν τη σταγόνα του λαδιού στο νερό, σταγόνα που απλώνεται και γαληνεύει την υδάτινη επιφάνεια.
Είναι σημαντικό γι αυτόν μετά από τόσα χρόνια έγγαμου βίου, την αγάπησε από μέσα προς τα έξω, νοιάζεται για την Ανδρομάχη του, ξέρει ότι μπορούν να συνυπάρχουν χωρίς να κυνηγάνε σκιές αναζητώντας το καλύτερο απ' αυτό που έχουν.
Μαζί λοιπόν προσπαθούν και ζουν με περίσσια αγάπη, με τις συμφωνίες αλλά και τις διαφωνίες τους, και με τις λιακάδες και με τις βροχές, πάντα δίπλα ο ένας στον άλλο, όχι απέναντι.
Αυτό είναι μια καλή συνταγή για μια σχέση τους που ξέρει να μαγειρεύει, αλλά και ξέρει να τρώει!
Ο δε παλιόφιλος καπετάνιος , αφού πρώτα τον κάθισε σε αναμμένα κάρβουνα, ερμηνεύοντας με σαφήνεια όσα οι έρευνες και οι αναλύσεις λένε, τρέχει τώρα τη φωτιά να σβήσει, ανήσυχος για μια εξέλιξη ανεπανόρθωτη στην οικογενειακή ζωή του φίλου του.! 
Πριν αναχωρήσει για τα μακρινά του ταξίδια, του τόνισε με έμφαση.....
Μιας και σίγουρα μετά από την συζήτηση μας η καχυποψία σου έχει φτάσει σε επίπεδα στρατόσφαιρας, καλό θα ήταν πριν καταδικάσεις τη σύντροφό σου ως μοιχαλίδα σε αναμονή, να μπεις στην ακριβώς αντίστροφη διαδικασία που λέει το εξής απλό: Αν μία γυναίκα περνάει καλά, δεν κάνει «σχέδια» παρά μόνο για τον άντρα στον οποίο οφείλει την ευτυχία της.
Ξέρεις, επομένως, τι πρέπει να κάνεις. Άλλωστε, φίλε μου καλέ, ποτέ σου να μην ξεχνάς ότι και η Πηνελόπη, με τον Οδυσσέα έμεινε.
Η μαγκιά είναι το ταίρι σου να είναι προορισμένο για σένα και με τη συμπεριφορά σου να το καλύπτεις τόσο και με τέτοιον τρόπο που να μη βρίσκει τρύπα να μπουκάρει ο δαίμονας.
Και τέλος μια χρήσιμη και βασική συμβουλή που πρέπει να έχεις υπόψη σου .
Το σεξ δεν επιβάλλεται, ούτε απαιτείται. Δεν είναι σωστό ή λάθος, είναι η ανάγκη σου για εκείνη, να τη θέλεις στο μυαλό και στο σώμα σου. Να γουστάρεις τη γυναίκα σου, να θες να κάνετε σεξ. 
Βασικός νόμος και απαράβατος! Η γυναίκα το σεξ το έχει στα σκέλια της. Είναι αυτή που κρατάει το κλειδί του σεξ στα χέρια της. Άμα θέλει, σε κάνει και τρέχεις. Μπορεί να σε φέρει από την άκρη του κόσμου, γιατί ξέρει καλά το κουμπί του άντρα που λέγεται πόθος.
::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::
Υ.Γ.1: Το σεξ δεν είναι έγκλημα.... Η περιγραφή του γιατί πρέπει να είναι;
.......Θυμάμαι την εποχή που ο αέρας ήταν καθαρός και το σεξ βρώμικο .....Μπερνς Τζώρτζ..........
::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::
Υ.Γ.2: Υπάρχει ο ιδανικός σύντροφος;
«Στο μυαλό μας μπορεί να υπάρχει. Αργά ή γρήγορα η πραγματικότητα θα μας χτυπήσει την πόρτα αφού ο ιδανικός άλλος είναι ένας διαφορετικός άνθρωπος με διαφορετικά βιώματα και προσδοκίες.
Οι δύο πλευρές συναισθάνονται ότι ποτέ δεν θα γίνουν ένα σώμα αλλά θα είναι δύο ξεχωριστά άτομα. Η πρόκληση από εδώ και πέρα είναι να διατηρηθεί ένας κοινός κόσμος, αντιλήψεις και προσδοκίες.
Και τελικά αυτό το πρόσωπο που επιλέξαμε μπορεί να μην είναι το τέλειο ταίρι αλλά εμείς το επιλέξαμε και πάλι αυτό θα διαλέγαμε με όλα τα λάθη και τις αντιθέσεις. Ένας αληθινός άνθρωπος με πολλά χαρίσματα και πτυχές συμπεριφορών που ακόμη εξακολουθούμε να ανακαλύπτουμε και φυσικά να αγαπάμε. Οτιδήποτε άλλο, είναι συνέταιρος και η σχέση σύμβαση......γι αυτό τη σημερινή μας εποχή τόσες αποτυχημένες συμβάσεις καταγγέλλονται πλέον τόσο συχνά.»!

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2024

Mia Kainourgia Mera

....Ένα μικρο απόσπασμα από την «Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ  ....Part:6». ....«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε Μυθοπλασία ΙΙ: (Part:1)
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part..1).....
........Άλλη μια μέρα ξημέρωσε. Όλα καινούργια, δροσερά, φωτεινά. Από το παράθυρο γλίστρησε κιόλας η πρώτη γελαστή ακτίνα και από τις χαραμάδες μπουκάρει δροσερό το αεράκι. O Νικηφόρος άνοιξε τα μάτια του αργά η ώρα περασμένη, μια σιωπή τον κύκλωνε κι ο ύπνος του στάθηκε μαγευτικός, δίχως σταμάτημα. Σαν ξύπνησε, καινούρια ίχνη να ακολουθήσει προσπαθεί χαμένος ακόμα σε όνειρα νυχτερινά. Ως συνήθως, τράβηξε μια δυνατή τζούρα νέας πνοής, τεντώθηκε για να ξυπνήσουν όλοι οι μύες και έτριψε απαλά τα βλέφαρά του, απλώνοντας τα χέρια του στη φλοκάτη, τα σεντόνια ήταν κρύα. Η Νεφέλη, μετά την καυτή νύχτα που είχαν περάσει, είχε ήδη σηκωθεί από νωρίς και έλειπε από το σπίτι. Σηκώθηκε να ξεμουδιάσει, το κορμί του το ΄νιωσε ανάλαφρο σ' ένα σπίτι πεντακάθαρο. Δε θυμάται τι όνειρο είδε, μα ένιωθε ανάλαφρος και χαρούμενος σα να έβγαινε από τη παλίρροια της θάλασσας. Μειδίασε αυτάρεσκα και κατευθύνθηκε νωχελικά προς το λουτρό για ένα ζεστό ντους. Άφησε το νερό να σβήσει από πάνω του κάθε ίχνος χαλάρωσης και νωθρότητας και κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέπτη. Αντίκρισε την ένταση των ματιών του, έκανε μερικές αστείες γκριμάτσες και χαμογέλασε στην αυτοπεποίθησή του. Με αργές κινήσεις άρχισε να προετοιμάζεται για το πρωινό αναζωογονητικό του ξύρισμα. 
Τελειώνοντας με την πρωινή ρουτίνα αφύπνισης, έριξε δυο ελαφρά σκαμπίλια στα μάγουλά του να τεντώσει τα νεύρα του και ένας χυμός και ένας δυνατός καφές ήταν ότι ακριβώς χρειαζόταν. Μόλις πήρε τις απαραίτητες θερμίδες έφτιαξε έναν μυρωδάτο εσπρέσο καφέ και ξεπρόβαλε την όψη του απ΄ τη μπαλκονόπορτα. Η πρωινή φθινοπωρινή πάχνη στον ήρεμο κόλπο είχε κάτσει πηχτή πάνω από τη θάλασσα, η μέρα είχε φέξει πια για τα καλά, πολλά σύννεφα, ροδισμένα, κι άλλα μελαψά, τα 'σπρώχνε, τα ζύμωνε, τα γοργοκυλούσε ο άνεμος, στον πρωινό απειρόχρωμο και θαμπό ουρανό. Βγήκε απόξω στο μπαλκόνι με θέα την θάλασσα, ρούφηξε την θαλασσινή την οσμή, κάρφωσε το βλέμμα του μακριά στον ορίζοντα, εκεί όπου ο ουρανός συναντούσε τη θάλασσα, γυμνάστηκε για λίγο και άραξε απολαμβάνοντας το καφέ του αναρωτώμενος ταυτόχρονα που χάθηκε πρωινιάτικα η Νεφέλη. 
 Η Νεφέλη: (νέφω: χύνω ύδωρ), η προσφέρουσα ζωογόνον ύδωρ, γνήσιο τέκνο του κανόνα «Η ηθική στη γυναίκα είναι σαν το πιπέρι στη σούπα. Αν είναι λίγο, είναι ένα ωραίο καρύκευμα. Αν το παρακάνεις, δε θέλει κανείς τη σούπα.» Ο Νικηφόρος από όταν γνώρισε τη Νεφέλη τη θυμάται υπεύθυνη και ακούραστη, καλή νοικοκυρά που ξυπνάει απ' τη χαραυγή. Εκεί που ο περισσότερος κόσμος χρειάζεται μερικά λεπτά ακόμη ώσπου να βρει το κουράγιο για να σηκώσει το κεφάλι απ’το μαξιλάρι, και χωρίς να νοιάζεται, προτιμάει να αναβάλλει το πρωινό ξύπνημα, μέχρι τη στιγμή που μια ματιά στο ρολόι θα τους τινάξει απ’το κρεβάτι όπως μια παλιά φρυγανιέρα τινάζει τις φέτες του ψωμιού η Νεφέλη είχε διαφορετική γνώμη για όλα αυτά. 
Σηκωνόταν πάντοτε στις έξι, και ο Νικηφόρος δεν είχε κατορθώσει εξηγήσει αυτή την ανεξήγητη πρωινή βιασύνης της. Είναι τολμηρή, θαρραλέα και διεκδικεί αυτό που της αρέσει. Στο σεξ παίρνει το παιχνίδι πάνω της και θέλει να της δίνεσαι ολοκληρωτικά. Θέλει συχνό σεξ, παίρνει πρωτοβουλίες και σε ταξιδεύει στον έβδομο ουρανό. Αυτά σκεφτόταν ο Νικηφόρος ατενίζοντας για αρκετή ώρα το βουνό απέναντί του με βλέμμα κενό, η μέρα είναι μουντή και συννεφιασμένη αλλά η θερμοκρασία ήταν ευχάριστα δροσερή κι ο ήλιος να ανεβαίνει ανενόχλητος μετά τη χθεσινή μπόρα παίζοντας πίσω από παχιά μπλαβιά σύννεφα χαρίζοντας, που κι που, κάποιες σύντομες ανάπαυλες λιακάδας. Τα κοκόρια ακούγονταν με ηχώ και ο αέρας μύριζε απ' τους ανθούς της λεμονιάς στο βάθος του κήπου. Δεν τον επηρέαζε η υγρασία της θάλασσας. Το γύρω τοπίο με τη βοήθεια των σύννεφων γίνονταν ομορφότερο. Τα φυλλοβόλα δέντρα είναι πράσινα, αλλά ο ψίθυρος του φθινοπώρου, που πλησιάζει, είναι εμφανής εδώ κι εκεί στις κιτρινισμένες άκρες των φύλλων που είχαν χάσει τα λαμπερά κίτρινα, τα χρυσαφιά, τα μελιά, τα έντονα πορτοκαλιά και τα κεχριμπαρένια τους χρώματα. Κάποια στιγμή μπλέχτηκε στα πόδια του η γάτα, ζητιάνευε κι αυτή τα χάδια του, νιαούριζε ζωηρά και του απέσπασε για λίγο το μυαλό από το περιβάλλον. Κοιτούσε, δήθεν ικετευτικά τον Νικηφόρο, τριβόταν στα πόδια του, άφηνε την ουρά της σημαντικά περισσότερη ώρα πάνω στη γάμπα του, ακόμη κι αν το σώμα της είχε αποκολληθεί από εκείνη. Η ουρά της γάτας, ήταν το ύστατο παρακάλι, η πονηριά, ο εκβιασμός, η πουτανιά του αιλουροειδούς. Τη χρησιμοποιούσε κατά βούληση. Τη Νεφέλη πάντως, την τούμπαρε συνεχώς. Σε μια στροφή του δρόμου η γάτα κόντεψε να λιώσει κάτω από τις ρόδες του αυτοκινήτου της και η Νεφέλη από τις τύψεις που δεν την πρόσεξε εκείνη τη στιγμή, είπε να την υιοθετήσει και να την προσέχει για όλες τις υπόλοιπές στιγμές της. Δεν είχε περάσει καμπόση ώρα που ρέμβαζε στον ήχο της παλίρροιας όταν έκανε την εμφάνιση της η Νεφέλη ερχόμενη από το διπλανό σπίτι της Φαίδρας. Αν και ήταν ακόμη πρωί, η Νεφέλη ακτινοβολούσε, και όταν τον είδε τα μάτια της έλαμψαν, πάνω στη φρέσκια επιδερμίδα της, και τα κατακόκκινα μάγουλα. Οι χθεσινοβραδυνοί οργασμοί είχαν επιδράσει πάνω της σαν το πιο θαυματουργό καλλυντικό. Τον πληροφόρησε ότι επί ευκαιρία της τριημέρου αργίας είχαν έλθει στο εξοχικό τους η γειτόνισσα της η Φαίδρα μαζί με την κόρη της την Δανάη. Ήρθαν πολύ αργά χθες το βράδυ. Μάλιστα είδε φως στο σπίτι μου και πέρασε να μου πει μια καλησπέρα. Δυστυχώς για κακή μας τύχη ήταν την ώρα που ζούσαμε σε ένα παράλληλο σύμπαν, όπου η ηδονή είχε τον πρώτο λόγο και οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα μας, μόνες τους, χωρίς καν να τις σκεφτούμε. Επόμενο ήταν να ακούσει τα παθιασμένα πρόστυχα βογγητά κατάλαβε τι συμβαίνει και δεν μας ενόχλησε. Τελικά πάντα μπορεί να εμφανιστεί κάποιος ξαφνικά και να σε κάνουν τσακωτό, η να σε υποπτευτούν.
«Με είχε τρελαίνει το γαμήσι σου μωρό μου. Καριόλη άνδρα, μου φάνηκε ατέλειωτο!. Είχε πάρει φωτιά το μουνί μου!. Έζησα στιγμές με εκρηκτικούς οργασμούς που θα τους θυμάμαι για καιρό! Λένε πως το καλό κρεβάτι θέλει φαντασία και εφευρετικότητα. Σωστά;»
«Σωστά! Έτσι τούρμπο που με είχες κάνει κατά τη διάρκεια του σεξ .»
«Δηλαδη είμαι γυναίκα που βάζει φωτιά στα σεντόνια;»
«Τα αποτελέσματα έδειξαν Μωρό μου ότι έχεις τεράστια διάθεση για σεξ, δεν έχεις αναστολές, έχεις αυτοπεποίθηση επειδή ξέρεις να ικανοποιείς αλλά και να ικανοποιείσαι.»
«Ξέρω να ζήσω το σεξ καυλιάρη μου!»
«Άρα λοιπόν…! Η Φαίδρα ξέρει με ποιον ήσουν τη νύχτα και γαμιόσουν.»
«Ναι είδε τ’ αυτοκίνητο σου και το κατάλαβε.»
«Λες να μας κάνει  βούκινο;... με τα επιτεύγματα μας;.  Ελπίζω πως δεν θα έχουμε προβλήματα.»
«Από την Φαίδρα; Δεν νομίζω, αυτή είναι πολύ εχέμυθη και διακριτική και δεν θα έχουμε προβλήματα. Άλλωστε γνωριζόμαστε χρόνια τώρα και κάτι που «λέγεται εκεί, μένει εκεί!» και έτσι μπορώ να την εμπιστευτώ. Αλλού είναι το πρόβλημα.»
«Δηλαδή που είναι το πρόβλημα;.»
«Να πρέπει να μας άκουσε και η κόρη της η Δανάη.»
«Τι να πω τώρα εγώ; Πότε έγινε αυτό με την Δανάη;»
«Από ότι κατάλαβα ει χε βγει με το φεγγάρι ήταν δίπλα στην αμμουδιά στο κύμα, αλλά υποπτεύομαι πως γυρίζοντας από το μονοπάτι που χωρίζει τα σπίτια μας, κατάλαβε τι παίζει, στάθηκε στην πίσω αυλή και έζησε μαζί μας τις καύλες μας.» 
«Δηλαδή μας άκουγε τότε που λέγαμε ότι μας κατέβει και το λεξιλόγιο είχε ένα ευρύ φάσμα με διάφορες αποχρώσεις;»
«Τα πιο ωραία λόγια στο κρεβάτι θα ειπωθούν όταν έχεις χάσει τα λογικά σου και δεν φιλτράρεις τίποτα κούκλε μου. Στο κάτω κάτω εκείνη την ώρα που χάνουμε τον έλεγχο σιγά μη βάλουμε και «μπιμπ» στο στόμα μας. Το φαντάζεσαι; »
«Φαντάζομαι την Δανάη που άκουσε τι κάναμε, με λεπτομερή περιγραφή.»
 «Παραμύθια για ενήλικες λέγαμε αγορίνα μου! Πειράζει;»
«Η Δανάη ε! Μαθήτρια του λυκείου δεν είναι;»
«Όχι ! Έχει τελειώσει το λύκειο. Είναι φοιτήτρια σε κάποια σχολή κοινωνικού ενδιαφέροντος. Η κοπέλα είναι αρκετά δυναμική και ολίγον άτακτη σαν θηλυκό, ένα χαριτωμένο αλάνι τώρα στα δέκα οκτώ της. Σίγουρα έχει να κάψει καρδιές τώρα που μεγάλωσε! Να δεις τα βλέμματα των αντρών στο δρόμο πως την κοιτάνε.»
Ο Νικηφόρος συμφώνησε. Σκέφτεται τη Φαίδρα μια από τις πιο όμορφες φάτσες της περιοχής, που από τα ωάρια της λογικό ήταν να προκύψει η Δανάη, ένα από τα πιο λαχταριστά μωρά. Πράγματι η Δανάη είναι ένα γοητευτικότατο πλάσμα, μια πανέμορφη κοπέλα. Κάτι είχε ακούσει ότι το κοριτσάκι ήταν ξεπεταγμένο από καιρό! Περίεργο πράγμα κι αυτό, κάποτε τα κορίτσια ήταν ντροπαλά και σεμνά, τώρα λες και τα έχει καβαλήσει ο διάολος, με το που θα μπούνε στο γυμνάσιο από παιδιά γίνονται γυναίκες, ποθούν χάδια, φιλιά και είναι πολλές από αυτές που δεν αρκούνται σε αυτά αλλά θέλουν περισσότερα.
«Πάντως η Δανάη θέλει μερικές συμβουλές γιατί στην ηλικία αυτή όπως ξέρεις από την δική σου εμπειρία το μουνί δεν ησυχάζει εύκολα.»
«Μην τα λες εμένα! Λες να μην τα θυμάμαι! Στο λύκειο ήταν που ήμουν ηφαίστειο η κοπέλα και δεν μπορούσα να ηρεμήσω! Όταν με πήδηξε για πρώτη φορά ένας ποδοσφαιριστής της τοπικής μας ομάδας ήμουν ακόμη στη δευτέρα λυκείου και τότε ήθελα πέντε φορές την ημέρα πήδημα για να ηρεμήσω, δεν με προλάβαινε ο τύπος στο γαμήσι σου λέω! Άντε μετά να παίξει μπάλα ο νεαρός που έσερνε τα πόδια του. Και μεταξύ μας εκτός από αυτόν με πηδούσε και ο ξάδερφος μου, που ήταν στρατιώτης όταν ερχόταν με άδεια από το στρατόπεδο στο χωριό.»
 «Θα μείνουν;»
«Η Φαίδρα με τη Δανάη;»
«Ναι. Ποιος άλλος.»
«Ναι θα μείνουν μέχρι αργά το απόγευμα που θα πάει με την μητέρα της στον εσπερινό του μοναστηρίου στο επάνω χωριό. Και επειδή η Φαίδρα δεν έχει μαγειρέψει και μιας και είχαμε να βρεθούμε από κοντά αρκετό καιρό, και εγώ έχω κανονίσει να μαγειρέψω της πρότεινα εάν δεν έχουν άλλα σχέδια τότε είναι καλεσμένες στο σπίτι μου για φαγητό, να έρθουν να φάμε μαζί παρέα δε θα ήθελα να φάμε μονάχοι μας και να περάσουμε γενικά την ημέρα μας στο σπίτι μας. Η Φαίδρα με την κόρη της δέχτηκε με ευχαρίστηση την πρόσκληση και τις αναμένω να έλθουν το μεσημέρι. 
Αα! Να μην το ξεχάσω.  Η Φαίδρα ζήτησε τη μεσολάβηση μου, να σου ζητήσω να της κάνεις μια πολύ φιλική εξυπηρέτηση.»
«Φιλική εξυπηρέτηση; Και εγώ πως μπορώ να τη βοηθήσω; Μη μου πεις πως η Φαίδρα έχει καύλες και αναζητά επιβήτορα; Προσφέρομαι εντελώς δωρεάν να της κάνω μια προσωπική εξυπηρέτηση για να ηρεμήσει η όμορφη κυρία εάν αυτή την εποχή έχει ρθει σε φάση του οίστρου.» 
«Εγώ λέω συμμαζέψου και μην μου λες πολλά. Η γυναίκα γνωρίζει ότι έχεις ένα «κουσούρι». Ξέρει ότι σου αρέσουν οι μηχανές και το ίδιο αρέσουν και στον σύζυγο της.  Η μηχανή του συζύγου της λοιπόν επειδή έφυγε ξαφνικά για μπάρκο έμεινε στην αυλή τους στο εξοχικό και θέλει αν έχεις την ευγενή καλοσύνη να την μεταφέρεις στο σπίτι της μητέρας της στο χωριό για ασφάλεια.»
Έτσι λοιπόν κύλησε η μέρα τους, μέχρι αργά το μεσημέρι. Ο Νικηφόρος αφού τακτοποίησε μερικές εξωτερικές εργασίες ξαναγύρισε στης Νεφέλης από νωρίς, περιμένοντας τα αποτελέσματα της μαγειρικής της. Έβαλε λίγο κονιάκ στο ποτήρι, τράβηξε τις κουρτίνες του παραθύρου κοιτάζοντας την θάλασσα ενώ από το cd player ακούγονταν η φωνή του Andrea Bocceli στο αγαπημένο του κομμάτι «En Aranjuez con tu amor». Είχε αφοσιωθεί να την παρακολουθεί να μαγειρεύει, καθισμένος στο ξύλινο καναπέ της κουζίνας δίπλα της και κοιτούσε με τα μάτια προσηλωμένα στις κατσαρόλες, πότε έβαζε το αλάτι, την κανέλα, τα μπαχαρικά και οι μυρωδιές από τα φαγητά τον ζάλιζαν και του έλκυαν εσωτερικά στον κόσμο των αισθήσεων. Λένε ότι η μαγειρική είναι η χαρά του ότι μπορεί κάποιος να φέρει εις πέρας ένα αποτέλεσμα, οποιοδήποτε είναι αυτό, είτε είναι γευστικό είτε όχι, όσο έχει σημασία η προσπάθεια. Η χαρά της Νεφέλης είναι ότι φτιάχνει δικά της δημιουργήματα με την ιδιαιτερότητα της προσωπικής φαντασίας της. Είναι ότι κάνει κάτι με τα χέρια της και απολαμβάνει τη χαρά του ότι τα καταφέρνει. Το πιο σημαντικό από όλα όμως, για εκείνη είναι η γεύση να ταυτίζεται με τη συνεύρεση, με τους ανθρώπους με τους οποίους επιλέγει να το χαρεί το συντροφικό τραπέζι. Ένα τραπέζι που θα κάτσουν να φάνε, θα γελάσουν, θα πιουν, θα τσακωθούν, θα τα ξαναβρούν, θα συζητήσουν, θα ξαναγελάσουν. Για τη Νεφέλη το τραπέζι με το φαγητό για φίλους είναι να κάτσουν δύο τρεις ώρες και αυτές οι ώρες να περιέχουν τα πάντα. Να περνάει όλη τους η ζωή μπροστά από τα μάτια τους όταν συνδέονται γύρω από τη γεύση. Ίσως, τελικά της Νεφέλης, η μαγειρική και η γεύση να είναι σαν την αγάπη». Όταν κάθισαν στο τραπέζι δοκιμάζοντας τη συνταγή της Νεφέλης ενθουσιάστηκαν. Το κρέας ήταν εύγευστο και τρυφερό αυτό όμως που το έκανε να ξεχωρίζει ήταν η σάλτσα του με το λεπτό άρωμα του σκόρδου και της κανέλας αλλά και η όψη της σάλτσας με την κρεμώδη υφή της. Και φτάσανε στην ώρα του καφέ. Η Νεφέλη δεν χαλάει την συνήθεια της. Ελληνικός καφές πάντα. Βάζει τα φλιτζανάκια στο τραπέζι και με το τεράστιο μπρίκι που αχνίζει σερβίρει. Πίνουν αργά αργά κουβεντιάζοντας τα νέα του χωριού, της χώρας, και τα προσωπικά τους. Με κουβέντα κι ονειροπολήματα. Ο Νικηφόρος πρέπει να ομολογήσει ότι με μεγάλη του χαρά διαπίστωσε ότι τις δυο γυναίκες τις συνέδεε μια αληθινή και στέρεη φιλία. Σχετικά δεν δυσκολεύτηκε να σκεφτεί ότι «το Ποίημα στους φίλους» που έτυχε να διαβάσει του περίφημου αργεντινού συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες ήταν το πλέον κατάλληλο για να αποδώσει τη φιλία τους και έδωσε απάντηση σε όλα του τα ερωτήματα.
«Δεν μπορώ να σου δώσω λύσεις για τα προβλήματα της ζωής σου, ούτε έχω απαντήσεις για τις αμφιβολίες και τους φόβους σου, όμως μπορώ να σε ακούσω και να τα μοιραστώ μαζί σου. Δεν μπορώ να αλλάξω το παρελθόν ή το μέλλον σου αλλά όταν με χρειάζεσαι θα είμαι δίπλα σου. Δεν μπορώ να αποτρέψω τα παραπατήματα σου, όμως μπορώ να σου προσφέρω το χέρι μου για να κρατηθείς και να μην πέσεις.» 

Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2024

Animation of the Immortal Game (1851)

The Original Immortal Chess Game | Anderssen vs Kieseritzky 1851
Anderssen vs Kieseritzky 1851

..................
Και ... Ένας εντυπωσιακός σκακιστής: Rashid Gibiatovich Nezhmetdinov
Nezhmetdinov:...Nezhmetdinov VS Chernikov 
Nezhmetdinov VS Chernikov. Εντυπωσιακή θυσία βασίλισσας που έχει μείνει στην ιστορία του σκακιού. Μία παρτίδα διαμάντι από τον δυνατό και επιθετικό σκακιστή Nezhmetdinov. Πρώτα μαθαίνουμε λίγα πράγματα για το ποιος ήταν ο Nezhmetdinov και μετά βλέπουμε την παρτίδα με την εντυπωσιακή θυσία βασίλισσας!

Rashid Nezhmetdinov shows why they call him "No Reverse Gear Rashid"
Lev Polugaevsky vs Rashid Gibiatovich Nezhmetdinov 
"Nezhmet Kismet" Sochi 28th RSFSR ch (1958)
 Old Indian Defense: Ukrainian Variation
 (A54) 1. d4 Nf6 2. c4 d6 3. Nc3 e5 4. e4 ed4 5. Qd4 Nc6 6. Qd2 g6 7. b3 Bg7 8. Bb2 O-O 9. Bd3 Ng4 10. Nge2 Qh4 11. Ng3 Nge5 12. O-O f5 13. f3 Bh6 14. Qd1 f4 15. Nge2 g5 16. Nd5 g4 17. g3 fg3 18. hg3 Qh3 19. f4 Be6 20. Bc2 Rf7 21. Kf2 Qh2 22. Ke3 Bd5 23. cd5 Nb4 24. Rh1 Rf4 25. Rh2 Rf3 26. Kd4 Bg7 27. a4 c5 28. dc6 bc6 29. Bd3 Ned3 30. Kc4 d5 31. ed5 cd5 32. Kb5 Rb8 33. Ka5 Nc6 

.... I beat Nezhmetdinov a dozen times, but I would trade all my wins against him to win a game like this one..... Lev Polugaevsky.

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2023

«Giati oi Kontoi Echoun Tis Kaliteres Gomenes?»

Ένα μικρο απόσπασμα από την «Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ.» ...«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε Μυθοπλασία ΙΙ: (Part:1)
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part..1).....
......«Βρε το άτιμο το Ζουζούνι τι μας κάνει απόψε με την μυθοπλαστική αφήγηση της που με δεξιοτεχνία έρχεται να ρίξει φως στα πιθανά εξωσυζυγικά παραστρατήματα της πεθεράς μου! Η εξαιρετική πλοκή της ιστορίας της περιγράφει τα υποτιθέμενα γεγονότα με μαγικό τρόπο που όταν την ακούς μόνο αδιάφορο δε σε αφήνει. Έπλασε μια καυτή ερωτική περιπέτεια γεμάτη δράση και πλοκή βγαλμένη με απόλυτη μαεστρία μέσα από την αφήγηση της για μια νεαρή παντρεμένη γυναίκα που αγαπιέται από έναν άλλο άνδρα. Μια γοητευτική και σοβαρή μητέρα, η οποία απροσδόκητα επιλέγει να ζήσει ριψοκίνδυνες και ακραίες ερωτικές ιστορίες σε μια παθιασμένη ερωτική σχέση με τον γοητευτικό εργοδότη της και ζει το ερωτικό της πάθος µε μια μοναδική ένταση που ρίχνει τις αντιστάσεις της και παρασύρεται σε μια ερωτική σχέση με μαγική διαδικασία που την απολαμβάνει.
Η ιστορία της βγαλμένη από αληθινές ιστορίες απόλυτα συνυφασμένες με την πραγματική ζωή, με παρέσυρε και εμένα και αλλάξαμε θέμα. Αλήθεια ρε Ζουζούνι τι ηλικία έχει αυτός ο πως τον λες. Ο γλίτσας;»
«Γύρω στα σαράντα πέντε τον κάνω.»
«Και με την Φαίδρα δηλαδή τι παίζει; Πως και έμπλεξε με τον κομψευόμενο λιμοκοντόρο; Είναι και κοντός αναθεμάτον! Για λέγε, το θέμα είναι γαργαλιστικό και οι λεπτομέρειές του ακόμα, γαργαλιστικότερες!»
«Πώς το καταλαβαίνεις ρε ξαδέρφη ότι ο άνθρωπος είναι λιμοκοντόρος;»
«Τι να σου πω ξαδερφούλα μου! Αυτός κάνει μπαμ από χιλιόμετρα μακρυά. Είναι ντυμένος και συμπεριφέρεται επιδεικτικά λες και είναι Κόντης. Δεν το βλέπεις; Ένας ψευτό-δανδής, ένα χάρχαλο. Δεν ξέρω κιόλας, αν μπορεί να γαμεί.»
«Όπως και να ’λέγεται υποτιμητικά ο άνθρωπος, όσο τον αφορά, η συχνή συναναστροφή του με την Φαίδρα, εξάπτει τα κουτσομπολιά, και δίνει τροφή για σχόλια δεδομένου ότι και ο σύζυγος της Φαίδρας είναι ναυτικός και συνήθως είναι μακροχρόνια απών από την οικογένεια του και το συζυγικό κρεβάτι τους. Και όπως λέμε δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά.» 
«Αλήθεια γιατί οι κοντοί έχουν πάντα τις καλύτερες γκόμενες; Είχε δίκιο η γιαγιά μας, που μας έλεγε ότι όλα τα καλά αιδοία έχουν πάει στους κοντούς.» 
«Μπράβο η γιαγιά! Δηλαδή χωρίς ντροπή έλεγε τέτοια λόγια η γιαγιά μας.» της λέει παιχνιδιάρικα η Άλκηστις.
«Ντροπή-ξενδροπή το ως άνω αξίωμα ότι όλα τα καλά αιδοία για κάποιο μυστηριώδη λόγο έχουν πάει στους κοντούς δεν είναι κάτι το αόριστο και νεφελώδες αλλά επαληθεύεται πανηγυρικά. Ωστόσο, οι ανά την οικουμένη ψυχίατροι το μελετούν, χωρίς να έχουν καταλήξει ακόμη σε συμπέρασμα.»
«Ώστε επαληθεύεται πανηγυρικά; Δεν έχω λόγους να το αμφισβητήσω ούτε έχω βάσιμες αντιρρήσεις για την αλήθεια ή την ορθότητα σε κάτι που δεν είναι αόριστο και νεφελώδες. Αυτό, άλλωστε, επαληθεύεται πανηγυρικά από τα ίδια τα γεγονότα. Έτσι είναι η ζωή, συμβαίνουν αυτά, ειδικότερα, στην παρούσα συγκυρία που ο ερίτιμος σύζυγος της Φαίδρας είναι απών από τη συζυγική κλίνη, και τον περισσότερο καιρό αλωνίζει τους ωκεανούς με τα καράβια, και είναι αναγκασμένος με το επάγγελμα που διάλεξε να κάνει ν' αγωνίζεται να προσφέρει πλουσιοπάροχα τον άρτον της οικογενείας του. Και όταν καλή μου ξαδέρφη η καύλα είναι περισσότερο ενοχλητική και επώδυνη, τότε είναι που έρχεται ο διάολος, που δεν χρωστάει ποτέ καλό, λέει να το ρίξει λίγο έξω, βάζοντας την ουρά του τις ατέλειωτες μέρες και νύχτες που την Φαίδρα την αγγίζουν η μοναξιά, η θλίψη, και η νοσταλγία του σαρκικού πάθους και αναζητά στις ονειροπολήσεις της την ερωτική επαφή. 
Υποψιάζομαι πως η Φαίδρα ένιωθε ότι γινόταν μια έντονη μάχη μέσα στο μυαλό της: Η μία πλευρά της έλεγε ότι σαν μια νέα γυναίκα ήταν απόλυτα φυσιολογικό να έχει σεξουαλικές ορμές και να επιθυμεί να τις ικανοποιήσει στη πράξη ενώ μια η άλλη πλευρά της ψιθύριζε πως έπρεπε να αρνηθεί να πραγματοποιήσει  αυτές τις επιθυμίες της και να παραμείνει το «καλό» κορίτσι, η καλή και σεμνή νοικοκυρά. Να παραμένει πιστή και αφοσιωμένη σύζυγος και μια ενάρετη οικογενειαρχης, και η συμπεριφορά της πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψη της και  τις αντιδράσεις των άλλων γύρω της έστω κι αν οι επιθυμίες της πηγάζουν από τα μύχια της ύπαρξης της. Να συμβιβάζεται με όσους κανόνες συμπεριφοράς ρυθμίζουν τα μέλη που απαρτίζουν τη κοινωνική της συμβίωση. Το πρόβλημα όμως είναι πως στη καθημερινή της πραγματικότητα, μαίνεται ένας πεισματικός ανταρτοπόλεμος ανάμεσα στην ανάγκη της να υπακούσει στην εσωτερική φωνή της σεξουαλικής επιθυμίας της και στην προσπάθεια να λάβει υπ’ όψη της το συμβόλαιο υπακοής στους κοινωνικά αναγνωρισμένους κανόνες συμπεριφοράς.
Ο κόμπος έφτασε στο κτένι όταν ο σύζυγος της ανακοίνωσε ότι ανανέωσε τη σύμβαση εργασίας και θα μείνει στο καράβι μερικούς μήνες ακόμη. Η κοπέλα σοκαρίστηκε, ήταν πολύ αναπάντεχο. Τότε ήταν που σκέφτηκε πως έφτασε η ώρα να αντιμετωπίσει δραστικά μια δυσάρεστη κατάσταση. Τη ρώτησε κανείς αυτήν αν την πείραζε να τον περιμένει ακόμα μερικούς μήνες; Όχι βέβαια. Απλώς της το ανακοίνωσε πως θα παρέτεινε το ταξίδι του και το σεξ στο συζυγικό κρεβάτι θα έπρεπε να περιμένει μέχρι να γυρίσει ο σύζυγος από το εξωτερικό. Η Φαίδρα είχε πάρει την υπομονή της μητέρας της και μπορούσε να αντέξει πολλά πριν χάσει την ψυχραιμία της. Και δεν υπήρχε λόγος να τη χάσει στη συγκεκριμένη περίσταση. Τα βράδια όταν τα παιδιά της  κοιμόντουσαν, αυνανιζόταν στα σκοτάδια προσπαθώντας να καταπραΰνει την κάψα που ένοιωθε. Ήταν ένα ένοχο μυστικό, που ακόμα και τώρα, μετά τα τριάντα της, τη βασάνιζε. Είχε παντρευτεί για να θάψει τελικώς τις βρώμικες σκέψεις που κατέκλυζαν το μυαλό της αλλά το ανησυχητικό όμως ήταν ότι τώρα τελευταία, οι προστυχιές έρχονται στο μυαλό της όλο και πιο συχνά για κάποιο λόγο. Έπρεπε να βρει έναν εραστή και σύντομα μάλιστα. Ένιωθε έντονη επιθυμία να ικανοποιήσει την ανάγκη στις σεξουαλικές της ορμές, και να παρακάμψει τους κανόνες!
 Παραβιάζοντας λοιπόν τους κανόνες τουλάχιστον δεν θα πήγαινε με τον πρώτο τυχόντα. Οπότε ο καθηγητής της κόρης της δεν ήταν ο πρώτος τυχόντας, ήταν και άμεσα διαθέσιμος και μια κάποια λύση. Βλέπεις ο αγαπητός σύζυγος της Φαίδρας δεν είχε πάντα κατά νου αυτό που έλεγαν οι πιο παλιοί. Η μακροχρόνια απουσία του συζύγου από το σπίτι οδηγεί τη σύζυγο στη συζυγική απιστία: «άσε τα μεγάλα ταξίδια χωρίς τη γυναίκα σου, και να ’χεις πάντα κατά νου, ότι δηλαδή, όσο ο καλός μου αργεί, το κέρατο του αυξάνει».
«Μη μου πεις ότι παίζει και «φάση» με τη Φαίδρα, και ότι έχει εμπλακεί σε μία σχέση μόνο για το σεξ μαζί του. Μα είναι δυνατόν! Είναι τόσο τυχερός ο τζιτζιφιόγκος που του κάθεται η κυρία;»  
«Είναι άλλωστε «κοινό μυστικό»  ότι έχουν περιστασιακά συνευρεθεί σε ερωτικές επαφές μεταξύ τους. Στην Αθήνα μάλιστα οι κακές γλώσσες του περίγυρου της τάξης της κόρης λένε διάφορα λίγο έως πολύ καυστικά! σχόλια.»
«Όπως;» 
«Ο «Λιμοκοντόρος» είχε αναλάβει «φιλικά» τα καθήκοντα να βοηθά επικουρικά την κόρη της στα μαθήματα την χρονιά που ετοιμαζόταν για τις πανελλήνιες εξετάσεις της και η Φαίδρα ένιωθε βαθιά την υποχρέωση και αναζητούσε εύσχημο τρόπο να βγάλει την υποχρέωση και να τον ευχαριστήσει που παρείχε μαθησιακή καθοδήγηση στην κόρη της. Ταυτόχρονα όμως, και ο «Λιμοκοντόρος» έψαχνε την ευκαιρία για να πηδήξει την Φαίδρα. Η Φαίδρα δεν άργησε να του ανταποδώσει και αυτή την υποχρέωση της. Εε! Να οι κακόβουλες διαδόσεις, αφήνουν υπαινιγμούς και λένε ότι δέχεται απροσκόπτως τις επισκέψεις του και τον αποζημιώνει για την βοήθεια που προσφέρει στην κόρη της και τον πληρώνει καλά, και όταν χρειάζεται να την βοηθήσει καμία ώρα παραπάνω τον πληρώνει.. ακόμα πιο καλά... 
«Όταν λες ακόμα πιο καλά... πώς το εννοείς;»
«Οι φήμες λένε ότι τον «λιμοκοντόρο» τον διεγείρουν ορέξεις διαφορετικής φύσεως, συνεπώς όταν βρίσκει ξεκλείδωτη την πίσω πόρτα της του αρέσει να κάνουν ένα καυτό παιγνίδι στο δεύτερο μέρος με την πίσω πόρτα της.»
«Από τη πίσω πόρτα Εε; Η αλλιώς οθωμανικό… χμμμμ ωραία φάση είναι αυτή…»
«Ξαδέρφη έχω απορία! Γιατί το ΄λένε οθωμανικό;»
«Γιατί οι Τούρκοι μας πήρανε καβάλα τετρακόσια χρόνια και το μάθανε!»
«Σοβαρά το λες;»
«Υπάρχει κι ένας πιο επίσημος, ιστορικοφανής, επιστημονικοφανής τρόπος ότι μάλλον λάθος ορισμός είναι! Λοιπόν, υπάρχει και μία άλλη εκδοχή. Οι Δυτικοί το λένε «Ελληνικό», εμείς οθωμανικό, οι Τούρκοι το λένε «Περσικό». Οι Πέρσες ότι λέγεται «Qazvin style». Το Qazvin είναι πόλη της Περσίας που φημίζεται για ανωμαλίες κλπ, και μάλιστα είναι πηγή ανεκδότων, όπως π.χ. έχουμε εμείς τα Ποντιακά ανέκδοτα. Παράδειγμα: μια μαμά δε βρίσκει το παιδί της, και πάει στην αστυνομία και δίνει περιγραφή: «οκτώ χρονών, στρουμπουλά μπούτια, φορούσε σορτσάκι, ροδαλά μαγουλάκια» και ο αστυνομικός πιάνει τον ασύρματο και λέει: «οχτάχρονος χάθηκε στην περιοχή του νότιου Qazvin. 
Συμπέρασμα: οι δυτικοί το ρίχνουν σε μας, εμείς στους Τούρκους, οι Τούρκοι στους Πέρσες, και οι Πέρσες σε συγκεκριμένους Πέρσες.
Όπως και να έχει πάντως και ότι και να λέμε ρε Άλκηστις το βέβαιον είναι ότι η Φαίδρα είναι όντως ωραία γυναίκα, αυτό που λέμε μετά θαυμασμού «μπουκιά και συχώριο», μου θυμίζει αυτήν την ηθοποιό που έπαιζε στο …. Πρόεδρος για μια Μέρα…  να δεις πως την λένε. Διάβολε δεν το πιστεύω ότι έμπλεξε με αυτόν τον λιμοκοντόρο. Αυτή είναι πολύ κοκέτα και αυτός αγάπη μου είναι σαν ζαρωμένη ρέγκα.»
«Εριφύλη! Sigourney Weaver, την λένε και από ότι γνωρίζω είναι και η μεγάλη αδυναμία του Νικηφόρου.»
«Ποια η Φαίδρα;»
«Για την ηθοποιό λέω. Για την Φαιδρά δεν ξέρω. Λες να την γουστάρει ο Νικηφόρος; Διόλου απίθανο εσύ δεν λες ότι είναι πολύ ωραία γκόμενα. Λογικό το βρίσκω να κολλάει το ματάκι του.»
«Λογικό; Αμ άμα θέλει να του τα βγάλω; Άκου λογικό! Ποσό χρονών είναι η Φαίδρα και πόσο η κόρη της;»
«Πρέπει να είναι γύρω στα τριάντα έξι με τριάντα επτά η Φαίδρα και δεκαοκτώ με δεκαεννιά η κόρη της.»
«Δηλαδή η Φαίδρα παντρεύτηκε πολύ μικρή;»
«Ναι! Οι κακές γλώσσες, που ως συνήθως συμβαίνει εις τα χωριά, «δεν χρωστούν καλό σε άνθρωπο», λεν πως ήταν λίγο ζωηρή και άτακτη δεδομένης της αναμφισβήτητης ομορφιάς της, αλλά και του ιδιαιτέρως φλογερού ταμπεραμέντου της. Βεβαίως συνηθίζεται να λέγεται και ότι «καπνός χωρίς φωτιά δεν βγαίνει» και ίσως αυτό να είχε κάποιαν βάσιν αλήθειας. Οι συντηρητικοί γονείς της που την απόκτησαν σε μεγάλη ηλικία επιθυμούσαν να τη δουν παντρεμένη με έναν άνθρωπο που θα τη φρόντιζε, γι' αυτό και φρόντισαν και την πάντρεψαν γρήγορα μ’ ένα κοντοχωριανό της ναυτικό.  Υποψιάζομαι ότι οι γονείς της πίεσαν για το γάμο και σίγουρα δεν υπήρχε έρωτας σε αυτόν. Ζούνε στην Αθήνα το χειμώνα και στο χωριό έρχονται για διακοπές το καλοκαίρι.» 
«Εννοείται ξαδέρφη, πως δεν επικροτούμε την απιστία της και σεβόμαστε το δικαίωμά της να ζει όπως θέλει και να μοιράζεται τον έρωτα με όποιον θέλει επίσης. Η νεαρή δεν ξέρει τίποτα;»
«Ίσως και να υποψιάζεται. Τι να σου πω. Δανάη τη λένε και είναι και αυτή πολύ όμορφη, ομορφότερη κι από την μάνα και πολύ καυλιάρικο νυμφίδιο. Ψάχνεται και από ότι ξέρω και τελευταία ερωτοτροπεί από δω κι από κει, με αποτέλεσμα να έχει συχνούς καυγάδες με την γιαγιά της και την μητέρα της, όταν συχνά ξεπορτίζει και ψάχνει για επιβήτορα. Τουτέστιν  δεν είναι από τις κοπέλες που περιορίζουν τον εαυτό τους. Είναι λίγο κακομαθημένη, αλλά πολύ όμορφη, κληρονόμησε την ομορφιά της μητέρας της, Και η μητέρα της είναι πιο ήπια πιο εκλεπτυσμένη. Και σε αντίθεση με τη Δανάη, η Φαίδρα είναι πιο ευγενική και πιο συμπονετική φύση!»
Η Εριφύλη αποφασίζει ότι είναι ώρα να τα μαζεύουν σιγά-σιγά.
«Τι λες ώρα δεν είναι να αναχωρήσουμε. Ας φωνάξουμε το Νικηφόρο! Περιμένει σαν βαρβάτο άλογο, να ζευγαρώσει με τις φοράδες! Ετοιμάσου να τον δαμάσουμε παρέα.» 
Η καρδιά της Άλκηστις φτερούγισε, κοιτάζοντας πέρα στο τραπέζι που βρισκόταν ο Νικηφόρος, είχε απολαύσει το δείπνο, αλλά τώρα ένιωθε να υγραίνεται από την σεξουαλική προσμονή.
«Ξαδέρφη έχω ένα έντονο συναίσθημα αμφιβολίας που με κυριεύει για το πως θα ανταποκριθεί!»
«Άσε το παιχνίδι επάνω μου! Για ότι συμβεί και φυσικά οτιδήποτε ακολουθείσει. Εσύ απλά βάλε όλο το σεξαπίλ σου! Δεν έχεις ιδέα τι μας περιμένει. Ο Νικηφόρος πάντα, μα πάντα, πιέζει τα σωστά κουμπιά. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που τον έχω.» λέει η Εριφύλη της Άλκηστις και το μυαλό της περιπλανιέται σε αυτά που είχε σχεδιάσει για τους τρεις τους απόψε. Βέβαια είχε και αυτή λίγο άγχος! Ήταν μια αρκετά τολμηρή κίνηση, αλλά ένιωθε ότι με ευχαρίστηση ο Νικηφόρος θα συναινούσε. Το πίστευε ότι θα του άρεσε η ιδέα της.
Όλα έμοιαζαν ιδανικά συμφωνημένα μεχρι που η κυρά της ταβέρνας μαζί με τον λογαριασμό έφερε και την πληροφορία ότι την Άλκηστις την ζητούσαν στο τηλέφωνο και αυτό το τηλεφώνημα ήταν που ήρθε για να ανατρέψει τα ερωτικά πλάνα που η Εριφύλη σχεδίαζε! Ένα ερωτικό τρίγωνο με συμμετοχή και της Άρτεμις για λίγη ποικιλία στην ερωτική τους ζωή με το Νικηφόρο της πάνω και πέρα από κάθε ταμπού, που δεν χωράνε συντηρητισμοί, καθώς ο άνθρωπος από τη φύση του ανήκει στα πολυγαμικά ζώα και περιορίζεται στη μονογαμία εξ εθίμου και θρησκείας. Μια αληθινή λοιπόν επανάσταση με ανοιχτό μυαλό που θέτει την αγάπη τους πάνω και πέρα από κάθε ταμπού, σχήμα, θεσμό και κλισέ πριν αρχίσουν να αισθάνονται τα θεμέλια της μονογαμικής τους σχέσης να τρίζουν και ο στερεότυπος θεσμός του ζευγαριού να καταρρέει. 
Συγκεκριμένα, την  Άλκηστις την αναζητούσε ο θείος της που είχε το φαρμακείο του κοντινού χωριού και τη βραδιά αυτή ήταν εφημερεύον για όλα τα γύρω χωριά. Πολλές φορές η Άλκηστις τους βοηθούσε στις εφημερίες την καλοκαιρινή περίοδο με το αζημίωτο! Η θεία της που εκτελούσε την εφημερία είχε να απροσδόκητο ατύχημα με αποτελέσματα ο θείος ήταν αναγκασμένος να απουσιάσει για μερικές ώρες. Η κοπέλα που βοηθούσε στη διαχείριση του φαρμακείου φοβόταν να μείνει μόνη της στο φαρμακείο τις νυχτερινές ώρες. Ο θείος της λοιπόν παρακαλούσε θερμά την Άλκηστις να τους εξυπηρετήσει μένοντας με την υπάλληλο από τα μεσάνυχτα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες που θα γυρίσει. Η Άλκηστις το δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Η Εριφύλη προθυμοποιήθηκε να της δανείσει το αυτοκίνητο αν το επιθυμεί, η εναλλακτικά να την πάνε με τον Νικηφόρο στο χωριό. Ούτε δέκα λεπτά δρόμος δεν είναι. Τελικά στο τραπέζι που είχε καθίσει ο Νικηφόρος ήταν ο πολιτικός μηχανικός που είχε αναλάβει την ανέγερση της οικοδομής τους με την σύζυγο του και εκείνη την ώρα αναχωρούσαν και αυτοί. Έτσι το θέμα λύθηκε και η Άλκηστις θα πήγαινε με το ζευγάρι στο χωριό. 
Η Εριφύλη της έδωσε το κλειδί του σπιτιού για να πάρει φεύγοντας ότι χρειάζεται. «Κρατά το θα το χρειαστείς αν έρθεις πολύ πρωί» της λέει. Ο Νικηφόρος έχει και άλλο στα κλειδιά του αυτοκίνητο.
.......Γυρίζοντας τώρα το ζεύγος ο Νικηφόρος και η Εριφύλη στο σπίτι περασμένες έντεκα βράδυ, ήταν μια όμορφη βραδιά με φεγγάρι, με έναν ουρανό χωρίς σύννεφα και αστέρια που τρεμόπαιζαν σε συνδυασμένες κινήσεις. Όταν έφθασαν στο τέλος  του δρόμου μπροστά στην πόρτα του κήπου ο Νικηφόρος τράβηξε την Εριφύλη πίσω από την κολόνα της μεγάλης αυλόπορτας. Την τράβηξε γρήγορα στην αγκαλιά του και έφερε τα χείλη του στα δικά της. Δέκα χρόνια τώρα το ερωτικό τους σμίξιμο ξεκινάει πριν πέσουν ακόμη στο κρεβάτι και όταν σμίγουν επιτέλους τα κορμιά τους, είναι για ν' αγγίξουν το αποκορύφωμα του έρωτα και της ηδονής.
«Μμμμ »... Η Εριφύλη στέναξε. Ένιωσε τα χέρια του να γλιστρούν κάτω από τη γυμνή πλάτη της και κάτω από το φόρεμά της για να χαϊδέψουν τους γλουτούς της. Η σάρκα της ήταν κρουστή κάτω απ' τις παλάμες του, το δέρμα της σαν ακριβό μετάξι. Το σώμα της ανέδινε μια μυρωδιά που του ήταν τόσο οικεία: Μια απόλυτα ερεθιστική μυρωδιά!
Ο Νικηφόρος χάιδεψε στη βουβωνική χώρα της Εριφύλης του και αισθάνθηκε πόσο ερεθισμένη ήταν. Η Εριφύλη στέναξε ξανά και τον έσπρωξε πίσω.
«Θεέ μου, το χρειαζόμουν αυτό.» Είπε ο Νικηφόρος χωρίς ανάσα όταν τα χείλη τους χωρίστηκαν μετά από ένα μακρύ φιλί.
Η Εριφύλη δεν αισθάνονταν το κεφάλι της από το φιλί και το τσίπουρο. Έφερε τα χείλη της στα δικά του για ένα δεύτερο φιλί που κράτησε ακόμα περισσότερο. Δούλεψε τη γλώσσα της στο στόμα του και τον ένιωσε να την αιχμαλωτίζει αμέσως με τα χείλη του. Στέναξε, καθώς πιέζονταν ακόμα πιο σκληρά τις κάτω περιοχές της. Τα χέρια του χτύπησαν τους γλουτούς κάτω από το φόρεμα, πιέζοντας την εύπλαστη σάρκα στα δυνατά δάκτυλά του.
Ένα από τα χέρια του Νικηφόρου γλίστρησε στη συνέχεια προς τα πάνω στους γυμνούς μηρούς της Εριφύλης. Το σώμα του ήταν οδυνηρά ζωντανεμένο, απαιτητικό, ξαναμμένο, ερεθισμένο, με το απαλό, θηλυκό σώμα που κρατούσε τώρα στα μπράτσα του.
«Ω Θεέ μου!» κλαψούρισε η Εριφύλη καθώς το χέρι του έφτασε στο δαντελωτό μαύρο εσώρουχό της και άγγιξε το μουνί της μέσα από αυτό..
Ο Νικηφόρος χαμογέλασε στον εαυτό του καθώς μπορούσε να νιώσει τα πρησμένα και υγρά χείλη του αιδοίου της κάτω από τα δάχτυλά του. Στη συνέχεια, ένα δάκτυλο βρήκε το μουνί της.
«Νικηφόρε - Νικηφόρε σε παρακαλώ! Περνάει κόσμος! Θα μας δουν.» Ένας μικρός ήχος βγήκε από τα χείλη της καθώς το δάχτυλό του γλίστρησε σιγά-σιγά στο μουνί της.
«Ω, βλέπω ότι είσαι ενθουσιασμένη» της είπε περιχαρής. «Αυτό είναι καλό. Γιατί αυτό είναι μόνο η αρχή, μωρό μου!» Και άρχισε να τρίβει με τα δάχτυλά του την κλειτορίδα της.
Η Εριφύλη δάγκωσε τα χείλη της.
«Μωρό μου! Τι δώρο μου έστειλε ο Θεός.! Τι γυναικάρα είσαι εσύ. Αχ θα με πεθάνεις! Θέλω τόσο πολύ να σε γαμήσω απόψε!»
«Πρόστυχε άνδρα. Χωρίς ντροπή, τα ίδια μου λες κάθε βράδυ!»
Ξαφνικά, υπήρχαν φωνές που έρχονταν από το δρόμο. Καθώς οι φωνές πλησίαζαν πιο κοντά, η Εριφύλη απομακρύνθηκε προς το εσωτερικό της αυλής......

Click to Open
Ερωτική Μυθοπλασία IΙ: (Part.. 3)
.....

Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2023

Ena Vradi Me Augoustiatiko Fegari

«Ένα μικρο απόσπασμα από την «Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ.» ...«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες .....κλπ.. Βλέπε Μυθοπλασία ΙΙ: (Part:1)
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ (Part..1).....
.....Είχε ήδη αρχίσει να βραδιάζει! Άναψαν τα φώτα στις κολώνες του δημοτικού φωτισμού κατά μήκος του επαρχιακού δρόμου που διέσχιζε το παραλιακό μέτωπο! Τα πρώτα αστέρια τίναξαν την ασημόσκονη τους στον λουλακί ουρανό, το νυχτολούλουδο στην αυλή τους άνοιξε τα μικρά του άνθη και βάλθηκε να μεθύσει την ατμόσφαιρα και οι σκιές των δέντρων αρχίζουν να μεγαλώνουν στον κήπο τους και να παίζουν κρυφτό καθώς η ώρα περνά και η νυχτερινή ζωή που προσφέρει ο μικρός παραθαλάσσιος οικισμός στον οποίο ζουν αποκτά κίνηση, ζωντανεύει μετά την απογευματινή ραστώνη.
Περασμένες εννέα, βραδινή ώρα, ξεκίνησαν για την μικρή παραδοσιακή παραθαλάσσια ψαροταβέρνα της περιοχής που λειτουργούσε τους καλοκαιρινούς μήνες και αποτελεί πόλο έλξης για τους οικιστές αλλά και για τους λιγοστούς παραθεριστές.  Η Εριφύλη και η Άλκηστις φόρεσαν από ένα πανομοιότυπο Μίντι πουκάμισο φόρεμα απλά διαφορετικού χρώματος, ένα θηλυκό, αέρινο, δροσερό και άνετο ρούχο ιδανικό για κάθε περίσταση που αναδείκνυε την υπέροχη σιλουέτα τους. Ντυμένες λες και απόψε γουστάρουν ο ανδρικός πληθυσμός της ταβέρνας να τις βρίσκουν ακαταμάχητες..
Μόλις είδε τις εντυπωσιακές γυναίκες με την «εκρηκτική» τους εμφάνιση ο Νικηφόρος, σκίρτησε η καρδιά του, οι παλμοί ανέβηκαν, το βλέμμα του έκανε ολόκληρη συζήτηση από αυτό που έβλεπε, ξεκλειδώθηκε το αγόρι μας κελάηδησε και πρόδωσε τα συναισθήματα του. Εντελώς ασυναίσθητα, οι λέξεις ξέφυγαν από τα χείλη του:
«Ωχ Παναγία μου και Χριστέ μου! Τι μουνάρες!» Με λίγα λόγια, προφανώς ο συνδυασμός ξανθιάς και καστανό-κοκκινομάλλας δεν μπορούσε παρά να πλημμυρίσει από συνταρακτικά ερεθίσματα τον αμφιβληστροειδή του.
Και προφανώς, τον άκουσε η Εριφύλη και φυσικά και η Άλκηστις και δεν είναι η πρώτη τους φορά που έχουν ακούσει τη συγκεκριμένη φράση από κάποιον άντρα. 
«Σ’ αρέσουμε αγορίνα μου…;» Τον ρώτησε η Εριφύλη, όχι τόσο για να πει τη γνώμη του, όσο για ν’ ακούσει τις μαγικές λέξεις, που κάνουν τις γυναίκες να νιώθουν πολλούς πόντους ψηλότερες.
«Είστε και οι δυο υπέροχες μωρό μου!  Η εμφάνιση σας, θα κάψει καρδιές στη ταβέρνα κάνοντας τον ανδρικό πληθυσμό να λιώνει σαν βούτυρο σε φρυγανισμένο ψωμί και μόνο που θα σας βλέπει. Έχετε μια γοητεία και ένα σεξ απίλ που γοητεύει και που τραβάει σαν μαγνήτης, τους άντρες. Είστε ακαταμάχητες με τις καμπυλωτές κορμάρες σας. Για νιώστε και εμένα που οι κακοπροαίρετοι μόλις μας δουν στην ταβέρνα να συνοδεύω σε κοινή θέα τα αβυσσαλέα ντεκολτέ σας και τις βυζοχαράδρες σας, θα σκεφτούν κάπως «καλώς τον κερατά».
«Μη φορτώνεις έτσι ρε Μωρό μου, όλες μας πιάνει που και που μια τάση να θέλουμε να ντυθούμε κάπως πιο.... ξέκωλα.. δε σημαίνει κάτι το ότι θέλουμε να αρέσουμε ή ότι θέλουμε να σου δείξουμε ότι αρέσουμε για να σε έχουμε λίγο στην τσίτα.»
Ο Νικηφόρος τις υπερασπίστηκε σαν άντρας ο σωστός. «Αν δεν τα βάλετε τώρα, πότε θα τα βάλετε;» ..(Οι πουτανίτσες ξέρουν πολύ καλά ότι οι βυζάρες τους είναι ακαταμάχητες, σιγά όμως μην τους δώσει πάτημα ότι τις λέει ξέκωλα. Τώρα αν στην ομήγυρη της ταβέρνας θα φανεί και λίγο φλώρος ας το καταπιεί.)
«Αρέσουμε αγορίνα, αρέσουμε, πώς να το κάνουμε; Κι αν οι άντρες καυλώνουν μαζί μας, που φταίμε εμείς για αυτό σε παρακαλώ; Όχι για πες μου έχω άδικο να σε χαρώ.» λάλησε κελαηδώντας χαρούμενα η Άλκηστις.
«Έτσι πρέπει να είναι τα αγαπημένα ζευγάρια κούκλε μου, όσο υπάρχει πάθος, υπάρχει και απόλαυση!» συμπλήρωσε η Εριφύλη.
«Άγιε μου Φανούρη μεγάλη η χάρη σου, τα κορίτσια μ’ άναψαν φωτιές μου πήραν το μυαλό, χάρισε μου χίλια μάτια για να τις θωρώ!»
«Χαχαχα! Χαλάρωσε και μη μασάς ρε χαζέ! Τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσαι! Απόλαυσε την γυναικάρα σου αγορίνα μου να φοράει ότι θέλει, είναι δικαίωμα της, στα πλαίσια του ανεκτού! Άμα δε συμφωνούσες, δε θα έμπλεκες με μια γυναίκα που ντύνεται έτσι, δεν το ανακάλυψες υποθέτω τώρα! Μακάρι όλοι οι άνδρες να είχαν το πρόβλημα σου! Οι εννιά στους δέκα σε ζηλεύουν με το που σας βλέπουν! Παίξτο θυμωμένος και φορτωμένος εσύ βέβαια, μην παίρνει και πολλά θάρρητα η ξαδέρφη, αλλά καταβάθως να το χαίρεσαι αυτό που έχεις. Τόσα χρόνια είστε μαζί! Εντάξει τη φάση bibibo θα τη ξεπεράσει κάποια στιγμή, γι αυτό μην σκας, άσε δε που μπορεί να το έχεις συνηθίσει και 'συ και να έχει πάψει να σ' ενοχλεί! Αχ! σας ζηλεύω σα ζευγάρι.... άντε και στα δικά μου!» συμπλήρωσε η Άλκηστις.
«Ναι ρε ξαδέρφη, το καταλαβαίνω αυτό που λες! Είναι ακριβώς όπως τα λες. Συμφωνώ απόλυτα. Από την άλλη, θεωρώ φυσιολογικό και το ότι είναι κάτι που δεν παύει επιδερμικά να με ενοχλεί.»
«Ξέρεις ένα αρχαίο ρητό λέει: Σε όλα υπάρχει νόμος, στο μάτι όχι όμως! Κάτι θα ήξεραν όσοι το είπαν.»
Λόγο του ότι ήταν μεσοβδόμαδα στην ταβέρνα υπήρχαν λιγοστοί πελάτες και μια παρέα που ξεχώριζε αποτελείτο από τρεις νεαρούς στρατιώτες οι οποίοι πρέπει να είχαν μάλλον έλθει από κάποιο μακρινό στρατόπεδο διότι στη γύρω περιοχή δεν υπήρχαν στρατόπεδα.
Οι κυρίες ήταν καταπληκτικές. Κομψότητα, πρόκληση κι αισθησιασμό μαζί, κλέβανε τις ματιές περαστικών και θαμώνων! Ξαφνικά, κάποιες εκδηλώσεις θαυμασμού, ακούστηκαν από το τραπέζι των στρατιωτών για τα δυο υπέροχα θηλυκά, που ήταν εξαιρετικά τολμηρά ντυμένα, με τα ανάλαφρα φουστανάκια τους που άφηναν εκτός από τους καλλίγραμμους μηρούς, άφηναν απ’ έξω και μέρος των γλουτών. Αδιάφορες στις εκδηλώσεις οι δυο γυναίκες - έτσι έδειχναν - κατηφόριζαν συζητώντας και οι στρατιώτες απλώς σταθήκαν ν’ απολαμβάνουν και την πίσω θέα τους. Ο Νικηφόρος τις ακολουθούσε, από πολύ κοντά και μόλις έφτασε κοντά τους και βλέποντας τους να τις παρακολουθούν με θαυμασμό, άκουσε τον ένα στρατιώτη που αναφώνησε «εις ευήκοων όλων» δείχνοντας τις κοπέλες:
«Ορίστε κύριοι, αυτοί είναι κώλοι! Βολιότικοι, εκατό χρόνια μπροστά!»… 
Το τραπέζι ήταν στρωμένο κυριολεκτικά πάνω στο κύμα με θέα μοναδική στον όμορφο κόλπο. Το φεγγάρι βγήκε μέσα από τη θάλασσα ίδιο, κομμένο στη μέση, πορτοκάλι παράξενα φωτισμένο φάνταζε πλεούμενο που ερχόταν από μακριά.  Η ζέστη, τύλιγε τα σώματα τους και οι δυο γυναίκες παραδομένες στην πανσέληνο νύχτα απομακρύνθηκαν και προχώρησαν προς την αμμουδιά της ακτής.Έβγαλαν τα σανδάλια τους και ξυπόλυτες μπήκαν στο ρηχό νερό περπατώντας στον ασημένιο θαλασσινό διάδρομο. Πλατσούριζαν τα πόδια τους στη θάλασσα με φωνές και πειράγματα έβρεχε η μία την άλλη.. 
Τα σώματα τους ανατρίχιασαν, ενώ το φως του φεγγαριού έπαιζε με τον ακάλυπτο μπούστο τους και τις σκληρές θηλές τους, που όρθιες τρύπαγαν το ύφασμα του φουστανιού τους.
Δυο παιδιά πιο πέρα στα βράχια της ακτής κυνηγούσαν τα καβούρια που έκαναν το μεθυσμένο τους περίπατο στην υγρή άμμο.
Από το βάθος στο έμπα του κόλπου ακούστηκε ένα τραγούδι και στο βάθος της ακρογιαλιάς οι σιλουέτες ξεχώριζαν λουσμένες στο νυχτερινό φως. Η χορωδία ακολουθούσε τη φωνή του πρώτου που τραγουδούσε. Στο ύψωμα τα γέρικα ελαιόδεντρα άρχισαν να τρέμουν ελαφρά κι ύστερα να κυματίζουν καθώς η θαλάσσια αύρα χάιδευε τα φύλλα και τους κορμούς τους. Ο δίσκος του φεγγαριού φώτιζε τους λόφους και τη θάλασσα. Οι τραγουδιστές συνέχιζαν τη βαρκαρόλα.
« Λέω να βγάλουμε τα φουστάνια και να μπούμε στο νερό», είπε η Άλκηστις.
«Ανάθεμά σε, Άλκηστις», χαμογέλασε πονηρά η Εριφύλη.
Κοίταξαν αμήχανα η μία την άλλη, ξαφνικό κρύο διαπέρασε την επιδερμίδα τους, κατόπιν στράφηκαν προς την ταβέρνα και τότε διαπίστωσαν πως ο Νικηφόρος τις αναζητούσε.
Το μενού περιελάμβανε μικρές, τραγανές, πεντανόστιμες κουτσομουρίτσες που τρώγονταν σαν πασατέμπο! Γαρίδες ψητές στα κάρβουνα σε σουβλάκια με άρωμα σκόρδου και εσπεριδοειδή! Καλαμάρια ψητά, ο τέλειος μεζές για τσίπουρο-καταστάσεις και πατατοσαλάτα με μαϊντανό για να συνοδεύσουν το τσίπουρο. Η κυρά της ταβέρνας ξέροντας την αδυναμία του Νικηφόρου πάντα του επιφύλασσε μια ευχάριστη έκπληξη.  Μια μυρωδάτη πορτοκαλόπιτα σαν κέρασμα στο τέλος. Αυτή την ταβέρνα ο Νικηφόρος την ένοιωθε σαν στο σπίτι του και την απολάμβανε με την παρέα του η με την οικογένειά του τακτικά.
Περνώντας η ώρα έφτανε κανείς να το καταλάβει ότι τα φανταράκια δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους πάνω από τις δυο γυναίκες αλλά και αυτές με τις τολμηρές στιλιστικές επιλογές τους άφηναν ελάχιστα στην φαντασία. Ειδικά μετά από δυο τρία ποτηράκια τσίπουρο τόσο η ευθυμία τους, όσο και το πλεόνασμα κεφιού το άφησαν να ξεχειλίζει ξεχνιόταν και άφηναν ελευθέρα στη θέα τα πλούσια προσόντα τους και στα μάτια των φαντάρων να χαϊδεύουν το εσωτερικό των μηρών τους μέχρι τα μικροσκοπικά εσώρουχα. Είναι νέες και όμορφες, έχουν όλο τον κόσμο στα πόδια τους και μάλιστα άρχισαν να είναι πιο χαλαρές και τολμηρές ταυτόχρονα....έδειχναν να το διασκεδάζουν.
Και ο Νικηφόρος το διασκέδαζε… Χάρηκε ιδιαίτερα διαπιστώνοντας ότι τα κορίτσια απολάμβαναν την ομορφιά του καλοκαιριού, ξέγνοιαστες στις διακοπές τους, μακριά από σκοτούρες και άγχος,  χωρίς ευθύνες απόψε και με άφθονο χιούμορ. Τις κοίταξε, χαμογέλασε αμυδρά και πονηρά λέγοντας:
«Μπράβο ρε κορίτσια είμαι χαρούμενος που το απολαμβάνετε! Αλλά ρε κορίτσια… σεμνάα!»
«Το απολαμβάνουμε όσο δεν φαντάζεσαι!»  απάντησε η Άλκηστις, δαγκώνοντας τα χείλη της. «Γιατί σεμνά; Γιατί καλέ; Μα τι κάναμε;»
«Ρε κορίτσια! Τι κάνατε η τώρα που καθίσατε θα έχετε πολλά να αποκαλύψετε. Άτακτα κορίτσια με τα καυλιάρικα φορεματάκια που φορέσατε, έτσι και μόλις ανασηκωθούν λίγο δίνουν φόρα παρτίδα το περιεχόμενο τους και ανάβετε ερωτικές φωτιές. Τα φανταράκια βλέπουν εντελώς δωρεάν τις μικροσκοπικές κιλότες σας που δεν κρύβουν την απεικόνιση της όμορφης εικόνας από τις κοιλάδες με τα ειδυλλιακά τοπία σας, όμορφα σκιαγραφημένα σαν ελκυστικό πανόραμα που ζωντανεύει μέσα τους όνειρα ερωτικά.»… τους είπε
«Τι το κακό κάνουμε; Τους αφήνουμε να απολαύσουν και να χαρούν εικόνες από το φυσικό περιβάλλον και τις ομορφιές της φύσης.»
«Αυτό που κάνετε είναι να τους δημιουργείται προσδοκίες που δεν θα  εκπληρωθούν. Είναι προφανές ότι σας τρώνε με τα μάτια έτσι σεξουαλικά ντυμένες όπως είστε και σας γουστάρουν πολύ. Τα μάτια τους βγάζετε κάθε φορά που σας βλέπουν! Και θα ΄θέλουν να βγάλουν και τα δικά σας μάτια! Αλλά και τα φανταράκια μια χαρά ομορφόπαιδα είναι.»
«Και της το έλεγα της ξαδέρφης. Εριφύλη έξω βγαίνουμε σε ταβέρνα πάμε οι sic κυρίες αν θέλουν να αισθάνονται περισσότερο θηλυκά και σέξι δεν φοράνε εσώρουχα. Αισθάνονται απόλυτα ελεύθερες. Δεν τις νοιάζει πως θα κάτσουν ή πως θα σηκωθούν, διότι απλά δεν τις  απασχολεί αν κοιτάνε ή όχι.»
«Διαβολοκόριτσα είστε αυτό που λένε η πέτρα του σκανδάλου. Θα τους τρελάνετε! Δεν σας έμαθαν ότι μόνο στους άντρες επιτρέπεται να εκφράζουν τις σεξουαλικές τους ανάγκες ενώ οι γυναίκες που τις εκφράζουν μπορεί να θεωρηθούν ανήθικες, λάγνες και αμαρτωλές; »
«Ε ναι! Και εμείς αυτό είμαστε! Καυλιάρες λάγνες και αμαρτωλές από πάνω μέχρι κάτω.» Του λέει ναζιάρικα η Άλκηστις ζαρώνοντας παιχνιδιάρικα την μυτούλα της και σουφρώνοντας τα χειλάκια της.
«Πάντως ξαδερφούλα μου δημιούργησες αμφιθυμία. Από τη μία είσ' ωραία, σε πάω γιατί δε μασάς πουθενά. Από την άλλη  αναρωτιέμαι πόσο σωστό είναι το free-spirit όσον αφορά το ντύσιμο,  κ.λπ.;»  είπε η Εριφύλη.
«Τι εννοείς ξαδέρφη;Τι ρωτάς;»… απάντησε η Άλκηστις.
«Να, την ιστορία με τις κιλότες! Δεν τα δείχνεις εύκολα σε ξένους ανθρώπους. Αλλά και το όλο στυλ σου, απόψε ρε παιδί μου, βγάζει μια πονηριά μια πουτανιά όταν είσαι με δικούς σου ανθρώπους!»
«Εξαρτάται από την παρέα! Μα αν δεν αισθάνομαι άνετα με εσάς, τότε με ποιους; Στη τελική, μου αρέσει να καταλαβαίνω ότι είμαι ποθητή, ακόμα και από τους «ξένους» χωρίς να νιώθω τύψεις που θέλουμε να δείχνουμε τα καλύτερα!» και χαμογέλασε πονηρά στο Νικηφόρο τρίβοντας την πατούσα της στο καλάμι του κάτω από το τραπέζι...
«Έχει τα δίκια της η ερωτιάρα ξαδερφούλα μας. Και όπως λέει ο σοφός λαός, οι άντρες οι σωστοί υποκλίνονται εις του μουνιού τη χάρη». Τόνισε ο Νικηφόρος που του φαινόταν ότι το κλίμα πυροδοτούσε τη σεξουαλική επιθυμία και διάθεση για να πει περισσότερα, αλλά πρόσεχε κάθε του λέξη μην τον παρεξηγήσει και της φανεί κανένας επιπόλαιος λιγούρης αυτός σοβαρός άνθρωπος η Εριφύλη του. Είχε ως αρχή του ότι μια σωστή σχέση βασίζεται Modus operandi στην αμοιβαία εκδήλωση εμπιστοσύνης. Αλλά απόψε με τις γκόμενες που συνοδεύει έχει πάθει την πλάκα του. Έχει φάει φλας με την πάρτη τους.
Όντως το κλίμα ήταν απολαυστικά χαλαρό. Στο βάθος του υπαίθριου εξωτερικού χώρου της ταβέρνας από κάτω από την μεγάλη πέργκολα, καθόταν μια μεγάλη παρέα που την αποτελούσαν γνωστοί και φίλοι του Νικηφόρου. Ο Νικηφόρος ζητώντας την άδεια τους ετοιμάσθηκε να σηκωθεί, ν' αφήσει τα κορίτσια στην ανεμελιά τους για να πάει στο τραπέζι της παρέας.
Η Εριφύλη τον πιάνει από το χέρι όταν ήταν έτοιμος να σηκωθεί ο Νικηφόρος τον τραβά να σκύψει διπλά της και του ψιθυρίζει στ’ αυτί φανερά καυλωμένη και του πετάει την ατάκα που τον έστειλε έβδομο ουρανό.
«Μην αργήσεις! Να ξέρεις ότι σε περιμένει ένα κολασμένο βράδυ ερωτικής απόλαυσης. Και ελπίζω να έχεις αντοχές, σε θέλω ταύρο απόψε.
«Για μένα το λες αυτό;»
«Εσύ τι λες; Βλέπεις κανέναν άλλο εδώ γύρω μας; »
«Δεν ξέρω, μπορεί να σας γυάλισε καμιά διαθέσιμη πούτσα στον περίγυρο και να ερεθιστήκατε.»
«Πούτσες θες να πεις. Και άμεσα διαθέσιμες μάλιστα» δείχνοντας του που να κοιτάξει με κεκαλυμμένο νόημα προς τα φανταράκια χαμογελώντας με στυλ ικανοποίησης. Παράλληλα γυρίζει και τον κοιτάει καθώς κάθεται πλάι της και τον καμαρώνει! 
«Τι κούκλος που είσαι ρε μωράκι μου;» του ψιθύρισε με αισθησιακή φωνή πλησιάζοντας στο αυτί του και του σκάει ένα φιλί στο μάγουλο.
Τα χείλη της ζωγράφισαν ένα καλοσχηματισμένο κόκκινο σημάδι. Για μια στιγμή σκέφτηκε να το αφήσει έτσι. Σαν να ήθελε να επιδεικνύει κάποιο κατόρθωμά της. Γρήγορα όμως άλλαξε γνώμη και με μία κίνηση του χεριού της, του το έτριψε να φύγει. Το χέρι του Νικηφόρου κατέβηκε ενστικτωδώς στον πούτσο του, που είχε πετρώσει, σαν για να τον προστατέψει. Αυτό φυσικά δεν της ξέφυγε της Εριφύλης. Με τρόπο  βάζει το δικό της χέρι στο καυλί του πάνω από το παντελόνι του που είχε αρχίσει να καυλώνει κι απλά κρυβόταν κάτω από το τραπέζι. Τα μάτια της Εριφύλης φώτισαν, ένα χαμόγελο ικανοποίησης πλημμύρισε το πρόσωπό της καθώς τα μάτια της ταξίδεψαν στο πρόσωπό του και ανοιγόκλεισαν με σαφές νόημα.  
«Μωράκι μου εσύ!» του είπε και το άρπαξε με το χέρι της με μαεστρία.
«Εεε ! Κάτσε φρόνιμα! Περίμενε να πάμε σπίτι… Μας βλέπει ο κόσμος! » της είπε με ναζιάρικο τόνο.
«Ε άντε ρε μανάρι μου! Πήγαινε τώρα στους φίλους σου που θέλεις και μην αργείς. Μην κάνεις κάνα χρόνο. Που τους έχεις δει;»
«Εδώ στο βάθος της αλέας είναι μωρούλι μου… Πηγαίνω και επιστρέφω σύντομα!» της είπε και σηκώθηκε με χαρωπό τρόπο ελευθερώνοντας το χέρι του.
Επικράτησε μια σιωπή για λίγα δευτερόλεπτα!  
«Μμμμ! Έτσι, μωρό μου... Έτσι, καυλιάρη μου. Μην αργήσεις μωρό μου!»
«Πουτανίτσα μου, αυτά μου κάνεις και με καυλώνεις περισσότερο!»
«Κι ακόμα δεν έχεις δει τίποτα μωρό μου.!» του τονίζει ναζιάρικα και του κλείνει το μάτι. «Και που να ήξερες τι σε περιμένει» μονολογεί με ευχάριστη διάθεση καθώς σκέφτεται πως η ερωτική βραδιά τους μόλις είχε αρχίσει. Η Εριφύλη  διαισθάνεται πως ο Νικηφόρος είναι ήδη ξαναμμένος και θα ήθελε διακαώς εδώ και τώρα να τη γαμήσει. Αν γίνεται και πάνω στο τραπέζι. Που να ξέρει τι του ετοιμάζει απόψε του καυλιάρη της. Τελευταία είχε πιάσει τον εαυτό της που και που να φαντασιώνεται κάποια φάση μαζί τους στο κρεβάτι και την ξαδέρφη της. Απόψε λοιπόν έχει σχεδιάσει να τις γαμήσει και τις δυο ο καυλιάρης της! Eε, αφού είναι απόλυτα σίγουρη πως η ξαδέρφη της θελει να κάνει σεξ μαζί του. Και είναι ευρύτερα γνωστό πως στους άνδρες αρέσει η ποικιλία και τι καλύτερο από να προσθέσουν και την Άλκηστις στο κρεβάτι τους και να τον λιώσουν στον έρωτα; Η φαντασίωση του άνδρα ότι κάνει σεξ με δυο γυναίκες ταυτόχρονα είναι ποιο παλιά από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα και δεν υπάρχει άνδρας που θα σου αρνηθεί να φέρεις μια φίλη σου στο κρεβάτι για παρτούζα. Όταν κάνει κρύο η αγάπη θέλει δύο λέει ένα τραγουδάκι και αν το σκεφτείς καλή είναι η μια γκόμενα όμως με δυο έχουμε ξεφύγει από τα στερεότυπα και ανεβάζουμε επίπεδο. Και ο Νικηφόρος όπως κάθε παντρεμένος που τυχαίνει να έχει ωραία γυναίκα βλέπει σαν ξερολούκουμα τις σέξι φίλες της. Στα αρχίδια του αν είναι παντρεμένες ή ελεύθερες όπως η ξαδέρφη η Άλκηστις. Εκείνος γουστάρει τρελά να της καρφώσει το μουνάκι όταν τον καυλώνει και με το ζόρι κρατιέται να μην της ζητήσει να γαμηθούν, μα και αυτή είναι πάντα έτοιμη να του ανοίξει τα πόδια της εκλιπαρώντας να τη γαμήσει σαν ξαναμμένη τσούλα. Μην τους αφήσει λοιπόν να περιμένουν άλλο. Άντε τυχερός ο γαμιόλης, απόψε θα γαμάει δύο υπέροχα καυλιάρικα μουνάκια που θα του χαρίσουν μοναδικές στιγμές καύλας.! Τι άλλο θα μπορούσε να ζητήσει από μια τέτοια έκπληξη, και ότι κανείς μας δεν θα ξεχάσει τη νύχτα αυτή, και θα πάμε βόλτα, όλοι μαζί, στους ουρανούς της ηδονής.
Την ίδια ώρα στο τραπέζι των φαντάρων το κουτσομπολιό έχει πάρει φωτιά..
«Μαλάκες, θα με κάνουν να χύσω, οι πουτάνες.» Λέει ο πρώτος φαντάρος που αποτυπώνει ανάγλυφα  την εύλογη επιθυμία του και τα υποβόσκοντα αισθήματα και τη διακαή επιθυμία και των υπολοίπων που αφήνονται να χαρούν και να διασκεδάσουν, όποτε βρίσκουν ευκαιρία με όλη την ορμή της ζωής τους και τη φρεσκάδα της νιότης τους, που δεν πτοείται από τις περιστάσεις. 
«Συγκρατήσου μόνο, και ήρεμα, οι Κυρίες συνοδεύονται.» Προσπαθεί να τους προσγειώσει ο πιο νηφάλιος.
«Ναι ρε Μαλάκα μου, αλλά δε φταίω. Αφού τα πουτανιά από κάποια στιγμή και μετά, άπλωσαν τις ποδάρες τους, σήκωσαν τα φουστανάκια τους πιο ψηλά και έβλεπα τα κιλοτάκια τους. Και εσύ το έβλεπες όμως.»
«Ναι τις γαμιόλες… επίτηδες το κάνουν. Και ο άλλος, χαμπάρι δεν παίρνει!.» Σιγοντάρει ο τρίτος φαντάρος τον πρώτο.
«Ναι το μαλάκα, χαϊδολογιέται όλη την ώρα μαζί τους, αλλά δεν πήρε χαμπάρι ότι οι γκόμενες μας τα δείχνουν φόρα παρτίδα. Πάντως πολύ γουστάρω να  γλείψω τα μουνάκια τους... και να πιω τα ζουμάκια τους...» Ξαναπαίρνει το λόγο ο πρώτος φαντάρος.
«Εγώ θα έγλειφα το μουνί της μικρότερης μέχρι το πρωί… μέχρι να στεγνώσει της γαμιόλας. Μ αρέσει που είναι τόσο καυλόμουνο… Την βλέπω που τρώει με τα μάτια τον .... Μαλάκα!... όλο το βράδυ. Μάλλον γκόμενος της μεγαλύτερης είναι και η πιτσιρίκα του τα ρίχνει. Ώρες-ώρες του την πέφτει με τα πόδια. Έχει βγάλει τα πέδιλα της, κάτω από το τραπέζι και του χαϊδεύει τον πούτσο, πάνω από το παντελόνι.» Τους πληροφορεί ο Τρίτος φαντάρος.
«Εγώ θα τις γαμούσα αν όχι και τις δυο έστω τη μια τη λίγο μεγαλύτερη που είναι θάνατος και η πιτσιρίκα ωραία είναι αλλά η άλλη είχε αυτό που θέλω. Αγριόμουνο να σε λιώσει στο κρεβάτι..» Κάνει ρελάνς ο πρώτος φαντάρος.
Φεύγοντας ο Νικηφόρος συνειδητοποιεί το … «Απόψε σε θέλουμε.»
«Γαμιόλες!  Το έβαλαν σκοπό η γυναίκα μου και η ξαδέρφη να παίξουν με τις αντοχές μου απόψε;  είναι όμως και οι δυο τους από τις γυναίκες που ή τις γαμάς μέχρι το μεδούλι ή καλύτερα κάνε κάτι άλλο. Θα γίνει της κόλασης».
...Πίνοντας χαλαρά το τσίπουρο τα δυο κορίτσια σε πολύ καλή ψυχική διάθεση, άρχισαν να ανοίγουν την καρδιά τους η μια στην άλλη.
«Άλκηστις να σε ρωτήσω κάτι σαν την καλή μου ξαδέλφη που είσαι;»
«Έλα ξαδέλφη, ελεύθερα, ρώτα ότι θες.»
«Απ' ότι γνωρίζω δεν είχες κάποια σχέση αυτό τον καιρό. Τελικά βρήκες γκόμενο η ακόμη έτσι μόνη είσαι;»
«Ρωτάς αν απέκτησα σχέση;.»
«Κάτι τέτοιο..»
«Όχι. Μόνη εδώ και καιρό. Ερημιά στον ορίζοντα των προσωπικών. Ούτε καν φλερτ. Δεν είμαι σε φάση.»
«Πως και συμβαίνει αυτό;»
«Τι να πω; Ίσως γιατί δεν με θέλει κανένας;.»
«Ρε συ με βρήκες μικρό και με δουλεύεις;. Άτιμη νεολαία:»
«Ξαδέλφη συνήθισα να είμαι μόνη και είναι τόσο άνετα που έχω τις ελευθερίες μου... αλλά και γιατί δεν έτυχε να βρεθεί κάτι στο διάβα μου;..»
«Παράξενο! Είναι να αναρωτιέται κανείς, μα είναι δυνατόν τέτοιος κορίτσαρος αυτές τις εποχές να είναι μόνος του;.»
«Συμβαίνουν αυτά. Που θα πάει κάτι θα τύχει και μένα. Ανησυχείς μήπως και μείνω στο ράφι; Εγώ πάλι καθόλου δεν ανησυχώ. Μια χαρά περνάω.»
«Αλήθεια έχεις νιώσει ποτέ την τρέλα να θες κάποιον τόσο πολύ; Τόσο που να έχεις πεταλούδες, ταχυπαλμία, ζαλούρα. Αυτή την ωραία ζαλούρα, σα να έχεις πιει λίγο παραπάνω όπως απόψε. Να τον θέλεις τόσο που να μην μπορεί κανείς να σε συμβουλέψει αλλά και να μη σε νοιάζει τι θα συμβεί αν, αν και αν. Να θες κάποιον που να σε απολαμβάνει επειδή το γουστάρει και σε κάνει να θολώνεις από την καύλα; Γιατί αν δεν σε κάνει να θολώνεις από καύλα, είναι σχέση νερόβραστη δεν έχει νόημα!»  
«Είναι κάποιος που μου αρέσει πολύ, χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς υπεραναλύσεις, με τραβάει σωματικά και τον θέλω να τον ρίξω στο κρεβάτι αλλά το πρόβλημα είναι ότι τον χαίρεται άλλη.»
«Ααα! Για λέγε-για λέγε! Αφού το ξέρεις πως άναψες φωτιές και έχω μεγάλη περιέργεια. Λέγε λοιπόν.»
«Θα σου ανοίξω την καρδιά μου και θα σου εξομολογηθώ. Αλλά ρε Εριφύλη με όλο το θάρρος θέλω να σε ρωτήσω κάτι πρώτα εγώ! Ίσως γίνομαι κάπως αδιάκριτη αλλά σαν την αγαπημένη μου ξαδέλφη που είσαι και τα λέμε όλα μεταξύ μας θα μου πεις πρώτα τα δικά σου και μετά θα σου πω τα δικά μου!»
«Έλα ξαδέλφη, ρώτα και ΄συ ότι θες.»
«Ξαδέρφη το διάστημα που ο σύντροφος σου ο Νικηφόρος φεύγει για τα μεγάλα ταξίδια του και μένεις μόνη σου αναρωτιέμαι: Όταν εσύ τον χρειάζεσαι και είναι μη διαθέσιμος και σου λείπει από το κρεβάτι, εσύ δεν έχεις την επιθυμία να ξενοκοιτάξεις έναν άλλο άντρα που είναι «πάντα διαθέσιμος», να έχετε μια ειλικρινή, ξεκάθαρη σχέση που να σου δίνει αυτά που θες και να σου καλύπτει όλα τα κριτήρια στις σεξουαλικές σου ανάγκες;  Να σε κάνει να θολώνεις από την καύλα που λες και εσύ, και αυτή η έλξη, η τρέλα και το πάθος του κινδύνου, του παράνομου να θεωρείς ότι αξίζει το κέρατο, τόσο που να τα παρατάς όλα για να τρέξεις στην αγκαλιά του .»
«Χμ! Κάπου το πας εσύ μουσίτσα με έμμεσο, πονηρό τρόπο. Δε μπορεί! Εσύ κάτι ξέρεις και μου κάνεις την αθώα περιστερά. Εεε ναι κάποιον είχα! Αλλά τι να λέμε τώρα.»
«Μπα τι βλέπω! Έλα τώρα που σε πιάσαν οι ντροπές!»
«Κρυφή μουσίτσα αφού τον είδες στο μπιστρό στο  εμπορικό κέντρο. Άρα τον ξέρεις! Αυτός είναι. Πολύ καλός, ευγενικός και μορφωμένος, από εύπορη οικογένεια ευπαρουσίαστος, ψηλός, γυμνασμένος και στα δικά μου χρόνια.»
«Ξαδέρφη! Μου θυμίζεις μια γλυκανάλατη ιστορία με την Κοκκινοσκουφίτσα που 'τανε σωστή μουσίτσα όπως μου τον παρουσιάζεις το λεγάμενο! «Μια φορά κι έναν καιρό σ’ έναν τόπο μακρινό, ηλιόλουστο και συναρπαστικό, πάνω στο ψηλότερο βουνό, μέσα στο δάσος το πυκνό ζούσε ένα ζώο φιλικό, έξυπνο και προστατευτικό. Ήταν ένας λύκος με δέρμα λαμπερό και γκριζωπό και βλέμμα κάπως φλογερό τολμώ να πω. Τον έλεγαν Ιερεμία χάρη στης ψυχής του την ανείπωτη ηρεμία. Κείνο ήτανε το σπιτικό του και αυτός ο άγρυπνος φρουρός του. Το πρόσεχε σαν κόρη οφθαλμού, κρατώντας μακριά το πόδι του εχθρού. Ορκίστηκε να διαφυλάττει την ησυχία και την τάξη, για να τον αγαπά ολόκληρη η πλάση. Και τα παιδιά όταν τον βλέπουν, να πάψουν να τον αποφεύγουν και στη γούνινη αγκαλιά του με λαχτάρα να προσφεύγουν..... Πως τον γνώρισες;»
Κορίτσι μου είναι αυτός που γνώρισες εκεί στην έκθεση ζωγραφικής όταν πήγαμε καλεσμένες. Τον είχαμε γνωρίσει παρέα με την Ελπινίκη πριν από κάποιους μήνες! Θα το θυμάσαι που μας είχες δει σε εκείνο το μπιστρό στο εμπορικό κέντρο. Αυτός είναι! Εξ αρχής μας προκαλούσε έντονα ερωτικά συναισθήματα και στις δυο γυναίκες. Εσένα δε σου έχει τύχει ποτέ να γνωρίσεις κάποιον και να νιώθεις ότι θέλεις να κάνεις έρωτα από το πρώτο κιόλας ραντεβού; Αυτό πάθαμε και εμείς μαζί του. Κάθε φορά που τον σκεφτόμουν μου έβγαιναν εικόνες από άγρια γαμήσια μεταξύ μας. Είχε μια γλύκα ο πούτσος του, άστα να πάνε. Όταν με γαμούσε με ξεπάτωνε. Εκείνες τις ήμερες αυτή η σχέση με είχε παρασύρει και όταν τον σκεπτόμουν ήμουν μουσκεμένη όλη μέρα. Μου έβγαζε τέτοια καύλα που όταν τον συναντούσα απολάμβανα το γαμήσι μαζί του χωρίς όρια. Γαμιόμασταν με τέτοιο πάθος σαν να ήταν το τελευταίο γαμήσι και για τους δυο μας. Ένιωθα σαν πεταλούδα που έχει πλησιάσει επικίνδυνα στην φλόγα.»
Η Άλκηστις προσποιείται πως η ίδια δεν είχε ιδέα για την παράνομη ερωτική σχέση της Εριφύλης και κάνει πως την άφησε έκπληκτη η σημερινή αποκάλυψη της Εριφύλης.
«Ξαδέρφη! Τι είναι αυτά που ακούν τ' αυτάκια μου; Μια γυναίκα που χαίρεται το σεξ με τον εραστή της παράλληλα με τον γάμο και την οικογένειά της χωρίς να πληγώνεται κανείς. Ένα ώριμο σεξουαλικά και ξαναμμένο θηλυκό που δεν καταλαβαίνει τίποτα από όρκους αγάπης και συνουσιάζεται με τον εραστή της στο κρεβάτι της αμαρτίας. (Εδώ παρ' ολίγο να ξεφύγει της Άλκηστις ... Ένα ώριμο σεξουαλικά και ξαναμμένο θηλυκό που δεν καταλαβαίνει τίποτα από όρκους αγάπης και συνουσιάζεται με τον εραστή της επάνω στο γραφείο της αμαρτίας! Αλλά την τελευταία στιγμή το έσωσε... Σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να αποκαλυφθεί στην Εριφύλη ότι ήξερε πως κεράτωσε τον Νικηφόρο όταν την είχε δει πως τη γαμούσε ο Αρχιτέκτονας επάνω στο μεγάλο ξύλινο γραφείο εκεί στη γκαλερί με τους πίνακες.)
Ξαδέρφη!  Ομολογώ ότι αν και είσαι πολύ σέξι, και πολύ θηλυκό, δεν σε είχα καταλάβει ακριβώς για τόσο ερωτιάρα και καυλιάρα. Εννοείται ότι σε εισαγωγικά στο λέω!»
(Άντε μην το πω και εκτός εισαγωγικών! Πουτάνα είσαι αλλά όπως μ' έμαθε η γιαγιά μου...Μην κρίνεις για να μη κριθείς!) Σκέφτεται ρεαλιστικά η Άλκηστις.
«Μη μασάς κορίτσι μου! και είμαι πρόθυμη να σου λύσω κάθε σου απορία. Πουτάνα! Πες το! Και πες μου μια γυναίκα να μην είναι!» Της απάντησε γελώντας η Εριφύλη.
«Δηλαδή! Σου έκατσε ένας γκόμενος γκουρού στο σεξ, με φουλ του άσσου στο κρεβάτι, το καλό αρσενικό που λένε, με τις καλύτερες σεξουαλικές επιδόσεις. Μπράβο Εριφύλη γαμιάς με τα όλα του.  «Αλλά καλά το κατάλαβα ξαδερφούλα μου; Σας γαμούσε ο Αρχιτέκτονας και τις δυο ρε θηρίο;»
«Ε ναι! Βλέπεις την ερωτική επαφή μας μαζί του, την ανέλαβε πρώτα η Ελπινίκη. Δε σου κρύβω πως εγώ στην αρχή δυσκολευόμουν να απατήσω τον Νικηφόρο και όταν το έκανα είχα μετανιώσει και με κυνηγούσαν τύψεις. Ένιωθα ότι είχα κάνει κάτι κακό. Μα οι άνθρωποι δικαίως θεωρούμαστε πολύπλοκα όντα. Αυτό που λένε πολλές φορές ότι με τίποτα δεν είμαστε ευχαριστημένοι, τίποτα δεν είναι αρκετό, είναι λιγάκι αλήθεια. Παλεύουμε να φέρουμε εις πέρας επιθυμίες στην καθημερινότητά μας κι όταν τελικά τα καταφέρνουμε, αισθανόμαστε λίγο άσχημα. Όταν έρχεται η ώρα να περάσουμε καλά, αισθανόμαστε τύψεις. Πόσες φορές γελάς κι έχεις πετάξει τη φράση «σε καλό να μας βγει», με μια συστολή μη σου βγει «ξινή» η χαρά. Από τη μια μου βαστούσαν οι ενοχές και ένιωθα απαίσια για την απιστία που έκανα και ότι δε θα ήθελα να ξαναγίνει και από την άλλη η καύλα είναι ένα συναίσθημα που σε τρώει από μέσα προς τα έξω, σε πολλές πτυχές της ζωής σου, είτε το θέλεις είτε όχι βρίσκει τη χαραμάδα να φωλιάσει ύπουλα στο κορμί σου. Η συνάντηση μας με τον Αρχιτέκτονα , κυριολεκτικά άλλαξε τα πράγματα προς μια κατεύθυνση που δεν μπορούσα ποτέ να πιστέψω, ούτε που είχα ποτέ φανταστεί! Δεν είναι τυχαίο που ένιωθα να μου αρέσει, και δεν κρατούσε τα χαλινάρια το μουνί μου στη χαρά του και η συμμετοχή της Ελπινίκης τελικά ήταν γιατρικό. Μετά μιλάμε είχαμε ξεσαλώσει παρέα. Μας γαμούσε και τις δύο και μας γαμούσε αφάνταστα καλά. Δεν το περίμενα.
Βλέπεις οι γυναίκες μπορούμε να παίξουμε λίγο πιο εύκολα με την ιδέα μιας δεύτερης γυναίκας στα σεντόνια μας. Στα είκοσι οκτώ μου πλέον χρόνια ξέρω πως έναν καλό σύντροφο και γαμιά, δύσκολα τον βρίσκεις κι ακόμα δυσκολότερα τον αφήνεις. Με το Νικηφόρο δεν είναι μόνο σαρκική υπόθεση το σεξ. Όταν γυρνούσε με φρόντιζε τόσο πολύ, που μόνο σεξουαλικά πεινασμένη δε θα με έλεγε κανείς. Απεναντίας πρόκειται για κάτι πολύ βαθύ και μόνον το γαμήσι μαζί του με περπατάει σε άγνωστα μονοπάτια, και μου χαρίζει την υπέρβαση, την αληθινή τελείωση. Γαμιόμαστε και μόλις τελειώνουμε θέλουμε να ξαναρχίσουμε αμέσως γιατί δεν χορταίνουμε με τίποτα.
Ξέρεις ωστόσο υπάρχει κι ο αστάθμητος παράγοντας της αφόρητης μοναξιάς και το σύνδρομο της στέρησης στο σεξ που σου χτυπάει κόκκινο όταν λείπει ο Νικηφόρος και σε βαράει κατακούτελα. Αυτά που μου προσέφερε ο Νικηφόρος μου έλειπαν τον πρώτο καιρό της απουσίας του. Οι καύλες μου ώρες-ώρες ήταν ανυπόφορες που ντρεπόμουν να το παραδεχτώ ακόμα και στον εαυτό μου.»
Το σεξ ξαδέρφη έχει συνδεθεί με τα νιάτα, και καυλώνουμε γιατί η φύση θέλει να υπάρχουμε. Κάποτε τα σκουλήκια ή οι φλόγες θα φάνε αχόρταγα τα κορμιά μας και εμείς θα έχουμε στερήσει από αυτά την ηδονή;
«Πάντως, δεν της το είχα και της Ελπινίκης. Να και η Ελπινίκη πολύ προχωρημένη στα σεξουαλικά … και την είχα για παρθενοπιπίτσα.» 
«Ξαδερφούλα μου θα το διαπιστώσεις και 'συ! Το τέλειο σεξ γίνεται με τρεις.  Γιατί να έχεις έναν ερωτικό παρτενέρ όταν μπορείς να έχεις δύο; Να! να είμαστε δύο κορίτσια με έναν αξιόλογο άντρα σαν τον Νικηφόρο,  εμπεριέχει την προστυχιά του μοιραίου.  Άλλωστε κοινό μυστικό είναι ότι μία στις δύο γυναίκες, έχει συμμετάσχει σε τρίο, είτε εκτός σχέσης, είτε με τον σύντροφό της»
«Και τώρα;»
«Και τώρα; Τι;».
«Να ρωτάω που βρίσκεται η σχέση σας με τον Αρχιτέκτονα.».
«Μετά το τελευταίο μας γαμήσι αυτός έφυγε για το Λονδίνο να αναλάβει κάποιο έργο ανακαίνισης στις επιχειρήσεις τις οικογενειακές τους.»
«Χωρίσατε;. Έτσι ήπια, χωρίς μελοδραματισμούς;»
«Ε ναι! Ξέραμε ότι το κάτι παραπάνω δεν υπήρχε. Κάποια πράγματα είναι μεγαλύτερα από εμάς. Και έτσι πρέπει να είναι. Κανένα άγχος λοιπόν. Μάλλον στο τέλος του χρόνου τελειώνει και γυρίζει πίσω»
«Και τώρα; Νικηφόρος; Αλήθεια ποτέ δεν θα πίστευα ότι έχεις παράπονα από το γάμο σου.»
«Όχι αγάπη μου. Δεν έχω ιδιαίτερα παράπονα από το γάμο μου. Απεναντίας ο γάμος μου είναι επιτυχημένος και όσο είμαστε μαζί το επιβεβαιώνει αυτός, από την πλευρά του, με την αγάπη του για μένα. Είναι παραπάνω από άψογος μαζί μου, είναι, μπορώ να πω, διαμάντι. Τον αγαπώ και τον νοιάζομαι βαθιά. Ο Νικηφόρος είναι ο σταθερός κουβαλητής για την οικογένεια μας για τα παιδιά μας. Εγώ από την άλλη, φροντίζω να μεγαλώνουν σωστά, χωρίς να χρειάζεται να δουλεύω σε τίποτα σκληρές δουλειές, με αντάλλαγμα τη σεξουαλική μου διαθεσιμότητα όταν επιστρέφει από τα ταξίδια του και έχουμε πιπεράτες επαφές και καλή χημεία.
Να μερικές φορές η απιστίες μου έχουν απλώς ως κίνητρο την επιθυμία μου σαν γυναίκα για έξαψη και ποικιλία ώστε να «υποκύπτω»,..... ενάντια στην κρίση και τη λογική....., στην έλξη ενός δυναμικού αλλά ευγενικού άντρα και να απολαμβάνω την κυριαρχική αντρική σεξουαλικότητα που επιθυμώ όταν μου λείπει ο Νικηφόρος. Ρε ζουζούνι τι σε μαθαίνω. To sex είναι το πιο ωραίο πράγμα στη ζωή! Το σεξ αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας, γιατί πολύ απλά είναι στη φύση μας να αναζητάμε την απόλαυση και την ικανοποίηση. Και ενώ η γυναίκα μπορεί να διεγείρεται πιο εύκολα από τον άντρα και να διαθέτει περισσότερες σεξουαλικές ικανότητες όπως είναι οι πολλαπλοί οργασμοί, κάτι που δεν μπορεί να πετύχει ένας άνδρας, στους άντρες επιτρέπεται να εκφράζουν τις σεξουαλικές τους ανάγκες ενώ οι γυναίκες που τις εκφράζουν μπορεί να θεωρηθούν ανήθικες, λάγνες και αμαρτωλές.»
«Ρε πως τα λες. Σαν πλοκή ερωτικού ρομαντικού μυθιστορήματος μου ακούγετε.»
«Μέχρι την ηλικία των είκοσι πέντε αγάπη μου το σεξουαλικό κεφάλαιο μιας γυναίκας έχει συνήθως κορυφωθεί. Μετά από τα τριάντα, δεν είναι πλέον στην αναπαραγωγική ακμή της και αρχίζει να χάνει στον ανταγωνισμό με νεότερες γυναίκες. Μέχρι την ηλικία των σαράντα, το σεξουαλικό της κεφάλαιο έχει μειωθεί στο σημείο όπου το να βρει σύντροφο ποιότητας γίνεται πλέον αμφίβολο. Γι αυτό απόλαυσε-το όσο είναι νωρίς... Το λέει και το λαϊκό σοφό τραγούδι. Γλέντα καμένε άνθρωπε, γιατί θε να γεράσεις, και τα νιάτα δεν πουλιούνται πια να τα ξαναγοράσεις.»
«Μμμμ... Δεν διαφωνώ.»
«Για αυτό λοιπόν κάτσε να τα πούμε και άκου να μαθαίνεις, με την ησυχία σου και με το πάσο σου στο τσίπουρο που θα πιούμε! Ετούτο τον καιρό που απ' ότι κατάλαβα δεν γαμιέσαι με κανέναν πως τη βγάζεις; Φαντασία μου πλανεύτρα;» Ρωτάει τώρα η Εριφύλη.
«Τι να κάνω μόνη μου τι βρίσκω και έχει και εγγυημένα αποτελέσματα! Αδειάζει το μυαλό μου από περιττές σκέψεις, και δίνομαι ψυχή και σώμα στο ιερό μου καθήκον! Αλλά που θα πάει. Γουστάρω και εγώ κάποιον και όπως σου είπα τον έχω στο μυαλό μου και πιστεύω σύντομα να τον καταφέρω να ξεκινήσουμε να μου ξεσκίζει και μένα το μουνί και τον κώλο και να μου χαρίζει τους οργασμούς των ονείρων μου!» 
«Ενδιαφέρον μου ακούγεται. Ποιος είναι; Γνωστός; Τον ξέρω;»
«Ε πως να στο πω», άρχισε ο Άλκηστις αργά-αργά σα να μετρούσε τις κουβέντες της.
«Όλο μυστήριες κουβέντες είσαι ρε Άλκηστις. Τι θες να πεις και δεν το λες καθαρά;»
«Τι θες να πω δηλαδή;»
«Την αλφαβήτα. Με δουλεύεις;»
«Θα τον μάθεις αν μ' αφήσεις να στα πω λοιπόν με τη σειρά τους και κατά πως μπορώ εγώ.»
«Λέγε τα όπως θες και μ' όσα στολίδια γουστάρεις» της χαμογέλασε αδελφικά η Εριφύλη και της χάιδεψε τρυφερά το χέρι.
«Που είχαμε μείνει το λοιπόν. Α ναι!» άρχισε η Άλκηστις πάλι αργά αργά σα να μετρούσε και πάλι τις κουβέντες της. «Άσε που τα πράματα δεν είναι ρόδινα.» 
«Μη λοξοδρομείς την κουβέντα ρε συ Άλκηστις, αγανάκτησε ξανά ο Εριφύλη. Γαμάς κουβέντα που λέμε. Τέλος πάντων είπε μετά από μικρή σκέψη. Τι ζόρι έχεις να μου τον πεις και όταν τα λες αυτά, δε με κοιτάς στα μάτια! Ξέρεις πως δε μου αρέσει καθόλου όταν γίνεσαι αινιγματική. Πες μου ποιος είναι και γιατί διστάζεις να το πεις.»
Η Άλκηστις γύρισε και την κοίταξε με σταυρωμένα τα χέρια και ένευσε καταφατικά.
«Θα σου πω την αλήθεια! Λοιπόν τον ξέρεις. Και πολύ καλά μάλιστα. Πως να στο πω; Καλύτερα δεν γίνεται.»
«Σοβαρά το λες; Και ποιος είναι ο τυχερός που θέλεις να γευτεί τα κάλλη σου και τις χαρές της νιότης σου, που εγώ τον ξέρω;»
«Εσύ ποιον να λες! Ο ίδιος ο Νικηφόρος σου είναι.» Το είπε απνευστί και δε μπόρεσε να συνεχίσει την πρόταση προσπάθησε να κοιτάζει αλλού  αλλά δεν γινόταν! 
«Τόμπολα! Ρε παλιοκόριτσο δεν πιστεύω να μιλάς σοβαρά. Θα με τρελάνεις.» αναφώνησε με ηχηρή φωνή η Εριφύλη, αντιδρώντας λες και δεν υπήρχαν άλλοι εκεί.
Ένα ζευγάρι στο μπροστινό μέρος του μαγαζιού γύρισε και τις κοίταξε απορημένο κι ανήσυχο .
Η Εριφύλη τους χαμογέλασε αφοπλιστικά, αγνόησε την παρουσία τους, γύρισε ξανακοίταξε απορημένη την ξαδέρφη της και ξανασκέφτηκε όλο το σκηνικό από την αρχή. Όσο το σκεφτόταν τόσο πιο λιγοτερο άσχημα ένιωθε. 
«Στ' αλήθεια το λες σοβαρά; Αν και τελευταία είχα μυριστεί ότι κάτι παίζει μεταξύ σας αλλά πάλι είχα πολλές αμφιβολίες! Τώρα έχουμε δυο εκδοχές. Η μια είναι να σου μαδήσω το μουνί τρίχα-τρίχα που θες να με κερατώσεις έτσι ξεδιάντροπα με τον δικό μου. Και η άλλη...»
Εδώ η Εριφύλη κάνει παύση δίνοντας την εντύπωση πως κάτι σκέφτεται κάτι που θα ήθελε να πει αλλά δεν έχει αποφασίσει πως να το πει.
«Και η άλλη;» Ρωτάει όλο αδημονία η Άλκηστις.
«Να σκέφτομαι ότι....» Αλλά συνεχίζει να μένει ακόμα σκεφτική δεν συνεχίζει.
«Ρε ξαδέρφη. Έλα πες’ το!   «Το μαρτύριο της σταγόνας» το λένε αυτό που μου κάνεις.» Διαμαρτύρεται η Άλκηστις.
Την κοίταξε και της είπε. « Άκουσε με μικρο μου καργιολάκι., βλέπω δεν κρατιέσαι. και διψάς για μάθηση! Να ρε άτιμο θηλυκό. Σκεφτόμουν .......

Click to Open
Ερωτική Μυθοπλασία II: (Μέρος.. 3)
.....
 
Web Informer Button