Με συγκίνηση αναφέρομαι σε ξεπλυμένες αναμνήσεις από τους καθημερινούς ήρωες της ναυτικής μου ζωής, οι οποίοι αφού εκτέλεσαν το καθήκον τους κι εκπλήρωσαν την αποστολή τους ταξιδεύοντας για χρόνια τους ωκεανούς της υφηλίου, στη συνεχεία αποσύρθηκαν απόμαχοι συνταξιούχοι, διακριτικά και με μετριοφροσύνη στη σκιά της κοινωνίας την όποια είχαν υπηρετήσει με την ακάματο εργασία τους. Όλες αυτές οι αναμνήσεις καταθέτονται χωρίς υπερβολές η ωραιοποιήσεις, πολύ απλά αυτή ήταν η ζωή τους.
Έχουν κιόλας περάσει επτά με οκτώ χρόνια από τότε, μεσοκαλόκαιρο, που βρέθηκα στον λιμένα της Πύλου για ένα μακρύ χρονικό διάστημα σε πλοίο της εταιρείας που κρίθηκε απαραίτητο να εκτελέσει μερικές επείγουσες και αναγκαίες εργασίες επισκευών στο αγκυροβόλιο του ομώνυμου κλειστού κόλπου.
.........."Η Πύλος βρίσκεται σε εξαιρετική γεωγραφική θέση ενώ το λιμάνι της είναι ένα από τα μεγαλύτερα και ασφαλέστερα λιμάνια του κόσμου, με μήκος 4800μ και πλάτος 3600μ. [Το Λιμάνι] Το βάθος της θάλασσας φτάνει τα 50μ. Στα δυτικά, μπροστά από το λιμάνι υπάρχει η νήσος Σφακτηρία. Στα νότια του νησιού βρίσκεται η νησίδα Πύλος ή Τσιχλι-μπαμπά ή Φανάρι. Αναφέρεται από τον Όμηρο ως το Βασίλειο του Νέστορα που, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε απ' τον μυθικό Πύλο".......
........ Μετά από μια κοπιαστική στη διάρκεια της ημέρας εργασία, με τη δύση του ηλίου επέστρεφα από το πλοίο μαζί με τα συνεργεία παρέα στο ξενοδοχείο με την λαμπερή και ανανεωμένη λάντζα του λιμανιού ο «Άγιος Νικόλαος».
.........."Η Πύλος βρίσκεται σε εξαιρετική γεωγραφική θέση ενώ το λιμάνι της είναι ένα από τα μεγαλύτερα και ασφαλέστερα λιμάνια του κόσμου, με μήκος 4800μ και πλάτος 3600μ. [Το Λιμάνι] Το βάθος της θάλασσας φτάνει τα 50μ. Στα δυτικά, μπροστά από το λιμάνι υπάρχει η νήσος Σφακτηρία. Στα νότια του νησιού βρίσκεται η νησίδα Πύλος ή Τσιχλι-μπαμπά ή Φανάρι. Αναφέρεται από τον Όμηρο ως το Βασίλειο του Νέστορα που, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε απ' τον μυθικό Πύλο".......
........ Μετά από μια κοπιαστική στη διάρκεια της ημέρας εργασία, με τη δύση του ηλίου επέστρεφα από το πλοίο μαζί με τα συνεργεία παρέα στο ξενοδοχείο με την λαμπερή και ανανεωμένη λάντζα του λιμανιού ο «Άγιος Νικόλαος».
Διαβαίνοντας την έξοδο της προβλήτας καθώς περπατούσα στον προαύλιο χώρο των πρώτων εστιατορίων, ξαφνικά ακούω μια βαριά ζεστή αντρική φωνή να φωνάζει το όνομά μου.. Βάδιζα και λίγο αφηρημένα και τα έχασα. Σηκώνω τα μάτια ...
Μετά την αρχική μου σαστιμάρα και αμηχανία, μέσα μου άστραψε ένα χαμόγελο αργοπορημένης αναγνώρισης.
Ο Βαρόνος!!
Μετά την αρχική μου σαστιμάρα και αμηχανία, μέσα μου άστραψε ένα χαμόγελο αργοπορημένης αναγνώρισης.
Ο Βαρόνος!!
Τον ατένιζα να κάθεται στο παραλιακό τραπέζι του εστιατόριου πάνω στο
κύμα, διπλά από την προβλήτα αποβίβασης του λιμένα, φορούσε ένα
ολοκαίνουργιο επαρχιώτικο κουστούμι με το σακάκι ριγμένο στην πλάτη μιας
καρέκλας. Ήταν η πρώτη μου φορά που συνειδητοποίησα ότι ο Βαρόνος ανήκε
και αυτός στα ανώνυμα πρόσωπα του μεγάλου πλήθους. Τα μάτια του εκείνα
τα λαμπερά μαύρα μάτια είχαν χάσει πολύ από την φωτεινότητα τους.
«Δε μου λες, άκουσα καλά ή με γελάνε τα αυτιά μου;»
«Δεν σε γελούν τα αυτιά σου, φίλε μου! χα χα χα.»
«Καλησπέρα.» του λέω.
«Καλησπέρα βρε Μανιαούρι από τη Λακωνία.. Καλά λένε βουνό με βουνό δεν σμίγει.»
Έγινε μια μικρή παύση. «Να που βρέθηκες και στα δικά μας όμορφα μέρη παλιέ καλέ μου φίλε.»
Να σας τον συστήσω. Μα και, βεβαία, αυτός που με προσκαλεί και με προκαλεί δεν είναι άλλος από το «Βαρόνο» τον ένα και μοναδικό χαρακτήρα, με τη ζεστή φωνή και με το «σοβαρό» προφίλ. Αυτό που αναδύθηκε τις στιγμές εκείνες, φαίνεται ότι «κρυβόταν» από παλιά μέσα του. Σ' εκείνες τις απλές, παλιές μας όμορφες στιγμές.
Τα έργα και οι ημέρες του ήταν ένας θρύλος στα καπνιστήρια και τις τραπεζαρίες των πλοίων της εταιρείας μη εξαιρούμενων και των γραφείων στην Ακτή Μιαούλη.
Τα τελευταία χρόνια είχε χαθεί από την πιάτσα της Ακτής Μιαούλη λες και άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Είχα να μάθω νέα του περισσότερο από μια δεκαετία.
«Για κοίτα, φίλε μου, πώς γυρίζει ο τροχός! Που χάθηκες μεγάλε μου Βαρόνε;» τον ρώτησα βλέποντας τον να έχει σηκωθεί από την θέση του και να έρχεται προς το μέρος μου.
Ξαφνικά σμίξαμε με θέρμη τα χέρια και όταν έπαψε να μου σφίγγει το χέρι κάθισα στην άδεια καρέκλα στο πλάι του απολαμβάνοντας το ανάλαφρο δροσερό απογευματινό αεράκι που σάρωνε την επιφάνεια της παραλίας κουβαλώντας την υγρασία της θάλασσας αλλά και τη μυρωδιά από τα τριαντάφυλλα και τις βουκαμβίλιες που φύτρωναν στις αυλές γύρω μας.
«Λοιπόν καλέ μου φίλε! Τι χαμπάρια: Πως τα πάτε με τις εργασίες των επισκευών; Τρελό τρέξιμο βλέπω πάλι σήμερα; Πότε σαλπάρουμε;» Έκανε μαζεμένες τις ερωτήσεις και τώρα περίμενε απαντήσεις.
Το κατάλαβα ότι το ήξερε πως θα με συναντούσε και με περίμενε.
«Φίλε μου θέλω να φύγει αυτή η εβδομάδα γιατί είμαι οριακά με τόση πίεση! Αυτές οι επισκευές είναι από τις πιο δύσκολες που έχω τρέξει! Άντε να παραδώσουμε να ηρεμήσω λίγο!»
«Από όσο θυμάμαι κάθε φορά τα ίδια συμβαίνουν με τις επισκευές! Γιατί σκας;»
Γέλασα λίγο και ηρέμησα.
«Κι εσύ πως τα βολεύεις που είσαι συνταξιούχος σήμερα.» Του αποκρίθηκα γελώντας τώρα. «Σε ρωτώ γιατί πολύ σύντομα θα βρεθώ να βράζω στο ίδιο καζάνι μ’ εσένα.»
«Δε μου λες, άκουσα καλά ή με γελάνε τα αυτιά μου;»
«Δεν σε γελούν τα αυτιά σου, φίλε μου! χα χα χα.»
«Καλησπέρα.» του λέω.
«Καλησπέρα βρε Μανιαούρι από τη Λακωνία.. Καλά λένε βουνό με βουνό δεν σμίγει.»
Έγινε μια μικρή παύση. «Να που βρέθηκες και στα δικά μας όμορφα μέρη παλιέ καλέ μου φίλε.»
Να σας τον συστήσω. Μα και, βεβαία, αυτός που με προσκαλεί και με προκαλεί δεν είναι άλλος από το «Βαρόνο» τον ένα και μοναδικό χαρακτήρα, με τη ζεστή φωνή και με το «σοβαρό» προφίλ. Αυτό που αναδύθηκε τις στιγμές εκείνες, φαίνεται ότι «κρυβόταν» από παλιά μέσα του. Σ' εκείνες τις απλές, παλιές μας όμορφες στιγμές.
Τα έργα και οι ημέρες του ήταν ένας θρύλος στα καπνιστήρια και τις τραπεζαρίες των πλοίων της εταιρείας μη εξαιρούμενων και των γραφείων στην Ακτή Μιαούλη.
Τα τελευταία χρόνια είχε χαθεί από την πιάτσα της Ακτής Μιαούλη λες και άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Είχα να μάθω νέα του περισσότερο από μια δεκαετία.
«Για κοίτα, φίλε μου, πώς γυρίζει ο τροχός! Που χάθηκες μεγάλε μου Βαρόνε;» τον ρώτησα βλέποντας τον να έχει σηκωθεί από την θέση του και να έρχεται προς το μέρος μου.
Ξαφνικά σμίξαμε με θέρμη τα χέρια και όταν έπαψε να μου σφίγγει το χέρι κάθισα στην άδεια καρέκλα στο πλάι του απολαμβάνοντας το ανάλαφρο δροσερό απογευματινό αεράκι που σάρωνε την επιφάνεια της παραλίας κουβαλώντας την υγρασία της θάλασσας αλλά και τη μυρωδιά από τα τριαντάφυλλα και τις βουκαμβίλιες που φύτρωναν στις αυλές γύρω μας.
«Λοιπόν καλέ μου φίλε! Τι χαμπάρια: Πως τα πάτε με τις εργασίες των επισκευών; Τρελό τρέξιμο βλέπω πάλι σήμερα; Πότε σαλπάρουμε;» Έκανε μαζεμένες τις ερωτήσεις και τώρα περίμενε απαντήσεις.
Το κατάλαβα ότι το ήξερε πως θα με συναντούσε και με περίμενε.
«Φίλε μου θέλω να φύγει αυτή η εβδομάδα γιατί είμαι οριακά με τόση πίεση! Αυτές οι επισκευές είναι από τις πιο δύσκολες που έχω τρέξει! Άντε να παραδώσουμε να ηρεμήσω λίγο!»
«Από όσο θυμάμαι κάθε φορά τα ίδια συμβαίνουν με τις επισκευές! Γιατί σκας;»
Γέλασα λίγο και ηρέμησα.
«Κι εσύ πως τα βολεύεις που είσαι συνταξιούχος σήμερα.» Του αποκρίθηκα γελώντας τώρα. «Σε ρωτώ γιατί πολύ σύντομα θα βρεθώ να βράζω στο ίδιο καζάνι μ’ εσένα.»
Κούνησε τους ώμους του αδιάφορα, χωρίς να μου απαντήσει, δεν μου έδωσε την εντύπωση ότι τον ενθουσίαζε η ιδιότητα του συνταξιούχου.
Με πληροφόρησε πως αυτή την εποχή έμενε σε μία ερημική μικρή εξοχική αγροικία που είχε κληρονομήσει σε μικρή απόσταση από την Καλαμάτα και τώρα είχε την δυνατότητα να απολαμβάνει μια παλιά του και αγαπημένη συνήθεια, τις χαλκογραφίες. Λένε πως οι ζωγράφοι κι οι ναυτικοί φτιάχνουν τα ίδια σπίτια και η κληρονομιά του φίλου μας δεν αποτελούσε εξαίρεση. Ήταν ένα μικρό τούβλινο χαμηλοτάβανο σπίτι με ασπροβαμένους τοίχους, και η εξώπορτα του έβγαζε απευθείας στην θέα της θάλασσας.
Με τα μάτια της φαντασίας μου φιλοτέχνησα την σημερινή μελαγχολική εικόνα της ζωής του, ενός μοναχικού ερημίτη σ’ ένα σπίτι πολύχρωμο, σαν σκηνικό σε φωτεινό ηλιόλουστο τοπίο να πηγαίνει χωρίς παρέα ατέλειωτους περιπάτους, γυροφέρνοντας στο μυαλό του τις σκέψεις και τις μνήμες του σαν ένα σμάρι από παλιές φωτογραφίες που ένας θεός μονάχα ήξερε που τον ταξίδευαν.
Να αφηγείται περιστατικά και περιπέτειες μ’ ευλάβεια ποιμένα γονιού που τις άκουγαν για πρώτη φορά τα μικρά του εγγόνια από την κόρη της αδελφής του, περιγραφικός, ευφάνταστος, αγγίζοντας με τον τρόπο αυτό τις ευαίσθητες χορδές της καρδιάς και του μυαλού τους. Να τους περιγράφει σκηνές με ένα απίστευτα ποιητικό τρόπο, και να τα κάνει να γελούν χάρη στην αριστουργηματική αφηγηματική του τέχνη. Η αξιοθαύμαστη δεξιοτεχνία και η θεατρικότητα, με την οποία χειρίζεται τις ιστορίες του απ' όσο γνωρίζω είναι μοναδική.
Με πληροφόρησε πως αυτή την εποχή έμενε σε μία ερημική μικρή εξοχική αγροικία που είχε κληρονομήσει σε μικρή απόσταση από την Καλαμάτα και τώρα είχε την δυνατότητα να απολαμβάνει μια παλιά του και αγαπημένη συνήθεια, τις χαλκογραφίες. Λένε πως οι ζωγράφοι κι οι ναυτικοί φτιάχνουν τα ίδια σπίτια και η κληρονομιά του φίλου μας δεν αποτελούσε εξαίρεση. Ήταν ένα μικρό τούβλινο χαμηλοτάβανο σπίτι με ασπροβαμένους τοίχους, και η εξώπορτα του έβγαζε απευθείας στην θέα της θάλασσας.
Με τα μάτια της φαντασίας μου φιλοτέχνησα την σημερινή μελαγχολική εικόνα της ζωής του, ενός μοναχικού ερημίτη σ’ ένα σπίτι πολύχρωμο, σαν σκηνικό σε φωτεινό ηλιόλουστο τοπίο να πηγαίνει χωρίς παρέα ατέλειωτους περιπάτους, γυροφέρνοντας στο μυαλό του τις σκέψεις και τις μνήμες του σαν ένα σμάρι από παλιές φωτογραφίες που ένας θεός μονάχα ήξερε που τον ταξίδευαν.
Να αφηγείται περιστατικά και περιπέτειες μ’ ευλάβεια ποιμένα γονιού που τις άκουγαν για πρώτη φορά τα μικρά του εγγόνια από την κόρη της αδελφής του, περιγραφικός, ευφάνταστος, αγγίζοντας με τον τρόπο αυτό τις ευαίσθητες χορδές της καρδιάς και του μυαλού τους. Να τους περιγράφει σκηνές με ένα απίστευτα ποιητικό τρόπο, και να τα κάνει να γελούν χάρη στην αριστουργηματική αφηγηματική του τέχνη. Η αξιοθαύμαστη δεξιοτεχνία και η θεατρικότητα, με την οποία χειρίζεται τις ιστορίες του απ' όσο γνωρίζω είναι μοναδική.
Μερικοί άνθρωποι σε κάνουν να μελαγχολείς και να θλίβεσαι ότι κατασπατάλησαν το χρόνο τους και χαράμισαν τις ικανότητες τους με δραστηριότητες σε σκοτεινές γωνιές και αδιέξοδα στενοσόκακα.
Η ζωή είχε το βλέμμα της γυρισμένο προς τη μια μεριά και αυτός προς την άλλη, σκέφτηκα φευγαλέα, αλλά που να πάρει ο διάβολος δεν τους βρίσκεις κάθε μέρα αυτούς τους εξαιρετικά διαφορετικούς ανθρώπους.
Η μνήμες μας ταξίδεψαν δυο δεκαετίες πίσω. Ύστερα από είκοσι χρόνια οι μνήμες είναι άνισες όταν πρόκειται να θυμηθούν τα γεγονότα που συνέβησαν στο μακρινό παρελθόν, ένα σωρό εικόνες απ’ τα περασμένα έρχονται στην επιφάνεια, και είναι κάποιες φορές που πρέπει να παραδεχτώ ότι περιέχουν εικόνες που αφήνουν την δική τους πικρή γεύση, εικόνες που θα ήθελε κάνεις να ξεχάσει και δεν θα έλεγα την αλήθεια αν ισχυριζόμουν το αντίθετο.
Εκείνο τον καιρό πιστεύαμε πως ήμασταν σπουδαίοι κι οι μέρες έδειχναν να είναι πολύ μεγαλύτερες από ότι σήμερα. Ήμασταν νέοι, υπήρχε μια λεβεντιά με ειλικρίνεια γιατί πουθενά δε βρίσκεις καλύτερους συντρόφους απ’ αυτούς που αγαπούν την θάλασσα και δουλεύουν στην αγκαλιά της. Είναι φορές που αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που περισσότερο από όλα μας αφαίρεσε στην διάβα του ο χρόνος. Μην είναι στην πράξη ότι χάσαμε το κέφι και την ελαφρότητα που μοιραζόμασταν όλοι μας εκείνα τα περασμένα χρόνια της νιότης.
Το κύμα θρόιζε σε χαμηλούς τόνους θαρρείς και μας άκουγε αφηρημένα τους δυο άνδρες που είχαμε απορροφηθεί στη συζήτηση εκεί στην άκρη της θάλασσας, σκαλίζοντας το παρελθόν μας, και με κάθε καινούργια ιστορία που διηγείται ο Βαρόνος να μεγαλώνει το κέφι μας. Μας αγκάλιασε η νύχτα που άπλωσε τις μαύρες φτερούγες της παντού.
Πίσω
από το δάκτυλο της στεριάς που χωνόταν στον υδάτινο κόρφο ξεπρόβαλε το
μισοφέγγαρο, κοντράστ στο φωτισμένο μεγάλο φορτηγό πλοίο που βρισκόταν
αγκυροβολημένο μέσα στον κόλπο, και μπόλικα αστέρια εμφανίστηκαν στον
ουρανό.
Η αλήθεια είναι πως στην πραγματικότητα ο «Βαρόνος» ποτέ δεν έγινε πραγματικός ναυτικός, δεν είχε κανένα πραγματικό ενδιαφέρον γι' αυτή την εργασία, δεν κυλούσε στο αίμα του ιδιαίτερα η θάλασσα.
Ένα αρκετά μεγάλο διάστημα είχε εγκαταλείψει το ναυτικό επάγγελμα και ασχολήθηκε εκεί στη γενέτειρα του την Καλαμάτα με το εμπόριο ελαιόλαδου. Η επιχείρηση του απλώθηκε πολύ σύντομα με κύριο αντικείμενο τις εξαγωγές σε Ευρωπαϊκές χώρες. Το ίδιο πολύ σύντομα για κάποιους ανεξιχνίαστους λόγους για μας ήλθε και η κατάρρευση της επιχείρησης. Την εποχή εκείνη κυκλοφορούσαν τουλάχιστον εκατό εκδοχές για τα γεγονότα που αφορούσαν την κατάληξη της επιχείρησης, με εκατό διαφορετικές αιτιολογήσεις. Η αλήθεια θα μπορούσε άνετα να βρίσκεται σε οποιαδήποτε από αυτές.
Η δική του θέση για αυτά που κυκλοφορούσαν ήταν αφοπλιστική.
«Υπάρχει στην αγορά κορεσμός υπερτιμημένων λαδιών πρώτης ποιότητας. Μια αγορά που θα πρέπει να σας επισημάνω ότι βρίσκεται ήδη σε συνεχή ύφεση. Για να ξεκινήσεις λοιπόν ένα καινούργιο προϊόν λαδιού με επιτυχία απαιτείται μια πολύ επιθετική προώθηση του προϊόντος και έμπειρο δυναμικό πωλήσεων. Εγώ απλά απέτυχα δεν είχα αυτές τις προϋποθέσεις.» Δήλωνε με παρρησία στους συνομιλητές του.
«Υπάρχει στην αγορά κορεσμός υπερτιμημένων λαδιών πρώτης ποιότητας. Μια αγορά που θα πρέπει να σας επισημάνω ότι βρίσκεται ήδη σε συνεχή ύφεση. Για να ξεκινήσεις λοιπόν ένα καινούργιο προϊόν λαδιού με επιτυχία απαιτείται μια πολύ επιθετική προώθηση του προϊόντος και έμπειρο δυναμικό πωλήσεων. Εγώ απλά απέτυχα δεν είχα αυτές τις προϋποθέσεις.» Δήλωνε με παρρησία στους συνομιλητές του.
Η γνωριμία μας έγινε την επομένη χρονιά από τον καιρό που ασχολήθηκε περιστασιακά αλλά με μια επιτυχία ανέλπιστη με το λαθρεμπόριο τσιγάρων και ποτών στην Κωστάντζα τον μεγαλύτερο λιμένα της Ρουμανίας.
Όχι τίποτα σπουδαίο και μεγάλο βέβαια, αλλά ένα μικρό καθημερινό οικονομικό πάρε δώσε, που η οργάνωση και εκτέλεση του ήταν μια ιδιοφυής σκέψη του φίλου μας. Ουσιαστικά ήταν μια χαμαλίδικη δουλίτσα, περιορισμένων οικονομικών μεγεθών και δυνατοτήτων.
Τις εποχές εκείνες η Κωστάντζα ήταν πάντα πόλη εξαιρετικά φιλόξενη για τους Έλληνες ναυτικούς και ιδανικός τόπος για ανθρώπους σαν τον Βαρόνο. Πέρα από την ναυτιλιακή δραστηριότητα, πήγαιναν πακέτο κάθε λογής τυχοδιωκτικές συναλλαγές λαθρεμπορίου και διακίνηση μαύρου χρήματος με το τσουβάλι. Ταυτόχρονα ήταν η Ρουμανική πρωτεύουσα της εφήμερης πορνείας. Όλα αυτά την εποχή του υπαρκτού σοσιαλισμού και του Τσαουσέσκου.
Για όποιον είχε ζήσει τα χρόνια εκείνα τις συνθήκες που επικρατούσαν στα οικονομικά όρια του λιμένα της Κωστάντζα εύλογα θεωρούσε ότι βρισκόταν σε μια περιοχή όπου το λάδωμα ελάμβανε χώρα σε μεγαλύτερη έκταση και επιτυχέστερα από ότι στην υπόλοιπη Ρουμανία.
Τις εποχές εκείνες η Κωστάντζα ήταν πάντα πόλη εξαιρετικά φιλόξενη για τους Έλληνες ναυτικούς και ιδανικός τόπος για ανθρώπους σαν τον Βαρόνο. Πέρα από την ναυτιλιακή δραστηριότητα, πήγαιναν πακέτο κάθε λογής τυχοδιωκτικές συναλλαγές λαθρεμπορίου και διακίνηση μαύρου χρήματος με το τσουβάλι. Ταυτόχρονα ήταν η Ρουμανική πρωτεύουσα της εφήμερης πορνείας. Όλα αυτά την εποχή του υπαρκτού σοσιαλισμού και του Τσαουσέσκου.
Για όποιον είχε ζήσει τα χρόνια εκείνα τις συνθήκες που επικρατούσαν στα οικονομικά όρια του λιμένα της Κωστάντζα εύλογα θεωρούσε ότι βρισκόταν σε μια περιοχή όπου το λάδωμα ελάμβανε χώρα σε μεγαλύτερη έκταση και επιτυχέστερα από ότι στην υπόλοιπη Ρουμανία.
Και αυτό που είχα καταλάβει ήταν ότι για κάποιο λόγο όλοι οι συμμετέχοντες εμπιστεύονταν τους Έλληνες ναυτικούς δεν υπήρχε δυσπιστία για τις μη νόμιμες μικρό συναλλαγές της καθημερινότητας που τους απέφερε μερικά οφέλη στις πολύ δύσκολες ημέρες διαβίωσης που περνούσαν .
Κυβερνητικοί υπάλληλοι και εργαζόμενοι στην ελεύθερη ζώνη εμπορίου του λιμένος σε συνεργασία με τους υψηλόβαθμους κρατικούς λειτουργούς του λιμένα κάλυπταν τις εμπορικές δραστηριότητες του Βαρόνου στις παρυφές τις παραοικονομίας. Με έξυπνο τρόπο όλη η δραστηριότητα ήταν ένα μέρος από μια καλοστημένη κομπίνα, που είχε να κάνει με την αγοραπωλησία των τσιγάρων και των ποτών της ελεύθερης ζώνης.
Από κάθε άποψη το εμπορικό αλισβερίσι του φίλου μας ήταν ικανοποιητικά προσοδοφόρο για το μέγεθος της συναλλαγής. Αυτό επέτρεπε στον απλό Τρίτο μηχανικό του πλοίου να απολαμβάνει με περίσσια άνεση τα άδυτα της κρυφής νυκτερινής ζωής που εξελίσσεται στον περίγυρο του λιμένα με ανέσεις βαρόνου εξ’ ου και η προσωνυμία "Βαρόνος".
Απόψε μου αφηγήθηκε το τέλος αυτής της ιστορίας του χωρίς να του το ζητήσω, μου παρουσίασε την εικόνα των γεγονότων λιτά και απέριττα, όπως ακριβώς τα είχε ζήσει. Στο βλέμμα του υπήρχε και πάλι η ίδια πειρακτική έκφραση όπως και τότε που ήμασταν ανέμελοι νέοι.Ήταν φανερό πως είχε εξαιρετική διάθεση απόψε.
Στο τραπέζι το μπουκάλι του ερυθρού ξηρού οίνου με το σύνθετο διαυγές ερυθρό χρώμα, τις πλούσιες και ελκυστικές ανταύγειες και τα αρώματα ώριμων κόκκινων φρούτων, με νότες μπαχαρικών έχει σχεδόν καταναλωθεί προσφέροντας ικανοποιήση στις διατροφικές μας απαιτήσεις σε γεύση και απόλαυση.
«Είναι μια ιστορία απ’ αυτές που κολλούνε στη συνείδηση σου και σ΄ ακολουθούν σα βδέλλα και δεν εννοούν να ξεκολλήσουν από την θύμηση μου.» Άρχισε σαν πρόλογο την ιστορία του, έκανε μια μικρή παύση ώστε να βάλει τις σκέψεις του σε τάξη, κι ύστερα συνέχισε.
...... Η σύμβαση εργασίας με την εταιρεία μας είχε λήξει για μένα και τον έτερο τρίτο μηχανικό του πλοίου καθώς επίσης και για τον ανθυποπλοίαρχο. Όλων μας η καταγωγή κατά μια περίεργη σύμπτωση ήταν από την Μεσσηνία. Το σχέδιο αναχώρησης από το πλοίο περιελάμβανε διανυκτέρευση στην Κωστάντζα, την επομένη άφιξη στο αεροδρόμιο του Βουκουρεστίου, και επιβίβαση στην πρωινή πτήση με προορισμό την Αθήνα.
Όσοι βρίσκονταν μέσα σ’ αυτό το καπηλειό συνελήφθησαν σχεδόν όλοι, εκτός από δυο τρεις που κατάφεραν να ξεφύγουν από τις πίσω εξόδους.
Ποτέ δεν μου είχε περάσει από το νου ότι θα μπορούσε να μας συμβεί αυτό, και ήταν απόλυτα φυσιολογικό να ένοιωθα ελαφρά σοκαρισμένος από την απρόσμενη εξέλιξη.
Είχα ιδρώσει και οι κόμποι του ιδρώτα έσταζαν από πάνω μου σαν στάλες βροχής. Έφταιγε η ήσυχη νύχτα της Κωστάντζα, πλημμυρισμένη απ’ την υγρασία που ανηφόριζε πέρα από τα νερά του Δούναβη ποταμού.
Κατά εξαιρετικά ευτυχή συγκυρία ο επικεφαλής της επιχείρησης ήταν πρόσωπο γνωστό από τα εμπορικά πάρε δώσε, και όπως καταλαβαίνεις βοήθησε σ’ αυτό η πρότερη γνωριμία μας, και μου ‘δωσε αυτοπεποίθηση τη δύσκολη αυτή ώρα.
Κυβερνητικοί υπάλληλοι και εργαζόμενοι στην ελεύθερη ζώνη εμπορίου του λιμένος σε συνεργασία με τους υψηλόβαθμους κρατικούς λειτουργούς του λιμένα κάλυπταν τις εμπορικές δραστηριότητες του Βαρόνου στις παρυφές τις παραοικονομίας. Με έξυπνο τρόπο όλη η δραστηριότητα ήταν ένα μέρος από μια καλοστημένη κομπίνα, που είχε να κάνει με την αγοραπωλησία των τσιγάρων και των ποτών της ελεύθερης ζώνης.
Από κάθε άποψη το εμπορικό αλισβερίσι του φίλου μας ήταν ικανοποιητικά προσοδοφόρο για το μέγεθος της συναλλαγής. Αυτό επέτρεπε στον απλό Τρίτο μηχανικό του πλοίου να απολαμβάνει με περίσσια άνεση τα άδυτα της κρυφής νυκτερινής ζωής που εξελίσσεται στον περίγυρο του λιμένα με ανέσεις βαρόνου εξ’ ου και η προσωνυμία "Βαρόνος".
Απόψε μου αφηγήθηκε το τέλος αυτής της ιστορίας του χωρίς να του το ζητήσω, μου παρουσίασε την εικόνα των γεγονότων λιτά και απέριττα, όπως ακριβώς τα είχε ζήσει. Στο βλέμμα του υπήρχε και πάλι η ίδια πειρακτική έκφραση όπως και τότε που ήμασταν ανέμελοι νέοι.Ήταν φανερό πως είχε εξαιρετική διάθεση απόψε.
Στο τραπέζι το μπουκάλι του ερυθρού ξηρού οίνου με το σύνθετο διαυγές ερυθρό χρώμα, τις πλούσιες και ελκυστικές ανταύγειες και τα αρώματα ώριμων κόκκινων φρούτων, με νότες μπαχαρικών έχει σχεδόν καταναλωθεί προσφέροντας ικανοποιήση στις διατροφικές μας απαιτήσεις σε γεύση και απόλαυση.
«Είναι μια ιστορία απ’ αυτές που κολλούνε στη συνείδηση σου και σ΄ ακολουθούν σα βδέλλα και δεν εννοούν να ξεκολλήσουν από την θύμηση μου.» Άρχισε σαν πρόλογο την ιστορία του, έκανε μια μικρή παύση ώστε να βάλει τις σκέψεις του σε τάξη, κι ύστερα συνέχισε.
...... Η σύμβαση εργασίας με την εταιρεία μας είχε λήξει για μένα και τον έτερο τρίτο μηχανικό του πλοίου καθώς επίσης και για τον ανθυποπλοίαρχο. Όλων μας η καταγωγή κατά μια περίεργη σύμπτωση ήταν από την Μεσσηνία. Το σχέδιο αναχώρησης από το πλοίο περιελάμβανε διανυκτέρευση στην Κωστάντζα, την επομένη άφιξη στο αεροδρόμιο του Βουκουρεστίου, και επιβίβαση στην πρωινή πτήση με προορισμό την Αθήνα.
Την τελευταία μας ημέρα η νύκτα στην Κωστάντζα μας βρήκε πελάτες στοιβαγμένους σ’ ένα υπόγειο μαγαζί με κλειστά παντζούρια και ατμόσφαιρα με την αρωματισμένη χάρη των ήχων από σκυλάδικα, πλέοντας σε πελάγη χαράς και ευτυχίας, αραγμένοι σε τρυφερές αγκαλιές γεμάτες «αγάπη!»
Βουτηγμένοι στο αλκοόλ των ποτών και στον καπνό από τα τσιγάρα με μια τρυφερή αγκαλιά και ένα σ' αγαπώ αρκούν για να νιώσεις ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος.
Αρχικά οι δυο καλοί μου φίλοι δεν είχαν την απαιτουμένη διάθεση να επισκεφτούμε αυτά τα μυστήρια νυκτερινά μαγαζιά που ξεφύτρωναν σε σκοτεινές συνοικίες της πόλης.
Δεν προσπάθησα και πολύ να τους παρασύρω από τις ηθικές αναστολές τους.
«Καταλαβαίνω τους ενδοιασμούς σας τους είπα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα γυρίσουμε την πλάτη στα πάθη μας για την αρετή. Θέλω να πω πως αν σας πιάνει κάπου-κάπου ο πειρασμός δε θα πρέπει να το θεωρείτε αξιόμεμπτη αδυναμία και να μην τον απορρίπτεται.
Αυτή είναι η ευχάριστη πλευρά του δύσκολου επαγγέλματος μας, πρέπει να παραδεχτείτε ότι αρκετά επιτρέπονται στην προσωπική μας διασκέδαση αρκεί να καταφέρεις να ξεφύγεις χωρίς να σε πάρουν είδηση.» Τους είπα.
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα που έγινε η έφοδος της αστυνομίας, η αναταραχή και ο σάλος που επακολουθήσαν μου είναι δύσκολο να τον περιγράψω.Όσοι βρίσκονταν μέσα σ’ αυτό το καπηλειό συνελήφθησαν σχεδόν όλοι, εκτός από δυο τρεις που κατάφεραν να ξεφύγουν από τις πίσω εξόδους.
Ποτέ δεν μου είχε περάσει από το νου ότι θα μπορούσε να μας συμβεί αυτό, και ήταν απόλυτα φυσιολογικό να ένοιωθα ελαφρά σοκαρισμένος από την απρόσμενη εξέλιξη.
Είχα ιδρώσει και οι κόμποι του ιδρώτα έσταζαν από πάνω μου σαν στάλες βροχής. Έφταιγε η ήσυχη νύχτα της Κωστάντζα, πλημμυρισμένη απ’ την υγρασία που ανηφόριζε πέρα από τα νερά του Δούναβη ποταμού.
Κατά εξαιρετικά ευτυχή συγκυρία ο επικεφαλής της επιχείρησης ήταν πρόσωπο γνωστό από τα εμπορικά πάρε δώσε, και όπως καταλαβαίνεις βοήθησε σ’ αυτό η πρότερη γνωριμία μας, και μου ‘δωσε αυτοπεποίθηση τη δύσκολη αυτή ώρα.
Ξεμπλέξαμε σχετικά ανώδυνα με τις αρχές και τα τυπικά της ανάκρισης, κανένας δεν ρώτησε ποιος και γιατί ούτε χαρτιά μας ζήτησαν. Ευγενικά φερόμενοι σεβάστηκαν τον .....Βαρόνο..!
Παράλληλα διαπίστωσα ότι είχε χαράξει, και η αραιά ομίχλη που πλανιόταν πάνω από την θάλασσα έκανε τον χειμωνιάτικο πορτοκαλί ήλιο που εμφανίστηκε πέρα στον ορίζοντα να φαντάζει ωχρός, μελαγχολικός, όταν εγώ και οι δυο καλοί μου φίλοι, πακέτο βρεθήκαμε στο αεροδρόμιο του Βουκουρεστίου με φιλική συνοδεία των αρχών μετανάστευσης της χώρας.
Δεν αναφέραμε ούτε κουβέντα για τις αποσκευές μας που είχαμε αφήσει στο παρακείμενο από το καπηλειό ξενοδοχείο, ανησυχώντας και φοβούμενοι πως μπορεί να βγουν στην επιφάνεια μερικά ευτελούς μεν άξιας αδήλωτα δε καταναλωτικά αγαθά (όπως οι περίφημες κρέμες αντιγήρανσης της Ασλάν και διάφορες σπιτικές πορσελάνες) που αποκτήθηκαν στην μαύρη αγορά. Εγώ πάντως υποσχέθηκα στους άλλους δυο συναδέλφους μου ναυτικούς να κάνω ότι περνούσε απ’ το χέρι μου για να παραλάβουμε τις αποσκευές μας.
Στη σκέψη πολλών συναδέλφων μας πιθανολογώ να φάνταζε ότι υπέστην βαρύ προσωπικό πλήγμα μετά την σύλληψη μας, αλλά εγώ απλώς έμεινα με την αίσθηση ότι υπήρξε ένα σχεδόν χιουμοριστικό στοιχείο στην όλη υπόθεση.
Υπάρχουν στιγμές που αναρωτιέμαι αν έζησα λάθος την ζωή μου. Πιστεύεις ότι είσαι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο και με τον καιρό διαπιστώνεις πως είσαι πολύ διαφορετικός. Όμως και πάλι λέω ότι και αν αυτό συμβαίνει δεν πρέπει να χολοσκάω και να τα βάφω μαύρα. Απλά συνεχίζω την ζωή μου, κάθε μέρα που ξημερώνει είναι και μια καινούργια μέρα που αξίζει να την ζήσεις.
......Στο τραπέζι κατέφθασε το δεύτερο μπουκάλι του ερυθρού ξηρού οίνου με το σύνθετο διαυγές ερυθρό χρώμα, τις πλούσιες και ελκυστικές ανταύγειες και τα αρώματα ώριμων κόκκινων φρούτων, με νότες μπαχαρικών.
Υπάρχουν στιγμές που αναρωτιέμαι αν έζησα λάθος την ζωή μου. Πιστεύεις ότι είσαι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο και με τον καιρό διαπιστώνεις πως είσαι πολύ διαφορετικός. Όμως και πάλι λέω ότι και αν αυτό συμβαίνει δεν πρέπει να χολοσκάω και να τα βάφω μαύρα. Απλά συνεχίζω την ζωή μου, κάθε μέρα που ξημερώνει είναι και μια καινούργια μέρα που αξίζει να την ζήσεις.
......Στο τραπέζι κατέφθασε το δεύτερο μπουκάλι του ερυθρού ξηρού οίνου με το σύνθετο διαυγές ερυθρό χρώμα, τις πλούσιες και ελκυστικές ανταύγειες και τα αρώματα ώριμων κόκκινων φρούτων, με νότες μπαχαρικών.
....Τελικά τα κατάφερε, κράτησε την υπόσχεση του, ξαναγύρισε με την βοήθεια και της εταιρείας στην Ρουμανία και μετέφερε όλες τις αποσκευές στην Ελλάδα....
Σήμερα εκτός από το αγαπημένο του χόμπι τις χαλκογραφίες, αφιερώνει την φροντίδα του στην καλλιέργεια του μεγάλου κήπου με τα πολλά δέντρα που περιβάλει ολόγυρα την αγροικία με θέα το ανοικτό πέλαγος της μεσογείου θάλασσας. Τον φαντάζομαι να τον περιποιείται και να τον φροντίζει σαν τα κορίτσια που καυχιόταν πως είχε στα λιμάνια της Μαύρης θάλασσας. Οι κακές γλώσσες έλεγαν πως ο «Βαρόνος» ήταν ο καλύτερος εραστής των λιμανιών.
Ακόμη μου εκμυστηρεύτηκε ότι πολλοί ντόπιοι επιθυμούν να τον προτείνουν για το τοπικό κοινοτικό συμβούλιο. Είναι μια πρωτοβουλία που την εκτιμά και το σκέφτεται. Το γνωρίζω καλά πως ήταν πάντα του ανοιχτός και προσιτός μ’ όλο τον κόσμο, και ταυτόχρονα μάθαινε να προσαρμόζεται στο περιβάλλον και στους νέους ρυθμούς της ζωής του.
Λαθρεπιβάτες της ζωής που συνήθως διαβιούν στην Α class θέση μοιάζουν με τον τζίτζικα που χαίρεται να διασκεδάζει χωρίς έννοια για το αύριο . Ωραίο διήγημα με έναν ακόμη ανθρώπινο χαρακτήρα!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή