Bouboutselia (Panagitsa) 1957
Υπάρχουν κάτι στιγμές στη ζωή λες και είναι ταγμένες από τη μοίρα να του υπενθυμίζουν έντονα περασμένα γεγονότα. Είναι οι στιγμές που διαλύουν την ομίχλη της λήθης και τον υποχρεώνουν να κάνει μια ανασκόπηση της ζωής του, μέσα απ' ένα χείμαρρο αναμνήσεων! Με νοσταλγία και ηχηρό χτυποκάρδι θυμάται εκείνο το θλιμμένο καλοκαιρινό του απόγευμα. Ακόμη κι αν πέρασαν τόσα χρόνια, η νοσταλγία και η θλίψη κάνουν εμφάνιση στην αναπόληση του γεγονότος.Ήταν καλοκαίρι του χίλια εννιακόσια πενήντα επτά, και αυτός ήταν μόλις επτά χρονών. Το τοπίο στις αναμνήσεις του είναι τόσο γνώριμο. Στη βορειοανατολική πλευρά της αυλής του σπιτιού τους υπήρχαν δυο αιωνόβιες ελιές με πολύ μεγάλο κορμό. Τα εντυπωσιακά αυτά δένδρα στη βάση τους ήταν αγριελιές πράγμα που επιβεβαίωνε την αρχέγονη φύση του δέντρου που στη συνέχεια εξημερώθηκε από τον άνθρωπο. Ο κορμός της μιας ελιάς είχε εντυπωσιακή εξωτερική όψη και ήταν κούφιος στο εσωτερικό του. Το καρδιόξυλο έχει σαπίσει από τα εκατοντάδες χρόνια της ηλικίας του. Είχε αποσαθρωθεί στο σύνολο σχεδόν του εγκάρσιου ξύλου κι έτσι ο κορμός ήταν ανάγλυφος και κούφιος στο εσωτερικό του. Μέσα εκεί λοιπόν σ' αυτό το χώρο ήταν η κατοικία του άγρυπνου φύλακα του σπιτιού ένα θαυμάσιο θηλυκό κυνηγόσκυλο ένα λευκό και κόκκινο Σέτερ. Η Μπέτη.
Απ’ όταν μικρό παιδί και θυμάται τον εαυτό του, τον θυμάται να αναπτύσσεται και να μεγαλώνει μαζί με το σκύλο τους, μαθαίνοντας να του εκφράζει την αγάπη του, και να δένεται με αφοσίωση συναισθηματικά μαζί του. Υπήρχαν όλα εκείνα τα συστατικά της αληθινής σχέσης και φιλίας.Οποιοσδήποτε έχει μεγαλώσει με την συντροφιά ενός σκύλου ξέρει ότι πολύ δύσκολα μπορεί να συγκριθεί μια τέτοια φιλία. Μερικοί ψυχίατροι υποστηρίζουν πως ο τετράποδος σύντροφος αποτελεί τον ομφάλιο λώρο που μας συνδέει με την αθώα και άδολη ύπαρξη μας, με τον αρχέγονο εαυτό μας, τις ρίζες μας. Κι όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τη φύση, τόσο πιο πολύ θα μας χρειάζονται τα ζώα. Για να εξισορροπούν μέσα μας την αρμονία.
Το πιο συγκινητικό περιστατικό που έχει ποτέ γραφτεί για συμπεριφορά ζώου, αναφέρεται στον Άργος το πιστό σκύλο τού Οδυσσέα που αναγνώρισε τον κύριο του ύστερα από είκοσι χρόνια. Αυτό έγινε παρά το γεγονός ότι ο Οδυσσέας ήταν μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο. Αμέσως μετά, ο Άργος πέθανε. Η αφοσίωση, του σκύλου σαν έννοια είναι τόσο αξιομνημόνευτη που βρίσκει τη θέση της μέσα στο έπος. Η αφοσίωση αυτή φαίνεται κι από τον τρόπο που περιγράφεται το γεγονός. Δεν αναγνώρισε μόνο ο Οδυσσέας τον Άργο και συγκινήθηκε, ούτε μόνο το ανάποδο... Και οι δύο αναγνώρισαν ο ένας τον άλλο παρ' όλη την διαφορά στην εμφάνισή και των δύο.
Στο χωρίο από την Οδύσσεια [17 (Ρ).290-327]
Αυτά καθώς λαλούσανε κι ανάμεσό τους λέγαν,
σκυλί που κοίτουνταν, τ' αυτιά και το κεφάλι ορθώνει,
ο Άργος, που ο αντρόψυχος Δυσσέας τον είχε θρέψει,
όμως δεν τόνε χάρηκε, γιατ' είχε φύγει εκείνος
............................................
Αυτά σαν είπε, στα λαμπρά παλάτια μέσα μπήκε,
και πήγε τους καμαρωτούς μνηστήρες ν' ανταμώση.
Όμως τον Άργο θάνατος μαύρος κι αχνός τον πήρε,
σαν είδε τον αφέντη του, στα είκοσι χρόνια απάνω.
Η Μπέτη τους ήταν ένας σκύλος με αξιαγάπητο χαρακτήρα. Πανέξυπνη, σε σημείο να μπορείς να τη χαρακτηρίσεις πανούργα, γενναία, ζωηρή, αξιόπιστη και τρυφερή. Ένας θαυμάσιος σκύλος για τους κατοίκους της εξοχής, άριστο κυνηγόσκυλο, και τέλος ένας υπέροχος σύντροφος για την οικογένεια του. Ένα αψύ, σκληροτράχηλο, γνήσιο τέκνο της Ιρλανδίας, άγρυπνη σκοπός του σπιτιού, γάβγιζε σε κάθε ύποπτο πλησίασμα στην περίμετρο του χώρου της, αμείλικτος κυνηγός.
Αυτό το υπέροχο σκυλί γεννούσε θετικά συναισθήματα στην ψυχή του! Εκτός από τη συντροφιά της θυμάται την ασφάλεια που ένοιωθε δίπλα της. Μοιραζόταν μαζί της την επαφή με τη φύση, περιδιαβαίνοντας οι δυο τους μες στ' άγρια χόρτα της Άνοιξης όταν γύρω τους η φύση είχε στολιστεί, και φορούσε τη φορεσιά της γιορτής με τις μυρουδιές των άγριων λουλουδιών, να γεμίζουν τον αγέρα. Γύρω τους τα χελιδόνια πετούσαν στο γαλανό χρώμα τ΄ ουρανού, μέλισσες, σφήκες, μύγες χρυσές, τριγύριζαν μέσα στα χαντάκια, μ΄ ένα αρμονικό βουητό, πάνω στα λουλούδια τα πολύχρωμα, στις παπαρούνες, που πλήθος, φύτρωναν, ανάμεσα στο μονότονο πράσινο των χωραφιών και κουνιόνταν απαλά στο σιγαλό αεράκι που φυσούσε. Ανέμελα έτρεχαν οι δυο τους πλάι- πλάι στους διάσπαρτους μικρούς αγρούς, τους χαμένους σ’ εκείνο το περίπλοκο ανάγλυφο στις πλαγιές, μακριά από το θόρυβο του κόσμου. Χαρούμενοι και ελεύθεροι περιδιάβαιναν το ρουμάνι στο Μεγάλο Ρέμα, μέσα από τα σκίνα και τις πουρναριές με το βαθυπράσινο χρώμα, που τα φύλλα τους ποτέ δε θρόιζαν, τις κουμαριές, τις καταπράσινες χειμώνα, καλοκαίρι, και το φθινόπωρο τα κούμαρα τους να λάμπουν κόκκινα, έντονα ερωτικά. Κι όλη αυτή η νοητική επαφή σήμερα μ΄αυτές τις μυρωδιές και την ανοιχτωσιά του τοπίου του έδειχναν σαν γεννήματα της φαντασίας, σαν σκιές, που τον αγκάλιαζαν και του ανέβαζαν το συναίσθημα στους ουρανούς.
Ο χρόνος κυλούσε, η νύχτα προχωρούσε, ξημέρωνε το φως της ημέρας έπαιρνε τη θέση του στους λόφους και τα ρέματα. Τ’ άστρα και η σελήνη είχαν κρυφτεί όταν τα πρωινό ξεκινούσαν παρέα για το σχολειό παίρνοντας το μονοπάτι που φιδογυρίζοντας ανάμεσα στα πλατώματα της ανατολικής πλαγιάς του οικισμού κατέληγε στο Μεγάλο ρέμα, σε μια επίπεδη αμμουδιά που τα μανιασμένα νερά των εποχικών βροχών είχαν ξεπλύνει το έδαφος και είχαν βγάλει στην επιφάνεια τα κάτασπρα χαλίκια. Η επίπεδη αυτή αμμουδιά στις όχθες του ρέματος χρησίμευε ως πέρασμα του δρόμου προς τις ανηφόρες της δυτικής πλαγιάς με προορισμό το χωριό και το σχολείο του. Το σκυλί σταματούσε καθόταν στα δυο πισινά του πόδια πάντα εκεί στην ανατολική πλευρά ακριβώς πριν το πέρασμα της ρεματιάς. Δεν το κουνούσε από εκεί, απλώς κοιτούσε το σύντροφο του τρυφερά, τον κατευόδωνε με το βλέμμα της μέχρι αυτός να χάνεται πίσω από την κορυφή της βουνοπλαγιάς και τότε ο σκύλος γυρνούσε στην αυλή τους. Είχε προσδιορίσει το σημείο αποχαιρετισμού, και το είχε αποτυπώσει με ευλαβική ακρίβεια. Τι ομορφιά. Τι μαγική ατμόσφαιρα.Ένα χειμωνιάτικο πρωινό συνέβη κάτι πολύ ασυνήθιστο. Η Μπέτη δεν ήταν εκεί έξω στην αυλή τους, να τον συνοδέψει στο δρόμο για το σχολείο. Ήταν κάτι πολύ παράξενο, περίεργα ασυνήθιστο.
Η νύκτα που πέρασε ήταν μια νύχτα βαθιά σκοτεινή, με μια καταιγίδα που γινόταν ολοένα χειρότερη και δυνατότερη προς τα μεσάνυχτα. Ο άνεμος φυσούσε αγριεμένος στους γύρω λόφους. Το πρωί που ξημέρωσε η μέρα ήταν μια γκρίζα παγωμένη, ο άνεμος είχε φέρει μαζί του έναν ουρανό καλυμμένο από μολυβένια σύννεφα κι ένα αδιάκοπο ψιλόβροχο,. Δεν είχε καλά-καλά ξημερώσει και το θαμπό χειμωνιάτικο πρωινό στους γύρω λόφους, ήταν τυλιγμένο στη καταχνιά. Ο αέρας ήταν υγρός και παγωμένος, και παρά τα σφαλισμένα παράθυρα, τρύπωνε από τις χαραμάδες μέσα στο σπίτι.
Μόλις έφεξε κουκουλωμένος με το αδιάβροχο ως τ’ αυτιά, σαρώνει το βλέμμα μέχρι απέναντι στο μονοπάτι που οδηγεί σου μπάρμπα Παναγιώτη του Καραστατήρη. Σμίγει τα φρύδια του μήπως διακρίνει το σκύλο τους, μα ο σκύλος δεν φαίνεται πουθενά. Βάζει τα χέρια στις τσέπες να τα προστατεύσει στην πρωινή ψύχρα και ψάχνει τα αίτια της απουσίας της. Βηματίζοντας νευρικά διασχίζει το μονοπάτι και βρίσκει τον μπάρμπα Παναγιώτη μπροστά στην πόρτα του αχερώνα του. Ο σεβάσμιος γέροντας είναι ψηλός και γεροδεμένος ακόμη παρά την ηλικία του, με τ’ άσπρα του μαλλιά πυκνά και χτενισμένα και τα γένια του δασιά και περιποιημένα. Τον ρωτά μήπως είδε την Μπέτη.
«Αγόρι μου», του λέει «Όχι δεν την είδα.»
Όταν παίρνει την αρνητική απάντηση τον ευχαριστεί μ’ ένα νεύμα, το πρόσωπο του σκυθρωπιάζει, ανήσυχος κουνάει το κεφάλι του με απογοήτευση και υποχρεωτικά ξεκινά το ταξίδι για το σχολείο..
Στο σχολειό φανερά αναστατωμένος, δεν περνούσαν οι ώρες. Η σχολική μέρα του έμοιαζε αιώνας. Κι όσο η ώρα περνούσε, η αγωνία του κορυφωνόταν, αγριεύεται μέσα του περισσότερο, την νοιώθει να περνά στα μέλη, στο αίμα, στα νεύρα του. Στο γυρισμό, όταν δεν είδε την αγαπημένη του σκυλίτσα να τον περιμένει στη γνώριμη θέση της, στο πέρασμα τη ρεματιάς στο Μεγάλο Ρέμα φοβόταν ότι κάτι κακό είχε συμβεί. Τον τρομάζει περισσότερο η σκέψη. Και οι φόβοι δεν άργησαν να επαληθευτούν μ' αυτό που αντίκρισε, όταν τη βρήκε στο σπιτάκι της στην ρίζα της ελιάς, πληγωμένη θανάσιμα, με τις πληγές που αιμορραγούσαν στο κορμί της. Στέκεται αντιμέτωπος με το θέαμα του σκύλου, και τον τρομάζει η σκέψη ότι ψυχορραγεί. Κάνει μερικά διστακτικά βήματα προς το μέρος του και μένει να το κοιτάζει. Το γυαλιστερό του τρίχωμα, τα λαμπερά του μάτια, τα κλειστά του σαγόνια, το κορμί του το αναδεύεται με ένταση. Όσο περισσότερο το παρατηρεί, τόσο περισσότερο φοβάται για το τι μπορεί να συμβεί. Το πλησιάζει, νιώθει το δικό του σφυγμό να ταχύνει, να συγκεντρώνεται σάλιο του στο στόμα και δεν μπορεί να το καταπιεί. Γονατίζει κοντά της και πιάνει μαλακά το κεφάλι της. Εκείνη δεν αντιδρά. Από την μια το κεφάλι του φαίνεται ζεστό κάτω από την μαλακή γούνα, κι από την άλλη ακούει ένα αχνό ρουθούνισμα, ένα υπόκωφο γρύλισμα. Την περιεργάζεται με αγωνία, και κάπως ησυχάζει όταν βλέπει ν’ αναδεύεται το στήθος της από τις εύθραυστες αναπνοές της.
«Μπέτη μου;» της ψιθυρίζει, και χαϊδεύει τρυφερά τα αυτιά της. «Μπέτη μου;» Η Μπέτη του ανοίγει τα μάτια της, όμως εκείνος ταράζεται που τα βλέπει. Δεν είναι σαν της Μπέτη που γνωρίζει. Είναι θολά, έχουν θαμπώσει, και το βλέμμα της είναι μακρινό τον κοιτάζει σαν να μην τον αναγνωρίζει.
Νιώθει το στομάχι του να βουλιάζει. «Εγώ είμαι.» Της ψιθυρίζει μαλακά. «Εγώ είμαι».
Μοιάζει σιγά σιγά να δείχνει πως συνέρχεται, ασθμαίνει, και προσπαθεί να σηκωθεί, αλλά δεν μπορεί.
«Εδώ είμαι αγάπη μου», της λέει γλυκά, αποθέτοντας ένα τελευταίο χάδι στο κεφάλι της πριν σηκωθεί.
Το τι ακριβώς είχε συμβεί;
Ανατολικά της αυλής τους μετά τις αιωνόβιες ελιές ήταν ένα ρηχό χαντάκι και στη συνέχεια ο στάβλος με τον αχερώνα του μπάρμπα Παναγιώτη, δίπλα ακριβώς προς το νοτιά η κατοικία του κατασκευασμένη από γκρίζα πέτρα και με κεραμίδια κόκκινου χρώματος η σκεπή της. Η πρόσοψη ήταν όλη σκεπασμένη από μια μεγάλη πορφυρή μπιγκόνια και αναρριχώμενες τριανταφυλλιές, τόσο πυκνά μπερδεμένες η μια με την άλλη, που οι μπροστινοί τοίχοι του σπιτιού ούτε που φαίνονταν. Νοτιότερα είχε ένα νοικοκυρεμένο κήπο, όπου κάθε καλοκαίρι φύτρωναν φράουλες, κι ένα σωρό φρούτα και λαχανικά. Σε μια γωνιά του κήπου βρίσκεται ένα μεγάλο ευρύχωρο κοτέτσι, από τοιχία ξερολιθιάς. Τη νύχτα που ο άνεμος μανιασμένα φυσούσε μια μεγαλόσωμη κόκκινη αλεπού επιτέθηκε στο κοτέτσι. Όσοι στα παιδικά τους χρόνια σε χωριό ζήσανε, γνωρίζουν την εξυπνάδα, την πονηριά και τη λαιμαργία της αλεπούς. Οι επιθέσεις της στα κοτέτσια, γίνονται αιφνιδιαστικά τη νύκτα, και είναι σωστό ξεκλήρισμα. Τα σημάδια έδειξαν ότι έγινε μάχη και τραυματισμένη η αλεπού προσπαθούσε να ξεφύγει, αντιστάθηκε με το σκύλο να την καταδιώκει αλύπητα και έμοιαζε η καταδίωξη να μην είχε τέλος, τελικά η αλεπού δεν κατάφερε να ξεφύγει από τα δόντια της Μπέτη που την αποτελείωσε πέρα στους λόφους και σ’ εκείνη τη γωνιά την περιφραγμένη από τις φραγκοσυκιές και τα σκίνα σαν από τείχος βλάστησης, γιατί το πεπρωμένο αυτού του σκύλου ήταν να πιάνει ότι κυνηγούσε.
Το αποτέλεσμα της σκληρής αυτής μάχης ήταν οι οδυνηρές πληγές που απέκτησε από την ετοιμοθάνατη αλεπού πριν και αυτή αφήσει την τελευταία της πνοή. Απαιτείτο άμεση ιατρική βοήθεια, η αιμορραγία ήταν σοβαρή, και δέσιμο των πληγών για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η περίθαλψη. Ίσως κάποιες πληγές να θελαν ράψιμο, και ειδική περιποίηση σε μια εποχή που η λέξη κτηνίατρος στο χωριό παρέπεμπε τη σκέψη σε ανύπαρκτο κενό.
Η ανάρρωση της ήλθε με το πέρασμα του χρόνου αλλά ταυτόχρονα παρουσίασε απώλεια ενέργειας, ποτέ της δεν επανέκτησε την αρχική της υγεία. Η εξάντληση και η ιδιαίτερη δυσκολία στην επούλωση των πληγών την κατέστησε ιδιαίτερα ευαίσθητη στις συχνές λοιμώξεις.
Δυο δάκρυα έτρεξαν πάνω απ’ την ανοιχτή μουσούδα της, μέχρι που ξαφνικά το κουρασμένο στήθος σταμάτησε ν’ ανεβοκατεβαίνει και στη λευκή μουσούδα της απλώθηκε το κίτρινο του θανάτου.
Πλημμυρισμένος θλίψη τούτο το καλοκαιρινό απόγευμα, είναι βουρκωμένος απ’ αυτή την απρόοπτη βουβή λύπη που ήρθε να ταράξει την ερημιά του. Στο μυαλό του ένιωσε πως και τα κλαδιά της ελιάς κύρτωσαν θλιμμένα σα να τα λύγιζε ισχυρός άνεμος και πως σιωπή μεγάλη απλώθηκε σαν διαμαρτυρία για τον πρόωρο χαμό της. Σουρουπώνει. Ο ήλιος πέρα από τον Κούνο έχει κατεβεί χαμηλά και χάνει σιγά σιγά τα τελευταία χρυσά του χρώματα και την κόκκινη πορφύρα του. Το τοπίο ολόγυρα αλλάζει χρώματα γίνονταν σκούρο. Αυτός καθισμένος στο πεζούλι, κοίταζε πάντα καταγής και τα βλέφαρά του ανοιγόκλειναν σαν να ήταν έτοιμος να κλάψει. Μαύρα πέπλα περνούσαν συνέχεια εμπρός από τα μάτια του κι ανοιγόκλεινε το βλέφαρα για να τα διώξει. Ήταν η μόνη κίνηση που είχε κάνει εδώ και αρκετή ώρα. Έχει χαμηλώσει το κεφάλι και δυο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του και πέσανε πάνω στο άψυχο κορμί που κείτονταν στη ξερή γη.
Πλημμυρισμένος θλίψη τούτο το καλοκαιρινό απόγευμα, είναι βουρκωμένος απ’ αυτή την απρόοπτη βουβή λύπη που ήρθε να ταράξει την ερημιά του. Στο μυαλό του ένιωσε πως και τα κλαδιά της ελιάς κύρτωσαν θλιμμένα σα να τα λύγιζε ισχυρός άνεμος και πως σιωπή μεγάλη απλώθηκε σαν διαμαρτυρία για τον πρόωρο χαμό της. Σουρουπώνει. Ο ήλιος πέρα από τον Κούνο έχει κατεβεί χαμηλά και χάνει σιγά σιγά τα τελευταία χρυσά του χρώματα και την κόκκινη πορφύρα του. Το τοπίο ολόγυρα αλλάζει χρώματα γίνονταν σκούρο. Αυτός καθισμένος στο πεζούλι, κοίταζε πάντα καταγής και τα βλέφαρά του ανοιγόκλειναν σαν να ήταν έτοιμος να κλάψει. Μαύρα πέπλα περνούσαν συνέχεια εμπρός από τα μάτια του κι ανοιγόκλεινε το βλέφαρα για να τα διώξει. Ήταν η μόνη κίνηση που είχε κάνει εδώ και αρκετή ώρα. Έχει χαμηλώσει το κεφάλι και δυο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του και πέσανε πάνω στο άψυχο κορμί που κείτονταν στη ξερή γη.
Η κατοικία του άγρυπνου φύλακα του σπιτιού ερήμωσε, και μόνον η θλίψη πιο βαριά έπεφτε μαζί μ’ ένα κενό, ένα κενό όμως, που μέσα βρισκόταν η μορφή η αγαπητή που ’φυγε, που χάθηκε. Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από την βουνοκορφή όπως κάθε μέρα, αυστηρά και αναπόφευκτα όπως οι σκοτεινές δυνάμεις της ζωής, η μοίρα μας, ο θάνατος.
Τελευταίος Χρόνος στα Κουλέντα!.....
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου