..... Ήταν μια πολύ δύσκολη σχολική χρονιά! Το δημοτικό σχολείο του χωριού τη χρονιά αυτή παράμεινε και πάλι μονοθέσιο αλλά αποφασίστηκε συγχρόνως να γίνει διτάξιο, μ’ ένα δάσκαλο δυστυχώς. Οι τρεις μεγάλες τάξεις το πρωί, και οι τρεις μικρές το απόγευμα. Από τον οικισμό τα Μπουμπουτσέλια ο Αλκιβιάδης ήταν ο μοναδικός μαθητής που φοιτούσε στις τρεις μικρές τάξεις.
Ο δάσκαλος του συνήθως τον έδιωχνε νωρίτερα και ξεκινούσε βιαστικά να μην τον προφτάσει η νύχτα, στου γυρισμού τη στράτα στο Μεγάλο Ρέμα. Ήταν μια ήσυχη μέρα που έχει αφήσει πίσω του τη νότια ανατολική είσοδο του χωριού στον παρακαμπτήριο χωματόδρομο που οδηγεί προς τον μικρό τους οικισμό τους, αφού είχε διασχίσει τον ασβεστωμένο μαντρότοιχο στο γραφικό κατάλευκο σπίτι του νουνού του. Του «Τσαχλαμπούρη» με τους λευκοβαμμένους τοίχους και με τα γαλάζια φωτεινά παραθυρόφυλλα και πόρτες που του προσθέτουν αρχοντιά στην εμφάνιση.
Ήταν η ώρα του ηλιοβασιλέματος! Το ρολόι του Ήλιου με το απόσκιο του για δείκτη όταν δεν ήταν κρυμμένος πίσω από παχιά μπλαβιά σύννεφα μετακινείται με γοργό ρυθμό από την κάτω στράτα του Μεγάλου Ρέματος προς την επάνω στράτα, σημάδι πως πρέπει να βιαστεί τη στράτα να μαζέψει αν δεν θέλει η αφέγγαρη νύχτα που γινόταν πιο σκοτεινή να τον προλάβει.
Αμέσως μετά το τελευταίο σπίτι του χωριού «της νονάς του», στην αρχή της στράτας που κατηφορίζει στο μονοπάτι που οδηγεί στο Μεγάλο Ρέμα κάνει την εμφάνιση της η δωδεκάχρονη κόρη του κουμπάρου τους του Πολυζώη του Μάρκου, μ' ένα λευκό άλογο φορτωμένο με σακιά καρπό.
Η νεαρή κοπέλα με το ένα χέρι κρατούσε το χαλινάρι, με το άλλο κάπου-κάπου χάιδευε το λαιμό του αλόγου. «Περίμενε-με πάω γρήγορα στο χωριό να ξεφορτώσω το ζώο και γυρίζω σύντομα να πάμε παρέα πίσω στον οικισμό. Η μέρα μεγαλώνει, φέγγει ως αργά» του είχε πει. Το κοριτσόπουλο έμενε με το γέροντα παππού της από την μητέρα της, τον γείτονα τους τον Λουκά τον Καραστατήρη, τον πρόσεχε και τον περιποιόταν που παρέμενε κλινήρης στο πατρικό τους σπίτι στο μικρό τους οικισμό.
Ο Ήλιος έπεσε στο ίδιο σημείο όπως κάθε μέρα και την ίδια εκείνη την ώρα, που ο ήλιος γεμίζει το δυτικό ουρανό με πορφυρά, χρυσά, κόκκινα, μοβ, κίτρινα, ρόδινα χρώματα. Αυτό το χρωματικό θαύμα που κάνει τον ήλιο, βασιλιά του κόσμου. Μια τελευταία αναλαμπή του χάθηκε και τ’ άστρα έλαμψαν ασημώνοντας τον ουράνιο θόλο πρόσκαιρα όταν ένα στρώμα από σύννεφα γκρίζα σαν σβησμένα κάρβουνα, πήγαινε μια εδώ και μια εκεί και έκρυβαν τα άστρα. Τότε, το σκοτάδι άρχισε να απλώνεται παντού γύρω, η νύχτα σιγά σιγά διώχνει το μπλε, το άσπρο, το ροζ και το πράσινο. Ο χρόνος περνάει αθόρυβα! Νύχτωσε και η νύχτα μοιάζει πελώρια όπως έχει απλωθεί και τυλίξει σχεδόν τα πάντα γύρω της. Που και που ένα θαμπό φως των αστεριών και η κοπέλα που του είχε υποσχεθεί ότι θα γύριζε ακόμη να φανεί.
Ο Αλκιβιάδης καθόταν αμίλητος στο πεζούλι στο πλάι του χωματόδρομου. Προσπαθούσε να μη σκέφτεται, τον έπνιγε η αγωνία καθώς αρχίζει να αφουγκράζεται τους ήχους της νύχτας και προσπαθεί να καθησυχάσει τον εαυτό του. Για κάμποσο χρόνο δεν ακουγόταν τίποτα. Έπρεπε να κάνει την καρδιά του πέτρα και να το αποφασίσει όσο το δυνατό γρηγορότερα ότι έπρεπε να περπατήσει το φαράγγι μέσα στη νύχτα για να βρεθεί στον οικισμό τους, μα δεν το αποφάσιζε. Ο χρόνος κυλούσε κι αυτός έμενε πάντα εκεί περιμένοντας. Η αγωνία είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπο του, καθώς το Μεγάλο ρέμα του έμοιαζε τώρα μαύρο κι ατέλειωτο.. Κανένα φως δε φαινόταν απέναντι. Τo βράδυ έπεσε κι ορίζοντα δεν έβλεπε πια. Δεν ξεχώριζε, ούτε καν τους σκούρους όγκους στις πλαγιές. Όψη απογοήτευσης σκίασε το πρόσωπο του. Μια πικρία, μια βουβή στεναχώρια ανάμεικτη με μια προσωπική απογοήτευση, όσο περνούσε η ώρα και περίμενε μήπως και φανεί το άλογο με την γειτονοπούλα του. Προσπάθησε να βρει δυνάμεις να υπερνικήσει τους φόβους να ξεκινήσει τρέχοντας για τον προορισμό του. Το να διαβεί επτάχρονος μάλιστα νύχτα, το Μεγάλο Ρέμα, έπρεπε να το λέει η καρδιά του! Δεν τολμούσε! Η καρδιά του δεν χτυπούσε, σφυροκοπούσε. Την ένιωθε να πηγαινοέρχεται σα να ήταν λίμνη, που είχε συνεχώς κύματα. Στα ψηλώματα της βουνοπλαγιάς εκεί που στέκονταν τα γέρικα δέντρα, ο άνεμος φυσούσε μέσα στα κλαριά κι έκανε τα φύλλα να θροΐζουν. Μια σύντομη στιγμή απόλυτης σιγής, έμοιαζε λες κι ακόμα και ο άνεμος είχε πέσει ξαφνικά από τη μια στιγμή στην άλλη. Άξαφνα πέρα μακριά στο βάθος απ' τη λαγκαδιά με την πυκνή βλάστηση και μες στη σιγαλιά της νύχτας της δροσάτης, τσακάλια ακούστηκαν με τ' άγρια ουρλιαχτά τους. Τρεμούλιασε αναποφάσιστος, διστακτικός όταν οι πνεύμονες του προσπαθούν να γεμίσουν µε αέρα λες και ο αέρας έπρεπε να ανασυρθεί µε κουβά από ένα πολύ βαθύ πηγάδι. Όπου και να κοιτάζει γύρω του είναι σκοτεινά, κι ερημιά. Τα μάτια του θολωμένα απόστασαν στη σκοτεινιά. Τώρα ποια δεν υπήρχε άλλη λύση. Έκανε στροφή και αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι του νονού του αποκαμωμένος. Τα πυκνά γκριζόμαυρα σύννεφα είχαν σκεπάσει τ’ άστρα, που μια αναλαμπή τέλος πάντων θ’ άφηναν για να του δείχνουν το δρόμο του. Το σπίτι δεν ήτανε κοντά κι έπρεπε να διανύσει κάποια απόσταση και ούτε φακό είχε ούτε φανάρι. Περπατούσε περισσότερο με το νου του, δίχως να ξεχωρίζει καλά το μονοπάτι, γιατί από συνήθεια γνώριζε να περπατά το δρόμο και που έπρεπε να στρίψει. Μόλις έφτασε στην κορυφή του μονοπατιού ένα φως έφεγγε μπρος του. Ήτανε το φως του λουξ στο σπιτικό του Θεόδωρου Καραστατήρη του νουνού του. Ο ηλεκτρισμός αργούσε πολύ να έρθει ακόμη στην περιοχή. Και όποιος είχε λουξ, είχε πολυτέλεια στο φως. Τα σπίτια τότε φωτίζονταν με λυχνάρια και οι πιο ευκατάστατοι, ας πούμε, είχαν λάμπες πετρελαίου. Αγάλιασε η ψυχή του συνήλθε το κορμί του που βρήκε και πάλι εύκολα το γνώριμο δρόμο. Η γλυκιά του η νονά η Αλεξάνδρα παρηγοριά του δίνει, και το δακρυσμένο πρόσωπο του στην αγκαλιά της κρύβει.
Ο Αλκιβιάδης νιώθει βαριά τα βλέφαρα και πέφτει ν’ αποκοιμηθεί στο απαλό κρεβάτι με τη νονά του φύλακα. Ακόμη μια φορά έσκυψε τον φίλησε, τον σκέπασε να μην κρυώνει.
…Έσβησε το φανάρι της, στο μισοσκόταδο του σπιτιού, μπήκε στην κάμαρα πατώντας ελαφρά, πλησίασε η μάνα στο λιτό κρεββάτι του κοιμώμενου παιδιού της, χάιδεψε το μέτωπο και το πρόσωπο του, ενώ ένα χαμόγελο έσκαγε στο αυλακωμένο απ' την αγωνία πρόσωπο της.
..... Στον ύπνο του τον βαθύ, του φάνηκε πως ένοιωσε το χέρι της στο μέτωπο του, πως τα μαλάκια του χάιδεψε και στο προσκέφαλο του έγειρε κι μ’ ένα γλυκό χαμόγελο στο μάγουλο απαλά τόνε φίλησε. Τον σταύρωσε τρεις φορές και την Παναγιά παρακάλεσε. «Παναγία Δέσποινα! προφύλαξε τον, σκέπασε τον με το γλυκό σου μάτι.» Και έφυγε σαν άστρο, σαν αχτίδα. «Καληνύχτα γιε μου! Καληνύχτα γλυκό μου αγοράκι. Καληνύχτα.» Ναι! ήταν η μάνα του! Η χρυσή του η μάνα του! Άναψε πάλι το φανάρι της, τρύπησε το σκοτάδι και γύρισε πίσω στον οικισμό απελευθερωμένη από την αγωνία και την λαχτάρα της. Ήρθε το χρώμα στα μάγουλα της, η λάμψη στα μάτια και το χαμόγελο στα χείλη της, και ξανάγινε όμορφη κι ευδιάθετη μετά την κατσιφάρα που τρύπωσε στην καρδιά της.
Προετοιμασίες Αναχώρησης!.....
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου