ADS

click to open

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2022

O Tilemaxos

... 1957! Η χρονιά αυτή σημαδεύτηκε με παρ' ολίγον δυσάρεστα γεγονότα που συνέβησαν στον δεύτερο αδελφό του τον Τηλέμαχο. Μια μαρτυρία όσων βίωσε ο μικρός Τηλέμαχος! Όπως! 
...... Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και να πέφτει το φως της μέρας, καθώς ο ήλιος δύει και ένα ολόγιομο χάλκινο φεγγάρι βγαίνει από τη μεριά της Μονεμβάσιας και ο μικρός Τηλέμαχος λείπει από την αυλή τους. Με το που έπεσε το σκοτάδι αμέσως σήμανε κινητοποίηση όλος ο οικισμός και έλαβε ενεργό μέρος προς ανεύρεση του στη φεγγαρόφωτη νύχτα. Αυτός καθόταν μαζεμένος σαν το λαγό σε μια χλοερή γωνιά κουλουριασμένος σε μια τρύπα μέσα στα βάτα πέρα στη απομακρυσμένη ρεματιά με τα χαλάσματα, κρύβεται φοβισμένος που νύχτωσε, δεν ξέρει που να πάει και δεν ακούει τους συγχωριανούς του, που τον ψάχνουν, σχεδόν θαμμένος μες «στο λαγούμι» του λουφάζει, ασάλευτος, χωμένος στην κρυψώνα του.  Επιτέλους το μικρο ταλαιπωρημένο αγόρι βγάζει μικρές κραυγές στο άκουσμα της φωνή της μητέρα τους που έντρομη καλούσε τ' όνομά του μες στη νυχτιά. Περνώντας η αγωνία κι η λαχτάρα, κόντεψε να τρελαθεί απ' τη χαρά πέφτοντας μέσα στην αγκαλιά της. Γαντζώθηκε πάνω της μη μπορώντας να βγάλει λέξη, «είχε πετρώσει απ’ την χαρά του».
Η Ιοκάστη τον έσφιξε στο στήθος της, τον έπνιγε στα φιλιά με αγάπη και τρυφερότητα... «Είμ' εδώ αγόρι μου, κοντά σου είμαι, μη φοβάσαι…. να μη φοβάσαι.» Μιλούσε ακατάπαυστα από χαρά για το αίσιο τέλος που είχε η περιπέτεια του Τηλέμαχου που χάθηκε στην ρεματιά και δεν καταλάβαινε ούτε η ίδια τα ίδια της τα λόγια.
Ο μικρός αδελφός του μπήκε στη περιοχή με τη πλούσια βλάστηση της ρεματιάς και έχασε τον προσανατολισμό του όταν έπεσε το σκοτάδι. Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα, που εντοπίστηκε τελικά, καλά στην υγεία του αν και ταλαιπωρημένος. 
Ο ουρανός τώρα είχε πάρει ένα πολύ βαθύ γαλανό χρώμα. Τ' αστέρια εκεί ψηλά έμοιαζαν καρφιτσωμένα σε μια διάφανη σφαίρα. Η κορυφή του Κούνου  ξεχωρίζει πιο φωτεινή και το φεγγάρι μισό γέρνει και θα χαθεί σε λίγη ώρα.  Η ρεματιά αποτίναζε την κάψα  που της είχε προξενήσει ολημερίς ο ήλιος, το νοτισμένο χώμα αναδίνει το άρωμά του και τα φύλλα  της ιτιάς βαραίνουν στη βραδινή υγρασία.. Βαθιά μέσα στα βάτα και τα σκίνα κοιμούνται τα πουλιά και οι ελιές  στην πλαγιά στέκουν ακίνητες στην απόλυτη ησυχία ντυμένες με τα ασημένια τους φύλλα.
...... Καλοκαίρι, μεσημέρι και ντάλα ήλιος, ένα αναποφάσιστο αεράκι που έπνεε μόνο, όταν ξεκίνησαν ο Αλκιβιάδης με τον μικρό τρίχρονο αδελφό του να πάνε να φέρουν νερό διαβαίνοντας το κατηφορικό μονοπάτι που κουλουριαζόταν σαν ερπετό γύρω από τη λιπόσαρκη πλαγιά του λόφου. Ένα πέρασμα που στένευε σα κορδέλα, σα σκοινί και από κει οδηγούσε στο πλάτωμα της πηγής με το γάργαρο διάφανο νερό.   Στο πλάτωμα όπως έπαιζαν ανέμελα δίπλα στην μεγάλη ιτιά με την στέρνα, άθελα του έσπρωξε τον μικρό και τον έριξε μέσα... Μόλις είδε τον αδελφό του στο νερό, αναρίγησε τρομαγμένος, ένιωσε το αίμα να του πυρπολεί τα πόδια και τη φλόγα να ανεβαίνει από τις πατούσες και να του καίει τα σωθικά όπως μόνο τρόμος μπορεί  να κάψει. Για δευτερόλεπτα έγιναν όλα. Ο Αλκιβιάδης δαγκώθηκε νοερά. Η ιδέα ότι ο μικρός Τηλέμαχος πέφτοντας στο νερό μπορούσε  να πνιγεί είχε περάσει από την πρώτη στιγμή από το μυαλό του, αλλά ήταν ιδέα που τον έσφαζε και δεν ήθελε να τη σκέφτεται. Τον οδυνηρό τρόμο, τον ακολούθησε ένας βαθύς αναστεναγμός ανακούφισης. Πήρε κουράγιο που η στέρνα δεν ήταν γεμάτη... είχε χαμηλή στάθμη. Ένα εσωτερικό αίσθημα χαράς, και ευφορίας που μετατράπηκε σε αγκάλιασμα με απέραντη λατρεία, στοργή και αγάπη, όταν κατάφερε να τον ανασύρει ζωντανό και να τον σφίξει στην αγκαλιά του, με όση δύναμη του έμενε ακόμα από την αγωνιώδη προσπάθεια να τον βγάλει από το νερό... Βλέποντας λούτσα τον μικρο της γιο η μητέρα τους, είδε και το πρόσωπο του Αλκιβιάδη κατάλαβε την αγωνία του. Άνοιξε την πιο ζεστή της αγκαλιά, και την πρόσφερε απλόχερα. Αυτή ήταν η αντίδραση της. Ποτέ δεν πλησίαζαν ξανά σιμά στη στέρνα. Η μητέρα, τους το είχε απαγορεύσει.
...... Γλίτωσε τον πνιγμό στη στέρνα και λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του, στη βούτα του ελαιοτριβείου. Στην ανατολική πλευρά του οικισμού, έστεκε το ιπποκίνητο παραδοσιακό ελαιοτριβείο ένας ενιαίος μονώροφος χώρος, ένα ιστορικό κτίριο της περιοχής με τη κτιστή γούρνα διαχωρισμού του λαδιού στο κέντρο και και βόρεια πλευρά η δουλεμένη ξύλινη βάση του ελαιοπιεστηρίου, ο «εργάτης», όπως έλεγαν το πιεστήριο. Πάνω στην κτιστή στρώση βρίσκονταν δύο βαριές λαδόπετρες π’ αλέθονταν οι ελιές, ενώ στα πλευρά της στο δάπεδο ήταν η κτιστή γούρνα περισυλλογής της ζύμης. Το δάπεδο στο λιοτρίβι ήταν από πατημένο χώμα. Στη νοτιοδυτική πλευρά του υπήρχε μεγάλο τζάκι, πού έβραζε νερό για το θέρμισμα πού κάναν στις ελιές για να βγάλουν περισσότερο λάδι.
Ο Κλέαρχος με τον κουμπάρο του τον Γ. τον Αρώνη ήταν οι λιοτριβικάρηδες, οι υπεύθυνοι, είχαν τον έλεγχο. Το άλογο έσερνε, τα λιθάρια γύριζαν, και οι ελιές άρχιζαν να σπάνε, να συνθλίβονται και να δίνουν το πρώτο ελαιόζουμο. Έπαιρναν το σπασμένο ελαιόκαρπο και τον έβαζαν στις τσαντίλες και τον πίεζαν  στην πρέσα.  Έτρεχε το πρώτο λάδι το αξεθέρμιγο όπως το έλεγαν. Αυτό το πρώτο λάδι ήταν καλό για τις καψάλες. Καψαλιστό ψωμί με λάδι κι αλάτι. Τα κούτσουρα τρίζαν στο τζάκι και o τρίχρονος αδελφός του ο Τηλέμαχος  πήρε μια ψημένη φέτα ψωμί και όπως οπισθοχώρησε από το τζάκι σκόνταψε στη βούτα και έπεσε μέσα στο λαδί… «Πάγωσε» από τρόμο ο πατέρας μόλις είδε το γιο του να πέφτει μέσα στη βούτα με το λάδι…. «Αυτό το παιδί, ώρες-ώρες είναι  σκέτη απελπισία.» Μουρμούρισε ξέπνοα.

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Web Informer Button