Μετά από μια δύσκολη και κοπιαστική ημέρα έχοντας διασχίσει την ταραγμένη θάλασσα, ο Αλκιβιάδης μ' ένα βαθύ στεναγμό, εξουθενωμένος, τεντώθηκε ηδονικά, σήκωσε το κεφάλι κι άφησε το σπίρτο του βλέμματός του να πλανηθεί έξω απ' το μεγάλο φινιστρίνι του γραφείου του. Στο βάθος του ορίζοντα, οι τελευταίες αχτίδες από το φως της μέρας έκαναν τον χώρο να μοιάζει βυθισμένος στις σκούρες μπλε και μαβιές σκιές του δειλινού, του ωκεάνιου δειλινού που ποτέ δεν προλάβαινε να τις χαρεί, γιατί είναι τόσο σύντομες.
Κατέβασε μια γουλιά απ’ το παλιό κονιάκ με την κεχριμπαρένια όψη και το ευγενικό του άρωμα, περίμενε δυο τρία λεπτά πριν από τη δεύτερη γουλιά.... ύστερα άφησε το ποτήρι του, απλώθηκε στον αναπαυτικό καναπέ του γραφείου του και αφέθηκε εις την σιωπή της βαθιάς σκέψης και εις την γαλήνη των ονειροπολήσεων του προκειμένου να ακούσει το μέσα του… την καρδιά του, την ψυχή του… την πεμπτουσία της ύπαρξης του! …Να φέρει ζωή στη ζωή τους! .
Σε ελάχιστα λεπτά, η νύχτα θα έπεφτε, βαριά και βελούδινη, στον κόσμο γύρω του. Καθώς περνούν ώρες ονειροπολώντας η φαντασία του τείνει να υπερβάλλει σκέφτηκε μ’ ένα αθέλητο χαμόγελο.
Ονειροπολεί ως συνήθως την Ανδρομάχη του και τα παιδιά τους, το αναπόσπαστο μέρος της ζωής του και του μέλλοντος τους.
Την Ανδρομάχη του:
Μια δοκιμασμένη σχέση που έχει ήδη χτίσει εμπιστοσύνη και κοινούς κώδικες με δυνατούς συναισθηματικούς δεσμούς που βασίζεται σε πραγματική αγάπη και ενδιαφέρον, ώστε να μπορεί να επιβιώνει και να αντέχει στην απόσταση και η ίδια η απόσταση μπορεί να ενισχύει και να βελτιώνει τη λειτουργία της σχέσης τους!
Σίγουρα η απόσταση τους προσθέτει ένα βαθμό δυσκολίας που βασικό ρόλο παίζει η δέσμευση για προσπάθεια και διατήρηση του δεσμού εξίσου και από τις δύο πλευρές καθώς και η εμπιστοσύνη στην δύναμη του ζευγαριού για το κοινό τους μέλλον σε μια δύσκολη πίστα που την ορίζει η απόσταση αλλά ταυτόχρονα πασπαλίζει τον έρωτά τους με πάθος, ένταση, συναίσθημα και επιβεβαίωση.
Δύσκολο να οριστεί και ακόμη πιο δύσκολο να μετρηθεί η ευτυχία αλλά αν η ευτυχία είναι η κατάσταση ευφορίας και ψυχοσωματικής ικανοποίησης τότε ο Αλκιβιάδης νιώθει τόσο ευτυχισμένος και ονειρεύεται πως βρίσκεται μέσα στη ζεστασιά του σπιτιού τους.
Η Ανδρομάχη με το σώμα της μελιχρό σιρόπι, μετατράπηκε σε μια ναζιάρα γατούλα που κούρνιασε γουργουρίζοντας πρόθυμα μέσα στην αγκαλιά του, απολαμβάνοντας τα χάδια και την προσοχή του συντρόφου της και αυτός τη γεύεται άπληστα..
Αγκαλιάστηκαν τρισευτυχισμένοι κι έπειτα ο Αλκιβιάδης την σήκωσε στον αέρα. Η σωματική τους ρώμη βρίσκεται σε ακμή. Η αρτιμέλεια ζηλευτή. Ευκίνητος και γρήγορος ανάλαφρη όπως ήταν, τη στριφογύρισε και την παρέσυρε. Τα πόδια της δεν άγγιζαν πια χάμω τα χέρια της και τα μαλλιά της ανακατεύονταν στον χαρούμενο χορό τους.
Ο Αλκιβιαδης φαινόταν να απολαμβάνει το ανεξέλεγκτο κοκκίνισμα του προσώπου της. Χάιδεψε με τον αντίχειρά του τη λεπτή, απαλή επιδερμίδα κάτω από το σαγόνι της. «Δεν έχω ξαναδεί τέτοια μάτια» της είπε σχεδόν αφηρημένα. «Μου θυμίζουν την πρώτη φορά που αντίκρισα τη Θάλασσα.» Τα ακροδάχτυλα του ακολούθησαν τη γραμμή του σαγονιού της. «Όταν ο άνεμος κυνηγάει τα κύματα μπροστά του, το νερό έχει το ίδιο γκριζοπράσινο που έχουν τώρα τα μάτια σου... κι έπειτα, στο βάθος του ορίζοντα, γίνεται σκούρο γαλάζιο.» Η Ανδρομάχη μπορούσε μόνο να υποθέσει ότι την περιέπαιζε πάλι. Παίρνοντας μια μεγάλη ανάσα τον κοίταξε ευτυχισμένη. «Τι θέλεις από μένα;» Ο Αλκιβιάδης άργησε να απαντήσει, τα δάχτυλά του σύρθηκαν μέχρι το λοβό του αυτιού της, μαλάζοντας τον απαλά. «Θέλω τα μυστικά σου. Και θα τα μάθω, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο.»
Χωρίς να το συνειδητοποιήσουν βρέθηκαν ξαφνικά στον καναπέ, αγκαλιασμένοι πάντα. Άρχισαν να φιλιούνται ώσπου τα γέλια τους έγιναν μουρμουρητά κι ασυνάρτητοι ήχοι. Κάποτε η Ανδρομάχη τραβήχτηκε από την αγκαλιά του και σηκώθηκε όρθια.. Στάθηκε στο κέντρο του δωματίου. Η ανάσα της ήταν τραχιά και τα μαλλιά της ανακατεμένα.
«Ε φτάνει.! Σταμάτα το αυτό.»
«Ανδρομάχη.!» Ο Αλκιβιάδης έκανε να σηκωθεί από τον καναπέ ξετρελαμένος μαζί της, άλλα εκείνη τον σταμάτησε, τεντώνοντας τα χέρια στο στήθος του και πισωπάτησε.
«Όχι Αλκιβιάδη άκουσε με.»
Ο Αλκιβιάδης έχει περίσσεια αδρεναλίνης και την εκλιπαρεί με το βλέμμα του να μη του αρνηθεί, ζητιανεύοντας ψήγματα στοργής
«Κοίτα Αλκιβιάδη… Το ξέρεις το πόσο θέλω να… Μα είναι η ώρα που όπου να είναι έρχονται τα λατρεμένα βλαστάρια μας. Τα φέρνει ο πάππους από το σχολείο τους…. Καταλαβαίνεις!»
Ο Αλκιβιάδης χαμογέλασε «μάλιστα», είπε και σηκώθηκε. Πήγε ως το παράθυρο και κοίταξε έξω. Την ένιωσε που ήρθε και τον αγκάλιασε από πίσω,την ένιωσε να σφίγγεται πάνω του σαν να ζητούσε προστασία και συμπαράσταση. Γύρισε και την πήρε στην αγκαλιά του. Την αγαπούσε. Την αγαπούσε πολύ. Οκτώ χρόνια ήταν μαζί και ήξερε ότι ταίριαζαν οι δυο τους. Του άρεσε αυτό το κορίτσι από την πρώτη στιγμή, ήταν καλή πάστα ανθρώπου. Δεν κοιτούσε μόνο το συμφέρον της, ήταν γεμάτη αισθήματα και αισιοδοξία, της άρεσε να προσφέρει δίχως να περιμένει ανταμοιβή. Περνούσαν καλά οι δυο τους κι αυτό με τον καιρό τους είχε δέσει αρμονικά. Όμως ακόμα και στις αντιπαραθέσεις τους, ο καβγάς έβρισκε διέξοδο. Ξεθύμαιναν εύκολα. Άφηναν κατά μέρος τους εγωισμούς και έψαχναν για πιθανές λύσεις. Ξεκίνησε και πήγε στην πόρτα εξόδου. Σταμάτησε στο κατώφλι και κοίταξε πίσω του. Συμφιλιώνεται ενώ ο πόθος του καταλάγιαζε αργά-αργά στα μάτια του.... Υπακούοντας με καρτερία στην έκκληση της. «Εντάξει! Προφανώς φοβάσαι πως αν συνεχίσω, δε θα καταφέρεις να ελέγξεις τον πόθο σου για μένα.»
Με πλατύ χαμόγελο, γελαστά μάτια και ένα ρόδινο χρώμα έβαψε το πρόσωπό της οι καθάριες γκρίζες ίριδες των ματιών της είχαν τώρα πινελιές στο πράσινο χρώμα του ωκεανού.
«Είσαι ένα άσωτο κάθαρμα, ένας ασυνείδητος παλιάνθρωπος, ένας...»
Εκείνος την κοίταξε πειρακτικά και άφησε το βλέμμα του να χρονοτριβήσει στη λυγερή, όμορφη σιλουέτα της. «Μην ξεχάσεις το ακόλαστος μουρντάρης» της είπε, που απολάμβανε διαστροφικά να την ενοχλεί. «Διαφωνούμε συνεχώς. Δεν αντέχουμε ο ένας τον άλλον. Λες και είμαστε παντρεμένοι.» και βγήκε προτού εκείνη βρει κάτι να του πετάξει..
Ο Αλκιβιάδης βυθίζεται απολαυστικά στη μαγεία μιας τελευταίας ονειροπόλησης…. Είναι στη στιγμή που τίποτα δεν τον βιάζει… που δεν έχει βιασύνη για τίποτα μέσα του… είναι στη στιγμή που ονειρεύεται τόσο ζωντανά πως αγκαλιάζει αυτούς που αγαπά, αυτούς που εκεί είναι δοσμένος ολοκληρωτικά! Την Ανδρομάχη του που με την τρυφερότητα και την αγάπη της μάνας, κράτα απ’ το χέρι τα λατρευτά βλαστάρια τους.
To βράδυ τoν βρήκε χωμένο στην πολυθρόνα του γραφείο του, κρατώντας το ποτήρι με το κονιάκ. Αν και αργά, συνεχίζει να ατενίζει την θάλασσα που άλλαζε χρώμα! Πόσο τον ηρεμούσε η γαλήνη της θάλασσας! Η μουσική από το cd του Αντρέα Μποτσέλι «Best Songs Of Andrea Bocelli» στους ήχους του «Can't Help Falling In Love», ήταν για αυτόν πηγή έμπνευσης! Πόσο τον άγγιζε αυτό το τραγούδι, τον ταξίδευε σ΄ έναν ονειρεμένο τόπο γεμάτο με την αγάπη τους. Με δυσκολία συγκρατούσε τα δάκρυά του στο άκουσμά του. Πώς είναι δυνατόν να είναι ευτυχισμένος ένας άνθρωπος μακριά από τα πρόσωπα που αγαπά και τον κάνουν ευτυχισμένο;
Οι αναμνήσεις χαϊδεύουν τα σφαλισμένα του μάτια και του υπόσχονται σύντομα έναν βαθύ γλυκό ύπνο, που θα συνεχίσει να τον ταξιδεύει στον μαγικό κόσμο των ονείρων.
Και όταν βυθίστηκε στον ύπνο το όνειρο είναι η όμορφη παλίρροια που φτάνει ως την Ανδρομάχη του και τα παιδιά τους:
Τους αγαπούσε με μια υπερβολικά μεγάλη ένταση που τον πλημμυρίζει, και αυτή η πλημμύρα της αγάπης γεμίζει την ψυχή του από χαρά κι αγαλλίαση.
Κι ως τότε ίσως δεν τους έλεγε τόσο συχνά όσο το έλεγε στον ίδιο τον εαυτό του.
Θα τους το έλεγε από εδώ και πέρα. Θα τους το έλεγε σ’ όλη τους τη ζωή από εδώ και πέρα.
Andrea Bocelli .....
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου