Βόρειο δυτικά πάλι κατά μήκος του ρέματος μετά από δυο ακόμη σπίτια με κήπους που τα διαχωρίζουν στενά σοκάκια όρθιο στέκονταν ένα τρίτο σπίτι λίγο ψηλότερα από την κοίτη του ρέματος μια όμορφη κατοικία με αποθήκες και εξωτερικά ουρητήρια όπως σχεδόν όλα τα σπίτια χαμηλά στο ρέμα. Είχε επίσης πολύ μεγάλο κήπο γεμάτο τζανεριές, κόκκινες με τραγανό καρπό. Όταν ήταν άγουρα τα έτρωγαν και ξίνιζαν το μούτρο τους. Είχε κάνα δυο λεμονιές και μηλιές και αχλαδιές. Ήταν ιδιοκτησία μιας ευγενικής και όμορφης χήρας, της Ασπασίας. Με λίγα κιλά παραπανίσια, πρέπει να πλησίαζε τα πενήντα πέντε της χρόνια περίπου. Τον σύζυγο τον είχε χάσει πρόσφατα από ατύχημα σε οικοδομή. Ο γιος της είχε παντρευτεί στην Αθήνα ερχόταν τις γιορτές. Είχε και κάποιο εισόδημα από τα αδέλφια της στην Αμερική ζούσε με αξιοπρέπεια.
Τον Αλκιβιάδη τον αγαπούσε ιδιαίτερα. Το καλοκαίρι της πήγαινε νερό με το σταμνί, σκάλιζε τον κήπο της με τον ενθουσιασμό ενός προσκυνητή που βαδίζει σε ιερά χώματα, το χειμώνα έκοβε τα ξύλα για το τζάκι και καθάριζε το χιόνι στην αυλή της. Αυτές τις δουλειές τις θεωρούσε δικές του. Η χήρα το είχε καταλάβει και δεχόταν τη βοήθεια του πάντα με τρυφερό χαμόγελο. Το σπίτι της μοσχοβολούσε, έψηνε τακτικά φρέσκο ψωμί, έφτιαχνε γλυκά και νόστιμα φαγητά. Και πάντα κάτι θα είχε να τον φιλέψει. Το έθιμο του ποδαρικού την πρωτοχρονιά που σχετίζεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με την τύχη, ήταν που «χρωμάτιζε» τις γιορτινές αυτές μέρες την επαφή του με την ευγενική αυτή γυναίκα και αποτελούσε μια όαση χαράς. Ήταν ιδιαίτερα προσεκτική ποιος θα της κάνει ποδαρικό στο σπίτι της, πίστευε ότι σαν παιδί είχε αθώα καρδιά, τον θεωρούσε καλότυχο και γουρλή. Έτσι από την παραμονή τον είχε επιφορτίσει να τελεί ευλαβικά το έθιμο να της κάνει ποδαρικό για το καλό του χρόνου.
Ακόμη στη συνέχεια μετά από δυο σπίτια με κήπους, βόρειο δυτικότερα έστεκε ένα σπίτι ψηλό δίπατο, έμοιαζε με αρχοντικό. Εκεί έμενε επίσης μια χήρα με δυο παιδιά. Αγόρια. Ο μεγάλος είχε μείνει μόνιμος στο στρατό, ο μικρότερος είχε τελειώσει το εξατάξιο γυμνάσιο τότε, ανέμενε να πάει φαντάρος σύντομα. Εκείνη έκανε ότι μπορούσε να τα ζήσει. Ήταν μια πενηντάρα στεγνή γυναίκα. Πότε καθαρίστρια, πότε μαμή. Κάτω από το σπίτι στην αυλή δυο τεράστιες καρυδιές λες και αιώνες πολλούς ζούσαν εκεί και έκρυβαν στη σιωπή της την ιστορία της γειτονιάς. Ψηλές, με κορμούς θεόρατους, λες και ήταν από τους χρόνους του άρχοντα Παλαιολόγου και στη βάση τους είχε πηγάδι με τουλούμπα νερού.
Πάνω από τα σπίτια αυτά ήταν μια πολύ μεγάλη ανηφόρα και στο πλάτωμα έστεκε σαν αετό φωλιά το σπίτι της Ιόλης με τη μεγάλη αυλή του με μια τεράστια συκιά και δυο όμορφες αμυγδαλιές. Εκεί στα τέλη του Φλεβάρη αρχές Μάρτη κιτρίνιζε το πλάι της αυλής από τα κίτρινα κρινάκια και το λεπτό άρωμα τους.
Η Ιόλη στα ένδεκα της χρόνια ήταν αρκετά ψηλό κορίτσι ήδη. Αντίθετα η μητέρα της είναι μια κοκέτα περιωπής μετρίου αναστήματος. Μια φατσούλα σπιρτόζα με καστανόξανθα σγουρά μαλλιά. Το περιβάλλον της ζωηρής μαμάς της, έχει να λέει πάντως ότι είναι σέξι και κοκέτα. Μια γυναίκα που μπορείς να την πάρεις στα χέρια σου, να την σηκώσεις στην αγκαλιά σου, να την στριφογυρίσεις και όταν πέσετε στο κρεβάτι θα ταιριάξετε καλύτερα στα σεξουαλικά παιγνίδια.
«Οι ψηλές είναι για την παρέλαση και οι κοντές για το κρεβάτι.» Του έλεγε ο σοφός παππούς του.
Είναι τριάντα χρονών, παντρεύτηκε στα δέκα οκτώ της χρόνια λόγω ότι ήταν έγκυος στην Ιόλη και δυστυχώς έχει πλέον παγιδευτεί σε έναν γάμο χωρίς να την ικανοποιεί το σεξ. Δεδομένου ότι δεν δουλεύει και μένει συνέχεια στο σπίτι έχει δικό της πολύ ελεύθερο χρόνο για τον εαυτό της. Ακόμα και όταν γυρίζει ο σύζυγος από τα ταξίδια του ασχολείται πολύ ελάχιστα μαζί της με αποτέλεσμα η ερωτική της διάθεση δεν ικανοποιείται όσο θα ήθελε..
Ο πατέρας της Ιόλη ένας σαραντάρης κατσαρομάλλης και αυτός μετρίου αναστήματος. Συνήθως εργαζόταν στις περιοχές της βορείου Ελλάδας και απουσίαζε πολύ συχνά από την οικογένεια του.
Η Ιόλη εκμυστηρεύεται στην Μερόπη ότι εδώ και λίγο καιρό έχει καταλάβει ότι η μαμά της απατάει τον πατέρα της με έναν πολύ νεότερο άνδρα. Τι να κάνει;
Η ιστορία ξεκινά μόλις είχε φύγει ο πατέρας της Ιόλη για ένα από τα ταξίδια του και η μητέρα της αποφάσισε μια μικρή ανακαίνιση στο σπιτικό τους. Όχι ιδιαίτερα πράγματα ένα φρεσκάρισμα. Επειδή είχε δυσκολίες να μετακομίσει μερικά έπιπλα σκέφτηκε να ζητήσει από την γειτόνισσα την μαμή που έμενε ποιο κάτω στο ρέμα αν μπορούσε να την βοηθήσει. Η μαμή της είπε ότι αν δεν την πείραζε να ερχόταν στο σπίτι της για βοήθεια ο εικοσάχρονος γιος της που σύντομα θα παρουσιαζόταν για την στρατιωτική του θητεία και ήταν αργόσχολος αυτή την εποχή. Η μητέρα της Ιόλης την βρήκε ενδιαφέρουσα την πρόταση και την ευχαρίστησε προκαταβολικά. Όταν άνοιξε την πόρτα, έπαθε πλάκα όπως τον είδε να στέκεται εκεί, είχε πολύ καιρό να τον δει και για μια στιγμή αιφνιδιάστηκε που είδε πόσο όμορφο παλικάρι είχε γίνει.
Σήμερα λοιπόν αποφασίζει μέσα από την εργασία να παίξει και λίγο ερωτικά με το παλικάρι. Τον αφήνει να περιμένει και πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα. Εμφανίστηκε σε λίγο μ' ένα λινό κοντό φλοράλ τιραντέ φόρεμα με βολάν στο στήθος, μεγάλο ντεκολτέ που τόνιζε τα βυζιά της και άφηνε ακάλυπτα το όμορφα πόδια της, για να φαίνεται αέρινη και αυθόρμητη. Ένα αέρινο φουστανάκι το οποίο πολύ λίγα άφηνε στην φαντασία του νεαρού. Έβαλε και μια μικροσκοπική κιλότα που μόλις καλύπτει το αιδοίο της, ένοιωθε όντως αέρινη. Στη διάρκεια των εργασιών δεν είναι λίγες οι φορές που έχει τσακώσει με την άκρη του ματιού της, το νεαρό, να «παίρνει μάτι» κάτω από το ανάλαφρο φόρεμα κάθε φορά που έσκυβε για κάποια εργασία και του πρόσφερε σέξι πλάνα αφειδώς. Το ματάκι του ταξίδευε κάτω από το φουστάνι της, το οποίο… «κατά λάθος», είχε σηκωθεί πολλές φορές μέχρι πάνω, κάνοντας το νεανικό του πέος να πάλλεται.Ήταν πλέον και η ίδια σε μια τέτοια κατάσταση, που άρχισε να υγραίνει.
Έτσι, ήρθε η στιγμή που πήρε τη μεγάλη απόφαση να ξελογιάσει ερωτικά τον νεαρό άντρα. Μετέφερε στον εσωτερικό διάδρομο του σπιτιού την ξύλινη σκάφη που χρησημοποιούσε για να πλένει τα ρούχα τους, τη γέμισε χλιαρό νερό και του ζήτησε να την βοηθήσει να πλυθεί γιατί νοιώθει άσχημα μετά από τόση δουλειά και ιδρώτα. Η ίδια, τον ρώτησε εάν έχει κανένα πρόβλημα να μείνει γυμνή μπροστά του και να κάνει το μπάνιο της....
Γδύθηκε και μπήκε στη σκάφη γυμνή, ο νεαρός την κοιτούσε με τα μελαγχολικά του μάτια χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση δεν αισθανόταν και πολύ άνετα. Τον λυπήθηκε λίγο για να είναι ειλικρινής. Του ζήτησε εάν έχει την καλοσύνη να της τρίψει την πλάτη. Είναι έμπειρη το ξέρει η επαφή με το γυμνό δέρμα ενισχύει την αίσθηση δεσίματος ανάμεσα σε δυο ανθρώπους. Δίχως αντίρρηση ο νεαρός μας άρχισε να τρίβει την πλάτη της με το σφουγγάρι στην αρχή. Αργότερα πέταξε το σφουγγάρι και τα χέρια του ταξίδευαν στη γυμνή πλάτη της κι αυτή αναστέναξε. Της ξέφυγε ένα τρεμάμενο βογκητό, η τριβή της κίνησης θέριεψε μέσα της. Τα χείλη της γλιστρούν πάνω στα δικά του και η γλώσσα της στο στόμα να του δίνει ένα παθιασμένο φιλί. Με τα χέρια της του κατέβασε το φερμουάρ του παντελονιού. «Θέλεις να σταματήσω;» Του λέει. Αυτός δεν μίλησε καθόλου. Είχε αφεθεί στα χάδια της και δεν θα ήθελε να τελειώσουν. Ήταν πρωτόγνωρο το συναίσθημα!
Της είπε ότι δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτό που ονειρευόταν τα βράδια του, έγινε πραγματικότητα. Ένα πλατύ χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπο της. Τον ρώτησε αν λέει αλήθεια ότι πραγματικά είχε φαντασιώσεις με εκείνη και του είπε ότι αισθανόταν ιδιαίτερα κολακευμένη από αυτό που μόλις είχε πει και πως της άρεσε ιδιαίτερα που ένας άντρα και μάλιστα νεαρός να αυνανίζεται για χάρη της.
Βγαίνει από τη σκάφη, σκουπίζεται, τον πήρε από το χέρι και τον πήγε στο κρεβάτι. Εκεί αφέθηκε στα χάδια της με μια τρυφερότητα και ένα πάθος ταυτόχρονα. Στη συνέχεια είχαν επανωτά σμιξίματα και οργασμούς που δεν ήθελαν να σταματήσουν ποτέ. Την επισκέπτεται από τότε τακτικά, με πολύ προσοχή βέβαια, μην καταλάβει κανένας κάτι.
....... Η παμπόνηρη και αθυρόστομη ξαδερφούλα η Μερόπη λες και διάβασε τις σκέψεις της Ιόλης, της βρήκε τη λύση στο ερώτημα που την προσγειώνει.
«Τι να κάνεις;. Κάνε συμφωνία με την μαμά σου μόλις αποκτήσεις περίοδο και ωρίμανση να σου τον δώσει εσένα τον νεαρό. Που και που της τον δανείζεις και εσύ». Της λέει χαμογελώντας. «Τη βρίσκω δίκαιη συμφωνία» συμπλήρωσε με πονηριά και χάρη. «Τι έχεις πάθει Ιόλη μου κι είσαι έτσι αλαφιασμένη;! H αλόγα η αψηλιά και άχαρη, γουστάρει την ιδέα μου... γουστάρει και τον νεαρό..... ψάχνεται από τώρα για επιβήτορα;!» Αυτά δεν τα είπε βέβαια η Μερόπη άλλα τα σκέφτηκε.
Σήμερα ο Αλκιβιάδης αποστασιοποιημένος από τα γεγονότα εκείνης της προ εφηβικής τους ηλικίας... σκέπτεται ότι η Μερόπη από τα δώδεκα της χρόνια είχε προχωρημένες σκέψεις και ανησυχίες για την σεξουαλική ωρίμανση.
......... Στο βόρειο μέρος της αυλής ξεκινούσαν σκαλοπάτια που κατέληγαν σ’ ένα ανηφορικό σοκάκι και από εκεί στον εξωτερικό δρόμο. Τα σκαλοπάτια κατέληγαν στη κυρία είσοδο στην αυλή τους. Διπλά στα σκαλοπάτια επάνω σ’ ένα τραπέζι έχει τοποθετήσει ο Κλέαρχος την Μηχανή Ρελιάσματος Πάγκου που γέμιζε τα κυνηγετικά του φυσίγγια.
Ο Κλέαρχος είναι ένας μανιώδης κυνηγός και ένας πραγματικός φυσιολάτρης. Από την νεαρή του ηλικία, εδώ και χρόνια γεμίζει τα κυνηγετικά του φυσίγγια στο χέρι, με άριστη ποιότητα υλικών. Το να φτιάξει κανείς ένα καλό φυσίγγιο δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο.
Έχουν περάσει πολλές εβδομάδες ήδη που μετακόμισε η Νεφέλη με τον σύζυγο της. Είναι περασμένο μεσημέρι το σκηνικό γύρω είναι ένας μουντός βροχερός καιρός αλλά με υψηλή θερμοκρασία και ο Κλέαρχος παλεύει στο τραπέζι με τα φυσίγγια του όταν μέσα από το σοκάκι στο πλατύσκαλο εμφανίζεται η Νιόβη ντυμένη με φούστα midi και κοντό ανοιξιάτικο σακάκι. ... …(Νιόβη είναι η έφηβη δέκα-οκτάχρονη)… κι είχε τόση τσαχπινιά και χάρη.
Η Νιόβη κοντοστέκεται στο μεγάλο πλατύσκαλο σκύβει ότι τάχα μου της έπεσε κάτι και κάνει πως δεν τον έχει δει.. Σκύβοντας, τα πόδια της είναι ενωμένα και δεν έχει λυγίσει τα γόνατα. Ψάχνοντας στριφογυρίζει στη θέση της με τον Κλέαρχο να βρίσκεται ακριβώς πίσω της χαμηλά στην αυλή και σε κάποια σχετική απόσταση.. Εκείνος την κοίταξε με μισόκλειστα μάτια. «Κοίτα το καυλιάρικο μωρό! Μου δείχνει το 'μύδι' της! Μωρρρροοό μου!!!!» Μονολόγησε ο Κλέαρχος ερεθισμένος από τη θέα που του προσέφερε η έφηβη γυναίκα . Τα βλέμματα τους συναντούνται και αναμετράει ο ένας τον άλλο. Τα μαύρα μάτια του ακτινοβόλησαν όπως το σπασμένο γυαλί. Στα τριάντα δυο του χρόνια είναι στα ντουζένια του σα γάτος που γυρνοβολάει στα κεραμίδια. Και δεν υπάρχει κάτι που να μπορεί να τον περιορίσει. Η Νιόβη σηκώθηκε όρθια του χαμογέλασε ικανοποιημένη πονηρά και όλο νόημα. Τον Κλέαρχο στεγνός πυρετός τον έπιασε. Αχ αυτό το κορίτσι με τα μάτια φωτιά. Τον κοίταζε και άναβε. Κατέβαινε τα σκαλοπάτια και χόρευαν οι ρώγες της. Το κορίτσι βιώνει κι αυτό το ερωτικό σκίρτημα σαν γαργαλητό στο στομάχι. Έχει κι αυτό ερωτικά σκιρτήματα που δεν την αφήνουν ήρεμα να κοιμηθεί τα βράδυα. Η Νιόβη, ένιωθε μια ευχάριστη περιέργεια για το ενδιαφέρον που της έδειχνε ο άνδρας. Άκουσε τη φωνή της μητέρας της να ψιθυρίζει στο μυαλό της. Ε, λοιπόν, αυτός είναι ένας άντρας που δε θα είχα πρόβλημα να του κατεβάσω το παντελόνι. Η ανάρμοστη σκέψη την έκανε να νιώσει ντροπή κι έδιωξε τα μη λογοκριμένα σχόλια της μητέρας της απ’ το μυαλό της. Τον κοιτούσε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό, καθώς σκέψεις ρίζωναν μέσα της. Η ιδέα να της κάνει έρωτα αυτός ο άντρας ήταν ιδιαίτερα ερεθιστική και ήταν και κάτι που δρα ως διεγερτικό της σεξουαλικής επιθυμίας πάνω της. Το μυαλό της ήταν ήδη γεμάτο με τρυφερές περιπτύξεις και λάγνες φαντασιώσεις, παρορμήσεις που επιθυμούσε για να τις δοκιμάσει..
Η βροχή είχε σταματήσει όταν έφτασε και ο Αλκιβιάδης στο σπίτι. Άνοιξε την πόρτα. Τους είδε. Κοιτούσε ο ένας τον άλλο. Το δεξί του χέρι χάιδευε τρυφερά τους μηρούς της. Ήταν σίγουρος στο σάλιο του είχε τη γεύση της ανάμεικτη με του φαγητού που έβραζε και δοκίμαζε εάν είναι έτοιμο. Ο Κλέαρχος όπως είχε τον τρόπο του στην κρεβατοκάμαρα έτσι είχε τον τρόπο του και στην κουζίνα. Μαγείρευε για την οικογένεια αρκετές φορές γιατί η Ιοκάστη δουλεύει πολλές ώρες.. Ναι δεν μαγείρευε κάτι ιδιαίτερα πέρα από τα συνηθισμένα και τα κατάφερνε πολύ καλά..
Η Νιόβη, πρέπει πριν μπει ο Αλκιβιάδης μέσα να είχε αφεθεί στο χάδι του. Να ένιωθε το χέρι του αργά να ανεβαίνει όλο και ψηλότερα, να είχε κλείσει τα μάτια και το εσώρουχό της να είχε υγρανθεί. Το ραδιόφωνο έπαιζε ένα άσμα απ’ τα παλιά. Ελαφρό-λαϊκό. Του απομάκρυνε το χέρι. Κάθισε σεμνότερα.
Ο Αλκιβιάδης τους κοιτούσε. Αυτή ήταν δεκαοχτώ χρονών περίπου κι ο Κλέαρχος τριάντα δυο, τόσο νέα! Φαινόταν κοριτσάκι μπροστά του. Η ζωή της ανήκε.
Ο Κλέαρχος φώναξε τον Αλκιβιάδη εκεί έξω στην αυλή. Μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό, του έδωσε χρήματα να τρέξει να αγοράσει μια σαμπρέλα ποδηλάτου για το ποδήλατο που τους είχε δανείσει ο φύλακας του ορυζόμυλου. Το κατάστημα ήταν μακριά στο κέντρο της πόλις. Ο Αλκιβιάδης έφερε αντιρρήσεις, αρνήθηκε, δεν του άρεσε να τους αφήσει μόνους. Του αγρίεψε αλλά τελικά το ξανασκέφτηκε έβαλε πάλι τα χρήματα στην τσέπη του μουρμουρίζοντας. Ο Αλκιβιάδης μουρμούρισε και αυτός στον εαυτό του. «Κάνε υπομονή μέχρι τα δέκα οκτώ σου και τότε εάν σου αγριέψει ξανά τον πατάς στο λαιμό.» Είπαμε ήταν μόνο δέκα χρόνων.. Έτσι ήταν από παιδί. Ο χαρακτήρας του ανθρώπου φαίνεται εκεί γύρω στα δέκα του.
Έναρξη της Εφηβίας!.....
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου