ADS

click to open

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024

Stoumpos (Petra-Kotrona)

...Είναι κάποιες φορές που κάποιες πληροφορίες είναι δίπλα μας και εμείς τις ψάχνουμε στη σκακιέρα του πλανητικού χάους.
Πατημένα στο Φθινόπωρο των εξήντα μου χρόνων, με γκρίζο-λευκό μαλλί πλαισιωμένο με γκριζόμαυρες κηλίδες από δω κι από εκεί, ελαφριές ρυτίδες σαν χαρακιές σκύβω να δέσω τα κορδόνια μου κι αναστενάζει η μέση μου αλλά αρνούμαι να υποτακτώ στον γρήγορο, αγωνιώδη ρυθμό της ζωής μας. Στο ξαφνικά μολύνθηκα από το μικρόβιο να  αναζητήσω τις ρίζες μου! Τα ιστορικά στοιχεία της οικογένειας μου τους πρόγονους μου. Στο ξεκίνημα της αναζήτησης ζητώντας κάποια επικουρική βοήθειά έγινα Φίλος της ομάδας του χωριού μου ΚΟΥΛΕΝΤΙΑ ΛΑΚΩΝΙΑΣ στο Facebook για άντληση πληροφοριών από τους συγχωριανούς του τόπου καταγωγής μου. Ταυτόχρονα σ' αυτή τη καταπληκτική ομάδα, μέσα από τις επαφές μου με τους φίλους, φίλες βιώνω χαρές και λύπες ανακαλύπτοντας το μοναδικό δώρο της Φιλίας! Η καρδιά μου γεμίζει με συναισθήματα που μοιάζουν με κύματα. Αυτές οι φιλίες τις περισσότερες φορές μας ανεβάζουν ψηλά, αλλά καμιά φορά μας πετάνε άτσαλα στην όχθη όταν μαθαίνεις δυσάρεστα νέα τους!
 Από πλευράς γενεαλογικού δένδρου μητέρας η αναζήτηση ήταν απλή και εύκολη να φιλοτεχνήσω το γενεαλογικό της δέντρο και ένα σύντομο ιστορικό της οικογένειας της. Η μικρότερη αδελφή της μητέρας μου η θεία η Κατερίνα είναι ένα ανεξάντλητο και πολύτιμο βιβλίο σε αυτό το αντικείμενο. Την επισκέπτομαι κατά περιόδους στη Μαγούλα Αττικής, φτιάχνει μυρωδάτο καφέ με εσάνς κανέλας και τα λέμε. Μερικές φόρες ερχόταν στην παρέα μας και ο ξάδελφος της ο συγχωρεμένος ο Μίμης ο Φριντζήλας ο πατέρας της Μάρθας και τότε ο καφές συνοδευόταν με τσίπουρο και οι πληροφορίες γίνονταν ποταμός.. Για τους Φριντζηλαίους της ομάδας του χωριού τον Μίμη τον είχε βαπτίσει η μητέρα μου. Ήταν η μεγαλύτερη στα αδέλφια και ξαδέλφια.
Από τη πλευρά το πατέρα μου ελάχιστα ήξερα. Γνωρίζοντας σταδιακά φίλους της ομάδας του χωριού μου ΚΟΥΛΕΝΤΙΑ ΛΑΚΩΝΙΑΣ στο Facebook άρχισα αναμοχλεύοντας υποδόρια τις επαφές μου και τις σχέσεις με μερικούς φίλους της ομάδας. Έγινα στενός κορσές του Παναγιώτη Κοντάκου, αυτός με ανέχθηκε με περίσσια υπομονή μου έδωσε τα τηλέφωνα για ενορίες και ληξιαρχεία και με έφερε σε επαφή ηλεκτρονικά με την αξιότιμη μητέρα του και από ότι έχω νιώσει μέσα από τα σχόλια των φίλων της ομάδας είναι και μια αξιολάτρευτη δεσποσύνη η Μητέρα του η κυρία Ελένη. Σε αυτούς τους ανθρώπους τους εύχεσαι άλλον ένα αιώνα γεμάτο υγεία. Ταυτόχρονα είχα ψιλοκολλήσει σαν βδέλλα και στον αξιότιμο διαχειριστή μας τον Γιώργο Κοντάκο μήπως και βοηθήσει να ξετυλίξω το κουβάρι για τις ρίζες μου. Να ληξιαρχεία Μολάων, Σπάρτης, ενορίες Λυρών, Κουλέντια κλπ.
Σκαλίζω με υπομονή πληροφορίες από τα Γενικά Αρχεία Κράτους , και τους παλαιούς εκλογικούς καταλόγους. Γνωρίζω και έρχομαι σε επαφή με «Nikos-Eleni Pavlakis/» από τη Νεάπολη στα Βάτικα τον οποίο ευχαριστώ από καρδιάς για τις ανεκτίμητες πληροφορίες που αφορούν τις οικογένειες Καραστατήρη και ιδιαίτερα την γιαγιά μου από πατέρα. Τη Ζαφείρω Καραστατήρη του Ιωάννη Καραστατήρη. Τυχαία μέσα στην αναζήτηση ανακαλύπτω ότι στις εκδόσεις «Λακωνικαί σπουδαί» υπάρχουν πληροφορίες με τους «Στούμπος». Παίρνω τηλέφωνο τον εκδοτικό οίκο.Να μη το πλατειάζω κατέληξα σε μια νοητή διαδρομή. Λιασίνοβα (Προσήλιο)-Ξηροκάμπι-Κουμουστά-Ελίκα-Άγιος Μάμμας-Κουλέντια-Μπουμπουτσέλια. Καθώς ένωσα τις σκόρπιες, άτακτες τελείες της αναζήτησης που με αφορούσαν προσωπικά, αναστοχάζομαι τη ζωή των προγόνων μου, τις επιτυχίες τους, τις αποτυχίες και τα ερείπια που άφησαν πίσω τους, κτίζοντας ένα ανάγλυφο, ολοζώντανο πορτραίτο της προσωπικότητάς τους. Έφτιαξα το γενεαλογικό μας δέντρο έχοντας ερωτηματικά πολλά για την αρχική ρίζα του επωνύμου της οικογενείας μου.
Ανιψιά από ξαδέλφη της συζύγου μου, από το Βόλο, αναπληρώτρια δασκάλα το επάγγελμα μετατέθηκε πρόσφατα Αθήνα. Ανατολική Αττική. Ενοίκια και τα λοιπά έξοδα που περιέχονται σ ένα διαμέρισμα φτάνουν και δεν φτάνουν να τα καλύψει ο μισθός της. Την φιλοξενούμε! Μένει με την κόρη μας. Χώρος «δόξα το Θεό.»
Καθόμαστε απογευματάκι παρέα απολαμβάνοντας τον καφέ μας εγώ η κόρη μου και η ανιψιά. Κάποια στιγμή μου λέει το κορίτσι «Θείε διάβασα την ανάρτηση «το Μεγάλο Ρέμα. Τι ωραία που γράφεις».
«Στη θεία σου να τα πεις που μου λέει τι μαλακίες γράφεις πάλι!» της λέω γελώντας ευχαριστημένος.
Και αρχίζω να τους εξηγώ πως το μικρόβιο να γράφω ιστορίες μας ξεκίνησε αναζητώντας τις ρίζες μου και εν τάχη τους εξιστορώ το οικογενειακό μας δέντρο. Εκείνη την ώρα να σου και ο μεγάλος μου ο γιος. Κάθεται στη παρέα μας. Εγώ εξηγώ το γένος του πάτερα και πως τελικά το επώνυμο σύμφωνα με φήμες προήλθε από το ότι κάποιος πρόγονος μας χρησιμοποιούσε τακτικά τη λέξη Στούμπος και είχε σαν αποτέλεσμα να του έμεινε σαν επώνυμο.
Χωρίς να χάσει χρόνο παίρνει το λόγο ο γιος.
«Τι παραμύθια λες στα κορίτσια ρε πάτερα.»
Και αρχίζει να μας λέει την ιστορία που ξέρει. 
Ένας άνδρας από τα μέρη της Δυτικής Μάνης έκανε φόνο και  κυνηγημένος έφυγε προς τα ανατολικά της Μάνης στα χωριά του Ταΰγετου πάνω από το Γύθειο! Εκεί ρίζωσε έγινε ποιμένας απέκτησε μαντριά και αιγοπρόβατα και παντρεύτηκε. Ήταν σκληροτράχηλος άνδρας, μεγαλόσωμος, γεροδεμένος και σλαβικής καταγωγής από το σλάβικο χωριό την εποχή εκείνη της Μάνης τη Λιασίνοβα. Στον καινούργιο του τόπο που ρίζωσε λόγω του μεγάλου όγκου της σωματοδομής του τον αποκαλούσαν με το σλαβικό προσωνύμιο «Στούμπο», που σημαίνει ακατέργαστη μεγάλη πέτρα (κοτρόνα). Το οποίο προσωνύμιο έμεινε και επωνυμία. Κάποιος απόγονος πιθανόν παιδί του ήταν υπερβολικά γεροδεμένος, ρωμαλέος. Είχε σηκώσει στους ώμους του ένα γαϊδούρι φορτωμένο και το μετέφερε εκατό μέτρα με το φορτίο του. Η μετέπειτα καταγωγή μας από παππού είναι από την περιοχή της Ελίκας δήμου Νεαπολέως Βοιών Λακωνίας.
Κόκκαλο εγώ. «Και εσύ πως τα ξέρεις όλα αυτά;»
«Πως τα ξέρω. Μου τα διηγήθηκε ο παππούς όταν ήμουν μικρός.»
Γύρισα τον κόσμο ανάποδα να μάθω τις ρίζες μας, κάτι που πριν τριάντα και χρόνια τις γνώριζε ποιο τεκμηριωμένα ο γιος μου από μια απλή αφήγηση του παππού του.
Η κόρη με κοιτούσε με κατανόηση. «Μπαμπά μου μη στεναχωριέσαι έτσι συνήθως συμβαίνει! Μέχρι τα εξήντα όλοι τρέχουν να προ φτάσουν τη ζωή! Που χρόνος για αναζητήσεις.»
Τελικά ανακάλυψα ότι οι ρίζες μας δείχνουν σλάβικο αίμα από πατέρα και αρβανίτικο από μητέρα.
....Εγώ δε συζητούσα εύκολα με το γέρο μου για τα παλιά.
Μια φορά που τον ρώτησα! «Πες μου κάτι για τον προηγούμενο γάμο σου.»
Ανόρεχτα μου λέει «Μετά την κατοχή πεινούσα και έψαχνα να βρω ένα πιάτο φαγητό. Κάπου χτύπησα λάθος πόρτα με στρίμωξαν και παντρεύτηκα μια μεγάλη γυναίκα στα δέκα οκτώ μου. Με την πρώτη ευκαιρία την κοπάνησα!»
Σήμερα άλλα εγώ έμαθα από την κυρά Ελένη. Ήταν ένα όμορφο κοριτσόπουλο  δέκα-οχτάχρονο και αυτό!

Click to Open

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

Ta Neanika Toy Xronia

....Τα πρώτα χρόνια στη Λαμία μαθητής ακόμη του δημοτικού σχολείου τελειώνοντας η σχολική χρονιά τα καλοκαίρια ο «Αλκιβιάδης» εργαζόταν περιστασιακά σε διάφορες δουλειές του ποδαριού. Αρχικά το πρώτο καλοκαίρι δεκάχρονος σ΄ ένα καφενείο ήταν ο μικρός που μετέφερε τους καφέδες στους πελάτες. Το επόμενο καλοκαίρι έκανε το βοηθό σε πλανόδιο πωλητή πάγου για τα ψυγεία της εποχής! To επάγγελμα του παγοπώλη την δεκαετία του εξήντα είχε ξεχωριστή θέση κυρίως τους καυτούς μήνες του καλοκαιριού! Θυμάται που σηκώνονταν με το αφεντικό του απ' τα βαθιά χαράματα για να προλάβουν τις παραγγελίες τους και να ικανοποιήσουν την απαιτητική πελατεία τους. Το μεροκάματο ήταν σκληρό με το μεταφορικό τους μέσον ένα τρίκυκλο μηχανάκι με καρότσα μετάφεραν τις κολόνες του πάγου από τα παγοποιείο της πόλης στους πελάτες και φυσικά έπρεπε να κινείτε γρήγορα, να είναι σβέλτος στη δουλειά του να κόβει τον πάγο και να τον μεταφέρει στα σπίτια ή στα μαγαζιά, ανάλογα. Περιστασιακά βοηθούσε έμπορο υποδημάτων την εποχή που γινόταν το παζάρι. Επίσης εκεί στις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη τους έπαιρνε η «Ιοκάστη» η μητέρα τους αυτόν και τα μικρά αδέλφια του στις βαμβακοφυτείες του Λαμιακού κάμπου και μάζευαν βαμβάκι τότε που η συγκομιδή του βαμβακιού γινόταν με τον παραδοσιακό χειρωνακτικό τρόπο, πριν οι βαμβακοσυλλεκτικές μηχανές αντικαταστήσουν τους ανθρώπους και κατακλύσουν τον κάμπο. Η εργασία συγκομιδής ήταν επίπονος, απαιτείτο περισσότερος χρόνος αλλά και περισσότερα εργατικά χέρια. Η συγκομιδή του βαμβακιού ξεκινούσε το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου και συνήθως μέχρι το τέλος του Οκτωβρίου και άρχιζε από το πρωί ως και τη δύση του ηλίου! Χρόνια ευτυχισμένα; Χρόνια δυστυχισμένα; Πως να τα πεις; Δούλευαν από το πρωί μέχρι το βασίλεμα του Ήλιου και χαιρόταν τις πέντε-δέκα δεκάρες που έφερναν το βράδυ στο σπίτι και συνέχιζε η Ιοκάστη τις σπιτικές εργασίες μέχρι αργά.
Τελειώνοντας η σχολική χρονιά στο γυμνάσιο πλέον το καλοκαίρι του 1965 το δεκαπεντάχρονο «Αλκιβιάδη» ο πατέρας του ο «Κλέαρχος» τον μετέφερε στα Καμένα Βούρλα για εργασία. Ήταν η εποχή που τα Καμένα Βούρλα ήταν δημοφιλές τουριστικό θέρετρο και υπήρχαν ευκαιρίες για εργασία. Εκεί ξεκίνησε την καριέρα στα τουριστικά επαγγέλματα πλένοντας τα ποτήρια του μπαρ γνωστού ξενοδοχείου. Πολύ σύντομα έγινε βοηθός σερβιτόρου μέχρι το τέλος της καλοκαιρινής σαιζόν.
Με την έναρξη της σχολικής χρονιάς ίσχυε ήδη η νέα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964  στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ήταν σε δύο τριετείς κύκλους (το Γυμνάσιο και το Λύκειο), και το «Ακαδημαϊκό Απολυτήριο» για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, με την ταυτόχρονη κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων στα ΑΕΙ, και η δημοτική γλώσσα ως όργανο και αντικείμενο διδασκαλίας και μάθησης. Κύριοι μεταρρυθμιστικοί στόχοι ήταν να γίνει η εκπαίδευση προσιτή σε όλες τις κοινωνικές τάξεις (δωρεάν παιδεία) και να διευθετηθεί ταυτόχρονα, με την ανάπτυξη ενός δεύτερου δικτύου τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης. Και πολύ απλά από το γυμνάσιο που είχε τελειώσει ο «Αλκιβιαδης» για εισαγωγή στο Λύκειο απαιτούντο πλέον εισαγωγικές εξετάσεις. Ο «Αλκιβιάδης» είχε την ατυχία να του συμβεί ένα απρόσμενο συμβάν και έχασε το λεωφορείο της γραμμής από τα Καμένα βούρλα για τη Λαμία την ήμερα των εξετάσεων και δεν έλαβε μέρος. Στο μυαλό του είχε καθίσει και η ιδέα ότι οι σπουδές στο Λύκειο κατά βάση προετοίμαζαν τους μαθητές για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και στη συνέχεια για ηγετικές θέσεις στη κοινωνία και προσωπικά για να ολοκληρώσει αυτό το κύκλο ένιωθε ότι δεν έχει το οικονομικό υπόβαθρο να υποστηρίξει αυτό το κύκλο σπουδών. Σκέφτεται μη ρεαλιστικές τις προσδοκίες για συνέχιση στις σπουδές του, κρίνοντας αντικειμενικά, ως ανυπέρβλητα τα εμπόδια που αποφέρουν οι οικονομικές δυσκολίες και η έλλειψη οικονομικής υποστήριξης από το οικογενειακό περιβάλλον. Έτσι, θεωρούσε τον εαυτό του ευάλωτο και έλαβε την απόφαση να παραιτηθεί από τη συνολική προσπάθεια ολοκλήρωσης των σπουδών του! 
Είχε αρχίσει δειλά-δειλά να σχεδιάζει το μέλλον του. Γυρίζοντας στη Λαμία και εγκαταλείποντας το Λύκειο είχε δυο σκέψεις στο μυαλό του. Πρώτον να βγάλει ναυτικό φυλλάδιο και δεύτερο να φοιτήσει στη σχόλη εμποροπλοιάρχων τη φημισμένη «ΛΑΜΙΑΚΗ». Οι απόφοιτοι της σχολής την εποχή εκείνη  ήταν περιζήτητοι στην εμπορική ναυτιλία.
Ναυτικό φυλλάδιο λόγω ηλικίας απαιτείτο γονική συναίνεση. Από τον «Κλέαρχο» ήταν πολύ εύκολο να τη πάρει μα αυτός επιθυμούσε τη συναίνεση να του τη δώσει η «Ιοκάστη.» Αρχικά ήταν ανένδοτη, έκαμψε τις αντιστάσεις της όταν της υποσχέθηκε ότι μέχρι να πάει στρατιώτης δεν θα φύγει. Ενδόμυχα πίστευε ότι θα του περάσει και έδωσε τη συγκατάθεση της. Το πρόβλημα της σχολής αποδείχτηκε ανυπέρβλητο. Ήταν ημερησία η σχολή και τα δίδακτρα ασήκωτα για το οικογενειακό τους βαλάντιο. Σαν εναλλακτική αποφάσισε να φοιτήσει στο νυχτερινό τμήμα εργοδηγών μηχανολόγων της σχολής και έπιασε δουλειά σ΄ ένα κατάστημα χονδρεμπορικής με δημητριακά προϊόντα τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Το κατάστημα ήταν  στη περιοχή της λαχαναγοράς και ταυτόχρονα έκανε μερικές έχτρα εργασίες βοηθώντας στα ξεφορτώματα των φορτηγών για έχτρα χαρτζιλίκι. Ήταν και η εποχή που απόκτησε τη βλαβερή συνήθεια του καπνίσματος και ταυτόχρονα η υπεύθυνη της σχολής αγγλικών όπου φοιτούσε κάλεσε την «Ιοκάστη» και της εκμυστηρεύτικε τις πολύ συχνές απουσίες του. Βλέπεις μάθαινε γαλλικό μπιλιάρδο το παλικάρι το έβρισκε πολύ πιο ενδιαφέρον.
Το  καλοκαίρι του 1966 δέκα εξάχρονος προσελήφθη εποχικός εργάτης στη ΔΕΗ. Την εποχή εκείνη επέκτειναν το δίκτυο της επιχείρησης στα γύρω χωριά της Υπάτης και αναζητούσαν προσωπικό να σκάβει για να τοποθετηθούν οι κολόνες του νέου δικτύου. Κοπιαστική η διαδικασία εγκατάστασης του νέου δικτύου, ειδικά αυτό της Υπάτης διάσχιζε βουνά και λαγκάδια. Πριν το σκάψιμο των λάκκων μέσα στους οποίους θα «εμφύτευαν» τις κολόνες, είχε προηγηθεί τεχνική μελέτη και σήμανση τοποθέτησης τους. Όλες οι κολόνες που τοποθετήθηκαν στη περιοχή προς επέκταση του δικτύου προς τα χωριά είχαν ύψος από 10 μέχρι 15 μέτρα και η θεμελίωση τους γύρω στα δυο μέτρα για λόγους αντοχής και τήρησης των κανόνων ασφαλείας. Θεόρατα ξύλα. Τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν γερανοί, που να σηκώναν και «φύτευαν» τις κολώνες. Η διαδικασία που ακολουθούσαν οι εργάτες της ΔΕΗ ήταν η εξής: Πρώτα άνοιγε ο λάκκος με προσοχή ώστε μη χαλάσει η συνοχή της γης γύρω του.  Ο Εργάτης χειριζόταν έναν ατσάλινο σφυρήλατο λοστό 225 εκατοστών μήκος περίπου τη γνωστή παραμίνα. Σφυρηλατημένο ατσάλι για αντοχή με στιλβωμένα, λοξά νύχια για ακρίβεια στο σκάψιμο.
Ο «Αλκιβιάδης», δέκα εξάχρονος ήταν όχι απλώς ο νεότερος της εργατικής ομάδας αλλά σχεδόν οι περισσότεροι τον θεωρούσαν παιδί τους. Είχε συμφωνήσει με τον εργοδηγό ότι δεν θέλει διάλειμμα στην εργασία του απλά όταν τελειώσει το λάκκο του να είναι ελεύθερος. Ο εργοδηγός γελώντας συγκαταβατικά συμφώνησε μαζί του. Δυστυχώς για τον «Αλκιβιάδη» σε ελάχιστα σημεία το έδαφος ήταν ευκολόχρηστο στους περισσότερους λάκκους ήταν σκέτος γρανίτης. ''Όσο πιο στενός ήταν ο λάκκος, τόσο καλύτερα. Μετά έβαζαν στην μια πλευρά του λάκκου ένα έλασμα, το λεγόμενο ως «γκόμενα» στην αργκό των εργατών και παράλληλα πλησίαζαν την κολόνα από την απέναντι πλευρά. Στη συνέχεια άρχιζαν να σηκώνουν την κολόνα από τη μια άκρη της, για να μπορεί να γλιστράει το κάτω μέρος της, μέχρι να σηκωθεί όρθια. Για τη δική τους ασφάλεια και για να υπάρχει καλύτερος έλεγχος σε όλη τη διαδικασία, η κολόνα ήταν δεμένη με σκοινιά δεξιά και αριστερά. 'Όταν κατάφερναν να τοποθετήσουν την κολόνα κατακόρυφα μέσα στο λάκκο, ρίχνανε μέσα χώμα και τραβούσαν τη λαμαρίνα, που πλέον δεν χρειαζόταν. Η διαδικασία τελείωνε με καλό πάκτωμα του χώματος με ειδικούς τετράγωνους κόπανους.
Θυμάται εκείνες τις  μέρες με καύσωνα στο οροπέδιο της Υπάτης, με τον λίβα να καίει τα σπαρτά, με το θερμόμετρο να χτυπάει σαρανταπεντάρια, και να προσπαθούν ντάλα μεσημέρι να στήσουν τις κολόνες και τις περισσότερες φορές η υψηλή θερμοκρασία και η πίσσα από τις κολόνες να καταστρέφει το δέρμα τους με εγκαύματα.  Φτώχεια καταραμένη που οι εργάτες, ποτέ δεν σκέφτηκαν μέτρα προστασίας, ποτέ δεν διανοήθηκαν να κάτσουν στη σκιά να περάσει το καμίνι. Η ανάγκη για επιβίωση, ήταν πάνω από όλα. Και τότε, στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, ήταν όλα χειροκίνητα. Όλες οι δουλειές γινόταν με το χέρι, με την πλάτη.
Πέρασε ο Ιούνιος και τέλος Ιουλίου αρχές Αυγούστου είχε στηθεί το δίκτυο, τέλειωσε το σκάψιμο παροπλίστηκε η παραμίνα και έμειναν αναμνήσεις οι κάλοι, οι φουσκάλες και το σκίσιμο στο δέρμα του «Αλκιβιάδη» κάτι που  αποτελεί συχνό φαινόμενο για όσους ασχολούνται με βαριές χειρονακτικές εργασίες χωρίς να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα προστασίας. Στη συνέχεια άρχισε η σύνδεση δικτύου στα σπίτια. Ηλεκτρολόγος της εταιρείας εκτιμώντας τον ακάματο ζήλο του τον πρότεινε στη διοίκηση να τον πάρει βοηθό του και να του ανανεώσουν τη σύμβαση όταν τελείωση το τρίμηνο του. Δεν είχε περάσει ούτε εβδομάδα στα νέα του καθήκοντα που η θεία του «Ερμιόνη» τον κάλεσε να πάνε στο χωριό στη Ρειχιά. Και όταν τον «Αλκιβιάδη» τον καλεί η «Ερμιόνη» σαν άλλος Μωυσής ανοίγει πέρασμα στη θάλασσα και ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της. Με το πρώτο λεωφορείο της γραμμής ο Αλκιβιάδης αναχώρησε για Αθήνα και από εκεί με την θεία «Ερμιόνη» για Μονεμβάσια. Μάλιστα, η «Ερμιόνη» του είχε προτείνει από το Πάσχα το καλοκαίρι να πάμε μαζί οι δύο τους δυο εβδομάδες διακοπές στο χωριό! Δεν το έκρυβε ότι τον ξεσήκωσε η ιδέα αυτή, σκεφτόταν πόσο έντονα περάσαν το τελευταίο Πάσχα. Ίσως μια καινούργια καλοκαιρινή γνωριμία και αυτός να αφεθεί σε αυτή τη φαντασιακή τρέλα του και του αρέσει πολύ. Ένα ταξίδι διακοπών που θα ρουφάει ήλιο, θάλασσα ένταση και φυσικά την ανατροπή.
Γυρίζοντας ο «Αλκιβιάδης» από τις καλοκαιρινές διακοπές παράλληλα με τη φοίτηση στη σχόλη του αναζήτησε μία εργασία παρεμφερή στο τεχνικό κλάδο αλλά την εποχή εκείνη το μαθητευόμενο οι εργοδότες το προσλάμβαναν άμισθο για να μάθει τη τέχνη. Αναγκάστηκε να ασχοληθεί με οικοδομικές εργασίες που ήταν πιο προσοδοφόρες οικονομικά. Στη λέσχη που σύχναζε για μπιλιάρδο γνώρισε ένα νεαρό εργολάβο που είχε αναλάβει την εργολαβία της επένδυσης πλακιδίων στις εγκαταστάσεις του μεγάλου επίγειου δορυφορικού σταθμού στις Θερμοπύλες και στα νεοαναγειρόμενα σφαγεία Λαμίας. Αναζητούσε εργάτη για να παρασκευάζει τις λάσπες στους δυο μαστόρους του, προσφέρθηκε τον προσέλαβε στην μικρή του ομάδα που την απάρτιζαν τρία-τέσσερα άτομα όλα πολύ νεαρής ηλικίας και έτσι περίπου κύλησε η εφηβεία του μεχρι την ενηλικίωση του. Με το καιρό έγινε ένας καλός μάστορας σε επενδύσεις πλακιδίων το χειμώνα και σερβιτόρος-μπάρμαν τα καλοκαίρια στα Καμένα Βούρλα. Επίσης ο εργολάβος εκτός από ένας πολύ καλός παίκτης στο γαλλικό μπιλιάρδο ήταν και άριστος σκακιστής, και δεν άργησε να γαλουχήσει και τον Αλκιβιάδη ώστε να εντρυφήσει και αυτός στα μαγικά μυστικά του σπουδαίου αυτού παιχνιδιού.
Η «Ιοκάστη» μερίμνησε με μια καθηγήτρια αγγλικών να κάνει ο «Αλκιβιάδης» ατομικά μαθήματα στο σπίτι της καθηγήτριας και έτσι κουτσό-έμαθε πέντε-δέκα υποφερτές αράδες από δαύτα γιατί με τα αρχαία και τις ξένες γλώσσες δεν το είχε και στο άνετα το άθλημα. Τουναντίον διάβαζε ότι βρισκόταν στα χέρια του. Η υπεύθυνη της δημοτικής βιβλιοθήκης Λαμίας του είχε το ελεύθερο ότι ώρα ήθελε όποιο βιβλίο ήθελε του το παραχωρούσε ελεύθερα! Και από τα πρώτα βιβλία της βιβλιοθήκης ήταν και «Τα κατά συνθήκην ψεύδη» του Μαξ Νορντάου  (1849-1923).  Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του, εβραϊκής καταγωγής, Αυστριακού στοχαστή Μαξιμίλιαν Ζίντφελντ… που τον σημάδεψε σα χαρακτήρα. Το διάβασε όταν ήταν δέκα πέντε χρονών και τον συνεπήρε τόσο πολύ που το ξαναδιάβασε και πάλι δεύτερη φορά.
Απλώς τελείωσε τη νυκτερινή σχόλη εργοδηγών μηχανολόγων. Τελευταία χρονιά η σχολή  του επέστρεψε το χρηματικό ποσό που είχε καταβάλλει στα δίδακτρα σαν ο μαθητής που ξεχώρισε με την απόδοσή του. Βρισκόταν στα Καμένα Βούρλα δούλευε στο μπαρ-μπουφέ μεγάλου ξενοδοχείου που του έφερε ο ταχυδρόμος την επιταγή με τα χρήματα. Την εποχή εκείνη στα Καμένα Βούρλα έκαναν εμφανίσεις περιοδεύοντες θίασοι τραγουδοποιών. Για ένα μεγάλο διάστημα ήταν και ο Γιάννης Σπάρτακος, ο «μικρός βασιλιάς» της τζαζ ένας από τους κορυφαίους Έλληνες συνθέτες, πιανίστας και μαέστρος με τέσσερα πέντε κοριτσόπουλα στη πίστα. Λογικό ήταν να μη χρειαζόταν ο «Αλκιβιαδης» και ιδιαίτερο κόπο να καταναλώσει το αντίτιμο της υποτροφίας του.
Υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του ως υπαξιωματικός στο τεχνικό κλάδο στα τεθωρακισμένα. Με την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, σκεπτόταν τον επαγγελματικό προσανατολισμό του και την επιλογή του σωστού επαγγέλματος που θα ταίριαζε στον χαρακτήρα του, τα ενδιαφέροντά του, και σα νέος θα είχε την ευκαιρία να εξελιχθεί στο μέλλον σ' έναν ενήλικα που θα αντλεί ικανοποίηση από την εργασία του! Απόφοιτος της Μέσης σχολής Εργοδηγών μηχανολόγων έκανε αίτηση πρόσληψης στον ΟΤΕ και Την Ολυμπιακή Αεροπορία για τα  τεχνικά τμήματα. Αναμένοντας της έκβαση των αιτήσεων δούλευε εργάτης στις οικοδομές. Την εποχή του 1972-3 στην Αθήνα γινόταν οργασμός ανοικοδόμησης. Η αναμενόμενη πρόσληψη καθυστερούσε, και τότε θυμήθηκε το ναυτικό του φυλλάδιο το καταχωνιασμένο από την «Ιοκάστη» σε κάποιο συρτάρι. Το ξέθαψε κατέβηκε Πειραιά και χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε στο Περσικό κόλπο μπαρκαρισμένος σ' ένα γκαζάδικο. Ταυτόχρονα η Ολυμπιακή του πρότεινε πρόσληψη άλλα δεν την αποδέχτηκε. Έμεινε εννέα μήνες στη θάλασσα. Γυρίζοντας στην Ελλάδα έλαβε την απόφαση να φοιτήσει ως είχε δικαίωμα ένα έτος στη ναυτική ακαδημία μηχανικών εμπορικού ναυτικού ώστε το επιλεχθέν επάγγελμα να του διασφαλίζει τις επιδιωκόμενες προοπτικές εξέλιξης του, και να μην αποτελεί μια παρωχημένη επιλογή που ενδεχομένως θα τον οδηγούσε σε μια αδιέξοδη κατάσταση στασιμότητας. Τον κέρδισε η θάλασσα όπως την ατένιζε στα θολά παιδικά του όνειρα από τις ακτές της Αγίας Μαρίνας Φθιώτιδας παρασύροντας τον στα πιο μαγευτικά ταξίδια. Κι’ η θάλασσα τον δέχτηκε στην αγκαλιά της προς μεγάλη απογοήτευση της Κύπριας φιλολόγου του που αλλιώς τη φανταζόταν τη σταδιοδρομία του. (Όχι πάντως μηχανικό. Κάτι για ρεπόρτερ του έλεγε. Δημοσιογράφος εννοείς; τη ρωτούσε.)
Για κάποιους ανθρώπους τα γράμματα γίνονται πολυτέλεια όταν το μόνο που τους έχει απομείνει είναι η περηφάνια της φτώχειας τους. Και άντε και πώς να το ανακοινώσει στην «Ιοκάστη» που τον έβλεπε να παίρνει τα γράμματα και καμάρωνε. Έβλεπε στο γιο της τα διψασμένα για γνώση μάτια της.
Μπορεί να φαίνεται ανόητο αλλά κάποτε μέσα του σαν φευγαλέο σύννεφο είχε ένα όνειρο πολύ κοινό, να συνεχίσει τις σπουδές του, αλλά υπήρχε έλλειψης στόχων, για την ακρίβεια με την πιο πλατιά έννοια του όρου απλώς να αποκτήσει ευρύτερες γνώσεις. Κάπου κάπου το όνειρο αυτό γυρνούσε και του κτυπούσε τη πόρτα μα με τον καιρό ένιωσε ότι ήταν πλέον ένα όνειρο παραγκωνισμένο στο χώρο της φαντασίας του.
«Ίσως κάποια μέρα.» Σκεφτόταν.
«Ίσως.»
Μα εκείνη η μέρα δεν ήρθε, δεν του παρουσιάστηκε ποτέ. Τώρα που έχει τα τριπλάσια χρόνια, κυνηγάει την παιδική ηλικία που δεν είχε, και γι' αυτό του αρέσουν οι παιδικές περιπέτειες. 
Υ.Γ: Και στα είκοσι οκτώ του χρόνια έκοψε και το τσιγάρο άπαξ και δια παντός.

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

The happy night of the Tibetans,

μαγικό τραγούδι και ρυθμός .... χαμογελαστά πρόσωπα. Φιλικά πρόσωπα! Αγαπητά πανέμορφα κορίτσια! Η ανοιχτή ψυχή των χορευτών είναι πλήρης αρμονία. Και αυτή η αρμονία μεταδίδεται σε όλους εμάς που παρακολουθούμε αυτό το βίντεο.
Ευχαριστώ όλους για το βίντεο.
 
Web Informer Button